Ο ράπερ Ραψωδός Φιλόλογος αφηγείται: «Το φως χαρακτηρίζεται και από μία ανεμελιά έχω την αίσθηση. Ο πόνος είναι λίπασμα»
Segment 1
Γνωριμία με τον αφηγητή και η σχέση με τον παππού
00:00:00 - 00:10:14
Partial Transcript
Καλησπέρα, μπορείτε να μου πείτε πως ονομάζεστε; Καλησπέρα Δημήτρη. Είμαι ο Αλέξανδρος. Το επώνυμό μου είναι Πτίνης και καλωσόρισες. Ευ…τροχιά που πήρε η ζωή μου. Και είναι μία από τις πολλές. Θα προσπαθήσουμε να βρούμε κι άλλες τέτοιες τομές μαζί στην πορεία. Όσες θέλεις.
Lead to transcriptLocations
Segment 2
Η αρχή του ως «Ραψωδός Φιλόλογος» και η ζωή στα Γιάννενα
00:10:14 - 00:19:16
Partial Transcript
Θέλω να σε ρωτήσω πως γεννήθηκε ο Ραψωδός Φιλόλογος; Νομίζω δεν είμαστε πολύ μακριά από αυτό που ξεκινήσαμε να συζητάμε. Ο παππούς μου, με …τις λέξεις. Εκεί αναπτύχθηκα πολύ. Έτσι νομίζω θα την περιέγραφα αυτή την περίοδο. Αυτά είναι τα πράγματα που τη χαρακτηρίζουν περισσότερο.
Lead to transcriptLocations
Segment 3
Η αγάπη για τις λέξεις, η ποίηση και το HipHop
00:19:16 - 00:28:21
Partial Transcript
Την αγάπη αυτή για τις λέξεις που λες, νομίζω, ότι τη βλέπουμε γενικότερα στους στίχους σου. Εγώ τελευταία την παρατήρησαν πάρα πολύ στην «Α…αν έχει νόημα να αρχίσω να κάνω κάποια λίστα αυτή τη στιγμή, αλλά την κορώνα την φοράει αυτή η μουσική. Εκεί είναι οι βασικές μου επιρροές.
Lead to transcriptLocations
Segment 4
H ματιά του ψυχολόγου, η «Αλεξάνδρεια» και ο κινηματογράφος
00:28:21 - 00:39:58
Partial Transcript
Μιας και μας ανέφερε στην το επάγγελμά σου ως ψυχολόγος, η ψυχολογία, σαν επιστήμη, θα έλεγες ότι σε έχει βοηθήσει στον τρόπο να βλέπεις τα …εν προσπαθώ συνειδητά να φτιάξω εικόνες. Απλά, μου βγαίνουνε. Οπότε, νομίζω ότι παίζει μια ταινία στο μυαλό μου όσο γράφω. Να το θέσω έτσι.
Lead to transcriptSegment 5
Το HipHop σήμερα και κάποτε
00:39:58 - 00:48:59
Partial Transcript
Να κάνω μία πολύ γενική ερώτηση και θέλω να μου απαντήσεις πραγματικά όπως νιώθεις. Για σένα hip-hop τι σημαίνει; Είναι μία πολύ μοναδικ…τό το πράγμα, δηλαδή, μάλλον, τα μισά τα 'χω γράψει πρώτα στίχους και τ' άλλα μισά πρώτα μουσική. Μπορεί να δουλέψει και με τους 2 τρόπους.
Lead to transcriptSegment 6
Εμπειρίες από το studio και η στάση της οικογένειας
00:48:59 - 00:58:19
Partial Transcript
Ανέφερες, νωρίτερα, το στούντιο και τις ώρες με το Γιάννη που γράφατε και τα λοιπά. Πες μας λίγο για μία μέρα στο στούντιο, αν θέλεις. Ναι.…τε, το γύρισα στην πορεία. Το γύρισα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είχανε θετική στάση. Το φοβήθηκαν αρκετά και εντάξει, το καταλαβαίνω κιόλας.
Lead to transcriptSegment 7
Η έμπνευση και τα κομμάτια, το ταξίδι στην Κίνα και ο ναός Σαολίν
00:58:19 - 01:11:15
Partial Transcript
Αναφέρθηκες στο «Σε μια τόση δα στιγμή…», ότι ήταν εμπνευσμένο απ’ τον παππού σου. Ποια είναι, έτσι, άλλα κομμάτια που έχεις εμπνευστεί από …συγκεκριμένο ταξίδι το θεωρώ ένα από τα σημεία τομές στη ζωή μου. Γύρισα άλλος άνθρωπος απ’ ότι πήγα. Πολύ ρύζι! Πολύ ρύζι! Πάρα πολύ ρύζι!
Lead to transcriptLocations
Segment 8
Η εσωτερική αλλαγή και οι Ladose
01:11:15 - 01:20:09
Partial Transcript
Αν θες να μας πεις, άλλος άνθρωπος πώς; Πιο διαυγής. Αυτό που σου είπα πριν αναφερόμενος στον «Ψευδοπροφήτη». Ξέρεις… θέλοντας να δούμε κάπ…τον τόπο του, έτσι; Ο Χρήστος είναι στη Θεσσαλονίκη, ο Θανάσης είναι στην Αλεξανδρούπολη. Εγώ, πλέον, είμαι στην Αθήνα. Αλλά κρατάει ακόμα.
Lead to transcriptSegment 9
H πορεία των Ladose
01:20:09 - 01:27:11
Partial Transcript
Θα γυρίσω λίγο πάλι στο κομμάτι «4 Γειτονιές» που ανέφερα νωρίτερα. Τις άλλες 3 γειτονιές, των υπολοίπων, τις γνώρισες; Βέβαια, τις γνώρισα…οκληρώσει και όταν νιώθω σίγουρος γι’ αυτό, το οποίο, εντάξει, δεν είναι το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο. Γι’ αυτό και δημοσιεύω λίγο.
Lead to transcriptLocations
Segment 10
H νοοτροπία του αφηγητή για τη ζωή και η σχέση της με τη ρίμα
01:27:11 - 01:49:54
Partial Transcript
Θα γυρίσω λίγο στον παππού σου. Βλέπεις γυρνάμε συχνά εκεί πέρα. Ναι. Ναι. Ναι. Ο παππούς είναι σημείο αναφοράς. Επειδή αναφέρθηκες στη ρί…τώρα. Μέχρι εκεί μπορώ. Νομίζω ότι ήτανε Ο.Κ. γι’ αυτό που ήτανε. Αλέξανδρε, ευχαριστώ πολύ. Καλό απόγευμα. Κι εγώ σ’ ευχαριστώ Δημήτρη.
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα, μπορείτε να μου πείτε πως ονομάζεστε;
Καλησπέρα Δημήτρη. Είμαι ο Αλέξανδρος. Το επώνυμό μου είναι Πτίνης και καλωσόρισες.
Ευχαριστώ πολύ. Είμαι με τον Αλέξανδρο Πτίνη. Είναι Παρασκευή, 20 Μαΐου 2022. Βρισκόμαστε στα Άνω Πατήσια της Αθήνας. Εγώ είμαι ο Κολοβός Δημήτρης, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Αλέξανδρε πες μου λίγα λόγια τον εαυτό σου.
Να σου πω λίγα λόγια για τον εαυτό μου. Το ονοματεπώνυμό μου στο είπα. Έχω μία διττή ταυτότητα όσον αφορά την κοινωνία. Το επάγγελμά μου είναι ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής. Παράλληλα. έχω και μια καλλιτεχνική ιδιότητα. Εγώ θα με ονομάσω εργάτη του γραπτού λόγου. Κάποιοι άλλοι θα με λέγανε ράπερ. Είμαι ένας άνθρωπος που διαβάζει πολύ, αγαπάει την τέχνη γενικά. αγαπάω τον κινηματογράφο, αγαπάω τη μουσική. Τι άλλο να πω για μένα; Δεν είμαι πολύ καλός στο να περιαυτολογώ. Αυτό μπορώ να το πω σίγουρα για μένα. Είμαι δύσκολος στο να δεχτώ κομπλιμέντα. Νομίζω ότι αυτά είναι τα βασικά που μπορώ να πω έτσι για να με χαρακτηρίσω με λίγες λέξεις. Στην πορεία θα πούμε και περισσότερες.
Θέλω να ξεκινήσω λίγο από τη γειτονιά σου. Όπως λες και στις «4 Γειτονιές» «που είναι όλα τα στενά και τα σοκάκια δικά σου», αν θυμάμαι καλά.
Ναι, ναι, ναι.
Πες μας λίγα λόγια περισσότερα για το Γαλάτσι.
Ναι. Καταρχάς, να κάνω την διευκρίνιση ότι Γαλάτσι και Άνω Πατήσια είναι γειτονικές περιοχές. Τις έχω ζήσει και τις 2 εξίσου ως 1 για την ακρίβεια. Το σπίτι που βρισκόμαστε τώρα, η οικία μου, είναι και το μέρος που είναι το σπίτι του παππού και της γιαγιάς μου. Στην ουσία, εδώ μεγάλωσε και η μάνα μου. Οπότε, όντας για πολλά χρόνια, εδώ, κάτοικος των Άνω Πατησίων, για πολλά χρόνια στην πορεία ζήσαμε στο Γαλάτσι. Δίπλα δηλαδή. Οπότε, όλο 1 περιοχή το έχω στο μυαλό μου. Δεν το διαφοροποιώ. Τι να πω για τη γειτονιά; Μία λέξη που προεξάρχει στο μυαλό μου είναι η Γκράβα. Εκεί πήγα σχολείο μέχρι και την Α' λυκείου. Ο στίβος που αναφέρω και στο κομμάτι και έχω παλέψει πάρα πολλές φορές με τα καρδιοχτύπια, με τα χιλιόμετρα, με τέτοιου είδους πράγματα, το άλσος Βεΐκου ένα απ' τα απάγκια που μπορείς να έχεις μία επαφή με τη φύση, την οποία αγαπώ πολύ, αλλά ως κάτοικος Αθηνών και των Άνω Πατησίων δεν έχω την πολυτέλεια να την χαίρομαι συχνά. Νομίζω είναι μία μέση γειτονιά που την καθορίζουν περισσότερο οι άνθρωποι που γνωρίζεις παρά τα ντουβάρια ή τα μέρη της. Ωραίες αναμνήσεις. Την ξέρω σχετικά απέξω. Τι να πω; Δεν ξέρω. Δεν προσδιορίζω πολύ τον εαυτό μου ως χιπχοπά και αυτό το λέω γιατί φαινομενικά άσχετο, αλλά δεν έχω αυτό το «της γειτονιάς» του ράπερ, να μιλήσω τόσο πολύ για τη γειτονιά, δηλαδή δεν τη θεωρώ μία από τις παιδαγωγούς μου τη γειτονιά. Τυχαίνει απλά να είναι το πλαίσιο το οποίο βρέθηκα και μεγάλωσα. Οπότε, δεν έχω να πω και πάρα πολλά λόγια για τη γειτονιά-γειτονιά. Είναι πάντως… ναι. Είναι το πλαίσιο το φόντο που πέφτουν τα ζάρια.
Ανέφερες ότι είναι το σπίτι του παππού και της γιαγιάς σου εδώ πέρα. Ποια ήταν η σχέση, γενικότερα, μαζί τους;
Μία υπέροχη σχέση. Νομίζω αρκετά πιο κοντινή από τη συνηθισμένη που έχουν οι παππούδες με τα εγγόνια, δηλαδή και από άποψη χρόνου πέρναγα πάρα πολύ χρόνο εδώ. Ερχόμουνα μετά το σχολείο. Καθόμουνα μέχρι το απόγευμα γιατί οι δικοί μου δουλεύανε. Έχουμε περάσει πάρα πολύ χρόνο μαζί δηλαδή, αλλά και πέρα από αυτό, ο παππούς μου ο οποίος είναι και ένας… ήταν ένας -δεν ζει, πλέον, εδώ και πάρα πολλά χρόνια- κατά τη γνώμη μου μεγάλος ποιητής. Είναι ένας από τους σημαντικότερους και σίγουρα ο πρώτος μου παιδαγωγός, δηλαδή είναι ένας από τους ανθρώπους που ακόνισαν το πνεύμα μου πάρα πολύ. Αγάπησα πολύ την τέχνη χάρη σ' εκείνον. Μεγάλωσα πνευματικά κάτω από την επίβλεψη του. Ένα απ’ τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα. Νομίζω ότι αυτό δεν θα αλλάξει μέχρι να φύγουμε από αυτή τη ζωή ρε παιδί μου. Και η γιαγιά μία αξιαγάπητη φιγούρα. Η γλυκιά γιαγιά που μαγείρευε. Μαγείρευε εξαιρετικά. Φροντιστικοί άνθρωποι. Ξεριζωμένοι άνθρωποι. Απ' την Κωνσταντινούπολη είχαν έρθει. Κατεστραμμένοι άνθρωποι από τη μετάβαση, δηλαδή μια οικογένεια εύπορη, όσο βρισκόταν στην άλλη πλευρά της θάλασσας. Βιοπαλαιστές όταν ήρθαν εδώ. Ξαναξεκίνησαν από το 0. Δεν θα τους έλεγα καν η δεύτερη μου οικογένεια. Θα τους έλεγα η πρώτη. Ήταν πιο πολύ μάνα και πατέρας παρά παππούς και γιαγιά.
Μιας και ανέφερες το φαγητό της γιαγιάς, τι σου άρεσε πολύ από αυτά που έφτιαχνε;
Κοίτα. Κατείχε τις πολίτικες συνταγές, δηλαδή μαγείρευε και η γιαγιά και ο παππούς. Και ο παππούς ήταν έτσι μερακλής. Φτιάχναν μεζεδάκια. Τουρκικές συνταγές. Μου άρεσε πολύ θυμάμαι το [Δ.Α.], λιωμένο κίτρινο τυρί. Δεν ξέρω αν το προφέρω σωστά. Όπως τα θυμάμαι τέλοσπαντων, γιατί πάνε και πολλά χρόνια. Λιωμένο κίτρινο τυρί με λαδάκι. Βούτηγμα το ψωμάκι και τα λοιπά. Σουτζούκια, παστουρμάδες από το Μιράν στο κέντρο, λακέρδες, ωραία μπαχάρια. Όλα τα καλά.
Για τον παππού μια ερώτηση. Είπες ότι ήταν αυτός που ακόνισε το πνεύμα σου περισσότερο. Αλήθεια, στο χρόνο που περάσατε μαζί τι κάνατε ακριβώς;
Κάναμε πολλά. Ο παππούς μου ήταν ένα άτομο το οποίο διαπίστωσα, μεγαλώνοντας, ότι με είδε στο λευκό καμβά, όταν γεννήθηκα. Από πολύ-πολύ νωρίς, με έβαλε στη διαδικασία της δημιουργίας, δηλαδή υπάρχουν κάπου σχέδια μου και όταν λέω σχέδια εννοώ ακόμα και γραμμές και μουντζούρες, κυριολεκτικά, από τότε που άρχισαν τα δάχτυλά μου να μπορούν να κρατήσουν μολύβι. Μ' έβαλε πολύ στη διαδικασία της ζωγραφικής. Μουτζούρωνα. Κράταγε την κάθε μουτζούρα που έχω κάνει. Έχει φτιάξει και υπάρχει ακόμα ένα τεράστιο αρχείο με όλα τα πράγματα που έχω φτιάξει. Συζήταγε πάρα πολύ μαζί μου. Ήταν ένας άνθρωπος και αυτός που διάβαζε πολύ. Είχε μία αγάπη κι αυτός με την αρχαία Ελλάδα και την αρχαία ελληνική γραμματεία. Είχε που παντού μικρά quotes φτιαγμένα σε όλο το σπίτι, δηλαδή στις βιβλιοθήκες που υπήρχαν παλιά εδώ είχε ξυλαράκια, τα οποία είχε κόψει ο ίδιος, έγραφε με μαρκαδόρο διάφορα αποσπάσματα από Αριστοτέλη, Σωκράτη, Πλάτωνα και πάει λέγοντας. Με έβαζε να διαβάζω συνεντεύξεις, εφημερίδες, να κρατάω αποσπάσματα που μ' αρέσουνε. Συζήταγε μαζί μου φιλοσοφικές έννοιες και ας ήμουν πάρα πολύ μικρός. Με έγραψε σ’ ένα ωδείο που υπήρχε εδώ απέναντι που τώρα είναι συνεργείο αυτοκινήτων. Αυτό που είδες έτσι όπως ερχόσουνα. Και είχα την πρώτη μου επαφή με τη μουσική, με το πιάνο συγκεκριμένα. Γι’ αυτό και μπήκε στην «Αλεξάνδρεια» τόσο πολύ το πιάνο, γιατί είναι οι ρίζες μου στη μουσική. Συζητήσεις επί συζητήσεων. Αξιοποιούσε πολύ τη σωκρατική μέθοδο, δηλαδή δεν ήταν δάσκαλος. Ήταν παιδαγωγός. Σου δειχνε το δρόμο. Είχα την αίσθηση από πάρα πολύ μικρός, από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, ότι είχα ένα συνομιλητή ο οποίος μάθαινε από μένα. Με ρώταγε. Ενδιαφερόταν γι’ αυτά που απαντάω. Δεν προσπαθούσε να μου επιβάλει την άποψή του. Επομένως, ναι. Με καλλιέργησε πολύ. Με καλλιέργησε πολύ. Ήταν τεράστιος φάρος.
Θέλω να σε ρωτήσω. Από αυτά τα quotes που λες ότι είχε βάλει ο παππούς σε όλο το σπίτι, ποιο ήταν αυτό που σου έχει μείνει περισσότερο;
Πολλά. Πολλά. Το πρώτο που μου ρθε στο μυαλό είναι το ότι «Όταν σηκώνεσαι με θυμό, κάθεσαι κάτω με μετάνοια». Είχε άλλο 1 που έλεγε: «Καλύτερα να σβήνει κάνεις την ύβρη παρά την πυρκαγιά». Διάφορα τέτοια ρητά, αλλά αυτά τα 2 νομίζω ήτανε και αυτά τα οποία έβλεπα και πιο πολύ. Οπότε, είναι αυτά που έχουν εντυπωθεί περισσότερο. Υπάρχουν ακόμα αυτά. Είναι στο πατρικό μου σπίτι. Με το γραφικό του χαρακτήρα. Είναι ακόμα. Δεν πετάχτηκαν, δηλαδή, με το θάνατο του. Τα έχουμε ακόμα.
