© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Οικογενειακές μνήμες από την Αττάλεια: Ο διωγμός, η εγκατάσταση στην Αθήνα και οι παραδόσεις των Μικρασιατών προσφύγων
Istorima Code
10861
Story URL
Speaker
Σοφία Κυλίκογλου (Σ.Κ.)
Interview Date
25/08/2022
Researcher
Φοινίκη Παπαδοπούλου (Φ.Π.)
[00:00:00]
Είναι 26 Αυγούστου του 2022. Εγώ ονομάζομαι Φοινίκη Παπαδοπούλου, είμαι ερευνήτρια από το Istorima και βρίσκομαι εδώ με την κυρία Σοφία Κυλίκογλου. Είμαστε στην Αθήνα, περιοχή Πετράλωνα και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Λοιπόν, καταρχάς, μπορείτε να μου πείτε λίγα πράγματα για το πού γεννηθήκατε, από πού κατάγεστε;
Λέγομαι Σοφία Κυλίκογλου. Είμαι 87 χρονών. Γεννήθηκα εδώ στην Αθήνα. Γεννήθηκα στο σπίτι αυτό που μένω. Μεγάλωσα εδώ, εδώ πήγα σχολείο. Μεγαλώνοντας αποφάσισα να πάω να σπουδάσω στο εξωτερικό. Ήταν η εποχή που οι γονείς δεν το επιτρέπανε, δεν το μπορούσαν να το ανεχθούν αυτό και στάθηκαν εμπόδιο. Τότε βρέθηκε στη ζωή μου ο άντρας μου. Ήμουνα πολύ μικρή, ήμουνα 18-19 χρονών. Είπα το «ναι», παντρεύτηκα, απέκτησα δυο παιδιά. Ζω εδώ ακόμη, αγαπώ τη συνοικία μου. Έχω παίξει πολύ, έχω τρέξει στον δρόμο, έχω περάσει όλα τα… Τους πολέμους, τον Εμφύλιο, όλα. Τις κακουχίες, τις καλές μέρες. Η ζωή μου είχε και πάνω και κάτω, αλλά δόξα τω θεώ προς το παρόν είμαι πολύ καλά. Η καταγωγή μου είναι απ’ τη Μικρά Ασία. Οι γονείς μου γεννήθηκαν - και οι δύο γονείς μου - στη Μικρά Ασία, στην Αττάλεια. Η Αττάλεια είναι ένα πολύ ωραίο παραθαλάσσιο μέρος. Ονομάζεται τώρα «η ριβιέρα της Ανατολής» το μέρος αυτό. Έχει καταρράκτες, έχει νερά, έχει ατέλειωτα δάση. Εκεί είχαν κάνει μια πολύ καλή κατάσταση. Ζούσαν πολύ καλά, ζούσαν αρμονικά με τους Τούρκους. Δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Όπως σας είχα πει και παλαιότερα, βάφανε κόκκινα αυγά και οι Τούρκοι το Πάσχα μαζί τους. Μεγάλωσαν εκεί, πήγαν σχολείο, ώσπου άρχισε να γίνεται η διχόνοια αυτή, ο πόλεμος με τη Μικρά Ασία τότε, με τη Σμύρνη και όλα. Και αυτά άρχισαν τα σχολεία να γίνονται κρυφά σχολεία τότε, και τα παιδιά πήγαιναν κρυφά σε σπίτια με τη δασκάλα να τα μάθουν ελληνικά. Ώσπου ήρθε η μέρα αυτή, η πολύ δύσκολη μέρα, 22 Σεπτεμβρίου, και φύγανε από την Τουρκία χωρίς να πάρουν τίποτα. Όσοι μπορούσαν κρύψανε μερικά χρήματα, κρύψανε χρυσαφικά και φέρανε. Πολλοί δεν μπορέσανε και ήρθαν έτσι όπως ήταν. Οι γονείς μου, οι παππούδες μου τα κατάφεραν και ήρθαν. Ήρθαν εδώ σε μια πολύ αφιλόξενη χώρα γι’ αυτούς. Μπόρεσαν όμως, επειδή ήταν όλοι μαζί - δεν ήσαν μόνοι τους, ήταν όλοι μαζί - να μπορέσουν να ορθοποδήσουν. Αμέσως κάνανε επιχειρήσεις όλοι, οι περισσότεροι επιχειρήσεις. Ο παππούς μου ζήτησε να μάθει ποια είναι τα καλύτερα σχολεία για να βάλει τα παιδιά του. Η μαμά μου ήταν 10 χρονών. Και του ‘παν το Αρσάκειο. Και έγραψε τα δύο του κορίτσια στο Αρσάκειο και τον γιο του - τον γιο, τον ένα γιο του - στην Ελληνογαλλική Σχολή τότε. Τα παιδιά τελείωσαν ένα δημοτικό, από ‘κεί και πέρα τίποτα άλλο. Αλλά έμειναν εννέα χρόνια μέσα στην παράγκα στο Θησείο. Ήταν μέσα σε μια παράγκα. Και να σκεφτεί κανείς τι άφησαν εκεί και που ήρθαν να μείνουνε! Η ζωή ήταν αυτή. Παντρεύτηκαν. Ο παππούς μου άνοιξε καφενείο αμέσως εκεί, στην Αιόλου 1, και με το καφενείο αυτό και τι, πάντρεψε τα παιδιά του, προίκισε τον καιρό εκείνο τις κόρες του και μπόρεσε και έκανε μια οικογένεια. Έφτιαξε ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη και έφυγε πια από την παράγκα μετά από εννέα χρόνια. Γιατί πρώτα απ’ όλα αγόρασε κάτι μαγαζιά στη Νέα Ιωνία για να έχει εισόδημα, να παντρέψει τα κορίτσια του. Η ζωή αυτή ήτανε. Στην Αττάλεια… Απ’ ό,τι θυμάμαι τα βράδια που καθόμασταν δίπλα στη φωτιά με την γιαγιά μου, πάντα μας διηγότανε τις ιστορίες από την Τουρκία, το πώς ζούσαν και το πώς περνούσαν με τους Τούρκους. Πώς περνούσαν με τους Τούρκους. Η ζωή τους ήτανε πάρα πολύ καλή. Είχανε τις επιχειρήσεις τους, άλλοι είχαν επιχειρήσεις, άλλοι ήταν πιο φτωχοί, άλλοι… Όπως γίνεται παντού, σε όλα τα μέρη του κόσμου. Ζήσαν καλά. Εμείς σαν νεότεροι που είμαστε έχουμε αυτά… Θυμόμαστε λέξεις από τους [00:05:00]γονείς μας. Από τη γιαγιά μου έχω μάθει κι εγώ τουρκικά. Η γιαγιά μου δεν μπόρεσε να μάθει ελληνικά ποτέ. Η γιαγιά του πατέρα μου - η μητέρα - δεν μπόρεσε να μάθει ελληνικά και μας μίλαγε τουρκικά και μαζί με αυτή μάθαμε και εμείς. Ναι. Τα παιδιά μου που ζητούσαν να… Τους έλεγα να μάθουνε, αρνούντο. Δεν ήθελαν να μάθουν οι τουρκικά με τίποτα, ούτε ο Βασίλης ούτε η Ελένη. Δεν ξέρω γιατί. Μισούσαν την Τουρκία; Μισούσαν όλα αυτά που είχαν ακούσει, διαβάσει από μικρά παιδιά; Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που τους είχε κάνει….
