© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Έβλεπα τους ηθοποιούς και έλεγα τι κόσμος είναι αυτός θέλω να ζήσω εδώ»: εμψυχώτρια και σκηνοθέτις αφηγείται

Istorima Code
10930
Story URL
Speaker
Αθανασία Χατζή (Α.Χ.)
Interview Date
07/10/2022
Researcher
Βιργινία Βουρλούμη (Β.Β.)
Β.Β.:

[00:00:00]Ονομάζομαι Βουρλούμη Βιργινία, βρισκόμαστε στο Ίλιον Αττικής. Έχουμε 8 Οκτώβρη του 2022 και είμαστε εδώ για το Ιστόριμα με — το όνομά σας…

Α.Χ.:

Νάσα Χατζή ή Αθανασία, αλλά με φωνάζουνε Νάσα. 

Β.Β.:

Θα μας πείτε λίγα πράγματα για εσάς;

Α.Χ.:

Ναι. Είμαι 52 χρονών, ασχολούμαι επαγγελματικά — θα έλεγα εγώ — με τον τομέα της Τέχνης. Αυτό περιλαμβάνει το βιβλίο, τα καλλιτεχνικά, θέατρο και κινηματογράφο. Kινηματογράφο τα τελευταία χρόνια, τηλεόραση δηλαδή. Έχω οικογένεια, έχω δυο κορίτσια που είναι 27 χρονών και 26 αντίστοιχα. Και γεννήθηκα στου Ζωγράφου, αυτό το λέω γιατί μου άρεσε σαν περιοχή. Αυτά, δεν ξέρω τι άλλο να πω για μένα. Αν μου προσδιορίσεις, θα σου πω.

Β.Β.:

Η παιδική σας ηλικία επηρέασε τις επιλογές στον επαγγελματικό τομέα αργότερα; 

Α.Χ.:

Ναι, ναι, πολύ. Δηλαδή από παιδί ήμουνα —  θεωρώ ότι ήμουνα — της τέχνης παιδί. Ξεκίνησα όταν ήμουνα πολύ μικρούλα και έφτιαχνα μόνη μου παραστάσεις. Και μάλιστα διοργάνωνα παραστάσεις στη γειτονιά, καλούσα κόσμο, έκοβα και εισιτήριο, ήμουνα και παραγωγός των παραστάσεών μου. Ήμουνα ο κατασκευαστής, ο σκηνοθέτης — κατασκευαστής εννοώ των σκηνικών, των κουστουμιών, το να βρω ηθοποιούς — κουκλοθέατρο πολύ. Και γενικώς ζωγράφιζα, ήμουν ένα παιδί που με προσέλκυε η τέχνη. Ήτανε ο κόσμος μου αυτός, τέλος. Και το κατάλαβα πολύ-πολύ μικρή. Βέβαια, θυμάμαι ότι αυτό που με στιγμάτισε και κάποια στιγμή είπα ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου, δηλαδή το θέατρο. Το λάτρεψα και μαγεύτηκα όταν με είχε πάει η μαμά μου να δω παράσταση του Ποταμίτη, στο θέατρο «Στοά». Όχι, ψέματα! Δεν ήταν στο θέατρο «Στοά», ήταν το θέατρο του Ποταμίτη στα Ιλίσια, γιατί εμείς μέναμε Ζωγράφου και είχε ανεβάσει μία παιδική παράσταση, όπου εγώ μικρούλα είχα μαγευτεί με αυτή την παράσταση. Είχα τρελαθεί. Δηλαδή δεν υπήρχε! Έβλεπα τους ηθοποιούς και έλεγα: «Τι κόσμος είναι αυτός; Θέλω να ζήσω εδώ». Με πήρε και ο Ποταμίτης αγκαλιά και με πήγε μέσα στους ηθοποιούς. Εντάξει, αυτό ήταν. Μετά, όλο θέατρο. Ονειρευόμουν συνέχεια το θέατρο. 

Β.Β.:

Πήγατε σε κάποια δραματική σχολή έπειτα;

Α.Χ.:

Κοίταξε, όχι. Γενικώς, δεν είχα υποστήριξη από τους γονείς. Γενικώς πιστεύω ότι είχα μία πολύ δύσκολη παιδική ηλικία, με πάρα πολλά προβλήματα οικογενειακά. Αυτό, λοιπόν, δεν υπήρχε μία εστίαση στο τι θέλω να κάνω και να το ακολουθήσω όσο το ότι προσπαθούσα να εστιάσω να βρω να σπουδάσω κάτι, το οποίο θα μου ήταν απαραίτητο να βιοπορίζομαι. Το θέατρο λοιπόν είχε και την τότε την φήμη ότι: «Α, τώρα τι θα κάνεις, τώρα, θέατρο; Σιγά μην ζήσεις από το θέατρο». Οπότε επειδή ήταν πολλά τα προβλήματα, κοίταξα τις σπουδές μου, να τελειώσω ένα πανεπιστήμιο, να μπορώ να βιοπορίζομαι. Κι αυτό το είχα λίγο μέσα στο μυαλό μου σαν η χαρά μου, το πάθος μου, αλλά όχι το επάγγελμά μου.  Οπότε, με το που τέλειωσα μπήκα στο πανεπιστήμιο, στο Πάντειο, στη δημόσια διοίκηση. Μετά, μεταπήδησα, γιατί τότε δημιουργήθηκε το Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης και μας καλέσανε να μεταπηδήσουμε κάποιοι φοιτητές και τα λοιπά και τα λοιπά. Και εκεί λοιπόν και παράλληλα έχω κάνει και οικογένεια. Έκανα οικογένεια πολύ μικρή, στα 23 μου. Εκεί μου γεννήθηκε πάλι η ανάγκη μέσα απ’ το πανεπιστήμιο να εκφραστώ μέσω της τέχνης. Πώς έγινε αυτό; Υπήρχε ένα μάθημα, το οποίο λεγότανε πολεοδομία, «αστική πολεοδομία», κάπως έτσι. Και εκεί είχα την ιδέα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ, το οποίο θα αφορούσε το πώς ήτανε η Αθήνα του 1900 και πώς είναι σήμερα. Και ξεκίνησα μέσα στα πλαίσια του πανεπιστημίου να βγάζω φωτογραφίες, με αντιπαραθέσεις δρόμων τη[00:05:00]ς εποχής του από παλιές φωτογραφίες. Πώς ήταν το 1930 η Ομόνοια, πώς ήτανε το θησείο, πώς ήταν το Σύνταγμα. Και έβγαζα και φωτογραφίες πώς είναι σήμερα, τα έκανα σλάιντς, τα έκανα πλήρη περιγραφή, δομή κανονική αφήγησης και το παρουσίασα στη σχολή με τεράστια επιτυχία στο αμφιθέατρο. Ο ένας καθηγητής μου ήθελε να το πάρουμε, να το πάμε στις Βρυξέλες. Ήταν μία εργασία πολύ σημαντική. Αυτή ήταν η πρώτη μου ξανα-επιστροφή κάπως στην τέχνη, δηλαδή όλο και τριγύριζα να τα συνδυάσω. Και αφού το κάνω αυτό και μέσα σε μία κατάσταση πολύ δύσκολη πάλι οικογενειακή — που δεν έχει ηρεμήσει όλο αυτό το πράγμα, που μου συμβαίνει γύρω μου — ανακαλύπτω ότι η μόνη μου διαφυγή είναι να πάω να γραφτώ σε μία σχολή. Επειδή όμως δούλευα και είχα πολλή ανάγκη τα χρήματα, βρήκα μία ιδιωτική σχολή, η οποία είχε τη δυνατότητα να κάνω, να επιλέγω μαθήματα. Δεν ήταν μία σχολή που έπρεπε να παρακολουθώ οκτάωρο, ας πούμε. Να επιλέγω μαθήματα και διάλεξα εκεί μαθήματα σκηνοθεσίας. Έτσι, εκεί λοιπόν, ξαφνικά — εγώ το λέω ότι, μάλλον το εξηγώ λίγο συναισθηματικά και όχι με την λογική, αν και έχει και λογική αυτό που θα πω — άρχισαν να ανοίγουν οι πόρτες ως δια μαγείας. Που δεν ήταν δια μαγείας, γιατί μάλλον το πάθος μου έκανε κάποιους ανθρώπους να ανταποκρίνονται. Έτσι λοιπόν, αρχίζω, ξεκινάω μαθήματα με κάποιους εκεί μέσα, όπου βλέπουν αυτό το κάτι άλλο που είχα και αρχίζουν να μου λένε: «Έλα μαζί μου να…». Δηλαδή διάσημοι, σκηνοθέτες πολύ σημαντικοί κι ένας από τους σημαντικότερους, αλλά ας μην πω όνομα καλύτερα. Ο οποίος με βλέπει, μου λέει: «Θέλω μαζί να είμαστε, να σου δείξω μερικά πράγματα» και έτσι ξεκινάω ξανά την επαφή μου κάτω από δύσκολες συνθήκες. Έχοντας μικρά παιδιά και τα λοιπά. 

Α.Χ.:

Τελειώνω αυτά τα σεμινάρια τύπου κ.λπ. και επειδή πάντα ήμουν ένας άνθρωπος που μου άρεσε να είμαι σε κοινωνικές ομάδες — να προσφέρω κοινωνική εργασία — στον δήμο που έμενα υπήρχε μια νεανική ομάδα παιδιών, οι οποίοι έκαναν θέατρο. Εγώ γνώριζα τους, ας το πούμε, ανθρώπους που ήτανε στον δήμο και που είχανε αυτή την ομάδα και τα λοιπά υπό την προστασία τους και θέλανε κάποιον άνθρωπο, ο οποίος να μπορεί αυτούς να τους εμψυχώσει. Και επειδή η προηγούμενη εμπειρία τους ήταν πολύ άσχημη με κάποιον που είχανε, γιατί φερόταν πολύ άσχημα και αυτά ήταν νέα παιδιά. Τους φερόταν με πάρα πολύ κακό τρόπο και μου προτείνανε να δοκιμάσω εγώ. Και τότε ανέλαβα ως εμψυχώτρια και σκηνοθέτης αυτής της ερασιτεχνικής ομάδας με αυτά που είχα μάθει, αλλά περισσότερο με το πάθος που είχα γι’ αυτό και την αγάπη για το θέατρο. Και έτσι ξεκίνησα να έχω την ερασιτεχνική ομάδα του Δήμου Λυκόβρυσης. Γιατί εκεί έμενα τότε. Και ήμασταν γύρω στα 10 παιδιά νεαρά, τα οποία μεγάλωσαν μετά και έγιναν μια τεράστια ομάδα, γύρω στα 25 άτομα, μικροί-μεγάλοι και την είχα για 12 χρόνια. Ανεβάσαμε παραστάσεις, τώρα οι περισσότεροι είναι επαγγελματίες, μεγάλοι ηθοποιοί, κάποιοι και σκηνοθέτες. Υπήρχε μεγάλη επιτυχία — πώς να το πω —στη σχέση μας, ότι οι περισσότεροι ακολούθησαν το θέατρο ως επάγγελμα. Δεν ξέρω αν τους κατέστρεψα ή αν τους βγήκε σε καλό, πάντως κάποιοι τώρα κάνουν καριέρα — και σημαντική — στο θέατρο και είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό. Ελπίζω και εκείνοι να το θυμούνται έτσι και να τρέφουνε καλές αναμνήσεις από όλο αυτό. Ήταν πολύ ωραίο και μου άρεσε πάρα πολύ και η ιδεολογία του ερασιτεχνικού θεάτρου.

Β.Β.:

Ποια πιστεύετε ότι ήταν η δικιά σας αγαπημένη από τις παραστάσεις, που κάνατε με αυτή την ομάδα;

Α.Χ.:

Αχ, ναι. Ήτανε ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη. ‘Ντάξει όλες τις αγαπώ, γιατί όλες ήτανε… Και ήτανε κα[00:10:00]ι ο «Μικρός Πρίγκιπας», γιατί κάναμε και κάποιες για παιδιά παραστάσεις. Ναι, θεωρώ ότι ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη ήταν ίσως η αγαπημένη μου, γιατί γενικώς μου αρέσει ο Αριστοφάνης πολύ. Αλλά υπήρξε, ρε παιδί μου, πολύ καλή συνεργασία. Είχα και ένα team ανθρώπων, που βοηθούσαν στα κοστούμια στους φωτισμούς. Ήταν μία πολύ καλή συγκυρία! Είχαμε ένα ανοιχτό θεατράκι, που μόλις είχε πρωτοχτιστεί στη Λυκόβρυση, οπότε κάναμε τα εγκαίνια ουσιαστικά εκεί. Υπήρχε ομαδικότητα, συνεργασία, αγάπη. Α, παράλειψή μου! Και μία από τις πολύ εξαιρετικές παραστάσεις ήταν το «Μαρία Πενταγιώτισσα» του Μπόστ, όπου εκεί πραγματικά επειδή εγώ τον λατρεύω τον Μπόστ και μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω και τον γιο του. Όχι τον ηθοποιό, τον άλλο γιο που είχε. Γιατί μου έδωσε υλικό από το προσωπικό αρχείο του πατέρα του, οπότε πριν την παράσταση είχαμε φτιάξει και ένα βίντεο αφιέρωμα στον Μπόστ. Και ήρθε και ο ίδιος και είδε την παράσταση! Και ήταν κατενθουσιασμένος, αλλά δεν είναι αυτό τώρα, η αποδοχή — που είναι και αυτό πολύ σημαντικό. Ήταν ότι μπήκαμε στον κόσμο του Μπόστ και ανακαλύψαμε αυτή τη σάτιρα, που δεν είναι σάτιρα «σου φοράω κλύσμα», ας πούμε, βωμολοχίες για να γελάσεις και τα λοιπά. Είναι εγκεφαλική η σάτιρα και μας αρέσει πάρα πολύ αυτός ο κόσμος και το αποτέλεσμα νομίζω μας δικαίωσε. Ήταν πάρα πολύ ωραία και τα παιδιά το ευχαριστήθηκαν. Εγώ είχα και μία αρχή τώρα, το ερασιτεχνικό θέατρο. Ήμουνα λίγο — πώς να το πω — αναρχική σε σχέση με το τι ζητάνε οι φορείς των εκάστοτε δημοτικών αρχών σε σχέση με αυτό το αποτέλεσμα.  Δηλαδή τις περισσότερες φορές σου λένε οι περισσότεροι ότι: «Θέλουμε μία παράσταση που να αρέσει στο κοινό του Δήμου, να είναι όλοι ευχαριστημένοι, να γελάσουνε, να περάσουνε καλά». Και εγώ πάντα έλεγα ότι: «Ναι μεν, θα δουλέψω γι’ αυτό, αλλά με πρώτη μου αρχή να περάσει η ομάδα καλά». Και αν περάσει η ομάδα καλά, αυτό θα βγει και στο κοινό. Δεν θα προσπαθήσω να κάνω μία παράσταση, να πιέσω, να εκμεταλλευτώ τους ανθρώπους που καταθέτουν την ψυχή τους εδώ πέρα, για να μπορέσω να σας βγάλω εσάς ένα καλό αποτέλεσμα, για να έχετε εσείς ας πούμε τα εύσημα και τα παράσημα και η ομάδα να είναι μία λυπημένη ομάδα. Ή μια στεναχωρημένη ομάδα. Πρώτα θα περάσει καλά η ομάδα, και μετά το αποτέλεσμα πιστεύω ότι θα είναι αυτό που πρέπει και για εσάς. Αυτή ήταν η αρχή μου, έτσι έκανα δουλειές. 

Β.Β.:

Και τι ήταν αυτό που σας τράβηξε περισσότερο; Το στοιχείο αυτό που είπατε πριν για το ερασιτεχνικό θέατρο; Τι ήταν αυτό το τσακ;

Α.Χ.:

Ναι. Κοίτα, το λέει και η λέξη, είναι εραστές του θεάτρου! Δηλαδή, έρχονται πιστεύω — η εμπειρία μου το έχει δείξει — ότι έρχονται ο καθένας με μια διαφορετική ανάγκη, να κάνουν θέατρο. Δεν ξέρουν βασικά ποιος είναι ο σκοπός τους στην αρχή. Γιατί συνήθως στις ομάδες, όπως και σε άλλες ομάδες, κάνουμε την κλασσική ερώτηση εμείς οι εμψυχωτές/σκηνοθέτες: «Τι είναι αυτό που θέλετε να πετύχετε, γιατί ήρθατε στην ομάδα, ποιος είναι ο σκοπός σας;». Συνήθως δεν είχανε ένα σαφή σκοπό. Δηλαδή υπήρχανε άτομα, γιατί θέλανε να λύσουνε την αδυναμία τους, να επικοινωνήσουν με άλλους ανθρώπους. Κάποιοι τους ενδιέφερε το θέατρο ως τέχνη, να μάθουν ουσιαστικά την τέχνη του θέατρου, την τέχνη της υποκριτικής. Κάποιοι άλλοι λέγανε ότι «θέλουμε να ενταχτούμε σε μια ομάδα, που να νιώθουμε καλά». Ο σκοπός δεν ήτανε συγκεκριμένος. Άρα υπήρχε μια ανομοιογένεια του σκοπού γενικά. Όμως μέσα από την γνωριμία — γιατί μαθαίνουμε — ξεκινάμε από το αλφάβητο του θεάτρου. Μιλάμε τώρα δεν έχεις τις δυνατότητες μιας επαγγελματικής σχολής να αποκτήσεις δεξιότητες, να έχεις καθηγητές που θα ασχοληθούν με κάθε δεξιότητα ξέρω ‘γω κ.λπ. και έχεις μια ανομοιογενή ομάδα, που να την φτάσεις σε ένα σημείο, όπου το αποτέλεσμα να είναι αξιοπρεπές, για να μην θιχτούν οι ίδιοι πρώτα — όχι εσύ —, οι ίδιοι να νιώσουν καλά και να ημερέψεις τους φόβους τους, να δεις τις δυνατότητές τους, να ενθαρρύνεις [00:15:00]για τις δυνατότητές τους. Οπότε όλο αυτό το ταξίδι της γνωριμίας με το θέατρο και το πόσο θεραπευτικό είναι αυτό προς όλους τους τομείς για τον απλό άνθρωπο, αυτόν που ξεκινάει και είναι ανυποψίαστος, ρε παιδί μου, δεν πάει σε μια σχολή στοχευμένα, δημιουργεί έρωτα με το θέατρο σαν θέατρο. Οπότε αυτοί είναι οι εραστές πια του θεάτρου. Το λατρεύουν με άλλη πλευρά και αυτή έχει μια ιδιαίτερη μαγεία! Δεν το συζητάς με τους ηθοποιούς τους επαγγελματίες.  Ο επαγγελματίας είναι κάτι άλλο, πολύ καλό κι αυτό, γιατί έχει αποκτήσει τις τεχνικές, τη γνώση, τις δεξιότητες και πας μετά και το όραμά σου το κάνεις κατά 90% πραγματικότητα. Ενώ στο προηγούμενο, δεν ξέρεις που θα σε οδηγήσει όλο αυτό το ταξίδι και είναι γοητευτικό ότι όλο αυτό το άγνωστο και μετά δημιουργείται και μία σχέση αγάπης μεγάλης. Πολύ μεγάλη αγάπη! Δεν την έχεις με τους επαγγελματίες. Με τους επαγγελματίες κάνεις μια καλή συνεργασία, πληρώνονται, ωραίο το αποτέλεσμα. Δεν κρίνω το αποτέλεσμα στη μία ή στην άλλη περίπτωση, αλλά τέλος εκεί. Ενώ το άλλο, είναι μια σχέση ζωής. Από αυτή την έννοια το λέω. 

Β.Β.:

Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον ρόλο του εμψυχωτή και του σκηνοθέτη;

Α.Χ.:

Ναι. Ο εμψυχωτής είναι λίγο κάτι… Ταπεινά, δεν μπορεί να αυτοαποκαλεστεί σκηνοθέτης, όταν δεν έχει μια εμπειρία σκηνοθετική. Οπότε θεωρώ ότι ονομάζει τον εαυτό του εμψυχωτή, γιατί στην ουσία μεγαλώνει κι εκείνος χτίζει την εμπειρία του μαζί με τους άλλους. Δηλαδή εγώ μάθαινα. Παράλληλα πήγαινα στη σχολή. Βέβαια, επειδή αισθανόμουν την ευθύνη όλου αυτού του πράγματος, δεν το έκανα από μόνη μου λέγοντας ψέματα. Ξέρανε οι άνθρωποι που με είχανε πάρει ότι όντως πήγαινα, συνέχιζα να πήγαινα σε μια σχολή, και φυσικά ρώτησα και τον δάσκαλό μου τότε αν θα μπορούσα να το κάνω. Μου είπε: «Προχώρα, είμαι εδώ», συμβουλευόμουνα. Αυτή νομίζω είναι η διαφορά. Και ο σκηνοθέτης μετά, εμπειρικά, έχει πάρα πολλές ευθύνες. Δεν είναι απλά «έχω το ένστικτο έχω και τη γνώση να πάρω αυτή την ομάδα, να τους ενθαρρύνω, μαζί τους να γίνομαι κι εγώ και να μαθαίνω μαζί τους» και στο τέλος να βγάλουμε ένα καλό αποτέλεσμα. Ο σκηνοθέτης πια μετά πάει οργανωμένος. Δηλαδή πια ξέρει τι θέλει να κάνει, ξέρει ποια δομή θα ακολουθήσει, ξέρει πώς θα το κάνει, τι θα συνθέσει, ποιους συνεργάτες θα βρει. Αυτή είναι και η δουλειά του: να τα συνθέσει όλα αυτά και να έχει την τελική ευθύνη όλης της παράστασης. Παίρνει την τελική ευθύνη όλης της παράστασης. Αυτή είναι η διαφορά.

Β.Β.:

Είναι δύσκολο να σκηνοθετήσεις παιδική παράσταση;

Α.Χ.:

Αχ, είναι πάρα πολύ δύσκολο! Πολύ καλή ερώτηση αυτή. Ναι, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Καταρχάς, να το πω στο επαγγελματικό θέατρο — γιατί έχω σκηνοθετήσει στο επαγγελματικό —συνήθως, δεν ξέρω για ποιο λόγο, οι ηθοποιοί που έρχονται να παίξουν σε μια παιδική παράσταση υποτιμούν την σοβαρότητα που έχει όλη αυτή η υπόθεση, που πρέπει να έχει. Γιατί το παιδί είναι ένας καθαρός αποδέκτης, ένας αγνός αποδέκτης του θεάματος. Δεν θα σου χαριστεί. Αν σε ένα παιδί δεν αρέσει, δεν θα έχει — ας πούμε, πώς να σου πω, πώς είναι η λέξη — δεν θα είναι όπως ο μεγάλος που θα προσπαθήσει, θα το καλύψει. Ντουπ, πάρ’ τα στο κρανίο! «Δεν μου αρέσει αυτό που βλέπω». Θα αρχίζει να ουρλιάζει, να κουνιέται στην καρέκλα του, να κοροϊδεύει. Άρα το παιδί πρέπει να το κερδίσεις. Για μένα πώς πρέπει να το κερδίσεις… Ούτε με… Η φιλοσοφία μου και στο θέατρο είναι όχι με φαντασμαγορικά πράγματα. Να του κερδίσεις το μυαλό. Να του κερδίσεις την φαντασία. Δηλαδή αν μπορείς με πολύ απλά πράγματα να του κερδίσεις όλα αυτά, το παιδί θα σε παρακολουθήσει. Αυτό λοιπόν, για να το κάνεις, πρέπει να είσαι πολύ συγκεντρωμένος, αφοσιωμένος, να υποστηρίζεις πάρα πολύ καλά τον ρόλο σου, να είσαι ο ρόλος σου 100%. Να μην φεύγεις δευτερόλεπτο σ[00:20:00]κεπτόμενος: «Έλα, μωρέ, έχω μπροστά μου ένα παιδί». Όχι, πρέπει να είσαι ακόμα και πιο σοβαρός από οποιοδήποτε ρόλο που απαιτεί ένα έργο ενηλίκων. Και να έχεις τρομερή ενέργεια. Το 100%, το 200% της ενέργειάς σου. Έχω δει παραστάσεις που έχουμε φτιάξει, ας πούμε… Ήμουν συν-σκηνοθέτης και θυμάμαι ότι ήτανε μία σκηνή στο θέατρο «Αερόπλοιο» του Νίκου Καμτσή. Είναι καλό να το πούμε, γιατί είναι προς τιμήν του, ήταν πολύ ωραία παράσταση παιδική. Και τότε έκανα συν-σκηνοθεσία μαζί του και είχαμε μία σκηνή, όπου ας πούμε το ξωτικό περπατάει μες στο δάσος και κάποια στιγμή πέφτουν αστέρια από τον ουρανό. Αυτό το έκανε ένας ηθοποιός, ο οποίος ήξερε πολύ καλή παντομίμα. Δηλαδή δεν είχαμε εφέ για να δείξουμε όλο αυτό, παρά μόνο την κίνηση και την ικανότητα του ηθοποιού με την παντομίμα να το παριστάνει όλο αυτό. Από πάνω, λοιπόν, για τα αστέρια που πέφτουν, είχαμε βάλει ζάχαρη. Ήταν έμπνευση, γιατί η ζάχαρη λαμπυρίζει. Κι άκουγες τα παιδιά σε συνδυασμό όλο αυτό και πόσο καλά παιγμένο ήταν, άκουγες τις αναπνοές… «Ααα», που τους κοβόταν η αναπνοή δηλαδή. Ή ξέρω ‘γω υπήρχε μία σκηνή που στο βάθος εκεί που ήταν οι θεατές, ο ηθοποιός έβλεπε κάτι να συμβαίνει από το παραμύθι, το έβλεπε κάτι να συμβαίνει σαν δηλαδή έλεγε… Κάτσε να θυμηθώ, ας πούμε, ότι: «Πωπω! Κοιτάξτε εκεί στο βάθος εμφανίζεται ένας ήλιος» και ο τρόπος, με τον οποίο το έπαιζε η ηθοποιός η συγκεκριμένη ήτανε τόσο όμορφος, που όλα τα πιτσιρίκια γυρίζαν να δούνε και βλέπανε αυτό που δεν βλέπαμε οι μεγάλοι. Δηλαδή αυτό για μένα ήταν τεράστια επιτυχία και αυτό πρέπει να το πετυχαίνει ένα παιδικό θέατρο. 

Β.Β.:

Υπάρχουνε, από την πλευρά του ερασιτεχνικού, υπάρχουνε κανόνες που μπορεί να σας δώσουνε φορείς για το τι πρέπει να έχει μια παιδική παράσταση ή το αφήνουν πάνω σε εσάς περισσότερο;

Α.Χ.:

Κοίταξε, φορείς διάφοροι. Κοίτα, οι δημοτικοί φορείς, οι Δήμοι ας το πούμε, που συνήθως εντάσσονται αυτές οι ερασιτεχνικές ομάδες. Οι μόνοι τους περιορισμοί, που τουλάχιστον σε μένα τέθηκαν, αλλά αμφισβητήθηκαν και το διαπραγματευτήκαμε κι είχα καλή σχέση. Δεν απαιτήθηκαν ποτέ πράγματα τελικά. Ήταν το να είναι καλή η παράσταση και να γελάει ο κόσμος. Να μην είναι δραματική. Εγώ τόλμησα, έκανα και ένα πείραμα να ανεβάσω και κάποια πιο δραματικά έργα, όπως θεώρησα τόλμημα και τον «Μικρό Πρίγκιπα», το οποίο είχε μία πολύ δραματική σκηνή στο τέλος. Είναι δραματικό. Δεν είναι ένα έργο για παιδιά, είναι και ένα έργο για μεγάλους, αλλά η τελευταία σκηνή ήταν αρκετά δερματική και δημιουργούσε πολύ κλάμα στους θεατές. Γιατί δείχνει τον μικρό πρίγκιπα που τον δαγκώνει το φίδι, οπότε ο Εξυπερύ τον έχει αγκαλιά και ξαφνικά τον εμφάνιζα — χωρίς να το περιμένουν οι θεατές — από τον εξώστη σαν ένα όραμα του Εξυπερύ να του φωνάζει απ’ τον άλλο κόσμο, ας το πούμε έτσι, εκεί που είχε πάει αυτός: «Ζωγράφισέ μου ένα αρνί» και αυτό δημιουργούσε μια συγκινησιακή κατάσταση μαζί με την μουσική, το οποίο προκαλούσε πάρα πολύ κλάμα στους θεατές.  Όταν, λοιπόν, πήγα και έπρεπε να δικαιολογήσω. Να δικαιολογήσω… Κάποιοι μου είπαν: «Μώρε Νάσα, έκανες μια παράσταση, αλλά κλαίνε στο τέλος πολύ». Λέω: «Θα πρέπει να καταπιέζουμε τα συναισθήματά μας; Δεν είναι όμορφο να κλαίμε και καμιά φορά; Δεν είναι όμορφο να μπορούμε να προβληματιστούμε και όχι μόνο να γελάμε;». Μετά το καταλάβανε ίσως και τα λοιπά.

Α.Χ.:

Θεωρώ όμως ότι άλλοι φορείς… Δηλαδή έχω έναν φίλο που κάνει σε έναν φορέα, που είναι για την καταπολέμηση των ναρκωτικών. Εκεί υπάρχουν περιορισμοί στις ερασιτεχνικές ομάδες και στους ανθρώπους που πάνε και ακολουθούν τους κανόνες και τα πρωτόκολλα, που έχουν αυτές οι ομάδες για την προστασία. Επίσης, άλλοι περιορισμοί είναι ότι δεν μπορούν ανήλικοι… Δηλαδή είχαμε, στον «Μικρό Πρίγκιπα» έπαιζε ένα παιδάκι τον μικρό πρίγκιπα, είχαμε την συναίνεση των γονέων, και φυσικά εννοείται ότι σε όλη την ομάδα τηρούνταν κανόνες συμπεριφοράς, που να επιτρέπουν σε ένα ηλικίας τέτοιο παιδί να είναι μαζί. Και αυτά τα… Έχε[00:25:00]ι τη γενική ευθύνη και ο συντονιστής. Οι γονείς βλέπανε τις πρόβες, υπήρχε η συναίνεση εννοείται των γονιών. Όλα αυτά πρέπει να τα κρατάς σε ισορροπία. Είναι ένας πολύ μεγάλος ρόλος, να μην υπάρχουνε μέσα στην ομάδα — πώς να το πω — ρατσισμοί, να μην υπάρχουνε… Αλλά γενικά η θεωρία του θεάτρου και η σπουδή πάνω στο θέατρο δεν επιτρέπει τέτοιο είδους συμπεριφορές. Απαγορευόταν, ας πούμε, ένας άλλος μεγάλος κανόνας που έθετα πάντα: απαγορεύεται το ποτό. Δεν μπορούσε να έρθει κανείς στην πρόβα φέρνοντας μια μπύρα. Ρητώς! Υπήρχανε κανόνες. Αλλά μετά, ακόμα κι αν ένας ας το πούμε ήταν διασπαστικό στοιχείο, η εμπειρία μού έδειχνε ότι η ομάδα τον απομάκρυνε από μόνη της. Δηλαδή αυτός δεν μπορούσε να ενταχθεί σε μια ομάδα που τηρούνταν οι ανάλογοι κανόνες και υπήρχε το ανάλογο ήθος και η παιδεία. Το πρώτο που… Στις ερασιτεχνικές ομάδες το σημαντικό, όταν ξεκινάς για το αλφαβητάρι — που λέω εγώ — του θεάτρου, πέρα από τις τεχνικές είναι να αποκτήσουν παιδεία σχετικά με το θέατρο, να διαβάσουνε, να δούνε θεατρικά έργα. Πηγαίναμε μαζί και βλέπαμε θεατρικές παραστάσεις. Γιατί υπήρχαν άνθρωποι που δεν ξέρανε τι είναι ο Αριστοφάνης, δεν είχανε δει ποτέ τους θεατρική παράσταση και ερχόντουσαν να ενταχθούν σε μια θεατρική ομάδα. Δεν ξέρανε καν ας πούμε τι είναι ο… Δεν είχανε δει ποτέ τους θέατρο. Άρα πρέπει να τους ξεκινήσεις να αποκτήσουν και μια παιδεία. Να διαβάσουν ποίηση, να διαβάσουν λογοτεχνία, να διαβάσουνε θεατρικά. Πώς αλλιώς θα μιλήσεις σχετικά με το θέατρο; Πώς θα εμβαθύνεις πάνω στη σκέψη του συγγραφέα, του θεατρικού συγγραφέα;

Β.Β.:

Να ρωτήσω λοιπόν, αντιμετωπίσατε ποτέ κάποιο έτσι συμβάν, κάποια διαφωνία από κάποιο γονιό με βάση κάποια παράσταση που έτυχε να κάνετε; Κάποια δυσαρέσκεια…

Α.Χ.:

Κάτσε να θυμηθώ, γιατί δεν μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο. Κάτι θα υπάρχει. Με γονιό όχι. Σε παιδική παράσταση; Όχι.

Β.Β.:

Σε άλλη παράσταση;

Α.Χ.:

Σε άλλη, ενηλίκων, ναι. Έχω αντιμετωπίσει. Κοίταξε, να μην τους άρεσε, ας πούμε, και να ξεσπάσανε: «Δεν μας άρεσε καθόλου». Μου έχει πει κάποιος ότι δεν του άρεσε, δηλαδή στις «Ιστορίες του Παππού Αριστοφάνη», ήταν απ’ το φιλικό μου περιβάλλον, δεν ξέρω πόσο αντικειμενικό ήταν αλλά ‘ντάξει, ήταν όμως μία — πώς να το πω— αρνητική στάση. Ναι, δεν του άρεσε η προσέγγιση. Γιατί, ας πούμε,  θυμάμαι ότι μου είχε πει ότι ξέφευγε από τα δεδομένα, από το πως είχε παιχτεί το έργο από τον Ποταμίτη πριν χρόνια. ‘Ντάξει, το άκουσα και συνήθως τα ακούω τα αρνητικά. Είχα ακούσει, είχα κάνει μια παράσταση πάλι με ερασιτέχνες που ήτανε εκτός δήμου. Ήτανε μία ιδιωτική πρωτοβουλία, δηλαδή κάποιοι άνθρωποι θέλανε να ανεβάσουνε μία παράσταση και κάναμε το «Δάφνες και Πικροδάφνες». Εκεί, λοιπόν, υπήρχαν θεατές, οι οποίοι ήταν ενθουσιασμένοι. Δηλαδή απίστευτα σχόλια, και από τον παραγωγό που μας είχε δώσει το θέατρό του, μας είχε φιλοξενήσει, τέλος πάντων, στο θέατρό του και μετά μου έκανε και πρόταση συνεργασίας — άλλο αυτό — αλλά υπήρχανε και θεατές, ανάμεσα σε αυτούς δηλαδή, να ήτανε 200 και υπήρχανε θεατές — ένας, δυο — που δεν τους άρεσε. Αυτό είναι και θέμα στατιστικής. Υπάρχει και το κοινό που δεν του αρέσει και εξάλλου η τέχνη του θέατρου είναι υπο-κριτική, τίθεται υπό την κρίση του κοινού. Είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις το καθετί. Θεωρώ, όμως, ότι στο ερασιτεχνικό θέατρο λίγο είναι άδικο ένα μέρος μικρό. Δηλαδή είναι τόσο δύσκολο να πάρεις αυτούς τους ανθρώπους, που δεν έχουν ξαναασχοληθεί με το θέατρο και να φτιάχνεις μια παράσταση και αυτή να είναι και πάνω από το όριο του αξιοπρεπούς, για να νιώσουνε κι αυτοί καλά. Αυτό έχει μεγάλο βαθμό δυσκολίας, το οποίο ο θεατής που έρχεται να το δει δεν το γνωρίζει, κρίνει από το αποτέλεσμα. Το ταξίδι μέχρι εκεί για εμάς έχει μια αξία. Εμείς δηλαδή μπορεί να… Έχουμε δει ανθρώπους, που δεν ξέρουν να κουνήσουν τα χέρια τους ή ντρεπόντουσαν να πουν μια κουβέντα και ξαφνικά τον βλέπεις να φτάνει, να παίζει έναν ρόλο[00:30:00], να κινείται να έχει μία θεατρικότητα και αυτό για εμάς έχει μια υπέρμετρη αξία και ξαφνικά έρχεται ο θεατής και σου λέει: «Γύριζε την πλάτη!». Μα, τώρα τι να του εξηγήσεις, ότι αυτόν τον άνθρωπο τον έχω φτάσει σε αυτό το σημείο; Είναι, ας πούμε, επίτευγμα και είναι μεγάλη του επιτυχία και κέρδος του και το να γυρίσει την πλάτη, δεν έγινε και κάτι! Και στο τέλος-τέλος, αυτές οι συμβάσεις στο μοντέρνο θέατρο καταργούνται ή στο ρεαλιστικό θέατρο και να γυρίσει… Φυσικά και θα γυρίσει την πλάτη κάποιος. Αυτό μου συνέβη με το παιδάκι στον «Mικρό Πρίγκιπα» μου λέγανε — ο οποίος ήταν καταπληκτικός — και μου λέγανε: «Γυρνούσε την πλάτη στο κοινό». Μα θα καταπιέσω ένα παιδάκι; Ίσα-ίσα που τον ήθελα να είναι αυθόρμητος, να γυρνάει. Είχε μάθει όλα τα λόγια των ηθοποιών δε. Ήτανε ένα καταπληκτικό παιδί, κρατούσε όλη την παράσταση πάνω του. Θα ‘λεγα στο παιδάκι αυτό: «Γυρνάς την πλάτη σου κι αυτό δεν είναι στη σύμβαση του θεάτρου;». Βρε δεν πα’ να κουρευτεί η σύμβαση του θεάτρου! Να είναι ευτυχισμένο το παιδάκι και ότι κατάφερε όλο αυτό, ο οποίος ακολούθησε και θέατρο βέβαια! Είναι μεγάλος. Και το λάτρεψε! Αυτά είναι που αντιμετωπίζεις και προσπαθώ πάντα — και αυτό είναι πολύ σημαντικό — κάνω τον δικό μου απολογισμό κάθε φορά. Είμαι αυστηρή με τον εαυτό μου και κάθε φορά προσπαθούσα, σε κάθε παράσταση που έκανα, από τις αρχές να ξέρω εκ των προτέρων τι δεν έκανα καλά.  Ο χρόνος είναι περιορισμένος. Κάποια στιγμή δεν έχεις χρόνο να τα διορθώσεις. Τα φτάνεις σε ένα σημείο, εκεί — ξέρεις — κάποια πράγματα δεν τα έκανα καλά. Όντως; Θα επαληθευτώ; Αν επαληθευτώ, σημαίνει ότι είμαι σε καλό δρόμο, γιατί έχω γνώση τι δεν έκανα καλά. Άρα σημαίνει στην επόμενη δουλειά μου θα το διορθώσω. Αυτό, λοιπόν, ήταν ένας πολύ καλός μου οδηγός και έπεφτα μέσα. Δηλαδή πράγματα και σχόλια που μου λέγανε, τα είχα ήδη σκεφτεί και τα είχα ήδη χρεώσει στον εαυτό μου ως λάθη ή, τέλος πάντων, κομμάτια που θέλαν δουλειά. Οπότε ένιωθα ότι βαδίζω σε καλό δρόμο έτσι. Αυτό.

Β.Β.:

Αν θα μπορούσατε να συνδυάσετε μία μυρωδιά με μία αίθουσα ή γενικότερα το θέατρο, ποια μυρωδιά θα ήταν αυτή;

Α.Χ.:

Νομίζω του βιβλίου, τη λατρεύω αυτή τη μυρωδιά. Ακόμα ανοίγω… Ό,τι βιβλίο παίρνω ανοίγω και το μυρίζω. Αυτή τη μυρωδιά… Είναι πολύ εγκεφαλικό. Είναι μία ιεροτελεστία. Α! Θα σου πω και κάτι άλλο σε δεύτερο χρόνο, και τη μυρωδιά της εκκλησίας.

Β.Β.:

Αυτό;

Α.Χ.:

Των καντηλιών, των κεριών. Γιατί το θέατρο είναι μυσταγωγία για μένα! Είναι σαν να μπαίνεις σε ένα ναό. Ο χώρος του θεάτρου κάθε φόρα που ξεκινούσα… Εγώ πολλές φορές πήγαινα και πιο νωρίς από την πρόβα συνήθως, γιατί υπήρχε μια ατμόσφαιρα πάντα, υπάρχει μία ενέργεια και μια ατμόσφαιρα μυσταγωγική. Η μυρωδιά των κεριών, όχι του λιβανιού, των κεριών. Αυτή. 

Β.Β.:

Ποια είναι η διαφορά του να δουλεύεις στο θέατρο με το να δουλεύεις για κάποιο πρότζεκτ στην τηλεόραση ή σε κάποια ταινία; Δηλαδή το συναίσθημα διαφέρει;

Α.Χ.:

Ναι, διαφέρει, γιατί και τεχνικά διαφέρουνε. Κοίτα η ταινία είναι συγκέντρωση, οργάνωση. Φοβερή οργάνωση, μαθηματικά. Δεν ασχολούμαι πολύ καιρό με ταινίες, αλλά η πρώτη μου αυθόρμητη έκφραση του συναισθήματός μου και της λογικής μου, είναι μαθηματικά. Είναι οργάνωση, είναι συγκέντρωση. Το θέατρο έχει πιο πολύ ρομαντισμό. Έχει τη φάση, μου θυμίζει — πώς να σου πω — ταξίδι, ρε παιδί μου, που αυτό είναι απρόβλεπτο ανά πάσα στιγμή. Έχει πιο πολλή μαγεία. Η ταινία είναι πιο πολύ εγκεφαλική, με την έννοια ότι πρέπει να σκεφτείς ακόμα και το μαγικό που έχεις σκεφτεί στο μυαλό σου, στο σενάριό σου, σε αυτό που θες να φτιάξεις. Πώς, με ποια τεχνικά μέσα θα το πραγματοποιήσεις για να βγει; Σε απασχολεί πάρα πολύ αυτό το κομμάτι. Στο θέατρο θα πρέπει να βάλεις την φαντασία σου και το ένστικτό σου. Θα ‘λεγα ότι η τηλεόραση με έχει α[00:35:00]νανεώσει, δηλαδή αισθάνομαι ότι μπαίνω σε ένα νέο κύκλο και ο κινηματογράφος εξαιρετικά ανανεωτικός, γιατί είναι μια καινούργια πρόκληση. Μαθαίνεις όλο και περισσότερα πράγματα. Και ένα κομμάτι μου έχει να κάνει — με την αγάπη μου — ότι η τεχνολογία σού δίνει την δυνατότητα να κάνεις το απραγματοποίητο πραγματικό. Θες, ρε παιδί μου, να βάλεις ένα μικρό ανθρωπάκι σε ένα ποτήρι νερό; Μπορείς να το κάνεις. Στο θέατρο πρέπει να φαντασιωθείς πώς αυτή την αίσθηση θα την περάσεις στο κοινό. Μπορεί και να μην μπορέσεις να το κάνεις, δηλαδή να είναι αδύνατο. Ενώ στον κινηματογράφο, είναι κάτι που θα γίνει. Δεν ξέρω να σου πω, με ενθουσιάζει η ιδέα του καινούργιου. Α! Και με ενθουσιάζει στον κινηματογράφο, ενώ είναι ομαδικότητα και συλλογική δουλειά, είναι κρίκος, είναι αλυσίδα. Δηλαδή είναι αλυσίδες που συνδέονται μεταξύ τους. Αν ένας κρίκος δεν δουλέψει καλά, τίποτα δεν πάει καλά. Είναι μία συνέχεια, πώς το λένε, αδιάρρηκτης αλυσίδας. Πρέπει ο καθένας να κάνει ο κομμάτι του σωστά, οργανωμένα, επαγγελματικά για να βγει το τελικό αποτέλεσμα. Τέλος. Έχει μεγάλη ευθύνη. Μ’ αρέσει όμως και φαντάζομαι τον εαυτό μου στο κομμάτι το μοναχικό, το δημιουργικό. Ίσως με συνδέει και με την σχέση μου με το θέατρο, του σεναρίου. Του φαντασιακού που αφορά την εικόνα, τη σύνθεση, τη φωτογραφία. Αυτό το μέρος, θα ‘θελα — θέλω δηλαδή — στο μέλλον να βουτήξω εκεί. 

Β.Β.:

Ποια είναι πιστεύετε η κινητήρια δύναμη τόσο καιρό που σας δίνει αυτό το push, να συνεχίσετε και να κάνετε συνέχεια καινούργια πράγματα;

Α.Χ.:

Νομίζω η κινητήρα δύναμη είναι ο φόβος του ανθρώπου και της ανυπαρξίας. Δηλαδή ότι άμα φοβάσαι… Όσο μεγαλώνεις και μειώνονται — πώς να στο πω, μωρέ — εκ των πραγμάτων στατιστικά μειώνονται, οι δυνατότητες να πραγματοποιήσεις το όνειρό σου. Νιώθεις ότι μεγαλώνεις, άρα δεν έχεις το θράσος των νιάτων σου, τον ορίζοντα μπροστά σου. Κάπου πρέπει να προσδιορίσεις τους στόχους σου. Για μένα πάντα ήταν εκεί. Μάλλον σε κάθε δύσκολη κατάσταση μου, κάθε δύσκολη κατάσταση το διέξοδό μου ήταν η γνώση είτε η τέχνη. Δηλαδή είτε να μπορέσω να διαβάσω, να μάθω κάτι καινούργιο σε όλους τους τομείς της λογοτεχνίας  και του βιβλίου, είτε να ασχοληθώ με την τέχνη, που μου ταξιδεύει το μυαλό μου εκεί που δεν μπορώ να πάω στη ζωή μου, ρε παιδί μου. Έχω να αντιμετωπίσω 1002 προβλήματα, ενώ με την τέχνη ταξιδεύω αλλού. Αυτό. Είναι αυτοαναφορικό λίγο. Τώρα όμως, όσο μεγαλώνω, έχει αρχίσει να γίνεται η ανάγκη μου και η έκφρασή μου μέσω της τέχνης περισσότερο να συγκοινωνήσω αυτό που θέλω να πω. Θέλω κάτι να πω και θέλω να το πω μέσα απ’ την τέχνη. Δηλαδή με ενοχλούνε πράγματα σε κοινωνικό, ανθρωπιστικό επίπεδο, συλλογικό και σκέφτομαι ότι ο μόνος τρόπος για να τα πω όλα αυτά, ο δρόμο ο δικός μου είναι μέσω της τέχνης. Θέλω να μπορώ να βγάλω πράγματα και να τα φωνάξω μέσω της τέχνης. Και πιστεύω ότι πλέον διανύουμε την εποχή να αφήσουμε το ατομικό, τελείως μα τελείως, και πρέπει να οδηγηθούμε στη συλλογικότητα. Δηλαδή αυτά να γίνονται με συλλογικότητα. Αυτό.

Β.Β.:

Έχετε κάποιο πολύ μεγάλο στόχο, πολύ μεγάλο όνειρο που θα θέλατε να καταφέρετε που ακόμα δεν έχετε καταφέρει;

Α.Χ.:

Όχι. Με τρομάζουνε. Με τρομάζουν, γιατί θα αγχωθώ πάρα πολύ. Όχι, προσπαθώ, λέω, κάποια στιγμή σκέφτομαι να κάνω. Να μπορώ να κάνω πράγματα και να μαθαίν[00:40:00]ω. Και αρχίζω να έχω εμπιστοσύνη ότι αυτό θα με οδηγήσει κάπου. Να αφεθώ σε κάτι άλλο και όχι να ορίσω εγώ τα πράγματα. Δεν θέλω. Να τ’ αφήσω να συμβούνε, αυτό από εδώ και στο εξής. Να είμαι, όμως —αυτό που σου ‘πα πολύ σημαντικό — θέλω να ανήκω σε ομάδα ανθρώπων που έχουν κάτι να πούνε για αυτό που γίνεται. Να βγάλουνε τον θυμό, να βγάλουνε αυτά που έχουν να βγάλουνε και να πούνε κάτι. Αυτό.

Β.Β.:

Ποιο πιστεύετε ότι θα ήτανε το μεγαλύτερό σας επίτευγμα στο θέατρο; Προσωπικό;

Α.Χ.:

Ποιο θα ήτανε ή ποιο είναι;

Β.Β.:

Ποιο είναι, ποιο θα λεγάτε ότι είναι;

Α.Χ.:

Δεν ξέρω. Θεωρώ — μάλλον πιστεύω, το συζητάω και με έναν φίλο μου, πολύ κολλητό, που τέλος πάντων ασχολείται κι αυτός χρόνια και τα κουσκουσεύουμε αυτά, πίσω-τις εμπειρίες μας, τι νιώθουμε ο καθένας — πιστεύω ένα και δύο άτομα, αν σώσαμε από μια εποχή, η οποία σε θέλει έρμαιό της… Να σε έχει εγκλωβισμένο, να μην έχεις επιλογές, να είσαι ανελεύθερος, έστω και ένα άτομο να σώσαμε μέσα από το θέατρο, θεωρώ ότι είναι το μεγαλύτερό μας επίτευγμα! Αυτό.

Β.Β.:

Θα αλλάζατε κάτι στην πορεία σας μέχρι τώρα;

Α.Χ.:

Θα ξεκινούσα από πολύ νωρίς. Δεν θα ‘χα, βλέποντας τώρα πίσω τη ζωή μου, θα το ‘κανα… Θα ξεκινούσα από πολύ νωρίς να το κάνω, να ασχοληθώ. Δηλαδή θα ‘δινα τα πάντα για να ξεκινήσω με το που τέλειωσα το σχολείο, αποκλειστικά μ’ αυτό. Αυτό. Aλλά είναι δύσκολο, γιατί είναι βιωματική η ζωή, δηλαδή τα βιώματα σε οδηγούνε. Αν όμως είχα, αν υπήρχε η μηχανή και μου ‘λεγε: «Αυτή είναι η πορεία τη ζωής σου», τα σβήνεις και ξαναρχίζεις, έχοντας τη γνώση. Θα ξεκινούσα και θα ‘μουν αφοσιωμένη. Θα ‘φευγα εξωτερικό, θα πήγαινα να κάνω σπουδές έξω, γιατί γίνονται σπουδαία πράγματα. Θα ακολουθούσα ομάδες, δηλαδή χωρίς κανένα. Δεν θα έβαζα: «Δεν έχω λεφτά, δεν…». Θα έκανα δεύτερη δουλειά, θα πήγαινα να δουλέψω μπαράκια, οτιδήποτε, ρε παιδί μου, αλλά θα ‘φευγα και θα τα ‘κανα όλα αυτά. Γι’ αυτό, το λέω και σε πολλά νέα παιδιά και στα παιδιά μου φυσικά, τους λέω: «Τίποτα δεν σας σταματά. Ο μόνος που μπορεί να σας σταματήσει είναι ο εαυτός σας. Όλα τ’ άλλα είναι δικαιολογίες, τέλος». Για μένα, αλλά τώρα το λέμε εμείς που βιώσαμε κάτι. Γιατί όταν το βιώνεις, δεν το λες. Πνίγεσαι μέσα στη κατάσταση, οπότε αυτό.

Β.Β.:

Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να προσθέσετε, που εγώ δεν σας ρώτησα; 

Α.Χ.:

Όχι, νομίζω ότι έχω πολυλογήσει τόσο πολύ που αισθάνομαι άσχημα. Λέω: «Παναγία μου, είπα παραπάνω από αυτά που έπρεπε!». Αυτό.

Β.Β.:

Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας!

Α.Χ.:

Κι εγώ ευχαριστώ!