Η μνήμη για σένα, όπως λες για τον παππού τώρα, πώς λειτουργεί ακριβώς;
Θα προσπαθήσω να απαντήσω υποκειμενικά και όχι ως επιστήμονας. Πώς λειτουργεί; Δεν ξέρω πως να την απαντήσω την ερώτηση. Νομίζω ότι είναι τα ψίχουλα του Κοντορεβιθούλη κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή υπάρχουν σημεία αναφοράς τα οποία δημιουργούν διάφορες διακλαδώσεις στην αφήγηση, δηλαδή οτιδήποτε και να πιάσουμε απ' αυτά που σου λέω τώρα μπορούν να βγάλουν άλλες 20-30-50 ιστορίες, οι οποίες είναι θαμμένες στη μακροπρόθεσμη μνήμη, ας πούμε, στις αποθήκες της. Πιο πολύ νομίζω ότι είναι τομές στο χρόνο, οι οποίες, ακόμα και αν δεν το γνωρίζω, με σπρώξανε προς διάφορες κατευθύνσεις, περνώντας ο καιρός, δηλαδή και αυτό που [00:10:00]συζητούσαμε μόλις ήταν, σίγουρα, μία καθοριστική ώθηση στην τροχιά που πήρε η ζωή μου. Και είναι μία από τις πολλές.
Θα προσπαθήσουμε να βρούμε κι άλλες τέτοιες τομές μαζί στην πορεία.
Όσες θέλεις.
Θέλω να σε ρωτήσω πως γεννήθηκε ο Ραψωδός Φιλόλογος;
Νομίζω δεν είμαστε πολύ μακριά από αυτό που ξεκινήσαμε να συζητάμε. Ο παππούς μου, με το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτας, έγραφε ποιήματα, δηλαδή μία από τις εικόνες που έχω, πεντακάθαρα, απ' αυτόν είναι να κάθεται πρακτικά εδώ που κάθομαι εδώ τώρα, στην ουσία με ένα μικρό γραφειάκι μπροστά του και να έχει το τεφτέρι του, το σημειωματάριο του, αργότερα τη γραφομηχανή του και να γράφει μονίμως στίχους. Σίγουρα, αυτό με επηρέασε, δηλαδή από πολύ μικρός, προτού καν ακούσω hip hop και έμμετρο λόγο με αυτό τον τρόπο, είχα πειραματιστεί και εγώ με στίχους, δηλαδή είχα γράψει πράγματα και από τα 7 μου, τα 8 μου. Συνήθως, δεν τα προσμετρώ ως τη γενεσιουργό αιτία του να ασχοληθώ με τη γραφή, αλλά, σίγουρα, από κει ξεκινάει, δηλαδή ήμουνα σε ένα περιβάλλον που ήταν εύφορο έδαφος για να γράψω. Οπότε, νομίζω ότι η πρώτη ουσιαστική επαφή έρχεται μέσω του μιμητισμού στην πραγματικότητα, αλλά και μέσω της έκθεσης στο συγκεκριμένο ερέθισμα, παρόλο που ο παππούς μου δεν έγραφε ποτέ με ομοιοκαταληξία. Ήταν πιο πολύ της ελεύθερης γράφής. Από κει και πέρα, η επίσημη αρχή γίνεται το 1996. Ήμουν ΣΤ’ Δημοτικού. Είχαμε ακούσει πρώτη φορά με τους φίλους μου Ημισκούμπρια. Μας έχει ενθουσιάσει αυτό το art form πάρα πολύ. Ήταν πολύ καινούργιο τότε και για την Ελληνική κοινωνία, αλλά και για τα δικά μας αυτιά προφανώς. Και πάλι μέσω του μιμητισμού θελήσαμε να κάνουμε κάτι αντίστοιχο. Οπότε, και αυτή η κωμική μορφή που ακολουθούσαν τα Ημισκούμπρια, για τα παιδικά αυτιά ακουγόταν κάτι πάρα πολύ αστείο και πάρα πολύ προσβάσιμο για τότε, παρόλο που δεν ήτανε. Τα Ημισκούμπρια έχουν δύσκολο στίχο. Και ξεκινήσαμε να το μιμούμαστε. Οπότε, εκεί που γεννιέται, πραγματικά, ο Ραψωδός Φιλόλογος, έτσι, με ένα λίγο πιο συστηματικό τρόπο είναι τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Είχα πάθει σκωληκοειδίτιδα και μπει για εγχείρηση… σε ποιο νοσοκομείο ήτανε; Στο «Αγία Σοφία». Και επιστρέφοντας στο σχολείο έπρεπε να μείνω 10 μέρες κλεισμένος μέσα. Εννοώ να μην βγαίνω στα διαλείμματα έξω, για να μην χτυπήσω, γιατί ήμουνα σε μετεγχειρητικό στάδιο και εκεί οι 2 φίλοι μου που φτιάξαμε το συγκρότημα «Διαρρήκτες» έμεναν μαζί μου μέσα στα διαλείμματα και εκεί φτιάξαμε το πρώτο μας συγκρότημα, ας πούμε και καθόμασταν μέσα και γράφαμε στιχάκια. Αυτή είναι η πρώτη στάση στη διαδρομή. Η δεύτερη, που κάπως το μετουσιώνει, είναι λίγα χρόνια αργότερα, όταν άκουσα για πρώτη φορά Terror-X-Crew. Συγκεκριμένα το «Η πόλις εάλω» και εκεί εντάξει. Άλλαξε όλος μου ο κόσμος, δηλαδή είναι από τα μεγάλα σοκ της ζωής μου το συγκεκριμένο. Δεν νομίζω ότι θα το ξεπεράσουν εύκολα πράγματα, ρε παιδί μου, στην πορεία μου και μέχρι τώρα λίγα είναι αυτά που το έχουνε φτάσει. Όταν άκουσα Terror-X-Crew, εντάξει, θαύμασα την τέχνη του λόγου όσο ποτέ άλλοτε και εκεί, εντάξει, ήταν το κλασικό που παθαίνεις, συνήθως, κάθε νέος που εμπνέεται. Είπα ότι «Αυτό θέλω να το κάνω και εγώ» και εκεί, παρόλο που δεν υπάρχει το ψευδώνυμο Ραψωδός Φιλόλογος ακόμα, εκεί ξεκινάει μία πιο σοβαρή ενασχόληση, ας πούμε, με το στίχο, προσπαθώντας να κάνω κι εγώ κάτι αντίστοιχο. Οπότε νομίζω εκεί είναι η γενέτειρα. Σε αυτές τις 2 στιγμές.
Μιας και ανέφερες το σχολείο, αλήθεια, πώς τα πήγαινες;
Κοίτα. Μέχρι και το τέλος του Δημοτικού ήμουνα ο κλασικός καλός μαθητής. Τα είχα όλα «Α». Περνώντας στο Γυμνάσιο, έγινα ο μέτριος μαθητής, δηλαδή ήμουν ένας μαθητής που κυμαινότανε στο 14 με 15. Είχα πάντα μεγάλη κλίση στη Λογοτεχνία, στην Έκθεση, στα Κείμενα, γιατί πάντα μου έκαναν ένα resonate ρε παιδί μου. Συγνώμη, θα υπάρξω αρκετές φορές bilingual-δίγλωσσος στη συνέντευξη μας, γιατί χρησιμοποιώ αρκετά την αγγλική και στη δουλειά μου και στις αναγνώσεις μου και τα λοιπά. Ήμουνα καλός σ’ αυτά που αγαπούσα. Στα υπόλοιπα, απλά, τα έκανα και όχι και πάρα πολύ αποτελεσματικά, δηλαδή η πορεία μου, από κει που σοβαρεύει η μαθητική ζωή, ήταν πάντα αυτή του μέτριου μαθητή. Δεν έμεινα ποτέ στην ίδια τάξη. Δεν κόπηκα ποτέ σε κανένα μάθημα και ας πούμε διέπρεπα, όπως μπορεί να οριστεί αυτό, στα πράγματα που μου κάνανε κλικ εγκεφαλικά, που είχαν πάντα, με κάποιο τρόπο, να κάνουνε με το λόγο. Αυτό.
Μετά, γυμνάσιο-λύκειο αυτό συνέχισε με τον ίδιο τρόπο;
Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο αναφέρομαι, δηλαδή γυμνασιακά και ηλικιακά χρόνια ήταν εκεί που ήμουν μέτριος μαθητής και μόνο στα του λόγου ήμουνα πιο καλός. Ξεχώριζα, δηλαδή τις εκθέσεις μου τις διαβάζαμε στην τάξη. Να το θέσω έτσι. Και τα σχόλια μου στα κείμενα, νομίζω, βλέποντας το έτσι με τη ματιά του τώρα, είχανε μία διεισδυτικότητα.
Μου ανέφερες πριν ότι η πρώτη σχολή ήταν η Φιλολογία. Πες μας λίγα λόγια γι’ αυτό.
Κοίτα. Λίγο πριν την ενηλικίωση, δηλαδή εκεί λίγο πριν τα 18, που ήταν η περίοδος της ζωή μου που έδωσα πανελλήνιες, δεν ήξερα και πάρα πολύ τι ήθελα να κάνω. Νομίζω λίγα παιδιά ξέρουνε. Όντως ξέρουνε. Και δεν νομίζουν ότι ξέρουν τι θέλουν να κάνουν. Παραδόξως, χωρίς να σημαίνει ότι ήξερα το γιατί και τότε ψυχολόγος ήθελα να γίνω, δηλαδή ο πρώτος μου στόχος στις πανελλήνιες ήταν να περάσω στην Ψυχολογία, πράγμα το οποίο δεν κατάφερα. Πέρασα, όμως, στην Φιλολογία, στη Φιλοσοφική Σχολή των Ιωαννίνων και δεν με χάλασε. Δεν με χάλασε, γιατί αυτό που περίμενα εγώ τότε ακούγοντας Φιλοσοφική Σχολή ήταν ότι «Ωραία. Θα εντρυφήσουμε στη φιλοσοφία. Θα μπούμε πιο βαθιά σε λογοτεχνικά κείμενα. Θα μάθω πιο πολλά για τους ποιητές, για τους λογοτέχνες, για τον Όμηρο, για τους φιλοσόφους. Περίμενα, δηλαδή, μία πιο ουσιαστική επαφή με το αντικείμενο της φιλοσοφίας, εφόσον λεγόταν Φιλοσοφική Σχολή. Κάτι το οποίο, δυστυχώς, στην πορεία διαψεύστηκε, δηλαδή όταν πέρασα, όντως, πλην ορισμένων μαθημάτων, στα μάτια μου ήταν σαν ένα δεύτερο Λύκειο. Ξανά άγνωστο, ξανά ρήματα ξανά κλίσεις, ξανά συντακτικά, πράγματα τα οποία προφανώς και έχουν την αξία τους, αλλά εμένα δεν με ενδιέφεραν. Δεν ήταν το βάθος που έψαχνα, με αποτέλεσμα, σταδιακά, να χάσω το ενδιαφέρον μου, παρόλο που αγωνίστηκα κι εκεί, καλλιεργήθηκα και εκεί και πήρα πάρα πολλά πράγματα για τη μετέπειτα πορεία μου, δηλαδή δεν το θεωρώ σε καμία περίπτωση χαμένο χρόνο της ζωής μου τα χρόνια που έμεινα στη σχολή, αλλά, εν τέλει, δεν την τελείωσα ποτέ και δεν την τελείωσα ποτέ γιατί έχω αυτό το ελάττωμα. Αν κάτι δεν μου κινεί πραγματικά το ενδιαφέρον, καταλήγω να μην ασχολούμαι στο τέλος. Θα είναι διάττοντας αστέρας στην ιστορία μου.
Η ζωή στα Ιωάννινα πώς ήταν αλήθεια;
Δεν είχα ιδιαίτερα φοιτητική ζωή. Είχα πάντα μία εσωστρέφεια. Γνώρισα ανθρώπους εννοείται και κάποιους αρκετά αξιόλογους, με τους οποίους έχω επαφές μέχρι και σήμερα, με έναν εξαιρετικό φιλόλογο που ζούσε και ζει ακόμα στην Κέρκυρα και είναι πάρα πολύ καλός σ’ αυτό που κάνει. Έχουμε ακόμα επαφές και τον θεωρώ από τους πνευματικά κοντινούς μου ανθρώπους. Από κει και πέρα, ήταν τα χρόνια τα οποία, φεύγοντας και από το σπίτι, πλέον, το πατρικό μου και έχοντας το ελεύθερο να λειτουργήσω όπως θέλω ως αυτόνομος άνθρωπος, με το ό,τι σημαίνει αυτονομία, τέλοσπαντων, στα 18, στράφηκα πάρα πολύ στα καλλιτεχνικά μου ενδιαφέροντα. Είδα πάρα πολύ κινηματογράφο, που ούτως ή άλλως έβλεπα πάρα πολύ. Όχι με την έννοια του ανθρώπου που λιώνει και βλέπει όλη την ώρα σειρές. Άρχισα να παρακολουθώ κινηματογράφο με πραγματικό ενδιαφέρον. Αγόρασα το πρώτο μου μικρόφωνο. Έφτιαξα ένα μικρό στουντιάκι στο σπίτι και εκεί είναι η περίοδος της μεγάλης ανάπτυξης καλλιτεχνικά, δηλαδή εκεί βρήκα, πραγματικά, τον χρόνο να αφοσιωθώ στην τέχνη του μικροφώνου και να την ακονίσω. Οπότε, χαρακτηρίζεται και από μοναχικότητα αυτή η περίοδος της ζωής. Όχι μοναξιά. Μοναχικότητα και πολλή δουλειά πάνω στο αντικείμενό μου. Έσκυψα πάνω απ' τις λέξεις. Εκεί αναπτύχθηκα πολύ. Έτσι νομίζω θα την περιέγραφα αυτή την περίοδο. Αυτά είναι τα πράγματα που τη χαρακτηρίζουν περισσότερο.
Την αγάπη αυτή για τις λέξεις που λες, νομίζω, ότι τη βλέπουμε γενικότερα στους στίχους σου. Εγώ τελευταία την παρατήρησαν πάρα πολύ στην «Αλεξάνδρεια», κατά τη δικιά μου γνώμη. Πες μας λίγα λόγια παραπάνω για τη σχέση σου με το στίχο και γενικότερα την αγάπη σου για τις λέξεις.
Είναι το ψώνιο μου, δηλαδή ένα απ' τα πράγματα που με κάνουν να νιώθω όμορφα για τον εαυτό μου είναι το να μιλάω όμορφα. Δεν είμαι, προφανώς, ένας απόλυτα άρτιος χρήστης του λόγου και όσο μιλάμε σίγουρα θα κάνω λάθη και συντακτικά και γραμματικά. Έχω ένα κολημματάκι με την προστακτική. Πολλές φορές, τη βάζω σε λάθος χρόνο, αλλά αγαπώ τον καλό λόγο, δηλαδή αυτό που ένιωθα πάντα είναι ότι περισσότερες λέξεις σημαίνουν περισσότερες σκέψεις. Γνωρίζεις περισσότερες [00:20:00]έννοιες και αυτό ανοίγει τα μονοπάτια της σκέψης σου με έναν αχαλίνωτο τρόπο. Επομένως, τις αγαπώ. Μου αρέσει να εκφράζομαι σωστά. Μου αρέσει να ανακαλύπτω νέες λέξεις και νέους τρόπους να κάνω ομοιοκαταληξίες μ’ αυτές. Δεν είμαι με ένα λεξικό στο χέρι. Έχω πλούσιο λεξιλόγιο. Μιλάγανε και οι γύρω μου και ο παππούς μου και η μητέρα μου Συγκεκριμένα ήταν άνθρωποι που αγαπούσαν… είναι – η μάνα μου ακόμα ζει - άνθρωποι που αγαπάνε ακόμα τις λέξεις πολύ. Είχα τα σωστά ερεθίσματα και πάντα, ακόμα και τώρα, διαβάζοντας ένα βιβλίο, διαβάζοντας ένα κείμενο, κάποια λέξη που μπορεί να μου κάνει εντύπωση θα την απομνημονεύσω, δηλαδή θα μου χρησιμεύσει στο μέλλον. Χτίζω ένα οπλοστάσιο. Μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι από τα πράγματα… ας πούμε… πώς άλλος θα δείξει το ωραίο του σώμα και θα νιώσει καλά που κυκλοφορεί με ένα γραμμωμένο, γυμνασμένο σώμα; Εγώ, αντίστοιχα, το έχω αυτό με το λεξιλόγιο. Είναι από τα πράγματα που ψωνίζομαι μ’ αυτά.
Έχεις δοκιμάσει καθόλου και τη γλωσσοπλασία; Να φτιάξεις δικό σου λεξιλόγιο.
Όχι. Η γλωσσοπλασία δε μου αρέσει. Δε μου αρέσει ούτε να την ακούω ούτε να τη χρησιμοποιώ. Τώρα. Μπορεί στην πορεία της ζωής μου να αλλάξει αυτό. Όχι. Κατά κύριο λόγο, μ' αρέσει να τις ανακαλύπτω και να τις χρησιμοποιώ σωστά. Δεν μου αρέσει η αυθαιρεσία στο λεξιλόγιο.
Η αγαπημένη σου λέξη, με οποιαδήποτε έννοια: ηχητικά, σαν νόημα… ποια είναι;
Η ενδελέχεια. Μου αρέσει πάρα πολύ η ενδελέχεια. Και ακουστικά, όταν την είχα ακούσει, λόγω του συγκροτήματος των «Ενδελέχεια» μου είχε φανεί πάρα πολύ ευάκουστη. Στην πορεία, όταν ήρθα σε επαφή και με τη φιλοσοφική της έννοια, όπως την όρισε ο Αριστοτέλης, δηλαδή το αντικείμενο που πραγματώνεται, βρίσκει, γίνεται αυτό που έπρεπε να γίνει, αυτό που μπορούσε να γίνει, με ενθουσίασε σαν έννοια και νομίζω, αφού το απάντησα τόσο αυθόρμητα, γιατί με έπιασε απροετοίμαστο, νομίζω ότι είναι και ακριβές. Η ενδελέχεια, νομίζω, είναι η αγαπημένη μου λέξη. Ναι.
Μ’ αρέσει να σε πιάνω απροετοίμαστο.
Να το επαναλάβουμε.
Μιας και ανέφερες το πατρικό και τους γονείς σου, ποια ήταν η σχέση σου, γενικότερα, με την οικογένειά σου;
Κοίτα. Η σχέση με την οικογένεια, παρόλο που είναι κάτι που έχει πάρα πολύ ψωμί, λόγω του επαγγέλματος που κάνω, ως ψυχολόγος που δυστυχώς και ευτυχώς, ταυτόχρονα, απαιτεί έναν μεγαλύτερο βαθμό ιδιωτικότητας, είναι από τα πεδία που, παρόλο που έχω να πω πολλά ενδιαφέροντα πράγματα, δεν θα ήθελα να πολυεντρυφήσω και το λέω με λύπη μου. Δεν είναι αυτή μία άμυνα ότι δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτό, όσο μία απαίτηση περισσότερο του κάποια πάρα πολύ προσωπικά πράγματα να μην τα βγάλω στην επιφάνεια. Είναι η φύση της δουλειάς μου τέτοια και δυστυχώς, επειδή είναι το ψωμί μου πρέπει να τον προστατεύσω. Θα πω, όμως, ότι με το χρόνο, επειδή και οι 2 γονείς μου είναι εν ζωή, με το χρόνο καλλιεργήθηκε και διατηρείται μία αρμονία, η οποία είναι ευχής έργο το να υπάρχει.
