© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Παντρεύτηκα με προξενιό»: οι αναμνήσεις της Ευδοκίας Διδασκάλου από τη ζωή στην επαρχία και τον γάμο της με προξενιό

Istorima Code
10729
Story URL
Speaker
Ευδοκία Διδασκάλου (Ε.Δ.)
Interview Date
28/04/2022
Researcher
Εύα Μίχου (Ε.Μ.)
Ε.Μ.:

[00:00:00]Είναι 29 Απριλίου, είμαι  η Μίχου Ευαγγελία. Είμαι μαζί με την Ευδοκία Διδασκάλου, βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Είμαι ερευνήτρια του Istorima και σιγά-σιγά θα ξεκινήσουμε την αφήγηση της Ευδοκίας. Καλησπέρα. 

Ε.Δ.:

Γεια σας.

Ε.Μ.:

Πώς ονομάζεσαι;

Ε.Δ.:

Διδασκάλου Ευδοκία.

Ε.Μ.:

Πολύ ωραία, θα ήθελες να μας πεις λίγα γενικά πράγματα για εσένα για αρχή;

Ε.Δ.:

Ναι, γιατί όχι; Από πού να ξεκινήσω δεν ξέρω τώρα, από την ώρα που γεννήθηκα;

Ε.Μ.:

Όχι μην μας ξεκινήσεις την αφήγησή σου, πες μας -ας πούμε- από πού είσαι, πού μένεις πλέον...

Ε.Δ.:

Μάλιστα, εγώ γεννήθηκα στο Πύθιο Ελασσόνας από αγρότες γονείς. Έχω δύο αδέρφια, τον Κώστα και τον Γιάννη. Έχω διάφορα έξι χρόνων με τον μεγάλο και δώδεκα με τον μικρό, που εκείνον τον ντάντευα και λίγο. Τον περιποιόμουνα τον μικρό. Από εκεί και πέρα τι να πω; Παιδικά χρόνια δύσκολα. Δούλευα στα χωράφια, δούλευα στα καπνά. Με παίρναν οι γονείς μου, γιατί ήταν φτωχοί. Πολύ πήγα σε ξένες δουλειές, πήγα Κρήτη, πήγα Αθήνα στην Παιανία, πήγα στην Αλεξάνδρεια εδώ στον Γιδά στα βαμβάκια, στον τρύγο και στις ελιές. Πολύ μικρό παιδί ήμουνα, είχα πάει και Γυμνάσιο μία χρονιά, αλλά οικονομικά οι γονείς μου δεν είχαν και δεν με στείλανε, γιατί έπρεπε να πάω στην Ελασσόνα από το Πύθιο. Από εκεί και πέρα δούλευα, πήγαινα για δουλειά πάρα πολύ και βοσκούσα και πρόβατα και αρνιά. Τα παιδάκια πηγαίνανε εκδρομές. Εμείς δεν είχαμε το οικονομικό, για να πάμε. Τα έβλεπα και χαιρετούσα από το λεωφορείο, δηλαδή στο λεωφορείο τα παιδιά, εγώ μάζευα καπνό και τα χαιρετούσα, αλλά με συγκινούσε αυτό, γιατί και εγώ σαν παιδάκι ήθελα να πάω, αλλά είχαμε φτώχεια εντάξει. Δεν το παρεξηγούσα. Να πω τι; Ότι περνούσε ο παγωτατζής με το μηχανάκι του με το ποδήλατο στο χωριό μου και εμείς περνούσαμε καπνό και δεν είχαμε να πάρουμε παγωτό να φάμε και η μαμά μου έλεγε: «Την άλλη φορά, παιδί μου, την άλλη φορά». Φτώχεια! Τι να γράψω σε αυτό δηλαδή;

Ε.Μ.:

Πολύ ωραία, αφού μας έκανες μία μικρή εισαγωγή λοιπόν για εσένα, θα ξεκινήσει η κυρίως αφήγησή σου και εγώ θα ήθελα να σε ρωτήσω, πώς είναι να μεγαλώνει κανείς στο Πύθιο; Πώς θυμάσαι εσύ τα πρώτα χρόνια;

Ε.Δ.:

Τα νοσταλγώ, τα νοσταλγώ τα χρόνια μου. Φτωχά, άλλα όμορφα. Είχαμε πολλές παραδόσεις. Γινόταν πολλά πανηγύρια. Ήταν ήταν όμορφα τώρα με τα χρόνια σήμερα, που είμαι 67 χρόνων, τα νοσταλγώ. Τα θυμάμαι και συγκινούμαι, γιατί δεν υπάρχουν τώρα αυτά, οπότε τα νοσταλγώ τα παιδικά μου χρόνια. Δουλεύαμε στα καπνά. Ξυπνούσαμε από τις 5:00 η ώρα, πηγαίναμε στο χωράφι, περνάμε και τρώγαμε 5:00 η ώρα το ψωμί και το τυρί και πηγαίναμε δουλεύαμε, γυρίζαμε, μας έπιανε ο ήλιος, γυρίζαμε στο σπίτι να το περάσουμε τον καπνό εκεί. Πολύ χρόνια δύσκολα, πουλάκι μου, πολύ δύσκολα, τα χρόνια μου ήταν φτωχά. Πολύ μικρή αρραβωνιάστηκα. Ήμουν στα Φάρσαλα και δούλευα στα βαμβάκια, δούλευα στα βαμβάκια και τότε ήταν τα προξενιά, τα λεγόμενα και ήρθε ο μπατζανάκης μου ο σημερινός, που έχει φύγει από τη ζωή βέβαια, και με ζήτησε. Έγινε προξενιό. Με ζήτησε από τη γιαγιά μου και μετά πήγε στον μπαμπά μου. Εμείς λείπαμε με τη μαμά μου. Ήμασταν… δουλεύαμε και κάπως έτσι έγινε και το προξενιό που παντρεύτηκα. Βέβαια, σε όλα αυτά τα χρόνια σαν παιδί, όπου πήγαινα να δουλέψω, εντάξει, είχα και τα φλερτ μου. Με πείραζαν κάποια αγοράκια, κάποιοι που δουλεύαμε και μαζί. Ο σύζυγος ο σημερινός, που είμαστε πενήντα χρόνια μαζί, δούλευε Θεσσαλονίκη, αλλά ήταν από το Πύθιο και εκείνος, οπότε αρραβωνιαστήκαμε. Ήταν φαντάρος και μετά παντρευτήκαμε, μέσα σε έξι μήνες παντρευτήκαμε και ήρθαμε Θεσσαλονίκη και τότε φτώχεια. Μπορώ να σου πω ότι τη μέρα [00:05:00]που παντρευόμασταν, έγινε και το γλέντι. Έγιναν πάρα πολλά πράγματα. Είχαμε και πάρα πολλά έθιμα τότε, το Φλάμπουρο, τη μπουγάτσα που σπάγανε, γιατί πήγαιναν κάποια δώρα στη νύφη. Ήτανε πάρα πολλά πράγματα. Κάναμε γλέντι αποβραδίς. Την άλλη μέρα κάναμε γλέντι. Με φέρανε εμένα, τότε είχαν έτσι ένα πράγμα που λεγόταν… όπως είναι το ταψί το λέγαν «κανέστρα» τότε και βάζουνε μέσα τα παπούτσια, τα εσώρουχα της νύφης, βάζαν και μία μπουγάτσα, πριν τον γάμο την προηγούμενη μέρα, τη σπάγανε αυτοί και τη χορεύανε. Τη βάζανε πρώτα στο κεφάλι, μετά τη σπάγανε και τη χορεύανε παράλληλα και τη μοίραζαν όλος ο κόσμος. Και την άλλη μέρα μετά, είχαμε το γλέντι το πρωί στο σπίτι ήρθαν να με πάρουν τα κουμπαριά. Ο κουμπάρος που θα με στεφάνωνε και θα μας στεφάνωνε και πήγαμε στην εκκλησία με τα πόδια. Πήγαμε στον Άγιο Γιάννη, η εκκλησία του Πυθίου, λέγεται και σήμερα ακόμη, μία ωραία εκκλησία παλιά, για τότε ήταν πιο καινούργια, στην πορεία, αφού εγώ έχω πενήντα χρόνια παντρεμένη και η εκκλησία είναι πολύ παλιά. Πολύ όμορφη εκκλησία. Είχαμε και έναν πολύ καλό Παπά, τον Παπά Νικόλα. Τα έλεγε όλα κανονικά. Έγινε το μυστήριο. Δεν με πάτησε ο σύζυγος, δεν τον πάτησα. Το έθιμο… γιατί αυτό το έθιμο ισχύει μέχρι σήμερα. Δεν με πάτησε, δεν τον πάτησα, παρόλο λέγανε οι φίλες μου, μου κάνανε νοήματα για να τον πατήσω, αλλά