© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Οι Πομάκοι της Θράκης: Συνέντευξη με έναν πολυσχιδή Πομάκο για τον πομακικό πολιτισμό
Istorima Code
10788
Story URL
Speaker
Χασάν Μπουγιουκλού (Χ.Μ.)
Interview Date
19/01/2022
Researcher
Ιορδάνης Αραμπαντζής (Ι.Α.)
[00:00:00]Καλησπέρα, μπορείς να μας πεις το ονοματεπώνυμό σου;
Καλησπέρα, Μπουγιουκλού Χασάν ονομάζομαι.
Ωραία. Σήμερα είναι Πέμπτη 20 Ιανουαρίου του 2022, είμαι με τον Χασάν Μπουγιουκλού, βρισκόμαστε στη Διομήδεια της Ξάνθης, εγώ είμαι ο Ιορδάνης Αραμπατζής, είμαι ερευνητής για το Istorima και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Χασάν, μπορείς να μας πεις κάποια πράγματα για σένα; Πού έχεις γεννηθεί, πότε γεννήθηκες;
11 Μαρτίου του 1989 γεννήθηκα στο Στήριγμα Ξάνθης. Ένα μικρό χωριό, περίπου στα δέκα χιλιόμετρα βόρεια της Ξάνθης, στα Πομακοχώρια. Εκεί τελείωσα το σχολείο, το δημοτικό. Ωραία, νοσταλγικά χρόνια, ένα μικρό χωριό ακόμα σε μία εποχή μη ανάπτυξης. Θυμάμαι ακόμα τον χωματόδρομο, θυμάμαι να μην έχουμε ρεύμα και να κυκλοφορούμε το βράδυ με τα καντηλάκια, πολύ ωραία. Είχαμε τότε τα καπνά… Είχαμε κάτω απ’ το σπίτι, επειδή μέναμε σε ένα παλιό σπίτι του παππού μου, βασικά όλα τα σπίτια ήταν παλιά, είχανε κάτω ένα αμπάρι, μια καταπακτή – δεν ξέρω – κάτω, στο οποίο είχαμε τα καπνά, για να μαλακώνουνε, αργότερα για να πουληθούν στα καπνομάγαζα. Το βράδυ, λοιπόν, και συνήθως, όχι όπως τώρα, παλιά χιόνιζε πολύ, θυμάμαι χαρακτηριστικά κάποια βράδια με τον παππού μου κατεβαίναμε και εγώ τρομοκρατούμουν, γιατί ήταν πολύ σκοτεινά, δεν υπήρχε ρεύμα, χιόνιζε, έκανε κρύο και ο παππούς μου έκανε αρκετή ώρα να ανέβει γιατί έπρεπε να διαλέξει κάποια συγκεκριμένα κομμάτια. Αργότερα, ήρθε το ρεύμα, ήρθε και ο δρόμος, μεγάλωσε λίγο και το χωριό. Σπούδασα στην Ξάνθη, στο ιδιωτικό μειονοτικό Γυμνάσιο – Λύκειο Ξάνθης, μειονοτικό. Εκείνη την εποχή δεν είχα πολλές επιλογές. Γιατί; Γιατί μέσα στην πόλη της Ξάνθης δεν υπήρχε η επιλογή να πας σε μη μειονοτικό σχολείο, έπρεπε να πας στη Σμίνθη. Αλλά την εποχή που ήμουν εγώ ακόμα δεν υπήρχε ταξί ή κάποιο μέσο μεταφοράς, δεν υπήρχε ακόμα. Ήτανε… Κατά κάποιον τρόπο υπήρχε μία ανταπόκριση, αλλά θυμάμαι τότε με κάποια παιδιά που μπορεί δύο μέρες να μην πήγαιναν, γιατί απλά δεν βόλευε το ταξί να περάσει από 'κει. Οπότε με εργάτες που δούλευαν, κατέβαιναν μαζί τους. Τελείωσα στην Ξάνθη το μειονοτικό… Φανταστείτε τώρα ότι… Στην εποχή μου τα μειονοτικά δημοτικά δεν λειτουργούσαν ακριβώς όπως ορίζει ο νόμος. Εμείς ήμασταν πομακόφωνοι, οπότε ο δάσκαλος που μας έκανε την τουρκική ήταν και αυτός πομακόφωνος. Οπότε πολλές φορές για να συνεννοηθούμε καταφεύγαμε στα πομάκικα. Σε κάποια πράγματα δεν δίναμε και τόσο πολύ… Δεν μάθαμε ποτέ την τουρκική, οπότε είχε ως αποτέλεσμα να δυσκολευτώ πάρα πολύ στο μειονοτικό. Αργότερα, συνέχισα τις σπουδές μου στη Θεσσαλονίκη στην ακαδημία, στην Ε.Π.Α.Θ., Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, είμαι μία σχολή που τώρα δεν υφίσταται πλέον. Είναι μία ακαδημία που έβγαζε δασκάλους για τα μειονοτικά σχολεία. Να εξηγήσω τι είναι τα μειονοτικά σχολεία;
Αν θέλεις, γιατί μπορεί να το ακούσει κόσμος που δεν γνωρίζει ακριβώς.
Μειονοτικά σχολεία, λοιπόν, είναι εκατόν είκοσι, εκατόν τριάντα δημοτικά και τρία, τέσσερα Γυμνάσια – Λύκεια, στην περιοχή Ροδόπης, Ξάνθης και Έβρου, δεν ξέρω αν ο Έβρος έχει Γυμνάσιο-Λύκειο, όπου τα μαθήματα γίνονται σε δύο γλώσσες. Είναι στα ελληνικά και στα τούρκικα. Αυτό είναι αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής συμφωνίας των δύο χωρών μέσα από τη συμφωνία της Λοζάνης ότι έπρεπε ο πληθυσμός να εκπαιδεύεται στη μητρική του γλώσσα. Φυσικά, η μειονότητα δεν έχει μόνο τουρκόφωνους. Έχει τουρκόφωνους, έχει πομακόφωνους, έχει και Ρομά. Αλλά, επειδή η γλώσσα των Ρομά και τα πομάκικα δεν γράφονται, δεν διδάσκονται έμειναν μόνο τα τούρκικα και, ουσιαστικά, φοιτούν μέσα μόνο παιδιά που ανήκουν στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, που είναι ένα κομμάτι της ανταλλαγής πληθυσμών, όπως είναι η αντίστοιχη ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη. Τα σχολεία αυτά, πλέον, φυσικά, δεν εξελίσσονται… Πλέον έχουνε μείνει μόνο στα χωριά… Υπάρχουν και μες στις πόλεις… Είναι σχολεία που δεν εξελίσσονται για πολλούς λόγους, πρώτα από όλα γιατί δεν υπάρχει μέριμνα. Είναι πολύ δύσκολο, πιστεύω, για ένα σύστημα να προσαρμόσει το curriculum που λέμε, το εκπαιδευτικό σύστημα, σε δύο γλώσσες που μάλιστα την τούρκικη, νομίζω, ορίζεται κατά κάποιο τρόπο από μία εκπαιδευτική ομάδα που έχει να κάνει και από επιστήμονες της Τουρκίας, αλλά και της Ελλάδας. Οπότε μένουν ακόμα αυτά τα σχολεία στου παλιού τύπου με αποτέλεσμα αρκετά παιδιά, τουλάχιστον γονείς παιδιών, να προσπαθούν να στείλουν τα παιδιά τους, τουλάχιστον από το Γυμνάσιο και μετά σε καθαρά ελληνόφωνα, σε δημόσια σχολεία, για να μπορέσουν φυσικά να προχωρήσουν στη ζωή τους. Εδώ να πω ότι θεωρώ το μεγαλύτερο λάθος στα μειονοτικά σχολεία είναι ότι πολλά μαθήματα γίνονται στην τουρκική. Όταν ένα παιδί από δημοτικό ξεκινάει και κάνει τη γλώσσα, τα μαθηματικά, τη φυσική, το οποιοδήποτε μάθημα στα τουρκικά και αν αυτό το κάνει και στο Γυμνάσιο – Λύκειο, μετά είναι απίστευτα δύσκολο, προσωπικά, προσωπικό βίωμα, πάρα πολύ δύσκολο να μπορείς να μπεις στο νόημα σε μια άλλη γλώσσα κατευθείαν στο πανεπιστήμιο. Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Γιατί δεν είναι, όπως λέμε, απλά οι αριθμοί και το συν, πλην, αφαίρεση, πρόσθεση. Είναι και πώς να το κάνεις, είναι και το πώς το μαθαίνεις να το κάνεις, είναι και το πώς αντιλαμβάνεσαι… Όχι μόνο στις ασκήσεις, δεν μιλάω καθαρά για τη μαθηματική έννοια, μιλάω για όλο το σύστημα. Ακόμα και πώς θα κάνεις τη φυσική, ακόμα και τη γλώσσα. Δηλαδή, όταν μαθαίνεις μια γλώσσα που την έχεις αποκωδικοποιήσει με έναν άλλο τρόπο, στην τουρκική για παράδειγμα, αργότερα όταν πλέον έχεις μάθει τόσο καλά μια γλώσσα και πρέπει να προσαρμόσεις πανεπιστημιακά, πλέον, να προσαρμοστείς πανεπιστημιακά σε μία άλλη γλώσσα, όπως είναι στα ελληνικά, δεν είναι εύκολο, θέλει χρόνο. Για μένα η Ε.Π.Α.Θ. ήταν το αρμονικό πέρασμα, ήταν νομίζω αυτό που χρειαζόταν για να μπορέσω, κατά κάποιον τρόπο, να φτάσω στο επιθυμητό αποτέλεσμα, για να μπορέσω να προχωρήσω και να σπουδάσω σε ελληνικό πανεπιστήμιο. Έτσι, λοιπόν, μετά την Ε.Π.Α.Θ., αφού κατά κάποιον τρόπο, οι κραδασμοί των μειονοτικών σχολείων έπαυσαν εκεί, πέρασαν προς τα κάτω, μπήκα στη σχολή θεάτρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου το 2016 αποφοίτησα και, πλέον, εργάζομαι σαν θεατρολόγος στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Μάλιστα, πολύ ενδιαφέροντα. Θα επιστρέψω σε αυτά, απλά μία ερώτηση από το πρώτο κομμάτι… Επειδή είπες ότι θυμάσαι εποχές που στο χωριό σου δεν είχατε ρεύμα, ήταν ο χωματόδρομος και όλα αυτά. Για ποια εποχή μιλάμε; Δηλαδή, για ποια χρόνια;
Το ρεύμα ήρθε στο χωριό μου το ΄93, 1993. Ο δρόμος έγινε, δηλαδή, η άσφαλτος που λέμε, το ΄95, τότε… Μιλάμε για πριν τριάντα χρόνια; Πώς περνάνε τα χρόνια, ε; Έχουν περάσει τριάντα χρόνια. Πριν τριάντα χρόνια, περίπου και το ίντερνετ πριν δύο χρόνια. Που και αυτό, πλέον, είναι άμεσο, είναι κάτι πολύ αναγκαίο. Ειδικά τελευταία.