Αυτά όλα. Όταν παντρεύτηκα, ο άντρας μου ήταν απ’ τη Μικρά Ασία και εκείνοι - οι γονείς του - και εκείνος εδώ γεννημένος. Τη Μικρά Ασία. Η πεθερά μου ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα. Είχε ένα πολύ μεγάλο αρχοντικό σπίτι, ήταν μοναχοκόρη. Την αγαπούσαν οι γονείς της, τη φροντίζανε, δεν την άφηναν να βγει έξω. Αυτή αγαπούσε τον πεθερό μου από εκεί, από την Αττάλεια, αλλά εκείνος δεν ήταν πλούσιος όπως ήταν αυτή. Αυτοί ήταν πιο… Μέτρια οικογένεια, εργατική οικογένεια, αλλά μεσαίας τάξεως. Άλλα δεν τολμούσε να πει τίποτα ούτε ο ένας ούτε η άλλη. Όταν ήρθαν εδώ, ο πεθερός μου μεγάλωσε, έκανε περιουσία. Εκείνη επειδή είχανε μάθει - και τα αδέλφια της - να ζούνε μόνο με τα εισοδήματα και δεν είχαν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους, μείνανε έτσι. Χωρίς να κάνουνε τίποτα. Μόνο ένα σπιτάκι που είχαν και τίποτα παραπάνω. Έκανε πολλά πείσματα ο πεθερός μου για να την πάρει - ενώ την αγαπούσε, έκανε πείσματα στην πεθερά του ότι: «Τώρα με θέλεις δηλαδή, που έγινα πλούσιος». Καταλαβαίνεις. Αλλά εν τέλει την πήρε, παντρεύτηκαν και έκαναν μια οικογένεια με τρία παιδιά. Τίποτα άλλο, τι να σας πω, αν θέλετε κάτι για την Αττάλεια; Στην Αττάλεια, όταν ήταν η πεθερά μου, ήταν 20 χρονών κοριτσάκι. Εκεί στην Αττάλεια ήρθαν - το σπίτι τους ήταν πολύ μεγάλο -, ήρθαν και το εγκατέστησαν - τα δύσκολα χρόνια τότε που έγιναν, το ‘22 - οι Τούρκοι και το ‘καναν νοσοκομείο. Και είχαν περιοριστεί οι δύο γυναίκες σ’ ένα δωμάτιο μέσα. Είχαν καταλάβει όλο το σπίτι οι Τούρκοι. Μεταξύ των Τούρκων, ένας αξιωματούχος την έβαλε στο μάτι, την ερωτεύτηκε. Και την ήθελε. Έλα που η μάνα της κόντευε να τρελαθεί από την αγωνία! Και την πήρανε, την πήραν και την πήγανε στο… Έναν υπηρέτη που είχαν, έμενε στην άκρη της Αττάλειας, στα περίχωρα της Αττάλειας. Την ντύσανε γριά και την ντύσανε και τη βγάλανε με ένα κάρο, την πήγαν εκεί μακριά για να μην τη βρει ο Τούρκος. Όταν έγινε το ‘22 και ήρθανε - τον Σεπτέμβρη του 1922 - η πεθερά μου δεν είχαν πάρει είδηση ότι φεύγουν οι Έλληνες, ήταν τόσο μακριά απομονωμένη. Και πήγε ο Τούρκος - ο υπηρέτης που είχανε - και τους είπε: «Φεύγετε, πάτε στην Ελλάδα, ελάτε να σας πάω μέχρι το καράβι». Και έτσι γλύτωσαν και αυτοί. Από του Τούρκου τα χέρια. Η μητέρα μου ήταν και εκείνη δέκα χρονών, ήταν πολύ μικρή. Και πάντοτε όταν ήθελε να κουνήσει τον αδερφό της, να τον παίξει τον μικρό της αδερφό, τραγουδούσε τον εθνικό ύμνο, στην αυλή του σπιτιού τους. Ώσπου μια μέρα ήρθε ο πατέρας της από τη δουλειά και τις λέει: «Σταμάτα! Μην…» Αυτό, και όλες ό,τι λευκά είχανε, μπλε, άσπρα, σημαίες, ρούχα που φορούσαν στις γιορτές, 25 Μαρτίου… Γιορτάζανε την 25 Μαρτίου εκεί. Κάνανε τις γιορτές αυτές… Τους είπε ο παππούς όλα αυτά να τα θάψουμε κάπου, να μην υπάρχει μπλε-άσπρο. Όταν έβλεπαν μπλε-άσπρο οι Τούρκοι, οργίαζαν. Και ετοιμάστηκαν να φύγουν. Κι όταν φεύγανε, η μάνα μου θυμήθηκε ότι είχανε ένα σακούλι με ασημένια νομίσματα. Έτρεξε, ανέβηκε… Εάν δείτε τα σκαλιά που υπάρχουν από την προκυμαία μέχρι το σπίτι τους, θα ‘λεγες: «Είναι δυνατόν ένα παιδί δέκα χρονών να τρέξει, να ανέβει, να πάει στο σπίτι, να μαζέψει τα γρόσια αυτά, τα ασημένια νομίσματα;». Και με τα ασημένια αυτά νομίσματα ήρθαν στην Ελλάδα και ζήσανε μερικές μέρες, γιατί εδώ οι έξυπνοι τους τα ‘φάγαν όλα για λίγο ρύζι και λίγο νερό. Αυτό. Τι άλλη να πω ιστορία, δεν ξέρω ποια άλλη ιστορία θα θέλατε να ακούσετε. Υπάρχουν πάρα πολλές διηγήσεις από τους Μικρασιάτες εκεί, υπάρχουν τα τραγούδια που λέγανε… Τα τραγούδια τους ήταν πάρα πολύ ωραία και ήταν όλα με πίκρα. Όλα μιλούσαν για έρωτα, για πίκρα, για χαμένη πατρίδα. Για [00:10:00]προξενιά που κάνανε εκεί, ο τρόπος που παντρευόντουσαν και… Έπρεπε, ας πούμε, το κορίτσι να μην είναι ζωηρό, να μην τρέχει, να μην αυτό, να είναι ήσυχο. Ο παππούς μου διάλεξε τη γιαγιά μου - αυτή εδώ που βλέπετε -την διάλεξε γιατί σ’ ένα πανηγύρι Καθαράς Δευτέρας ήταν η μόνη που δεν πήδαγε τα χαντάκια. Ναι. Ενώ η άλλη, λέει, τα πήδαγε και… «Γιατί γιαγιά δεν τα πήδαγες κι εσύ τα χαντάκια;» της λέγαμε. «Ε, ήμουνα ορφανό το κορίτσι, δεν μπορούσα εγώ να κάνω τέτοια πράγματα». Ήταν διαφορετική η ζωή τότε, ήτανε πολύ απλά πράγματα. Αγνά.
