© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Θα φύγω κι ό,τι γίνει… ή θάνατος ή απάλλαγμα!»: Ζωντανές μνήμες του εμφυλίου πολέμου
Istorima Code
10837
Story URL
Speaker
Αλέξανδρος Πριόβολος (Α.Π.)
Interview Date
25/08/2022
Researcher
Εβίτα Θεοχάρη (Ε.Θ.)
[00:00:00]Γεια σας.
Γεια.
Πώς σας λένε;
Αλέξανδρος Πριόβολος.
Είναι Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022. Είμαι με τον Αλέξανδρο Πριόβολο. Βρισκόμαστε στο σπίτι του στα Ιωάννινα. Εγώ ονομάζομαι Εβίτα Θεοχάρη. Είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Πού και πότε γεννηθήκατε;
Λοιπόν, εγώ γεννήθηκα το 1931, 5 Ιανουαρίου του ’31.
Πού γεννηθήκατε;
Στο Παλαιοχώρι Μπότσαρη.
Και πού μεγαλώσατε;
Στο ίδιο χωριό.
Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια που ήσασταν μικρό παιδί;
Πολύ δύσκολα! Όταν κατάλαβα τον εαυτό μου στα δέκα χρονών περίπου, ήτανε μια Κατοχή. Δεν υπήρχε ψωμί πουθενά. Αλλά εμείς οι έξω, οι –πώς το λένε;- οι χωριάτες, είχαμε όλοι από 10-20 γίδια, πρόβατα ή αγελάδες. Και κονομάγαμε λίγο γάλα από κει απ’ τα ζώα, και χόρτα και λίγο καλαμπόκι. Το ’41 προπαντός ήταν η μεγάλη πείνα, ένα χρόνο.
Τι τρώγατε τότε;
Τρώγαμε χόρτα και γάλα. Γιαούρτι φτιάχναμε με το γαλατάκι το δικό μας.
Πόσο ζώα είχατε τότε, θυμάστε;
Είχαμε τότε, όταν κατάλαβα εγώ τον εαυτό μου, είχαμε δύο αγελάδες και 10-15 γίδια.
Και πόσα άτομα ήσασταν στην οικογένειά σας;
Εμείς ήμασταν πέντε αδέρφια και δυο οι γονείς, επτά.
Καλλιεργούσατε κάτι εκείνα τα χρόνια;
Καλλιεργούσαμε χωράφια, αλλά σπέρναμε καλαμπόκι, σιτάρια. Αλλά, ευτυχώς, που εκεί που ήταν η δικιά μας η θέση, που βρεθήκαν στην τοποθεσία αυτή, είχε μια πηγή και είχαμε και χωράφια γύρω. Και φυτεύαμε κηπάρια. Και μας βοηθούσε πάρα πολύ αυτό. Βγάζαμε πατάτα. Βγάζαμε ντομάτα. Βγάζαμε κρεμμύδι, όλα τα κηπευτικά. Αυτό μας βοηθούσε πολύ! Και τα λίγα ζώα! Αυτή ήταν η ζωή. Αυτό ήταν το μεροκάματο.
Τον χειμώνα, που ο καιρός είναι πιο δύσκολος, τι λαχανικά είχατε; Τι τρώγατε;
Τον χειμώνα οπωσδήποτε από τα τυροκομικά αυτά ή… Θυμάμαι καλαμπόκι. Ξέρεις ποιο είναι το καλαμπόκι; Το καλαμπόκι το κόβαμε σαν αχυρόμπαλο και φτιάχναμε λειψό ψωμί, το λέγαμε, χοντρό. Δεν το ’κοβε καλά, όπως ο μύλος παράδειγμα. Το ’κοβε χοντρό το καλαμπόκι. Και κάναμε ένα ψεύτικο ψωμί εκεί από τα χωράφια που βγάζαμε λίγο καλαμπόκι, πότε από ’δω πότε από κει. Αλλά δεν είχαμε όμως. Τα πρώτα χρόνια έπρεπε να ’χαμε βόδια, για να κάναμε χωράφια, να σπείρουμε τα χωράφια. Βόδια, τότες που κατάλαβα εγώ τον εαυτό μου, ζευγάρια ήταν 2-3 σ’ όλο το χωριό. Αλλά ήταν φιλότιμοι οι άνθρωποι και τα ’διναν με τη σειρά στους γειτόνους εκεί γύρω, ο ένας απ’ εδώ, ο ένας από κει και εξυπηρετούμασταν, σπέρναμαν τα απαραίτητα. Όλα δεν μπορούσαμε, δεν είχαμε χρόνο να τα σπείρουμε, γιατί δεν είχαμε την ευκαιρία, δεν είχαμε τα ζώα, τα βόδια. Μετά, αργότερα άλλαξαν λίγο τα πράγματα.
Εσείς σ’ αυτή την ηλικία, δέκα χρόνων, δουλεύατε, βοηθούσατε στο σπίτι;
Βεβαίως, ό,τι μπορούσα…ό,τι μπορούσα.
Τι κάνατε δηλαδή;
Βαρούσαμε τα γίδια. Πηγαίναμε, βοηθάγαμε εκεί να τα ταΐσουμε, τα πηγαίναμε να πιουν νερό. Σιγά-σιγά, ό,τι μπορούσαμε. Και μετά άρχισαν άλλες δουλειές όταν μεγαλώσαμε.
Σχολείο πήγατε;
Σχολείο πήγα μέχρι την τρίτη δημοτικού. Μετά έγινε Κατοχή. Φύγαν οι δασκάλοι. Έγινε –πώς το λένε; Δεν υπήρχε κράτος. Δεν ξέρω έγινε μια αυτή… Τώρα δεν μπορώ να τα θυμάμαι και πώς έγιναν. Δεν υπήρχε δάσκαλος πουθενά στην ύπαιθρο. Δεν ξέρω στις πόλεις. Και σταμάτησα. Και μετά που έγινα δεκαεφτά χρονών, έγινε ένας νόμος. Έκαναν νυχτερινό σχολείο, για να μας εξυπηρετήσουν να πάρουμε τα–
Απολυτήρια–
Τα ενδεικτικά, τα απολυτήρια, για να πάμε σε καμιά δουλειά που χρειάζονταν. Και πήγα εγώ και άλλα καμιά δεκαριά παιδιά της ηλικίας μας. Πηγαίναμε το βράδυ δυο-τρεις ώρες –ο ίδιος ο δάσκαλος που έκανε μέχρι το μεσημέρι στο δημοτικό. Μετά το [00:05:00]απόγευμα ακολουθούσαμε εμείς και κάναμε ορισμένα μαθήματα κανά δύο-τρεις μήνες, όχι κάθε μέρα, λίγο διαδοχικά. Και πήραμε τα απολυτήρια και μάθαμε να γράφουμε και λίγο.
Όταν ήσασταν παιδί πόσους κατοίκους περίπου είχε το χωριό;
Όταν ήμουν παιδί πρέπει να είχε –τώρα ακριβώς δεν ξέρω– αλλά θυμάμαι ότι απ’ όταν αρχίσαν οι εκλογές, είχε γύρω στα 270 άτομα ψηφοφόροι. Είχε κόσμο το χωριό εκείνη την εποχή. Μετά που άρχισαν οι δρόμοι, άνοιξαν οι δουλειές και τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, ο καθένας φρόντιζε και έδιωχνε τα παιδιά, για να σπουδάξουν. Και ’μπλέκαν και ’μέναν εκεί που σπουδάζαν. Και ρήμαξαν τα χωριά μετά.
Εσείς έχετε και μία ιστορία με τον εμφύλιο. Για να ξεκινήσουμε να μου εξιστορήσετε αυτό το περιστατικό. Τι συνέβη ακριβώς; Πού βρισκόσασταν όταν φύγατε με τους αντάρτες;
Λοιπόν. Οι αντάρτες τότε είχε ορισμένες… ορισμένα υψώματα τα ’χε ο στρατός –ο Ζέρβας ήταν αρχικά. Και μετά, τότε τελευταία, είχε δυναμώσει ο στρατός και είχε παραλάβει κάπως, για να καταπολεμήσει τους Αριστερούς, τους κομμουνιστάς. Λοιπόν. Τι είπαμε τώρα;
Πότε συνέβη αυτό; Πού ήσασταν εσείς, όταν οι αντάρτες ήρθαν να σας πάρουν;
Λοιπόν, οι αντάρτες μάθαμε ότι ’φθάσαν στο παραπάνω χωριό, Ρωμανό, και προχωρούσαν για Αλεποχώρι και στη συνέχεια στο δικό μας χωριό. Ειδοποιηθήκαμε όλοι. Ειδοποιηθήκαν όλοι εκεί. Οι ηλικιωμένοι ’φύγαν. Παν, κρυφτήκαν. Ο πατέρας μου έφυγε αμέσως. Πάει κρύφτηκε που είδε που κινδύνευε. Εγώ ήμουν παιδάκι. Δεν υπολόγιζα θα με κάνουν. Είχα τότε 15πρόβατα. Τα ’χα βαρέσει επάνω στο βουνό, επάνω στα πλάγια εκεί. Και στους πρόποδες των βουνών ήταν χωράφια και ήταν σπαρμένα τότε διάφορα. Και τα βάρεσα απάνω εκεί, να πάνε να βοσκήσουν, να πάνε. Και ήρθα στο σπίτι, να κολατσήσω τίποτα. Και ξανά θα ανέβαινα, για να… Αφού μάθαμε ότι ήρθαν οι αντάρτες, ο πατέρας μου έφυγε. Εγώ έφυγα απάνω κι εγώ για τα πρόβατα. Προχωράω προς τα πάνω εκεί σε κάτι ερημιές, εκεί χωράφια εκεί… αυτά. Ακούω κάτι φωνές σ’ ένα σημείο, σ’ ένα υψωματάκι –άλλοι τζομπαναραίοι που ’χαν ζώα, δεξιά-αριστερά. Είχαν μαζευτεί εκεί γύρω στα δέκα άτομα. Αφού ξεκίνησα κι εγώ, τα πρόβατα τα ’βλεπα με τα μάτια. Ήταν κανονικά επάνω. Δεν κινδύνευαν να ’ρθουν, να κάνουν ζημιές. Πάω κι εγώ εκεί: «Τι έγινε;». Έτσι κι έτσι: «Ήρθαν αντάρτες!». Κοιτάμε, από εκεί ήταν ένα ύψωμα και βλέπαμε –τότε δεν υπήρχαν δέντρα. Ήταν γυμνός ο τόπος. Και βλέπαμε στους δρόμους, στα μονοπάτια, περνούσαν σε δυο σημεία. Σ’ ένα κάτω μονοπάτι πήγαινε κάτω για το χωριό και ένα άλλο προς τους πρόποδες του βουνού, πήγαινε για συνοικισμούς επάνω, στους πρόποδες του βουνού. «Α -λένε- κάτι έγινε!». Ένας-ένας φύγανε από κει. Εγώ παιδάκι μικρό, έμεινα τελευταίος.