Μιας που αναφέραμε την ποίηση αρκετά, νωρίτερα και με τον παππού σου, ο αγαπημένος σου ποιητής ή ποιήτρια, είτε Έλληνας είτε ξένος, ποιος θα έλεγες ότι είναι;
Αυτή την περίοδο της ζωής μου, όπως μαρτυρά και η «Αλεξάνδρεια», είναι ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Βέβαια, ανέκαθεν είναι ο αγαπημένος μου. Απλά, αφήνω ανοιχτό και το ενδεχόμενο, κάποια στιγμή, κάτι άλλο να μ' ενθουσιάσει περισσότερο ή να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον περισσότερο, αλλά ναι. Είναι ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Θεωρώ ότι είχε μία απίστευτα χαρισματική πένα και μία πολύ βαθιά και ουσιαστική γραφή. Πιάνει τον πυρήνα της ύπαρξης στο γραπτό του και τον αγαπώ πολύ.
Το αγαπημένο σου ποίημα του Καβάφη;
Πάλι, αυτή την περίοδο της ζωής είναι το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» και εντάξει και φυσικά η κλασικότατη «Ιθάκη». Δεν μπορείς να τη βγάλεις εκτός κουβέντας. Μάχονται μεταξύ τους αυτά τα 2, αλλά το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» νομίζω ότι έχει μία διαχρονικότητα που ταιριάζει πιο πολύ στο τώρα μου. Περιμένω κι εγώ τους βαρβάρους μου.
Κάτι που έχω παρατηρήσει εγώ και θέλω να μου πεις και εσύ την άποψή για τους στίχους σου γενικότερα είναι ότι κάποιες φορές, όντως, μου φαίνεται σαν ποίηση και κάποιες φορές μου φαίνεται σαν αφήγηση; Σαν ιστορία; Δεν ξέρω πώς να το πω. Εσύ που γέρνεις περισσότερο θα έλεγες; Προς την ποίηση ή προς τον αφηγηματικότητα.
Κοίτα. Πέρασα πάρα πολλά χρόνια που αρνούμουνα πεισματικά οποιαδήποτε λέξη με τιμούσε. Όπως είπα στην αρχή, ας πούμε, δυσκολευόμουν να δεχτώ κομπλιμέντο. Οπότε, αν μου ‘λεγε κάποιος, στην αρχή, «Είσαι καλλιτέχνης», θα έλεγα: «Δεν είμαι». Αν κάποιος μου ‘λεγε «Ποιητής», θα έλεγα: «Δεν είμαι». Νομίζω πως έχω αρχίσει να αγκαλιάζω, δειλά-δειλά, λίγο περισσότερο τη λέξη ποιητής, γιατί, όταν δημιουργώ, παλεύω, δηλαδή δεν είναι κάτι που κάθομαι να το κάνω για να χαλαρώσω. Γι’ αυτό και πάρα πολύ συχνά το αποστρέφομαι και το αποφεύγω και νομίζω ότι αυτά, ίσως, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του ποιητή, η πάλη με τις λέξεις. Οπότε, νομίζω πως κάνω ένα σύγχρονο είδος ποίησης. Τουλάχιστον, αυτή είναι η ταμπέλα που του βάζω και την εναποθέτω στην κρίση του καθενός, προφανώς, δηλαδή δεν διεκδικώ κάποιο τίτλο ή κάποια δάφνη. Τώρα, πλέον, με τα χρόνια και με πολύ κόπο κατάφερα να με αφήσω να το δεχτώ. Νομίζω ότι αυτή είναι η φύση μου. Νομίζω ότι έχω τη φύση του ποιητή.
Αυτή την ποίηση πώς κι αποφάσισες να την εκφράσεις μέσω του hip-hop ρεύματος ή μέσω της ζωής σου;
Από τύχη. Ήταν τυχαίο, δηλαδή νομίζω ότι καλλιτεχνικά κάπως θα κατέληγα στο λόγο, όπως και να είχε. Σαν νέος, όμως, έφηβος που ήρθα σε επαφή με το ρεύμα της εποχής μου, με πήρε από τα αυτιά, δηλαδή ακόμα και σήμερα τους Terror-X-Crew και τον Αρτέμη και τον Ευθύμη τους θεωρώ κι αυτούς μεγάλους ποιητές. Προφανώς, πληρούνταν και τα κριτήρια στη μουσική τους που χρειαζόταν ένας έφηβος να ακούσει για να επαναστατήσει, που έβραζε το αίμα του, που του έφταιγαν πράγματα, του έφταιγε ο κόσμος. Επομένως, νομίζω η τυχαιότητα ήταν αυτή που έπαιξε ρόλο. Αν δεν είχα ακούσει αυτή την κασέτα των Terror-X-Crew ένα απόγευμα του '96 στην κατασκήνωση, δεν ξέρω ποια θα ήταν η πορεία, αλλά επειδή είχα την τύχη η πρώτη μου επαφή να είμαι με τους Terror-X-Crew, που ακόμα και σήμερα τους θεωρώ τους κορυφαίους που έπιασαν ποτέ μικρόφωνο, το ζήλεψα. Θέλησα να το μιμηθώ και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Θα μπορούσε όμως να 'ναι και οτιδήποτε άλλο και πιθανόν θα αποκτήσουν και άλλες μορφές, δηλαδή θέλω κάποια στιγμή να γράψω ένα βιβλίο, πεζό λόγο, θέλω κάποια στιγμή να γράψω ποίηση. Γενικά, οτιδήποτε έχει να κάνει με τις λέξεις, μου κεντρίζει το ενδιαφέρον και περιμένω τη σωστή στιγμή να γίνει.
Άλλες επιρροές, εκτός από τη hip hop μουσική, ποιες θα έλεγες ότι έχεις;
Κοίτα. Ακούω πάρα πολύ μουσική, αλλά οτιδήποτε και να βάλω δίπλα στο hip hop νομίζω ότι δεν θα είναι δίκαιο. Αυτό με έχει επηρεάσει περισσότερο. Αυτό, δηλαδή, κατά κόρον, μου έχει δώσει έμπνευση. Από κει και πέρα, πολλά πράγματα έχω ακούσει προφανώς. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να αρχίσω να κάνω κάποια λίστα αυτή τη στιγμή, αλλά την κορώνα την φοράει αυτή η μουσική. Εκεί είναι οι βασικές μου επιρροές.
Μιας και μας ανέφερε στην το επάγγελμά σου ως ψυχολόγος, η ψυχολογία, σαν επιστήμη, θα έλεγες ότι σε έχει βοηθήσει στον τρόπο να βλέπεις τα πράγματα και να γράφεις τους στίχους σου;
Τα τελευταία χρόνια, σίγουρα, ναι, γιατί η ψυχολογία για μένα είναι το δεύτερο hip-hop, δηλαδή όσο αγάπησα το hip-hip κι έκανα μία μεγάλη βουτιά σε αυτό για πάρα πολλά χρόνια. Έτσι συνέβη και με την Ψυχολογία, δηλαδή, όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτή την επιστήμη, μπήκα μέσα της με όλο μου το «είναι». Επομένως, θέλοντας και μη έγινε μέρος της κοσμοθεωρίας μου. Έγινε ένας τρόπος αντίληψης για μένα. Δεν θα γινόταν να μην επηρεάσει τους στίχους μου και νομίζω ότι ειδικά στην «Αλεξάνδρεια» αυτό το πράγμα, με τον κεκαλυμμένο τρόπο του, τέλοσπαντων, πήρε τη θέση που του αρμόζει για τώρα και νομίζω ότι θα φανεί και στο μέλλον σ’ ό,τι άλλο γράψω.
Ήθελα να πάω αλλού, αλλά, μονίμως, για κάποιο λόγο, η κουβέντα με πηγαίνει στην Αλεξάνδρεια. Οπότε, θα σε ρωτήσω γι’ αυτό.
Ο.Κ.
Γενικότερα, οι στίχοι έχουν αρκετό συναίσθημα μέσα. Γενικότερα, οι στίχοι σου. Στην «Αλεξάνδρεια», συγκεκριμένα, λίγο περισσότερο. Πες μας λίγα λόγια για το πώς έφτασες να γράψεις αυτό το LP;
Αρχικά, θα συμφωνήσω ότι έχει πολύ συναίσθημα. Είναι, μακράν, ο πιο συναισθηματικός δίσκος που έχω γράψει κι αυτό γιατί [00:30:00]κατάφερα να σηκώσω την καταπακτή που συγκρατούσε το ποτάμι μ' έναν πιο συνειδητό τρόπο. Μπόρεσα να το κάνω κατά βούληση δηλαδή. Όχι ότι στους προηγούμενους δεν το ήθελα ή το απέφευγα. Απλά, τώρα, σ' αυτή τη χρονική περίοδο έμαθα πως να το κάνω, δηλαδή έμαθα ακόμα περισσότερο να αφήνομαι και να αφήσω το συναίσθημα να χυθεί στο χαρτί. Τώρα για το πώς… η «Αλεξάνδρεια» ακολούθησε μετά από μία μακρά περίοδο καλλιτεχνικής σιωπής. Περίμενα για πολλά χρόνια κάτι που να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον, ώστε να ασχοληθώ μαζί του και δεν εμφανιζότανε. Ούτε και την κυνηγούσα βέβαια. Αρκετά συνειδητά. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ως ψυχολόγος έχω επόπτη. Επόπτης είναι ένας πιο έμπειρος συνάδελφος ο οποίος σε καθοδηγεί σε κάποια πράγματα, σε κάποιες δυσκολίες, σου εμφυσεί ένα τρόπο σκέψης. Τελοσπάντων, ένας θαυμάσιος άνθρωπος που τον έχω πολύ ψηλά και σε μία εποπτεία μας, συζητώντας για μία θεραπευόμενη, μου είπε, αναφερόμενος σε εκείνη και σε αυτό που συζητάγαμε… μου είπε: «Μην ξεχνάς ότι αυτή η κοπέλα μπορεί να έφυγε από το μέρος που μεγάλωσε, αλλά το μέρος που μεγάλωσε δεν έφυγε από κείνη και όπως λέει και ο Καβάφης: «Η πόλις θα σε ακολουθεί» και εκείνη τη στιγμή είναι από τις σπάνιες στιγμές που γίνεται πραγματικά ένα μεγάλο κλικ στον εγκέφαλο, από τις στιγμές που ανάβει το λαμπάκι που λέμε και πήγε αλυσιδωτά η σκέψη μου. Τώρα, όλα αυτά έγιναν σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Η πόλις θα σε ακολουθεί. Καβάφης. Η πόλις είναι η Αλεξάνδρεια. Εμένα με λένε Αλέξανδρο. Τι συμβαίνει με τη δική μου πόλη; Και σ' αυτό το κλάσμα του δευτερολέπτου γεννήθηκε μία ιδέα. Είπα ότι εδώ είμαστε, δηλαδή εκεί ήταν ξεκάθαρα ότι τώρα ήρθε η ώρα να γράψεις. Εγινε πολύ αυθόρμητα, με πολύ χειμαρρώδη τρόπο και το έβαλα μπροστά. Αυτή τη στιγμή γεννήθηκε, δηλαδή είναι πολύ ξεκάθαρο το πότε και το πώς.
Στην πορεία, τα κομμάτια δυσκολεύτηκες να τα γράψεις ή ήταν κάτι που το έκανες με αυθορμητισμό και με ροή καλή; Ας το πω έτσι.
Ποτέ δεν γράφω εύκολα. Ποτέ δεν γράφω εύκολα. Τον πονάω, τον τιμάω και τον σέβομαι το στίχο και παλεύω μαζί του και στην «Αλεξάνδρεια» πάλεψα πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. Οι ιδέες ήταν εκεί με ένα αυθόρμητο τρόπο, αλλά η πραγμάτωση τους ήθελε κόπο και ιδρώτα. Και ειδικά απ' τη στιγμή που είχα θέσει ένα πολύ συγκεκριμένο πήχη να πετύχω έναν πιο ποιητικό λόγο που να μην είναι, όμως, επιτηδευμένος και να μην ξεφεύγει από τη ρίζες του, δηλαδή να συνδυάζει το παλιό με το νέο, αυτό που ήμουνα με αυτό που είμαι τώρα. Οπότε, μάλλον, ναι. Ήτανε ο πιο δύσκολος δίσκος που έχω γράψει ποτέ.
Αναφερθήκαμε νωρίτερα στον κινηματογράφο, τον οποίο είπες ότι αγαπάς πολύ. Τι αγαπάς στον κινηματογράφο ακριβώς;
Είναι, για μένα, η σύζευξη πολλών τεχνών μαζί. Η εικόνα, ο ήχος, η ερμηνεία, η Ποιητική του Αριστοτέλη από πίσω να υποβόσκει στα πάντα. Τι αγαπάω στον κινηματογράφο; Είναι από τα πράγματα που δυσκολεύομαι να τα βάλω σε λέξεις, γιατί είναι πιο πολύ εμπειρικά, δηλαδή δεν κάθομαι να το διυλίσω ακαδημαϊκά ρε παιδί μου, να σου πω τι και πως, παρόλο που, τελευταία, λόγω κάποιων μαθημάτων που κάνω στον κινηματογράφο, έχω εντρυφήσει λίγο περισσότερο. Με συγκινεί ο κύκλος του ήρωα, η διαδρομή του ήρωα. Με συγκινεί η έννοια της κάθαρσης, το πως μπορείς να μπεις σ’ ένα έργο και να βγεις κάποιος άλλος. Με συγκινούν οι καλές ιστορίες. Κι ακριβώς επειδή ο κινηματογράφος, για μένα, είναι μία ενισχυμένη πραγματικότητα είναι ένας τρόπος… είναι σαν ένα ναρκωτικό, κατά κάποιο τρόπο, που σου οξύνει τις αισθήσεις, σου οξύνει το συναίσθημά, σου οξύνει την αντίληψη εκείνη τη στιγμή. Μ’ αρέσει το βίωμα και η διαδρομή μιας ιστορίας με αρχή μέση και τέλος. Δεν βλέπω μία ταινία, πλέον. Παρακολουθώ κινηματογράφο. Νιώθω ότι γίνομαι πιο πλούσιος άνθρωπος μέσα απ’ αυτό. Οπότε, ναι. Στην πραγματικότητα, οτιδήποτε με επεκτείνει το αγαπώ.
Προτιμάς τον αμερικανικό κινηματογράφο ή είσαι του ευρωπαϊκού περισσότερο;
Θα ήμουν ανειλικρινής αν έλεγα ότι έχω μελετήσει πολύ ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Προφανώς, έχω επαφή με τον κινηματογράφο αρκετών χώρων μέχρι στιγμής, αλλά είμαι παιδί των 80s. Έχω μεγαλώσει μέσα στο Hollywood. Οπότε, εκ των πραγμάτων, η περισσότερη επαφή που είχα είναι με τον αμερικανικό κινηματογράφο. Οπότε, νομοτελειακά, θα πω στον αμερικάνικο, γιατί μ' αυτόν έχω περισσότερη επαφή.
Ο αγαπημένος σου σκηνοθέτης ποιος θα έλεγες ότι είναι;
Δεν έχω. Έχω περάσει από διάφορους κατά καιρούς. Γενικά, με τις έννοιες του «αγαπημένου» σε λίγα πράγματα μπορώ να απαντήσω. Μπορώ να σου πω κάποιους που έχω απολαύσει πολύ τελευταία. Θα ξεκινήσω μ' έναν επίκαιρο, μιας που ακόμα το “The Northman” είναι στις αίθουσες. Μου αρέσει πάρα πολύ ο Έγκερς. Την προπέρσινη ταινία… προπέρσινη είναι; Του 19; Του 20; Δεν θυμάμαι ακριβώς. Το “The Lighthouse”. Ήταν μία συγκλονιστική εμπειρία για μένα. Έχει κάνει μόνο 3 ταινίες ο συγκεκριμένος και μέχρι στιγμής νομίζω ότι είναι και οι 3 αξίες παρακολούθησης. Μου αρέσουν πολύ τα πνευματικά έργα του Σκορτσέζε, δηλαδή τον αγαπώ, όχι τόσο για τα μαφιόζικα του, όσο για τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Καζαντζάκη, το “Kundun”, το άλλο… πώς λεγόταν να δεις; Το “Silence”! Μου αρέσει ο τρόπος που προσεγγίζει τη θρησκευτικότητα. Τελευταία είδα πολύ Τόμας Άντερσον από σκηνοθέτες. Θεωρώ ότι έχει κάνει κάποια εκπληκτικά έργα ο Κρίστοφερ Νόλαν. Πηγαίνω αρκετά στο mainstream απ’ ότι καταλαβαίνω όσο με ακούω. Τι άλλο; Νομίζω αυτή την περίοδο είμαι σε αυτά τα νερά αρκετά. Γενικά, πιάνω κατά καιρούς κατηγορίες, δηλαδή βλέπω ένα σκηνοθέτη. Μου αρέσει κάτι δικό του; Θα αρχίσω να βλέπω πολλά απ’ αυτόν. Μετά, μπορεί να μεταπηδήσω σε έναν ηθοποιό. Μετά, σε ένα διευθυντή φωτογραφίας και πάει λέγοντας. Πάρα πολλοί μου αρέσουν. Και ο Ντέιβιντ Φίντσερ μου αρέσει πάρα πολύ. Και ο Σπίλμπεργκ έχει βγάλει καταπληκτικά πράγματα. Τι να πω; Δεν ξέρω. Θα είναι πραγματικά μεγάλη λίστα αν αρχίσω. Νομίζω ότι περιοριστικά λίγο στα του τελευταίου καιρού. Αυτά που έχω παρακολουθήσει και είναι πιο φρέσκα στη βραχυπρόθεσμη μνήμη.
Και η ταινία που σε έχει αγγίξει, αν θέλεις, περισσότερο;
Πάλι, πάρα πολύ δύσκολο. Πάλι, πάρα πολύ δύσκολο. Δεν είναι 1 ταινία. Για την ακρίβεια, τι να σου πω; Και Top50 να μου πεις να κάνω δύσκολα θα απαντήσω. Θα ξεκινήσω από τα πρόσφατα, O.K.; Το “The Lighthouse”, όπως είπα, ήταν κάτι που με συγκλόνισε. Μου άρεσε πάρα πολύ το “Joker” του Τοντ Φίλιπς. Όπως λέει και ο δάσκαλός μου στον κινηματογράφο: «Δεν είχε δικαίωμα να είναι τόσο καλή αυτή η ταινία». Ήταν πάρα πολύ δυνατή. Έχω μία ιδιαίτερη αγάπη στο “Truman Show” από παλιά, στο «7 Ζωές», στο «Άρωμα Γυναίκας», στον πρώτο «Νονό». Μην αρχίσω τώρα να λέω. Δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Είναι πολλά τα έργα τέχνης που με συγκινούν. Πάρα πολλά.
Στον τρόπο γραφής σου, στους στίχους σου, σ' έχει επηρεάσει ο κινηματογράφος γενικά;
Ναι. Ναι. Κυρίως αισθητικά, δηλαδή δεν… μία περίοδο της ζωής μου το έκανα, αλλά σε κομμάτια που δεν βγήκανε ποτέ. Δεν χρησιμοποιώ τόσο αναφορές στον κινηματογράφο… να σου πω κάνω το τάδε σαν τον Αλ Πατσίνο στο «Νονό» ή πάει λέγοντας ας πούμε, αλλά μπορώ να πω ότι γράφοντας είναι σαν να ακούω soundtrack ταινιών κατά κάποιο τρόπο και να προσπαθώ να τους βάλω λόγια, δηλαδή μ' έναν απροσδιόριστο τρόπο υπάρχει στην αισθητική μου το σινεμά όταν γράφω και νομίζω ότι, ίσως, να ξεφεύγει, να διαφαίνεται και στην εικονοπλασία που ανέφερες πριν αυτό, γιατί δεν προσπαθώ συνειδητά να φτιάξω εικόνες. Απλά, μου βγαίνουνε. Οπότε, νομίζω ότι παίζει μια ταινία στο μυαλό μου όσο γράφω. Να το θέσω έτσι.
[00:40:00]Να κάνω μία πολύ γενική ερώτηση και θέλω να μου απαντήσεις πραγματικά όπως νιώθεις. Για σένα hip-hop τι σημαίνει;
Είναι μία πολύ μοναδική και ιδιαίτερη στάση στη ζωή μου, αλλά αναφέρομαι στο hip-hop του τότε, της περιόδου '96-'97 μέχρι 2000κάτι. Σήμερα, για μένα, το hip-hop δεν σημαίνει τίποτα. Δεν σημαίνει τίποτα απολύτως και αν σημαίνει κάτι είναι κάτι το ακαλαίσθητο, με κακότεχνους ανθρώπους να κρατούν τα ηνία του και δεν σου κρύβω πως γι’ αυτό ένιωσα και την ανάγκη να απαγκιστρωθώ, όσο γίνεται, από το art form του στην Αλεξάνδρεια. Eίναι μία καλή ανάμνηση το hip-hop για μένα. Τίποτα παραπάνω αυτή τη στιγμή. Μπορεί στο μέλλον να σου πω κάτι διαφορετικό, βέβαια. Να το ξαναγαπήσω από την αρχή, αλλά αυτή την στιγμή είναι μία νοσταλγία, γιατί σε καμία περίπτωση δεν ζει με τον τρόπο που το γνώρισα. Οπότε, ξέρω γω, είναι μία μνήμη, μία ανάμνηση.
Στιγμές που σου θυμίζουν το hip-hop το οποίο σου αρέσει; Της εποχής εκείνης; Είναι η παρέα για παράδειγμα; Είναι το να γράφεις στίχους με τους φίλους σου; Τι είναι ακριβώς;
Είναι αναμνήσεις αυτής της ανεμελιάς και του πειραματισμού. Είναι οι φίλοι σίγουρα. Είμαι αρκετά πυρηνικός άνθρωπος στις παρέες μου, δηλαδή κάνω παρέα με τους ίδιους λίγους ανθρώπους από 4 χρονών. Επομένως, έχουμε χτίσει πολλές μνήμες γύρω απ' αυτό. Είναι πολλά πράγματα. Είναι τα ταξίδια που κάναμε. Γυρίσαμε την Ελλάδα, για κάποια χρόνια, διαδίδοντας, ας πούμε, το hip-hop που κάναμε, την τέχνη που κάναμε. Απλά, το hip-hop μας έδινε στέγαστρο τότε. Μας προσδιόριζε κάπως. Μεγαλώνοντας, νομίζω ότι ένα μέρος του να ωριμάζεις είναι να απαγκιστρώνεσαι και από τις ταμπέλες. Ναι. Είναι αναμνήσεις, κυρίως, με ανθρώπους. Με τον πολύ κολλητό μου φίλο, το Γιάννη, τον Περιπλανώμενο, που είχαμε τους «Διαρρήκτες», ας πούμε. Απογεύματα να γράφουμε, να ηχογραφούμε, να μαθαίνουμε, να αλληλοεπηρεαζόμαστε. Είναι το soundtrack. Δεν είναι η ουσία.
Θυμάσαι; Θες να μας πεις λίγα λόγια για εκείνες τις στιγμές με το φίλο σου το Γιάννη που γράφατε παρέα;
Ναι, βέβαια. Βέβαια. Κατ’ αρχάς, ο Γιάννης, για μένα, είναι ένας από τους αδικοχαμένους ποιητές. Ο ίδιος αδίκησε τον εαυτό του, γιατί σταμάτησε να ασχολείται. Τώρα, δεν ξέρω αν ήταν τα παιδικά-εφηβικά μου μάτια τα οποία το έβλεπαν έτσι και είναι λίγο το nostalgia trip το οποίο με κάνει να το βλέπω έτσι, αλλά τον θεωρώ έναν καταπληκτικό -πώς να σου πω;- δημιουργό, όσον αφορά τη γραφή. Με επηρέασε πάρα πολύ, δηλαδή αν ακούσεις, ακόμα και σήμερα παλιά μας κομμάτια μοιάζουμε, αλλά, απλά, έτυχε εγώ να γίνω πιο γνωστός, ας πούμε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εγώ επηρέασα εκείνον. Λειτούργησε αμφίδρομα όλο αυτό. Πάρα πολύ κλείσιμο μέσα σε δωμάτια να γράφουμε, να ακούμε μουσικές. Πάρα πολλές στιγμές στο στούντιο. Πάρα πολύ πήγαινε-έλα με λεωφορεία από τη μία άκρη της Αθήνας στην άλλη για να ηχογραφήσουμε. Πάρα πολλά ταξίδια μαζί. Στο ταπεινό αυτοκινητάκι του τότε να διασχίζουμε την Ελλάδα, στα ΚΤΕΛ, στα τρένα και πάει λέγοντας. Έντονος ενθουσιασμός της δημιουργίας, δηλαδή η ολοκλήρωση ενός τραγουδιού πάντα ήταν ένα επίτευγμα. Τι να πω γι’ αυτές τις στιγμές; Μου 'στειλες όταν ερχόσουνα, «Ανεβαίνω την οδό Ροστάν». Στην οδό Ροστάν ήταν και το δημοτικό που πηγαίναμε μαζί. Επομένως, από κει το θυμάμαι να πρωτοπαίρνει σάρκα και οστά. Σε αυτά τα διαλείμματα που σου έλεγα νωρίτερα, που γράφαμε. Τι να πρωτοπώ; Είναι όλη μου η εφηβεία και όλη μου είναι νέα ενήλικη ζωή, η δημιουργία με τον Γιάννη. Του έχω τεράστια αγάπη. Του χρωστάω τεράστια ευγνωμοσύνη για πολλούς και διάφορους λόγους. Ναι. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Ξέρεις είναι και κάθε σου ερώτηση… θα μπορούσε να είναι από μόνη της ένα θέμα συζήτησης ολόκληρο. Οπότε, ξέρεις. Προσπαθώ όσο γίνεται να είμαι και περιεκτικός και να μην πλατειάζω. Οπότε, γι’ αυτό με βλέπεις λίγο έτσι.
Ταξίδεψε μας όσο θέλεις. Δεν υπάρχει πρόβλημα.
Εντάξει.
Μιας και αναφέρθηκες στο πιάνο πριν και στις επιδράσεις και στην Αλεξάνδρεια εννοείται, ποια ήτανε… μάλλον, πώς πέρασε αυτή η αγάπη σου με τη μουσική αν θέλεις; Ως παιδί που ξεκίνησες με το πιάνο.
Έτυχε. Και πάλι. Όπως έτυχε να είναι το hip-hop, έτσι έτυχε να είναι και το πιάνο. Υπήρχε ένα ωδείο απέναντι ακριβώς από εδώ που μένω. Μ' έγραψε ο παππούς μου. Αν θυμάμαι καλά, με ρώτησε κιόλας. «Θέλεις»; Πρέπει να του πα ναι, αλλά δεν είναι πολύ καθαρή αυτή η μνήμη, γιατί ήμουνα πάρα πολύ μικρός. Αυτό που με ενθουσίαζε εμένα δεν ήταν το όργανο αυτό καθαυτό, όσο η δυνατότητα… από μικρός είχα το εξής πράγμα και αυτό συμβαίνει ακόμα και τώρα: παίζουν συνέχεια μελωδίες στο μυαλό μου. Συνέχεια. Δηλαδή σ’ ένα παράλληλο σύμπαν θα μπορούσα να είμαι συνθέτης. Παίζουν συνέχεια μελωδίες στο μυαλό μου και μ' ενθουσίαζε η δυνατότητα που μου έδινε το όργανο να τις πραγματώσω και να τις ακούσω. Στην πραγματικότητα, αυτό που είχα είναι καλό μουσικό αυτί, υπό την έννοια του ότι αν άκουγα κάτι, μπορούσα να το παίξω. Δεν έμαθα ποτέ να διαβάζω νότες. Ποτέ. Για να παίξω ένα κομμάτι είχα μπροστά μου τις παρτιτούρες, αλλά δεν μπορούσα να τις διαβάσω. Δεν μου 'βγαζε νόημα η διάλεκτος της και ακόμη και σήμερα… καλά δεν παίζω, βέβαια, κάποιο μουσικό όργανο. Από τότε έχω να ασχοληθώ. Αλλά δεν μου έβγαζε νόημα. Μου ήταν τελίτσες. Έγραφα από πάνω με γράμματα «ντο, ρε, μι» και λοιπά, τα μάθαινα απέξω, τα μάθαινα και ηχητικά μπορούσα να απομνημονεύσω τη μελωδία και μετά να την εμπλουτίσω, να την πειράξω και πάει λέγοντας. Παρόλα αυτά, παρόλο το ότι έτυχε να είναι το πιάνο, ήταν το πιάνο. Οπότε, τον ήχο του τον ερωτεύτηκα. Ακόμα και σήμερα, νομίζω ότι με ταξιδεύει πιο πολύ απ' οποιοδήποτε όργανο. Πάντα, δηλαδή, με οποιαδήποτε παραγωγό και να συνεργάστηκα, μετά από λίγο, όλοι ήξεραν ότι τα πιανάκια μου αρέσουνε, παρόλο που προσπάθησα να απαγκιστρωθώ απ’ αυτό για να μη γίνω μονότονος. Τον αγαπώ τον ήχο του πιάνου. Με ταξιδεύει. Με ταξιδεύει πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο. Δεν σου κρύβω ότι είναι από τα λίγα πράγματα που μετανιώνω, που δεν συνέχισα τη μουσική. Τη σταμάτησα κάποια στιγμή για εξωγενείς παράγοντες. Είναι απ’ τα ταξίδια που θα ήθελα να τα συνεχίσω. Δεν έγινε. Ίσως, να γίνει κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά ο ήχος του πιάνο είναι το soundtrack της ζωής μου, δηλαδή οι μελωδίες που παίζουν στο κεφάλι μου, συνηθέστερα, είναι σε πιάνο ή με μία μεγάλη μπάντα εγχόρδων, ας πούμε. Κάπως έτσι. Και λίγο μεταλλικός ήχος τελευταία. Μεταλλικός εννοώ… δεν ξέρω πως να το πω. Έχει μία βρωμιά, ένα… δεν ξέρω. Δεν ξέρω πως το λένε. Δεν έχω τεχνικές γνώσεις για να το περιγράψω.
Μιας και συζητήσαμε το κομμάτι και της μουσικής και το κομμάτι των στίχων μέχρι στιγμής, εσύ από πού προς πού πηγαίνεις; Θέλω να πω, όταν γράφεις, ξεκινάς από το στίχο και ψάχνεις μετά τη μουσική; Έχεις στο μυαλό τη μουσική και πας μετά στο στίχο;
Κι απ' τις 2 πλευρές πηγαίνει. Και απ’ τις 2 πλευρές πηγαίνει. Την «Αλεξάνδρεια» την έγραψα… ήταν σε όλα πρώτα οι στίχοι. Μετά ντύθηκαν με μουσικές, αλλά πάρα πολλές φορές λειτουργεί και αντίστροφα, δηλαδή, αν μία μουσική με συγκινήσει, μου βγάλει θέμα όταν την ακούσω, μπορώ να χτίσω και πάνω της. Είναι λίγο πως θα τύχει. Και νομίζω ότι χωρίζεται και λίγο ισότιμα σ' αυτά τα… ποσά; 26 χρόνια που γράφω. Έχει χωριστεί λίγο ισότιμα αυτό το πράγμα, δηλαδή, μάλλον, τα μισά τα 'χω γράψει πρώτα στίχους και τ' άλλα μισά πρώτα μουσική. Μπορεί να δουλέψει και με τους 2 τρόπους.
Ανέφερες, νωρίτερα, το στούντιο και τις ώρες με το Γιάννη που γράφατε και τα λοιπά. Πες μας λίγο για μία μέρα στο στούντιο, αν θέλεις.
Ναι. Κατ’ αρχάς, ας πρωτοορίσουμε τι σημαίνει στούντιο, έτσι; Γιατί έχουμε περάσει από πολλά. Λέω στο «Εναλλακτικό Πλάνο» κάποια στιγμή, αν θυμάμαι καλά το στίχο: «Ρίμες 12χρονων παιδιών και μουσικές από ένα πιανάκι της Casio». Oι πρώτες μας ηχογραφήσεις είναι στο σπίτι του τρίτου φίλου και μέλους των «Διαρρηκτών» τότε. Ρε παιδί μου, εντάξει, σταμάτησε να ασχολείται πολύ γρήγορα με αυτό, αλλά είναι ακόμα αδελφικός φίλος. Ηχογραφούσαμε στο σπίτι του στο Ίλιον, σε ένα διπλό κασετόφωνο. Οπότε, το πρώτο μας στούντιο ήταν απλά ένα σπίτι. Αγοράσαμε ένα μικρόφωνο, τότε, με 2.000 δραχμές, 2 κασετούλες. Η 1 παίζει, η άλλη γράφει. Από κει τι να πω; Εντάξει. Είναι απόλυτα παιδική ανάμνηση. Απόλυτα παιδική ανάμνηση, δηλαδή κάναμε διάλειμμα από τις ηχογραφήσεις και στο ενδιάμεσο τρώγαμε παγωτά, παίζαμε στην αυλή, παραγγέλναμε [00:50:00]πίτσες. Ήταν μία μάζωξη φίλων, η οποία έκανε και κάτι που προγραμμάτιζε όλη τη χρονιά. Είχε φτάσει η στιγμή της ηχογράφησης, δηλαδή οι 2 μας πρώτες κασέτες ήταν ένα momentum που χτιζόταν, κυριολεκτικά, όλη τη χρονιά. Γράφαμε, γράφαμε, γράφαμε. Ετοίμαζα εγώ τις μουσικές, γιατί εγώ έγραφα μουσικές τότε στο πιανάκι αυτό της Casio, αυτό που σου έλεγα πριν ότι έβγαζα τις μουσικές και περιμέναμε τη μέρα που θα τελειώσει το σχολείο και θα μαζευτούμε στο σπίτι του Δημήτρη να γράψουμε την κασέτα και γινόταν όλο μονοκοπανιά, σε μία μέρα. Στην πορεία, λίγο αργότερα, '98; Κάπου εκεί. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε όντως στούντιο. Βρήκαμε από τη Χρυσή Ευκαιρία κάποιον, στον Κορυδαλλό συγκεκριμένα και πηγαίναμε. Kάναμε ένα ολόκληρο ταξίδι. Παίρναμε 2 λεωφορεία, τότε, για να φτάσουμε εκεί. Ηχογραφήσαμε 1-2 κομμάτια τη φορά. Εκεί, αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε και καλύτερα τι είναι ηχογράφηση, δηλαδή μάθαμε λίγο μέσα απ’ τη διαδικασία του studio το πως δημιουργείται ένα τραγούδι. Μετά, για πάρα πολλά χρόνια, όλο το πράγμα γινόταν σπιτικά. Χτίσαμε έναν μ' ένα μικρό εξοπλισμό, γιατί δεν είχε και πολλές απαιτήσεις η ηχογράφηση ενός hip-hop τραγουδιού. Δεν είχαμε όργανα. Δεν είχαμε οτιδήποτε τέτοιο. Οπότε, έπρεπε, απλά, να χτίσουμε έναν αξιοπρεπή ηχομονωμένο χώρο για να γράφουμε τις φωνές. Οπότε, σχεδόν μόνιμα, για πάρα πολλά χρόνια από κει και πέρα, ήταν σπιτική. Σπιτική κατάσταση. Κάποια στιγμή μετακόμισε στο γκαράζ το στούντιο. Κλεινόμασταν σ’ ένα γκαράζ και ηχογραφούσαμε όλη μέρα. Κλασικές UK μπάντες αισθητική. Πολύ σπιτικά, πολύ φιλικά, πολύ οικογενειακά, πολύ χαλαρά. Ναι. Πολλές στιγμές. Πολλές στιγμές. Πολλά αξιομνημόνευτα πράγματα. Γλυκιά νοσταλγία.
Θες να μας πει κάποια απ' τα αξιομνημόνευτα; Τι σου ήρθε χαμογελώντας στο μυαλό;
Πάρα πολλά… πύργοι ολόκληροι από κουτιά από μπύρες. Ως πιο πιτσιρικάδες, εκεί στα 20-20κάτι, θυμάμαι ένα καλοκαίρι… δεν θυμάμαι ποιο ήτανε. Δεν θυμάμαι ποιο καλοκαίρι ήτανε, με έναν απίστευτο καύσωνα, ηχογραφούσαμε τότε… παράλληλα βγάζαμε 500 CD τότε, δηλαδή ήταν πολύ δημιουργική περίοδος. Εγώ έγραφα το «Εγκεφαλικό Τετ-α-Τετ». Οπότε, πρέπει να είμαστε κάπου 2007 με 8. Ταυτόχρονα, γράφαμε και το «Πλανήτης Δέλτα», το μόνο, έτσι, official CD των «Διαρρηκτών» που βγήκε αργότερα και θυμάμαι αυτό. Πάρα πολλές μπύρες, πάρα πολύ ξενύχτι. Στο μπαλκόνι, μετά, φιλοσοφικές συζητήσεις μέχρι να ξημερώσει. Ας πούμε, ν' αναρωτιόμαστε, τότε, για το Θεό, για την ύπαρξη, για τη ζωή, για την ηθική και πάει λέγοντας. Ανακαλύπταμε τους εαυτούς μας. Πολιτική. Ναι. Νέοι άνθρωποι που ανακαλύπτουν τον κόσμο εμπειρικά πλέον και όχι μέσα από τα μάτια των μεγάλων. Οπότε, γι’ αυτό με είδες να χαμογελάω. Αξιομνημόνευτα, τώρα… εντάξει. Υπάρχουνε κι άλλα, αλλά δεν θα εκθέσω κόσμο.
Ήθελα να ρωτήσω. Στη διαδικασία του γραψίματος πώς είναι να γράφεις μαζί με κάποιον άλλον; Μόνος σου… το έχω βιώσει κι εγώ. Όταν γράφεις μαζί με άλλον πόσο διαφορετικό είναι;
Είναι, η αλήθεια, διαφορετική διαδικασία. Χαίρομαι πολύ γιατί ποτέ στη ζωή μου δεν έχω γράψει ανταγωνιστικά, δηλαδή ποτέ δεν είχα σκοπό μου να υπερβώ, ας πούμε, το γραπτό του άλλου. Υπήρχε μία άμιλλα, όμως, δηλαδή υπάρχει μία αλληλεπίδραση και σε οτιδήποτε υπάρχει αλληλεπίδραση η διαδικασία αλλάζει. Είναι λίγο μεγαλύτερο το κίνητρο εκείνη την ώρα. Το απολαμβάνεις σαν κάτι διαδραστικό. Δεν έχει αυτό το «Κλείνομαι με τον εαυτό μου και παλεύω». Ίσως, εκεί το γράψιμο να είναι και λίγο πιο απολαυστικό. Επιδεικνύεις και λίγο στον άλλον το τι δημιούργησες εκείνη την ώρα. Όταν υπάρχει και ωραία σύμπτωση, δηλαδή είναι κάτι κοντινό θεματολογικά, αισθητικά… ναι. Ναι. Είναι αυτό το πράγμα. Υπάρχει ένα αλισβερίσι συγκεκριμένο το οποίο το κάνει πιο χαλαρό, πιο απολαυστικό. Είναι πιο κοντά στο παιχνίδι παρά στην πάλη όταν γράφεις με άλλον. Κάπως έτσι το αντιλαμβάνομαι.
Αλήθεια, μαλώνατε καθόλου όταν γράφατε; Θέλω να πω… «Όχι αυτό δεν ταιριάζει. Εκείνο έπρεπε να ήταν αλλιώς».
Όχι. Όχι. Όχι γιατί πάντα έγραφα με ανθρώπους που πρώτα απ' όλα ήταν φίλοι μου. Οπότε, αυτό σημαίνει ότι ούτως ή άλλως έχουμε μία κοινή κατεύθυνση, μία κοινή αισθητική. Υπήρχε σύμπνοια δηλαδή. Επομένως, δεν καταλήγαμε στο να υπάρχουν και πάρα πολλές διαφωνίες. Μπορεί μία δημιουργική ανατροφοδότηση, λίγο feedback. Τίποτα παραπάνω. Άντε! Καμιά φορά, αν ειπώθηκε καμιά χοντράδα, μπορεί να υπήρχε το «Όπα ρε! Αυτό μην το πεις», αλλά μέχρι εκεί.
Αλήθεια, όταν ξεκίνησες τους στίχους σου, την τέχνη σου, γενικά, ο παππούς σε άκουγε καθόλου;
Ναι. Αμέ! Ό,τι πρόλαβε. Ό,τι πρόλαβε, γιατί πρόλαβε τα προκαταρκτικά στάδια. Με πρόλαβε στο αυγό, γιατί ο παππούς μου πέθανε το 2005. Εγώ τον πρώτο μου δίσκο τον έβγαλα το 2007, δηλαδή και το «Σε μία τόση δα στιγμή…», που είναι το ομώνυμο τραγούδι του πρώτου μου δίσκου από το θάνατο του παππού μου εμπνεύστηκε. Οπότε, ας πούμε, την λίγο πιο σοβαρή μου συνειδητοποιημένη πορεία δεν την πρόλαβε, αλλά του διάβαζα γραπτά μου. Του διάβαζα και ήτανε και πολύ ανοιχτός και με πολύ ωραίο feedback. Ανοιχτόμυαλος άνθρωπος. Ένα πράγμα που χαίρομαι στον παππού μου είναι ότι δεν απέκτησε αυτή την έλλειψη πλαστικότητας εγκεφάλου που αποκτάς με τα χρόνια, που κλείνεσαι στο γνώριμο και σε'αυτό που ξέρεις και δεν σου κρύβω ότι είναι και από τα πράγματα που τα ζηλεύω, δηλαδή θέλω… μακάρι να καταλήξω έτσι στη ζωή μου, να μην ταμπουρωθώ σ’ αυτά που ξέρω και γίνω αυτός ο γέρος που λέει: «Στα δικά μας χρόνια ήταν καλύτερα», παρόλο που το είπα λίγο πριν για το hip-hop του σήμερα, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τη νοσταλγία. Έχει να κάνει με την αισθητική μου. Και θεωρώ ότι έχει και μία αντικειμενικότητα για να ‘μαι ειλικρινής.
Μιας και αναφέραμε τον παππού, από την οικογένειά σου, αν μπορούμε να αναφέρουμε αυτό το κομμάτι, ποια ήταν η στάση απέναντι στο γεγονός ότι άρχισες να γράφεις στίχους, άρχισες να ραπάρεις; Γενικότερα, πώς το είδαν αυτό;
Όχι. Αυτό μπορώ να το πω. Δεν έχω πρόβλημα. Οι δικοί μου το φοβήθηκαν το hip-hop. Κατ’ αρχάς ήταν και κάτι πάρα πολύ καινούργιο για τ' αυτιά των ανθρώπων. Που τι ήξεραν ας πούμε; Κλασική μουσική, λατέρνα, παραδοσιακά ελληνικά. Οπότε, κάτι τόσο επιθετικό ως προς το λόγο, νομίζω, τους τρόμαξε. Του τύπου «Πώς θα επηρεάσει το παιδί μου αυτό το πράγμα»; Και η αλήθεια είναι πως υπήρχαν και αναφορές σε ναρκωτικά ,υπήρχαν αναφορές σε βία, δηλαδή είναι ένα νεανικό και επαναστατικό είδος μουσικής το hip-hop. Οπότε, το είδαν με μία επιφυλακτικότητα. Αυτό ως προς το είδος και ως προς τη μουσική δράση-διαδρομή είχαν τις κλασικές ανησυχίες της μέσης ελληνικής οικογένειας. Ας πούμε ότι «Και τι θα το κάνεις αυτό στη ζωή σου και που θα σε βγάλει;», γιατί με βλέπαν να είμαι πολύ αφοσιωμένος σ’ αυτό, να το βγάζω πάνω από οτιδήποτε άλλο, αλλά στην πορεία τους κέρδισα. Τους κέρδισα, δηλαδή, τώρα, οι γονείς μου δεν ακούνε απλά κάτι που βγάζω. Οι γονείς μου με ακούνε. Ξέρουν τα τραγούδια μου, με παρακολουθούν. Είναι fans μου. Οπότε, το γύρισα στην πορεία. Το γύρισα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είχανε θετική στάση. Το φοβήθηκαν αρκετά και εντάξει, το καταλαβαίνω κιόλας.
Αναφέρθηκες στο «Σε μια τόση δα στιγμή…», ότι ήταν εμπνευσμένο απ’ τον παππού σου. Ποια είναι, έτσι, άλλα κομμάτια που έχεις εμπνευστεί από άτομα, από στιγμές, ίσως; Έρχονται όλα έτσι ή κάποια είναι πιο θεωρητικά, αν θέλεις ή έχουν όλα την εμπειρία, τη στιγμή σα βάση;
Όλα έχουν ένα εμπειρικό υπόβαθρο, αλλά, τώρα, συγκεκριμένα, ως προς τα πρόσωπα, υπάρχουν αρκετά τραγούδια… μάλλον, αρκετές καταστάσεις που εμπεριέχουν τα πρόσωπα που, στη συνέχεια, εμπνέουν το στίχο, αλλά για να απαντήσω πιο στοχευμένα στην ερώτησή σου, στην «Αλεξάνδρεια» το τραγούδι «Μπροστά στο Διογένη», που εξιστορεί… ας πούμε, το ιστορικό της background είναι η ανέκδοτη, αν ισχύει, αν έγινε ποτέ, συνάντηση Μεγάλου Αλεξάνδρου και Διογένη. Μέσα σ’ αυτό το διάλογο έχω τοποθετήσει στο πρόσωπο του Διογένη πολλούς, αν όχι όλους τους ανθρώπους, που θεωρώ δασκάλους μου, είτε τον επόπτη μου είτε τον παππού μου είτε τον θεραπευτή μου. Αυτό είναι ένα τραγούδι, ας πούμε, το οποίο έχω βάλει πολλά πρόσωπα. Είναι πολλά τα πρόσωπα που το ενέπνευσαν, να το θέσω έτσι. Τα υπόλοιπα μπορεί να είναι καταστάσεις, να είναι ο χωρισμός με μία κοπέλα, κάποια περίοδο που ένιωθα πληγωμένος, κάποια περίοδο που ήμουνα θυμωμένος. Όλα έχουνε σίγουρα ένα εμπειρικό υπόβαθρο, δηλαδή, αν εξαιρέσεις κάποια battle κομμάτια, τα οποία ήταν επίδειξη δεξιοτήτων που [01:00:00]κάναμε τότε… ναι. Δεν γράφω ποτέ για να γράφω. Δεν γράφω αεριτζίδικα, να το πω έτσι. Όλα έχουν ένα υπόβαθρο.
Μιας και ανέφερες το battle, είναι κάτι που, γενικά, σε εκφράζει; Σου αρέσει, αν θες να το πω έτσι;
Μου αρέσει σε γλωσσολογικό επίπεδο, δηλαδή, επειδή όταν έχεις ένα συγκεκριμένο θέμα και θες να πραγματευτείς κάτι αρκετά στοχευμένο, σου βάζει απαραίτητα κάποιους περιορισμούς, σε οριοθετεί. Στο battle το οποίο, απλά, σου δίνει τη δυνατότητα να παίξεις με τις λέξεις και να δείξεις τα φτερά σου, σαν το παγώνι, από γλωσσολογικής άποψή μου αρέσει πολύ, γιατί μπορείς να κάνεις όμορφα και εντυπωσιακά πράγματα. Τώρα, ως προς το ίδιο το περιεχόμενο των battle του τύπου «Ποιος νικάει ποιον» το απολαμβάνω μέχρι ένα σημείο, γιατί είναι λίγο θέαμα. Πλέον, σε αυτή την περίοδο της ζωής μου δεν με συγκινεί. Δεν έχει να μου πει και πολλά. Θα απολαύσω και μία καλή ατάκα όμως. Μέχρι εκεί.
Το κομμάτι του battle ενέχει αρκετά και το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, σωστά;
Αν κάνεις freestyle battle ναι, αλλά εγώ σε αυτό είμαι εκτός παιχνιδιού τελείως. Τελείως εκτός. Οπότε, η απάντηση είναι: «Ναι. Εμπεριέχει αυτοσχεδιασμό, αλλά εγώ δεν έχω σχέση μαζί του μου».
Μου έχει μείνει μία ερώτηση από πριν που την έχω κρατήσει από κάτι που είπες. Μιλώντας, πριν, για τον κινηματογράφο αναφέρθηκες στο κομμάτι της κάθαρσης και είπες ότι «Ψάχνεις την κάθαρση». Εσύ την ψάχνεις ακόμα ή την έχεις βρει;
Μα δεν είναι κάτι που το βιώνεις μία και έξω. Κάνει κύκλους. Την κάθαρση μπορεί να τη βιώνεις κάθε μέρα. Δεν μπορώ να πω ότι την αποζητώ. Δεν την αποζητώ ενεργά, γιατί νομίζω ότι έτσι ίσως να χάνεται και η ουσία της κάθαρσης. Είναι κάτι που πρέπει να έρθει μ' έναν φυσικό αριθμό μετά από μία σειρά καταστάσεων, αλλά ελπίζω να ξανανιώσω καθαρμένος πολλές φορές στη ζωή μου. Τώρα, περνάω μία περίοδο κάθαρσης. Είμαι στο μεταβατικό στάδιο που καθαίρομαι ακόμα, αν το είπα σωστά, γιατί μπορεί να είναι από τις φορές που κάνω σαρδάμ. Καθάρομαι; Δεν ξέρω πως μπορεί να είναι. Για να μην τελειώνεις τη Φιλολογία…;
Αναφέρθηκες πριν στα ταξίδια. Είναι κάτι που έχει νομίζω, γενικά, πολύ ενδιαφέρον. Η μουσική μαζί με τα ταξίδια πώς ταιριάζει;
Μίλησα για τα ταξίδια που κάναμε για τα τουρ, συναυλιακά, αλλά, γενικά, εντάξει. Προφανώς, σε γεμίζουν με νέα ερεθίσματα και νέες παραστάσεις. Οπότε, μπορούν να αποτελέσουν και σπόρο έμπνευσης. Ας πούμε, ίσως, το πιο σημαντικό ταξίδι που έχω κάνει μέχρι σήμερα ήταν πριν 3 χρόνια που ταξίδεψα στην Κίνα και έμεινα για 25 μέρες σε ένα ναό Σαολίν, επειδή εξασκούμαι στο κουνγκ φου εδώ και κάποια χρόνια, το οποίο ήταν, πάνω απ' όλα, πέρα από τη γυμναστική και το πολύ ρύζι, ήτανε μία μεγάλη πνευματική εμπειρία από κάθε άποψη, γιατί, πέρα από τη συμβίωση με τους Σαολίν που έχουν ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής από μας, οπότε αυτό από μόνο του σου ανοίγει τους ορίζοντές. Ήτανε και ναός, δηλαδή είχε βουδιστικές τελετές. Είχε όλη την καθημερινότητα… αυτή που φαντάζεσαι πάνω-κάτω, αν έχεις δει σε ταινίες, έχεις ακούσει ιστορίες και τα λοιπά. Εκεί, παραδόξως, παρόλο που μπορεί να φαίνεται εντελώς… όχι φαίνεται. Είναι ασύνδετο το ένα με το άλλο. Σε αυτό το ναό έγραψα τον «Ψευδοπροφήτη». Δεν συνδέεται κάπως η Κίνα και η διαμονή στο ναό με τον «Ψευδοπροφήτη», αλλά συνδέεται… υπάρχει μία γέφυρα, ότι η πνευματική καθαρότητα που μου πρόσφερε αυτή η εμπειρία, γιατί μετά από λίγες μέρες ανακαλύπτεις εκ νέου τα όρια και του σώματός σου και του μυαλό σου, όταν κάνεις τόσο πολλή άσκηση, τόσο πολύ διαλογισμό, τόση πολλή ανάβαση σε βουνά για να πας να δεις το οτιδήποτε. Καθαρίζεις τόσο πολύ που υπάρχει μία μεγαλύτερη διαύγεια να δεις το δικό σου βυθό και αυτό ήταν ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα ταξιδιού που έφερε στην επιφάνεια ένα τραγούδι, το οποίο υπό άλλες συνθήκες μπορεί να μη γεννιότανε ποτέ, αλλά γενικά έχω γράψει ταξιδεύοντας, δηλαδή το «Αυτό που ονειρεύομαι», ένα τραγούδι που πρώτου μου δίσκου, το έχω γράψει σ’ ένα τρένο στην Αγγλία και είναι κι άλλα τώρα, τα οποία, όμως, δεν με βοηθάει η μνήμη μου να τα ανακαλέσω. Γενικά, στα ταξίδια συνηθίζω να γράφω κάτι. Πάντα, κάπως θα με κινητοποιήσει να γράψω ένα ταξίδι.
Πηγαίνοντας σε live, η καλύτερη εκδρομή με παρέα που έχεις κάνει ποια θα έλεγες ότι είναι;
Είναι πάρα πολλές αξιομνημόνευτες. Πάρα πολλές. Ένα πάρα πολύ ωραίο ταξίδι ήταν ένα διήμερο που παίζαμε back-to-back, Παρασκευοσάββατο, στις Σέρρες και την Καβάλα, στο οποίο συναντήσαμε και έναν συμμαθητή ο οποίος ήταν εκεί για δικούς του λόγους οικογενειακούς και το απολαύσαμε πάρα πολύ. Γνωρίσαμε ωραίους ανθρώπους, Μας πήγαν σε ωραία μέρη γεμάτα μαγαζιά. Ήταν ένα ταξίδι από το οποίο γυρίσαμε πάρα πολύ γεμάτοι. Δεν έχω να σου πω έτσι πολύ άγριες ιστορίες από live. Κυρίως είναι το ίδιο το ταξίδι. Η ίδια η εμπειρία, δηλαδή δεν χρειάζεται να έχει κάποιο σημαδιακό γεγονός για να πω ότι κάτι ήταν ωραίο. Το συγκεκριμένο το θυμάμαι γιατί ήταν όλο γεμάτο, μεστό. Και θα μπορούσα να σου πω και πάρα πολλά άλλα στη θέση του. Απλά, αυτό ξεχωρίζει νοσταλγικά. Sorry! Δεν ξέρω πόσο καλή πληροφορία σου δίνω με τις απαντήσεις μου.
Μία χαρά είμαστε εμείς. Μη σε αγχώνει καθόλου.
Ο.Κ., Ο.Κ..
Επειδή αναφέρθηκες πριν σε λεωφορεία, σε τρένα και τα λοιπά, ποιος είναι ο αγαπημένος σου τρόπος να ταξιδεύεις αλήθεια;
Είμαι λίγο βολεψάκιας. Οπότε, θα πω το αεροπλάνο. Μ’ αρέσει η γρήγορη μετάβαση, παρόλο που στο ταξίδι στην Κίνα που σου είπα… αυτή ήταν... είχε ανταπόκριση η πτήση Ελλάδα-Ουκρανία 3 ώρες και Ουκρανία Πεκίνο άλλες 10. Και για κακή μας τύχη πέσαμε πάνω σε τυφώνες. Οπότε, η πτήση διήρκεσε 16 ώρες. Μείναμε και 6 ώρες προσγειωμένοι, αλλά μέσα στο αεροπλάνο, χωρίς να βγούμε καθόλου, το πήρε εντάξει… μου θύμισε κάτι Αθήνα-Αλεξανδρούπολη με το τρένο, ας πούμε. Τον καρβουνιάρη… πώς τον λένε; Οπότε, και το αεροπλάνο δεν σου εγγυάται ότι θα πας γρήγορα αναγκαστικά, αλλά ναι. Θα έλεγα αεροπλάνο, ναι. Η μετάβαση είναι κάτι το οποίο θέλω να συμβαίνει γρήγορα, να το θέσω έτσι. Οπότε, ναι. Αεροπλάνο είναι το αγαπημένο μου.
Δεν ήξερα καθόλου για το ταξίδι στην Κίνα και των Σαολίν το ναό. Θέλω, αν μπορείς, να μας ταξιδέψεις λίγο περισσότερο εκεί πέρα.
Ναι. Τι να πω γι’ αυτό το ταξίδι; Ο ναός βρίσκεται σε μία επαρχία της Κίνας που λέγεται Ντεγνκ Φεγνκ. Φτάσαμε εκεί με τα 1000 ζόρια μετά τους τυφώνες. Χάσαμε το τρένο. Πήραμε δεύτερο αεροπλάνο. Καταλήξαμε εκεί. Μία μικρή ομάδα 5-6 ατόμων, μαζί με τον δάσκαλό μου, ο όποιος έχει ζήσει πολλά χρόνια στο ναό. Είναι μία ιδιαίτερη καθημερινότητα. Ξυπνάς πάρα πολύ πρωί. Ξεκινάς κάνοντας κάποιες ασκήσεις λίγο πιο χαλαρές, που είναι πιο πολύ ενσυνείδητη κίνηση στην πραγματικότητα. Ισορροπεί μεταξύ γυμναστικής και διαλογισμού. Τρως πρωινό. Ξεκουράζεσαι για λίγη ώρα. Ξανακάνεις δεύτερη προπόνηση, δηλαδή η προπόνηση αθροίζεται από 6,5 μέχρι 9 ώρες την ημέρα. Αθλείσαι πολύ. Μαθαίνεις κάποιες φόρμες όσο είσαι εκεί. Φόρμες, τουτέστιν, για τους λάτρεις του «Καράτε Κιντ», ας πούμε, είναι αυτό που λέμε το “Kata”, δηλαδή μία ακολουθία κινήσεων που την εξάσκηση και τη μαθαίνεις απέξω. Δοκιμάζονται οι σωματικές σου αντοχές. Είναι σκληρή προπόνηση. Το ζέσταμα, η ίδια η προπόνηση, οι συνθήκες… αλλά βρίσκεσαι σ’ ένα μέρος το οποίο είναι… κυριολεκτικά, ο ναός βρίσκεται κυριολεκτικά στο κέντρο, ανάμεσα σε 5 βουνά. Δεν έχεις επαφή με τον πολιτισμό με κάποιο τρόπο. Είσαι εσύ και η φύση και οι τοίχοι του ναού. Η ηρεμία. Ξεπερνάς τα όριά σου. Αλλάζεις παραστάσεις μ’ ένα τρόπο που τα ταξίδια εντός Ευρώπης, που είχα κάνει τουλάχιστον μέχρι τότε, δεν συγκρίνεται με αυτή την εμπειρία, δηλαδή να πηγαίνεις κάπου που να μην καταλαβαίνεις τις πινακίδες, να μην καταλαβαίνεις τίποτα από τη γλώσσα, να μην καταλαβαίνει κανείς αγγλικά… είσαι αντιμέτωπος με το καινούργιο. Ανοίγει, σίγουρα, τους ορίζοντές τους μ’ ένα πρωτόγνωρο τρόπο. Η κουζίνα είναι πολύ διαφορετική. Φάγαμε πολλά πράγματα τα οποία δεν πίστευα ότι [01:10:00]θα φάω ποτέ στη ζωή μου… δεν θα μπω στα παραπάνω λεπτομέρειες. Άντε! Σκορπιούς φάγαμε σίγουρα, που είναι σαν μαριδάκια γευστικά, αλλά δεν περίμενα ποτέ στη ζωή μου ότι θα τρώω σκορπιούς σαν να τσιμπάω μαρίδες. Μία άλλη καθημερινότητα. Πολλή σιωπή. Πολύς διαλογισμός. Μία πολύ διαφορετική τελετουργικότητα απ’ αυτή που έχουμε μάθει εδώ στα Βαλκάνια. Ένα ταξίδι που γυρνάς πλουσιότερος, με πολλά στις αποσκευές σου τις νοητικές και σκοπεύω να το ξανακάνω. Απλά, ήμουνα τυχερός γιατί το έκανα ακριβώς πριν έρθει ο COVID. Αυτή τη στιγμή είναι πάρα πολύ δύσκολο να επισκεφτείς την Κίνα υπό τις παρούσες συνθήκες. Θέλω, όμως, να το ξανακάνω, τουλάχιστον άλλη 1 φορά όσο ακόμα αντέχω, γιατί δεν ένα πρόγραμμα το οποίο είναι εύκολο να το ακολουθήσεις. Ήτανε, μιας που αναφερθήκαμε σε τομές πριν και το συγκεκριμένο ταξίδι το θεωρώ ένα από τα σημεία τομές στη ζωή μου. Γύρισα άλλος άνθρωπος απ’ ότι πήγα. Πολύ ρύζι! Πολύ ρύζι! Πάρα πολύ ρύζι!
Αν θες να μας πεις, άλλος άνθρωπος πώς;
Πιο διαυγής. Αυτό που σου είπα πριν αναφερόμενος στον «Ψευδοπροφήτη». Ξέρεις… θέλοντας να δούμε κάποια, ας τα πούμε αξιοθέατα που αφορούν την παράδοση του κουνγκ φου, συγκεκριμένα τη «Σπηλιά του Ταμό», ανεβαίνεις σε ένα βουνό με σκαλοπάτια. 7.000-7.500 σκαλιά; Δηλαδή είναι μία πάρα πολύ μεγάλη ανάβαση μέχρι να φτάσεις εκεί, να φτάσεις στην ίδια τη σπηλιά, εκεί που διαλογίστηκε ο Ταμό τόσο πολύ που έμεινε το αποτύπωμα της σκιάς του στον τοίχο… αυτό είναι το αξιοθέατο. Τίποτα. 1 τετραγωνικό στο οποίο μπαίνεις μέσα και βγαίνεις. Δεν είναι κάτι, αλλά η διαδρομή μέχρι εκεί σε δοκιμάζει. Εμείς, μάλιστα, το κάναμε με μία άτυπη συμφωνία μεταξύ μας… το κάναμε και χωρίς νερό, δηλαδή είπαμε: «Νερό θα πιούμε στην κορυφή». Οπότε, μετά από λίγο υπάρχει μία καμπύλη gauss που ανεβαίνει και δοκιμάζεται η αντοχή σου, πονάνε τα πόδια σου, στην οποία, όμως, άπαξ και φτάσεις στην κορύφωση της, μετά το σώμα σου σε ξεπερνάει, δηλαδή ανακαλύπτεις δυνάμεις που δεν έχεις και μέσα σε μία τέτοια διαδρομή σ’ ένα βουνό με απόλυτη ησυχία, στην οποία ο μεγαλύτερος θόρυβος που θα ακούσεις είναι το θρόισμα των φύλλων, στην οποία θα δεις ανθρώπους να ανεβαίνουν 80 χρόνων, 85 χρόνων, να κάνουν την ίδια ανάβαση με σένα, γιατί η πνευματική τους ανάγκη τους οδηγεί στο να φτάσουν κι αυτοί εκεί, στο ίδιο σημείο… δεν ξέρω πως να το περιγράψω. σε καθαρίζει. Διώχνει από το μυαλό σου το θόρυβο και έχουμε πολύ θόρυβο στην καθημερινότητά μας, από τις ίδιες μας τις σκέψεις, από τους ίδιους τους φυσικούς ήχους… επομένως, προσφέρει μία καθαρότητα και μία διαύγεια, η οποία, νομίζω, σε φέρνει όχι αντιμέτωπο… σε φέρνει σε επαφή με τον εαυτό σου μ’ ένα τρόπο λίγο διαφορετικό απ’ αυτόν που έχουμε μάθει. Δεν είναι το ίδιο με το «Πηγαίνω στην παραλία και ηρεμώ». Είναι κάτι άλλο. Έχει μεγαλύτερη πνευματικότητα και ήρθα σε καλύτερη επαφή με τον εαυτό μου. Με ανακάλυψα πολύ πιο καλά. Νομίζω αυτή ήτανε η κυρία αλλαγή.
Αλήθεια, επειδή είσαι ένας άνθρωπος που αγαπάς το λόγο, τη γλώσσα γενικότερα, πώς ήταν να μην μπορείς να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους γύρω σου; Και πώς επικοινωνούσες, μάλλον;
Η στοιχειώδης επικοινωνία είναι παντού η ίδια, δηλαδή τις βασικές σου ανάγκες… το να φάω, να πιω, προς τα που πάω εκεί, προς τα πού πάω εδώ… τα επικοινωνείς και με εξωλεκτική επικοινωνία, αλλά από κει και πέρα, εντάξει, ήξερε κάποια στοιχειώδη κινέζικα ο δάσκαλός μου. Οπότε είχαμε και έναν άτυπο μεταφραστή και από κει και πέρα δεν χρειάστηκε και ιδιαίτερη επικοινωνία, αλλά αυτό που, έτσι, αξίζει να πω μιας που με ρωτάς κάτι τέτοιο είναι, επειδή υπήρχαν και μικρά παιδιά εκεί, τα σαολινάκια, από 4 χρόνων. 5, 6, 8 και τα λοιπά… με τα παιδιά επικοινωνείς όπως και να χει, δηλαδή θα παίξεις μαζί τους. Οπότε η μη λεκτική επικοινωνία είναι στα ύψη εκεί πέρα και βλέπεις ότι σε όποιο μέρος του πλανήτη και να ‘σαι υπάρχει μία διάλεκτος να χρησιμοποιήσεις. Οπότε δεν ήτανε πολύ διαλόγου, αλλά η βασική επικοινωνία υπήρχε. Υπήρχε.
Αναφέρθηκες πριν ότι υπήρχε πολλή σιωπή. Πώς είναι αλήθεια αυτό το συναίσθημα;
Η σιωπή είναι δύσκολος αντίπαλος. Και δύσκολος σύμμαχος. Είναι μέρος της καθαρότητας που έλεγα πριν. Είναι κομμάτι αυτό που σου είπα, ότι φεύγει ο θόρυβος, δηλαδή και στα δικά μας πλαίσια να τα δούμε, πέρα από τα πλαίσια της Κίνας και του ναού, έχει τα πλεονεκτήματα του όταν μένεις μόνος σου με τον εαυτό σου σε σιωπή και δεν τη σπας, γιατί οι πιο πολλοί τείνουμε να σπάσουμε τη σιωπή… απ' το να ανοίξουμε την τηλεόραση να παίξει το background, να βάλουμε να δούμε κάτι, να βάλουμε να ακούσουμε κάτι, να μιλήσουμε με κάποιο στο τηλέφωνο, αλλά όταν υπάρχει γύρω σου ένα περιβάλλον που την ευνοεί τη σιωπή, την ενισχύει… είναι λίγο σαν να είσαι κάτω απ’ το νερό και σε ακούς καλύτερα. Αυτό μπορώ να πω.
Θέλω, αν θέλεις κι εσύ, να πάμε λίγο στους Ladose, στη γνωριμία σου με τον Λόγο Απειλή, με τον Κριτή και τα λοιπά. Πώς ξεκίνησε αυτό το ταξίδι αλήθεια;
Υπήρχε παλιά… δεν ξέρω αν θα το έχεις προλάβει, αν θα το θυμάσαι. Υπήρχε ένα πράγμα που λεγότανε MIRC. Το ξέρεις το MIRC; O.K.. To MIRC, λοιπόν, ήταν ένα μεγάλο chatroom, στο οποίο υπήρχανε θεματικά κανάλια μέσα στα οποία μπορούσες να μπεις. Ένα απ' αυτά ήταν ένα κανάλι το οποίο είναι σχετικό με το hip-hop, στο οποίο μπαίναμε καμιά 20-30-40 max άτομα απ’ όλη την Ελλάδα και μπορεί να συζητάγαμε, ας πούμε. Εκεί, γνώρισα έναν φίλο του Κριτή, ο οποίος μου έστειλε για πρώτη φορά τα κομμάτια τους, κομμάτια των Μουσικών Ισοβιτών και ενθουσιάστηκα, δηλαδή τότε… hip-hop στην Αλεξανδρούπολη, στην άλλη πλευρά της Ελλάδας… μου φάνηκε… ξέρεις. Ήμουνα σε φάση ότι «Τι θα ακούσω τώρα; Τι θα μου στείλει»; Και τους άκουσα και έπαθα σοκ. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τον ήχο του Κριτή. Στην πορεία, ήρθα και σε επαφή μαζί του. Αρχίσαμε επικοινωνούσαμε μέσω αυτού chatroom. Το πρώτο μας κομμάτι το κάναμε πριν γνωριστούμε δια ζώσης. Αυτό το κομμάτι λεγόταν «Έμαθα πώς» και μπήκε τον πρώτο μου δίσκο. Στην πορεία, έκανα ένα ταξίδι προς Αλεξανδρούπολη και τον γνώρισα στον ενδιάμεσο σταθμό της Θεσσαλονίκης, το Θανάση και από κει έδεσε το γλυκό, γιατί ταιριάξαμε και σαν άνθρωποι, δηλαδή υπήρξε αμοιβαία συμπάθεια εξαρχής. Τον θαύμασα απεριόριστα, δηλαδή το τι μπορούσε να κάνει αυτός ο άνθρωπος το 2004, όσον αφορά τη μουσική, για μένα ήταν κάτι εξωπραγματικό, γιατί εγώ ακόμα ήμουνα στις σπηλιές σε επίπεδο μουσικής παραγωγής, στο οτιδήποτε ας πούμε και γνωρίζοντας το Κριτή ένιωσα σα να γνώρισα ένα μικρό Θεό με βάση αυτά που έκανε. Το ένα έφερε το άλλο. Ο Κριτής, ως βόρειος, ήξερε και το Λόγο Απειλή και τον Μπούκλα. Γνωριζόντουσαν. Τους γνώρισα και εγώ μέσω αυτού. Και με το Λόγο Απειλή έπαθα σοκ, με τις ικανότητές του στο μικρόφωνο και κάποια στιγμή κύλησε ο βράχος και το ένα έφερε το άλλο, δηλαδή όλοι θαυμάζαμε ο ένας τη μουσική του άλλου. Είπαμε: «Δεν συμπράττουμε κιόλας; Δεν κάνουμε κάτι όλοι μαζί»; Και έτσι γεννήθηκαν οι Ladose, μία μπάντα που ο καθένας βρισκόταν σε άλλο μέρος της Ελλάδας τότε. Εγώ ήμουνα στα Γιάννενα. Σπούδαζα. Ο Κριτής ήταν στην Αλεξανδρούπολη. Ο Λόγος Απειλή ήταν στην Κοζάνη. Ο DJ Wester ήταν στη Θεσσαλονίκη. Ο Μπούκλας ήταν στη Ροδόπη, δηλαδή ήμασταν συγκρότημα που επικοινωνούσε διαδικτυακά, δηλαδή διαλέγαμε μία μουσική, έγραφε ο καθένας το δικό του, το ενώναμε. Δεν είχαμε την αλληλεπίδραση του γκρουπ τότε, στον πρώτο δίσκο, γιατί, στην πορεία, αρχίσαμε να κανονίζουμε συναντήσεις σε κάποια πόλη της Ελλάδας. Συνήθως, κάθε φορά σε κάποια διαφορετική για να είναι ισότιμο και βρισκόμασταν και γράφαμε. And the rest is history. Κάναμε αυτό που… αφήσαμε μία παρακαταθήκη πίσω, η οποία είναι αυτή που είναι, είτε με τα σόλο είτε με τους δίσκους του συγκροτήματος. Εντάξει, μία φοβερή διαδρομή. Ακόμα είμαστε πολύ φίλοι και πολύ αγαπημένοι και τώρα τελευταία έχουμε έρθει ακόμα πιο κοντά και μουσικά, δηλαδή έκανε ο καθένας ένα μεγάλο κύκλο μόνος του. Τώρα τελευταία έχω κάνει και εγώ κάποια κομμάτια με το Λόγο Απειλή. Τώρα, την άλλη εβδομάδα, μετά από αρκετά χρόνια που 'χω να τον δω από κοντά, πάω μία βόλτα στην Αλεξανδρούπολη να δω και τον Κριτή. Έχουμε ισχυρούς δεσμούς. Έχουμε ισχυρούς δεσμούς που δεν αλλοιώνονται με το χρόνο, ακόμα και αν οι συνθήκες και η ενήλικη ζωή μας [01:20:00]απομακρύνουνε εκ των πραγμάτων. Γιατί και ο καθένας πάλι είναι στον τόπο του, έτσι; Ο Χρήστος είναι στη Θεσσαλονίκη, ο Θανάσης είναι στην Αλεξανδρούπολη. Εγώ, πλέον, είμαι στην Αθήνα. Αλλά κρατάει ακόμα.
Θα γυρίσω λίγο πάλι στο κομμάτι «4 Γειτονιές» που ανέφερα νωρίτερα. Τις άλλες 3 γειτονιές, των υπολοίπων, τις γνώρισες;
Βέβαια, τις γνώρισα! Και στην Κοζάνη έχω πάει πολλές φορές. Και στην Αλεξανδρούπολη έχω πάει πολλές φορές. Στην Αλεξανδρούπολη υπηρέτησα και φαντάρος. Και στις Σάπες, το χωριό του Μπούκλα, πήγαμε. Τις γνώρισα, ναι. Τις γνώρισα. Και έχω και δεσμούς με αυτά τα μέρη. Έχω και δεσμούς. Δεν… όταν θα πάω εκεί, δε νιώθω ότι είμαι σε ένα ξένο μέρος. Οπότε, ναι. Και τις γνώρισα και ζήσαμε πράγματα εκεί. Πολλές όμορφες στιγμές.
Σε ένα στίχο, συγκεκριμένα… τώρα μου διαφεύγει το τραγούδι, λες: «Mε τον Κριτή να ‘χαμε γεννηθεί αδέλφια». Πώς είναι να νιώθεις μία τέτοια σχέση με έναν άνθρωπο ο οποίος δεν είναι στην πραγματικότητα αδερφός σου, αλλά νιώθεις σαν να είναι;
Ναι, κοίτα. Έχω την ευλογία στη ζωή μου να την έχω και με άλλους ανθρώπους αυτή τη σχέση, να νιώθω, δηλαδή, οικογένεια με ανθρώπους που δεν έχουμε βιολογική συγγένεια. Είναι ευλογία να έρχεσαι τόσο κοντά με κάποιον, γιατί και ο Θανάσης, συγκεκριμένα, δεν είναι κατ’ ευφημισμόν ένας άνθρωπος που τον λέω αδελφό μου. Έχει μοιραστεί μαζί μου τον κόπο του, το έργο του. Μου έχει εμπιστευτεί τη δουλειά του. Έχει κάνει κάτι το οποίο δεν ξέρω πόσοι μουσικοί παραγωγοί το κάνουμε. Κάποια στιγμή, μου έστειλε όλες του τις μουσικές, όλους τους φακέλους με τις μουσικές που είχε, πριν γίνω κάτι σε αυτό το χώρο και μου πε: «Πάρε ό,τι θέλεις». Δεν μου ζήτησε χρήματα πότε. Με εμπιστεύτηκε απόλυτα. Είναι ευλογία. Αυτό μπορώ να μπω. Είναι ευλογία να έχεις τέτοιους δεσμούς.
Από τα CD που κάνατε με τους Ladose ποιο θα έλεγες ότι είναι αυτό που αγαπάς, αν θες, περισσότερο; Και το κομμάτι. Αν θες, πες μου συγκεκριμένο κομμάτι.
Πιο πολύ αγαπάω το μεσαίο, το δεύτερο CD, το «Η γενιά του Prozac», κυρίως γιατί έχω καταπληκτικές αναμνήσεις από τη δημιουργία του, δηλαδή είχε έρθει ο Θανάσης, ο Κριτής, στην Αθήνα. Έκατσε, τουλάχιστον, 1-2 μήνες και το δουλεύαμε καθημερινά, δηλαδή μαζί το στήσαμε το project, δηλαδή εγώ και ο Θανάσης ήμασταν οι πυλώνες του συγκεκριμένου. Εκεί ήρθαμε και πιο κοντά και σα φίλοι, γιατί περάσαμε πάρα πολύ χρόνο μαζί και το αγαπημένο μου τραγούδι Ladose, καθαρά… δεν ξέρω αν τεχνικά το καλύτερο ή οτιδήποτε, αλλά είναι το αγαπημένο μου συναισθηματικά είναι το «Χτύπημα στο Λαιμό», που είναι την ίδια αυτή περίοδο που είχε έρθει ο Θανάσης. Ήρθε και ο Χρήστος κάποια στιγμή στην Αθήνα. Το γράψαμε σ’ ένα μεσημέρι και είναι και μεγάλο κομμάτι, δηλαδή έχει 2 κουπλέ ο καθένας και ο ενθουσιασμός που νιώσαμε με αυτό που δημιουργήσαμε ήταν απερίγραπτος, δηλαδή ακόμη και τώρα, όταν το ακούω, νιώθω το ίδιο συναίσθημα με τότε, ότι «Κοίτα τι φτιάξαμε σ’ ένα μεσημέρι». Είναι ένα κομμάτι που αγαπάω πάρα πολύ και ναι.. όταν σκέφτομαι Ladose, το soundtrack στο μυαλό μου είναι αυτό.
Θυμάσαι πώς το γιορτάσετε αφού το γράψατε;
Ναι. Πήγαμε για σουβλάκια. Πήγαμε για σουβλάκια και ρετσίνες σ’ ένα σουβλατζίδικο στη Γαλατσίου, το οποίο δεν υπάρχει και πλέον εδώ και πολλά χρόνια. Έχει κλείσει. Αλλά ναι. Αυτός ήταν ο τρόπος που γιορτάζαμε εμείς. Σουβλάκια.
Αλήθεια, επειδή δεν θυμάμαι εγώ προσωπικά, κάνατε πολλά live με τους Ladose;
Κάναμε αρκετά τα χρόνια που ήμασταν ενεργοί, αλλά όχι πάρα πολλά, γιατί η απόσταση δυσκόλευε και το μπάτζετ και το να μπορούμε όλοι την ίδια περίοδο... ήμασταν λίγο δύσκολη μπάντα. Η απόσταση, δηλαδή, μας δυσκόλεψε σε πάρα πολλά πράγματα. Κάναμε, όμως, αρκετά live. Κάναμε αρκετά live. Κάναμε και πολλά live πριν βγάλουμε δίσκο, τον πρώτο μας δίσκο και κάναμε και αρκετά μετά. Και τώρα νομίζω, αισίως, του χρόνου είναι και 10 χρόνια απ’ το τελευταίο μας live, δηλαδή ήτανε σαφές το πότε βάλαμε τέλεια, αλλά σχεδόν όλα όσα κάναμε είναι αξιομνημόνευτα, δηλαδή θα τα μνημονεύσουμε όποτε βρεθούμε. Θα τα συζητήσουμε, θα τα θυμηθούμε, θα τα σχολιάσουμε και κάποια live με τους Ladose είναι και τα καλύτερα live που έχω κάνει και εγώ προσωπικά, με ένα να ξεχωρίζει ιδιαίτερα το 2010, στο Sin City στην Αθήνα. Εντάξει… πώς δεν είχαμε θύματα από ασφυξία εκείνη τη μέρα από το πόσος κόσμος χώρεσε σ’ αυτό το μαγαζί είναι απερίγραπτο. Είναι απερίγραπτο. Ναι. Αυτά με τα live Ladose.
Θα κάνω μία ερώτηση γιατί είμαι fan κι εγώ. Οπότε…
Ό,τι θέλεις.
Υπάρχει περίπτωση να ξαναδούμε κάποια σύμπραξη των Ladose;
Μπορεί! Μπορεί. Δεν υπάρχει τίποτα προγραμματισμένο, αλλά το λέω αυτό το «μπορεί» γιατί είμαστε ακόμα πάρα πολύ κοντά σαν άνθρωποι. Απ’ τη στιγμή που εγώ τώρα κάνω κάποια κομμάτια με το Χρήστο, το “Heavy Mental”, το project που έχει τελευταία, τα 2/3, ας πούμε, είναι σαν να είναι ήδη στη θέση τους. Είναι όλα θέμα μιας καλής σύμπτωσης, δηλαδή να βρεθούμε σε μία παρόμοια φάση δημιουργικά, να έχουμε όλοι την ίδια όρεξη, να βρισκόμαστε σε περίοδο της ζωής μας που θέλουμε να πούμε κοινά πράγματα και να υπάρξει και η ευκολία του χρόνου για να γίνει αυτό, αλλά εφόσον έχουμε καλούς δεσμούς, είμαστε ακόμα φίλοι, επικοινωνούμε ακόμα, δε βρίσκω λόγο να το αποκλείσω να συμβεί και στο μέλλον. Ίσως, να είναι λίγο πιο δύσκολο πια, αλλά σίγουρα δεν είναι και σενάριο επιστημονικής φαντασίας να μας ξαναδείτε κάπου μαζί, σε κάποιο κομμάτι.
Τέλεια! Τους στίχους σου, γενικά, τους μοιράζεσαι; Θέλω να πω… όταν γράψεις… ας πούμε, στέλνεις στο Θανάση, στο Χρήστο να τους πεις: «Δες τι έγραψα. Πώς σου φαίνεται»;
Ναι. Όχι τώρα. Όχι στα solo project δηλαδή. Θα μοιραστώ, όμως, μαζί τους κομμάτια, δηλαδή, όταν έχω ηχογραφήσει κάτι, μπορεί να το στείλω για feedback, ότι «Άκου και αυτό» ή να τους τα βάλω ή οτιδήποτε ή αν τύχει και τους δω και έχω κάτι το οποίο δεν ηχογραφημένο μπορεί να τους το πω, ρε παιδί μου, να το ακούσουν. Θα τους μοιραστώ. Με τους συγκεκριμένους θα τους μοιραστώ. Γενικά, όταν για κάτι είμαι σίγουρος, το μοιράζομαι. Δεν έχω πρόβλημα. Δηλαδή, αν είχα τώρα κάτι που δεν έχεις ακούσει… ας πούμε, μόλις τελείωνε η συνέντευξη, θα σου έλεγα: «Δημήτρη, άκου και αυτό. Πες μου τη γνώμη σου γι’ αυτό», αλλά όταν το έχω ολοκληρώσει και όταν νιώθω σίγουρος γι’ αυτό, το οποίο, εντάξει, δεν είναι το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο. Γι’ αυτό και δημοσιεύω λίγο.
Θα γυρίσω λίγο στον παππού σου. Βλέπεις γυρνάμε συχνά εκεί πέρα.
Ναι. Ναι. Ναι. Ο παππούς είναι σημείο αναφοράς.
Επειδή αναφέρθηκες στη ρίμα... εκείνος δεν έγραφε. Εσύ πώς κατέληξες να γράφεις με ρίμα; Θέλω να πω… δοκίμασες να γράψεις και ελεύθερο στίχο; Πώς κατέληξες εκεί;
Όχι. Εμένα μου κέντρισε πολύ το ενδιαφέρον η ομοιοκαταληξία σ’ αυτά τα 2 στάδια που σου είπα, Ημισκούμπρια και Terror-X-Crew, δηλαδή, παρόλο που η ομοιοκαταληξία σε περιορίζει, γιατί σου θέτει ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο στο να εκφραστείς, τη θεωρώ πρόκληση και η καλή ομοιοκαταληξία δεν είναι εύκολη υπόθεση, δηλαδή έχει ένα βαθμό δυσκολίας που με κινητοποιεί, αλλά η ομοιοκαταληξία ήρθε στη ζωή μου από τα ακούσματά μου, δηλαδή με ενθουσίασε. Κούμπωναν τα πράγματα ρε παιδί μου. Δεν είμαι τετραγωνάκιας, αλλά το συγκεκριμένο μου κούμπωνε, δηλαδή το άκουγα και με ενθουσίαζε. Οπότε θέλησα να το κάνω κι εγώ.
Έχοντας συμμετάσχει σε διάφορα σχήματα, και στους Ladose και στους Διαρρήκτες νωρίτερα, πού θα τα έβαζες σαν εμπειρία συγκριτικά με την σόλο καριέρα;
Είναι διαφορετικά και ετερογενή πράγματα και πατάει πάνω στο διαχωρισμό που σου 'πα πριν. Το συγκρότημα ήταν παρεΐστικο. Ήταν ο χώρος ο χρόνος που πέρναγα καλά. Υπήρχε αυτή η άμιλλα. Υπήρχε αυτή η αλληλεπίδραση. Τα συγκροτήματα ήταν διασκέδαση για μένα. Τα σόλο είναι κόπος όμως, δηλαδή, εκεί, στα σόλο είμαι εγώ και ο εαυτός μου. Οπότε με μένα έχω ν' αναμετρηθώ, ενώ στα συγκροτήματα δεν αναμετρώμαι με κανέναν. Απλά το απολαμβάνω είναι. Είναι άλλο πράγμα εντελώς. Είναι άλλο πράγμα.
Από τα προσωπικά κομμάτια που έχεις βγάλει ποιο θα έλεγες ότι είναι αυτό που είναι στη μνήμη σου σαν… το πιο πολύτιμο, ίσως, θα έλεγα;
Κοίτα. Αν το πάρουμε ιστορικά, δηλαδή ποιο έχει μείνει πίσω ρε παιδί μου στη συνείδηση του κόσμου, νομίζω, πάμε αυτόματα στο «Θανατοποινίτη». Είναι το πιο αγαπημένο, αλλά σε προσωπικό επίπεδο, ίσως, γιατί είναι και πιο φρέσκο αυτή τη στιγμή και είμαι ακόμα υπό την επήρεια αυτής της περιόδου, ας πούμε, αγαπάω ιδιαίτερα το «Η Αλεξάνδρεια Φλέγεται». Αυτή την περίοδο της ζωής μου το θεωρώ, ίσως, το καλύτερο πράγμα που έχω γράψει, παρόλο που, μάλλον, μόνο εγώ το καταλαβαίνω στην πληρότητά του. Εντάξει. Και λογικό. Αυτή την περίοδο αυτό είναι το αγαπημένο μου. Ναι.
Κάποια στιγμή στο τελευταίο live, που σε παρακολούθησα την προηγούμενη εβδομάδα… πριν 2 εβδομάδες…
[01:30:00]Πριν 2 εβδομάδες. Ναι.
… στη Θεσσαλονίκη, στο 8Ball, είπες μεταξύ κάποιων τραγουδιών ότι «Όπως είναι και η ζωή, από τη χαρά στη λύπη και απ’ τη λύπη στη χαρά, έτσι πηγαίνουν και τα τραγούδια σου». Οπότε, πέρασες από ένα λυπημένο σ’ ένα χαρούμενο, αν θυμάμαι καλά. Αυτή η εναλλαγή συναισθημάτων υπάρχει και στα κομμάτια σου, γενικότερα, θεωρείς;
Υπάρχει ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Αν δεν αποδεχτείς το γεγονός ότι η αλλαγή είναι διαρκής και συνεχόμενη, μάλλον θα δυστυχήσεις. Επομένως, αφού υπάρχει στη ζωή και εφόσον είμαι ένας άνθρωπος που εμπειρικά γράφει, αντικατοπτρίζεται και στα κομμάτια αυτό το πράγμα. Υπάρχουν αυτές οι μεταβάσεις. Είναι φυσιολογικό να υπάρχουν. Δεν αγκιστρώνομαι στη στιγμή. Αν περνάω μία καλή περίοδο, την απολαμβάνω και προσπαθώ να μην ανησυχώ για το πότε θα γυρίσει ο τροχός, όπως, πλέον, νομίζω ότι είμαι και αρκετά ώριμος και έμπειρος να αναγνωρίζω και το ανάποδο, ότι σε μία κακή περίοδο είναι αυτό που είναι και θα έρθει, αναπόφευκτα, η στιγμή που θα ανδρωθώ περαιτέρω μέσα απ’ αυτή και θα έρθει μία στιγμή στην οποία θα ξαναγυρίσει ο τροχός. Οπότε, ναι. Υπάρχει αυτή η αλλαγή και προσπαθώ να την ακολουθώ και στις λίγες ζωντανές εμφανίσεις που κάνω. Μου αρέσει να είναι ένα συναισθηματικό rollercoaster η μουσική εμπειρία μαζί μου και ναι. Είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζω τη ζωή. Οπότε φαίνεται και στα τραγούδια.
Αλήθεια, από όνειρα και στόχους, γιατί, για μένα, είναι 2 διαφορετικά πράγματα, τι έχεις από δω και πέρα, αν θέλεις;
Κοίτα. Το βασικό, νομίζω, είναι κάτι μεταξύ των γραμμών που σου είπα πριν. Θέλω να επεκτείνομαι σαν άνθρωπος, να μεγαλώνω με την έννοια του growth, όχι του ηλικιακού μεγαλώματος, ας πούμε. Θέλω να είμαι ένας άνθρωπος εμπλουτισμένος, όσο περνάνε τα χρόνια, να μην εγκλωβιστώ στα στεγανά μου. Θέλω να ‘μαι, για να το πάω πολύ μακριά, ας πούμε, ένας παππούς που θα αξίζει τον κόπο να κάτσεις μαζί του. Οπότε, νομίζω ότι αυτό είναι… δεν θέλω να πω… είναι και όνειρο και στόχος. Είναι η κατεύθυνση μου το συγκεκριμένο πράγμα, δηλαδή προσπαθώ να δω μία ζωή που θα με οδηγήσει εκεί. Προφανώς και δεν είμαι ένας τύπος ο οποίος είναι όλη τη μέρα πάνω από ένα βιβλίο ή όλη τη μέρα φιλοσοφεί ή οτιδήποτε τέτοιο, ρε παιδί μου. Το ζω και πολύ καθημερινά, αλλά προσπαθώ να έχω μία πορεία προς τα εκεί. Έχω την τύχη να ασχολούμαι με τα πράγματα που θέλω, δηλαδή και η δουλειά μου ως ψυχολόγος και η καλλιτεχνική μου ιδιότητα είναι 2 πυλώνες στη ζωή μου, τους οποίους έχω στόχο να επεκτείνω. Θέλω να δημιουργώ. Θέλω να είμαι για τον άνθρωπο. Με εμπλουτίζουν και εμένα και τα 2, δηλαδή δεν είναι μία διαδικασία… είναι δούναι και λαβείν. Δεν νιώθω ότι ούτε μόνο προσφέρω ούτε μόνο παίρνω. Οπότε, είναι μία εκπληκτική ισορροπία αυτή. Για να απαντήσω τους στόχους, λοιπόν, στα πράγματα που κάνω να γίνω καλύτερος σε αυτά. Πιο ουσιαστικός, πιο διορατικός, πιο βαθύς και αυτά με τη σειρά τους θα οδηγήσουν και στο όνειρο. Αυτό.
Τα οποίο όνειρο είναι ο παππούς ο οποίος θα αξίζει να κάτσεις μαζί του;
Εντάξει. Δεν έχω όνειρο το να γεράσω ρε παιδί μου. Να το θέσω έτσι. Θέλω να είμαι ικανός να ζω το τώρα, χωρίς να το απωθώ, χωρίς να αγκιστρώνομαι πάνω του, χωρίς να το αναθεματίζω, χωρίς το εξυψώνω. Θέλω να βιώνω με μία πληρότητα και όσο περίεργο και να φαίνεται είναι το όνειρο της κάθε μέρας αυτό. Γι’ αυτό και όταν σου λέω ένα μεγαλύτερο ευρύτερο όνειρο, κοιτάω στο τέλος του κύκλου, γιατί το όνειρο αυτό σπάει και σε μικρότερα κομμάτια, το οποίο το ζεις κάθε μέρα. Θέλω να ‘μαι ένας άνθρωπος που πέρασε και ακούμπησε, δηλαδή δεν θα 'θελα να ζήσω μία κενή ζωή, ρε παιδί μου. Ήρθα, έφυγα και τι έγινε; Όχι υπό το πρίσμα της ματαιοδοξίας, δηλαδή όποιος και να σαι, ό,τι και να κάνεις, σε 100 χρόνια και λέω και πολλά, ίσως, δεν σε θυμάται κανείς, αλλά έχω, ας πούμε, στο μυαλό μου ότι τη μέρα που θα φύγω θα στεναχωρηθούν 100 άνθρωποι, ρε παιδί μου. Θα κάνουν μία σπονδή για μένα. Να το θέσω έτσι. Και νομίζω ότι αυτό είναι ένα αρκετά καλό όνειρο για τη ζωή, το να φύγεις έχοντας ζήσει μία ζωή μεστή και να την έχεις ζήσει. Και παλιότερα δεν θα το έλεγα αυτό για μένα, αλλά είτε με τον καλό είτε με τον κακό τρόπο και οι 2 λέξεις εντός εισαγωγικών, την έχω ζήσει τη ζωή μου. Έχω εμπειρίες και θέλω να συνεχίσω να έχω και νομίζω… αυτό είναι μεγαλεπήβολο; Είναι ταπεινό όνειρο; Δεν ξέρω τι είναι, αλλά αυτό ονειρεύομαι για μένα. Ναι. Ας βάλω μία τελεία.
Η σπονδή που ανέφερες νωρίτερα ποια θα ήθελες να είναι; Το άκουσμα του αγαπημένου τραγουδιού του Ραψωδού;
Όχι αναγκαστικά. Κοίτα. Είναι και αυτό μία μεγάλη τιμή, έτσι; Παράδειγμα, για να μην αναφερθώ τώρα σε ποιητές ή οτιδήποτε τέτοιο. Όταν πέθανε ο Μητροπάνος, θυμάμαι, είχα κάνει μία βόλτα στη γειτονιά και άκουγες Μητροπάνο απ’ όλα τα μπαλκόνια, δηλαδή σημαίνει ότι ο άνθρωπος άγγιξε. Είναι αυτό που σου λέω: «Πέρασε και ακούμπησε». Δεν ονειρεύομαι κάτι τέτοιο για τον εαυτό μου. Λίγο μ' ενδιαφέρει εάν θα βάλουν να ακούσουν τραγούδια μου εκείνη τη μέρα ή οποιοδήποτε άλλο έργο μου μπορεί να έχω δημιουργήσει όσο το ότι..., να είμαι απώλεια ενός ανθρώπου με τον οποίο δημιούργησες μία σχέση και ας μη τον γνώρισες ποτέ, δηλαδή με ενδιαφέρει το να σχετιστώ. Ακόμα και αν δεν είναι στο face-to-face επίπεδο. Γιατί μέσα από τις σχέσεις υπάρχουμε. Οπότε, μάλλον αυτό. Η σπονδή θα είναι μία συγκίνηση. Ας πούμε, χθες πέθανε ο Βαγγέλης, ο Βαγγέλης ο Παπαθανασίου. Εγώ την κάνω την σπονδή μου για το Βαγγέλη, γιατί έχω συγκινηθεί μέσα απ' το έργο του. Με έχει αγγίξει. Έχω νιώσει κάθαρση μέσα από τη μουσική του. Αυτή είναι η ελπίδα που θα ‘θελα να ‘χω και για τον εαυτό μου, ακόμα και σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Προφανώς, δεν περιμένω ούτε δείχνουν τα πράγματα ότι θα έχω ένα τέτοιο status στο καλλιτεχνικό στερέωμα, αλλά στο μικρόκοσμο μου κι εγώ. Αυτό το πράγμα θα ήθελα. Αυτό το πράγμα θα ήθελα, να φύγω κι αυτό κάτι να σημαίνει. Αυτό.
Αλήθεια, σκέφτηκες ποτέ αυτό… την τέχνη που κάνεις, να το πω έτσι, άσχετα απ’ το επάγγελμα του ψυχολόγου που κάνεις, το σκέφτηκες ποτέ με τέτοιο τρόπο; Ως επάγγελμα, ίσως, στο μέλλον όσο μεγάλωνες ή ήταν ένα πάθος πάντα;
Το καλλιτεχνικό κομμάτι; Όχι, γιατί η δράση μου εμένα, εκεί που κορυφώθηκε, ήταν και σε μία περίοδο που δεν σου επέτρεπε ποτέ να το ονειρευτείς αυτό, αλλά και πολύ συνειδητά κατάλαβα γρήγορα ότι αν εξαρτηθεί ο βιοπορισμός μου από αυτό, θα χαθεί η μαγεία, δηλαδή όταν πρέπει να βγάλεις το ψωμί σου, υπάρχει ένα «πρέπει» μέσα στην πρόταση. Κι αυτό θα σε οδηγήσει σε μονοπάτια τα οποία δεν σου αφήνουν να είσαι ελεύθερος δημιουργικά, δηλαδή αν έπρεπε να ζήσω απ’ αυτό, δεν θα μπορούσα να πω: «7 χρόνια αποσύρομαι μέχρι να νιώσω έτοιμος» και επειδή την έχω πολύ ψηλά στη ζωή μου τη δημιουργικότητα… όχι. Δεν θα ‘θελα να ζω απ’ αυτό, δηλαδή και να μου δινόταν η δυνατότητα, πλέον ξέρω ότι δεν θα το έπαιρνα αυτό το πράγμα. Δεν το θέλω. Προτιμώ, ακόμα κι αν έχει, προφανώς, τα θετικά του, θα μου στερούσε την ουσία. Δεν θα ‘θελα να ζω απ' την τέχνη.
Θέλω να ρωτήσω για τον «Θανατοποινίτη» κάτι. Πώς τον εμπνεύστηκες ακριβώς; Θέλω να πω… έχω κάτσει πολλές φορές και αναρωτηθεί: «Πώς γράφτηκε αυτό το κομμάτι»;
Είναι από τις πιο σπάνιες στιγμές καθαρής έμπνευσης, δηλαδή αυτό που έχω να λέω… δεν ήταν μία ιδέα που τη δούλευα, που τη σκέφτηκα. Δεν την παίδεψα. Ήταν ένα ωραίο πρωί προς μεσημέρι. Σηκώθηκα. Έφτιαξα τον καφέ μου κι εκείνη τη μέρα έγραψα τραγούδια, ένα εκ των οποίων ήταν ο «Θανατοποινίτης». Νομίζω δεν πήρε πάνω από μισή ώρα να το τελειώσω. Είναι από αυτές τις στιγμές, ρε παιδί μου, που είναι σαν να ανοίγει το κεφάλι σου και να μπαίνει μέσα φως, ας πούμε, από τον ουρανό. Δεν έχω να πω κάτι παραπάνω. Αυτό το κομμάτι συνέβη. Δεν έχω κάποια ενδιαφέρουσα ιστορία να πω πίσω από αυτό, ρε παιδί μου. Προφανώς, έχω να πω μία ιστορία εκ των υστέρων, γιατί μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι υπήρχαν λόγοι που το έγραψα. [01:40:00]Υπήρχε το υπόβαθρο μέσα μου κι έχει ένα πολύ βαθύ προσωπικό συμβολισμό για μένα, τον οποίον θα τον αναπτύξω σε μεταγενέστερη φάση της ζωή μου κάποια στιγμή, δηλαδή κι όλα αυτά που σου είπα ότι δεν θέλω να αναφερθώ σε αυτά, ξέρω γω… αν κάποια στιγμή είμαι γέρος και έχω την πνευματική διαύγεια, όταν αποσυρθώ από το επάγγελμα του ψυχολόγου, τότε θα πω κάποια πράγματα, που μέχρι τότε δεν θέλω να τα μοιραστώ. Τότε θα μιλήσω και για τον «Θανατοποινίτη» περισσότερο, αλλά τη στιγμή που τον έγραφα δεν υπήρχε κάτι για να σου πω: «Έτσι γράφτηκε». Υπήρχαν ,προφανώς, πολλές εμπειρίες οι οποίες στο ασυνείδητο επίπεδο δημιούργησαν μία ιστορία και έγιναν κατανοητές μετά.
Μιας και είσαι ψυχολόγος, θα τολμήσω να κάνω αυτή την ερώτηση και να μου πεις τη γνώμη σου.
Do it!
Για ποιο λόγο πιστεύεις ότι είναι το κομμάτι που αγαπάει τόσο πολύ ο κόσμος; Όχι το μόνο, αλλά ένα κομμάτι που αγαπάει πάρα πολύ.
Γιατί είναι αρχετυπικό. Είναι αρχετυπικό, δηλαδή η εσωτερική φυλακή και η προσωπική απελευθέρωση νομίζω είναι κάτι που μπορεί να αγγίξει τον οποιοδήποτε, δηλαδή όλοι έχουμε μία κιμωλία. Οπότε νομίζω ότι κάνει resonate με τον οποιονδήποτε έρχεται σε επαφή μαζί του. Κι εγώ, αν το άκουγα, θα μου άρεσε σαν τραγούδι. Και εγώ θα ταυτιζόμουνα μαζί του. Οπότε, νομίζω ότι αυτό έχει ένα αρχετυπικό υπόβαθρο από πίσω που επιτρέπει στον οποιονδήποτε να το βιώσει.
Για να είμαι ειλικρινής δεν θέλω να τελειώσει αυτή η συνέντευξη.
O.K.. Εγώ δεν έχω περιορισμό στο χρόνο. Συζητάμε όσο θες.
Θέλω να σε ρωτήσω αν υπάρχει κάτι το οποίο έχουμε παραλείψει και θα ήθελες εσύ να αναφερθούμε; Κάτι που θέλεις να βγάλεις εσύ από μέσα σου.
Κοίτα. Μου είναι πολύ δύσκολο να περιαυτολογώ, δηλαδή πολύ δύσκολα θα μιλήσω για μένα. Και στη διάρκεια της συνέντευξης μας νομίζω λέω λιγότερα απ’ όσα θα μπορούσα, αλλά αυτό είναι και λίγο από φυσική συστολή. Επομένως, δεν μπορεί να πάει κάπου το μυαλό μου αυτή τη στιγμή πιο στοχευμένα. Ξέρω… αυτό που διευκρίνισα 1-2 φορές στη διάρκεια συνέντευξης μας: είναι πολλά που θα μπορούσα να πω, αλλά δεν θέλω ακόμα, γιατί για να είμαι αποτελεσματικός στη δουλειά μου, πρέπει να μου βάζω ένα όριο. Αν είμαι τυχερός, αρκετά τυχερός, πολλά από τα πράγματα που δεν είπαμε σήμερα θα τα αφηγηθώ κάποια μεταγενέστερη στιγμή στη ζωή μου. Μακάρι να ‘μαστε και οι 2 υγιείς και δυνατοί και να κάνουμε άλλη 1 συνέντευξη τότε. Ξέρω γω… σε 40 χρόνια από τώρα και να μιλήσουμε σε άλλο επίπεδο. Οπότε αυτά που μπορώ να φανταστώ που δεν αναφερθήκαμε, είναι και πράγματα τα οποία δεν θέλω να μοιραστώ ακόμα.
Σου έχω ακόμα 1-2 ερωτήσεις.
Όσες θες!
Το γεγονός ότι, όπως μας είπες, είσαι κάπως εσωστρεφής… αυτή η εσωτερικότητα, αυτή η εσωστρέφεια θεωρείς ότι σε έχει βοηθήσει να γράψεις αυτά που έχεις γράψει;
Σίγουρα! Σίγουρα, γιατί ήταν ο δίαυλος επικοινωνίας μου με τον έξω κόσμο. Ένιωθα πολύ και μου έδωσε έναν κώδικα εξωτερίκευσης των σκέψεων και των συναισθημάτων μου αυτή η μουσική, δηλαδή σκέψου… όταν γράφει κάποιος είναι κλεισμένος σε μισό τετραγωνικό στην πραγματικότητα. Είσαι εσύ πάνω από το τετράδιο και το στυλό και ο κόσμος γύρω δεν υπάρχει. Αν αυτό το ανάγουμε και στην κυριολεξία της εσωστρέφειας, είναι κάτι το οποίο μόνο έτσι φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει. Τουλάχιστον, για το περιεχόμενο που δημιούργησα εγώ. Θα μπορούσα να ‘μαι ένας πιο εξωστρεφής άνθρωπος και να έχω δημιουργήσει άλλα πράγματα, αλλά νομίζω ότι το συγκεκριμένο πληροί τη σχέση μορφής και περιεχομένου, δηλαδή είναι η εσωστρέφεια που συμπυκνώνεται… συμπυκνώνεται… συμπυκνώνεται… και εκρήγνυται και γίνεται λέξεις. Κάπως έτσι το έχω στο μυαλό μου.
Θα αναφερθώ πάλι στο live πριν 2 εβδομάδες στα 8Ball στη Θεσσαλονίκη και θυμάμαι να αναφέρεις, συγκεκριμένα, μετά από κάποια κομμάτια ότι «Αυτό το έγραψα σε μία ζόρικη και σκοτεινή περίοδος στη ζωή μου». Κάποιο άλλο σε μία πιο ευχάριστη. Γενικότερα, θα έλεγες ότι ποια πλευρά σε εμπνέει να γράφεις περισσότερο; Το σκοτάδι ή το φως;
Το σκοτάδι. Με βλέπεις απαντάω γρήγορα, γιατί το ξέρω. Δεν το θεωρώ… δεν είναι νομοτελειακό για τη δημιουργία αυτό, αλλά νομίζω ότι και διαχρονικά, σε πολλούς καλλιτέχνες, το σκοτάδι έχει τη διεισδυτικότητα του να αγγίζει τις πιο βαθιές σου και σκοτεινές σου πτυχές και όταν πάλλονται αυτές οι χορδές βγαίνει πιο πολλή τέχνη. Το φως χαρακτηρίζεται και από μία ανεμελιά έχω την αίσθηση. Ο πόνος είναι λίπασμα. Δεν νομίζω ότι τουλάχιστον επί προσωπικού θα μπορούσε να είναι αλλιώς και στη δημιουργία. Επομένως, ναι. Το σκοτάδι πιο πολύ. Εκεί νιώθω την ανάγκη… έχω γράψει ένα στίχο: «Έχω διαπιστώσει πως όταν με πληγώνουνε, κάθε φορά τον εαυτό μου κι άλλο ανακαλύπτω». Οπότε, όταν σε ανακαλύπτεις πιο πολύ, θα γράψεις και πιο πολύ. Οπότε, ναι. Σκοτάδι.
Μόλις τώρα μου ήρθε μία ερώτηση. Δεν ξέρω αν είναι καλή ή κακή. Θα την κάνω έτσι κι αλλιώς. Θα με συγχωρέσεις, αν σου αρέσει. Θέλω να ρωτήσω. Θα προτιμούσες να ζεις, πλέον, μόνιμα στο φως και να μην ξαναγράψεις ή θέλεις και σκοτεινές στιγμές για να μπορέσεις να εκφραστείς και να βγάλεις έργο κι άλλο;
Τον θέλω όλο τον μπουφέ. Εντάξει… προφανώς, δεν έχω μαζοχισμό με τη δυστυχία, αλλά θεωρώ… κοίτα. Η ευτυχία… η διαρκής ευτυχία, μάλλον, νομίζω ότι είναι κι ένα πλασματικό κατασκεύασμα του δυτικού κόσμου, ας πούμε. Οι ευτυχισμένες οικογένειες που τρώνε πρωινό με τα σκυλιά να γαυγίζουν και τα λουλούδια ν’ ανθίζουν. Δεν είναι ρεαλιστικό και νομίζω ότι άπαξ και μπεις στη διαδικασία αυτός είναι ο στόχος σου, η διαρκής ευτυχία, είναι πολύ καλή συνταγή να πετύχεις το αντίθετο. Επομένως, θα πω. Θέλω ό,τι είναι να φέρει η ζωή. Έχω δει και έχω μάθει, μέχρι τώρα, ότι όλα σε αναπτύσσουν εξίσου και με τον ίδιο τρόπο και στο τέλος της ημέρας, με βάση αυτό που λέγαμε και πριν, ότι είναι αναπόφευκτη η αλλαγή και η εναλλαγή, το ένα θα φέρει το άλλο. Και όλο μου το σκοτάδι και έχω σε μπόλικο… σε περισσότερο φως οδήγησε. Οπότε, με την ασφάλεια του τώρα, που δεν διανύω μία σκοτεινή περίοδο, ναι… λέω ότι κάθε εμπειρία ευπρόσδεκτη.
Η εμπειρία της συνέντευξης πώς σου φάνηκε γενικά;
Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι και η πρώτη φορά που δίνω τέτοιου είδους συνέντευξη. Δεν ξέρω… έχω πολύ ψηλά τον πήχη με τον εαυτό μου. Θα ‘θελα, ίσως, να σου 'χω πει περισσότερα πράγματα, αλλά το χάρηκα, δηλαδή ταξιδέψαμε σε μέρη που είχα καιρό να αναμοχλεύσω. Οπότε, το ευχαριστήθηκα πολύ. Εσένα πώς σου φάνηκε;
Κι εμένα μου άρεσε, η αλήθεια είναι, πάρα πολύ. Άκουσα πράγματα και για το συγγραφικό κομμάτι και για τον Αλέξανδρο και για το Ραψωδό Φιλόλογο. Και για τις 2 αυτές πλευρές που ήθελα πολύ να γνωρίσω κιόλας. Οπότε, ήταν χαρά μου μεγάλη.
Κι εμένα Δημήτρη.
Αν έχεις κάτι τελευταίο να προσθέσεις; Οτιδήποτε; Κάτι που δεν καλύψαμε και θες να πεις κάποια κουβέντα;
Όχι. Τα υπόλοιπα εν καιρώ. Είναι… να το πω και σαν επίλογο αυτό. Το είπα 2 φορές. Θα το πω και τρίτη και νομίζω ότι δείχνει και τι βαρύτητα έχει. Τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έχω να πω δεν μπορώ να τα πω. Είναι μία περίεργη διελκυστίνδα που έχω βάλει τον εαυτό μου αυτή και από τη μία και από την άλλη πλευρά, δηλαδή να έχω ένα ημιδημόσιο προφίλ και από την άλλη να πρέπει να διατηρήσω μία ιδιωτικότητα, γιατί αυτό που κάνω, πέρα από δουλειά, είναι και ένα λειτούργημά, δηλαδή με ενδιαφέρει να το κάνω όσο πιο αποτελεσματικά μπορώ. Οπότε, τώρα το να μπω σε μία προσωπική ψυχανάλυση, ας πούμε, ενώ ενδέχεται αυτή τη συνέντευξη να την ακούσουν και θεραπευόμενοι μου, νομίζω ότι δεν θα βοηθούσε. Αυτά που είπα ήτανε μετρημένα. Είναι πράγματα τα οποία δεν γίνονται εμπόδιο στο άλλο μου έργο. Επομένως, νιώθω λίγο αυτό το γλυκόπικρο αυτή τη στιγμή, ότι ναι… έχω πολλά να πω που θέλω να τα μοιραστώ. Από την άλλη έχω και κάποιους περιορισμούς, αλλά O.K.. Είναι αυτό που είναι. Κάποια πράγματα στη ζωή θέλουν και λίγη ριζική αποδοχή. Σ' αυτή την περίοδο ζωής βρίσκομαι τώρα. Μέχρι εκεί μπορώ. Νομίζω ότι ήτανε Ο.Κ. γι’ αυτό που ήτανε.
Αλέξανδρε, ευχαριστώ πολύ. Καλό απόγευμα.
Κι εγώ σ’ ευχαριστώ Δημήτρη.
Summary
O Αλέξανδρος Πτίνης, γνωστός στην ελληνική μουσική σκηνή ως Ραψωδός Φιλόλογος, μας παρασύρει μαζί του σε ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι στη προσωπική του ζωή, στους στίχους του και τη hip-hop μουσική. Βλέπουμε τη σχέση με τον παππού του, που στάθηκε πυλώνας στη ζωή του Αλέξανδρου, μαθαίνουμε πότε άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους του και πότε γεννήθηκε ο Ραψωδός Φιλόλογος. Ακολουθούμε τον Αλέξανδρο στη μουσική διαδρομή του στους "Διαρρήκτες", στους "Ladose" και φυσικά στην solo καριέρα του. Ταξιδεύουμε παρέα του στη Θεσσαλονίκη για να γνωρίσουμε τον Κριτή και πηγαίνουμε σε live στις Σέρρες και στην Καβάλα. Φτάνουμε μαζί μέχρι την εξωτική, για εμάς, Κίνα και το ναό των Σαολίν ονόματι Fawang (法王寺), που επισκέφτηκε για 25 μέρες ο Αλέξανδρος και βλέπουμε τη ζωή μέσα από την ποιητική του ματιά και τους στίχους του.
Narrators
Αλέξανδρος Πτίνης
Field Reporters
Δημήτριος Κολοβός
Tags
Interview Date
19/05/2022
Duration
110'
Summary
O Αλέξανδρος Πτίνης, γνωστός στην ελληνική μουσική σκηνή ως Ραψωδός Φιλόλογος, μας παρασύρει μαζί του σε ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι στη προσωπική του ζωή, στους στίχους του και τη hip-hop μουσική. Βλέπουμε τη σχέση με τον παππού του, που στάθηκε πυλώνας στη ζωή του Αλέξανδρου, μαθαίνουμε πότε άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους του και πότε γεννήθηκε ο Ραψωδός Φιλόλογος. Ακολουθούμε τον Αλέξανδρο στη μουσική διαδρομή του στους "Διαρρήκτες", στους "Ladose" και φυσικά στην solo καριέρα του. Ταξιδεύουμε παρέα του στη Θεσσαλονίκη για να γνωρίσουμε τον Κριτή και πηγαίνουμε σε live στις Σέρρες και στην Καβάλα. Φτάνουμε μαζί μέχρι την εξωτική, για εμάς, Κίνα και το ναό των Σαολίν ονόματι Fawang (法王寺), που επισκέφτηκε για 25 μέρες ο Αλέξανδρος και βλέπουμε τη ζωή μέσα από την ποιητική του ματιά και τους στίχους του.
Narrators
Αλέξανδρος Πτίνης
Field Reporters
Δημήτριος Κολοβός
Tags
Interview Date
19/05/2022
Duration
110'