Δηλαδή, την εποχή, αυτό που είπες για τα καντηλάκια, ότι κυκλοφορούσατε έξω… Πότε, δηλαδή; Το ‘93, ας πούμε;
Το ‘93 και το ‘94, το θυμάμαι χαρακτηριστικά… - Εγώ είμαι το… Δηλαδή, μπορεί να ήταν και ‘95, εγώ ‘95 νομίζω ήμουνα Α’ δημοτικού, 1995 ή το ‘96. Θυμάμαι περιπτώσεις, για παράδειγμα, που χιόνιζε πάρα πολύ και δεν ξέραμε αν θα ‘ρθει ο δάσκαλος, γιατί εκείνη την εποχή αυτοκίνητα δύσκολα… Καλά, δεν περνούσε και ποτέ το εκχιονιστικό… Θυμάμαι, ότι υπήρχαν μέρες που μπορεί να ήμασταν και δέκα ή δεκαπέντε μέρες αποκλεισμένοι, γιατί, είτε το πιστεύεις είτε όχι, το 1995 ο δήμος δεν έφερνε ένα εκχιονιστικό μηχάνημα ή μια αλατιέρα να περάσει. Αν έβγαιναν οι κάτοικοι, συνήθως οι μεγάλοι του χωριού, οι άνδρες, και καθάριζαν και θυμάμαι κάποιους που δούλευαν στην Ξάνθη, πραγματικά, να κατεβαίνουν με τα πόδια μέχρι κάτω, δηλαδή περίπου στα τέσσερα με πέντε χιλιόμετρα, για να μπορούν να τους πάρει ταξί για να τους πάει Ξάνθη. Και τώρα μιλάμε για το ‘95. Το ‘95, λοιπόν, είχαμε τα καντηλάκια. Δηλαδή, θυμάμαι τα πρωινά που έβγαινε ο παππούς μου αρκετά πρωί για να δει αν έχει ανάψει η σόμπα στο σχολείο, αν έχει έρθει ο δάσκαλος, γιατί εμείς δεν βγαίναμε ποτέ έξω με το χιόνι. Θυμάμαι τα βράδια, όταν νύχτωνε νωρίς τον χειμώνα, που 05.30 – 06.00 είχαμε κάτι καντηλάκια, τα οποία ήταν με, νομίζω, πετρέλαιο; Πετρέλαιο ήταν… Καντηλάκια πετρελαίου, τα οποία τα κρεμάγαμε, υπήρχε ένα ειδικό σημείο στο σπίτι. Είχαμε, όμως, τηλεόραση με μπαταρία, είχαμε τηλεόραση με μπαταρία. Και, θυμάμαι, ότι το αγαπημένο μας σπορ ήταν το καντηλάκι, η τηλεόραση με τη μπαταρία, ασπρόμαυρη ακόμα και ο καπνός, που μπολιάζαμε τον καπνό που κάναμε το «παστάλι» που λένε. Που ταξινομούσαμε τα καπνά για να στοιβαχθούν αργότερα για να πάνε στις καπναποθήκες. Φυσικά, σαν παιδιά το βρήκαμε και πολύ γοητευτικό αυτό, ήταν πολύ ρομαντικό. Ξέρεις, μερικές φορές ακούμε τώρα, ειδικά όταν η καθημερινότητα είναι πολύ κουραστική, αναπολώ και θυμάμαι και μου άρεσε εκείνη η εποχή, ήταν πολύ αθώα εποχή. Ήταν μία εποχή που ήταν ένα χωριό, χωριό κράτος. Ελάχιστη επαφή με έξω. Αν αρρώσταινες; Ή θα γινόσουνα από μόνος σου καλά ή αν περνούσε πού και πού ένα τμήμα του στρατού που ήτανε… Υπήρχε τότε ο στρατός, έστελνε, ήταν ένα μεγάλο φορτηγό, το οποίο ήτανε, τέλος πάντων, σαν από αυτά που έχει ο στρατός, περνούσε, έκανε για τις εξετάσεις, [00:10:00]έδινε κάποια φάρμακα… Ή, αν κατέβαινε κάποιος. Αλλά, και πάλι, λέω το ‘95 ήταν ελάχιστοι αυτοί που είχαν αυτοκίνητα. Οπότε, θα ‘πρεπε να βρεις κάποιον, να δεχτεί, να τον πληρώσεις να σε κατεβάσει… Ήταν πολύ αυτόνομες οι κοινωνίες, ένα χωριό ήταν ολομόναχο του… Επίσης, η τροφοδοσία ήταν από τους πλανόδιους. Ακόμα και σήμερα από τους πλανόδιους είναι και αυτό είναι πολύ ωραίο, νοσταλγικό. Δεν ξέρω αν είναι τόσο καλή η σύγχρονη εποχή. Ή, φυσικά, η ανταλλαγή του κόσμου. Δηλαδή: «Σου δίνω αυγά, μου δίνεις ντομάτα», «Σου δίνω μια κότα, μου δίνεις ένα τέτοιο». Αυτό. Εντάξει, αργότερα, φυσικά, μπορώ να πω, όμως, ότι η εξέλιξη των πραγμάτων έγινε γρήγορα. Δηλαδή, μπορεί το ‘95 – ‘96 να ήμασταν σε μια κατάσταση τριτοκοσμική για τα μάτια της Ευρώπης, να το πω έτσι, για τα ευρωπαϊκά μάτια, αλλά το 2005 είχαμε τα πάντα, είχαν όλοι αυτοκίνητα… Επίσης, είχε αλλάξει και η οπτική που πλέον… Μάλλον, όχι η οπτική. Είχε αλλάξει τον τρόπο που οι Πομάκοι έβλεπαν την πόλη, το χριστιανικό στοιχείο και αντίστροφα, κατά κάποιον τρόπο, δεν ήταν, ξέρω γω… Είχαν αρχίσει να συνεργάζονται, δηλαδή, νομίζω ότι πριν το ‘95 η επαφή των Πομάκων με το υπόλοιπο στοιχείο της Ξάνθης, το υπόλοιπο του νομού δεν ήταν εύκολη, ήτανε σπάνια. Εντάξει, σε αυτό βέβαια παίζει ρόλο και η μπάρα, ξέρετε… Η μπάρα, υπήρχε στο όγδοο χιλιόμετρο, νομίζω, ήταν τότε κατάλοιπο της χούντας, όπου φοβούμενη η χούντα την επέλαση των κομμουνιστών Βουλγάρων και επειδή ο λαός είναι σλαβόφωνος λαός, οι Πομάκοι είναι σλαβόφωνος, κατά κάποιον τρόπο φοβούμενη μην υπάρξει μία ανοιχτή διέλευση της στρατιάς προς την Ξάνθη, έβαλε την μπάρα ώστε να ελέγχεται ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει. Και αυτό είναι, πιστεύω, που κράτησε τόσο πολύ τον πληθυσμό στα κυρίως χαρακτηριστικά του, στην ενδυμασία, στον τρόπο σκέψης, συμπεριφορά, στη μάθηση, σε όλα… Αργότερα, όταν έφυγε αυτή η μπάρα και, αργότερα, προχωρώντας τα χρόνια, έγινε πολύ γρήγορα αυτή… Γιατί, σιγά ο πληθυσμός, υπήρχε επαφή πλέον. Ο κόσμος, ο λαός, άρχισε να επικοινωνεί. Άρχισαν οι Πομάκοι να δουλεύουν σε εργοστάσια, σε οικοδομές, στα χωράφια… Πλέον, δεν ήταν, δεν δούλευαν μόνο στα χωράφια στα χωριά, αλλά άρχισαν και στον κάμπο, με τα καπνά κυρίως. Που, φυσικά, και τα καπνά ήταν το κύριο συστατικό ανάπτυξης, οικονομικής κυρίως, του πομάκικου στοιχείου. Ήξεραν τον καπνό… Δούλευαν και δουλεύουν ακόμα τον μπασμά, ο οποίος ανόρθωσε το οικονομικό υπόβαθρο της κοινωνίας. Φυσικά, το ένα έφερε το άλλο… Αργότερα ήρθαν, αφήσαμε την Γ’ – Δ’ του δημοτικού, βγάλαμε το δημοτικό, αργότερα βγάλαμε το Γυμνάσιο – Λύκειο και σήμερα νομίζω ότι, πλέον, ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού τελειώνει και πανεπιστήμια, μην πω για μεταπτυχιακά, διδακτορικά, για έρευνες…
Ωραία. Έκανες μια αναφορά για τα χαρακτηριστικά του πομακικού πολιτισμού, όπως η ενδυμασία, για παράδειγμα. Μπορείς να μας πεις κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά;
Του πολιτισμού… Λοιπόν, στο ενδυματολογικό, οι γυναίκες Πομάκες, για παράδειγμα… Σήμερα ακόμα υπάρχει η περιοχή της Μύκης που υπάρχουν μερικά χωριά στη Μύκη που έχουνε, φοράνε ένα σάλι κόκκινο… Μάλλον όχι, ένα σάλι μπλε που είναι το τσεμπέρι που λέμε. Φοράνε μία κάπα, «μάλτα», έτσι λέγεται στα πομάκικα, «μάλτα». Από κάτω ένα πουκάμισο κόκκινο με, εδώ έχει ραφές, κόκκινα, μπλε χρώματα, υπάρχει η ποδιά που είναι σαν σκάκι, που είναι τετραγωνισμένο κόκκινο και μαύρο, η οποία δένεται πίσω. Αυτή η ποδιά εγώ θεωρώ ότι είναι η ποδιά του μωρού. Πώς έχει το καγκουρό το τέτοιο… Θυμάμαι πάρα πολύ χαρακτηριστικά, πάρα πολλές γυναίκες όταν είχανε μικρά παιδιά, κυρίως στα χωράφια, είχανε αυτήν την ποδιά, γιατί; Έπαιρναν το παιδί και το σκέπαζαν κατευθείαν με αυτό. Αυτή η ποδιά. Φοράνε κάτι χοντρές κάλτσες που είναι άσπρες κάτω και όσο ανεβαίνουν προς τον αστράγαλο έχουνε λωρίδες κόκκινες, μαύρες, ανάλογα πώς έχουν πλεχτεί και, φυσικά, υπάρχει μια διαφοροποίηση, για παράδειγμα, υπάρχει η «αγιά», είναι ένα λευκό σάλι στο κεφάλι, το οποίο κατά κύριο λόγο το φοράνε οι… Ή μάλλον, οι μη δεσποινίδες, οι παντρεμένες. Θεωρώ ότι μάλλον αυτό χρησιμοποιούνταν παλιά για να δείχνει, όταν πάτε σε κάποια γιορτή ότι: «Αυτή είναι παντρεμένη, μακριά από αυτήν», έτσι; Οι βέρες για μένα… Αυτή η «αγιά» που είπαμε ήταν η βέρα, δεν υπήρχανε βέρες. Εγώ θυμάμαι μέχρι και πρόσφατα δεν υπήρχε αυτό το: «Θα παντρευτώ, θα αρραβωνιαστώ», η βέρα τώρα τελευταία εμφανίστηκε… Ήταν αυτό. Ήταν στο προικιό της γυναίκας, έπαιρνε αυτό το άσπρο μαντήλι από πάνω, το οποίο όταν θα παντρευόταν, θα αρραβωνιαζόταν, θα το φορούσε σε μία γιορτή, σε μία συνάθροιση. Φυσικά, όταν λέμε για συναθροίσεις, γιορτές δεν είναι αυτό που μπορούμε να φανταστούμε. Είναι συναθροίσεις στον δρόμο ή στο κέντρο του χωριού, σε κάποιο μπαϊράμι ή σε κάποιο κουρμπάνι. Κουρμπάνι είναι… Είναι θρησκευτικές τελετές, θρησκευτικές γιορτές, όπου για παράδειγμα, αν τα παιδιά που διδάσκονται το κοράνι στο χωριό ή σε ένα σύμπλεγμα χωριών, γιατί συνήθως υπάρχουν «παραχωριά», μικρά χωριά, περιφερειακά ενός μεγαλύτερου χωριού, που αν τελειώσει το κοράνι, εκεί κοντά στην άνοιξη, τότε για να… Και σαν θυσία, αλλά και σαν «μπράβο» στα παιδιά, μαζεύεται όλο το χωριό, κάνουν θυσία, κουρμπάνι, κάνουν με πιλάφι, πηγαίνει παντού ο κόσμος, φοράμε τα καλά μας, παραδοσιακά πομάκικα ρούχα, φυσικά. Τα παιδιά είναι στο τζαμί, κάνουν κάποια θρησκευτικά αναγνώσματα και με αποτέλεσμα, όταν τελειώσουν, βγαίνοντας έξω μαζεύουν κάποια λεφτά, ώστε να πάρουν κάποιο χαρτζιλίκι και να ευχαριστηθούν περισσότερο τα παιδιά. Εκεί, λοιπόν, τώρα, σήμερα, στη σημερινή εποχή είναι πολύ σπάνιο να βρεθεί κάποια νέα κοπέλα, γυναίκα, να το φορέσει επί καθημερινής βάσεως. Αλλά στις γιορτές, στις συναθροίσεις, ακόμα και όταν πρόκειται να γίνει ένα κοινωνικό, οικογενειακό… Μια οικογενειακή τελετή, ένας γάμος, ένας αρραβώνας, φοριούνται αυτή η στολή. Οι άνδρες, παράδειγμα ο παππούς μου, έχει συνέχεια ένα σκουφάκι στο κεφάλι, ένα κόκκινο σκουφάκι, το οποίο δεν βγάζει ποτέ. Νομίζω έχει τρία ίδια, δεν τα ‘χω δει τα άλλα δύο, μόνο το ένα. Είναι τρία ίδια, το οποίο φοράει πάντοτε, χειμώνα – καλοκαίρι. Δεν είναι θέμα χειμώνα, δεν είναι θέμα κρύου, είναι παραδοσιακό το οποίο το κρατούσαν και το ‘χουν ακόμα, όλοι το φοράνε. Ένα κόκκινο σκουφάκι απλά. Και πιο παλιά υπήρχε μία βράκα, η οποία κατά κάποιον τρόπο η επίσημη ενδυμασία του άνδρα παλιά σε μία τελετή, γιατί σήμερα πλέον φοράνε τζιν. Δηλαδή, σήμερα μόνο η γυναίκα κατά κύριο λόγο φοράει τα καθαρά παραδοσιακά σε έναν γάμο, σε μια τελετή, σε μια γιορτή, θρησκευτική, της κοινότητας ή της κοινωνίας. Ο άνδρας, πλέον, φοράει τα σύγχρονα. Πουκάμισα… Πιο παλιά, λοιπόν, υπήρχε η βράκα, «γκάστε» στα πομάκικα, το οποίο ήταν μέχρι τον αστράγαλο, το οποίο έσφιγγε κάτω με ένα λάστιχο, φορούσανε μια ζώνη, η οποία ήταν μία μάλλινη ζώνη, περίπου τριάντα, σαράντα εκατοστά σε φάρδος - φάρδος ή μήκος - γύρω από τη μέση και μια μπλούζα, μια φανέλα, να το πως έτσι, σαν πουκάμισο, το οποίο είχε ένα μικρό άνοιγμα στη μέση σαν τέτοιο… Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν και… Τώρα, αν πάμε σε ένα χωριό το καλοκαίρι θα βρούμε κάποιους μεγάλης ηλικίας να φοράνε αυτά τα ρούχα, αλλά είναι ρούχα εργασίας πλέον. Θα μου πεις, βέβαια, μπορεί και τότε παλιά να ήταν ρούχα εργασίας, δηλαδή, μπορεί κάποιος, παλιά θυμάμαι, κατά κάποιον τρόπο, μπορεί να δούλευε στα καπνά, γύρναγε σπίτι και κατευθείαν ήσουν έτοιμος να παντρευτείς. Δεν υπήρχε ο στολισμός… Νομίζω στους Πομάκους δεν υπάρχει ο στολισμός… Δε υπάρχει ο στολισμός με την έννοια: «Πρέπει να στολίσουμε το σπίτι». Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ακόμα και σήμερα, σύγχρονα σπίτια δεν έχουν κρεμάστρες. Υπάρχει το καρφί… Δεν υπάρχει η φυσιογνωμία, δεν υπάρχει στο DNA «Να στολίσω το σπίτι, να ‘μαι εγώ πόσο ωραίος» και θα πω τώρα μια ιστορία…