Πόσο χρονών ήσασταν;
16; 15,5-16.
Ποια ημερομηνία μιλάμε;
Το ’47 πρέπει να ’ταν.
Τι καιρός ήταν; Τι μήνας;
Ήτανε Ιούνιος, μάλλον πρέπει να ’ταν ή τέλη Μαΐου, κάπου εκεί. Δε θυμάμαι ημερομηνία. Λοιπόν, αφού ’φύγαν όλοι από κει, έμεινε ο τελευταίος κι εγώ. Ένας, αλλά κι εκείνος έφευγε. Τώρα τι να κάνω; Το σκέφτομαι: «Τα πρόβατα θα μου πέσουν, θα μου κάνουν ζημιά». Οι άλλοι τα παράτησαν όλοι και ’φύγαν. Πού πήγαν; Δεν τους είδα. Μετά, για μια στιγμή, σ’ ένα σημείο που ήταν 3-4 σπίτια, συνοικισμό που λέμε, είχανε πάει κι είχαν μαζευτεί εκεί κι είχαν πάει κι αντάρτες, χωρίς να ξέρουν. Συναντηθήκαν στο ίδιο σημείο όλοι μαζί. Αφού εγώ έμεινα μόνος μου, εκείνος που έφυγε, ο προτελευταίος, ανέβηκε σ’ ένα πουρνάρι επάνω, σ’ ένα δέντρο και, χωρίς να τον δω εγώ, λέω ήταν ανοιχτό το μέρος: «Πού πήγε –λέω; Πού πήγε;». Δε μου πάει στο μυαλό ότι ανέβηκε πάνω. Ανέβηκε πάνω και τη γλίτωσε. Εγώ φεύγω. Πάω εκεί που άκουγα κόσμο. Πήγα εκεί, κοιτάω αντάρτες. Στο αντάρτικο αυτό ήταν κι ένας χωριανός μας, ο οποίος ήταν κι αυτός εκεί. Μαζευτήκαμε όλοι. Μας παίρνουν από κει. Μας πάνε σ’ ένα άλλο συνοικισμό, σ’ ένα σπίτι ενού ηλικιωμένου εκεί. Μας συγκέντρωσαν όλους, καμιά 10-15. Άλλοι ήταν ηλικιωμένοι. Άλλοι ήταν νεαροί και τα λοιπά. Τέλος πάντων, εκεί ’λέγαν τα δικά τους εκεί. Εμείς καθόμασταν κι ακούγαμε [00:10:00]εκεί τι έλεγαν και τι θα κάνουν. Ετοιμάζουν τη φάλαγγα, για να– Μάζεψαν όλους αυτούς που ήταν εκεί, οι πολίτες . Ήταν γύρω στα 7 άτομα κι άλλα κανά δυο, τα ’χαν πιάσει απ’ το βράδυ, απάνω στο βουνό που ήταν με τα ζώα. Τους μαζεύαν. Εγώ καθόμουν μ’ έναν ηλικιωμένο πολύ, σαν εμένα τώρα, για να καταλάβεις. Δ.Α. παιδάκι Δ.Α. να μη με πάρουν. Ξεκίνησαν, ’βάλαν τη φάλαγγα εκεί για να φύγουν. Ένας μπροστά αντάρτης κι ένας πολίτης στη μέση κι ο άλλος πίσω, με τη σειρά έτσι, για να μας πάνε απάνω στα βουνά, εκεί που μας πήγαν. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι μόλις μ’ είδε αυτός απ’ το χωριό μου, λέει: «Εσύ τι κάνεις εκεί;». «Ε, τι να κάνω;» του λέω. «Πέρνα -λέει- στη γραμμή γρήγορα!». Περνάω. Με τράβηξε απ’ το χέρι. Πάω στη γραμμή. Πετάγεται ένας γέρος και του λέει: «Βρε Τάκη -του λέει- τι το θες αυτό το παιδάκι -του λέει; Θα πάει να σκοτωθεί απάνω στα βουνά τζάμπα και βερεσέ! Τι αποτέλεσμα να φέρει αυτός;». «Αυτός -λέει- ξέρει τι θα κάνει. Γιατί τον έμαθε ο πατέρας του που έκανε, που πήγε στο Ζέρβα». Ο πατέρας μου τότες… Ο Ζέρβας είχε –που ήθελε να κάνει δύναμη. Είχαν ανακοινώσει ότι όποιος θα ’ρθει εθελοντής στο τμήμα του Ζέρβα, θα παίρνει μισή λίρα το μήνα. Και πολλοί οι άνθρωποι, λόγω της οικονομίας, πήγαν για τη μισή λίρα. Δεν πήγαν για να κάνουν κόμματα κ.λπ. Αυτό το κατάλαβα. Και το καταλάβαινα καλά κι από τότε. «Αυτός -λέει- τον εκπαίδευσε ο πατέρας του, που ’χει σπουδάξει το Ζέρβα. Αυτός τα ξέρει όλα», του λέει του γέρου. Μας ξεκίνησαν. Μας πήγαν σ’ ένα Ρουμανό απ’ το χωριό μας το άλλο και στο τρίτο. Από εκεί μας πήγαν απάνω στο βουνό. Λοιπόν…
Σας έκαναν εκπαίδευση;
Περίμενε. Είναι αργά. Μας έκαναν όταν φτάσαμε στο σύνορο της Αλβανίας. Να πω εν ολίγοις εκεί και να– ή να τα πω ακριβώς;
Ακριβώς.
Λοιπόν. Καθίσαμε λίγο εκεί στο Ρωμανό σ’ αυτό το χωριό, το τρίτο από το δικό μας από κει. Είχαν άλλες δυνάμεις απάνω στα βουνά, ψηλά. Και μας παίρνουν από κει. Μας ανεβάσαν απάνω. Νύχτωσε. Μείναμε εκεί το βράδυ. Από φαΐ τίποτα. Μετά από κάμποσες ώρες –κάτι είχαν αρπάξει από ’δω από κει στα σπίτια και κάτι μας έδωκαν εκεί, αλλουνού κομματάκι ψωμί. Δεν θυμάμαι.
Προλάβετε να πάρετε κάτι μαζί σας από το χωριό;
Τίποτε! Αφού φύγαμε, απ’ το βουνό απάνω μας πήραν.
Με τα ρούχα; Ό,τι ήσασταν;
Με τα ρούχα, ό,τι ήμασταν. Και όλο το διάστημα που ήμασταν εκεί, περίπου 2,5 μήνες, με τα ίδια ρούχα. Δεν είχε τίποτα άλλο. Τέλος πάντων, μας πάνε στο βουνό. Μας μαζέψαν εκεί. Ήταν κι άλλοι. Καθίσαμε το βράδυ. Μας είπαν, μας έκαναν κάτι μαθήματα εκεί ορισμένοι. Το πρωί έφεξε, πήγε 10:00 η ώρα, νωρίτερα μάλλον. Βλέπαμε φάτσα απάνω σ’ ένα βουνό –πώς το λενε; Σε μια πλαγιά γυμνή, δεν είχε δέντρα και τέτοια,. Έφερναν ένα κοπάδι πρόβατα, τα ’χαν πάρει πίσω απ’ την περιοχή Παραμυθιάς και τα ’φέρναν εδώ, προς τα εδώ. Και απ’ ό,τι έμαθα μετά, τα ’χαν πάρει από έναν με το όνομα Κούρτης λεγόταν. Αυτός που είχε τα ζώα, τα προβατάκια εκεί και του τα πήραν. Τα ’φεραν εκεί. Διαλέξαν 15 μαστόρους που ήξεραν κι έσφαζαν, άλλους νέους κι άλλοι παλιοί αντάρτες, τάκα-τούκα τα ’σφάξαν. Είχαν και κάτι άλογα, μουλάρια εκεί, τα φόρτωναν και τα ’διωχναν. Πού τα πήγαιναν; Κρατήσαν κι εκεί. ’Βάλαν, ανάψαν φωτιές εκεί. Ψήσαμε. Εκεί φάγαμε. Κολοκύθια! Το πρωί μας μαζεύουν, κατεβήκαμε να πάμε. Κατεβήκαμε πάλι κάτω στο χωριό Ρωμανό, προχωρήσαμε μονοπάτια μέσα στο δάσος, για να πάμε σ’ ένα χωριό Λίππα. Εκεί είχανε έδρα αυτοί. Είχαν κάποια βάση. Μας παν εκεί. Καθίσαμε κι εκεί κάμποση ώρα. Περίμεναν κι άλλους. ’Φέραν κι άλλους αιχμαλώτους από κάτω απ’ την Παραμυθιά, Ηγουμενίτσα, από εκείνα τα μέρη που γύριζαν αυτοί Δ.Α. καθίσαμε κι εκεί το βράδυ και φύγαμε το πρωί κατά τις 10:00 η ώρα. Μπήκαμε– Εκεί είχαν και τραυματίους. Είχαν και ζώα, άλογα. Εμάς τους…που μας είχαν αρπάξει ας πούμε, μας έδωσαν ολονών από ένα άλογο μ’ έναν τραυματία καβάλα. Και τραβούσαμε τ’ άλογα εμείς, ένας-ένας, φάλαγγα, στα μονοπάτια τότε. Καταλαβαίνεις; Δεν υπήρχαν δρόμοι. Και πίσω μας και μπροστά ήταν ένας αντάρτης, κανονικοί απ’ αυτοί που ήταν για το σκοπό αυτό. Προχωρήσαμε, [00:15:00]προχωρήσαμε… Φτάνουμε από τη Λίππα –η Λίππα, τώρα δε θα ξέρεις εσύ πού είναι. Λοιπόν, προχωρούσαμε για τη Μουργκάνα πέρα, για το –πες το μωρέ, πού είναι ο Δήμος ο δικός μας; Για την Τύρια –λέγεται εκεί ένα μέρος. Και από κει ήταν ευθεία για τον Καλαμά, για τον κάμπο του Καλαμά και απάνω ήτανε τα σύνορα τα αλβανικά. Μόλις φτάσαμε σ’ ένα σημείο –από εκεί που ξεκινήσαμε κάναμε 2-3 ώρες– ήταν ένα άνοιγμα μέσα, έτσι σαν χωραφιά, μια πεδιάδα. Μας μαζέψαν όλους εκεί, περιμέναν λίγο, περιμέναν και κάτι άλλους. Ήρθαν κι οι άλλοι από κει από την Ηγουμενίτσα και ’φέραν κι άλλους αρπαζμένους. Στον δρόμο που