© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Οι γεύσεις της ζωής μου»: Μεγαλώνοντας με τα φαγητά μιας Καραγκούνας και μιας Βλάχας γιαγιάς.

Istorima Code
10807
Story URL
Speaker
Ελένη Μπουρλιού (Ε.Μ.)
Interview Date
01/01/2022
Researcher
Στυλιανή Σιώμου (Σ.Σ.)

[00:00:00]

Σ.Σ.:

Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;

Ε.Μ.:

Ονομάζομαι Μπουρλιού Ελένη.

Σ.Σ.:

Ωραία. Είναι Κυριακή 2 Ιανουαρίου  2022. Είμαι εδώ με την Ελένη Μπουρλιού και βρισκόμαστε στο γραφείο του πατέρα της στα Τρίκαλα. Ονομάζομαι Σιώμου Στυλιανή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και θα ήθελα σήμερα να συζητήσουμε και να καταγράψουμε τις δικές σας αγαπημένες συνταγές από την παιδική σας ηλικία.-

Ε.Μ.:

Και όχι μόνο-.

Σ.Σ.:

Και πώς συνδέονται με ανθρώπους που αγαπάτε.

Ε.Μ.:

Βεβαίως.

Σ.Σ.:

Για αρχή θα ήθελα, Ελένη, να μου πεις λίγα λόγια για εσένα. Πού μεγάλωσες ;

Ε.Μ.:

Μεγάλωσα στα Τρίκαλα σε μία πολύ ωραία οικογένεια. Γενικά είχα διαφορετικές επιρροές μαγειρικές και από τις γιαγιάδες μου, αλλά και από τη μαμά μου που είχε τελείως διαφορετική αντίληψη για τη μαγειρική. Κι από μικρό παιδάκι γενικά το mood ήτανε, το σκεπτικό, να τρώμε νόστιμα και υγιεινά. Λοιπόν, όσον αφορά εμένα, από μικρό είχα μία αγάπη στο φαγητό, αν και ήμουν πάρα πολύ αδύνατο παιδάκι, υπερκινητικό και όσοι με έβλεπαν νόμιζαν ότι δεν τρώω τίποτα κι ότι έμενα νηστικό, ωστόσο εγώ έτρωγα πάρα πολύ. Και θυμάμαι ότι στο σπίτι μας δεν υπήρχαν ποτέ γλυκά. Ποτέ. Δεν θυμάμαι δηλαδή να υπάρχει μία μερέντα. Δεν θυμάμαι να υπάρχουν σοκολάτες. Η μαμά μου δεν έφτιαχνε ποτέ κέικ και τέτοια πράγματα. Θυμήθηκε πολύ αργότερα. Οπότε κι εμείς δεν μάθαμε να τρώμε και να έχουμε γλυκά στο σπίτι μας. Θα τρώγαμε πάντα έξω. «Θα πάμε έξω να φάμε ένα γλυκό». 'Η σε μία γιορτή θα έχουμε ένα γλυκό ή κάτι τέτοιο. Αν και η γιαγιά έφτιαχνε γλυκά του κουταλιού και πάντα υπήρχε ένα βαζάκι γλυκό του κουταλιού, δεν ήταν αυτό ποτέ ότι θα πάμε να κάτσουμε να βάλουμε το γλυκό μπροστά και να φάμε. Θυμάμαι όταν ήμουνα μικρούλα, πολύ πολύ μικρούλα κιόλας, δηλαδή ήμουνα τριών τεσσάρων χρονών και το έχω ακόμα ανάμνηση που όταν θέλαμε κανένα σνακ ή κάτι να ξεχαστούμε η μαμά μάς έδινε ή ένα αγγούρι ή ένα καρότο. Πάντα δηλαδή είχαμε στο χέρι ένα αγγούρι ή ένα καρότο και πολλές φορές μας έδινε και ένα κουταλάκι κι είχαμε το αγγούρι με τη φλούδα και τρώγαμε από μέσα, το σκαλίζαμε για να φάμε το σνακ. Δεν υπήρχε δηλαδή περίπτωση να μας δώσει ένα μπισκότο ή να μας δώσει κρουασανάκια όπως βλέπουμε τα άλλα παιδιά. Βέβαια, θυμάμαι μετά ότι παίζει να πηγαίναμε και να τις αγοράζαμε δέκα-δέκα τις σοκοφρέτες. Πώς τις λέγανε; Τις Κουκουρούκου, Κουκουρούκου τρώγαμε τότε, δεκαετία του '90 και μαζεύαμε και τα αυτοκόλλητα που ήταν τότε κάθε φορά ανάλογα το άλμπουμ που ήταν η «Μαρία της Γειτονιάς», ανάλογα τα σήριαλ που βλέπαμε κι όλα αυτά. Και ίσως για αυτό  βγάζαμε τέτοια μανία μετά έξω όταν ήμασταν, όταν παίρναμε το χαρτζιλίκι και πηγαίναμε και τις παίρναμε δέκα-δέκα. Δεν είχαμε ποτέ γλυκό στο σπίτι. Εντάξει, δεν μας πείραξε αυτό. Δόξα τω Θεώ, δεν έχουμε χοληστερίνες. Ούτε τίποτα. Ήταν ωραία. Υγιεινά. Ένα ακόμη που θυμάμαι είναι να μου κόβουν Ένα μήλο στη μέση, γιατί εγώ δεν έτρωγα μήλα, γιατί με ανατρίχιαζε πάρα πολύ το χράτς που έκανε όταν το δάγκωνες. Θυμάμαι να κλαίω και να μου λένε: «Παιδάκι μου, φάε το μήλο» και εγώ να κλαίω. Οπότε μου έδινε το μισό το μήλο με κουταλάκι και το σκάλιζα να το φάω λιωμένο σχετικά. Ήταν το κλασικό ότι θα κάτσω το απόγευμα στο σπίτι να φάω το μηλαράκι που το σκαλίζαμε στο χέρι.

Σ.Σ.:

Έχεις κάποια εικόνα με τη μητέρα σου στην κουζίνα να μαγειρεύει κάποιο συγκεκριμένο φαγητό από την παιδική σου ηλικία ;

Ε.Μ.:

Θα σου πω. Θυμάμαι πάρα πάρα πολύ χαρακτηριστικά πηγαίναμε τότε και τρώγαμε σε ένα εστιατόριο, θα σου πω, και είχε σαν επιδόρπιο φιρίκι το οποίο ήταν βουτηγμένο στη γρεναδίνη, ψητό και ήτανε μέσα - είχε βγάλει το κουκούτσι- κι είχε σαντιγί με κανέλα. Είναι το αγαπημένο μου γλυκό. Και θυμάμαι την πρώτη φορά που αποπειράθηκε η μαμά μου να το φτιάξει στο σπίτι που είχα κολλήσει τα μούτρα μου σχεδόν στον φούρνο και κοίταγα τα φιρίκια που ψήνονταν και έλεγα: «Θεέ μου, θα φάω αυτό το τέλειο γλυκό» και περίμενα πώς και πώς να το βγάλει η μαμά μου, να το φτιάξουμε.

Σ.Σ.:

Θυμάσαι εκείνη την ημέρα πώς ξεκίνησε και κατάλαβες ότι η μαμά σου θα πάρει και θα φτιάξει αυτό το γλυκό ;

Ε.Μ.:

Όχι, δεν το θυμάμαι αυτό. Αλλά ένα ακόμα πάρα αστείο που θυμάμαι, ήμουνα πολύ μικράκι, πέντε χρόνων, αλλά μου ήταν πολύ έντονη ανάμνηση έχει πάρει η μαμά μου να φτιάξει γαρίδες. Και είναι μία ζωντανή γαρίδα μέσα στη σακούλα με τις υπόλοιπες γαρίδες. Το έχει σκάσει η γαρίδα κι η μαμά μου να ουρλιάζει και να κυνηγάμε όλοι οικογενειακώς τη γαρίδα. Θυμάμαι κάποια στιγμή δηλαδή να έχω ανέβει και πάνω στον νιπτήρα, γιατί εγώ σκαρφάλωνα παντού σαν παιδάκι. Δεν υπήρχε περίπτωση να με βρουν κάπου στο πάτωμα, σκαρφαλωμένη πάντα πάνω σε ράφια και ντουλάπια. Έχω σκαρφαλώσει πάνω στον νιπτήρα και κυνηγάω και εγώ μαζί με τους άλλους τη γαρίδα. Και είχε πάρα πολλή πλάκα αυτό σαν σκηνικό. Βέβαια εγώ δεν ανακατευόμουνα πολύ στην κουζίνα της μητέρας μου. Αλλά ένα ακόμη τραγικό που έχουμε κάνει με τον αδερφούλη μου τον γλυκό γιατί ήμασταν πάρα πολύ ήσυχα παιδάκια. Ειρωνικό είναι αυτό. Έχει πάρει η μαμά μου κιμά για να φτιάξει μπιφτέκια. Ήμασταν εγώ πέντε και ο αδερφός μου εφτά, εγώ έξι και ο αδερφός μου οκτώ; Δεν θυμάμαι τώρα, πολύ μικρά. Λέει η μαμά: «Καθίστε εδώ, πάω μια στιγμή στο μίνι μάρκετ κάτω να πάρω κρεμμύδια. Να είστε φρόνιμα. Ναι;». «Ναι». Μόνο φρόνιμα δεν ήμασταν. Έχουμε πάρει εγώ και ο αδερφός μου τον κιμά, τον κάνουμε μπαλάκια και τον πετάμε στο ταβάνι.

Σ.Σ.:

Πώς αποφασίσατε αυτό να το κάνετε;

Ε.Μ.:

Μη ρωτάς. Δεν ξέρω. Κάναμε ό,τι βλακεία μπορείς να φανταστείς. Δεν υπήρχε λογική στο παιδικό μας μυαλό. Είδαμε τον κιμά και τον κάναμε μπαλάκια και τον πετάγαμε στο ταβάνι και κόλλαγε κιμάς στο ταβάνι. Κι έρχεται η μάνα μου και έχει βρει κι έχει έρθει στο σπίτι και της βρωμάει το σπίτι. «Τι βρωμάει έτσι ;». Και βλέπει τον κιμά κολλημένο στο ταβάνι. Η καημένη. Εντάξει, η μαμά μου δεν μας μάλωνε ποτέ, δηλαδή μας άφηνε πάρα πολύ ελεύθερους στο σπίτι και λέει: «Θεέ μου, τι παιδιά έχω;». Απογοητεύτηκε. Και πάλευε να ξύσει, έχει σκαρφαλώσει και πάλευε να ξύσει τον κιμά ο όποιος πλέον έχει στεγνώσει και έχει κολλήσει στο ταβάνι και είχαμε λεκέδες στο ταβάνι για αρκετά χρόνια μέχρι να το βάψουμε. Να παλεύει να ξύσει τον κιμά να τον ξεκολλήσει από το ταβάνι. Ήτανε πάρα πολύ αστείο. Αλλά εμείς, εντάξει, όλο τέτοιες βλακείες κάναμε. Παίζαμε με το φαγητό. Ή θυμάμαι με άφηνε από πολύ μικρό και έπαιζα με το αλεύρι,  έφτιαχνα ζυμάρια μόνη μου, έβαζα ό,τι βλακεία μπαχαρικό, δηλαδή βρώμαγε η κουζίνα. Έπαιζα και πάλευα. Έκανα ότι φτιάχνω κουλουράκια. Μόνη μου. Και δεν ήταν ότι θα κάτσει από πάνω να με προσέξει τι θα κάνω, δηλαδή μου είχε εμπιστοσύνη. Και αφού έφτιαχνα την απαίσια ζύμη που έφτιαχνα, τέλος πάντων, μου έλεγε μετά: «Να τα ψήσουμε τα μπισκοτάκια σου». Θυμάμαι τα είχα φτιάξει εκεί, κακήν-κακώς, μία αηδία, μία μύξα είχε βγει τέλος πάντων και τα έχω βάλει στο ταψί να τα ψήσω και βγαίνοντας με καμάρι εγώ, πάω να φάω, ήταν σαν να είχα φάει τσίχλα με γεύση, ξέρω 'γω τι είχα βάλει μέσα, ό,τι μπαχάρι μπορείς να φανταστείς. Απαίσιο εννοείται, δεν τρωγόταν. Της λέω: «Μαμά, δεν τα πέτυχα, είναι αηδία». Μου λέει: «Εντάξει. Την επόμενη φορά θα τα καταφέρεις». Και κάπως έτσι ήταν οι εμπειρίες με τη μαμά μέσα στην κουζίνα, δηλαδή πιο πολύ παιχνίδι, παρά ότι: «Έλα να κάτσουμε εδώ, να μαγειρέψουμε». Βέβαια, μετά η μαμά μου είχε διοριστεί, ήταν λίγο στην ΣΕΛΕΤΕ, στη Θεσσαλονίκη, ήταν διορισμένη στη Λαμία, έλειπε αρκετά, οπότε ήμασταν πιο πολύ κοντά με τις γιαγιάδες. Οι γιαγιάδες δεν μας άφηναν και πολύ να πλησιάσουμε στην κουζίνα, ξέρεις γιατί είχαν και τον φόβο να μην καεί το παιδί ή να μη χτυπήσει το παιδί. Τέτοια πράγματα όπως και να το κάνεις. Οπότε απλά τρώγαμε το φαγητό τους. Παίζαμε εμείς, κάναμε τον χαμό μας και κάποια στιγμή: «Παιδιά ελάτε να φάτε». Το πρωί ερχόταν η μία μου η γιαγιά, η γιαγιά μου η Ελένη, η οποία ήταν από τη Φήκη Τρικάλων και η άλλη μου η γιαγιά, η Ολυμπία, η οποία ήτανε από τον Τύρναβο, βλάχα γιαγιά αυτή. Η πρώτη γιαγιά, η Ελένη, ήταν της άποψης όλα Grand στο σπίτι, το τέλειο το φαγητό, το νόστιμο και να φτιάξουν τα παιδιά κεφτεδάκια, να τους φτιάξω πατάτες τηγανιτές, να τους φτιάξω παστίτσιο, να φτιάξω αρνάκι. Και η άλλη μου γιαγιά ήταν ότι: «Θα φτιάξω κάτι πρόχειρο, στην τουαλέτα θα καταλήξουν έτσι κι αλλιώς. Ας μην είναι και τέλειο».