Στο χωριό μου, λοιπόν, θα το πω, είναι ωραίο, υπάρχει μια ιστορία της μάγισσας, «μαγκέσνιτσα» στα πομάκικα. Η μάγισσα, λοιπόν, λέγεται ζούσε σε ένα παρατημένο σπίτι λίγο έξω απ’ το χωριό, το σπίτι ακόμα, το ερείπιο υπάρχει… Αυτό, φυσικά, για να τρομοκρατούν τα παιδιά, εδώ θέλω να μου πεις και τη γνώμη σου, λέει η μάγισσα αυτή, η γυναίκα αυτή που έγινε μάγισσα γιατί; Πληγώθηκε πάρα πολύ, γιατί πέθανε η κόρη της, χάθηκε η κόρη της. Αυτή, λοιπόν, έχοντας περάσει πολύ δύσκολα αντιμετωπίζει τους πάντες καχύποπτα, με ένα μίσος. Οπότε, λέει ότι αν, για [00:20:00]παράδειγμα, περάσεις έξω από το σπίτι της, το οποίο είναι ένα σπίτι που αναγκαστικά περνάς για να βγεις απ’ το χωριό, δεν πρέπει να είσαι καλλωπισμένος, δεν πρέπει να είσαι καλλωπισμένος. Γιατί, άμα είσαι καλλωπισμένος, κοπέλα, θα σε σταματήσει και έχει τον τρόπο να σε μαγέψει και να σε ρωτήσει: «Εσύ είσαι η κόρη μου;» και αν αυτή σου απαντήσει, που λογικά μαγεμένη όπως είναι με τα βουντού, θα της απαντήσεις: «Ναι!», τότε κατευθείαν σε ξεκοιλιάζει! Και, μάλιστα, βγάζει τα έντερα σου και τα κρεμάει σε ένα δέντρο δίπλα στο σπίτι. Αυτό λέγεται «μίνκι κουρμίνκι». Μίνκα είναι η Εμινέ. Τα πομάκικα ονόματα έχουν πολλές φορές μια κατάληξη, το «κα». Δηλαδή, «Μίνκα», «Ισίνκα», «Φατμίνκα» και πολλές φορές το «Φατ - », «Μ - », «Ισ - » φεύγει και μένει το «Μίνκα», «Ίνκα», «Κίνκα». Οπότε εδώ λέει: «Μίνκα κουρμίνκα», «κουρμίνα» είναι τα έντερα της Εμινέ, η οποία μάλλον ήταν κάποια Εμινέ, η οποία έκανε το λάθος και πέρασε καλλωπισμένη και έγινε το κακό. Θεωρώ ότι, κατά κάποιον τρόπο, θέλοντας να δείξουνε… Ξέρεις, αυτό… Μου ‘χε πει η γιαγιά μου, η συγχωρεμένη, ότι παλιά - λέει - φεύγανε πολλές κοπέλες απ’ το χωριό γισ να παντρευτούνε και μπορεί, για παράδειγμα, να μην δεχόταν ο πατέρας, δηλαδή, να μην ήταν θετικός σε έναν γάμο, οπότε το βράδυ έφευγε απ’ το χωριό, κλεβόταν με κάποιον άλλον και έφευγε. Οπότε θεωρώ ότι μάλλον αυτό ήτανε… Γιατί συνήθως άμα κάποιος ή κάποια πάει να παντρευτεί δεν πάει… Πάει λίγο κάπως, έχοντας βάλει ένα καλό ρούχο πάει να παντρευτεί. Οπότε για να αποφύγουμε αυτές τις περιπτώσεις έχουν βγάλει αυτή την ιστορία, την είχανε βγάλει λογικά, για να μην τολμήσει κάποια κοπέλα να παρακούσει τον γονέα, οπότε πολλές φορές δεν λέμε ότι: «Θα πρέπει να βρω τρόπους εγώ να τον πείσω, αφού δεν μπορώ να τον πείσω με τα λόγια μου, θα βρω έναν άλλον τρόπο να τον πείσω να μην το κάνει». Και τελειώνω… Ανάμεσα στη Γοργόνα, η Γοργόνα είναι η πρωτεύουσα του συμπλέγματος, στο χωριό που μένω, έχει μία χαράδρα που κάποιες μέρες τον χρόνο συμβαίνει ένα γεωλογικό φαινόμενο; Είναι κάποιοι υλοτόμοι; Τέλος πάντων, ακούγονται γντούποι… Ο λαός εκεί, παλαιότερα, είχαν πει ότι γίνεται γάμος, παντρεύονται τα φαντάσματα! Δηλαδή, όταν ακούς «ντουπ, ντουπ, ντουπ» εκεί, παντρεύονται τα φαντάσματα. Οπότε, τι κάνουμε όταν ακούμε φαντάσματα; Εξαφανιζόμεθα. Δεν πάμε εκεί να δούμε τι γίνεται, αν υπάρχει γάμος, ποια είναι η νύφη! Με το που ακούμε κάτι πρέπει να ‘χουμε εξαφανιστεί, γιατί αλλιώς θα μας βρει πολύ μεγάλο κακό. Οπότε, σε εκείνη την περιοχή μέχρι και πρότινος, και τώρα δεν περνάει κανείς. Δηλαδή, ακόμα και σήμερα, το να ξεκινήσεις με κάποιον που ξέρει την ιστορία, θα σου πει: «Δεν θα περάσουμε από δω! Θα κάνω τον κύκλο, τρία, τέσσερα χιλιόμετρα, θα περάσω από κει», «Γιατί;», «Γιατί υπάρχει αυτή η ιστορία». Μάλιστα, επειδή υπάρχει μία πηγή πάνω, πολλές φορές όταν νυχτώνει, οι γονείς πηγαίνουν και μαζεύουν τα παιδιά, μην ξεκινήσει κάποιος γάμος και τους βρουν εκεί. Πιστεύω και αυτό, κατά κάποιον τρόπο, φοβούμενοι κάτι; Μην ξεχνάμε ότι είναι μία περιοχή που υπήρχαν και αντάρτες, στον ανταρτοπόλεμο. Δηλαδή, ο παππούς μου μου ‘χε πει στον Εμφύλιο είχαν φύγει, υπήρχαν επιδρομές πολλών. Και κομιτατζήδων, αλλά και ανταρτών και μη ανταρτών και κάποιοι που δεν ήταν αντάρτες και το ‘παιζαν αντάρτες. Πηγαίναν, παίρναν τα φαγητά τους, παίρναν τα ζώα. Οπότε, κατά κάποιον τρόπο, έπρεπε να βρουν τρόπο να προστατευτούμε σε δύσκολες εποχές. Τώρα που είπα αντάρτες, και τελειώνω τελικά με αυτό, με αυτό θα τελειώσω, μία ωραία ιστορία είναι στην περιοχή, είναι όταν - ο παππούς μου μου την είχε πει -, είναι η ιστορία ενός μυστακοφόρου νέου από τη Γοργόνα, πολύ γενναίος, θαρραλέος. Ο οποίος όταν ειδοποιήθηκε ότι μια ομάδα κομιτατζήδων έρχεται προς την περιοχή, ενώ όλοι είχαν τραπεί σε φυγή, αυτός αποφάσισε ότι έπρεπε να μαζέψει κάποιους να αντισταθούν γιατί: «Ρε παιδιά, τα χωράφια μας!». Τέσσερις τον ακολούθησαν και υπήρχαν τα καρυοφύλλια, εκείνα τα καρυοφύλλια και στάθηκαν… Αυτός ο μυστακοφόρος λέγεται Αχμέτ και είναι ένας τρανός νέος, ένας μύθος. Τέσσερις νέοι με αρχηγό τον Αχμέτ απέτρεψαν την επιδρομή! Οπότε λέμε πολλές φορές, αν λέμε στην περιοχή σε κάποιο νέο: «Θα είσαι θαρραλέος σαν τον Αχμέτ! Θα είσαι γενναίος σαν τον Αχμέτ! Δεν θα επιτρέψεις να αδικηθείς, αλλά θα είσαι εκεί να πολεμήσεις!». Και τελείωσα με αυτό…
Πώς είπες το όνομά του;
Αχμέτ…
- Ολόκληρο; Κάπως -
Όχι, αυτό -
Δεν άκουσα. Ωραία, ωραία… -
Ήταν, πάντως, λένε μυστακοφόρος. Είχε ένα μεγάλο μουστάκι. Οπότε τον λένε ο «μυστακοφόρος» ή «ο Αχμέτ με το μουστάκι». Αυτό.
Ωραία. Αυτά για την ενδυμασία. Γιατί λέγαμε για τον πομακικό πολιτισμό. Κάποιο άλλο χαρακτηριστικό; Για παράδειγμα, τα τρόφιμα;
Τα τρόφιμα… Πολύ καλαμπόκι. Για παράδειγμα, θα σου πω τώρα την εποχή του Εμφυλίου, Β’ Παγκοσμίου, λίγο μετά, λίγο πριν… Η τροφοδοσία από την πλευρά της Ελλάδας ήταν αδύνατη, οπότε η κοινωνία αυτοσυντηρούνταν. Το καλοκαίρι υπήρχαν «τα ελέη του Θεού» - όχι τα «ελέη του Θεού», υπήρχαν, τέλος πάντων, της φύσης, τα φρούτα, τα λαχανικά, τα ζώα. Το χειμώνα, όμως, έπρεπε να βρουν άλλους τρόπους ή αυτά που είχαν αποθηκεύσει. Οπότε, τι κάνανε; Πηγαίνανε ομάδες ανδρών μέχρι τη Βουλγαρία όπου περνούσαν με πιστοποιητικό φρονήματος και αυτό που έβρισκαν ήταν καλαμποκόδεντρο. Το φύλλο του καλαμποκιού. Υπήρχε, λέει, σε αφθονία εκεί, όπου το έφερναν, το έβραζαν, το έκαναν σε μια μορφή σούπας. Υπάρχει πολύ, το καλαμπόκι χρησιμοποιείται αρκετά. Μετά από 'κει και πέρα, το κρέας. Δηλαδή, ένα από τα πιο παραδοσιακά φαγητά είναι το «κατσαμάκ». Νομίζω είναι εις την ελληνική, η μπομπότα, χωρίς να είμαι 100% σίγουρος. Το οποίο είναι καλαμποκάλευρο σμιλεμένο που έχει μέσα κομμάτια κρέατος, βούτυρο καθαρό και αυτό βράζεται σε μια κατσαρόλα. Είναι ένα καθαρά χειμωνιάτικο φαγητό. Αν φας πολύ, πας καρφί, τέτοιο… Δεν τρως πολύ, δηλαδή. Είναι καθαρά χειμωνιάτικο φαγητό για να σε κρατήσει. Μετά, από 'κει και πέρα, για παράδειγμα, υπάρχουν οι πίτες, «κλιν». Είναι φύλλα, τα οποία ανοίγουν και υπάρχει γέμιση μέσα, ρύζι, τυρί… Βασικά, ανάλογα το τι κυριαρχεί εκείνη την εποχή. Οι παραδοσιακές πομάκικες οικογένειες στα χωριά ακόμα και σήμερα προτιμούν να φτιάξουν το μεσημεριανό – βραδινό, τέλος πάντων, το φαγητό της ημέρας, με τα φαγητά που κυριαρχούν στην εποχή τους. Δηλαδή, με τα φαγητά της εποχής. Για παράδειγμα, το καλοκαίρι μπορεί να τρως και πέντε φορές τη μέρα ντομάτα. Γιατί η ντομάτα υπάρχει άφθονη στο μπαχτσέ, στην αυλή. Την εποχή λίγο αφού έχουν τεκνοποιήσει τα ζώα, που βγάζουν μεγάλες ποσότητες γάλακτος, τότε, εκείνη την εποχή που υπάρχει άφθονο το τυρί, το βούτυρο, εκεί είναι που… Αποθηκεύεται, βέβαια, αυτό. Βέβαια, πολλοί πουλάνε και στις εταιρείες, πλέον, ή και μόνοι τους, εννοώ ατομικά. Τον χειμώνα, κατά κύριο λόγο τον χειμώνα, για παράδειγμα, που γίνεται με το αλεύρι, με το αλεύρι που γίνονται οι πίτες, εκείνη την εποχή είναι η πατάτα, «πατάτνικ», είναι με γέμιση πατάτα. Ρυζάκι. Το ρύζι δεν ήξερα ποιας εποχής είναι, αλλά το χειμώνα, ρύζι, πατάτα, πάλι λίγο τυράκι που όσο να ‘ναι βρίσκεται… Εντάξει, σήμερα βρίσκονται όλα, απλά λέω ότι… Και ένα τρίτο χαρακτηριστικό νομίζω είναι οι σούπες. Οι οποίες σούπες, όμως, δεν είναι από αυτές τις σούπες που μπορούμε να φανταστούμε. Είναι σούπες, οι οποίες, μάλλον çorba, είναι τούρκικη λέξη, νομίζω, είναι με τραχανά, με ρύζι, που κατά κάποιο τρόπο σου βάζει έναν κύβο, ένα κομμάτι βούτυρο, νερό, λάδι, ρύζι και το ανακατεύει και το τρως και πολλές φορές είναι… Δεν τρώγεται, βέβαια… Δεν είναι… Και αν πάμε στα ποτά, τα πιο χαρακτηριστικά, τα οποία λατρεύω- να πάμε;
Φυσικά -
Είναι το-. Θα θυμηθώ, θα θυμηθώ, μέχρι να μου 'ρθει. Λοιπόν, είναι -. Το καλοκαίρι μαζεύουν πολλά φρούτα. Δηλαδή, για παράδειγμα και εγώ, το καλοκαίρι λίγο πριν περάσει η εποχή του, το φρούτο, οποιοδήποτε φρούτο, μήλα, αχλάδια, σταφύλια, κεράσι, τα πάντα… Τα μαζεύουμε και τα αποθηκεύουμε. Και, κυρίως, κράνα. Αυτά, λοιπόν, τον χειμώνα, αφού έχουνε παγώσει, τα ‘χουμε βάλει… Σήμερα υπάρχουν τα ψυγεία, παλιά τα βάζανε σε διάφορα μέρη… Αυτό, λοιπόν, βράζεται, όλα αυτά τα φρούτα μαζί σε μία κατσαρόλα για αρκετές ώρες και αργότερα πίνουμε [00:30:00]το ζουμί του. «Ράνγκελ», «ράνγκελ», λέγεται.
«Ράνγκελ»;
«Ράνγκελ» λέγεται… Άκου τώρα, θα σου πω μια ιστορία… Πολλές φορές, ο παππούς μου μου ‘χει πει, επειδή τώρα τελευταία κατά κάποιον τρόπο πίνω αρκετά από αυτό, μου λέει, πολλές φορές: «Πρόσεχε, μην μεθύσεις, πρόσεχε, μην μεθύσεις». Λοιπόν, πρόσφατα έμαθα ότι παλιά, μάλλον, βρίσκανε μεγάλες ποσότητες σταφυλιού. Και, μάλιστα, βάζανε ένα υλικό το οποίο ονομάζανε «χαρντάλ». Όταν το ‘κανα, πρόσφατα, μετάφραση μου έβγαζε σαν μετάφραση το «χαρντάλ», από εκδόσεις σε εκδόσεις, έτσι; Στο φυτό, τέλος πάντων, είναι, λέει, το φυτό της μουστάρδας. Παλιά, μάλλον, αυτά που βάζανε, προκαλούσανε μέθη. Και, πολλές φορές στα χωριά, απαντάται σαν το πομάκικο κρασί. Το «ράνγκελ» απαντάται σαν το πομάκικο κρασί. Δεν θα έλεγα ότι είναι αρκετά νόστιμο, είναι ανάλογα με το αν βάλεις αρκετά ζάχαρη, πίνεται. Εγώ που δεν βάζω ζάχαρη, βάζω μέλι, είναι, αλλά είναι… Μπορείς, δηλαδή, με το φαγητό, κυρίως με τα μακαρόνια πάει πάρα πολύ, νομίζω.
Σαν οινόμελο, δηλαδή. Οινόμελο.