ερχόταν δυο παιδιά κατάφεραν και τους έφυγαν. Δεν μπόρεσαν να τα καταφέρουν. Τους ’πιάσαν και τους ’πιάσαν πάλι. Δυο παιδιά αυτά θα ’ταν 22-25 χρονών τότε θυμάμαι, έτσι με τα μάτια. Τα ’φέραν δεμένα εκεί. Κοιτάγαμε εμείς: «Γιατί τα ’χουν δεμένα;». Βγαίνει μετά ένας καπετάνιος. Μας συγκέντρωσε όλους: «Εδώ -λέει- να ιδείτε τώρα τι πρόγραμμα υπάρχει!». Περιμένουμε. Βγαίνει κάποιος Ζράβος, απ’ την Κόνιτσα είναι. Ήταν καπετάνιος τότε εκεί. Βγαίνει ο Ζράβος και μας λέει: «Προσέξτε! Τα βλέπετε αυτά τα παιδιά; Θα δείτε τώρα πού θα πάνε. Προσέξτε! Ό,τι θα δείτε, αυτό θα πάθετε, αν σκεφτείτε να φύγετε από αυτόν τον αγώνα». «Τι θα δούμε; -λέω εγώ. Θα τα σκοτώσουν». Τα παίρνουν τα παιδιά –τα ’χαν δύο συνοδεία και με τα χέρια δεμένα– τα πήγαν εκεί και τα ’βαλε και κάθισε αυτός εδώ, όσο ως τη ντουλάπα και λέει: «Κοιτάτε! Ό,τι θα δείτε, αυτό θα πάθετε, αν σκεφτείτε να φύγετε». Τραβάει το πιστόλι, μπαπ μπαπ μπαπ μπαπ στο κεφάλι. Πεταγόταν τα αίματα, όπως πετάγεται από ένα νερό, όταν σπάει ένα λάστιχο, έτσι και… Είδαμε και πεθάναμε από τη στεναχώρια. Παν τα παιδάκια. Μας ξανάκανε μάθημα και λέει ότι: «Ό,τι είδατε, αυτό θα πάθετε, άμα σκεφτείτε να εγκαταλείψετε τον αγώνα». Πάει κι αυτό. Την περιπέτεια, μέχρι που φτάσαμε στον προορισμό. Θα τα συνεχίσω έτσι;
Εσείς τι σκεφτήκατε όταν είδατε αυτό το περιστατικό; Τι σκεφτήκατε όταν συνέβη αυτό, με τα δύο αυτά παιδιά;
Τι σκεφτήκαμαν… Δεν κοιτάγαμε να φύγουμε, φοβούμασταν. Θέλαμε να φύγουμε, αλλά φοβούμασταν πώς να φύγουμε. Και όταν κατόρθωσα εγώ να φύγω, θα το πω στη συνέχεια, πώς έγινε… πήρα την απόφαση.
Όπλο σας είχανε δώσει;
Βέβαια. Όχι από δω, όταν πήγαμε στον Τσαμαντά, στα σύνορα τα αλβανικά. Εκεί μας εκπαίδευσαν 10 μέρες. Κι εκεί μας έδωσαν όπλα σφραγισμένα, καινούργια αγγλικά, Enfield νούμερο 4. Τ’ ανοίγαν απ’ τα κιβώτια και μας τα ’δίναν. Δεν ξέρω πού τα ’βρίσκαν και τι ’κάναν. Λοιπόν, μας εκπαιδεύσαν. Φτάσαμε στο… Α όχι! Προχωρούσαμε για να φτάσουμε στον Καλαμά. Μπροστά, όμως, αρχή-αρχή στη φάλαγγα, ήρθαν 3 άτομα ανιχνευτές για να δουν, γιατί έβαζαν νάρκες στα μονοπάτια, να ιδούν μήπως είναι στρατός τίποτα και τα λοιπά. Μόλις περάσαμε τον δρόμο τον δημόσιο, που πάει από Γιάννενα Ηγουμενίτσα –ήταν τότε ένας δρομάκος– μόλις περάσαμε αυτόν τον δρόμο, λίγο πιο κάτω ήταν ένα ποταμάκι. Μόλις ’φτάσαν αυτά τα τρία άτομα, οι ανιχνευταί που τους λέγαμε, λένε αυτούς, πέφτει ένας σε νάρκα. «Μπαααμ!»: ακούγαμε. Πάηνε η φωνή: «Αμάν!» φώναζε αυτός, έκλαιγε. «Α -είπαν εκεί- κάποιο απ’ τα παιδιά τα δικά μας έπεσε!». Αλλάζουμε λίγο δρόμο. Μας είπαν εκεί, από δω από κει. Πέσαμε στον κάμπο. Ήτανε πρωί. Δεν θυμάμαι, περίπου 10:00 η ώρα, 11:00, 09:00; Που θα περνάγαμε τον κάμπο, να περάσουμε μετά το ποτάμι, τον Καλαμά, και να ριχντούμε απέναντι στα σύνορα τα αλβανικά, στο Τσαμαντά.
Σας είχαν πει πού πάτε; Ξέρατε;
Όχι. Τίποτα δεν ξέραμε πού πάμε. Τίποτα δεν μας είχαν πει, πού πάμε. Λοιπόν, αφού πέσαμε στον κάμπο, για να– Εμείς τραβάγαμε τα ζώα, οι αιχμάλωτοι που μας είχαν, μας πλακώνουν από πάνω απ’ την Κληματιά –ήταν ένα χωριό. Ήταν ο στρατός ταχτοποιημένος. Είχαν όλα τα πυρομαχικά αυτά. Ήταν οργανωμένος τελευταία ο στρατός και στο τέλος τους κατέληξε. Λοιπόν, μας πλακώνουν με τα βλήματα, με τους όλμους, από κει απάνω. Είχε ανταριάσει ο κάμπος όλος. Εμείς τραβάγαμε τα μουλάρια. Χαθήκαμε. Εγώ μ’ έναν, με κανά δυο άλλους πετύχαμε εκεί στον κάμπο σε μία λακκούβα, έτσι μια σαν χαράδρα, αλλά [00:20:00]όχι πολύ βαθιά, ίσα-ίσα που μπορούσες να καλυφτείς κάπως λίγο. Και πηγαίναμε με τα μουλάρια τραβώντας. Φτάνουμε σε κάποια… Φτάνω εγώ μ’ να διάστημα, χαθήκαμε. Δεν βλέπαμε ο ένας με τον άλλο πού πήγε αλλού... Χαθήκαμε. Προχωράω εγώ. Φτάνω σ’ ένα σημείο, υψωματάκι έτσι κι από κει ήταν κατηφόρα μεγάλη κι έπεφτες στο ποτάμι, όπου το ποτάμι εκεί είχε οπωσδήποτε 1-1,5 μέτρο βάθος. Ήταν κάπως ισιωμένο κι είχε κύμα. Είχε συγκέντρωση. Απέναντι ήταν δυο άτομα, αντάρτες. Έρχομαι γύρα τώρα. Δεν μπόρεγα να κατέβω. Κι ήταν ένα διάστημα 5 μέτρα. Ήταν πολύ ανάποδος ο δρόμος. Και το ζώο, κοιτάω πίσω, είχε πέσει ο τραυματίας και δεν τον είχα καταλάβει εγώ πού έπεσε, πότε, αν ήταν μακριά-σιμά, τίποτα. «Προχώρα» μου ’παν αυτοί από απέναντι «προχώρα μέσα!». Προχωράω. «Κι έτσι κι έτσι πνιγμένος είμαι» λέω. Προχωράω κι εγώ προς τα κάτω εκεί., μπαίνω μέσα, μέχρι εδώ το νερό. Με παρέσερνε το ποτάμι, αλλά μ’ έσωσε το άλογο! Δεν ξέρω αυτός ο Θεός τι έχει κάνει. Το άλογο… Κρατιόμουνα! Μ’ έσερνε το νερό και το άλογο κρατιούνταν και πάηνε κάπως για να βγει απέναντι. Και με έβγαλε απέναντι ζωντανόν! Αλλά, μόλις βγήκα απέναντι, άλλαξα αμέσως. Έβαλα στεγνά ρούχα.
Σας έδωσαν ρούχα;
Τι ρούχα να μας έδιναν; Τίποτα! Τι ρούχα; Πού να τα ’βρισκαν τα ρούχα; Άμα έπαιρναν, πήγαιναν στα χωριά κι άρπαζαν τίποτα, φορούσαν. Όλοι έτσι ήταν, παρασάνταλοι! Λοιπόν, αφού βγήκαμε απέναντι, σκοτωθήκαν και πολλοί μέσα εκεί. Γιατί ήταν η φάλαγγα που ήμασταν 70 άτομα –ήταν σίγουρα αρπαζμένοι, καινούριοι όπως εγώ. Οι άλλοι ήταν η δύναμη, οι αντάρτες. Πόσοι ήταν τώρα αυτοί; Θα ’ταν άλλα 100 άτομα κι αυτοί, οπωσδήποτε. Φτάνουμε σ’ ένα χωριό από εκεί που συγκεντρωθήκαμε –ποιο χωριό; Το θυμόμουν. Τώρα το ξέχασα αυτήν τη στιγμή. Τέλος πάντων, φτάνουμε σ’ ένα χωριό. Συγκεντρωθήκαμε όλοι εκεί. Και λέμε τώρα θα προχωρήσουμε για την έδρα. Εκεί που ’χαν, στον Τσαμαντά είχαν την έδρα. Προχωράμε, περνάμε κι άλλο ένα χωριό. Βλέπαμαν ορισμένους αντάρτες στον δρόμο, άλλος που πήγαινε για κάποιο σκοπό, άλλος… Φτάσαμε στο Τσαμαντά. Εκεί είχαν την έδρα. Εκεί βρήκαμε, είδαμε καζάνια, φωτιές εκεί. Είχαν βάλει καζάνια απάνω κι έβραζαν εκεί σιτάρια, τα ’κοβαν εκεί και τα ’καναν μπλιγούρια. Αυτό τρώγαμε. Όσες μέρες ήμασταν εκεί, μία φορά την ημέρα ή κάθε δυο μέρες θα τρώγαμαν μία φορά μπλιγούρι τέτοιο. Τέλος πάντων, μας εκπαιδεύει. Αφού πήγαμε εκεί, το βράδυ [Δ.Α.] το βράδυ, μας πήγαν σε κάτι σχολεία παλιά εκεί της κοινότητος του χωριού. Μπήκαμε μέσα εκεί. Το πρωί μας αρχίσαν μαθήματα, το πώς θα μεταχειριζόμαστε τα όπλα, το πώς… Για τον πόλεμο δουλειά μας μορφώναν.