Σ.Σ.:

Η δεύτερη η γιαγιά ήταν η γιαγιά η Ολυμπία ;

Ε.Μ.:

Ναι. Η γιαγιά η Ολυμπία. Θυμάμαι, όμως, ένα από τα αγαπημένα μου είναι ότι είχε ένα σχεδόν διαλυμένο τσίγκινο τηγανάκι το οποίο δεν είχε καν χερούλι και πάντα το έφτιαχνε στο γκαζάκι. Μας έφτιαχνε πάντα ομελέτα εκεί και κατάφερνε και έφτιαχνε την πιο τέλεια ομελέτα σε αυτό το απαίσιο, κατεστραμμένο τηγανάκι.

Σ.Σ.:

Θέλεις λίγο να μου περιγράψεις τι υλικά έβαζε στην ομελέτα ;

Ε.Μ.:

Σκέτο αυγό και λίγο αλάτι. Και το λαδάκι ή βούτυρο. Βούτυρο έβαζε.

Σ.Σ.:

Μπορείς να μου περιγράψεις λίγο τη διαδικασία; Πώς την θυμάσαι να το μαγειρεύει ;

Ε.Μ.:

Θυμάμαι να κάθομαι σε ένα ξύλινο σκαμπουδάκι στο ξύλινο τραπέζι κι όχι στην κουζίνα της κι αυτή ήτανε στον πάγκο της [00:10:00]κουζίνας, έναν μαρμάρινο παλιό πάγκο και έβαζε το τηγανάκι αυτό το στρογγυλό πάνω στο γκαζάκι, έσπαγε τα αυγά, τα ανακάτευε εκείνη την ώρα που ζεσταινόντουσαν. Μην φανταστείς ότι έκανε κανένα τρομερό ανακάτεμα. Δηλαδή έβλεπες και το ασπράδι μέσα. Δεν ήταν η κλασική ομελέτα όπως την έχουμε στο μυαλό μας. Ήταν λίγο σαν στραπατσάδα. Λίγο, έτσι. Έριχνε λίγο αλατάκι και βούτυρο. Εντωμεταξύ έπαιρνε βούτυρο η γιαγιά μου από τα πρόβατα από το Χαλίκι επειδή ο παππούς μου, ο άντρας της, που έχει πεθάνει, δεν τον γνώρισα ποτέ, ήταν από το Χαλίκι. Οπότε επειδή είχανε πρόβατα οι παππούδες μου είχαμε τα κονέ και παίρναμε γάλα, βούτυρο από τα πρόβατα εκεί, τα ντόπια. Κι έφτιαχνε μ' αυτό. Οπότε και αυτό πρόσδιδε αυτή τη νοστιμιά. Και ήτανε πάντα- θυμάμαι περίμενα πώς και πώς να βγάλει την ομελέτα αυτή που μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η ομελέτα.

Σ.Σ.:

Το βούτυρο το έριχνε μέσα στο χτυπημένο αυγό ;

Ε.Μ.:

Πρώτα έβαζε το βούτυρο να λιώσει και μετά έριχνε το αυγό με το αλάτι, δεν μας έβαζε πιπέρια και τέτοια. Και θυμάμαι που μου το σέρβιρε το αυγουλάκι και δίπλα και είχε πάντα κομμένο ένα καρότο στα τέσσερα κι άμα ήταν βράδυ μας έβαζε και ένα ποτήρι γάλα από δίπλα, αγελαδινό, Τρίκκη. Αυτό έχουμε εμείς εδώ. Και ήταν κλασικό φαγητό της γιαγιάς που κι εγώ και ο αδερφός μου τρελαινόμασταν πάρα πολύ να το τρώμε. Βέβαια κάποια στιγμή ήρθε η αδερφή της, η οποία ήταν πιο προκομμένη από την γιαγιά μου, γιατί η γιαγιά μου, σου είπα, ήταν και λίγο: «Εντάξει μωρέ! ας είναι και λίγο δεύτερα». Και βλέπει το τηγάνι αυτό και της λέει: «Καλά, τι το κρατάς αυτό το τηγάνι; Δεν ντρέπεσαι να μαγειρεύεις με τέτοια σκεύη;» και της το πέταξε. Οπότε δεν ξαναφάγαμε ομελέτα από αυτό το τηγάνι και δεν ξαναφάγαμε κι αυτή την ίδια ομελέτα.

Σ.Σ.:

Ξαναέφτιαξε αργότερα και δεν ήταν η ίδια ;

Ε.Μ.:

Το σκεύος σίγουρα προσδίδει μία άλλη γεύση όπως και να το κάνεις. Δεν ήταν ούτε σκουριασμένο ούτε, ξέρεις, από αυτά τα αντικολλητικά που θα μπορούσε να είχε γρατζουνιστεί. Ήταν ένα πώς είναι το μπρίκι, το υλικό του το σιδερένιο; Αυτό. Απλά έλειπε το χερούλι.

Σ.Σ.:

Χάλκινο ;

Ε.Μ.:

Όχι. Χάλκινο ήταν; Δεν ξέρω. Οι κατσαρόλες από τι φτιάχνονται;

Σ.Σ.:

Μέταλλο.

Ε.Μ.:

Από αυτό το μέταλλο αυτό το ίδιο. Αλλά απλά έλειπε το χερούλι. Και το έβγαζε από τη φωτιά κάθε φορά με μία πετσέτα. Το έπιανε και το σέρβιρε.

Σ.Σ.:

Θέλεις λίγο να μου περιγράψεις μια άλλη ανάμνηση που έχεις από την γιαγιά σου την Ολυμπία να μαγειρεύει κάτι στο χωριό να φάτε;

Ε.Μ.:

Πιο πολύ θα σου πω, όχι στο χωριό, γιατί πιο πολύ την έζησα σαν μάνα στα Τρίκαλα. Στο χωριό πηγαίναμε διακοπές το καλοκαίρι. Ένα από τα κλασικά φαγητά που το παρήγαγε και μόνη της, αλλά μας το έφτιαχνε και εμάς, ήταν ο ξινός τραχανάς. Έφτιαχνε το ζυμάρι με τα υλικά που σου είπα. Το βούτυρο, το γάλα το πρόβειο που είχαν από το χωριό και καθόμασταν μαζί, παίρναμε το κόσκινο -ένα μεγάλο κόσκινο- που είχε και ενώ είχε φτιάξει το ζυμάρι καθόμουν και εγώ και έτριβα-έτριβα το ζυμάρι για να βγει ο τραχανάς. Τον αφήναμε στον ήλιο μετά για να ξεραθεί.

Σ.Σ.:

Πόσες μέρες τον αφήνατε στον ήλιο;

Ε.Μ.:

Νομίζω δυο-τρεις μέρες. Δεν νομίζω παραπάνω.

Σ.Σ.:

Πάνω σε τι τον απλώνατε;

Ε.Μ.:

Σε σεντόνι. Είχε σεντόνι ολοβάμβακο, κάτι λευκά, παχιά σεντόνια και είχε το ταψί. Άπλωνε το σεντόνι και πάνω σε αυτό είχαμε τρίψει τον τραχανά. Τον απλώναμε και λιγάκι, έτσι να μην πιάσουν μεταξύ τους για να ξεραθεί και να μην κρατήσει υγρασία. Γιατί, ξέρεις, άμα το αφήσεις αυτό παραπάνω μπορεί να πιάσει μαμουνάκι και να βγάλει σκουλικάκι μέσα μετά όταν το αποθηκεύεις. Και μας έφτιαχνε τραχανά, ακόμη και τώρα δηλαδή τον τραχανά τον έχω από τα αγαπημένα φαγητά και τα πιο εύκολα. Και να σου πω πώς τον φτιάχνουμε. Βράζεις αρχικά τον τραχανά και η αναλογία από- όπως το κάνουμε εμείς τουλάχιστον- ήταν για κάθε πιάτο δυο με τρεις κουταλιές τραχανά.

Σ.Σ.:

Της σούπας;

Ε.Μ.:

Της σούπας, ναι. Αφού πάρει τη βράση, ρίχνεις μέσα την φέτα. Ρίχνεις φέτα ανάλογα την όρεξη σου. Εμείς βάζουμε light πια. Και αφού βράσει με την φέτα, ρίχνεις λίγο γάλα για να δέσει και γίνεται μούρλια. Αλατάκι. Εμείς ρίχνουμε και λίγο πιπέρι από πάνω γιατί του πάει και είναι το τέλειο φαγητό. Από τα αγαπημένα μου, τον χειμώνα ειδικά σουπίτσα τραχανά ζεστό. Ό,τι πρέπει το βραδάκι και μαλακό για το στομαχάκι! Τέλειο! Οπότε ακόμη και στα Τρίκαλα που ήμασταν, σχεδόν σε καθημερινή βάση, και μου είχε πει κιόλας τότε ότι τα παλιά τα χρόνια, ειδικά όταν είχε ξεσπάσει χούντα και είχαν πέσει έξω, είχαν επιχείρηση και υπήρχε φτώχεια γενικά, ο τραχανάς ήταν σχεδόν  καθημερινό φαγητό γι' αυτούς. Ήταν κάτι που μπορούσαν να το φτιάξουν και μόνοι τους και φθηνό και οικονομικό και θρεπτικό πάνω απ’ όλα. Μετά από τα αγαπημένα μου πράγματα που φτιάχνει η γιαγιά είναι το ψωμί. Η γιαγιά μου φτιάχνει εξαιρετικό ψωμί και έχει μια πολύ ωραία διαδικασία για να φτιάξεις αυτό το ψωμί. Μια φορά έχω φτιάξει μαζί της. Γενικά επειδή σηκώνεται πάρα πολύ χωρίς, πέντε η ώρα το πρωί και το φτιάχνει, της λέω: «Βρε γιαγιά, κάτσε μια φορά. Κάν’ το λίγο πιο αργά, να έρθω να το φτιάξουμε μαζί.» Αλλά δεν την έχω πείσει. Όπως και να έχει βάζει δυο -σε ποσότητα τώρα- δυο πιάτα αλεύρι λευκό και ένα ολικής ή πολύσπορο. Ανάλογα τι θα έχει πάρει. Έχει πάντα προζύμι στο ψυγείο και όταν φτιάχνει το ζυμάρι, κόβει πάντα ένα κομμάτι για να κρατάει την προζύμη, το βάζει στο ψυγείο για την επόμενη φορά που θα φτιάξει ψωμί. Όποιος δεν έχει, μπορεί να πάρει από τον φούρνο προζύμι. Αφού το πλάσει, το πλάσει καλά-καλά-καλά να έρθει να ενωθεί το ζυμάρι και πλάθεις να το αγαπάς εκείνη την ώρα, δεν το κάνεις βίαια.

Σ.Σ.:

Προσθέτει και νερό έτσι;

Ε.Μ.:

Σίγουρα προσθέτει νερό. Προφανώς στο αλεύρι προσθέτεις νερό για να γίνει το ζυμάρι.

Σ.Σ.:

Πόσο νερό;

Ε.Μ.:

Ακριβώς δοσολογία… Το κάνει πάντα με μάτι. Δεν μου έχει πει δηλαδή ακριβώς δοσολογία. Το κάνεις με το μάτι, τόσο ώστε να μη γίνει λασπώδες το ζυμάρι. Να έρθει να δέσει σωστά και προσθέτεις ανάλογα αλεύρι ή νερό, ανάλογα τι θα σου έχει βγει σαν αποτέλεσμα. Βάζει και το αλατάκι, βάζει λίγο ζαχαρίτσα. Ένα τι, για να μην βγει πικρό ή να μην βγει ξινό γιατί και η προζύμη έχει έτσι μια ξινίλα περίεργη. Το πλάθει και αυτό που λέει: «Να το αγαπάς, όταν το ζυμώνεις το ζυμάρι. Δεν το κάνεις βίαια. Θέλει μαλακά». Θέλει με τρυφερότητα -να το πω και έτσι.

Ε.Μ.:

Αφού το ζυμώσει, το βάζει μέσα σε μάλλινες κουβέρτες. Πρώτα το βάζει σε ένα σεντόνι το ζυμάρι και μετά σε μάλλινη κουβέρτα να έρθει να ζεσταθεί. Να πιάσει η μαγιά από το προζύμι. Να φουσκώσει και ύστερα, επειδή φτιάχνει αρκετή ποσότητα -φτιάχνει τρία καρβέλια κάθε φορά, το χωρίζει σε τρία κομμάτια, το ψήνει, ακριβώς τώρα έχει να κάνει με τον φούρνο. Η γιαγιά μου έχει έναν πολύ παλιό φούρνο που θέλει λίγο παραπάνω χρόνο να ψηθεί.

Σ.Σ.:

Θέλει μόνο στον αέρα ή βάζει και αντιστάσεις, ας πούμε;

Ε.Μ.:

Αντιστάσεις βάζει η γιαγιά μου, πάνω κάτω, γιατί πρέπει και από πάνω και από κάτω να ψηθεί το ψωμί. Και να ψηθεί και μέσα, αλλά όχι σε υψηλή θερμοκρασία γιατί δεν θέλουμε να καεί από έξω και από μέσα να μείνει άψητο. Το χαρακώνει και τρεις φορές το καθένα από πάνω, έτσι ώστε να μην σκάσει και όταν το βγάζει, δηλαδή το κοιτάει πάντα και όταν θεωρήσει ότι είναι έτοιμο, το βγάζει και το τυλίγει πάλι μέσα σε μάλλινες κουβέρτες, σε ένα σεντόνι και σε μάλλινες κουβέρτες και αφού το ραντίσει με νεράκι, θα ρίξει λίγο από πάνω νεράκι, το τυλίγει και το αφήνει να ιδρώσει, για να έρθει να μαλακώσει το ψωμί. Είναι ένα ψωμί, τόσο βαρύ και τόσο γεμάτο, δηλαδή είναι μια φέτα και χόρτασες! Από τα πιο νόστιμα ψωμιά που έχω φάει στην ζωή μου. Η μαμά μου έχει αποπειραθεί να το αναπαράξει. Δεν το έχει κάνει ίδιο και ίσως φταίει και αυτό που σου είπα, ότι η γιαγιά μου δεν δίνει και τόση σημασία στην τελειότητα. Το κάνει με το μάτι και ίσως αυτό προσδίδει και την νοστιμιά του στον τρόπο που το κάνει. Ήταν κλασικό η γιαγιά να φέρνει το ψωμί, να είναι ζεστό, μόλις έχει βγει, να βάζουμε πάνω μία φέτα κασέρι να λιώσει και να τρώμε για μεσημεριανό με λίγη ντοματούλα. Δηλαδή δεν θέλαμε κάτι άλλο ποτέ, όποτε έβγαινε αυτό το ψωμί. Επίσης, η γιαγιά μου κάνει τρομερές πίτες. Πάλι, δεν δίνει και ιδιαίτερη μαεστρία. Κάνει εξαιρετικό φύλλο, πραγματικά. Η μάνα μου όσες φορές έχει φτιάξει φύλλο, δεν ξέρω τι κάνει λάθος και δεν το πετυχαίνει. Η γιαγιά μου όποτε κάνει το φύλλο, μπορεί να μην φας την πίτα να φας το φύλλο της μόνο. Δεν έχει λάδια. Δεν το κάνει με λάδι, δεν είναι λιπαρή. Είναι πάρα πολύ ισορροπημένη [00:20:00]η πίτα της γιαγιάς. Η μαγκιά που κάνει είναι ότι μέσα στα χόρτα, αφού τα πλύνει, τα κόψει, τα καθαρίσει, βάζει γιαούρτι και τα ανακατεύει μα αυτό. Βάζει τρία φύλλα από κάτω. Τα φύλλα είναι λίγο πιο μεγάλα, έτσι ώστε, αφού τα ανοίξει, να μπορούν να τυλιχτούν από το πλάι για να καλύψουν και δύο φύλλα από πάνω. Και η μαγκιά, επίσης, που κάνει είναι αφού στρώσει τα τρία φύλλα, ρίχνει κουάκερ και μετά βάζει τα χόρτα, γιατί; Γιατί τα χόρτα έχουν υγρασία και άμα τα βάλει κατευθείαν στο φύλλο, το φύλλο θα ποτίσει και θα έρθει και θα γίνει «νια-νιά», να το πω λαϊκιστί. Οπότε ρίχνει το κουάκερ, έτσι ώστε το κουάκερ να τραβήξει την υγρασία και να μην επηρεαστεί το φύλλο. Την ψήνει και γίνεται μούρλια, την τρως μετά και με γιαουρτάκι και ξινογαλάκι, όπως την τρώμε εμείς εδώ, στην επαρχία, είναι πάρα πολύ νόστιμη και θρεπτική. Τα χόρτα που βάζει μέσα συνήθως είναι λάπατο, παζί, άλλοι βάζουν σπανάκι, βάζει λίγο κρεμμυδάκι Ανάλογα τι συνταγή θέλει να ακολουθήσει ο καθένας.

Σ.Σ.:

Το κρεμμυδάκι το φρέσκο ;

Ε.Μ.:

Το φρέσκο, ναι. Η μαμά μου βάζει και ξερό κρεμμύδι. Εμένα δεν μου αρέσει, βάζει και πολύ σπανάκι που επίσης εμένα δεν μου αρέσει. Είναι ανάλογα, όπως σου 'πα, τη συνταγή του καθενός. Κι ένα ακόμη από τα πιάτα που κάνει η γιαγιά μου και το κάνω και εγώ και το έχω πετύχει είναι το παστίτσιο, το οποίο δεν κάνει το κλασικό παστίτσιο που όλοι ξέρουμε. Τι κάνεις;

Σ.Σ.:

Ποια είναι η ιδιαιτερότητα του ;

Ε.Μ.:

Είναι με φέτα αρχικά και δεν είναι με σάλτσα κόκκινη. Θα σου πω πώς φτιάχνεται.

Σ.Σ.:

Πες μου λίγο πρώτα τα υλικά του.

Ε.Μ.:

Τα υλικά του είναι μακαρόνια, κιμάς, φέτα και κρέμα γάλακτος, μαϊντανός ή άνηθος, τι αρέσει στον καθένα, κρεμμυδάκι, αλάτι, πιπέρι, κρασί. Τι κάνεις; Βάζεις τον κιμά στην κατσαρόλα να βγάλει τα υγρά του. Τον βάζεις στο 1, στο πολύ χαμηλό. βράζει όλα του τα υγρά.

Σ.Σ.:

Λάδι να τσιγαριστεί ;

Ε.Μ.:

Σκέτο. Βγάζει όλα του τα υγρά και σιγά-σιγά να βγάλει όλη αυτή τη γεύση του. Στη συνέχεια, ρίχνεις το λαδάκι, αλάτι, πιπέρι και τα κρεμμύδια, έτσι ώστε να έρθουν να τσιγαριστούν τα κρεμμύδια. Τον κιμά στην αρχή τον έχεις αφήσει μπορεί και τρία τέταρτα, ώστε να βγάλει όλα του τα ζουμιά στο πολύ-πολύ σιγανό.

Σ.Σ.:

Το ανακατεύεις ;

Ε.Μ.:

Ναι, το ανακατεύεις να γίνει. Και μετά, αφού ρίχνεις τα κρεμμύδια και το λαδάκι το ανακατεύεις να τσιγαριστούν και τα κρεμμύδια μαζί με τον κιμά.

Σ.Σ.:

Είναι το ξερό το κρεμμύδι ;

Ε.Μ.:

Το ξερό, το ξερό το κρεμμύδι το οποίο έχεις ψιλοκόψει και το ρίχνεις μέσα. Αφού έρθει και ζεματιστούν αυτά μαζί, τα σβήνεις με κρασί, κόκκινο κρασάκι, όσο θέλει ο καθένας ρίχνει. Θέλει πολύ, θέλει λίγο, η γιαγιά μου σου λέω τα κάνει όλα με το μάτι, ανάλογα τα γούστα. Αυτό το αφήνεις πάλι να πάρει μία βράση, να εξατμιστεί το κρασί. Παράλληλα, βράζεις τα μακαρόνια. Και ποια είναι η ιδιαιτερότητα τώρα;

Σ.Σ.:

Τι είδους μακαρόνια χρησιμοποιεί ;

Ε.Μ.:

Συνήθως ό,τι βρίσκει μπροστά της. Εγώ το κάνω με το κλασικό, το παχύ το μακαρόνι, που είναι του παστίτσιο που όλοι ξέρουμε. Η γιαγιά μου μπορεί να βάλει και απλό μακαρόνι, γιατί αυτό εκείνη την ώρα έχει στο ντουλάπι και δεν τη νοιάζει και πολύ. Τι γίνεται τώρα; Βάζεις τα μακαρόνια στο ταψί. Ρίχνεις από πάνω τον κιμά και ρίχνεις και μπόλικη φέτα και όλα αυτά τα ανακατεύεις μεταξύ τους. Δηλαδή δεν κάνει layers. Δεν κάνει επίπεδα. Τα ανακατεύει μεταξύ τους, έτσι ώστε να έρθουν να δέσουν οι γεύσεις μαζί. Επίσης, στον κιμά, εάν θέλεις μπορείς να ρίξεις, όπως είπα πριν, και μαϊντανό ή άνηθο, ανάλογα τι αρέσει στον καθένα. Εγώ ρίχνω λίγο μαϊντανό, γιατί έτσι προσδίδει ωραία γεύση. Παράλληλα φτιάχνεις και την μπεσαμέλ. Την μπεσαμέλ την κάνει, βάζει λίγο λάδι, ανάλογα. Θες, ας πούμε, ένα μπουκάλι γάλα θα βάλεις-. Πόσες κουταλιές λάδι και πόσες τώρα αλεύρι; Νομίζω τρεις και τρεις, ή τέσσερις και τέσσερις, κάπως έτσι. Βάζεις πρώτα το λάδι πρώτα να ζεσταθεί, αλλά όχι να καεί, να είναι χλιαρό και μόλις το λάδι χλιαρίσει, ρίχνεις το αλεύρι. Τα ανακατεύεις μαζί και στη συνέχεια ρίχνεις το γάλα και ανακατεύεις συνεχώς, έτσι ώστε να μην σβολιάσει και να δέσει και να γίνει μπεσαμέλ. Οπότε, αφού έχει ανακατέψει τα μακαρόνια με τη φέτα και τον κιμά που έχεις φτιάξει, στην συνέχεια ρίχνεις από πάνω την μπεσαμέλ και τα βάζεις να ψηθούν στον φούρνο στον αέρα ή στην αντίσταση την πάνω. Πόση ώρα δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή να σου πω. Το βλέπεις, δηλαδή μόλις πάρει χρώμα η μπεσαμέλ από πάνω, το βγάζεις. Εγώ αυτό που κάνω, επίσης, είναι ότι ρίχνω λίγο ρεγκάτο από πάνω. Προσδίδει ωραία γεύση. Η γιαγιά μου δεν ρίχνει regato και είναι ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον παστίτσιο γιατί δεν είναι αυτό που όλοι ξέρουμε με τα layers, μακαρόνι, κιμά, μπεσαμέλ. Έχει τελείως διαφορετική γεύση. Εμένα μου αρέσει πιο πολύ να σου πω την αλήθεια από το κλασικό, γιατί μου φαίνεται πολύ πιο βαρύ αυτό με την σάλτσα την κόκκινη και τα δύο δάχτυλα μπεσαμέλ, δεν  μπορώ να το χωνέψω συνήθως, μου κάθεται πάρα πολύ βαρύ και είναι κάτι που η γιαγιά φτιάχνει τουλάχιστον σχεδόν σε κάθε γιορτή. Είναι το πιάτο της, η συνταγή της. Και πάντα μαζί με το παστίτσιο σερβίρει και παντεσπάνι που κάνει, το κλασικό το παντεσπάνι. Δεν το έχω φτιάξει ποτέ, δεν γνωρίζω πώς φτιάχνεται Αλλά πάντα σηκώνεται πάρα πολύ νωρίς και όσες φορές έχουμε κάτσει να μαγειρέψουμε μαζί θυμάμαι αναμνήσεις να λέει: «Εντάξει μωρέ τώρα. Μη σκας και πολύ. Στην τουαλέτα θα καταλήξει. Όπως βγει. Έλα, αύριο θα το κάνουμε καλύτερο». Ήταν αυτής της νοοτροπίας. Οπότε, εντάξει, ίσως πήρα και λίγο από τη γιαγιά μου σ' αυτό, ας μη βγει τέλειο το φαγητό, θα το κάνουμε καλύτερο αύριο. Το κορυφαίο με τη γιαγιά μου μαζί με όλα αυτά είναι ότι θυμάμαι όταν ερχόταν στο σπίτι μου που μας κρατούσε, όπως είπα πάλι, που έλειπε η μαμά μου. Έλεγε - πήγαινε 1:00 ας πούμε- : «Παιδιά, το φαγητό είναι έτοιμο». Λέγαμε - παίζαμε εμείς, πού να έχουμε το μυαλό στο φαγητό, στο παιχνίδι: «Δεν θέλουμε, γιαγιά, να φάμε τώρα, παίζουμε». «Άντε, καλά», λέει: «Εδώ είναι το φαγητό, όταν πεινάσετε, ελάτε να φάτε». Δεν μας πίεζε δηλαδή ότι σώνει και ντε τώρα πρέπει να σηκωθείτε να φάτε. Οπότε, ναι, σηκωνόμαστε εμείς, τσιμπάγαμε λίγο, φεύγαμε, ξανατσιμπάγαμε λίγο, το τρώγαμε όλο το φαγητό μας στο τέλος, αλλά χωρίς καταπίεση και χωρίς φωνές: «Θα το φάτε τώρα και τα λοιπά». Οπότε ήταν έτσι πολύ ευχάριστο περιβάλλον γενικά που μεγάλωσα χωρίς περιορισμούς, χωρίς απαιτητικά προγράμματα, μας άφηναν και οι γονείς μας ήταν πολύ χαλαροί που σου είπα ότι πετάγαμε τον κιμά στο ταβάνι και μας έλεγαν: «Okay, ό,τι πεις» και, όταν πηγαίναμε στο σπίτι της, η γιαγιά μου είχε μία τεράστια αυλή που εμείς την είχαμε δει κυνήγι θησαυρού.

Σ.Σ.:

Στο σπίτι, στο χωριό;

Ε.Μ.:

Στα Τρίκαλα, εδώ, είχε μείνει σε μία μονοκατοικία, τεράστια αυλή. Οπότε εμείς κυνήγι θησαυρού, να σκαρφαλώνουμε στα δέντρα, είχε κερασιές, είχε μανταρινιές, είχε - πώς το λένε - βερικοκιές, ανεβαίναμε στα δέντρα μονίμως και μαζεύαμε φρούτα ή φτιάχναμε δεντρόσπιτα. Παίζαμε πειρατές. Παιχνίδια τώρα φαντασίας, όπως κάθε μικρό παιδί. Η γιαγιά μου πάντα, για να μην κάτσει να σκάσει να μας μαγειρέψει και τίποτα τρομερό να φάμε, μας έφτιαχνε ή κρέμα Γιώτης που θυμάμαι μου έλεγε: «Έλα, Ελένη, είναι έτοιμη η κρέμα Γιώτης» και πήγαινα εγώ και την έτρωγα μετά μανίας. Θυμάμαι πάντα βανίλια έτρωγα και στο τέλος έγλειφα και το πιάτο και μου έλεγε πάντα για να με κοροϊδέψει: «Δεν χρειάζεται τώρα να πλύνω το πιάτο. Το καθάρισες. Θα το βάλω κατευθείαν στα καθαρά». Καμάρι εγώ ότι καθάρισα το πιάτο και δεν χρειάζεται να το πλύνει η γιαγιά. Όλο χάρη. Τέλος πάντων και μετά επειδή παίζαμε έξω για να μη μας φωνάζει ή να μας κυνηγάει με πιάτα να φάμε, μας έδινε πάντα ή σταφίδες με καρύδια ή σταφίδες με ένα κομμάτι μαύρη σοκολάτα, τίποτα άλλο και έλεγε: «Τα παιδιά θα φάνε υγιεινά. Δεν χρειάζεται να φάνε τώρα φαγητό. Μία χαρά. Αφού δεν πεινάνε, ας φάνε αυτό». Κι είχε επάνω της η γιαγιά μία χούφτα σταφίδες, μία χούφτα καρύδια ή μία χούφτα σταφίδες με ένα μικρό κομμάτι υγείας μαύρης σοκολάτας. Και θυμάμαι μία από αυτές τις ημέρες που μάζευα φρούτα και ήταν μία μέρα του καλοκαιριού που μάζευα κεράσια.

Σ.Σ.:

Πόσο χρονών ήσουν ;

Ε.Μ.:

Τετάρτη Δημοτικού. Πόσο χρονών είναι τετάρτη δημοτικού; Οκτώ; Εννιά; Εννιά χρόνων. Άρα το '97-'98. Λοιπόν, είμαι πάνω στο δέντρο, περπατάω πάνω σε ένα πολύ μεγάλο - πώς το λένε;- ένα πολύ μεγάλο κλαδί και με το ένα χέρι κρατιέμαι από το από πάνω κλαδί και με το άλλο χέρι μαζεύω κεράσια και τα βάζω στις [00:30:00]τσέπες μου. Κι έτσι όπως ήταν, έχει πέσει ένα κεράσι κι έχει κάτσει ακριβώς πάνω στο κλαδί και το πατάω και γλιστράω και φεύγω. Δεν ξέρω και εγώ πόσα μέτρα ήταν, στην πτώση μου πιάνομαι από ένα κλαδί, αλλά γλιστράω και από αυτό το κλαδί και σκάω με την πλάτη κάτω. Σηκώνομαι.

Σ.Σ.:

Ήταν μεγάλο το ύψος ;

Ε.Μ.:

Θα ήταν δύο μέτρα. Το πρώτο πράγμα, θυμάμαι, που έκανα ήταν να πω: «Κουνιέμαι; Έχω σπάσει κάτι;», γιατί είχαμε τρομερά ένστικτα επιβίωσης, οπότε καταλαβαίνεις. Και λέω: «Κουνιέμαι, άρα να πάω στο σπίτι». Σηκώνομαι και συνειδητοποιώ ότι ούτε ανάσα παίρνω και ούτε μπορώ να μιλήσω. Μου κόπηκαν όλα. Προσπαθώ να φωνάξω: «Γιαγιά!». Το σπίτι ήταν καμιά τριανταριά, σαρανταριά μέτρα από το δέντρο.

Σ.Σ.:

Που κοιτούσες όταν έπεσες κάτω ;

Ε.Μ.:

Όταν ήμουν κάτω το δέντρο από πάνω έβλεπα, το κλαδί από όπου έπεσα. Σου λέω, το πρώτο πράγμα ήταν να κοιτάξω τα χέρια μου να δω κουνιέμαι, έχω σπάσει κάτι, έχω σπάσει καμία σπονδυλική. Δεν είχα σπάσει τίποτα. Και απλά σηκώνομαι και θυμάμαι ότι προσπαθούσα να φωνάξω: «Γιαγιά!» ότι έπεσα και δεν έβγαινε η φωνή μου, αλλά ούτε ανάσα έπαιρνα. Προσπαθώντας να πάω στο σπίτι έχω αρχίσει και γίνομαι μπλε. Χτυπώντας, λοιπόν, το στήθος μου, γιατί για κάποιον λόγο ήξερα, είχα αντίληψη λίγο από πολύ μικρή του σώματός μου, άρχισα να χτυπάω το στήθος μου μπουνιές και κατάφερα και πήρα δύο μεγάλες ανάσες μέχρι να φτάσω στο σπίτι. Φτάνω και είμαι μπλε. Έρχεται η γιαγιά μου δίνει δύο στην πλάτη. Παίρνω ανάσα. Λέει: «Τι έπαθες;». Της λέω: «Έπεσα από το δέντρο!». «Θα σου στύψω εγώ μία πορτοκαλαδίτσα, θα σου περάσουν όλα!». Αυτό ήταν το μότο της. Εκεί θέλω να καταλήξω. Ό,τι και να γινόταν, να χτυπούσαμε, να, να... «Θα σου στύψω μία πορτοκαλαδίτσα, θα σου περάσουν όλα». Τον χυμό πορτοκάλι τον είχε για θαυματουργό, οπότε πήγαινε ο χυμός πορτοκάλι γόνα. Να στο πω και έτσι. Πολύ χυμός πορτοκάλι, πάρα πολλά φρούτα στο σπίτι.

Σ.Σ.:

Ξανανέβηκες μετά σε δέντρο ;

Ε.Μ.:

Ναι, συνέχεια. Δεν σταμάτησα.

Σ.Σ.:

Ξαναέπεσες ;

Ε.Μ.:

Όχι. Έχω πέσει γενικά μέσα σε τσουκνίδες, μέσα στα αγκάθια. Δεν πτοήθηκα ποτέ. Ήμουν διαβολάκι γενικά.

Σ.Σ.:

Και μου έχεις αναφέρει και μία δεύτερη γιαγιά.

Ε.Μ.:

Ναι, η γιαγιά μου η Ελένη. Σε αντίθεση με την γιαγιά μου, την Ολυμπία, η γιαγιά μου, η Ελένη, η Καραγκούνα γιαγιά λοιπόν, ήταν η απόλυτη νοικοκυρά. Όλα τέλεια. Όλα Grand. Το τέλειο φαγητό. Το πεντανόστιμο φαγητό. Πιο βαρύ φαγητό από την άλλη, γιατί χρησιμοποιούσε πιο πολύ λάδι. Γενικά στα χωριά εδώ, στα επαρχιώτικα, αν το φαγητό δεν έχει τρία δάχτυλα λάδι, δεν θεωρούνταν φαγητό. Συνταγές από τη γιαγιά μου, να σου πω πώς φτιάχνονται κάποια φαγητά, δεν θυμάμαι, γιατί δεν με έβαζε ποτέ στην κουζίνα, θυμάμαι τις γεύσεις, όμως, που έτρωγα.

Σ.Σ.:

Έχεις κάποια εικόνα με την γιαγιά σου να μαγειρεύει κάποιο συγκεκριμένο φαγητό;

Ε.Μ.:

Πολλά φαγητά, πολλά θυμάμαι. Η γιαγιά μου έμενε και στα Τρίκαλα, αλλά πηγαίναμε και στο χωριό, στη Φήκη μαζί της, μας κρατύσε αρκετό καιρό. Έφτιαχνε εξαιρετικές τηγανιτές πατάτες. Αυτές τις τηγανιτές πατάτες δεν τις έχω ξαναφάει πουθενά. Δηλαδή αυτές και το αρνάκι με το πιλάφι στο φούρνο είναι από τις γεύσεις που μου λείπουν. Οι πατάτες οι τηγανιτές ξέρω μόνο ότι, επειδή ήμουνα πολύ μικρή όταν τις έφτιαχνε, τις έβαζε σε αλάτι χοντρό και τις πέταγε σε δέκα δάχτυλα αλάτι, τώρα παίζει να ήταν όλη κατσαρόλα με λάδι, τις πέταγε μέσα. Τι γινόταν; Απ' έξω γινότανε κρούστα και μέσα γίνονταν τόσο τρυφερές και μαλακές, γιατί καιγόταν το απ' έξω χωρίς να καεί το μέσα και, θυμάμαι, δεν προλάβαινε να τις βγάλει από το τηγάνι ή το κατσαρολάκι που τις έφτιαχνε και πηγαίναμε με τον αδελφό μου και τις κλέβαμε από το πιάτο πάνω και μας κυνηγούσε και μας μάλωνε: «Μην τρώτε τις πατάτες», τις τρώγαμε δεν ξέρω κι εγώ δέκα, δέκα τις χώναμε μέσα στο στόμα. Ήταν πεντανόστιμες. Μία φορά, θυμάμαι, ο αδελφός μου τρελαινόταν για τα κεφτεδάκια με το πιλάφι που έφτιαχνε η γιαγιά μου στο χωριό. Γιαγιάδες με σύνδρομο κατοχής στα κόκκινα που θεωρούσαν ότι αν δεν φας σε σημείο να λιποθυμήσεις, δεν έχεις χορτάσει. Μας μπουκώνανε με το  ζόρι. Καλά, ο αδελφός μου έτρωγε, τρώγαμε έτσι κι αλλιώς πάρα πολύ. Αλλά καταλαβαίνεις τι εννοώ. Έχουμε πάει στο χωριό καλοκαίρι. Μας έχει αφήσει η μάνα μου για να πάει με τον πατέρα μου σε έναν γάμο.

Σ.Σ.:

Ποιο καλοκαίρι; Πόσο χρονών ήσουν περίπου; Θυμάσαι;

Ε.Μ.:

Ναι, ήμουν έξι-εφτά χρόνων κι ο αδερφός μου οκτώ - εννιά; Κάπου τόσο. Δεκαετία του '90 ήτανε. Πάμε, λοιπόν, εγώ έχω φάει ένα πιατάκι, δύο μπιφτέκια με λίγο πιλαφάκι και ο αδερφός μου έχει φάει όλο το υπόλοιπο ταψί. Όλο το υπόλοιπο ταψί. Ξαφνικά ο αδερφός μου πέφτει λιπόθυμος. Δεν μπορούσε να δει. Δεν έβλεπε. Μου λέει: «Ελένη, βλέπω μία γραμμή μόνο», κόντεψε να σκάσει το στομάχι του. Του 'ρθε λιποθυμία από το πολύ φαγητό. Παιδάκι τώρα, έχει φάει ένα ταψί κεφτέδες με πιλάφι, η γιαγιά μου, όμως, δεν ανησύχησε, το θεώρησε καμάρι ότι το παιδί έφαγε όλο το ταψί. Παίρνει τηλέφωνο τη μάνα μου, αφού ο Σωτήρης άρχισε να βογκάει, ο αδερφός μου. «Ε, να, ξέρεις Εύη, το παιδί νιώθει λίγο αδιαθεσία». «Μα τι έπαθε;». «Δεν ξέρω», λέει, «νιώθει λίγο αδιαθεσία». Έρχονται οι γονείς μου κακήν-κακώς από τον γάμο, δεν πήγαν οι άνθρωποι, εδώ μείναν, ίσα που προλάβανε δηλαδή και γυρίσανε και λέει: «Τι έπαθε το παιδί;». «Δεν ξέρω», λέει. Ο Σωτήρης σε κώμα. Έτσι; Δεν μπορούσε να σηκωθεί, βόγγαγε μόνο, τίποτα, δεν έβλεπε μπροστά του. Πάμε, εγώ σαν χαζό καθόμουν και κοίταγα, δεν ήξερα τι να πω, δεν ήξερα κι ακριβώς τι είχε συμβεί, γιατί ο Σωτήρης νιώθει έτσι, μικρό παιδάκι.

Σ.Σ.:

Σου είπε ότι έφαγε πάρα πολύ ;

Ε.Μ.:

Μας το 'πε την επόμενη μέρα, γιατί εκείνη την ώρα μόνο βόγκαγε, εγώ προφανώς, εντάξει, φάγαμε, αλλά εγώ έπαιζα και τα λοιπά, οπότε δεν μπορούσα να αντιληφθώ στο παιδικό μου μυαλό ότι το τόσο πολύ που έφαγε ο Σωτήρης τι μπορεί να του κάνει αυτό. Το κορυφαίο της υπόθεσης είναι το εξής. Έρχονται οι γονείς μας, μας παίρνουν και λέει η γιαγιά στη μαμά μου: «Εύη, μην ταΐσεις τα παιδιά. Φάγανε. Είναι φαγωμένα». «Τι φάγανε, ρε μάνα;», της λέει. «Τίποτα, μωρέ, δύο μπιφτεκάκια φάγαν. Είναι φαγωμένα τα παιδιά, δεν χρειάζεται να ξαναφάνε», δηλαδή το θεωρούσε φυσιολογικό, ότι το ένα ταψί είναι δύο μπιφτεκάκια. Και την άλλη μέρα ο Σωτήρης που συνήλθε από τον χαμό που είχε φάει, της είπε: «Μαμά, έφαγα όλο το ταψί με τους κεφτέδες και το πιλάφι» και έτσι κατάλαβε η μάνα μου ότι το παιδί κόντεψε να πεθάνει από το φαγητό.

Σ.Σ.:

Είχαν ανησυχήσει οι γονείς σου εκείνο το βράδυ ;

Ε.Μ.:

Ε, δεν είχαν ανησυχήσει; Εντάξει, το παιδί δεν είναι καλά.

Σ.Σ.:

Θυμάσαι κάτι να λένε, αν θα πηγαίναν στο γιατρό, στο νοσοκομείο ;

Ε.Μ.:

Απλά πήγαμε στο σπίτι. Εγώ έπεσα για ύπνο, εντάξει, μικρό παιδάκι ήμουν, νύσταζα, πόσο με ένοιαζε κιόλας. Την άλλη μέρα ο Σωτήρης σηκώθηκε, συνήλθε από το βπγγητό, χώνεψε και τους είπε ότι: «Ήμουνα έτσι, γιατί έφαγα ένα ταψί κεφτέδες με πιλάφι». Αλλά αυτό είναι το κορυφαίο, δηλαδή το κατοχικό το σύνδρομο που, ρε παιδί μου, άμα δεν φας, να πεθάνεις, δεν χόρτασες. Αυτό είναι το τρομερό στην όλη υπόθεση που βίωναν αυτοί οι άνθρωποι επειδή πέρασαν πείνα και ξαφνικά στα εγγόνια βγάζουνε, μιλάμε: "Μπούκωσ' τα! Μπούκωσ' τα!". Θυμάμαι από μικρή δηλαδή το ότι ήμουν αδύνατη, ήμουν υπερβολικά αδύνατο παιδί. Όχι γιατί δεν έτρωγα, ξαναλέω, αλλά ήμουν τρομερά υπερκινητικό. Θυμάμαι όλα τα χρόνια τον παππού μου να μου λέει: «Πώς είσαι έτσι; Πρέπει να κάνεις μπουκούλες. Πώς θα σε δει ο γαμπρός έτσι στεγνιάρικο; Πρέπει να κάνεις μπουκούλες. Πρέπει να παχύνεις». Να το λέει στον αδερφό μου: «Πρέπει να βρεις γυναίκα να μπορεί να σέρνει την άμαξα στο χωράφι» και τέτοια πράγματα. Δηλαδή το είχα σαν - πώς να σου πω;- ότι για να είσαι ωραία, πρέπει να είσαι εύσωμη. Να είσαι παχουλή, να φαίνεται ότι είσαι καλοταϊσμένος. Ακόμη και τώρα άμα πάω στις θείες μου στο χωριό και με βλέπουν αδύνατη μου λένε: «Αδυνατούτσικο είσαι. Θα φας. Δεν πειράζει, θα φας», σαν να με λυπούνται και λίγο. Προφανώς ούτε με επηρεάζει ούτε δίνω σημασία, γιατί καταλαβαίνω λίγο και από αυτό που βιώνουν. Να φανταστείς αυτή η θεία μου η μία τάιζε στην εγγονή της κρυφά μπριζόλες. Άλλοι παππούδες δίνουν κρυφά κανένα μπισκοτάκι, κανένα τέτοιο. Αυτή τάιζε μπριζόλες. Εντάξει, είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει. Τι άλλες συνταγές; Ναι, που σου 'πα για το πιλάφι με το αρνάκι. Αυτό είναι κάτι που με τον μπαμπά μου το τρώγαμε κατά κόρον. Δηλαδή οπότε έφτιαχνε η γιαγιά μου αρνάκι με πιλάφι που έχει πάρει το πιλάφι το λιπάκι και τη γεύση από το αρνάκι και βάζαμε πάντα γιαούρτι πρόβειο με την πετσούλα στο πιλάφι και το τρώγαμε. Να τρως κάθε μπουκιά και να λιώνει στο στόμα το αρνάκι αυτό. Δεν ξέρω τι έκανε αυτή η γυναίκα, μιλάμε ήταν τρομερή μαγείρισσα.

Σ.Σ.:

Δεν τη θυμάσαι να το μαγειρεύει αυτό στην κουζίνα;

Ε.Μ.:

Δεν την θυμάμαι να το μαγειρεύει, γιατί, θα σου πω, όταν έλειπε η [00:40:00]μαμά μου που μας κρατούσαν οι γιαγιάδες μας, επειδή η γιαγιά αυτή είχε την πρωινή βάρδια που εμείς ήμασταν στο σχολείο, όταν γυρνούσαμε είχε πάντα έτοιμο το φαγητό. Οπότε με το που γυρνούσαμε από το σχολείο, κατευθείαν καθόμασταν να φάμε. Οπότε δεν την έζησα στην κουζίνα. Και όταν πηγαίναμε στο χωριό, εμείς αλωνίζαμε με όλη την ώρα έξω, είτε στον κήπο θα παίζαμε με τα ξαδέρφια μου ή με άλλα παιδάκια θα παίρναμε τα ποδήλατα και θα τρέχαμε στις γειτονιές και θα αλωνίζαμε, οπότε η γιαγιά σηκωνόταν το πρωί, μαγείρευε να είναι έτοιμο το φαγητό και εμείς παίζαμε. Αλλά αυτό που θυμάμαι είναι ότι μετά από κάθε φαγητό, επίσης, μας έβαζε πάντα ένα ποτηράκι με ένα κουταλάκι με βανίλια, υποβρύχιο, που ήταν το κλασικό γλυκό που θα τρώγαμε στο χωριό η βανίλια. Και ακόμη και σήμερα, δηλαδή πολλές από τις θείες μου τις παλιές έχουν τη βανίλια στο σπίτι και δίνουνε γλυκό βανίλια. Και θυμάμαι τώρα να είναι καλοκαιράκι, να καθόμαστε στα σκαλάκια με τον αδερφό μου με το ποτηράκι με το νερό και τη βανίλια και να τρώμε και να λέμε, να κάνουμε σαν αγώνα, ποιος θα το φάει πιο γρήγορα. Ήταν αυτό το κλασικό. Και τα μεσημέρια του καλοκαιριού μας έφτιαχνε πάντα σταφυλάδα. Έπαιρνε σταφύλια, τα στούμπαγε στο σουρωτήρι να βγάλουν όλο τους το ζουμί και μας έδινε σταφυλάδα και πίναμε και τι χαρά κάναμε εμείς όταν έφτιαχνε η γιαγιά σταφυλάδα. Πολύ μας άρεσε.

Σ.Σ.:

Απλά πίνατε αυτό το ζουμί από τα σταφύλια χωρίς κάτι άλλο;

Ε.Μ.:

Ναι, χωρίς. Μετά, τον χειμώνα μας έφτιαχνε πάντα χαμομηλάκι και μας έδινε πάντα και ένα μπισκότο Μιράντα και βουτούσαμε στο χαμομηλάκι. Ήταν από τις κλασικές-. 

Σ.Σ.:

Κάποιο άλλο, έτσι, καλοκαιρινό φαγητό ή κάποια ανάμνηση με φαγητό το καλοκαίρι στη γιαγιά, στη Φήκη, υπάρχει ;

Ε.Μ.:

Στη γιαγιά στη Φήκη τα κλασικά τα τραπέζια που κάναμε στη βεράντα του σπιτιού που μαζευόμασταν όλη η οικογένεια και τρώγαμε όλοι μαζί, έφτιαχνε όλα τα φαγητά η γιαγιά μου κυρίως κρέας, αλλά πάντα στο τέλος του τραπεζιού μας έφτιαχνε λουκουμάδες με μέλι. Πάντα είχαμε λουκουμάδες με μέλι. Όποτε τρώγαμε βασικά με τη γιαγιά, όχι μόνο το καλοκαίρι, τώρα που το θυμάμαι πάντα υπήρχαν λουκουμάδες με μέλι.

Σ.Σ.:

Τη θυμάσαι τη συνταγή αυτή ;

Ε.Μ.:

Οι λουκουμάδες, δεν ξέρω τώρα αν έφτιαχνε δικό της ζυμάρι ή αν έπαιρνε την έτοιμη τη ζύμη που είναι τα κλασικά στο super market που φτιάχνεις τη ζύμη, παίρνεις κουταλιά στο τηγάνι- γενικά από ό,τι καταλαβαίνεις υπήρχε πολλή μαγειρική με λάδι, δηλαδή λάδι, τηγάνισμα, λάδι, τηγάνισμα σε αυτά.

Σ.Σ.:

Και τι σχήμα είχανε ;

Ε.Μ.:

Ανομοιόμορφοι. Δεν ήταν στρογγυλοί, ήταν ανομοιόμορφοι συνήθως και με μέλι από πάνω, όχι με σοκολάτα. Δεν είχαμε πολύ συχνά σοκολάτες στο σπίτι. Αυτό ήταν το κλασικό γλυκό της γιαγιάς μου, οι λουκουμάδες με μέλι. Και μετά το κλασικό που έφτιαχνε που ήταν πάρα πολύ ωραίο και λείπει και πάρα πολύ στον μπαμπά μου αυτή τη στιγμή, ήταν το πλαστό που έφτιαχνε, παρά πολύ νόστιμο πλαστό. Το πλαστό τι είναι; Είναι αντί για φύλλο- είναι λαχανόπιτα- που αντί για φύλλο χρησιμοποιείς καλαμποκάλευρο. Όπου κάνεις καλαμποκάλευρο με λίγο λαδάκι, νεράκι, το κάνεις σαν ζύμη, το στρώνεις, βάζεις βούτυρο πρώτα στο ταψί, στρώνεις την κρούστα, αυτό το ζυμαράκι που έχεις φτιάξει με το καλαμποκάλευρο, βάζεις τα φύλλα και μετά άλλη μία στρώση από πάνω και γίνεται ένα πολύ ωραίο τραγανό φαγητό, που, επίσης, το τρώγαμε πάντα με γιαούρτι και ξινόγαλο.

Σ.Σ.:

Θυμάσαι σε τι θερμοκρασία και για πόση ώρα το έψηνε;

Ε.Μ.:

Αυτό το ψήνεις πάνω-κάτω, γιατί πρέπει να ψηθεί και πάνω και κάτω γύρω στους 180 βαθμούς, τώρα για πόση ώρα, σου ξαναλέω, έχει να κάνει με τον φούρνο. Η γιαγιά μου τώρα, δεν θυμάμαι, σου είπα δεν την έζησα πολύ στην κουζίνα, αλλά και η μαμά δεν το φτιάχνει ποτέ το πλαστό για κάποιο λόγο, ενώ φτιάχνει λαχανόπιτες, πλαστό δεν φτιάχνει ποτέ και επειδή και εγώ δεν είμαι καμιά τρομερή μαγείρισσα, δεν έχω αποπειραθεί να το φτιάξω. Αλλά ήταν σίγουρα καμιά μιάμιση ώρα, δύο, ανάλογα τον φούρνο, ξαναλέω.

Ε.Μ.:

Και το κορυφαίο που φτιάχνει η μαμά μου, που είναι από τα φαγητά της μαμάς μου, γιατί, ας πούμε, σε αντίθεση με τη γιαγιά την Ελένη η οποία έχει πολύ λάδι στο φαγητό, ναι μεν υγιεινά, αλλά είχε πολύ λάδι. Η γιαγιά μου, η Ολυμπία, η οποία δεν την ένοιαζε και πολύ τι θα φάει, ας είναι και λίγο δεύτερα. Η μαμά μου πάντα έλεγε: «Πώς γίνεται να φτιάχνω στα παιδιά μου καλό φαγητό, υγιεινό φαγητό και νόστιμο;». Οπότε μπορεί το φαγητό της μαμάς μου αυτή τη στιγμή να είναι ανάλατο, αλάδωτο και να είναι πεντανόστιμο, γιατί πάντα, μία ζωή υπήρχε μία δίαιτα στο σπίτι μου. Γιατί και ο μπαμπάς μου ήταν, είχε λίγα παραπάνω κιλά, πάντα έκανε δίαιτα ο μπαμπάς, κάναμε και εμείς δίαιτα μαζί του. Το φαγητό της μαμάς μου από τα πολύ ωραία είναι η μπατζίνα. Φτιάχνει εξαιρετική μπατζίνα. Γενικά η συνταγή της μπατζίνας είναι συνήθως με αλεύρι, η μαμά μου το κάνει με καλαμποκάλευρο. Τι κάνει;

Σ.Σ.:

Τι άλλα υλικά έχει ;

Ε.Μ.:

Θα σου πω. Κάνει την κολοκύθα τη μεγάλη, όχι τη γλυκιά, την πράσινη συνήθως, την μεγάλη και αρχίζει και την ξύνει με το κουτάλι. Την ξύνει με το κουτάλι για να βγάλει όλο το περιεχόμενο. Δηλαδή δεν την κόβει κομματάκια να τη βάλει σε μπλέντερ. Θέλει να κρατήσει τα υγρά της. Την κόβει με το κουταλάκι, την ξύνει. Μετά παίρνει το εσωτερικό και τι κάνει; Ρίχνει το αλαμποκάλευρο, φέτα, λίγο γιαούρτι, αλάτι, λάδι, λίγο πιπεράκι και λίγο νεράκι, γάλα, συγγνώμη, γάλα.

Σ.Σ.:

Για πες μου για τη μέθοδο που χρειάζεται για την μπατζίνα.

Ε.Μ.:

Λοιπόν, κι αφού βάλεις όλα αυτά τα υλικά, γενικά νομίζω μία κουταλίτσα θέλει γιαούρτι που είπα πριν, αφού γίνει ωραίο, έτσι, μείγμα, βουτυρώνεις το ταψί σου, απλώνεις - η μαμά μου την κάνει πάντα έτσι λεπτούλα, δεν την κάνει πολύ παχιά, την κάνει έτσι λεπτούλα και γίνεται πολύ crispy, τραγανή και είναι πεντανόστιμη- και ανάλογα τη φέτα που θα βάλεις, βάζεις και το αλάτι. Γιατί αν η φέτα σου είναι αλμυρή δεν θα βάλεις τόσο αλάτι. Εμένα που η μητέρα μου βάζει ανάλατη φέτα, συνήθως βάζει light, βάζει λίγο παραπάνω αλατάκι. Την απλώνεις στο ταψί σου και την ψήνεις στον αέρα στους 180 βαθμούς και μόλις δεις ότι παίρνει και το χρώμα της πάνω και ψήνεται, η μαμά μου καμιά φορά στον άλλον φούρνο που είχαμε έβαζε ένα αλουμινόχαρτο στον φούρνο και την έκλεινε και την άφηνε λίγο με το αλουμινόχαρτο. Την έβαζε σε λίγο λιγότερους βαθμούς για να ψηθεί από μέσα χωρίς να καεί το πάνω. Η μαμά μου, επίσης, μαγειρεύει πάρα πολύ τη γλυκοπατάτα. Της αρέσει πάρα πολύ η γλυκοπατάτα.

Σ.Σ.:

Φτιάχνει συγκεκριμένη συνταγή με τη γλυκοπατάτα;

Ε.Μ.:

Ναι, την φτιάχνει στη χύτρα με λεμόνι και πορτοκάλι, χωρίς λάδι. Καμιά φορά βάζει και κανονική πατάτα και παίρνει τη βράση με το λεμόνι και το πορτοκάλι, αλατάκι, πιπεράκι, χωρίς λάδι, χωρίς τίποτα και γίνεται ένα εξαιρετικό φαγητό, συνοδευτικό που μπορεί να έχεις φτιάξει ένα σνιτσελάκι και να βάζεις αυτό δίπλα ή να έχεις ψήσει μπιφτέκια και να έχεις φτιάξει αυτό δίπλα. Είναι πάρα πολύ νόστιμο, πάρα πολύ θρεπτικό, γιατί και η γλυκοπατάτα είναι πάρα πολύ θρεπτική και δεν έχει και... Για αυτούς που έχουν ζάχαρο είναι πάρα πολύ καλή σε σχέση με την άλλη πατάτα. Κι αυτό μετά μπορείς να το κάνεις και πουρέ, αν θες. Δηλαδή να το αλέσεις, είναι πάρα πολύ νόστιμο, πάρα πολύ ωραίο.

Σ.Σ.:

Σε τι ποσότητα βάζει το λεμόνι και το πορτοκάλι;

Ε.Μ.:

Νομίζω βάζει ένα λεμόνι και ένα ή δύο πορτοκάλια, ανάλογα τις πατάτες που έχει βάλει.

Σ.Σ.:

Καθόλου νερό;

Ε.Μ.:

Όχι, όχι. Καθόλου νερό. Μέσα στο ζουμί από τα φρούτα.

Σ.Σ.:

Τι γεύση έχει για κάποιον που δεν το έχει δοκιμάσει;

Ε.Μ.:

Γλυκιά. Γλυκιά γεύση. Δεν βγάζει ξινίλα. Είναι πολύ νόστιμη. Και κανονική συνταγή για αυτό είναι να βάζεις και μπούκοβο. Νομίζω έχουμε προβλήματα, δεν τρώμε μπούκοβο. Οπότε αφαιρούμε το μπούκοβο και φτιάχνουμε το υπόλοιπο. Αν βάλεις και μπούκοβο γίνεται και λίγο spicy και είναι πάρα πολύ νόστιμο. Λίγο πικάντικο. Και τώρα, όσον αφορά τα παιδικά μου χρόνια, κάτι ακόμα που θέλω να σου πω είναι ότι μία από τις γεύσεις του καλοκαιριού ήταν, όπως σου είπα, στη γιαγιά μου την Ολυμπία που είχε αυλή μεγάλη και πηγαίναμε στο σπίτι της και μας κρατούσε πολλές φορές επειδή η μαμά μου έλειπε και κοιμόμασταν εκεί καμιά φορά. Επειδή εμείς την είχαμε δει μικροί εξερευνητές στην αυλή, πολλές φορές είχαμε φτιάξει μία εστία και ανάβαμε φωτιά εκεί. Εκεί είχαμε μάθει να ανάβουμε φωτιά τώρα εμείς, κάτι είχαμε καταφέρει να κάνουμε, ποιος ξέρει τι. Λέγαμε: «Ανάψαμε που ανάψαμε φωτιά, τι θα κάνουμε;» και παίρναμε πιπεριές, τις ανοίγαμε, τις γεμίζαμε με φέτα.

Σ.Σ.:

Πιπεριές ποιες;

Ε.Μ.:

Τις πράσινες, τις μυτερές, το κέρατο, βασικά και τις άλλες, ανάλογα τι είχε η γιαγιά μου στο ψυγείο εκείνη την ώρα να μας [00:50:00]δώσει να παίξουμε, γιατί παιχνίδι το βλέπαμε εμείς αυτό. Και φτιάχναμε τις πιπεριές, βάζαμε μία σχαρίτσα αφού είχε σβήσει η φωτιά και είχε κάτσει, βάζαμε μια σχαρίτσα και ψήναμε πάνω τις πιπεριές και τρώγαμε τις πιπεριές για βραδινό και πολύ χαιρόμασταν που είχαμε καταφέρει να ψήσουμε τις πιπεριές.

Σ.Σ.:

Μου είπες ότι βάζατε και κάτι μέσα;

Ε.Μ.:

Φέτα και έλιωνε η φέτα μέσα στην πιπεριά, γινόταν πάρα πολύ νόστιμο. Χωρίς αλάτι, χωρίς τίποτα. Απλά σκέτη πιπεριά με φετούλα.

Σ.Σ.:

Ακούγονται όλα πάρα πολύ ωραία.

Ε.Μ.:

Ωραία είναι. Μετά θες να σου πω για συνταγές που βρήκα όταν σπούδαζα σε άλλα μέρη; Να σου πω και από αυτές.

Σ.Σ.:

Υπάρχει Κάποια ιδιαίτερη; Σε ποια μέρη σπούδασες;

Ε.Μ.:

Σπούδασα στη Σύρο. Έχει και αυτή πολύ ιδιαίτερες γεύσεις, γιατί είναι ένα νησί προσφύγων. Γιατί ήρθανε, μετά τις σφαγές των Τούρκων, Χιώτες, από Κάσο, Ψαρά, μετά από Σμύρνη. Ήρθαν όλοι στην Σύρο γιατί δεν είχε πόλεμο και βρήκαν εκεί καταφύγιο. Οπότε όλοι φέραν τις γεύσεις τους. Βέβαια, στα μαγαζιά έξω, αν πας, δεν έχει τόσο παραδοσιακές συνταγές να δοκιμάσεις, αν εξαιρέσεις τα λουκάνικα με μάραθο που είναι τα κλασικά της Σύρου. Τον μάραθο τον βάζανε και στο ψωμί, τον βάζαν στη σαλάτα. Τον σιχαίνομαι τον μάραθο, οπότε δεν το ακουμπούσα. Τα είχα δοκιμάσει απλά να πω ότι τα δοκίμασα, αλλά δεν τον συμπαθώ καθόλου τον μάραθο. Αλλά ένα από τα αγαπημένα μου πιάτα, το οποίο λάτρευα, ήταν η μαϊντανοσαλάτα.

Σ.Σ.:

Πότε το δοκίμασες για πρώτη φορά ;

Ε.Μ.:

Το 2007 πηγαίνοντας στη Σύρο να σπουδάσω.

Σ.Σ.:

Στο πρώτο έτος ;

Ε.Μ.:

Στο πρώτο έτος. Ναι.

Σ.Σ.:

Που το δοκίμασες;

Ε.Μ.:

Το δοκίμασα σε μία ταβέρνα. Νομίζω τώρα δεν υπάρχει πια. Πώς λεγόταν; Είχε ένα περίεργο όνομα, δεν θυμάμαι.

Σ.Σ.:

Ήσουν με παρέα;

Ε.Μ.:

Με τους γονείς μου, μόλις είχα πρωτοπάει και τα δοκιμάσαμε. Γενικά το καλό που είχαν οι γονείς μου πάντα είναι ότι όταν πηγαίναμε σε εστιατόρια, πάντα παίρνανε πιάτα και περίεργα να δοκιμάσουμε. «Μα τι είναι αυτό; Να το δοκιμάσουμε!» και μας έχουν από πολύ μικρά και σε πολύ ωραία εστιατόρια και με πολύ καλά πιάτα και με πολύ ενδιαφέρουσες γεύσεις. Επειδή δεν ήμουν άνθρωπος που θα έπαιρνε το φαγητό χωρίς να το δοκιμάσω, πάντα θα δοκίμαζα από όλα. Αν δεν μου άρεσε κάτι, θα έλεγα: «Εντάξει, δεν μου αρέσει αλλά το δοκίμασα» κι ένα από αυτά ήταν και η μαϊντανοσαλάτα. Ήταν ένα μαγαζάκι μέσα στα στενάκια εκεί της Ερμούπολης. Δεν θυμάμαι πώς λέγεται. Είναι ένα περίεργο όνομα και τώρα έχει κλείσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια και δεν...

Σ.Σ.:

Τι μήνας ήταν όταν ήσασταν εκεί;

Ε.Μ.:

Σεπτέμβριος. Έχουμε πάει να μετακομίσω. Έχουμε κουραστεί, έχουμε κουβαλήσει πράγματα, έχουμε κάνει, έχουμε ράνει και λέμε: «Πάμε να φάμε κάτι σαν άνθρωποι και εμείς», έχουμε κάνει ένα μπάνιο, να ξεβρωμίσουμε να φύγει η βρωμιά από πάνω μας από όλη τη μετακόμιση και πάμε να φάμε. Η μαϊντανοσαλάτα, λοιπόν, που ήρθε ήταν μία αλοιφή. Πώς είναι το τζατζίκι, αλοιφή. Βέβαια, η καλύτερη μαϊντανοσαλάτα που έχω φάει στη ζωή μου ήταν της γειτόνισσας της αφεντικίνας μου, η οποία- εγώ δούλευα στο Ινστιτούτο «Κυβέλη» στη Σύρο. Και είχα μία γειτόνισσα, καλά να 'ναι, δεν θυμάμαι πως την έλεγαν τη γλυκούλα μου. Η οποία πάντα μας έφερνε μαϊντανοσαλάτα και τάρτα ή με ροδάκινο ή με μήλο, ό,τι είχε και έφτιαχνε. Η μαϊντανοσαλάτα είναι ως εξής. Παίρνεις μπόλικο μαϊντανό και τον αλέθεις με λάδι, αλάτι, πιπέρι, καρύδια, λίγο σκορδάκι, άλλοι βάζουν ψωμί μουλιασμένο, άλλοι βάζουνε γιαούρτι. Εγώ, όταν το έφτιαχνα, έβαζα και από τα δύο, έβαζα λίγο ψωμάκι μουλιασμένο και λίγο γιαουρτάκι. Και είναι για εμένα όνειρο. Είναι πάρα πολύ νόστιμο.

Σ.Σ.:

Το χτυπάμε στο μπλέντερ;

Ε.Μ.:

Το μπλέντερ, ναι. Τα χτυπάς, γίνεται αλοιφή και το σερβίρεις.

Σ.Σ.:

Και το ψωμί είναι μουλιασμένο σε νερό ;

Ε.Μ.:

Ναι.

Σ.Σ.:

Πώς είναι η γεύση του;

Ε.Μ.:

Σκορδάτη.

Σ.Σ.:

Για κάποιον που δεν την έχει δοκιμάσει;

Ε.Μ.:

Γεύση του μαϊντανού με σκόρδο. Και απλά το καρυδάκι, ξέρεις μέσα που είναι, σπάει όλο αυτό και σου κάνει αυτό το τσαφ. Είναι πολύ ενδιαφέρον, θυμάμαι ότι πάντα μας την έφερνε και τη βάζαμε σε μπολάκια στο «Κυβέλη» που ήμουνα, σε μικρά μπολάκια με ένα κριτσινάκι μέσα. Κι εγώ συνεχώς, όταν καθόμασταν εκεί, είχαμε ένα event ή οτιδήποτε, τσακ, τρώγαμε. Καλά, εγώ μετά πήγαινα αφού τελείωνε η βάρδια μου πήγαινα και την τσάκιζα από το ψυγείο. Την έτρωγα όλη και έπεφτε η πίεση στο 5 από το σκόρδο. Πάρα πολύ νόστιμη. Την έκανα κι εγώ αρκετά στο σπίτι. Μου άρεσε πάρα πολύ.

Σ.Σ.:

Κάποιο άλλο φαγητό στη Σύρο που σου έκανε επίσης εντύπωση;

Ε.Μ.:

Αυτό που μου άρεσε πάρα πολύ ήταν οι ηλιοκαυτές. Δες τι είναι; Πώς λεγόταν η ταβέρνα που την έτρωγα;

Σ.Σ.:

Το δοκίμασες πρώτη φορά ;

Ε.Μ.:

Δεν θυμάμαι. Θα σου πω τώρα, περίμενε. Αυτό είναι ένα πιάτο που το έτρωγα-. Έχω μία φίλη από τη Σύρο, είναι από την Νέα Μεστριανή η καταγωγή της. Είμαστε φίλες εδώ και είκοσι χρόνια σχεδόν και πρώτη φορά που πήγα στη Σύρο που ήταν ο αδερφός μου πριν από μένα φοιτητής εκεί, ήταν όταν ήμουν δεκαέξι χρονών και τότε γνωρίστηκα με αυτήΝ τη φίλη και πήγαμε να φάμε σε αυτή την ταβέρνα οι δυο μας. Πιτσιρικάκια τώρα, πολύ μικρά και παραγγείλαμε αυτό το πιάτο και από τότε κάθε χρόνο το είχαμε σαν τελετουργικό ότι θα πάμε να φάμε στο συγκεκριμένο μαγαζί που μου διαφεύγει το όνομά του αυτή τη στιγμή, να φάμε ηλιοκαυτές και σε ένα άλλο μαγαζί, στο Αvex, να φάμε εσκαλόπ με γκοργκοντζόλα. Θα φτάσω και εκεί. Ηλιοκαυτές, λοιπόν.

Σ.Σ.:

Πώς επιλέξατε αυτό το πιάτο από το μενού;

Ε.Μ.:

Γιατί μου αρέσει να δοκιμάζω διαφορετικά πιάτα.

Σ.Σ.:

Δεν ήξερες, δηλαδή.

Ε.Μ.:

Δεν ήξερα, είδα την περιγραφή περίπου και λέω: «Φιλενάδα, θα το πάρουμε, να το δοκιμάσουμε, ναι;», «Ναι». Θα σου περιγράψω μετά και ένα πολύ αστείο σκηνικό με αυτή τη φίλη μου σε φαγητό. Είναι λιαστές ντομάτες οι οποίες είναι με κουρκούτι, τηγανητές. Τις ρίχνουν σε κουρκούτι μέσα το οποίο δεν γνωρίζω πώς φτιάχνεται. Δεν ξέρω τη συνταγή των συγκεκριμένων ανθρώπων. Αλλά τις βάζουν σε κουρκούτι τηγανητές και τις σερβίρουν σε μπολάκι που δίπλα είναι με γιαούρτι. Και βουτάς την ντοματούλα με το κουρκούτι που είναι τηγανιτή στο γιαουρτάκι και είναι μούρλια. Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι από τα αγαπημένα μου φαγητά οι ηλιοκαυτές. Έτσι μας έμεινε αυτή η γεύση και το έχουμε ακόμη και τώρα, δηλαδή αν βρεθούμε στη Σύρο οι δυο μας, είναι στάνταρ θα πάμε να φάμε ηλιοκυτές ή έστω θα το πάρουμε σε ταπεράκι και να πάμε μετά να φάμε εσκαλόπ με γκοργκοντζόλα. Το εσκαλόπ με γκοργκοντζόλα δεν είναι ένα παραδοσιακό φαγητό της Σύρου. Αυτό είναι ένα ιταλικό εστιατόριο στη Σύρο. Το έχει ένας Ιταλός που έχει πάρα πολύ νόστιμο φαγητό, είτε από μακαρονάδες, είτε από πίτσες, είτε από ό,τι θες. Το αγαπημένο μας φαγητό με τη φίλη μου, λοιπόν, ήταν το εσκαλόπ με γκοργκοντζόλα. Τι είναι λοιπόν; Είναι φιλετίνια εσκαλόπ, τα οποία τα έχει περάσει και αυτά από ένα κουρκούτι, έχουν έτσι μία κρούστα. Τα έχει σωτάρει, τα σβήνει με κρασί και τα σερβίρει με τυρί γκοργκοντζόλα το οποίο είναι ένα βρωμερό τυρί μεν, πεντανόστιμο δε, και ψητά λαχανικά. Αυτό το φαγητό, τι να σου πω, και για τη φίλη μου και για μένα είναι κάθε μπουκιά και όνειρο. Να λιώνει στο στόμα. Πολύ πολύ νόστιμο. Για τα δικά μου γούστα, βέβαια, καποιανού μπορεί να μην του αρέσει. Αλλά για τη φιλενάδα μου και εμένα ήταν από τα αγαπημένα μας φαγητά που θα πηγαίναμε σίγουρα να φάμε. Και παίρναμε πάντα μία σαλάτα ρόκα παρμεζάνα και εσκαλόπ με γκοργκοντζόλα.Και που λες, μία χρονιά που είναι στη Σύρο, έχω κατέβει για σεζόν, την πρώτη μέρα που πήγα για να ξεκινήσω δουλειά -γιατί είχα τελειώσει από φοιτήτρια πια, είχα γυρίσει Τρίκαλα- και ξεκινάω να πάω στη Σύρο. Φτάνω, λοιπόν, στην Σύρο, είναι να πάω στη φίλη μου που θα έμενα για αυτόν τον μήνα που θα πήγαινα να εργαστώ στο Ινστιτούτο «Κυβέλη», έχει γίνει μία αναμπουμπούλα, είχε μαστόρια στο σπίτι, τα οποία μαστόρια της έχουν καθυστερήσει τρεις μήνες και δεν της έχουν τελειώσει το σπίτι. Το σπίτι κακός χαμός στα μπετά. Έχω βρεθεί χωρίς σπίτι, είμαι σε φάση αναζήτησης σπιτιού, «Όχι, εδώ», «Όχι, εκεί», «Mήπως μπορείς εσύ;», «Μήπως έχεις εσύ free δωμάτιο;». Γιατί είχα και έναν άλφα κύκλο στην Σύρο. Βρίσκω τελικά να μείνω και δεν ξέρω τι είναι αυτό που με έχει πειράξει και παθαίνω αλλεργικό σοκ. Φουντώνω ολόκληρη.

Σ.Σ.:

Γνωρίζεις από τι σου συνέβη;

Ε.Μ.:

Θα σου πω. Κοιμάμαι το πρώτο βράδυ, παθαίνω τι παθαίνω. Βλέπω ότι δεν μπορώ να κλείσω τα χέρια μου, έχω αρχίσει και φουντώνω έχω αρχίσει και πρήζομαι. Κοιτάω στον καθρέφτη, σηκώνομαι, έχω ανεβάσει πυρετό, κοιτιέμαι στον καθρέφτη, έχω κοκκινίλες από πάνω μέχρι κάτω. Πάω στο νοσοκομείο μόνη μου. Δεν ξύπνησα κάποιον δηλαδή στις 4:00 τα ξημερώματα, πήγα μόνη μου. Ευτυχώς είχαμε νοσοκομείο στη Σύρο. Με κοιτάνε και [01:00:00]μου λένε ότι: «Ίσως έπαθες αλλεργία στο αντηλιακό». Είχα πάει και στη θάλασσα την προηγούμενη ημέρα. Λέω: «Αποκλείεται!». Μου κάνουν τεστ εγκυμοσύνης και της λέω: «Χριστιανή μου, έλεος!». Τέλος πάντων, μου βάζουν κορτιζόνη και τα λοιπά, κάπως συνέρχομαι. Φουντώνω χειρότερα την δεύτερη ημέρα. Πάω σε έναν ιδιώτη γιατρό, κοιτάει τον λαιμό μου, βλέπει ότι οι αμυγδαλές μου και οι αδένες είναι πρησμένοι πάρα πολύ. Μου λέει: «Μην ανησυχείς! Δεν είναι κάτι. Είναι μικρόβιο στο λαιμό σου που αντί να σου κάνει πυρετό, στο ξέσπασε επιδερμικά. Δεν είναι κάτι. Πρέπει απλά για δύο, τρεις εβδομάδες να παίρνεις αντισταμινικά και να παίρνεις και κορτιζόνη για να φύγει το φούντωμα και δεν θα τρως γαλακτοκομικά, δεν θα τρως αλάτι, δεν θα τρως ζάχαρη, δεν θα τρως ντομάτα, δεν θα τρως χνουδωτά φρούτα, δηλαδή βερίκοκο, ακτινίδιο και τέτοια, γενικά δεν θα τρως πολλά- ξηρούς καρπούς-, γενικά οτιδήποτε μπορεί να γίνει αλλεργιογόνο, δεν θα τρως αυγό, δεν θα τρως σοκολάτα, δεν θα τρως ψάρι». Τι θα φάω εγώ το έρμο; Σκέτο μακαρόνι με λίγο λάδι. Οπότε είμαι με αυτή τη φίλη μου, τέλος πάντων, με βλέπει ότι έχω το κακό μου το χάλι, έχει περάσει μία εβδομάδα και έχω χάσει οκτώ κιλά σε δυο εβδομάδες και μου λέει: «Έλα, είμαι με την τάδε φίλη μου εδώ πέρα, στην τάδε στην ταβέρνα και τρώμε», «Έρχομαι», της λέω. Τι να φάω; Τι να φάω; Λέω να πάρω μία μπριζόλα, «Σας παρακαλώ, να μην έχει καθόλου αλάτι, γιατί δεν κάνει να φάω αλάτι». Εντωμεταξύ η πίεση δεν υπήρχε, δεν είχα πίεση. Ζαλιζόμουνα και έπεφτα σαν το κοτόπουλο, γιατί η πίεσή μου είχε πέσει στα τάρταρα. Και έχουνε πάρει όλο το μαγαζί. Έχουνε παραγγείλει όλα τα πιάτα του μαγαζιού με την άλλη τη φίλη της και τρώνε σαν ζώα. Και εγώ κάθομαι και τους μετράω τις μπουκιές και τις κοιτάω και λέω: «Παναγία μου, πεινάω, θέλω να φάω!» και να έχω την κακιασμένη την μπριζόλα μπροστά που δεν τρωγόταν προφανώς ανάλατη τελείως, κακήν-κακώς έτρωγα εκεί για να μην λιποθυμήσω. Και της έλεγα: «Είναι καλό;», της μετρούσα τις μπουκιές και μου λέει: «Μμμμ. Τέλειο!». Με κοιτάει που εγώ την κοιτούσα με τα μάτια του κουταβιού. Και μου λέει: «Χάλια είναι! Χάλια! Δεν τρώγεται! Χάλια είναι! Μην κοιτάς! Μην το ζηλεύεις καθόλου! Μην το κοιτάς! Χάλια, χάλια, δεν τρώγεται». Οπότε με το που έγινα καλά και της λέω: «Μαλάκα, μπορώ να φάω τώρα» και μου λέει: «Πάμε να φάμε εσκαλόπ με γκοργκοντζόλα; Σε περιμένω δύο εβδομάδες!» και πήγαμε και φάγαμε όλο το εστιατόριο εκείνη τη μέρα. Δεν υπήρχε. Είχε πάρα πολύ γέλιο. Αυτά. Γενικά στη Σύρο ήταν λίγες οι γεύσεις γιατί, όπως σου είπα, στα εστιατόρια δεν είχαν τόσο παραδοσιακές συνταγές, γιατί κι πειδή ήταν και τα τουριστικά. Δηλαδή, φαντάσου ότι έχουμε πάει με τους γονείς μου σε ψαροταβέρνα να φάμε ψάρι και λέει: «Δεν βγάλαμε ψάρι σήμερα! Θέλετε καμιά μπριζόλα;».  «Ρε φίλε, από τα Τρίκαλα είμαι τρώω, κρέατα συνέχεια. Ήρθα να φάω φρέσκο ψάρι και δεν έχεις φρέσκο ψάρι;» οπότε αυτές ήταν οι λίγες αγαπημένες γεύσεις.