εντάξει, γιατί και από αυτά γίνανε και πολλοί χωρισμοί. Μετά από εκεί χορέψαμε έξω στην εκκλησία. Είχαμε βιολιά, κλαρίνα. Τότε έτσι ήταν οι γάμοι και όλα τα σχετικά. Χορέψαμε εκεί. Μετά πήγαμε στο σπίτι του συζύγου, του Στέλιου, και εκεί για να μπω μες στο σπίτι, βάλανε ένα σίδερο και να το πατήσω αυτό και με δώσανε ένα πιάτο με ρύζι. Μου το έδωσε η πεθερά μου και το πέταξα προς τα πίσω μαζί με το πιάτο, για να σπάσει, για να είναι λέει: «Ευτυχισμένο το ζευγάρι, για να ζήσεις πολλά χρόνια;» Αυτό δεν το έμαθα και εγώ ποτέ. Μετά βγάζει η πεθερά και δίνει γλυκό τη νύφη, για να είναι γλυκιά, γλυκό του κουταλιού. Αυτό βέβαια έγινε και όταν ήρθε ο Στέλιος στο πατρικό μου. Ξέχασα να το πω σε εκείνη τη φάση, το λέω τώρα, γιατί τώρα με ήρθε και μετά από εκεί και πέρα, χορέψαμε. Έγινε τραπέζι ξανά, πολύς κόσμος. Κράτησε πάρα πολλές ώρες μα πάρα πολλές ώρες. Μετά από αυτό φύγαμε Θεσσαλονίκη. Περιττό να σου πω όμως ,ότι παρόλο -ας πούμε- ήταν με προξενιό, στην πορεία… απλά όταν έγινε το προξενιό, απλά μου άρεσε. Στην πορεία όμως τον αγάπησα, όπως και εκείνος. Τον ερωτεύτηκα. Ήταν όλα καλά, δεν ήτανε άσχημα -ας πούμε- χρόνια, όμορφα, φτωχά και στην πορεία. Όταν ήρθαμε όμως εδώ το βράδυ, φέραμε και τα πράγματα μαζί με το φορτηγό. Εγώ με το νυφικό. Περιττό να σου πω ότι το νυφικό μου ήταν απλό νυφικό, πάρα πολύ απλό. Είχαμε και ένα πέπλο και βάζαμε και μία στέκα εδώ πάνω στο κεφάλι. Δεν ήταν όμως τότε το έθιμο να το παίρνει ο γαμπρός. Το πήραν οι γονείς μου. Ο Νίκος και η Βαγγελιώ μού το πήρανε, παρόλα αυτά όμως, επειδή ο άντρας μου ήταν φτωχός, το κουστούμι το πληρώσαμε εμείς, οι γονείς μου και αυτό μετά, το κάναμε εμείς. Όχι ότι εμείς… σε είπα, είχαμε φτώχεια τρομερή, αλλά είχαμε πολλή δουλειά και οι γονείς μου δουλεύαν πάρα πολύ και εγώ, παρόλο που ήμουν παιδί. Αρραβωνιάστηκα 16 χρονών. Μόλις τελείωσα τα 16 και μπήκα στα 17, παντρεύτηκα, τόσο μικρή. Τι άλλο [00:10:00]να πω; Να πω ότι όταν ήρθαμε, μετά με το φορτηγό. κουβαλούσαμε τα πράγματα εγώ με το νυφικό, κουβαλούσαμε, ξεφορτώναμε το φορτηγό, να βάλουμε τα πράγματα στο σπίτι. Ένα σπίτι που δεν είχε καθαριστεί, γιατί δεν μπορούσαμε να πάμε να ερχόμαστε λόγω… οικονομικό και τα βάλαμε σε μια άκρη και την άλλη μέρα το πρωί είχε έρθει και η θεία μου και η αδερφή του συζύγου μου και καθαρίσαμε το σπίτι και βάλαμε τα πράγματα, τόσο όμορφα ήταν όλα. Μετά η ζωή συνέχισε πολύ όμορφα. Φτωχά βέβαια, γιατί εγώ στην πορεία δεν ήμασταν πάμπλουτοι. Δούλεψα και ξεκίνησα βέβαια και εγώ να δουλεύω σε ένα εργοστάσιο αεροζόλ, που ήταν πάρα πολύ μακριά. Ήταν στην Πυλαία. Εγώ έμενα τότε Σχολή Τυφλών. Βέβαια δεν ήξερα να πηγαίνω. Φοβόμουν πάρα πολύ. Απλά ρωτώντας- ρωτώντας έπαιρνα το λεωφορείο της Πυλαίας και πήγαινα, αλλά από εκεί και πέρα, αυτό ήταν πολύ έξω και περπατούσα με τα