Τι σας έλεγαν δηλαδή;
Μας έλεγαν ότι πρέπει να φυλάγεστε. «Άμα βλέπετε…» –πώς το λεν; Πώς τους λεν τους Δεξιούς; «Λοιπόν, θα τραβάτε αμέσως ντουφέκι -λέει. Θα προσέχετε. Δε θα τους λυπάστε. Έτσι θα κάνετε, τούτα… ’κείνα». Πώς να φυλαγόμαστε. Και κάτι τέτοια μας είπαν. Στο τέλος, τελευταία μέρα: «Λοιπόν, τελείωσε η εκπαίδευση -λέει- ό,τι μπορείτε καν’ τε και τώρα να μας πείτε πού θέλετε να πάτε -λέει-, τι εργασία θα κάνετε εδώ». Οι περισσότεροι είπαν: «Όπου χρειαστούμε θα πάμε. Τι να κάνουμε;». Τέλος πάντων, αρχίνισαν το Δ.Α., λέει: «Πού θα πας; Πού θέλεις να πας;». «Όπου να ’ναι -λέει-, όπου είναι.». «Θέλουμε -τ’ λέει- έναν καλόν, να τον φτιάξουμε μια ομάδα, για να την έχουμε -λέει- σε περίπτωση που σκεφτεί κανείς από τους νέους και φύγει, θα τον πηγαίνουν εκεί και θα τον εκτελεί, θα τον καθαρίζει», για να μας βάλουν φόβο, για να… Και το ’καναν δύο, όχι…! Έναν-έναν τους ρωτούσαν και ο καθένας έλεγε ότι… Κανά δυο ηλικιωμένοι είχαν πάει μόνοι τους απ’ το χωριό –ήταν τότε 50 χρονών; Εκεί θα ’ταν… 3 άτομα πήγαν μόνοι τους. Δεν κατάλαβα εγώ την ώρα που ’φύγανε. Νόμισα εγώ τους πήραν, αλλά μετά είδα ότι στις ομιλίες που έκαναν εκεί πάνω, κατάλαβα ότι πήγαν μόνοι τους. Σιγά-σιγά, έναν-έναν τους πήγαν σε διάφορα τμήματα έξω στα [00:25:00]βουνά που ’χανε διμοιρίες και λόχους και τα λοιπά, όπου είχαν –τι είχαν αυτοί; Δεν ξέρω. Τελευταίο εμένα, δε με ρώτησαν. Μου λέει: «Εσένα δε σε ρωτάμε -λέει-, ξέρουμε τι θέλεις». Επειδή είχε γίνει ο λόγος, ότι ήταν ο πατέρας μου στο Ζέρβα και ήμουν Δεξιός, ας πούμε, και ότι δεν μου αρέσει το ψωμί αυτό, αυτωνών. «Και ξέρουμε -λέει». Μ’ είχαν στον ύποπτο, ας πούμε, για… Και πολλά παιδιά, που είχαν αμφιβολία, έβαζαν γυναίκες έμπιστες και τους ψάρευαν εκεί. Άμα έλεγε κανένας: «Πάμε να φύγουμε», πάαιναν, τα ’λεγαν… Έκαναν, μη ρωτάς! Με παίρνουν και μένα. Προχωράω με τα πόδια προς τα πάνω σ’ ένα βουνό, προς τα σύνορα της Αλβανίας, γιατί εκεί ήταν οι πρόποδες του βουνού, της Μουργκάνας τα σύνορα. Εκεί πάνω είχαν μια διμοιρία 23 άτομα. Πήγα κι εγώ 24. Καθίσαμε εκεί. Είχανε κάτι σκηνές στρατιωτικές αρπαζμένες, αυτές που ήταν για 2 άτομα. Κι εμείς μπαίναμε μέσα 4, γιατί σε καμιά βροχή… Και [Δ.Α]. ήταν και καλοκαίρι, μαζευόμασταν μέσα. Ούτε κουβέρτα ούτε τίποτα, όπως ήμασταν απ’ το σπίτι. Έτσι περάσαμε τους 2-2,5 μήνες. Αφού πήγαμε εκεί, άρχισαν μετά τα δρομολόγια. Ο διμοιρίτης έπαιρνε εντολές και μας έπαιρνε: «Τώρα -λέει- θα πάμε και θα χτυπήσουμε τον στρατό -στο τάδε βουνό. Την άλλη μέρα αλλού». Ξεκινούσαμε… Πηγαίναμε… Εκεί κάναμε… Πότε βρίσκαμε και χτυπάγαμε τον στρατό, πότε δεν τους βρίσκαμε. Μας χτυπάγαν αυτοί νωρίτερα. Περνώντας ο καιρός… Μετά, δεν ξέρω τι σκέφτηκε ένας, Κόκκορης στο όνομα, πολύ… αρχηγός του Κομμουνισμού. Μας μαζεύει όλους για να πάμε να κάνουμε σ’ ένα βουνό επίθεση στον στρατό, για να καταρρεύσει. Αν κατορθώναν και χτυπάγαν εκεί –ήταν η δύναμη η μεγάλη του στρατού– θα τους χαλάγαμαν. Μας βάζουν πάλι πίσω. Από κει που ’μασταν μας πετάν πίσω, προς τα κει. Από που πηγαίναμε, περνάμε πάλι τον κάμπο. Και μόλις περάσαμε το ποτάμι και μπήκαμε στον κάμπο και πηγαίναμε προς το μέρος αυτό που είχαμε περάσει όταν πηγαίναμε. Πάλι μας πλακώνουν από πάνω τα βλήματα απ’ την Κληματιά. Ο –πώς τον είπα;
Κόκκορης.
Ο Κόκκορης με το άλογο καβάλα έδινε εντολές. Περνούσε πέρα-δώθε εκεί. Για μια στιγμή περνάει δίπλα από μένα στα 10… 5 μέτρα με το άλογο καβάλα, και φυλάγομαν από δω από κει. Τα βλήματα χαλάζι στον κάμπο. Έπεφταν από πάνω 100 -100 όλμοι ήταν; Δεν ξέρω πόσοι ήταν που έβαλαν. Κάθε λίγο και γιόμιζε καπνός και χώματα ο τόπος. Τον βλέπω περνάει εκεί. Αφού έπεφταν γύρω βλήματα, είχα μαζευτεί έτσι σ’ ένα υψωματάκι έτσι λίγο. Περνάει αυτός, δεν προχωράει 30 μέτρα –και τον κοίταγα τώρα έτσι εγώ μ’ ένα μάτι... Όταν βλέπω έρχεται ένα βλήμα κατευθείαν στο κεφάλι του αλόγου… Μπαμ! Τινάχτηκε ο τόπος! Σκοτείνιασε… καπνός και χώματα απ’ τα βλήματα. Εκεί δεν έμεινε τίποτα. Πάει τελείωσε αυτός. Φεύγουμε μετά, πάμε σ’ ένα σημείο που ’χαν ορίσει ότι: «Αν μπλέξουμε και χαλάσει το πρόγραμμα, να επιστρέψουμε πάλι». Πήγαμε σ’ αυτό το σημείο που ’χαν ορίσει. Όσοι γλιτώσαμε πήγαμε πάλι στις βάσεις. Σταματήσαν τα πράγματα μετά. Πήγαμε εκεί κι είχανε λείψει πολλοί. Συγκεντρωθήκαν από δω-από κει. Τώρα έφεραν πολλοί λιγότερους απ’ ό, τι ήμασταν. Ήμασταν 25, είχαν μαζευτεί μετά 11-12, νομίζω, εκεί στη διμοιρία. Τώρα εκεί που ήμασταν δεν είχε νερό κοντά. Έπρεπε να πάμε 2 χιλιόμετρα μακριά, για να πάρουμε νερό, για να πίνουμε εκεί. Είχαμε κάτι κασόνια, κάτι Δ.Α. Μήπως είχαμε… καλά; Ό,τι άρπαζαν από τα χωριά κι από ’δω κι από κει. Είχαν μια βαρέλα –δεν ξέρω αν τις ξες, τι θα πει βαρέλα; Λοιπόν, που ’χαν παλιά οι μανάδες μας και τις φορτώναν και κουβαλάγαν νερό απ’ την πηγή. Τέτοια είχαμε κι εμείς εκεί. Είχαμε φέρει μια βαρέλα, 25 κιλά θα ’ταν περίπου, γεμάτη. Και είχαμε κανονίσει κάθε μέρα θα πηγαίνει με τη σειρά ο κόσμος, οι αντάρτες εκεί, εμείς, για να τη γεμίζουμε, να [00:30:00]πίνουμε νερό. Έρχεται η ώρα να πάω εγώ μια μέρα. Ήταν όμως τα πράγματα… είχαν φτάσει στο τέλος, που κατέληξε και τελείωσε ο πόλεμος, μετά από έναν μήνα νομίζω. Πάω να πάρω το νερό. Στο δρόμο που πήγαινα σ’ ένα σημείο, σ’ ένα υψωματάκι ήταν δυο αντάρτες αξιωματικοί, καπεταναραίοι, και συζητούσαν και νευριασμένα και πολύ! Δεν συμφωνούσαν, ο ένας έλεγε –αφού εγώ περνούσα στα 10 μέτρα από κάτω και ήταν δασάκι εκεί, δεν με έβλεπαν. Έκατσα λίγο και άκουγα. «Ωρέ» του λέει ο ένας «πάμε να φύγουμε! Αφού δε βλέπεις -του λέει- οργανώνεται ο στρατός. Θα μας ξεκάνει!». «Δεν μας κάνουν τίποτα» του λέει ο άλλος. «Ωρέ πάμε να πάμε δυο χρόνια το πολύ φυλακή. Θα βγούμε, θα πάμε στα σπίτια μας μετά». «Όχι!» λέει ο άλλος. «Αμ, εκείνα τα ρημάδια τα κιβώτια που έχουμε κρυμμένα -του λέει» Στην Καλούτσιανη, παράδειγμα. Έλεγαν και την ονομασία. Αλλά πού να θυμάμαι εγώ ονομασίες εκεί πάνω; Ή να βάλω στο μυαλό τότε πού ’χαν τα λεφτά κρυμμένα αυτοί; Μόλις ακούω έτσι ότι θα γίνει… «Ανέλαβε ο Παπάγος -λέει- και αν δεν παραδοθούμε», το είπε ο ένας στον άλλον, «θα ρίξει βενζίνη με τα αεροπλάνα και θα μας κάψει». Μόλις άκουσα έτσι εγώ, λέω: «Κι έτσι χαμένος… κι έτσι χαμένος». Πάω γεμίζω τη βαρέλα. Γυρνάω, την αφήνω-
Πώς κουβαλούσατε τη βαρέλα; Πώς τη μεταφέρατε;
Φορτωμένη έτσι, με τέτοια με καλώδια. Δεν έχεις δει παλιά πώς έκαναν οι γυναίκες, οι μανάδες μας; Έτσι πηγαίναν στις πηγές και παίρναν νερό. Μετά, ήρθαν οι βρύσες μέσα. Τέλος πάντων… Τι έλεγα τώρα
Επιστρέψατε...
Επέστρεψα. Και την ώρα που έβαλα τη βαρέλα κι έκατσα λίγο έτσι να ξεκουραστώ, πετάγεται ένα παιδί απάνω από μια περιοχή της Ηγουμενίτσας, από κει της Παραμυθιάς, και μου λέει: «Αλέξη, μπορείς -λέει- να πας για μένα στο παρατηρητήριο, γιατί με πονάει η κοιλιά πολύ;». «Μπράβο, Νίκο -του λέω- να πάω!». Εγώ μόλις άκουσα ότι θα πάω στο παρατηρητήριο απ’ τον καταυλισμό που ήμασταν, ήτανε 200 μέτρα κάπου. Ήταν όλο δέντρα μέσα κι ήταν στο τέλος απ’ τα δέντρα. Κι ήταν όλο γυμνό μετά και βλέπαμε. Είχε έλεγχο το φυλάκιο. Έβλεπε παντού, όλα τα βουνά με τα κιάλια.
Είχατε ήδη σκεφτεί εσείς ότι θέλετε να φύγετε;
Είχα σκεφτεί… –πού να ’βρισκα; Είπα: «Θα φύγω κι ό,τι γίνει… ή θάνατος ή απάλλαγμα!». Πάω στο φυλάκιο. Αφού μου ’παν αυτό το παιδί να πάω για αυτουνού τη σειρά –εγώ δεν είχα σειρά. Εγώ είχα μετά από 4 ώρες. Πάω εκεί, βρίσκω μια γυναίκα, μια κοπέλα που είχε σειρά και εξυπηρετούσε το φυλάκιο. Αυτή μ’ είδε αγχωμένον. Ήταν έξυπνη κοπέλα. Πρέπει να ’ταν 24 χρόνια. Πρέπει να ’ταν, να πήγαινε και στο Γυμνάσιο, να ’χε πάει, να πήγαινε τότες Γυμνάσιο, οπωσδήποτε. Γιατί την είδα, είχε ταλέντο. Μου λέει, με κοιτάει εμένα έτσι, σαν συγκινημένη. «Αλέξη -μου λέει- μήπως σκέπτεσαι να φύγεις;». «Τι λες μωρέ;» της είπα εγώ. «Πού να πάω να φύγω;». Γιατί είπα πρωτύτερα ότι έτσι, έβαζαν ορισμένες έμπιστες. Αλλά πού να ’ξερα αν ήταν έμπιστη ή αν ήταν γνήσια, όπως εγώ να φύγει. «Τι λες μωρέ;» της λέω. «Πού να πάω εγώ; Εγώ δεν ξέρω -της λέω- προς τα πού είναι το χωριό μου». Έφυγα εγώ. Φοβήθηκα μη… Ενώ επέμενε και μου λέει: «Δε σε βλέπω καλά. Μήπως σκέπτεσαι να φύγεις; Άμα σκέπτεσαι να φύγεις -λέει- θα σε κάνω κι εγώ παρέα να φύγουμε μαζί». «Πα πα πα πα -της λέω!». Α μια φορά να της πω: «Πάμε να φύγουμε κι ό,τι γίνει.». Δεν της το ’πα. Παρέλαβα εγώ το αυτό, εκεί τα κιάλια κι αυτά. Κι εκεί τι λέγαμε και τις κουβέντες…Πάει να ξεκινήσει να φύγει, να πάει για τον καταυλισμό που ήμουνα εγώ, σταματάει και μου λέει: «Αλέξη, άμα θέλεις -λέει- κάνουμε μια απόφαση να φύγουμε κι αν ζήσουμε, θα ζήσουμε μαζί». Πού ήξερα εγώ τότε τι θα πει «θα ζήσουμε μαζί»; Εγώ δεν ήξερα πού είχα το μυαλό μου εκείνη την ώρα. Φεύγει η κοπέλα κλαίγοντας. Είχε βεβαιωθεί ότι μ’ είχε καταλάβει ότι θα φύγω. Δεν ξέρω, ήμουν αγχωμένος. Φεύγει η κοπέλα, προχωρούσε απάνω και γυρνούσε πίσω κι έκλαιγε. [00:35:00]«Μπα, ρε γαμώτο, τι κάνω -λέω εγώ- τώρα; Τι να κάνω; Τι να κάνω;». Περπατούσα κι εγώ και γυρνούσε πίσω και κοίταζε. Μόλις έφτασε στο δάσος και μπήκε μες στα δέντρα ξανά, λέω τώρα εγώ: «Δεν μπορεί να με δει αυτή». Πρώτα κοιτάω, δεξιά-αριστερά φυλάκια: «Τι να κάνω;». Ο στρατός ήτανε απέναντι. Έπρεπε να περπατήσω 3 ώρες, για να φτάσω στον στρατό. Και έφυγα 15:00 η ώρα το απόγευμα, ακριβώς 15:00 η ώρα, και έπρεπε να φτάσω νύχτα στον στρατό. Νύχτα δεν δέχονταν ο στρατός. Άμα πήγαινες στη γραμμή, μπαμ και κάτω. Προχωράω προς τα κάτω σιγά-σιγά-σιγά, δήθεν ότι κάτι ψάχνω εγώ και: «Αν με δουν -λέω- και μου φωνάξουν τίποτε να γυρίσω πίσω να τους πω, κάτι έψαχνα». Περπατάω άλλα 200 μέτρα έτσι ψάχνοντας. Τίποτε, καμία κίνηση από πουθενά. Ήταν και λίγο δασώδες κάπου εδώ-εκεί μετά το μέρος. Προχωράω, το βάνω στο φεύγο… Προχώρα, προχώρα, προχώρα, προχώρα… Κατεβαίνω σ’ ένα χωριό, Ασπροκκλήσι. Ερημιά! Όλοι φευγάτοι ο κόσμος, τότε ήταν ανταρτόπληκτοι, όπως ήμασταν όλοι. Είχαν φύγει. Είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια και ήταν κάτω, Ηγουμενίτσα. Όπως κι απ’ την περιοχή μας, είχαν φύγει. Όταν ήρθα εγώ, τους βρήκα στο Λούρο, κάτω στην Πρέβεζα, τους δικούς μου. Ερημιά τα σπίτια όλα. Τώρα… ερημιά εκεί. Εκεί αυτό το χωριό το κατείχαν οι αντάρτες, το κατείχαμε εμείς. Δεν ήτανε περιοχή που την κατείχε ο στρατός. Έρχομαι γύρα μη δω κανέναν. Σε μια στιγμή βλέπω έτσι μακριά μια κυρία η οποία αυτή είχε πρόβλημα, κάτι πρόβλημα είχε υγείας. Άλλα της έλεγες, άλλα σου ’λεγε. Γι’ αυτό και δεν την είχαν πάρει οι αντάρτες κι ήταν εκεί, έρχονταν γύρα. Της λέω: «Μήπως ήταν καμία ομάδα -της λέω- δικιά μας;», γιατί το κατείχαμε εμείς αυτό το χωριό. «Όχι -μου λέει- σήμερα δεν είδα τίποτε». Τι έκανε μετά, μίλαγε… Κατάλαβα ότι δεν ήταν καλά. Γι’ αυτό και δεν την είχαν πάρει οι αντάρτες. Μπορεί να την είχαν πάρει και την απαράτησαν. Προχωράω. Περνάω ένα ξεροπόταμο. Προχωράω. Μπήκα σε δάσος μετά. «Α -λέω- εντάξει!». Κοίταγα πού να βρω άκρες από δω-από κει, να μη μπλέξω μες στο δάσος. Βγαίνω σ’ ένα άλλο χωριαδάκι απάνω, Πόβλα το λεγόμενο. Μόλις βγαίνω εκεί, είδα κάτι σπίτια, προχωράω. Βγαίνω ακριβώς σε μια βρύση απ’ αυτές τις παλιές με πέτρινο κανούλι. Ήμουνα δηλητηριασμένος από τη δίψα και πείνα –αλλά δίψα μια φορά. Μόλις είδα τη βρύση, πήγα εκεί. Έριξα λίγο νερό στα μούτρα, ήπια νεράκι. Ρωτάω αυτή –ήταν 3-4 γυναίκες εκεί, γριές, εκεί είχαν πάει να πάρουν νερό και καθόταν και κουβεντιάζαν. Τους λέω: «Μήπως είδατε εδώ τίποτα καμιά ομάδα -τους λέω- δικιά μας;». Κι εκείνο το χωριό και το ’χανε… και οι μεν και οι δε το κατείχαν, ας πούμε. «Όχι -λέει- δεν είδαμαν τίποτα» μου ’παν. Προχωράω… θάμπωσε. Φτάνω σ’ άλλο ένα χωριό. Θάμπωσε… νύχτωσε. Κι όπως περπατούσα εκεί μέσα σε κάτι σπίτια, από δω-από κει: «Πού να πάω -λέω- τώρα;». Με βλέπουν κανα δυο γεροντάκια εκεί που καθόταν απ’ έξω απ’ το σπίτι. Μόλις μ’ είδαν, βάνει τα κλάματα ο γέρος και μου λέει –κατάλαβε ότι μ’ είχαν… ήμουν… μ’ είδε παιδάκι. Με κατάλαβε ότι είχα φύγει από το… «Έλα εδώ μωρέ παιδί μου -μου λέει. Έφυγες απ’ τους αντάρτες;». Τρόμαξα εγώ! Δεν ήξερα γιατί με ρωτάει τώρα αυτός. Από ενθουσιασμό το ’κανε. «Μωρέ παιδί μου -λέει- μη φοβάσαι». Μάλλον… στεναχωρήθηκα. Μπορεί και να ’κλαψα, δεν ξέρω. «Μη φοβάσαι -μου λέει- τώρα! Τώρα -μου λέει- θα σε πάω εγώ στον στρατό, αν έφυγες από κει!». Ωπ, πήρα κουράγιο! «Έλα -λέει- εδώ!». Κουρασμένο μ’ είδε, πεθαμένο. Με πήρε εκεί στο σπίτι. Φωνάζει τη γυναίκα του εκεί, να μου φτιάξουν κάτι να φάμε. Φάγαμε όλοι μαζί. «Μη φοβάσαι -λέει- τώρα εδώ δεν έρχονται αντάρτες. Μη φοβάσαι! Εδώ θα κοιμηθείς, μες στο σπιτάκι απόψε να ξεκουραστείς και το πρωί θα σε πάω εγώ στον στρατό». Πολύ άγιος άνθρωπος. Δεν μπορώ να τον ξεχάσω ποτέ. Εντάξει φάγαμε. «Τώρα πού θα πας για ύπνο;». «Δεν κοιμάμαι μέσα» τους είπα εγώ. «Δεν ξέρω, μπορεί να ’ρχονται από κοντά και να με πιάσουν. Θα πάω έξω. Αλλά επειδή είμαι πολύ κουρασμένος και ιδρωμένος, αν έχεις κανά ρουχαλάκι, καμιά κουβέρτα –ξέρω ’γω». «Έχω -λέει-, αλλά άμα φοβάσαι, θα σε [00:40:00]βάλω απάνω στο νταβάνι -λέει. Έχει μέρος απάνω στο νταβάνι». «Όχι, όχι!». Πάω απ’ έξω εκεί. Είχε ένα κηπάκι. Είχε μέσα καμιά εικοσαριά δεματάκια από καλαμιά, από καλαμπόκι, που τα κόβουν και τα ρίχνουν στα ζώα. Τα ‘χαν δέματα και τα ’χαν εκεί αποθηκευμένα. Πάω εκεί, αναμεράω αυτά από εδώ, μαζεύτηκα μέσα εκεί. Απ’ την κούραση που ’χα κι αυτή, μέσα σε μισή ώρα με πήρε ο ύπνος. Δεν περνάν 2-3 ώρες, ζήτημα. Ακούω σκάει μία νάρκα, νύχτα. Τώρα ζώο πέρασε; Άνθρωπος πέρασε; Γιατί όλοι οι δρόμοι είχαν βαλμένες νάρκες οι οποίες, άμα περνούσες και την πάταγες, ή σε σκότωνε ή σου ’κοβε το ένα το ποδάρι και ήσουν τελειωμένος. «Ωρέ -λέω- τώρα, αφού άκουσα μπαμ θα ’ρχονται κοντά να με πιάσουν». Σηκώνομαι. Φεύγω. Μπαίνω μέσα σ’ ένα ρέμα, μέσα στο δάσος. Έφυγα κι εγώ δεν ξέρω πόσο, 2-3 χιλιόμετρα. Πού πήγαινα; Στο χαμό, απ’ τον φόβο! Ξημέρωσε καμιά φορά. Κοιτάω… πουθενά χωριό, σκεπασμένα απ’ το δάσος. Γυρνάω σιγά-σιγά, προχώραγα, καμιά φορά βγήκα σ’ ένα ξάνοιγμα. Είδα κάτι γιδούλες εκεί. Κι ήταν αυτουνού του γέρου οι γιδούλες –τις είχε βγει εκεί. Μόλις μ’ είδε, έβαλε πάλι τα κλάματα: «Αμάν -μου είπε- φοβήθηκα. Νόμισα ήρθαν από κοντά και σ’ έπιασαν!». Έτσι κι έτσι έπαθα, του λέω. «Εντάξει! Μη φοβάσαι!». Απαρατάει τις γίδες. «Πάμε τώρα! Εδώα -μου λέει- από πάνω στα 200 μέτρα είναι μια πηγή. Έρχεται ο στρατός με τα ζώα από πάνω, με τα μουλάρια, με μπότια κι εκεί παίρνουν νερό για τον στρατό απάνω στα βουνά. Και θα σε παραδώσω εγώ εκεί -μου λέει- και θα ησυχάσεις. Θα πας σπίτι σου». Και έτσι έγινε. Μόλις ξεκινήσαμε, πήγαμε στη βρύση, καθόμασταν –εγώ είχα και το όπλο. Είχα πάρει και το όπλο εκεί. Αυτό με… με θαύμασε ο στρατός. «Ο μόνος -λέει- που ήφερες όπλο από κει. Όσοι ’φύγαν -λέει-, δεν ήφερε όπλο κανένας!». Πάω στη βρύση. Καθόμασταν εκεί. Δεν έδωκα σημασία. Ήρθαν οι στρατιώτες. Ήταν ΤΕΑ τότε στα χωριά, δεν είχε αστυνομία. Είχαν 5-10 άτομα πολίτες και τους ήλεγαν ΤΕΑ, εθνικοφύλακες. Κι έκαναν περίπου την εργασία της αστυνομίας. Είχαν βάλει ορισμένους. Και ήμουνα κι εγώ στο χωριό. Τέλος πάντων, μετά που άλλαξαν τα πράγματα. Τέλος πάντων, πάμε εκεί, τους λέει αυτός: «Ρε -τους λέει- αυτό το παιδάκι έφυγε από κει και θέλει να παρουσιαστεί -λέει». Πετάχτηκαν! Τότε αυτοί αισθάνθηκαν και είπαν –άρπαξαν το όπλο, για να μην… Δεν είχαν εμπιστοσύνη. Έκαναν τη χρήση του προγράμματος που ’χαν. Άμα έβλεπαν άνθρωπο οπλισμένο, με αντάρτες είχαν να κάνουν. Με ρωτάν στο όνομα…
Λοιπόν μόλις φτάσαμε, είπαμε, στη βρύση, δεν μας καταλάβαν αυτοί –το ξαναείπα αυτό. Μετά που τους είπε ο παππούς ότι έτσι κι έτσι το παιδί, αρχίσαν και μου ’κάναν τον έλεγχο. Πήραν το όπλο. Μου ’κάναν έρευνα. Με ρωτήσαν τα ονόματα, και τη μεγαλύτερη χαρά που τράβηξα εγώ εκείνη την ώρα, που από τα τρία άτομα ήταν ένα παιδί που είχε κάνει, είχε με τον αδελφό μου μαγαζί στο χωριό μου, γνωστός. Εγώ δεν τον γνώρισα. Με γνώρισε αυτός. Απ’ το όνομα θυμήθηκε. Είχαν νοικιασμένο –ήταν απ’ το Ζωτικό– κι είχαν νοικιασμένο ένα της Εκκλησίας οίκημα στο χωριό κι είχαν ένα παντοπωλείο τότε, εκείνη την εποχή. Και ήμασταν παιδιά, παιδάκια τότε, κι αυτός παιδάκι. Αλλά ήταν μεγαλύτερος αυτός. Και έτυχε να ’ναι φαντάρος. «Ωρέ, Αλέξη -μου λέει- δε θυμάσαι που παίζαμαν στην πλατεία;». «Τι να θυμηθώ; Ποιος είσαι;». «Ο Γιώργος ο Διαμάντης!». Πέταξα απ’ τη χαρά μου! «Μη φοβάσαι -μου λέει. Θα σε πάω εγώ στο στρατό και μετά θα πας σπίτι!». Πήρα θάρρος! Πήγαμε. Μ’ ανακρίναν μετά τα αυτά που κάνει ο στρατός, ας πούμε: «Πότε σε πήραν; Πού σε πήραν; Πώς σε λένε;», τα στοιχεία όλα, εντάξει. «Τι ξέρεις από τι δυνάμεις, αν ξέρεις -λέει- να μας πεις, στο κάθε βουνό τι δυνάμεις έχουν». Ό,τι ήξερα, τους τα ’πα. Εντάξει. «Ωραία -λέει. Πάντως μας είπες περισσότερα -λέει- απ’ ό,τι μας έχουν πει άλλα παιδιά που έχουν έρθει -λέει- με το πρόβλημα το δικό σου. Είσαι ο πρώτος που έφερες το όπλο και ορισμένα στοιχεία -λέει- τα οποία δεν τα ’χουμε ακούσει, δεν τα ξέρω». Μ’ ανακρίναν. Στη συνέχεια, μετά, με ’στείλαν στο φυλάκιο, στην έδρα του στρατού εκεί. Κι από κει Γιάννενα στη στρατολογία, στα Γιάννενα, στου στρατού. Κι από κει μου ’κάναν τις εξετάσεις. Κι [00:45:00]επειδή είχα καλό αυτό όταν παρουσιάστηκα, δεν πήγα– Έπρεπε να πάω 4-5 μέρες φυλακή. Να καθίσω μέσα και μετά να δώσω ανακρίσεις και να… αν θα ’πρεπε να φύγω ή όχι. Μήπως έπρεπε να δικαστώ. Αλλά επειδή τα ’χα πει όλα γνήσια από κει, τα χαρτιά, μου ’χε πει εκεί ένας: «Εντάξει. Φύγε για το σπίτι σου». Ρώτησα μετά εκεί που ήταν τότε λεωφορείο. Πήγα και βρήκα στον Λούρο τους γονείς.
Σε τι κατάσταση ήσασταν; Ρούχα…
Παρέλειψα… Το παιδί αυτό, όταν το βρήκα εκεί και μ’ είδε –με συμπάθιο, εγώ το παντελόνι, είχα ένα παντελόνι, ρετσίνα τα λέγαμαν τότε, ένα καλοκαιρινό ύφασμα παντελόνι. Από το διάστημα αυτό, 2,5-3 μήνες, πόσο ήταν το διάστημα απάνω, είχε γίνει, δεν είχε μείνει τίποτε. Είχαν μείνει κάτι λωρίδες, κρεμόνταν από δω κι από κει και η ζώνη. Τίποτα άλλο. Πού να ‘βρισκες παντελόνι να φορούσες; Ούτε άλλαγμα ούτε τίποτα… 3 μήνες! Ό,τι πλενόμασταν καμιά φορά τα μούτρα. Και πήγα στον Λούρο. Βρήκα τον πατέρα μου, τον μακαρίτη. Είχε ανοίξει ένα καφενεδάκι εκεί, γιατί αυτό είχε το πρόγραμμα αυτός, ήταν μερακλής σ’ αυτά. Είχε ανοίξει εκεί. Τα παιδιά και τα αδέρφια και η μάνα μου ήταν σε μια καλύβα εκεί μαζεμένοι. Καθίσαμε κι εκεί κανά μήνα και μετά παστρεύτηκαν αυτοί και πήγαμαν στα χωριά και τελείωσε, στα σπίτια μας.
Ποιος σας είπε πού βρίσκονται οι γονείς σας, η οικογένειά σας;
Όταν πήγα στη στρατολογία, στη στρατολογία ήταν ένας γνωστός του πατέρα μου, που ήταν από ένα διπλανό χωριό εκεί, και ήτανε γραμματέας μέσα στη στρατολογία. Και μόλις πέρασα από κει, μου λέει: «Του Αποστόλη είσαι εσύ; «Του Αποστόλη». «Μη φοβάσαι -λέει- τώρα θα πας, αλλά τα χωριά -λέει- τα δικά σας είναι στον Λούρο». Ήξεραν αυτοί ότι είχανε φύγει απ’ χωριά, είχαν αδειάσει και είχαν πάει στον Λούρο. Στον Λούρο δεν ήταν εύκολο να πανε οι αντάρτες, γιατί το φυλάγαν ο στρατός. Μετά, αφού– Α παρέλειψα… Αυτό το παιδί, αφού μ’ είδε με το παντελόνι, ότι δεν έχω παντελόνι: «Πού να πας μωρέ; Δεν έχω ένα παντελόνι να σου δώσω». Πάρε ένα εικοσάρικο -μου λέει-, 20 δραχμές θα σου δώσω. Και θα πας στα Γιάννενα -λέει-, στην Καλούτσιανη, είναι ο αδερφός μου -λέει- ο Σταύρος, έχει μαγαζί με παντελόνια. Πάρε ένα εικοσάρικο και να πας να πάρεις ένα παντελόνι, για να πας στο σπίτι -λέει. Μην πας έτσι». Παίρνω το εικοσάρικο, το βάζω στη τσέπη. Έρχομαι εδώ. Τελείωσα τις ανακρίσεις. Πήγα στην Καλούτσιανη. Βρίσκω τον Σταύρο –τον γνώριζα κι αυτόν, που ’χε χρόνια το μαγαζί κάτω εκεί. Ω ρε κι αυτός μου ’δωσε το αυτό του, του ’δωσα τα λεφτά. Μια μου λέει: «Δεν τα θέλω». «Όχι -του λέω- θα τα πάρεις τα λεφτά, γιατί μου τα ’χει δώσει άλλος». Τέλος πάντων, μετά πήρα το παντελόνι, το φόρεσα. Ρώτησα που μου ’πε αυτός πού είναι περίπου το λεωφορείο που πάει για Πρέβεζα. Κατέβηκα Λούρο κι από Λούρο μετά πήρα άλλο και πήγα στα Λέλοβα, Θεσπρωτικό –έχει δυο ονόματα.
Εκεί το εισιτήριο ποιος-
Εκεί που πήγα στο Θεσπρωτικό –είχα μάθει, δε θυμάμαι πού, κάποιος μου ’πε εκεί στην Καλούτσιανη ότι πρέπει ο πατέρας σου να ’ναι στο Θεσπρωτικό. Αλλά είχε γίνει λάθος. Ήταν ο θείος μου στο Θεσπρωτικό. Ο πατέρας μου ήταν στον Λούρο. Πάω εκεί, ρωτάω. Βρήκα το θείο. Έμεινα εκεί το βράδυ, με κράτησαν. Έξω σε μια βεράντα κοιμούνταν εκεί σ’ ένα Δ.Α. Έμεινα εκεί το βράδυ. Το πρωί το λεωφορείο. Κατέβηκα στον Λούρο. Βρήκα τους δικούς μου. Καλά και καμωμένα και ζούμε σήμερα.
Όταν βρήκατε τους γονείς σας, πώς ήταν η κατάσταση; Τι σας είπαν;
Οι γονείς; Όταν μ’ είδε… Πρώτα μ’ είδε η μάνα μου η μακαρίτισσα που έχει χρόνια που έχει χαθεί, τι να…; Μια χαίρονταν, αγκάλιαζε και γέλαγε, και μια έκλαιγε. Δεν το περίμενε να με δει.
Εσείς;
Εγώ είχα τραβήξει που ’χα τραβήξει, άντεχα! Τέλος πάντων, κι εγώ χάρηκα πάρα πολύ. Είδα τη μάνα πρώτα, μετά είδα τα αδέρφια, μετά τον πατέρα. Καθίσαμε εκεί, γύρα-γύρα. Και τελείωσε το θέμα αυτό. Αλλά παρέλειψα στο διάστημα της… Όταν πηγαίναμε για έλεγχο, για να σκοτώσουμε στρατό, παίρνει εντολή ο διμοιρίτης για να πάμε 3 ώρες με τα πόδια μακριά, να χτυπήσουμε μια φάλαγγα του στρατού, που περνούσε με τα ζώα φορτωμένα όπλα και φαγητά. Και Δ.Α. τον στρατό απάνω στα βουνά, για να τους χτυπήσουμε, να πάρουμε ό,τι μπορούμε. Ο στρατός πιο ξύπνιος είχε πάει στην θέση την ίδια και είχε βάλει φυλάκιο. Εμείς ήμασταν 24 άτομα. Μόλις φτάσαμε εκεί, χαράματα το πρωί. Φύγαμε τη νύχτα –τι ώρα δεν ξέρω– από κει [00:50:00]που ξεκινήσαμε και φτάσαμε στο σημείο που θα πηγαίναμε. Χαράματα, μέρα και νύχτα. Προχωράμε εκεί στο σημείο, για να ανεβούμε σ’ ένα βράχο απάνω ψηλά και από κάτω περνούσε ο δρόμος, το μονοπάτι, για να περάσουν τα ζώα. Μόλις φτάσαμε στους πρόποδες του βράχου από κάτω, ήμασταν 30 μέτρα και δεν θα ’μασταν από πανω, που ήταν οι στρατιώτες με το όπλο στα χέρια. Μας γαζώνουν από κει με τα πολυβόλα και με τις χειροβομβίδες. Σε 10 λεπτά δεν έμεινε τίποτα. Μείναμε 3 άτομα. Τα 21 έμειναν εκεί… αντάρτες. Αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω ποτέ. Να φεύγουμε... Είχαμε πει όμως, ότι όταν, αν τυχόν και πέσουμε σε καμιά Δ.Α. –αυτό το ’χανε πρόγραμμα– θα συγκεντρωθούμε στη λίμνη, παράδειγμα. Και πάμε στο σημείο που είχαμε ορισμένο, για να συγκεντρωθούμε. Περιμένουμε ένας, είχε πάει πρώτα ο διμοιρίτης, είχε μείνει, αυτό το παιδί που μου ’πε να πάω να φυλάξω, ο Νίκος κι εγώ, 3 άτομα. Πάνω εκεί περιμέναμε περιμέναμε περιμέναμε 1-2 ώρες… τίποτα. Δεν ήρθε κανένας άλλος. Προχωράμε. Πάμε στον καταυλισμό, που ήμασταν. Ο διμοιρίτης σε λίγο εξαφανίστηκε, αφού έχασε τον κόσμο όλον. Μας απαράτησε εκεί εμάς τους 3, τους 2 κι αυτός έφυγε. Αυτός ήταν Μακεδόνος. Ήταν του κόμματος μέσα βαλμένος. Μετά από 2-3 μέρες ’φέραν άλλους. Γίναμε άλλα εικοσιένα άτομα. Και μετά συνέχισε, αυτό που είπα και βγήκε η αιτία κι έφυγα. Αυτό είχε γίνει πρωτύτερα, που είπα τώρα. Αυτό ήταν η περιπέτεια όλη του εμφυλίου. Κι εκείνο που δεν μπορώ να το ξεχάσω, ότι ο εμφύλιος πόλεμος δεν πιστεύω ποτέ να ήτανε για κάποιο σκοπό, για να εξυπηρετηθεί Έλληνας. Κάποια... Κάτι κόλπο είχε πέσει. Δίνανε χρήματα. ’Παίρναν 10 άτομα χρήματα και οι άλλοι όλοι πήγαιναν για να γίνει ελεύθερη η ζωή στον κόσμο. Δεν ξέρω. Τα κιβώτια που έπαιρναν οι αντάρτες, γιατί δεν τα ’ξερε ο…; Γιατί δεν έδιναν, όπως έδινε ο Ζέρβας, μισή λίρα στους… και τα ’παιρναν οι ίδιοι και τα έγραφαν «Επικίνδυνα» απ’ έξω; «Να μην τα πειράξετε –λέει!». Τα ’παιρναν οι ίδιοι εκεί. Και τ’ άκουσα και με τα αυτιά μου ότι το είπαν: «Τα ’χουμε κρυμμένα -λέει- εκείνα τα ρημάδια και κοίτα τι θα γίνουν εκεί;». Και αφού είδα ότι έτσι, απεφάσισα κι έφυγα και ζω σήμερα.
Εκεί, σ’ αυτό το διάστημα που ήσασταν εκεί, μιλήσατε με κάποια άτομα; Γνωρίσατε κάποιο κόσμο;
Κανέναν. Γνωστόν κανέναν. Ο πρώτος γνωστός που γνώρισα, Δ.Α. το παιδί αυτό που ήταν στρατιώτης, που ήταν κι αυτό μικρό τότε, που ήταν στο μαγαζί με τον αδερφό του κι εγώ πιο μικρός. Και πάει φαντάρος αυτός κι εγώ πήγα αντάρτης.
Εννοώ αν μιλούσατε με άλλους, αν κάνατε κάποιον φίλο, αν ανταλλάξατε κουβέντες.
Μιλούσαμε, αλλά υπέρ του προγράμματος. Όχι… Άμα μιλούσες ενάντια λίγο… Δεν επιτρέπονταν τίποτα. Ό,τι συνείφερνε το πρόγραμμα του κόμματος.
Όποτε είχατε…προσέχατε πολύ τι λέγατε εσείς με άλλους.
Βεβαίως. Βεβαίως προσέχαμε, γιατί άμα έλεγες μια κουβέντα εναντίον, ήσουν φευγάτος. Δεν ξέρω τι πρόγραμμα ήταν αυτό! Είναι δυνατόν ένας στρατός να αρπάζει από δω κι από κει φαΐ, για να φάει ο στρατός και ανθρώπους ανεκπαίδευτους να πάνε απάνω τα βουνά, να κερδίσουν –πώς το λένε;– να γίνουν κράτος, να γίνουν κυβέρνηση; Αυτό ήταν εμπορικό για μένα. Πήραν ορισμένοι χρήματα. Έχω μάθει ένας Ζδράβος απ’ την Κόνιτσα έχει πάρει την μισή την πλατεία την υπόγεια στην Αθήνα.