Και όταν το 2014, ζήτησαν τα παιδιά μου να επισκεφτούμε την Αττάλεια, και πήγαμε και είδε ο γιος μου το σπίτι αυτό - σκαρφάλωσε από την πόρτα επάνω, σιδερόπορτα που είναι πίσω η αυλή - και είπε: «Βρε γιαγιά, πώς μπόρεσες από αυτό το παλάτι να μπεις σε μια παράγκα μέσα;». Η παράγκα ήταν τέσσερα επί τέσσερα. Ήτανε στην… Mέσα στις ανασκαφές, μέσα στο Θησείο, εκεί που είναι η Αρχαία Αγορά, εκεί ήταν η παράγκα τους. Και όταν τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πει: «Και στην Πλατεία Συντάγματος να κάνουν οι πρόσφυγες μια παράγκα, δεν έχει δικαίωμα κανείς να την γκρεμίσει. Θα τους αφήσετε τους ανθρώπους». Αλλά ήταν δύσκολα τα χρόνια, πολύ δύσκολα τα χρόνια εκεί. Μέσα στην παράγκα, χωρίς νερό, χωρίς φως, να βρέχει βροχή… Έβρεξε η βροχή και όταν ήρθε ο παππούς μου με τα παιδιά του από την Αττάλεια εκείνο το βράδυ, δεν είχανε βάλει πισσόχαρτο πάνω στην παράγκα, γιατί το κλέβανε το πισσόχαρτο. Έπιασε μια βροχή κι είχε σκεπάσει τα παιδιά του με κάτι κιλίμια για να μη βρέχονται, και όταν ήρθαν και τα πήραν τα παιδιά από τις διπλανές παράγκες γιατί κατάλαβαν ότι βρέχει και τα παιδιά θα βραχούν μέσα εκεί, τα παιδιά είχανε πάρει χρώμα, ήταν τα πρόσωπά τους… Άλλα είχαν γίνει μπλε, άλλα κόκκινα, άλλα… Είχαν ξεβάψει τα κιλίμια. Γι’ αυτό σας λέω, ήταν πάρα πολύ δύσκολη ζωή για τόσα χρόνια. Ένα πολύ ωραίο περιστατικό είναι της μητέρας μου. Όταν πήγαν στο Αρσάκειο… Η ζωή τους δεν ήταν πολύ απλή, πολύ εύκολη, γιατί όλα τα παιδιά τον καιρό εκείνο του Αρσακείου ήταν από πολύ πλούσιες οικογένειες Αθηναίων. Αυτά ντρεπόντουσαν να πουν ότι ζουνε στην παράγκα μέσα. Και πάντα δίνανε τη διεύθυνση του παππού μου το μαγαζί - Αιόλου 1 ήταν του παππού μου το μαγαζί στην Αθήνα. Και κάποια στιγμή τους είχε καλέσει σε ένα αρχοντικό σπίτι στην Κηφισιά μια συμμαθήτριά τους και τους κάναν τραπέζι, τσάι, δεν ξέρω τι ακριβώς. Κι έπρεπε να… Η μάνα μου ήταν πάρα πολύ καπάτσα, ήταν και πολύ φιλόξενη, έτσι, άνθρωπος που δινόταν πολύ, και ζήτησε να… Ήθελε να κάνει και αυτή, να ανταποδώσει. Και πού να το ανταποδώσει; Το έκανε στο καφενείο του πατέρα της, απέναντι από… Στο ρολόι του Κυρρήστου, που είναι εκεί τ’ αρχαία. Είχε βάλει τραπεζάκια ο παππούς μου, είχανε κάτι κεντήματα, βάλανε σ’ ένα τραπεζάκι τα κεντήματα επάνω, και δικαιολογήθηκε στις φίλες της ότι ήθελε να κάνει τη διαφορά. Να μην το κάνει στο σπίτι μέσα, να το κάνει στο καφενείο, γιατί ήτανε κάτω από τα αρχαία και ήτανε ωραία η περιοχή, ας πούμε ήταν όμορφη. Κάνανε πολλά προκειμένου να επιβιώσουν οι άνθρωποι. Επιβιώσαν όμως. Κάναν οικογένειες, κάνανε μετά σπίτια, ήταν πολύ εργατικοί όλοι. Ξεκίνησαν από τις πιο τελευταίες δουλειές και φτάσανε να γίνουνε βιομήχανοι, να γίνουνε έμποροι, με μεγάλη περιουσία και αυτά, πολλοί συγγενείς μου.
Καταρχάς, ήθελα να ρωτήσω αν οι περισσότερες από αυτές τις ιστορίες ερχόντουσαν από τη γιαγιά; Ή από τον παππού ή από τη μητέρα σας;
Από ποιον ερχόντουσαν;
Ποιος έλεγε τις περισσότερες ιστορίες –
Η μαμά μου. Ο πατέρας μου, διηγότανε. Αλλά πολύ περισσότερες η γιαγιά μου απ’ τον πατέρα μου. Η γιαγιά μου. Είχαμε μαγκάλι τα πρώτα χρόνια στο σπίτι. Άναβε το μαγκάλι. Μαγκάλι είναι… Ξέρεις τι, ανάβεις τα κάρβουνα σ’ ένα μέρος έτσι, σ’ ένα... Και καθόμασταν εμείς τα παιδιά γύρω γύρω και η γιαγιά μου, με τα τούρκικα… Και κάτι που εξηγούσε μετά η μαμά μου ελληνικά. Μας έμαθε κι εμάς να μιλάμε τούρκικα, και εμένα και τον αδερφό μου και αυτόν τον ξάδερφο που φιλοξενήσαμε, που μεγαλώσαμε. Και μας έλεγε αυτή τις περισσότερες ιστορίες. Αλλά κατόπιν η μαμά μου, όταν πια μεγαλώσαμε κι η μητέρα μου [00:15:00]μας διηγήθηκε πολλά. Έχει διηγήθηκε στα παιδιά μου πολλά.
Και η ιστορία της πεθεράς σας έρχεται απ’ την πεθερά σας την ίδια ή από τον άντρα –
Απ’ την πεθερά μου. Από την ίδια την πεθερά μου, εκείνη μου το έχει διηγηθεί και αυτή πήγε για πρώτη φορά… Το πλοίο τους άφησε εκεί στην περιοχή, που είναι οι δικοί σας στον… Στην περιοχή μωρέ, στην… Πώς είναι το Ναύπλιο, σε ποιο νομό ανήκει το Ναύπλιο;
Αργολίδας.
Αργολίδος. Σ’ ένα χωριό της Αργολίδος, από τη θάλασσα τους άφησε εκεί, και έμειναν εκεί για αρκετό καιρό. Εκεί… Ήταν όμορφη γυναίκα, πολύ όμορφη, και σου λέω ήταν και 20 χρονών. Εκεί ήταν ένα παλικάρι, ο οποίος ήταν ο νοικοκύρης του σπιτιού που μένανε, και την ερωτεύτηκε, την ήθελε. Η μάνα όμως δεν ήθελε με τίποτα, ήθελε να έρθει στην Αθήνα οπωσδήποτε, να πάρει Μικρασιάτη η κόρη της. Ήταν οι δύο γυναίκες μόνο. Και γυρίσανε. Μετά από χρόνια, όταν παντρεύτηκε τον πεθερό μου, της είπε ο πεθερός μου: «Έλα να πάμε από εκείνα τα μέρη, να θυμηθείς κι εσύ τα παλιά σου». Κι όταν πήγανε, καθίσανε σ’ ένα καφέ να πιούνε, και τους διηγήθηκε ο καφετζής την ιστορία, πως είχανε πάει εκεί Μικρασιάτες, «και ήταν μια μητέρα» – λέει – «με μια όμορφη κοπέλα, την Ελένη». Άκου τώρα την ιστορία. «Και ο αδερφός μου ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της. Και από τότε που έφυγε εκείνη - την πήρε η μάνα της και φύγανε - δεν παντρεύτηκε και έμεινε έτσι, χωρίς να παντρευτεί, μόνος του», γιατί… Ξέρεις, τον καιρό εκείνο ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα, δεν είναι όπως είναι τώρα. Δεν υπήρχε τέτοια ελευθερία στα παιδιά. Κι ο πεθερός μου της λέει: «Άντε Ελένη, πάμε να φύγουμε! Πάμε να φύγουμε να μην έρθει αυτός εδώ και σε δει τώρα». Και η πεθερά μου λέει: «Όχι, τι πράγματα είναι αυτά;». Ήταν μια γυναίκα πολύ απλή, με το κοτσάκι της πίσω και αυτά. Θέλω να σου πω, ιστορίες πολλές έχουν από αυτές, διαφορές… Αυτά όλα.