Ναι, αυτό… Οινόμελο. Μετά από κει και πέρα, φυσικά, και σε φαγητά προχωράς και σε άλλα, εννοείται ότι μιλάμε για κτηνοτροφικές κοινωνίες, οπότε υπάρχουν άφθονα τα ζώα, κατσίκια, πρόβατα. Οπότε, φαντάζεσαι, τουλάχιστον σήμερα, πολύ συχνά είναι τα ψητά, οι σούβλες. Αλλά, κατά κύριο λόγο ακόμα και σήμερα… Α, επίσης! - Ξέχασα. Είναι το λάχανο. Λάχανο με κομμάτια κρέατος και λίπος. Από πολύ παλιά αυτό. Πάνω στη σόμπα τον χειμώνα, ένα λάχανο ή ο λαπάς, το φυτό, πώς λέγεται, λαπάς δεν λέγεται; Ο λαπάς, ένα από τα δύο, ό,τι υπάρχει εκείνη την εποχή, με κομμάτια κρέατος, βοδινό και μπόλικο λίπος, το οποίο βράζεται. Βγάζει μια χάλια μυρωδιά, αλλά είναι πάρα πολύ ωραίο όταν τρώγεται, είναι πάρα πολύ ωραίο και είναι από εκείνα τα φαγητά, τα οποία τα τρως το πρωί 05.30 η ώρα, πριν πας στα ζώα. Είναι καθαρά χειμωνιάτικο, για να κρατήσει. Και μετά, από 'κει και πέρα, πιο παλιά θυμάμαι, υπήρχαν πάρα πολλές επιλογές με το ψωμί. Δηλαδή, είχες ένα ψωμί, το οποίο εκείνο το ψωμί μπορείς, για παράδειγμα, αν είχαν περάσει πολλές μέρες, εκείνο το πολύ το έκανες λίγο στο νερό μαζί με το γάλα, έβαζαν μέσα διάφορα, όπως, για παράδειγμα, λίγο μυζήθρα, βάζανε συνήθως λίγο κρέας, το ανακατεύανε και γίνονταν ένα. Δηλαδή, το ψωμί απαγορεύεται να πεταχτεί. Δηλαδή, σε ένα πομάκικο σπίτι δεν πετάγεται ψωμί. Το ψωμί θα πρέπει να μείνει. Θα το φας! Όσο χάλια κι αν είναι, πρέπει να φαγωθεί.
Μάλιστα. Θυμάμαι τώρα μία πίτα, αν θυμάμαι καλά, «ματραβάκ».
Ναι, το «μαρταβάκ» δεν είναι πίτα. Το «μαρταβάκ» είναι αυτό που είπαμε πριν, το «κατσαμάκ», η στολισμένη του έννοια. Που έχει μέσα το καλαμποκάλευρο, μυζήθρα, τυράκι, το κρεατάκι του, καθαρό βούτυρο… Βούτυρο πρέπει να είναι καθαρό για να βγάλει και το ζουμί και όλα αυτά και μετά, από 'κει και πέρα στολίζεται αναλόγως. Δηλαδή υπάρχουν πάρα πολλοί, οι οποίοι βάζουν, για παράδειγμα, χορταρικά, λάχανο μέσα και το στολίζουν. Το «μαρταβάκ» είναι η εξελιγμένη εκδοχή, μάλλον να το πω έτσι η πιο σύγχρονη εκδοχή του «κατσαμάκ». Το «κατσαμάκ» είναι καλαμποκάλευρο, κρέας και βούτυρο. Το «μαρταβάκ» είναι τα προηγούμενα, αυτά που είπαμε, έχει μέσα, όμως, μυζήθρα, τυρί, βάζουνε λαχανικά, ντομάτα, το μιξάρουνε μέσα, βράζεται. Πολλές φορές μπορεί να τηγανιστεί κάτι και να μπει μέσα στο «μαρταβάκ».
Κατάλαβα. Θα μπορούσες να μας περιγράψεις πώς είναι μία εβδομάδα, η καθημερινότητα ενός έφηβου πομακόπουλου, ας πούμε στο χωριό σου. Ας πούμε, Νοέμβριο μήνα, έτσι, μέσα στη σχολική χρονιά. Πώς περνάει τον χρόνο του; Είναι το σχολείο. Μετά ποιες δραστηριότητες έχει, πώς γεμίζει-
Τώρα, ανάλογα… Για παράδειγμα, αν τώρα μιλήσουμε για έναν έφηβο που πάει Γυμνάσιο – Λύκειο, αν μιλάμε για αυτό, αυτό συνήθως, αυτό το παιδί συνήθως όταν γυρίσει από το σχολείο, θα πάει λογικά σε κάποιο φροντιστήριο. Φυσικά στα χωριά δεν υπάρχουν φροντιστήρια. Φροντιστήρια έχουν τα μεγάλα χωριά, όπως είναι η Σμίνθη ή Ξάνθη. Ή, μπορεί να ξανακατέβει στην Ξάνθη να πάει φροντιστήριο. Αλλά, εκτός αυτού, πολλά παιδιά πηγαίνουνε, πλέον, σε αθλητικές ακαδημίες, κάνουν τέχνη, χορό. Αυτά, όντως, ακόμα δεν υπάρχουν στα Πομακοχώρια, αυτά για να γίνουν κατεβαίνουν Ξάνθη. Τώρα, αν μιλήσουμε για κάποιον που είναι μέσα στα Πομακοχώρια, εκτός από τον υπολογιστή και το tablet και το κινητό, το οποίο είναι πλέον σε αφθονία, συνήθως υπάρχει η μάζωξη σε καφενεία, σε σπίτια ή σε διάφορα στέκια. Κυρίως, δηλαδή, τον Νοέμβριο, αν έχει κρύο, θα είναι μέσα σε κάποιο σπίτι ή κάποιον χώρο που έχουν βρει η νεολαία, τα παιδιά, οι νέοι για να μαζεύονται. Εκεί, ξέρεις τι συμβαίνει εκεί; Εκεί βάζουν στόχους τα κορίτσια: «Εμένα μ’ αρέσει αυτή! Οκ, πρέπει να βρούμε τρόπο να τη ρίξουμε». Με τα μηχανάκια. Ένα μέσο μεταφοράς είναι αναγκαίο. Δηλαδή, θυμάμαι εγώ είχα μηχανάκι από τα δεκατέσσερά μου. Άρα μιλάμε για μία εποχή που δεν περνούσε λεωφορείο απ’ το χωριό. Οπότε, όταν επέστρεφα απ’ το σχολείο πολλές φορές δεν σήμαινε εγώ άμα σχολάσω 2 η ώρα, ότι θα περάσει κάποιος 2 η ώρα να με πάρει. Μπορεί να μην περνούσε και ποτέ. Οπότε, καλύτερα θα ήταν να ‘βρισκα μέχρι ένα σημείο με κάποιον να έρθω και εκεί με το μηχανάκι να ανέβω προς τα πάνω. Οπότε, λοιπόν, αφού έχουμε τα μηχανάκια, αλλά και, γενικά, για μεταφορές, δηλαδή, και να θέλουμε για τη βόλτα και για την μόστρα, που λέμε, με τα μηχανάκια πηγαίναμε σε μεγαλύτερα χωριά. Όπως είπαμε η Σμίνθη, όπου έχει καφετέριες, όπου και εκεί μαζεύονταν. Βέβαια, τώρα τελευταία, γίνεται μια προσπάθεια… Εδώ, για παράδειγμα, η Γοργόνα, για μικρότερα φυσικά παιδιά, κάναμε την αθλητική ακαδημία. Ήρθε η «Ασπίδα Ξάνθης» που είναι ένα αθλητικό σωματείο της Ξάνθης, αρκετά γνωστό, έκανε ακαδημία στη Γοργόνα για παιδιά σχολικής ηλικίας, όχι εφήβους. Έχουμε Κ.Δ.Α.Π., κοινωνικά φροντιστήρια και γίνονται προσπάθειες διάφορες από συλλόγους να γίνει κάτι περισσότερο. Βέβαια, υπάρχουνε μεμονωμένα. Δηλαδή μπορεί, για παράδειγμα, να υπάρχει - θα σου πω χαρακτηριστικά - τρία κορίτσια, τα οποία λατρεύουν τη ζωγραφική και, ουσιαστικά, στο χωριό έχουν κάνει, να το πω, σαν ατελιέ. Οι οποίες περνάνε το χρόνο τους ζωγραφίζοντας και, μάλιστα, έχουν και καλό χέρι. Δεν είναι, δηλαδή… Ή, όπως πρόσφατα ενημερώθηκα, στον Κένταυρο υπάρχει μία κοπέλα, η οποία είναι σχεδιάστρια ξύλου. Νομίζω επαγγέλλεται πλέον αυτό το πράμα. Μπορείς να της παραγγείλεις, ξέρω 'γω, να σου φτιάξει ένα δωμάτιο και το δωμάτιο αυτό να είναι κατά κύριο λόγο από ξύλο ή να ‘χει μια θεματική που να ‘χει κάνει με το ξύλο. Υπάρχουν πρωτοβουλίες και νομίζω όσο περνάει ο καιρός, όσο σιγά – σιγά εναρμονιζόμεθα με τη φύση, με την παράδοση και με την εξέλιξη, αυτό μόνο καλό έχει να κάνει. Το θέμα είναι να μην μείνουμε κάπου κολλημένοι. Ούτε μόνο στην εξέλιξη, ούτε μόνο μπροστά στο κινητό, ούτε μόνο στην παράδοση. Γιατί, όσο να ‘ναι. άμα μείνουμε κολλημένοι στην παράδοση, στο παλιό και χάσουμε το τρένο της εξέλιξης, θα μείνουμε πίσω. Και, φυσικά, και την προσωπική μας εξέλιξη. Γιατί, νομίζω ότι όλα αρχίζουν και τελειώνουν εκεί. Δηλαδή το θέμα είναι να εξελίξεις τον εαυτό σου την ίδια εποχή που εξελίσσεται η εποχή, η κοινωνία, οι επικοινωνίες, οι κοινωνίες, τα πάντα… Τώρα, θεωρώ ότι σε λίγα χρόνια, βλέποντας μάλλον, να προοικονομήσω κάτι, πιστεύω ότι σε λίγα χρόνια και όχι πολύ μακριά, ότι στα Πομακοχώρια εδώ, στην Ξάνθη, θα έχουμε ραγδαίες εξελίξεις, θετικές. Υπάρχει, πλέον… Φαντάσου ότι υπάρχουν παιδιά, οι οποίοι σπουδάζουν μουσική. Είναι πλέον μουσικοί, δεν έχουν βγάλει απλά ένα όργανο, έχουν τελειώσει σχολή, πανεπιστημιακή σχολή, μουσική. Υπάρχουν παιδιά που πηγαίνουνε υποκριτικές… Και όχι μόνο με την τέχνη, δεν βάζω μόνο με την τέχνη, απλά θέλω να πω ότι έχουμε ξεφύγει εντελώς από το τρίπτυχο Νομική – Παιδαγωγικό – Ιατρική. Που μέχρι το 2005, για παράδειγμα: «Τι πέρασες;», «Νομική», «Α, εντάξει». «Τι πέρασες;», «Ιατρική», «Ω, μια χαρά». «Τι πέρασες;», «Αρχιτέκτων μηχανικός», «Τι θα σπουδάσεις;». Δεν το αναγνωρίζουν σαν σχολή αυτό, δεν υπάρχει στο τέτοιο, δεν αναγνωρίζεται. Έχουμε ξεφύγει από τη στενομυαλιά που είχαμε, γιατί παλιά υπήρχε η κοινωνική αναγνώριση και το παιδί σου… Φαντάσου τώρα σε μια εποχή που ήταν όλοι καπναπαραγωγοί, οπότε αν έλεγες: «Ο γιος μου είναι δικηγόρος», «Ω, δικηγόρος! Μπράβο». Κοινωνική αναγνώριση, «Μπράβο του», πολλά λεφτά και, και, και.Αυτό, όμως, μπούκωσε. Σε κάποια φάση όλοι έγιναν, δηλαδή, όλοι σπούδασαν. Θεωρώ, όμως, ότι αυτό το άνοιγμα της κοινωνίας, γιατί πλέον - πίστεψε με – δεν είναι πολλά τα χωριά που έχουν μείνει [00:40:00]κολλημένα στη στενομυαλιά τους, δηλαδή, στο στενόμυαλο. Τα περισσότερα χωριά βλέπουν την εξέλιξη και το θετικότερο είναι ότι οι περισσότεροι ζούνε την εξέλιξη, την προσωπική τους, μαζί με την εξέλιξη του τόπου, το βλέπουν. Χαρακτηριστική περίπτωση, για άλλη μια φορά θα πω, είναι η Σμίνθη που έχουν ανοίξει πολλά μαγαζιά, φυσικά, τα πιο πολλά είναι καφέ, αλλά επενδύουν στον τόπο. Και δεν είναι μόνο η Σμίνθη, είναι και άλλα χωριά. Και, τώρα, πρόσφατα, ένα παιδί, το οποίο έχει σπουδάσει ραπτική, ανοίγει, φτιάχνει, νομίζω, έναν συνεταιρισμό, ένα μαγαζί πάνω στη Σμίνθη που θα ράβει και δικά του ρούχα. Κάτι πάρα πολύ θετικό. Οπότε, πιστεύω ότι τα επόμενα χρόνια θα δούμε καλά πράγματα… Εκτός φυσικά ότι θα πρέπει να αναπτυχθεί γενικά και η περιοχή και τουριστικά να αξιοποιηθεί και σε σχέση με τις κλιματικές αλλαγές, με το πράσινο. Είναι μία περιοχή που είναι πολύ πράσινη ακόμα. Δεν έχει, να το πω έτσι, αξιοποιηθεί με την κακή έννοια του όρου. Δηλαδή, να υπάρχει καμία αποψίλωση, να έχουν φύγει όλα τα δέντρα για να γίνουν, ξέρω 'γω τι. Υπάρχει πολύ πράσινο, τα ποτάμια υπάρχουν ακόμα, καθαρά νερά. Οι πιο πολλοί, αυτοί που δουλεύουν τα χωράφια έχουνε μείνει στον παλιό τρόπο, που δεν βάζαν φυτοφάρμακα ή βάζαν ελάχιστα και τα πιο ελαφριά του είδους. Οπότε, πιστεύω, έχει μείνει ακόμα, είναι ακόμα καθαρό το περιβάλλον. Και, νομίζω οι περισσότεροι το έχουμε καταλάβει πλέον ότι όσο καθαρότερο μείνει, τόσο καλύτερο και για εμάς.
