© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Παραμύθια, παραλογές, λαϊκή ποίηση και παιδικές αναμνήσεις από την Βόνη Κρήτης

Istorima Code
10883
Story URL
Speaker
Μαρίνα Παπαδογιωργάκη (Μ.Π.)
Interview Date
25/09/2020
Researcher
Αγγελική Αγαλιανού (Α.Α.)
Α.Α.:

[00:00:00]Ξεκινώ. Καλημέρα σας, θα μας πείτε το όνομά σας;

Μ.Π.:

Με λένε Μαρίνα Παπαδογιωργάκη, έχω γεννηθεί στη Βόνη Πεδιάδος Καστελλίου, Ηράκλειο.

Α.Α.:

Τέλεια. Είμαι με την κυρία Μαρίνα Παπαδογιωργάκη, είναι 26 Σεπτεμβρίου [2020], βρισκόμαστε στην Ανάβυσσο είμαι η Αγγελική Αγαλιανού, είμαι ερευνήτρια για το istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, κυρία Μαρίνα μου, πάμε να πούμε ψέματα πέντε σακιά γιομάτα. Να ξεκινήσουμε με τα παραμύθια;

Μ.Π.:

Με τα παραμύθια. Λοιπόν -

Α.Α.:

Μ' όποιο παραμύθι από αυτά που θέλατε να μου πείτε μπορούμε να ξεκινήσουμε.

Μ.Π.:

Θα σας πω το πρώτο παραμύθι είναι «Το άσπαρτο, αγέννητο κορίτσι του σεβντά», του έρωτα δηλαδή. Το ξέρουτε, ο σεβντάς είναι ο έρωτας: Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε ένας βασιλιάς κι είχε έναν μονάκριβο γιο — ένα γιο είχε — και κάποια στιγμή λέει ο βασιλιάς στον γιο του, ο πατέρας στο παιδί του, ότι: «Ξέρεις, πρέπει να σε παντρέψω και θέλω να σου βρω μια καλή πριγκηποπούλα, να παντρευτείς». Και λέει ο γιος του πατέρα, του βασιλιά τώρα, λέει: «Εγώ πατέρα, θα παντρευτώ και θα πάω να βρω κοπέλα να παντρευτώ το άσπαρτο και τ' αγέννητο κορίτσι του σεβντά». Λέει: «Και πού θα τη βρεις, παιδί μου, εσύ αυτή την κοπέλα;». Λέει: «Εμένα θα μου ετοιμάσεις το άλογό μου, θα μου ετοιμάσετε φαγητό και ψωμί για 40 μέρες, και θα πάω να βρω αυτή την κοπέλα: το άσπαρτο και τ' αγέννητο κορίτσι του σεβντά». Λέει: «Καλά, παιδί μου, όπως θέλεις» και διατάσσει ο πατέρας του μέσα στο παλάτι να του ετοιμάσουν το ψωμί, φαγητό, όλα-όλα αυτά, για να πάει να βρει την κοπέλα. Πήρε το άλογό του, πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε και στο δρόμο συναντάει ένα γεροντάκι. Του λέει το γεροντάκι: «Πού πας παιδί μου;», του λέει: «Μπάρμπα, πάω να βρω το άσπαρτο και τ' αγέννητο κορίτσι του σεβντά για να παντρευτώ». «Μα και πού θα τη βρεις -του λέει- ξέρεις;», λέει: «Δεν ξέρω». Λέει: «Άκουσε. Θα πηγαίνεις, θα πηγαίνεις, θα πηγαίνεις, και στον δρόμο σου θα συναντήσεις ένα μεγάλο περιβόλι. Μέσα σ' αυτό το περιβόλι υπάρχουνε πολλά δέντρα. Υπάρχει μία πορτοκαλιά που έχει τρία πορτοκάλια — τρία χρυσά πορτοκάλια. Αλλά κάτω από την πορτοκαλιά, κείτεται ένα θεριό. Εάν τα μάθια του είναι ανοιχτά, κοιμάται. Εάν τα 'χει κλειστά, είναι ξύπνιο το θεριό». Λέει: «Καλά» του λέει. «Και πρόσεξε -του λέει- να κοιτάξεις καλά, γιατί, ας πούμε, αν σε δει, θα σε φάει το θεριό». Πήγε αυτό, πήγαινε το παλικάρι με τ' άλογο, συναντάει το περιβόλι με τα δέντρα και την πορτοκαλιά με τα χρυσά πορτοκάλια. Βλέπει αυτός το θεριό και κοιμότανε. Είχε τα μάτια του, είχενε ανοιχτά. Παίζει ένα σάλτο από τ' άλογό του, τραβάει τα πορτοκάλια τα χρυσά και τα κόβει και φεύγει. Το θεριό ξύπνησε, όμως, και τον ακολούθησε! Αλλά στον δρόμο, μετά — μες στον δρόμο δηλαδή, που προχωρούσε το παλικάρι με το άλογό του — ήταν κι ένα ποτάμι. Παίζει αυτό ένα σάλτο με το άλογό του, περνάει το ποτάμι το βασιλόπουλο, το θεριό δεν πέρασε και γλίτωσε. Ε, πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε, στο δρόμο δίψασε. Και λέει: «Διψώ», λέει: «Δεν έχει πα(=εδώ) νερό!» — ακουει μια φωνή. Λέει: «Νερό», λέει: «Δεν έχει πα νερό!». Και κόβει ένα πορτοκάλι και το τρώει. Ξαναπροχωρούσε πάλι, πήγαινε στο δρόμο του, προχωρούσε, ξανά πάλι δίψασε, λέει: «Νερό», λέει: «Δεν έχει πα νερό», ξανά το ιδιο πάλι, «Δεν έχει πα νερό», κόβει και το δεύτερο πορτοκάλι και το τρώει. Ε, προχώρησε πάλι με το άλογό του, προχώρησε, και δίψασε και σταμάτησε σε μια μεγάλη στέρνα που ήτονε ένα μεγάλο δέντρο, αλλά δεν είχε νερό. Και λέει: «Νερό, διψώ, νερό» και ακούει μια φωνή, λέει: «Δεν έχει πα νερό». Κόβει το τρίτο πορτοκάλι και βγαίνει το άσπαρτο και τ' αγέννητο κορίτσι του σεβντά, μια κοπέλα πανέμορφη, με ξανθά μαλλιά που έλαμπε σαν τον ήλιο. Λέει το παλικάρι — το βασιλόπουλο — λέει: «Τι να σε κάνω τώρα; Τι θα σε κάνω;». Λέει: «Βασιλέα μου πολυχρονεμένε, αφού μ’ έπηρες και μ’ έφερες, δεν ήπρεπε να μου κρατάς και ρούχα να με ντύσεις;». «Εγώ -λέει- τώρα τι να σε κάνω;», λέει: «Θα πάω στο παλάτι να σου φέρω ρούχα, να σε ντύσω». Λέει: «Κι εγώ τι θα γίνω;». Λέει: «Θα σ' ανεβάσω σ' αυτό το δέντρο το μεγάλο, να καθίσεις, να με περιμένεις, να φέρω τα ρούχα από το παλάτι, να σε ντύσω, να σε πάρω». Κι έτσι και έγινε. Ανεβάζει την κοπέλα πάνω στο δέντρο, παίρνει το παλικάρι, το βασιλόπουλο, το άλογό του και φεύγει να πάει στο παλάτι. Απ' αυτή τη βρύση, όμως, πήγαινε μια αλεπού και γέμιζε νερό με τη στάμνα της. Από τη στέρνα — βρύση, δεν θυμάμαι τώρα. Πάει η αλεπού, κάνει έτσι, ήλαμπε η κοπέλα σαν τον ήλιο, ήτανε όμορφη, πανέμορφη, με τα χρυσά μαλλιά με όλα. Και βλέπει την κοπέλα πάνω στο δέντρο, τση λέει: «Τι κάνεις, θυγατέρα μου, εκεί απάνω; Κατέβα θυγατέρα μου -τση λέει- που θα κρυώσεις. Έλα να σε πάω στο σπίτι μου, να σε ντύσω, γιατί θα κρυώσεις». Λέει: «Όχι, εγώ δεν κατεβαίνω - τση λέει-,αυτός που μ’ ανέβασε εδώ πάνω, αυτός θα με κατεβάσει». «Έλα, κοπελα μου, έλα θυγατέρα μου, να σε πάω στο σπίτι». Με τα πολλά συβάζει την κόρη, το κορίτσι το άσπαρτο και τ' αγέννητο του σεβντά, και την κατεβάζει κάτω και την παίρνει και την τρώει. Και στάξανε τρεις σταλαγματιές αίμα μες στη στέρνα. Και γίνανε τρία ψάρια χρυσά. Αυτή όμως, η αλεπού μεταμορφώθηκε και βγήκε στο δέντρο κι έκανε πως ήταν αυτή το το άσπαρτο και τ' αγέννητο κορίτσι του σεβντά. Πάει το βασιλόπουλο: «Τι είναι, μα δεν είναι -λέει- πώς είναι; Αλλά αφού εγώ πάλι την ανέβασα, αυτή είναι». Και τηνε παίρνει, την ντύνει, την πάει στο παλάτι. Αυτή ήταν βέβαια κακάσχημη, μεταμφιεσμένη η αλεπού δεν ήταν όμορφη... Αλλά τι να 'κανε, την ήδειξε στον πατέρα του και στη μητέρα του και την παντρεύτηκε και ζούσε στο παλάτι μαζί, ζούσανε στο παλάτι. Μία μέρα λοιπόν, αυτή αρρώστησε — η αλεπού — και λέει: «Βασιλέα μου πολυχρονεμένε, θα πας στη στέρνα αυτή, που με πήρες και είναι μέσα τρία χρυσά ψάρια και θα μου τα φέρεις να τα ψήσω, να τα φάω, να γίνω καλά». Το βασιλόπουλο δεν τση χάλασε χατίρι.  Πάει στη στέρνα, παίρνει τα χρυσά ψάρια, της τα πάει, της τα ψήνουνε, τα τρώει και τα ψαροκόκαλα τα πετάξανε μες στο περβόλι. Και γίνανε τρεις λεμονιές χρυσές, εφυτρώσανε. Πέρναγε το βασιλόπουλο από τις λεμονιές από κάτω και πέφταν τα άνθη και τονε σκεπάζανε. Πέρναγε η αλεπού μέσα από τον κήπο που 'ταν οι λεμονιές πέφτανε οι τζίμπες και τηνε τζιμπάγανε. Αυτή κάποια μέρα λέει στο βασιλόπουλο: «Α, βασιλέα μου πολυχρονεμένε, δεν θέλω πια, να τις κόψεις αυτές τις λεμονιές, γιατί όποτε περάσω πέφτουνε πάνω μου οι τζίμπες και με τζιμπάνε και πρέπει να τσι κόψεις». Ε, τι να 'κανε το βασιλόπουλο, για να μην τση χαλάσει και χατίρι, το 'κανε αυτό. Φωνάζει δυο εργάτες, κόβουνε τις λεμονιές, να τις κόψουνε ξύλα τωρα για να τις βάζουνε στο τζάκι. Κείνη την ώρα πέρναγε μια ζητιάνα, μια γριούλα και λέει: «Καλά μου παιδια -λέει- δώστε μου κι εμένα δυο κομμάτια ξύλα να τα βάλω να ζεσταθώ, που κρυώνω που 'μαι φτωχειά και δεν έχω ξύλα». Λέει: «Να ρωτήσομε τον βασιλέα κι αν μας πει ναι, να στα δώκομε». Αρωτάνε το βασιλόπουλο, λέει:«Δώστε της» και της δίνουνε τρεις «σκίζες»— που λέμε —, τρία κομμάτια ξύλα. Πάει η γιαγιά στο σπίτι της, αρχινάει με ένα που κόβουνε τα ξύλα -

Α.Α.:

Τσεκούρι.

Μ.Π.:

Κόβει αυτή το ξύλο, «Ω, θεια -λέει- και μην με χτυπάς». Με τη δεύτερη, «Ω, θεια και μην με πονάς». Με την τρίτη, βγαίνει το άσπαρτο και τ' αγέννητο κορίτσι μέσα από τη σκίζα, μέσα απ' το ξύλο. Λέει: «Παιδί μου, τι να σε κάνω τώρα; Κοπέλα μου, που είσαι όμορφη, που είμαι φτωχιά, που δεν έχω ρούχα να σε ντύσω;». Λέει: «Δεν με νοιάζει, θεια. Βάλε μου τα ρούχα σου και βάλε με να κάτσω εκεί στη γωνιά», «Μα πού, παιδί μου, που 'ναι το σπίτι μου όλο χάλια; Δεν έχω...». Λέει: «Δεν πειράζει, θεια. Βάλε με σε μια γωνιά να κάτσω και δεν πειράζει». Και τση 'βαλε η γιαγιά τα ρούχα τση τα δικά τση, την ήντυσε και την είχενε κοντά της εκεί στο σπίτι, στο φτωχικό της. Μια μέρα, λοιπόν, ελούστηκε το άσπαρτ[00:10:00]ο και τ' αγέννητο κορίτσι του σεβντά και τση λέει: «Θεια, άμε στο βασιλόπουλο να του πεις να σου δώσει τα παλιόχτενά του, ότι “έχω ένα κακοκούτρουλο να το χτενίσω”, να μου τα φέρεις». Λέει: «Και πώς θα πάω;». Λέει: «Πήγαινε, θεια. Πήγαινε!». Πάει λοιπόν, η θεια στο βασιλόπουλο και του λέει: «Βασιλέα μου, πολυχρονεμένε, δώσε μου τα κακόχτενά σου που έχω ένα κακοκούτρουλο να το χτενίσω». Και τση δίνει τα χτένια του, τα κακόχτενα, πάει η γριά στο σπίτι, χτενίζει το άσπαρτο και τ' αγέννητο κορίτσι του σεβντά και τυλίσσει τρεις χρυσές τρίχες μέσα στο χτένι. Τα πάει πάλι πίσω η γιαγιά τα χτένια του βασιλόπουλου. Αυτό έγινε τρεις φορές. Και την τρίτη φορά, λέει το βασιλόπουλο — για να μην τα επαναλαμβάνουμε, το ίδιο πράγμα — είπε πάλι και την τρίτη φορά: «Πήγαινε, θεια, στο βασιλόπουλο να σου δώσει τα κακόχτενά του, να χτενίσεις το κακοκούτρουλο» και έβανε πάλι τις χρυσές τρίχες στο χτένι, μέχρι την τρίτη φορά. Εγινότανε τρεις φορές. Την τρίτη φορά λέει το βασιλόπουλο στη γιαγιά, λέει: «Θεια, εγώ θα να 'ρθω να δω το κακοκούτρουλό σου που έχεις». «Ωωω, παιδί μου, που είναι μέσα στις κουτσουλιές, που μες σ' έναν κούμο(=κοτέτσι) κάθομαι κι είναι μες τσι κουτσουλιές, και πώς θα να ‘ρθεις, βασιλέα μου πολυχρονεμένε, εκεί μέσα;», «Δεν πειράζει, θεια! Θα 'ρθω». Πάει, λοιπόν, το βασιλόπουλο και βλέπει το άσπαρτο και τ' αγέννητο κορίτσι του σεβντά, που έλαμπε σαν τον ήλιο. Πανέμορφη, όμορφη, ξανθιά, όμορφη. Μόλις την είδε αυτό, του λέει: «Βασιλέα μου -λέει- εσύ είσαι;». Λέει: «Εγώ είμαι». «Μα εγώ…», λέει. «Μα δεν θυμάσαι που με...», «Μα -λέει- πώς; Κι αυτή που έχω πάρει;». Λέει: «Αυτή είναι η αλεπού που με έφαε, και τότε που μ' έφαε τρέξαν τρεις σταλαγματιές αίμα μες στη στέρνα και γίναν τα τρία ψάρια τα χρυσά, κι αυτή τα πήρε και τα ‘ψησες και τα 'φαγε κι έριξες τα ψαροκόκαλα μέσα στο περιβόλι, και γίνανε οι τρεις λεμονιές χρυσές, και έκοψες… Μετά σ' έβαλε κι έκοψες τις λεμονιές και πήρε η γιαγιά, η θεια εδώ, τα ξύλα, τρεις σκίζες — λένε «σκίζες» — κι εκεί μέσα ήμουνα».  Και, λέει, τότε το βασιλόπουλο, τηνε παίρνει και της λέει: «Έλα να σε πάρω στο παλάτι». Και την παίρνει και την πάει στο παλάτι, και την ντύνει και τηνε καθίζει στο θρόνο. Και την αλεπού τηνε ζεύγνει(=ζεύει) σε σαράντα άλογα και την τραβούσανε και κρέμασαν και στην ουρά της καρύδια, έτσι «κρεμανταλιές» απού λένε, και λέει: «Κάθε βήμα-καρυδάκι, η αλεπού και κομματάκι. Κάθε βήμα-καρυδάκι, η αλεπού και κομματάκι». Και πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Α.Α.:

Τι ωραίο παραμύθι!

Μ.Π.:

Ε;

Α.Α.:

Τι ωραίο παραμύθι!

Μ.Π.:

Ναι. Κάθε βήμα καρυδάκι, η αλεπού και κομματάκι! Αυτό είναι το παραμύθι, το «Άσπαρτο και τ' αγέννητο κορίτσι του σεβντά». Το οποίο μου το είπε η γιαγιά μου. Η γιαγιά μου βέβαια γεννήθηκε μέσα στο 1800, δεν ξέρω ποια χρονολογία, αλλά όταν πέθανε το ’76, ήτανε 96 χρονών.

Α.Α.:

Και το 'χει ακούσει κι αυτή από -

Μ.Π.:

Και το 'χει ακούσει κι αυτή από τη γιαγιά της, όπως μου είχενε πει.

Α.Α.:

Πολύ ωραία. Ένα πολύ παλιό παραμύθι, που υπάρχει παντού σε όλη την Ελλάδα. Πάρα πολύ ωραία.

Μ.Π.:

Ναι, υπάρχει βέβαια σε όλη την Ελλάδα με τη διαφορά θα είναι, μπορεί να είναι πολλές  διαφορετικές παραλλαγές, μάλιστα.

Α.Α.:

Πολύ ωραία.

Μ.Π.:

Ναι, παιδί μου.

Α.Α.:

Το ακούσατε λοιπόν εσείς παιδάκι αυτό το παραμύθι;

Μ.Π.:

Πολύ μικρό ήμουνα. Καθόμαστε στο τζάκι και τότε τα τζάκια ήτανε χαμηλά, όπως και τώρα. Κι είχε ένα σκαμνάκι από εκεί μεριά κι άλλο ένα σκαμνάκι καθότανε απ' την άλλη μεριά ο αδερφός μου κι η γιαγιά μου στην καρέκλα στη μέση και μας έλεγε τα παραμύθια, τα βράδια στις βεγγέρες. Τότε υπήρχανε ούτε ραδιόφωνα ούτε τίποτα. Δεν λέω για τηλεόραση, μόνο για ραδιόφωνο. Δεν υπήρχε! Αυτή ήτανε η βραδινή μας βεγγέρα, να λέμε παραμύθια, να λέμε ανέκδοτα, να μασε λένε διάφορες ιστορίες και εγώ επειδής μ' άρεσε — πάρα πολύ μ' αρέσαν τα παραμύθια και μ' αρέσουν ακόμα — τα άκουγα και κατευθείαν τα μάθαινα. Δηλαδή δεν ήθελα να μου το επαναλάβει δεύτερη φορά.

Α.Α.:

Σας έλεγε άλλα παραμύθια η γιαγιά σας;

Μ.Π.:

Ναι, μου 'χει πει και το «η Άνθη των ανθών»: Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μία μάνα κι είχε τρεις κόρες: τη Μηλιώ, τη Γαρυφαλλιώ και την Άνθη των Ανθών. Η Άνθη των Ανθών ήτανε τόσο όμορφη που οι αδερφές της δεν τη θέλαν, τη ζηλεύανε και θέλανε με κάθε τρόπο να φύγει από το σπίτι, να τη διώξει η μάνα. Λέει μια μέρα η Μηλιώ κι η Γαρυφαλλιώ στη μάνα της, λέει: «Να την πάρεις και να την πας όσο μπορείς μακριά, γιατί δεν τη θέλομε». Λέει: «Καλά», λέει. Λέει η μάνα στην Άνθη των Ανθών: «Έλα, παιδί μου, να πάμε στα χόρτα. Πάρε το καλάθι σου, να πάρω κι εγώ το δικό μου, να πάμε να μαζέψομε χόρτα». Πηγαίνανε λοιπόν, και την πάει σ' ενα δάσος. Εκεί την άφησε την Άνθη των Ανθών μοναχιά και της λέει: «Κάθισε εδώ, να πάω να μαζέψω εγώ χόρτα σε άλλο μέρος και θα έρθω να σε πάρω». Η Άνθη των ανθών περίμενε, περίμενε να γυρίσει η μητέρα της, δεν εγύρισε. Και άρχιζε και πήγαινε μόνη της μέσα στο δάσος, περπάταγε, περπάταγε, περπάταγε, και βγαίνει σ' ένα παλάτι. Ε, μέσα σ' αυτό το παλάτι κατοικούσαν σαράντα δράκοι (δράκος στο λαϊκό παραμύθι= ο μεγαλόσωμος άντρας). Μπήκε μέσα, δεν ήτανε κανένας. Είδε το τραπέζι στρωμένο, με τα πιάτα τους, καθένας το πιάτο του, με το φαγάκι και κάθισε κι έπαιρνε από κάθε πιάτο, λίγο φαγάκι. Λίγο, μια μπουκίτσα. Μετά πήγε και κοιμήθηκε σ' ένα δωμάτιο. Πήγανε οι 40 δράκοι μετά, το βράδυ στο σπίτι, αργά, πολύ αργά. Λέει: «Κάποιος είναι μες στο σπίτι μας, κάποιος έχει έρθει». Ανοίγαν ένα-ένα δωμάτιο, και βλέπουνε την Άνθη των Ανθών σ' ένα κρεβάτι και κοιμότανε. Λέει ο ένας: «Να την ξυπνήσουμε, να μας πει ποια είναι, τι θέλει εδώ». Και την ξυπνήσανε και της λένε: «Ποια είσαι;», λέει: «Εγώ είμαι η Άνθη των Ανθών. Σας παρακαλώ πολύ, κρατήσετέ με εδω πέρα, γιατί δεν έχω πού να πάω, γιατί έχω δύο αδερφές ακόμα και δεν με θέλουνε και η μητέρα μου μ' έφερε στο δάσος και μ' άφησε μοναχιά, και ήρθα εδώ πέρα. Σας παρακαλώ, μην με διώξετε». Και λένε οι 40 δράκοι μετά όλοι: «Θα την κρατησουμε, εμείς δεν έχουμε αδερφή και θα την κρατήσουμε εδώ πέρα. Και θα σ' έχομε -τση λένε- σαν αδερφή μας. Αλλά πρόσεξε, όποιος και να 'ρθει να σου χτυπήσει την πόρτα, να μην ανοίξεις». Λέει: «Καλά». Ε, την άλλη μέρα φύγανε πάλι οι σαράντα δράκοι και πήγανε στο κυνήγι, κι έμεινε η Άνθη των Ανθών μοναχιά. Όταν πήγε η μητέρα στο σπίτι, είπε, την αρωτήσανε η Μηλιώ κι η Γαρυφαλλιώ, οι αδερφές της: «Τι την έκανες, μητέρα;». Λέει: «Εγώ την άφησα μέσα στο δάσος και θα τη φάει κανένα θηρίο, δεν υπάρχει τώρα», λέει η μάνα. Λέει: «Για ρώτησε τον ήλιο». Και αρωτάει τον ήλιο η μάνα. Και λέει: «Ήλιε, ηλιάκη μου, ποια είναι η πιο όμορφή μου κόρη;». Λέει: «Καλή είναι κι η Μηλιώ, καλή είναι κι η Γαρυφαλλιώ, μα σαν την Άνθη των ανθών δεν είδα άλλη νέα». Λένε πάλι οι αδερφές, λένε: «Α, ζει μάνα η αδερφή μας, ζει! Οπότε, κάτι πρέπει να κάνεις». Λέει: «Θα πα' να πάρω δαχτυλίδια και θα πάω να τα μαγέψουνε, να πάω να τη βρω να τση βάλω το δαχτυλίδι το μαγεμένο να πεθάνει». Πήγε αυτή, βρήκε, πήρε δαχτυλίδια, και φώναζε, γύρναγε κι ήξερε πού είχε πάει η μάνα, βρήκε το παλάτι και φώναζε αυτή «δαχτυλίδιααα» — έκανε την εμπόρισσα. Βγαίνει η Άνθη των Ανθών στην πόρτα, ανοίγει, λέει: «Έλα, κοπέλα μου, να πάρεις». Η μάνα, βέβαια, ήτανε μεταμφιεσμένη, δεν τη γνώρισε ότι ήταν η μάνα της. Λέει: «Έλα, κοπέλα μου, να πάρεις ένα δαχτυλίδι, που είναι έτσι, που είναι αλλιώς, που είμαι φτωχειά και δεν έχω ψωμί να φάω, να μου κάνεις κι εμένα, να με βοηθήσεις...». Και βάζει το δαχτυλίδι και πέφτει κάτω! Μόλις όμως έφυγε η γριά — η μάνα της — επήγανε οι σαράντα δράκοι και την είδανε κάτω πεσμένη, της βγάλανε το δαχτυλίδι και ξανανοίγει τα μάτια της και λέει: «Δεν σου είπαμε να μην ανοίγεις σε κανέναν;». Λέει: «Ήρθε μια γυναίκα, μια γερόντισσα και μου πούλησε ένα δαχτυλίδι και το πήρα, και αυτό ήτανε!». Λέει: «Άλλη φορά να μην το ξανακάνεις, δεν θα ξανανοίξεις σε κανέναν». Ξαναπάει πάλι η μητέρα της στο σπίτι, λένε οι αδερφές: «Τηνε σκότωσες; Πέθανε η Άνθη των Ανθών;». Λέει: «Να ρωτήσουμε πάλι τον ήλιο. Ήλιε ηλιάκη μου, ποια εί[00:20:00]ναι η πιο όμορφή μου κόρη;». Λέει: «Καλή είναι κι η Μηλιώ, καλή είναι κι η Γαρυφαλλιώ, μα σαν την Άνθη των ανθών δεν είδα άλλη νέα». Λέει: «Ζει πάλι»! Ξανά πάλι το ίδιο. Πήρε τα πορτοκάλια τα μαγεμένα, πάει φώναζε αυτή, έλεγε «πορτοκάλιααα, πορτοκάλια». Βγαίνει η κοπελα πάλι, η Άνθη των Ανθών, παίρνει ένα πορτοκάλι, το καθαρίζει να το φάει, πάλι πέφτει κάτω. Μαγεμένη. Πηγαίνουνε πάλι τα σαράντα παλικάρια, της βγάζουνε το πορτοκάλι από το στόμα κι ανοίγει τα ματάκια της. Και της λένε: «Δεν θα το ξανακάνεις, δε σου έχομε πει να μην ανοίγεις σε κανέναν την πόρτα; Να μην πάθεις πάλι τίποτε και ξέρω γω», της ειπανε πάλι τα ίδια τα σαράντα παλικάρια, οι σαράντα δράκοι. Την τρίτη φορά, πήγε πάλι η γριά στο σπίτι η μάνα της, αρωτάει πάλι τον ήλιο, λέει: «Ήλιε, ηλιάκη μου, ποια είναι η πιο όμορφή μου κόρη;». Λέει: «Καλή είναι κι η Μηλιώ, καλή είναι κι η Γαρυφαλλιώ, μα σαν την Άνθη των ανθών δεν είδα άλλη νέα».  Ξανά πάλι η μάνα, βρίσκει πάλι, παίρνει μήλα μαγεμένα και τα πάει πάλι, φωναζε πάλι αυτή «τα μήλα, ωραία μήλα, χρυσά μήλα» τέτοια, παίρνει πάλι η Άνθη των Ανθών ένα μήλο, τρώει ένα κομμάτι, το καθαρίζει, το βανει στο στόμα της και πέφτει κάτω. Πάνε οι σαράντα δράκοι τη βλέπουνε, λέει: «Ε, τώρα η Άνθη των Ανθών τελείωσε». Και τηνε βάζουνε μέσα στο δωμάτιο που ήτανε μέσα σ' ένα χρυσό κρεβάτι, που ήτανε γύρω-γύρω όλο μια βιτρίνα με τζάμια και δεν φαινότανε κι έλαμπε αυτή μες στο κρεβάτι μέσα, σαν τον ήλιο. Και την είχανε εκεί πέρα. Και τηνε προσέχανε. Πήγε η μάνα στο σπίτι, της λένε οι αδερφές της, η Μηλιώ και η Γαρυφαλλιώ, λένε: «Για ρώτησε πάλι τον ήλιο, μάνα, να ρωτήσεις, πέθανε;». Αρωτάει η μάνα τον ήλιο, λέει: «Ήλιε, ηλιάκη μου, ποια είναι η πιο όμορφή μου κόρη;». «Καλή είναι κι η Μηλιώ, καλή είναι κι η Γαρυφαλλιώ, μα η Άνθη των Ανθών ετελείωσε». Κι αρχίσανε τότε πια οι κόρες και γλεντάγανε και γελάγανε, και τραγουδάγανε και κανανε και δείχνανε. Η Άνθη των Ανθών την προσέχανε οι σαράντα δράκοι και ήταν μες στο δωμάτιο, μέσα σε άσπρα ντυμένη σαν τη νύφη, που έλαμπε σαν τον ήλιο!  Κάποια μέρα όμως πέρναγε το βασιλόπουλο, πήγαινε στο κυνήγι. Και πέρασε να δει κι αυτό τον πύργο, αυτό το παλάτι. Λέει: «Δεν μπαίνω μέσα να δω τι είναι αυτό το παλάτι, αυτό το ωραίο…». Μπαίνει μέσα στο παλάτι, έψαχνε, κοίταζε, γύριζε το ένα δωμάτιο, γύριζε το άλλο δωμάτιο, βλέπει και την Άνθη των Ανθών μέσα στο δωμάτιο. Τότε, εκεινη την ημέρα λείπανε οι σαράντα δράκοι. Δεν ήταν εκεί πέρα. Ανοίγει μέσα, μπαίνει και την κοιτάζει, την κοιτάζει και λέει: «Πωπω, τι όμορφη κοπέλα, τι όμορφη που είναι, αυτή λάμπει σαν τον ήλιο!». Και όπως τη χάιδευε έτσι, όπως τη χάιδευε το πρόσωπό της, όπως έκανε έτσι, έφυγε το μήλο από τα χείλη της. Και μόλις έφυγε το μήλο από τα χείλη της, ανοίγει τα ματάκια της, τα μάτια της. Λέει: «Ποια είσαι εσύ;», λέει «Εγώ είμαι, βασιλέα μου πολυχρονεμένε. Είμαι η Άνθη των Ανθών». Λέει: «Και πώς ευρέθηκες εδώ μέσα στο παλάτι αυτό με σαράντα δράκους;». Και έκανε την ιστορία λέει: «Η μάνα μου δεν με 'θελε, οι αδερφές μου δεν με θέλανε και βάλανε τη μάνα μου να με σκοτώσει. Και βρέθηκαν αυτοί οι σαράντα δράκοι και με σώσανε. Αλλά δεν με σώσανε πάλι, γιατί ήρθε η μάνα μου και μου 'δωσε το μαγεμένο μήλο και το έφαγα κι έμεινα πεθαμένη. Και μ' έσωσες εσύ βασιλέα μου πολυχρονεμένε». Λέει: «Τώρα αρχίζει εσένα η καινούρια σου ζωή, Άνθη των Ανθών». Και την παιρνει, τηνε βάνει στο άλογό του, τηνε πάει στο παλάτι, τηνε ντύνει βασίλισσα και την παντρεύεται και τη βάζει στον θρόνο και περάσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Α.Α.:

Πάρα πολύ όμορφα.

Μ.Π.:

Αυτό το παραμυθάκι μου το 'πε κι αυτό η γιαγιά μου. Και θυμάμαι που ήτανε, είχε χιονίσει με πολύ χιόνι, δεν φαινόταν… Σχεδόν όλη η αυλή ήτανε, όλο το χωριό ήτανε σκεπάσμένο στα χιόνια και ανάβαμε το τζάκι και καθότανε και μου είπε αυτό το ωραίο παραμύθι, με πολλή αγάπη.

Α.Α.:

Κι εμένα αυτό το παραμύθι, κυρία Μαρίνα, τώρα με πήγε σε κάτι άλλο. Αν θα θέλατε ας πούμε να κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα από τα παραμύθια και να πάμε — μ' έφερε δηλαδή ο νους — το μήλο, το παλικάρι που βρήκε το κορίτσι στην κασέλα, με πήγε σ' αυτό το -

Μ.Π.:

Σ' αυτό -

Α.Α.:

το τραγούδι.

Μ.Π.:

Ναι, ναι.

Α.Α.:

Μήπως θα θέλατε να κάνουμε ένα διάλειμμα από τα παραμύθια και να πάμε λίγο -

Μ.Π.:

στο ποιηματάκι αυτό.

Α.Α.:

Στο ποιηματάκι αυτό; Αυτό το ποίημα, καταρχάς, πώς σας παραδόθηκε;

Μ.Π.:

Αυτό το ποίημα, αυτό την «κασέλα» μου το 'πε μία θεία μου… Τι θεία! Αυτή ήτανε γριά κι αυτή, αλλά ήτανε πρώτη ξαδέρφη της γιαγιάς μου ήτανε, μεγάλη κι αυτή γυναίκα. Εγώ την έλεγα «θεία», γιατί ήταν μεγάλη γυναίκα. Ηταν της γιαγιάς μου ξαδέρφη και τη λέγανε Μαριγώ. Αυτή η Μαριγώ εξεμάθιαζε κιόλας. Ναι! Λοιπόν, εγώ που 'μουνα σαν μικρό κοριτσάκι πήγαινα στην εκκλησία, αλλά έλεγα στη γιαγιά μου ψέματα ότι πονούσε το κεφάλι μου, ότι ζαλιζόμουνα, για να πάω σ' αυτή τη θεια, τη θεια τη Μαριγώ. Τη θεια τη Μαριγώ, έτσι τη λέγανε, για να μου πει παραμύθια και είχε και κάτι παλιές φωτογραφίες, δεν ξέρω τι ήταν αυτές και τις κοίταζα, κι έβρισκα την αιτία να πάω να μου πει το ή παραμύθι ή κανένα ποίημα. Κι αυτό, η κόρη με την κασέλα, μου την είπε αυτή η θεια η Μαριγώ. Και το... Αλλά, μου είπε αυτό που ήξερε. Γιατί και η γιαγιά μου το ήξερε το ίδιο ποιηματάκι αυτό. Δεν ξέρω, είχε κι άλλο στιχάκι. Δεν είχε, δεν ξέρω, αλλά αυτό που μου 'πε η θεια η Μαριγώ, το ίδιο μου 'πε κι η γιαγιά μου. Και αν θέλετε, να σας το πω τώρα.

Α.Α.:

Αμέ, αμέ.

Μ.Π.:

Λοιπόν. Στη στράτα στράτα πήγαινα και βρήκα μια κασέλα και ξεσκεπάζω και θωρώ μιαν όμορφη κοπέλα. «Δως μου, κοπέλα, τα κλειδιά ν'ανοίξω το περβόλι, να φάω μήλο κόκκινο να πιω νερό δροσάτο, να πέσω ν' αποκοιμηθώ σε μια μηλιά από κάτω. Να πεφτουνε τα άνθη της απάνω στην πόδια μου, να μπαινοβγαίνει η μάνα μου να λέει τ' όνομά μου». Μέχρι αυτό, αυτό μου είπανε, δεν ξέρω αν εχει άλλο. Και αυτό έμαθα.

Α.Α.:

Και τι άραγε να σημαίνει αυτό το ...;

Μ.Π.:

Αυτό πιστεύω να έχει, ο νέος που βρήκε την κασέλα να ήταν η κοπέλα που πήγανε να τηνε κηδέψουνε να ήτανε η αγαπημένη του, να ήταν αυτή η κοπέλα που αγαπούσε. Και πιστεύω ότι ήθελε να ακολουθήσει, να πάει δηλαδή μαζί της, να τελειώσει τη ζωή του μαζί της. Γι’ αυτό λέει «να μπω στο περιβολι, να φάω μήλο κόκκινο, να πιω νερό δροσάτο, να πέσω ν' αποκοιμηθώ – για να κοιμηθεί – σε μια μηλιά από κάτω». Γιατί κείνα -και τώρα- κείνα τα παλιά χρόνια, μέσα στα νεκροταφεία υπήρχανε δέντρα. Εγώ θυμάμαι στο χωριό μου το νεκροταφείο και είχε αμυγδαλιές, είχε μέσα αχλαδιές, «απιδιές» που λέμε στην Κρήτη, ναι! Και είχανε δέντρα. Και γι' αυτό, ίσως να υπήρχε και η μηλιά και να 'θελε τον τάφο του κάτω από τη μηλιά. Να μπει μέσα εκεί κατευθείαν με την κοπέλα. Γιατί λέει «να πέσω ν' αποκοιμηθώ σε μια μηλιά από κάτω, να πέφτουνε τα άνθη της απάνω στην ποδιά μου, να μπαινοβγαίνει η μάνα μου, να λέει τ' ονομά μου». Γιατί οι γυναίκες οι παλιές — και τώρα πολλές — πηγαίνανε στσι τάφους, που είχανε χάσει τα αγαπημένα τους πρόσωπα και μοιρολογόντανε. Κι αυτό λέει «να λέει τ' όνομά μου», μοιρολογόντανε. Αν ήτανε κόρη, αν ήτανε γιος, αν ήταν άντρας ή πατέρας, ελέγανε τα ονόματα. Αυτά πιστεύω, κοπέλα μου, ότι σ' αυτό, εκεί δηλαδή το ομοιάζω με την Άνθη των Ανθών.

Α.Α.:

Και υπήρχε βέβαια και μια μάνα σ' ένα άλλο τραγούδι που μου λέγατε, η οποία -

Μ.Π.:

Πάλι με την κόρη της -

Α.Α.:

Με την κόρη της, μια αντίστοιχη σχέση.

Μ.Π.:

Που είχε τα πολλά αδέρφια…

Α.Α.:

Με τα πολλά αδέρφια.

Μ.Π.:

Ναι, που ήτανε πάλι, υπήρχε τότε η... Μέσα στην οικογένεια, όταν ήτανε μία κόρη… Και πιστεύω και η μαμά μου, είχενε η μαμά μου παρόμοια σχέση μ' αυτό. Η μαμά μου ήταν μοναχοκόρη κι είχε τρεις αδερφούς. Ο μπαμπάς μου, λοιπόν — τώρα λέω άλλα — θα πω την ιστορία, τώρα να... Η μαμά μου λοιπόν, την ήκλεψε ο μπαμπάς μου, την αγαπούσε πολύ και την έκλεψε. Και τα αδέρφια της δεν την αφήναν να βγει έξ[00:30:00]ω από τη… Βέβαια, το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν ένα μεγάλο σπίτι, είχε αυλές, είχενε μέσα περβόλια τα οποία τα λέγανε «περδιγάρια». Το περβόλι το λέγανε περδιγάρι, εγώ το θυμάμαι που το 'λεγε η γιαγιά μου: «Άμε στο περδιγάρι να κόψεις ένα ρόγδι απ' τα δέντρα». Δεν το λέγανε κήπους ή περβόλια, περδιγάρι. Λοιπόν, και η μαμά μου δεν έβγαινε έξω. Τα αδέρφια τση πήγαιναν στις αγροτικές δουλειές, παντού. Και ο μπαμπάς μου, απέναντι από της μαμάς μου των γονιών το σπίτι είχενε καφενείο. Κι έτσι αγαπηθήκανε. Δηλαδή με το βλέμμα, από μακριά. Και τι έκανε ο μπαμπάς μου; Είχενε κάνει η μαμά μου στο ντουβάρι μία τρύπα, μία μικρή τρυπούλα κι αλληλογραφούνταν, τση έβανε ο μπαμπάς μου τα γράμματα, τα 'βανε στην τρυπούλα, στο ντουβάρι, στον τοίχο, το 'παιρνε η μαμά μου από μέσα το γράμμα και το διάβαζε. Αυτή ήτανε η αγάπη τους!

Α.Α.:

Τι ωραία!

Μ.Π.:

Ναι, λοιπόν, και όταν την έκλεψε τη μαμά μου, είχανε πάει οι γονείς της: ο παππούς μου, ο πατέρας της, η μάνα της, τα αδέρφια της και τρυγάγανε σ' ενα μέρος τα αμπέλια — που είχανε πολλά αμπέλια και είχανε ένα σπιτάκι και μένανε και εκεί. Η μάνα μου ήτανε στο χωριό, δεν έβγαινε έξω. Και έτσι την έκλεψε ο μπαμπάς μου, όταν λείπαν τα αδέρφια της και ο πατέρας της κι η μάνα της. Και όμως, κοριτσάκι μου, ένα μήνα τηνε πήγαινε από το ένα χωριό στο άλλο χωριό, από το ένα χωριό στο άλλο χωριό, που την κυνηγάγανε να του την πάρουνε τη μαμά μου. Κι όταν την πήγε στο χωριό, επεμβήκανε βέβαια τότες οι… Στα χωριά τώρα οι πιο… Ο παπάς, ο δάσκαλος, ο γραμματικός του χωριού στην κοινότητα και κάμανε και είπανε: «δεχτείτε τη».  Να τη φέρει ο Νίκος — Νίκο λέγαν τον μπαμπά μου — να τη φέρει να παντρευτεί. Δεν τη δεχτήκανε. Ούτε τ' αδέρφια. Ο μόνος που δεν μίλησε, που δεν είπε, ας πόυμε, είπε: «Να 'ρθει η Μαρία μου» ήταν ο πατέρας της. Ο παππούς μου λεγότανε Πέτρος Φραγκιαδουλάκης, ο οποίος ήτανε μορφωμένος. Είχενε τελειώσει το σχολαρχείο. Σχολαρχείο το λέγανε τότε; Δεν θυμάμαι τώρα πώς το λέγανε! Το Γυμνάσιο; Δηλαδή, ήταν τελειόφοιτος του Γυμνασίου, του Λυκείου τώρα. Και δεν ήφερε ο παππούς μου καμία αντίρρηση, αλλά η γιαγιά μου, κατάρες, να καταριέται! Να τση σκίζει την προίκα της, αυτά, ναι, ναι! Να τση κάψει όλη της την προίκα και να καταριέται. Ναι. Τα αδέρφια της, οι δυο αδερφοί… Οι δύο αδερφοί δεν εκάμανε, ο ένας της ο αδερφός, ο Μανώλης, ο θείος μου ο Μανώλης επιάστηκε στα χέρια με τον μπαμπά μου. Και πιαστήκανε στα χέρια να σκοτωθούνε και βλέπει αυτη τη σκηνή ο πατέρας της, ο παππούς μου — τση μαμάς μου ο πατέρας — και παθαίνει ανακοπή, έπαθε καρδιά και κατευθείαν πέθανε. Γιατί πιαστήκαν να σκοτωθούνε. Κι όταν είδαν αυτή τη σκηνή, υποχωρήσανε βέβαια. Δεχτήκανε. Αλλά... Είχε χαθεί ο παππούς μου, ο πατέρας. Δεν άντεξε, δεν άντεξε. Ε, και μετά από λίγα χρόνια βέβαια, όταν πέθανε η μαμά μου… Με τον μπαμπά μου να 'ζησε 4-5 χρόνια μαζί; Ε, μετά βέβαια, όλο το χωριό εναντιώθηκε ενάντια στη γιαγιά μου. Και τση λέγαν, ας πούμε: «Αριστέα, από τσι κατάρες σου, κι από το ένα κι από το άλλο, ήχασες τη μονάκριβή σου θυγατέρα». Αυτά, παιδί μου. Οπότε, μοιάζουνε, όλα αυτά δηλαδή έρχονται, δένουνε το ένα με το άλλο, η μία...

Α.Α.:

Είναι από τη ζωή.

Μ.Π.:

Ναι, το ποίημα με την ιστορία των γονιών μου. Ναι, και χάθηκε η μανούλα μου.

Π.Β.: Πες το.
Α.Α.:

Αυτό λοιπόν ήταν το ποίημα το «μια κόρη ρόδα μάζευε κι ανθούς εκορφολόγα».

Μ.Π.:

Θα το ομοιάσουμε. Θα το κάνουμε όμοιο. Γιατί ο μπαμπάς μου βέβαια, ντάξει δεν ήπαθε τίποτα. Μετά ξαναπαντρεύτηκε, έκανε παιδιά, ναι. Γι’ αυτό λέω ότι και ο νέος που ακολούθησε την κοπέλα που λέει «στη στράτα στράτα πήγαινα, και βρήκα μια κασέλα», αυτός ηταν ο νέος και χάθηκε. Και ήθελε κι αυτός να μείνει, να πεθάνει. Και πέθανε.

Α.Α.:

Πώς έλεγε λοιπόν, αυτό το τραγούδι; «Μια κόρη ρόδα μάζευε, μια κόρη ανθούς εμάζευε»…

Μ.Π.:

Ναι. Μια κόρη ρόδα μάζευε, κι ανθούς εκορφολόγα, να κάνει πέτσες με τσ' ανθούς, μαντήλια με τα ρόδα. Ο Γιαννακής κατέβαινε από λαγού κυνήγι ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίνει. Η μάνα της την είδενε απ' άργιο παραθύρι: «Μωρή σκυλιά, μωρή βρωμιά, μωρή μαγαρισμένη που έχεις δώδεκα αδερφούς κι οι δώδεκα αντρειωμένοι». Γιατί ήτανε με άρματα, αντρειωμένος ήτανε το παλικάρι με τα άρματα, τότε στην Κρήτη… Αργά εφτάσανε οι -γ- οχτώ, την κόρη μαντατέψαν. Ο γεις τση κόλλα με σπαθί, ο άλλος με βιτσάλι κι ο ύστερός της αδερφός με το μαργαριτάρι. Η μάνα της τση κόλλαγε με τη σφουκόροκά της κι ο κύρης τση κόλλαγε μ' ένα κομμάτι κλίμα, γιατί τηνε λυπόντανε την πεντακακομοίρα. Τη νύχτα τα μεσάνυχτα, η κόρη εψυχομάχε. «Τι ‘χεις, μανούλα μου, και κλαις και κλαίεις και θρηνάσαι;» «Κλαίω σε, θυγατέρα μου, ποια ρούχα να σου βάλω; Θες τα χρυσά, θες τ' αργυρά, θες τα μαλαματένια; Ή θες τα χρυσοκέντητα που σου 'χω στην κασέλα;» «Δεν θέλω γω ούτε χρυσά ούτε μαλαματένια, ούτε τα χρυσοκέντητα που μου 'χεις στην κασέλα. Μόνο τα ρουχαλάκια μου τα ματοβουρωμένα, όπου μου τα ματοβουρώσανε τα δώδεκά μου αδέρφια». Εκεί που θάψανε τη νια, εφύτρωσε καλάμι κι εκεί που θάψανε το νιο φύτρωσε κυπαρίσσι. Κάθε Λαμπρή, κάθε γιορτή και κάθε μπαϊράμι, ήσκυφτε ο κυπάρισσος κι εφίλιε το καλάμι.

Α.Α.:

Τι ωραία.

Μ.Π.:

Ναι, είναι πάρα πολύ ωραίο, πολύ ωραίο αυτό, μ' αρέσει και εμένα πολύ. Και συγκινούμαι πάρα πολύ μ' αυτά εγώ, δεν ξέρω. Επειδής τα θυμάμαι, επειδής τ' αγαπάω ακόμα, γιατί ξεχνάω κιόλας.

Α.Α.:

Τι ξεχνάτε, εδώ πέρα ήδη έχετε θυμηθεί…

Μ.Π.:

Μετά -

Α.Α.:

Το άλλο επίσης καταπληκτικό που μου λέγατε με την… Ξανά, μάνα και -

Μ.Π.:

Καλά, είπα και την ιστορία των γονιών μου βέβαια, τη μαμά μου και του μπαμπά μου, αλλά αυτό μην το γράψεις τώρα, γράφαμε...

Α.Α.:

Εάν θέλετε…

Μ.Π.:

Δε με νοιάζει, δεν με πειράζει.

Α.Α.:

Γιατί είναι ακόμα πιο όμορφο αυτό, όταν βλέπεις ότι πραγματικά αυτά τα παραμύθια, οι παραλογές δεν έιναι -

Μ.Π.:

Μα γιατί η Κρήτη ακόμα κρατάει πολλά,

Α.Α.:

Ακριβώς -

Μ.Π.:

έχουμε, ναι...

Α.Α.:

Και γιατί οι άνθρωποι…

Μ.Π.:

Όπως τότε, δεν έχεις ακουστά, η Τασούλα, θα ξέρεις για την Τασούλα του Πεντακογιώργη. Έτσι, το ίδιο πράγμα ήταν κι η μάνα μου.

Α.Α.:

Η Τασούλα του Πετρακογιώργη;

Μ.Π.:

Είχε αγαπήσει του Κεφαλογιάννη, έναν από τους Κεφαλογιάννηδες και την ήκλεψε και την κυνηγάγανε οι Πεντακογιώργηδες, οι καπεταναίοι, όλοι αυτοί οι... Όλοι, να την κυνηγάνε από το ένα μέρος στο άλλο, στα βουνά την πήγε και πού δεν την πήγε να του την πάρουνε. Γιατί ήταν τα κόμματα, ο Πεντακογιώργης ήταν Βενιζελικός κι ο Κεφαλογιάννης ήταν δεξιός, δεν ξέρω ποιο κόμμα ήτανε η δεξιά τότε. ΕΡΕ νομίζω;

Π.Β.: Όχι.
Μ.Π.:

Δεν ξέρω, εγώ δεν τα θυμάμαι εγώ αυτά. Έχω διαβάσει το βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη που έχει γράψει -

Π.Β.: Η Ρέα Γαλανάκη έχει γράψει το βιβλίο -
Μ.Π.:

έχει γράψει την ιστορία-

Π.Β.: «Αμίλητα βαθιά νερά» λέγεται -
Μ.Π.:

Ναι-

Π.Β.: Και αναλύει αυτήν την ιστορία.
Μ.Π.:

Εμένα η Ρέα Γαλανάκη ήτανε πολύ μου φίλη, φίλες μικρές. Έχουμε διαφορά δυο χρόνια και τηνε γνώριζα από το Ηράκλειο που ήταν και κοντά στη θείας μου, και τη γνώριζα και την ήξερα πολύ καλά αυτή τη φιλόλογο.

Α.Α.:

Μάλιστα. Το άλλο, λοιπόν, το τραγούδι που μου λέγατε ήταν αυτό με τη μάνα που'χε την έμορφη, την ακριβοθυγατέρα, που την έλουζε και δεν την έβλεπε ο ήλιος τη νύχτα και τη μέρα.

Μ.Π.:

Μια μάνα είχ' ένα παιδί, μια μόνη θυγατέρα, που ήλιος δεν την έβλεπε τη νύχτα και τη μέρα. Την έπλενε, τη χτένιζε με διαμαντένια χτένια, της έπλεκε και τα μαλλιά με μια χρυσή κορδέλα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και πέθανε η μητέρα κι έμεινε η κόρη ορφανή, στα χέρια του πατέρα. Δεν πέρασε πολύς καιρός, παντρεύεται ο πατέρας, παίρνει κακούργα μητριά που σεβασμό δεν είχε. Της κόβει τα σγουρά μαλλιά, της κεφαλης στολίδι, της παίρνει από το δάχτυλο τ' ωραίο δαχτυλίδι. Την παίρνει το παράπονο την κόρη την καημένη, στον τάφο της μανούλας της πηγαίνει και το λέει. Κι ο τάφος απ' τα δάκρυα ανοίγει μοναχός της. Τηρά δεξά, τηρά ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει η μάνα βγαίνει από τον τάφο και την αναγνωρίζει. Σ’ αυτό, κοριτσάκι μου, δεν θυμάμαι άλλ[00:40:00]ο, δεν ξέρω άλλο. Πρέπει να ξεχνάω, αλλά αυτό είναι η συνέχειά του. Αυτό είναι.

Α.Α.:

Και στο τέλος, ας πούμε-

Μ.Π.:

Τηρά δεξά, τηρά ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει, η μάνα από τον τάφο της βγαίνει και τη γνωρίζει. Κι εκεί αγκαλιαστήκανε και πέθανε κι η κόρη. Και την πήρε μαζι στον τάφο, αυτό είναι, τώρα το θυμήθηκα. Ναι, παιδί μου. Τώρα εσείς, φτιάξ' το όπως ξέρεις. Αυτό είναι: Τηρά δεξά, τηρά ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει, η μάνα από τον τάφο της βγαίνει και τη γνωρίζει. Κι εκεί αγκαλιαστήκανε και πέθανε, την πήρε μαζί της. Είδες, λέγοντας το θυμήθηκα.

Α.Α.:

Μα έτσι είναι, έτσι είναι.

Μ.Π.:

Ναι.

Α.Α.:

Η μητέρα σας λοιπόν, μου 'χατε πει ότι έφυγε από μηνιγγίτιδα εκείνη την εποχή, είμαστε -

Μ.Π.:

Μετά τον πόλεμο ήταν, ναι. Δηλαδή ήτανε μέσα του ’45 που ‘χανε φύγει σχεδόν οι Γερμανοί, αλλά είχανε μείνει ορισμενοι ακόμα στο χωριό, και αυτή είναι μια ιστορία δικιά μου, που ήμουνα ένα μικρό κοριτσάκι, 4-5 χρονών, τεσσεράμισι χρονών να 'μουνα, πέντε — κάπου εκεί πρέπει να ήμουνα Και είχανε μείνει ορισμένοι Γερμανοί στο χωριό, και κάθε βδομάδα παίρνανε ορισμένες γυναίκες από το χωριό και πηγαίνανε στα μαγειρεία, άλλες πηγαίνανε εκεί που τους επλένανε τα ρούχα, κι εκείνη την ημέρα θυμάμαι που 'ρθε ένας Γερμανός και πήρε τη γιαγιά μου – γιατί εμένα η γιαγια μου με μεγάλωνε, είχε πεθάνει η μαμά μου, δεν ητανε λίγος καιρός που είχε πεθάνει, ούτε... Λίγος καιρός ήτανε, τον ίδιο χρόνο είχε πεθάνει, και ήμαστε μωρά κι εγώ κι ο αδερφός μου, και φώναξε ο Γερμανός τη γιαγια μου να πάει να τους πλύνει τα ρούχα. Και με πήρε μαζί της. Εγώ ήμουνα ένα μικρό κοριτσάκι, έρχεται ένας Γερμανός και με παίρνει από το χεράκι και με πάει εκεί που ήτονε άλλοι εργάτες, που κόβανε ξύλα. Κόβαν τα ξύλα για να τα βάνουν στα καζάνια να βράζουν το νερό, που τους επλένανε τα ρούχα. Μου λέει: «Έλα δω -μου λέει- έλα δω», μου λέει… «Πίκουλο» [picollo] με είπε. «Έλα δω, πίκουλο». Και μου 'βανε στα χεράκια μου, απού κόβαν τα ξύλα οι άλλοι άνθρωποι του χωριού, έτσι στα χεράκια μου μού ΄βαλε δύο-τρία, τρεις σκίζες ξύλα, τρία έτσι, να τα πάω εκεί που βράζαν τα νερά, στα καζάνια, που ανάβαν τη φωτιά. Πήγα εγώ μία φορά, πήγα τη δεύτερη, μετά ήμουνα, δεν μπορούσα κιόλας. Και πάω να, έφυγα. Μόλις με είδε ο Γερμανός αυτός — θυμάμαι και το όνομά του, τονε λέγανε Hans, Hans — εγώ μόλις μ' είδε ο Γερμανός, με πήρε από πίσω, και σαν να ακούω ακόμα τα άρβυλά του, κάτι που χτυπάγανε στα καλντιρίμια, στο «καλντιρίμι», στον δρόμο, που χτυπάγανε, σαν να ‘ταν… Αυτό το ακούω ακόμα! Και μου λέει: «Πίκουλο, πίκουλο» μου 'πε, δεν θυμάμαι τώρα. Λέω, εγώ τι να του πω τώρα, ήφυγα, δεν ήθελα, μάλλον δεν έπρεπε. Μάλλον δεν θα δεχόμουνα τον Γερμανό, ίσως να 'ξερα, ξέρω γω, τι να πω εκεί πέρα, δεν θα ηθελα να δεχτώ να τους κάνω δουλειές, να πηγαίνω τα ξύλα στα καζάνια... Λέω: «Ωωωωχ», έκανα έτσι-έτσι, ότι πονούσε η κοιλιά μου, του 'κανα έτσι. Μου λέει, άμα του 'κανα έτσι, μου λέει αυτός μία λέξη: «Malato, malato?», τώρα το μαλάτο είναι βέβαια και Ιταλική λέξη ε; Αλλά αυτός ήτανε, οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί τα ξέρανε, τις λέξεις. Και μου 'πε έτσι, αυτό το θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Λέει: «Malato, malato?», κάνω εγώ έτσι, φεύγω, πάω στο σπίτι μας. Και η γιαγιά μου μες στο σπίτι είχε μια μεγάλη σάλα, και γύρω γύρω ήτανε καναπέδες, από τους παλιούς καναπέδες. Και ξαπλώνω εκεί σ' έναν καναπέ, έκανα την άρρωστη. Μετά από λίγο όμως, καλό μου κορίτσι, χτυπάει, ήρθε ο Γερμανός ο ίδιος αυτός και μου 'χε φέρει σοκολάτες κομματάκια, τετραγωνάκια ήτανε, τετραγωνάκια, και μου 'φερε και ζάχαρη. Και μου λέει: «Εγώ -μου λέει- εγώ, μαύρα σου μάτια, ένα οκά ζάχαρη», μου λέει. Κι έπιασε και με σκέπασε εκεί πέρα που 'μουνα ξαπλωμένη. Βρήκε τίποτα και με σκέπασε, δεν ξέρω, κι ήμουνα εγώ έκανα την άρρωστη πάντως! Κι έφυγε. Αυτό το θυμάμαι, είμαι μεγάλη, πολύ μεγάλη, δεν το ξεχνάω, δεν θέλω να το ξεχάσω, αυτή ήτανε για μένα — πιστεύω δηλαδή — αυτό θυμάμαι απ' τη Γερμανική Κατοχή. Εγώ την Κατοχή δεν τη θυμάμαι, δεν θυμάμαι τσι πολέμους και βομβαρδίσματα και κάτι τέτοια, το θυμάμαι, ήταν το τέλος που φύγανε οι Γερμανοί. Αλλά είχανε μείνει ακόμα στο χωριό και πηγαίνανε του χωριού οι γυναίκες και κάνανε, τους υπηρετούσανε. Άλλες μαγειρεύανε, άλλες πλένανε, άλλες σιδερώνανε. Και θυμάμαι αυτή, μου 'χει μείνει δηλαδή ότι σαν να 'κανα κι εγώ κάτι, τόσο πολύ. Δεν ξέρω πώς το ΄χω πάρει έτσι.

Α.Α.:

Πολύ συγκινητικό.

Μ.Π.:

Ναι, ναι, αυτό το θυμάμαι. Πήγα δυο φορές τα ξύλα εκεί στα καζάνια, μετά δεν ξαναπήγα κι έφυγα, και με πήρε πίσω. Μου λέει: «Έλα εδώ, πίκουλο», πίκουλο το θυμάμαι το πίκουλο. Και του 'κανα έτσι, έκανα πως πονάει η κοιλιά μου. Και μου 'φερε μια οκά ζάχαρη και πλακάκια, κομματάκια, τετραγωνάκια σοκολάτες. Μου λέει: «Εγώ μαύρα σου μάτια, ένα οκά ζάχαρη».

Α.Α.:

Τι ωραία. Σαν τον άλλο που μου λέγατε, το Γερμανό το γιατρό που θέλησε να βοηθήσει τη μαμά σας, αλλά τελικά-

Μ.Π.:

Ναι αυτό ήταν, πλέον ήταν αργά η μαμά μου. Δεν το θυμάμαι αυτό, δεν το ξέρω. Μου το 'χει πει ο μπαμπάς μου ότι ας πούμε αν τους πηγαίναμε στους Γερμανούς, τότες ήταν στο Καστέλλι το ιατρείο τους, γιατί το Καστέλλι είναι εκεί είναι το πολεμικό αεροδρόμιο, εκεί ήτανε η έδρα των Γερμανών. Δηλαδή εκεί ήτανε τα αεροπλάνα, όλα αυτά τα ξέρω γω, τι να πω τώρα από αυτό. Εκεί, και εκεί ήταν και τα ιατρεία οι Γερμανοί.

Α.Α.:

Λοιπόν, και μετά από αυτή την παύση και αφού την ξαναθυμηθήκαμε καλά την ιστορία, πάμε να μου πείτε την ιστορία αυτήν με την κοπέλα που την τύφλωσε αυτός ο Γερμανός.

Μ.Π.:

Ναι. Ε, αυτοί τότε οι Γερμανοί είχανε κάψει ολόκληρα 18 χωριά. Αλλά μετά εκτελέσαν και πολλούς ανθρώπους, πολλά άτομα, όπως έγινε και στα Καλάβρυτα. Αυτή η κοπέλα λοιπον, είχενε έναν αδερφό που τον είχενε κρυμμένο και δεν ήθελε να τονε πάρουν οι Γερμανοί να τονε σκοτώσουνε και τον είχε κρύψει. Και πάει, είχεν ανάψει τη φωτιά κι είχε βάλει πάνω ένα καζάνι κι έβραζε νερό, εζέσταινε νερό, να πλύνει. Όπως άναβε η φωτιά με τα ξύλα, με τα μεγάλα, τα χοντρά ξύλα, άναβε η φωτιά, πλησιάζει ο Γερμανός και της έλεγε: «Που ‘ναι ο αδερφός σου;», να παραδοθεί, να τονε πάρουνε. Αυτή δεν του έλεγε: «Δεν ξέρω πού είναι, δεν ξέρω πού είναι», ο Γερμανός επέμενε και κάποια στιγμή πιάνει ένα ξύλο αναμμένο από την παραστιά μέσα, όπως ήτανε με τα κάρβουνα αναμμένο το ξύλο και τη χτυπάει στο πρόσωπο και τηνε τυφλώνει στα μάτια, κλείνουνε τα μάτια της, κάηκε στο πρόσωπο. Μετά από λίγα χρόνια — όχι πολύ λίγα — γιατί αμέσως μετά τον πόλεμο αρχίσανε κι έφευγαν, έφευγε ο κόσμος, οι άνθρωποι να πάνε στην ξενιτιά για να δουλέψουνε κι έφυγε κι ο αδερφός της και πήγε στη Γερμανία, μετά από λίγα χρόνια για να δουλέψει. Κάποια στιγμή στέλνει στην αδερφή του ένα γράμμα και της λέει: «Έλα στη Γερμανία να σε πάω σ' ένα νοσοκομείο, μήπως κάνουμε τίποτα για το πρόσωπό σου». Για το πρόσωπο, γιατί είχε καεί το πρόσωπό της, και μαζί μ' αυτό ήταν και τα μάτια της κλειστά. Και πήγε η κοπέλα στη Γερμανία, πήγε στον αδερφό της και την πήγε σ' ένα νοσοκομείο γερμανικό. Της κάμανε το χειρουργείο, της πήρανε – πριν βέβαια το χειρουργείο δίνεις το ιστορικό σου – και λέει η κοπέλα το ιστορικό της, πώς ετυφλώθηκε, πώς εκάηκε το πρόσωπό της κι είπε την ιστορία αυτή με τον Γερμανό, που πήρε το ξύλο μέσα από τη φωθιά και τη χτύπησε στο πρόσωπο. Και αμέσως ο ίδιος αυτός ο γιατρός κατάλαβε, εθυμήθηκε αυτό που είχε κάνει. Γιατί ήταν αυτός ο Γερμανός κι ήτανε γιατρός, αυτός ο γιατρός ήτανε που την είχε χτυπήσει με το αναμμένο ξύλο. Και της έκαμε το χειρουργείο, είδε το φως της από το ένα μάτι, το άλλο δεν το είδε. Και της έφτιαξε το πρόσωπο εντελώς, όλα τα πλήρωσε αυτός, τα έξοδα του νοσοκομείου, όλα, όλα, όλα αυτός, και της έδωκε και ορισμένα χρήματα μετά. Τη βοήθησε, τώρα δεν ξέρω ακριβώς σε τι τη βοήθησε, πάντως τση ‘δωσε ορισμένα χρήματα της κοπέλας και είπε ας πούμε… Ζήτησε κάποια συγγνώμη; Τώρα, δεν ξέρω. Αυτό το άκουσα κι εγώ στο χωριό που το είπανε τότε, που 'γινε αυτό το γεγονός, το διαδώσαν[00:50:00]ε σ' όλη την Κρήτη σχεδόν και το 'χα ακούσει κι εγώ. Αλλά θέλουμε καμιά φορά να λέμε οι συμπτώσεις. Η σύμπτωση να πέσει σ’ αυτόν τον ίδιο γιατρό, στον ίδιο, αυτός που της κατάστρεψε το πρόσωπο. Αλλά δυστυχώς, τι να πει κανείς, καμιά φορά πρέπει πολλά να περιμένει κανείς. Θεού θέλημα ήτανε; Είδε το φως της η κοπέλα, έστω κι από το ένα μάτι. Αυτά, κοριτσάκι μου. Το άκουσα κι εγώ, ήμουνα μικρή και το λέω τώρα, σαν ιστορία, που δεν είναι ιστορία, είναι βέβαια ένα γεγονός. Κι η ιστορία αυτή λοιπόν, με τη ζητιάνα; Θέλετε να την αναφέρουμε;

Π.Β.: Αυτό δεν είναι ιστορία, είναι μια μικρή λεπτομέρεια που -
Μ.Π.:

Ετότε, η Βιάννος υπέφερε. Και όλες οι γυναίκες, όλοι ζητιανεύουντανε, πηγαίναν στα χωριά, από το ένα χωριό στο άλλο και ζητιανεύουντανε. Κι ερχόταν και στο χωριό μας, η γιαγιά μου… Εγώ ήμουνα με τη γιαγιά μου, ήμουνα μικρό κοριτσάκι, και λυπόμουνα, άμα ήταν να'ρθει μια ζητιάνα, όποια να'τανε, εγώ ήθελα να την ελεήσω, να δώσω. Λοιπόν, καθόταν η γιαγιά μου εκεί στο κατώφιλιο που λέμε, σαν σκαλοπατάκι κι ήκλωθε με τη ρόκα, ηρθε η γριά αυτή, η ζητιάνα από τη Βιάννο, λέει: «Βάνε μου παιδί μου μια ολιά λάδι, που 'μαι κι εγώ απ' τα καμένα χωριά, απ' τα δεκαοκτώ χωριά τση Βιάννος, και έχω πολλά κοπέλια και δεν έχω να τα ζήσω και διακονούμαι». «Διακονιάρα», δεν τσι λέγανε ζητιάνες στην Κρήτη, διακονιαρές — διακονιαρά — «Και διακονεύομαι κι εγώ να ζήσω τα παιδιά μου». Πετιέται η γιαγιά μου, λοιπόν, από εκεί που καθότανε κι ήκλωθε, μου λέει: «Μην τηνε πιστεύεις, κι αυτή σπουδάζει γιατρούς»! Αλλά εγώ τίποτα, πήγα μέσα στο πιθάρι, γέμισα το πενηντάρι, έτσι τα λέγαμε ένα πράμα που 'ταν το λάδι, κι είχε μέσα, και βάζαμε το λάδι ένα μικρό και το γεμίζαμε το μεγάλο. Και τση γέμισα κι εγώ με το μικρό πενηνταράκι στο μεγάλο λάδι και τση το 'βαλα σ' αυτό που κρατούσε εκεί χάμαι, ένα δοχείο που είχε. Κι αρχίνισε η γιαγιά μου και φώναζε που «δίνεις το λάδι, στις διακονιαρές, που αυτές σπουδάζουνε γιατρούς και δικηγόρους, και συ δίνεις το λάδι». Λέω: «Δεν πειράζει». Αυτό έκανα.

Α.Α.:

Πολύ ωραία. Λοιπόν, να συνεχίσουμε, κυρία Μαρίνα, αφήσαμε την τελευταία μας ηχογράφηση σε ιστορίες πραγματικές. Πάμε σε ιστορίες παραμυθένιες, πάμε σε παραμύθια.

Μ.Π.:

Θα σου πω τώρα ένα παραμύθι, το οποίο μου το 'χει πει ο μπαμπάς μου. Ήμουνα πάρα πολύ μικρό κοριτσάκι, γύρω να 'μουνα έξι χρονών-εφτά, πήγαινα Α΄ Δημοτικού, Β΄; Πολύ μικρή ήμουνα. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μαγαζί, ήταν ένας χρυσοχόος κι έγραφε μια επιγραφή στο μαγαζί του «Το χρυσό νικά το βασίλειο». Εντάξει, ο άνθρωπος δεν είχενε κανένα πρόβλημα με κανέναν, το 'χε γράψει έτσι, μια αυτή, το χρυσό νικά το βασίλειο. Κάποια μέρα πέρναγε ο βασιλιάς με την άμαξά του και μου τους ακόλουθούς του και λέει: «Σταματήστε» στην άμαξα, να σταματήσει ο... Και διαβάζει, το βλέπει, λέει: «Μισό λεπτό να κατεβώ, που θέλω να μιλήσω με τον κύριο που έχει το μαγαζί». Τονε πλησιάζει, καθοτανε εκεί απ' έξω ο άνθρωπος αυτός, έξω από το μαγαζί του. Του λέει: «Δεν μου λες, κύριε, γιατί γράφεις αυτή την επιγραφή “το χρυσο νικά το βασιλειο”;». «Εγώ έτσι το γράφω -λέει- δεν έχω κανένα πρόβλημα. Γιατί;». Λέει: «Αν μέσα σε μία εβδομάδα δεν μου αποδείξεις γιατί το γράφεις αυτό, θα σου πάρω το κεφάλι», λέει ο βασιλιάς. Αυτός ο καημένος στεναχωριούτανε, αλλά αυτός κάθε βδομάδα, κάθε μέρα παρά μέρα, κάθε βδομάδα, πέρναγε μία ζηθιάνα και της έδινε ελεημοσύνη. Κι έτυχε και πέρασε και την άλλη, τη βδομάδα αυτή, τονε βλέπει η ζηθιάνα συλλογισμένο, στεναχωρημένο που καθότανε, να κρατά το κεφάλι του, του λέει: «Τι έχεις -του λέει- άρχοντά μου;». Λέει: «Τι να 'χω, άσε με, καημένη μου, στεναχώρια μου, κι εγώ δεν...». Λέει: «Δεν θα μου κάνεις μια ελεημοσύνη σήμερα;». Λέει: «Τι ελεημοσύνη να σου κάνω, κυρά μου; Εγώ μέσα σε μία βδομάδα, πέρασε ο βασιλιάς και είδε αυτή την επιγραφή, το χρυσό νικά το βασίλειο, να του αποδείξω. Εάν δεν του αποδείξω σε μία εβδομάδα γιατί το χρυσό νικά το βασίλειο, θα μου πάρει το κεφάλι». Και του λέει η ζηθιάνα: «Άφησε το σε εμένα. Εμένα θα μου φτιάξεις ένα χρυσό λιοντάρι, σε μία βδομάδα θέλω να μου 'χεις έτοιμο ένα χρυσό λιοντάρι να του κάνεις και ροδούλες, ροδάκια να τσουλάει το λιοντάρι και μία πορτούλα». Λέει: «Τι να το κάνουμε;», λέει: «Δεν με…». «Αυτό, όσο χρυσό έχεις να κάνεις ένα μεγάλο χρυσό λιοντάρι, κι άσε το σε εμένα» του λέει. Έπιασε αυτός ο χρυσοχόος, έφτιαξε το χρυσό λιοντάρι, όπως του είπε η γυναίκα, με τις ρόδες, με όλα, με πορτούλα, όλα, όλα, όλα, και του λέει... Ε, πήγε στο μαγαζί στο χρυσοχοείο, του λέει: «Έφτιαξες το λιοντάρι;», «Το 'χω έτοιμο» της λέει. Λέει: «Έλα τώρα, μπες μέσα, βάλε ένα καθισματάκι να καθίσεις, και να βάλεις μέσα και ό,τι πιο ωραία μουσική έχεις. Ό,τι πιο ωραία μουσική. Και θα κάθεσαι εκεί μέσα να παίζεις τη μουσική, ό, τι όργανο έχεις, ό, τι θέλεις και...». Έκανε αυτός ο χρυσοχόος ό,τι του 'πε η γυναίκα, αυτή η γριούλα, παίρνει αυτή το λιοντάρι, το πήγαινε, το περνάει, το πάει από το παλάτι απ' έξω. Έβαλε αυτή, άκουγε αυτός, έκανε, έβανε μουσική, ή ό, τι ήθελε, δεν ξέρω τι μουσική ήτανε. Άκουγε ο βασιλιάς, βγαίνει έξω, λέει… Α,  όι, βγαίνει η βασιλοπούλα στο παράθυρο και καθόντανε κι ήβλεπε το λιοντάρι το χρυσό κι άκουγε και τη μουσική. Αυτή ήτανε όπως ήτανε στο παράθυρο ακουμπισμένη, πάει ο βασιλιάς και της λέει: «Τι κάνεις εδώ, κόρη μου;», λέει: «Τι να κάνω, πατέρα; Να, βλέπω ένα χρυσό λιοντάρι που το τραβάει μια γριούλα και το ακούω, ακούω τη μουσική που βγάζει αυτό το λιοντάρι». Λέει: «Ε, και τι θέλεις, θέλεις να σου το αγοράσω; Το θέλεις;». Λέει: «Αν μου 'κανες πατέρα αυτή τη χάρη, θα χαιρόμουνα πάρα πολύ». Λέει: «Ευχαρίστως, παιδί μου». Και φωνάζει τη γριούλα, της λέει: «Έλα εδώ, γριούλα, έλα δω κυρά μου, πόσο κάνει το λιοντάρι αυτό; Θα το αγοράσω». Λέει: «Δεν το πουλάω, βασιλέα μου πολυχρονεμένε». Λέει: «Να το κρατήσω, το θέλει η κόρη μου, όσο θέλεις θα σου δώσω, θα σε κάνω, θα σε δείξω» «δεν το πουλάω!» λέει η ζηθιάνα, αυτή η γριούλα. Λέει: «Θέλεις να σε πάρω στο παλάτι, να καθίσεις και να το 'χει η κόρη μου στο δωμάτιό της να το ακούει;». Λέει: «Ε, βασιλέα μου πολυχρονεμένε, άμας είναι έτσι, ευχαρίστως, αλλά για να το πουλήσω, δεν το πουλάω το λιοντάρι». Παίρνει το λιοντάρι, το παίρνει η βασιλοπούλα στο δωμάτιό της, τ' άκουγε αυτή εκεί τη μουσική, άκουγε τη μουσική, ερωτεύτηκε το χρυσό λιοντάρι. Ερωτεύτηκε το χρυσό λιοντάρι αυτή, δεν ήκανε χωρίς αυτό. Κάποια στιγμή ανοίγει, βγαίνει ο χρυσοχόος έξω — ήταν κι ωραίος νέος, ήταν ένας πολύ ωραίος νέος — και της λέει: «Εγώ είμαι το χρυσό λιοντάρι! Και θα σε παρακαλέσω πολύ, όσον καιρό θέλεις να μ' έχεις εδώ πέρα να μ' έχεις. Αλλά μην μου πάρει το κεφάλι ο πατέρας σου». Της ήκαμε την ιστορία τση βασιλοπούλας και: «Σε παρακαλώ πολύ, μην με μαρτυρήσεις και αν θέλεις, φέρνε μου λίγο ψωμάκι να τρώγω», λέει το παιδί, ο χρυσοχόος. Λέει: «Μόνο αυτή τη χάρη θέλεις -του λέει- άρχοντά μου; Εγώ ό, τι θέλεις, γιατί εγώ σε έχω ερωτευτεί, έχω ερωτευτεί το χρυσό λιοντάρι, κι αφού εσύ ήσουνα μέσα στο χρυσό λιοντάρι, εσένα θέλω κοντά μου και δε θα σ' αφήσω να φύγεις με τίποτα, και δε θα σου κάνει κανένας κακό». Ε, έμενε ο άρχοντας αυτός μέσα στα δωμάτια της βασιλοπούλας, του πήγαινε φαγητό να φάει, όλα όλα, τα πάντα. Αυτή τον ερωτεύτηκε. Και κάποια μέρα, τη φωνάζει να κατέβει κάτω στις τραπεζαρίες που ήταν να καθίσει να φάει με τους γονείς της, αυτή δεν εκατέβαινε να φάει. Ούτε τη [01:00:00]μία μέρα, ούτε την άλλη. Μόνο είχε πέσει σε μελαγχολία. Τη φωνάζει ο πατέρας της, ο βασιλιάς με τη βασίλισσα: «Μα τι έχεις, παιδί μου; Τι σου συμβαίνει, παιδί μου; Πες μας τι έχεις κι εμείς δεν θα σου χαλάσουμε το χατίρι, ό, τι θέλεις», λέει: «Εγώ, πατέρα, έχω ερωτευτεί το χρυσό λιοντάρι. Και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν και σε παρακαλώ πάρα πολύ, τη γριούλα που το 'φερε να μην τηνε διώξεις, μόνο να τηνε κρατήσεις εδώ για πάντα και να 'χω και εγώ το χρυσό λιοντάρι για πάντα στο δωμάτιό μου» λέει η βασιλοπούλα. Λέει: «Αυτό θέλεις παιδί μου; Ευχαρίστως».  Ε, και καθότανε κι έγινε αυτό, μετά κάποια μέρα πάλι τη φωνάζει ο πατέρας της και η μητέρα, ο βασιλιάς και η βασίλισσα, λέει: «Ξέρεις, κορίτσι μου, σκεφτήκαμε να σε παντρέψουμε. Είσαι μεγάλη κοπέλα, να σου βρούμε ένα πριγκηπόπουλο να σε παντρέψουμε». Λέει: «Όχι, πατέρα, δεν παντρεύομαι». Λέει: «Γιατί;», «Εγώ θα παντρευτώ το χρυσό λιοντάρι», «Μα αφού είναι άγαλμα, είναι, τι θα παντρευτείς;». Λέει: «Δώσε μου περιθώριο δύο μέρες και θα σου αποδείξω». Εν τω μεταξύ, ήταν έγκυος βέβαια, είχε μείνει έγκυος. Πάει, λέει, φωνάζει τη μητέρα της τη βασίλισσα, λέει: «Μητέρα, έτσι κι έτσι μου συμβαίνει. Αν θα πάρει ο πατέρας μου το κεφάλι του χρυσοχού, θα το πάρει και το δικό μου. Εγώ χωρίς αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορώ να ζήσω. Ούτε χωρίς το λιοντάρι, ούτε και με αυτόν τον άνθρωπο που είναι μέσα». Λέει: «Όχι, κοπέλα μου, όχι παιδί μου, αλίμονο -λέει- ό, τι πεις εσύ. Και θα μιλήσω με τον μπαμπά σου το βασιλιά και θα τα κανονίσουμε, να κανονίσουμε τους γάμους σου». Κι έτσι κι έγινε, και φωνάζουνε κάτω το χρυσοχόο. Η κοπέλα, βέβαια, η βασιλοπούλα εν τω μεταξύ ήταν κι έγκυος, και γίνονται γάμοι, και γίνονται πράγματα και πολλά, και μεγάλα -

Α.Α.:

Ξεφάντωσες πολλές -

Μ.Π.:

- Ξεφαντώματα πολλά και παντρευτήκανε και γέννησε κι έκανε το παιδί, και κατεβαίνει πάλι από το παλάτι, τα δωμάτια, με τον άντρα της — με το χρυσοχόο — και το παιδί, και παρουσιάζουνται στον πατέρα, στον βασιλιά με τη βασίλισσα και λένε: «Αυτό είναι, μπαμπά. Αυτό νίκησε το βασίλειο». Και λέει και ο χρυσοχόος τότε: «Να -του λέει- βασιλέα μου πολυχρονεμένε, γιατί το χρυσό νικά το βασίλειο. Αυτό το λιοντάρι, αυτός ο χρυσός ήκανε, ενίκησε το βασίλειο. Αυτή είναι η νίκη» του λέει. Και πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Α.Α.:

Τι ωραία! Και κάμαν τέκνα και παιδιά και γιόμισεν η γειτονιά.

Μ.Π.:

Ναι, αυτό είναι, «Το χρυσό νικά το βασίλειο».

Α.Α.:

Υπέροχο.

Μ.Π.:

Αυτό ήτανε. Μου το'χει πει ο μπαμπάς μου, είναι πολύ ωραίο παραμύθι, και πιστεύω δεν έχει, μα δεν είναι και γραμμένο πουθενά, δεν υπάρχει πουθενά. Τώρα πώς το 'χει μάθει ο μπαμπάς μου, ποιος του το 'χε πει δεν ξέρω! Ναι.

Α.Α.:

Ένας λαϊκός δούρειος ίππος.

Μ.Π.:

Ναι, «Το χρυσό νικά το βασίλειο». Και είπε ο χρυσοχόος «Να, γιατί νίκησε το χρυσό το βασίλειο». Και περάσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Α.Α.:

Και θυμάστε, μου είπατε ότι η γιαγιά σας σάς τα 'λεγε τα παραμύθια εκεί, στο τζάκι, ας πούμε -

Μ.Π.:

Δίπλα στο τζάκι, καθόμαστε εκεί με το σκαμνάκι, κι άναβε στο τζάκι φωθιά, όλα, και μας έλεγε πολλά παραμύθια, ιστορίες πολλές. Μας είχε πει, μου 'χε πει μια φορά… Αυτή ήταν η γιαγιά μου, βέβαια, επί Τουρκοκρατίας. Οι Τούρκοι φύγαν το '20, πότε φύγανε. Οπότε η γιαγιά μου είχε μια φιλενάδα Τουρκοπούλα, πολύ φίλη με την Τουρκοπούλα. Και πηγαίνανε και βοσκίζανε, βλέπανε μαζί τα ζώα έξω στα βουνά, την εξοχή. Και μια μέρα καθότανε η γιαγιά μου, κι όπως εκαθότανε είχε πιάσει η Τουρκοπούλα ένα φίδι και πήγε να της το βάλει στο λαιμό, να της το τυλίξει στο λαιμό. Και μου λέει η γιαγιά μου: «Εγώ, παιδί μου, ήμουνα τόσο δυνατή και δεν φοβήθηκα, κι έπιασα το φίδι με το χέρι μου και το πέταξα. Δεν της το πέταξα αυτηνής -μου λέει- το 'διωξα το φίδι». Και της έλεγα: «Γιαγιά, δεν εφοβήθηκες;», «Δεν φοβήθηκα -μου λέει- έκαμα την καρδιά μου κόμπο, και είπα, γιατί, η Τουρκοπούλα θα με νικήσει εμένα;». Ναι, μου το 'πε η γιαγιά μου ιστορία. «Κι από τότε -μου λέει- δεν τση ξαναμίλησα, ενώ ήμασταν πολύ φίλες». Γιατί που έγινε ανταλλαγή το '20, τότε το '21... Ναι, αλλά η γιαγιά μου ήταν μεγάλη κοπελίτσα ήτανε.

Α.Α.:

Ο πατέρας σας σε παρόμοια συνθήκη σας έλεγε παραμύθια, ή...

Μ.Π.:

Ο μπαμπάς μου μού έλεγε παραμύθια, μου’χει πει και τη φουρναροπούλα, νομίζω. Ναι. Αλλά μου έλεγε πιο πολύ… Ο μπαμπάς μου ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη μουσική, τραγουδούσε, χόρευε ωραία, πολύ ωραία — δεν τον έχω τώρα εδώ φωτογραφία — χόρευε ωραία και μ' έμαθε να χορεύω, να χορεύω μου 'χε μάθει το κασαποσέρβικο, αυτό τον κασάπικο που λέμε, κασάπικο, μου 'χε μάθει όλους τους κρητικούς χορούς, και μ' έμαθε και τραγούδαγα μαντινάδες. Μαζί τραγουδάγαμε το βράδυ, στο τζάκι με τον μπαμπά μου, τραγουδάγαμε μαζί. Μου ‘λεγε: «Έλα, Μαρινιώ, να τραγουδήσουμε έναν αμανέ». Μου 'λεγε, τραγούδαγε το «φιλεντέμ», το οποίο το 'λεγα κι εγώ πολύ ωραία μαζί με τον μπαμπά μου.

Α.Α.:

Θυμάστε μαντινάδες που λέγατε;

Μ.Π.:

Ναι, δεν θέλω να τα ξεχάσω αυτά τα χρόνια. Και μπορώ να σου πω, Αγγελική μου, ότι τα νοσταλγώ με πολλή αγάπη. Γιατί ήτανε όμορφα χρόνια, ωραία, ξέγνοιαστα και μου έλεγε αυτά. Και όταν ένας πατέρας πιάνει το παιδί του και το μαθαίνει χορούς, του μαθαίνει μουσική να τραγουδάει... Ναι.

Α.Α.:

Θυμάστε καμιά απ' τις μαντινάδες που σας είχε μάθει;

Μ.Π.:

Ναι, ναι. Θυμάμαι μια που 'λεγε: Φεγγάρι μου λαμπρότατο, ζηλεύει σου η καρδιά μου, να μπόρουνά να σ' ακολουθώ στα βασιλέματά μου. Πάψε καρδιά μου, μην πονάς γιατί καρδιά δεν είσαι... Όχι! Καρδιά μου φιδοφάωτη, απού σε τρων’ τα φίδια, βγάλε το το μαχαίρι σου και κάνε τα τζιμπίδια. Ένα πάλι με τη... Πάψε καρδιά μου, μην πονάς γιατί καρδιά δεν είσαι… Δεν τη θυμάμαι αυτή. Είχα καρδιά σαν το βουνό και ράγισε για σένα κι ώστε να ζω, θα βλαστημώ τη μάνα που σ’ εγέννα. Αλλά εγώ έχω γράψει ωραίες μαντινάδες, δεν τις έχω εδώ τώρα να στις πω, γράφω μαντινάδες και με την Πέννυ έχουμε γράψει πολλές. Ναι. Μετά, είχα πάει στο χωριό στο χωριό μου, πολλά χρόνια είναι, πολλά χρόνια, είχα πάρει την άδειά μου το καλοκαίρι που κλείναμε το σχολείο και πήγα στο χωριό και πέρασα από το σπίτι μου το πατρικό — το σπίτι μου, του μπαμπά μου. Το είδα που 'ναι χαλασμένο, είχε πέσει η σκεπή, αλλά εστεκότανε όμως όλο το… Δηλαδή, η αυλή όλη ήτανε με την πόρτα, και έβγαλα ένα βιβλιαράκι από την τσάντα μου, ένα χαρτάκι, έγραψα ένα ποιηματάκι που είδα σπίτι μου. Δηλαδή, συγκινήθηκα έτσι που το είδα, ναι, και έγραψα ενα ποίημα. Να στο πω τώρα αυτό το ποιηματάκι;

Α.Α.:

Αμέ, και βέβαια.

Μ.Π.:

Και λέω: Στο σπίτι μου το πατρικό, θα 'θελα να γυρίσω και κάθε ανάμνηση παλιά εκεί ήθελα να ζήσω. Μα σαν θα δω το σπίτι μου, η καρδιά μου θα ραγίσει, γιατί στο σπίτι μου θα δω χορτάρι φυτρωμένο και το παλιό παράθυρο βαριά αμπαρωμένο. Θ' ανοίξω μέσα για να μπω, λυχνάρι θε ν' ανάψω και κάθε ανάμνηση παλιά εκεί θε να τη γράψω. Ναι. Μετά… Τι να πω τώρα που 'ναι πολλά! Είμαι και πολύ ευαίσθητη.

Α.Α.:

Κι εγώ ήθελα να σας γυρίσω πίσω σ' αυτό το πράγμα, στην ποίηση της ζωής και σ' αυτά που μου λέγατε — το μεσημέρι βασικά — κυρία Μαρίνα, για το δοκάρι, που κάθονταν στο δοκάρι.

Μ.Π.:

Ναι, τα καλοκαίρια συνήθως και τα απογεύματα και το βράδυ καθόμαστε βεγγέρες εκεί απ' έξω στο δρόμο, στο σοκάκι που λέμε, και λέγανε διάφορες ιστορίες. Λέγανε ανέκδοτα, αινίγματα, λέγανε παραμύθια, λέγαμε ιστορίες, πάρα πολλά. Και τ' απογεύματα καθότανε κάθε μία — και κοπελιές και μεγάλες γυναίκες και γιαγιάδες. Άλλες εκλώθανε, άλλες επλέκανε, άλλες εκεντάγανε. Ναι. Και λέγαμε πολλά, πάρα πολλά λέγανε. Και άκουγα εγώ, άκουγα. Μα εγώ και στο σχολείο ήμουνα ακουστική,[01:10:00] δεν εδιάβαζα πολύ. Πιο πολύ, όλα τα 'παιρνα απ' την παράδοση. Διάβαζα βέβαια, αλλά πιο πολύ με την παράδοση. Τώρα δηλαδή, άμα μου πεις ένα παραμύθι οτιδήποτε… Διαβάζω ένα μυθιστόρημα, το διαβάζω, το λέω την άλλη μέρα όπως θα το διαβάσω. Τώρα είμαι και μεγάλη, δεν θα... Αλλά, θα στο… Δηλαδή, την κάθε λέξη τηνε σταματάω στο μυαλό μου, δεν το περνάω έτσι, την κάθε σελίδα που διαβάζω. Τα θυμάμαι πολύ.

Α.Α.:

Έτσι θυμάστε και – μου 'πατε τρία παραμύθια, τώρα θα μου πείτε και το τέταρτο, τα οποία παραμύθια τα είχατε ακούσει παιδί, κι όμως…

Μ.Π.:

Παιδί, ναι, μικρό ‘μουνα κοριτσάκι, πολύ μικρό, κι όμως... Και δεν μου το επαναλαμβάνανε, μία φορά μου το λέγανε το παραμύθι. Άλλες φορές λέγανε άλλα παραμύθια.

Α.Α.:

Αυτό ήθελα να σας ρωτήσω, τα παραμύθια λοιπόν που σας λέγαν ήταν άλλα κάθε φορά ή σας λέγαν το ίδιο παραμύθι;

Μ.Π.:

Άλλα παραμύθια. Όχι. Άλλα. Αυτό είναι ενα παραμύθι με τη συκιά. «Η συκιά». Αυτό ήταν ένας πατέρας και είχανε δυο παιδιά, οι γονείς. Αλλά πεθάναν οι γονείς κι αφήσανε δυο αγόρια. Παραμύθι είναι αυτό τώρα. Αυτό λέγεται: «Το παιδί με το θιαμπόλι». «Το παιδί με το θιαμπόλι» λέγεται. Ε, και τι τους άφησαν οι γονείς τους; Μία συκιά. Μεγαλώσανε τα παιδιά, και λέει ο ένας αδερφός, λέει: «Ξέρεις, αδερφέ, θα 'ρθεις να μοιράσομε τη συκιά. Τον ένα κλώνο θα πάρεις εσύ και τον άλλο θα πάρω εγώ». «Ναι, αδερφέ μου» του λέει. Αλλά ο ένας ήτανε καλός αδερφός — ο καλός και ο κακός. Ε, ερχότανε όταν ήτανε τα σύκα, πήγαινε ο κακός αδερφός έκοβε σύκα από του αδερφού του τη μεριά, κι έτρωγε αυτά τα σύκα και τα δικά του τ' άφηνε. Μια μέρα, λοιπόν, πηγε ένα γεροντάκι και του λέει: «Δώσε μου, παιδί μου, κι εμένα λίγα σύκα να τα φάω που πεινάω». Λέει: «Θα σου δώσω» και του 'κοψε απ' του αδερφού του τη συκιά, ο κακός τώρα. Λέει: «Μα, δεν μ' αρέσουνε εμένα, παιδί μου, αυτά. Δεν τα θέλω αυτά, είναι πικρά», του λέει ο γεροντάκος. «Ε, μα από δω θα φας -του λέει- άμα θέλεις. Άμα δε θέλεις, μη φας». Πάει την άλλη μέρα που πήγε ο άλλος ο αδερφός ο καλός, κι έκοβε απ' τα σύκα του σύκα. Κι έφαε σύκα το παιδί αυτό, απ' τη συκιά του, και πάει το γεροντάκι, λέει: «Δώσε μου κι εμένα, παιδί μου, μερικά να τα φάω». Λέει: «Να πάρεις μπάρμπα, πάρε, έλα να φας όσα θέλεις». Κάθε τόσο πήγαινε ο μπάρμπας, ο γεροντάκος αυτός, και του 'δινε το παιδί, το καλό παιδί, ο καλός αδερφός, σύκα κι έτρωγε. Μια μέρα του λέει: «Παιδί μου, επειδή μ' έχεις χορτάσει που έχω φάει τόσα σύκα από τη συκιά σου, τι δώρο θέλεις να σου κάνω;». Λέει: «Εγώ, μπάρμπα, θέλω να μου κάμεις ένα θιαμπόλι δώρο, να το παίζω και να χορεύουνε όλα, ό,τι είναι μπροστά μου. Να χορεύουν όλα, τα πάντα. Να παίζω το θιαμπόλι να χορεύουνε». «Ε, ευχαρίστως παιδί μου, αυτό θέλεις;». «Ναι». Πάει το γεροντάκι, του πήγε το θιαμπόλι. Έπαιζε το παιδί το θιαμπόλι, χορεύαν όλοι. Τα δεντρα, τα ζώα, όλοι χορεύανε. Ναι, αλλά δεν είχε να φάει τίποτα, τελειώσαν τα σύκα. Τι να φάει το παιδί; Και πήγαινε και πήγαινε απ' το ένα χωριό στο άλλο χωριό να βρει δουλειά, και κάποια μέρα εσυνάντησε, έναν παπά, τον παπά του χωριού, και του λέει: «Πάτερ, δεν έχω δουλειά, είμαι φτωχός, δεν έχω να φάω, θες να με πάρεις δουλάκι στο σπίτι σου; Ό, τι θέλεις να σου κάνω, για να μου δίνεις κι εμένα ένα πιάτο φαγητό να το φάω;». Λέει: «Ευχαρίστως, παιδί μου, έλα να πάμε στο σπίτι, να το πω και τση παπαδιάς, αλλά εγώ δουλειές δεν θέλω να μου κάνεις. Θα πας να μου βοσκίζεις τα ζώα, τα πρόβατα». «Ευχαρίστως». Πήρε το παιδί στο σπίτι, του 'βαλε κι έφαγε, τον έβαλε να κοιμηθεί, το πρωί του λέει: «Πάρε τώρα τα πρόβατα, να πας να τα βοσκίσεις». Πήρε το παιδί τα πρόβατα, πήγε να τα βοσκήσει στο χωράφι, αλλά αυτός ήπαιζε το θιαμπόλι και χορεύανε τα πρόβατα και δεν ετρώγανε φαγητό, δεν ετρώγανε χόρτα. Τη μια μέρα, την άλλη μέρα, πήγε ο παπάς ν' αρμέξει το βράδυ τα πρόβατα, δεν βγάζανε γάλα. Η κοιλιά τους φουσκωμένη, αλλά γάλα δεν βγάνανε. Λέει τση παπαδιάς: «Παπαδιά μου, έλα δω να δεις. Η κοιλιά των προβάτων είναι φουσκωμένη, γάλα δεν βγάνουνε, τι γίνεται;». Λέει: «Δεν ξέρω, πάτερ. Άμε να το παρακολουθείς το κοπέλι, να δεις τι κάνει. Τα βοσκίζει ή...; Τι κάνει, τι γίνεται;». Και πάει, λέει: «Ναι, μωρέ παπαδιά, θα πάω να κρυφτώ μέσα τσι βάτους να δω τι γίνεται». Πήγε ο παπάς κρύφτηκε μες στσι βάτους, αρχινάει το παιδί, έπαιζε το θιαμπόλι, χορεύανε τα πρόβατα, χόρευε ο παπάς εκεί πέρα, φώναζε αυτός: «Σταμάτα, παιδί μου! Παιδί μου, σταμάτα, σε παρακαλώ, σταμάτα», με τα πολλά σταμάτησε. «Α -του λέει- αυτά κάνεις και δεν τρώνε τα πρόβατα χόρτα, να βγάλουνε γάλα; Εγώ θα σε πάω στο δικαστήριο» του λέει. Λέει: «Να με πας, πάτερ» του λέει. Την άλλη μέρα τονε παίρνει να πάνε στο δικαστήριο. Και στο δρόμο συναντάνε έναν άνθρωπο που 'χε φορτώσει στο γαϊδουράκια του σταμνιά, πιθάρια, να τα πάει να τα πουλήσει στο παζάρι. Του λέει: «Πού πας -του λέει- πού πας, πάτερ, μ' αυτό το παιδί;». Λέει: «Ίντα να σου πω κακομοίρη μου; Έτσι κι έτσι κι εψοφήσανε τα πρόβατά μου από την πείνα, γιατί έχει ένα θιαμπόλι και το παίζει και χορεύουνε και δεν τρώγανε, και όταν το παίζει, ό, τι υπάρχει στη γη απάνω χορεύει». Λέει: «Ψέματα, πάτερ -μου λες- ψέματα». Του λέει: «Δεν είναι έτσι όπως μου το λες». Λέει: «Αλήθεια σου λέω», του λέει. Λέει: «Για, παίξε μωρέ παιδί μου, το θιαμπόλι». Αρχίνισε κι ήπαιζε το κοπέλι το θιαμπόλι – τα λέω και κρητικά – χόρευε ο γάιδαρος με τα σταμνιά, πέσανε-σπάσανε τα σταμνιά, τα πιθαράκια, όλα, όλα, λέει «α, κι εγώ πάτερ θα πάμε μαζί στο δικαστήριο να τονε δικάσουμε». Πάνε στο δικαστήριο, ήρθε η σειρά τους, αρωτάει ο πρόεδρος του λέει: «Γιατί το φέρατε το παιδί; Τι σας έκανε;». Λέει ο παπάς: «Αυτό κι αυτό μου συνέβη, κύριε δικαστά. Εγώ τον είχα στο σπίτι να μου βοσκίζει τα πρόβατα. Τα πρόβατα ψοφήσανε, γιατί έχει ένα θιαμπόλι και το παίζει και χορεύανε και δεν τρώγανε τα πρόβατα και ψοφήσανε». «Κι εσύ -του λέει- κύριε;». «Κι εμένα, τονε συνάντησα τον πάτερ στο δρόμο και τον αρώτησα και μου είπε την ιστορία με το θιαμπόλι και δεν τονε πίστεψα και του λέω “παίξε να δω, να πιστέψω”. Και σπάσαν τα σταμνιά εσπάσανε όλα και τα πιθαράκια και όλα». Λέει: «Μπα, ψέματα», λέει ο πρόεδρος. «Παίξε, παιδί μου -του λέει- το θιαμπόλι να σε ακούσουμε, να δούμε». Άρχισε το παιδί κι έπαιζε το θιαμπόλι, εχόρευε όλη η αίθουσα, χόρευαν οι δικαστές, χορεύαν όλοι, όλοι, όλοι! «Σταμάτα», του φώναζε ο πρόεδρος, «σταμάτα παιδί μου, σταμάτα και θα σε αθωώσουμε, δεν σου κάνουμε τίποτα! Αθώος ο κατηγορούμενος!». Και το αθωώσαν το παιδί και περάσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Κι έφυγε.

Α.Α.:

Τι ωραίο! Τι ωραίο παραμύθι που είναι αυτό!

Μ.Π.:

Ωραίο!

Α.Α.:

Είναι απ' τα πολύ ωραία παραμύθια, το 'χουμε κι εμείς.

Μ.Π.:

Το ‘χετε;

Α.Α.:

Βέβαια, βέβαια.

Μ.Π.:

Ποιος στο είπενε;

Α.Α.:

Το διάβασα κάπου με συλλογή ζακυνθινών.

Μ.Π.:

¨Οπως το λέω είναι ή..;

Α.Α.:

Παρόμοιο, παρόμοιο.

Μ.Π.:

Α, παρόμοιο είναι.

Α.Α.:

Θα σας το πω, αμέ. Αλλά είναι τόσο ωραίο παραμύθι.

Μ.Π.:

Ναι, είναι ωραίο. Τι παραλλαγές έχει αυτό;

Α.Α.:

Εγώ έχω μόνο αυτή την παραλλαγή που θα σας πω μετά, έχω διαβάσει τη ζακυνθινή, και μία κρητική που είχα ακούσει που είναι σαν και τη δική σας. Εξαιρετικά. Και το άλλο το παραμύθι που μου 'πατε, «Η φουρναροπούλα;».

Μ.Π.:

Ναι κι αυτό είναι ωραίο παραμύθι, πολύ ωραίο.

Α.Α.:

Το θυμάστε κι αυτό; Που σας το 'χε πει ο πατέρας σας μου είπατε αυτό ε;

Μ.Π.:

Ναι.

Α.Α.:

Και αυτό που μου είπατε τώρα με τη συκιά;

Μ.Π.:

Όχι, αυτό μου το 'χε πει μια γριά γυναίκα μου το 'χε πει, κάτσε να θυμηθώ. Μια θεια μού το 'πε στο χωριό, μια γριά γυναίκα, αλλά δεν τη θυμάμαι, δεν θυμάμαι πώς τη λέγανε.

Α.Α.:

Αυτό πώς και, θέλω να πω σας το είχε πει σε τι; Σε μάζωξη, σε σπίτι;

Μ.Π.:

Α, αυτή που πήγαινα που τη λέγανε Μαριγώ, αυτή δεν είχε παιδιά, αλλά ήλεγε όλο παραμύθια, ιστορίες, κι εγώ μ'αρέσαν και κάθε φορά ήλεγα στη γιαγιά μου: «Πονάει το κεφάλι μου, πήγαινε με στην κυρά-Μαριγώ να με ξεματιάσει», ξεμάτιαζε. Και μου το 'χε πει αυτό το θιαμπόλι.

Μ.Π.:

Και μου το 'χε πει αυτό το παραμύθι, το θιαμπόλι.

Α.Α.:

Και «Τη φουρναροπούλα» επίσης;

Μ.Π.:

Τη φουρναροπούλα μού την είχε πει ο μπαμπάς μου: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχεν ένα μονάκριβο γιο, το βασιλόπουλο. Απέναντι από το παλάτι ήταν ένας φουρνάρης. Αυτός ο φουρνάρης είχε μία κόρη μονάκριβη, πολύ όμορφη. Είχε χάσει τη γυναίκα του και μεγάλωνε μόνος του την κόρη, το παιδί του και την ήπαιρνε και στον φούρνο. Αλλά αυτή ήτανε τόσο όμορφη, τόσο ωραία κοπέλα, που την είχε ερωτευτεί ο πρίγκηπας. Κι έβγαινε στο μπαλκόνι κάθε μέρα, απέναντι από το… Το ξέρεις, το 'χεις ακουστά; Ναι; Και της έλεγε «Ε φουρναροπούλα, την ευχή-ευχή μου να'χεις και με το βασιλόπουλο να κάνεις τρία παιδιά». Αλλ[01:20:00]ά πέρναγε και μια ζητιάνα κάθε τόσο και της έδινε ψωμί η φουρναροπούλα, ψωμάκι. Ακούει το βασιλόπουλο της λέει, λέει: «Ε, φουρναροπούλα — τον πρίγκηπα — την ευχήν ευχή μου να'χεις και με το βασιλόπουλο να κάνεις τρία παιδιά». Λέει: «Τι σου λέει ο πρίγκηπας, τι σου λέει το βασιλόπουλο, φουρναροπούλα μου;», η γριά τώρα η ζητιάνα. Λέει: «Αυτό μου τα λέει κάθε μέρα». Λέει: «Αλλά να σου πω, επειδής κάθε φορά μου δίνεις ψωμάκι, θα σου δώσω ένα ραβδάκι και θα τ' αρωτάς. Όπου πηγαίνει το βασιλόπουλο, θα σου λέει. Θα του λες: “ραβδί, ραβδάκι μου, πού είναι το βασιλόπουλο;” Και θα σου λέει “εκεί”. Όπου είναι, θα πηγαίνεις. Όπου πηγαίνει το βασιλόπουλο, θα σου λέει το ραβδί, το ραβδάκι». “Ραβδί, ραβδάκι μου πού είναι το βασιλόπουλο;”. Έλα όμως που η βασίλισσα δεν την ήθελε νύφη της να την κάνει και το βασιλόπουλο την είχεν ερωτευτεί, την είχεν αγαπήσει, και κάθεμέρα γινόταν αυτό. Και κάποια στιγμή εσυζήτησε η βασίλισσα με το βασιλιά, και είπανε ότι πρέπει να τονε διώξουνε να πάει μακριά. Να μην τη βλέπει για να μην... Να ησυχάσει. Τονε διώχνουνε, τονε πάνε στην Πόλη. Χάνει, δεν ήβλεπε η φουρναροπούλα το βασιλόπουλο που της έλεγε κάθε μέρα αυτό, «ε φουρναροπούλα, την ευχήν-ευχή μου να'χεις, με το βασιλόπουλο να κάνεις τρία παιδιά», κι αρωτάει, λέει «μια που 'δωκε η γριά το ραβδάκι, για να το ρωτήσω». Και λέει: «Ραβδί ραβδάκι μου, που 'ναι το βασιλόπουλο;», λέει: «Στην Πόλη». Λέει: «Πιο μπροστά κι εγώ στην Πόλη από το βασιλόπουλο». Πάει στην Πόλη και τονε βρίσκει. Και συναντιούνται και τηνε παντρεύεται και κάνει ένα παιδί, το βγάλανε Πολίτη, ένα αγόρι το βγάλανε Πολίτη.  Το μαθαίνει ο βασιλιάς και η βασίλισσα, τονε παίρνουνε από την Πόλη, τονε ξαναπάνε πάλι στο παλάτι πίσω, πάλι η φουρναροπούλα με το παιδί πάει στον πατέρα της στον φούρνο, έβγαινε αυτός στο μπαλκόνι κι έλεγε: «Ε, φουρναροπούλα, την ευχήν-ευχή μου να'χεις και με το βασιλόπουλο να κάνεις τρία παιδιά». Λέει πάλι η βασίλισσα του βασιλιά, λέει: «Βασιλέα μου πολυχρονεμένε, αυτός τα ίδια του! Πρέπει να τονε πάμε να τον εξορίσουμε, αλλού να τονε πάμε. Πού να τονε πάμε, να τονε πάμε στη Βαβυλωνία». Φεύγει πάλι το βασιλόπουλο, τονε πάνε στη Βαβυλωνία, τονε χάνει πάλι η φουρναροπούλα, δεν ξέρει τίποτα, λέει αφού έχω το ραβδάκι, θα μου πει το ραβδάκι. «Ραβδί ραβδάκι μου, που 'ναι το βασιλόπουλο;», «Στη Βαβυλωνία», «Πιο μπροστάς εγώ στη Βαβυλωνία από το βασιλόπουλο». Πάει, τονε βρίσκει, ξαναμένουνε μαζί, ξαναμένει έγκυος και κάνει ένα κοριτσάκι το βγάλανε Βαβυλωνία. Ξανά το μαθαίνει ο πατέρας κι η μάνα και τονε παίρνουνε πάλι, τονε πάνε στο παλάτι και τονε κλείνουνε μέσα, δεν έβλεπε τη φουρναροπούλα ούτε τον έβλεπε κι αυτή. Αυτός εστεναχωριότανε, έπεσε σε μελαγχολία. Λέει: «Τι να κάνουμε; Θα χάσουμε το παιδί μας» έλεγε η βασίλισσα του βασιλιά, «θα τονε χάσουμε. Να τονε βγάλουμε, να τον εξορίσομε να τονε πάμε…». Αχ, τώρα πού τονε πήγανε, δεν το θυμάμαι. Δεν θυμάμαι το τρίτο μέρος που τονε πήγανε και βγάλανε το ίδιο όνομα του παιδιού. Δεν θυμάμαι τ’ όνομα της πόλης.

Α.Α.:

Ίσως να το θυμάται η Πένυ; Της το 'χετε πει αυτό το παραμύθι;

Μ.Π.:

Το 'χω πει, ναι. Μπορεί να το… Το τρίτο ποιο μέρος ήτανε; Βαβυλωνία, Πόλη...  Ε, τέλος πάντων, το πήγανε σ' αυτή τη χώρα, τονε πήγανε κι έκανε ένα τρίτο παιδάκι κι έβγαλε το όνομα αυτηνής της χώρας, της πόλης, το 'βγαλε το όνομα. Κι ήτανε θηλυκό ήτανε, ήταν δύο κοριτσάκια κι ο Πολίτης και τ' άλλο ήτανε κοριτσάκι. Γύρισε πάλι, πάλι το μαθαίνει ο βασιλιάς κι η βασίλισσα, τονε παίρνουνε πάλι στο παλάτι, τονε κλείσανε μέσα δεν ήβλεπε τίποτα. Εδώ δεν τονε ξαναφήσανε ούτε να πάει πουθενά ούτε τίποτα. Αυτός έβγαινε στο μπαλκόνι κι έλεγε: «Ε, φουρναροπούλα, την ευχήν-ευχή μου να'χεις και με το βασιλόπουλο να κάνεις τρία παιδιά». Και έβλεπε τη φουρναροπούλα από το μπαλκόνι, έβλεπε και τα παιδιά του. Αλλά δεν μπορούσε να πει τίποτα η φουρναροπούλα γιατί θα την τιμωρούσε ο βασιλιάς. Και μία μέρα ήτανε γιορτές και ντύνει τα παιδιά η φουρναροπούλα, τα ντύνει ωραία, και τους έλεγε: «Θα πάτε να χτυπήσετε αυτή την πόρτα και όταν σας ανοίξουνε, θα μπείτε μέσα και θα φωνάζετε “μπαμπά, μπαμπά, μπαμπά” και ό, τι γίνει μετά, ό, τι γίνει μετά». Και έτσι όπως τους το είπε η μαμά τους, έτσι το καμανε, επήγανε, χτυπήσανε την πόρτα του παλατιού, ανοίγουνε, μπαίνουν μέσα τα παιδιά, φωνάζαν: «Μπαμπά, μπαμπά, μπαμπά» και παρουσιάζεται ο πρίγκηπας και τ' αγκαλιάζει. Και λέει η βασίλισσα κι ο βασιλιάς: «Ποιανού είναι αυτά τα παιδιά;». Λέει: «Αυτά είναι τα παιδιά μου, η Βαβυλωνία, ο Πολίτης και το άλλο το τρίτο κοριτσάκι, κι αυτά τα παιδιά τα κανα με τη φουρναροπούλα, που έβγαινα στο μπαλκόνι κι έλεγα “ε φουρναροπούλα, την ευχή ευχή μου να'χεις και με το βασιλόπουλο να κάνεις τρία παιδιά”, αυτά είναι τα παιδιά μου, κι αν θέλετε μπορείτε να τη φωνάξετε γιατί είναι η γυναίκα μου». Και τη φωνάξανε, και τη ντύσανε, τη φτιάξανε και κάθισε στον θρόνο με τα παιδιά και με το βασιλιά, με τον πρίγκηπα, και πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Α.Α.:

Τι όμορφο παραμύθι!

Μ.Π.:

Είναι ωραίο ε;

Α.Α.:

Πολύ όμορφο παραμύθι.

Μ.Π.:

Αυτά δεν είναι πουθενά γραμμένα. Έχω διαβάσει — ένεκα της δουλειάς μου — έχω διαβάσει πολλά, εκατοντάδες παραμύθια, στη δουλειά μου που ήμουνα με τα παιδιά, παραμυθάκια τους διαβάζαμε, δεν το, πουθενά σε κανένα, πουθενά δεν τα είδα αυτά όλα τα παραμύθια. Η «Μηλιώ και η Γαρυφαλλιώ» μοιάζει με τη Χιονάτη, αλλά όχι πολύ βέβαια, αλλά έχει κάποιες...

Α.Α.:

Το Αθοκάτσουλο που το λέγατε στην Κρήτη πολύ, σας το είχαν πει ποτέ; Τη Σταχτοπούτα δηλαδή.

Μ.Π.:

Ναι, ναι, το ξέρω τη Σταχτοπούτα -

Α.Α.:

Το θυμάστε;

Μ.Π.:

Ναι, αμέ.

Α.Α.:

Θέλετε να την πούμε;

Μ.Π.:

Δεν τη λέγαν Σταχτοπούτα.

Α.Α.:

Το Αθοπουτάκι.

Μ.Π.:

Η Αθομπούτα, η Αθομπούτα. Ε αυτό ήτανε μία μάνα που 'χε μία κόρη, και πέθανε η μαμά του, πέθανε η μητέρα του κι έμεινε το κοριτσάκι ορφανό με τον πατέρα του. Μετά από λίγα χρονια παντρεύτηκε ο πατέρας και πήρε μίαν άλλη γυναίκα που είχε δύο κόρες. Και η Αθομπούτα – να την πω έτσι – την είχανε κι έκανε η μητριά όλες τις δουλειές του σπιτιού: να καθαρίζει, να πλένει, να σιδερώνει, να τα κάνει όλα, όλα, όλα, και η μάνα με τις κόρες εκαθόντανε αρχόντισσες. Δεν εκάναν τίποτα. Και το βράδυ — το καημένο — καθότανε στο τζάκι, στην παραστιά και σκάλιζε τον άθο(=στάχτη), γι' αυτό τη λέγαν Αθομπούτα. Ένα βράδυ λοιπόν εκεί που καθότανε, και μια μέρα, λέει η μάνα των κορώ: «Έστειλε ο πρίγκιπας να καλέσει όλες τις αρχοντοπούλες στο παλάτι για να διαλέξει ποια θα πάρει, θα παντρευτεί, πάρει γυναίκα του». Κι ετοιμαζόταν τώρα όλες οι αδερφές της, η μάνα, ετοιμαστήκανε, τουαλέτες πράγματα, να πάνε στον χορό του βασιλιά. Κι η Αθομπούτα καθότανε στο τζάκι και σκάλιζε τον άθο. Ε, όταν φύγαν αυτές, την πήραν τα κλάματα και έκλαιγε. Και τση παρουσιάζεται η νονά της η νεράιδα. Και της λέει: «Τι έχεις και κλαις, Αθομπούτα μου;». Λέει: «Τι να ‘χω; Να, φύγαν οι αδερφές μου με τη μητριά μου και πήγαν στου βασιλιά το παλάτι που έχει κάνει δεξίωση κι έχει κάνει κι εμένα μ' αφήσαν εδώ πέρα και κάθουμαι στο τζάκι και σκαλίζω τον άθο». Λέει: «Μην στεναχωριέσαι και πάρε αυτό το ραβδάκι -της λέει- και θα το χτυπήσεις και θα ντυθείς πριγκιποπούλα, απάνω σου θα τ' ακουμπήσεις και θα ντυθείς πριγκιποπούλα. Και μετά θα σου παρουσιαστεί και μία κολοκύθα, και πάρε κι αυτή την κολοκύθα, θα τη χτυπήσεις με το ραβδάκι και θα γίνει άμαξα. Και μετά πάρε και – τι άλλο ήτανε και γίνανε τα -

Α.Α.:

Τα ποντίκια;

Μ.Π.:

Τα ποντίκια θα τα αγγίξεις κι αυτά θα γίνουν άλογα. Κι αυτά θα σε πάνε στου βασιλιά το παλάτι. Αλλά μόλις πάει 12 η ώρα, και τα γοβάκια σου – τση λέει – πάρε τα γοβάκια σου — φόρεσε τα γοβάκια — μόλις πάει 12 η ώρα, εσύ πρέπει να φύγεις γιατί θα λύσουνε τα μάγια [01:30:00]από πάνω σου και θα γίνεις πάλι όπως ήσουνα». Ε, το 'κανε έτσι η Αθομπούτα, πήγε λοιπόν στο παλάτι, όμορφη ντυμένη, η ωραιότερη μέσα, τη χόρευε το πριγκιπόπουλο όλο το βράδυ, αλλά μόλις πήγε 11:55, αυτή γρήγορα-γρήγορα εκατέβηκε να φύγει τσι σκάλες. Και της έφυγε το γοβάκι. Πάει στο σπίτι ξανά, δεν πρόλαβε, ντύθηκε πάλι όπως ήτανε Αθομπούτα, ήκατσε στο τζάκι κι εσκάλιζε τον άθο. Δεν εκατάλαβε κανένας τίποτα.  Έλα που το βασιλόπουλο όμως τηνε ζήταγε, τη γύρευε αυτή την όμορφη την κοπέλα, την πανέμορφη, και δεν την ηύρισκε. Και δίνει διαταγή μέσα στο παλάτι, όλους τους υπηρέτες, όλοι-όλοι να πάνε να ψάξουνε όλες τις πόλεις που είχανε καλέσει, να βρούνε αυτή που θα της κάνει το γοβάκι, το παπουτσάκι. Οποιανής ταιριάζει το γοβάκι. Πήγανε παντού, δεν έκανε σε καμία. Πήγανε και στης Αθομπούτας το σπίτι, το μπροβάραν οι αδερφές της, δεν τους έκανε. Το βάζει η Αθομπούτα και της κάνει το γοβάκι, ήταν στα μέτρα της. Και πάει τότε ο βασιλιάς, και τηνε παίρνει και την πάει στο παλάτι, και τηνε παντρεύεται, και έγινε βασίλισσά του, και πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Εγώ αυτό ξέρω, αλλά το ξέρω κι όπως το 'χω διαβάσει με το βιβλίο, που τη λέμε Σταχτοπούτα, αλλά το ίδιο ειναι. Έτσι την ξέρεις κι εσύ;

Α.Α.:

Ναι, ναι, και έτσι και -

Μ.Π.:

Είναι και διαφορετικό;

Α.Α.:

Έχει έχει ένα σωρό παραλλαγές έχει η Σταχτοπούτα, βέβαια.

Μ.Π.:

Δεν το ξέρω αλλιώς. Το ξέρω έτσι, αλλά είναι σχεδόν το ίδιο με το βιβλίο. Λίγο...

Α.Α.:

Υπάρχει κάποιο άλλο παραμύθι που να θυμάστε;

Μ.Π.:

Παραμύθι...

Α.Α.:

Εγώ αυτά είχα σημειώσει να πούμε, δεν είχα σημειώσει κάποιο άλλο.

Μ.Π.:

Όχι, αυτό είναι, είναι ένα που δεν το θυμάμαι, είναι ωραίο παραμύθι, το, που ήτονε μια μάνα κι είχε πολλές κόρες κι ήτανε και τα 'δινε, τις πάντρευε μ' έναν αράπη, αλλά ο αράπης -

Α.Α.:

Ο τρισκατάρατος, που τις έτρωγε -

Μ.Π.:

Τις έτρωγε, ναι. Το 'χεις ακουστά ε;

Α.Α.:

Ναι, ναι.

Μ.Π.:

Το ξέρεις;

Α.Α.:

Ναι.

Μ.Π.:

Δεν το θυμάμαι τώρα αυτό, δεν το θυμάμαι. Ε είναι άλλα παραμύθια, μετά είναι τα άλλα αυτά που ξέρουμε απ' τα βιβλία.

Α.Α.:

Εγώ αυτό που θέλω να σας ρωτήσω κυρία Μαρίνα είναι αυτά τα παραμυθια που μου αφηγηθήκατε, εσείς τα 'χατε ακούσει παιδάκι.

Μ.Π.:

Μικρό παιδί, ναι.

Α.Α.:

Αλλά ήθελα να ρωτήσω, παραμύθια λέγαν φαντάζομαι και οι μεγάλοι μεταξύ τους, έτσι δεν είναι; Στις μαζώξεις τις μεταξύ τους.

