© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Ο Κόσμος της Σοφίας: Λαογραφικό Μουσείο Παλιουριάς»

Istorima Code
10732
Story URL
Speaker
Σοφία Εκουτσόγλου (Σ.Ε.)
Interview Date
27/05/2022
Researcher
Μαρία Μυρτσιώτη (Μ.Μ.)
Μ.Μ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Σ.Ε.:

Καλησπέρα.

Μ.Μ.:

Πώς ονομάζεστε;

Σ.Ε.:

Εκουτσόγλου Σοφία του Καρυπίδη.

Μ.Μ.:

Είναι Σάββατο 28 Μαΐου 2022, είμαι με την Σοφία Εκουτσόγλου στην Παλιουριά Γρεβενών. Εγώ είμαι η Μυρτσιώτη Μαρία, ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θα μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;

Σ.Ε.:

Βεβαίως! Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Παλιουριά Γρεβενών, είμαι μητέρα δύο παιδιών. Το ‘67 έφυγα Θεσσαλονίκη, δούλεψα στο Ψυχολογικό Κέντρο Βορείου Ελλάδος μαγείρισσα, το 2000 πήρα σύνταξη και με πολλά όνειρα και αγάπη για το χωριό μου, ήρθα στο χωριό. Ο Σύλλογος είχε σταματήσει, με τον ανιψιό μου τον Μπουρσανίδη Λάζαρο, Πρόεδρο του Συλλόγου, μπήκα στο συνδυασμό του Συλλόγου, κάνουμε πολλά πράγματα ωραία, κάναμε τις Λαζαρίνες, μετά από πενήντα χρόνια κάναμε τις Λαζαρίνες. Κάναμε τον Καρνάβαλο, κάψαμε τον Καρνάβαλο στην πλατεία, χορέψαμε, είχαμε τον φανό. Τότε ήτανε Δήμαρχος ο Μίγκος και όπως χορεύαμε, δίνω τον φλάμπουρα στον Δήμαρχο, έκανε μία γύρα και το δίνει ξανά σε μένα: «Σε σένα ανήκουν τα φλουριά, εσύ θα το πάρεις». Κάναμε χορό, μετά κάψαμε τον Καρνάβαλο, κάναμε τον Κλήδονα. Είχα την ανιψιά μου την Μαρία Μυρτσιώτη, που αυτή έβγαζε από τον κουβά το κάθε αντικείμενο και λέγαμε στιχάκια, τραγούδια και αυτή μετά από κάθε τραγούδι που λέγαμε, έβγαζε το αντικείμενο. Σε όποιον ανήκε το αντικείμενο, αντιστοιχούσε και ο στίχος που λέγαμε. Άλλος είχε ξενιτεμένο γιο, άλλος ξενιτεμένο άντρα, ξενιτεμένη μάνα και το καθετί και ήταν πάρα πολύ ωραία. Κάναμε τη φασολάδα, πήραμε, ο Σύλλογος πήραμε έξι καζάνια μεγάλα ωραία, κάναμε φασολάδα στην Αγία Τριάδα, από όλα τα χωριά έχουν έρθει, Δεσκάτη τα πάντα και ήταν ένα όνειρο, ένα… Τι να σας πω; Ήταν πάρα πολύ ωραία. Και τώρα μπορώ να μιλήσω για το μουσείο, πώς ξεκίνησε. Και αφού ο μπαμπάς μου είχε το γραμμόφωνο, το είχε κάτω στο υπόγειο, αυτό έγινε -τα είπα αυτά μωρέ- αυτό έγινε στάχτη στα μάτια μου και τότε λέω: «Θα μάσω ό, τι βρω, αντικείμενο του χωριού» και έχω μάσει αρκετά πράγματα, τα οποία θα τα δείτε. Εκτός αυτό, όταν περνούσε -ήταν με τον σεισμό τότε- περνούσε ένα φορτηγό και βλέπω το δοκάνι, που αλώνιζαν, ποντιακά λέγεται… Δεν το θυμάμαι. Ναι, δοκάνι. Και αμέσως, είχα και μαστόρους εδώ, τα αφήνω και τρέχω, βλέπω πού θα ρίξουν τα μπάζα να πάω να πάρω, το φορτώθηκα στον ώμο, το δικάνι αυτό που αλωνίζαμε τα στάχυα, το σιτάρι, το έχω φέρει. Ο μπαμπάς μου έχει και την πολυθρόνα, αυτοί Μικρασιάτες ήρθανε το 1922, το ‘25 έχει κάνει μία καρέκλα, που ήταν κουρέας, περιστρεφόμενη, και ήταν ωραία. Εκτός αυτό έκανε και… ποντιακά το λέμε «γδι», ένα μεγάλο γουδί με δύο κοπάνους και εναλλακτικά κοπανίζαμε το σιτάρι, για να κάνουμε τα κορκότα εμείς οι Πόντιοι, το πλιγούρι, για να φύγει η φλούδα, ενώ τώρα, θέλουμε και τη φλούδα, εμείς εκείνα τα χρόνια δεν θέλαμε. Έχουμε και το… που αλέθουμε τα κορκότα, το… Πώς το λένε αυτό;

Μ.Μ.:

Δεν πειράζει, δεν πειράζει.

Σ.Ε.:

Έχω, έχω τα πινακωτά, ψωμί, δεκαπέντε χρόνια το ‘χω το ψωμάκι και στέκεται όπως ήτανε, το έχω λουστράρει, για να διατηρηθεί. Η κουπάνα που έφτιαχνα το προζύμι αποβραδίς, η μικρή και μεγάλη κουπάνα, μετά ζύμωνα εκεί δεκαπέντε καρβέλια, είκοσι κάναμε, είχαμε οικογένεια μεγάλη. Και μετά έχω κάνει τις... έχω κάνει τις στολές. Την πρώτη φορά δεν είχαμε, ο Σύλλογος δεν είχε στολές και όλο το χωριό έδωσαν υφάσματα, αυτά, και κάναμε στολές. Η Ειρήνη Ντατσή μού έδωσε ένα ύφασμα, που ήταν κουβερτών [00:05:00]κίτρινο. Οι Πόντιοι, η καθεαυτού φορεσιά είναι σε κίτρινο και λέγεται «πίνταλου», έτσι, και ράψαμε φορεσιά και ότι… Και ντόπια ράψαμε πολύ, μετά ράψαμε και αποκριάτικες στολές και ήταν πάρα πολύ ωραία. Και τώρα έχουμε το ξυλάγκ, αυτό, που βάζαμε το γιαούρτι και δύο άτομα κάναμε το γιαούρτι, το βάζαμε μέσα και γινότανε το αριάνι, το ξινόγαλο που λέμε, και μετά όμως, όπως το κουνάγαμε έτσι, μαζευόταν το βούτυρο και γινόταν το βούτυρο. Έχει τα κόλπα του και αυτά. Μετά έχω την ανέμη, έχω τα δρεπάνια που θερίζανε, παραδοσιακές φορεσιές, ντόπιες φούστες λένε, έχω κάνει μόνη μου την παραδοσιακή φορεσιά την ντόπια, την έχω κάνει μόνη μου. Γέμισα βαμβάκι μέσα, όπως παραδείγματος χάρη έκανα τον τσολιά με την Βλάχα, τον Πόντιο με την Πόντια, τη θρακιώτικη φορεσιά, εδώ τις κούκλες, τις οποίες Θεσσαλονίκη είμαι στο χορευτικό το Θρακιώτικο και χορεύουμε Θρακιώτικα. Και εκεί τους έχω κάνει θρακιώτικη και μετά λέω: «Ως Πόντια που είμαι, θα κάνω και μία». Και τις έχω κάνει στο γραφείο και το καμαρώνουν. Πήγε η Μαρία Κυριαζίδου, του Τάκη του Τσόγκα και δουλεύει εκεί στο ΚΑΠΗ, στο 5ο ΚΑΠΗ Θεσσαλονίκης και δεν ήξερε, αλλά μόλις είδε τις κούκλες: «Αυτά είναι της θείας μου Σοφίας», λέει. Ήρθε ένας Πόντιος και με λέει-η θρακιώτικη φορεσιά εδώ στο στήθος έχει σαν κουμπότρυπα στα στήθια τα δύο- και με ρωτάει αυτός ο καθηγητής: «Αυτά ξέρεις τι έννοια έχουνε;» «Όχι -λέω- εγώ Πόντια είμαι, δεν ξέρω», λέω. «Αυτά, οι γυναίκες στο θέρος, όταν θέριζαν, βγάζανε το στήθος και θήλαζαν τα παιδιά». Αυτό δεν το ήξερα. Εντάξει, έχω τα σκαμνιά, η σουφρά η παλιά είναι του Κυριαζίδη Γιώργο, του Φρίξου, με το παρατσούκλι «Φρίξο» και εμένα με λένε «Φιρφιρού», με το παρατσούκλι ή το καλλιτεχνικό μου, όπως θέλετε. Ο μπαμπάς μου είχε κοπάδι πρόβατα και τα βοσκάγαμε, είχαμε τσομπάνο και αρρώστησε ο τσομπάνος και όπως ήμασταν κάτω από το αμπέλι του κουρέα -επειδή ήταν κουρέας, του κουρέα- στο πλάι και παίρνει να νυχτώσει και λέει η… μαζί ήταν και ένας διπλανός, πάλι τσομπάνος, είχε το κοπάδι, ο Κατής Αναστάσιος, ο προπάππους του Κώστα του Κατή και αυτοί μιλούσαν και βλέπανε το βουνό και σχολίαζαν, ήταν μεγάλοι. Εμένα με είχε για θελήματα, μικρούλα ήμουνα, λέει η αδερφή μου, η Φωτεινή Πουρσανίδου, λέει: «Πάνε γύρνα το κοπάδι». Πάω το γύρισα και πως ήμουνα μικρούλα και πεταχτούλα, όπως μιλούσαν αυτοί, πάω μπροστά τους και κάνω ένα «τσουπ», «Ήρθα». «Ωωω -λέει ο παππούς ο Κατής- πότε -λέει- πήγες και γύρισες; Σαν πουλί. Φρρρ». Και από τότε με έβγαλε Φιρφίρω και έκτοτε οι περισσότεροι με ξέρουνε σαν Φιρφίρω. Έχω και μία φορεσιά της μαμάς μου, της Καρυπίδου Αναστασίας, αυτή είναι η οποία τη βλέπεις, είναι στο χέρι δουλεμένο, το δούλεψε η νύφη της, η θεία μου η Ισιδώρα από τα Κοίλα και όλα είναι με το χέρι, πισοβελονιά. Αυτό εδώ που βλέπεις, αυτό είναι τώρα 100 χρονών. Ναι, να! Το βλέπεις; Είναι άθικτο. Πολύ ωραίο. Έχω μία άλλη πάλι φορεσιά, με κιπούρ, ωραία φορεσιά, με το ‘δωσε μία φίλη μου από Θεσσαλονίκη, από την Καστοριά, 100 χρόνων και αυτό. Κιπούρ, να εκεί μέσα είναι, να το δεις είναι πάρα πολύ ωραίο. Μία μηχανή μου έδωσε του Διευθυντή του Ψυχολογικού Κέντρου Βορείου Ελλάδος, η γυναίκα, και λέγεται Ειρήνη Τριανταφυλλάκου. Η δεύτερη μηχανή με την έδωσε η Σωτηρία Κυριαζίδου, του Τσόγκα. Μετά αυτά τα περισσότερα είναι από τα αντικείμενα είναι τα περισσότερα από τον γάμο μου δηλαδή. Από τα Κοίλα, της μαμάς μου τα αδέρφια είχαν τρία αδέρφια και δύο αδερφές, όλες με φέρνανε, άλλος κατσαρόλα, εκείνο το γιουβέτσι, το κακάβι, «πραχάτς» που λέμε εμείς, το γκιούμι, με αυτά τα οποία, στο ένα στο κακάβι βάζαμε γιαούρτι, στο άλλο βάζαμε αριάνι και στα χωράφια θερίζοντας κάναμε τα περέκια, [00:10:00]κάναμε υβριστό και τρώγαμε, αυτό ήταν το φαγητό μας τότε. Και αυτά τα κουδούνια είναι από τον… απ’ το χωριό μας είναι, αλλά Θεσσαλονίκη… τον φίλο μου τον Ηλία τον Καλτσούνη και τα μικρά με τα ‘δωσε ο Μήτσος του Ντατσή, επάνω της Λένως. Αλλά ξέχασα να σας πω και από την Ελβετία, το ‘74 έχω πάει Ελβετία, είχα το μικρό παιδί μου, για λόγους υγείας και με φιλοξένησαν έναν μήνα, δύο μήνες και όταν πήγα… Αλλά αυτή η Ελβετίδα δούλευε μαζί μου στο Ψυχολογικό Κέντρο Βορείου Ελλάδος και με βοηθήσανε, το παιδί μου ήταν μικρό τότε, 7 χρονών, το έκανε τα χαρτιά μέσω Ερυθρού Σταυρού και έμεινε δύο χρόνια στην Ελβετία. Και όταν πήγα ούτε γλώσσα ήξερα ούτε λεφτά είχα, όλα με τα έκανε η φιλενάδα μου, αυτή η Ελβετίδα. Και όταν πήγα στο σαλόνι της, είχε μία μικρή Ελλάδα, είχε αυτή τη σαρμάντζα (κούνια) που τη βλέπεις, είναι σκαλιστή Βυζαντινή, σαρμάντζα, αυτή εδώ. Ένα άλλο πάλι γουδί μεγάλο, είναι… μετράνε το σιτάρι, είναι ξύλινο, ωραίο. Αυτά εδώ οι λάμπες οι κολονάτες, μπρούτζινες, αυτές αυτή τις έχει δώσει, η Ελβετίδα και πολλά άλλα έχει δώσει. Και σας είπα, όταν πήγα, είδα τη μικρή Ελλάδα, είχε το τσιπουράκι, τα ποτηράκια, τον καφέ τον ελληνικό, ελίτσες και με έβγαλε ουζάκι εκεί, λες και ήμουν στην Ελλάδα. Αυτά για την... Αυτή λέγεται Έρικα, [Δ.Α.]  Έρικα, Ελβετίδα. Αυτή είναι μεγάλη, τρία χρόνια μεγαλύτερη από μένα, τώρα είναι θα είναι στα 90 αυτή και λέει: «Τώρα εγώ μεγάλωσα, θα… Αυτά τα αντικείμενα ανήκουν στην Ελλάδα, εγώ ίσως να πάω γηροκομείο, ίσως αυτό, δεν τα δίνω στην Ελβετία. Αυτά ανήκουν στην Ελλάδα». Φόρτωσε το αυτοκίνητο, το πορτ μπαγκάζ γεμάτο και μου τα 'φερε όλα, είναι πολλά αντικείμενα. Αυτά, τι άλλο να πω;

