© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Μόρφη Διακογεωργίου: τα παιδικά της χρόνια στην Όλυμπο Καρπάθου μέσα από τα ήθη και τα έθιμα του τόπου της

Istorima Code
10992
Story URL
Speaker
Ευμορφία Διακογεωργίου (Ε.Δ.)
Interview Date
07/03/2021
Researcher
Αικατερίνη Σχοινά (Α.Σ.)
Α.Σ.:

[00:00:00]Είναι Δευτέρα 8 Μαρτίου του 2021, είμαι με τη Μόρφη Διακογεωργίου, η οποία βρίσκεται στο Γέρακα Αττικής. Εγώ ονομάζομαι Κατερίνα Σχοινά, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima και βρίσκομαι στην περιοχή Νεράκι, στη Νέα Πέραμο Αττικής και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Αρχικά, Μόρφη μου, θέλω να μου πεις λίγα λόγια για εσένα και να μου ξεκινήσεις την αφήγησή σου από τα παιδικά σου χρόνια στην Όλυμπο Καρπάθου, όπου έχεις μεγαλώσει.

Ε.Δ.:

Καταρχάς, Κατερίνα, χαίρομαι που σε συναντώ, γιατί είσαι μια φωτεινή ύπαρξη και ό,τι δουλεύεις το κάνεις με αξιοσύνη και μεράκι, και πιστεύω ότι θα πάμε πολύ ωραία και στη σημερινή συνέντευξη. Ονομάζομαι Διακογεωργίου Ευμορφία. Γεννήθηκα το 1968 και μεγάλωσα στην Όλυμπο της Καρπάθου. Η Κάρπαθος είναι ένας απομονωμένος βράχος στο Νότιο Αιγαίο και έτσι που την έχω στο μυαλό μου από τότε που λείπω μου φαντάζει μια Καρυάτιδα ριγμένη στο πέλαγος, λυγερόκορμη, που στο κεφάλι της κρατά το ερημονήσι της Σαρίας, με άπειρους και άρρητους μύθους από όλους τους πολιτισμούς. Το χωριό μου είναι η Όλυμπος, το πιο παραδοσιακό ίσως από τα δώδεκα χωριά της Καρπάθου. Διατηρεί μια μακραίωνη παράδοση, μια ζώσα παράδοση, ακόμα και σήμερα που μιλάμε. Η παραδοσιακότητα του τόπου μου ορίζεται και αποτυπώνεται στον τρόπο ζωής των ανθρώπων, είτε στην Όλυμπο, των λίγων που ζουν σήμερα στην Όλυμπο, είτε αυτών που ζουν στη διασπορά, στις κοινότητες, τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού. Ο τόπος μου είναι κλειστός, περίκλειστος από βουνά, απομονωμένος και απομακρυσμένος. Είναι σαν να κρέμεται ανάμεσα στον ουρανό και στη θάλασσα. Τη δεκαετία που ο παραδοσιακός τρόπος ζωής ορίζεται και από στοιχεία σημαντικά, που μπορεί να δει κανείς και με την πρώτη επαφή με τον τόπο. Οι γυναίκες φοράνε την παραδοσιακή τους ενδυμασία καθημερινά. Τα γλέντια μας είναι αυστηρά, με αυστηρό τυπικό, ακολουθούν τον τρόπο που είχαν και παλιά. Τα διαλογικά μας γλέντια, με τις μαντινάδες. Οι ρυθμοί εξέλιξης είναι αργοί. Τα έθιμα είναι συντηρητικά, αυστηρά και γενικότερα οι αξίες και ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τη ζωή είναι αυτός που έχουμε μάθει από την οικογένειά μας. Είναι ο πατροπαράδοτος τρόπος που βίωνε η κοινότητά μας, η κοινωνία μας. Επίσης, έχουμε ένα πολύ έντονο γλωσσικό ιδίωμα, που διατηρείται ακόμα και σήμερα, μέχρι τις μέρες μας. Εγώ μεγάλωσα στην Όλυμπο τη δεκαετία του ‘70, όπου το χωριό ήταν εντελώς αποκομμένο από τα υπόλοιπα χωριά της Καρπάθου, αφού δεν είχε οδική σύνδεση, με αποτέλεσμα η επικοινωνία με τον έξω κόσμο να είναι περιορισμένη και γινόταν μόνο διά θαλάσσης, από το επίνειο της Ολύμπου, το Διαφάνι, που επί της ουσίας είμαστε μια κοινότητα, αφού οι Ολυμπίτες δημιούργησαν και το Διαφάνι, και από εκεί με τα καΐκια επικοινωνούσαν με την πρωτεύουσα του νησιού, με τα Πηγάδια. Και από εκεί προμηθευόμασταν και όλα τα είδη που χρειαζόταν η κοινότητα για να επιβιώσει. Η κοινωνία μας ήταν αγροτική και κτηνοτροφική. Οι άνθρωποι ασχολούνταν με τις γεωργικές εργασίες και με την κτηνοτροφία, αλλά επίσης και με τέχνες και με την τέχνη της πέτρας, της οικοδομής. Τη δεκαετία που εγώ μεγάλωσα το χωριό μου δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα, δεν είχαμε. Δηλαδή ήμασταν ένας περίκλειστος τόπος, μια κλειστή κοινότητα, ένας τόπος που θα λέγαμε ότι παρουσίαζε και μια κοινωνική εσωστρέφεια εξαιτίας των συνθηκών. Όμως, τα παιδικά μου χρόνια στην Όλυμπο τα θυμάμαι με πολλή γλυκύτητα, με πολλή νοσταλγία και πολλές φορές αποτελούν καταφύγιο όταν χρειάζεται να αντιμετωπίσω κάποιες δυσκολίες στην καθημερινότητά μου, εδώ στο κλεινόν άστυ, στην πόλη πια που ζω. Η οικογένειά μου αποτελείτο από τέσσερα άτομα και πέντε μαζί με τη γιαγιά μου, γιατί όπως μπορεί να ξέρεις κι εσύ, Κατερίνα, η κοινότητά μου χαρακτηρίζεται από μητροτοπικότητα, δηλαδή όταν ένα ζευγάρι παντρευτεί εγκαθίσταται στο σπίτι της γυναίκας, στο σπίτι της κοπέλας, η οποία κληρονομεί το σπίτι από τη δική της μητέρα. Έτσι, λοιπόν, μεγάλωσα στο σπίτι της μητέρας μου, μαζί με την οικογένειά μου, τον μπαμπά μου και την αδερφή μου, που είναι δύο χρόνια μικρότερη από μένα, και τη γιαγιά μου, τη μητέρα της μητέρας μου. Ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος και τεχνίτης εκείνη την εποχή, γιατί σήμερα, μετά τα 50 του, έγινε ιερέας και ιερουργεί ακόμα και σήμερα στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Όλυμπο. Η σημερινή όψη της Ολύμπου, που χαρακτηρίζεται από πολλούς όμορφη και έχει ένα αρχιτεκτονικό κάλλος, ο πατέρας μου έχει συμβάλει πάρα πολύ σε αυτή την όψη του χωριού, γιατί από τα χίλια σπίτια που έχει το χωριό δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει δουλέψει. Επίσης, στην τέχνη του πρόσθεσε τα κάγκελα της Ολύμπου με το δικέφαλο αετό και άλλα σχέδια που κοσμούν τις ταράτσες των σπιτιών και τους εξώστες των σπιτιών στην Όλυμπο. Δούλεψε όλα του τα χρόνια ακάματος. Μέχρι και ακόμα και μετά την ιεροσύνη του δούλευε στα σπίτια της Ολύμπου. Η μητέρα μου ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού, ακούραστη κι αυτή. Δεν θυμάμαι ποτέ τη μάνα μου να κάθεται με σταυρωμένα χέρια, ποτέ! Πάντοτε κάτι έκανε, είτε έραβε, είτε και κεντούσε το καβάι, έραβε τα σακοφούστανα, κεντούσε σεντόνια και χρέμια. Ακόμα και τις Κυριακές, που θεωρούνταν αργία και έτσι δεν έπρεπε να δουλεύει, έπλεκε πιτσίλια για τα κεφαλομάντιλα. Έπλεκαν γαϊτάνι για το καβάι, έκαναν δηλαδή πιο ελαφριές για εκείνες δουλειές. Ποτέ δεν θυμάμαι να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια. Πάντα κάτι είχε να ασχοληθεί, γιατί η ζωή στην Όλυμπο ήταν πάρα πολύ σκληρή και απαιτητική, γιατί όλα περνούσαν από τα χέρια των ανθρώπων. Θα πούμε και παρακάτω. Τα ρούχα μας, ό,τι φορούσαμε στην καθημερινότητά μας τα έραβε η μάνα μου και οι μητέρες όλων των παιδιών έραβαν τα ρουχαλάκια των παιδιών τους, όχι μόνο δηλαδή της δικής τους ενδυμασίας. Η γιαγιά μου ήταν, επίσης... Να προσθέσω ότι η μάνα μου από το 1973 και μετά διατηρούσε και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Ήταν η πρώτη κίνηση που έγινε στην Όλυμπο για να υπάρχει ένας χώρος να φιλοξενηθούν κάποιοι επισκέπτες, γιατί είχαν αρχίσει να έρχονται στην Όλυμπο διάσπαρτοι ξένοι οι οποίοι ασχολούνταν με την έρευνα, άνθρωποι δηλαδή που είχαν κάποια περισσότερη απαίτηση από το να κάνουν κοσμοπολίτικες διακοπές. Ήθελαν να δουν κάτι πιο εξωτικό, κάτι διαφορετικό, να πάνε λίγο πίσω στο χρόνο σε σχέση με αυτό που βίωναν στη χώρα τους. Κι έτσι είχαν ανακαλύψει την Όλυμπο. Οπότε, ο πατέρας μου είχε φτιάξει κάποια δωμάτια στο σπίτι και εκεί τα ονομάζαμε και «Πανσιόν Άνοιξη», γιατί ήταν τα πρώτα που δημιουργήθηκαν στην Όλυμπο. Η μάνα μου δούλευε τα δωμάτια αυτά από την καθαριότητα και τη διατήρησή τους. Μέχρι που πρόσφερε φαγητό στους ενοίκους, στους τουρίστες που έμεναν εκεί, γιατί δεν υπήρχε καμία άλλη δυνατότητα στο χωριό. Να πούμε ότι εκείνη τη περίοδο το χωριό είχε αρκετό κόσμο, δηλαδή πρέπει να είχε γύρω στους πεντακόσιους κατοίκους. Βέβαια, είχε μειωθεί στο μισό ο κόσμος σε σχέση με την περίοδο μετά τον πόλεμο, γιατί τότε άρχισε η ραγδαία μετανάστευση προς το εσωτερικό αλλά και ιδιαίτερα προς την Αμερική και το εξωτερικό. Το σχολείο είχε αρκετά παιδιά, αλλά να ολοκληρώσω πρώτα. Στο σπίτι, επίσης, έμενε και η γιαγιά μου. Η γιαγιά μου από τη μητέρα μου. Ήταν μια πολύ ικανή γυναίκα, μια πολύ δυναμική γυναίκα, με πολλά βάσανα στη ζωή της, πολύ ταλαιπωρημένη... Έμεινε χήρα, είχε παιδί που είχε ιδιαίτερα προβλήματα, ο αδερφός της μητέρας μου, όμως ήταν μια πραγματικά αγωνίστρια της ζωής και έτσι, μια και που είναι σήμερα και η Γιορτή της Γυναίκας, είναι το δικό μου το προσωπικό μου σύμβολο, το πώς με πόση αγωνιστικότητα και με πόσο πάθος διεκδικούσε τη ζωή και δούλευε στη ζωή της, από τις αγροτικές εργασίες, από το σκάψιμο, το θέρισμα, το μάζεμα των ελιών, τις δουλειές του σπιτιού. Ενώ ήταν γεννημένη το 1912, που οι περισσότερες γυναίκες δεν ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν, η γιαγιά μου ήξερε και διάβαζε και έγραφε. Φορτωνόταν παρά πολύ. Ερχόταν πάντα με γεμάτη την πόδια της και το καλάθι της. Ανάλογα με την επ[00:10:00]οχή και ανάλογα με το πού πήγαινε θα έφερνε φρούτα, θα έφερνε λαχανικά, θα μας έφερνε γλυκά, θα πήγαινε προς τα πάνω, προς τα παντοπωλεία του χωριού. Ήταν ένας πολύ δοτικός άνθρωπος και λάτρευε το Θεό όπως τον λατρεύουν οι περισσότεροι Έλληνες. Από τη μια άναβε τα καντήλια και προσευχόταν και από την άλλη στις δύσκολες στιγμές μπορεί να αγανακτούσε και να ξεστόμιζε και βαριές κουβέντες. Επίσης, αυτό που θυμάμαι από τη γιαγιά μου ήταν ότι είχε στο χέρι ένα τατουάζ, εδώ στον καρπό του χεριού από μέσα. Ήταν εκείνη η περίοδος που, όταν ήταν μικρή, η δερματοστιξία ήταν κάτι που το έκαναν κάποιες κοπέλες στην Όλυμπο. Το έκαναν με βελόνα και κάρβουνο. Μου άρεσε που το έβλεπα. Ήταν μια μικρή γλαστρούλα με λουλουδάκια και στη βάση της γλάστρας είχε τα αρχικά της, Μ και Γ. Έτσι υπόγραφαν τότε, όχι με το επίθετο, με το όνομα του πατέρα τους. Η γιαγιά μου λεγότανε Μορφινούλα, Μορφινούλα Γεωργίου. Γεώργιος ήταν ο πατέρας της. Και θυμάμαι ότι μου άρεσε να παίζω με το σχέδιο που είχε εδώ στο χέρι της, γιατί μου έκανε εντύπωση! Και μου μου είχε πει ότι το είχε κάνει μόνη της με βελόνα και κάρβουνό. Επίσης, με τη γιαγιά μου μέναμε εγώ και η αδερφή μου, από 3 χρονών εγώ και η αδερφή μου όταν έγινε και εκείνη 2 χρονών, μέναμε μαζί με τη γιαγιά σε διπλανό χώρο, ενώ οι γονείς μου έμεναν στο καρπάθικο σπίτι, στο σοφά. Παρά την κούρασή της και παρά τη δουλειά που τραβούσε όλη μέρα σε εξωτερικές δουλειές και στους κήπους και στα χωράφια, η γιαγιά μου μας έλεγε κάθε βράδυ παραμύθι. Κάθε βράδυ! Δεν υπήρχε ούτε ένα βράδυ που να πει ότι «Είμαι κουρασμένη, δεν μπορώ να σας »πω. Το είχαμε κάτι σαν θεσμό. Δεν κοιμόμαστε αν δεν μας έλεγε η γιαγιά παραμύθι! Είχαμε τα αγαπημένα μας παραμύθια. Εμένα μου άρεσε «Οι κόρες μες στη λατσία», μες στο πηγάδι, της αδελφής μου «Το Αρνί». Για να μην τσακωνόμαστε, τη μια μέρα μάς έλεγε το ένα παραμύθι και την άλλη μέρα το άλλο και πολλές φορές μάς έλεγε κι άλλα δικά της, για να μη βαριόμαστε. Να φανταστείς ότι ήμαστε τόσο πολύ δεμένοι, που στο δωμάτιο, επειδή ήτανε και μικρό, είχαμε ένα διπλό κρεβάτι και κοιμόμασταν, εγώ μέσα στον τοίχο, η αδερφή μου στη μέση και η γιαγιά έξω, γιατί φοβόντουσαν μήπως πέσουμε από το διπλό κρεβάτι! Υπήρχε πάρα πολλή αγάπη στο σπίτι μου. Ήταν ήρεμα και ήμασταν ήρεμοι και αγαπημένοι. Ο πατέρας μου ερχόταν το μεσημέρι για φαγητό. Δούλευε νύχτα με νύχτα, από το πρωί στις 08:00 μέχρι στις 20:00 το βράδυ, με μια διακοπή το μεσημέρι, όταν σχολούσαμε από το σχολείο. Ερχόταν κι εκείνος και τρώγαμε