Ο πεθερός σας και η πεθερά σας πώς βρέθηκαν, αφού ήρθαν στην Αθήνα;
Εδώ; Εδώ βρέθηκαν γιατί όλοι μαζί μένανε στις παράγκες στο Θησείο. Εκείνος την αγαπούσε, την είχε στο μυαλό του. Όπως σου ‘πα, ήθελε να κάνει λίγα πείσματα στην πεθερά του να την πεισματώσει, γιατί δεν τον ήθελε στην Αττάλεια. Ενώ εδώ αυτός άνοιξε μπακάλικο στον Άγιο Φίλιππα. Εκεί στην Ανδριανού, στο Μοναστηράκι. Άνοιξε το μπακάλικο μαζί με τον γαμπρό του - της αδερφής του τον άντρα - και πήγαν και πιάσανε όλες τις παράγκες, τους Ατταλειώτες όλους, και τους είπαν ότι: «Ανοίγουμε το μαγαζί, να έρθετε να ψωνίσετε από εμάς». Και όχι σε έναν άλλον που ήταν ντόπιος στο Θησείο, στην πλατεία του Θησείου. Και έτσι πιάστηκαν αυτοί και κάνανε, και το γύρισαν μετά στη χοντρική και κάνανε χονδρεμπόριο. Άνοιξαν πολλά μαγαζιά, μπακάλικα, στην περιοχή της Νέας Ιωνίας, πήραν σπίτι στη Νέα Ιωνία και εκεί πια, επειδή πιάστηκαν αυτοί και γίνανε νοικοκυραίοι - όχι πως ήτανε εκατομμυριούχοι, νοικοκυραίοι όμως - η πεθερά τον ήθελε. Εν τέλει, αυτός την αγαπούσε και παντρεύτηκε την πεθερά μου. Και έκαναν και τρία παιδιά. Ήτανε… Ιστορίες δικές τους, διάφορες.
Τι σας έλεγαν, και οι παππούδες σας… Τι σας έλεγαν βασικά οι παππούδες σας σε σχέση με την αντιμετώπιση στην Ελλάδα από τους ντόπιους, όταν -
Αν θα παντρευόντουσαν ντόπιους;
Όχι. Πώς βίωσαν την αντιμετώπιση από –
Δεν πέρασαν καλά. Δεν πέρασαν καθόλου καλά. Στο Θησείο που ήσαν στις παράγκες, ερχόντουσαν τότε ήταν οι βασιλικοί με τον Τσαλδάρη… Και οι βενιζελικοί που ήταν οι Μικρασιάτες όλοι, ήταν βενιζελικοί. Και ερχόντουσαν αυτοί οι τραμπούκοι οι διάφοροι και φώναζαν το βράδυ έξω από τις παράγκες: «Θα σας ρίξουμε ένα μπετόνι βενζίνη και θα σας κάψουμε όλους. Δεν σας θέλουμε». Τους πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες ήρθαν, αλλά άλλαξε η Ελλάδα όλη με τον ερχομό. Ήρθανε - ακριβώς δεν ξέρω πόσα εκατομμύρια άνθρωποι ήρθανε - αλλά ήρθαν τόσοι και άλλαξαν όλα: τα ήθη, τα έθιμα, η μαγειρική, η συμπεριφορά τους ήταν διαφορετική… Τα χωράφια τους ήτανε χέρσα εδώ. [00:20:00]Αυτά τα χωράφια τα φυτέψανε, τα… Κάνανε εμπόριο, ασχολήθηκαν με το κέντημα οι γυναίκες, φτιάξανε χαλιά. Κάνανε χαλιά, είχαν από ένα αργαλειό στα σπίτια τους και κάναν χαλιά, ήταν στη Βασιλική Πρόνοια όλες οι θείες μου και δουλεύανε εκεί και φτιάχναν χαλιά. Θέλω να σου πω… Ντυνόντουσαν ωραία, στολιζόντουσαν ωραία, πηγαίνανε βόλτα στο Σύνταγμα και είχαν πάρει.. Οι Σμυρνιές ειδικά είχαν πάρει τους καλύτερους γαμπρούς τον καιρό εκείνο στην Αθήνα, τους Αθηναίους, ειδικά τους στρατιωτικούς. Γιατί ήταν έξυπνες γυναίκες και γυναίκες που τους άρεσε να ντύνονται ωραία, να φτιάχνονται καλά. Δουλεύανε πολύ. Δουλεύανε και μπορούσανε και τα κάνανε όλα αυτά. Αμέσως. Η αντιμετώπιση ήταν αισχρή. Μέχρι και πολλά χρόνια, όποιος άκουγε το επίθετο να υπάρχει η κατάληξη «-ογλου», ήτανε αποδιοπομπαίος τράγος. Τώρα άρχισαν, πριν από δεκαετίες, να αρχίζουν να καταλαβαίνουνε, γιατί βγήκαν και πολλοί καλλιτέχνες, άνθρωποι των γραμμάτων, άνθρωποι… Ποιητές, μουσικοί και όλοι αυτοί, επιστήμονες, διάφοροι οι οποίοι ήταν Μικρασιάτες στην καταγωγή και άρχισε να ανεβαίνει το πρεστίζ τους.
Αναρωτιέμαι… Αναφερθήκατε πριν σε τραγούδια που έλεγαν, που ήταν συγκεκριμένα από τη Μικρά Ασία, και αναρωτιόμουν αν θυμάστε τραγούδια που τραγούδαγε η γιαγιά και φαγητά που να μαγείρευε;
Τα θυμάμαι. Αλλά βασικά όχι όλα τα λόγια. Ήταν ένα τραγούδι που έλεγε «Αμάν ντόκτορ». Ναι, ήταν για ένα γιατρό. Aman doktor, canım gülüm doktorDerdime verdin çare. Λέει: «Γιατρέ μου, έχω πολύ μεγάλο ντέρτι στην καρδιά μου και σε αυτό το ντέρτι μου 'χεις δώσει θεραπεία». Ο γιατρός, ας πούμε, είχε ερωτευτεί τον γιατρό. Ναι… Υπήρχαν πολλά τραγούδια, που κάναν τα πάρτυ - μετά που μεγάλωσαν, που… Φτιαχτήκανε, που κάναν περιουσίες, κάνανε σπίτια μεγάλα, οι θείοι μου… Είχα της θείας μου της μεγάλης, της αδερφής της μαμάς μου ο άντρας, ο οποίος έγινε τον καιρό εκείνο εκατομμυριούχος. Μέχρι καράβια αγόρασε. Μέχρι το ‘55 που πέθανε. Πολύ νέος πέθανε. Και έκανε πάρτι στο σπίτι του, μεγάλο σπίτι στη Νέα Σμύρνη, και στα σπίτια αυτά είχε τούρκικες βραδιές. Έφερνε ορχήστρες και τραγουδούσανε τούρκικα τραγούδια και θυμόντουσαν τα παλιά της πατρίδας.