Μ.Μ.:

Πού είναι αυτό το μουσείο και πώς ονομάζεται;

Σ.Ε.:

Το Λαογραφικό Μουσείο Παλιουριάς. Μπορεί να είναι απρόσμενο, ωστόσο, το μικρό χωριό στην Παλιουριά διαθέτει ένα καλά οργανωμένο Λαογραφικό Μουσείο, το οποίο επικεντρώνεται σε χρηστικά αντικείμενα της κτηνοτροφικής, αγροτικής και καθημερινής ζωής των κατοίκων της περιοχής. Εκουτσόγλου Σοφία του Καρυπίδη. Όλα αυτά τα αντικείμενα που βλέπετε, τα έχω μάσει με πολύ κόπο, αλλά πιο πολλή αγάπη. Είμαι 86 χρονών και όταν έρχομαι μέσα στο μουσείο και δουλεύω, δεν καταλαβαίνω κούραση. Είναι η μεγαλύτερή μου αγάπη. Κάθε πρωί που ξυπνάω, πρώτα έρχομαι, βλέπω το μουσείο μου και μετά ξεκινάω τη δουλειά. Είναι κάτι που μου αρέσει τόσο πολύ. Στο χωριό ακόμα δεν με βοήθησαν πολύ, δεν έχουν -τι να πω;- την ιδέα; Όταν έγιναν οι εκλογές, έρχεται ένας Δήμαρχος, τότε για τις εκλογές, με λέει: «Σε βοηθήσανε κανείς;» «Όχι -λέω- κανείς, όλα μόνη μου». Λέει: «Μόλις τελειώσουν οι εκλογές, να ‘ρθεις -λέει- θα σε βοηθήσω εγώ». Η αλήθεια, δεν πήγα και εγώ. Το μόνο που βοήθησαν, ο πρώτος που ήταν Πρόεδρος τότε, ο Ζιανός ο Σπύρος ήταν Πρόεδρος, όταν πρωτοξεκίνησα και τον είπα την ιδέα, το δέχτηκε, ο μόνος που έβαλε το αυτοκίνητό του, το γέμισε το πορτ μπαγκάζ και μ’ έφερε ό,τι είχε. Με έφερε χτένια, στημόνι, το σίδερο που σιδερώνουμε με τα κάρβουνα και πολλά άλλα. Και ο Παλπάνης ο Γιάννης, σε μεγάλη ηλικία, ο ίδιος πήρε στα χέρια του και μου έφερε αυτό που κάνουνε... Πετρογκάζ; Πώς το λένε αυτό; Πετρογκάζ; Που μαγειρεύουν. Ο Γιώργος ο Παλπάνης μου φέρε δύο ματσούκες, λέγονται, όπως κάνουν... την Πρωτοχρονιά δεν πάνε και λένε τα κάλαντα με τη ματσούκα; Κάλαντα, τα κάλαντα. Το σαμάρι με το ‘δωσε ο Γιάννης του Παλπάνη, της Δέσπως του Κουτί ο άντρας. Η Δέσποινα με έφερε τις κουρτίνες αυτές εδώ, πλεκτές, μέχρι μία ρόκα που γνέθουνε, μ’ έφερε διαδρόμους. Η Ρήνα του Ντατσή με έφερε αυτό το ωραίο χαλί. Η Ασπασία Φασούλα με έδωσε και ένα δεύτερο χαλί. Αυτά είναι. [00:15:00]Δεν με δώσανε πολλά πράγματα. Περισσότερα είναι δικά μου αντικείμενα, από φίλες και από τα περίχωρα του χωριού, αλλά υποσχέθηκαν όμως, μόλις θα τα παραδώσουμε στο σχολείο… Προχθές που ήταν εδώ ο Δήμαρχος, τον είπα, λέει: «Εγκρίθηκαν 4.000 ευρώ, ψάχνω μάστορα -λέει- να βάλουμε ράφια» και θα το κάνουνε και οπότε με υποσχέθηκαν οι χωριανοί ότι ό, τι έχουνε, θα τα πάνε στο σχολείο κατευθείαν, γιατί εδώ δεν χωράνε, είναι μικρό το μέρος. Ίσως για αυτό δεν τα φέρανε, θα το δούμε στην πορεία αυτό.

Μ.Μ.:

Τι όνομα έχει το μουσείο; Είδα μία ταμπέλα έξω που έγραφε-

Σ.Ε.:

Ναι.

Μ.Μ.:

«Ο κόσμος της Σοφίας» έγραφε.

Σ.Ε.:

«Ο κόσμος της Σοφίας», Λαογραφικό Μουσείο Παλιουριάς Γρεβενών. Δεν είπαμε για τον αργαλειό, τον αργαλειό. Ο αργαλειός με αυτό υφαίναμε, ύφαινα εγώ, υφαίναν όλος ο κόσμος τότε, το βλέπει στην Γαλλία ένας φίλος του γιου μου, του Σταύρου, που είναι στην Ελβετία, το έβλεπε και έκλαιγε, δάκρυζε, είδε και όλα τα αντικείμενα, αλλά πιο πολύ με τον αργαλειό, που ύφαινε η μαμά μου και έκλαιγε. Εκτός αυτό, αυτοί οι ξενιτεμένοι που ήταν τότε με τα αντάρτικα, από Ολλανδία; Δεν ξέρω από πού είναι ένας του Ντατσή, της Ευτέρπης, του Γιάννη του Ντατσή η θεία είναι; Κάποια ήρθε και έβλεπε το Λαογραφικό Μουσείο και έκλαιγε, η καημένη, «Ακόμη -λέει- και όταν πεθάνω, στον τάφο μου, θα τα πάρω μαζί μου όλες αυτές τις αναμνήσεις».