μαζί τα μεσημέρια. Κι αυτός ακάματος, ακούραστος. Τραγουδούσε πάρα πολλά τραγούδια και πάρα πολλές μαντινάδες ξέρουμε από εκείνα τα μεσημέρια που τρώγαμε μετά το φαγητό. Μας τραγουδούσε ο πατέρας μου και είχαμε, έτσι, μια πολύ ήρεμη και όμορφη ζωή στο σπίτι μας. Τώρα θα σου πω την περίοδο τη σχολική. Η γιαγιά μου, όπως σου είπα, ήξερε να γράφει και να διαβάζει, οπότε κάποια στιγμή που πήγε ταξίδι για ιατρικούς λόγους μού έφερε ένα αλφαβητάρι. Εγώ πρέπει να ήμουν τότε 3, 4 χρόνων. Ήταν το πρώτο βιβλίο που πήρα στα χέρια μου, ένα αλφαβητάρι που το θυμάμαι ακόμα και τις εικόνες και τα γράμματα! Το έμαθα, λοιπόν, πάρα πολύ καλά το αλφαβητάρι να το διαβάζω και, αφού έμαθα το αλφαβητάρι, ήθελα να πάω και στο σχολείο. Όμως, δεν ήταν ακόμα η ηλικία μου κατάλληλη να πάω στο σχολείο. Τότε δάσκαλος στο σχολείο της Ολύμπου ήταν ο δάσκαλος ο Παυλίδης, μια πολύ εντυπωσιακή φιγούρα ανθρώπου. Λυγερόκορμος, ψηλός, ευθυτενής, έτσι, με ήπιο τόνο στη φωνή του και στον τρόπο του. Και η γυναίκα του είχε παντοπωλείο στην Όλυμπο. Μια μέρα, λοιπόν, με πήρε η γιαγιά μου να πάμε να ψωνίσουμε από το παντοπωλείο του Παυλίδη, της Μαρίτσας, της γυναίκας του. Εγώ είχα παραμάσχαλα το αλφαβητάρι, γιατί έπρεπε παντού να πω ότι είχα βιβλίο και ήξερα την αλφαβήτα! Πρέπει να ήμουν τότε 4 χρονών. Όταν, λοιπόν, πήγαμε στο παντοπωλείο εκεί, καθίσαμε, ήταν και ο δάσκαλος εκεί και η γιαγιά μου του είπε ότι «το και το. Έχω τη Μορφία», γιατί έτσι με λένε στο χωριό, «η Μορφία μου ξέρει την αλφαβήτα, ξέρει το αλφαβητάρι απ’ έξω και θέλει να αρχίσει το σχολείο». Ο δάσκαλος ήταν τόσο καλός άνθρωπος, δεν της είπε της γιαγιάς ότι δεν είναι νόμιμο ή οτιδήποτε. Δέχτηκε ο άνθρωπος να πηγαίνω στο σχολείο, παρότι ήμουν 4,5 χρόνων τότε. Και εγώ με άλλα δύο κορίτσια, που είχαν βέβαια μεγαλύτερα αδέρφια στο σχολείο, πηγαίναμε δύο χρόνια πριν να φοιτήσουμε κανονικά στην πρώτη τάξη. Ανελλιπώς, καθημερινά, πηγαίναμε στο σχολείο. Ο δάσκαλος μάς είχε σκαμνάκια στην άκρη της αίθουσας και καθόμαστε σαν να πηγαίναμε δηλαδή στο νηπιαγωγείο, ενώ δεν υπήρχε βέβαια ο θεσμός του νηπιαγωγείου τότε στην Όλυμπο. Και ακόμα και όταν έδινε βαθμούς, μας έδινε έλεγχο. Κι έχω ακόμα τον έλεγχο που μου έδωσε ο δάσκαλος τότε. Και με ωθούσε και με παρωθούσε να συνεχίζω και με τον ίδιο ζήλο κι ότι ήμουν πολύ καλό παιδί και πολύ καλή μαθήτρια! Και με αυτά τα άλλα δύο κορίτσια, την Ντίνα και την Άννα, πηγαίναμε δύο χρόνια, ενώ δεν ήταν ακόμα η σειρά μας να μπούμε στην πρώτη Δημοτικού. Ο δάσκαλος, όμως, μας αγκάλιασε, μας αγάπησε και ίσως από εκεί ξεκίνησε κι η ιδέα και η αγάπη για το επάγγελμα του δασκάλου. Από τότε δηλαδή είχα όνειρο, ήθελα και εγώ να γίνω δασκάλα, ίσως από την αύρα εκείνου του ανθρώπου, του δασκάλου του Παυλίδη. Να είναι καλά εκεί που είναι. Αργότερα στο σχολείο ήρθε —το σχολείο μας ήταν διθέσιο και είχε ένα δάσκαλο για την πρώτη, δευτέρα, τρίτη και έναν δάσκαλο για την τετάρτη, πέμπτη, έκτη— ο Παπούλης, ο δάσκαλός μου, με τον οποίο αποφοίτησα βέβαια από το Δημοτικό. Ήταν νέος, ήταν κι αυτός από την Όλυμπο. Ήταν πάρα πολύ αυστηρός. Ειδικά τα αγόρια τον έτρεμαν, γιατί τότε το σχολείο, Κατερίνα, είχε διαπαιδαγωγικό ρόλο ακόμα και για θέματα που συνέβαιναν στην κοινότητα. Δηλαδή αν κάποιοι άνθρωποι παραπονιόντουσαν στο δάσκαλο ότι οι μαθητές του έκαναν κάποια αταξία, δημιούργησαν πρόβλημα —γιατί τα παιδιά τότε, ιδιαίτερα τα αγόρια, ήταν πιο ελεύθερα από τα κορίτσια και πολλές φορές δημιουργούσαν ζημιές στο χωριό. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να βάλουν φωτιά σε ένα φρουανότοπο. Ο φρουανότοπος ήταν ένα μέρος που αφήναμε τα φρύγανα. Τα φρύγανα για το φούρνο, τα ξύλα, τα ξερά κλαδιά. Θα μπορούσαν κάποια παιδιά για παιχνίδι να βάλουν μια φωτιά στο φρουανότοπο. Τότε, λοιπόν, η γυναίκα που είχε τα ξύλα θα παραπονιόταν όχι μόνο στους γονείς του μαθητή αλλά και στο δάσκαλο και ο δάσκαλος είχε το ελεύθερο να τιμωρήσει το μαθητή. Έτσι, κάθε Δευτέρα θυμάμαι πρωί υπήρχε μια ομάδα αγοριών που ο δάσκαλος τούς έλεγε «Περάστε μπροστά», από την υπόλοιπη γραμμή που ήταν στοιχισμένο το σχολείο και βέβαια έπεφταν οι ανάλογες, γιατί ακόμα και το ξύλο υπήρχε. Είχε μια βέργα ο δάσκαλος από σφάκα, από πικροδάφνη, η οποία ήτανε και ευλύγιστη, και τα παιδιά έπαιρναν την πρώτη τους τιμωρία Δευτέρα πρωί-πρωί! Ήταν αυστηρός δάσκαλος, αλλά μάθαμε κοντά του γράμματα και όσοι θελήσαμε προχωρήσαμε μετά δίχως κανένα πρόβλημα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο και παραπέρα στο Πανεπιστήμιο. Θα πρέπει να πω εδώ, Κατερίνα, ότι η ζωή στην Όλυμπο τότε, από τη στιγμή που δεν δεχόταν ιδιαίτερες επιρροές απ’ έξω, άκουγε τους ρυθμούς της φύσης. Ήταν σαν να αφουγκραζόταν την καρδιά της γης. Ανάλογα με την εναλλαγή των εποχών άλλαζε και διαμορφωνόταν και η ζωή των κατοίκων. Η αλλαγή των εποχών προσδιόριζε τις εργασίες που είχε η κάθε οικογένεια. Προσδιόριζε τη διατροφή, το τι θα βάλουμε πάνω στο τραπέζι να φάμε. Καταλαβαίνεις, δεν είχαμε ψυγεία να συντηρήσουμε κρέατα ή οτιδήποτε. Όποτε έσφαζε ο βοσκός και έφερνε. Θυμάμαι ότι έκοβε το ερίφι, το αρνί, στα τέσσερα και το τετάρτι που λέγαμε το κρατούσε στα χέρια και πήγαινε από σπίτι σε σπίτι για να το πουλήσει. Όταν δηλαδή έσφαζε ο βοσκός και πουλούσε το κρέας, όλα τα σπίτια του του χωριού είχαμε το ίδιο φαγητό, είχαμε κρέας! Όμως, και τώρα ακόμη που ζω στην πόλη και έχουμε τόση πληθώρα αγαθών και πολ[00:20:00]λές φορές προβληματιζόμαστε «Τι να μαγειρέψω σήμερα;», μου κάνει μεγάλη εντύπωση και το θυμάμαι, έτσι, με θαυμασμό για τη μάνα μου, πού έβρισκε τόσους συνδυασμούς και μαγείρευε και το μεσημέρι και το βράδυ! Μαγείρευε και για μεσημεριανό και για βραδινό. Και λέω, ποτέ δεν παραπονέθηκε ότι «Δεν ξέρω τι να μαγειρέψω σήμερα». Κάτι θα έβρισκε, κάτι θα συνδύαζε, είτε με λαχανικά από τον κήπο, πάντα εποχιακά βέβαια, όπως είπα πριν, και όσπρια, μακαρούνες, μακαρόνια, ανάλογα τι ήταν η περίοδος και ο χρόνος. Πάντα έβρισκε. Είχε μια ευρηματικότητα στο τι θα μαγειρέψει και το τι θα φάμε και μεσημέρι και βράδυ. Επίσης, όπως είπα και πριν, όχι μόνο οι εργασίες και η διατροφή μας, όλη μας η ζωή προσδιοριζόταν από τον κύκλο του χρόνου και η ψυχαγωγία μας επίσης. Η ψυχαγωγία μας ήταν προσδιορισμένη από το εορταστικό ημερολόγιο του κύκλου του χρόνου. Δηλαδή περιμέναμε τις μεγάλες εορτές, τις μεγάλες εορταστικές περιόδους να ψυχαγωγηθούμε και να αλλάξει κάπως η ρουτίνα της καθημερινότητας. Θα παραμείνω λίγο ακόμα στα σχολικά μου χρόνια, γιατί το σχολείο, ειδικά για εμάς που μεγαλώσαμε σε τόσο κλειστή η κοινωνία και η κοινότητα, ήταν ένας ολόκληρος κόσμος, ήταν η βασική μας επαφή με τον έξω κόσμο. Τα βιβλία μας, αυτά που μαθαίναμε, όλα για εμάς αυτά ήταν θεωρητικά. Δεν είχαμε την εικόνα της τηλεόρασης —καλά, σήμερα που έχουμε και το διαδίκτυο— που είχαν τα υπόλοιπα παιδιά, και της υπόλοιπης Καρπάθου ακόμη. Εικονοποιούσαμε μόνοι μας ό,τι ακούγαμε στο σχολείο. Δούλευε πολύ η φαντασία μας για να ανταποκριθούμε σε όλα αυτά, σε όλη τη γνώση και σε όλη την πληροφορία που μας έδινε το σχολείο. Όμως, ήταν το σχολείο και ένας χώρος που μας κοινωνικοποιούσε και μας έφερνε κοντά με τα άλλα παιδιά του χωριού, γιατί το χωριό ήταν μεγάλο και, αν δεν πηγαίναμε στο σχολείο, δεν θα βρίσκαμε όλα τα παιδιά του χωριού, μόνο τα παιδιά της γειτονιάς. Θα πω και για τη γειτονιά. Έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στη διαπαιδαγώγησή μας. Στο σχολείο, λοιπόν, όπως σου είπα ήταν διθέσιο. Τα μεγάλα παιδιά μαζί, τα μικρά μαζί. Στο διάλειμμα —είχαμε δύο διαλείμματα— τότε παίζαμε τα κλασικά παιχνίδια που έπαιζαν και τα υπόλοιπα παιδιά εκείνη την εποχή: «Περνά-περνά η μέλισσα», «Δεν περνάς κυρά Μαρία», «Αλάτι χοντρό, πιπέρι ψιλό», κάποια παιχνίδια με τόπι, παιχνίδια τα οποία δεν μπορούσαμε να τα παίξουμε στη γειτονιά, γιατί οι χώροι ήταν πιο στενοί. Το σχολείο μου είχε μια πολύ μεγάλη αυλή. Ήταν στη δυτική πλευρά του χωριού και έβλεπε κάτω τη θάλασσα, των Φυσών, που σπανίως ηρεμεί. Είναι πάντα φουρτουνιασμένη, γιατί φυσούν εκεί δυτικοί άνεμοι. Το χειμώνα ήταν πολύ δύσκολη η πρόσβαση στο σχολείο, γιατί είχαμε δυνατούς αέρηδες και, αν δεν ξέραμε να πάμε τοίχο-τοίχο μέσα, θα μπορούσε ο αέρας να μας πετάξει και κάτω στο γκρεμό. Τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχαν ούτε κάγκελα ούτε τίποτα. Ήταν ένα μικρό μονοπάτι από σπήλιο, από πέτρα και πηγαίναμε τοίχο-τοίχο για να φτάσουμε μέχρι κάτω στο σχολείο μας. Στο σχολείο, επίσης, είχαμε κήπο. Βάζαμε, μαθαίναμε να φυτεύουμε λαχανικά, να φτιάχνουμε πράγματα, να φυτεύουμε λουλούδια... Θυμάμαι έξω στην ξερολιθιά του κήπου είχαμε νάρκισσους, είχαμε τα νυχτοπούλια όπως τα λέμε εμείς και μέσα είχαμε τα λαχανικά μας. Οι μεγάλες τάξεις πάντα αυτά. Επίσης, τα μεγάλα κορίτσια, επειδή ξέραμε από πολύ μικρή ηλικία να κεντάμε, είχαμε φτιάξει και μια γωνιά εκεί σε μια τάξη που είχαμε κάνει αναπαράσταση του Καρπάθικου σπιτιού. Είχαμε φτιάξει στυλιομαντίλες, μποξάδες, σεντόνια, στρώματα και είχαμε φτιάξει μια αναπαράσταση του Καρπάθικου σπιτιού σε μια γωνιά της τάξης. Είχαμε, επίσης και τα κυπαρίσσια. Ήτανε μια πλαγιά κάτω από το σχολείο… Αυτό σήμερα το λέμε Περιβαλλοντική Εκπαίδευση. Τότε δεν υπήρχε προσδιορισμός, αλλά όμως κάναμε από τότε, δουλεύαμε την αγάπη για το περιβάλλον και τον τόπο. Είχαμε μια πλαγιά που υπήρχαν κυπαρίσσια, τα οποία τα είχαν φυτέψει παιδιά προηγούμενων γενεών. Πηγαίναμε, συντηρούσαμε δυο φορές το χρόνο, θυμάμαι. Σκάβαμε, σκαλίζαμε τα κυπαρίσσια, φτιάχναμε τις ξερολιθιές, τους τοίχους, τους βασταούς, όπως τους λέμε εμείς, που μπορεί να είχανε χαλάσει και ή μπορεί να φυτεύαμε ένα καινούριο κυπαρισσάκι, αν είχε ξεραθεί το προηγούμενο που είχε στο συγκεκριμένο χώρο, και φροντίζαμε ομαδικά. Ήμαστε ομάδες και είχαμε συγκεκριμένο κυπαρίσσι που φροντίζαμε. Και κολατσίζαμε εκεί, παίρναμε το φαγητό μας και καθόμαστε όλη μέρα. Ήταν σαν μονοήμερη εκδρομή. Επίσης, αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα από το σχολείο είναι ότι πολλά παιδιά οι γονείς, τους ιδιαίτερα την περίοδο του θερισμού, έμεναν στην Αυλώνα. Η Αυλώνα είναι ο κάμπος της Ολύμπου, εκεί δηλαδή που παραγόταν το σιτάρι και το κριθάρι για τις ανάγκες του τόπου. Είναι μια ώρα δρόμος με τα πόδια από την Όλυμπο και υπήρχαν παιδιά που έρχονταν το πρωί στο σχολείο με τα πόδια από την Αυλώνα και πήγαιναν πάλι πίσω το μεσημέρι μετά το μάθημα, για να μείνουν με τους γονείς τους εκεί. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι κάποια από αυτά τα παιδιά, όπως είναι το ψωμί το ολυμπίτικο, που είναι ένα μεγάλο ψωμί —ήταν κομμένο στη μέση—, είχε βγάλει τη ψίχα από το ψωμί. Γινόταν κάπως σαν γαβάθα. Ήταν γεμάτη με καβρουμά. Ο καβρουμάς είναι χοιρινό το οποίο το φτιάχνουμε εμείς με έναν τρόπο, έτσι ώστε να διατηρείται ολόκληρο το χρόνο μέσα στο λίπος του. Είχε μέσα σ’ αυτό το σκαλισμένο ψωμί, είχε τον καβρουμά. Μετά το μάθημα καθόταν και έτρωγε. Ήταν το γεύμα του το μεσημεριανό το ψωμί με τον καβρουμά, για να πάρει πάλι το δρόμο να γυρίσει πίσω στην Αυλώνα. Φανταστείτε πόσο δύσκολο ήταν γι’ αυτά τα παιδιά ακόμα και να παρακολουθήσουν το σχολείο, γιατί κι εκεί που θα πήγαινε στην Αυλώνα δεν είναι ότι θα αφοσιωνόταν στο διάβασμά του. Θα έπρεπε να βοηθήσει τους γονείς του στο αλώνισμα και στις δουλειές που είχαν εκεί. Η πιο όμορφη μέρα, θα λέγαμε, της εβδομάδας ήταν το Σάββατο! Το Σάββατο εμείς ακόμα τότε κάναμε σχολείο. Δεν ήταν αργία το Σάββατο. Όμως, το Σάββατο όλες οι οικογένειες του χωριού φούρνιζαν στο φούρνο για το βδομαδιάτικο ψωμί. Δεν φουρνίζαμε, οι φούρνοι δεν έκαιγαν κάθε μέρα, μόνο το Σάββατο. Ξεκινούσαν από τις 07:00 το πρωί και μέχρι το βράδυ, ανά ζεύγη, οι οικογένειες φούρνιζαν στο φούρνο τα ψωμιά ολόκληρης της εβδομάδας. Έκαναν δηλαδή έξι μεγάλα ψωμιά και τα οποία τα είχαν για όλη την εβδομάδα, μέχρι το επόμενο Σάββατο. Αυτό ανάδυε μια ιδιαίτερη μυρωδιά και γέμιζε τα πνευμόνια μας από μυρωδιά, από ξύλο ελιάς, από ξύλο πεύκου, από φρέσκο ψωμί, από λαχανόπιτες, κουλούρια, γιατί από τη στιγμή που ο φούρνος άναβε μια φορά τη βδομάδα προτιμούσαν οι γυναίκες να βάλουν και το ταψί με το φαγητό τους στο φούρνο εκείνη την ημέρα, το Σάββατο. Και εμείς, καθώς γυρνούσαμε από το σχολείο, όλες οι γειτονιές μύριζαν με αυτά τα υπέροχα αρώματα! Από το Νάκρος, εκεί που ήταν το σχολείο, να έρθουμε στο Τρουλινού, να γυρίσουμε στο μέσα στο χωριό. Εμένα το σπίτι μου ήταν και αρκετά μακριά από το σχολείο. Και πραγματικά ήταν η μέρα που ήταν η πιο μυρωδάτη από όλες, η πιο μοσχοβολισμένη από όλες! Θυμάμαι μια φορά που όταν έφτασα στο φούρνο μας, μια από τις γειτόνισσές μου έβγαζε το φαΐ από το φούρνο εκεί, τον ξυλόφουρνο εννοείται, μεγάλο φούρνο που χωρούσε δώδεκα και δεκατέσσερα ψωμιά. Η κάθε γειτονιά είχε το δικό της φούρνο. Ο δικός μας ο φούρνος είχε δεκατέσσερις ενορίτες, δηλαδή δεκατέσσερις οικογένειες που φούρνιζαν στο συγκεκριμένο φούρνο. Και να φανταστείς, σήμερα, Κατερίνα, δεν ανάβει καθόλου. Μόνο το καλοκαίρι που θα πάμε και είμαστε πιο πολλοί εκεί, γιατί από τη γειτονιά, από τους δεκατέσσερις ενορίτες έχουν μείνει μόνο οι δικοί μου στην Όλυμπο. Δεν υπάρχουν. Όλα τα σπίτια είναι κλειστά δυστυχώς σήμερα... Τότε, λοιπόν, θυμάμαι ένα Σάββατο η Μαρούκλα έβγαζε από το φούρνο μια κατσαρόλα που είχε καλαόρους με το ρύζι, σαλιγκάρια. Ενώ εμένα τα σαλιγκάρια δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσαν ιδιαίτερα, έβγαλε τόσο ωραία μυρωδιά το φαγητό, που πάω στο σπίτι και είχε φτιάξει η μάνα μου ένα άλλο φαγητό, της λέω: «Εγώ, μαμά, θέλω καλαόρους με ρύζι». «Καλαόρους με ρύζι», μου λέει, «είναι πολύ δύσκολο να βρούμε αυτό το φαγητό σήμερα». Γιατί τα σαλιγκάρια, τους καλαόρους, τους μαζεύαμε τις μέρες στο απόβροχο. Όταν είχε βροχή και μετά σταματούσε η βροχή, έβγαιναν οι γυναίκες και οι άνθρωποι στους κήπους και μάζευαν τα σαλιγκάρια, τα έπαιρναν και έτσι τα έψηναν. Δηλαδή δεν υπήρχε τρόπος να τα έχουμε κάπου σε [00:30:00]ψυγείο ή οτιδήποτε. Εγώ να επιμένω, μικρό παιδάκι τότε —πρέπει να ήμουν τρίτη Δημοτικού—, να επιμένω ότι θέλω καλαόρους με το ρύζι. Και πραγματικά, σαν από μηχανής θεός, φαίνεται η γυναίκα, η Μαρούκλα η γειτόνισσα, στην πόρτα και κρατούσε το πιάτο με το ρύζι και τους καλαόρους! Γιατί η γυναίκα σκέφτηκε ότι τα παιδάκια, καθώς περνάνε από εδώ, θα τους έδωσε η μυρωδιά του φαγητού και «Ήρθε να μας φέρει μυρωδιά», όπως το λέγαμε εμείς στο χωριό. Θυμάμαι, επίσης, τη γιαγιά μου κάθε φορά που φούρνιζε ένα ολόκληρο ψωμί. Μπορεί να το έκοβε έτσι με τα χέρια και να το μοίραζε στους περαστικούς, επειδή όπως λέμε εκεί, «Σου έδωσε η μυρωδιά» και θα πρέπει να πάρεις μυρωδιά για να μη φύγεις με τη λιγούρα που σου δημιουργεί η μυρωδιά από το φρέσκο ψωμί και από τα σιγλίνια, όπως τα λέμε, που είχε ο φούρνος, από λαχανόπιτες και κουλούρια, πάρα πολλά πράγματα. Τώρα θα σταθώ λίγο στο ρόλο της γειτονιάς, γιατί ήταν πάρα πολύ σημαντικός στη διαπαιδαγώγησή μας και στον τρόπο που βιώναμε την καθημερινότητά μας. Αν ένα σημαντικό ρόλο είχε το σχολείο, δεύτερο σημαντικό ρόλο είχε η γειτονιά. Εγώ είχα την τύχη να έχω ένα σπίτι με μεγάλη αυλή και γι’ αυτό μαζεύονταν εκεί όλα τα παιδιά της γειτονιάς για να παίξουμε. Μέχρι την ηλικία των 9 χρονών οι ομάδες θα έλεγα ότι ήταν μικτές. Είχαμε και αγόρια και κορίτσια. Μετά από τα 9 κάπως διαχωριζόντουσαν τα πράγματα. Οι ομάδες γίνονταν μονόφυλες, δηλαδή μόνο κορίτσια και τα αγόρια, επειδή ούτως η άλλως είχαν περισσότερες ελευθερίες να κινηθούν μέσα στο χωριό και να παίξουν πιο αγορίστικα παιχνίδια, οι ομάδες ήταν μόνο κορίτσια από τα 9 μας χρόνια και μετά. Εκτός από το να διαβάσουμε τα μαθήματά μας, τον ελεύθερο χρόνο μας μαθαίναμε να κεντάμε, να ράβουμε, να πλέκουμε... Εμείς δηλαδή από την ηλικία των 5 χρονών θα είχαμε φτιάξει το πρώτο μας γραφτό κέντημα. Μαθαίναμε πρώτα τον τροχό, που είναι η πιο εύκολη βελονιά. Σχεδίαζε η μάνα μου πάνω σε μια μαντίλα ή πάνω σε ένα μαξιλαράκι μαργαρίτες, φύλλα, κάποια σχέδια κι εμείς με τα χρώματα μετά, με δύο νήματα είτε με μουλινέ κεντούσαμε αυτά τα σχέδια. Μετά από αυτό περνούσαμε πια στο ξομπλιαστό κέντημα, περνούσαμε στο κέντημα με τον καμβά, που έπρεπε να μετρήσεις για να αποτυπώσεις το κέντημα πάνω στον καμβά. Οπότε, λοιπόν, όταν πηγαίναμε στο σχολείο, εμείς ξέραμε να κεντάμε, όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Στον ελεύθερό μας χρόνο όλοι είχαμε από ένα κέντημα και κεντούσαμε και το συγκρίναμε. Και βέβαια, είχαμε πάρα πολύ μεγάλη ικανοποίηση όταν το βλέπαμε μετά, αν ήταν μια πετσετούλα κρεμασμένη στην κουζίνα ή αν ήταν ένα μαξιλαράκι στην άκρη της πάγκας, εκεί που καθόμαστε. Επίσης, στον ελεύθερο χρόνο μας μαθαίναμε να χορεύουμε. Ήταν πολύ σημαντικό να ξέρουμε να χορεύουμε και όταν θα έρθει η ώρα της κρίσεως, όταν θα έρθει η επίσημη μέρα να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στην ημέρα αυτή, να μπούμε στο χορό και να ξέρουμε να χορέψουμε! Όχι μόνο στη μέση του χορού, αλλά και στον Κάβο που λέμε. Να σύρουμε το χορό, να δώσουμε το χέρι μας στο χορευτή. Εγώ, θυμάμαι, χόρεψα πρώτη φορά στον Κάβο 5 χρονών και ήξερα να διαχειριστώ το μαντίλι, να το δώσω στο χορευτή, να το μαζέψω, γιατί θέλει περισσότερη επιδεξιότητα να χορέψεις μπροστά στο χορό, όπως είναι παντού. Εκτός από την πενταμελή μου οικογένεια, που ανέφερα πριν, υπήρχε μια θεία μου που ζούσε στο χωριό. Δεν ζούσε στο σπίτι μας, αλλά ζούσε λίγο παραπάνω με τον άντρα της. Ο άντρας της ήταν λυράρης, ήταν ο Μιχάλης ο Νταργάκης, ένας παραδοσιακός λυράρης της Ολύμπου, και η θεία μου ήταν πάρα πολύ μερακλίδισσα! Της άρεσε πολύ ο χορός και τα γλέντια και τα πανηγύρια και τις περισσότερες ώρες της ημέρας βρισκόταν στο σπίτι μας. Με τη δουλειά της, με το πλεκτό της, το κέντημά της ερχόταν και μπορεί να καθόταν και όλη μέρα στο σπίτι μας. Αυτή η γυναίκα έμαθε και μένα και την αδερφή μου και όλα τα παιδιά της γειτονιάς, τα κορίτσια, να χορεύουμε. Μας έπιανε και μας χόρευε. Μας έπιανε με το δεξί της χέρι και μας τραβούσε με το αριστερό μπρος-πίσω, μπρος-πίσω για να μάθουμε τη σούστα, για να μπορέσουμε να λυθούμε στα βήματα του χορό. Και να φανταστείς, Κατερίνα, ότι μας έπαιζε με το στόμα, τη μουσική δηλαδή την παρήγαγε, τους ήχους της μουσικής με το στόμα, γιατί δεν είχαμε κασετόφωνο ή οτιδήποτε για να παίξουμε μουσική, να μάθουμε να χορεύουμε. Έπαιζε, λοιπόν, με το στόμα το ρυθμό της μουσικής και μας έμαθε όλα τα κορίτσια της γειτονιάς να χορεύουμε και θεωρούμαστε και πολύ καλές χορεύτριες! Αυτά κάναμε τον ελεύθερο χρόνο μας, αλλά το πιο σημαντικό ίσως απ’ όλα ήταν τα παιχνίδια που παίζαμε στη γειτονιά. Επειδή όπως σου είπα και πριν, οι αυλές ήταν μικρές και δεν επέτρεπαν να έχουμε μπάλα ή τόπι ή το οτιδήποτε, που απαιτούν μεγαλύτερο χώρο, εμείς παίζαμε παιχνίδια, αναπαριστούσαμε την πραγματική ζωή. Δηλαδή κάναμε έναν γάμο, κάναμε μια βάφτιση, βαφτίσια κανονικά! Βαφτίζαμε τις κούκλες, τους εφτιάχναμε ρουχαλάκια, τους εφτιάχναμε φαγητό... Τώρα καταλαβαίνεις, ήμαστε μια ομάδα γύρω στα δέκα παιδιά και γλεντούσαμε! Μετά λέγαμε και ευχές, μαντινάδες... Ήταν… Το παιχνίδι πειθαρχούσε το πνεύμα μας, δομούσε τον κόσμο μας γι’ αυτό που μας περιμένει μετά. Δηλαδή ήταν μια πρόβα στην πραγματικότητα. Αναπαριστούσαμε πανηγύρια, το ότι πηγαίναμε στον Αϊ-Γιάννη στη Βρουκούντα... Μιμούμασταν δηλαδή τη ζωή των μεγάλων μέσα από το παιχνίδι μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ενώ υπήρχε κηδεία στο χωριό και ο κόσμος που ήταν πήγαινε —το νεκροταφείο μας είναι απέναντι από το χωριό— και προχωρούσε προς το νεκροταφείο, και εμείς είχαμε γάμο στη γειτονιά τα μικρά παιδιά και είχαμε να λαλήσουμε τα πράγματα του γαμπρού, τα πράγματα της νύφης, δηλαδή και οργανώναμε ποιος θα είναι γαμπρός, ποιος θα είναι η νύφη, τα συμπεθέρια, όλο το concept, να το πούμε έτσι. Όλη η προετοιμασία, ό,τι έκαναν οι μεγάλοι σε ανάλογες περιπτώσεις κάναμε κι εμείς στο παιχνίδι μας. Και έτσι, με πολλή φαντασία και με πολλή ανεμελιά και καλή διάθεση και όνειρο πέρασαν τα παιδικά μας χρόνια. Τα αγόρια, όπως σου είπα και πριν, ήταν πιο ελεύθερα. Κινούνταν πιο ελεύθερα στο χωριό και τα παιχνίδια τους, βέβαια, ήταν και πιο άγρια. Γι’ αυτό και οι μανάδες τους έπεφτε το ανάλογο χειροτόνημα στο σπίτι! Θυμάμαι ότι ένα από τα αγαπημένα παιχνίδια των αγοριών την περίοδο των ελιών, όταν μάζευαν οι άνθρωποι στο χωριό τις ελιές και τις άλεθαν στο ελαιοτριβείο… Το ελαιοτριβείο από κάτω πετούσε τον πυρήνα από τις ελιές. Και δημιουργούνταν ένα βουνό —«κούρκουζα» το λέγαμε εμείς— από το πυρήνα, ο όποιος όταν έβγαινε από τη μηχανή, ήτανε ζεστός και πολύ μαλακός. Μέσα στον γκρεμό, λοιπόν, υπήρχε ένα τεράστιο βουνό από πυρήνα της ελιάς. Τα αγόρια πήγαιναν εκεί και έκαναν τσουλήθρα! Έβαζαν κάτω το σώμα τους και πήγαιναν μέχρι κάτω τον γκρεμό μες στα κούρκουζα. Καταλαβαίνεις, βέβαια, ότι το βράδυ τα ρούχα τους ήταν γεμάτα λάδι και εισέπρατταν τα ανάλογα, τα ανάλογα χειροτονήματα από τις μανάδες τους! Επίσης, έπαιζαν πιο άγρια παιχνίδια. Και με τα ζώα δεν τα σεβόντουσαν ιδιαίτερα, γι’ αυτό και τιμωρούνταν και από το δάσκαλο. Επίσης, θα πρέπει να πω εδώ πέρα ότι η ζωή μας δεν ήταν εντελώς ξέχωρη από τη ζωή των μεγάλων ανθρώπων. Σήμερα βλέπω ότι προστατεύουμε τα παιδιά να μην πάνε σε κηδεία, να μην εκτεθούν σε ιδιαίτερα λυπηρές καταστάσεις. Τότε τα παιδιά ήταν μέσα στη ζωή των μεγάλων. Δηλαδή είχαμε μια κηδεία στο χωριό, τα παιδιά, τα αγόρια θα πήγαιναν να πιάσουν τα εξαπτέρυγα μπροστά. Όλοι θα ήμαστε γύρω-γύρω. Εγώ θυμάμαι, όταν πέθανε η προγιαγιά μου ήμουν 5 χρονών και ήμουν μαζί με τη μάνα μου όλο το βράδυ που έκλαιγε τη γιαγιά της, με τα μαλλιά κάτω δηλαδή, γιατί ο τρόπος που κηδεύουμε και τους ανθρώπους μας είναι ακόμα κι αυτός έντονα παραδοσιακός. Οι γυναίκες είναι με λυμένα μαλλιά και κλαίνε τους νεκρούς τους. Και θυμάμαι ότι ήμουν παιδάκι και ήμουν δίπλα στο λείψανο μαζί με τη μάνα μου. Αυτό το πράγμα μάς δημιουργούσε και μια εγγύτητα προς τις δυσκολίες της ζωής, ότι η ζωή δεν είναι μόνο οι ευτυχισμένες στιγμές, η χαρά, η ξεγνοιασιά, αλλά η ζωή έχει και θλιβερές στιγμές και τραγικές στιγμές, με τις οποίες είμαστε εξοικει[00:40:00]ωμένα.