Δεν είχαν άσχημες αναμνήσεις από τους Τούρκους. Δεν είχαν άσχημες αναμνήσεις. Απ’ τους Τούρκους. Και πολλές φορές κι εγώ κάθομαι και αναρωτιέμαι: «Γιατί να ‘μαι τόσο πολύ εναντίον τους;». Δεν είμαι με τους ανθρώπους, γιατί και εκεί που πήγαμε στην Τουρκία το 2014… Μου είπε ο ξενοδόχος, ο οποίος είχε το σπίτι που μέναμε - ήταν ένα σπίτι Έλληνα και το πήρε αυτός και το έκανε μοτέλ, ξενοδοχειάκι - μου είπε το εξής, ότι… Όταν του είπα ότι η γιαγιά μου τα βράδια μας διηγόταν για τη Αττάλεια και έκλαιγε, μου είπε: «Κι εμένα παππούς μου ήταν στην Κρήτη. Και άφησε την Κρήτη και όταν ήρθε εδώ, έκλαιγε για την Κρήτη». Άρα, λοιπόν, δεν φταίνε οι άνθρωποι. Ούτε και εκείνοι ήθελαν να φύγουν από εκεί που ήτανε, ούτε κι εμείς. Ούτε και οι δικοί μας θέλαν να φύγουν. Τώρα, το αν ήρθαν τότε; Για μας - τη γενιά, τη μετέπειτα γενιά - ήταν καλύτερα που ήρθαν εδώ. Δεν ξέρω πώς θα ήταν στην Τουρκία τα πράγματα. Η Μικρά Ασία - τα παράλια της μικράς Ασίας - είναι πάρα πολύ ανεπτυγμένα. Ναι, πάρα πολύ ανεπτυγμένα, ο κόσμος είναι πολύ διαφορετικός. Δεν φοράνε στο κεφάλι τους μαντίλες και όλα αυτά οι γυναίκες, με τα σορτς κυκλοφορούσαν. Η Τουρκία στα βάθη της έχει μείνει του Ερντογάν η Τουρκία. Αυτή η Τουρκία που είναι φανατισμένη. Τους μιλάνε για γαλάζιες θάλασσες, για γαλάζιες πατρίδες και νομίζουν ότι θα κάνουν το Αιγαίο όλο δικό τους. Ενώ μας είπαν απ’ τα παράλια της μικράς Ασίας ότι: «Πολύ το προσπαθούμε, να ξεχωρίσουμε εμείς, να κάνουμε δικό μας κρατίδιο». Τα παραλία αυτά όλα, γιατί είναι πανέμορφα. Είναι πανέμορφα. Έχουν πολύ ωραία ονόματα, έχουν την Αλικαρνασσό, που είναι απέναντι ακριβώς απ’ την Κω. Ένα πάρα [00:25:00]πολύ ωραίο, «Bodrum» το λένε αυτοί. Στο ταξίδι που κάναμε, κάναμε μια επιστροφή από εκεί και γυρίσαμε, να πιούμε έναν καφέ, 38 άτομα. Έκανα ένα ταξίδι το 1990 με τρεις γενιές: μια γενιά αυτοί που ήρθαν από την Αττάλεια, η γενιά η δική μου και παιδιά. 38 άτομα. Το οργάνωσα εγώ το ταξίδι αυτό, κάναμε Κωνσταντινούπολη και Αττάλεια. Περνώντας απ’ το Bodrum, καθίσαμε να πιούμε καφέ και πίνοντας τον καφέ, μας φέρανε πιατέλες ολόκληρης με… Πώς τα λένε, τυροπιτάκια, κρεατοπιτάκια, δώρο οι Τούρκοι. Είναι πολύ φιλόξενοι. Είναι πάρα πολύ φιλόξενοι.
Σε αυτή την επίσκεψη στην Αττάλεια, καταρχάς πώς νιώσατε όταν είδατε το σπίτι;
Συγκίνηση μεγάλη. Έχω και της μαμάς μου το σπίτι εκεί, και της μητέρας μου το σπίτι. Έχει ο παππούς μου την χρονολογία που το έχτισε πάνω σε ένα μάρμαρο, έξω από την πόρτα. Το 1890 - κάτι τέτοιο - το ‘χε χτίσει. Μας διηγόταν η μητέρα μου, το κάτω το ‘χαν όλο αποθήκες γιατί έφερνε από την επαρχία στάρια, σουσάμια και τέτοια ο παππούς μου. Απ’ τη μάνα μου, την οικογένεια της μάνας μου αυτός ο παππούς. Και είδαμε το σπίτι, είδαμε το σπίτι του πεθερού… Του πατέρα μου δεν το είδα, γιατί του πατέρα μου το σπίτι, έγινε καινούργια η Αττάλεια από ‘κει. γκρεμίστηκαν αυτά και έγινε… Ήταν έξω από τα… Η παλιά η Αττάλεια έχει μια πόρτα, το λένε «Yenikapi». Μια μεγάλη πόρτα. Πόρτα… Δεν είναι πόρτα-πόρτα, μαρμάρινη έτσι, μια είσοδος μαρμάρινη, και μπαίνεις μέσα στην παλαιά Αττάλεια, το γραφικό μέρος της αυτής. Από ‘κει και ύστερα έχουν χτιστεί πολυκατοικίες, έχουν χτιστεί… Όπως είναι ας πούμε στο Φάληρο το δικό μας, η θάλασσα και οι πολυκατοικίες σε σειρά. Η μαμά μου βρήκε το σχολείο της - στη φωτογραφία θα στο δείξω -, βρήκε το σχολείο της. Πήγαμε στο σχολείο. Είπε η μαμά μου: «Γιατί, εδώ είχε δύο σκάλες που ανεβαίναμε πάνω, γιατί έχει μία;». Και της είπε εκείνη: «Και που το ξέρετε,» είπε η δασκάλα. Λέει: «Γιατί εδώ πήγαινα, σε αυτό το σχολείο». Και γυρίζει στα παιδιά και λέει η δασκάλα: «Η κυρία ερχόταν εδώ, σε αυτό το σχολείο, αλλά πήγε στην Ελλάδα για ανώτερες σπουδές».
Και η μητέρα σας πώς αντέδρασε;
Τι ψέματα κυκλοφορούν, ποιες ανώτερες σπουδές; Έφυγε στην Ελλάδα γιατί τη διώξανε απ’ το σπίτι της, αυτό είναι. Ναι. «Ακούγαμε για την Ελλάδα» μου λέει η μαμά μου, «τραγουδάμε τραγούδια ελληνικά, μαθαίναμε τον εθνικό ύμνο, κάναμε γιορτές την 25η Μαρτίου». Δεν ξέρω αν σου έγραψα για τους προγόνους της πεθεράς μου. Όχι αυτής, της πεθεράς μου. Ο οποίος ήτανε ο Χατζηστράτος, λεγόταν. Αυτοί ήταν οι πλουσιότεροι της Αττάλειας, όλοι αυτοί. Αυτός και αδερφός του Εφρέμ είχαν την ξυλεία όλη - η Αττάλεια έχει ατέλειωτα δάση - είχανε το εμπόριο ξυλείας. Και είχαν και καράβια δικά τους. Και πήγαιναν, συνεργαζόντουσαν με τον Φαρούκ την εποχή εκείνη - τον Φαρούκ της Αιγύπτου. Ένα διάστημα, κάποιος του Φαρούκ, δικός του, βρέθηκε στην Αττάλεια - βρέθηκε στην Τουρκία, ναι - και οι Τούρκοι τον συνέλαβαν για κάποια παρανομία που έκανε - για δεν ξέρω γιατί ακριβώς, για ποιο λόγο - και ήταν καταδικασμένος, έπρεπε να πληρώσει 50 χρυσές λίρες. Και τα πλήρωσε τότε ο παππούς του άντρα μου, αυτός. Και