Ωραία. Σε ένα προηγούμενο πλαίσιο, πάλι του πολιτισμού, επειδή ανέφερες για τη μουσική -
Ναι -
Υπάρχει παραδοσιακή πομακική μουσική;
Φυσικά… Λοιπόν, τώρα πρόσφατα, ξέρετε, πέθανε ο Μουσταφά Αχμετσίκ, στα πομάκικα ο «μούτε ασμάνοφ», ήταν ένας μουσικός της Σμίνθης. Έπαιζε σάζι και τραγουδούσε στα πομάκικα. Αυτή, ίσως, είναι η πιο σύγχρονη πλευρά, της παλιάς πλευράς της πομάκικης μουσικής. Τώρα, ποιο είναι το πρώτο όργανο που εμφανίζεται στις εξιστορήσεις; Η φλογέρα, η φλογέρα! Δεν υπάρχει ιστορία τσομπανάκου σε πομάκικες ιστορίες που να μην έχει μία φλογέρα. Φυσικά, αυτός ο τσομπανάκος, συνήθως, με τη φλογέρα του τι κάνει; Μαγεύει την κοπέλα, την κόρη ενός άλλου τσομπάνου που την κλέβει, την παντρεύεται ή σώζει τα κατσίκια του, τα ζώα του, τέλος πάντων, από τον λύκο, από την καταστροφή. Είναι η φλογέρα… Η φλογέρα μέχρι και πρότινος, ακόμα και σήμερα αν βρεθείτε ποτέ σε κάποιον πολύ παραδοσιακό γάμο, χρησιμοποιείται καθαρά η φλογέρα. Φλογέρα και τύμπανο. Τύμπανο. Είναι ένα τενεκεδένιο υλικό, το οποίο έχει απ’ τη μία του πλευρά λίγο «τενεκέ» να το πω έτσι, δεν ξέρω τι υλικό είναι, δεν είναι σίδερο ακριβώς, είναι, τέλος πάντων, και από την άλλη έχει δέρμα ζώου, κατσικιού. Το οποίο, επίσης, όταν χτυπηθεί από τη μία πλευρά βγάζει άλλον ήχο, απ’ την άλλη άλλον ήχο και με τη συνοδεία του χτυπήματος αυτού, το «πανάρε», έτσι λέγεται, και με της φλογέρας, χορεύουν στους γάμους. Θα μου πείτε, υπάρχει πομάκικος χορός; Δεν θα πω ότι υπάρχει πομάκικος χορός με την έννοια όπως λέμε κρητικά, ποντιακά. Θα πω ότι υπήρχε μία μορφή, υπήρχε μία έκφραση του ανθρώπου ότι μπορεί να χοροπηδούσε λίγο, έκανε μια γυροβολιά, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί και χορός. Χωρίς να υπάρχει, όμως, κάτι συστηματικοποιημένο, να πούμε ότι υπάρχουν τρία βήματα μπροστά, τρία πίσω, πιο ελεύθερο. Τώρα, εδώ, η μουσική, σήμερα για παράδειγμα, έχει εξελιχθεί. Σήμερα δεν υπάρχουν νέοι, οι οποίοι να εξελιχθούν στην πομάκικη μουσική, δεν υπάρχει. Πού; Δεν υπάρχει κάποιος να διδάξει. Υπάρχουν μόνο μερικοί, οι οποίοι έχουν βιώματα από κάποιον παππού, κάποιοι που ενδιαφέρονται, ενδεχομένως και ερευνητικά, μαθαίνουν σιγά – σιγά, υπάρχει μία πολύ μεγάλη γκάμα ηχογραφήσεων από βιβλία που υπάρχουν και CD τα οποία πωλούνται, υπάρχουν και στο διαδίκτυο με πομάκικη μουσική, η οποία… Έχει να κάνει και η γκάιντα, παρόλο που δεν είναι και πολύ διαδεδομένη, «σακούλεν», έτσι λέγεται, «σακούλεν», η γκάιντα, υπάρχει σε μερικά σημεία, σε κάποια χωριά, κυρίως στα χωριά του Ωραίου, αρκετά ψηλά, όπου η γκάιντα χρησιμοποιείται σε κοινωνικές συναθροίσεις ή ακόμα είναι και το όργανο της παρέας. Αλλά πιο κάτω, πιο προς τα εδώ, πιο κοντά στην πόλη, έχουμε κυρίως τη φλογέρα και εκτός από τον Μουσταφά που ήταν αυτός ο «μούτε», ο οποίος ήταν η μόνη εξαίρεση, που έπαιζε σάζι. Όλο του τον καιρό, δηλαδή, όλη του η μουσική… Ο οποίος πήρε μέρος σε αρκετές συναυλίες και στην Ξάνθη. Πιο παλιά ήταν ο άνθρωπος, ο οποίος διασκέδαζε τον κόσμο στους γάμους, στα μπαϊράμια, τα οποία πήγαινε εκεί με το σάζι, τραγουδούσε πριν εμφανιστούν τα ραδιόφωνα, τώρα μιλάμε, μπορεί και δεκαετία του ‘80 και ‘70. Φυσικά και αυτόν και η εξέλιξη, κατά κάποιον τρόπο, τον άφησε πίσω αλλά τώρα κοντά, όσο σιγά – σιγά, γιατί τον τελευταίο καιρό πολλοί Πομάκοι κοιτάζουν και πίσω μουσικά για τις ρίζες. Καταλαβαίνουν ότι έχουν υπάρξει κάτι από πίσω, δηλαδή δεν είναι ότι βγήκαν από το πουθενά. Άρχισαν σιγά – σιγά να κάνουν μια αναζήτηση, μια έρευνα, βγήκε στην επιφάνεια ο Μουσταφά, έπαιξε μεν, τώρα όμως συγχωρέθηκε, τώρα κοντά. Μπορώ να πω ότι, αν το δούμε και λίγο πιο παραδοσιακά, αρκετά, όμως, πιο πίσω, μπορώ να πω ότι… Εκατό χρόνια πριν; Μπορεί και πιο πριν, από μαρτυρίες που έχω, δεν ξέρω τώρα αν θα θεωρηθεί αυτό, βέβαια, μουσική, είναι, υπήρχε, χτυπούσαν διάφορα ξύλα και διάφορα όργανα. Μου ‘χει πει, για παράδειγμα, ο παππούς μου ότι του ‘χε πει ο πατέρας του, ότι όταν υπήρχε ένας γάμος ή, ξέρω 'γω τι, υπήρχε μια εξέδρα, όπου υπήρχαν δύο – τρεις, οι οποίο ήξεραν τον ρυθμό, γνώριζαν ρυθμό και χτυπούσαν ξύλα, χτυπούσαν, κατσαρόλες χτυπούσαν, δεν ήταν ακριβώς όργανα, αλλά έβγαζαν έναν ρυθμό. Έναν ρυθμό, ο οποίος έδινε τον ρυθμό στο γάμο, έδινε τον ρυθμό «θα βγει η νύφη», «θα βγει ο γαμπρός», πάντως υπήρχε ένας ρυθμός και αυτός ο ρυθμός ήταν ένας μουσικός ρυθμός. Αυτό…
Μάλιστα, πολύ ενδιαφέρον. Μου θυμίζει… Νομίζω αυτό είναι και είδος μουσικής που με ξύλα και -
Ναι… Για μένα… Εγώ θεωρώ ότι κατά κάποιο τρόπο ένιωθαν, πρέπει να ήταν πολύ ξερό, χωρίς ουδεμία υπόκρουση το να γίνει μια τελετή, οπότε σιγά – σιγά βρήκαν έναν τρόπο. Και, τώρα, φαντάζομαι ότι πριν τόσα χρόνια σε κτηνοτροφικές κοινωνίες και, μάλιστα, σε κοινωνίες που έλειπε η εκπαίδευση, γιατί δεν θα ήταν εύκολο κάποιος να μάθει μουσική. Οπότε, υπήρχαν κάποιοι που είχαν τον ρυθμό μέσα τους, έχοντας το ρυθμό μέσα τους, βρήκαν δυο – τρία υλικά της φύσης, στο σπίτι, κάποια υλικά, τα οποία κατάλαβαν ότι άμα παίξουν με έναν στάνταρ ρυθμό, θα βγάζουν έναν ρυθμό, έναν ήχο, το οποίο θα ‘δινε και μια πνοή, τέλος πάντων, θα ‘δινε και μια δυναμική στο όλο συμβάν εκείνη την ώρα, οπότε ναι.
Τώρα μια κουτσομπολίστικη ερώτηση -
Ναι -
Επειδή ανέφερες το Ωραίο. Αληθεύει ότι η σύζυγος του Tom Hanks, του οσκαρικού ηθοποιού, κατάγεται απ’ το Ωραίον της Ξάνθης;
Το Ωραίο είναι το τελευταίο χωριό που εξισλαμίστηκε. Το ήξερες; Το Ωραίον, υπήρχανε χριστιανικοί πληθυσμοί, Ωραίον και πέριξ του Ωραίου, μέχρι και το 1960. Οι οποίοι, βέβαια, αργότερα είτε έφυγαν προς Ξάνθη είτε έφυγαν και… Ναι, επίσης, άκου τώρα ποια είναι η ιστορία. Λοιπόν, η σύζυγος του Tom Hanks, η Rita Wilson, ο πατέρας της και ο παππούς της είναι που κατάγεται από το Ωραίον της Ξάνθης. Βέβαια, αυτή όταν κάποια στιγμή άρχισε να ψάχνει τις ρίζες της, κατάλαβε… Αρχικά τις βρήκε στη Βουλγαρία, στη βουλγάρικη πλευρά της Ροδόπης, να το πω έτσι. Αργότερα, όμως, με το ψάξε – ψάξε, βρήκε ότι έχει και σπίτι, έχει και ένα σπίτι παλιό, το οποίο έχει ανακαινίσει, το ‘χει φτιάξει και, μάλιστα, τώρα κοντά και διατηρεί και μια βιβλιοθήκη εκεί. Η οποία τη βιβλιοθήκη τη διατηρεί σε άριστη κατάσταση, τη χρηματοδοτεί η ίδια και, φυσικά, έχει πει ότι μέσω εκείνης της βιβλιοθήκης μπορεί κάποιος να ‘ρθει σε επικοινωνία μαζί της σε περίπτωση καταγραφής του πολιτισμού; Καταγραφής κάποιας ιστορίας; Θα φτάσει μέχρι και το Hollywood, οπότε ευκαιρία να πάμε στο Hollywood.
Έχει τύχει να έρθει προς τα εδώ η ίδια ή μόνη της ή με το σύζυγο;
Η ίδια έχει έρθει, τουλάχιστον, τρεις φορές από ό,τι ξέρω, τουλάχιστον τρεις. Μια φορά έχει έρθει και ο Tom, ο Hanks! Μια φορά έχει ανέβει και πάνω. Και, μάλιστα, όταν ανέβαινε πάνω, τότε εγώ δούλευα στο Πίλημα, σε μια ταβέρνα και, μάλιστα, έγινε μεγάλο σούσουρο. Ότι θα ανέβαινε και εμείς περιμέναμε μήπως έρθει και σε εμάς, αλλά είχαν ανέβει σαν ζευγάρι μια φορά. Αλλά, η Rita τουλάχιστον τρεις φορές έχει έρθει, μπορεί και παραπάνω. Τρεις φορές σίγουρα, γιατί νομίζω ότι η ίδια επέβλεπε και τις εργασίες και στο σπίτι, στην αναστήλωση, στην αναπαλαίωση, ξέρω 'γω, στην, αλλά και της βιβλιοθήκης και [00:50:00]νομίζω το σπίτι της είναι η βιβλιοθήκη. Είναι εκεί κοντά στο δημοτικό σχολείο, πάνω – κάτω, σε ένα κεντρικό σημείο. Θεωρώ τρομερή πρωτοβουλία, δηλαδή κάτι πάρα πολύ θετικό, γιατί, όπως είπαμε και πριν, είναι ένας πολιτισμός, ο οποίος τον αγνοούμε. Δεν τον μαθαίνουμε, δεν είναι εύκολο να μάθει ένας νέος. Για να μάθει ένα πομακόπουλο τον πολιτισμό του, πρέπει να ψάξει ο ίδιος, δεν τον μαθαίνει. Δηλαδή, η σύγχρονη γενιά δεν την εκτιμάει και πολύ. Θα μου πείτε: «Γιατί;». Θα πω: «Για πολλούς λόγους!». Για πολιτικούς, για ιδεολογικούς, για τον άλφα, βήτα λόγο, μαθαίνουμε άλλα πράγματα, άλλα πράγματα… Οπότε, για να μάθεις και να πας, όπως για παράδειγμα… Τώρα, που λες, τι έμαθα; Υπάρχει μια μέρα, που δεν θυμάμαι το όνομά της, θα το μάθω, θα το θυμηθώ, είναι ένα φαινόμενο, το οποίο απαντάται στις περιοχές της Θράκης, γενικά. Δηλαδή, δεν είναι μόνο της Ροδόπης. Αλλά, στην περιοχή του Εχίνου, και αυτό γινόταν μέχρι και πρόσφατα, πριν είκοσι, τριάντα χρόνια, μπορεί και πρόσφατα, παιδιά την τρίτη, τέταρτη μέρα της Πρωτοχρονιάς, βάζανε στολές, βαφόντουσαν και πηγαίνανε το βράδυ και τρομάζανε τους συγχωριανούς και τους δίνανε γλυκά. Θα μου πείτε: «Είναι το Halloween;». Κάτι σαν το Halloween είναι, αλλά δεν είναι το θέμα η αντιγραφή, είναι, υπάρχει. Και, σήμερα ακόμα, γίνεται σε διάφορες περιοχές. Δηλαδή, εδώ τώρα στα Πομακοχώρια δεν ξέρω αν γίνεται, δεν έχω ρωτήσει, δεν νομίζω να γίνεται κάπου, αλλά στη βουλγάρικη πλευρά της Ροδόπης αλλά και Πομάκοι που ζουν στην Τουρκία το κάνουν ακόμα. Και, μάλιστα, τις προάλλες υπήρχε και αφιέρωμα ότι είναι ένα θρακιώτικο γεγονός, δεν είναι δηλαδή καθαρά πομάκικο γεγονός. Είναι ένα θρακιώτικο γεγονός, το οποίο είναι ή στην πέμπτη, νομίζω στα Φώτα, την έκτη μέρα, νομίζω στα Φώτα. Μια μέρα πριν, μια μέρα μετά, στα Φώτα, κάπου εκεί, είναι κατά κάποιον τρόπο μια καρναβαλίστικη-. Ξέρετε ότι οι Πομάκοι μέχρι πρόσφατα υπήρχαν οι «κουντουνάρετε». Ξέρετε τι είναι οι «κουντουνάρετε».
Δεν ξέρω, αλλά φαντάζομαι.