Για πείτε μου τώρα, τι σκεφτόσασταν για σας; Πώς το βλέπατε; Πώς θα πάει η κατάσταση; Θα σωθείτε, κινδυνεύατε; Τι σκεφτόσασταν;
Το διάστημα που ’μουνα εκεί, ήμουνα σίγουρος –σκεπτόμουνα– ότι είμαι τώρα, αυτή τη στιγμή, ζωντανός, μετά από λίγο μπορεί να ’μαι νεκρός. Γιατί οι σφαίρες ήταν πάντα γύρω-γύρω. Όπου να ’κανες, ήσουν μέσα στην πρώτη γραμμή του πολέμου.
[00:55:00]Σκεφτόσασταν την οικογένειά σας; Την οικογένεια… Σας έλειπαν οι γονείς σας, τα αδέρφια σας;
Πώς δε μας έλειπαν; Μόνο μας έλειπαν;
Σ’ όλο αυτό το δυσάρεστο γεγονός που ζήσατε, υπήρχε μήπως και κάτι ευχάριστο, κάτι που σας ηρεμούσε; Υπήρχε κάτι, μια σκέψη –δεν ξέρω– κάποια στιγμή της ημέρας; Ή ήσασταν συνεχώς σ’ ένα άγχος και έναν φόβο;
Στην υπόλοιπη ζωή;
Σε αυτούς τους 2 μήνες;
Σ’ αυτούς τους 2 μήνες τίποτα δεν σκεπτόμουν άλλο. Σκεπτόμουνα πώς να μπορέσω να απαλλαχτώ, να πάω στα αδέρφια μου και στους γονείς. Τίποτα άλλο δε σκεπτόμουνα. Και εκείνο που πίστευα περισσότερο, ότι δεν το περίμενα ποτέ να ζήσω με το κύμα που έβλεπα εκεί. Αφού λέω: «Πήγαμε 24 άτομα και μείναμε 3». Θα ’μενα εκεί στα ντουβάρια απανω τώρα. Αλλά δεν ξέρω ποιος φύλαξε; Ο Θεούλης! Και ήταν... Και την ημέρα που έφυγα ήταν 6 Αυγούστου, ημέρα της Αγίας Σωτήρος. Κι όταν έρχεται αυτή η μέρα, πάω κι ανάβω μια λαμπαδούλα, γιατί δεν μπορώ να το ξεχάσω, δεν ξέρω. Τώρα που ήταν στις 6 Αυγούστου, πήρα τηλέφωνο εκεί στο χωριό έναν και πήγε –έδωσα 5 ευρώ εκεί–, να πάει να ανάψει μια λαμπάδα. Όταν είμαι στο χωριό, πήγαινα εκεί… Στο Ρωμανό έχει τέτοια Εκκλησία, σ’ ένα χωριό. Είναι με τα πόδια. Είναι 20 λεπτά με τ’ αυτοκίνητο απ’ το χωριό. Αλλά όποτε ήμασταν εκεί παλιά, πηγαίναμαν και γινόταν πανηγύρι. Αγία Σωτήρω!
Κάποιους απ’ αυτούς τους ανθρώπους που ήσασταν μαζί αυτούς τους μήνες, τους 2, συναντήσατε αργότερα στη ζωή σας; Έτυχε να βρείτε κάποιους;
Όχι. Γνωστός ήταν αυτός που σου ’πα, που μου ’πε να πάω να τον εξυπηρετήσω για το νούμερο που είχε γίνει, για το φυλάκιο. Τότε, αφού έφυγα εγώ, τον άφησα εκεί. Αλλά έμαθα μετά, ρώτησα, βρήκα χωριανούς του. Έμαθα ότι σκοτώθηκε. Είχε σκοτωθεί. Δε ζει. Δεν μπόρεσε να φύγει. Δεν ξέρω. Αν δεν ήθελε και να φύγει… Δεν μιλάγαμε τέτοια, τι σκέπτεται ο καθένας. Μπορεί να ’χαμε σαν πατριώτες... είχαμε κάπως μία αυτή, αλλά τι πιστεύει ο ένας, δεν ανοίγαμε στόμα κανένας. Δεν υπήρχε εμπιστοσύνη.
Αυτό το περιστατικό τι σας έμαθε για τη ζωή; Ήσασταν μικρό παιδί και φύγατε πάνω στα βουνά μόνος σας. Τι πιστεύετε ότι σας έδωσε στον χαρακτήρα σας;
Τι μου ’δωσε; Νομίζω μια ικανότητα, Μπορώ με αυτά που πέρασα απ’ αυτές τις δυσκολίες, μπορώ να προλάβω κάτι –ξέρω εγώ– από μια έτσι πολλή σκέψη… Δεν ξέρω. Νομίζω ότι έχω την πάρει μια ικανότητα.
Υπομονή; Δύναμη;
Υπομονή μάλλον.
Μάλιστα.
Κι αυτά τα άτομα που φροντίσαν τότε και με πήραν 15 χρονών-16 παιδάκι, ήταν οι χειρότεροι στο χωριό, και οι υπόλοιποι οι άλλοι οι συγγενείς κάθε χρόνο δεν κοιτάζουν να κάνουν τίποτα άλλο, μόνο να βρουν κακό να μας κάνουν. Εμένα με κυνηγούσαν πολύ. Ήταν μια περιοχή εκεί, ένας συνοικισμός. Ένας το ’χε βάλει στο μυαλό του, δεν ξέρω από πότε. Απ’ ό,τι το βεβαιώθηκα αργά, μετά, ότι ήθελε να με κάνει γαμπρό. Και αφού δεν τα κατάφερε… Ούτε είχα υπόψη μ’ εγώ τι σκέπτονταν ο καθένας ούτε εγώ μπορούσα να κάνω κουμάντο εκείνη την εποχή. ’Κάναν οι γονείς κουμάντο. Ό,τι μου ’παν οι γονείς, το σεβάστηκα και το ’κανα. Τέλος πάντων. Αλλά έχω συναντήσει πολλά κακά απ’ αυτούς τους ανθρώπους που δεν κοιτάν ότι ο άνθρωπος γεννιέται με το δικό του πρόγραμμα. Ποιο είναι το πρόγραμμα; Να κανονίζεις να δουλέψεις για να φας, να ζήσεις, να κάνεις οικογένεια και να ’σαι με την κοινωνία αγαπητός. Εγώ αυτό πιστεύω.
Κλείνοντας, τι έχετε να μας πείτε σήμερα απ’ αυτή την περιπέτεια που ζήσατε; Τι θα θέλατε να πείτε;
Τι να πω;
Πώς να είναι η κοινωνία; Οι άνθρωποι μεταξύ τους;
Οι άνθρωποι… Η κοινωνία σήμερα… Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Αυτή η ζήλια που έχει ο ένας τον άλλον, δεν μπορώ να την αντέξω ποτέ, εγώ προσωπικά. Τι με νοιάζει εμένα, αν ο άλλος έκλεψε κι έχει εκατομμύρια ή δούλεψε κι έχει. Καλά έκανε. Έκανε τη [01:00:00]δουλειά του αυτός. Εγώ εκείνο που πίστεψα… Μεγάλωσα. Ζευγαρώθηκα. Ήθελα να κάνω οικογένεια. Την έκανα, Δόξα τω Θεώ! Φρόντισα, τα σπούδαξα τα παιδιά. Σωτήριο ήταν η μετανάστευση, που πήγαμε Γερμανία, αλλιώς δε θα μπορούσα να τα σπουδάξω τα παιδιά. Γιατί δεν υπήρχε δουλειά που να ’χανα τόσα έξοδα, που είχα 2-3 σπίτια νοικιασμένα με τα παιδιά τότε που ’μέναν. Τρία παιδιά, ένα στην Αθήνα, ένα στα Γιάννενα, ένα στην Κρήτη. Αλλά στην Κρήτη, όσο πήγα να κανονίσω, μετά βρήκα έναν τρόπο –ήμουν πολύτεκνος– και την έφερα στα Γιάννενα κι εκείνη την κοπέλα. Κι έμεινα με 2 σπίτια νοικιασμένα, Αθήνα και Γιάννενα. Και τα παιδιά τελείωσαν όλα, ταχτοποιήθηκαν και πήραν –πώς το λένε; Ταχτοποιηθήκαν σε μία πόλη όλα και η μεγαλύτερη μου χαρά είναι αυτή, που τα παιδιά είναι όλα σε μια πόλη και μπορεί να τα δει ο γονής, ο αδερφός κι ο κάθε άνθρωπος που το σκέπτεται το γείτονα ή το… Αυτή τη χαρά τη μεγάλη έχω στη ζωή, που είναι όλα τα παιδιά και σήμερα είμαι κι εγώ κοντά. Ήρθα με τη μακαρίτισσα τη γυναίκα. Η γυναίκα τη βρήκε θέμα υγείας. Μόλις ήρθε εδώ –δεν ήταν συνηθισμένη από πόλη, δεν ξέρω– έπαθε κάτι σιγά-σιγά. Τυρραγνίστηκε 5 χρόνια. Πάει έφυγε. Τώρα κάθομαι μες στα ντουβάρια μόνος μου. Τι να κάνω; Έχω όμως, την Δ.Α. ότι οτιδήποτε, θα ’ρθει το παιδί να με εξυπηρετήσει. Είναι αυτή η βοήθεια. Δεν μπορώ να την ξεχάσω. Τώρα…
Μάλιστα. Πώς σας φάνηκε αυτή η συνέντευξη;
Δεν ξέρω τώρα αυτά θα τα διαβάσει ο κόσμος; Θα τα δει στην τηλεόραση;
Στο διαδίκτυο, στο Ίντερνετ.
Μήπως είπα τίποτε παραπανίσια;
Όλα καλά.
Λοιπόν, αυτά που είπα εγώ… ξέχασα και πολλά, χειρότερα ακόμα. Αλλά τα ’πα.
Σας ευχαριστούμε πολύ! Σας ευχαριστώ!
Τίποτε να μην ευχαριστείς. Εγώ χάρηκα που βρέθηκε μια ευκαιρία να τα πω, να ξαλαφρώσω. Μου άρεσε.
Να είστε καλά.
Ευχαριστώ.