© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Κιμμέρια, η «μικρή Μόσχα» της Ξάνθης. Η ιστορία και οι διώξεις μιας αριστερής οικογένειας
Istorima Code
10873
Story URL
Speaker
Ουρανία Κοσμίδου (Ο.Κ.)
Interview Date
09/08/2021
Researcher
Αλέξιος Ντετοράκης Εξάρχου (Α.Ν.)
[00:00:00]
Καλησπέρα
Καλησπέρα σας.
Πώς λέγεστε;
Ονομάζομαι Ουρανία Κοσμίδου, γεννήθηκα το 1937 στα Κιμμέρια Ξάνθης.
Βρισκόμαστε με την κυρία Ουρανία, είναι Τρίτη 9 Αυγούστου 2021, εγώ είμαι ο Αλέξιος Ντετοράκης Εξάρχου, ερευνητής με το Istorima και ξεκινάμε. Κυρία Ουρανία, πείτε μου κάποια πράγματα για σας, για την οικογένειά σας.
Λοιπόν. Γεννήθηκα το 1937. Το 1940 -η μητέρα μου ήταν από τα Κιμμέρια- ο πατέρας μου... Τα Κιμμέρια πρέπει να σας πω έχουν γηγενή πληθυσμό, δεν έχουνε πρόσφυγες. Ο πατέρας μου όταν εγώ γεννήθηκα, πήγε στη, έλειπε στην εξορία, ήταν στον Αϊ-Στράτη. Με την κατοχή άφησαν τους εξόριστους να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους. Ο πατέρας μου όμως για να 'ρθει στα Κιμμέρια πέρασε από τη Λάρισα που ήταν η πατρίδα του. Εκεί έκλεισαν τα σύνορα διότι τότε όπως ξέρετε η Ελλάδα χωρίστηκε σύμφωνα με τις συμφωνίες αυτών. Από τον Νέστο και μετά ήτανε οι Βούλγαροι, οι Γερμανοί κάτω και στα νησιά οι Ιταλοί. Έκλεισαν λοιπόν τα σύνορα και ο πατέρας μου δεν μπόρεσε να γυρίσει στα Κιμμέρια και έμεινε στη Λάρισα, στην πατρίδα του. Εκεί είχε τα αδέλφια του, έκανε διάφορες δουλειές, μακριά όμως από τη γυναίκα του και από το παιδί του και εγώ έμεινα στα Κιμμέρια μαζί με τη μητέρα μου. Έτυχε όμως να είμαστε μία οικογένεια με τον αδερφό της μητέρας μου και βέβαια με τη μαμά της, με τη γιαγιά μου. Ο θείος μου ο Σταύρος Λασκαρίδης εκεί στα Κιμμέρια είχε ένα φούρνο και καταλαβαίνετε ότι εμένα και ως μοναχοπαίδι που ήμουνα, δεν μου έλειψε δεν έζησα την πείνα και την ανέχεια της κατοχής. Γιατί είχε ο θείος μου το φούρνο και δεν μου έλειψε ούτε και η σοκολάτα ακόμη. Δεν θυμάμαι βιαιότητες των Βουλγάρων εκεί. Μόνο θυμάμαι πως ερχότανε -δίπλα στο φούρνο το δικό μας υπήρχε ένα καφενείο- και ερχόταν εκεί Βούλγαροι, καθόταν, έπιναν τον καφέ τους και φυσικά μιλούσαν Βουλγαρικά. Και εγώ -αυτό βέβαια έγινε '40, '41- και εγώ ως παιδάκι που ήμουνα και τα απορροφούσα όλα αυτά τα πράγματα, έμαθα αρκετά Βουλγαρικά και μάλιστα να λέω και μία προσευχή βουλγάρικη. Όταν έφυγαν οι Βούλγαροι και πέρασαν χρόνια πολλά αυτά απωθήθηκαν μέσα μου, ξέχασα κάθε λέξη βουλγάρικη. Τη θυμήθηκα όμως όταν ώριμη πια, πήγαμε μια εκδρομή στη Βουλγαρία. Και καθώς άκουγα τα λόγια, θυμήθηκα πάρα πολλά πως καταγράφονται μέσα στην και πως απωθούνται αυτά στο υποσυνείδητο και βγαίνουν κάποια στιγμή. Και τότε θυμήθηκα πάρα πολλά, πάρα πολλές βουλγαρικές λέξεις και την προσευχή ολόκληρη. Θυμάμαι πως έφυγαν οι Βούλγαροι από τα Κιμμέρια και πώς κατέβηκαν οι αντάρτες από πάνω από το βουνό με τα τσαπράζια τους εδώ τα σταυρωτά. Και πήγαιναν, πήγαμε στο ποτάμι όλος ο λαός και εγώ μικρό παιδί και τους υποδεχθήκαμε. Μετά από αυτό ήρθε και ο πατέρας μου. Άνοιξαν τα σύνορα, ήρθε ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου ήρθε το '44, ήδη ήμουν εγώ επτά χρονών παιδάκι. Θυμάμαι ότι πιο μικρή ούσα με πήγε η μαμά μου στο σχολείο, στο βουλγαρικό σχολείο. Αλλά δεν με έγραψαν εκεί διότι θεωρήθηκα πολύ μικρή και μου είπαν, πήγαινε να φας μία φέτα βούτυρο ψωμί με ζάχαρη και νερό. Έτσι ήταν τότε, αυτό ήτανε το καλό φαγητό των παιδιών. Βάζαν τη φέτα το ψωμί, τη ζάχαρη -λίγη ζάχαρη βέβαια και την πασπάλιζαν και με λίγο νερό για να μπορεί η ζάχαρη να κολλάει στο ψωμί και να μην πέφτει. Να μεγαλώσει και μετά θα 'ρθει στο σχολείο. Ήρθε το '44, ήρθε ο πατέρας μου. Δεν ξέρω σε ποια τάξη με ενέταξαν τότε, μου φαίνεται στην πρώτη δημοτικού. Αλλά δεν κάναμε ένα χρόνο στην πρώτη δημοτικού μετά στο, μετά από τρεις-τέσσερις μήνες μας πήγαν στη δευτέρα Δημοτικού όσα παιδάκια είχαμε ξέρω γω μία κάποια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων.
Άρχισε όμως και ο εμφύλιος μετά. Άρχισε ο εμφύλιος και θυμάμαι ότι στο χωριό στα Κιμμέρια κάναμε ένα, μία συμφιλίωση, θυμάμαι τη λέξη συμφιλίωση, που τώρα βέβαια και πιο μπροστά ως νέα κατανοούσα τον όρο αλλά τότε συμφιλίωση δεν καταλάβαινα τι έλεγε, τι σήμαινε αυτό το πράγμα αλλά το ήξερα ως λέξη, συμφιλίωση. Έγιναν ότι έγιναν με τη συμφωνία της Βάρκιζας, με όλα, με όλα αυτά τα πράγματα. Τα βιβλία που διαβάζω τώρα λένε ότι οι κομμουνιστές άρχισαν να, έκρυψαν όπλα παρόλο ότι είχαν συμφωνήσει να τα παραδώσουν. Εγώ όμως δεν θυμάμαι τέτοιο πράγμα από τη δική μου ζωή, τα Κιμμέρια. Θυμάμαι τις διώξεις που έγιναν εναντίον των αριστερών. Αυτοί οι αριστεροί που πολέμησαν πραγματικά γενναία με τους Γερμανούς θεωρήθηκαν μετά ως εγκληματίες. Αυτοί αποξενώθηκαν, απομονώθηκαν και αυτοί οι οποίοι πραγματικά ξαναήρθαν στην επιφάνεια ήταν οι περίφημοι δωσίλογοι αυτοί που κάθε άλλο παρά, που ήταν πάντοτε συνεργάτες των Γερμανών. Πήραν τις πιο καλές κοινωνικές και επαγγελματικές θέσεις. Αυτό εγώ το βίωνα ως απόρριψη. Το '47 θυμάμαι ότι χτύπησαν το χωριό οι αντάρτες με όλμους, με όπλα και όλη εκείνη τη νύχτα ήμασταν -το θυμάμαι αυτό το πράγμα- και όλη εκείνη τη νύχτα ήμασταν ξάγρυπνοι και φοβισμένοι και την άλλη μέρα άρχισε η μετανάστευση των ανθρώπων από το χωριό στην πόλη και από τότε αυτό έγινε πια κανόνας και άδειασαν τα χωριά σιγά-σιγά. Βέβαια ήρθε και μετά η αυτή του Καραμανλή που έκανε, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που άρχισαν να κτίζονται οι πόλεις κατά το πρότυπο των Αθηνών, να γίνονται πολυκατοικίες και να συσσωρεύονται οι άνθρωποι εδώ. Ήρθαμε και εμείς εδώ το '47 και νοικιάσαμε ένα σπίτι το οποίο ήτανε στην Ταξιαρχών. Η Ταξιαρχών είναι ένας δρόμος στην Παλιά Πόλη, πηγαίνουμε μέχρι την πλατεία Αντίκα, μετά αντί να πάμε προς τον Ακάθιστο Ύμνο κάνουμε αριστερά και κάτι σκαλάκια οδηγούν στην Ταξιαρχών. Εκεί νοικιάσαμε ένα σπίτι όπου έζησα -ακόμη υπάρχει το σπίτι αυτό και πέρασα προχθές και το είδα κιόλας- και εκεί έζησα αυτό που λέμε το φόβο του χωροφύλακα. Να έχω αγωνία, θα 'ρθει ο χωροφύλακας να χτυπήσει την πόρτα για να πάρουν τους γονείς μου; Και έγινε πραγματικά. Το '47 παίρνουν πρώτα τον πατέρα μου και τον στέλνουν εξορία στη Μακρόνησο. Δυο χρόνια αργότερα, το '49 ήδη που ετοιμαζόμουν να δώσω εξετάσεις -γιατί με εξετάσεις ήταν τότε στο Γυμνάσιο- παίρνουν και τη μητέρα μου και το θειό μου και μένω μόνο με τη γιαγιά μου. Τότε, έτσι ήταν οι νέοι, νόμιζα η γιαγιά μου ότι ήτανε πολύ γιαγιά αλλά ήταν 50-55 χρόνων γυναίκα. Έμεινα με τη γιαγιά μου, έδωσα μόνη μου εξετάσεις στο Γυμνάσιο, ούτε που θυμάμαι πως και θυμάμαι μια πολύ δυσάρεστη εμπειρία. Για αυτό, δεν θέλω να πω ότι αυτό ήτανε κανόνας και να δώσω έτσι την προσωπική μου εκτίμηση στα πράγματα. Πήγα στον διευθυντή της αστυνομίας εκεί τον αξιωματικό και του ζήτησα αν είναι δυνατόν να μένω με την μαμά μου κάτω στο κρατητήριο για να μπορώ να πάω την άλλη μέρα να δώσεις εξετάσεις, γιατί από τα Κιμμέρια με τα πόδια πηγαινοερχόμασταν. Αλλά εγώ ήμουν ένα παιδί και μοναχοπαίδι, κάπως καλομαθημένο με είχανε. Δεν ήταν δυνατόν να έρχομαι από τα Κιμμέρια με τα πόδια και να δίνω εξετάσεις. Και ζήτησα από τον αξιωματικό να μένω στη μαμά μου. Και αυτός με πήρε από δω, από το γιακά με σήκωσε έτσι, θα κάνω ένα υποτονικό πλάσμα μικρούλα εκεί, και με δίνει και μία κλωτσιά και με βγάζει έξω από την πόρτα. Χωρίς μου είπε, μπορώ, δεν μπορώ, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο τη βίαια πράξη του αυτή. Πήγα στα Κιμμέρια, από κει ερχόμουνα έδινα εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Ευτυχώς στην αρχή του Γυμνασίου ήρθε ο πατέρας μου, ήρθε ο θείος μου, ήρθε και η μαμά μου. Η μαμά μου ήτανε στο Τρίκερι εξορία. Ο θείος μου και ο πατέρας μου ήτανε στην Μακρόνησο. Και άρχισε πάλι μία προσπάθεια να πατήσουμε στα πόδια μας. Θυμάμαι μαζί με το φόβο του χωροφύλακα -που πρέπει να σας πω και τώρα ακόμη όταν βλέπω έναν αστυφύλακα εδώ έναν της χωροφυλακής, παρόλο ότι τα παιδιά είναι καλλιεργημένα, έχουν [00:10:00]ένα άλλο ήθος τέλος πάντων- νιώθω την ανάγκη να τα μιλήσω ευγενικά γιατί πίσω από την ευγένεια κρύβεται αυτός ο φόβος ο παιδικός που έμεινε μέσα και με εκδικείται πολλές φορές. Στο γυμνάσιο, είχα έξι χρόνια στο γυμνάσιο. Όταν μπήκα ήτανε μεικτό το σχολείο, μετά όμως αμέσως με την πρώτη δημοτικού, με την πρώτη γυμνασίου, πήγαμε στο Θηλέων όπου είναι τώρα το μειονοτικό σχολείο αλλά φαίνεται ότι ως μονάδα δεν ήταν αυθύπαρκτο αυτό. Είχε κάποια σχέση με το άλλο, με το σχολείο των Αρρένων και πηγαίναμε και δίναμε εξετάσεις εκεί. Και το πρώτο εξάμηνο και το δεύτερο εξάμηνο. 6 χρόνια στο Γυμνάσιο, στη διάρκεια αυτή αλλά και στο Δημοτικό Σχολείο πρέπει να σας πω ότι είχα απεριόριστη Ελευθερία. Τώρα ένα παιδάκι που είναι 10-11 χρόνων δεν μπορεί να βγει έξω από το σπίτι του. Τότε με άφηνε η μητέρα μου και πηγαίναμε στον κινηματογράφο και βλέπαμε εκείνες τις επικές ταινίες όπου ερχόταν το ιππικό να απελευθερώσει και χειροκροτούσαμε εμείς και χτυπούσαμε τα πόδια. Επίσης βλέπαμε την Έστερ Ουίλιαμς να κολυμπάει, μία ηθοποιό της εποχής εκείνης και θυμάμαι ότι κολυμπούσε, έκανε διάφορα πράγματα στην πισίνα και έβγαινε με τα μαλλάκια της χτενισμένα και μου έκανε εντύπωση αυτό το πράγμα. 6 χρόνια εκεί στο σχολείο. Μετά τότε οι κοπέλες έβγαιναν από το σχολείο και είχαν την Ανωτάτη Παντρευτική. Έπρεπε να παντρευτούν γιατί έτσι μόνο ήταν. Τις χώριζαν σε ελεύθερες και παντρεμένες. Βέβαια και εγώ δεν μπορούσα να είμαι έξω, μόνον τα εξαιρετικά πνεύματα είναι αυτά που ανοίγουν νέο δρόμο και δεν πάνε επί της πεπατημένης.