πόδια, πάρα πολύ περπάτημα. Εκεί δούλεψα δυο χρόνια. Μετά έμεινα έγκυος και επειδή δεν έκανε με τα αεροζόλ, κάποια στιγμή σταμάτησα. Περιττό να σου πω ότι έχω κάνει και κάποιες εκτρώσεις. Δεν ξέρω αν πρέπει αυτό να το πω. Έκανα εκτρώσεις, ενδιάμεσα στα παιδιά -ας πούμε -γινότανε, πράγμα που κάποια στιγμή, έγινα πολύ χάλια, αρρώστησα και μετά έκανα και το άλλο μου παιδί, το κορίτσι, την Ανδριάνα. Έχω τον Βασίλη και την Ανδριάνα. Όταν αρρώστησα, όμως, θυμάμαι τότε μου είπε ο γιατρός: «Ένα δοχείο-λέει-αν το ξύσεις έναν τενεκέ, θα φθαρεί. Κατά πόσο -ας πούμε- τα όργανα της γυναίκας, για αυτό και φυσικά έγινες χάλια». Αυτό. Μετά δεν έκανα άλλο παιδί. Οι εκτρώσεις μου ήταν πάρα πολλές, έντεκα. Ντρέπομαι βέβαια που το λέω, γιατί εντάξει, δεν μου είναι εύκολο. Ντρέπομαι, αλλά έγιναν. Σημασία έχει ότι γίνανε αυτά. Από εκεί και πέρα μετά μεγάλωναν τα παιδιά, δούλευα. Άφηνα τα παιδιά μου στο σπίτι. Έμενα στον πέμπτο όροφο. Ο γιος, ο μεγαλύτερος, που ήταν τότε 2,5-3 χρονών, έβαλε και φωτιά, γιατί τα άφηνα μόνα πολλές ώρες στο σπίτι και πήγαινα και δούλευα και πήρε φωτιά, δηλαδή το χαρτί, το ρολό, και για καλή μας τύχη, το παιδί ήταν πανέξυπνο. Πήρε ένα τραπεζομάντιλο και σκέπασε το ρολό και έτσι δεν επεκτάθηκε η φωτιά. Κατέβαζα τα παντζούρια, για να φύγω να πάω για δουλειά, γιατί τα παιδιά τα άφηνα και κοιμότανε. Πήγαινα μετά Σαββατοκύριακο τα έπαιρνα μαζί μου, τις περισσότερες φορές τα έπαιρνα και μαζί μου. Δούλευα με την ώρα. Πράγμα που δεν έβαλα τότε ένσημα και στην πορεία μετά μου ήταν δύσκολο. Μετά πάλι τα άφηνα και πήγαινα δούλευα, δούλεψα σε τέντες κάποια χρόνια. Πάλι τα παιδιά μου τα άφηνα στο σπίτι μόνα. Κατέβαιναν στην πρασιά, παίζανε. Δεν ήταν εύκολα χρόνια, γιατί ο σύζυγος και αυτός είχε τη δουλειά του. Έτρεχε, ήταν ελεύθερος επαγγελματίας, πράγμα που… αν δεν έτρεχε, δεν θα είχε δουλειά. Εγώ δούλευα σε όπου έβρισκα και τα άφηνα μόνα τους και πήγαινα με την ψυχή στο στόμα, που λέμε. Σε μία ανάσα. Βοήθεια δεν είχα από κανέναν, γιατί και η μαμά μου εργαζόταν ακόμη, γιατί είχε τα παιδιά της ακόμα πιο μικρά, ελεύθερα, και δεν μπορούσε να με βοηθήσει. Ο σύζυγος για αυτόν τον λόγο που είπα πριν, οπότε ταλαιπωρήθηκα και εγώ και αυτά πάρα πολύ. Μεγάλωναν στην πορεία. Βέβαια, με βοηθούσαν μετά, παρόλο που ήταν μικρά, άρχισαν να με βοηθάνε λίγο τα παιδιά, αλλά ο φόβος για μία μάνα είναι πάρα πολύς. Δεν είναι λίγος, γιατί μου ήταν δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο. Στην πορεία, σταμάτησα ένα φεγγάρι, γιατί δεν γινότανε και μετά [00:15:00]ξεκίνησα να δουλεύω, πήγα και σε βιοτεχνία. Εκεί ήμουν στο σίδερο. Πολλή ταλαιπωρία. Εκεί να δείτε τι ταλαιπωρία. Δούλεψα πάρα πολύ πράγμα που σήμερα το έχω μετανιώσει, που δεν κόλλησα ένσημα, που δεν κόλλησα ένσημα. Τι άλλο να πω; Έχω πολλά να πω, έχω πολλά να πω.

