© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Μεταναστεύοντας από την Ελλάδα στην Αυστραλία τη δεκαετία του '60
Istorima Code
10976
Story URL
Speaker
Νικόλαος Ντελής (Ν.Ν.)
Interview Date
09/04/2021
Researcher
Αναστασία Μουρατίδου (Α.Μ.)
[00:00:00]Οπότε καλημέρα πάλι. Θα μου πείτε ξανά όλο σας το όνομα;
Ναι, είπα Νικόλαος Παναγιώτου Ντελής... Με Ν. Ντ.
Είναι Σάββατο, 10 Απριλίου 2021, είμαι με τον κύριο Νικόλα βρισκόμαστε εγώ στην Αθήνα στους Αμπελόκηπους και εκείνος στην Μελβούρνη, εγώ ονομάζομαι Αναστασία Μουρατίδου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε... Καλώς ήρθατε!
Καλώς σας βρήκα. Εύχομαι να μπορέσω να απαντήσω στις ερωτήσεις σας.
Ναι, βασικά αυτό που θα πούμε σήμερα, είστε ένας Έλληνας του εξωτερικού που μένετε στην Αυστραλία εδώ και αρκετά χρόνια, σωστά;
Ήρθα το 1965, έφυγα από την Ελλάδα την πρωτοχρονιά το ’65 και ήρθα εδώ σε 28 ημέρες.
Ωραία, ας τα πάρουμε από την αρχή, θέλετε να μου πείτε κάποια πράγματα για τη ζωή σας πριν την Αυστραλία. Που γεννηθήκατε;
Ναι! Εγώ γεννήθηκα σε ένα χωριό του Ολύμπου λέγεται Κοκκινοπηλός το 1936, 23 Μαρτίου...
Πώς ήταν τα πράγματα εκεί; Πώς θυμάστε αυτές τις εποχές;
Όχι πολύ ευχάριστα, διότι μεγάλωσα μες στους πολέμους... Έχασα τον πατέρα μου, τ’ αδέρφια μου και συγγνώμη... και όλη η ζωή μου ήτανε δύσκολη... Η μάνα μου είχε 3 παιδιά έπειτα, είχε 5 έχασε τα 2 ήμασταν 3 και με δυσκολία η ζωή μας, καθότι ήμασταν μικρά παιδιά, την περιουσία μας μας την είχανε πάρει, το σπίτι μας το είχανε κάψει και δεν είχαμε μοίρα στον ήλιο. Αλλά σιγά σιγά δημιουργηθήκαμε τα 3 αδέρφια, εγώ πήγα στο σχολείο, τελείωσα το Γυμνάσιο, έπειτα ασχολήθηκα μαζί με τ’ αδέρφια μου σ’ ένα ξυλοεργοστάσιο που είχαμε αλλά δύσκολη ήταν η ζωή και έτσι πήρα την απόφαση να φύγω στο εξωτερικό. Στην αρχή πήγα στην Γερμανία. Δεν μου άρεσε η ζωή της Γερμανίας... Γύρισα στην Ελλάδα και πήγα στην Θεσσαλονίκη για μια δουλειά, να πάρω κάτι πριόνια για το μαγαζί και εκεί γνώρισα έναν πατριώτη μου που πήγαινε στην Δ.Ε.Μ.Ε. Λόγω ότι είχα πάει στο Ν.Α.Τ.Ο. στα αμερικάνικα στρατεύματα γνώριζα λίγο την αγγλική γλώσσα και δεν χρειάστηκε να παρακολουθήσω μαθήματα στην Δ.Ε.Μ.Ε. Μου είπε ότι μπορείς να φύγεις. Και έτσι έκανα τα χαρτιά και έφυγα. Με το «Πατρίς» γι’ αυτή την χώρα, την Αυστραλία.