Μ.Μ.:

Ποια είναι τα αγαπημένα σου αντικείμενα;

Σ.Ε.:

Tα πιο πολλά αντικείμενα τα αγαπημένα μου είναι η λύρα. Από μικρό παιδί άκουγα κάτω από τη λύρα, τον σκοπό της λύρας και με αυτά κοιμόμασταν, με αυτά ξυπνούσαμε και οπότε αυτή είναι η αδυναμία μου και δεύτερο το γραμμόφωνο. Το γραμμόφωνο, το οποίο, όταν ο μπαμπάς μου -εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε όργανα πάντα- έπαιζε λύρα, στο δεύτερο πρόγραμμα έπαιζε, έβαζε το γραμμόφωνο. Εμάς μας έπαιρνε σαν θελήματα να τον ξεκουράζουμε και κάθε δίσκο που έβαζε και χορεύανε, αλλάζαμε τους δίσκους, να τον ξεκουράσουμε και για αυτό είναι τα πιο αγαπημένα μου αυτά. Και τα τραγούδια είναι...  Από τα παιδικά μου χρόνια, όταν ήμουν μικρή, με στείλανε στην Κατερίνη, να μάθω μοδίστρα δύο χρόνια. Έκτοτε, σαν παιδούλα που ήμουνα κάποιος με αγαπούσε, κάποιον αγαπούσα-ονόματα- και όταν ερχόμουνα, είχα και περμανάντ μαλλιά, ήμουνα -τι να σου πω;- κοπελίτσα και όταν ερχόμουνα στο χωριό, τα παλικάρια του χωριού ξέρανε το απόγευμα είναι από τον κάτω μαχαλά των Παυρινιών και τα κοπάδια τα φέρνανε δίπλα στην Παναγιά, στου Αβράμη το σπίτι εκεί στο πλάι και μόλις με βλέπανε εμένα πήγαινα, αρχινούσαν και τραγουδούσαν με τη φλογέρα και μου ‘μεινε, η φλογέρα, είναι το αγαπημένο μου. Και σε αυτό απάνω άρχισα να… Όταν ήμουν στην Κατερίνη πάλι, ήμουν σε μεγάλη οικογένεια, ήτανε δώδεκα άτομα, ζυμώναμε, βοηθούσα και εγώ τη νύφη και εκεί που ζυμώναμε, στο διπλανό δωμάτιο ακούω το ράδιο να παίζει το «Χωριό μου χωριουδάκι μου». Εγώ μόλις το άκουσα, με πήραν τα κλάματα, αφήνω το ζυμάρι, με τα χέρια μου ζυμαρωμένα, όπως ήμουνα, πάω στο δωμάτιο και ακούγοντας αυτά να κλαίω κιόλα και έκτοτε, μου ‘μεινε, είναι το πιο αγαπημένο μου τραγούδι. Μπορώ να σας τα πω να τα ακούσετε: «Τι να πρωτοθυμηθώ για σένα όμορφο χωριό που σε προίκισεν η φύσης με νοικοκυριό. Χωριό μου όμορφο με τις ραχούλες και τις ρεματιές που ‘χεις πεύκα και λαγκάδια και ευωδιάζουν οι σμυρτιές. Τα ωραία σου πλατάνια και το κρύο σου νερό είναι ακόμα πιο ωραίο και από τον παλιό καιρό. Και ο βοσκός με τη φλογέρα που ‘παίζε κάθε βραδιά και οι κούκοι κελαηδούσαν [00:20:00]πάνω στα ψηλά βουνά». Αυτό ήταν που με έκανε... Αφού ερχόταν αυτό το παλικάρι μου με αγαπούσε, δίπλα από την Παναγία από τη βρύση, στο πλάι, όπως είπα, στου Αβράμη και με έπαιζε τη φλογέρα. Έκτοτε μου ‘μεινε μες στην καρδιά και οι αναμνήσεις μου οι μεγάλες, ήταν που με αγαπούσε τόσο πολύ! Μία άλλη φορά, ήμασταν στη Βίγλα και η Μαίρη, ο Λάκης, όλοι αυτοί -όχι ο Λάκης, ήτανε ανύπαντρη η Μαίρη ναι- και φυτεύαμε καπνά. Αυτός ο ίδιος πάλι, στο λιβάδι πηγαίνοντας, εγώ τότε είχα και τα μαλλάκια σγουρά, ξανθιά, τραγουδώντας πήγαινε στο λιβάδι: «Τα ξανθά σου τα μαλλιά θα σε κλέψω μία βραδιά». Και κάτι άλλο, η Μαίρη τότε αγαπούσε τον Λάκη και όπως φυτεύαμε καπνά, εμείς προχωρούσαμε στ’ αυλάκι, η Μαίρη κόλλησε το τσιβί στο χώμα και άρχισε να τραγουδάει: «Το πλοίο που σαλπάρει για λιμάνια ξένα, για λιμάνια ξένα». Εμείς είχαμε φτάσει στην κορυφή και αυτή στη μέση ακόμα, «τα λιμάνια τα ξένα», γιατί αγαπούσε τον Λάκη και έμεινε εκεί. Αυτά εν ολίγοις.