Ε.Δ.:

Και σου λέω, και σήμερα ακόμα σε δύσκολες περιστάσεις ανακαλώ εκείνες τις μνήμες και αποτελούν ασπίδα για πολλά προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζω σήμερα ως μητέρα, ως ενήλικας και σε ένα τόπο που είναι πιο απρόσωπος από αυτόν που εγώ είχα μεγαλώσει και έχω τα βιώματά μου. Αυτά ήθελα να πω. Δεν ξέρω αν θέλεις να πούμε κάτι άλλο... Να πούμε για τις εορτές, για τις εορταστικές περιόδους του κύκλου του χρόνου. Όπως είπαμε, περιμέναμε τις εορταστικές περιόδους για να ψυχαγωγηθούμε. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να συνευρεθούν οι άνθρωποι, να γλεντήσουν, να ανταλλάξουν ευχές, να δει ένας τον άλλο. Ήταν μόνο στις εορταστικές περιόδους. Να ξεκινήσω από τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα είχαμε μόνο εκκλησία, ειδικά τα κορίτσια, ενώ οι άντρες οργάνωναν και τις επισκέψεις, της «ευχήσεις», δηλαδή στους ανθρώπους που γιόρταζαν. Και τα Χριστούγεννα έχουν πολλές γιορτές, γιορτάζουν οι Μανώληδες, οι Βασίληδες, οι Γιάννηδες. Οπότε, παρέες ανδρών επισκέπτονταν τα σπίτια με όργανα και το κάθε σπίτι που είχε εορτάζοντα είχε κάνει μια προετοιμασία με φαγητά, με μεζέδες, με ούζο, με, κρασί, για να δεχτεί την παρέα που θα έμενε εκεί μέχρι να ‘ρθει η επόμενη παρέα, γιατί δεν υπήρχε μόνο μία παρέα που επισκέπτονται. Στα καφενεία οργανώναν την παρέα και επισκέπτονταν τα σπίτια που είχαν εορτάζοντα. Εμείς ήταν ο πατέρας μου Γιάννης και του Αϊ-Γιαννιού περνούσαν και από εμάς. Όλη μέρα ήταν το σπίτι ανοιχτό, περνούσαν και άνθρωποι μόνοι τους για να ευχηθούν, αλλά ερχόταν και οργανωμένη παρέα με όργανα και κάθονταν στο σπίτι, τραγουδούσαν, εύχονταν κι αν τυχόν έρχονταν κι άλλη παρέα, σηκώνονταν η παλιά έφευγε και καθόταν η καινούργια. Αν όμως δεν είχε εξαντλήσει ακόμα τα θέματα που τραγουδούσε η παρέα μέσα στην «εύχηση», όπως τη λέμε, έβγαινε ο νοικοκύρης έξω, κερνούσε την καινούργια παρέα και της έδινε το σήμα ότι δεν μπορείς να μπεις στο σπίτι, γιατί μέσα υπάρχει η παρέα που δεν έχει ακόμα εξαντλήσει τα θέματα για τα οποία τραγουδά. Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό των Χριστουγέννων και βέβαια ότι τα παιδιά μόνο τα αγόρια έλεγαν τα κάλαντα. Τα κορίτσια δεν έβγαιναν στις γειτονιές γιατί, όπως σου είπα, ήταν πιο περιορισμένα τα κορίτσια, δεν είχαν τόση ελευθερία όσο είχαν τα αγόρια. Τα αγόρια μόνο γυρνούσαν τα κάλαντα. Να πω εδώ στα Χριστούγεννα για το ποδαρικό. Στο χωριό είχαμε την έγνοια του ποδαριού, δηλαδή ποιον θα δούμε, ποιος θα μας κάνει ποδαρικό, ποιον θα δούμε πρώτο την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Θυμάμαι, λοιπόν, ότι αυτή η θεία μου, που δεν είχε παιδιά, ήθελε την αδερφή μου να πηγαίνει να της κάνει ποδαρικό. Θεωρούσε ότι της έφερνε γούρι. Και πραγματικά η αδερφή μου πρωί-πρωί την Πρωτοχρονιά πήγαινε να επισκεφθεί τη θεία μου πριν να πάμε στην εκκλησία ακόμη και εκείνη της έδινε σοκολάτες, γλυκά, καρύδια, αμύγδαλα, ό,τι είχε μαζέψει γι’ αυτήν την ημέρα, και χαρτζιλίκι —κάποιες φορές, αλλά αν είχε και λίγα χρήματα της έδινε και λίγο χαρτζιλίκι, επειδή της έκανε ποδαρικό. Επίσης, η γιαγιά μου, επειδή ήταν μαυροφόρα, επειδή είχε χηρέψει αρκετά νέα, ήταν η μόνη μέρα του χρόνου που τη βρίσκαμε στο κρεβάτι όταν θα σηκωνόμασταν το πρωί. Τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου σηκωνόταν από τις πέντε 05:00 το πρωί και έπαιρνε τους δρόμους για τα χωράφια, για το αμπέλι, για τον κήπο. Μόνο την Πρωτοχρονιά καθόταν στο κρεβάτι μέχρι αργά, γιατί δεν ήθελε να την δει κάποιος την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, επειδή φορούσε μαύρα και δεν θα ήθελε να του δημιουργήσει βαριά διάθεση, ότι «Είδα τη Μορφινούλα που είναι μαυροφόρα», και προστάτευε δηλαδή τους άλλους εξαιτίας του ότι ήταν μαυροντυμένη.

Ε.Δ.:

Αυτά ήταν τα Χριστούγεννα. Δεν είχε χορό, ας πούμε, που θα μπορούσαμε να συμμετάσχουμε κι εμείς. Μετά οι Απόκριες, που είναι και στην επικαιρότητα τώρα, μιας που είμαστε στην περίοδο των Απόκρεων. Οι Απόκριες ήταν για την Όλυμπο μια από τις πιο σημαντικές εορταστικές περιόδους του κύκλου του χρόνου, γιατί οι άνθρωποι που έφευγαν στη μετανάστευση —είχανε μακροχρόνια και εποχιακή μετανάστευση στον τόπο μου από πολύ παλιά, από πριν, και από το 19ο αιώνα ακόμη. Οι άνθρωποι, λοιπόν, ειδικά στη διάρκεια του 20ου αιώνα μέχρι και τον πόλεμο, έφευγαν για εποχιακή μετανάστευση, πήγαιναν δηλαδή σε διάφορα άλλα μέρη της Ελλάδας που είχε δουλειές να δουλέψουν. Και επέστρεφαν την εποχή που είχε δουλειά στα χωράφια και στις ελιές, για να βοηθήσουν την οικογένειά τους, και μετά ξαναέφευγαν. Οι άνθρωποι έρχονταν τον Οκτώβρη και έφευγαν τέτοια εποχή μετά τις Απόκριες. Αυτό σηματοδοτούσε ότι οι Απόκριες ήταν και η τελευταία εορταστική περίοδος που οι άνθρωποι θα ήταν όλοι μαζί με τις οικογένειές τους. Αυτό, λοιπόν, έδινε την ευκαιρία στην κοινότητα να γίνουν οι γάμοι της κοινότητας σ’ αυτήν την περίοδο. Δηλαδή από το άνοιγμα του Τριωδίου μέχρι την Κυριακή της Τυροφάγου γίνονταν πάρα πολλοί γάμοι. Και μάλιστα, λένε ότι η Προφωνή Κυριακή, που είναι η πρώτη Κυριακή της Αποκριάς, λέγεται Προφωνή γιατί έβγαινε η πρώτη φωνή ότι «Έχουμε αυτό το τάδε, θα γίνει, συμβάστηκε το τάδε ανδρόγυνο», έτσι που το λέγαμε. Πάρα πολλά, λοιπόν, αντρόγυνα γίνονταν αυτήν την περίοδο και οι πιο αναποφάσιστοι θα μπορούσε το τελευταίο αντρόγυνο να γίνει το Σάββατο της Τυροφάγου, την παραμονή της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς. Αυτό σημαίνει ότι είχαμε γάμους, γλέντια και πάρα πολλή συμμετοχή και εύθυμη διάθεση της κοινότητας. Τώρα, τα αποκριάτικα αυτά καθαυτά έθιμα: Τη δεύτερη Κυριακή της Αποκριάς ντύνονταν τα μικρά παιδιά, τα μικρά παιδιά και οι έφηβοι, δηλαδή μέχρι 15, 16 χρονών ντύνονταν καμουζέλες, όπως τις λέμε εμείς τους μασκαράδες. Το «camisola» είναι ενετική λέξη και ιταλική, που σημαίνει μικρός χιτώνας. Τα παιδιά ντύνονταν με τη φουστανέλα, την οποία τους έφτιαχνε η μητέρα τους. Μόνο αγόρια πάλι. Οι ομάδες των μασκαράδων, των καμουζελών ήταν μόνο αγόρια. Τα μισά αγόρια ήταν ντυμένα κορίτσια με το σακοφούστανο ή το καβάι από την αδερφή τους ή από κάποιο συγγενικό τους πρόσωπο και τα άλλα μισά ήταν ντυμένα με τη φουστανέλα. Η φουστανέλα ήταν ένα ένδυμα που, σύμφωνα με μια μικρή έρευνα που έχω κάνει και εγώ —γιατί με εντυπωσίαζε το γεγονός ότι είχαμε φουστανέλα στην Όλυμπο, ενώ δεν υπάρχει πουθενά αλλού στα Δωδεκάνησα αυτό. Έχουμε τη βράκα εμείς ως παραδοσιακή ανδρική ενδυμασία—, πρέπει να έχει τις ρίζες της στην Τουρκοκρατία και δηλώνει πάντα μια μορφή αντίστασης έναντι του εχθρού. Ήταν η φορεσιά των κλεφτών που αναζωπύρωνε την ελληνικότητα και το αίσθημα, το εθνικό φρόνημα και τη διάθεση της ένωσης με την Ελλάδα, γιατί εμείς μέχρι και το ‘48 —χθες είχαμε επέτειο, στις 7 του Μάρτη— ήμαστε υπό Ιταλική Κατοχή, από το ‘12 μέχρι το ‘47 με ‘48. Και έτσι, επειδή οι Απόκριες είναι μια πιο ελεύθερη γιορτή, τα ήθη είναι λίγο πιο χαλαρά, οι άνθρωποι μπορούσαν να εκφράζουν τη διάθεσή τους να ενωθούν με τη μητέρα Ελλάδα ή το εθνικό τους φρόνημα μέσα από το ένδυμα της φουστανέλας, που κάποιος βέβαια σίγουρα από μετανάστης το έφερε στον τόπο μας. Τα μικρά, λοιπόν, παιδιά της Κρεοφάγου, την Κυριακή την Κρεατινή, όπως τη λέμε, έβγαιναν σε ομάδες. Η ομάδα αποτελούνταν από τα ζευγάρια και από το ζευγάρι του γιατρού και της γιάτρισσας και του γέρου και της γριάς. Αυτοί που είχαν το περιθώριο να κάνουν αστεία και να προκαλέσουν το γέλιο και να προκαλέσουν και τη γη να καρποφορήσει και να ευδοκιμήσει ήταν ο γέρος και η γριά, οι οποίοι έκαναν τα τσαλίμια τους, χόρευαν πιο προκλητικά, ενώ τα υπόλοιπα ζευγάρια ακολουθούσαν το ήθος, τα αυστηρά ήθη που είχε η κοινότητα. Απαγορεύονταν δηλαδή να έχουν μεταξύ τους πιο χαλαρή συμπεριφορά, μόνο ο γέρος με τη γριά. Κάποια στιγμή ο γέρος λιποθυμούσε, έπεφτε κάτω. Η γριά μοιρολογούσε από πάνω, τραβούσε τα τσεμπέρια της, τα μαλλιά της και παρενέβαινε ο γιατρός, τον έκανε καλά, σηκωνόταν πάνω και συνέχιζαν το χορό τους από σπίτι σε σπίτι. Υπάρχει συγκεκριμένος σκοπός που παίζεται την περίοδο των Αποκρεών. Τον λέμε ο Καμουζελιά[00:50:00]ρικος και παίζει μόνο γι’ αυτήν την περίπτωση, μόνο και μόνο δηλαδή για την περιοδεία των ομάδων των καμουζελών μέσα στο χωριό. Της Τυροφάγου, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, ντύνονταν οι μεγάλες καμουζέλες. Πάλι κατά τον ίδιο τρόπο. Δομημένο σύνολο, ζευγάρια, οι μισοί άντρες ήταν ντυμένοι με γυναικεία ενδύματα, με το καβάι, το σακοφούστανο, και οι μισοί ήταν με τη φουστανέλα. Τα μαντίλια τους… Η φουστανέλα έξω από το γιλέκο είχε ένα μαντίλι. Παλιά ήταν μεταξωτό το μαντίλι αυτό, αλλά μετά, με την επίδραση των μεταναστών από την Αμερική, αυτό έγινε μαλλίτικο, όπως το λέμε, είναι από μάλλινο, έντονο χρώμα, μπλε, κόκκινα και με λουλούδια πάνω. Παλιότερα ήταν πιο παλ τα χρώματα και τα μαντίλια ήταν μεταξωτά. Οι φουστανελάδες ήταν πάρα πολύ όμορφο θέαμα και ειδικά ο φουστανελάς που χόρευε μπροστά και ήξερε να περιστραφεί γύρω από τον εαυτό του, να κάνει τις στροφές και να χορέψει ωραία τη φουστανέλα. Ήταν πραγματικά ένα πολύ ωραίο θέαμα και, επειδή ήταν και μια φορά το χρόνο, μας εντυπωσίαζε πάρα πολύ και συγκινούσε όλους τους ανθρώπους της κοινότητας. Ήταν, επίσης, πολύ μεγάλη τιμή για μια γυναίκα να ντύσει τον άντρα της, αν είχαμε ένα νιόπαντρο ζευγάρι, ήταν πολύ μεγάλη τιμή για μια γυναίκα να ντύσει τον άντρα της καμουζελά με τα δικά της ρούχα, με το καβάι της, με το σακοφούστανό της, γιατί δήλωνε ότι τον προσέχει και τον περιποιείται ή, να του φτιάξει μια φουστανέλα και να βγει ως φουστανελάς. Επίσης… Μετά, βέβαια, αφού οι καμουζέλες έκαναν την περιοδεία σε όλα τα σπίτια του χωριού και χόρευαν κατά τον ίδιο τρόπο όπως έκαναν και οι μικρές καμουζέλες την προηγούμενη Κυριακή, θα κατέληγαν σε κάποιο σπίτι παλιά και αργότερα στο Μέγαρο, γιατί από το 1973 και μετά έχουμε μια μεγάλη αίθουσα που κάνουμε τις κοινωνικές μας εκδηλώσεις. Θα κατέληγαν εκεί, θα γινόταν χορός πάνδημος και θα συμμετείχαμε όλοι, όλοι, μικροί μεγάλοι. Θα πηγαίναμε στο Μέγαρο να χορέψουμε και να ακούσουμε τους γλέντιστάδες να λένε μαντινάδες, να εύχονται για τις ημέρες. Παλιότερα την Καθαροδευτέρα έπρεπε… Θα πω και για τα εδέσματα που μαγειρεύαμε αυτήν την εορταστική περίοδο. Η Καθαροδευτέρα, λοιπόν, ήταν η έναρξη της Σαρακοστής. Το γλέντι δεν τελείωνε την Κυριακή της Τυροφάγου. Συνέχιζε και πήγαιναν οι γλεντιστάδες κατευθείαν στο Πλατύ, στην πλατεία μπροστά στην εκκλησία. Η Καθαροδευτέρα ήταν αφιερωμένη στα νιόπαντρα ζευγάρια, στους νεόνυμφους του χρόνου. Έπιαναν στο χορό οι νεόνυμφοι της περασμένης χρονιάς με σειρά προτεραιότητας, ανάλογα πότε είχε παντρευτεί το κάθε ζευγάρι και χόρευαν το λεγόμενο Φουμιστό χορό. Ο Φουμιστός ήταν ο χορός που επί της ουσίας έφερνε τα έσοδα στους οργανοπαίκτες. Οι οργανοπαίκτες έπαιζαν μπροστά από κάθε ζευγάρι, του τραγουδούσαν μαντινάδες και μέσα στο πανέρι έριχνε το κάθε ζευγάρι κάποια χρήματα, είτε παλιότερα σιτάρι, μέλι ή κριθάρι ή οτιδήποτε. Ήταν η πληρωμή για τους οργανοπαίχτες. Οι οργανοπαίχτες όλη την υπόλοιπη χρονιά δεν έπαιρναν τίποτε. Η μόνη μέρα που θα πληρώνονταν ήταν αυτή η ημέρα του Φουμιστού, την ημέρα της Καθαροδευτέρας. Και βέβαια μετά, όταν θα τελείωνε ο Φουμιστός, συμμετείχε όλη το χωριό πάλι στο χορό και στη διασκέδαση με τα Σαρακοστιανά τους, που είχαν ετοιμάσει για εκείνη την ημέρα. Τα εδέσματα τώρα των Απόκρεων. Της Κρεοφάγου, είπαμε, είναι κατσικάκι κοκκινιστό με πατάτες, γιατί το βασικό κρέας που κατανάλωνε η κοινότητα ήταν κατσίκι και αρνί, γιατί αυτά εξέθρεψαν οι ντόπιοι βοσκοί. Επίσης, κάθε οικογένεια έκτρεφε και έναν χοίρο, ένα γουρούνι, το οποίο έσφαζε το φθινόπωρο, εκεί λίγο πριν τα Χριστούγεννα, αρχές του χειμώνα και μπορούσε να κρατήσει και τα κόκαλα του χοίρου, που λέμε, να τα είχε λιάσει, να τα έχει ξεράνει στον ήλιο και της Κρεοφάγου μπορούσε να φτιάξει ρεβίθια στο φούρνο με χοιροκόκαλα, έτσι το λέγαμε. Άφηνε την κατσαρόλα με τα ρεβίθια και με αυτά τα κόκαλα από το γουρούνι στο φούρνο μέχρι την επόμενη μέρα, που ήταν έτοιμο την Κυριακή το μεσημέρι το φαγητό. Για της Κρεοφάγου μιλάμε. Συνήθως, όμως, ήταν κατσικάκι κοκκινιστό με πατάτες το φαγητό που τρώγαμε τη δεύτερη Κυριακή της Αποκριάς. Της Τυροφάγου, ως επί το πλείστον, κυριαρχούσαν τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν μακαρούνες, που είναι χειροποίητα μακαρόνια, λαζάνια και χυλοπίτες, τις οποίες τις περιέχυνε με ντόπιο βούτυρο και καραμελωμένο κρεμμύδι. Είναι αυτό το παραδοσιακό μας φαγητό μέχρι σήμερα. Και εγώ δηλαδή ακόμα που ζω στην Αθήνα και δεν είμαι στο χωριό την επόμενη Κυριακή, που είναι της Τυροφάγου, θα φτιάξουμε μακαρούνες για τα παιδιά και για την οικογένεια. Τα τηρούμε τα έθιμα και τον τρόπο μας όλοι, όπου και να βρισκόμαστε, είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό. Αυτές τις μέρες μάς συνδέουν με τον τόπο μας και οι μνήμες και οι γεύσεις είναι πιο συγκινητικές από τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. Αυτό, λοιπόν, μακαρούνες θα έφτιαχναν και γαλακτοκομικά. [Δ.Α.] θα είχαν πάνω τα τραπέζια και όλα αυτά έπρεπε να καταναλωθούν, βέβαια, μέχρι την Κυριακή το βράδυ, γιατί την επομένη ξημέρωνε η πρώτη μέρα της Σαρακοστής, όπου είχαμε όλα όσα μας πρόσφερε η φύση. Είχαμε κρεμμύδια φρέσκα, μαρούλια, κορφές —οι κορφές ήταν το πάνω μέρος από τον αρακά, που το κόβαμε και το χρησιμοποιούσαμε, το τρώγαμε σαν σαλάτα ή και έτσι, σκέτο—, ρεβίθια βρασμένα, κουκιά βρεγμένα και βέβαια λαχανόπιτες, κουλουράκια. Τέτοια πράγματα έφτιαχναν για την Καθαροδευτέρα. Φάβα, ταραμά —ταραμά άμα είχαν τα παντοπωλεία, φτιάχναμε ταραμοσαλάτα— και τη γρα. Πολλές φορές φτιάχναμε τη γρα. Η γρα ήταν κάτι σα λαχανόπιτα με χυλό από αλεύρι και χόρτα, φτιάχναμε κι αυτή για την Καθαροδευτέρα. Και όλα αυτά τα έπαιρναν και στη διασκέδαση μαζί τους οι γυναίκες για να δώσουν και στην παρέα εκεί που γλεντούσε, να βάλουν πάνω στα τραπέζια απ’ όλα αυτά. Αυτές ήταν οι Απόκριες. Και ο χορός, βέβαια, συνέχιζε και την Καθαροδευτέρα και χόρευαν όλο το βράδυ μέχρι την Τρίτη το πρωί. Αυτές είναι οι Απόκριες στην Όλυμπο. Εντάξει, οι μικρές καμουζέλες, επειδή δεν υπάρχουν παιδιά τώρα πια στο σχολείο —έχει κλείσει και το σχολείο στην Όλυμπο—, δεν υπάρχουν παιδιά, οπότε και οι μικρές καμουζέλες δεν γυρνάνε πια και, αν υπάρχουν δυο τρία παιδάκια, πάνε με τις μεγάλες καμουζέλες, αν γυρίζουν την Κυριακή της Τυροφάγου. Να μην ξεχάσω να πω κάτι πάνω σε αυτό… Αυτά είναι για τις Απόκριες. Μετά τη μεγάλη, πάρα πολύ μεγάλη εορταστική περίοδος ήταν οι μέρες του Πάσχα. Οι μέρες του Πάσχα... Μου διέφυγε να πω και για την περίοδο του σχολείου. Εμείς επειδή κάναμε μάθημα και το Σάββατο, ο εκκλησιασμός ήταν υποχρεωτικός. Πηγαίναμε στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Το Σάββατο στο σχολείο είχαμε κάνει την μετάφραση του Ευαγγελίου και την ερμηνεία του Ευαγγελίου. Ξέραμε δηλαδή τι θα ακούσουμε στην εκκλησία. Κάποια παιδιά έλεγαν το «Πιστεύω», τα μεγάλα της πέμπτης και της έκτης έλεγαν το «Πιστεύω», το «Πάτερ Ημών» και όλοι μαζί χορικά ψέλναμε το «Ταις Πρεσβείαις της Θεοτόκου», το «Άγιος ο Θεός»... Ακόμα και σήμερα τα ξέρουμε, γιατί μας έχουν μείνει από τότε, από τα σχολικά μας χρόνια. 

