© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Η εμπειρία ενός καθηγητή στο Σουδάν
Istorima Code
10881
Story URL
Speaker
Γεώργιος Σκιαδάς (Γ.Σ.)
Interview Date
28/09/2022
Researcher
Βασιλική Γραμματοπούλου (Β.Γ.)
[00:00:00]
Γεια σας. Ονομάζομαι Γραμματοπούλου Βασιλική. Είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 29 Σεπτέμβρη του 2022 και βρισκόμαστε στο Γαλάτσι Αττικής. Είμαστε εδώ με τον κύριο Γιώργο. Καλησπέρα.
Καλησπέρα σας!
Πείτε μας λίγα λόγια για εσάς.
Να σας πω. Λοιπόν. Είμαι φιλόλογος από το 1964 που διορίστηκα καθηγητής σε γυμνάσια, σε διάφορα γυμνάσια της χώρας. Τώρα είμαι συνταξιούχος. Λοιπόν. Το '64 που διορίστηκα, διορίστηκα σ’ ένα χωριό της Μεσσηνίας, 35 χιλιόμετρα έξω από την Καλαμάτα, βορειοδυτικά. Το χωριό αυτό καλό ήτανε και καλό κλίμα είχε, αλλά είχε και τις δυσκολίες του. Τον χειμώνα η συγκοινωνία μερικές φορές κοβότανε, γιατί δεν υπήρχε πάντα άσφαλτος, υπήρχε και χωματόδρομος. Δεύτερον, τα δύο πρώτα χρόνια, από ό,τι θυμάμαι, δεν είχαμε ρεύμα, με λάμπα πετρελαίου. Ήταν δύσκολα τα χρόνια, ήμουν και παντρεμένος, είχα και μικρά παιδιά και αποφάσισα, προσπάθησα επανειλημμένως, στα πέντε χρόνια τελικά που έμεινα να πάρω μια μετάθεση. Καλύτερα, στη Μεσσήνη, στην Καλαμάτα. Ήταν δύσκολο. Τελικά, το 1969, επειδή είχα τον αδερφό μου τον μεγάλο, τον δάσκαλο, τον μακαρίτη, ο οποίος ήταν στο Σουδάν δάσκαλος, με έπεισε να πάω εκεί πέρα. Λοιπόν, τα κανόνισε ο αδερφός μου με την κοινότητα, την ελληνική κοινότητα. Εκείνη την εποχή, τον πρώτο λόγο για να αποσπάσουν έναν καθηγητή από την Ελλάδα τον είχε η ελληνική κοινότητα, ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας. Και μετά το υπουργείο προσυπέγραφε και ενέκρινε. Έτσι κι έγινε τότε. Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα, τον πρώτο λόγο τον έχει το υπουργείο. Εν πάση περιπτώσει, κανόνισε με τον πρόεδρο της κοινότητας, έναν εξαιρετικό άνθρωπο, να καταλάβετε, θα τον πω αυτόν. Το σχολείο μας αγγλικού τύπου, εκκλησία, κοινότητα και σχολείο μαζί. Ένα διώροφο κτήριο ωραιότατο, λες και βλέπεις τον Παρθενώνα, και γράφει πάνω με μεγάλα γράμματα «ΚΟΝΤΟΜΙΧΑΛΕΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ». Ο πρόεδρος ήταν Κοντομίχαλος. 1.500 Έλληνες στο Χαρτούμ του Σουδάν, στην πρωτεύουσα πήγα. Ο πρόεδρος, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος, είχε όνομα και ήτανε αξία πρωθυπουργού. Για εμάςήταν ο πρωθυπουργός. Εξαιρετικός άνθρωπος, από την Μυτιλήνη ήτανε. Και μου κλείνει ραντεβού να με δει. Και μου κλείνει ραντεβού πρώτη φορά και τελευταία στη Μεγάλη Βρετάνια. Πάω, λοιπόν, τέλος Αυγούστου ήτανε, στη Μεγάλη Βρετάνια και μου λένε «Περιμένετε, βγαίνει σε λίγο ο κύριος Κοντομίχαλος». Και όταν τον είδα. τα έχασα. Ένας άνθρωπος κοντός, αδύνατος, με μύστακα σαν του Σαλβαντόρ Νταλί. Πιάσαμε κουβέντα και μου είπε πρώτα, πρώτα «Όταν θα ρθείτε, θα σας παρακαλέσω», μου λέει, «αν σας πω τελικά το “ναι”, ότι σας παίρνω», δεν μου το είχε πει ακόμα, «θα μου υποσχεθείτε ότι τον πρώτο μήνα δεν θα φέρετε την οικογένειά σας. Δύσκολο κλίμα, σας έχει πει ο αδερφός σας, να προσέξετε μήπως δεν σας αρέσει και για να δείτε, να βρείτε σπίτι, να αγοράσετε ορισμένα έπιπλα, πώς θα κάτσετε. Θέλεις ένα μήνα οπωσδήποτε. Ένα μήνα νωρίτερα θα ρθείτε εσείς, πριν από την οικογένεια». Του το υποσχέθηκα, εύκολο πράγμα. Κι έτσι κι έγινε. Και μου έλεγε μια στιγμή «Αφού ξέρετε το κλίμα, σας τα έχει πει ο αδερφός σας, το δύσκολο κλίμα της Αφρικής», Ισημερινός, 55 υπό σκιάν 11 μήνες. Χριστούγεννα με αρχές Φλεβάρη ήταν σαν τον δικό μας Μάιο. Και βροχή καθόλου. Μόνο τον Ιούλιο που λείπαμε για διακοπές. Εν πάση περιπτώσει. «Θα σας κάνω μια ερώτηση», μου λέει, «αφού συμφωνούμε στα υπόλοιπα. Για ποιο λόγο θέλετε να ρθείτε στο Σουδάν, μια χώρα της Αφρικής, που ξέρετε το κλίμα και λοιπά και λοιπά»; Και του απάντησα, πώς μου ήρθε αυθόρμητα, με ένα αρχαίο ρητό. Του λέω, «Κύριε πρόεδρε, κατ' εμπορίαν και θεωρίαν». Να βγάλω πέντε... Παίρναμε δύο μισθούς. Έναν εδώ, τον κανονικό, κι από όσο ήμασταν εκεί πέρα. «Και θεωρίαν. Να δω, να δω έναν άλλο κόσμο». Και τι μου λέει; «Με ικανοποιήσατε, προσλαμβάνεστε», μου λέει. Χαιρετηθήκαμε. Ήταν τέλος Αυγούστου. 9 Σεπτεμβρίου, νωρίτερα, νωρίτερα δυο-τρεις μέρες, λαμβάνω τηλεγράφημα από την κοινότητα με λατινικούς χαρακτήρες «Ταξιδεύετε 9 Σεπτεμβρίου με Sudan Airways. Στο αεροδρόμιο του Χαρτούμ θα σας περιμένει άνθρωπος της κοινότητας». Ένας συνάδελφος, εξαιρετικός, από την Κύπρο, που ερχότανε κάθε φορά, με [00:05:00]έπαιρνε στα 3 χρόνια που ήμουν και με πήγαινε στο αεροδρόμιο. Εξαιρετικός άνθρωπος, της αγγλικής φιλολογίας, χιουμορίστας. Ήταν άτυχος και πέθανε στην Αθήνα πριν 14 χρόνια, 70 χρονών. Συνομήλικοι είμαστε. Και θυμάμαι... Ε, πάει, έφυγε. Ήταν πολύ καλός. Είχε γίνει αντιπρύτανης στο Πανεπιστήμιο των Σερρών, όταν η κόρη μου έπαιρνε πτυχίο. Πήγα, λοιπόν, εκεί πέρα. Με πήγε στο ξενοδοχείο. «Θα περάσω δέκα η ώρα», μου λέει, «να σε πάρω, να σε πάω στο σχολείο. Θα μείνεις στο ξενοδοχείο μέχρι να βρεις σπίτι». Με πήγε πέντε η ώρα το πρωί. Πάω να κάνω ένα μπάνιο... Μόλις κατέβηκα από το αεροπλάνο, πριν κατέβω, και βγαίνω έξω και κοιτάω κάτω, πρωί πρωί κατακόκκινος ο ήλιος έβγαινε. Ζέστη, λάβρα. Οι αστυνομικοί, από κάτω, του αεροδρομίου, με κοντά παντελονάκια και με φτερά. «Πω, πω , πω πού ήρθα» λέω. Εν πάση περιπτώσει, στις δέκα η ώρα ήρθε με πήρε, πήγα στο σχολείο. Εντάξει, δεν έκανα μάθημα, είδα τον χώρο εκεί πέρα, ωραία ήτανε.
Θυμάστε πρώτες εικόνες από το Σουδάν;
Ναι.
Τις πρώτες εικόνες που είδατε.
Οι πρώτες εικόνες που είδα. Είδα... Βγαίνοντας στο μπαλκόνι... Πρώτα πρώτα, όταν έπρεπε να κάνω μπάνιο, ανοίγω το κρύο και το κρύο ήταν καυτό. Για να καταλάβετε τι ζέστη ήτανε. Και βγαίνω στο μπαλκόνι και τι βλέπω εγώ; Βλέπω... Ο δρόμος άσφαλτος αλλά τα πεζοδρόμια χωματόδρομοι. Αυτοκίνητα, γαϊδούρια, κατσίκες, αραπάδες με διάφορες ενδυμασίες, κελεμπίες – συνήθως άλλοι μπλε, άλλοι λευκή. Πήγα στις δέκα η ώρα στο σχολείο, είδα το σχολείο, γνώρισα τους συναδέλφους, τον γυμνασιάρχη εκεί πέρα. Την άλλη μέρα σχολείο κανονικό. Για το σπίτι θα σας πω αργότερα. Μάλλον, πριν έρθει κιόλας να πάω στο σπίτι, να βρω σπίτι και να ειδοποιήσω τη γυναίκα μου να ρθεί, τα βράδια με παίρναν οι φίλοι και οι συνάδελφοι και πηγαίναμε σε διάφορα, έχει κέντρα και ελληνικά εκεί. Κι αυτοί το βράδυ τρώγανε μπόλικο. Εγώ δεν... Ακόμα βράδυ δεν τρώω πολύ και κοιμάμαι καλά. Το μεσημέρι είμαι ικανός να φάω σίδερα και να τα χωνέψω. Και τρώγανε και πίνανε ουίσκι. Εκεί απαγορεύεται το κρασί. Στους μωαμεθανούς, Ισλάμ, τι είναι εκεί. [Δ.Α.] Στο σχολείο, εκεί που πήγα, μετά, όχι την ίδια μέρα... Αυτό γινόταν κάθε μέρα, μέχρι να βρω το σπίτι. Θα σας πω πότε βρήκα το σπίτι, ύστερα από μερικές μέρες. Στο σχολείο, τον πρώτο μήνα θα σας πω κάτι για να καταλάβετε το κλίμα. Μου λέει η μαμά σου «Άμα θες τα λες, μωρέ». «Γιατί, τι είναι, κακό;» λέω. Τον πρώτο καιρό, λοιπόν, λιποθύμησα τρεις φορές τον πρώτο μήνα, στα σκαλιά του σχολείου, και με μάζεψε ο γυμναστής. Πάω στον γιατρό, μαθαίνω τον καλύτερο γιατρό, ακόμα τον θυμάμαι. Το όνομά του Παπαστάθης, τώρα θα έχει πεθάνει. «Τι θέλετε, κύριε Σκιαδά;». Του λέω «Δεν είμαι καλά, ζαλίζομαι, λιποθυμώ». Με κοιτάει, με εξετάζει, «Δεν έχεις τίποτα» μου λέει. «Πώς δεν έχω τίποτα» του λέω. «Θα σου πω: νοσταλγείς την πατρίδα» μου λέει. «Το βρήκατε» του λέω. «Ξέχασε την πατρίδα» μου λέει. «Θα μείνεις εδώ ένα χρόνο υποχρεωτικά και μετά άμα δεν θέλεις, δεν σου αρέσει, δεν ανανεώνεις την απόσπαση. Γιατί άμα φύγεις τώρα, θα πούνε στην Ελλάδα ότι ήσουν ανίκανος και σε διώξαμε».
Έτσι έμεινα τρία χρόνια. Η γυναίκα μου ήθελε να μείνουμε περισσότερο. Εγώ και ο γιος μου θέλαμε να φύγουμε και φύγαμε τελικά στα τρία χρόνια. Παρότι την τελευταία φορά που πρόκειται να φύγω, επειδή πήρε σύνταξη ο γυμνασιάρχης, μου πρότειναν να αναλάβω τη διεύθυνση γυμνασίου και λυκείου. 150 παιδιά ήτανε όλα όλα. Δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο. Και με κανονικό μισθό, με δωρεάν κατοικία, με τα αεροπλάνα στην Ελλάδα δωρεάν. Τέλος πάντων, δεν δέχτηκα, γιατί αγαπούσα την πατρίδα. Είμαι λιγάκι πατριδολάτρης. Οι μαθητές ήτανε φιλότιμα παιδιά, ήτανε όλα Ελληνόπουλα, αλλά ήταν μερικά πέντε-έξι μιγάδικα. Έλληνες που είχαν παντρευτεί μιγάδες. Καλά παιδιά κι αυτοί. Ο χώρος του σχολείου ιδανικός. Μπορεί να επανέλθω σε μερικά, όπως τα θυμάμαι. Δέντρα τεράστια, αυλή μεγάλη. Το μεσημέρι εκεί πέρα οι Σουδανοί, καλός λαός, καλύτερος από τους Αιγύπτιους στον χαρακτήρα. Ήταν πλούσιοι όλοι οι Έλληνες του Σουδάν και είχανε δύο-τρεις αραπάδες. Με αυτοκίνητα, ερχόντουσαν το μεσημέρι από νωρίς. Το αυτοκίνητο, έξω από το αυτοκίνητο... Σου λέγανε, άμα θες έλα. [Δ.Α.] Ήταν μια απόσταση 1 χιλιόμετρο, μες στη ζέστη, πήγαινα. Ευθύς δρόμος. Το αυτοκίνητο που έμπαινα, κάτω από τα δέντρα επί ώρες έκαιγε εδώ, έκαιγε, φωτιά. Την Πρωτοχρονιά στην εκκλησία με [00:10:00]κοντομάνικο πουκάμισο και δώδεκα ανεμιστήρες. Είπαμε πότε να βγούμε έξω. Ζέστη πολλή, υπερβολική ζέστη. Αλλά, ένα καλό τώρα, υγιεινότατο κλίμα. Ξέρετε γιατί ήταν υγιεινό; Πρέπει να το ξέρετε. Τα ξηρά κλίματα είναι τα υγιεινά κλίματα, ενώ τα υγρά... Αργότερα με κάλεσε ο αδερφός μου να πάω στην Τζέντα, η οποία Τζέντα Σαουδικής Αραβίας, υγρασία. Με κάλεσε, μου πρότεινε εκεί πέρα να πάω ο Λάτσης, ως διευθυντής του γυμνασίου. Δεν αποδέχτηκα λόγω του υγρού κλίματος. Γιατί το βράδυ εκεί πέρα, όπως είχα μάθει, στάζανε τα κεραμίδια. Υγιεινό κλίμα, λοιπόν, όλο τον χρόνο ξαστεριά, το καλοκαίρι είπαμε έβρεχε. Και ένα άλλο του καλό του Σουδάν. Το Σουδάν, που είναι από τη θάλασσα πολύ μακριά και έχει το ξηρό κλίμα... Να μην ξεχάσω να σας πω για τους δύο Νείλους, μέσα στην πρωτεύουσα σμίγουν οι δύο Νείλοι που βγαίνει στην Μεσόγειο. Λοιπόν, το καλοκαίρι, μερικές φορές, πριν φύγουμε, φυσούσε αυτόν που οι Αιγύπτιοι τον λένε σιμούν, ο άνεμος της ερήμου, ενώ σε εμάς λεγόταν χαμπούμπ. Τέλος πάντων. Ένα σύννεφο σκόνη, καφέ σκόνη, σκέπαζε την πόλη ολόκληρη. Που συνέβη αυτό. Ήσουνα με πουκάμισο λευκό και γινότανε καφέ. Αλλά είχε ένα καλό, τρεος μέρες, μέσα στη ζέστη τη μεγάλη, γινόταν η θερμοκρασία του ελληνικού Μάϊου. Για τους Σουδανούς... Κρυώνανε. Τουρτούριζαν οι Σουδανοί τον Γενάρη. Για τρεις μέρες μόνο είχε δροσιά πολλή. Φεύγω να πάω και στον Νείλο και θα γυρίσω και στο σχολείο. Είχε και μητρόπολη εκεί πέρα κι έναν μητροπολίτη τον Αμβρόσιο. Το σχολείο με τα 150 παιδιά, που είπαμε ήταν επιμελή, και κάναμε 15 παιδιά στην τάξη. Όχι 40 που βρήκα εδώ. 15 παιδιά στην τάξη. Μπορούσε ο καθηγητής άνετα να δουλέψει. Θα σας πω κάτι. Καλοί μαθητές. Στο τέλος, όταν χτύπαγε το κουδούνι, μου κάνανε τα παιδιά «Χαλάς, χαλάς», θα πει χτυπάει κουδούνι, να βγούμε έξω. Και λέγανε «χαλάς». «Τι; Χάλασε τίποτα;» τους έλεγα. «Έλα καλέ, κύριε, αφού ξέρετε» λέει. Και κάποια φορά που μου έκανε εντύπωση από τις πολλές ώρες. Εγώ όταν έκανα μάθημα στην έδρα –είχαμε έδρα τότε, και τώρα υπάρχει νομίζω– κοίταγα πάντα προς βορράν, στα δεξιά μου. Μπροστά μου ήτανε η δύση νομίζω. Προς βορράν κοίταγα. Και μου λένε τα παιδιά «Κύριε, γιατί κοιτάτε προς τα εκεί; Προς τον βορράν;». «Γιατί εκεί είναι η πατρίδα, παιδιά. Μεσόγειος, Ελλάδα». Να πω για τους δύο Νείλους;
Ναι, ναι, φυσικά!
1η Μαρτίου, με καύσωνα, κάναμε γυμναστικές επιδείξεις. Άρχιζε το τέλος της χρονιάς, 1η Μαρτίου. Αρχίζαμε 16, Αυγούστου όμως. Αλλά σταματούσαμε 15 Μαΐου. Είχαμε τρεις μήνες διακοπές. 1η Μαρτίου, λοιπόν, θυμάμαι, βράδυ, υπαίθριο, έξω, γυμναστικές επιδείξεις. Με βεντάλιες οι κυρίες, ζέστη υπερβολική. Και βράδυ, ε. Βράδυ, νύχτα. Με τα παιδιά πηγαίναμε εκδρομές. Πού πηγαίναμε εκδρομές; Ευκαιρία να πω και για τους δύο Νείλους. Πηγαίναμε εκδρομές στο κέντρο του Σουδάν, στη συμβολή των δύο Νείλων. Ένα πάρκο που το λέγανε Μόργκαν. Πηγαίναμε εκδρομές μία φορά τον μήνα. Ε, ωραία περνούσαμε. Οι δύο Νείλοι. Και οι δύο έρχονται από την κεντρική Αφρική. Με πολύ νερό, γιατί στην κεντρική Αφρική και στη νότια βρέχει πολύ. Ο ένας ο δεξιά, ο βορινός δηλαδή, μάλλον βορειοανατολικός, είναι πλωτός, ήρεμος, φαρδύς, έχει και νησί με καλλιέργεια, ενώ ο αριστερά, ο white, ο λευκός –ο δεξιά είναι ο μπλε–, ο λευκός, λοιπόν, ορμητικός και κατηφορικός. Στο σημείο που σμίγανε, είτε έβλεπες τον Μεσσηνιακό ή οποιονδήποτε άλλο κόλπο, το ίδιο πράγμα ήτανε. Από εκεί, λοιπόν, που σμίγανε οι δύο μέχρι την Αίγυπτο, χιλιάδες χιλιόμετρα, φτάνανε στην Αίγυπτο, μετά το Κάιρο, εξέβαλλαν και οι 2 στη Μεσόγειο. Θυμάμαι στο αεροπλάνο επανειλημμένως από το Χαρτούμ, ή από την Ελλάδα στο Χαρτούμ, έβλεπες κάτω την κίτρινη Σαχάρα και το μπλε φίδι του Νείλου. Μπλε, από ψηλά, μπλε. Σαν θάλασσα ήταν, γιατί [00:15:00]ήτανε βαθύ. Είχε και καράβια εκεί. Καλά οι κροκόδειλοι υπήρχαν. Πηγαίναμε στην παραλία. Η φωτογραφία που θα σου δώσω είναι στην παραλία, στην παραποτάμια περιοχή. Και βλέπαμε καμιά φορά και αραπάδες που κάνανε μπάνιο γυμνοί, τους έβλεπες. Κι εκεί πέρα στεγνώναν τα ρούχα τους, έτσι, στον ήλιο. Στο σπίτι, το μεσημέρι που πήγαινα –φεύγω από το ένα, πάω στο άλλο–, έκανα μπάνιο και δεν σκουπιζόμουνα. Μέχρι να πάω από το μπάνιο στην τραπεζαρία να φάμε, στέγνωνα. Όλο τον χρόνο, τρία χρόνια, κοιμόμασταν έξω. Με τέσσερα μονά κρεβάτια, στην αυλή είχαμε βγει, μονοκατοικία είχαμε νοικιάσει, γιατί μέσα είχαμε air condition αλλά κλίβανος, κλίβανος. Όταν τα είδε η γυναίκα μου, όταν ήρθε ύστερα από ένα μήνα, ενάμιση «Τι είναι αυτά», μου λέει, «εδώ θα κοιμόμαστε. Εγώ δεν έχω κοιμηθεί έξω ποτέ». Ήταν από την Μεσσήνη κάτω. Της λέω «Θα κοιμηθείς. Κοιμήσου μια φορά μέσα». Κοιμήθηκε μια φορά μέσα, την άλλη μέρα λέει «Έξω, έξω». Ξηρό κλίμα. Ο γιος μου πήγε με βρογχικά και μόλις γύρισε είχε γίνει περδίκι, λόγω του ξηρού κλίματος. Κάτι άλλο, για τον ουρανό του. Αφού δεν έβρεχε καθόλου, ήταν καθαρός ο ουρανός όλο τον χρόνο. Δίδαξα κάποια φορά, του Σπύρου Μελά, τον Αττικό Ουρανό, από τα βιβλία τα ελληνικά. Και περιγράφει τον αττικό ουρανό. Και μου λένε τα παιδιά «Κύριε, σας ξέρουμε για ειλικρινή. Έχετε δει καλύτερο ουρανό από τον σουδανικό;». «Όχι, παιδιά», λέω, «συμφωνώ μαζί σας». Ένα λουλακί χρώμα, πεντακάθαρο, να φαίνονται τ’ αστέρια. Την πρώτη χρονιά, στο τέλος της χρονιάς, κανονίζει ο γυμνασιάρχης και μας πάει, τα παιδιά της Γ' Λυκείου, τους κάνουμε τραπέζι να φάμε. Στον δέκατο πέμπτο όροφο ενός ξενοδοχείου, roof garden, εξαίσιο, δίπλα από τον Νείλο. Φάγαμε εκεί πέρα, περάσαμε ωραία. Και θυμάμαι όταν φεύγαμε από το ξενοδοχείο, δυόμιση η ώρα τη νύχτα, το θερμόμετρο έλεγε 42. 42, για να καταλάβετε τι γινότανε.
Και για να επιστρέψουμε λίγο στην αρχή. Πήγατε ένα μήνα και σπίτι πότε βρήκατε;
Μπράβο! Στον μήνα επάνω και νωρίτερα βρήκα σπίτι. Ειδοποίησα την οικογένεια, ήρθανε, είχα πάρει και τα απαραίτητα, ψυγείο και λοιπά και λοιπά. Και όταν ήρθε η γυναίκα μου, έμαθε και μερικά, εγώ είχα μάθει μερικά σουδανικά, έμαθε η γυναίκα μου σιγά σιγά περισσότερα από μένα, γιατί είχε ευκαιρία με τα ψώνια. Είχε φαρμακεία εκεί πέρα, είχε γιατρούς, είχε μαγαζιά πολλά και ελληνικά. Είχε μοντέρνα όψη η πόλη, αλλά πήγε σε μια γειτονιά έξω από την πόλη και λέει, μετά τον Νείλο που την λέγανε Όμντουρμαν. Αυτή η γειτονιά, φτωχολογιά. Πήγαινες σε κάτι χορούς θρησκευτικούς, έξω από μια εκκλησία που με πήγαιναν οι συνάδελφοι. Πράγματι μου έκανε εντύπωση αυτό, αλλά η γειτονιά ούτε αποχέτευση είχανε, ζουμιά παντού. Γέφυρες πολλές στον Νείλο. Πλατύς γιαλός. Τρία χιλιόμετρα μήκος οι γέφυρες.
Οπότε ήρθε η γυναίκα σας κι ο γιος σας; Ένα παιδί;
Ο γιος μου και η κόρη μου.
Και η κόρη.
Ο γιος μου ήταν 5 χρονών, η κόρη μου ήταν 2 χρονών. Μόλις που τα θυμάται η κόρη μου. Ο γιος μου, μιας και μου τον αναφέρετε, τον οποίο ατυχώς τον έχω χάσει, τον έχασα πριν 5 χρόνια...
Λυπάμαι πολύ.
Είχε μια αρρώστια, όχι καρκίνο, σαν καρκίνο, σπάνια αρρώστια. Εν πάση περιπτώσει. Και πέθανε. Είχε τόσες αναμνήσεις και φίλους εκεί πέρα και συνάδελφους και με ένα αραπάκι, τον Γκιούμα, Γκιούμα θα πει Παρασκευή εδώ. Παρασκευάς δηλαδή. Και κάνανε παρέα κάθε βράδυ στην αυλή. Και αποφάσισε στα 45 του χρόνια, πριν αρρωστήσει, αρρώστησε στα 48, να πάει στο Σουδάν. «Θα πάω» μου λέει. Πήρε αεροπλάνο, πήγε πρώτα στο Ντουμπάι [Δ.Α.]. Μετά, πήγε, έμεινε μια βδομάδα, είδε μερικούς φίλους. Είναι αλήθεια, όμως, όταν έφτασε στο Σουδάν, με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει, ήταν Νοέμβριος, Νοέμβριος προς Δεκέμβριο, «Κάνει ζέστη». «Όχι, δεν πρέπει να κάνει ζέστη τώρα πολλή», του λέω, «πάει να χειμωνιάσει εκεί πέρα». «Όχι, μπαμπά», μου λέει «δεν είναι αυτό». «Τι είναι;» του λέω. «Απορώ», μου λέει, «πώς έζησες εδώ πέρα τρία χρόνια». Είχε πάει ύστερα από τριάντα χρόνια, πόσα, και η ίδια κατάσταση ήτανε. Του λέω εγώ, «Απορείς πώς έζησα εγώ εκεί με τη μαμά. Εσύ;». «Άσε με εμένα», μου λέει, «παιδί ήμουν, τι καταλάβαινα εγώ» μου λέει.
Η γυναίκα σας ήθελε να έρθει τότε;
[00:20:00]Η γυναίκα μου ήθελε. Ήτανε κόρη εμπόρου και ήθελε να πάμε να... Ε, εντάξει, έβγαλα μερικά χρήματα. Μείναμε τρία χρόνια και την τελευταία χρονιά είχαμε αποφασίσει εγώ και ο γιος μου να φύγουμε. Και είχαμε γράψει στον τοίχο με κιμωλία τριακόσιες όχι εξήντα πέντε μέρες, διακόσιες, τους εννιά μήνες, και κάθε μέρα τις σβήναμε. Και στο τέλος, όταν μου πρότεινε η κοινότητα να αναλάβω τη διεύθυνση με δελεαστικούς όρους, ξέρετε τι είπα στον εαυτό μου; Δεν ξέρω αν το είπα και στον πρόεδρο. Λέω «Εγώ θα κάνω εκείνο που θέλει το παιδί μου. Ο επιθεωρητής για μένα είναι ο γιος μου». Αφού ήθελε να φύγουμε, το ήθελα κι εγώ. Δεν την ακούσαμε τη γυναίκα μου που ήθελε να κάτσουμε ακόμα. Γυρίσαμε στην Ελλάδα. Αν έμενα με τους όρους αυτούς, εκεί θα ήμουν ακόμα. Κι αν αποκτούσα χρήματα λοιπόν, τι έγινε; Το παν είναι τα χρήματα; Ήρθα στην Ελλάδα, δεν μετάνιωσα, πήγα σε καλά σχολεία. Πήγα στην Κυψέλη αρχικά όταν ήρθα, στο 1ο εκεί στην Κυψέλη, εκεί στη Φωκίωνος Νέγρη χαμηλά. Και αργότερα, αφού έκανα δυο χρόνια μετεκπαίδευση, πήγα δώδεκα χρόνια –πήρα σύνταξη νωρίς– στα Ανάβρυτα. Πρότυπο Σχολείο Αναβρύτων, καλό σχολείο, με καλές προοπτικές. Και τα παιδιά μου εκεί πήγανε, μπορέσανε μετά και σπουδάσανε και λοιπά. Τι άλλο να θυμηθώ;
Εκείνη την περίοδο στο Σουδάν έχω διαβάσει ότι υπήρχαν κάποιοι εμφύλιοι. Είχατε...
Όταν πήρα την απόσπαση, πάω στον επιθεωρητή μου, που με έχει και διευθυντή στο γυμνάσιο Αριστομένους, νεοδιόριστος ήμουνα, και μου λέει «Πού πας», μου λέει, «εκεί που σκοτώνονται; Σ’ έχω και αφεντικό εκεί πάνω» μου λέει. «Άκουσε να σου πω, κύριε επιθεωρητά», του λέω, «κάνετε λάθος, δεν πάω εκεί που σκοτώνονται. Στο Σουδάν που πάω εγώ δεν είναι εμφύλιοι». Αργότερα που έφυγα, μπορεί να γίνανε. Εκείνη την εποχή, εγώ πήγα 9 Σεπτεμβρίου του '69, 1η Σεπτεμβρίου του '69, είχε κάνει ο Καντάφι –το είδαμε το τέλος του– την επανάσταση στην Λιβύη. Ο Καντάφι. «Τότε», μου λέει, «να πας στο καλό».
Και σε τι ηλικία ήσασταν όταν πήγατε;
Τι είπατε;
Σε τι ηλικία ήσασταν όταν πήγατε;
30 με 33. Μικρό παιδί. Δεν ήξερα πολλά πράγματα, αλλά, εντάξει, τα κατάφερα. Καλά, βρήκα φίλους πολλούς κι εκεί πέρα και αργότερα. διατήρησα μερικούς κι εδώ, στην Ελλάδα. Να, έχω μια γειτόνισσα, στη Μυκόνου που μένω, η οποία ήταν μαθήτριά μου. Τώρα είναι 70 χρονών, οπωσδήποτε. Είναι οπωσδήποτε. Ήταν μαθήτριά μου και γειτόνισσά μου και με θυμάται και τη θυμάμαι. Έχει παντρευτεί έναν Κύπριο. Και τον ήξερε και τον Ευαγγελή τον μακαρίτη που με πηγαινοέφερνε. Και τον είχε νονό μάλιστα. Και είναι και κάτι άλλα παιδιά. Έχω κάποια επικοινωνία με μερικούς μαθητές. Αρκεί να σας πω, είμαι μεγάλος τώρα πια, αφού παντρεύτηκα... Το '64 διορίστηκα κι ήμουν 25 χρονών. Όπως καταλαβαίνεις, είμαι 85άρης. Οι πρώτοι μου μαθητές, όταν διορίστηκα το '64, πόσο χρονών λέτε ότι είναι σήμερα; Δεν με πειράζει να το γράψει αυτό.
Είναι 70 φεύγα.
Καλά το πες. Πώς το πες;
70 φεύγα.
Καλά το πες. Λοιπόν, είναι 77, οι πρώτοι μαθητές. Εννοώ της Γ΄ Λυκείου. Το '64 εγώ ήμουν 25. Αυτοί ήταν 18. Άρα πόσα χρόνια διαφορά έχουμε; 7 χρόνια δεν έχουμε διαφορά; Τώρα εγώ που είμαι 84, αυτοί δεν είναι 77; Και είναι όλοι τους με άσπρα μαλλιά, με φαλάκρα, με εγγόνια.
Να ρωτήσω τώρα κάτι ακόμα. Εκεί στο Σουδάν, τα σπίτια πώς ήτανε; Ήταν πολυκατοικίες όπως εδώ ή ήταν διαφορετικά τελείως;
Όχι. Στις πολυκατοικίες υπήρχαν δημόσια κτίρια. Υπήρχαν διώροφα, τριώροφα, π;vς είναι στο Ψυχικό, π;vς είναι στηn Κηφισιά. Και ήταν κάτι ωραίες περιοχές που τις έλεγαν extension. Extension1, Extension 2. Έξω, εξοχή δηλαδή. Προάστιο θα το λέγαμε εμείς. Είχα πάει εκεί, μες στην έρημο. Ωραία σπίτια, διώροφα, τριώροφα. Στην πόλη μέσα ήτανε κάτι παλιά, μονοκατοικία... Να πω κάτι. Τόσα χρόνια εκεί πέρα, καλοί άνθρωποι. Δεν είχε τραυματιστεί κανένας, δεν είχε σκοτωθεί κανένας από μαύρο. Αλλά είχανε κλαπεί σχεδόν όλοι πλην εμού. Και την τελευταία βδομάδα, που έμεινα μόνος μου και έφυγε η οικογένειά μου και ήρθε στην Αθήνα, για καλύτερα, νωρίτερα, με [00:25:00]κλέψανε κι εμένα. Μπήκανε μέσα, σπάσανε την πόρτα. Έλειπα. Πρωί. Κλέψανε κάποιο φόρεμα της γυναίκας μου, μια φωτογραφική μηχανή. Τέλος πάντων, ναι. Το κάνανε το σπίτι... Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να δεις σπίτι κλεμμένο. Είτε βλέπεις πεθαμένο είτε βλέπεις σπίτι κλεμμένο... Τα έχασα, έβαλα τις φωνές. Μου λέει η γειτόνισσα, η Μαρίτσα, η οποία πέθανε τον περασμένο μήνα 100 χρονών, «Τι έγινε, Γιώργο», μου λέει, «πάρε τα όλα κι έλα από δω. Σε έκλαψαν, το κατάλαβα», όταν έβαλα τις φωνές. Αλλά πώς μπήκανε μέσα; Σπάσανε, τη σπάσανε.
Οπότε η γυναίκα σας έφυγε νωρίτερα με τα παιδιά;
Έφυγε νωρίτερα και με την άδεια του διευθυντού του δημοτικού που πηγαίνανε τα παιδιά σχολείο. Έφυγαν λόγω ζέστης μεγάλης. Φύγανε 15 Απριλίου κι εγώ πήγα 15 Μαΐου. Εμείς εξετάσεις κάναμε 15 Απριλίου. Μάλλον 15 Απριλίου είχαν τελειώσει τα πάντα. Δηλαδή από αρχές Απριλίου ήταν περίοδος εξετάσεων. Αφού 1η Μαρτίου είχαμε γυμναστικές επιδείξεις. Και 15 Μαΐου φεύγαμε για την Ελλάδα, μας επέτρεπαν να φύγουμε, για τρεις μήνες.
Οπότε επιστρέφατε…
Ναι, ναι…
…για τρεις μήνες.
Εκεί πέρα, τα βουνά τα λένε γκέμπελ και λέγανε επανειλημμένως να πάμε –μου έλεγε ένας συνάδελφος, φυσικός–, να πάμε στο Γκεμπελάουι, Γκεμπελάουι, βουνό άουι. «Να πάμε» λέω. Με παίρνει με το αυτοκίνητό του, αυτός παντρεύτηκε μια Ελληνίδα από το Σουδάν, και πάμε εκεί πέρα και τι να δω. Ένας λοφίσκος και ήτανε και μια λίμνη τεράστια, τεράστια λίμνη και θολή. «Να μπούμε μέσα». «Δεν μπαίνω εγώ μέσα. Αυτές οι βάρκες. Δεν μπαίνω μέσα». «Ε, να σε αφήσουμε εδώ», μου λέει, «μόνο». «Δεν μπαίνω μέσα». Πήγα μια βόλτα, τους περίμενα. Άλλη φορά, λέω, δεν ξαναπάω. Με κατάφερε και πήγα στη θρησκευτική γιορτή, [Δ.Α.] χορός, δεν μετάνιωσα. Κυκλικός χορός, θυμίζει τους αρχαίους χορούς τους διονυσιακούς. Κυκλικός χορός και στη μέση ο εξέχων να είναι σε κατάσταση μανίας. Να χορεύει, να πηδάει, στο τέλος έπεσε κάτω. Στο τέλος, ήρθε, χαϊδεύει τον γιο μου, του λέει «Kois, kois, kois». «Kois» θα πει καλό, καλό. «Kois» του λέει ο γιος μου. Ήταν 8 χρονών τότε.
Ήταν κάτι παραδοσιακό φαντάζομαι.
Ναι, παραδοσιακό.
Και όταν επιστρέψατε στην Ελλάδα, είχατε κάποιο σπίτι ή πάλι από την αρχή ψάξατε;
Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, είχα σπίτι στην Αθήνα, στα Πατήσια, το οποίο το είχα ενοικιάσει. Κι αφού δεν μπορούσα να τον βγάλω αμέσως, νοίκιασα στην Κυψέλη, ένα χρόνο, ένα μεγαλύτερο, και στον χρόνο επάνω τού εξηγήθηκα και ήρθα στο σπίτι μου. Έμεινα δώδεκα χρόνια εκεί, μετά αποφασίσαμε και το πουλήσαμε με τη γυναίκα μου και πήραμε ένα μεγαλύτερο εδώ στο Γαλάτσι. Είμαι στο Γαλάτσι από το '84. Καλοί άνθρωποι ήταν οι Σουδανοί, δεν έχω παράπονο. Καλοσυνάτοι.