Μ.Μ.:

Εσύ πότε παντρεύτηκες;

Σ.Ε.:

Εγώ το ‘56, ‘57 έγινε ο Σταύρος, το ‘60 ο Κώστας. Ο αδερφός μου ο Αριστείδης ήθελε να με παντρέψει σε ένα πλουσιόπαιδο του χωριού -να μην πούμε ονόματα- και εγώ εκείνο τον καιρό, όπως ερχόμασταν με άδεια κάποια Χριστούγεννα, με μία πρώτη μου ξαδέρφη και εκείνα τα χρόνια κάθε βράδυ γινόταν σε κάθε σπίτι ένα γλέντι. Έτυχε να έχουν ένα γλέντι στου Εκουτσόγλου του Γιώργου, το οποίο και σύζυγός μου τώρα και λέει η ξαδέρφη μου: «Αυτό το παλικάρι θα πάρεις -λέει-είναι το καλύτερο παιδί». Ήταν και ένα όμορφο παλικάρι ο Γιώργος, είχε κάτι σγουρά μαλλιά, άμα έβαζες τα δάχτυλά σ’, καλύπτονταν, σκάλες-σκάλες, ένα πολύ καλό, ήσυχο παιδί, όμορφο. Έκτοτε το συμπάθησα και εγώ, αλλά είχαμε... Θερίζαμε τότε, πηγαίναμε στα χωράφια. Στον δρόμο που ερχόμασταν -είχαμε δύο μουλάρια, στο ένα ο Αριστείδης καβάλα και στο άλλο εγώ- ερχόντας με λέει: «Απόψε θα σε δώσουμε στον τάδε». «Όχι -λέω- δεν τον παίρνω». «Γιατί -λέει- είναι καλό παιδί, πλούσιος», λέει. «Όχι -λέω- εγώ θέλω τον Γιώργο». «Αυτός είναι φτωχός, πολλά αδέλφια». «Όχι -λέω- εσύ αγαπάς και εγώ συμπαθώ κάποιον». Και οπότε... Θα με χτυπούσε κιόλας, ήθελε να με δώσει με το ζόρι. «Δεν το παίρνω» λέω. Λέω: «Δεν θα πάρεις και εσύ τη Σταματία άμα είναι». «Αφού την αγαπώ» λέει. «Εσύ αγαπάς, αλλά και εγώ κάποιον συμπαθώ» λέω. Και έκτοτε πήρα τον Γιώργο και ζήσαμε καλά ως αυτά τα χρόνια, ένα ζευγάρι αγαπημένο με δύο υπέροχα παιδιά και νύφη καλή και δύο εγγόνια, τα οποία τα λατρεύω και μας λατρεύουν πολύ και είμαι ευτυχισμένη.

Μ.Μ.:

Δηλαδή μικρή πήγαινες και στα χωράφια;

Σ.Ε.:

Βέβαια, θερίζαμε-

Μ.Μ.:

Στα πρόβατα.

Σ.Ε.:

Στα πρόβατα. Θερίζαμε, 8 μηνών και θέριζα, θέριζα έτσι σκυφτή με την κοιλιά, θερίζαμε, καπνά βάζαμε, τα πάντα.

Μ.Μ.:

Ο μπαμπάς σου πού είχε το κουρείο;

Σ.Ε.:

Κάτω στον Πέτρο του Λάζου το σπίτι, πιο πάνω ήτανε το δικό του. Από εκείνα τα χρόνια κανένας δεν είχε τουαλέτα μες στο σπίτι, ο μπαμπάς μου είχε όμως, ήταν σαν διώροφο και ήταν πολύ… Μόνοι τους το χτίσανε, με τον παππού τον Αναστάση, ήτανε μάστορας και εκείνος. Μπορεί να μην ήξερε ελληνικά, να μην ήξερε ποντιακά, αλλά το Ευαγγέλιο στην εκκλησία το ‘λεγε ελληνικά απέξω, ούτε διάβαζε μέσα, όλα, ήταν -όπως είπε και ο Κώστας προχθές στη Γενοκτονία – «οι Παυρινοί ήταν οι πιο θρήσκοι από όλες τις φυλές» και για αυτό ήρθανε και στην Ελλάδα, όσοι δεν ήθελαν τη θρησκεία, μείνανε και πολλοί και μείνανε και είναι [00:25:00]κρυπτοχριστιανοί.

Μ.Μ.:

Ο μπαμπάς σου από πού ήρθε;

Σ.Ε.:

Απ’ τη Μικρά Ασία, απ’ την Καισάρεια, Νεοκαισάρεια, αλλά το χωριό τους ήταν απ’ το Φελ, Φελις, Φελ. Όπως και τον τουρκόφωνο του Νίκου τον πατέρα τον λένε Φελή, γιατί ήταν απ’ το Φελ. Όπως τον Στέργιο τον Παλπάνη τον λένε Παλουριώτης, έτσι και αυτός ήταν Φελής, έτσι εννοεί. Να πω και για τις κούκλες, τις οποίες τις έφερε η Μαρίνα, ο Γιώργος Τριανταφυλλόπουλος και η Μαρίνα Ντατσή, πέντε κούκλες που έχουν οι φορεσιές. Τη μία την έφερε ο Σεβίλογλου, τότε ήταν και αυτός μαζί μας στον Σύλλογο, τη μία κούκλα και την αυτήν εδώ την υφάντρα την έκανα εγώ και τα Ρουγκατσάρια που είναι ντυμένος, αυτήν την έκανα και αυτήν εγώ, τα άλλα είναι έτοιμα.

Μ.Μ.:

Έρχονται επισκέπτες στο μουσείο;

Σ.Ε.:

Έρχονται, έρχονται. Έρχονται, αλλά όχι πολλοί, αλλά έρχονται, έρχονται, το βλέπουνε. Ο Στέργιος του γραμματέα, του Παλπάνη, είναι δάσκαλος και η γυναίκα του δασκάλα. Πέρσι ήταν, μου λεν: «Θα σου φέρω παιδιά». Τριάντα πέντε παιδιά ήρθαν, επισκέφθηκαν το μουσείο, ήταν και της Άννας της Σταματίας τα εγγόνια, τρελάθηκαν! Τους έχω κάνει διάφορα εδέσματα, μετά και καρπούζια, πεπόνια, πίσω στο προαύλιο εκεί, ήταν το κάτι άλλο. Χάρηκαν τα παιδιά -τι να σου πω;- πολύ ωραία ήτανε.

Μ.Μ.:

Τι κάνει εντύπωση στον κόσμο, όταν έρχεται στο μουσείο;

Σ.Ε.:

Κοίτα να δεις, οι παλιοί θυμούνται το παρελθόν, οι νέοι μαθαίνουν, βλέπουν, δεν ξέρουν, ρωτάνε. Δεν ξέρουν, ακόμα δεν ξέρουν εκείνο τι κάνει, εκείνο εκεί θέριζε εκείνο το δρεπάνι, αυτό το άλλο κάνανε το σιτάρι στον αέρα έτσι, για να φύγει, το άλλο γυρνούσαν τα δεμάτια, το κάθε ένα έχει και την ιστορία του. Όπως σου είπα και ο Γιώργος ο Παλπάνης που έφερε τη ματσούκα, με αυτό πηγαίνανε και λέγανε τα κάλαντα. Σε μένα όταν τότε μικρός ο Σταύρος, νεογέννητος, το ‘67-‘68 και έρχονται τραγουδάνε και λένε: «Ένα μικρό μικρούτσικο μικρό στη σαρμανίτσα τρεις Βαϊοπούλες το κουνούν και τρεις το κανακεύουν και μία την άλλη έλεγε και μία την άλλη λέει τι να το χαρίσουμε». Σε ένα άλλο σπίτι που πήγανε-εγώ τα έχω δώσει φιλοδωρήματα-σε άλλο σπίτι του πήγαν, δεν το δώσανε τίποτα: «Σε αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε γεμάτο καλιακούδια τα μισά γενούν, τα μισά κλωσούν τα μισά σας βγάζουν τα μάτια». Γιατί δεν τους δώσανε φιλοδώρημα.