Ε.Δ.:

Έτσι, λοιπόν, και την περίοδο του Πάσχα. Ξεκινούσε με το Σάββατο του Λαζάρου. Τα παιδιά γύριζαν το Λάζαρο, όπως πάλι τα αγόρια, μόνο αγόρια, και γύριζαν το Λάζαρο και τα Κάλαντα του Λαζάρου σε όλο το χωριό. Την Κυριακή των Βαΐων επηγαίναμε στην εκκλησία να πάρουμε τα βάγια και το βράδυ ξεκινούσαν οι Νυμφίοι. Ο πρώτος ο Νυμφίος, ο δεύτερος Νυμφίος τη Μεγάλη Δευτέρα και την τρίτη της Κασσιανής. Τη Μεγάλη Πέμπτη όλοι πηγαίναμε για να μεταλάβουμε, τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί. Ο παπάς είναι στην εκκλησία από τις 04:00 η ώρα το πρωί, για να πάνε να μεταλάβουνε οι βοσκοί και οι άνθρωποι που έχουν να φύγουν, να πάνε στις αγροτικές τους εργασίες. Και πηγαίναμε και εμείς πρωί-πρωί όλη η οικογένεια μαζί, να πάμε να μεταλάβουμε, να κοινωνήσουμε[01:00:00] τη Θεία Κοινωνία. Την Πέμπτη το βράδυ τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Την Παρασκευή είχαμε το στολισμό του Επιταφίου. Φέρναμε λουλούδια και πρασινάδες, μυρτιές και κόνυζες και δεντρολίβανα από τον ποταμό, που είχαμε τους κήπους κάτω στο ποταμάκι. Η κάθε γυναίκα στην αυλή της καλλιεργούσε λουλούδια μόνο και μόνο για να τα προσφέρει στον Επιτάφιο όλη τη Σαρακοστή. Και ο Επιτάφιός μας ήταν πραγματικά πάρα πολύ όμορφα στολισμένος, πολύχρωμος με πάρα πολύ έντονες ευωδιές. Όλη η άνοιξη πάνω στον Επιτάφιο. Συνήθως είχαμε τα εκατόφυλλα τριαντάφυλλα, είχαμε τις καλέντουλες, που εμείς τις λέμε κοριακόζια, βιολέτες, λεμονανθούς, μια ποικιλία λουλουδιών, όλα από τους κήπους και τις αυλές των σπιτιών της Ολύμπου. Ένα από τα έθιμα που είχαμε την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής μετά το στολισμό του Επιταφίου και μετά τη λήξη της λειτουργίας, όλες οι γυναίκες που είχαν νεκρό μέσα στο χρόνο μαζεύονταν γύρω από τον Επιτάφιο και έκλαιγαν το νεκρό τους με μοιρολόγια και με κάτω τα μαλλιά τους, τραβώντας ρυθμικά τα μαλλιά τους, όπως κάνουν και τη μέρα που τον κηδεύουν. Δηλαδή στον τάφο του Χριστού έκλαιγαν και το δικό τους αγαπημένο άνθρωπο που είχε φύγει μέσα στο χρόνο. Ήταν πραγματικά, είναι ένα σκληρό έθιμο, γιατί η κάθε γυναίκα αισθάνεται χρέος να το υπηρετήσει και να κλάψει το νεκρό της στον τάφο του Χριστού. Και είναι μια μορφή έκθεσης που πραγματικά πολλές γυναίκες σίγουρα τις ζορίζει και τις πιέζει ψυχολογικά. Αλλά ιδιαίτερα τα προηγούμενα χρόνια, τα παλιότερα χρόνια, δεν μπορούσε μια γυναίκα να μην ανταποκριθεί σε αυτό το κάλεσμα του εθίμου. Ήταν και η μόνη μέρα του χρόνου που γυναίκες και άνθρωποι πενθούντες ανέβαιναν πάνω στο Πλατύ, που λέμε, στην παρρησία στην εκκλησία. Τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου οι πενθούντες δεν ανέβαιναν καθόλου προς τα πάνω, ούτε να εκκλησιαστούν. Υπήρχε εθιμικός αποκλεισμός. Το βράδυ γυρνούσε ο Επιτάφιος όλο γύρω το χωριό. Ο παπάς μνημόνευε κάθε σπίτι, σε κάθε πόρτα που συναντούσε ο Επιτάφιος στο πέρασμά του, γιατί έκανε έναν κύκλο, ένα μεγάλο προστατευτικό κύκλο γύρω από την κορυφή του χωριού, και φεύγοντας παίρναμε όλοι τα λουλούδια του Επιταφίου, που ήταν φούντες, όπως τις λέμε εμείς, ματσάκια με κόκκινη κλωστή δεμένα που τα είχαν φτιάξει οι γυναίκες και τον είχαν στολίσει τον Επιτάφιο και τα έχουμε όλο το χρόνο. Και πολλές φορές, αν αισθανθούμε αδιαθεσία και πιστεύουμε ότι κάποιος μάς μάτιαξε ή οτιδήποτε, ανάβουμε από αυτά τα λουλουδάκια του Επιταφίου και θυμιαζόμαστε. Έτσι το είχαμε όλο το χρόνο. Επίσης, στον Επιτάφιο κρεμούσαμε το Μάρτη, που βάζαμε στην πρώτη του Μάρτη, το κόκκινο και το άσπρο κορδονάκι στο χέρι μας, το κρεμούσαμε στον επιτάφιο. Έτσι, εκεί κατέληγε το βραχιολάκι από τα παιδικά μας χέρια.  Μετά ερχόταν η Ανάσταση. Έτσι, κάθε οικογένεια θα πήγαινε πάνω στο μαντρί να φέρει. Βέβαια, μπορεί να είχαν και δικά τους ζώα, γιατί όλες οι οικογένειες στο χωριό μου εκείνη την εποχή, εκείνη τη περίοδο που μεγάλωσα εγώ, τη δεκαετία του ‘70 είχαν οικόσιτα ζώα. Είχαν μια κατσικούλα, είχαν ένα πρόβατο, είχαν κοτούλες, γιατί παρήγαγαν όλα τα είδη της πρώτης ανάγκης για τα παιδιά. Γάλα, αυγά, κρέας... Όμως, το Μεγάλο Σάββατο συνήθιζαν να πηγαίνουν πάνω στο μαντρί, στα μαντριά που είχαν οι διάφοροι βοσκοί του χωριού, να φέρουν το ερίφι για να κάνουν το οφτό. Το οφτό είναι το παραδοσιακό μας φαγητό του Πάσχα και είναι γεμιστό κατσίκι με ρύζι και με συκωτάκια. Τώρα τα τελευταία χρόνια βάζω και κουκουνάρια, βάζω και διάφορα άλλα, έχει εμπλουτιστεί δηλαδή η γέμιση. Και γέμιζαν το κατσίκι, το έραβαν, το έβαζαν στο φούρνο, ψηνόταν όλη τη νύχτα για να είναι έτοιμο την Κυριακή το μεσημέρι, μετά τη Δεύτερη Ανάσταση, γιατί στην Όλυμπο ακόμα σήμερα λειτουργούμε τη Δεύτερη Ανάσταση, που πάει ο κόσμος, ακούει τα Ευαγγέλια σε διάφορες γλώσσες, δίνεται ο ασπασμός της αγάπης και μετά έχουμε το τραπέζι της Κυριακής του Πάσχα, που είναι το οφτό και η δρίλα, που είναι γαλακτοκομικό προϊόν και συνοδεύει τη γέμιση. Είναι η κρέμα του γάλακτος. Μαρουλοσαλάτες, κρασί... Αυτά. Βέβαια, οι κοπέλες, όπως και τις Απόκριες, την ώρα που θα πήγαιναν στο χορό, έτσι και το Πάσχα, φορούσαν τα σακοφούστανά τους, τα καλά τους φουστάνια ή το καβάι τους με το σακοφούστανο. Τις Απόκριες, επειδή είναι ο καιρός κρύος, μπορούσε να έχει το σακοφούστανο από μέσα και το καβάι απ’ έξω. Είναι ένας τρόπος που φοριέται το καβάι. Δεν είναι μόνο πουκαμίσα και καβάι. Για να γίνει πιο επίσημο το ένδυμα, φορούσαν από μέσα το σακοφούστανό τους και απ’ έξω το καβάι και πήγαιναν στη διασκέδαση, στο χορό. Την ημέρα του Πάσχα, βέβαια, φορούσαν όλες οι κοπέλες σακοφούστανα και τις κολαΐνες τους, τα χρυσαφικά τους και συνήθως οι μανάδες ετοίμαζαν ένα καινούργιο σακοφούστανο για την ημέρα του Πάσχα και για την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου. Αυτές ήταν οι δύο μεγάλες επίσημες ημέρες που οι μητέρες είχαν ετοιμάσει και ένα καινούριο σακοφούστανο για τα κορίτσια τους. Μετά το φαγητό την ημέρα του Πάσχα, την Κυριακή του Πάσχα, γινόταν πάλι χορός. Οι άνθρωποι γλεντούσαν, εύχονταν μεταξύ τους και γινόταν χορός και πηγαίναμε όλοι και συμμετείχαμε. Θυμάμαι και μια μαντινάδα που είχε πει ο πατέρας μου: «Ώρες πολλές χορεύουμε, χτυπούσι κι οι καμπάνες, μα ακόμα δεν εφάνηκαν οι κόρες με τις μάνες», γιατί για να δώσουν το σήμα σε όλο το χωριό ότι έγινε ο χορός και μπορούν να πάνε τα κορίτσια χτυπούσαν οι καμπάνες του χωριού χαρμόσυνα, που ήταν σήμα ότι ο χορός είναι έτοιμος και να πάνε οι κοπέλες με τις μητέρες τους. Και έτσι χορεύαμε όλη νύχτα και την Κυριακή του Πάσχα. Η πιο ίσως ιδιαίτερη μέρα στην εορταστική περίοδο του Πάσχα είναι η Λαμπρή Τρίτη. Γίνεται η περιφορά των εικόνων, είναι μια λιτανεία που γίνεται για να βρέξει, για την ανομβρία. Ξεκινάνε τα λάβαρα της Ανάστασης μπροστά με τη σημαία, με την ελληνική σημαία μπροστά, το λάβαρο της Ανάστασης, το λάβαρο της Παναγίας. Πίσω τέσσερις εικόνες της Παναγίας, του Χριστού, του Αϊ-Γιάννη του Θεολόγου και του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου, και γίνεται μια μεγάλη περιφορά των εικόνων, ξεκινώντας από την Παναγία μας, από την κεντρική εκκλησία, περνώντας από κάθε εκκλησάκι του χωριού. Πάει κάτω στο νεκροταφείο για να πάρει το μήνυμα της Ανάστασης στους πεθαμένους, γιατί μια κοινότητα είναι οι άνθρωποι που ζουν στο χωριό, οι άνθρωποι που ζουν στις κοινότητες της διασποράς αλλά και η πεθαμένοι τους που είναι στο νεκροταφείο. Πήγαιναν, λοιπόν, οι άνθρωποι εκεί, οι γυναίκες, έπαιρναν γλυκά και πρόσφεραν σε όλους τους παρευρισκόμενους και ο παπάς μνημονεύει —και δεν μιλάω σε παρελθόντα χρόνο, γιατί γίνεται ακόμη και σήμερα— όλους τους νεκρούς που είναι στο νεκροταφείο. Παίρνουμε το μήνυμα της Ανάστασης στους πεθαμένους μας. Μετά φεύγουν από ‘κει τα εικονίσματα και κάνουν έναν πολύ μεγάλο κύκλο γύρω από το χωριό, κάνοντας λιτανεία σε κάθε εξωκκλήσι που συναντάμε, γιατί πρέπει να πω ότι η Όλυμπος έχει περί τα ογδόντα και πάνω εξωκκλήσια ιδιόκτητα. Κάθε οικογένεια έχει το δικό της εκκλησάκι, που τα παλιά χρόνια βέβαια χρησιμοποιούνταν ως νεκροταφείο, αλλά όταν έγινε το δημοτικό νεκροταφείο μετά το 1920, απαγορεύτηκε να θάβουν τους νεκρούς τους στα εξωκκλήσια. Κάνει ένα πολύ μεγάλο γύρο, πάει από την Ελεμονήτρια και έρχεται πάνω και κλείνει ο κύκλος μπροστά στην εκκλησία, όπου γίνεται και το Θρόνιασμα των Εικόνων, δηλαδή ποιος θα προσφέρει τα περισσότερα χρήματα για να βάλει την εικόνα στη θέση της, ο ενθρονισμός των εικόνων, το Θρόνιασμα, όπως το λέμε, να τις βάλει πίσω στη θέση τους, και όποιος προσφέρει τα περισσότερα χρήματα για την κάθε εικόνα, που θα τον προστατεύει βέβαια και όλο το χρόνο και θα τον έχει υπό τη σκέπη της, τοποθετεί την εικόνα πίσω στο τέμπλο της Παναγίας απ’ όπου είχε βγει και η εκκλησία προσφέρει τραπέζι γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ακολουθεί πάνδημος χορός, γλέντι, οι άνθρωποι εύχονται μεταξύ τους τα χρόνια πολλά, καλωσορίζουν κάποιον ξενιτεμένο που ήρθε για την εορταστική περίοδο του Πάσχα, επαινούν τις κοπέλες γι[01:10:00]α την ομορφιά τους και για τα ωραία τους τα φορέματα και τις κολαΐνες τους κλπ., για την εμφάνισή τους συνολικά και έτσι τελειώνει και η Λαμπρή Τρίτη. Αυτά είναι τα έθιμα του Πάσχα. Κλείνει, βέβαια, η εορταστική περίοδος με της Ζωοδόχου Πηγής, που είναι την Παρασκευή, τη Λαμπρή Παρασκευή, την Παρασκευή του Πάσχα. Και γιορτάζει η Διαφανιώτισσα. Είναι η πολιούχος του Διαφανίου και όλοι οι άνθρωποι και της κοινότητας, και από την Όλυμπο και από το Διαφάνι, πάνε στο Διαφάνι να γιορτάσουν και να κλείσουν την εορταστική περίοδο του Πάσχα με τη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής, όπου κι εκεί γίνεται γλέντι και χορός και η εκκλησία προσφέρει φαγητό σε όλους τους προσκυνητές. Και πάμε σιγά-σιγά… Όπως είπα, λοιπόν, οι άνθρωποι που μετανάστευαν εποχιακά έφευγαν αμέσως μετά τις Απόκριες για να γυρίσουν πάλι τον Οκτώβριο, δηλαδή δούλευαν έξι μήνες επί της ουσίας σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και έξι μήνες έρχονταν πίσω στο χωριό για να βοηθήσουν στις αγροτικές εργασίες, να μαζέψουν τις ελιές, να σκάψουν, να φυτέψουν, να σπείρουν το σιτάρι και το κριθάρι. Και επί της ουσίας οι Απόκριες ήταν και ένα γλέντι αποχαιρετισμού και ευχές για να ξαναβρεθούν πάλι του χρόνου εκεί.

Ε.Δ.:

Το Δεκαπενταύγουστο πιστεύω ότι έγινε η πιο λαμπρή γιορτή του χρόνου. Σήμερα, μετά το ‘60, όπου είχαμε τα μεγάλα κύματα της μετανάστευσης, της μακροχρόνιας πια και προς την Αμερική, προς τις ξένες χώρες, στη Γερμανία, οπότε οι μετανάστες μας, οι άνθρωποι που επέστρεφαν, επέστρεφαν το καλοκαίρι και η συμμετοχή τους στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου έκανε πιο λαμπρή αυτήν τη γιορτή. Το Δεκαπενταύγουστο γιορτάζει η Παναγία μας, που είναι και η πολιούχος του χωριού. Έρχονται οι ξενιτεμένοι μας από τα ξένα μέρη και είναι μια γιορτή συνάντησης και συναπαντήματος των ανθρώπων που ζουν σε άλλες περιοχές. Όλες οι κοπέλες είναι πάλι ντυμένες με τα σακοφούστανά τους —ιδιαίτερα αυτήν τη μέρα όλες φοράνε σακοφούστανο οι νέες κοπέλες—, με τις κολαΐνες τους και συμμετέχουν. Έρχεται πάρα πολύς κόσμος. Η Παναγία προσφέρει τραπέζι, προσφέρει γεύμα στους προσκυνητές, το παραδοσιακό αυτό που προσφέρουμε και στους γάμους, κρέας κοκκινιστό με μακαρόνια και τηγανητές πατάτες κυδωνάτες, μεγάλες. Το προσφέρει στο Μέγαρο. Μετά γίνεται πάνδημος χορός, μεγάλος χορός, που συμμετέχει όλος ο κόσμος. Και εκεί, βέβαια, τα τελευταία χρόνια που γίνεται αυτή η συνάντηση μπορεί και κάποιος νέος ή κάποια νέα να επιλέξει έναν αντίστοιχα άλλο νέο ή νέα για να παντρευτούν, αν θέλουν να πάρουν κάποιον από τον τόπο τους. Η ενδογαμία ήταν πολύ ισχυρή μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ‘90, δηλαδή υπήρχε αυστηρό έθιμο. Υπήρχε συντηρητισμός σε αυτό το κομμάτι. Έπρεπε να παντρευτούν κάποιον από την Όλυμπο. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα έμενε εκεί. Μπορεί να έμενε στη Ρόδο ή στην Αθήνα ή στην Αμερική, αλλά ήταν ένας άγραφος νόμος ότι θα έπρεπε να επιλέξουμε κάποιον που να έχει καταγωγή από το χωριό μας, από την Όλυμπο. Τώρα αυτό έχει κάπως χαλαρώσει, δεν είναι τόσο σφιχτό, αλλά αν πάλι κάποιος θέλει να κάνει ένα γάμο ή να παντρευτεί κάποιον από την Όλυμπο, η περίοδος η κατάλληλη τώρα πια είναι ο Αύγουστος, που είναι μαζεμένος όλος ο κόσμος στο χωριό και μπορεί να γίνει ένας γάμος και μια γιορτή όπως παλιά. Μεγάλο πανηγύρι, επίσης, την καλοκαιρινή περίοδο είναι το πανηγύρι του Αγίου Ιωάννου στη Βρυκούντα, που είναι διήμερο πανηγύρι. Πάει κανείς με τα πόδια, γιατί η Βρυκούντα είναι ένας ιστορικός τόπος. Έχει μυκηναϊκούς μορφής τάφους, έχει βασιλικές εκκλησίες μετά των βυζαντινών χρόνων. Είναι δηλαδή ένας πολύ πλούσιος αρχαιολογικός χώρος, αλλά εκεί υπάρχει και η σπηλιά, το σπήλαιο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που είναι κυριολεκτικά φυτεμένο μέσα στη θάλασσα. Κατεβαίνουμε κάτω και ακούγεται ο αχός της θάλασσας από κάτω. Γίνεται ένα διήμερο πανηγύρι, που πλέον έχει πάρει πανελλαδική διάσταση, όχι μόνο πανκαρπαθιακή, πανελλαδική, αφού έρχονται από όλα τα μέρη της Ελλάδας για να βιώσουν αυτή την, έτσι, πολύ όντως όμορφη εμπειρία του πανηγυριού της Βρυκούντας, γιατί κοιμούνται έξω και το γλεντάει η παρέα και οι άντρες όλο το βράδυ και παράλληλα με το χορό γύρω-γύρω από το γλέντι και ο Άγιος προσφέρει φαγητά και μετά αυτό συνεχίζεται και στην Αυλώνα τη δεύτερη μέρα. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της Καρπάθου και για εμάς τους Ολυμπίτες με πάρα πολύ έτσι μεγάλη νοηματοδότηση. Ένα ακόμη μεγάλο πανηγύρι που γίνεται, για να κλείσουμε το χρόνο, αφού ξεκινήσαμε από τα Χριστούγεννα, είναι του Αγίου Μηνά, στις 11 Νοεμβρίου. Δεν ξέρω αν έχεις τύχει, Κατερίνα, με τα σεμινάρια του Πανεπιστημίου... Έχεις τύχει, έτσι; Που και εκεί ο Άγιος προσφέρει φαγητό και αυτό έχει πάρει μορφή Πανκαρπαθιακή, αφού έρχονται από όλη την Κάρπαθο και συμμετέχουν στο πανηγύρι, τόσο στο γλέντι όσο και στο και στο χορό.

Ε.Δ.:

Για να κλείσω αυτά που έχω να πω εγώ και μετά μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θέλεις, θα πρέπει κάπως συμπεριληπτικά να πω ότι η ζωή στην Όλυμπο μπορεί να ήταν δύσκολη, γιατί τίποτα δεν ήταν αυτονόητο και δεδομένο, όλα έπρεπε να γίνουν από την αρχή, αλλά είχε και μια ονειροπόληση. Είχε διάθεση, είχε όνειρο... Οι άνθρωποι και οι γυναίκες και οι άντρες ήταν με σαφήνεια προσανατολισμένοι προς έναν σκοπό: να γλεντήσουν τη μέρα της γιορτής στο κύκλο του χρόνου, να αναστήσουν τα παιδιά τους, να τα προικίσουν, να τα παντρέψουν. Είχαν σαφείς προσανατολισμούς, δεν χάνονταν στο «Ποιος είμαι, τι κάνω, πού πάω;», που οι σημερινοί άνθρωποι πολλές φορές χανόμαστε. Και αυτό τούς έδινε ένα σθένος για να παλέψουν τη ζωή τους. Δεν λέω ότι ήταν εύκολο. Δεν λέω ότι είναι εύκολο και σήμερα να το υπηρετήσει κανείς αυτό, γιατί έχουν αλλάξει οι προτεραιότητες. Οι γυναίκες… Ο ρόλος της γυναίκας στην κοινωνία της Ολύμπου ήταν καθοριστικός. Η γυναίκα κρατούσε το σπίτι, αλλά όταν λέμε κρατούσε το σπίτι είχε στα χέρια της όλη τη διαχείριση του σπιτιού, από το να μαγειρέψει και να καθαρίσει μέχρι να φτιάξει τα ρούχα των παιδιών. Εμείς μικρά στο σχολείο φορούσαμε το λεγόμενο μονοπίτσιμο φουστάνι, το οποίο μας το ‘φτιαχνε η μάνα μας από ύφασμα, αν ήταν για καλοκαίρι με πιο λεπτό ύφασμα, με παμπακούρα, όπως τη λέγαμε, ύφασμα για τις μέρες του χειμώνα. Τίποτα δηλαδή δεν ήταν αυτονόητο όπως είναι σήμερα, βγαίνω στο μαγαζί και αγοράζω ό,τι θέλω. Έπρεπε όλα να γίνουν. Για να γίνει μια φορεσιά, ένα καβάι και μια πουκαμίσα, έχει ώρες, από το να υφάνει κανείς το ύφασμα μέχρι να το ράψει, να το κεντήσει. Έχει αφιερωμένες ώρες απάνω του η κάθε γυναίκα και η κάθε γυναίκα ήθελε να είναι κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό, κάτι να εντυπωσιάσει η ίδια ή η κόρη της όταν θα το φορέσει. Και η κάθε λεπτομέρεια ακόμη είναι φτιαγμένη με τα χέρια των γυναικών. Να ετοιμάσουν την προίκα, το νυφοστόλι που λέμε, να ετοιμάσουν τα σεντόνια, τα χράμια, τις μαξιλάρες, τα στρώματα, όλα περνούσαν από τα γυναικεία χέρια. Οι άντρες είτε ήταν στη μετανάστευση είτε ήταν πιο πολλοί σε εξωτερικές δουλειές, όπως ήταν στην οικοδομή, εργάτες, κτηνοτρόφοι, αγρότες... Ο μεγάλος όγκος της δουλειάς για το στήσιμο της οικογένειας και τη λειτουργία του σπιτιού ήταν δουλειά των γυναικών. Επίσης, το μεγάλο βάρος που έπεφτε στις πλάτες των γυναικών ήταν η διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Αυτό όλο, από τη στιγμή που ο πατέρας είτε έλειπε ως μετανάστης είτε ήταν στη δουλειά από το πρωί ως το βράδυ, πάλι το βάρος έπεφτε όλο στις μητέρες, στις γυναίκες της οικογένειας. Δεν ήταν μόνο οι μητέρες. Ήταν και οι γιαγιάδες, οι θείες, η γειτονιά, οι γυναίκες της γειτονιάς, όλοι βοηθούσαν σ’ αυτό. Υπήρχε μια μορφή κοινοτισμού γύρω από τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, να τα μάθουν να κεντάνε, να τα μάθουν να μαγειρεύουν, να χορεύουν, τα πάντα, όλα με την πρωτοβουλία και με τη δουλειά που έκαναν οι γυναίκες μέσα στα σπίτια. Αυτά είχ[01:20:00]α να σου πω, Κατερίνα, περιληπτικά, όσο πιο περιληπτικά μπορούσα! Αν θέλεις να με ρωτήσεις κάτι άλλο στη διάθεσή σου!

Α.Σ.:

Αυτό που θα ήθελα να σε ρωτήσω, που δεν νομίζω να το είπαμε, είναι το πότε ήρθες στην Αθήνα και για ποιον λόγο και ποιες δυσκολίες αντιμετώπισες όταν ήρθες στην Αθήνα, αφού έφυγες από την Όλυμπο.

Ε.Δ.:

Αυτό έγινε σταδιακά. Εγώ σου μίλησα για μένα μέχρι τα 12 μου. Εγώ 12 χρονών που τελείωσα το Δημοτικό έπρεπε, επειδή ήμουν και καλή στα γράμματα και ο δάσκαλος το έλεγε του πατέρα μου ότι «Θα πρέπει το κορίτσι να συνεχίσει στα γράμματα γιατί είναι καλή», έπρεπε όμως να γίνει μια θυσία. Έπρεπε να αποχωριστώ την οικογένειά μου, γιατί το Γυμνάσιο ήταν στο Απέρι και δεν υπήρχε, όπως σου είπα… Τότε, εκείνη τη χρονιά, το ‘80, έγινε και η οδική σύνδεση με τα άλλα χωριά, που όμως ήταν χωματόδρομος. Δεν υπήρχε συγκοινωνία που να πηγαινοέρχεται κανείς και ήταν και πάρα πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, γιατί ήταν πολύ μακριά. Ήταν μιάμιση ώρα με δύο για να φτάσουμε κάτω στην πρωτεύουσα του νησιού από το χωριό, γιατί ο δρόμος δεν ήταν καλός και το αυτοκίνητο πήγαινε πολύ σιγά και, όπως είπα, δεν υπήρχε συγκοινωνία. Έπρεπε, λοιπόν, να αποχωριστώ την οικογένεια μου, γιατί δεν ήταν εύκολο η οικογένεια να ακολουθήσει εμένα ή να στείλει κάποιον άνθρωπο για να μείνει μαζί μου. Και τότε έφυγα από τη μάνα μου, ένα τραύμα που μπορώ να πω ότι το κουβαλάω ακόμα και σήμερα, γιατί ήταν ένας βίαιος απογαλακτισμός. 12 χρονών ένα παιδί έχει ανάγκη ακόμη την αγκαλιά της μάνας του, την ανοχή της μάνας του ή γενικά την αγκαλιά της οικογένειάς του. Βέβαια, πήγα και έμεινα με μια θεία μου, αδερφή της γιαγιάς μου —να είναι καλά εκεί που βρίσκεται, γιατί της χρωστάω το ότι προχώρησα—, η οποία βέβαια ανέλαβε κι εκείνη μια πολύ μεγάλη ευθύνη, να κρατήσει στο σπίτι της ένα παιδί που δεν είχε βιώματα μαζί του. Είχαμε συγγένεια, αλλά δεν με είχε ζήσει ούτε εγώ την είχα ζήσει, γιατί ζούσε στην πρωτεύουσα. Ερχόταν στο χωριό μόνο κάθε Πάσχα. Με κράτησε κοντά της και ο πατέρας μου, βέβαια, έδινε κάποια χρήματα γι’ αυτό, για τα έξοδά μου, και επίσης το λάδι μας από το χωριό, τις κουλούρες, τις κουσουμάδες, τα ψωμιά που έστελναν οι δικοί μου. Και όπως είπα και πριν, δεν υπήρχε δυνατότητα να πάω το Σαββατοκύριακο στο χωριό. Στο χωριό μου πήγαινα τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το καλοκαίρι. Το υπόλοιπο διάστημα έμενα μαζί με τη θεία μου. Ήταν μια πολύ άξια γυναίκα και η θεία μου και πολύ μερακλίδισσα. Τραγουδούσε πάρα πολύ ωραία, έφτιαχνε και πολύ ωραίες μαντινάδες, που έχω τετράδια γεμάτα δικιές της μαντινάδες για τα βάσανα της ζωής της. Μου έμαθε να τραγουδάω και το σκοπό που της άρεσε πάρα πολύ, την Κυρά μου Παναγιά. Γενικότερα, ήταν μια γυναίκα που, έτσι, πήρα πάρα πολλά πράγματα... Ποτέ δεν με άφησε αμαγείρευτη, τα ρούχα μου πάντα ήταν καθαρά, πλυμένα... Αλλά αυτό που θυμάμαι είναι όταν αρρώστησα πρώτη φορά όταν πήγα, όταν πήγα να μείνω στα Πηγάδια με τη θεία μου και αρρώστησα πρώτη φορά με γρίπη. Πραγματικά έκλαιγα συνέχεια, γιατί δεν ήθελα... Η γυναίκα μού έφτιαχνε σούπα, μου έφτιαχνε αυτό, αλλά εγώ ήθελα τη μάνα μου. Αυτό ήταν το πρόβλημα... Και όπως σου είπα, με πρόσεξε πάρα πολύ η γυναίκα. Βέβαια, εντάξει, το σχολείο μου ήταν στο Απέρι. Δεν ήταν εύκολη η ένταξη, γιατί κάποια παιδιά μάς κορόιδευαν, ήμασταν «Ολυμπιτάκια», γιατί μιλούσαμε πολύ βαριά, με πολύ έντονη προφορά, γιατί το γλωσσικό μας ιδίωμα ήταν πιο έντονο. Και θυμάμαι ότι την πρώτη χρονιά που πήγα στο Γυμνάσιο όλο το χρόνο δεν άνοιξα καθόλου το στόμα μου. Ό,τι ήταν η απόδοσή μου ήταν τα γραπτά κείμενα, γιατί ντρεπόμουν να μιλήσω, επειδή φοβόμουν ότι τα άλλα παιδιά θα με κορόιδευαν, επειδή είχα πολύ έντονο το ιδίωμα από το χωριό. Σιγά-σιγά, όμως, έτυχα και σε μια πάρα πολύ καλή φουρνιά παιδιών. Ήταν παιδιά από καλές οικογένειες. Δεν μπορώ να πω, δεν έχω κανένα παράπονο! Με αγκάλιασαν, έκανα παρέες και φίλες και τις έχω ακόμη και σήμερα, που έχουν περάσει τόσα χρόνια. Θα πρέπει να πω εδώ ότι τα παιδιά που κατεβαίναμε από την Όλυμπο στο Γυμνάσιο τα περισσότερα έμεναν στο Απέρι. Εκεί ήταν το σχολείο. Το Απέρι θεωρείται πνευματική πρωτεύουσα της Καρπάθου, γιατί εκεί είναι η Μητρόπολη, εκεί ήταν το Γυμνάσιο, το Λύκειο αργότερα, και τα περισσότερα παιδιά έμεναν με κάποιο συγγενικό τους πρόσωπο ή με τη μητέρα τους στο Απέρι. Εκεί δινόταν η ευκαιρία να δουλέψουν και στα χωράφια των Απεριτών οι μεγάλοι και να πηγαίνουν και τα παιδιά στο σχολείο. Εγώ, όμως, επειδή η θεία μου έμενε στην πρωτεύουσα, στα Πηγάδια, έμεινα μαζί της κάτω στα Πηγάδια και πηγαινοερχόμουνα με το λεωφορείο, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά. Τι γινόταν, λοιπόν; Τα παιδιά που κατεβαίναμε στο Γυμνάσιο, επειδή είχαμε και αυτό το μόνοι μας, από μόνοι μας την ντροπή ότι μιλάμε πιο βαριά, ότι δεν ξέρουμε να ντυθούμε καλά, όλο αυτό το αίσθημα της μειονεξίας κατά κάποιον τρόπο, κάναμε παρέα όλοι μαζί. Δηλαδή δεν ανοιγόμαστε να μπούμε και σε άλλες παρέες με παιδιά από άλλα χωριά. Εγώ, όμως, με βοήθησε το γεγονός ότι έμενα στην πρωτεύουσα, στα Πηγάδια, αλλά όπως είπα και πριν, και η φουρνιά των παιδιών που ήμασταν στην ίδια τάξη ήταν πάρα πολύ καλά παιδιά και ανοίχτηκα, μπήκα σε παρέες και έκανα παρέες με παιδιά των άλλων οικογενειών από το Απέρι, από τα Πηγάδια και από τα άλλα χωριά, επαφές και σχέσεις που κρατάω ακόμα και σήμερα.