ο Φαρούκ τους είχε μεγάλη υποχρέωση. Και όταν πήγε στην Αίγυπτο - όταν πηγαίνανε για τις δουλειές τους με τα καράβια της ξυλείας και αυτά - του είπε: «Έλα εδώ και διάλεξε όσο πάει το μάτι σου έκταση, είναι η δική σου». Στην Αίγυπτο. Και είπε: «Δεν έχω ανάγκη, γιατί όλη η Αττάλεια είναι δική μου. Έχω ατέλειωτα δάση δικά μου εκεί, δεν έχω ανάγκη να πάω αλλού». Αυτός ο άνθρωπος το 1821 - τα δύο αδέρφια - έστελναν κρυφά λεφτά στον αγώνα εδώ. Για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ποτέ δεν αναφέρθηκαν στην ιστορία, γιατί ήταν στην Τουρκία αυτό. Τα έστελναν κρυφά τα λεφτά, ώσπου μια μέρα τους πήραν είδηση οι Τούρκοι και δύο αδέρφια τους κρεμάσανε. Τους πήραν είδηση. Όταν επισκεφθήκαμε με τα παιδιά μου την Αττάλεια, ζητήσαμε να πάμε στην εκκλησία. Μας είπε ένας ότι έχουνε ανοίξει [00:30:00]ορθόδοξη εκκλησία στην Αττάλεια, διότι έχουνε έρθει τώρα πάρα πολλοί Ρώσοι μετανάστες στην Τουρκία εκεί. Και επειδή ήταν μετανάστες, θέλαν να έχουν μια εκκλησία δική τους. Είχαν παντρευτεί Ρωσίδες Τούρκους, Τουρκάλες Ρώσους, έχουν παντρευτεί εκεί. Και ζήτησαν να έχουν μια εκκλησία και υπήρχε μια εκκλησία, την οποία τη δώσανε. Και η εκκλησία αυτή, όταν πήγαμε, μας είπαν ότι λειτουργεί την Κυριακή, και σηκωθήκαμε και πήγαμε με τα παιδιά. Μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Απ’ έξω ήταν γραμμένο το όνομα του παππού της πεθεράς μου. Το είχε χτίσει αυτός, την εκκλησία αυτή. Απάνω στο μάρμαρο. Η εκκλησία αυτή βανδαλίστηκε μετά, το ’22. Μετά το πήρε μία κυρία και το έκανε οίκο μόδας - κάτι πουλούσε, ρούχα - έκλεισε αυτό και όταν πια ζητήσανε οι Ρώσοι, το ξανάδωσαν και το ‘καναν εκκλησία πάλι από την αρχή. Βεβαίως, χωρίς να υπάρχουν εκείνες οι εικόνες οι βυζαντινές και όλα εκείνα, μαρμάρινη μέσα, έχουνε βάλει… Ό,τι μπορούσαν κάνανε. Ο παπάς ήτανε Ρώσος, αλλά είχε σπουδάσει εδώ, στην Ελλάδα, και μιλούσε τέλεια ελληνικά. Έκανε την αυτή και του λέω: «Μήπως μπορούμε - λέω, γιατί πήγαμε το Σάββατο – μπορούμε να σας φέρω τα ονόματα όλων αυτών που φύγαν από ‘δω, να μου κάνετε ένα μνημόσυνο αύριο;». «Ευχαρίστως», μου λέει. «Το μόνο -λέω- που δεν έχω πρόσφορα. Δεν ξέρω πώς να το κάνω το πρόσφορο εδώ». «Δεν πειράζει -μου λέει- εγώ, μου φτιάχνει μια γυναίκα εδώ πέρα και έχω πάντοτε». Κι έγραψε τα ονόματα όλων αυτών που ήρθαν από εκεί - των συγγενών μου φυσικά - και πήγαμε και κάναμε ένα μνημόσυνο ο Βασίλης εγώ, έναν ανιψιό άλλο που έχω και η Ελένη, η κόρη μου. Αν σου πω το πόσο κλάψαμε, είναι απλό πράγμα. Ακούστηκαν τα ονόματα όλων των δικών μας ανθρώπων. Αυτά όλα.
Να κάνω μια ερώτηση. Ο πατέρας και ο πεθερός σας απ’ ό,τι ξέρω ήρθανε-
Μετά.
Το ’23 –
Ναι.
Γιατί ήταν στα τάγματα εργασίας.
Ήταν αιχμάλωτοι. Όλα τα παλικάρια, από 18 έως 40, όλους τους άντρες τους πήραν αιχμαλώτους οι Τούρκοι. Και στείλαν τις γυναίκες. Αιχμάλωτοι… Ο παππούς μου αυτός ήταν μεγάλος και γι’ αυτό έφυγε με την οικογένειά του. Κάνανε ένα χρόνο αιχμαλωσίας. Πεζοπορία από την Αττάλεια που είναι κάτω στο Νότο μέχρι την Καισάρεια με τα πόδια. Άλλοι πέθαναν στους δρόμους. Ένα περιστατικό που έγινε εκεί, είχαν πάρει τα αδέρφια της πεθεράς μου, τα είχαν πάρει αιχμαλώτους και αυτά. Ήτανε 20-25 χρόνων. Αυτοί στο σπίτι τους είχαν ένα σκυλί που το αγαπούσαν πολύ. Όταν μπήκε ο Τούρκος και το ‘κανε νοσοκομείο, το βούτηξε το σκυλί αυτό, το πήρε. Ο αξιωματούχος. Και πήγε σε μια άλλη πόλη, στην Σπάρτα, έξω από την Αττάλεια. Πήγε εκεί. Κι εκεί, όταν περνούσαν από κάτω -είναι πολύ ανατριχιαστικό αυτό που θα σου πω - όταν περνούσαν από κάτω οι αιχμάλωτοι στη σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλον, το σκυλί ήταν στο μπαλκόνι. Και είδε τα αδέρφια της πεθεράς μου - τα αφεντικά του - και να ωρύεται το σκυλί, να φωνάζει, να κατέβει κάτω να τους δει. Κι όταν το κατέβασαν πήγε κι έπεσε στην αγκαλιά τους και έκλαιγε! Και το σκυλί και αυτοί οι δυο. Πάρα πολλά, πολλοί πέθαναν στο δρόμο. Άλλοι που γύρισαν, γύρισανε γεμάτοι ψείρες. Αρρώστιες. Κακουχίες. Βασανισμοί. Όσοι γύρισανε, γυρίσανε. Οι υπόλοιποι μείνανε… Όπως και ο παππούς μου από τον πατέρα μου, τον πήραν οι Τούρκοι στρατιώτες και ούτε ξαναγύρισε ποτέ. Χάθηκε.
Ο άλλος παππούς και ο πεθερός μιλούσαν ποτέ γι’ αυτή την περίοδο, γι’ αυτόν τον χρόνο της ζωής τους;
Πότε;
Σ’ εσάς. Σας μιλούσαν ποτέ ο παππούς –
Ε, μιλούσε και ο παππούς μου και όλοι μιλούσανε και… Πήγανε, επισκέφτηκαν μια φορά με ένα κρουαζιερόπλοιο ο πεθερός μου. Η μόνη που δεν ήθελε ποτέ να πάει στην Αττάλεια ήταν η πεθερά μου. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο. Φοβότανε. Έφυγε με πολύ φόβο και αυτός ο φόβος έμεινε. Και όταν… Πάντα έλεγε: «Μην πέσει στα χέρια του Τούρκου αιχμάλωτος κανείς. Είναι μεγάλος εξευτελισμός». «Στα χέρια του Τούρκου», έτσι έλεγε. Φανατίζονται πολύ.