Στο Ν.Α.Τ.Ο. πως και μπήκατε τότε; Πως και πήγατε εκεί;
Ήμουν στην αεροπορία και ένα μέρος στρατιωτών Ελλήνων τους στέλνανε στη μονάδα του Ν.Α.Τ.Ο. και έτυχε να πάω κι εγώ εκεί.
Οπότε αποφασίζετε ότι θα φύγετε, πόσο εύκολο ήτανε τότε για εσάς, θυμάστε τη διαδικασία του τι σημαίνει –
Α πολύ εύκολο! Προσωπικά για ‘μένα... Ζητούσανε χαρτιά κοινωνικών φρονημάτων και τέτοια... Για να πω την αλήθεια εγώ μόλις πήγα στην αστυνομία λέω «θέλω να φύγω στην Αυστραλία και θέλω...» όχι μόνο δεν με καθυστερήσανε αλλά μου το δώσανε των κοινωνικών φρονημάτων, μου το δώσανε στο χέρι και ακόμα τυχαίνει να το έχω εδώ. Δεν το χρησιμοποίησα καθόλου.
Και το ταξίδι πως ήτανε; Αρχικά το ανακοινώσατε στην οικογένεια...
Τώρα ένας νέος μέσα στο πλοίο μάλλον διασκέδαση ήταν και όχι να πούμε άγχος.
Τι εικόνες έχετε απ’ το πλοίο; Πως ήτανε η κατάσταση;
Το μόνο δύσκολο που ήτανε για πολλούς ανθρώπους εκεί, που δεν είχαν ταξιδέψει άλλη φορά με καράβι, ζαλιζότανε. Εγώ είχα ταξιδέψει και άλλη φορά από Ελλάδα για Ιταλία με καράβι και είχα κάποια πείρα, ότι για να μην ζαλιστείς πρέπει να βλέπεις μακριά, να μην κάθεσαι και κοιτάς μπροστά σου. Αυτό ήταν ένα μέσο να μην έχω ζαλάδες και να κάνω παρέα με τους φίλους μου, πίναμε, κάναμε τα μπάνια μας στην πισίνα. Στο δρόμο που ερχόμασταν καθίσαμε σε μερικά μέρη στο Τζιμπουτί, στο Κάιρο βγήκαμε έξω, στο Τζιμπουτί βγή[00:05:00]καμε έξω και έπειτα από εκεί βγήκαμε στο Περθ, στο Western Australia. Καθίσαμε μερικές ώρες από ‘κει και το τελευταίο ταξίδι ήτανε στην Μελβούρνη, στο port Melbourne. Ο φίλος που ερχόμασταν μαζί είχε έναν πρώτο ξάδερφο εδώ ο οποίος ήρθε και μας πήρε από το καράβι, μας φιλοξένησε δύο βράδια στο σπίτι του και έπειτα – αυτός είχε μαγαζί – ο φίλος μου έπιασε δουλειά στο μαγαζί του ξαδερφού του, εγώ πήγα σε ένα διπλανό σπίτι εκεί, κάποιος Καλαματιανός, νοίκιασα δωμάτιο μ’ ένα φίλο πάλι μαζί και την άλλη μέρα πιάσαμε δουλειά.
Το ταξίδι πόσες μέρες κράτησε στο σύνολο;
28! 28 μέρες... Δεν ήταν περιπετειώδες... Ήταν ωραίο το ταξίδι δεν είχαμε κύματα πολλά. Ναι, ωκεανοί ήτανε, είχαμε, αλλά όχι όπως πολλά συναντούνε μεγάλες φουρτούνες και τέτοια. Εμείς δεν συναντήσαμε τέτοιο πράγμα.
Και φτάνετε στην Μελβούρνη, σε μία ξένη χώρα… Πώς ξεκινήσατε; Θυμάστε ποιες ήταν οι πρώτες κινήσεις που κάνατε;
Θα σας πω... Στο Περθ κατεβήκαμε 3 φίλοι. Είχαμε γίνει πολύ κολλητοί μεταξύ μας οι 3 στο ταξίδι. Κατεβήκαμε στο Περθ και πήγαμε και πήραμε μία κότα ψημένη να φάμε! Είδαμε μία γάτα και λέω εγώ «ψι ψι» να δώσω λίγο κρέας. Αυτή ούτε καν! Λέει ο φίλος μου: «Πάμε ρε παιδιά να φύγουμε ούτε οι γάτες δεν μας καταλαβαίνουν στην Αυστραλία»! Εδώ που ήρθα στην Μελβούρνη δούλευα, έτυχε πήγα σε ένα εργοστάσιο που ο supervisor, ο boss ήτανε Γερμανός. Και επειδή ήξερα λίγα Γερμανικά που είχα κάνει 13 μήνες στην Γερμανία μου έδωσε μια πολύ καλή δουλειά, πράμα που το ζητούσα... Δούλευα 14 ώρες την ημέρα, 7 ημέρες την εβδομάδα. Και οι αποδοχές μου ήταν οι τριπλάσιες απ’ ότι έπαιρνε ένας που δούλευε κανονικά. Αυτή ήταν η πρώτη πυτιά που πιάσαμε εκεί πέρα και ο φίλος μου δούλευε στο μαγαζί και μέσα σε 6 μήνες αγοράσαμε ένα σπίτι και πήγαμε να μένουμε στο δικό μας το σπίτι.
Οπότε μένατε οι τρεις φίλοι στο ίδιο σπίτι;
Οι δύο! Ο ένας είχε φύγει και πήγε κάπου σε άλλο μέρος εδώ της Μελβούρνης. Είχε φύγει απ’ τη δική μας περιοχή, λόγω ότι βρήκε δουλειά κάπου αλλού.
Εκτός δουλειάς πως ήτανε τα πράγματα; Είχατε πράγματα να κάνετε εκεί; Νιώθατε ότι-
Κοίταξε, αφού δεν είχαμε οικογένεια δεν είχαμε – το μόνο πράγμα που είχαμε να πάμε καμιά εκδρομή ή να πάμε σε κάνα χορό ή να πάμε σε κανένα κλαμπ τα βράδια, πράγμα που ‘τανε τα πρώτα χρόνια λίγο συγκεντρωμένοι, δεν πηγαίναμε λόγω οικονομίας! Έπειτά από 17 μήνες στην Αυστραλία αγόρασα ένα μαγαζί, έφυγε ο φίλος μου από τον ξάδερφο του και αγοράσαμε ένα μαγαζί που το κρατήσαμε μέχρι το ’71 μαζί.
Τι μαγαζί ήταν αυτό;
Φαγώσιμα ήταν ας πούμε ντελικατέσεν και εκεί έγινε η μεγάλη να πούμε ιστορία... Πήραμε μια κοπέλα να εργαστεί εκεί μέσα και εγώ της έριξα θηλιά και την έπιασα.
Για πείτε μου για αυτή την ιστορία!
Και έτσι έπειτα παντρευτήκαμε με την κοπέλα, κρατήσαμε το μαγαζί μερικά χρόνια, ασχολήθηκα και με άλλες δουλειές, ξαναμπήκα στα μαγαζιά μέσα και η ζωή συνεχίστηκε. Κάναμε την οικογένεια, 3 παιδιά και η ζωή συνεχίζει!
Η επαφή με την Ελλάδα πως ήτανε τότε, εκείνα τα χρόνια; Υπήρχε επικοινωνία;
Ναι δεν ήταν πολύ δύσκολα με αυτό. Εγώ ήρθα το ’65 εδώ, το ’68 ήρθα πίσω στον γάμο του αδερφού μου... Ναι, αλλά πια υπήρχαν τα αεροπλάνα και ερχόμασταν με τα αεροπλάνα και γυρνούσαμε. Δεν είχε πια την ταλαιπωρία με το πλοίο.
Οπότε ήταν κάπως πιο εύκολα τα πράγματα...
Ε βέβαια! Έπαιρνες το αεροπλάνο, σε 24 ώρες είσαι στην Ελλάδα, έβλεπες τους δικούς σου, καθόσουν πόσο ήθελες και ξανά γυρνούσες...
Στην Ελλάδα πηγαίνατε; Γυρνούσατε πίσω ανά διαστήματα καθόλου; Γυρνούσατε στην Ελλάδα; Επισκεπτόσασταν την Ελλάδα;
Έχω έρθει, αν δεν απατώμαι 6-7 φορές στην Ελλάδα... Έχω έρθει σε 3 γάμους και σε 2 κηδ[00:10:00]είες... Αλλά ήρθα και ενδιαμέσως και άλλες φορές...
Υπήρχε, βρήκατε εσείς κάποια ελληνική κοινότητα εκεί;
Πολύ γερή! Πολύ γερή! Και μάλιστα έτυχε, από τη δεύτερη εβδομάδα εγώ μπήκα στο συμβούλιο της τοπικής κοινότητας, της Ελληνικής κοινότητας εκεί στην περιοχή που λεγότανε Clayton.
Οπότε κρατούσατε κάποιες παραδόσεις, κάποια πράγματα –
Πολλά, πολλά... Χορούς, διασκεδάσεις, σχολεία πρωτοδημιουργήσαμε... Έτσι τα σχολεία εδώ στην Αυστραλία τα Ελληνικά έτσι αρχίσανε, με τις κοινότητες. Οι γονείς έπαιρναν έναν δάσκαλο, δύο ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών, αλλά είχαν και τις κοινότητες που υπήρχαν για διάφορες εκδρομές που έκαναν οι κοινότητες, για διάφορους χορούς ή και παραδοσιακά πράγματα, ιστορικά δημιουργούντανε... Και αυτή ήταν όλη η ζωή εδώ των Ελλήνων κοινότητες, εκκλησίες, αθλητισμός, ποδόσφαιρο, και social club.
Θυμάστε να βρισκόσασταν σε αυτά τα social club που λέτε;
Ναι, ναι ακόμα... Επειδή το χωριό μου εμένα είναι από την Ελασσόνα και έχομε σύλλογο «Κεντρική Ένωση Ελασσόνος και Περιχώρων» έχομε κτίριο δικό μας και ακόμα συναντιέμαστε τώρα σε αυτό, κάθε μέρα μπορούμε να πάμε άμα θέλουμε... Είναι ανοιχτό σαν καφενείο...
Σκέφτομαι έτσι τι άλλο να σας ρωτήσω...δεν ξέρω αν έχετε εσείς κάποια ιστορία από όλες αυτές τις περιόδους που λέμε που σας έχει μείνει πολύ στο μυαλό και πιστεύετε ότι έχει ενδιαφέρον να μοιραστείτε...
Θα σας πω... Η Αυστραλία είναι ένα φιλόξενο κράτος, αλλά η νεολαία τους ήταν πολύ εχθρική στους μετανάστες. Στους δρόμους μπορούσε κάλλιστα να σε πιάσουνε και να σε ξυλοκοπήσουνε. Μιλάμε η νεολαία, από 20-22 και κάτω. Τα άτομα αυτά τα αποκαλούσαμε «μπότσιδες» δηλαδή παιδιά του δρόμου. Η αστυνομία κυνηγούσε να πούμε αυτά τα πράγματα, αλλά υπήρχαν συμπλοκές. Μια μέρα είχε έρθει ο γαμπρός του φίλου μου που ήμασταν μαζί στα μαγαζιά οικογενειακώς. Και έφυγε από το σπίτι ένα πρωινό να ‘ρθει στο μαγαζί Κυριακή και είχε ένα γερμανικό ωραίο παλτό επάνω του. Τον πιάσανε, τον ξυλοκοπήσανε και του πήραν το παλτό. Εμείς εκεί στο μαγαζί είχαμε γνωρίσει αστυνομικούς, τηλεφώνησα σ’ έναν [Δ.Α.]. Μόλις του είπαμε τα χαρακτηριστικά ποιος ήταν πήγαν τον πιάσανε στο σπίτι, πιάσανε και αυτούς, τους τιμωρήσανε και αυτό το παιδί που πήρε το παλτό τον βάλανε ένα χρόνο φυλακή κατευθείαν. Υπήρχαν συμπλοκές. Έπειτα με τον καιρό άρχισε η νεολαία των Ελλήνων να γίνεται επιτιθόμενη και αυτή.
Δηλαδή;
Άμα ‘ρχοταν σε συμπλοκή περισσότερο επικρατούσαν οι δικοί μας και λιγότερο οι Αυστραλοί, γιατί ήτανε, δεν μπορώ να πω, ήταν πιο ψύχραιμοι αλλά ήτανε πιο ταχείς στην απόδοση της αντιστάσεως. Και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν από καράβια που είχαν βγει και ήτανε λίγο πιο πεπειραμένοι.
Εσείς είχατε βρεθεί ποτέ σε κάποιο τέτοιο περιστατικό; Να σας μιλήσουν άσχημα, να σας επιτεθούν;
Ναι! Μας έσπασαν το μαγαζί πολλές φορές εκεί πέρα απ’ αυτό... Α, ναι, α! Η κόρη μου τώρα μου υπενθύμισε άλλη μια φορά είχαμε ένα μαγαζί στο χωριό με τα παιδιά και κάποιος εκεί ήρθε μας έκαψε το αυτοκίνητο, έβαλε φωτιά το αυτοκίνητο έξω από το δρόμο να πούμε. Υπήρχανε περιπτώσεις τέτοιες γινότανε γιατί όπως σας είπα η νεολαία της Αυστραλίας, όχι ο Αυστραλέζικος λαός. Οι μεγάλοι οι Αυστραλοί μας δεχτήκανε φιλικά, πολύ φιλικά. Και η αστυνομία και εκείνη μας βοηθούσε.
Εσείς πως νιώθατε για όλα αυτά υπήρχε φόβος ή ανασφάλεια;
Όταν είδαμε την νεολαία ότι ήταν έτσι, υπήρχαν τέτοιες περιπτώσεις δύσκολες. Μάλιστα εγώ γυρνούσα, είχα πάει – μέσα στο διάστημα αυτό ο συνέταιρος μ[00:15:00]ου παντρεύτηκε και είχαμε πουλήσει το σπίτι και πήρε αυτός άλλο σπίτι δικό του και έμεινε και εγώ έμενα στο μαγαζί μέσα, επάνω είχε σπίτι και έμενα εκεί. Και ένα βράδυ που γυρνούσα από το εστιατόριο που πήγα να φάω με σταματήσανε μεθυσμένοι ήταν με τα μπουκάλια εκεί πέρα... Μου επιτεθήκανε. Ήταν ένα μικρό επεισόδιο αυτό αλλά δεν είχε συνέχεια έπειτα.
Κατάλαβα... Αναρωτιέμαι τώρα έχετε κάνει οικογένεια εκεί, έχετε κάνει παιδιά, έχετε εγγόνια... Προσπαθείτε, έχετε την ελληνική κουλτούρα να την διατηρήσετε, να τη δώσετε στους επόμενους –
Αυτή έχουμε. Την Αυστραλέζική… δεν έχουμε αφομοιωθεί καθόλου να πούμε, τα ελληνικά μας μένουνε... Επροχθές στο κλαμπ μέσα γιορτάσαμε τα 200 χρόνια της ελευθερίας, ναι! Είχαμε μια μικροσυναυλία, τραγούδια και τέτοια, ποιήματα, χορούς και ήρθαν κάπου 100-120 άτομα στο κλαμπ και μαζευτήκαμε.
Μαζευτήκατε πολλοί!
Βέβαια εμείς είμαστε μικρό κλαμπ. Οι κοινότητες οι μεγάλες παν χιλιάδες κόσμος και κάθε χρόνο η κεντρική κοινότητα κάνει τα Δημήτρια και πάνε χιλιάδες κόσμος, όταν μιλάμε πολλές χιλιάδες κόσμος, γεμίζει η πόλη της Μελβούρνης.
Οπότε διατηρείτε έτσι όλον αυτό τον ελληνισμό εκεί πέρα πολύ ζωντανά...
Προσωπικά ζω με αυτή την ελπίδα να πούμε του ελληνισμού...
Οπότε προσπαθείτε να το μεταδώσετε κιόλας.
Ε και στα παιδιά βέβαια, λίγο περισσότερο τώρα τα παιδιά μαθαίνουν τα ελληνικά απ’ ότι μάθαιναν τα παιδιά τα δικά μας, γιατί όχι, γενικά, εμένα ήταν η γυναίκα μου που ήξερε γράμματα, τα παιδιά μου τα πρόσεχε. Αλλά υπήρχαν γονείς που ήταν λίγο πιο δύσκολα. Ενώ σήμερα όλοι οι γονείς της νέας γενιάς στα παιδιά τους προσπαθούν να τα μάθουνε Ελληνικά.
Η γυναίκα σας Ελληνίδα στην καταγωγή;
Ελληνίδα, Ελληνίδα...
Κατάλαβα. Ωραία κύριε Νικόλα δεν ξέρω αν έχετε κάτι το οποίο θέλετε να προσθέσετε που θεωρείτε ότι έτσι θα θέλατε να μείνει. Κάτι δικό σας...
Το παράπονο του Έλληνα θα πω για την Ελλάδα... Το παράπονο του μετανάστη απέναντι στην πατρίδα που αγαπάει και πονάει. Όποιος Έλληνας και να έρθει από ‘δω θα ανταμώσει δυσκολίες στην γραφειοκρατία της Ελλάδος. Εγώ δεν είχα κληρονομικά, δεν είχα τέτοια πράγματα και δεν μου παρουσιάστηκαν δυσκολίες. Αλλά άτομα τα οποία είχανε κληρονομικά και προσπαθήσαν να τα λύσουνε όλοι γυρίσανε πίσω παραπονεμένοι...
Οπότε λέτε ότι εσάς σας δυσκόλεψε το ελληνικό σύστημα;
Το ελληνικό κράτος καθαρά! Αδιαφόρησε για τον μετανάστη...
Ωραία, εντάξει κύριε Νικόλα, νομίζω ότι μας μοιραστήκατε πολύ όμορφες και δύσκολες και ευχάριστες, όλα μαζί, ιστορίες και σας ευχαριστώ πάρα πολύ! Φαίνεται ότι, απ’ τον τρόπο που περιγράφετε όλο αυτό, το πόσο ενέργεια δίνετε έτσι να διατηρήσετε κάποια πράγματα απ’ την δική σας κουλτούρα, παρά τις δυσκολίες που μπορεί να υπάρχουνε λόγω, της απόστασης και το να είναι κανείς σε μια άλλη χώρα σίγουρα –
Θα σας πω κάτι, ο Έλληνας μετανάστης βλέπει την σημαία και κλαίει και στην Ελλάδα είδαμε στις διαδηλώσεις να καίνε την Ελληνική σημαία... Αυτή την διαφορά μπορείτε να την καταλάβετε;
Φαίνεται πάρα πολύ η αγάπη για τον τόπο σας και πόσο ζωντανή είναι αυτή.
Ξέρεις την Αυστραλία πρέπει να την συγκρίνουμε σαν μητριά... Πες ένα παιδί υιοθετημένο και περνάει πολύ καλά με τους θετούς γονείς. Μπορεί να ξεχάσει τη μάνα του; Δεν μπορεί! Το ίδιο συμβαίνει και με εμάς...
Δεν ξεχνιέται εύκολα... Ωραία κύριε Νικόλα, σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Εγώ ευχαριστώ για τον χρόνο.