Ε.Δ.:

Τελειώσαμε το Λύκειο και έδωσα Πανελλαδικές και μπήκα στο Πανεπιστήμιο, στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών του ΕΚΠΑ, στο Οικονομικό της Νομικής. Δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή, όπως φαντάζεσαι. Τότε τα Παιδαγωγικά ήταν στα ύψη. Δεν μπόρεσα να πιάσω το βαθμό που ήθελα για να μπω, γιατί το όνειρό μου ήταν να γίνω δασκάλα, και αφού μπήκα στο Πανεπιστήμιο είπα να το ακολουθήσω. Όντως το ακολούθησα, τελείωσα. Θυμάμαι, Κατερίνα, όταν με έφερε ο πατέρας μου στην Αθήνα και πραγματικά την πρώτη βδομάδα είχα αφόρητους πονοκεφάλους. Δηλαδή δεν μπορούσα… Με πονούσε πάρα πολύ το κεφάλι μου εξαιτίας του θορύβου, εξαιτίας της πολλής ζέστης και της έκθεσης μέσα στο δρόμο. Ο πατέρας μου ήταν και ένας άνθρωπος που, επειδή ήξερε λίγο από την Αθήνα, με πήγαινε παντού με τα πόδια! Κάναμε χιλιόμετρα με τα πόδια στην Αθήνα όταν ήρθα με τον πατέρα μου το ‘87! Τι να σου πω τώρα; Περπατήσαμε από το Σύνταγμα μέχρι κάτω το Πάντειο Πανεπιστήμιο, που είχα μία φίλη και σπούδαζε εκεί, να τη βρούμε. Μετά από το Σύνταγμα στου Ζωγράφου για να ψάχνουμε φοιτητική εστία να μπω. Αλωνίσαμε όλη την Αθήνα με τον πατέρα μου. Να είναι καλά. Και στο τέλος με φιλοξένησε για έναν μήνα ο θείος μου ο Νίκος, ο αδερφός του πατέρα μου, μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα αν θα με κρατούσαν στη φοιτητική εστία, που είχα κάνει τα χαρτιά μου. Όντως με πήραν στη φοιτητική εστία του Ζωγράφου, όπου και έμεινα τα χρόνια των σπουδών μου, των πρώτων μου σπουδών. Ήταν και αυτό ένα άλλο βίωμα διαφορετικό. Η εστία ήταν ένα κοινόβιο επί της ουσίας, με παιδιά από χωριά, απ’ όλη την Ελλάδα. Ήμασταν πεντακόσια άτομα μέσα στην εστία εκεί του Ζωγράφου. Είχαμε ένα δωμάτιο ο καθένας με κοινές τουαλέτες, βέβαια, και κοινά μπάνια. Είχαμε εστιατόριο που πρόσφερε φαγητό. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που κλήθηκα να μείνω μόνη μου τελείως. Και αυτό από τη μια είχε έναν φόβο, αλλά από την άλλη είχες και μια δύναμη που σου έδινε η ελευθερία που ένιωθες ότι ήσουν πια ένα ελεύθερο άτομο να αποφασίζεις για τη ζωή σου και για τον τρόπο που θα βιώνεις τα πράγματα από εδώ και πέρα. Τελείωσε η πρώτη σχολή και εκεί, βέβαια, γνώρισα και τον άντρα μου. Έχουμε φτιάξει σήμερα μαζί οικογένεια. Θα πω ότι δεν τήρησα το τυπικό της Ολύμπου, που έπρεπε να γυρίσω και να παντρευτώ κάποιον από την Όλυμπο. Ο άντρας μου είναι από τα Γιάννενα. Τον γνώρισα από το πρώτο έτος που μπήκα στο Πανεπιστήμιο. Ήμασταν φίλοι για πολύ διάστημα. Ήξερε όλους τους ενδοιασμούς και όλο τον τρόπο σκέψης που είχα για την Κάρπαθο, για το χωριό μου, ότι έπρεπε να γυρίσω πίσω, να πάρω κάποιον από εκεί... Τέλος πάντων, με παρακολουθούσε όλα τα χρόνια και στο τέλος, μετά από αρκετό διάστημα, παντρευτήκαμε το ‘97 και έχουμε και δύο παιδάκια, την Ειρήνη, που είναι φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη στη Νομική, και τον Σπύρο, που είναι στην πρώτη Λυκείου. Αυτή ήταν η μετάβασή μου. Είχαμε όνειρο. Συναντούσα κι άλλα παιδιά από την Κάρπαθο στην Αθήνα, που ήταν και αυτά φοιτητές. Είχαμε όνειρο, θέ[01:30:00]λαμε να πάμε τη ζωή μας λίγο πιο πέρα, να τη βγάλουμε δηλαδή από τον περίκλειστο τόπο. Αγαπάμε τον τόπο μας, κουβαλάμε τις αξίες του ακόμα και σήμερα, τον τρόπο που μας δίδαξε. Είμαστε πολύ δυνατοί απέναντι σε δυσκολίες. Είμαστε αυστηροί στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας, το κουβαλάμε αυτό, είναι τρόπος μας. Στις μεγάλες ημέρες και στις γιορτές κάνουμε ό,τι θα κάναμε και αν είμαστε στο χωριό, αλλά τότε ως νέοι και έφηβοι και με την παρέα και τα κορίτσια που είχα παρέα και μέχρι και την τρίτη Λυκείου θέλαμε να προχωρήσουμε τη ζωή μας. Θέλαμε να σπουδάσουμε, να δούμε, να βιώσουμε κι άλλον τρόπο ζωής, να έχουμε δουλειά δική μας, όλα αυτά που εκείνη την περίοδο, τη δεκαετία του ‘80, είχαν προτεραιότητα στη ζωή μιας γυναίκας ή ενός ανθρώπου γενικότερα. Κι έτσι, έμεινα στην Αθήνα και ζω τώρα στην Αθήνα από το ‘87 μέχρι σήμερα, που είναι 2021.

Α.Σ.:

Πριν κλείσουμε τη συνέντευξή μας, υπάρχει κάτι που θα ήθελες να συμπληρώσεις, που ίσως δεν το είπες; Κάποια εικόνα, κάποια ανάμνηση, κάποια σκέψη σου... κάτι που θα ήθελες να μοιραστείς.

Ε.Δ.:

Βλέπεις, το είδες κι εσύ και συγγνώμη, αλλά ξέρεις, πολλές φορές συγκινούμαι. Λέω στα παιδιά μου, αφηγούμαι πολύ στα παιδιά μου όλα αυτά τα χρόνια και τα χρόνια μου στο χωριό και τα χρόνια μου στα Πηγάδια, που αναγκάστηκα και έφυγα από τη μάνα μου τόσο νωρίς, και τη μοναξιά της Αθήνας που τα πρώτα χρόνια, το πρώτο διάστημα βιώνει κανείς μέχρι να εγκλιματιστεί, να κάνει παρέες, να επιλέξει ανθρώπους που του ταιριάζουν. Μιλάω πάρα πολύ στα παιδιά μου γι’ αυτά. Θέλω να αγαπάνε τον τόπο καταγωγής τους, γιατί δεν μπορεί να είναι τόπος τους, είναι τόπος καταγωγής τους, αφού δεν το βιώνουν όπως τον έχω βιώσει εγώ. Τους μαθαίνω να τραγουδάνε, ξέρουν. Ειδικά η κόρη μου, που της αρέσει και πολύ το τραγούδι, τραγουδάει πολλά παραδοσιακά τραγούδια. Της αρέσει να φοράει την τοπική μας ενδυμασία κάθε καλοκαίρι στα πανηγύρια και την ακούω τώρα που μιλάει με τη μάνα μου, με τη γιαγιά της: «Γιαγιά, φέτος το καλοκαίρι θέλω οπωσδήποτε να φορέσω το σακοφούστανό μου». Της αρέσει, δηλαδή το κάνει με πολύ μεγάλη διάθεση, γιατί το διαχωρίζει. «Αν», μου λέει, «βάλω ένα παντελόνι ή μια φούστα, θα είναι σαν να είμαι οπουδήποτε. Αν, όμως, φορέσω το φουστάνι μου, θα είναι σαν να είμαι στην Όλυμπο και αυτό μού δίνει την ταυτότητά μου ότι είμαι Ολυμπίτισσα!». Της Ειρήνης τής αρέσει πάρα πολύ, και του Σπύρου. Και τα δύο ξέρουν να χορεύουνε τον παραδοσιακό χορό. Προσπαθούμε δηλαδή και εμείς, Κατερίνα, να μεταλαμπαδεύσουμε κάποιες από τις αξίες, κάποια από όλο αυτόν τον πλούτο που βιώσαμε εμείς ζώντας στη Όλυμπο, ζώντας στην Κάρπαθο, να γευτούν και τα παιδιά μας από αυτό και, ει δυνατόν, να το συνεχίσουν και αυτοί, να τον δώσουν στην επόμενη γενιά, χωρίς άγχος όμως, χωρίς πίεση, γιατί σε μας υπήρχε και αρκετή καταπίεση στα παιδικά μας χρόνια, δηλαδή να ακολουθήσουμε το συγκεκριμένο τυπικό που επέβαλε το κοινωνικό πλαίσιο. Εμείς οι σύγχρονοι γονείς είμαστε πιο ελεύθεροι και γι’ αυτό και τα παιδιά πιο αβίαστα έρχονται κοντά στον τόπο και είναι πολύ ωραία. Τι να πω; τη ζωή πρέπει να τη θρέφει κανείς με τις μνήμες του, με ό,τι αγάπησε, με ό,τι πέρασε και δεν θα ξανάρθει ποτέ αλλά και με όνειρο ότι θα έρθουν κι άλλες όμορφες μέρες, να ξαναβρεθεί με τους αγαπημένους του και να ζήσουν όλοι μαζί ξανά όμορφες στιγμές. Έτσι το βλέπω, Κατερίνα, και έτσι προχωράμε τη ζωή μας εδώ στην Αθήνα. Τι άλλο να σου πω... Θέλεις να σου πω ένα τραγούδι; Δεν ξέρω, πώς να κλείσουμε τη συνέντευξη; 

Α.Σ.:

Θα ήθελα! Αμέ!

Ε.Δ.:

Θα ήθελες! Θα σου πω ένα από αυτά που μας έλεγε ο πατέρας μου μετά τα γεύματά μας τα μεσημεριανά, που είναι η Καλογριά και είναι πολύ αγαπημένο τραγούδι και του πατέρα μου και μένα και το λέμε επίσης και άμα πάμε εκδρομές κάπου στο Διαφάνι με το πούλμαν ή στα Πηγάδια, που τώρα πια έχουμε και λεωφορείο. Μπορεί να το λέμε και μέσα στο λεωφορείο, έτσι, μέχρι να φτάσουμε, μέχρι να περάσει η ώρα. Μπορεί να το έχεις ακούσει και από τον πατέρα μου στην Κάρπαθο, που είχες πάει με το Πανεπιστήμιο. Ας κλείσουμε, λοιπόν, με αυτό το τραγούδι. Δεν είναι αποκριάτικο, γιατί υπάρχουν αποκριάτικα τραγούδια που είναι κάπως βωμολοχικά, αλλά εμείς θα πούμε ένα πιο κλασικό. Λέγεται η Καλογριά. Κάτσε να το βρω… «Κυνηγός περιπατούσε, κυνηγός περιπατούσε, μες στα δάση στα βουνά, μες στα δάση στα βουνά. Και συνήντησε μια νέα, και συνήντησε μια νέα, που ‘χε γίνει καλογριά, που ‘χε γίνει καλογριά. ’’Καλογραία μου’’ της λέει,‘‘Καλογραία μου’’ της λέει, ‘‘Το όνομά σου επιθυμώ, το όνομά σου επιθυμώ. Το όνομά σου κι ας με θάψουν, το όνομά σου κι ας με θάψουν, στο ρημόκκλησον αυτό’’. ‘‘Το όνομά μου δεν σου λέω, το όνομά μου δεν σου λέω, γιατί θα το ομολογείς, γιατί θα το ομολογείς. Γιατί εσύ ήσουν η αιτία, γιατί εσύ ήσουν η αιτία, καλογραία να με δεις, καλογραία να με δεις’’. ’’Μα δεν είναι αμαρτία, μα δεν είναι αμαρτία, τέτοια νέα καλογριά, τέτοια νέα καλογριά. Σήκω πάτησε τον όρκο και παντρέψου μια βραδιά και παντρέψου μια βραδιά’’. ‘‘Τέτοιον όρκο να πατήσω, τέτοιον όρκο να πατήσω, ποιος το καταδέχεται, ποιος το καταδέχεται. Η καρδιά μου εταράχθη, η καρδιά μου εταράχθη και κοντά μην έρχεσαι και κοντά μην έρχεσαι’’»[01:40:00]. Αυτό ήταν, Κατερίνα.

Α.Σ.:

Μόρφη μου, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την όμορφη αφήγησή σου και για τα όσα μοιράστηκες μαζί μου!

Ε.Δ.:

Σε ευχαριστώ κι εγώ, Κατερίνα, που μου έδωσες την ευκαιρία και εις το επανιδείν! Θα τα ξαναπούμε πάλι! Εντάξει; Να ‘σαι καλά, Κατερίνα μου! Καλές Απόκριες και καλή Σαρακοστή!