Σ.Σ.:

Κλείνοντας, λοιπόν, πόσο σημαντικές είναι αυτές οι συνταγές και οι γεύσεις για εσένα ;

Ε.Μ.:

Είναι σημαντικές, γιατί μου φέρουν όμορφες αναμνήσεις. Δηλαδή, όταν θα μυρίσεις το φαγητό. Γιατί η όσφρηση είναι και από τις πιο δυνατές αισθήσεις που συνδέονται και άμεσα με συναισθήματα. Πιο πολύ όταν κάτι το μυρίσω ή θα το γευτώ και θα κλείσω τα μάτια και μπορεί να νιώσω ότι βρίσκομαι πάλι στη Σύρο άμα φάω, ας πούμε, μία μαϊντανοσαλάτα ή να φάω κάτι και να αισθανθώ ότι είμαι με την παρέα μου δίπλα, με τους ανθρώπους που αγαπάω ή να έχω αναμνήσεις απ' τη γιαγιά μου ή να νιώσω ότι είναι πάλι τα παιδικά μου χρόνια. Τα όμορφα. Γιατί είχα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια. Αυτές είναι οι πιο σημαντικές. Το σημαντικό για μένα είναι αυτό, το να μπορείς να φας ένα φαγητό, που να σου αρέσει, αλλά να σου θυμίζει και τόσο όμορφα πράγματα και να μπορείς να τα φέρεις στο μυαλό σου. Το φαγητό για αυτό κιόλας θα μαζευτείς οικογενειακά να φας. Θα φας ένα φαγητό ωραίο με τον σύντροφό σου. Ή θα βγεις με μία παρέα φίλων για να φάτε. Όλα περνάνε από το στομάχι κι ο έρωτας περνάει από το στομάχι. Αυτό είναι το σημαντικό νομίζω.

Σ.Σ.:

Πώς σκέφτεσαι να συνεχίσεις γνωρίζοντας πλέον όλες αυτές τις συνταγές και τις γεύσεις;

Ε.Μ.:

Βρήκες άνθρωπο τώρα να ρωτήσεις τέτοια ερώτηση. Κοίτα να δεις. Αν και εφόσον κάνω οικογένεια θα ήθελα τα παιδιά μου να τρώνε νόστιμα και υγιεινά, όπως έτρωγα και εγώ. Δεν θεωρώ ότι είναι κάτι που δεν μπορώ να κάνω, το να μαγειρέψω κάτι όμορφα. Έχω μαγειρέψει στη ζωή μου και τα ‘χω κάνει και ωραία. Αλλά δεν είναι κάτι που το έχω μεράκι. Καλώς ή κακώς δεν την έχω τη μαγειρική μεράκι. Όπως λένε άλλοι ότι: «Έκατσα σήμερα και έφτιαξα αυτό το κέικ, έκατσα σήμερα κι έφτιαξα αυτό το φαγητό ή αυτό το γλυκό». Η ερώτηση δικιά μου είναι: «Καλά. Είχες την όρεξη; Καλά, δεν βαριέσαι να πλύνεις μετά τόσα τεντζερέδια - που λέμε και εδώ στα Τρίκαλα;». Για μένα είναι λίγο μπελαλίδικο το θέμα της μαγειρικής. Μου αρέσει να τρώω καλά. Είμαι μερακλού στο φαγητό. Δηλαδή θέλω να πάω κάπου και να φάω καλά. Να είναι νόστιμο, να το θυμάμαι μετά και να λέω: «Ρε φίλε, τι ωραίο φαγητό φάγαμε εκεί πέρα!». Αλλά να το φτιάξω μόνη μου, δεν ξέρω αν θα έμπαινα-. Θα ήθελα, ρε παιδί μου, να διατηρήσω τις συνταγές. Ας πούμε το ψωμί. Το ψωμί της γιαγιάς μου θα ήθελα πάρα πολύ να το φτιάχνω και εγώ στα παιδιά μου αύριο μεθαύριο, στα εγγόνια μου κι όλα αυτά.

Ε.Μ.:

Για τη χριστουγεννιάτικη πίτα της γιαγιάς μου δεν σου είπα. Τη βασιλόπιτα.

Σ.Σ.:

Θέλεις να μου πεις τη συνταγή;

Ε.Μ.:

Θα σου στείλω και φωτογραφία. Η βασιλόπιτα της γιαγιάς μου-.

Σ.Σ.:

Ποιας γιαγιάς από τις δύο ;

Ε.Μ.:

Της Ολυμπίας. Η γιαγιά μου η Ελένη δεν ζει πια. Η γιαγιά μου η Ελένη έχει πολλά χρόνια που έχει πεθάνει και έχει και πάρα πολλά χρόνια πριν που ήταν με Αλτσχάιμερ, Πάρκινσον και δεν ήταν σε θέση. Οπότε φαντάσου γύρω από τα δεκατέσσερά μου σταμάτησα να τη ζω, δεκαέξι, κάπου εκεί. Ίσως για αυτό δεν έχω και πιο έντονες αναμνήσεις, γιατί τη γιαγιά μου την Ολυμπία την ζω ακόμα, ζω ακόμα τις συνταγές της, ζω ακόμα τις γεύσεις που την ακολουθούν. Οπότε η γιαγιά μου η Ολυμπία κάθε χρόνο φτιάχνει την κλασική βασιλόπιτα που όλοι περιμένουμε και ζούμε για αυτήν. Είναι ένα τεράστιο ταψί. Ένα μέτρο διάμετρος.

Σ.Σ.:

Στρογγυλό;

Ε.Μ.:

Στρογγυλό, ναι. Είναι κρεατόπιτα με τραχανά, βάζει γλυκό τραχανά, κοτόπουλο, αρνί και μοσχάρι. Τρία φύλλα κάτω, τεράστια, δύο φύλλα πάνω, τεράστια, και πέντε κιλά κρεμμύδια, τα οποία βράζει αφού βράσει το κρέας, μαλακώσει.

Σ.Σ.:

Τα κρέατα τα έχει κομμένα σε μικρά κομμάτια;

Ε.Μ.:

Ναι, μικρά, μικρά, τα ψιλοκόβει και ουσιαστικά τους βγάζει τις ίνες. Τα ανοίγει.

Σ.Σ.:

Τα βράζει όλα μαζί ;

Ε.Μ.:

Από ό,τι ξέρω τα βράζει ξεχωριστά και μετά τα ενώνει μαζί με τα κρεμμύδια αφού έχει βράσει και τα κρεμμύδια και τα ενώνει. Να δημιουργήσει το μείγμα, το απλώνει. Έχει και μία χρυσή λίρα που κρατάει χρόνια τώρα την οποία βάζει κάθε χρόνο στο ταψί ποιος θα βρει το φλουρί. Και όλοι τρώμε ένα τεράστιο κομμάτι κάθε χρόνο κι όλη την υπόλοιπη ώρα βογκάμε, γιατί είναι ένα πάρα πολύ βαρύ φαγητό. Αλλά όλοι την επόμενη χρονιά θέλουμε να το ξαναφάμε. Είναι τόσο νόστιμο. Θυμάμαι ο παππούς μου, όχι ο άντρας της, ο πεθερός της που πριν πεθάνει κάθε χρόνο μαζευόμασταν στο σπίτι και τρώγαμε όλοι μαζί περίμενε πώς και πώς! «Άντε, πεθερά, να φτιάξεις αυτή την πίτα, φέρ' τη να τη φάμε, περιμένω ένα χρόνο να την φάω!». Βόγκαγε και αυτός μετά, δεν μπορούσε να χωνέψει δύο μέρες, αλλά πάλι ήθελε να την φάει, ήταν τόσο νόστιμη. Είναι τόσο νόστιμη. Και κάθε χρόνο περιμένουμε πώς και πώς να μαζευτούμε όλοι μαζί, να κόψουμε αυτή την πίτα.

Σ.Σ.:

Πώς θα περιέγραφες τη γεύση της σε κάποιον που δεν την έχει δοκιμάσει ποτέ;

Ε.Μ.:

Είναι κρεατόπιτα. Είναι η γεύση του φύλλου της πίτας με το κρέας, αλλά προσδίδει μία γλυκύτητα, γιατί είναι το κρεμμύδι το τσιγαρισμένο μέσα μαζί με τον γλυκό τον τραχανά. Οπότε είναι μία γλυκιά κρεατόπιτα. Κάπως έτσι. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω διαφορετικά.

Σ.Σ.:

Έχεις κάποια εικόνα ή ανάμνηση με το να έχει φέρει η γιαγιά στο τραπέζι την πίτα;

Ε.Μ.:

Η γιαγιά δεν έφερνε ποτέ στο τραπέζι την πίτα, γιατί είναι μία τεράστια πίτα. Δεν μπορούσε να τη σηκώσει ποτέ. Η γιαγιά μου είχε σηκωθεί από τις 5:00 να την ετοιμάσει.

Σ.Σ.:

Πού την έψηνε ;

Ε.Μ.:

Θα σου πω τώρα. Έβγαζε ένα σκαμπό στην πόρτα έξω, στο σπίτι της, κουβάλαγε την πίτα μέχρι το σκαμπό. Καλούσε ταξί. Ερχόταν ο ταξιτζής. Φόρτωνε την πίτα με τη γιαγιά και πηγαίνανε στον φούρνο. Έδινε η γιαγιά στον φούρνο την πίτα να την ψήσει στον ξυλόφουρνο και πήγαινε μετά ο μπαμπάς μου πάντα και την έπαιρνε από τον φούρνο και την έφερνε στο σπίτι. Όποτε ερχόταν [01:10:00]πρώτα η πίτα στο σπίτι και μετά ερχόταν η γιαγιά για να την κόψουμε όλοι μαζί. Γιατί ήταν μία τεράστια πίτα που σου είπα και είναι πιο μεγάλο και από μένα το ταψί.

Σ.Σ.:

Περιέγραψε μου λίγο την εικόνα που κάθεστε όλοι στο τραπέζι κι έρχεται η πίτα.

Ε.Μ.:

Η πίτα έρχεται πριν κάτσουμε στο τραπέζι. Αυτό σου εξηγώ, δηλαδή την πάει 7:00 το πρωί, αυτή σηκώνεται από τις 05:00 να τη φτιάξει, 12:00 είναι έτοιμη η πίτα. Δεν ξέρω και εγώ πόσες ώρες θέλει για να ψηθεί. Την ψήνει ο φούρνος, όπως σου είπα. Πάει ο μπαμπάς μου, την παίρνει.

Σ.Σ.:

Πώς κόβεται ;

Ε.Μ.:

Πάντα την κόβει ο μπαμπάς μου. Κόβει έναν σταυρό και μετά αυτό το κόβει σε δώδεκα κομμάτια συνήθως. Δηλαδή σταυρό-σταυρό-σταυρό. Κάπως έτσι. Και ξεκινάει: «Αυτό είναι του σπιτιού. Αυτό είναι του Χριστού», ξεκινάνε όλα αυτά τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς πού μοιράζουμε τα κομμάτια.

Σ.Σ.:

Ποιος βρίσκει συχνά το φλουρί;

Ε.Μ.:

Συχνά δεν ξέρω. Κάθε χρόνο είναι και διαφορετικά. Δηλαδή, είναι μοιρασμένα. Δεν νομίζω ότι έχει τύχει κάποιος δύο φορές. Αυτό που κάναμε τα παλιά τα χρόνια που εμείς ήμασταν παιδάκια ήταν να λένε: «Κοίτα εκεί! Κοίτα εκεί!» και κρυφά σου χώνουν ένα φλουρί εκεί, μέσα στο κομμάτι. «Καλέ, η Ελένη κέρδισε!». Χαρά εσύ που κέρδισες το φλουρί. Ποιος ξέρει τι έκανες. Μεγάλη ικανοποίηση. Και φέτος το κέρδισε το γραφείο και καλά. Πέρυσι το κέρδισε η γιαγιά μου. Πρόπερσι το κέρδισε η αδερφή της μαμάς μου. Παραπρόπερσι το κέρδισε ο αδερφός της μαμάς μου. Δεν είναι ότι κάποιος το κερδίζει πιο συχνά, απλά αυτό που μας νοιάζει είναι: «Χέστο το φλουρί! Κάτσε να φας!». Γιατί θέλουμε να φάμε την πίτα! Αυτό.

Σ.Σ.:

Πολύ ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ που μοιράστηκες αυτές τις γεύσεις μαζί μας. Εύχομαι καλή συνέχεια, να συνεχίζεις να γνωρίζεις άτομα και να μοιράζεσαι ωραία φαγητά μαζί τους και θα τα ξαναπούμε.

Ε.Μ.:

Ευχαριστώ και εγώ.

Σ.Σ.:

Καλή συνέχεια.

Ε.Μ.:

Επίσης.