Ήθελα να ρωτήσω αν σας έλεγαν… Μου είπατε βασικά ότι σας έλεγαν ότι έβαφαν και οι Τούρκοι αυγά μαζί τους το Πάσχα, και [00:35:00]αναρωτιόμουν αν σας είχαν πει κι άλλες ιστορίες από - ας πούμε - προσωπικές φιλίες με Τούρκους πριν ξεκινήσει -
Ε, ναι, κοίταξε, ότι υπήρχανε προσωπικές φιλίες, είχανε. Δηλαδή μουσαφιρλίκια στα σπίτια τους είχανε. Θα ερχόντουσαν οι Τούρκοι να πιούνε τον καφέ, να φάνε. Όταν κάνανε τα γλυκά, μάθαιναν τα γλυκά… Έχουν τον Άγιο Γιώργη, τον Αϊ-Γιώργη, που τον γιόρταζαν και οι Τούρκοι μαζί τους. Τον γιόρταζαν και αυτοί. Όταν εγώ επισκέφτηκα την Αττάλεια, σε ένα κατάστημα που είχε κεραμικά - πήγαμε και πήραμε με το Βασίλη, ήθελε ένα πιάτο, κάτι, να πάρει - μας έδωσε αμέσως τη φωτογραφία του Αϊ-Γιώργη αυτός. Λέω: «Εσύ πού τον… Από πού κι ως πού με τον Αϊ-Γιώργη;» «Είναι ο άγιος εδώ, της Αττάλειας». Θέλω να σου πω ότι… Ήταν και άνθρωποι που μίλησα μαζί τους, που ήταν γείτονες της πεθεράς μου, μας είπαν ιστορίες τις οποίες εγώ τις είχα ακούσει από την πεθερά μου. Ότι είχαν συσσίτιο στο σπίτι τους. Έκανε συσσίτιο η πεθερά μου - όχι η πεθερά μου, η μάνα της ας πούμε, τα αδέρφια της - κάναν συσσίτιο στο σπίτι και ταΐζανε και Τούρκους άπορους και Έλληνες άπορους. Αυτό μου το ‘χε πει η πεθερά μου. Και μου το ‘πε ο γείτονας απέναντι, στα τούρκικα. Και όταν το άκουσα, έκλαψα. Λέω του Βασίλη: «Όλα αυτά είναι αλήθειες!» Και τα παιδιά. Η Ελένη, σηκωνόταν η κόρη μου το πρωί, γιατί κάθε πρωί έβγαινε αυτός ο… Από το μιναρέ που φωνάζει ο Τούρκος, και έλεγε την προσευχή αυτή που κάνουν κάθε πρωί. Και ξυπνάγαμε. Και έφευγε και πήγαινε στα σκαλάκια, στο σπίτι της γιαγιάς της. Και καθόταν έτσι και σκεπτόταν. Της έλεγα: «Πού πήγες πάλι;». «’Ώσπου να ξυπνήσετε, πήγα, κάθισα εκεί πέρα και θυμήθηκα τις ιστορίες που μου έλεγε η γιαγιά». Δεν μπορούσαμε να μπούμε μέσα στο σπίτι, είναι κλειστό. Απ’ ότι μας είπαν, ότι το έχουν πάρει κάποιοι Άραβες, πλούσιοι, και θα το κάνανε ξενοδοχείο. Αλλά δεν ξέρω, έγινε-δεν έγινε, ιδέα δεν έχω. Είναι πολύ μεγάλο το οικόπεδο. Τώρα για το σπίτι αυτό, θα γκρεμιστεί για να γίνει, δεν νομίζω να μπορεί να γίνει παλινόρθωση, ας πούμε, του σπιτιού. Ναι. Όχι, περνούσαν πολύ καλά με τους Τούρκους, πάρα πολύ καλά. Είχανε πολύ καλές σχέσεις με τους γείτονές τους όλους. Είχε πολλά νερά το μέρος, έχει πολύ ωραία… Η Αττάλεια έχει πολύ βαθιά νερά, δεν έχει ρηχά νερά. Τώρα υπάρχει… Πώς έχει μεγαλώσει, την έχουν μεγαλώσει, και υπάρχουν και παραλίες! Τώρα που πήγαμε, είδαμε παραλίες. Τον καιρό εκείνο, αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν σε ένα περιορισμένο μέρος. Δεν μπορούσαν να βγαίνουν πιο έξω, γιατί πιο έξω για να πας, έπρεπε να έχεις αυτοκίνητα, έπρεπε… Ούτε συγκοινωνίες υπήρχαν, με την άμαξα ήταν τότε. Και πήγαιναν προς μια πλευρά, πήγαιναν προς την πλευρά που είναι η Αλάγια. Η Αλάγια είναι περίπου 200 χιλιόμετρα απ’ την Αττάλεια, είναι ακριβώς με τα σύνορα της Συρίας. Είναι ακριβώς όπως είναι η Κύπρος, απέναντι της είναι όλο αυτό το κομμάτι. Και εκεί υπήρχαν οι καταρράκτες, υπήρχαν τα νερά που κάνανε μπάνιο, που ήταν καθαρά - παγωμένα βέβαια, γιατί πέφταν νερά από τους καταρράκτες - και κάνανε μόνο οι άντρες μπάνιο. Δεν κάνανε οι γυναίκες. Οι γυναίκες ήταν ντροπή να κάνουν και καμία γυναίκα δεν ήξερε. Η μαμά μου όταν ήρθε εδώ, την έμαθε ο πατέρας μου να κολυμπάει. Δεν κάνανε μπάνιο. Και όσοι Ατταλειώτες υπάρχουνε άντρες, ξέρουνε μπάνιο γιατί ήταν κατευθείαν βαθιά τα νερά. Και τους πετάγανε μέσα οι γονείς τους και κολυμπούσαν αμέσως, έτσι να μάθουνε. Μαθαίνανε.
Θα ξαναγυρίσω στα φαγητά που μαγείρευε η γιαγιά σας. Τι αναμνήσεις έχετε;
Τα φαγητά ήταν πανδαισία. Τα φαγητά τους ήτανε πάρα πολύ ωραία. Υπάρχει ένα φαγητό που το λένε «το τατάρι», το μαντί. Αυτό ήταν μια ιεροτελεστία για να γίνει. Άνοιγε η γιαγιά μου φύλλα - και η μαμά μου. Άνοιγε φύλλα - μόνη της - τα γύριζε μετά και τα έκοβε μικρά-μικρά τετραγωνάκια. Μέσα εκεί έβαζε κιμά - ο κιμάς ήτανε μόνο με αλάτι και πιπέρι - και τα αφήναμε πάνω σ’ ένα τραπέζι, σ’ ένα κρεβάτι, στρώναμε σεντόνια και τα αφήναμε πάνω εκεί όλα αυτά μια νύχτα - μια μέρα παραπάνω από την προηγούμενη, δηλαδή - να ξεραθούνε αυτά. Την άλλη μέρα έβραζε νερό, τα βράζαμε σαν μακαρόνια και κάναμε γιαούρτι με σκόρδο. Βάζαμε το γιαούρτι, από πάνω αυτά τα [00:40:00]μακαρόνια, από πάνω το γιαούρτι το υπόλοιπο με το σκόρδο μαζί και από πάνω τσιγαρίζανε φρέσκο βούτυρο με κομματάκια από κεφαλοτύρι και τα ρίχνανε πάνω και έκανε «Τζιρ, τζιρ, τζιρ!» Αυτό. Δηλαδή όλο τοξίνες το φαγητό αυτό, το μαντί. Το οποίο το έχω κάνει και εγώ μια-δυο φορές τα παιδιά. Ε, είναι πολύ κόπος, θέλει πολύ αυτό. Επίσης, υπήρχε… Όπως κάνεις το μαντί - που είναι τετραγωνάκι ας πούμε, είναι το μαντί - βάζεις τον κιμά και το κάνεις έτσι. Υπάρχει το άλλο που το λένε «κιουλάχι», βάζεις μέσα, το κάνεις έτσι και έτσι, και γίνεται σκουφάκι. «Κιουλάχι» θα πει «το σκουφί». Κι αυτό, βράζεις… Aυτό το έκανε η μάνα μου κάθε - πες το – Τριών Ιεραρχών, που γιόρταζε η εκκλησία μας εδώ. Βράζεις μοσχάρι, αλλά μοσχάρι που να έχει και κάνα κόκκαλο, που να έχει και με μεδούλι μέσα, να βγει ένα ζουμί πολύ δυνατό. Και ρεβύθια μέσα, μες στο μοσχάρι, και τα ρεβίθια βράζουνε. Και όταν είναι έτοιμα, βγάζεις το μοσχάρι όλο πάνω στην πιατέλα και αφήνεις τα ρεβίθια μέσα και ρίχνεις αυτά τα κιουλάχια, αυτά τα σκουφάκια. Ναι, τα ρίχνεις μέσα και βράζουνε. Και όταν είναι έτοιμα κάνουνε σκορδοστούμπι – λεμόνι, αυγολέμονο, αυγολέμονο και σκόρδο - και το ρίχνεις από πάνω. Και είναι μια σούπα που την τρώμε κάθε… Μια φορά τον χρόνο, πολύ αυτό… Πολύ ωραία ντολμαδάκια, τα ντολμαδάκια τους ήτανε… Η μαγειρική η μικρασιάτικη έχει μπει τώρα σε όλες τις ταβέρνες μέσα. Πολλές φορές ακούω για κάτι καινούργιο, ας πούμε που λένε οι μάγειρες, οι διάφοροι στην τηλεόραση, και λένε: «Αυτό είναι πολύ ωραίο». Ή στον γάμο τώρα της Λίζας που πήγαμε, πρόσφεραν στην αρχή – θυμάσαι; - αυτές τις κολοκυθοκεφτέδες με το ποτό, στην πισίνα επάνω, που πέρασε ο σερβιτόρος. Αυτό είναι κάτι που το έκανε η γιαγιά μου χρόνια. Το λέγαμε «soğan borek», δηλαδή μπουρεκάκια από κρεμμύδι. Ήτανε κρεμμυδοκεφτέδες. Αυτοί οι κρεμμυδοκεφτέδες, με ρωτήσανε κάτι ανίψια μου: «Μήπως τα ‘κανες εσύ;». Λέω: «Σιγά που θα έκανα για διακόσια άτομα εγώ τώρα κρεμμυδοκεφτέδες!». Δεν είναι… Είναι αυτά σου λέω, πολλές φορές πήγαμε… Είχαμε πάει μια φορά σε ένα αυτό, σ’ ένα ρεβεγιόν, ένα ρεβεγιόν χριστουγεννιάτικο. Και είπαμε εκεί στην… Μου λέει η φίλη μου αυτή που είχε το κέντρο, εδώ πιο κάτω, δυτικά - «του Φιλοπάππου» λεγότανε το κέντρο - μου λέει: «Θα σου προσφέρω κάτι στην αρχή που δεν το έχετε φάει». Και ήτανε κρεμμυδοκεφτές. Και της λέω: «Τι να σου πω; Να σου πω ότι το τρώω από μικρό παιδί; Δεν θέλω να στη σπάσω -της λέω- αλλά έτσι είναι τα πράγματα». Σου λέω, έχουνε τρομερή αυτή… Οι ντολμάδες τους, τα γεμιστά τους, τα… Πάρα πολύ ωραία. Άλλη είναι η μαγειρική της Κωνσταντινούπολης, άλλη είναι κάτω στη Μικρά Ασία. Είναι λίγο πιο βαριά της Μικράς Ασίας.