Οι «κουδουνάρηδες». Είναι ένα καρναβαλικό, παγανιστικό έθιμο, το οποίο μάλιστα σε μία περιοχή βόρεια των Κιμμερίων, πάνω από τα Κιμμέρια-. Τα Κιμμέρια είναι ένα χωριό κοντά στην Ξάνθη, πάνω από τα Κιμμέρια σε ένα σύμπλεγμα χωριών, που νομίζω, όμως, δεν κατοικείται πλέον, ο Έρανος, υπάρχει και νεκροταφείο «κουδουνάρηδων». Γιατί οι «κουδουνάρηδες» εκείνη την εποχή είχε να κάνει και με τη σχέση, δηλαδή ο πιο καλός «κουδουνάρης» παντρευόταν την καλή του χωριού, την όμορφη, την προυχόντισσα του χωριού. Οπότε, πραγματικά, ήταν ένας αγώνας μέχρι τέλους. Δηλαδή, αυτός που χόρευε; Αυτός που χτυπούσε τα κουδούνια καλύτερα; Πολλές φορές, επειδή καβαλούσαν και άλογα, κατά κύριο λόγο πέθαινε πέφτοντας από τα άλογα. Γιατί φαντάζεσαι ότι τρόμαζαν τα άλογα. Ξαφνικά, μπαμ, μπαμ, μπαμ, τρόμαζαν, άρχιζαν να τρέχουν, να κάνουν, να ράνουν. Οπότε, δεν ξέρω, προσπάθησα να κάνω τη σύνδεση αυτή των «κουδουνάρηδων», παγανιστικό, καρναβαλιστικό έθιμο μήπως με αυτό, το οποίο, όμως, αυτή τη στιγμή, πώς λεγότανε; Θα στο στείλω σε e mail. «Ντεβέ», κάπως έτσι. Μήπως έχει καμία σύνδεση. Δηλαδή, «κουδουνάρηδες» υπάρχουν και στη Δράμα «κουδουνάρηδες», δηλαδή υπάρχουν παντού, δεν είναι καθαρά πομάκικο έθιμο. Οπότε, αυτό που ήθελα να πω είναι ότι εγώ δεν το ‘ξερα αυτό. Αυτό που έλεγα πριν ότι δεν μπορείς να μάθεις εύκολα την πομάκικη ιστορία, δεν στη λέει κανένας. Και οι ίδιοι οι Πομάκοι δεν στη λένε, πρέπει να ψάξεις για να βρεις. Ψάχνοντας, λοιπόν, βρήκα ότι υπάρχει αυτή επίδραση των Πομάκων από τις γύρω περιοχές. Φαντάζομαι θα υπήρχε μια επαφή. Δεν μπορεί ξαφνικά, φαντάζομαι, κάποιος ξαφνικά να είπε: «Οκ, σήμερα θα γίνουμε «κουδουνάδες» ή την τάδε μέρα». Υπήρχε μια… Υπήρχε κάποια γιορτή, υπήρχε κάποιος ο οποίος γύρισε με το εμπόριο, στρατό, κάποιος πόλεμος, δεν ξέρω τι, κάποιος που πήγε να δουλέψει κάπου αλλού, είδανε κάποια χαρακτηριστικά τα οποία μετέφεραν και, φυσικά, το ένα, έφερε το άλλο. Και, οι τεκέδες… Υπάρχουν, νομίζω, στα Πομακοχώρια τρεις, τέσσερις τεκέδες. Τεκέδες είναι τα λεγόμενα παρεκκλήσια. Λοιπόν, οι τεκέδες είναι αφιερωμένοι σε πολύ πιστούς μουσουλμάνους, τοπικού χαρακτήρα, όχι κάποιος ο οποίος ήταν στην κεφαλή της θρησκείας, ήτανε, ξέρω 'γω, ο πολύ πιστός και ήταν ο επιβλέπων του τζαμιού της Σμίνθης. Αλλά επειδή ήταν πολύ πιστός, πολύ αγαθός άνθρωπος, βοηθούσε κι ήταν αυτό που λέω άνθρωπος του Θεού, όταν πέθαινε, του αφιερωνόταν ένας χώρος, χτιζόταν ένας τεκές, ο «τεκές του Αχμέτ του Ιρφάν» και πηγαίνεις εκεί, πλένεσαι, παίρνεις δηλαδή απτές. Στην ισλαμική θρησκεία πρέπει να πλύνεις τα μέρη του σώματος σου, χέρια, πόδια, κεφάλι μέχρι τον αγκώνα και να μπεις μέσα να πεις μια προσευχή. Είναι το λεγόμενο παρεκκλήσι. Λοιπόν, οι «κουδουνάδες» ξεκινούσαν από τους τεκέδες, γιατί; Θεωρώ ότι υπήρχε μία σύνδεση παγανιστική σε σχέση, πάντα, με τον Θεό. Δηλαδή, ήταν ένα διονυσιακό στοιχείο; Ήταν κάτι το οποίο μπορούμε να πούμε ότι: «Οκ, ότι απλά τύχαινε»; Μπορεί και να τύχαινε. Απλά πιστεύω ότι, επειδή η έρευνα που έχω κάνει εδώ είναι ότι τουλάχιστον σε δύο μέρες που υπήρχανε, που υπήρχε στην περιοχή των Σατρών, «κουδουνάδες», και των Κιμμερίων και οι δύο, ξεκινούσαν σε μία περιοχή πέριξ του τεκέ. Οπότε υπήρχε ενεργειακό τοπίο στον χώρο που τους τραβούσε; Εγώ θεωρώ ότι υπήρχε μία σύνδεση που να μην την ξέρανε ούτε και οι ίδιοι. Ένα παράδειγμα, γιατί γίνεται η σέντρα στο κέντρο του γηπέδου; Δεν ξέρει κανείς. Γίνεται. Μπορεί να μην το ξέρανε και οι ίδιοι. Απλά, θεωρώ ότι κάπως, στο πέρασμα των χρόνων, υπήρχε αυτή η σύνδεση με τον Θεό, με την θρησκεία ή με τη φύση. Η φύση! Και η φύση παίζει τεράστιο χώρο. Λοιπόν, όταν αρρωστήσει ένας Πομάκος πολύ, όταν αρχίσει να μην υπάρχουν και πολλές ελπίδες ή, μάλλον, όταν πλέον έχουμε στραφεί προς τον Θεό, στρεφόμαστε προς τον Θεό και προς τη φύση. Πάμε, κρεμάμε ένα αγαπημένο του αντικείμενο σε ποτάμι. Γιατί το ποτάμι, το νερό, εκτός από ιαματικές λειτουργίες, έχει και τον εξαγνισμό. Πάμε, λοιπόν, παίρνουμε ένα μπουφάν του, ένα σάλι του, ρολόι, τα πάντα. Το κρεμάμε, το αφήνουμε, σίγουροι ότι θα το χτυπήσει το νερό, δηλαδή, αρκετά χαμηλά το κρεμάμε μήπως και, με αυτόν τον τρόπο, η φύση βοηθήσει στο να φύγει το κακό. Υπάρχει η σύνδεση της φύσης. Και μιλάμε για μια περιοχή, η οποία έχει επιβιώσει χάρη στη φύση. Γιατί το λέω αυτό; Θυμάμαι μαρτυρίες που μου λένε ότι, για παράδειγμα, υπήρχαν πολλά χρόνια κυρίως σε εμφύλιους, σε πολέμους, σε καταστροφές, λιμοί, καταποντισμοί, τέλος πάντων. Έχοντας τα λαχανικά μας, τους σπόρους μας, κάποια ζώα, καταφέραμε και επιβιώσαμε. Για αυτό, αυτό είναι πριν το αλεύρι, το αλεύρι το έφτιαχναν μόνοι τους σε νερομύλους. Υπάρχουν και σήμερα, υπάρχουν δυο, τρεις νερόμυλοι, οι οποίοι μάλιστα χρήζουν οπωσδήποτε αποκατάστασης, λίγο να αξιοποιηθούν, να πάνε λίγος κόσμος. Ήταν η πηγή επιβίωσης για τον κόσμο, είχαν το δικό τους το σιτάρι, ό,τι είχαν, πηγαίναν, έφτιαχναν αλεύρι, για αυτό και είναι πάρα πολύ σημαντικό και απαγορεύεται να πεταχτεί ψωμί. Καλά, ούτε καν να πατηθεί. Δηλαδή, πρέπει να φαγωθεί. Επίσης, είναι αυτό που θα σε συντροφεύει στον άλλο κόσμο, το ψωμί. Λένε ότι το ψωμί είναι αυτό που θα σε συντροφεύει στον άλλο κόσμο. Δηλαδή, είναι τόσο σημαντικό που ακόμα και στον άλλο κόσμο θα το βρεις.
Αυτό είναι μουσουλμανικό ή πομακικό;
Θεωρώ πομακικό. Γιατί, για παράδειγμα, εμείς δεν έχουμε… Αν πάμε σε πιο μουσουλμανικό, δηλαδή, σε πιο ανατολή, βρίσκουμε την πίτα. Την αραβική πίτα, κάποιες πίτες, λαχματζούν, τέλος πάντων, αυτά τα ζυμάρια. Σε εμάς υπάρχει το χοντρό το ψωμί. Δηλαδή, υπάρχει το αλεύρι, το οποίο σμίγεται, ανακατεύεται, μπαίνει μέσα νερό, πώς λέγεται αυτό που φουσκώνει;
Μαγιά;
Μαγιά, ναι. Και μεγαλώνει, γίνεται μεγάλο. Δηλαδή, σε εμάς αυτό που λέμε το πομάκικο ψωμί, δεν ξέρω αν το ‘χεις δει ποτέ, είναι ένα στρογγυλό, που βγαίνει από ένα φούρνο, που είναι τεράστιο, πραγματικά, και είναι πεντανόστιμο. Είναι όπως είναι ο πομάκικος μπακλαβάς. Για παράδειγμα, στο μπαϊράμι, αν θες να θεωρηθείς παραδοσιακός και καθώς πρέπει, πρέπει η γυναίκα σου, η μάνα σου, να φτιάξει πομάκικο μπακλαβά. Ο πομάκικος μπακλαβάς είναι μαύρος. Δηλαδή, δεν έχει αυτό το κιτρινωπό χρώμα που βρίσκουμε στα ζαχαροπλαστεία. Δεν έχει αυτό το… Αυτό που βρίσκουμε και στην Τουρκία. Είναι ένας μαύρος, είναι με καρύδι, με πολλά φύλλα και με σερμπέτι από πάνω. Το οποίο, όμως, το φύλλο πάνω, η κρούστα είναι πολύ τραγανή και έχει ένα μαύρο [01:00:00]χρώμα, δεν έχει το κιτρινωπό. Άμα φτιάξεις τέτοιον μπακλαβά, είναι ο παραδοσιακός και θα σου πουν όλοι: «Μπράβο!». Δηλαδή: «Μπράβο, πόσο προκομμένη γυναίκα ή μάνα έχεις που έκανε αυτό τον μπακλαβά!». Το ίδιο συμβαίνει και με το «ράνγκελ» που είπαμε πριν. Βέβαια τα χαρακτηριστικά, τα οποία ακόμα μένουνε με το «ράνγκελ» και με το ψωμί. Με το ψωμί, το οποίο ψωμί όπως είπαμε, το χαρακτηριστικότατο… Επίσης, ψωμί γίνεται και προσφορά. Δηλαδή, πολλές φορές υπάρχει αυτό που λέμε «ράζνταβαλ». Τι σημαίνει «ράζνταβαλ»; Το «Ράζνταβαλ» στα πομάκικα, είναι σλαβική, μπορεί να είναι και στα βουλγάρικα, δεν ξέρω, είναι η μοιρασιά. Υπάρχουν διάφορες ιερές μέρες στους Πομάκους, οι οποίες έχουν να κάνουν, συνήθως, με κάποιο θρησκευτικό γεγονός ή όχι μόνο, που πρέπει να μοιράζεις, πρέπει να κάνεις μια μοιρασιά, πρέπει να μοιράσεις κάτι. Οπότε το πιο σωστό τι είναι; Είναι να μοιράσεις ψωμί με «κλιν» από πάνω, με την πίτα. Και, φυσικά, ξινόγαλο, αριάνι, το οποίο σήμερα βέβαια οι περισσότεροι το αγοράζουνε, αλλά παλαιότερα τα βάζανε σε μπουκαλάκια, τα φτιάχνανε οι ίδιοι. Δηλαδή, το παραδοσιακό. Αν θες, για παράδειγμα, αν σου έχει γίνει κάτι καλό και θες να ευχαριστήσεις τον Θεό, τότε μπορείς να κάνεις ένα κουρμπάνι, δηλαδή, να θυσιάσεις ένα ζώο, το οποίο να το τεμαχίσεις και όλα αυτά τα αγιασμένα κομμάτια να τα μοιράσεις στο χωριό, γιατί συνήθως στο χωριό τα μοιράζεις ή σε συγγενικά πρόσωπα, κοντινά πρόσωπα, για να ευχαριστήσεις τον Θεό που σε βοήθησε και σου ‘γινε αυτό το καλό. Δηλαδή, ξέρω γω, έγινες μετά από καιρό πατέρας, έβγαλες το πανεπιστήμιο, έπιασες μια καλή δουλειά, οτιδήποτε θεωρείς ότι ήταν τόσο καλό που χρήζει ευχαριστίας.
Κλείνοντας σιγά σιγά τα του πομακικού πολιτισμού, για να πάμε λίγο και σ' εσένα, υπάρχει κάτι, κάποιο ποιηματάκι, κάποιους στίχους που θα μπορούσες να μας πεις στα πομακικά για να το καταγράψουμε;
Λοιπόν, στίχους-. Κοιτάξτε να δείτε, όπως γνωρίζετε και εσείς, τον τελευταίο καιρό υπάρχουν αρκετοί μελετητές, οι οποίοι ακόμα και μεταφράζουν σύγχρονα ποιήματα στα πομάκικα. Δεν θα πάω σε κάτι τέτοιο, θα πάω σε κάτι, ακόμα πιο πίσω. Υπήρχε παλιά ένας ιμάμης, ο οποίος λεγόταν Χουσμέτ, ο οποίος ήταν λίγο μπαγαπόντης. Δηλαδή, ήτανε, τον Ταρτούφο τον ξέρεις; Έτσι έκανε ο Ταρτούφο. Πλεύριζε κάποιους και από ό,τι κατάλαβα, από ό,τι ξέρω τουλάχιστον, πλεύριζε κάποιους με σκοπό το προσωπικό του κέρδος, αλλά ήταν και ψυχούλα. Δηλαδή, έδινε ρε παιδί μου όταν έβρισκε και, έτσι λένε, υπάρχει ένα ποιηματάκι που λένε, για παράδειγμα: «Χουσμέτ σσα ντόα ισσε ντε νταντε ιντιαντο τεκουζζο ντουκο βραντε». Δηλαδή, με λίγα λόγια: «Ήρθε ο Χουσμέτ για να στο δώσει και ο παππούς σου που θα σου πάρει, θα χαρεί». Κάπως έτσι. Αλλά, υπάρχουν και άλλα. Υπάρχουν τρία ποιηματάκια, τώρα κοντά τα ‘χω βρει, κυρίως πάλι από μαρτυρίες κάποιων μεγαλύτερων. Μετά υπάρχουν και τραγούδια. Για παράδειγμα, μπορούμε να πούμε το τραγούδι, το: «Τριμίνα μπράτιε, γράντο γκραντάχο» που είναι: «Τα Τρία αδέλφια», είναι «Το γεφύρι της Άρτας». Υπάρχει και στην πομάκικη που είναι: «Τριμίνα μπράτιε, γράντο γκραντάχο σαμπάχο νεγκραντότ βεσσου σου ζαμπάρε ντο ουσστότο ζζονο ντα κβαντότ κουρμπάνε ντα αστόρε ντα φακραντότ» Που λέει: «Τρία αδέλφια χτίζανε ένα γεφύρι, το πρωί το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν και αποφασίσανε να βάλουν μέσα, να φέρουν τη γυναίκα του μάστορα για να τη χτίσουνε μέσα». Και, υπάρχουνε άλλα πολλά, που τώρα δεν μπορώ, έτσι, σαν ποιηματάκια να θυμηθώ, αλλά υπάρχουν αρκετά. Βέβαια το θέμα αυτό τώρα, θα έπρεπε να είμαι πιο προετοιμασμένος, να έχω κάνει μια έρευνα περισσότερη για να το, αλλά υπάρχουνε.
Όχι, για αυτό ίσα – ίσα έτσι για να καταγραφούν, εντάξει είναι… Τώρα θέλω να πάμε λίγο και για σένα. Δηλαδή, μας είπες ότι μετά την Ε.Π.Α.Θ., όπου έφυγαν εκεί οι κραδασμοί του κακού εκπαιδευτικού συστήματος, πήγες στη θεατρολογία. Οπότε, φαντάζομαι ότι για να πήγες εκεί πέρα ήταν συνειδητή επιλογή, πήγες σε κάτι που σου άρεσε.
Ναι. Λοιπόν, από πολύ μικρός μου άρεσε να γράφω. Μου άρεσε να γράφω ποιηματάκια, μου άρεσε να γράφω ιστοριούλες, μου άρεσε να γράφω. Είχα γράψει και ένα σήριαλ μικρός. Όταν λέω σήριαλ, δηλαδή, επειδή, φαντάζεσαι όταν ήρθε η τηλεόραση, εγώ θυμάμαι την ασπρόμαυρη τηλεόραση. Όταν, για παράδειγμα, το ‘96 – ‘97 ήρθε η έγχρωμη, ήταν η καθημερινότητα μου. Δηλαδή τηλεόραση, έβλεπα είκοσι δύο ώρες την ημέρα τηλεόραση. Έβλεπα σήριαλ, έβλεπα, θυμάμαι, «Της Ελλάδος τα παιδιά», τον «Κάκαλο» τέλος πάντων, και κάποια στιγμή είχα αποφασίσει να γράψω και ένα σήριαλ. Τέλος πάντων, αυτό αργότερα στην Ε.Π.Α.Θ- θα πω κάτι. Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του εκπαιδευτικού μας συστήματος; Ποιο είναι; Ότι δεν σε προετοιμάζει για τίποτα! Δηλαδή, εγώ τώρα αυτή τη στιγμή βλέπω ή θυμάμαι τον εαυτό μου, έκανα δεκαοκτώ χιλιάδες μαθηματικά, εβδομήντα πέντε χιλιάδες γλώσσες. Οκ, και; Τι συνέβη μετά, τι; Τα ‘μαθα όλα Ωραία, και; Εγώ αυτή τη στιγμή γιατί τα ‘μαθα αυτά; Η Ε.Π.Α.Θ, ο κραδασμός που είπα πριν, έρχεται εδώ. Η Ε.Π.Α.Θ. είχε τον τρόπο, φυσικά πρέπει να το καταλάβεις τον τρόπο, κατά κάποιον τρόπο να σε οδηγήσουνε σε κάποιες συνειδητές, πλέον, επιλογές. Γιατί, η συνειδητή επιλογή για μένα ήρθε μετά την Ε.Π.Α.Θ. Και εγώ στην αρχή, όταν πέρασα θέατρο, δεν το ‘ λεγα στη μάνα μου. Έλεγα ότι πέρασα ψυχολόγος, δεν το δεχόταν, με τίποτα. Όταν, λοιπόν, κατάλαβα κάνοντας κάποια μαθήματα ότι: «Οκ, αυτή τη στιγμή εμένα μ’ αρέσει να γράφω, μ’ αρέσει να... Ωραία». Και άρχισα να ψάχνομαι. Τότε, εκείνη την εποχή, η μόνη σχολή που είχε ολοκληρωμένο πρόγραμμα δημιουργικής γραφής, ήταν η σχολή θεάτρου. Εκτός από τη φιλολογία. Τη φιλολογία, γενικά, δεν την… Είχα τελειώσει παιδαγωγικά, οπότε να μπορέσω να σταθώ σε κάτι άλλο. Ήταν συνειδητή επιλογή, όχι μόνο για τη συγγραφική, αλλά γιατί; Γιατί, πιστεύω, εκείνη την εποχή ήθελα να γίνω ηθοποιός, όπως πολλοί. Αργότερα, όσο κυλούσε το πράμα και βλέποντας τον έναν με τον άλλον να παρατάνε τη σχολή που ήθελαν να γίνουν ηθοποιοί και κατάλαβαν πώς έχουν τα πράγματα, κατάλαβα ότι είναι σπουδαία σχολή. Γιατί; Γιατί είναι μία σχολή, η οποία είχε άμεση επαφή με το κρατικό θέατρο και στο δραματολόγιο και στην υποκριτική και σε όλα, είχε άμεση επαφή με εκπαιδευτικά θέματα, γιατί βγαίναν θεατρολόγοι, δηλαδή με project που έχει να κάνει με την ειδική αγωγή, που έχει να κάνει με το θεατρικό παιχνίδι, με όλα και ήταν μία σχολή που είχε ανοιχτούς ορίζοντες. Και, επίσης, ένα πολύ θετικό, ήταν εκτός πανεπιστημιούπολης που ήταν μια σχολή που τη διατηρούσαν οι καθηγητές που είχαν έρθει από έξω και είχαν φέρει το καλό από έξω, δηλαδή, το να αγαπάς τη σχολή σου. Θυμάμαι, ότι εμείς, για παράδειγμα, σαν έτος είχαμε υιοθετήσει ένα τμήμα, το οποίο το βάφαμε, το προσέχαμε, το κάναμε, το ράναμε, που ήταν κάτι πάρα πολύ καλό. Όταν, λοιπόν, προχωρούσα και καταλάβαινα, όταν άρχισα να βλέπω και τις παραστάσεις και, και, και, άρχισα να καταλαβαίνω ότι: «Ξέρεις κάτι; Ευτυχώς που δεν ξενέρωσα», έλεγα, γιατί η σχολή αυτή θα με οδηγήσει… Δεν θα με οδηγήσει, ξέρεις, να γίνω… Ίσως, το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ελλάδα, σήμερα, είναι ο ηθοποιός της μίας βραδιάς. Τελειώνεις μια σχολή, τελειώνεις ένα εργαστήρι, είσαι ηθοποιός, πας, παίζεις, ξαφνικά έχεις γίνει ηθοποιός, οκτώ μήνες μετά μένεις άνεργος και ψάχνεσαι. Δεν υπάρχει βάση, δεν υπάρχει κάτι στέρεο να πεις: «Οκ, θα δουλέψω πολύ, αλλά θα γίνω ηθοποιός και μετά, φυσικά, θα με παίρνουν». Πας, γίνεσαι ηθοποιός και είσαι ηθοποιός. Το πόσο θα κάτσεις στο σανίδι δεν έχει σημασία. Για αυτό και έχουμε αυτά που γίνονται τώρα τελευταία στον χώρο. Γιατί υπάρχουν οι εύκολοι και οι εύκολες. Σε πολλά θέματα, στο πιάτο. Η σχολή, λοιπόν, αυτή μου έδωσε να καταλάβω ότι τίποτα δεν είναι εύκολο, χρειάζεται προσπάθεια, μπορούσα να καταλάβω ότι είναι άμεση η ανάγκη η αποαθηνοποίηση της Ελλάδας, ότι πρέπει το παν να βγει προς τα έξω, για αυτό μιλάμε και ανάπτυξη των περιοχών και μετά, κάπου μόνος μου, μέσω της βοήθειας όλων αυτών, κατάλαβα ότι πρέπει να επενδύσω στην περιφέρεια και, κυρίως, στην Ξάνθη, δηλαδή εδώ που είμαι. Όπου εδώ και καιρό, προσπαθούμε και κάνουμε ταινίες, κάποια θεατρικά, κάποια σεμινάρια, κάποιες δράσεις, όπως ραδιόφωνο, καθαρά και μόνο γιατί πιστεύουμε ότι αυτό το πράγμα πρέπει να βγει εκτός. Δηλαδή, δεν μπορεί να έχουμε ένα θέατρο που να είναι μόνο στην Αθήνα και να κάνει αρπαχτές για να ‘ρθει στην Ξάνθη, στην Κομοτηνή, στην Καβάλα ή οπουδήποτε αλλού. Πρέπει να υπάρχουν αυτά, αλλά να υπάρχει και η κάθε πόλη… Σε αυτό, βέβαια, φταίει και ο μαρασμός των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. που δεν γίνεται τίποτα, τέλος πάντων, άλλο πράγμα αυτό. Αυτό, λοιπόν, πρέπει να το κάνουν για να μπορέσει να υπάρχει μια θεατρική ζωή, όχι θεατρική, καλλιτεχνική ζωή στις περιφέρειες για να μπορεί να γίνεται κάτι. Γιατί, όταν εμείς αύριο – μεθαύριο θα ετοιμάσουμε τον νέο ηθοποιό, τον νέο ζωγράφο, μουσικό, όταν περάσει από [01:10:00]αυτά τα καλντερίμια, που θα ετοιμάσουμε εμείς, θα μπορεί να καταλάβει κάποια πράγματα. Είναι προτιμότερο να φάει τα χαστούκια του νωρίτερα και να καταλάβει τι πραγματικά συμβαίνει και πόσο πρέπει να δουλέψει για να καταρτιστεί, έτσι ώστε να μπορέσει να αποτελέσει ένα υπόβαθρο σε αυτό που θα κάνει, παρά να πάει στο φλου και ξαφνικά να του λένε: «Μπράβο, είσαι μουσικός», «Μπράβο, είσαι ηθοποιός», «Μπράβο», πλήρωσες και έγινες κάτι και μετά από λίγο καιρό απλά να μην υπάρχεις γιατί είσαι αναλώσιμος, μετά θα ‘ρθει και άλλος. Και θα τελειώσω μ’ αυτό, με τη συγγραφική. Έχω κάνει άπειρες προσπάθειες να γράψω, έχει δοθεί μία μετάφραση μου, ένα έργο του Χικμέτ, το «Yolcu», «Ο Ταξιδιώτης», από τις εκδόσεις «Δωδώνη», το 2009. Τώρα ετοιμάζω ακόμα μία μετάφραση που έχει να κάνει… Είναι μία ιστορία της Πόλης, αλλά επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Είναι μία χανούμισσα, η οποία βιώνει, ζει με έναν δικό της τρόπο την κατάρρευση της αυτοκρατορίας και, τέλος πάντων, βλέπει τι γίνεται το ελληνικό στοιχείο, το πόσο επηρεάζεται το ελληνικό στοιχείο, αλλά και το πόσο δυνατό είναι στην Πόλη το ελληνικό στοιχείο και το οποίο το λέει, δηλαδή το μαρτυρά. Μέσα από ονόματα, μέσα από βιώματα, μέσα από αυτό. Τέλος πάντων, αν πάμε στο συγγραφικό, έκανα άπειρες προσπάθειες να γράψω. Μέχρι τώρα νομίζω ότι αυτή τη στιγμή έχω βρει τον βηματισμό μου, γιατί από ό,τι έχω καταλάβει ότι για να γράψεις κάτι καλό, πρέπει να ξέρεις τι γράφεις, πρέπει να ξέρεις το θέμα. Δηλαδή, και εγώ ήθελα να γράψω, θα σου πω τώρα ένα θέμα, ήθελα να γράψω πριν λίγο καιρό για έναν Κινέζο, ο οποίος ζούσε μία πολύ άσχημη κανονική ζωή και έπαιρνε κάποια παραισθησιογόνα χάπια και κοιμόταν συνέχεια, γιατί αυτό τον βοηθούσε να ζήσει τη ζωή που θέλει μέσα στον ύπνο του. Εγώ δεν το ήξερα αυτό, δεν το έχω ζήσει ποτέ, οπότε δεν μου ’βγαινε, δεν προχωρούσε και από ό,τι κατάλαβες αυτό με βοήθησε πάρα πολύ και κάποια σεμινάρια που έκανα και κάποια βιβλία που διάβασα, ότι αν δεν έχεις εμπειρίες, βιώματα, αν δεν ξέρεις για το θέμα που θα γράψεις, μην γράψεις. Αν αποφασίσω εγώ τώρα, για παράδειγμα, να γράψω για την σιδηροδρομική σύνδεση Αθήνας – Θεσσαλονίκης σε μια ιστορία, θα βγει χάλια. Γιατί θα αναγκαστώ να βάζω σάλτσα, σάλτσα, σάλτσα. Αν τώρα, αυτή τη στιγμή εγώ γράψω μια ιστορία που ‘χει γίνει στο Στήριγμα, στο χωριό μου, θα βάλω σάλτσα, αλλά μες στη σάλτσα θα υπάρχουν εκείνα τα στοιχεία που πρέπει να υπάρχουν για να βγει καλό. Οπότε θεωρώ ότι η εμπειρία μέχρι τώρα με έχει οδηγήσει ότι: «Ό,τι κι αν κάνουμε, θα πρέπει να έχουμε κάποια βιώματα, κάποια ιστορία από πίσω μας, ώστε να μπορέσουμε να πατήσουμε και να συνεχίσουμε σε στέρεη βάση». Και, τελειώνοντας για μένα, κάνουμε, όπως είπα, μια εκπομπή στο δημοτικό ραδιόφωνο Ξάνθης, τα «3Χ και 1Α». Είναι μια εκπομπή που είμαστε εγώ, ένας Εμπλιούκ Χαϊρή, ο Κούλα Χουσεΐν και ο Αϊντίν Μπουγιουκλού. Η εκπομπή είναι βίωμα. Δηλαδή, όλες μας οι εκπομπές έχουν να κάνουν με κάτι που έχουμε ζήσει, όπως, για παράδειγμα, τα φοιτητικά μας χρόνια. Τώρα, παίζουνε οι εκπομπές με τα φοιτητικά μας χρόνια. Λέμε τι κάναμε. Δεν λέμε: «Τα φοιτητικά μας χρόνια ότι πρέπει να πας εσύ να σπουδάσεις». Εγώ, για παράδειγμα, τι έκανα. Όχι τι έκανα ακριβώς, δηλαδή πώς έζησα την πόλη, τη Θεσσαλονίκη; Πώς τη βίωσα; Πώς βίωσα τα φοιτητικά μου χρόνια, τι έκανα, πού δούλεψα, που αυτό; Και αυτό το συνδυάζω με τραγούδια. Οπότε θεωρώ αυτή τη στιγμή έχω βρει ότι ό,τι κι αν κάνω θα είναι βιωματικό, να το πω έτσι. Δηλαδή, νομίζω ότι το μόνο πραγματικό που έχει να βγάλεις είναι το βιωματικό, απλά να το εξελίξεις, να βρεις αυτό που είπαμε πριν. Εκεί που πρέπει να βάλεις σάλτσα, αλλά να βάλεις εκείνα τα στοιχεία, τα πραγματικά, τα οποία γνωρίζεις, για να το κάνεις ωραίο. Και όπως είπαμε, κάνουμε και άλλα πράγματα, όπως μια ταινία, την «Κοτόσουπα», η οποία έχει να κάνει, είναι πάλι βιωματική. Είναι στα Πομακοχώρια, είναι μία πομάκικη οικογένεια, η οποία, μία κοπέλα νεαρή προσπαθεί να πάει να σπουδάσει, αλλά ο κοινωνικός καθωσπρεπισμός της εποχής της το απαγορεύει. Έχουμε βάλει λίγο εσωτερικό, έτσι, έχουμε βάλει ότι έχει αποφασίσει αυτή να ‘ρθει κόντρα στην οικογένειά της, στην κοινωνία. Αργότερα, όμως, καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει, οπότε έρχεται κόντρα στη μοίρα, δηλαδή: «Οκ, υπακούω, δεν θα κάνω τίποτα, θα υπακούσω αυτό που λέει η κοινωνία», αλλά η μοίρα την έχει ορίσει για κάτι άλλο, οπότε την τιμωρεί. Σκοτώνεται ο σύζυγος της, τέλος πάντων, και αυτή-. Να μην κάνω και spoiler τώρα! Τέλος πάντων, είναι κατά κάποιον τρόπο ένα εσωτερικό ζήτημα, αλλά και πάλι βιωματικό, με αυτό που μπορούμε και ξέρουμε.
Έχεις συμμετάσχει και στην τηλεοπτική σειρά, πανελλαδικής εμβέλειας, «Το κόκκινο ποτάμι».
Ναι. Δύο φορές έχω συμμετάσχει σε σειρές του Μανούσου Μανουσάκη. Η πρώτη ήταν το 2017 στο «Ουζερί Τσιτσάνης», ήμουνα το 2015 στο «Ουζερί Τσιτσάνης», ήταν μία ταινία… Είναι ένα βιβλίο του Σκαμπαρδώνη, που έχει να κάνει με το διωγμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, τότε, λοιπόν, εγώ ήμουν στη σχολή, ακόμα φοιτητής, και ζητούσαν άτομα και όταν πήγα εγώ με τα ξανθά χαρακτηριστικά μου με πήρα κατευθείαν για Γερμανό. Μετά άλλαξα, βέβαια, και έγινα ο Εβραίος, ο οποίος και εγώ ακολούθησα, βέβαια, μιλάμε τώρα για δευτερόλεπτα - ακολούθησα και εγώ… Ήταν σε εκείνη την εβραϊκή συναγωγή στη Θεσσαλονίκη, νομίζω στην 12 Αποστόλων, κάπου εκεί, στην Αγίου Μηνά υπάρχει μία, εκεί έγιναν τα γυρίσματα, και οδηγηθήκαμε στα τρένα για να φύγουμε. Και, τώρα κοντά, που είχαν έρθει εδώ στην Ξάνθη και μπράβο, να πω ένα μεγάλο μπράβο στην Ξάνθη, στην παλιά πόλη, η ανάδειξη της παλιάς πόλης, φέρνει παραγωγές. Είναι αρκετές οι παραγωγές που έχουνε γίνει, που έχουν διαλέξει την Ξάνθη και μπράβο και το «Ουζερί Τσιτσάνης», όπου έκανα και εκεί πάλι Γερμανό έκανα, τον Γερμανό ο οποίος έχω έρθει για να πάρω την ελληνική περιουσία ή, μάλλον, την περιουσία Ελλήνων που κατά κάποιον τρόπο είναι υποψήφιοι προς διωγμό από την πόλη. Είναι πολύ ωραίες οι εμπειρίες γενικά. Είναι και στον τομέα μου, στο θέατρο, παρόλο που δεν θα πω ότι είμαι και πολύ της υποκριτικής, περισσότερο είμαι παραϋποκριτική, αλλά είναι κάτι που μ’ αρέσει να κάνω. Είναι κάτι, μάλλον, που μ’ αρέσει να γνωρίζω. Το κάνω, μ’ αρέσει, το βιώνω, το μαθαίνω και, φυσικά, μετά μπορώ και εγώ να δώσω ό,τι έχω να δώσω. Δεν ξέρω κατά πόσο καλός ηθοποιός είμαι, μπορεί να είμαι ο καλύτερος, μπορεί να είμαι ο χειρότερος, αλλά μπορώ να φτάσω μέχρι ένα σημείο. Και, όταν το καταλαβαίνω αυτό, φτάνω μέχρι εκεί. Δηλαδή, το χειρότερο πράγμα είναι η υπερβολή. Η υπερβολή προς την κακή έννοια, δηλαδή να κάνεις κάτι, να γελοιοποιηθείς μόνο και μόνο για να δείξεις ότι προσπαθείς να κάνεις κάτι. Είναι προτιμότερο να πεις: «Τα όριά μου είναι εδώ, μέχρι εδώ φτάνω, οι δυνατότητες μου. Μπορεί κάτι άλλο να κάνω πολύ καλύτερα, αυτό όμως τώρα, φτάνω μέχρι εδώ» κι αν το καταλάβει ο άλλος, το κατάλαβε. Αν όχι, είναι δικό του θέμα.
Ωραία. Θα χρησιμοποιήσω ένα λογοτεχνικό σχήμα, «το σχήμα του κύκλου».
Ναι.
Και θα κλείσω έτσι όπως ξεκινήσαμε, λίγο να πάμε στο χωριό. Το χωριό σε τι κατάσταση βρίσκεται σήμερα και πληθυσμιακά και…. Μας είπες ότι έχει αναπτυχθεί πολύ περισσότερο απ’ όσο ήταν, αλλά σε σχέση με αυτό που ήταν, ως παιδί που θυμάσαι νοσταλγικά και το σήμερα. Πώς είναι; Είναι σε καλύτερη κατάσταση, είναι σε χειρότερη; Πληθυσμιακά πώς ήταν τότε, πώς είναι τώρα;
Λοιπόν, πληθυσμιακά είναι πάνω – κάτω στα ίδια. Δηλαδή, ο κόσμος έμεινε, παντρεύτηκαν και όπως και εγώ, εγώ μένω στο χωριό. Όλοι έμειναν, είναι ελάχιστοι αυτοί που έφυγαν. Το χωριό σήμερα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση, όπως είπαμε, τώρα αυτή τη στιγμή δεν συζητάμε για δρόμους, για ρεύμα. Όλα υπάρχουν και με το παραπάνω. Το ίντερνετ, όπως είπαμε, πάρα πολύ σημαντικό, υπάρχει και σε πολύ καλές ταχύτητες. Το Ωραίο αυτή τη στιγμή έχει χάσει το στυλ του. Το χωριό, πλέον, είναι ένα χωριό, το οποίο… Είναι περιφερειακά της Ξάνθης, είναι κοντά στην Ξάνθη, αλλά δεν γίνονται οι συναθροίσεις. Πλέον, όλοι δουλεύουν στην Ξάνθη, γιατί όλοι πλέον εργάζονται. Βρισκόμαστε στο χωριό…. Πλέον, η παράδοση λείπει. Δηλαδή, τώρα για παράδειγμα, θα πάμε την Κυριακή να φάμε στους γονείς μας, αλλά δεν υπήρχε αυτό… Υπήρχε παλιά. Δηλαδή, πολλές φορές, αυτό που είπαμε, η μελαγχολία πιο πριν είναι ότι η εξέλιξη, που πολύ κάναμε και την ακολουθήσαμε και δεν θα μπορούσαμε να μείνουμε πίσω, γιατί θα μας προσπερνούσε, αλλά λείπει αυτό το κομμάτι, αυτό το πρωινό ξύπνημα πολύ νωρίς να πας στα κατσίκια με τον παππού σου. Δεν ξέρω, μπορεί να το κάνει ο γιος μου αύριο – μεθαύριο αυτό ή να πάμε στα καπνά… Βέβαια, υπάρχουν ακόμα, δουλεύουνε ακόμα οι άνθρωποι καπνά, μερικές οικογένειες, αλλά δεν υπήρχε όπως αυτό που πηγαίναμε όπως παλιά όλοι μαζί. Και λίγο, έτσι, και η μελαγχολία, όσο και… Η μελαγχολία είναι το καλύτερο πράγμα, είναι ο τρόπος να φρεσκάρεις τις αναμνήσεις και να καταλάβεις πού ήσουν και για ποιον λόγο ήσουν. Αλλά, νομίζω, το χωριό είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Υπάρχουν επιχειρηματίες, υπάρχουν επιστήμονες, υπάρχουνε γιατροί, φοιτητές, μεταπτυχιακοί και νομίζω ότι όσο περνάει θα πηγαίνει προς το καλύτερο. Φυσικά, δεν ξέρω από εδώ και πέρα πόσοι θα μείνουνε, εννοώ αν θα υπάρχει καμιά ανάγκη να φύγουνε, για την ώρα δεν έχει υπάρξει, ελπίζω να μην υπάρξει και στο μέλλον. Κρίμα είναι. Γιατί είμαστε ένα χωριό μικρό, αρκετά μικρό, είναι είκοσι πέντε οικογένειες, αλλά είμαστε [01:20:00]δίπλα στην Ξάνθη και, πραγματικά, είμαστε σε έναν από τους πολύ δυνατούς πνεύμονες της Ξάνθης που είναι στην ορεινή Ροδόπη, με τον καθαρό μας αέρα, με τα ποτάμια μας, με τα ρυάκια μας… Εδώ τώρα θα σταθώ σε κάτι. Δεν ξέρω, κατά πόσο, από τους νέους που υπάρχουνε έχουν νιώσει την ανάγκη να ψάξουν τη ρίζα τους. Δηλαδή, όταν λέω η ρίζα, ξέρουν ποιοι είναι, ξέρουν ποιοι είναι οι πατεράδες, οι παππούδες τους, απλά τι τους ακολουθεί; Τι σούρνουν, αυτό που είπαμε πριν, τι σέρνουν μαζί τους από πίσω; Όλοι μας σέρνουμε κάτι, σέρνουμε μια ιστορία χιλιάδων ετών, εγώ για παράδειγμα, ο Χασάν, αυτή τη στιγμή που σου μιλάω, νιώθω το βάρος να με τραβάει προς τα πίσω όλων αυτών των ιστοριών που μου ‘χουν πει οι παππούδες μου με όλα με τα ζώα, με τους πολέμους και όλο αυτό… Εγώ αυτό εδώ δεν πρέπει απλά να κάνω ένα έτσι και να το βγάλω, γιατί αυτή η ιστορία είναι που με κρατάει σε αυτό που είμαι. Όταν βγάλω το γιλέκο και φύγει προς τα πίσω η ιστορία, εγώ φύγω μπροστά με την εξέλιξη, ας το πούμε, εναρμόνιση με την εξέλιξη, κάποια στιγμή πολύ μπροστά θα καταλάβω ότι έχω αφήσει ένα δικό μου κομμάτι πίσω, υπάρχει ένα κενό πίσω μου και απλά βαδίζω στο άγνωστο. Ενώ αυτή τη στιγμή ξέρω πάρα πολύ καλά, νιώθω το βάρος, οπότε αυτό. Κι αυτό αν μάθουμε θα είμαστε στην τέλεια κατάσταση. Ότι υπάρχει μια τεράστια ευθύνη μας, είναι ευθύνη όλων μας, να σούρνουμε, χρησιμοποιώ σούρνουμε, τον καζαντζακικό όρο, την ιστορία μας, γιατί η ιστορία μας είναι η ταυτότητά μας. Όποιος χάσει την ταυτότητα του, χάνεται και ο ίδιος, είναι σημαντικό πράγμα η τέτοιο-. Και, μάλιστα, σημαντικό όταν βλέπεις ακόμα ότι υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι που έχουν πολλά βιώματα και στα λένε. Δεν είναι απλά μαρτυρίες τρίτων, τετάρτων, στα λένε. Οπότε ακόμα νιώθεις μεγαλύτερη, όχι ανάγκη, υποχρέωση πλέον να διατηρείς επαφή. Αυτό. Εναρμονισμένη συνοδοιπόρηση της ιστορίας σου, του εαυτού σου με την εξέλιξη. Να εξελιχθούμε όσο πάμε, γιατί όπως είχε και ο Κούντερα, νομίζω, μια τρομερή φράση. Τον ξέρεις τον Κούντερα, ε; -
Ναι.
«Στο βασίλειο της καρδιάς, επικρατεί η δικτατορία του κιτς». Οπότε, όσο κι αν εξελιχθούμε πρέπει στην ψυχή, στην καρδιά μας να μείνουμε κιτς. Να έχουμε αυτό το παλιό, την ιστορία. Αυτό.
Ωραία. Αυτά από μένα, ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σου.
Εγώ ευχαριστώ, καλή επιτυχία στη δουλειά σου.
Να ‘σαι καλά. Θα σε ρωτούσα αν θες να προσθέσεις κάτι, αλλά θεωρώ ότι ήταν τέλειο σαν κλείσιμο αυτό που είπες.
Νομίζω ότι τα είπαμε όλα, νομίζω ότι μου ‘δωσες την ευκαιρία και είπα όλα αυτά που ήθελα να πω και για μένα και για το πώς σκέφτομαι και είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό, να το πεις και σε άλλους… Μάλλον όχι , όσοι κάνουν τέτοιες δουλειές και δημοσιογράφοι και μη, είναι όταν κάνεις μια συνέντευξη με τον άλλον, να του δίνεις την ευκαιρία να πει αυτό που θέλει, ακόμα κι ας είναι το τελευταίο που σε ενδιαφέρει, απλά να το αναφέρει, να μην το πετάμε γρήγορα. Οπότε, σε ευχαριστώ πάρα πολύ.
Εγώ ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου. Να ‘σαι καλά, καλή συνέχεια.
Επίσης.