Μ.Μ.:

Έλεγαν δηλαδή σε κάθε σπίτι-

Σ.Ε.:

Ναι, ναι.

Μ.Μ.:

ξεχωριστά;

Σ.Ε.:

Ξεχωριστά. Αν ήταν κάποιος ξενιτεμένος έλεγαν για τον ξενιτεμένο. Το κάθε τι ξεχωριστά. Το είπα το σαμάρι; Και σαμάρι έχω, δεν το είδες αυτό. Σαμάρι με δισάκι από γίδινο μαλλί, υφαντό, όπως έχω και ντουρβάδες από γίδινο υφαντό και κι άλλος ντουρβάς, αυτό το ‘φερε η Δήμητρα του Φουντουκίδη. Η Ντατσή η Ρόιδω έφερε εκείνον το καρό τον ντουρβά. Εκείνη η φορεσιά είναι της Περιστέρας του Ζουμπούκα, η φορεσιά αυτή εδώ η μάλλινη τρία κιλά είναι, βαρύ. -Όχι, απ’ την Ασπροκκλησιά είναι-

Μ.Μ.:

Πότε τις φορούσανε αυτές τις-

Σ.Ε.:

Αυτές-

Μ.Μ.:

Τις ντόπιες που…

Σ.Ε.:

Η καθημερινή φορεσιά ήταν αυτές, με πουκάμισα τα φορούσαν, αυτά φορούσαν, δεν είχανε. Και εκείνο εκεί το πλεχτό το είχανε για πουκάμισο, που λες, πλεκτό, υφαντά φορούσαν τότε. Πώς δεν ζεσταινόταν, ξέρω ‘γω;

Μ.Μ.:

Ποιο είναι το πιο παλιό αντικείμενο που έχεις βρει;

Σ.Ε.:

Είναι αυτή η φιτσέλα, είναι από το Μουζάκι Τρικάλων, τα Τρίκαλα, η φιτσέλα, διακόσια χρονών. Μου το ‘δωσε του Διευθυντή, του μικρού μας του Διευθυντή, του Καμπούρη η Βασιλική μου το ‘δωσε, αυτό είναι από το Μουζάκι. Το άλλο εγώ το πήρα από τα Γιάννενα, η άλλη η φιτσέλα, πήγα εκδρομή, το πήρα απ’ τα Γιάννενα. Τα γκιούμια αυτά είναι πολύ… Το γκιούμι αυτό έχει μια ιστορία. Όταν είχε το καφενείο μπαμπάς μου εκείνα τα χρόνια, μικρούλα εγώ, πριν εβδομήντα χρόνια και, ήρθανε φαντάροι στο καφενείο και με λέει: «Πάνε φέρε από τη βρύση, την Παναγία, νερό κρύο, να πιούν οι φαντάροι». Εγώ πήγα, στον γυρισμό [00:30:00]βρίσκω μια κρανιά εκεί στη στροφή, αφήνω το γκιούμι, ανεβαίνω στην κρανιά, μαζεύω κράνα, τρώω. Ζεστάθηκε το νερό. Ήρθε καημένος ο μπαμπάς μου και εκεί μου ‘δωσε ένα χαστουκάκι, αυτό μόνο θυμάμαι, τίποτα άλλο, δεν μας μάλωνε ο μπαμπάς. Μου ‘δώσε ένα χαστούκι μόνο, πήγε πήρε το νερό το κρύο και έφυγε. Μάλιστα ο Καρυπίδης ο Ιωάννης, εκτός αυτό, ήταν ο παππούς του παπαδάσκαλος έτσι και από εκείνα τα χρόνια έγραφε καλλιγραφικά γράμματα, άμα τα 'βλεπες πλάγια όλα, άμα τα 'βλεπες έτσι. Και εμείς όταν ήμασταν μικροί, μας έβαζε στο σουφρά και έπαιρνε, όταν ήταν τα ξυλάκια μικρά, σαν αυτά που έχουμε τα σουβλάκια, τέτοια ξυλάκια και τα έβαζε στη φούχτα, τα άφηνε, σκορπούσαν και ένα-ένα όλα πρέπει να τα σηκώσεις χωρίς να πειράξεις κανέναν, άμα το καταφέρεις, κερδίζεις, αλλιώς χάνεις. Και αυτά είναι και στην Ελβετία, το παίζουν αυτό το παιχνίδι, κάπως λέγεται, δεν θυμάμαι και το έχω, κάπου το έχω. Έχω τα αντικείμενα ο μπαμπάς μου που ήταν κουρέας, ο Ζουμπούκας ο «ψευτογιατρός» που λέμε, ψευτογιατρό τον λέγαμε, γιατί έφτιαχνε ενέσεις, αλλά είχε και πολλά πρακτικά, που βοηθούσαν πολύ. Και του Εκουτσόγλου Γιώργου, που ήταν στον στρατό νοσοκόμος έχουμε τα αντικείμενα εκεί. Το σίδερο είναι το δικό μου το ένα. Το γουδί εκείνο που κάναμε, τα σκόρδα στουμπίζαμε. Εκείνο το σιρκιάτσ’ και στραγγιστήρι είναι της Φουντουκίδου Αναστασίας, το άλλο είναι της Ευτέρπης Ντατσή, αυτά. Τα κούπια είναι ωραία και αυτά.

Μ.Μ.:

Στα έθιμα συμμετέχεις ακόμα;

Μ.Μ.:

Πώς την χρησιμοποιούσαν;

Σ.Ε.:

Η φιτσέλα; Η φιτσέλα, εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε νερό στις βρύσες και πηγαίναμε στη βρύση και γεμίζαμε νερό, το κρατούσε δροσερό και πίναμε από τη φιτσέλα ή και τα γκιούμια ακόμα, αυτά εδώ τα γκιούμια τα μπακουρένια. Δεν είχαμε νερό εκείνα τα χρόνια. Όταν έκανα αυτό το σπίτι, νερό δεν είχε, είχα δύο γουμάρια -με συγχωρείς- το ένα το έλεγα «γερακίνα» και είχε ένα μικρό πουλαράκι και όταν ήταν ο Σταύρος μου πολύ μικρός, πάει να το χαϊδέψει, το δίνει μία κλωτσιά η γερακίνα και το έκανε πληγή το παιδί, πόνεσε, έκλαιγε. Και λέει ο θείος ο Γιώργος: «Εσύ είσαι που θα χτυπήσεις το δικό μου παιδί;» Το παίρνει, δεν το σκότωσε, το πήγε κάτω στα «τσουχ», στο πλάι στο ρέμα και τ’ άφησε εκεί και αυτό δεν μπορούσε να βγει και πήγε τον ντορό, που λέμε εδώ οι ντόπιοι, έφτασε στο ποτάμι και από εκεί βρήκε μέρος και ώσπου να ‘ρθει ο Γιώργος, πιο νωρίς ήρθε το πουλάρι στο σπίτι. 