Μ.Π.:

Ναι , λέγανε παραμύθια, ιστορίες, λέγαν ιστορίες, λέγαν ανέκδοτα, αινίγματα, τέτοια λέγανε όλοι, ναι. Κάνανε δηλαδή, ο κόσμος έτσι διασκέδαζε, έτσι πέρναγε τις βεγγέρες. Όπως τσι Απόκριες που ντυνότανε μασκαράδες που λέμε, και πηγαίνανε στα σπίτια και πειράζαν τους στο σπίτι, και γελάγαμε. Αυτά έκανε ο κόσμος, τότε έτσι ήτανε.

Α.Α.:

Για περιγράψτε μου λίγο παραπάνω αυτό.

Μ.Π.:

Αυτό; Ήτανε Απόκριες, ήμουνα, πρέπει να ήμουνα 12, 13 χρονών, 14, μικρό κορίτσι, κοπελίτσα. Εγώ έμενα με τη γιαγιά μου. Αλλά η γιαγιά μου δεν άφηνε να μπούνε μασκαράδες μες στο σπίτι. Με τίποτα! Εκείνη τη χρονιά, εκείνες τις Απόκριες λέω: «Γιαγιά, άφησε το βράδυ, μην κλείσεις την πόρτα – γιατί κλείδωναν το βράδυ την αυλόπορτα – μην κλείσεις την πόρτα, να 'ρθουν να δω τους μασκαράδες που θα 'ρθουνε, να γελάσουμε -λέω- μωρέ γιαγιά, λίγο». «Όχι -μου λέει- δεν αφήνω εγω να μπαίνουνε εδώ πέρα μασκαράδες, να σε πιάνει ο ένας, να σε πετάει ο άλλος, να σου κάνουνε…», μου λέει η γιαγιά μου. Την παρακάλαγα: «Ναι, γιαγιούλα μου» την έκανα, με τα πολλά, τη σύβασα. Και έρχονται τέσσερις μασκαράδες, χτυπάνε, μπαίνουνε μέσα… Τότε δεν υπήρχε φως, είχαμε τον λύχνο. Είχαμε και λάμπα με πετρέλαιο, αλλα΄δεν άναβε τη λάμπα για να μην καταναλώνει το πετρέλαιο, κι άναβε τον λύχνο— να ‘τονε, εκεί τον έχω. Να, τον τον λύχνο. Και δεν άναβε… Τον λύχνο! Είχε κρεμάσει τον λύχνο, ήταν ένα λυχνοστάτης, ένα μεγάλο ξύλο, με ένα... Και το κρέμαγε έτσι. Λυχνοστάτη το λέγαν αυτό. Μπαίνουν οι μασκαράδες ήτανε μέσα τέσσερα άτομα, ντυμένοι όλοι, κοστουμαρισμένοι, με γραβάτες, όλοι ήταν άντρες, ναι. Άντρες. Και μ' έπιανε ο ένας, μ' έπιανε ο άλλος, να με φιλάει ο ένας, να με φιλεί ο άλλος, να με πετάει ο ένας στον άλλο, να γίνεται ο χαμός μες στο σπίτι. Και να φωνάζει η γιαγιά μου. Να φωνάζει, να φωνάζει, να φωνάζει, να βλαστημάει, να βρίζει, ωωω! Της σβήνουν και το λύχνο, τση σβήσαν το λύχνο, γίνεται σκοτάδι! Ιιι! Πάνε να φύγουν, να κλείσουν, είχανε τον σοφρά — τονε ξέρεις, που ανοίγουμε το φύλλο — πάω ν' ανοίξω να φύγουνε κι αυτοί παίρνουνε και σύρνουνε τον σοφρά, της τονε ρίχνουνε κάτω, έγινε ένας χαμός, «Ώφου -λέω- Μαρίνα, τώρα...». Ε, φύγανε, εγώ ήμουνα στεναχωρημένη, μου λέει: «Είδες τώρα -μου λέει- είδες εδά, Μαρινιώ μου, ίντα 'καμες; Να, ήρθανε τα μαϊμούνια τση Βόνης κι ο ένας σε φίλιανε, κι ο άλλος σ' έπιανε, κι ο άλλος σ' άφηνε, κι ώστε να φύγουνε και σε πετάγανε τα μαϊμούνια τση Βόνης!» μου λέει. «Ήτανε αυτά όλα. Να γιατί δεν ήθελα εγώ να μπούνε μασκαράδες»! Εγώ ήμουνα πολύ στεναχωρημένη, γιατί δεν ήξερα βέβαια και μου τα 'λεγε κι αυτά η γιαγιά μου. Εκαθόμουνα, την άλλη μέρα ούτε μίλαγα, ούτε τίποτα, τίποτα. Το πρωί ξημέρωσε η Καθαριά Δευτέρα. Και καθόμαστε πάλι εκεί πέρα στο δοκάρι απ' έξω, στην αυλή, στο δρόμο, στο σοκάκι που λέμε, όλοι. Και ήρθαν και καθόταν και τέσσερα κορίτσα. Τση λέει μία, τη λέγαν Κρυστάλλη: «Θεια, ήρθανε μασκαράδες χθες το βράδυ στο σπίτι σου;», «Κι αμέ δεν ήρθανε, μωρή -τση λέει- Κρυστάλλη; Ήρθανε τα μαϊμούνια τση Βόνης, ήρθανε ντυμένοι όλοι, κουστουμαρισμένοι, με γραβάντες, με καπέλα και πιάσανε το Μαρινιώ, ο ένας το 'πιανε κι ο άλλος τ' άφηνε, να το φιλούνε, να του κάνουνε. Ήρθανέ μου και μου σβήσανε και τον λύχνο, εγύρευα βέργα, ήπιασα τη ραβδιστήρα να τους κυνηγήσω, μου ρίξανε τον σοφρά κάτω, έγινε…». Έλεγε τώρα τση Κρυστάλλης. Λέει η Κρυστάλλη, αυτή η κοπελιά ήτανε, λέει: «Θεια, εγώ ήμουνα. Εγώ ‘μουνα -λέει- εγώ, η Μαρία, ποιες ήτανε, η άλλη τη λέγανε Γαρυφαλλιά», την άλλη δε θυμαμαι πια πώς τη λέγανε, είπε, και οι τέσσερις ήταν εκεί. «Μην στεναχωριέσαι, θεια, και μη μαλώνεις το Μαρινιώ». Λέει: «Είπετέ μου το κι αλάφρωσε η ψυχή μου, Κρυστάλλη, γιατί το 'χα μέσα μου βαρύ να πιάνουνε, νόμιζα ότι ήτανε άντρες νεαροί, και δεν εκοιμήθηκα απόψε και τη μάλωσα και τη Μαρίνα και είναι όλη μέρα στεναχωρημένη». Λέει: «Εγώ ήμουνα, θεια. Εμείς ήμαστε: εγώ, εγώ — αυτή, η Κρυστάλλη — η Χρυσούλα κι η Γαρυφαλλιά κι εγώ».

Α.Α.:

Και ο πατέρας σας πού ήτανε;

Μ.Π.:

Ο μπαμπάς μου ήτανε παντρεμένος με τη μητριά μου. Με τη γιαγιά μου έμενα.

Α.Α.:

Δηλαδή, αφότου έφυγε η μητερα σας, ο μπαμπάς σας…;

Μ.Π.:

Μετά που, όταν έχασα τη μαμά μου, ήμουνα μικρό κοριτσάκι. Σου λέω να 'μουνα τεσσαράμισι χρονών, που επήγα και στα ξύλα, να μου δίνει ο Γερμανός τα ξύλα, ήμουνα μικρό κοριτσάκι. Και περάσανε, πρέπει να παντρεύτηκε ο μπαμπάς μου μετά από 3 χρόνια, ξαναπαντρεύτηκε. Αλλά μέχρι να παντρευτεί μέναμε όλοι μαζί στη γιαγιά μου, και οι θείοι μου, όλοι. Ο ένας μου θείος, γιατί οι άλλοι μου θείοι ήτανε παντρεμένοι. Και μέναμε όλοι μαζί. Και μετά που παντρεύτηκε ο μπαμπάς μου, πάλι εγώ συνέχισα και κάθισα με τη γιαγιά μου, έμενα με τη γιαγιά μου. Πήγαινα και πολλές, καμιά φορά στο μπαμπά μου δηλαδή, αλλά έμενα με τη γιαγιά μου, έτσι για λίγο και έφευγα. Και συνέχισα. Εντάξει, καλά ήτανε, ωραία, δεν...

Α.Α.:

Ήταν όμορφα τα χρόνια στην Κρήτη.

Μ.Π.:

Όμορφα τα χρόνια, αλλά μου ήλειπε η μαμά μου. Ήμουνα πολυ… Πάντα είχα μια θλίψη μέσα μου, πάντα ήμουνα έτσι μικρή. Έβλεπα ας πούμε άλλα κοριτσάκια που 'χαν τη μαμά τους, όλα αυτά. Καλά, εμένα η γιαγιά μου ήτανε για μένα ένας θησαυρός, ένας υπέροχος άνθρωπος και μπορώ να σου πω δεν ήνιωσα ορφάνια με τη γιαγιά μου. Γι΄αυτό δε λέω ποτέ, άμα μ' ακούς, δεν λέω: «μαμά μου», «γιαγιά μου». Ποτέ δεν έχω πει... Τη μαμά μου τη λέω, όταν συζητήσω γύρω από τη μαμά μου, να πω κάτι, να μιλήσω για τη μάνα μου. Όλο «η γιαγιά μου», «η γιαγιά μου μού 'κανε αυτό, η γιαγιά μου τούτο, η γιαγιά μου κείνο». Αυτά. Δεν την ήζησα τη μαμά μου. Αλλά ήτανε πολύ καλή. Πολύ καλή, πολύ καλή, πολύ συμβουλευτική, παρόλο που ήτανε αγράμματη, δεν ήξερε γράμματα, είχε πολλή μόρφωση, εσωτερική μόρφωση μέσα της. Δηλαδή θυμάμαι που καμιά φορά στις γειτονιές που μαλώνανε, γίνονται καβγάδες συνήθως, στα χωριά στις γειτονιές και παντού, δεν έβγηκε ποτέ έξω από την αυλή, μου λ[01:40:00]έει: «Μαρίνα παιδί μου, εμείς εδώ είναι το σπίτι μας, ο καθένας έχει τα δικά του προβλήματα, και δεν εισχωρούνε οι άλλοι άνθρωποι να πάνε ν' ακούσουνε. Αυτό δεν είναι σωστό. Εσύ θα κάτσεις στο σπίτι εδώ μαζί μου». Που βγαίναν ας πούμε και πετιέσαι έξω, να δούνε, ν' ακούσουνε, ποτέ, ποτέ, ποτέ. Ποτέ δεν άκουσα να κατηγορήσει έναν άνθρωπο, να κουτσομπολέψει. Σου μιλάω ειλικρινά, κοριτσάκι μου, ποτέ.

Α.Α.:

Είναι η ίδια γιαγιά που μου λέγατε ότι έχετε τη ρόκα της και τον αργαλειό της;

Μ.Π.:

Ναι, ναι, η γιαγιά μου αυτή.

Α.Α.:

Για περιγράψτε μου λοιπόν, πώς ήταν αυτή η... Η γιαγιά σας λοιπόν ύφαινε -

Μ.Π.:

Ναι, το μαλλί το ήξαινε, το 'βραζε πολύ, το καθάριζε, απ' τα πρόβατα που κόβουνε τα μαλλιά, τα κουρεύουνε — γιατί είναι η εποχή που τα κουρεύουνε — και αγόραζε τα μαλλιά και τα ΄βραζε μέσα σε βραστά νερά, μέσα σε μεγάλο καζάνι, ένα μεγάλο, και το 'βραζε με σαπουνάδες και γινόταν το μαλλί άσπρο-άσπρο και καθαρό. Μετά το στέγνωνε κι αυτό το 'πιανε μετά και το 'ξανε έτσι – δεν ξέρω αν ξέρεις – το 'ξανε, το 'κανε έτσι για να φύγει το, να γίνει αφράτο, ωραίο. Μετά το 'πιανε αυτό το μαλλί, το τύλιγε που το 'ξαινε και το περνούσε με κάτι χτένια, σαν χτένι, χειρόχτενο το λέγανε, και το 'κανε έτσι να φύγει ο αφρός. Ο αιθέρας του μαλλιού, πώς να το πω τώρα... Και αυτό μετά το τύλισσε στη ρόκα και με το αρδάχτι, κράταγε τη ρόκα έτσι και το αρδάχτι και το 'σερνε έτσι, λίγο-λίγο, λίγο-λίγο, όλα αυτά τα υφαντά είναι τέθοια. Μιλάμε δουλειά, κόπο. Να το τυλίσσει, να τυλίξει το αρδάχτι, μετά είχενε την ανέμη με τον, είχε την ανέμη που γυρνάει κα βάζει το μαλλί, το 'κανε αυτό μετά από το αρδάχτι το 'βγανε, το τύλισσε γύρω-γύρω, γύρω στην ανέμη και το 'κανε ένα «μονό» που λέμε. Και μετά είχε την ανέμη, είχε τον άρδαχτα, ένα πράγμα σιδερένιο, και το 'βανε, ήβανε τα μασούρια και τα γύριζε. Και γέμιζε τα μασούρια αυτά. Και μετά μ' αυτά, τα 'βανε μέσα στη σαΐτα αυτά τα μασούρια με το μαλλί, το μπαμπάκι, τι ήτανε, και ύφαινε στον αργαλειό, στο αργαστήρι που λέμε στην Κρήτη, με τη σαΐτα. Αυτή την έχω, και τη σαΐτα και τη ρόκα της. Δηλαδή, εκείνα τα χρόνια η νοικοκυράδες είχανε κόπο για να κάμουνε τα προικιά, πολύ κόπο. Για σκέψου τώρα να κλώθεις λίγο-λίγο, λίγο-λίγο να γεμίσεις το αρδάχτι, να το τυλίξεις στην ανέμη, να κάμεις το μονό και να γεμίσεις με τον άρδαχτα αυτό που το λένε, δεν ξέρω αν τονε ξέρεις, το μασούρι.

Α.Α.:

Το κάνατε και εσείς;

Μ.Π.:

Εγώ ναι. Ύφανα κι εγώ κάτι χράμια που έχω. Τα άλλα μου τα 'φανε η γιαγιά μου. Ε, δεν ήκανα και πολλά παντρεύτηκα μικρό, δεν είχα πολλά. Αλλά, να αυτό, αυτό είναι πάνω από 300 χρόνων, αυτό το 'βλέπεις; Είναι στον αργαλειό. Πάνω από 300 χρόνων είναι! Ήτανε τση γιαγιάς τσης. Γι' αυτό λέω, 300 χρόνων. Τση γιαγιάς της. Κοίτα. Στο αργαλειό είναι υφαμένο αυτό, μαλλί. Να το, να το, να το που 'ναι και ραμμένο από δω. Εδώ είναι η ραφή κάπου, να τη. Κοίτα εδώ. Τα χρώματά του ήτανε φανταστικά, αλλά εγώ έπιασα και το 'πλυνα, δεν το πήγα στο καθαριστήριο. Αυτό ήτανε σομόν, αυτό ήτανε μπλε, ένα ανοιχτό μπλε. Και ξέβαψε το κόκκινο, δεν είχανε βάλει καλό κόκκινο, και γίναν αυτά τα χρώματα. Ναι, αυτό ήτανε πορτοκαλί. Κοίτα εδώ ύφανση παιδί μου, κοίτα εδώ, βλέπεις; Κοίτα. Είναι στον αργαλειό. Πώς τα κεντάγανε, πώς τα περνάγανε;

Α.Α.:

Είναι αριστούργημα.

Μ.Π.:

Εδώ δες ένα πράγμα.

Α.Α.:

Αριστούργημα.

Μ.Π.:

Αυτό είναι έργο τέχνης. Και δε βλέπεις, κοίτα δω! Κοίτα! Βλέπεις; Και το 'χω, το φυλάσσω αυτό. Ήτανε της γιαγιάς της. Σκέψου τώρα πόσων χρόνων είναι. Η γιαγιά μου πέθανε 96 χρονών.

Α.Α.:

Λοιπόν -

Μ.Π.:

Εμένα μου αρέσανε αυτά όλα, η λαϊκή τέχνη μ' άρεσε πάντα, και γι' αυτό και είχα ασχοληθεί και με τη λαϊκή τέχνη. Θα σου πω τώρα λίγα για τον εαυτό μου, για τη Μαρίνα.

Α.Α.:

Βεβαίως.

Μ.Π.:

Πριν, πριν, πριν πάω στη δουλειά μου, είχα μαγαζί με εργόχειρα, με πλεκτά, τέτοια έκανα. Κεντήματα, πλεχτά, πλεχτομηχανή. Να μην τα γράψουμε αυτά.

Α.Α.:

Να τα γράψουμε, φυσικά!

Μ.Π.:

Τα γράφεις κι αυτά;

Α.Α.:

Βέβαια!

Μ.Π.:

Κι έπλεκα, έπλεκα, φορέματα, μπλούζες, ζακέτες, ολόκληρα ταγέρ, κουστούμι, παντελόνι με... Είχα πλεκτά, πολλά πράγματα. Κι είχα το μαγαζί στην Καλλιθέα. Το 1981 που έγινε ο μεγάλος σεισμός – είμαι ταλαιπωρημένη πάρα πολύ και πολύ στεναχωρημένη στη ζωή μου – έγινε ο μεγάλος σεισμός, και σπάσαν τα φρεάτια της πολυκατοικίας το '81. Και γέμισε το μαγαζί μέχρι απάνω ακαθαρσίες. Σπάσαν, βγήκαν από τις αποχετεύσεις, και γέμισαν νερά κι ακαθαρσίες. Τότε η Ελένη μου ήτανε αρραβωνιασμένη με τον μπαμπά της Παναγιώτας. Πού να πάμε; Τι να κάνω; Ήρθε η πυροσβεστική, τα 'βγαλε, τα πέταξε όλα, ήταν άχρηστα όλα. Λέω: «Τι να κάνω τώρα, τι να κάνω τώρα, πού να ασχοληθώ, πώς να ασχοληθώ, πρέπει να δουλέψουνε και τα παιδιά μου». Και είχα ένα μεγάλο τόπι υφαντό ύφασμα, ύφασμα υφαντό, πρέπει να 'χω κάπου ένα κομματάκι να στο δείξω, το οποίο αυτό το ύφασμα το είχα το τόπι στο μαγαζί. Το μόνο που γλίτωσε ήτανε… Γλίτωσε αυτό, που ‘ταν ψηλά στο ράφι και δεν είχε φτάσει εκεί πάνω τα νερά. Βέβαια, δεν πήρα… Εγώ αρρώστησα την επαύριο μέρα από τη στεναχώρια μου, κι έπαθα την πιο βαριά μορφή έρπη ζωστήρα, η πιο βαριά, δεν υπάρχει πιο βαριά. Κόντεψα να... Από τη στεναχώρια μου. Δηλαδή μου παρουσιάστηκε στην πλάτη ένα σαν σπυράκι, σαν καρφίτσα το κεφαλάκι και μέσα σε λίγες μέρες γέμισε όλο μου εδώ, πώς είναι που σου πατάνε τα σίδερα τα αναμμένα και πετάς φουσκάλες; Έτσι γέμισα εδώ. Πόνους; Στην τρέλα! Αλλά επήγα μετά σε κανένα γιατρό. Πρόλαβα και πήγα σε γιατρό και μου 'δωκε φάρμακα ηρεμιστικά, βαρβιτουρικά χάπια αυτά που δίνουνε ναρκωτικά, αυτά για τσι πόνους. Τέλος πάντων, ε, έγινα καλά! Τι να κάνω; Κάθομαι μια μέρα, ένα βράδυ κοιμήθηκα, κι επειδή στο μαγαζί μου είχα πολλά πράγματα λαϊκής τέχνης και φορέματα τουριστικά, αυτές τσι κελεμπίες, και σκεφτόμουνα και όπως ήμουνα ξαπλωμένη, λέω: «Έχω αυτό το λινό το ύφασμα. Δεν πιάνω να κόψω ένα φόρεμα, μια κελεμπία, ίσιο φόρεμα, όπως απ' τ' άλλα ίσιο. Πιο ωραίο, όι έτσι! Ωραίο. Να το κόψω, να το κεντήσω, με ένα ωραίο σχέδιο λαϊκής τέχνης, να το κεντήσω»… Ε βέβαια, εν τω μεταξύ είχα καθαρίσει το μαγαζί, αλλά δεν είχα τίποτα. Και το κέντησα το φόρεμα και επειδή δεν είχα, δεν το πήγα να το γαζώσω, εδώ στις ραφές ήτανε δαντελίτσα, ένα βελονάκι και ένωνε η ραφή και γινόταν ένα τριγωνάκι. Αλλά έκανε μία ωραία, στο δέρμα φαινοτανε, ήταν ένα ωραίο πράγμα, δεν μπορείς να φανταστείς. Η Πένυ έχει το φόρεμα αυτό, τση μαμά της το 'χω κάνει. Εκράτησε ένα η μαμά της. Έραψα το φόρεμα, το 'βαλα εκεί στη βιτρινίτσα — τι βιντρίνα, τέλος πάντων — περνάει μια κοπέλα, μου λέει: «Το πουλάτε;». Μου λέει: «Θέλω -μου λέει- να δω αυτό το φόρεμα». Λέω: «Δεν έχω άλλο, κορίτσι μου, ελάτε να το βγάλω απ’ τη βιτρίνα, να το δοκιμάσετε». Το φοράει: «Πόσο κάνει;». Λέω: «4.000». Μου πληρώνει η κοπέλα το φόρεμα, φεύγει. Την άλλη μέρα μου φέρνει άλλες κοπέλες. Άρχισα λοιπόν από αυτό το ύφασμα, ήταν και πολλά μέτρα, κι έραβα εγώ φορέματα. Φορέματα, μπλούζες, φούστες. Αλλά όλα χεροποίητα. Κεντημένο, δεν άγγιζε απάνω μηχανή. Εν τω μεταξύ, βρήκα κοπέλες, ήπρεπε να βγάνω… Α, μία μέρα είχα πάει στην Αθήνα να πάρω μουλινέλες από το εργόχειρο κλωστές, και πέρναγα από τη Μητροπόλεως – τότες ήτανε ο ΕΟΜΜΕΧ γινότανε, κάνανε εκθέσεις στη Μητροπόλεως, ο ΕΟΜΜΕΧ, κι είχαν ετοιμάζανε για έκθεση λαϊκής τέχνης. Κεντήματα, τέτοια. Μπαίνω μέσα, λέω: «Θέλω να ρωτήσω, γιατί ασχολούμαι κι εγώ με τη λαϊκή τέχνη, και έχω, μπορώ να [01:50:00]λάβω μέρος στην έκθεση;». Ήταν αυτή η κυρία η υπεύθυνη ήταν η κυρία Περδικογιάννη. Και ήτανε κι εκεί του Καραμανλή η γυναίκα, η Αμαλία Μεγαπάνου ήταν εκεί ακριβώς εκείνη την ημέρα. Λέει: «Πηγαίνετε απάνω στον κύριο διευθυντή και αρωτήστε τον αν μπορείτε να φέρετε. Έχετε;», μου λέει. Λέω: «Έχω μερικά κομμάτια». Αυτό που σου λέω. Μπαίνω απάνω, μου λέει: «Ελάτε, φέρτε τα μας, αύριο μπορείτε να μας τα φέρετε;». Λέω: «Μπορώ», «Φέρτε τα να τα δούμε, να σας ετοιμάσουμε περίπτερο». Λέω εγώ, παίρνω πάω στην Καλλιθέα, γρήγορα-γρήγορα, και δεν είχα πολλά. Είχα ένα φόρεμα, μία φούστα και μία μπλούζα. Αυτά ήταν σετ και το φόρεμα χωριστό. Κεντημένα, αλλά τι κεντήματα, τι χρώματα! Τα πάω, μου λέει: «Ετοιμάζεται… Φτιάξτε όσα μπορείτε πιο πολλά. Σας ετοιμάζουμε το περίπτερο», στον ΕΟΜΜΕΧ τώρα, Μητροπόλεως ξέρεις. Εκεί γινόταν εκθέσεις. Μου φτιάχνουν το περίπτερο, πήγα εγώ, κάθισα εγώ, βοήθησα και κένταγα εγώ, εγώ έπλεκα τσι ραφές, το μανίκι, γινόταν το δαντελάκι αυτό εδώ, η ραφή και το κέντημα το 'δινα και τα 'κανε, κένταγα εγώ, και τα 'καναν και κορίτσια. Είχαμε κάτι κοπέλες, τσι γνώρισα από την Κρήτη, φοιτήτριες και τους έδινα και μου κεντάγαν τα φορέματα, μπλούζες και φούστες. Εγώ τα 'κοβα βέβαια, είχα το πατρόν και τα 'κοβα. Και κάνω την έκθεση. Εκεί να 'βλεπες παραγγελίες! Αυτά, βέβαια, ήτανε αποκλειστικά πηγαίνανε σε μαγαζιά. Τα ‘δινα στη Ρόδο, στη Μητροπόλεως σ' ένα πάρα πολύ καλό μαγαζί, αφού ήτανε όλο, σαν πώς είναι ο Lalaounis, τέτοιο μαγαζί, αλλά αυτοί είχαν μέσα και τέτοια πράγματα λαϊκής τέχνης, κεντητά φορέματα καλά. Τα καλά ηταν τα δικά μου. Και είχαν κάνει μες στο μαγαζί ξύλινες βιτρίνες και το φόρεμα μέσα.

Α.Α.:

Άκου τώρα!

Μ.Π.:

Ναι! 50.000 το φόρεμα το πουλάγανε τότε. Ναι, στο ορκίζομαι, κοριτσάκι μου. 50.000. Τη φούστα την είχανε 18.000-20.000, την μπλούζα 10.000.

Α.Α.:

Από εκεί που ξεκινήσατε με 4.000.

Μ.Π.:

Ναι, μου δίναν τα λεφτά οι άνθρωποι, αυτός ο Παπαδογιάννης λεγότανε, απ' τη Ρόδο, κι ήταν η καταγωγή του απ' τα Χανιά. Αυτός μου τα 'στελνε, του 'στελνα 30 φορέματα αντικαταβολή. Όλα αντικαταβολή. Και στο Ηράκλειο έδινα στο Creta-Mari. Όπως και να στα περιγράψω, δεν μπορείς να φανταστείς. Και αρχίνισα έτσι, και δούλευα μέχρι το 1984. Εδούλεψα αυτά. Γιατί όμως; Κάνω έκθεση το '83 στη Θεσσαλονίκη, Textilia '83, στη Θεσσαλονίκη. Αυτή είναι μέσα στο αρχείο τώρα αυτή. Αυτά όλα είναι μέσα στο Υπουργείο Πολιτισμού. Δηλαδή, άμα πας στο Υπουργείο Πολιτισμού, έχουνε πάρει το βιβλίο, τα 'χουνε πάρει, γιατί η έκθεση αυτή ήτανε γι' αυτό το λόγο, γι' αυτό λεγότανε Textilia '83, και εκεί πήρανε μέρος ό, τι το πιο καλό λαϊκής τέχνης, όλη η παράδοση. Αλλά έπρεπε να διαλέξεις και τα χρώματα. Μου 'χανε πάρει συνέντευξη, μου 'χανε βγάλει βιβλίο. Πολλά, μεγάλη ιστορία. Αλλά μετά, τελος πάντων. Κάνω και στη Θεσσαλονίκη την έκθεση. Α, στον ΕΟΜΜΕΧ εντωμεταξύ με γνωρίζει η Μεγαπάνου, η κυρία Αμαλία και μου λέει — πέθανε —  λέει… Tώρα προσφάτως πέθανε αυτή του Καραμανλή η γυναίκα. Μου λέει: «Εγώ θα σου φέρω ορισμένα σχέδια λαϊκής τέχνης, παιδί μου, και κέντα τα αυτά τα σχέδια». Τι ήταν αυτά! Τι ωραία! Και αρχίνισα κι έκανα έτσι αυτά και ... Έλα όμως που το '84, το '85 ήτανε, σκοτώνεται η κόρη αυτουνού που είχε τα υφαντά, τα αργαλειά, η Βίκυ. Κι απάνω στα σαράντα, πεθαίνει κι ο πατέρας. Παθαίνει ψυχολογικά η μάνα, κλείνουνε τα αργαλειά και δε βρίσκω τα υφάσματα. Κλείσαν τα αργαλειά. Θέλαν το συγκεκριμένο ύφασμα. Δεν εθέλαν αυτοί, δεν ηύρισκα μετά υφάσματα να συνεχίσω. Ήβγανα πολλά λεφτα, μέχρι τότε βγάλει πολλά λεφτά. Ε, συντηρούσα τα παιδιά μου, να παντρευτούνε, να όλα αυτά, γιατί μόνη μου... Και χάνω τα πάντα. Δεν ηύρισκα υφάσματα. Εβρήκα παρεμφερές υφάσματα, δεν τα θέλανε! Γιατί αυτό ήταν ένα υφαντό λινό, 100 στιμόνι, 100 ‘φάδι(=υφάδι). Δηλαδή, στο αργαλειό ήτανε, το 'βλεπες και το... Αυτός βέβαια ήξερε ο κύριος Λύρας και τα έφτιαχνε, και τα 'βραζε τα υφάσματα και τα 'βλεπες, το σιδέρωνες και στεκότανε σα να 'τανε κολλαρισμένο. Δεν τα 'βρισκα. Και το σταμάτησα. Αλλά ήτανε... Πες τση Πένυς να βάλει -πε- το φόρεμα αυτό, τση γιαγιάς το υφαντό. Το 'χει η Πένυ, τση μαμάς της το είχα κάνει και το 'χει βάλει κι η Πένυ. Ε, μετά, τι να κάνω, τι να κάνω, δεν είχα δουλειά και αρχίνισα κι έβλεπα παιδάκια. Έβλεπα παιδάκια, μία μέρα είχα μια φίλη που δούλευε στον παιδικό σταθμό και πήγαινα καμιά φορά και της έκανα παρέα όταν ήτανε απόγευμα, να της κάνω παρέα. Καθόμουνα εκεί, λέω μια μέρα της υποδιευθύντριας, μια που ήταν εκεί πέρα, λέω: «Μήπως, καμιά φορά, αν μπορείτε και θέλετε να πάρετε καμιά κοπέλα εδώ πέρα; Οτιδήποτε να 'ναι, μπορείτε να με πάρετε κι εμένα να με φωνάξετε, αν βρεθεί καμία θέση κενή;». «Ναι -μου λέει- παιδί μου. Κάνε μία αίτηση και θα σε προσλάβουμε, άμα τύχει κι αδειάσει καμιά θέση, θα σε φωνάξουμε». Εδώ είναι όμως εν τω μεταξύ, η περιπέτειά μου αρχίνισε μετά. Εγώ όμως εν τω μεταξύ, δεν επήγα, μπήκα στη ΔΕΗ. Πήγα στη ΔΕΗ. Και εργάστηκα 5 μήνες, 4-5. Και πήγα στην αδιάλειπτο κι ήμουνα σε πολύ καλή θέση, ήμουνα στο τηλέφωνο, στις βλάβες. Αν γινότανε πουθενά βλάβη, να πάρω το τηλέφωνο να σημειώσω, αυτά. Κι αρρωσταίνω κοπέλα μου και παθαίνω υγρονέφρωση, και είχε διαλυθεί το δεξιό μου νεφρό. Πάω νοσοκομείο και μπήκα, 17 ήτανε την ημέρα της γιορτής μου που αρρώστησα, και 18 το βράδυ, 18 μπηκα στο νοσοκομείο. Επήγα έκανα υπέρηχο, τελειωμένο το δεξί μου νεφρό, διαλυμένο, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, ούτε το 'χα καταλάβει. Πάω, μπαίνω στο νοσοκομείο, κάνω χειρουργείο, μου αφαιρούνε το νεφρό μου, μου τα αφαιρέσαν όλα, το αφαιρέσαν ένα πράγμα που ήταν όλο νερό, δεν υπήρχε νεφρό. Και κάθισα ένα μήνα, μετά βγήκα. Είχα βγει από τη ΔΕΗ ένα μήνα, τελείωσε η άδειά μου, με ειδοποίησαν να πάω στη δουλειά μου. Δεν πήγα. Πήγα κι έδωσα παραίτηση, κακώς, στεναχωρέθηκα πάρα πολύ, έκλαψα πάρα πολύ, γιατί είχα πάθει μελαγχολία. Τα παιδιά μου με βλέπανε. Δεν με βοηθήσαν, ας πούμε να μου πούνε: «Μωρέ μαμά, πήγαινε πάρε μία άδεια άνευ αποδοχών, να συνέλθεις καλά». Γιατί ήμουνα με τα σωληνάκια και λέω: «Πού θα πάω στη ΔΕΗ, να πάω πού;». Και πήγα κι έδωσα παραίτηση. Κι αρχίνισε μετά το δράμα. Μετά έφυγα από τη ΔΕΗ, έφυγα μόνη μου, παραιτήθηκα, δεν θέλανε. Ο πρόεδρος τότε μου λέει, ο γενικός διευθυντής της ΔΕΗ, μου λέει: «Κυρία Μαρίνα, μη φυγεις, δεν υπάρχει περίπτωση άλλη κοπέλα να περάσει από εδώ μέσα» και στην κόρη μου το 'πενε. Δεν μπορούσα κοριτσάκι μου, δεν ήμουνα φαίνεται καλά, γιατί ήμουν ταλαιπωρημένη. Το 'χα πάρει, μάλλον ψυχολογικά δεν ήμουνα καλά, γιατί μετά έκλαψα πικρά, στεναχωρέθηκα. Έλα όμως που επάνω στο μήνα μετά, ένα-δυο μήνες περάσανε, με παίρνουνε τηλέφωνο από το νηπιοτροφείο ότι έφυγε μία παιδοκόμος και αν θέλω να πάω να πιάσω δουλειά. Ότι αν θέλω να πάω να πιάσω δουλειά. Πήγα βέβαια, πέρασα από γιατρούς, από όλα, όλα αυτά που γίνονται τα σχετικά, όλα, όλα, τα πάντα, γιατί πας να δουλέψεις σ' έναν παιδικό σταθμό. Όλα ήτανε καλά, και πήγα στη δουλειά μου. Μου ανανεώσαν το πρώτο τρίμηνο, το δεύτερο τρίμηνο, το τρίτο τρίμηνο μου λένε από τη δουλειά μου: «Είσαι πολύ καλή στα παιδάκια βλέπουμε» - με βλέπαν κιόλας - «και θέλουμε να πας να παρακολουθήσεις 3μιση χρόνια τα προγράμματα της ΕΟΚ, τα παιδαγωγικά της ΕΟΚ». Πήγα τρεισήμισι χρόνια. Γιατί εγώ δεν είχα βγάλει τη σχολή παιδοκόμων. Και παρακολούθησα τα τρεισήμισι χρόνια παιδαγωγικά, παιδοψυχολογία, όλα αυτά, από τα[02:00:00] προγράμματα αυτά, και μονιμοποιήθηκα επί αορίστου χρόνου. Και έφυγα, πήρα σύνταξη το 2009, με πάρα πολύ καλά, δηλαδή πολύ καλά λόγια, πολύ θετικά λόγια, πολύ καλά. Μου γράψανε μία κόλλα πολλά, πολλά, τα 'χω. Και η μόνη χαρά μου ήταν αυτή. Δηλαδή, μπορώ να σου πω, τα ωραιότερά μου χρόνια τα έζησα στον παιδικό σταθμό που δούλευα και στα παιδιά μου, στην οικογένειά μου. Και πολλές φορές νοσταλγώ λέω μακάρι να δούλευα ακόμα, να ήμουνα εκεί στα παιδάκια.

Α.Α.:

Τι ωραία! Ποιο όμορφο πράγμα νομίζω δεν υπάρχει για έναν άνθρωπο που αφήνει πια τη δουλειά του.

Μ.Π.:

Αφού εγώ μου είπαν να συνεχίσω, να μη σταματήσω. Αλλά ήμουνα μεγάλη, λέω όχι, να σταματήσω να δουλέψει κάποια άλλη κοπέλα νέα. Και σταμάτησα. Ήμουνα στην ηλικία βέβαια, 65 χρονών. Εσταμάτησα.

Α.Α.:

Πολύ ωραία. Κάναμε λοιπόν μία πλήρη αναδρομή, από τα 4 σας μέχρι τα 65 σας.

Μ.Π.:

Ναι, ναι. Αλλά η μεγάλη μου στεναχώρια ήτανε το '81 με το σεισμό, που έπαθα μεγάλη ζημιά.

Α.Α.:

Βέβαια, ενδεχομένως αν δεν είχε συμβεί και αυτό δε θα είχατε όλη αυτή την εξέλιξη -

Μ.Π.:

Αλλά μπορώ να σου πω ότι με βοήθησε ο Θεός, δούλεψα, έβγαλα πολλά χρήματα από αυτό, συντηρούσα ολόκληρη οικογένεια, τα παιδιά μου, από αυτά τα φορέματα, αυτά τη λαϊκή τέχνη. Ήτανε αριστουργήματα, πολύ ωραία. Και αυτό που 'χω κάνει στην Ελένη, στην κόρη μου, δεν είναι, είναι ωραίο κι αυτό, αλλά αυτά ήταν τα φορέματα, τι έκανα; Το κένταγα στο κάτω μέρος, κένταγα τη ζώνη, έπλεκα κάτι κορδονάκια με τα χρώματα του σχεδίου όλα μαζί, κι έδενε εδώ [στη μέση]. Το μανίκι ήταν έτσι, κάπως ριχτό με τη δαντελίτσα, κι ένωνε η μία δαντελίτσα το ένα μπιλάκι με το άλλο και γινόταν ένα πράγμα, ένα τριγωνάκι. Και κάλυπτε ας πούμε, φαινότανε λίγο λίγο το κενό εδώ στο δέρμα. Είχα πάει και κάποτε στην Επίδαυρο να πάω, είχα να δειγματίσω σε κάτι μαγαζιά εκεί πέρα στα τουριστικά, και είχα πάει στην Επίδαυρο στο θέατρο. Και ήτανε μία τουρίστρια κοπέλα, και εφόρεσε το φόρεμα – κράταγα ένα φόρεμα, να τα δειγματίσω, τα οποία τα πούλησα, κατευθείαν τα 'δωκα στα μαγαζιά, αλλα΄μου'χε μείνει ένα και το κράταγα να πάω να δω το θέατρο. Ήτανε μία τουρίστρια Αγγλίδα, το φόρεσε το φόρεμα, εφωτογραφίστηκε μέσα στην Επίδαυρο εκεί στα σκαλιά, και μου 'στειλε φωτογραφία μετά. Το αγόρασε βέβαια. Πώς ήταν οι αρχαίες Ελληνίδες, αυτές με τα κάπως... Αυτό ήτανε. Από κει, αυτό είχα ξεσηκώσει. Σαν να ήσουνα μία, αυτό, κεντημένα εδώ, όλο από το μυαλό μου, όλα. Έβανα χρώματα ας πούμε, το χρυσαφί, το καφέ, το λαδοπράσινο, το μουσταρδί, το εκάι το 919, το θυμάμαι το χρώμα, τι χρώματα, το μπορντώ αυτό, το πράσινο το ανοιχτό, το λαδοπράσινο το ανοιχτό, εκείνο το πράσινο που είναι εκεί που 'ναι στο λουλουδάκι. Αυτό το 'χει κεντήσει η Ελένη, της Πένυς η μαμά, η Ελένη. Αυτό τον πίνακα. Έβανα τα χρώματα αυτά της γης και σχέδια λαϊκής τέχνης. Ήτανε, μακάρι να 'χα τα υφάσματα! Θα συνέχιζα ακόμα. Μου ζητάγανε, τίποτα. Δεν μπορούσα, δεν το 'βρισκα, πήγα παντού. Μέχρι Αράχωβα πήγα, όλη την Κρήτη γύρισα, κανένα. Κανένα! Κανένα ύφασμα δεν έμοιαζε. Και ξέρω, κάπου πρέπει να'χω εδώ ένα κομμάτι. Τελειώσαμε τώρα;

Α.Α.:

Λοιπόν, ωραία μπορούμε να κλείσουμε λοιπόν την ηχογράφηση, ευχαριστώ πάρα πολύ.

Μ.Π.:

Εσύ γράφεις τώρα ό, τι θέλεις.