Εγώ όμως ήθελα να πάω να σπουδάσω αλλά και το αριστερό παρελθόν των γονιών μου, δεν μου έδιναν χαρτί κοινωνικών φρονημάτων, ήταν εμπόδιο. Ήτανε τροχοπέδη αλλά είπα θα δοκιμάσω στην Παιδαγωγική Ακαδημία παρόλο ότι είχα πάθος με τη Φιλολογία που την έχω ακόμη και πάθος με τη Φιλολογία τώρα. Είπα θα πάω στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Νομίζω ότι είχαμε έναν διευθυντή πολύ περίεργο. Αυτός ήταν μαθητής στο Πεσταλότσι ο διευθυντής μας και είχε έτσι μία ιδιαίτερη αδυναμία προς τις κοπέλες. Πάρα πολλοί την παρεξηγούσαν την αδυναμία αυτή αλλά εγώ δεν το θεωρώ έτσι από ότι τον γνώρισα. Αυτός πριν δώσουμε εξετάσεις μας περνούσε από συνέντευξη. Μας έπαιρνε μία-μία. Δεν ήμασταν λίγες, ήμασταν γύρω στις 400 κοπέλες. Και από τις 400 κοπέλες πέρασαν 22 κανονικά και 8 καθ' υπέρβασιν. Έτσι το λέγαμε τότε, ως τέκνα δηλαδή δασκάλων, θυμάτων Αλβανίας Πολέμου και τέτοια. Και όταν ήρθε η σειρά μου και μπήκα μέσα μου είπε: «Γιατί θέλεις να γίνεις δασκάλα;» Εγώ παρόλο την ηλικία μου είχα λίγο έτσι ένα ρεαλισμό και του είπα ότι το όνειρό μου ήταν προς τη Φιλολογία. «Γιατί, αγαπάς τα παιδιά;» μου είπε. Είπα όχι, το όνειρό μου ήταν προς τη Φιλολογία αλλά η ανάγκη με οδήγησε εδώ. Από σας εξαρτάται όμως, από τους καθηγητές να μας κάνετε να αγαπήσουμε τα παιδιά. Αλλά μου λέει γιατί -ήμουνα διστακτική, φοβισμένη, το κατάλαβε αυτός ως παιδαγωγός και ψυχολόγος που ήτανε- μου λέει, γιατί είσαι έτσι; Λέω: «Γιατί φοβάμαι. Ο πατέρας μου είχε κάποιο αριστερό παρελθόν και φοβάμαι μήπως αυτό είναι απαγορευτικό για να μπω στο σχολείο.» Αυτός με χτύπησε έτσι απαλά στο χέρι καθώς είχα τα χέρια μου εγώ στο γραφείο και μου λέει μην ανησυχείς, μην ανησυχείς. Και πέρασα, με πήρανε. Δεν ξέρω πώς και τι. Φυσικά ήμουνα, τέταρτη μπήκα κατά σειρά αλλά με πήραν χωρίς να αποτελέσει το χαρτί αποτρεπτικό παράγοντα. Εκεί στην ακαδημία άρχισα να καταλαβαίνω πόσο μικρή ήταν η μόρφωση που μας έδιναν. Κάναμε ένα σωρό μαθήματα δύο χρόνια και αυτά τα μαθήματα ήταν εξαγωγή και όχι εισαγωγή στα μαθήματα. Εισαγωγή στην Ψυχολογία, εισαγωγή στη Φιλοσοφία, στοιχεία Ιατρικής ή Υγειονομικής, Γεωπονία, Μουσική και τι, και τι δεν μας μάθαιναν. Λίγα από όλα και τίποτα δηλαδή. Και όταν βγήκα έξω κατάλαβα πόσο ανέτοιμη και ανεπαρκής ήμουνα για να μπω σε τάξη και να διαχειριστώ παιδάκια που χαν στυλωμένα τα ματάκια τους επάνω μου. Διορίστηκα, τελείωσα τον Ιούνιο του '58, δούλεψα ως κοινοτική -έτσι λέγαμε τις αναπληρώτριες τότε- ενάμιση χρόνο και διορίστηκα το Μάρτιο του '60. Είχα πάρει και μια υποτροφία. Μόλις τελειώσαμε πρέπει να σου πω την Ακαδημία είχαν, έδινε όχι όμως το ΙΚΥ, δεν θυμάμαι ποιος οργανισμός το έδινε, μια υποτροφία στην Ελβετία, σε ένα αγγλικό ή σε ένα γαλλικό κανάλι. Εγώ στο σχολείο, το γυμνάσιο, είχα διδαχθεί γαλλικά και επειδή είχα, μου άρεζε, τα μάθαινα και μόνη μου. Τα Αγγλικά τα διδάχτηκα λίγο στην Ακαδημία. Και πάλι τα διάβαζα μόνη μου. Όταν μου είπαν ποιο κανάλι, ποιο καντόνι, κανάλι είπα, ποιο καντόνι να διαλέξω, ζήτησα γαλλικό καντόνι. Πήρα τη δεύτερη υποτροφία. Η πρώτη ήταν 1,5 χρόνος, η δεύτερη ήταν έξι μήνες. Αλλά με πρόλαβε ο έρωτας. Παντρεύτηκα και τότε δεν διανοείτο μια γυναίκα παντρεμένη να ακολουθεί και τέτοια, τέτοιες διαδρομές. Και πραγματικά έμεινα με τον άντρα μου εδώ, έκανα το δύο παιδιά, έζησα με τον άντρα μου με όλα τα χρώματα, και με τα κόκκινα και με τα λευκά και με τα μαύρα με όλα τα αρώματα. Το παλεύει κανείς, δεν είναι ζαριά ο γάμος, ρίχνω τα ζάρια και μου τυχαίνει. Τα κτίζουμε μερικά πράγματα. Εγώ προσπάθησα να τα κτίσω. Στο σχολείο η διδασκαλία δεν ήταν αυτή που ήθελα να είμαι εγώ σύμφωνα με τις εντολές που είχαμε. Είχαμε τον επιθεωρητή. Ο επιθεωρητής κοίταζε πρώτα τι κοινωνικά φρονήματα έχεις και ανάλογα σου έβαζε το βαθμό, τη βαθμολογία. Και ο επιθεωρητής -δεν ξέρω τώρα, δεν έχω άποψη για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, δεν ξέρω πώς γίνεται αυτή, πώς θα γίνει η αξιολόγηση αυτή- τότε έμπαινε ο επιθεωρητής στην αίθουσα, καθόταν στο γραφείο και εμείς διδάσκαμε και αυτός έκανε τις παρατηρήσεις του. Τώρα, αλλά ξέραμε περίπου ποια ώρα θα 'ρθει ο εκπαιδευτικός. Είναι σαν να περιμένεις έναν άνθρωπο στο σπίτι σου, ετοιμάζεσαι το συγυρίζεις και βρίσκει ο άνθρωπος και λέει, α τι νοικοκυρά ή τι νοικοκύρης ή τι φιλόξενος και όταν πας στο σπίτι αυτό σε μια ώρα που δεν σε περιμένει, βρίσκεις το μπάχαλο. Κάπως έτσι υποκριτικά γινόταν όλα αλλά είχαμε όμως πάρα πολλοί -όχι όλοι- πάρα πολλοί την ελπίδα και το πάθος να κτίσουμε, να κτίσουμε. Μετά αργότερα κατάλαβα ότι και η ελπίδα αυτή ήταν μάταιη τελικά και βλέποντας πως είναι τα πράγματα τώρα δεν μπορώ να σας πω ότι δεν είμαι απογοητευμένη αλλά αυτό μπορεί να είναι και ένα συναίσθημα της ηλικίας ενός ανθρώπου. Παρόλο που εγώ δεν θέλω να σκέφτομαι ως μια γυναίκα που έχω πατήσει τα 80. Θέλω να ονειρεύομαι, θέλω να έχω, πιστεύω ότι εσείς οι νέοι είστε πολύ καλύτεροι από μας, πολύ ανώτεροι από μας. Διότι κοίταξε. Εσύ βγήκες έξω στη Γερμανία, γνώρισες μια άλλη γλώσσα. Άρα ξέρεις την κουλτούρα και το συναίσθημα ενός άλλου λαού. Είσαι πολύ πιο πλούσιος από ότι ήμουν εγώ στα δικά μου χρόνια. Δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να σου πω, τι θέλεις άλλο να μάθεις;
Για τον πατέρα σας να ρωτήσω. Είπατε ήτανε από τη Λάρισα.
Ήταν από τη Λάρισα.
Στα Κιμμέρια πως βρέθηκε;
Α, να σας πω πως ήρθε στα Κιμμέρια. Ναι, αυτό το έχω καταγράψει και για τα παιδιά μου και ακόμη δεν είχα την ωριμότητα τότε να τον ρωτάω τον πατέρα μου πώς έγινε αυτό. Μου έλεγε μία ιστορία και εγώ δεν είχα απορίες. Λοιπόν ο πατέρας μου το '22 ήταν 22 χρόνων, το 1901 γεννήθηκε. Το '22 έκαναν εδώ μία επιστράτευση για να στείλουν νέο αίμα στο Αφιόν Καραχισάρ εκεί. Αλλά ο πατέρας μου καθώς ήταν εργάτης, καπνεργάτης και αυτοί ήταν πιο μπροστά από τους εργάτες, είπε ότι εγώ δεν πάω εκεί για να γίνω λεία στα σπαθιά των Τούρκων. Και μόλις -το τρένο περνούσε από τα Κιμμέρια, ξεκίνησε από τη Λάρισα, περνούσε από τα Κιμμέρια- και στα Κιμμέρια υπήρχε σιδηροδρομικός σταθμός και σταματούσε το [00:20:00]τρένο. Και εκεί ο πατέρας μου πήδηξε. Πήδηξε από το τρένο και εγώ δεν είχα την έμπνευση τότε να τον ρωτήσω. Πήδηξε από το τρένο, τη νύχτα πώς σύρθηκες ανάμεσα στα χόρτα, ανάμεσα στους θάμνους, που κρύφτηκες; Μου είπε ότι πήδηξα και κρυβόμουνα σε σπηλιές, σε σπίτια και στα Κιμμέρια υπήρχε καπνεργοστάσιο. Μπαίνοντας στα Κιμμέρια αριστερά τώρα έχει μερικά χρόνια που το έχουν γκρεμίσει. Και εκεί άρχισε να δουλεύει ως καπνεργάτης με το ψευδώνυμο, λεγόταν Ευάγγελος Ζαφειράκης και έκανε το όνομα του Ζαφείρη Ζαφειρόπουλος. Και εδώ μετά έγινε και πρόεδρος στο Εργατικό Κέντρο και στο σωματείο καπνεργατών, τον ξέρουν οι παλιοί ως Ζαφειρόπουλο. Εκεί λοιπόν άρχισε να εργάζεται στο καπνεργοστάσιο των Κιμμερίων και να μένει βέβαια σε κάποιο δωμάτιο. Η μάνα μου ήταν από τα Κιμμέρια, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και έτσι έμεινε ο πατέρας μου εδώ. Αλλά έχει και άλλη απόδραση ο πατέρας μου. Σε πολλούς που λέω την ιστορία λεν, λιποτάκτης τον λένε. Έχει και άλλη απόδραση. Μου έλεγε ότι το '40 έγινε επιστράτευση για να πάνε οι άνθρωποι στην Αλβανία τον εισβολέα να αντιμετωπίσουν. Ο πατέρας μου μαζί με το θείο μου πήγε σε ένα φυλάκιο πάνω από τα Γιάννενα. Εκεί ο πατέρας μου βρήκε το φυλάκιο αυτό, ο θείος μου όμως δεν μπορούσε να το βρει. Δεν ήξερα, είχαν βέβαια χαρτιά, αλλά δεν ήξεραν που βρίσκεται. Ούτε και οι άλλοι από κει μπορούσαν να τον βοηθήσουν και τον κράτησε ο αξιωματικός στο φυλάκιο που ήταν ο πατέρας μου. Αλλά είπε στον πατέρα μου ότι δεν υπάρχει μερίδα για αυτόν, θα μοιράζεσαι τη μερίδα. Και πραγματικά μοιραζόταν τη μερίδα. Μου έλεγε ο πατέρας μου ότι είχαν φύγει οι χωρικοί από τα σπίτια τους εκεί. Μου έλεγε και την τοποθεσία αλλά την έχω ξεχάσει. Και έμειναν σε σπίτια και σκεπαζόταν με βελέντζες -γιατί έκανε πολύ κρύο- των ανθρώπων που είχαν φύγει εκεί από τα σπίτια τους. Εκεί πρόσεξε ο πατέρας μου ότι -όπως μου τα διηγείται σας τα λέω- πρόσεξε ότι ένας-ένας οι αξιωματικοί έλειπαν κάθε μέρα από τη δύναμη εκεί. Τη μία έφυγε ένας αξιωματικός, την άλλη εξαφανίστηκε ο άλλος αξιωματικός. Και λέει στο θείο μου ότι κάτι γίνεται εδώ, πρέπει μάλλον θα καταρρεύσει το μέτωπο, πρέπει να φύγουμε. Και κάνουν παρέα και με έναν Ηπειρώτη που ήξεραν τα πράγματα εκεί και ξεκινούν οι τρεις και φεύγουν, λιποτακτούν και αυτοί πριν καταρρεύσει το μέτωπο και περπατούνε τη νύχτα και κρύβονται την ημέρα. Έχουν στρατιωτικά ρούχα, έχουν όμως την έμπνευση να ανταλλάξουν τα στρατιωτικά ρούχα με κάποια άλλα για να μη δίνουν στόχο. Και έτσι φτάνουνε στα Γιάννενα. Εκεί με ένα ΡΕΟ, στρατιωτικό αυτοκίνητο από αυτά τα ανοιχτά που είναι από πίσω, προωθούνται στη Θεσσαλονίκη και με πολλά βάσανα από τη Θεσσαλονίκη, ανεβαίνουν στο τρένο και έρχονται στα Κιμμέρια και οι δυο. Είχε εν τω μεταξύ, είχε καταρρεύσει το μέτωπο. Ευτυχώς δηλαδή είχαν φύγει γιατί θα πιανόταν αιχμάλωτοι και θα προωθούνταν σε στρατόπεδα των Ναζί όπως και έγιναν οι πιο πολλοί. Δηλαδή έγιναν, και από δω μπήκαν οι Γερμανοί αλλά και από τα Γιάννενα όταν κατέρρευσε το μέτωπο. Και οι άνθρωποι ψυλλιασμένοι προωθούνταν στους δρόμους και έκαναν την πορεία. Ο πατέρας μου δύο φορές λοιπόν ξέφυγε από αυτό και αυτή η ιστορία μου έμεινε και μετανιώνω που δε ρώτησα λεπτομέρειες. Αλλά όταν είσαι νέος έχεις άλλα ενδιαφέροντα και δεν εστιάζεις εκεί που πρέπει να εστιάσεις. Και φυσικά επέστρεψαν στα Κιμμέρια γύρω στο '40, όχι γύρω στο '40 και μετά έμεινε στην, έφυγε για τη Λάρισα και έμεινε εκεί. Ναι, τι άλλο θα θέλατε να σας πω; Α, ναι μετά εδώ όταν ήρθε, όταν φύγαμε από τα Κιμμέρια, η δουλειά τους ήτανε, είχαμε χωραφάκια. Να σκεφτείς μαζί με τον θείο μου είχε 12,5 στρέμματα χωράφι. Μισό μέτρο εδώ, 15, ένα στρέμμα εκεί, μισό στρέμμα εδώ, ενάμιση, διάφορα τέτοια και κάνανε καπνά. Ξέρεις πώς γίνεται η καλλιέργεια των καπνών; Δεν υπάρχει πιο σκληρή δουλειά. Αρχίζει από τον Μάρτιο που βάζουν τα φυτά, τους χασλαμάδες και προχωρείς τη φυτεία ένα μήνα μετά και μετά στο σπάσιμο των καπνών, που πηγαίνουν νύχτα και το σπάζουν. Μετά αρχίζει το βελόνιασμα, κάνουν τις αρμάθες, τις βάζουν σε τελάρα έξω να στεγνώσει, τις μαζεύουν -τότε έτσι γινόταν, τώρα είναι αλλιώς η καλλιέργεια των καπνών. Μετά τις βάζουν στα υπόγεια για να υπάρχει μια υγρασία, να μην ξεραθεί το φύλλο και όλο το χειμώνα γίνεται το παστάλι, δηλαδή φύλλο-φύλλο-φύλλο-φύλλο κάνουν έτσι δεματάκια. Το δένουνε σε στοίβες και έρχεται μετά το Φεβρουάριο, το Μάρτιο, έρχεται τον άλλο χρόνο να το εκτιμήσει ο μεσίτης. Είναι ο δεύτερος χωροφύλακας εκείνος. Είναι ο φόβος μου, ο χωροφύλακας και ο μεσίτης. Τι τιμή θα δώσει στο καπνό. Και ξέρετε πως γινόταν αυτά, τώρα στον υπολογιστή προχθές είδα ότι κάποιος Τεφρωνίδης εδώ αναρτάει παλιές φωτογραφίες και ανάρτησε μία φωτογραφία από ένα Πομακοχωρι που πάνε οι μεσιτάδες επάνω και εγώ δεν άντεξα και έγραψα: «Κάτω τα χέρια από τον πλούτο των ανθρώπων.» Και κοιτάνε τον καπνό να δώσουν μια τιμή, να δώσουν όσο το δυνατόν πιο χαμηλή τιμή. Ήταν και ο φόβος μου. Θα ρθει ο μεσίτης, θα αρέσει το καπνό μας, θα το πάρει; Γιατί και αυτό ήταν μια πηγή οικονομική όπου μπορούσες να περάσεις. Όχι δούλευαν πέντε άνθρωποι και αμειβόταν ένας αλλά ήταν κάποια χρήματα έμπαιναν στο σπίτι. Μετά όταν ήρθαμε εδώ όντας πρόσφυγες, ανταρτόπληκτους μας έλεγαν τότε. Και όπως σας είπα και προχθές το τι bullying υπέστην στο σχολείο «Αυτό είναι ανταρτόπληκτο» παρόλο που εγώ και οικονομικά και κοινωνικά και διανοητικά ήμουνα πολύ πιο πάνω από τα παιδάκια αυτά των πόλεων. Αλλά έλα όμως που ήταν ομαδικό το bullying, ήρθε το χωριατάκι τώρα, από κει το αμερικανάκι. Μετά ο πατέρας μου καθώς δούλευε εδώ στο, ανακατεύτηκε με τον συνδικαλισμό, εξελέγη επανειλημμένα και αντιπροσώπευσε τους εργάτες στα διάφορα συνέδρια. Είχα και κάποιες ομιλίες του που γινότανε στην Αθήνα. Μετά κάποια χρόνια έγινε και πρόεδρος στο Εργατικό Κέντρο και φυσικά βγήκε στη σύνταξη έπειτα. Και η μητέρα μου και αυτή καπνεργάτρια. Θυμάμαι πόσα χρήματα έπαιρναν τότε οι καπνεργάτες την εβδομάδα. Το θυμάμαι αυτό διότι εγώ θα ήμουνα τρίτη-τετάρτη Γυμνασίου εκεί και δούλευαν οι γονείς μου και εγώ έμεινα στο σπίτι και με έδινε οδηγίες η μαμά μου πώς θα μαγειρέψω τα φασολάκια, το ένα το άλλο. Και θυμάμαι ότι έπαιρνε 30 δραχμές βδομαδιάτικο και από τις 30 δραχμές κάθε εβδομάδα αγόραζε τη ζάχαρη, τον καφέ, το λάδι της εβδομάδας και δεν ξέρω και αν της περίσσευαν μερικά χρήματα. Πάντως 30 ευρώ θυμάμαι πολύ καλά ότι ήτανε το εβδομαδιαίο, κάθε εβδομάδα πληρωνόταν. Είχαμε φύγει από το σπίτι των Ταξιαρχών επάνω και καθόμασταν στην οδό Έλλης σε ένα σπιτάκι που είχε όλο κι όλο μια κουζινίτσα πάρα πολύ μικρή, ένα κανονικό δωμάτιο και ένα άλλο μικρό δωμάτιο όσο το άνοιγμα μιας πόρτας. Πόσο ανοίγει η πόρτα, έτσι ακριβώς. Μου έβαλαν ένα ντιβανάκι, η πόρτα δεν άνοιγε αλλά εγώ θυμάμαι ότι ήμουνα πανευτυχής σε εκείνο το δωμάτιο γιατί ήμουνα μόνη. Και ένα τραπέζι ξύλινο, ορθογώνιο, το οποίο ήταν και ανώμαλο από πάνω διότι ήταν ακατέργαστο το ξύλο και τα πόδια του πήγαιναν αριστερά και δεξιά και εκεί επάνω είχα τα βιβλία μου. Και απέναντι από το ντιβάνι μου είχαμε ένα φανάρι -δεν ξέρω αν ξέρετε τι είναι φανάρι- όπου βάζουμε τα τρόφιμα μας μέσα. Αλλά ήτανε νιάτα εκείνα και δεν ένιωθα έτσι, ίσα-ίσα ένιωθα πολύ ωραία όταν κλεινόμουν και διάβαζα στο δωμάτιο εκείνο. Ο πατέρας μου όταν πέθανε είχε και τις σχετικές τιμές, ήτανε, ήρθε ο δήμαρχος, ήρθε το εργατικό κίνημα. Ήταν δηλαδή είχε συμμετοχή στο εργατικό κίνημα και στους αγώνες. Τα οποία τώρα όπως βλέπεις έχουν γίνει, έχουν εξανεμιστεί πραγματικά. Για αυτό είπα ότι όλα είναι υποκειμενικά. Αλήθειες που ίσχυαν [00:30:00]τότε, δεν ισχύουν τώρα. Και στον ηθικό τομέα. Ποιος μιλάει ας πούμε για παρθενικό υμένα τώρα; Τότε ήταν αξία, τώρα είναι απαξία, το ξέρω, το καταλαβαίνω, το ακούω από τα παιδιά μου, το ακούω από τους νέους. Τότε όμως ήταν αξία, πώς αλλάζουν τα πράγματα μέσα σε λίγα χρόνια. Λέω λίγα χρόνια διότι βιολογικά ας πούμε η εποχή των, κάτσε να πω. Η εποχή, η αρχαία εποχή βιολογικά ήτανε χθες. Η εποχή των παγετώνων είναι προχθές. Θέλω να πω σε λίγα χρόνια που είναι η ζωή ενός ανθρώπου ακόμη και ηθικές αξίες αλλάζουν. Τι είναι σωστό, πώς το λέει ο Σεφέρης. Τι είναι Θεός, τι είναι ημίθεος και τι το ανάμεσά τους.
Αυτά τα πράγματα ήταν πιεστικά για μια νεαρή κοπέλα;
Βέβαια, βέβαια. Τότε λέω παντρεύτηκα διότι αλλιώς δεν μπορούσα να ζήσω με τον άνθρωπό μου, δεν μπορούσαμε ούτε έξω να βγούμε. Ένα, τώρα που είναι τόσο απλό, ένα καφέ να πιείς. Όχι τότε απαγορευόταν αυστηρά και επίσης -και κοίταξε πως αλλάζει και το λεξιλόγιο των ανθρώπων- τότε μια γυναίκα που συμβίωνε με έναν άντρα την έλεγαν σπιτωμένη. Σήμερα λένε συμβιώνω, είναι ο σύντροφός μου και τι ωραίο που είναι αυτό το πράγμα, τι ωραίο. Πόσο έτσι καταδυναστευμένοι ήμασταν τότε. Αλλά ο άνθρωπος είναι θηρίο, επιβιώνει και νομίζω ότι και μέσα από τις δυσκολίες ίσως γίνεται και πιο έτσι, σμιλεύεται ο χαρακτήρας του, σμιλεύεται. Το προσωπικό σου βάσανο νομίζω είναι αυτό που σε μορφώνει πιο πολύ, σε κάνει πιο άνθρωπο.
Εκεί στα Κιμμέρια, είπατε όσο ήταν οι Βούλγαροι, δεν είχε κάποιο, δεν είδατε βία;
Όχι, δεν είδα βία.
Είχε όμως Βούλγαρους το χωριό;
Βέβαια, βέβαια. Είχε έναν που τον έλεγαν βοεβόδα. Και εκεί που λέει ας πούμε, την ξέρετε την παροιμία που λεν, ας με λένε βοιβοντίνα και ας πεθαίνω από την πείνα. Η γυναίκα του, του βοεβόδα, ήταν η βοιβοντίνα. Βεβαίως το θυμάμαι αυτό και ξέρω και πού ήταν το σπίτι του, του ανθρώπου αυτού. Δεν θυμάμαι, αυτό δεν σημαίνει που δεν γινόταν κιόλας, σας είπα είναι έτσι από τη δική μου τη ματιά. Όσα έβλεπα και όσα μπορούσα να κατανοήσω. Και όσα, και την ιστορία των γονιών μου που σας λέω, όσα πέρασα, τα πέρασα αυτά και από τη διεργασία που έκανα μέσα μου. Ένα πράγμα που πρέπει να σας πω και πού μπορείτε να το δείτε ακόμη και τώρα. Έχετε την εικόνα πώς είναι η πλατεία Αντίκα; Καθώς ανεβαίνουμε πάνω προς το δημαρχείο, πριν φτάσουμε και πριν φτάσουμε στην πάλαι ποτέ ΦΕΞ, υπάρχει ένα κατάστημα όπου πουλούσαν διάφορα αντικείμενα, έτσι κάτι έπιπλα, υπάρχει ένα τέτοιο κατάστημα. Δίπλα εκεί -ακόμη έτσι είναι το σπίτι- υπήρχε ένα μαγαζάκι που πουλούσανε βιβλία. Αλλά δεν τα πουλούσαν τα βιβλία, τα νοίκιαζαν. Τότε ήμουνα εγώ 10-11 χρονών και πηγαίναμε με λεπτά ενδεχομένως να πάρουμε βιβλία. Ποια βιβλία κυκλοφορούσαν; Κλασσικά Εικονογραφημένα, τα ξέρετε αυτά; Όπου είχανε όλα τα κλασικά έργα με εικόνες. Θυμάμαι ότι εκεί έμαθα τους Αθλίους, την Παναγία των Παρισίων, τους Τρεις Σωματοφύλακες, από εκεί. Κυκλοφορούσε τότε και η Μάσκα, έτσι το λέγανε ένα, αστυνομικό. Όμως εγώ δεν είχα σχέση με αυτό. Καθώς και ο Μικρός Ήρωας και αυτόν δεν τον έπαιρνα. Έπαιρνα όμως αυτά, τα δανειζόμασταν και τα επιστρέφαμε τα βιβλία. Χιλιοσκισμένα, χιλιοχρησιμοποιημένα αλλά ήταν πολύ γοητευτικό αυτό. Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα. Τώρα υπάρχουν πρόσβαση στα βιβλιοπωλεία, έχει ο εγγονός μου βιβλία, βιβλία, βιβλία δεν χωράει, δεν χωράει το δωμάτιο. Τότε έτσι, αυτό με συγκινεί έτσι όταν το θυμάμαι, που πηγαίναμε και αγοράζαμε αυτά τα χιλιοτριμμένα βιβλία.
Ποιος το χε αυτό το μαγαζί;
Αυτό, όχι αυτό με τα έπιπλα δίπλα, δεν ξέρω, είναι ένα χαμηλό. Και πάνω ξέρω και ποια οικογένεια έμεινε γιατί ερχόταν τα κορίτσια στο γυμνάσιο. Πιο μεγάλα από μένα αλλά ερχόταν εκεί. Ακόμη το θυμάμαι, έτσι είναι όπως ήταν τότε. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και έχει ακόμη τα παραθυράκια από πάνω και ήταν κάτω το μαγαζάκι. Μου φαίνεται πως ήταν κάποιος που τον έλεγαν -τώρα το θυμήθηκα- Κρεμμύδας, κάπως έτσι. Παλιός Ξανθιώτης ήτανε. Ναι, άλλο τι θέλετε να σας πω;
Στα Κιμμέρια είπατε κατεβήκανε οι αντάρτες, στην απελευθέρωση. Ήτανε από το χωριό αυτοί;
Βεβαίως, ήταν. Τα Κιμμέρια το λέγανε μικρή Μόσχα, ήτανε χωριό των αριστερών και ήτανε αστικοποιημένο το χωριό. Εγώ θυμάμαι πως ερχόταν και οι άμαξες, τα λαντό αυτά που λέμε και μας έπαιρναν και ερχόμασταν εδώ όπου γινόταν χοροεσπερίδες, έτσι τις λέγανε τότε. Και ερχόταν άνθρωποι που τραγουδούσαν ωραία, έπαιζαν σκηνές, είχε μία κουλτούρα το πράγμα. Ενώ δεν συνέβαινε το ίδιο στα άλλα χωριά. Αλλά με την αστυφιλία τότε ήρθαν όλοι. Τώρα τα Κιμμέρια καμιά φορά πηγαίνω και στεναχωριέμαι πάρα πολύ διότι δεν είναι το χωριό μου, είναι αγνώριστο. Ήρθαν άλλοι άνθρωποι όπως είναι η ιστορία δηλαδή. Ήρθαν ιδίως μουσουλμάνοι, Πομάκοι εκεί. Έχουν γίνει ωραία σπίτια, ωραία μαγαζιά, ως πρόοδο το βλέπω αυτό το πράγμα. Έτσι καμιά φορά οι άνθρωποι τους ξένους, τους επήλυδες τους θεωρούν κακούς και αυτό είναι πολύ παλιό ρε παιδί μου, πολύ παλιό. Έχει μερικά χρόνια, πολλά χρόνια πιο μπροστά είχα διαβάσει Τα σταφύλια της Οργής του Steinbeck αλλά το είχα ξεχάσει. Κάποια στιγμή το πήρα από μία εφημερίδα και το ξαναδιάβασα και είδα την ίδια αντιμετώπιση με τους ξένους που έχουμε και εμείς εδώ τώρα. Δηλαδή αυτούς που έρχονται τους ονομάζουν κακούς και τους ντόπιους τους ονομάζουν καλούς. Και μετά θυμήθηκα ότι έτσι γίνεται στην Ιστορία. Και τους Μικρασιάτες που ήρθαν εδώ πέρα τους έλεγαν τουρκόσπορους. Φάε το φαγάκι σου -έλεγε η μαμά- γιατί θα ρθει ο Τούρκος και ο τουρκόσπορος και θα σε φάει. Και θα με βοηθήσεις τώρα, πώς τον λέγανε αυτόν τον τραγουδιστή που πέθανε, που φορούσε το κόκκινο το μαντηλάκι εδώ; Ήταν ο Πορτοκάλογλου ο ένας και αυτός ο άλλος;
Παπάζογλου;
Ο Παπάζογλου, ακριβώς. Αυτόν τον άκουσα μια φορά που είπε στο ραδιόφωνο, είπε ότι τον κάλεσαν να πάει σε συναυλία σε ένα χωριό, κάπου εκεί προς τον Αξιό ποταμό, κάπου εκεί. Και αρνήθηκε να πάει διότι ο πατέρας του του είπε ότι ο πατέρας του ήρθε πρόσφυγας εδώ και πέρασε αρχηγός μιας ομάδας προσφύγων και πέρασε από το συγκεκριμένο χωριό και ζήτησε λίγη φωτιά να ανάψουν ένα καζάνι, να κάνουν λίγο τσάι για μερικά παιδάκια που βασανίζονταν και τον έδιωξαν από το χωριό. Δηλαδή δεν τους δεχτήκαμε τους αδελφούς μας με ανοιχτή καρδιά. Και είπε ο Παπάζογλου αρνούμαι σε αυτό το χωριό να πάω να κάνω συναυλία, έτσι για τη μνήμη του πατέρα μου. Και έχοντας συγκεντρώσει όλα αυτά στο μυαλό μου, λέω γιατί δεν αλλάζει ο άνθρωπος; Γιατί δεν αλλάζει; Τώρα τελευταία πήγαμε σε κάνα-δυο, αρχαίο θέατρο στους Φιλίππους. Είδα τον Ορέστη, είδα τις Φοίνισσες και τον Προμηθέα δεσμώτη και πριν πάω εκεί, τα διάβασα βέβαια, συγκέντρωσα μερικά πράγματα και λέω αυτά που είναι γεμάτα από ανθρωπιά που μιλάνε για την αγάπη, για την ομόνοια που έγιναν 500 χρόνια παίχτηκαν πριν έρθει ο Χριστός και ο μύθος είναι χίλια χρόνια πριν γεννηθεί ο Χριστός. Μετά ήρθε εδώ ο Χριστός, στη βαθιά, βαθιά Ανατολή ήρθε ο Βούδας, που μίλησαν και αυτοί για τα ίδια πράγματα. Πες μου σε παρακαλώ, εσύ που είσαι νέο παιδί και είσαι μέσα στην επιστήμη, γιατί ο άνθρωπος δεν έγινε καλύτερος, ελάχιστα καλύτερος; Γιατί; Γιατί πού είναι όλα αυτά τα διδάγματα; Σκοτώνει με την ίδια βιαιότητα, όχι με σπαθιά όπως τότε, με άλλο τρόπο. Οικονομία, ξέρουν αυτοί τώρα, χημικά, διάφορα. Είναι το μεγάλο μου ερώτημα. Και τα παιδιά μου κάθε φορά που τα λέω αυτά τα πράγματα μου λέει «Μαμά πολλές φαγούρες έχεις. Μην ασχολείσαι με αυτά. Ante Portas από την τελευταία έξοδο. Δεν έχει έξοδο από τη γη αλλά τέλος πάντων.
Τώρα που λέτε για πόλεμο. Στον εμφύλιο τότε από το χωριό ανέβηκαν αντάρτες;
[00:40:00]Ο πιο πολύς κόσμος έφυγε εκεί. Θυμάμαι και εγώ νέα παλικάρια με το όνειρο για μια καλύτερη ζωή, για μια καλύτερη ζωή, ανθρωπινότερη ζωή. Όχι μόνον οι άνθρωποι του χωριού ρε συ Αλέξη αλλά και η παγκόσμια διανόηση δεν ήταν με το μέρος των κομμουνιστών; Η παγκόσμια διανόηση. Το άνθος θα έλεγα της παγκόσμιας διανόησης και απογοητευτήκαμε μετά, οικτρά απογοήτευση. Αλλά εμένα μου αρέσει έτσι να έχω μία ελπίδα και έκανα τη θεωρία μου το λέω και σε μία φίλη μου, μου λέει, να μου το λες συχνά αυτό. Έκανα τη θεωρία μου κατά πως με βολεύει. Λέω ο χριστιανισμός ως θρησκεία της αγάπης, της αλληλεγγύης, της συγχώρεσης έκανε δύο χιλιάδες χρόνια για να επικρατήσει και να την αποδέχονται όλοι. Μήπως λοιπόν είναι πολύ λίγα τα χρόνια, τα 70-80 που έγιναν από την επανάσταση την Οκτωβριανή που κράτησε πάρα πολύ λίγο. Μήπως με χρόνια, με καιρούς ύστερα από 500-600 χρόνια αναθεωρήσουν οι άνθρωποι και φύγουν από τον καπιταλισμό. Που για μένα δεν είναι ελευθερία ο καπιταλισμός. Αφήνεις ελεύθερα και τα πρόβατα και τους λύκους. Έχουν καμία ελπίδα τα πρόβατα; Δεν έχουν καμιά. Δεν ξέρω όμως τώρα, κατά πόσον εσείς οι νέοι προβληματίζεστε με αυτά τα πράγματα. Είναι ελευθερία ο καπιταλισμός;
Είναι προβληματισμοί ολονών. Τώρα που λέτε για αυτά. Από τους μεσίτες που τους είπατε, ποιους θυμάστε;
Α, θυμάμαι έναν ο οποίος ήταν και νονός μου κιόλας. Ένας Τζατζίδης. Έχει πεθάνει και ο γιος του και αυτός ήταν νονός μου. Αυτός ήτανε μεσίτης στον Πετρίδη, στο καπνεργοστάσιο του Πετρίδη. Ξέρω και έναν Καλογερή, τον πατέρα του Καλογερή του γιατρού που είναι εδώ. Ένας άνθρωπος καθόλα αξιόλογος, αξιοπρεπής αλλά δεν ξέρω βέβαια ως μεσίτης τι έκανε. Θυμάμαι και μερικούς μεσιτάδες που είχε η ΣΕΚΕ, αλλά ως ανθρώπους τους θυμάμαι, αλλά ως ονόματα δεν μπορώ να τους θυμηθώ. Βέβαια ήτανε γνωστοί οι άνθρωποι αυτοί τότε. Ερχόταν συνεννοημένοι με κάποιον από το χωριό, του έδιναν μια τιμή και από κει και πέρα έλεγε ο τάδε πούλησε τα καπνά με πέντε δραχμές ας πούμε. Όλοι οι άλλοι, ήταν όριο αυτό, όλοι οι άλλοι κάτω από κείνον. Υπήρχαν τέτοια παιχνίδια.
Όταν πιάσαν πρώτα τον πατέρα σας και μετά τη μητέρα σας που τους συλλάβανε, αυτό το θυμάστε;
Βέβαια, βέβαια θυμάμαι το χωροφύλακα που ήρθε και. Έμειναν αυτά στη μνήμη μου, ο χτύπος του χωροφύλακα και η επίσκεψη του μεσίτη. Αυτά τα δυο με χάραξαν και ως άνθρωπο. Και οποιεσδήποτε έτσι δειλίες, ατολμίες, μειονεκτικότητες, καθώς αναλύω τώρα ως μεγάλη τον εαυτό μου, οφείλονται σε αυτούς. Αλλά μπορεί να ήταν και μια κινητήριος δύναμη, γιατί αυτό ήταν που με έκανε ότι πρέπει, πρέπει να σπουδάσω. Πρέπει να έχω ένα κοινωνικό απόβαρο και πώς θα έχω κοινωνικό απόβαρο; Όχι με το να κάνω ένα γάμο αλλά με το να έχω μια θέση στην κοινωνία, έστω μικρή θέση. Δεν λέω ότι πάτησα στο αυγό και έφτυσα στον ουρανό, όχι. Τι με ρωτήσατε;
Αν θυμάστε...
Α, ναι για τους μεσιτάδες. Αυτούς τους μεσιτάδες θυμάμαι.
Τη σύλληψη...
Α, ναι ναι ωραία, τη σύλληψη, βέβαια. Θυμάμαι που ήρθαν και χτυπούσαν βίαια την πόρτα, τάκα τάκα τάκα. Εμείς είχαμε κλειστά, δεν μιλούσαμε. Δεν απαντούσαμε. Χτυπάνε το διπλανό σπίτι. Αυτό είναι Ταξιαρχών 28 είναι το σπίτι αυτό. Χτυπάνε το διπλανό, βγαίνουν οι άνθρωποι, νύχτα βέβαια, βγαίνουν οι ανθρώποι. Λένε ποιον ζητάτε; Είπα τον Βαγγέλη τον Ζαφειράκη ή Ζαφειρόπουλο ζητάμε. «Α -είπαν αυτοί- εμείς δεν ξέρουμε κανέναν τέτοιο.» Ξαναήρθαν αυτοί, ξαναχτύπησαν πολύ βίαια ώσπου να σπάσουν την πόρτα, κατέβηκαν τον πήραν τον πατέρα μου. Τη μάνα μου την πήραν από τα Κιμμέρια και το θείο μου τον πήραν εκείνο το βράδυ, από αυτό το σπίτι που μέναμε. Τη μάνα μου την πήραν αργότερα από τα Κιμμέρια. Και εκεί ήρθαν πάλι στο σπίτι, τότε από το φόβο των ανταρτών που χτυπούσαν το χωριό, οι άνθρωποι δεν κοιμόντουσαν στα σπίτια τους, ο καθένας στο δικό του αλλά πήγαιναν τρεις-τρεις, τέσσερις-τέσσερις και κοιμόνταν στο σπίτι της γειτόνισσας. Και πήραν τη μάνα μου και η μάνα μου μόλις είδε το χωροφύλακα άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. Και ο χωροφύλακας -αυτό δεν το είδα, μου το είπε η μάνα μου- την άρπαξε βίαια και την έβαλε στο αυτοκίνητο μέσα. Στο κρατητήριο εδώ που σας είπα και από κει στο Τρίκερι. Στο Τρίκερι η μάνα μου κάθισε ένα χρόνο. Ήθελα πάρα πολύ να πάω και στη Μακρόνησο και στο έτσι σαν προσκύνημα αλλά δεν το κατάφερα. Έκανα άλλες επιλογές και δεν πήγα εκεί. Το έχω στην άκρη του μυαλού μου. Ο μεγάλος μου ο γιος είναι στην Αθήνα, πολλές φορές μου λέει, έλα θα πεταχτούμε μέχρι τη Μακρόνησο. Ο μικρός μου είναι στη Θεσσαλονίκη μου λέει θα σε πάω εγώ μέχρι το Τρίκερι αλλά κάποια στιγμή αμβλύνονται και όλα αυτά που έχεις και βάζεις άλλους στόχους, άλλα ενδιαφέροντα. Θέλεις και να τα ξεχάσεις κιόλας. Θυμάμαι βέβαια όλες τις συλλήψεις αυτές τις θυμάμαι. Θυμάμαι τη γιαγιά μου που ήρθε και μου είπε: «Τρέξε γρήγορα, τη σηκώνουνε». Έτσι είπε, τη σηκώνουν. Τους σηκώνουν, τη σηκώνουν τη μαμά. Και έφυγα και έτρεξα στο αυτό και είδα τη μάνα μου που την έβαλαν στο ΡΕΟ. Και όπως σας είπα δεν θυμάμαι να έκλαψα, να πόνεσα. Καταλάβαινα όμως ένα αίσθημα ότι πια είμαι μόνη σε έναν, στο πουθενά, στη μέση του πουθενά, ένα παιδί 10-12 χρόνων. Έχω ασχοληθεί πάρα πολύ με τα εμφυλιοπολεμικά. Είναι δύο καθηγητές εδώ που είναι και φίλοι του μικρού μου γιου. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, έχουν βγάλει ένα βιβλίο, τα εμφύλια πάθη, το οποίο το έχω μελετήσει εγώ, κάπου κατά δω τώρα το έχω, μπορώ να το ψάξω, να σας το δώσω αν ενδιαφέρεστε για αυτά. Και είδα ότι εκεί αλλιώς τα γράφουν τα πράγματα και λέω μπορεί να είναι και έτσι. Εγώ έχω τη μικρή εικόνα, τον υποκειμενισμό, όλα περνάνε από τον πόνο και τα βλέπεις διαφορετικά τα πράγματα. Άλλο τι θέλετε;
Στην Ξάνθη όταν ήρθατε και μένατε Ξάνθη, θυμάστε οι αντάρτες να βομβαρδίσαν την πόλη;
Βεβαίως το θυμάμαι και μάλιστα σκοτώθηκε και ο άντρας μιας πατριώτισσας του πατέρα μου. Από τον Τύρναβο ήταν αυτή, έβγαλε το κεφάλι, όχι τον άντρα της ναι. Έβγαλε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο, κάπου προς τα δω κάτω καθόταν και έπεσε ένας όλμος εκείνη την ώρα και του πήρε το κεφάλι. Βέβαια θυμάμαι και το βομβαρδισμό που έγινε στην Ξάνθη. Αλλά όχι εκεί σε μας, δεν θυμάμαι τους ήχους και το φόβο, εκ των υστέρων. Και επίσης θυμάμαι και κάτι άλλο πολύ οδυνηρό που δείχνει τον πολιτισμό των ανθρώπων και που ούτε την Αντιγόνη σκέφτηκαν που έθαψε τον αδελφό της. Είχαν σκοτώσει δύο αντάρτες και προς παραδειγματισμόν τους έβαλαν στην πλατεία, την κεντρική πλατεία. Τους είχαν εκεί τους δύο και εμείς παιδάκια που τότε περπατούσαμε, δεν μέναμε εκεί στο σπίτι όπως μένουν τώρα. Από κει, Αλούτς λέγεται η γειτονιά αυτή που σου λέω, Ταξιαρχών που είναι. Από κει κατεβήκαμε στην πλατεία και τους είδα τους δύο αντάρτες που τους είχαν εκεί σε κοινή θέα για να, έτσι για να κάνουν τους ανθρώπους να έχουν μια κάποια τέλος πάντων αντιπάθεια στους ανθρώπους αυτούς. Είπαμε, δεν ξέρω τι ήτανε σωστό και πώς έγιναν όλα αυτά τα πράγματα και αν μας πούλησαν ψεύτικες ελπίδες ή αν έτσι διαμορφώθηκαν τα πράγματα εκεί, δεν ξέρω πραγματικά. Και πάρα πολλά έχω διαβάσει από τότε, που ενισχύουν την πρώτη άποψη ότι δεν ήταν τα πράγματα έτσι όπως. Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά, συγκλονιστικό βιβλίο. Δεν θυμάμαι, είναι πολύ γνωστός συγγραφέας, τώρα δεν μπορώ να τον ανακαλέσω στη μνήμη μου. Λέει την ιστορία του Τρότσκι, ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά. Και φυσικά λέει κι όλη, τον τρόπο που λειτουργούσε το τότε σοβιετικό καθεστώς. Είπα, δεν ξέρω τι να πω.
Στο σχολείο είπατε σας λέγανε Αμερικανάκι.
Αμερικανάκι, έτσι μας λέγαν τότε. Δεν ξέρω γιατί. Αμερικανάκια μας λέγαν που ερχόμασταν από τα χωριά στην πόλη. Τώρα έχει να κάνει με την αμερικανική βοήθεια που στέλνανε δέματα οι Αμερικανοί τότε και σε ανθρώπους έτσι ανταρτόπληκτους έτσι τους λέγανε, ανταρτόπληκτους. Και όχι αντάρτες, συμμορίτες τους λέγαν τότε. Και μία φορά σε ένα συνέδριο -κάτι λέγαμε, δεν θυμάμαι- και πήρα εγώ το λόγο να μιλήσω για ένα παιδαγωγικό θέμα και χρησιμοποίησα τη λέξη αντάρτες και μου λέει ένας επιθεωρητής: «Κάτσε κάτω νεαρά -έτσι μου είπε- όχι αντάρτες, συμμορίτες.» Και λίγο αργότερα μετά ο ίδιος ο [00:50:00]Κωνσταντίνος Καραμανλής αναγνώρισε τον λεγόμενο συμμοριτοπόλεμο όπως τον έλεγαν ή ανταρτοπόλεμο ως εμφύλιο πόλεμο. Ο Καραμανλής το αναγνώρισε αυτό, πιεζόμενος βέβαια και αυτός από την ανάγκη των πραγμάτων που άρχισαν να είναι διαφορετικά. Για αυτό λέω ότι το παραμύθι αυτό που σας είπα και στο τηλέφωνο, τα παλιά καλά χρόνια είναι πραγματικά παραμύθι. Τα χρόνια της νιότης, ναι είναι ωραία, τα βλέπεις όλα ωραία αλλά αυτό το κακό έχουν οι νέοι. Δεν ξέρουν τι σπουδαίο πράγμα είναι η νιότη. «Πώς να μουν νιος και να ξερα, γέρος και να μπορούσα».
Εκεί σαν μαθήτρια στο γυμνάσιο, τη δεκαετία του 50, πως ήταν...
Ναι, να σας πω. Σαν μαθήτρια ήμασταν βέβαια, φορούσαμε μπερέδες, τα ξέρεις ίσως και από την θεία σου την Εξάρχου και από τον πατέρα σου, από τον παππού σου, τον παππού σου. Τα αγόρια φορούσαν αυτό με το με την κουκουβάγια, κουρεμένη βέβαια αλίμονο. Τα κορίτσια φορούσαμε μπερέ με πόδια. Να σου πω -δεν το λέω από συντηρητισμό- ως ρούχο δουλειάς, πως ο γιατρός μπαίνει και φοράει τη ρόμπα του, ωραίο θα ήτανε. Φορούσαμε πόδια, ήταν πάρα πολύ αυστηρά, δεν έπρεπε να κυκλοφορούμε χωρίς τον μπερέ και χωρίς την ποδιά έξω. Οι καθηγητές ήταν πάρα πολύ αυστηροί. Άνοιγαν το καταλογάκι τους. Σήκω επάνω, πες το μάθημά σου και αν δεν το ήξερες δεν ενδιαφερόταν γιατί δεν το ήξερες ή να σου κάνει κάποια ερώτηση. Όχι, έβαζε το βαθμολογάκι του, το βαθμό του και κάτσε κάτω. Κοιτάξτε πώς είναι η πορεία ενός ανθρώπου. Αυτό μου έγινε μάθημα πολύ μεγάλο και πιστεύω ότι ως δασκάλα εξάντλησα όσα όρια μπορούσα να διαθέτω από παιδεία αλλά και από άποψη δικιά μου για τα παιδιά. Βαθμολογείς με άριστα ένα παιδάκι που γράφει πολύ ωραία, που είναι και χάρισμα να ζωγραφίζει. Και ένα άλλο παιδάκι το οποίο προσπαθεί, θυμάμαι τα μικρά μολυβάκια τους και τα χεράκια τους, που προσπαθούσαν να γράψουν όμορφα αλλά που δεν έφταναν ποτέ στον άλλον που είχε την ευχέρεια. Βαθμολογείς εκείνο το παιδάκι με άριστα και το άλλο το βάζεις 8-7 που ποτέ δεν θα μπορέσει να φτάσει ενώ έχει όλη την προσπάθεια και αυτό πρέπει να βαθμολογήσει ένας δάσκαλος του Δημοτικού Σχολείου τουλάχιστο. Λοιπόν κοιτάξτε πώς εξελίχθηκα. Όταν πήγα στο γυμνάσιο το πρώτο μου απολυτήριο ήταν 12. 12 από την Α' στη Β'. Από τη Β' στη Γ' ήταν 14. Από την Γ' στην Δ' ήταν 16. Και από την έβδομη -έτσι λέγαμε τότε, πρώτη γυμνασίου δε λέγαμε τρίτη γυμνασίου, οχτατάξιο σχολείο και από την εβδόμη στην ογδόη είχα 17-18. Βγήκα με 19 απολυτήριο, μπήκα τέταρτη στην Ακαδημία. Δεν το λέω ως αξιολόγηση του εαυτού μου, όχι. Το λέω ως την προσπάθεια ενός παιδιού και πώς εξελίσσεται αυτό μόνο του όταν δεν έχει βοήθεια και πόσο εσφαλμένα συμπεράσματα βγάζουνε οι άνθρωποι, οι καθηγητές και οι δάσκαλοι που έχουν κάνει τα πιο μεγάλα εγκλήματα, εγώ πιστεύω. Και μετά φυσικά στην Ακαδημία μπήκα τέταρτη, αποφοίτησα πρώτη. Πώς δηλαδή διαμορφώνεται η ανάπτυξη ενός παιδιού όταν μόνο του αργά προσπαθεί να βρει ερείσματα να σταθεί σε αυτά και να χαράξει τη ζωή μόνο του. Και πόσο άδικο είναι, ένα παιδάκι που προέρχεται από τέτοια οικογένεια όπως εσύ να βαθμολογείται με άριστα γιατί έχει ένα προηγούμενο, ένα background που λένε ελληνικά τώρα εκεί στο σπίτι και πώς βαθμολογείται ένα άλλο παιδάκι που προέρχεται από μία αγροτική οικογένεια, που δεν έχουν οι γονείς του, είναι άδικα αυτά τα πράγματα. Ο καθηγητής πρέπει να στοχεύει και ο δάσκαλος στον τρόπο που φέρεται, που σκέπτεται ένα παιδάκι και να κάνει ότι μπορεί. Μας έλεγε μία φορά ο επιθεωρητής, ένας επιθεωρητής ένα ανέκδοτο πολύ ωραίο. Που έλεγε, λέει πήγε μία γιαγιά να ρωτήσει για το εγγονάκι της γιατί ήτανε είχαν πάει εργάτες στη Γερμανία οι γονείς και άφησαν τα παιδάκια στη γιαγιά. Και ρωτάει τη μια δασκάλα πώς είναι στην ιστορία το παιδάκι, η δασκάλα λέει α χάλια είναι. Πως είναι στα μαθηματικά, ε κάτι κάνει αλλά όχι πολλά πράγματα. Λέει τώρα να σας ρωτήσω και πώς είναι στη συμπεριφορά του το παιδί μου. Λέει στη συμπεριφορά του είναι άριστο. Και λέει η γιαγιά, είδες κυρά δασκάλα ότι του μαθαίνω εγώ είναι πολύ καλό, ότι του μαθαίνεις εσύ, δεν είναι καλό. Αντιπροσωπευτικό και αυτό της εποχής μας. Τώρα πιστεύω και οι δάσκαλοι, από νεαρές δασκάλες που κάνω παρέα, νομίζω ότι είναι πάρα πολύ καλύτερες από μας, ξέρουν ξένες γλώσσες, κάνουν μεταπτυχιακά, είναι αλλιώς. Και πιστεύω και οι καθηγητές να είναι αλλιώς, από τον γιο μου τώρα που βλέπω καμιά φορά και αυτός όπως εκφράζεται, καταλαβαίνω ότι έχουν διαφορετική άποψη κι αλλιώς συμπεριφέρονται τα παιδάκια.
Στο σχολείο εσείς είχατε ποτέ, μαθήτρια ακόμα, από κανέναν καθηγητή κακή συμπεριφορά λόγω του πατέρα σας;
Όχι δεν το ήξεραν τότε, οι καθηγητές δεν το ήξεραν όχι. Την κακή συμπεριφορά την είχα στο δημοτικό σχολείο γιατί ήμουν έτσι και επίσης από τον κοινωνικό μου περίγυρο. Ο κοινωνικός μου περίγυρος ήταν όλοι άνθρωποι που ήταν ενταγμένοι σε αυτό που λέγαμε δεξιά, τέλος πάντων. Από κει ήμουνα λίγο περιφρονημένη, ήταν ας πούμε η κόρη του κομμουνιστή, η κόρη του αριστερού. Και ο πατέρας μου δεν είχε δράση, δεν πήγε στα αντάρτικα ούτε ήταν και κανένα στέλεχος. Απλούστατα ως καπνεργάτης και συνειδητοποιημένος άνθρωπος ονειρευόταν και αυτός μία καλύτερη ζωή, όπως όλοι οι επαναστάτες. Αυτή η Ρωσική Επανάσταση με απογοήτευσε πάρα πολύ, πάρα πολύ. Δεν το υπερασπίστηκαν καν, γιατί δεν το υπερασπίστηκαν το καθεστώς τους; Καθόλου, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Τόση δύναμη, λένε οι Αμερικανοί, Αμερικανοί, αμερικανικός δάκτυλος. Τόση δύναμη είχε ο καπιταλισμός; Δεν ξέρω, γιατί αυτοί δεν είχαν τη δύναμη; Πώς, πώς το λέει, κάτι κακό, κάτι λάθος, κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, κάπως έτσι.
Ο κοινωνικός σας περίγυρος που λέτε της Δεξιάς, τι;
Ήταν άνθρωποι, ήταν μαγαζάτορες εδώ αλλά και μερικοί γεωργοί, πολύ λίγοι βέβαια στα Κιμμέρια άλλα που είχα σχέση εγώ μαζί τους. Εδώ πιο πολύ, εδώ στην Ξάνθη το ένιωσα πιο πολύ αυτό, εδώ στην Ξάνθη το ένιωσα. Όταν άρχισα να κάνω παρέα με παιδιά που ήταν επαγγελματίες οι γονείς τους, εκεί ένιωθα μειονεκτική. Ένιωθα μειονεκτική, δεν ήμουν σαν κι εκείνους. Αυτοί ήταν βασιλόφρονες, υπερασπιζόταν το καθεστώς βέβαια, μιλούσαν απαξιωτικά. Συμμορίτες, συμμοριτοπόλεμος για τους συμμορίτες και εγώ παιδί δεν είχα το σθένος να το υπερασπιστώ και να πω εμένα ο πατέρας μου είναι αριστερός αλλά συμμορίτης δεν είναι. Δεν είχα όχι. Υπήρχαν άλλοι που ήτανε από άλλη στόφα πλασμένοι και μπορούσα να τα πουν αυτά τα πράγματα.
Οι γονείς σας μετά που γυρίσαν από την εξορία είχαν ακόμα φόβο;
Ναι βέβαια, βέβαια, ασφαλώς. Με έστελνε ο πατέρας μου να αγοράσω το Ριζοσπάστη εκεί να δείτε. Το Ριζοσπάστη δεν τον, ή την Αυγή. Το Ριζοσπάστη δεν τον αγοράζαμε φανερά, τον κρύβαμε, με έστελνε, να τον κρύψεις μου έλεγε. Και τον έκρυβα το Ριζοσπάστη για να τον πάω στον μπαμπά μου να το διαβάσει ή μετά την Αυγή. Μετά, μετά από το -μόνο στο αναγνωρίζω στον αυτόν, στον Αντρέα, ότι μας έκανε να μην ντρεπόμαστε για αυτό και φυσικά έδωσε ελευθερία. Παντρεμένη ούσα με παιδιά, είχαμε πάρει ένα μαγνητόφωνο και πικάπ με δίσκους και τα λοιπά και πήραμε το Άξιον Εστί για πρώτη φορά να το ακούσουμε κρυφά. Κρυφά το ακούσαμε, κρυφά τον αγοράσαμε το δίσκο. Και κάποια στιγμή που ερχόταν έτσι που ήξερα άνθρωποι που ήταν δεξιοί, τους έκρυβα τους δίσκους αυτούς να μην τους δούνε. Είχαμε έτσι αυτόν το φόβο. Τώρα πιστεύω ότι είναι καλύτερα τα πράγματα, όχι από κοινωνικής άποψης, όχι όχι δεν είναι καλύτερα αλλά τέλος πάντων, υπάρχει μία σχετική ελευθερία, ίσως ώσπου να ξεφουσκώσει το μπαλόνι που λένε, δεν ξέρω. Πάντοτε με την υποκειμενική μου ματιά το τονίζω αυτό το πράγμα. Ενδεχομένως άλλος που έζησε, άλλος άνθρωπος που έζησε τα ίδια χρόνια με μένα, την ίδια χρονιά με μένα να μην έχει αυτές τις εμπειρίες, να έχει άλλες εμπειρίες. Υπήρχε σκληρή δουλειά, πότε άλλοτε ο γεωργός δεν δούλευε τόσο σκληρά όπως τώρα. Τώρα και μόνο να τους δεις τους γεωργούς καταλαβαίνεις. Έχουνε κοιλίτσα διότι κάθονται στο [01:00:00]τρακτέρ, οδηγούνε εκεί, πίνουν, τρώνε. Τότε υπήρχαν άνθρωποι λεπτοί, αδύναμοι.
Εσείς τότε μετά τον εμφύλιο είχατε γυρίσει Κιμμέρια ή συνεχίσατε και μένατε Ξάνθη;
Εδώ μέναμε, από τότε που φύγαμε από τα Κιμμέρια, μέναμε εδώ. Σε πολύ μικρά φτωχά σπιτάκια σιγά-σιγά. Το άλμα στη δικιά μου οικονομική ζωή έγινε από τη στιγμή που διορίστηκα ως δασκάλα. Πρώτα έπρεπε να δουλέψουν οι γονείς μου τρεις μήνες το καλοκαίρι για να ζήσουμε όλο το χρόνο και με κάτι λίγα που είχαμε από τα χωραφάκια αυτά που σου λέω. Τρεις μήνες δούλευαν το καλοκαίρι για να ζήσουμε όλο το χρόνο. Θυμάμαι ως κοπελίτσα, που τότε δεν μπορούσες ως κοπέλα όπως βγαίνεις τώρα να πηγαίνεις έξω σε κέντρα, σε χορούς. Έπρεπε να συνοδεύεσαι από τον αδελφό. Εγώ είχα μια φιλική οικογένεια δίπλα μου, δύο υπέροχους ανθρώπους που είχανε παιδιά και το αγόρι μαζί με το κορίτσι με έπαιρνε και βγαίναμε έξω. Και θυμάμαι ότι δεν είχε χρήματα η μαμά μου να μου κάνει ένα φουστανάκι που εγώ σαν κοπέλα ήθελα ένα καινούργιο φουστανάκι για να βγαίνω με τα παιδιά αυτά έξω. Να με βγάζουν έξω το βράδυ. Τώρα δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Εμείς βγαίναμε έξω τότε, δεν τρώγαμε, παίρναμε μεζεδάκια αλλά χορεύαμε πάρα πολύ. Και ως αρραβωνιασμένοι, ως παντρεμένοι, όχι μόνο ως νιόπαντροι αλλά και μεγάλα που ήταν τα παιδιά μου, βγαίναμε έξω με τον άντρα μου και χορεύαμε κιόλα. Στην αρχή τρώγαμε και μετά χορεύαμε τα τελευταία χρόνια. Τώρα δεν ξέρω, δεν υπάρχουν τέτοια, αλλιώς διασκεδάζετε τώρα.
Όταν λέτε βγαίνατε, που, σε ποια μαγαζιά τότε;
Α, ναι ναι. Εδώ υπήρχαν δύο σπουδαίοι τραγουδιστές. Ο ένας ήταν ο Τάκης ο Μιχαηλίδης και ο άλλος ήταν ο Γιάννης ο Παπαδόπουλος. Είναι πολύ μεγάλοι και οι δύο, ο Τάκης πρέπει να είναι συνομήλικός μου. Αλλά ο Παπαδόπουλος ο Γιάννης που έχει δύο παιδιά, έχει μία Μάχη η οποία είναι οδοντίατρος, στο ΙΚΑ εργάζεται και έναν άλλον, ένα παλικάρι θα είναι λίγο πιο μεγάλο από σένα που δουλεύει στη Μόσχα. Και αυτοί δούλευαν σε κέντρα, έπαιζαν κιθάρα ο ένας και μπουζούκι ο άλλος και ένας που πέθανε πρόσφατα ένας μουσικός, Λεμονίδης. Και ο Λεμονίδης και αυτοί, ήταν διαφορά τα κέντρα αυτά. Ένα ήτανε στη Μεξικάνα εδώ. Ένα άλλο ήτανε πάνω στο Λευκό Πύργο, υπήρχε ένα κέντρο εκεί, Λευκό Πύργο το λέγαμε και πηγαίναμε εκεί και χορεύαμε. Επίσης είχε δημιουργηθεί κάποια στιγμή μία λέσχη δημοσίων υπαλλήλων και επιστημόνων. Πρέπει να ήταν η Λέσχη αυτή στη Δαγκλή -θυμάσαι που είναι η Δαγκλή- αριστερά πάνω από ένα, ήτανε ένα χάνι εκεί. Πάνω από εκείνο το, όπου είναι τώρα κάτι πολυκατοικίες, ο γλύπτης είναι ένας που έχει ρούχα και τα λοιπά. Κάπου κατά κει υπήρχε ένα και εκεί ήταν η λέσχη και γινόταν πολύ ωραίοι χοροί. Τραγουδούσαμε φυσικά τραγούδια του Θεοδωράκη, κάναμε ντουέτα, ήταν πάρα πολύ ωραία εκεί, ο τρόπος με τον οποίον διασκεδάζαμε. Τώρα βέβαια εσείς έχετε άλλο τρόπο, αλλιώτικο επίσης ωραίο για σας.
Όταν πήγατε στην Ακαδημία για σπουδές...
Ναι, εκεί να σου πω. Η Ακαδημία ήταν συνέχεια του Γυμνασίου. Δεν είχαμε ελευθερία, δεν είχαμε τη φοιτητική αυτή ζωή που έχουν τα πανεπιστήμια, που εγώ όταν έφυγαν τα παιδιά μου τους είπα, παιδιά την αυλή του πανεπιστημίου να προσέχετε. Εκεί μορφώνεται ο άνθρωπος, εκεί ακούς τα ρεύματα όλα και τα λοιπά. Όχι ήμασταν, βγαίναμε έξω με τη σειρά, ήταν οικοτροφείο. Μέναμε μες στο οικοτροφείο, είχαμε ένα διευθυντή ο οποίος ήταν παθιασμένος παιδαγωγός. Τώρα λέγανε ότι είχε και κάποια άλλα, κάποιες άλλες ιδιαιτερότητες. Εγώ δεν το κατάλαβα αυτό το πράγμα, λέγαν οι άλλοι. Εκεί δεν μπορούσαμε. Τρώγαμε σε μία μεγάλη αίθουσα και μας είχαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην κοιτάμε απέναντί τους συναδέλφους μας, τους συμφοιτητές μας. Βέβαια όταν φύγαμε μετά και εγώ και άλλες κοπέλες που ήταν έτσι πιο ωραίες, πιο εμφανίσιμες από μένα, είχαμε πάρα πολλά γράμματα, μία προσπάθεια να βρεθούμε να τα πούμε. Εκεί όμως καμιά επικοινωνία με τα αγόρια, καμία επικοινωνία. Σπίτι, οικοτροφείο, σχολείο, σχολείο οικοτροφείο. Άιντε και να πάμε ομαδικά στην εκκλησία, άιντε και να κάνουμε καμιά παρέλαση όπου εκεί ήμασταν εμείς οι ξέρω γω που ήμασταν, που είχαμε καλή βαθμολογία, πρώτη βαθμολογία μπροστά αλλά που τόλμησες να ρίξεις κάποια ματιά στον συνάδελφό σου, στο αγόρι που ήταν δίπλα σου. Και εκεί ήμασταν έτσι, αυστηρά. Δεν μεγαλώσαμε νορμάλ, όχι ούτε στο γυμνάσιο ούτε και κει στην Ακαδημία. Πιστεύω οι φοιτητές στο πανεπιστήμιο να ήταν πιο ελεύθεροι την ίδια χρονιά, Θεσσαλονίκη. Εκεί έτσι ήταν τα πράγματα. Το τρίπτυχο Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια το οποίο κρύβει πολύ μεγάλη υποκρισία, πολύ μεγάλη. Δε δημιουργούσε ελεύθερα πνεύματα, όχι. Και θυμάμαι και ένα άλλο πράγμα που επειδή καλλιγραφούσα εγώ μου είχαν βάλει να γράψω ας πούμε το αντίστοιχο μαθητολόγιο. Ποια, να το περάσουμε στο μαθητολόγιο, στη μερίδα του καθενός. Και καθώς το αντίγραφα εγώ αυτό από τις καταστάσεις που μου έδιναν, έβλεπα Ουρανία Ζαφειράκη, επάγγελμα πατρός καπνεργάτης. Άλλο όνομα, γεωργός, εργάτης, καπνεργάτης, γεωργός, ορφανός, ορφανή, αυτό ήταν. Και μία φορά καθώς μπήκε ένας ψυχολόγος, ένας Ρούσκας στην τάξη και μας μιλούσε είπε ότι εσείς δεν ήρθατε εδώ για να, διότι θέλατε μια επαγγελματική αποκατάσταση αλλά θέλατε να, διότι αγαπάτε το επάγγελμα. Και επίσης πήρα το λόγο εγώ και είπα ότι δεν είναι έτσι γιατί δεν είναι δυνατόν μόνο τα παιδιά των εργατών, τα ορφανά και των γεωργών να αγαπούνε το δασκαλίκι. Ήρθαμε γιατί δεν είχαμε άλλη... Αλλά εδώ με τα μαθήματα, με το παράδειγμα σας, πιστεύουμε να μάθουμε να αγαπούμε τα παιδιά και να είμαστε σωστοί. Και αυτός επίσης αμέσως μου αφήρησε το λόγο και έκλαιγα θυμάμαι μέρες ολόκληρες που ένοιωσα ντροπή για αυτό το πράγμα. Έτσι να με προσβάλει μπροστά, ήταν όλα τα παιδιά μαζί. Συνδιδασκαλία γινότανε, αγόρια και κορίτσια. Είχαμε και τέτοιες πληγές. Αλλά στον καθένα είναι να μπορεί να τα ξεπερνάει αυτά τα πράγματα και να συνεχίζει έτσι τη ζωή του χωρίς να επιτρέπει να του γίνονται κατά συνείδηση τουλάχιστον. Διότι ασυνείδητα βγαίνουν. Πολλές φορές βλέπω διάφορα όνειρα που ξέρω ότι τα όνειρα έχουνε, δεν έχουν καμιά προφητική σημασία. Μόνο το παρελθόν δείχνουν. Και καθώς ψάχνω τον εαυτό μου βρίσκω μερικά πράγματα από κείνη την εποχή καταπιεσμένα.
Μετά όταν διοριστήκατε είχατε κάποια θέματα λόγω πάλι των πολιτικών...
Βέβαια είχα διότι στην αρχή είχα έναν από τους πρώτους βαθμούς διδασκαλικούς που υπήρχαν εδώ. Και είχα και μια άλλη περιπέτεια, θυμήθηκα τώρα. Στο Μαγικό, πρώτα στο Μαγικό πήγα. Εκεί γνώρισα μια κοπέλα η οποία ήτανε, είχανε μαγαζί εκεί καφενείο. Και όσοι ερχόταν, πήγαιναν στο καφενείο αυτό, στο Μαγικό. Πήγαιναν καθόντουσαν εκεί, έπιναν τον καφέ τους, ήταν και φιλόξενοι οι άνθρωποι αυτοί, κερνιόντουσαν και έκαναν τις δουλειές τους. Και οι αστυνομικοί και όλοι. Όμως αυτοί ήτανε μάρτυρες του Ιεχωβά και εγώ βρήκα στην κοπέλα αυτή που ήταν η κόρη του μαγαζάτορα, μια γυναίκα που ενδιαφερόταν για τα κεντήματα, δεν ήτανε μορφωμένη, γραμματισμένη θέλω να πω αλλά ήτανε έξυπνη κοπέλα, ήξερε να κεντάει, να ράβει και είχαμε, τότε έπρεπε να χουμε εμείς και τέτοια ενδιαφέροντα. Και ο παπάς του χωριού με έκανε, α εν τω μεταξύ με παρακολούθησε ο παπάς του χωριού που έκανα εγώ παρέα με αυτήν, και μία μέρα που κάναμε την προσευχή είδε ότι εγώ την προσευχή την έκανα το σταυρό με το αριστερό χέρι. Αλλά αυτό είναι διδακτική αρχή, γιατί όταν πεις τα παιδάκια, Σηκώστε το δεξί σας το χεράκι και σηκώσω εγώ το δεξί χεράκι εκείνα θα σηκώσουν το αριστερό χεράκι. Έπρεπε λοιπόν ο σταυρός να γίνεται με το αριστερό χέρι για να σηκώνουν τα παιδάκια το δεξί. Και αφού είχε ακούσει ότι εγώ έκανα παρέα με αυτή τη μάρτυρα του Ιεχωβά, έρχεται εκεί και μου λέει: «Δεσποινίς, εμείς έξω σε παρακολουθούμε -είχε ένα καφενείο έξω από το σχολείο. Εμείς τώρα εδώ είμαστε δέκα άνθρωποι, ο πρόεδρος, ο γραμματέας και εγώ και σε παρακολουθήσαμε που κάνεις το σταυρό σου με το αριστερό χέρι. Κάνεις, κοροϊδεύεις, κάνεις και παρέα με την μάρτυρα του Ιεχωβά, με τη Γιαχωβάδινα. Θα σε κάνω αναφορά στο Δεσπότη.» Και με κάνει αναφορά στο Δεσπότη. Ήταν ένας Αντώνιος Δεσπότης τότε. Λοιπόν και ο Αντώνιος στέλνει μήνυμα [01:10:00]χωρίς να με εξετάσει εμένα, στέλνει μήνυμα στον επιθεωρητή και του λέει: «Να την πάρεις τη δασκάλα από κει, να την κάνεις δυσμενή μετάθεση διότι κάνει παρέα με τη Γιαχωβάδινα». Και ο επιθεωρητής του απάντησε, ο ίδιος ο επιθεωρητής μου το είπε αυτό. «Για μένα αυτή η δασκάλα είναι ο υπ' αριθμ. 1 δασκάλα του νόμου. Αυτός είπε, είναι η υπ' αριθμ.1 εχθρός του χριστιανισμού. Αλλά με καλεί εμένα ο επιθεωρητής στο σχολείο και μου λέει: «Κοίταξε -από αυτόν το άκουσα αυτό το πράγμα- ο Δεσπότης ενέχει θέση Στρατηγού μέσα στην πόλη και ότι πει πρέπει να γίνεται σεβαστό. Εγώ όμως του απήντησα έτσι, πρόσεξε να διακόψεις κάθε σχέση που έχεις με την γυναίκα αυτή, με την κοπέλα αυτή γιατί δεν ξέρω κατά πόσον και εγώ θα μπορέσω να σε υπερασπιστώ». Και πραγματικά έτσι έγινε. Δηλαδή επενέβαιναν παντού και εγώ φυσικά έπαψα να κάνω παρέα αλλά χωρίς να πάψω να εκτιμώ τον άνθρωπο. Γιατί εμένα δεν με ενδιέφερε αν ήταν μουσουλμάνα, αν ήτανε χριστιανή, έβρισκα μια επαφή ψυχική μαζί της, ένας άνθρωπος με κάποια ποιότητα, ας πούμε. Ναι είχαμε και τέτοια πάρα πολλά. Δεν πήγαμε κατευθείαν. Και στα συνέδρια επίσης μια φορά επικαλέστηκα τον Τριανταφυλλίδη -κάτι λέγαμε για τη γραμματική δεν το θυμάμαι- και επίσης με αποπήρε ένας γενικός επιθεωρητής που ήταν γιατί επικαλέστηκα τον Τριανταφυλλίδη, τον άνθρωπο που έγραψε τη γραμματική μου. Είχαμε και τέτοια. Περνάς πολλά για να ωριμάσεις. Είπαμε σε μορφώνει η δυστυχία σου, σε κάνει να είσαι πιο ανεκτική, πιο άνθρωπος, να καταλαβαίνεις τους συνανθρώπους σου, να μην τους περιθωριοποιείς και τους βάζεις σε κουτάκια.
Εσείς σε ποια σχολεία δουλέψατε;
Εγώ δούλεψα πρώτον στα Βαφέικα για δυο-τρεις μήνες. Μετά στο Μαγικό για 2-3 χρόνια, μετά στο Κουτσό. Βγήκα, έφυγα από το Κουτσό και ήρθα εδώ το '73. Το '73 ήρθα εδώ. Να συγκεντρωθώ, όχι το '73, '75 με '76 ήρθα εδώ στο 3ο Δημοτικό Σχολείο. Τέσσερα χρόνια μετά ήρθε ο άντρας μου στο 5ο Δημοτικό Σχολείο. Εκείνος ήτανε διευθυντής στο 5ο Δημοτικό Σχολείο, μετά έγινε και το 10ο, όχι το 13ο, το 10ο ναι, και στο δικό μας σχολείο το 3ο έγινε και 13ο σχολείο ύστερα. Από κείνο το σχολείο βγήκα στη σύνταξη. Πιέστηκα πάρα πολύ από τον άντρα μου. Εγώ δεν ήθελα να βγω γιατί είχα πάθος με το δασκαλίκι και γιατί είχαν φύγει και τα παιδιά. Ένοιωθα και το σύνδρομο της άδειας φωλιάς στο σπίτι και ήθελα έτσι, δεν ήθελα να βγω. Με πίεσε πολύ ο άντρας μου διότι τότε όταν βγαίναμε στη σύνταξη παίρναμε πιο πολλά χρήματα διότι είχαμε τα ταμεία τα οποία μας κατακρατούσαν και μετά μας τα έδιναν. Και επιπλέον είχαμε φτάσει στον καταληκτικό βαθμό και δεν είχαμε να περιμένουμε τίποτα αλλά εγώ από πάθος δεν ήθελα να φύγω. Και όταν έφυγα από το σχολείο ένιωθα σαν να μην έχω πια το ίδιο απόβαρο κοινωνικό που είχα πρώτα. Ένιωθα απόλυτα δυστυχισμένη, περνούσα από τα σχολεία και τα μάτια μου έτρεχαν με δάκρυα. Είχαμε έναν υπέροχο διευθυντής στο 3ο σχολείο. Στα δημοτικά σχολεία δεν είχαμε την σχέση διευθυντού και προσωπικού όπως ήταν στα γυμνάσια και στα λύκεια. Εμείς ήμασταν φίλοι όπως μιλάω σε έναν φίλο, έτσι μιλούσα στον -έναν Χρύσανθο είχαμε, πολύ αγαπημένο πρόσωπο και πολύ ωραίος άνθρωπος. Και όταν φύγαμε μας έδωσε τα κλειδιά του σχολείου και είπε όταν θέλετε να έρχεστε εδώ να πίνουμε κανένα καφέ ή να κάνουμε τσιμπουσάκια θα σας φωνάζουμε να έχετε τα κλειδιά. Και όταν πήγαινα και έμπαινα στο σχολείο μέσα ένιωθα ότι είμαι στο δικό μου χώρο, στην ψυχή μου μέσα ήταν αυτό το πράγμα. Όμως το ξεπέρασα αυτό κάνοντας φροντιστήρια, όχι σε παιδιά του δημοτικού σχολείου, σε παιδιά του Γυμνασίου γιατί είχα πάντα τέτοιους στόχους. Διαβάζοντας παιδιά του Γυμνασίου μέχρι και την τρίτη Γυμνασίου, δεν μπορούσα να πάρω μετά παιδιά 4η Γυμνασίου ή Λύκειο, όχι. Και αυτό ισοφάρισε λίγο τα πράγματα και βρήκα τον εαυτό μου. Και ακούω ότι πολλοί άνθρωποι που βγαίνουν στη σύνταξη τότε. Ξέρεις πόσο χρονών βγήκα στη σύνταξη; 54 χρόνων βγήκα αλλά ήμουν από τα 22 μου χρόνια διορισμένη. 54 χρόνων που τότε θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ μεγάλο. Τώρα ο μεγάλος μου γιος είναι 57, ο μικρός είναι 53 και τα θεωρώ παιδιά. Παιδιά μου είναι, παιδιά δεν είναι, ξέρω αλλά έτσι σας βλέπουμε. Και εγώ τότε νόμιζα ότι ήμουνα πολύ μεγάλη.
Στα χωριά όσο μείνατε και δουλεύατε, ποια ήταν η θέση του δασκάλου;
Α βεβαίως, η θέση. Δάσκαλος, αστυνόμος και παπάς. Πνευματική αποχαύνωση και οι τρεις. Ήταν βέβαια οι άνθρωποι που τους σεβόταν όλους, τους αγαπούσαν. Οι πιο πολλοί κατ' ανάγκη αλλά εγώ θέλω να περηφανεύομαι και αυτό αλήθεια είναι που στο λέω και μπορείς εύκολα να το διαπιστώσεις. Ήθελα να έχω σχέσεις στοργής, αγάπης, ενδιαφέροντος και μιας ισότητας με τους ανθρώπους του χωριού. Το σπίτι μου ήταν ανοιχτό στα παιδιά και αυτό το τραπέζι το οποίο μου το είχαν κάνει δώρο οι γονείς μου αν το δείτε από πάνω έχει γραμμές που ερχόταν τα παιδάκια με τα αυτοκινητάκια τα μικρά και έκαναν έτσι επάνω και εγώ δεν τα λεγα, μην το κάνεις αυτό γιατί θα κάνει γραμμές. Έλεγα ας κάνει γραμμές, το παιδάκι να ευχαριστηθεί. Είχα άλλου είδους σχέσεις με τα παιδιά στο χωριό, στο Κουτσό. Και ο άντρας μου στο 5ο σχολείο επίσης είχε άλλες σχέσεις με τα παιδιά του. Δεν ήταν όλοι οι δάσκαλοι έτσι, υπήρχαν και δάσκαλοι αυταρχικοί, που έλεγαν κάτσε είσαι βλάκας, είσαι το ένα, είσαι το άλλο, ναι υπήρχαν και τέτοιοι. Όχι, στο χωριό ο δάσκαλος και ο παπάς ήταν οι άρχοντες του χωριού. Παπάς, δάσκαλος και αστυνόμος, βγάλε τα συμπεράσματα.
Σαν σύλλογος τότε, όταν ήσασταν νέα, είχε παρουσία στην πόλη, δράσεις;
Όχι συνήθως χορούς κάνανε και βέβαια ήταν πάντοτε με το μέρος της κυβέρνησης, πάντοτε. Και στη δε εποχή της επταετίας που την έζησα στο πετσί μου, που τότε όμως είχαμε μια κάποια -ίσως να ήταν και τα νιάτα μου τότε- είχαμε μια έτσι πολύ ωραία ζωή από απόψεως, ωραία ζωή λέω βέβαια γιατί τα πλάκωνε και η σκλαβιά όλα, αλλά τα σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, δεν μιλούσαμε. Έχω κάνει ομιλίες, καμιά φορά ο άντρας μου έλεγε εδώ σε έχω. Στις ομιλίες, τις ομιλίες τις έγραφα εγώ. Και πάντοτε έλεγα, τελείωνα έτσι. «Ήδη μια καινούργια μέρα προβάλλει με την επταετία. Τώρα όλα είναι ευοίωνα και πάμε ξανά προς τη δόξα τραβά η Ελλάδα.» Λιβανίσαμε, μετά έγιναν οι αντιστασιακοί, οι στερνοί αντιστασιακοί. Στη Χούντα τα είχαμε, το είχαμε κλειστό. Και στη Χούντα επίσης κινδύνεψα να μπω σε διαθεσιμότητα. Με έσωσε ο άντρας μου ο οποίος καταγόταν από σούπερ δεξιά οικογένεια. Είχε υπηρέτησε ως αξιωματικός στο στρατό, ανθυπολοχαγός, και είχε δηλώσει ανακατάταξη και ήτανε αξιωματικός των ΤΕΑ. Τα ΤΕΑ, στα ΤΕΑ δεν πήγαιναν άνθρωποι που είχαν ένα ερωτηματικό όσον αφορά τα... Και όταν διαπιστώθηκε ότι η Ουρανία Ζαφειράκη είναι ίδια με την Ουρανία Κοσμίδου είπαν αυτοί οι οποίοι έκαναν την επιτροπή -αυτό μου το είπε άνθρωπος από την επιτροπή- είπαν ότι: «Πώς είναι δυνατόν να βγάλουμε σε διαθεσιμότητα τώρα τη γυναίκα ενός ανθρώπου που υπηρέτησε στα ΤΕΑ και είχε και το βαθμό του λοχαγού;». Γιατί ήταν ανθυπολοχαγός αλλά όταν κάνεις δεύτερη, παίρνεις αστέρι ξέρω γω και γίνεσαι υπολοχαγός, όχι λοχαγός. Μετά επιστρατεύτηκε ο άντρας μου το 74 και του έδωσαν και το ένα τρίτο αστέρι και έγινε λοχαγός. Και συνέβη τούτο το παράδοξο. Στο χωριό όταν πηγαίναμε να αγοράσουμε ένα κιλό κρέας, 2 κιλά κρέας το πληρώναμε κανονικά όπως όλοι οι άνθρωποι, ως δάσκαλοι. Ως αξιωματικός όμως του το χάριζαν. Έλεγαν δάσκαλε χάρισμά σου. Βρε εγώ μέχρι χθες στο πλήρωνα, τώρα γιατί; Πώς βλέπουν οι άνθρωποι τους άλλους με τα γαλόνια. Τώρα δεν ισχύει βέβαια αυτό, έτσι νομίζω ότι είναι πιο φιλελεύθεροι οι άνθρωποι, έχουν άλλες οπτικές. Πιστεύω ότι γίνεται καλύτερος, καλύτερος ο κόσμος, καλύτερος. Τουλάχιστον σε ορισμένα πράγματα.
Οπότε στα χρόνια της Χούντας υπήρχε μια, ένας φόβος.
Βέβαια, μεγάλος φόβος. Ακούγαμε Deutsche Welle από κει. Δεν [01:20:00]μπορούσαμε να εκφραστούμε ελεύθερα. Θυμάμαι ότι εγώ δεν ήμουνα και καλλίφωνη κιόλα, σχεδόν φάλτσα είμαι, αλλά θυμάμαι ότι ο άντρας μου και οι άλλοι δάσκαλοι από τα γύρω χωριά δίδαξαν στα παιδιά και τον ύμνο της δικτατορίας. Τον είχε γράψει ο Οικονομίδης μου φαίνεται ο οποίος άδικα από τότε είχε μπει στον -ξέρεις τον Οικονομίδη; Ο Οικονομίδης ήταν ένας θεατράνθρωπος, μουσικός, ο οποίος έκανε και διάφορες εκπομπές επιλογής ταλέντων. Τη Μούσχουρη αυτός την επέλεξε ως τραγουδίστρια. Ήταν ένας χαρισματούχος άνθρωπος αλλά έκανε τη βλακεία να γράψει το... Και το κορόιδο Μουσόλινι δικό του, δικοί του στίχοι είναι αλλά είχε την απρονοησία να γράψει τον ύμνο της χούντας και αυτό τον στιγμάτισε και τον έβαλαν μετά στο περιθώριο όταν χωρίστηκαν οι στερνοί κιόλα αντιστασιακοί πολλοί.
Είχατε ποτέ μουσουλμάνους μαθητές;
Βέβαια εγώ τους αγαπούσα πάρα πολύ τους μουσουλμάνους και επειδή υπήρχε μια γενική έτσι αποστροφή προς αυτά τα παιδιά, όχι γιατί ήταν μουσουλμάνοι αλλά διότι ερχόταν τα παιδάκια αλλιώς ντυμένα στο σχολείο, αλλιώς ήταν τα δικά μας τα παιδιά, τα Ελληνόπουλα. Και θυμάμαι ότι είχα ένα Χασάν με τον οποίο δεν ήθελε να καθίσει κάνεις. Και τώρα εγώ πώς να το απομονώσω, δεν μου πήγαινε ένα παιδάκι να το απομονώσω μόνο του. Καμιά μαμά δεν ήθελε να καθίσει το παιδί της με το Χασάν μαζί. Και εγώ μια μέρα, πως μου ήρθε φλασιά, λέω παιδιά το παράθυρο κάθε φορά που θα κάνουμε διάλειμμα θα το ανοίγει ο Χασάν. Ο Χασάν θα περιμένει να βγουν όλα τα παιδάκια από την τάξη και μετά θα βγαίνει και κείνος γιατί πολλά παιδάκια έμειναν μέσα στο διάλειμμα πιο πολύ για να αναπνέουν να παίζουν έξω να τρέχουν. Αυτό το ότι, ή τα λουλούδια στο ανθοδοχείο θα τα αλλάζει, θα τα προσέχει ο Χασάν, αυτός θα αλλάζει το νερό. Και αυτά τα σε εισαγωγικά αξιώματα που έδωσα στον Χασάν τον έκαναν να είναι αποδεκτός και τα παιδάκια σιγά-σιγά να μην θέλουν, τον ήθελαν. Γιατί τα παιδάκια δεν ήξεραν, δοτή ήταν η άποψη αυτή από τα σπίτια, μην καθίσεις με τον Χασάν, με το γυφτάκι ας πούμε. Εγώ υπηρέτησα και σε τουρκικό σχολείο και να σας πω, ένα μου έτσι από τα μεγάλα λάθη που έχω κάνει στη ζωή μου είναι και αυτό, ότι μου ήταν μια ευκαιρία να μάθω την τουρκική γλώσσα και δεν την έμαθα. Και είχα και μια κάποια έτσι, ακουστική ας πούμε επαφή με την τουρκική γλώσσα. Εκεί γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους, προπαντός αυτοί που ερχόταν από την Τουρκία και λέγανε ότι δεν ήταν εκπαιδευτικοί αλλά ότι ήτανε στρατιωτικοί που ήρθαν για να κάνουν μία σχετική προπαγάνδα στα παιδιά. Μπορεί να ήτανε και αυτό και να την έκαναν την προπαγάνδα αυτή, δεν μπορούσα να το κρίνω εγώ, όταν έμπαιναν στην τάξη μέσα. Αλλά οι άνθρωποι ως άνθρωποι όπως τους εισέπραττα εγώ, και οι γυναίκες τους ήταν πολύ υπέροχοι άνθρωποι, υπέροχοι άνθρωποι. Υπέροχοι, ευγενείς, να δώσουν προτεραιότητα σε σένα πάντοτε, επιεικείς στις κρίσεις τους, έχω να λέω τα καλύτερα για αυτούς. Και εδώ έχω μια, δεν είναι, δεν έχουν την ίδια άποψη οι άνθρωποι για τους μουσουλμάνους που σου λέω τώρα. Εδώ έχω μια γειτόνισσα, ο άντρας μου έχει που πέθανε ένα χρόνο και τέσσερις μήνες. Οι μόνοι που ήρθαν και μου είπαν, αν έχεις κυρία Ουρανία καμία ανάγκη εδώ είμαστε εμείς. Ήταν χρόνια πολλά άρρωστος ο άντρας μου. Έχω τις καλύτερες για τους μουσουλμάνους. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν και φανατικοί άνθρωποι αλλά μήπως δεν υπάρχουν και σε μας άνθρωποι φανατικοί; Εδώ άνοιξε ένα σούπερ μάρκετ, το άνοιξαν δύο παιδιά μουσουλμανόπαιδα. Με πολύ αγάπη το προσέγγισα ρε παιδί μου. Χρειάζομαι ένα γάλα, αντί να πηγαίνω τώρα στον Μασούτη να το αγοράσω, θα το πάρω από αυτούς το γάλα. Εγώ βέβαια που είμαι μόνη και που δεν έχω έξοδα πολλά τέτοια, τώρα μια μεγάλη οικογένεια αν είναι ακριβότερο το κατανοώ και αυτό. Αλλά είναι άλλο το κριτήριο εκείνο. Δεν λες ότι δεν πάω γιατί είναι μουσουλμάνοι.
Στο μειονοτικό το σχολείο που δουλέψατε τα παιδιά όταν έρχονταν ξέραν ελληνικά;
Βεβαίως, καταλάβαιναν ελληνικά, μιλούσαν ελληνικά, υπήρχε όμως ένας έτσι φανατισμός στο σχολείο μέσα και μία προσπάθεια να είναι πιο συντηρητικά τα παιδιά. Θυμάμαι είχα κάνει μία γιορτή και τις γιορτές τις σχολικές που κάνουμε. Και είχα ντύσει τα παιδάκια σαν μπαλαρίνες και χόρευαν. Και τα ρούχα αυτά που κάναμε ήταν, μου το έμαθαν αυτό οι μουσουλμάνες αυτές οι Τούρκισες, Τούρκοι ήταν αυτοί. Αυτοί εδώ δεν τους λέμε Τούρκους γιατί η συνθήκη της Λωζάνης λέει ότι είναι μουσουλμάνοι. Αυτοί ήτανε Τούρκοι. Ερχόταν από κει και ράψαμε κάτι φουστανάκια με ένα χαρτί γκοφρέ, ένα χαρτί έτσι σγουρό αν το ξέρεις που το στρίβεις λίγο όταν το στρίψεις κάνει ένα. έτσι ένα τελείωμα. Και ράβαμε τέτοια φουστανάκια, δηλαδή ένα χαρτί, το δέναμε εδώ στη μέση, το στρίβαμε και από κάτω και αυτό γινόταν ωραία πραγματάκια. Και θυμάμαι μια κριτική που έκανε ένας, είπε ότι η δεσποινίς έκανε πολύ ωραία αλλά τα φουστανάκια ήταν κοντά. Έπρεπε να είναι πιο μακριά, είχαν ένα συντηρητισμό βέβαια ως ανατολίτες που είναι.
Σαν δάσκαλοι τότε είχατε ποτέ, γινόταν απεργίες;
Βέβαια, βέβαια εγώ πήρα μέρας σε όλες τις απεργίες που γινόνταν. Όχι τα τελευταία χρόνια, μέχρι και το, θυμάμαι τη μεγάλη απεργία που κάναμε επί Καραμανλή, ήτανε το 64 μια μεγάλη απεργία. Έπαιρνα μέρος. Μετά άρχισε, μετά από το ΠΑΣΟΚ άρχισαν να εκφυλίσσονται οι απεργίες σιγά-σιγά και στο τέλος απεργούσαν μόνον οι συνδικαλιστές, δεν απεργούσαν οι άλλοι. Και αυτό ήταν ένα ψέμα μεγάλο, και αυτό ήταν ένα ψέμα. Δηλαδή μετά έμαθα ότι πάρα πολλοί, και αλήθεια είναι αυτό, ότι οι συνδικαλιστές εξαγόραζαν λίγο το συνδικαλισμό τους, απέκτησαν πράγματα, χρήματα, καλές θέσεις, αξιώματα.
Ποια μεγάλη απεργία είπατε;
Το '64 έγινε μια πάρα πολύ μεγάλη απεργία, λίγο πριν από τον θάνατο του Kennedy. Λίγο από το θάνατο του Kennedy. Και επίσης μεγάλη απεργία είχαμε κάνει και μετά από τη δολοφονία του Λαμπράκη. Και τότε είχαμε κάνει μία απεργία μεγάλη. Θυμάμαι ακόμη τους τίτλους των Εφημερίδων και με τη δολοφονία Λαμπράκη.
Μετά επί χούντας θα λέγατε ότι υπήρχαν ρουφιάνοι;
Α, πάρα πολλοί, βέβαια, βέβαια υπήρχαν. Σου άρχιζα, σου έκανα μια συζήτηση, λέγοντας εναντίον της χούντας και περίμενες αλλά εμείς ήμασταν πια, δεν ήμασταν στην πρώτη μας νιότη, ήμασταν υποψιασμένοι και αν αυτοί έλεγαν ένα... Απόλυτα χειροκροτήσαμε, απόλυτα διοργανώσαμε γιορτές που ερχόταν αυτοί, ο Παττακός και τα λοιπά και τους χειροκροτούσαμε, βέβαια. Μετά είπαμε οι στερνοί αντιστασιακοί έγιναν. Δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι από μία στόφα ηρώων, πώς να το κάνουμε δηλαδή. Τον επιούσιον βλέπαμε.
Άλλοι είχαν απολυθεί δάσκαλοι;
Ναι, είχαν απολυθεί εδώ 4. Το ένα το όνομα του ενός θυμάμαι, λεγόταν Παπακώστας. Δεν είχαν απολυθεί, είχαν μπει σε διαθεσιμότητα και όταν βέβαια επανήλθε μετά η δημοκρατία, ας την πω έτσι, δικαιώθηκαν πήραν και αυτά που είχανε χάσει, αποκαταστάθηκαν οι άνθρωποι.
Επειδή λέτε έτσι για στερνούς αντιστασιακούς, θα λέγατε όταν έπεσε η χούντα, αυτοί που πριν ήτανε ανοιχτά χουντικοί, ο κόσμος τους απομόνωσε;
Όχι, καθόλου, όχι καθόλου δεν τους απομόνωσε, καθόλου. Ξέραμε ότι αυτός -θυμάμαι εγώ συγκεκριμένα ένας δάσκαλος που είπε, τώρα με τον Παπαδόπουλο ο δάσκαλος γίνεται στρατηγός, γιατί μας είχε δώσει κάτι ψίχουλα τώρα εκεί. Και θυμάμαι που το είπε και αργότερα αστειευόμενη που θελήσαμε να το επαναφέρουμε αυτό. «Ε ρε παιδιά λέγαμε και καμιά τέτοια για να περάσει η ώρα». Όχι, εδώ τουλάχιστον στην πόλη. Δεν ξέρω στην Αθήνα που γινόταν, που υπήρχαν αντιστασιακές ομάδες, δεν ξέρω αν υπήρχαν έτσι. Αλλά εδώ όχι, δεν τους απομονώσαμε καθόλου κιόλα. Όταν εντάχθηκαν και στο ΠΑΣΟΚ κιόλας, είπαν ξανά προς τη δόξα τραβά. Πάντοτε όπως σου είπα αυτά είναι υποκειμενικά. Τα περνάω μόνον από τη δική μου τοποθέτηση προς την Αριστερά, τα περνάω ίσως και από μια επεξεργασία που σου είπα που κάνει η μνήμη για να νιώσει καλύτερα ο άνθρωπος και είναι μόνο η προσωπική μου μάτια και [01:30:00]αυτή η εικόνα που μπορώ να δω εγώ, μπορούν να δουν τα μάτια μου. Ανέβηκε το μυρμήγκι σε ένα δέντρο και είπε τα είδα όλα, δεν χρειάζεται τώρα τίποτα.
Να ρωτήσω κάτι που είχα ξεχάσει. Για πιο πριν είχατε αναφέρει στη διάρκεια του εμφυλίου, αυτό που είπατε συμφιλίωση ότι έγινε, αυτό τι...
Αυτό ήταν, οι δεξιοί του χωριού ήρθαν σε συμφιλίωση με τους αριστερούς και είπαμε -γιατί πρώτα θυμάμαι ότι βγαίναν οι αριστεροί και χόρευαν στην πλατεία και περίμεναν οι δεξιοί πότε θα φύγουν οι αριστεροί να βγουν και αυτοί να χορέψουν. Λίγοι μεν, να χορέψουν δε. Αυτοί οι δεξιοί συνήθως ήταν άνθρωποι οι οποίοι ήταν Μικρασιάτες, που είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία και ζούσαν σε μία γειτονιά που εμείς τη λέγαμε Πέρα Μαχαλά. Ο Πέρα Μαχαλάς είναι -έχεις πάει στα Κιμμέρια;- από τη δημοσιά ας πούμε μόλις φτάνεις στη γέφυρα του ποταμού από το δημόσιο δρόμο, φτάνεις στη γέφυρα του ποταμού, εκεί ήτανε το όριο. Από κει ήταν ο Μαχαλάς των ανθρώπων που ήρθαν από την Τουρκία, οι Μικρασιάτες. Αριστερά από το ποτάμι καθώς βλέπουμε προς το Βορρά ήτανε το χωριό που ήτανε οι γηγενείς άνθρωποι. Εκεί λοιπόν, αυτοί ήταν πιο πολύ δεξιοί. Εκεί λοιπόν ήρθαν σε συμφιλίωση και είπαν ότι όλοι μαζί θα χορεύουμε, δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα μεταξύ μας. Ερχόταν επίσης και κάποια δέματα μου φαίνεται από την ΟΥΝΡΑ, έτσι λεγόταν μια οργάνωση. Ερχόταν κάποια δέματα εκεί και τα μοιράζανε και θυμάμαι λέγανε ότι πρέπει το ίδιο να πάρει και ένας Αριστερός και ένας Δεξιός, να μην τα χωρίζουμε. Αυτή τη συμφιλίωση θυμάμαι και σου λέω ως λέξη που για μένα δεν είχε περιεχόμενο, ήταν ένα όνομα απλώς. Μετά κατάλαβα τι σημαίνει. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους αντάρτες να χτυπήσουν το χωριό με όλμους και να φύγουν οι άνθρωποι από τα χωριά και να 'ρθούμε στην πόλη, στην αστυφιλία που άλλαξε πραγματικά τον ιστό όλης της χώρας άλλαξε ο εμφύλιος πόλεμος και η αστυφιλία αυτή.
Οπότε οι αντάρτες κατεβαίνανε, μπαίναν στο χωριό;
Όχι, δεν μπαίναν στο χωριό αλλά τους βλέπαμε που κυκλοφορούσαν την ημέρα όταν ήσουν σε ένα ξέφωτο και έβλεπες στο βουνό, έβλεπες τους αντάρτες που κυκλοφορούσαν επάνω. Είχαμε και Αστυνομία στο χωριό και όταν χτύπησαν οι αντάρτες, η αστυνομία δεν πήρε κανένα μέρος σε αυτό. Και καλά έκανε γιατί αυτοί ήταν 5,10, 20 πόσοι ήταν οι αστυνόμοι, οι αντάρτες ήτανε πιο πολλοί βέβαια. Έσωσαν τη ζωή τους οι άνθρωποι. Δεν σκότωσαν κανέναν αλλά πήραν πολλούς ανθρώπους, πήραν. Για το παιδομάζωμα που λένε, έγινε το παιδομάζωμα, εγώ δεν έχω όμως τέτοια εμπειρία, δεν είδα από το χωριό μου να παίρνουν παιδιά. Από άλλα χωριά πήραν, βέβαια.
Από το δικό σας χωριό ανέβηκαν μόνοι τους;
Μόνοι τους ανέβηκαν. Ήτανε ωραία παλικάρια που ήταν στην ΕΠΟΝ. Είχα και μια φωτογραφία θα ήταν έτσι καλό να σου τη δώσω τη φωτογραφία αυτή αλλά μία φορά, ήταν μια καθηγήτρια εδώ, φιλόλογος, εδώ τελείωσες το σχολείο, θα την ξέρεις. Βεργή ήταν το, Σουλτάνα ήταν Τάνια τη λέγαμε, Σουλτάνα ήταν το μικρό της όνομα, Βεργή ήταν το όνομα του συζύγου της, δεν θυμάμαι το επώνυμό της. Αυτή οργάνωνε πολύ ωραίες γιορτές και μία φορά μου είπε μήπως έχεις φωτογραφίες έτσι από εκείνη την εποχή; Και εγώ ήμουν αετόπουλο, ήταν τα αετόπουλα και η ΕΠΟΝ. Πολύς κόσμος στα Κιμμέρια και μας έβγαλαν κάτι φωτογραφίες και επίσης είχα και μία φωτογραφία που ήταν ένας ξάδερφός μου με τα τσαπράζια εδώ που ήρθε από πάνω και αυτές τις δύο φωτογραφίες της έδωσε στο γραφείο του ΚΚΕ τότε και δεν μου τις επέστρεψαν. Είχα δηλαδή και φωτογραφικό υλικό και ακόμη έχω πολύ φωτογραφικό υλικό από τα γυμνασιακά μου χρόνια. Πώς κοιμόμασταν, πώς πηγαίναμε εκδρομές στον Τεκέ, πώς ήταν οργανωμένα όλα τα πράγματα. Και από την Ακαδημία που ήμασταν ξεχωριστά 20 χρόνων κοπέλες, 22 χρόνων κοπέλες ξεχωριστά από τα αγόρια.
Αετόπουλο που λέτε που ήσασταν, τι κάνατε;
Τίποτα, μας μάζευαν, κάναμε συγκέντρωση σε ένα μεγάλο καφενείο άδειο και εκεί μας μάθαιναν τραγούδια, διάφορα τέτοια. Όπως είναι τα προσκοπάκια τώρα, κάπως έτσι. Από ότι θυμάμαι γιατί ήμουνα πολύ μικρή, πέντε χρονών.
Τους Βρετανούς που ήρθαν τότε το 45 τους θυμάστε; Θυμάστε να ήρθαν οι Βρετανοί;
Όχι, όχι, εδώ όχι, δεν θυμάμαι τίποτα. Θυμάμαι όμως που ερχόταν, που άλλαξαν τα τραγούδια. Αυτό το, πώς το λέγανε ένα τραγούδι, μου θυμίζει. Δεν μπορώ να το θυμηθώ τώρα για, όλα, δεν μπορώ να το θυμηθώ. Ένα τραγούδι που ήταν χαρακτηριστικό αμερικάνικο τραγούδι, εγγλέζικο τραγούδι. Αυτό θυμάμαι, την επίδραση αυτή που είχαν οι Εγγλέζοι εδώ και επίσης θυμάμαι πως άλλαξαν τα πράγματα όταν μετά οι Εγγλέζοι μας παρέδωσαν στους Αμερικάνους γιατί θεώρησαν ότι έπρεπε οι Αμερικανοί να 'ρθουν εδώ για να δούνε την αυτή με τη Σοβιετική Ένωση και αυτοί εγκατέλειψαν την... Δεν είχαν πια υπό την προστασία τους την Ελλάδα, μας έδωσαν στους Αμερικανούς. Και αυτή τη διαφορά τη θυμάμαι. Μπορώ να θυμηθώ το τραγούδι, θα το ξέρεις και εσύ αυτό, πολύ γνωστό τραγούδι είναι. Είχε μια έτσι, δεν μπορώ να το θυμηθώ, τώρα να ανακαλέσω στη μνήμη μου τώρα.
Να ρωτήσω κάτι που ίσως δεν το θυμάστε γιατί ήσασταν μικρή. Επί Βουλγαρίας υπήρχε κόσμος που έφυγε από την περιοχή για να αποφύγει τους Βουλγάρους;
Όχι, κανένας αυτό το θυμάμαι καλά. Κανένας δεν έφυγε, κανένας γιατί ενδεχομένως δεν είχαν άλλη προοπτική, όχι γιατί είχαν εμπιστοσύνη. Ούτε και επίσης επειδή στην κατοχή είχε ο θείος μου το φούρνο και ερχόταν οι Βούλγαροι, μόνον φιλικά τους θυμάμαι εγώ, μόνο φιλικά τους θυμάμαι. Και επειδή αναγκαζόταν πολλές φορές η μάνα μου να ανέβει, να πάει στο ποτάμι και να κουβαλήσει νερό από κει. Τα παλιά καλά χρόνια που λένε, να κουβαλήσει νερό από το ποτάμι, θυμάμαι ότι ήταν ελεύθερη να το κάνει αυτό το βράδυ γιατί ήξεραν ότι το κάνει για το φούρνο. Δεν θυμάμαι να υπήρχε βία έτσι των Βουλγάρων. Μπορεί κάπου αλλού να υπήρχε, δεν ξέρω και να μην το θυμάμαι, να μην το ξέρω εγώ.
Κάτι άλλο που θυμάστε και δεν έχουμε συζητήσει...
Τι άλλο μπορώ να θυμηθώ, για αυτό σου είπα αν είχες ένα ορισμένο στόχο θα μπορούσα να κάνω μία προεργασία και να θυμηθώ μερικά πράγματα. Μια τώρα ολόκληρη ζωή είναι, δηλαδή εγώ σας ιστόρησα τώρα πράγματα που συνέβησαν από τα τέσσερα μου πέντε χρόνια, μόλις άρχισα να έχω μνήμη και αυτά που σας λέω είναι δικές μου, δικές μου μνήμες. Δεν είναι ενισχυμένες από τις ιστορίες των γονιών μου. Δεν θυμάμαι ας πούμε τίποτε άλλο. Θυμάμαι ότι ζούσαμε σε ένα χώρο ανασφάλειας, θυμάμαι ότι μία φορά κάποιος την είπε τη μαμά μου, όταν πρωτοήρθε το ΠΑΣΟΚ εδώ, πως ξεκίνησε το ΠΑΣΟΚ, τον Μαρξ τον είχανε σε όλα τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ, σε όλα τα γραφεία. Και μεταξύ τους ο ένας τον άλλον έλεγε σύντροφοι. Και ο πατέρας μου καθώς ήταν κυνηγημένος από τη Δεξιά ως κομμουνιστής, βρήκε ότι θα μπορούσε να έχει μία θέση. Θέση δηλαδή, θέση ενεργή όχι αυτό που λέμε θέση δουλειάς. Να παίζει ένα ρόλο. Πήγε τις πρώτες μέρες στο ΠΑΣΟΚ και πολύ γρήγορα κατάλαβε όταν έλεγα -μου έλεγε- τη λέξη σύντροφοι ανατρίχιαζαν όλοι. Κατάλαβε ότι ήταν επίπλαστο αυτό το πράγμα, το θυμάμαι και αυτό και ότι πολύ γρήγορα θα έδειχνε το πρόσωπο αυτό που πραγματικά είχε το ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή μία άλλους είδους Δεξιά ας πούμε. Τι είχαμε πει και μήπως παρέκκλινα;
Αν κάτι άλλο που δεν συζητήσαμε
Ναι το θυμάμαι και αυτό πως ήρθε το ΠΑΣΟΚ εδώ, με τι πρόσωπο ήρθε, τι πράγματα υποσχέθηκε και τι φυσικά πραγματοποίησε μετά. Πολλά ψέματα μας είπαν κατά καιρούς, πάρα πολλά. Είχαμε κάνει ένα σπίτι στην Αλεξανδρούπολη, εξοχικό σπίτι και εκεί φυσικά έδειξα και εγώ αλλά και όλοι οι άνθρωποι της γενιάς μας τον αρχοντοχωριατισμό μας. Διότι στερημένοι από έπιπλα και από τέτοια, θυμάμαι έκανα ένα εξοχικό σπίτι με πολυελαίους, με τέτοια, έβγαλα όλα τα απωθημένα μου εκεί, στο σπίτι αυτό και είχαμε ένα κρεβάτι, καινούργιο κρεβάτι που πίσω μια κονσόλα είχε που την άνοιγες για να βάζεις -άλλη πια ιδέα αυτή, να βάζεις τα στρώματα, τα μαξιλάρια και όλη την ημέρα το κρεβάτι να είναι στρωμένο. Δεν ξεφεύγει κανείς εύκολα από την εποχή εκτός αν είναι πνεύμα ξεχωριστό. Επί της πεπατημένης πάμε. Και εγώ κάτω το [01:40:00]ντουλαπάκι αυτό που ήτανε πίσω, έβαλα μια εφημερίδα της εποχής. Ήταν η πάλαι ποτέ πολύ σπουδαία Ελευθεροτυπία. Η Ελευθεροτυπία εκείνον τον καιρό, όταν κυκλοφορούσε το ΠΑΣΟΚ και τι δεν είχε μέσα. Άρθρα σπουδαίων ανθρώπων, επιστημόνων και κάθε τόσο μας χάριζε και πολύ ωραία βιβλία. Έχω μια σειρά από αρχαίους τραγικούς που ποτέ δε θα τους αγόραζα αν δε μου τους έδινε η Ελευθεροτυπία. Όλα τα αρχαία δράματα, όλες οι τραγωδίες και όλες οι κωμωδίες. Σπουδαία λοιπόν εφημερίδα, μόλις είχε βγει το ΠΑΣΟΚ, ο πρώτος υπουργός παιδείας ήταν ο Τσοχατζόπουλος. Ο οποίος είπε, έγραφε ότι βγάζουμε, ψηφίζουμε τέτοιους νόμους που τα φροντιστήρια δε θα υπάρχουνε του χρόνου, τα εξαλείφουμε. Αυτά ακόμη προς τη δόξα τραβούνε και αυτήν την εφημερίδα, όχι γιατί είχε αυτό το άρθρο, γιατί ήθελα εγώ να τη στρώσω από κάτω για να μην έρχονται ότι βάζω σε επαφή με το ξύλο. Και όταν μετά από χρόνια πολλά, μεγάλωσαν τα παιδιά και δε μας ακολουθούσαν πια, μεγαλώσαμε και μεις και θεωρήσαμε ότι αυτό το εξοχικό σπίτι ήτανε μόνο βαρίδιο, το πουλήσαμε. Και καθώς εγώ τα ξεσήκωνα τα πράγματα εκεί που το πουλήσαμε το σπίτι, άνοιξα και αυτό το ντουλάπι και είδα την εφημερίδα αυτή. Ύστερα από 20 χρόνια από τότε που το φτιάξαμε. Και είδα τα μεγάλα ψέματα που είχε και τις φρούδες ελπίδες που έδινε στους ανθρώπους. Έχουν περάσει από τότε πόσα χρόνια, σχεδόν 40 χρόνια και η ίδια κατάσταση επικρατεί. Φροντιστήριο, για να πάρεις μια θέση στο πανεπιστήμιο.
Να ρωτήσω κάτι τελευταίο. Από όλα αυτά που είπαμε για όλη σας τη ζωή, τι θα αλλάζατε; Θα αλλάζατε κάτι;
Λέω ότι πολλά θα άλλαζα αλλά νομίζω ότι φρόνιμο είναι να μην αλλάξω τίποτα γιατί αυτό που έγινα, ό,τι έγινα, όσο αγώνα και να έκανα και όσο αν καταξιώθηκα το οφείλω ακριβώς σε αυτά που έζησα. Στις συμφορές που μου ήρθανε, στον τρόπο που διαχειρίστηκα τις συμφορές μου. Δηλαδή το προσωπικό σου βάσανο και η ήττα που παθαίνεις αυτό σε μορφώνει και σε κάνει πιο άνθρωπο. Ε, νομίζω ότι δεν θα άλλαζα τίποτα, δεν θα άλλαζα. Ενδεχομένως έτσι σαν όνειρο θα ήθελα να είμαι πιο άνετη, να μπορώ να σπουδάσω που είχα πάθος με τα βιβλία και με τις σπουδές. Και λέω τότε αν ήμουνα οικονομικά πιο καλά μπορεί να το έκανα αλλά δεν ξέρω και τι εξέλιξη θα είχα. Για αυτό δεν θα άλλαζα τίποτα από τη ζωή μου. Και τα λάθη μου και τα λάθη μου και οι μοναξιές μου κι όλα αυτά. Προσπαθώ έτσι να τα διαχειριστώ να γίνω πιο καλός, πιο άνθρωπος. Να θυμούνται τα παιδιά ότι είχαν μια μαμά, που η μαμά οφείλει στα παιδιά όχι τα παιδιά στη μαμά. Γιατί έκανα αυτό που όφειλα να κάνω για τα παιδιά μου όπως κάθε μαμά, να τα σπουδάσω. Εγώ τα χρωστάω, αυτά δεν χρωστάνε. Αλλά για να φτάσω σε αυτό το επίπεδο πέρασα πολλά, πολλά αυτό θέλω να πω.
Ωραία, νομίζω είπαμε.