Μ.Μ.:

Στα έθιμα συμμετέχεις ακόμα;

Σ.Ε.:

Ακόμα; Ακόμα και ως τα 90 να ‘ναι τρόπος, θα συμμετέχω. Τώρα εδώ φέτος κάναμε τη Γενοκτονία. Με μεγάλη μου χαρά και ακούραστη συμμετείχα. Τώρα του χρόνου, πρώτα ο Θεός, λέω να μην πάω, να δούμε, δεν ξέρω, αλλά εμένα μ’ αρέσει, θέλω. Και πήγαμε τραγουδήσαμε. Να πω και ένα ποντιακό; Μεταξύ άλλων είπαμε και δύο τραγούδια, γιατί φέτος λόγω κορωνοϊού δεν κάναμε πολλά πράγματα, κάναμε μόνο ένα πισί και από ένα ποτήρι ταν. Και μόνο δύο τραγούδια είπαμε, το οποίο το ένα να σας το πω: «Εμείς είμες, εμείς ειμές, Εμείς είμες Αργοναυτών,και Ακριτών παιδία, έλα με τ' εμάςκαι Ακριτών παιδία, έλα με τ' εμάς. Και σα μέσα μουν’ κρεμάουνταν, και μαχαίρα και σπαθία, έλα με τ' εμάς.Εμείς είμες, εμείς ειμές, Εμείς είμες π' ερίαζαμ', και σον Πόντο τα χωρία, έλα με τ' εμάς.Και σην Ελλάδα ερίζωσαμε, και [00:35:00]εξέγκαμε κλαδία, έλα με τ' εμάς. Εμείς είμες, εμείς είμες, Εμείς είμες π' εγλύτωσαμ', και ασήν Γενοκτονία, έλα με τ' εμάςασήν Γενοκτονία, έλα με τ' εμάς.Κ' ατώρα ξάν’ οράζουμε,Θράκη, Μακεδονία, έλα με τ' εμάς». Αυτά για τον Πόντο, με αγάπη από Σοφία ή Φιρφίρου, το καλλιτεχνικό μου. Οι περισσότεροι με ξέρουνε Φιρφίρου. Όταν ήμουν στον Σύλλογο, ο Γραμματέας αρρώστησε, όχι, για λόγους οικογενειακούς πήγε στη Γερμανία, με δίνει ο Πρόεδρος το ταμείο και εγώ επειδή σχεδόν πενήντα χρόνια λείπω από το χωριό, το ‘67 έχω φύγει, και ήτανε στον Σύλλογο, στον συνδυασμό και η Ελευθερία Φασούλα. Την παίρνω τηλέφωνο, λέω: «Ελευθερία;» «Ναι, ποια είσαι;» «Η Σοφία Εκουτσόγλου». «Δεν σε ξέρω». «Μήπως ξέρεις τον Καρυπίδη τον μπαμπά μου;» «Ούτε, δεν σε ξέρω». «Μήπως ξέρεις την Φιρφίρου;» «Την Φιρφίρου την ξέρω», λέει. Και έκτοτε, πήγα παρέδωσα το ταμείο. Μία άλλη φορά πάλι, στην εκκλησία στην Παναγιά, η Βασιλική Κυριαζίδου και η αδερφή μου ήτανε εκεί, εγώ, και ήρθε η Μέλπω του Σεΐτογλου με τα κορίτσια της. Πάνε χαιρετάνε την αδερφή μου, τη Βασιλική, γιατί είναι νύφη Κυριαζίδου, εμένα δεν με χαιρετάνε και λέει η μάνα τους, η Μέλπω: «Καλά -λέει- γιατί δεν την χαιρετάς -λέει- τη Σοφία;» «Αφού δεν την ξέρω, ποια είναι;» «Καλά μα, την Φιρφίρου δεν ξέρεις;» «Τη Φιρφίρου την ξέρουμε». Ενώ σαν Φιρφίρου με ξέρουνε και έξω και στο εξωτερικό ακόμη. Μία άλλη φορά, της Μαίρης η εγγονή, η Μαρία, έρχεται στο σπίτι, κλειδωνιά. Φωνάζει η Μαίρη: «Σοφία, θεία». Η Μαρία φωνάζει: «Φιρφίρου, δεν ακούει, Φιρφίρου, γιατί δεν είσαι εδώ;» Και έτσι αυτό είναι το καλλιτεχνικό μου. Τι άλλο;

Μ.Μ.:

Στο εξωτερικό έζησες;

Σ.Ε.:

Όχι, όχι Ελβετία πήγα, μέσω Ελβετίας Πήγα δύο φορές στη Γερμανία, δεν πήγα όχι. Ταξίδι πήγα Βουλγαρία, δεν πήγα όχι. Απ’ το ‘67 όπως πήγα στο Ψυχολογικό Κέντρο Βορείου Ελλάδος, τώρα μας πήρε ο ΟΑΕΔ και ήμασταν εκεί, όλα τα χρόνια εκεί.

Μ.Μ.:

Τι έκανες ακριβώς;

Σ.Ε.:

Εκεί μαγείρισσα ήμουνα και ήτανε εκατό άτομα προσωπικό και από τα εκατό, εγώ όπως ήμουν και ξανθιά, έτσι άσπρη, με αγαπούσαν όλοι, τόσο πολύ οι ξένοι, ερχόταν οι φοιτήτριες από όλα τα κράτη, Ολλανδία, Γερμανία, Ελβετία και όλοι με αγαπούσανε. «Ξέρεις γιατί σε αγαπάνε; -λέει- Γιατί μοιάζεις Ελβετίδα, για αυτό». Και λέω στην Έρικα, αυτήν την Ελβετίδα, λέω έτσι και έτσι με λένε. «Δεν είναι αυτό -λέει- η καρδιά», λέει. Αυτές οι φοιτήτριες πηγαίνανε στο Ρετζίκι δίπλα, τα βράδια και ξενυχτούσαν. Αφού ήμουν μαγείρισσα και τραπεζοκόμος, μαζεύαμε τα τραπέζια, κρατούσα τη μερίδα τους, δεν τα πέταγα, αυτές όμως, για να μην έχουν να πλύνουν, τα ρίχνανε στον κουβά. «Γιατί -λέω- θα τα πλύνω το πρωί» και ερχόταν βρίσκαν το φαγητό τους και τρώγανε. Εκτός αυτό, μία άλλη φορά πάλι, μία άλλη ιστορία να σας πω, είχα εξήντα κοριτσάκια και ήμουν υπεύθυνη το βράδυ και αυτά τα καημένα, άλλα ορφανά, αλλά φτωχά, άλλα με ειδικές ανάγκες, και άλλα ήταν καλά που τα παρατούσαν οι γονείς. Τέλος πάντων, αφού το βράδυ ήμουνα νυχτερινή, είχα το δωματιάκι μου, τα καημένα, είχανε κοιλόπονο, έρχεται ένα κοριτσάκι: «Κυρία Σοφία, η κοιλιά μου πονάει, δεν είμαι καλά». [00:40:00]Εγώ όμως, έβλεπα, αυτή η Έρικα ήταν γιατρός, ψυχολόγος, τρία-τέσσερα πτυχία είχε, έβλεπα έδινε μία αντιβίωση, εγώ πάω στο περίπτερο Θεσσαλονίκης και βρίσκω κάτι καραμελίτσες, που έμοιαζαν σαν χαπάκια και τα δίνω δύο, μία καραμελίτσα, τα κάνω ένα τσαγάκι, λίγο νεράκι. «Αχ κυρία Σοφία, έγινα καλά», λέει. «Μπράβο χαίρομαι». Τα ‘φτιαχνα τσαγάκι, αυτά. Και Τετάρτη είχανε συμβούλιο οι γιατροί, οι νοσοκόμοι, όλοι μαζί και «Ελάτε -λέω- να σας πω μία ιστορία». «Τι;» «Η κυρία Σοφία ξέρεις τι έκανε σήμερα;» «Τι έκανε;» «Ένα κοριτσάκι ήταν άρρωστο και πάει και λέει: «Κυρία Σοφία, δεν είμαι καλά», το κάνει ένα τσαγάκι, ένα νεράκι, μια καραμελίτσα, που έμοιαζε σαν αντιβίωση και έγινε καλά». Και λεν οι γιατροί τότε: «Εμείς πρέπει να σκίσουμε τα πτυχία μας -λέει- αυτή με καραμέλα έγινε καλά».

Μ.Μ.:

Θέλεις να πεις κάτι άλλο;

Σ.Ε.:

Ήθελα, αλλά δεν το θυμάμαι τώρα.

Μ.Μ.:

Δεν πειράζει. Θέλετε να μου πείτε για τα έθιμα τότε που κάνατε; Τον Κλήδονα; Πώς; Τι φορούσαν οι κοπέλες;

Σ.Ε.:

Στον Κλήδονα αποβραδίς τα κοριτσάκια αμίλητα έπρεπε να πάνε να πάρουν από επτά βρύσες νερό και λουλούδια εφτά σχέδια, από όλα τα λουλούδια. Το ένα λουλούδι ήτανε αρωματικό, μοσχοβολούσε, άμα το ‘βαζες στο νερό μοσχοβολούσε και αφού τα μαζεύαμε όλα αυτά αποβραδίς, η κάθε μία κοπέλα έβαζε το κάθε αντικείμενο, άλλος δαχτυλίδι, άλλος σκουλαρίκια, αύριο σταυρό, τσιμπιδάκι, ό,τι ήθελε ο καθένας. Και μετά το βάζαμε σε ένα αντικείμενο, το οποίο το σκεπάζαμε με κόκκινο πανί και το πρωί όλοι μαζί μαζευόμασταν, όλο το χωριό, αρκετοί είχαμε μαζευτεί και λέγαμε τραγούδια διάφορα. Και είχαμε τη Μαρία Μυρτσιώτη, που ήταν μικρούλα και έβαζε το χέρι και έπαιρνε σε κάθε στίχο το κάθε αντικείμενο και μετά η κάθε μια τραγουδούσε. Μετά, τα κορίτσια όλα αυτά, είχαμε ράψει ωραία φουστανάκια με λουλούδια, ανοιξιάτικα, ωραία, με καπέλα, με λουλούδια τα καπέλα, μία κοπέλα, δύο κοπέλες είχανε στάμνες, η άλλη είχε ένα γκιούμι, καλαθάκια και κάναμε γύρω-γύρω στην εκκλησία τραγουδώντας, τραγουδώντας όλοι μαζί, σαν πασαρέλα γύρω-γύρω στην εκκλησία. Ήταν τόσο ωραία και λέγαμε διάφορα τραγούδια και χορεύαμε, ήταν ωραίο.

Μ.Μ.:

Γιατί σταμάτησε να γίνεται;

Σ.Ε.:

Εγώ έλειπα και δεν έχουνε... Δεν ξέρω, εγώ, επειδή εγώ τους τα έχω κάνει όλα. Αλλά τώρα, του χρόνου, θέλω να τους τα κάνω όλα, έχω καλαθάκια ετοιμάσει, τα πάντα, και θα τους τα κάνω και του χρόνου θα τα κάνουμε. Θα μαζευόμαστε στο σχολείο, θα κάνουμε κάτι στολές, έχουμε. Η Μαίρη, η γιαγιά σου, έχει κάνει το καλύτερο, με λουλούδια, βάλαμε γύρω-γύρω στο φόρεμα, στο καπέλο, ήταν το κάτι άλλο, αλλά φέτος θα τους τα κάνουμε για του χρόνου, να έχουμε ετοιμάσει.

Μ.Μ.:

Τι άλλο έθιμο θα κάνετε;

Σ.Ε.:

Ίσως να κάνουμε και τον Καρνάβαλο, ήταν ωραίο. Ένας μεγάλος Καρνάβαλος, το ‘χουμε ντύσει. Εκείνα έπρεπε να δείξεις, που ήταν τόσο ωραία μωρέ ο Κλήδονας. Τι άλλο;

Μ.Μ.:

Αυτά θεία μου.

Σ.Ε.:

Εντάξει.

Μ.Μ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Σ.Ε.:

Παρακαλώ. Να είσαι καλά και να μην ξεχαστούν αυτά τα παλιά εθίματα, εύχομαι να βρεθούν κι άλλοι σαν εσένα και να συνεχίσετε. Αυτό το έργο που κάνεις, είναι σπουδαίο, για να μην ξεχαστούν τα εθίματα τα παλιά. Να τα βλέπουμε εμείς οι γέροι να θυμόμαστε τα παλιά και εσείς οι νέοι να μαθαίνετε και να λέτε και στις επόμενες γενιές.

Μ.Μ.:

Να 'σαι καλά.

Σ.Ε.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ.