Ο αργαλειός, οι πίτες και οι άλλες ασχολίες της κυρίας Σταματίας από την Μηλέα Μετσόβου
Segment 1
Βιογραφικά στοιχεία αφηγήτριας και οικογένεια
00:00:00 - 00:09:54
Partial Transcript
Για να ξεκινήσουμε σιγά σιγά με τη συνέντευξη. Θα ήθελα σε πρώτη φάση να μου πείτε το όνομά σας. Αμάν! Σταματία. Μάλιστα. Και το επίθετο; …ρω πώς τα ’φτιαχνε. Μετά εγώ, αφού παντρεύτηκα, έμαθα για να μαγειρέψω. Δεν ήξερα τίποτα μέχρι τότε. Τα είχε η γιαγιά όλα αυτά, η μάνα μου.
Lead to transcriptMedia
Segment 2
Ζωή στο χωριό, εργασίες, αργαλειός
00:09:54 - 00:20:41
Partial Transcript
Ωραία, πριν πάμε σε αυτό. Να κάνω μια άλλη ερώτηση. Έτσι, το χωριό, από την παιδική σας ηλικία, μπορείτε να μου το περιγράψετε λίγο πώς ή… έχεις την άλλη μέρα, ολόκληρη την ημέρα να βγάλεις δουλειά. Δεν έβγαινε η δουλειά έτσι. Δηλαδή είχε πάρα πολλή δουλειά τότε. Τι να σου πω;
Lead to transcriptTags
Media

Υφαντά αργαλειού

Υφαντά αργαλειού
Υφαντά αργαλειού με αισθητικά μοτίβα της π ...
Segment 3
Οι ρόλοι και οι σχέσεις εντός της οικογένειας και το μαγείρεμα
00:20:41 - 00:30:57
Partial Transcript
Το σπίτι, πάνω. Εκεί είχατε και τον αργαλειό. Το πατρικό σας το σπίτι το θυμάστε πώς ήτανε; Όπως είναι τώρα. Μια χαρά είναι. Όπως είναι τώ…άστρα ήταν το πιο, το πιο νόστιμο φαγητό στη γάστρα! Αλλά αφού βγήκαν οι μασίνες μετά, πάνε όλα αυτά. Και ο φούρνος και η γάστρα πάνε μετά…
Lead to transcriptTags
Media

Γλυκό του κουταλιού
Γλυκό του κουταλιού με κολοκύθι και καρύδι.
Segment 4
Γιορτές, επισκέψεις και φιλέματα
00:30:57 - 00:35:52
Partial Transcript
Ήταν και κάπως υποχρέωση των νεαρών κοριτσιών να μαθαίνουνε, να μάθουν αυτές τις δουλειές και το μαγείρεμα; Όχι, ρε. Αυτό ήταν, αυτό ήταν …. Αλλά στην αρχή ήταν ένα πιάτο, ένα μεγάλο πιάτο. Αλλά εσείς δεν έχετε κατά νου κάποιο τοπικό έδεσμα, πιάτο. Όχι, όχι, όχι. Δεν είχαμε.
Lead to transcriptSegment 5
Πώς φτιάχνω το γλυκό κολοκύθι
00:35:52 - 00:40:32
Partial Transcript
Οκ. Και από όλα αυτά που μπορεί μέσα στα χρόνια να έχετε φτιάξει εσείς η ίδια, υπάρχει κάτι αγαπημένο; Κάτι που σας αρέσει πολύ; Να φτιάχνε…τσι» και με αυτό. Δεν έχουμε γραφτά πράγματα να ξέρω. Δεν ξέρω απ’ τα γραφτά τα πράγματα. Από σένα κι από μένα. Τον ένα με τον άλλον. Αυτό.
Lead to transcriptSegment 6
Προτάσεις για ευζωία και μακροζωία
00:40:32 - 00:44:57
Partial Transcript
Έχετε προσπαθήσει αυτή τη συνταγή να τη διδάξετε και σε άλλους; Στη νεολαία; Ναι. Στις κόρες σας ή στις εγγονές… Αφού εγώ τους φέρνω γλυ…τοια προβλήματα, αυτά φταίνε. Δεν φταίει η δουλειά. Η δουλειά είναι το καλύτερο πράμα. Να έχεις δουλειά. Αρκεί να υπάρχει δουλειά για μένα.
Lead to transcriptSegment 7
Η καθημερινότητα σήμερα
00:44:57 - 00:54:30
Partial Transcript
Άρα, δηλαδή, εσείς τώρα, κυρία Σταματία, έχετε ακόμα ενέργεια που θέλετε να τη δίνετε και σε άλλους… Όχι, μου αρέσει. Δηλαδή, ναι, κουρά…και τα υπόλοιπα, οπότε εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Να ’στε καλά! Υγεία, είπα, δουλειά κι αγάπη. Τρία πράγματα. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο.
Lead to transcriptΓια να ξεκινήσουμε σιγά σιγά με τη συνέντευξη. Θα ήθελα σε πρώτη φάση να μου πείτε το όνομά σας.
Αμάν! Σταματία.
Μάλιστα. Και το επίθετο;
Το αλλαγής Σούλιος, ενώ το άλλο Ηλίας.
Ωραία, ωραία. Τέλεια! Λοιπόν. Είμαστε σήμερα, 28 Ιουνίου του 2022…
Στη Μηλιά Μετσόβου και έχουμε μια δροσούλα καλή! Δεν έχουμε τη ζέστη που υπάρχει στις πόλεις, και πιο πάνω και πιο κάτω, είναι πολύ ωραία αυτή την εποχή να είμαστε στο χωριό! Αυτή την εποχή εννοώ Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος! Μετά ερημώνει το χωριό, δεν έχει πολύ κόσμο και πρέπει να φύγουμε στα «χειμαδιά», που τα λέω. Στα «χειμαδιά» τα λέω εγώ.
Μου κάνατε ολόκληρη την εισαγωγή τώρα, κυρία Σταματία. Μου κάνατε ολόκληρη την εισαγωγή. Λοιπόν, ωραία. Εφόσον, είμαστε εδώ, στα ψηλά, στο χωριό, στην Μηλιά… Θέλετε, κυρία Σταματία, να μου πείτε μερικά πράγματα…
Απ’ τα παλιά!
Για εσάς σε πρώτη φάση.
Απ’ τα παλιά. Τελειώσαμε το δημοτικό και ο παππούς τότε λέει «Θα πας για να μάθεις τέχνη στα Γρεβενά!», αλλά η θειά η Χρυσούλα μου ’λεγε «Δεν θα φύγεις απ’ το σπίτι, γιατί η μάνα σου δεν μπορεί, θα πεθάνει!». Κάτσαμε στην Μηλιά και φτιάχναμε τις δουλειές που γινότανε τότε. Λίγο στα ζώα να τα βγάλεις στα λιβάδια όλο, κάνα δυο μήνες το καλοκαίρι να μαζεύεις χορτάρι, και ειδικά ο πατέρας μου ήταν χτίστης και πήγαινα με τη μάνα, αυτός τα έκοβε τη νύχτα. Όλη μέρα δούλευε, από το πρωί μέχρι το βράδυ, κι εγώ με τη μάνα μου πηγαίναμε, γιατί τα παιδιά, τα αδέλφια μου, ήταν πιο μικρά, και γυρνούσαμε το χορτάρι, το μαζεύαμε κι ερχόταν ο πατέρας μου μετά. Από τις οχτώ το βράδυ και πηγαίναμε και δέναμε το χορτάρι μέχρι τις δώδεκα η ώρα το βράδυ. Κούραση κάργα! Και τι, η νεολαία η σημερινή δεν ξέρει τέτοια πράγματα. Η νεολαία η σημερινή είναι μόνο τα κινητά, να παίξουνε όλη μέρα και από κει και πέρα κούραση δεν έχουν! Έχουν άλλη κούραση, βέβαια, γιατί σπουδάζουν και μαθαίνουν περισσότερα. Εγώ δεν ξέρω τίποτα! Εγώ δεν έχω ιδέα από τέτοια, αλλά από κούραση κι από τέτοιες δουλειές… Και μετά, μόλις ξεκινήσαμε και τελειώσαμε από το σχολείο, να πάμε να σκάψουμε. Ειδικά μια χρονιά πήγα ’γώ με τον Αποστόλη, γιατί ήταν πιο σωματικός ο Αποστόλης από τον Στέργιο. Ο Στέργιος ήταν πολύ αδύνατος…
Αυτά είναι τα αδέρφια σας τώρα…
Τα αδέρφια, ναι. Κι ανοίγαμε το λιβάδι για να βάλουμε πατάτες, για να πάει ο πατέρας μου κάτω, στα χωριά της Μακεδονίας, να μας φέρει σιτάρι για να κάνουν αλεύρι για ψωμιά. Γιατί τότε χρειαζόταν τέτοια πράγματα. Και σκάβαμε δώδεκα χρονών να ανοίξουμε το έδαφος με το τσαπί. Και πάλι μετά. Μετά απ’ τα δώδεκα είχαμε κι άλλο… Είχαμε τους αργαλειούς. Έπρεπε να κάνουμε προίκα. Χωρίς προίκα δεν γινόταν τίποτα. Δεν παντρευότανε τα παιδιά, τα κορίτσια ειδικά, αν δεν είχανε ρούχα για να στρώσουνε τα σπίτια. Κι η δικιά μου μάνα ήταν πάρα πολύ περήφανη και είχα κάνει απ’ όλα τα καλά και όλα είναι στην ντουλάπα τώρα, γιατί βγήκανε τα άλλα, τα, τα χαλιά και τα πλαστικά, και τα έχουμε αφήσει στην ντουλάπα τα μάλλινα. Τα μάλλινα έχουν δουλειά για να τα στρώσεις, για να… Θέλεις όλη την ώρα να τα ξεστρώσεις, να τα τινάξεις για να φαίνεται ωραίο το σπίτι. Δεν μαζεύονται με την ηλεκτρική σκούπα, οτιδήποτε και να έχει μέσα. Και ήμασταν κάργα δουλειά! Και με τα χωράφια και με τα λιβάδια. Λιβάδια να κόψεις, για να φάνε τα ζώα, μουλάρια και… Πώς το λένε; Ο πατέρας μου είχε και πρόβατα. Είχανε, πρέπει να… Δύο μήνες στα λιβάδια να μάσουμε χορτάρι. Με σκόνη να γινόσουνα, να μην φαινόσουνα από τη σκόνη και να μην έχουμε και νερό των τότε! Γιατί το νερό ήρθε… Δεν θυμάμαι ποια χρονολογία ήρθε το νερό. Δεν θυμάμαι πότε ήρθε το νερό, γιατί κουβαλούσαμε από το ποτάμι νερό για να πλυθούμε μια φορά την εβδομάδα. Γυρνούσαμε από τα λιβάδια χωρίς νερό. Χωρίς να πλυθείς. Τώρα είναι διαφορετικά τα πράγματα.
Είχατε κάποιο τρόπο να μεταφέρετε το νερό μαζί;
Είχαμε τρόπο με το βαρέλι. Και τον χειμώνα εμείς εκεί, στο σπίτι μας, είχαμε ένα πηγάδι μέσα. Δεν είχαμε πρόβλημα για να χαλνάμε το νερό για οτιδήποτε. Είχαμε νερό και ήμασταν πιο καλά. Αλλά το καλοκαίρι μαζευόταν το νερό απ’ το πηγάδι κι [00:05:00]έπρεπε να κουβαλάμε από το ποτάμι. Και από τη βρύση. Για να πιούμε νερό από τη βρύση έπρεπε να… Πόσα χιλιόμετρα να πάμε στα λιβάδια να βρούμε μια βρύση καθαρή για «πιεί» και για φαΐ. Για χάλασμα, φέρναμε απ’ το ποτάμι. Αλλά ήτανε πολύ κουραστική η ζωή τότε. Από τώρα. Όπως τη βλέπω ’γώ, δεν ξέρω. Τώρα πέρασαν και τα χρόνια τα δικά μου, αλλά άλλο τότε η κούραση κι άλλο τώρα. Δεν ήταν το ίδιο. Ήτανε όλα με το χέρι τότε, ενώ τώρα έχει τα μηχανήματα. Απ’ την ώρα που ήρθε το ρεύμα είναι άλλη ζωή. Διαφορετική ζωή, πιο καλή. Αλλά μέχρι τότε όμως δεν ήταν… Ήταν πολύ άσχημα τα πράγματα. Αλλά καλά περνούσαμε όμως.
Ήσασταν περισσότερο σκληραγωγημένοι από ό,τι καταλαβαίνω.
Ε, ναι, περισσότερο. Γιατί εσείς η νεολαία τώρα είστε μόνο για αυγά! Δεν είστε για κούραση. Τότε, όμως, δεν είχε... Μικρός και μεγάλος… Από μικρή ηλικία, δούλευαν τα αγόρια ειδικά, μόλις τελείωναν το δημοτικό, έμπαιναν στη φάλαγγα της εργασίας, σκληρή δουλειά. Για να πάνε στο δάσος, να μαζεύουν ξύλα, για να τα φτιάξουνε με το χέρι προτού να ρθεί το ρεύμα, για να φτιάξουν τα προϊόντα αυτά που πουλούσαν, για να πάνε να πάρουν, να βρούνε το σιτάρι, το… Όλα αυτά που έπρεπε να έχει το σπίτι. Δεν υπήρχε χρήμα. Αλλά ήταν μια χαρά όμως. Κάθε εποχή έχει και τα δικά της. Γι’ αυτήν την εποχή ήταν καλά, για εμάς. Τώρα, όμως, είναι λίγο πιο καλά για εμάς. Για τη νεολαία, για εσάς μπορεί να μην είναι ωραία, γιατί εσείς έχετε γεννηθεί με όλα τα καλά. Εμείς δεν είχαμε καλά τέτοια. Ο πατέρας μου ειδικά, γιατί θυμήθηκα τώρα, για να μαζέψουμε πολύ χορτάρι από τα λιβάδια, και ήταν πιο μικρά τα αδέρφια μου, έλεγε «Θα φέρουμε κοπριά». Κι η κοπριά δεν γινότανε ψιλή μέσα στον στάβλο, ήταν χοντρή. Και έλεγε «Θα τρίψετε την κοπριά για να βγάλει χορτάρι το λιβάδι και θα σας αγοράσω ένα μπαλόνι!». Γιατί ήθελαμε ένα μπαλόνι να παίξουμε και δεν είχαμε μπαλόνι. «Αλλά θα κάνετε τη δουλειά αυτή και μετά θα αγοράσουμε ένα!». Δεν το ξεχνάω αυτό.
Και την κάνατε τη δουλειά αυτή.
Ναι, περισσότερο εγώ δεν έχω κάνει. Ο Στέργιος, ο Νικόλας, ο Πολύμερος… Ο Πολύμερος δεν ξέρω, ήταν πιο μικρός. Οι μεγάλοι, ο Αποστόλης, όλοι αυτοί έχουν κάνει αυτή τη δουλειά. Και μετά, μόλις τελείωσαν το σχολείο, το δημοτικό, λέει ο πατέρας μου «Θα σας βάλω…», του Στέργιου ειδικά, «Θα τον βάλουμε στο γυμνάσιο!» Και μετά όταν έφυγαν αυτοί για τα Γιάννενα, ο πατέρας μου ήταν να πουλήσει βαρέλια στο Βόλο εκεί, προς τα εκεί, κι έφυγαν μόνοι τους για να απελευθερωθούν από αυτή τη δουλειά, φύγανε στα Γιάννενα να μάθουν τέχνη στη γεωργική, στον Γεωργίου Σταύρου. Πήγανε να μάθουνε την τέχνη και λένε «Μακριά από ’δώ», λένε, «δεν μας χρειάζεται η Μηλιά!». Και με το που, μετά έγινε η δικτατορία το ’67. Τον πήραν για φυλακή τον πατέρα μου, γιατί δεν τους έκανε εδώ στην Μηλιά αυτά που ήθελαν. Και σηκώθηκαν κι έφυγαν για τα Γιάννενα όλη η οικογένεια από αυτή την ώρα. Φύγανε από ’δώ, πάν’ και τα πρόβατα, πάν’ και τα γελάδια, πάν’ και τα… Την αγελάδα, βέβαια, επειδής είχανε, έπρεπε κάτι να φάνε στα Γιάννενα, την πήραν και την είχανε ένα χρόνο ή δύο χρόνια; Στα προάστια…
Την είχαν μεταφέρει ουσιαστικά στην πόλη.
Στην πόλη την αγελάδα. Την κράτησαν ένα χρόνο, δύο χρόνια; Θα σε γελάσω, γιατί δεν θυμάμαι τώρα τόσα χρόνια. Κι από τότε είχε γίνει μία διαφορετική αλλαγή…
Εσείς, δηλαδή, πόσα αδέρφια είχατε;
Πέντε ήμασταν όλοι όλοι.
Και είσαστε η μεγαλύτερη απ’ ό,τι κατάλαβα.
Κι εγώ είμαι η μεγαλύτερη απ’ όλους. Γι’ αυτό και είχα πιο φασαρία, γιατί ήταν πιο μεγάλοι. Όσο να ’ναι, οι μεγαλύτεροι την πληρώνουν τη νύφη, όχι οι μικρότεροι. Οι μικρότεροι είναι διαφορετικά τα πράγματα. Και πιο μικρότερος, ο Πολύμερος, που ήταν πιο μικρός.
Άρα εσείς, δηλαδή, αναλαμβάνατε περισσότερες ευθύνες ως η μεγαλύτερη αδερφή.
Ε, όχι και ευθύνες! Τι ευθύνες; Ευθύνες τα είχαν οι γονείς, ευθύνες. Αν ήθελες κάτι να κάνεις, μια δουλειά, τι θα κάνεις. Τι δουλειά; Να κουβαλάς το νερό, να πλένεις τα πιάτα, να κάνεις τέτοιες δουλειές. Το φαγητό και όλα αυτά τα ’φτιαχνε η μάνα μου, ούτε ξέρω πώς τα ’φτιαχνε. Μετά εγώ, αφού παντρεύτηκα, έμαθα για να μαγειρέψω. Δεν ήξερα τίποτα μέχρι τότε. Τα είχε η γιαγιά όλα αυτά, η μάνα μου.
Ωραία, πριν πάμε σε αυτό. Να κάνω μια άλλη ερώτηση. Έτσι, το [00:10:00]χωριό, από την παιδική σας ηλικία, μπορείτε να μου το περιγράψετε λίγο πώς ήτανε τότε;
Κοίταξε, το χωριό είναι ωραίο πάντα. Αλλά δεν υπήρχαν οι ευκολίες που υπάρχουν τώρα. Όλοι ήθελαν, έπρεπε να πάνε, να κουβαλάνε νερά. Δεν υπήρχανε. Τι να σου πω; Εκτός τα κηπάδια που όλα, όλος ο κόσμος φύτευαν με το τσαπί, γιατί δεν υπήρχε μηχανή καθόλου, τίποτα εδώ. Ε, καλά περνούσαμε! Και σαν εγώ θυμάμαι, σε μικρή ηλικία, γιατί είχαμε Κυριακές περισσότερο, στήνανε χορό στην πλατεία, στην άκρη του χωριού και ήταν η διασκέδαση με τέτοια πράγματα. Ενώ τώρα είναι, χάθηκαν όλα αυτά και υπάρχει με τις καφετέριες τώρα. Αλλά ήταν ωραία. Σαν αυτό… Πασχαλιά που ερχότανε, Παρασκευή, μετά την Παρασκευή την, τώρα δεν… Πώς τη λένε μωρέ;
Μεγάλη Παρασκευή;
Όχι, Μεγάλη Παρασκευή. Μετά που πάμε για τον Θωμά, η Παρασκευή είναι της Θεοτόκου; Δεν θυμάμαι, δεν μου έρχονται στο μυαλό. Πηγαίναμε στα λιβάδια όλος ο κόσμος! Όλο το χωριό! Στα λιβάδια πάνω και κάναμε βόλτες από ’δώ και βόλτες από ’κεί. Δηλαδή η διασκέδαση των τότε, αυτά τα χρόνια. Γιατί μετά σιγά σιγά έγινε διαφορετικά. Διαφορετικά εννοώ Δεκαπενταύγουστο, και Χριστούγεννα, και Πασχαλιά γινόταν στην πλατεία, στο χωριό. Ενώ τότε βγαίνανε έξω, στα λιβάδια.
Εσείς, μια και δεν το ρώτησα στην αρχή, το ξέχασα. Είστε γεννηθείσα πότε;
Το ’45! Ναι. ’45. 25 Μαρτίου του ’45.
Άρα, δηλαδή, απ’ ό,τι καταλαβαίνω τα παιδικά χρόνια που βιώσατε ήταν, εκεί, δεκαετία του ’50. Τα κορίτσια τότε, τι κάνατε στον ελεύθερο χρόνο, όταν ήσασταν μικρές; Γιατί τα αγόρια λιγότερο ή περισσότερο…
Τι μικρές; Τι μικρές; Απ’ τα 12 χρόνια, μόλις βγαίναμε απ’ το σχολείο, είχαμε αργαλειούς. Κέντημα και αργαλειό. Ποιος καθόταν; Ο κανένας δεν καθόταν. Και δεν είχαμε και ρεύμα. Γιατί το ρεύμα το ’65 ήρθε; Δεν υπήρχε ρεύμα. Με τη λάμπα. Να κεντάς με τη λάμπα; Τη νύχτα; Γίνεται; Την ημέρα αργαλειό και το βράδυ κέντημα. Είχαμε, δηλαδή, είχαμε αυτά που χρειαζότανε. Ενώ η σημερινή νεολαία ούτε απ’ αργαλειό ξέρει ούτε από κέντημα ξέρει. Α, από κανένα άτομο, δεν ξέρω, αν έχει μεράκι, θα το κάνει. Οι περισσότεροι δεν ξέρει κανένας. Μόνο θα πεις γιατί η σημερινή νεολαία είναι πιο μπαγμένη, γιατί μαθαίνουν γράμματα, έχουνε σχολεία. Εμείς δεν είχαμε σχολεία από το Δημοτικό και πουθενά αλλού. Και είναι διαφορετικά τα πράγματα. Άλλα τότε, άλλα τώρα. Κάθε εποχή έχει και τα δικά της.
Άρα παιχνίδια δεν είχατε; Δηλαδή δεν παίζατε;
Δεν θυμάμαι τίποτα. Α, για τα παιχνίδια δεν θυμάμαι τίποτα. Δεν θυμάμαι. Να παίζαμε με τα κορίτσια έξω; Ούτε θυμάμαι. Δεν θυμάμαι.
Από μικρή, δηλαδή, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, εργασία.
Ε, ναι! Να, σου λέω. Αφού σου λέω από τα δώδεκα χρόνια στον αργαλειό. Ο αργαλειός ήταν το πρώτο τέτοιο… Και για να βγάλεις κομμάτια στον αργαλειό, αυτά που φτιάχναμε εμείς, έπρεπε να καθίσεις ώρες στον αργαλειό, για να βγει το κομμάτι είκοσι πόντους, μια ολόκληρη μέρα. Να μπεις το πρωί, στις οκτώ παράδειγμα, και να βγεις το βράδυ. Να βγεις λίγο μεσημέρι για φαΐ και ξανά… Είχε δουλειά ο αργαλειός. Ήτανε πάρα πολύ… Γιατί και τα μαλλιά, και οι περισσότερο οι γονείς στο μαλλί, δεν θυμάμαι, στη μάνα μου, εδώ, έχω κάνει… Να πας να το πάρεις, το παίρναμε από τον βοσκό που έχει τα πρόβατα, να πας να το πλένεις στο ποτάμι, να το καθαρίσεις… Μετά θέλει άνοιγμα και καθάρισμα, μετά να το φέρεις στη μηχανή να στο κάνει έτοιμο και μετά να κάνεις βαφές. Να πάρεις μπογιές, να βάψεις το καζάνι. Βάψιμο. Μετά να τα μάσεις και μετά να γίνουν οι αργαλειοί. Έχει πολλή δουλειά το κάθε πράγμα για να γίνει. Αλλά τα παράτησαν τώρα ο κόσμος και έχουνε το…
Σας άρεσε όμως εσάς;
Εμένα μ’ άρεσε! Μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί έφτιαχνες ωραία πράγματα. Υπάρχουν ωραία πράγματα από τότε. Αλλά δεν τα δίνει κανένας σημασία τώρα, ενώ έχουν αξία. Για να τα φτιάξεις αυτά όλα τώρα, έχουν λεφτά. Έχουν αξία, έχουν κόπο. Αλλά άμα θα τα δεις εσύ ή κάποιος άλλος, σου λέει «Σαν τι είναι αυτά; Τίποτα!». Δεν είναι έτσι όμως. Είχανε δουλειά. Έχουνε πολύ κόπο για να τα κάνεις.
Και να φανταστώ, δηλαδή, αυτά τα προϊόντα του μαλλιού που φτιάχνατε στον αργαλειό, είχανε τα μοτίβα εδώ της περιοχής; [00:15:00]Έτσι τα αισθητικά που ξέρω; Δηλαδή τα βλάχικα που λέμε…
Ε, ναι. Η περιοχή, όλοι κάναν εργαλείο. Δηλαδή όλα τα βλάχικα χωριά κάναν αργαλειό αλλά η περιοχή η δικιά μας εδώ, Μηλιά, Μέτσοβο… Δεν ξέρω εάν το κάνανε και στο… Το Ανήλιο πρέπει, δεν ξέρω. Βοτονόσι και το Ανθοχώρι και αυτά, δεν ξέρω αν κάνουν αυτή τη δουλειά. Αλλά τη δουλειά που κάνουμε εμείς και το Μέτσοβο, τέτοια λεπτή δουλειά, δεν ξέρω άμα κάνουν αλλού. Πολύ λεπτή δουλειά, γιατί όλα τα βλαχοχώρια κάνουνε αργαλειούς, αλλά είναι χοντρή δουλειά! Σε σύμφωνα με τα δικά μας, που έχουμε εμείς εδώ, η Μηλιά και το Μέτσοβο. Και για να βγει αυτή η δουλειά, με είκοσι πόντους την ημέρα, για να κάτσεις να το δουλέψεις. Αλλιώς δεν βγαίνει. Αλλά τώρα όμως δεν σου δίνει κανένας… Κανείς δεν σου δίνει αξία, να σου πει… Εγώ, παράδειγμα, μου είχε ζητήσει κάποιος στην Θεσσαλονίκη μια φλοκάτη. Και λέω «Εγώ έχω να σου δώσω», γιατί είχα κάνει, έχω κάνει. Λέει «Να μου τη δώσεις. Πόσο θα μου τη δώσεις;». «Ε, τι να σου πω; Τι να σου πω; Αυτά δεν βγαίνουν», λέω, «γιατί έχουνε δουλειά. Αλλά να σου πω, τρία, τέσσερα κατοστάρικα». Και ξέρεις τι μου είπε αυτός; «Ε, τώρα! Τόσα πολλά λεφτά… Άμα είναι να σου δώσω ένα κατοστάρικο!», «Αν είναι να μου δώσεις εκατό ευρώ», λέω, «θα το πετάξω, θα το κάψω και δεν στο δίνω!». Γι’ αυτό θέλω να σου πω ότι δεν ξέρει…
Δεν κατανοεί ο κόσμος… Τις εργατοώρες, ναι, ναι.
Το τι δουλειά έχει το κάθε πράγμα για να το κάνεις, όταν το κάνεις με το χέρι.
Για πείτε μου, κυρία Σταματία.
Αυτές οι φλοκάτες που λέω εγώ, που είπα, είναι βαμμένο με φύλλα καρυδιάς. Μαζεύαμε τα φύλλα καρυδιάς και τα τσόφλια από το καρύδι, τα βράζαμε και βάζαμε το γνεμμένο, αυτό που πηγαίναμε στη μηχανή και μας το έφτιαχναν, να το γνέθουμε με το τσικρίκι που είχαμε εμείς, αυτά. Βαφόταν πολύ ωραία, αλλά είχανε δουλειά. Και το χρώμα δεν φεύγει. Ώσπου να σκιστεί, να χαλάει, να χαλάσει, θα μείνει το χρώμα ίδιο. Γιατί είναι με φύλλα και με το τσόφλι του καρυδιού. Δεν είναι μπογιές που είναι με συνθετικά, με τι είναι οι μπογιές, δεν ξέρω. Είναι γνήσιο. Και τον είπα αυτουνού και αντί να μου πει αυτός «Θα σου δώσω», μου λέει, «Κάνα κατοστάρικο…». Και θέλω να σου πω, δεν ξέρει ο κόσμος τι δουλειά έχει το κάθε πράγμα. Και σου λέει «Α! Τι; Αυτά δεν έχουν τίποτα». Φτιάξ’ τα άμα… Αλλά τώρα δεν τα δίνει κανένας σημασία. Αυτό είναι το κακό.
Εσείς, όμως, πώς διδαχθήκατε αυτή την τέχνη; Από τη μητέρα σας;
Ναι. Η μάνα μου από την μάνα της. Δηλαδή γιαγιάδες, προγιαγιάδες και βάλε!
Από γενιά σε γενιά.
Γενιά σε γενιά. Όχι ότι πήγαμε κάπου να μάθουμε την τέχνη, αλλού. Όχι, από αυτό. Από τις γειτόνισσες, ποια ήταν η πιο μπαγμένη μέσα στη δουλειά, κι ερχότανε και μας έλεγαν «Έτσι θα κάνεις, έτσι θα κάνεις». Και τα μαθαίναμε. Είναι σαν μια τέχνη που πας και μαθαίνεις.
Δηλαδή, μεταξύ σας, τα κορίτσια και οι γυναίκες οι μεγαλύτερες σε ηλικία, κρίνατε το αν ένα έργο είναι καλύτερο από της άλλης;
Ε, ναι, φαίνεται! Κοίταξε, κάθε έργο έχει και διαφορετική δουλειά. Δεν είναι όλα τα έργα ένα. Δηλαδή είναι και εύκολα, μπορεί να βγάζεις πράγμα πολύ την ημέρα, τα εύκολα, αλλά είναι και πράγματα ψιλά που θέλουν κλωστή κλωστή να τα δουλεύεις, που δεν γίνονται. Θέλουνε ημέρες για να γίνουν. Δεν γίνονται όλα το ίδιο. Είναι χοντρό πράγμα που θα το ρίξεις με πολλές κλωστές, που βγάζεις πράγμα γρήγορα. Αλλά είναι και πράγματα που τα πιάνεις με το ένα και με δύο κλωστές για να περάσεις το νήμα μέσα. Και δεν βγαίνει η δουλειά. Δεν μπορείς να… Πόσο θα δουλέψεις; Δεν βγαίνει. Αλλά ήτανε κουραστικές δουλειές. Τώρα σαν εγώ, που πέρασαν τα χρόνια και μεγάλωσα, δεν έχω αυτή τη στιγμή που, ενώ είχαμε δουλειά, δεν έχω την κούραση αυτήν. Δεν έχεις τη σκοτούρα πόση δουλειά θα βγάλεις σήμερα και πόσο θα βγάλεις αύριο. Περνάει η μέρα πιο εύκολα, πιο διαφορετικά.
Οι μεγαλύτεροι από εσάς τότε, τι ασχολίες είχανε εδώ στο χωριό;
Οι μεγαλύτεροι; Οι γυναίκες αυτή τη δουλειά είχανε. Με τους αργαλειούς περισσότερο. Με αργαλειούς και με κεντήματα και τέτοια. Βοηθούσαν, πιστεύω, και τους άντρες στα… Γιατί δεν ήταν η εργαστήρια από… Αφού ήρθε το ρεύμα έγιναν τα εργαστήρια. Από την ώρα που ήρθε το ρεύμα, βγήκε πολλή δουλειά σε όλο τον κόσμο εδώ. Γιατί έβγαζαν αυτά τα κομμάτια της λαϊκής τέχνης που έβγαιναν και είχαν δουλειά. Μπορεί να [00:20:00]ήτανε τα γουδιά που ήθελαν λούστρο, μπορεί να ήτανε κάτι άλλο που έπρεπε να τα λουστράρεις, να τα τρίψεις με γυαλόχαρτο για να γίνονται ωραία! Υπήρχε δουλειά. Από τότε υπήρχε περισσότερη δουλειά. Συν κι ο αργαλειός. Ήταν κι ο αργαλειός, αλλά ήταν και αυτή η δουλειά παραπάνω. Και την Κυριακή θα κανονίζαμε πόσο θα πάμε, ή λίγο εκκλησία, ή θα βγαίναμε λίγο και είχαμε όλη μέρα δουλειά. Απασχόληση. Ή θα μάσεις το μαλλί ή θα κάνεις το κάτι, να έχεις την άλλη μέρα, ολόκληρη την ημέρα να βγάλεις δουλειά. Δεν έβγαινε η δουλειά έτσι. Δηλαδή είχε πάρα πολλή δουλειά τότε. Τι να σου πω;
Το σπίτι, πάνω. Εκεί είχατε και τον αργαλειό. Το πατρικό σας το σπίτι το θυμάστε πώς ήτανε;
Όπως είναι τώρα. Μια χαρά είναι. Όπως είναι τώρα, στο ένα δωμάτιο που είχαμε το επάνω, το από πάνω μεριά που είχαμε, εντελώς δηλαδή, βάζαμε όλο το μέρος, το ντιβάνι αυτό, βάζαμε τρία στρώματα. Σε ένα κομμάτι έβαζα τον αργαλειό εγώ όλο τον χειμώνα. Γιατί πού θα πήγαινες στο κρύο να υφαίνεις; Δεν είχαμε ζεστασιά σε όλο το σπίτι. Δεν υπήρχανε ούτε καλοριφέρια ούτε τίποτα. Σόμπα μέσα στο δωμάτιο και να έχεις ξύλα να κουβαλάς, αλλά ήταν ωραία. Είχαμε ένα κομμάτι, ένα ντιβάνι, δεν είχε στρώμα, είχαμε τον αργαλειό. Δούλευε ο αργαλειός εκεί. Το καλοκαίρι μετά πηγαίναμε στο, είχαμε την κουζίνα την έξω και καθόμασταν και εκεί, για να μην λερώσουμε και το σπίτι γιατί, και η μάνα μου ήταν πολύ περήφανη και δεν ήθελε να το λερώσει το σπίτι. Καθόμασταν στην κουζίνα. Εκεί τρώγαμε, εκεί. Και όταν πήγαινε ο πατέρας μου, γιατί πήγαιναν στο δάσος δεκαπέντε μέρες για να βγάλουνε ξύλα για βαρέλια, κοιμόμασταν εκεί στην κουζίνα. Δεν πηγαίναμε καθόλου στο σπίτι, να μην το λερώσουμε. Είχαμε και τέτοια…
Α, ναι; Κι αν κάποιος έκανε την παρανομία και πήγαινε; Δεν τολμούσε κανένας;
Μπα! Όχι, δεν… Πριν, που ήρθανε όλοι οι ξένοι, ήτανε το χωριό… Πώς να σου πω; Σαν ήσουνα μια οικογένεια. Εγώ πήγαινα, που ήμουνα ελεύθερη, πήγαινα μέχρι, πόσα χιλιόμετρα είναι στο «Μπάντια Μπελόη», για να γυρίσω το χορτάρι μόνη μου! Δεν είχα φόβο από κανέναν. Δεν υπήρχε κάτι ότι «Ω, πού θα πας μες στο βουνό, ένα άτομο και ειδικά κορίτσι!». Από την ώρα που βγήκανε μετά οι ξένοι, δεν πήγαινα πουθενά. Καλά, όταν ήρθαν οι ξένοι, είχα παντρευτεί βέβαια, αλλά δεν πήγαινα πουθενά, γιατί φοβόμασταν που ακούγαμε τόσα και τόσα που γινότανε στις περιοχές.
Εγώ, βέβαια, έλεγα μήπως κάποιο από τα μέλη της οικογένειας έκανε την παρανομία και πήγαινε στο σπίτι, ενώ δεν επιτρεπόταν εκείνες τις μέρες. Καθώς είχατε και τα μικρότερα αδέρφια.
Α, όχι, όχι. Αφού ήταν πιο μικρά από μένα. Εγώ ήμουνα πιο μεγάλη. Εγώ, παράδειγμα, στα είκοσι παντρεύτηκα. Αυτά ήταν κάτω από μένα. Ο Στέργιος είναι τέσσερα-πέντε χρόνια μικρότερος από μένα. Ήταν δεκαπέντε. Ήταν μικρά τα αδέρφια μου. Πού θα πήγαινε; Κανένα δεν θα έκανε την παρανόμια.
Ναι. Αλλά όντας και μεγαλύτερη, φαντάζομαι ότι, μαζί με τη μητέρα σας και τον πατέρα σας, θα είχατε κι έναν ρόλο νουθεσίας. Μαλώνατε;
Ντάξει, έγώ μάλωνα, ναι. Ε, μάλωνα! Και πολύ, και πολύ! Μαλώναμε όλη την ώρα. «Μη εκεί, μη εδώ! Μη εκεί, μη εδώ!». Αυτό ήταν και στο πρόγραμμα μέσα.
Ποιο απ’ τα αδέρφια σας ήταν πιο πειραχτήρι, πιο ζωηρό θεωρείτε;
Πιο ζωηρός; Πιο ζωηρός θεωρώ… Όχι ο… Ο Λάκης ήταν λίγο; Ο Λάκης πρέπει να ήταν λίγο. Ο Νικόλας και ο Πολύμερος δεν… Και ο Στέργιος ήταν λίγο πιο ζαβολιάρης, πιο έτσι… Οι άλλοι ήταν πιο μικροί. Ειδικά ο Πολύμερος ήταν μικρός. Δεν, δεν είχε τίποτα.
Τους φωνάζατε δηλαδή; Ή…
Τους μάλωνα, τους μάλωνα.
Μπορεί να έπεφτε και καμία…
Ωρέ, έπεφτε κι από καμία σίγουρα. Ειδικά στον Πολύμερο… Έτρωγε τα περισσότερα!
Γιατί όμως; Αφού ήταν ο πιο…
Αφού ήταν πιο μικρός. Ε, γιατί… Κοίταξε. Οι άλλοι θα μου έριχναν κι εμένα. Ήταν πιο μεγάλα. Ο μικρός που δεν μπορεί. Ο μεγάλος… Αυτός που μπορεί, δεν μπορείς να τον κάνεις τίποτα.
Θυμάστε κανένα περιστατικό συγκεκριμένα; Αν σας έρχεται κάποιο στη μνήμη;
Δεν θυμάμαι. Τον Στέργιο, καλά. Δεν ήθελε να πάει στο Γυμνάσιο ο Στέργιος και τον έφεραν στο Μέτσοβο, με το ζόρι, με το ζόρι. Δεν ήθελε τίποτα. Κι ο πατέρας, μου φαίνεται, αυτή [00:25:00]την εποχή που πήγαιναν το Σεπτέμβριο για το γυμνάσιο, δεν ήταν εδώ, γιατί πήγαινε και πουλούσε βαρέλια προς τον Βόλο. Και όταν γύρισε ο πατέρας μου και είπε «Όχι! Θα σε στείλω!», ήταν μια, η Λουίζα του Τρίχα που τη λέγαμε εμείς, ανάλαβε αυτή με τον καθηγητή, δεν ξέρω ποιος, αυτό… Και δώσανε μια «παράτα» για να τον γράψουνε μετά, για να τον πάρουν, να μην τον αφήσουν εδώ. Γιατί δεν ήθελε να πάει ο Στέργιος με τίποτα στο γυμνάσιο. Ήθελε να κάτσει εδώ. Κι αυτή η Λουίζα ενδιαφέρθηκε πάρα πολύ για τον πατέρα μου, για... Και μετά έμενε στο Μέτσοβο τώρα ένα χρόνο; Ένα χρόνο πρέπει να ήτανε στο Μέτσοβο και μετά ήρθε η ώρα για να φύγουνε όλοι και πήγανε στα Γιάννενα όλοι μαζί μετά. Νομίζω γιατί, ένα χρόνο... Δεν θυμάμαι καλά. Παραπάνω… Για να πήγε στο Μέτσοβο Γυμνάσιο. Και πήγαιναν με τη σειρά. Ήταν και μία άλλη οικογένεια, του Πρασούλη, που είναι στον Καναδά αυτή την ώρα. Και πήγαιναν με την εβδομάδα οι γιαγιάδες, η μάνα μου, για να τους μαγειρέψουνε στο σπίτι, να τους κοιτάξουνε. Σαν δύο παιδιά που ήταν σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο, για να τους προσέξουν, να τους κάνουν φαγητό και τέτοια.
Και δεν μου λέτε τώρα; Το μαγειριό στο σπίτι ποιος το αναλάμβανε; Κατά κόρον η μητέρα σας;
Ε, ναι. Πρώτα ήταν η μάνα μου. Μπροστά σε όλα αυτά. Εγώ ήμανα πιο εξωτερικές δουλειές. Πιο λεπτές, οιι λεπτές δουλειές ήταν της μάνας μου. Δεν είχα να κάνω εγώ μέσα με το ζύμωμα, με το μαγείρεμα, με όλα αυτά, τα ’φτιαχνε αυτήν. Εγώ θα ήμουνα να κουβαλάω νερό, να κάνω, να σκουπίσω, τέτοια πράγματα. Δεν ήμουνα για τα μέσα… Δεν μαγείρευα εγώ.
Πώς διδαχτήκατε, όμως, μετά τη μαγειρική; Τα διαφορετικά πιάτα;
Ε, σπουδαίο πράγμα! Δεν είναι… Σαν φτιάχναμε τίποτα σοβαρά φαγητά; Λάχανο από τα γουρούνια, παίρνανε τα Χριστούγεννα! Το γουρούνι ήταν το πιο ωραίο πράγμα που γινότανε! Γιατί; Από αυτό έβγαζαν… Πρώτα πρώτα που τα τάιζαν σαράντα μέρες γρηγορότερα από τα Χριστούγεννα, τα τάιζαν καλαμπόκι. Πώς το λεγε; Γερμά από καλαμπόκι για να βάλουν λίπος. Χρειαζόταν περισσότερο το λίπος τότε για λάδι! Και έλεγε ο άλλος «Εγώ πήρα δύο δοχεία λίπος». Ο άλλος έλεγε «Τρία δοχεία!». Ανάλογα πώς το τάιζες και πώς μεγάλωνε αυτό το γουρούνι. Από ’κεί και πέρα, αφού το κόβανε, το πιο άχρηστο κρέας που ήταν με λίπος και με τέτοια, γινόταν λουκάνικα, το καλό το κρέας το βάζανε μέσα σε αλάτι, δεν τα βάζαμε ρε;
Σε αλάτι και σε λίπος…
Το γουρούνι κοβότανε, περισσότερο το θέλαμε για λίπος. Γιατί το λίπος έμπαινε σε όλα τα φαγητά. Και πίτα που φτιάχναμε, το φτιάχναμε με λίγδα. Λίγδα λεγόταν το λίπος που το βγάζαμε από τα γουρούνια. Ήταν πολύ ωραίο και πολύ νόστιμο. Να ’φτιαχνες αυγά, ό,τι αυγό, μάτι και χτυπητά. Ήταν πεντανόστιμα με το λίπος του γουρουνιού. Και βάζαμε κρέας αν ήταν πολύ… Γιατί έπρεπε να περάσει απ’ τα εκατό κιλά για να κάνει κάτι. Το πιο ψαχνό κρέας το βάλανε σε τέτοιο, το βράζανε κομμάτια κομμάτια στο καζάνι κι έμπαινε σε δοχεία, αυτά τα δοχεία τα μεγάλα, τα δεκάξι κιλά, και μέσα βρασμένο, έτοιμο κρέας και μέσα, μέσα στο λίπος. Για να μη χαλάσει. Στο λίπος δεν χαλνούσε. Δεν είχαμε ψυγεία και τέτοια τότε. Και μες στο λίπος. Και μετά το άλλο, το άλλο το κρέας, το άλλο το κρέας, το πιο αυτό, φτιάχναμε λουκάνικα. Κι απ’ το λίπος βγαίνανε και οι τσιγαρίδες, πολύ ωραίο πράγμα, με κρέας τσιγαρίδα. Όλο τον χειμώνα τρώγαμε και βραδινό και πρωινό, ό,τι ήθελες… Πολύ ωραίο το κρέας αυτό.
Και τι άλλα φαγητά δηλαδή μαγείρευε η μητέρα σας;
Ναι, περισσότερο ήτανε το λάχανο με κρέας. Πράσα με κρέας. Φασουλάδα, φακές, πατάτες –οι πατάτες περισσότερο προτού να πάρουμε μασίνες, γιατί δεν ήταν οι μασίνες από την αρχή– στην κατσαρόλα με το κρέας. Και μετά που πήραμε μασίνες, βάζαμε πατάτες στον φούρνο με κρέας. Βράζαμε πρώτα το κρέας και μετά το βάζαμε μες στο… Κόβαμε τις πατάτες ψιλές και τα ανακατεύαμε μέσα στο ταψί για να τα βάλεις στον [00:30:00]φούρνο. Αλλά γινότανε… Πολύς κόσμος είχαμε φούρνο για ψωμί. Φούρνους με πέτρα. Το φαγητό θα το βάλανε στη γάστρα τότε. Προτού να βγουν οι μασίνες, γιατί ξέχασα να σου πω, ήταν η γάστρα. Για το οτιδήποτε. Για πίτα, για φαγητό στη γάστρα, οτιδήποτε ήταν η γάστρα. Και γλυκό ακόμα, μας έφτιαχνε η θεία η Βούσω… Πώς το λένε; Ραβανί στο φούρνο. Που τώρα ποιος μπορεί να τα κάνει αυτά τα πράγματα; Ο κανένας στον φούρνο. Αλλά είχε δουλειά βέβαια, γιατί ο φούρνος έχει δουλειά. Δεν είναι εύκολο. Θέλει ξύλα, θέλει να το πετύχεις. Να το κάψεις, πώς θα το κάψεις. Να μην κάψεις το φαγητό. Η γάστρα ήταν το πιο, το πιο νόστιμο φαγητό στη γάστρα! Αλλά αφού βγήκαν οι μασίνες μετά, πάνε όλα αυτά. Και ο φούρνος και η γάστρα πάνε μετά…
Ήταν και κάπως υποχρέωση των νεαρών κοριτσιών να μαθαίνουνε, να μάθουν αυτές τις δουλειές και το μαγείρεμα;
Όχι, ρε. Αυτό ήταν, αυτό ήταν το φυσικό που έπρεπε να μάθεις. Μέχρι πότε θα έφτιαχνε οι γονείς, οι γιαγιάδες και αυτό; Κάθε νεολαία έπρεπε να μάθει ύστερα να μαγειρεύει. Να κάνεις, τι θα κάνεις. Αλλά δεν φτιάχνανε παστίτσιο… Εγώ δεν θυμάμαι καμιά φορά. Και μουσακάδες και τέτοια πράγματα. Εγώ δεν τα θυμάμαι αυτά τα φαγητά. Φτιάχναμε τα άλλα, τα απλά. Τις πατάτες, τα φασολάκια το καλοκαίρι, κρεμμύδια με κεφτέδες το φθινόπωρο, γιατί τα κρεμμυδάκια το φθινόπωρο γινόταν. Από τον Αύγουστο και μετά βγάζαμε κρεμμύδια για να μαγειρέψεις. Η άνοιξη ήταν άνοιξη. Ήταν άλλα φαγητά. Φτιάχνανε λάπατα, φαγητό με κρέας. Η μάνα μου στη γιορτή του πατέρα μου, Κωνσταντίνου και Ελένη, που γιορτάζανε τότε, γιατί τότε γιορτάζανε όλα τα σπίτια. Κι όλος ο κόσμος είχε γλυκό να σε κεράσει. Όχι τα γλυκά τα αγορασμένα, αυτά που είναι τώρα. Το ’φτιαχναν ή από πορτοκάλι ή από νεράντζι. Περισσότερο ήταν το νερνατζολέμονο, το νεράντζι και το πορτοκάλι, που γινότανε γλυκό. Και τα σύκα τώρα, μετά μετά βγήκανε τα σύκα για το χωριό μας. Ήταν τα σύκα πάνω. Αλλά δεν είχανε το γλυκό το έτοιμο, από το ζαχαροπλαστείο. Φτιαγμένα. Και αφού γιόρταζαν, ειδικά όλες οι γιορτές από τα… Δηλαδή τα ονόματα Αγιαννιού, Κωνσταντίνου και Ελένη… Πώς το λένε; Θεοδώρου, Θεόδωρος και όλα αυτά. Γινόταν η γιορτή, όποιος γιόρταζε, θα περνούσε όλο το χωριό για να κεραστεί. Το πρωί. Γλυκό και μετά έφτιαχναν και μεζέδες. Κάνα κεφτεδάκι με λίγο τυράκι και… Αλλά όλο το χωριό. Και αυτά, μετά σιγά σιγά, όπως και τώρα, αυτή τη στιγμή, που κόπηκαν από όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχουν γιορτές. Δεν υπάρχουν τα γλυκά αυτά. Τα γλυκά αυτά, άμα θες να κάνεις, για να το έχεις για το σπίτι, έτσι για φαΐ.
Δηλαδή κι εσείς, φαντάζομαι, ξέρατε να φτιάχνετε πολλά απ’ αυτά τα… Τα γλυκά και τα γεύματα που αναφέραμε…
Ναι, ναι. Ε, εύκολα είναι, εύκολα ήταν. Δεν ήταν κανένα δύσκολο πράγμα.
Δηλαδή όταν γιόρταζε, για παράδειγμα, ο σύζυγός σας, τι φτιάχνατε εσείς;
Παίρναμε νεράντζια, μου έφερναν από τα Γιάννενα νεράντζια και φτιάχναμε γλυκό από νεράντζι τότε. Το νεράντζι είναι λίγο πικρό, αλλά γινόταν πολύ ωραίο το γλυκό. Αφού έφυγαν οι δικοί μας, μου έστελνε η μάνα μου νεράντζι από ’κεί και το φτιάχναμε εδώ το γλυκό.
Και είχατε επισκέψεις, ερχόταν από τη γειτονιά κόσμος;
Απ’ όλο το χωριό, ποιοι ήταν στο χωριό. Το πρωί όμως. Το απόγευμα θα ερχόταν οι κοντοί συγγενείς, αδέρφια, τέτοια. Το απόγευμα θα ερχόταν μόνο τα αδέρφια. Είτε και τα ξαδέρφια αν είχες καλές σχέσεις πολύ. Το πρωί, όμως, όλο το χωριό. Όσοι θα πήγαιναν έξω, στην εκκλησία, θα περνούσανε σε αυτόν που γιόρταγε το πρωί. Το είχαν έτσι.
Υπήρχε κάποια συνταγή, κάποιο πιάτο, κάποιο γλυκό ιδιαίτερο εδώ στο χωριό; Για κάποια γιορτή;
Κοίταξε. Πιο… Τώρα αυτά δεν τα θυμάμαι. Εγώ θα ήμουνα ακόμα ανύπαντρη. Φτιάχνανε γλυκό από κεράσι είτε αγόραζαν από κεράσι, αλλά δεν είχε πιάτο. Το βάζανε σε ένα πιάτο μεγάλο και σ’ ένα ποτήρι με νερό, βάζανε, σε ένα ποτήρι καθαρό βάζανε, τι γλυκό ήτανε, κουτάλι, πιρούνι, δεν ξέρω… Κι απ’ την άλλη μεριά [00:35:00]από τον δίσκο, βάζανε ένα ποτήρι με νερό και περνούσε σε όλον τον κόσμο, από το ίδιο πιάτο, ο καθένας όμως χωριστά το κουτάλι-πιρούνι, ποιο ήταν, και το έπαιρνες το γλυκό από ’κεί, κερνιόσουνα από το βάζο, το μεγάλο κι έβαζες το πιρούνι στην άλλη δόση. Είχε δύο ποτήρια νερό για να πιείς και δύο ποτήρια για να βάλεις τα πιρούνια, τα κουτάλια μπροστά. Αλλά το γλυκό ήτανε σε ένα πιάτο μεγάλο. Έτσι γινότανε. Μετά βγήκανε τα πιάτα καθενός, δηλαδή του κάθε ατόμου. Αλλά στην αρχή ήταν ένα πιάτο, ένα μεγάλο πιάτο.
Αλλά εσείς δεν έχετε κατά νου κάποιο τοπικό έδεσμα, πιάτο.
Όχι, όχι, όχι. Δεν είχαμε.
Οκ. Και από όλα αυτά που μπορεί μέσα στα χρόνια να έχετε φτιάξει εσείς η ίδια, υπάρχει κάτι αγαπημένο; Κάτι που σας αρέσει πολύ; Να φτιάχνετε;
Που μ’ αρέσει πολύ το γλυκό αυτό το… Πώς το λένε; Το νεράντζι, το νεραντζολέμονο. Αυτό είναι ωραίο. Αλλά φτιάχνω και πολύ από κολοκύθα. Αφού οι κολοκύθες είναι πολλές εδώ, σ’ εμάς, βάζω στο τέτοιο, στο ασβέστη, καθαρίζω μια κολοκύθα… Έχω κάνει κάνα δυο φέτος; Κολοκύθες… Είναι πολύ ωραία. Σκληρό βέβαια, αλλά δεν το θέλει όποιος να ’ναι όμως. Να, τα δικά μου κορίτσια, μόνον η Βάσω έφαγε λίγο γλυκό, η άλλη «Ε», λέει, «κολοκύθα είναι αυτή». Ενώ η κολοκύθα είναι πολύ ωραίο γλυκό.
Τέλειο!
Είναι πιο ωραίο γλυκό για μένα, το κολοκύθι.
Θέλετε τότε να μου περιγράψετε τη διαδικασία; Πώς φτιάχνετε αυτό το γλυκό;
Ε, εύκολο είναι, βρε! Το καθαρίζουμε, το κόβουμε με… Έχω ένα μηχανισμό όπως κάνουμε τις σαλάτες με το λάχανο που το περνάμε στον τρίφτη. Το κόβω τετραγωνάκια τετραγωνάκια και τα βάζω σε μια λεκάνη με ασβέστη λιωμένη. Ασβέστη για να σφίξει. Θα το βάλω από το βράδυ μέχρι το πρωί μέσα στην ασβέστη. Μετά θα το βγάλω, θα το πλένω από την άσβεστη που είναι και θα το βάλω στην κατσαρόλα για να βράσει. Στο βράσιμο βάζω όμως και ένα λεμόνι. Αν έχω λεμόνια φυσικά είναι πιο καλά, αν δεν έχω, θα βάλω λεμόνι που είναι το αυτό το έτοιμο, που είναι σαν καραμέλα, πώς είναι… Αλλά άμα έχω φυσικό λεμόνι, πιο καλά είναι…
Χυμό, χυμό, ναι.
Χυμό. Το βράζω μια φορά, το χύνω. Το ξαναβράζω λίγο ακόμα για να φύγει ο ασβέστης και όλα αυτά, αλλά όχι πολύ βράσιμο να λιώσει. Ίσα ίσα, λίγο να πάρει μια βρασιά. Άρχισε να χουχουλιάζει, το χύνω το νερό. Δυο φορές το βράζω και δυο φορές χύνω το νερό. Και μετά το βάζω στην κατσαρόλα και ρίχνω τη ζάχαρη μέσα, από πάνω. Από το βράδυ δεν το πειράζω καθόλου. Ρίχνω τη ζάχαρη να λιώσει σιγά σιγά μέχρι το πρωί που θα το βάλω για να βράσει. Βάζω λίγο νερό μέσα. Βάζω μπόλικο νερό, έτσι κοντά να σκεπαστεί και το αφήνω και βράζει το σιρόπι. Δεν έχει καμιά φασαρία μεγάλη, διαδικασία μεγάλη.
Πόση ώρα παίρνειαυτό το βράσιμο;
Ε, με… Εγώ με το μυαλό μου πάω, δεν πάω με την ώρα. Πόσο θα ξεκινήσει τώρα να χουχουλιάζει εκεία στο μάτι; Πόση ώρα θέλει να ξεκινάει να αυτό…; Τόσην ώρα το αφήνω, αλλά δεν ξέρω. Δεν κρατάω ώρα, δεν ξέρω με την ώρα. Και με τη ζάχαρη, γιατί περισσότερο ο κόσμος ζυγίζουν το κολοκύθι. Πόσα κιλά είναι. Δύο κιλά, θέλεις γύρω στα τρία… Τα δύο κιλά γύρω στα τρία κιλά ζάχαρη. Η κολοκύθα τρώει ζάχαρη. Δεν είναι γλυκό με λίγη ζάχαρη. Όπως και το νεράντζι. Και το νεράντζι θέλει ζάχαρη γιατί είναι πικρό, είναι τέτοιο. Αλλά η κολοκύθα θέλει στα δύο κιλά, σίγουρα τρία κιλά ζάχαρη μέσα. Για να είναι μέσα στο σιρόπι σκεπασμένο.
Και τις κολοκύθες εσείς τις προμηθεύεστε…;
Απ’ τα δικά μας.
Έχετε δικές σας κολοκύθες. Έχετε κήπο εδώ.
Ναι, ναι. Έχουμε κήπο. Το καλοκαίρι βάζω, έχω εγώ κολοκύθες… Πέρσι είχα, ωωω, τι δέκα, τι δεκαπέντε! Τις μοίρασα, άλλος εδώ, άλλο από εκεί, και έκανα και λίγο γλυκό και άιντε. Έβαλα και στην κατάψυξη για να κάνω πίτα. Έκανα κάνα δυο φορές τον χειμώνα. Έχω και ακόμα στην κατάψυξη. Όχι εδώ όμως, στα Γιάννενα, γιατί μου έμειναν και έχουν μείνει στον καταψύκτη. Αλλά έχω κολοκύθες πολλές!
Και τη συγκεκριμένη συνταγή τώρα, που μου αναφέρατε, που μου αναλύσατε. Εσείς θυμάστε από πού την μάθατε; Δηλαδή [00:40:00]ήταν από τη μητέρα σας; Ήταν από κάποια φίλη; Από κάποια γειτόνισσα;
Απ’ τη μάνα μου θυμάμαι. Γιατί έφτιαχνε. Αραιά, αραιά. Δεν έφτιαχνε πάντοτες. Απ’ τη μάνα μου. Ε, και δηλαδή… Όπως συζητάς μ’ εσένα, μ’ εμένα, ο καθένας λέει τη γνώμη. Και παίρνεις μια γνώμη και το φτιάχνεις. Μίλησα μ’ εσένα, μου είπες «Κάν’ το έτσι». Μίλησα με τον άλλο «Κάν’ το έτσι» και με αυτό. Δεν έχουμε γραφτά πράγματα να ξέρω. Δεν ξέρω απ’ τα γραφτά τα πράγματα. Από σένα κι από μένα. Τον ένα με τον άλλον. Αυτό.
Έχετε προσπαθήσει αυτή τη συνταγή να τη διδάξετε και σε άλλους;
Στη νεολαία;
Ναι. Στις κόρες σας ή στις εγγονές…
Αφού εγώ τους φέρνω γλυκό έτοιμο και δεν το θέλουν. «Ε, τώρα θα μας φέρεις γλυκό κολοκύθι, μεγάλη δουλειά». Δε σου δίνει σημασία, πώς θα το πω στον άλλον; Άμα δεν σου λέει «Για να δούμε πώς το κάνεις, να κάνω κι εγώ». Δηλαδή δεν το θέλουν, δεν το χρειάζονται και ειδικά τώρα, αυτή την εποχή. Αυτή την εποχή, εννοώ τώρα, αυτά τα χρόνια, που δεν τρώνε γλυκά ο κόσμος για να μην παχύνουν. Ναι. Αλλά αυτό ,εγώ δεν το βγάζω αυτό ότι είναι αυτό που λένε. Για να μην παχύνεις, πρέπει να ρθείς γύρα, να μην κάτσεις στην καρέκλα. Εγώ απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ δεν είμαι στην καρέκλα. Θα πάω και στον κήπο, θα πάω και να καθαρίσω… Δηλαδή τα πάντα να είναι καθαρά, όχι βρώμικα! Να κάτσω στην καρέκλα και να τα αφήσω να βρωμάν’. Το περιβάλλον όλο πρέπει να είναι μεγάλη καθαριότητα. Και πάω και στον κήπο, και γυρνάω και απ’ τον κήπο, και θα φτιάξω και πίτα, θα φτιάξω και φαγητό. Εκτός, κάθομαι λίγο τώρα, που πέρασαν τα χρόνια και είμαι σπίτι. Θα καθίσω μιάμιση ώρα το μεσημέρι. Από ’κεί και πέρα, όλη μέρα, από το πρωί τις επτά ξυπνάω μέχρι το βράδυ –τι ώρα; Δέκα; Και έντεκα;– θα είμαι στη γύρα να κάνω, κάτι θα κάνω. Μια δουλειά, μια που χρειάζεται, μια που δεν χρειάζεται. Δεν είναι… Έχω κήπο… Και ακόμα και στις γλάστρες, άμα έχεις όρεξη για δουλειά, θα βρεις. Στη γλάστρα έχουμε βάλει ντομάτες και πιπεριές. Που άλλος δεν τα βάζει και σου λέει «Εγώ θέλω λίγο μαϊντανό! Δώσ’ μου λίγο μαϊντανό!», σου λέει μια γειτόνισσα. Και λέω «Εγώ δεν δίνω σε κανέναν!». Γιατί έχει χέρια ο καθένας, ας βάλει στη γλάστρα για να ’χει. Και στη γλάστρα να βάλεις, ό,τι και να βάλεις, θα κάνεις. Και αγγουριές να βάλεις στη γλάστρα, θα κάνουν αγγούρια. Και κολοκυθιά να βάλω στην γλάστρα, πάλι θα κάνει. Και οτιδήποτε! Οτιδήποτε, άμα θέλεις για να εργαστείς, θα βρεις δουλειά. Άμα δεν θέλεις μετά και θες να καθίσεις, δεν βρίσκεις δουλειά.
Άρα, δηλαδή, λέτε ότι ο καθένας καλό είναι να αναλαμβάνει ένα ρόλο.
Ναι. Ο καθένας πρέπει να κάνει κάτι, να δουλεύει. Η δουλειά για μένα είναι υγεία. Γιατί πολλοί λένε «Α, εγώ δούλεψα πολύ στα νιάτα», λέει, «και δεν είμαι καλά», λένε κάμποσοι γέροι. «Δεν είναι αυτό» λέω. Γιατί ένα άτομο που είχαμε εμείς, τον Γιάννη τον Παπάζη, που πέθανε στα εκατόν δύο χρονών…
Εδώ, στο χωριό.
Στο χωριό, αλλά τώρα τελευταία έμενε στα Γιάννενα. Πήγαινε με τα πόδια στα Γιάννενα από το Χατζηκώστα που είναι πάνω, που είναι τέρμα, μέχρι την Αγιά Μαρίνα με τα πόδια για να ψωνίσει απ’ τη λαϊκή της Αγιά Μαρίνας. Και τα κουβαλούσε φορτωμένος, στην πλάτη τις σακούλες, στην άλλη, τις έκανε δύο, μια μπροστά, μια άλλη, και πήγαινε με τα πόδια στην αγορά και με τα πόδια γυρνούσε. Και δούλευε στον Τοψή, στο εργαστήριο και πολλές φορές πήγαινε από ’κεί που καθότανε στο Χατζηκώστα κι έχει το σπίτι του με τα πόδια μέχρι την Ελεούσα, στο εργοστάσιο! Και γυρνούσε και με τα πόδια. Και μέσα στην Μηλιά, σε μικρή, σε μεγάλη ηλικία τώρα, γιατί τώρα πέθανε στα εκατόν δύο, όπως περνούσε σε μια κατηφόρα, στο χωριό, πήρε και δυο κωλοτούμπες! Έκανε κωλοτούμπα και δεν έπαθε τίποτα! Αλλά ήταν τόσο κουρασμένος στη ζωή, αλλά έζησε και τόσα χρόνια. Άραγες δεν φταίει η δουλειά. Στον άνθρωπο φταίει περισσότερο το άγχος και η στεναχώρια. Άμα δεν σου πάνε καλά τα πράγματα και έχεις τέτοια προβλήματα, αυτά φταίνε. Δεν φταίει η δουλειά. Η δουλειά είναι το καλύτερο πράμα. Να έχεις δουλειά. Αρκεί να υπάρχει δουλειά για μένα.
Άρα, δηλαδή, εσείς τώρα, κυρία Σταματία, έχετε ακόμα ενέργεια [00:45:00]που θέλετε να τη δίνετε και σε άλλους…
Όχι, μου αρέσει. Δηλαδή, ναι, κουράζομαι. Έρχεται η ώρα που κουράζομαι, γιατί πάνε εβδομήντα επτά τα χρόνια, πάμε για τα ογδόντα. Αλλά μου αρέσει να δουλεύω, θέλω να παράγω κάτι. Δεν θέλω να κάτσω, να σου πω εσένα «Φέρε μου!» ή «Φέρε στον άλλον». Θέλω μόνη μου να το κάνω. Κι όπως το κάνω. Να, έχω κι εδώ, έχω και στα λιβάδια τις πατάτες και λίγα φασόλια κι έρχομαι γύρα μια χαρά. Έχει και ο κυρ-Νικόλας εδώ που λέει, γιατί έχει… Κι αν δεν ήμουνα εγώ, θα είχανε στεγνώσει, να του πεις του κυρ-Νικόλα! Θέλουν πότισμα τα καημένα, δεν κάθονται χωρίς νερό. Δεν μεγαλώνουν χωρίς νερό. Έχω και του κυρ-Νικόλα αυτό.
Μάλιστα, πολύ ωραία όλα αυτά που μου μεταφέρατε σήμερα, κυρία Σταματία.
Ξέρω ’γώ;
Αλήθεια. Και ήταν κι αισιόδοξα. Αλλά θέλω να σας κάνω δυο τελευταίες ερωτήσεις. Η μ;iα είναι εύκολη. Αν εσείς η ίδια θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο πέραν από αυτά που σας ρώτησα εγώ.
Τώρα στο μυαλό δεν μου ’ρχεται, τώρα να σου πω κάτι. Τι να σου πω; Να σου πω για την πίτα; Τις πίτες μου αρέσουν να τις κάνω, τις προετοιμάζω από μια μέρα γρηγορότερα και την άλλη μέρα θα σου στήσω, μέχρι το μεσημέρι, μάνι μάνι τέσσερις πίτες! Δώδεκα η ώρα είναι τελειωμένες. Αλλά η ετοιμασία, το προζύμι, το λάχανο, όλα αυτά τα έχω κάνει από την άλλη μέρα. Μόνο αν κάνω γαλατόπιτα θα είναι της στιγμής. Σήμερα που έκανα γαλατόπιτα, άνοιξα μόνο τα φύλλα και έκανα και το… Την κρέμα, την ώρα αυτή. Και την έκανα την πίτα. Για μένα οι πίτες δεν είναι τίποτα, είναι παιχνίδι.
Η γαλατόπιτα πόσην ώρα σας παίρνει;
Μισή ώρα.
Για να φτιάξετε μια γαλατόπιτα;
Για να φτιάξω... Όχι, μισή ώρα θέλει να… Κοντά τρία τέταρτα θέλει ψήσιμο. Αναλόγως και πώς δουλεύει η κουζίνα. Πώς είναι το «μάτι» το δικό σου. Πώς δουλεύει. Αλλά ετοιμασία θέλει, θα κάνεις την κρέμα στην κατσαρόλα… Ε, δεν θέλει ένα τέταρτο; Θέλει. Και για να την απλώσω εγώ, για να την ετοιμάσω, μισή ώρα θέλω. Δηλαδή να απλώσω τα φύλλα, να φτιάξω την κρέμα και μετά να τη βάλω στον φούρνο. Δηλαδή μισή ώρα είναι η κρέμα με τα φύλλα. Και άλλα τρία τέταρτα θέλει ψήσιμο μετά. Αλλά είναι εύκολο πράγμα, πώς να σου πω; Δεν τις θεωρώ ότι έχουνε δουλειά. Για να γίνει μια πίτα. Δεν έχουνε δουλειά. Για μένα δεν έχουν δουλειά. Έτσι τα βλέπω.
Πόσες είναι οι πίτες που έχετε κάνει μέσα σε μία μέρα;
Στα Γιάννενα που είμαι τον χειμώνα… Φέτος…
Οι περισσότερες που μπορεί να έχετε κάνει μέσα σε μια μέρα;
Τέσσερις πίτες κάνω. Από τις οχτώμιση το πρωί μέχρι τις έντεκα η ώρα και γρηγορότερα είναι τελειωμένες! Για να τα ψήσω και να τα φτιάξω. Αλλά…
Τέσσερις όμως είναι πολλές.
Δεν είναι πολλές. Αφού σου λέω μισή ώρα δεν πάει η μια με την άλλη πίτα. Δηλαδή να φτιάξω μισή ώρα, να πάω να την απλώσω, να βάλω τα λάχανα μέσα και να… Μισή ώρα. Τίποτα άλλο. Αλλά ετοιμασία, σου είπα, θέλει από γρηγορότερα. Το προζύμι το κάνω απ’ το βράδυ, τα λάχανα απ’ το βράδυ, από την άλλη μέρα. Ανάλογα τι ώρα έχω κενή ώρα. Αλλά είναι τίποτα. Παιχνίδια είναι οι πίτες. Ε, και κάνεις και μια αλλαγή.
Για πόσα άτομα, δηλαδή, μπορεί να φτιάξετε τέσσερις πίτες;
Α, να σου πω για πόσα.
Γιατί, φαντάζομαι, δεν τις τρώτε μόνη σας, εσείς κι ο σύζυγός σας.
Όχι, όχι, όχι, ποια μόνοι μας; Είμαστε, πόσοι είμαστε. Είμαστε τέσσερα και πέντε, εννιά. Και δύο εμείς, έντεκα. Κι άμα θα βάλω και για σας κάνα κομμάτι, δώδεκα σίγουρα, άτομα. Αλλά τελειώνουν, δεν έχει μετά. Άμα έρχεται το μεσημέρι, τελείωσαν οι πίτες. Δεν μένουνε και για άλλη φορά. Γιατί τα ταψιά δεν είναι μεγάλα, τις εντοιχιζόμενες κουζίνες. Ήταν παλιά η γάστρα, ήταν παλιά η μασσίνα η ξύλινη, ήταν μεγάλα ταψιά. Τώρα τις εντοιχιζόμενες κουζίνα είναι μικρές. Και τίποτα δεν είναι τέσσερις πίτες. Είναι πολύ λίγες. Δηλαδή τέσσερις οικογένειες, τέσσερις πίτες. Μια οικογένεια, μια πίτα.
Ε, άρα εσείς τις πίτες σας τις φτιάχνετε για αρκετό κόσμο. Γι’ αυτό και παράγετε τόσο πολύ.
[00:50:00]Ε, ναι. Όταν φτιάχνω πίτα, μ’ αρέσει να φάνε όλοι. Αρκεί να υπάρχει. Αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Κάτι να κάνω, δεν ξέρω.
Σας κινητοποιεί.
Ναι, δηλαδή με ευχαριστεί αυτό.
Τι συναίσθημα είναι αυτό που προκαλείται, όταν φτιάχνεις το φαγητό και ξέρεις ότι θα φάνε αρκετοί συγγενείς, αρκετοί άνθρωποι.
Ε, μου αρέσει. Λέω «Γιατί να μην κάνουμε ένα καλό πράγμα και να φάνε όλοι;». Πώς… Ευχαριστιέμαι να ’χω και να φτιάχνω. Δεν λέω «Θα κουραστώ». Αυτό δεν το λέω καμιά φορά. «Ότι τώρα εγώ θα κάνω τόσα πράγματα, για τόσα άτομα και θα κουραστώ!». Δεν το λέω καμιά φορά. Δεν μου αρέσει να πω «Κουράστηκα!». Αυτό δεν μου αρέσει. Ότι τώρα «Ωχ, πολύ κουράστηκα!». Δεν το λέω. Μπορεί και να κουραστώ, αλλά δεν θα το πω. Γιατί δεν είναι καλό. Όλος ο κόσμος κουράζεται. Άλλος θα κάνει έτσι, άλλος θα κάνει αλλιώς κι εγώ δεν ξέρω. Κάτι κάνει ο καθένας. Αλλά δεν μου αρέσει η λέξη «Ωχ, πολύ κουράστηκα!». Αυτό δεν το θέλω να το ακούσω από κανέναν. Ειδικά σου λέω κι εσένα. Ότι δεν θα το πεις καμιά φορά «Κουράστηκα!». Καμιά φορά. Κι ας κουράστηκες! Θα πεις «Δεν κουράστηκα». Είτε μη μιλάς καθόλου. Ούτε, ούτε έτσι ούτε αλλιώς. Να μην το πεις.
Όχι. Πολύ ωραία, έτσι, σκέψη για το κλείσιμο, είναι…
Αυτό;
Ναι, γιατί κατ’ αρχάς δημιουγεί ένα αισιόδοξο συναίσθημα.
Ε, βέβαια, ναι. Όχι, αυτό δεν είναι καλό. Εμένα… Ευχαριστιέμαι για όλο τον κόσμο κάτι και να προσφέρω και να μην πω ότι «Αχ! Τώρα ήρθες εσύ, παράδειγμα, ή ο άλλος και με έβαλε σε κούραση». Δεν μου αρέσει αυτό. Μ’ αρέσει, όμως, να κάνω και να ευχαριστηθώ. Άμα θα κάνω κάτι, ευχαριστιέμαι. Θέλω να κάνω κάτι. Δεν θέλω «Ωχ! Τώρα ήρθε κάποιος και μου έβαλε κούραση επάνω μου!». Δεν το λέω σε κανέναν. Δεν μου αρέσει. Κι ας κουραστώ. Τι πειράζει; Ο άνθρωπος είναι για να κουραστεί, δεν είναι να μην κουραστεί. Δεν γεννηθήκαμε να κάτσουμε και να κοιμηθούμε. Αν θα κάτσω στον καναπέ όλη μέρα, μπορεί να πιάσω και καμιά αρρώστια. Έτσι είναι πιο καλά, που έρχομαι γύρα. Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Πολύ ωραία, κυρία Σταματία. Σας εύχομαι να συνεχίσετε να προσφέρετε…
Ό,τι μπορώ.
… για πάρα πολλά χρόνια ακόμα, να μην κουράζεστε.
Για να ιδούμε! Ανάλογα πώς θα βρεθούμε. Κατά ώρας, εντάξει είμαστε. Δεν έχουμε κάνα σοβαρό… Γιατί πονάει η μέση και πονάει το πόδι και πονάει και το ένα και το άλλο. Αυτά δεν περνάνε. Και ας πούνε οποιοσδήποτε ότι «Θα πάω στον γιατρό…» Ο γιατρός χρειάζεται, η επιστήμη χρειάζεται. Χωρίς επιστήμη δεν είναι καλά. Γιατί σε προλαβαίνει η επιστήμη, αν έχεις κάτι σοβαρό και θα πας στον γιατρό. Σε προλαβαίνει. Δεν είναι ότι θα τη βγάλουμε άχρηστη την επιστήμη. Και τώρα με τα εμβόλια που δεν πήγαιναν και πέθαναν, τόσοι που πέθαναν. Καλά έκαναν και πέθαναν, αφού δεν ακούν την επιστήμη… Η επιστήμη την ακούω και θέλω να την ακούσω, αλλά όχι όμως «Γιατί κουράστηκα, ότι έφτιαξα δουλειά ή έκανα, έκανα…». Μπορεί να είσαι αδύναμος, μπορεί, μπορεί, μπορεί κάτι και δεν μπορείς. Αλλά όχι και τι φταίει γιατί δούλεψες. Η δουλειά είναι αρχοντιά, η δουλειά είναι υγεία. Δεν είναι η δουλειά… Πιάσε τον καναπέ. Άμα πιάσεις τον καναπέ, μπορεί και να πεθάνουμε γρηγορότερα… Γιατί το μυαλό μετά θα γίνει, θα φύγει εντελώς, δεν θα υπάρχει. Θα θολώσει, θα θολώσει το μυαλό μετά. Κι έτσι, έλα γύρα όλη μέρα, είσαι μια χαρά. Αυτά, ρε Βαγγελάκη μου. Να ’σαι καλά, να ’σαι καλά, να ’σαι καλά! Υγεία, δουλειά και αγάπη. Άμα υπάρχουν τα τρία αυτά, υπάρχουνε τα πάντα. Δουλειά, υγεία, αγάπη. Και αγάπη! Γιατί άμα έχεις γκρίνια, πάει μετά, ξόφλησες. Η γκρίνια δεν φέρνει καλά πράγματα. Η γκρίνια είναι το χειρότερο πράγμα που υπάρχει. Αυτά! Τώρα! Τώρα θες να σου πω και για την πίτα;
Τέλεια. Πολύ όμορφα αυτά… Όχι, τα πιάσαμε και τα υπόλοιπα, οπότε εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να ’στε καλά! Υγεία, είπα, δουλειά κι αγάπη. Τρία πράγματα. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο.
Photos

Υφαντά αργαλειού

Γλυκό του κουταλιού
Γλυκό του κουταλιού με κολοκύθι και καρύδι.

Υφαντά αργαλειού
Υφαντά αργαλειού με αισθητικά μοτίβα της π ...
Summary
Η Σταματία Σούλιου περιγράφει γλαφυρά τη ζωή στο χωριό της, την Μηλέα Μετσόβου, στα χρόνια μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Μας μιλάει για τις καθημερινές ασχολίες και τις δουλειές τόσο στο σπίτι όσο και στα χωράφια. Επίσης, μοιράζεται μαζί μας τα αγαπημένα της φαγητά και γλυκά και αναγνωρίζει πόσο χρήσιμο είναι για εκείνη να απασχολείται καθημερινά με διάφορες εργασίες.
Narrators
Σταματία Σούλιου
Field Reporters
Ηλίας Ευάγγελος
Tags
Interview Date
27/06/2022
Duration
54'
Summary
Η Σταματία Σούλιου περιγράφει γλαφυρά τη ζωή στο χωριό της, την Μηλέα Μετσόβου, στα χρόνια μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Μας μιλάει για τις καθημερινές ασχολίες και τις δουλειές τόσο στο σπίτι όσο και στα χωράφια. Επίσης, μοιράζεται μαζί μας τα αγαπημένα της φαγητά και γλυκά και αναγνωρίζει πόσο χρήσιμο είναι για εκείνη να απασχολείται καθημερινά με διάφορες εργασίες.
Narrators
Σταματία Σούλιου
Field Reporters
Ηλίας Ευάγγελος
Tags
Interview Date
27/06/2022
Duration
54'