Άλλο θυμάστε, φαγητό, που τρώγατε, ας πούμε, κάποια συγκεκριμένη μέρα του χρόνου, που θα μαγείρευε η –
Συγκεκριμένη μέρα του χρόνου, ποια; Γιορτάζαμε… Ε, συνήθως γιορτάζαμε… Σύναξη, και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά τη γιορτάζαμε… Από την Τουρκία δεν είχαμε καμία μέρα που να έχουμε… Η μαμά μου μόνο όταν ήταν 22 Σεπτεμβρίου, που οι δικοί μου ήταν λυπημένοι. Παρόλο που εδώ που ήρθανε, φτιαχτήκανε καλά. Και μάλιστα η μάνα μου είπε και εκεί σε μια Τουρκάλα, δασκάλα που ήτανε, ότι: «Καλά που πήγαμε στην Ελλάδα. Και ζούμε ελεύθεροι». Γιατί σου λέω, όταν άκουσε που είπε ότι πάει για μεγάλες σπουδές στην Ελλάδα, της την έδωσε. «Ε, όχι και σπουδές - λέει - πάω. Διωγμένη ήμουνα». Και είπε: «Τι καλά που φύγαμε τότε». Και αυτό το έλεγε πάντα και ο άντρας μου, έλεγε: «Για σκέψου, βρε Σοφία, να ήμασταν τώρα στην Τουρκία». Είναι διαφορετικά τα πράγματα τώρα εδώ, όπως και να το κάνεις, η Ελλάδα είναι αλλιώς, είναι η πατρίδα σου, είναι η γλώσσα σου, είναι όλα αυτά. Οι πλούσιοι που ήταν τότε στην Τουρκία - γενικά Σμύρνη, σ’ όλα τα παράλια - στέλναν τα παιδιά τους στην Ιταλία, στη Βενετία, να σπουδάσουνε. Στέλναν χρήματα έξω. Αυτοί, πολλοί από τη Σμύρνη, από…Οι Σμυρνιοί ήτανε.. Πολύ πλούσιες οικογένειες υπήρχαν εκεί. Η Σμύρνη ήτανε η μόδα της… Το Παρίσι της Ανατολής.
[00:45:00]Μία τελευταία διευκρίνιση σε σχέση με τη γλώσσα. Αν έχω καταλάβει καλά, οι γιαγιάδες και οι παππούδες σας - όπως και αντίστοιχα τα πεθερικά σας - ήξεραν ελληνικά, αλλά οι γονείς τους δεν ήξεραν.
Όχι. Η γιαγιά μου… Η γιαγιά μου αυτή μιλούσε πολύ καλά ελληνικά, γιατί είχε δασκάλα νονά Ελληνίδα. Και την έμαθε. Η γιαγιά μου απ’ τον πατέρα μου δεν μίλησε ποτέ ελληνικά. Δεν μπορούσε να μιλήσει ελληνικά. Πάντα έλεγε: «Τι λέει, τι λέει;». Αυτή την έκφραση είχε. Απ’ τα πεθερικά μου όχι, νέοι ήταν, αυτοί μάθαν αμέσως, εφόσον δούλευαν εδώ, ναι. Δεν είχανε πρόβλημα. Όχι, αμέσως… Κι ο πατέρας μου, ήταν 20 χρονών κι ο πατέρας μου όταν ήρθε από την Αττάλεια.
Και, ας πούμε, η γιαγιά που δεν μιλούσε ελληνικά όμως έστελνε τα παιδιά της στο ελληνικό σχολείο;
Εκεί στην Αττάλεια, ναι, στο ελληνικό σχολείο. Εκεί, στο ελληνικό σχολείο όλα τα παιδιά πήγαιναν, είχανε δασκάλα Ελληνίδα. Ωσότου να τα κλείσουν τα σχολεία οι… Αφού γιορτάζαν 25 του Μαρτίου! Ένα ποίημα: «25 του Μαρτίου γραμμένη στα ουράνια/ γι’ αυτό κι εγώ στολίστηκα με τέτοια περηφάνεια», ένα τεράστιο, μεγάλο, ποίημα το έλεγαν οι δικοί μου, η μαμά μου στην Αττάλεια, το έμαθαν σ’ εμένα, εγώ το ‘μαθα στα παιδιά μου. Και το λέγανε εδώ - γιατί μια φορά θυμάμαι, ο Βασίλης που ήταν μικρός, του έδωσαν ένα ποίημα στο σχολείο, πολύ μικρό. Και λέω: «Τι είναι αυτό; Ποίημα είναι αυτό;» του λέω. «Θα σε μάθω εγώ ένα ποίημα να το πεις». Και μου το λέει ακόμη, μου το κοπανάει. «Δεν με άφησες - λέει - να πω εκείνο…». «Ναι, να μάθεις ένα ωραίο ποίημα να πεις, ναι». Θέλω να σου πω ότι… Λέγανε, γιορτάζανε την 25η Μαρτίου, με μπλε ποδίτσες και άσπρα πουκαμισάκια. Μέχρι που έγινε αυτή όλη η βαβούρα. Αυτά.
Εσάς, σαν δεύτερη γενιά, τι αίσθηση σας έχουν αφήσει όλα αυτά;
Όλα… Απ’ τη μια πίκρα, απ’ την άλλη χαρά που γύρισαν, που ήρθαν εδώ. Καλύτερα που ήρθανε, υποφέραν αυτοί και εμείς ζούμε καλύτερα εδώ. Είναι στην πατρίδα μου, είμαι στη χώρα μου, είμαι στη γλώσσα μου… Δεν ξέρω αν θα μπορούσα εκεί να κάνω αυτά που έκανα εδώ. Αν τα παιδιά μου θα είχαν έτσι προχωρήσει. Υπάρχουν τώρα, βέβαια… Έχει εξελιχθεί και ορισμένα μέρη της Τουρκίας, αλλά δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να τα κάνουμε αυτά που κάναμε εδώ. Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μας.
Ωραία. Θέλετε να προσθέσετε τίποτα τελευταίο;
Όχι. Αυτό.
Εντάξει. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να ‘σαι καλά.