Άρα ήταν μια ωραία εμπειρία για εσάς;
Ήταν ωραία εμπειρία. Δεν σας κρύβω, το γράφω στο βιβλίο μου, στο περιοδικό του ΚΑΠΗ. Επειδή, λέω, μας ακολουθούν, λέω, τα βιώματά μας, δεν κρύβω, λέω, ότι πολλές φορές έχω δει στον ύπνο μου ότι ζέστη, με καιρό, πηγαίνω στο Σουδάν, ανεβαίνω στην έδρα και λέω στα παιδιά «Γεια σας, παιδιά. Είμαι ο καθηγητής που έκανε ελληνικά στη μάνα σας και στον πατέρα σας πριν από χρόνια».
Ωραία. Υπάρχει κάτι άλλο που θυμάστε;
Είχανε λαϊκή αγορά πλούσια. Από φρούτα και κρέατα καλά, φθηνά. Στα γενέθλια του γιου μου πήρα ένα κατσίκι ολόκληρο, δέκα κιλά –τα πρώτα γενέθλια που πήγαμε εκεί πέρα– και πλήρωσα μια λίρα. Μια λίρα σουδανική είχε τότε ογδόντα πέντε δραχμές. Κατοστάρικο, εντάξει. Ο μισθός τότε ήταν μικρός. Όταν έφυγα από την Ελλάδα εγώ, έπαιρνα 3.000 δραχμές τον μήνα. Ψάρια πολλά. Στην αρχή, δεν τα ήθελα, γιατί μυρίζουν λίγο το ποταμίσιο. Μετά τα συνήθισα. Λοιπόν, είχε ωραίο ζωολογικό κήπο. Είχαμε πάει επανειλημμένως. Λιοντάρια, διάφορα, λεοπαρδάλεις, φίδια. Ωραίο ζωολογικό κήπο και ήτανε κοντά στον Νείλο. Εκεί στον Νείλο υπήρχαν ωραιότατα ξενοδοχεία, πολύ ωραία ξενοδοχεία. Πηγαίναμε πίναμε γκρέιπφρουτ χυμό. Ποτήρια μεγάλα. Αυτό το λέμε εκεί πέρα ποτήρι του κρασιού. [00:30:00]Τεράστια ποτήρια και το ευχαριστιέσαι. Το γκρέιπφρουτ, αλήθεια, και τις μπανάνες που έφαγα. Τέτοιες μπανάνες δεν υπάρχουν εδώ. Υπήρχαν κάτι ωραίες μπανάνες κι όπου τις δεις καμιά φορά, που έχουνε φακίδες απάνω, που τις λέγανε αμπονούτα. Νόστιμες. Τις μπανάνες που έφαγα, δεν τρώω εδώ, γιατί δε, δε...
Αντιμετωπίσατε ποτέ, έτσι, κάποιο πρόβλημα ρατσισμού;
Όχι, όχι, δεν αντιμετώπισα. Κι εγώ ήμουν κατά του ρατσισμού και τα παιδιά που ήτανε μιγάδικα. Είχαμε και καθηγητή, λεβεντάνθρωπος, που ήτανε μιγάς, μιγάς κι αυτός. Άραβας κι έκανε αραβικά στο ελληνικό σχολείο. Άγγλους είχαμε πολλούς, δασκάλους στο δημοτικό καλούς και πολλούς. Κάναμε και ορισμένες θεατρικές παραστάσεις στο τέλος της χρονιάς.
Οπότε υπήρχε κανονικά ελληνική κοινότητα εκεί πέρα, έτσι;
Ελληνική κοινότητα. Είχε και δυο-τρεις λέσχες ελληνικές, μπορούσες να πας να φας το βράδυ, να πιείς κάτι, αλλά έπρεπε να έχεις αυτοκίνητο. Κάποια ήτανε κοντά σ’ εμάς.
Οπότε παρέα υπήρχε προφανώς.
Όταν πήγε ο γιος μου, ύστερα από χρόνια πολλά, του λέω «Αν σε ρωτήσει κανένας, βρεις κανένα εμπόδιο πες τους “Μάντεσα Γιουνανία”». Τους αγαπούσαν τους Έλληνες οι αραπάδες. Στην Χριστίνα κάνανε, τη χαϊδεύανε και της λέγανε «Ατήνα, Ατήνα, Ατήνα, Χριστίνα, ταγιέρα, αεροπλάνο, Ατήνα». Και πραγματικά κάποια φορά, πάει να δει το σπίτι μας, που μέναμε, ο γιος μου, όταν πήγε 45 χρονών. Και το σπίτι μας είχε γίνει αστυνομικό τμήμα. Κοίταγε ο γιος μου το μέρος, του φωνάζει ένας αστυνομικός «Ε!», του λέει, «Μάντεσα Γιουνανία. My house». «Εντάξει, εντάξει» του λέει.
Ωραία. Αν δεν υπάρχει κάτι άλλο. Μπορούμε να αφήσουμε και λίγο χρόνο να σκεφτείτε, μήπως θυμηθείτε κάτι ακόμα.
Κοιτάω το ρολόι. Μια ώρα είμαστε. Καλά…
Αφού είναι πολύ ωραία η ιστορία σας. Ωραία, κύριε Γιώργο.
Ο μπαμπάς καλά; Α, συγνώμη. Να πεις χαιρετίσματα.
Θα δώσω, θα δώσω. Λοιπόν, κύριε Γιώργο, ευχαριστούμε πάρα πολύ που μοιραστήκατε την ιστορία με το Istorima.
Κι εγώ ευχαριστώ. Κι αν ξέχασα κάτι, συγγνώμη. Πάντα έχει κανείς να θυμάται...
Πολλά πράγματα.
Να είστε καλά.
Ευχαριστούμε.
Κι εγώ ευχαριστώ πολύ.