Ε.Μ.:

Θέλεις ένα διάλειμμα να κάνουμε;

Ε.Δ.:

Ναι, αν θα θέλατε.

Ε.Μ.:

Ωραία, συνεχίζουμε μετά. Συνεχίζουμε λοιπόν, εγώ ήθελα να σε ρωτήσω τότε εσύ στα 16, πώς ένιωθες για το προξενιό; Δηλαδή όταν σου έλεγαν προξενιό, τι σκεφτόσουνα; Ποια ήταν τα συναισθήματά σου για αυτό;

Ε.Δ.:

Τότε εκείνα τα χρόνια κάποια κοπέλα που πήγαινε από τα 17 και πάνω, λεγόταν γεροντοκόρη και επειδή ζούσαμε φτωχά στο χωριό στο Πύθιο, ήθελα να φύγω από το χωριό, να πάω κάπου καλύτερα. Να πάω όπως ήρθα Θεσσαλονίκη. Με το προξενιό φυσικά σαν παιδί και εγώ εντάξει, μπορεί να μου άρεσε κάποιος άλλος, μπορεί αλλά δεν είχαν τότε, δεν υπήρχαν αυτό σχέσεις και ούτε το χέρι δεν σε έπιανε κάποιος. Θυμάμαι συγκεκριμένα, μία φορά, η μανούλα μου, είχαμε πάει σε έναν γάμο και πήγαμε να χορέψουμε και με κρατούσαν, με αγόρια ήμασταν πιασμένα χέρι κορίτσια και αγόρια και ήρθε στην πόρτα και με έκανε νόημα, γιατί με κρατάει το χέρι και εγώ από φόβο θες; Δεν ξέρω, έφυγα. Τότε ήταν αλλιώς τα πράγματα, δεν είναι όπως είναι τώρα, δεν είναι όπως είναι τώρα.

Ε.Μ.:

Εσύ όταν σου είπανε ότι θα παντρευτείς με τον Στέλιο, είχες αντιρρήσεις; Πώς το πήρες, όταν το έμαθες;

Ε.Δ.:

Όχι δεν είχα αντιρρήσεις, γιατί ήθελα να φύγω από το χωριό. Ήθελα να φύγω από το χωριό. Δεν έφερα αντιρρήσεις, εντάξει, δεν τον ήξερα βέβαια καθόλου, αλλά δεν… Αποφάσισα, γιατί έπρεπε να φύγω. Είχα προξενιά βέβαια και για τον Καναδά με την υπογραφή των γονιών μου και για την Αυστραλία να φύγω, γιατί ήμουνα ανήλικη, αλλά κάποιος χωριανός μου ήταν στον Καναδά. Κάποια προξενιά που γινόταν τότε, γιατί έγιναν και κάποια προξενιά στο χωριό, δεν μου άρεσαν. Δεν ξέρω, δεν ήθελα, αλλά στον Στέλιο πήγε, μπορώ να σου πω, ήταν φαντάρος από τότε που ξεκίνησε το προξενιό και με ζήτησε πολλές φορές και το έκανε η αδερφή του και η γιαγιά μου. Η μαμά του μπαμπά μου, κατάλαβες; Ήθελα να φύγω από το χωριό.

Ε.Μ.:

Υπήρχε -ας πούμε- η περίπτωση ότι παντρευτήκατε για τις προίκες σας ή δεν υπήρχε τότε;

Ε.Δ.:

Τότε πώς δεν υπήρχε; Τότε λες και αγόραζες ένα τσουβάλι πατάτες. Φυσικά ήταν τα παζάρια. Τότε που ήμουν εγώ στα βαμβάκια, γύρισε ο γαμπρός του, πήγε στον μπαμπά μου και κάναν τα παζάρια, για να τι θα δώσει ο μπαμπάς μου. Ο μπαμπάς μου είπε: «Αυτοί θέλουν μόνο λεφτά», γιατί ήταν η Θεσσαλονίκη που θα ερχόταν, θα είμασταν εδώ και ο μπαμπάς μου είπε: «Εγώ δεν έχω τόσα λεφτά. Έχω χωράφια. Από αυτά που έχω να βγάλω να δώσω» και είπανε: «Πούλα τα τότε και δώσε τα σε λεφτά» και αυτό έγινε όντως, δηλαδή πούλησε ο μπαμπάς μου και κάποια χωράφια και συμπλήρωσε το ποσόν εξήντα χιλιάρικα τότε, 60.000 δραχμές και μετά εμείς δεν μπορούσαμε εδώ Θεσσαλονίκη βέβαια να πάρουμε σπίτι, γιατί ένα σπίτι μικρό είχε παραπάνω από εξήντα, αλλά δεν είχαμε και άλλους πόρους ζωής και τα μεροκάματα τότε ο Στέλιος έπαιρνε 900 δραχμές τον μήνα. Εγώ όταν ξεκίνησα να δουλεύω, έπαιρνα 400 δραχμές τον μήνα. Πώς να ζήσουμε; Και με πολλή οικονομία και με πολλή φτώχεια, οπότε δεν μπορούσαμε να πάρουμε σπίτι και τελικά, ήταν κάποιοι φίλοι μας που μας έμεναν εδώ Πυλαία και εκείνοι μας είπανε: «Πουλιέται ένα οικόπεδο, θα δώσεις αυτά σαν προκαταβολή και θα συμπληρώσετε δουλεύοντάς τα» και όντως έτσι έγινε. [00:20:00]Χρειάστηκε μετά δουλεύαμε και το ξεχρεώσαμε. 

Ε.Μ.:

Αντίστοιχα και εσύ πήρες κάποιο είδος προίκα από τον Στέλιο ή μόνο από την μεριά του;

Ε.Δ.:

Όχι, δεν δίνανε οι άντρες. Όχι, όχι οι άντρες δεν δίνανε καθόλου. Παρόλο όμως ο Στέλιος τότε που γινόταν το προξενιό, είπε, ήθελε να με δει μόνη μου, να μιλήσουμε, γιατί δεν γνωριζόμασταν καν και γύρισα εγώ από τα βαμβάκια και γυρίζει και μου λέει: «Δηλαδή -μου λέει οι δυο μας ήμασταν, οι άλλοι μείνανε σε άλλο δωμάτιο. Μου λέει- Δηλαδή -λέει-είσαι και εργατική, δηλαδή θα δουλεύεις εσύ, θα κάθομαι εγώ». Του λέω: «Δεν κατάλαβες καλά» και όντως έγινε το αντίθετο, εκείνος δουλεύει μέχρι και σήμερα που είναι 72, κατάλαβες; Δηλαδή μιλάμε χρόνια δύσκολα, όπως και να έχει, το πράγμα δεν ήταν ό,τι καλύτερο.

Ε.Μ.:

Η πρώτη σας επαφή με τον Στέλιο η πρώτη φορά που μιλήσατε, ποια ήτανε; Τι είπατε; Πώς ήτανε;

Ε.Δ.:

Η πρώτη φορά ήταν αυτή, για λίγο που τον είδα. Από την ώρα που ξεκίνησα βέβαια, περιττό να σου πω ότι ξεκίνησε το προξενιό, επειδή ερχόταν με άδεια, που ήταν φαντάρος, μου είπε η γιαγιά μου ποιος είναι, ήξερα τον αδερφό του, τον είχα δει, τον ήξερα καλά, γιατί ήταν Θεσσαλονίκη και ο αδερφός του αλλά με λέει η γιαγιά μου: «Κορίτσι μου είναι καλά παιδιά, θα περάσεις καλά. Μπορεί φτωχά, αλλά θα ζήσεις στην πόλη» και κάτι τέτοια, οπότε βρεθήκαμε μετά, ο Στέλιος ερχόταν με άδεια από φαντάρος, ερχόταν με άδεια από φαντάρος τότε.

Ε.Δ.:

Η πρώτη σας συζήτηση ποια θυμάσαι να είναι; Η γνωριμία πώς είχε γίνει-ας πούμε- τι είχατε πει μεταξύ σας; Υπήρχε αμηχανία; Πώς το θυμάσαι;

Ε.Δ.:

Ναι. Αυτή η φορά ήταν η πρώτη και μετά ήταν ο λόγος που δόθηκε, η φορά που με ήρθαν και με ζητήσαν για να με δούνε, τους αφήσαν όλους σε άλλο δωμάτιο και εμένα λέει: «Θέλω να μιλήσω» και αυτό έγινε στης γιαγιάς μου το σπίτι «Θέλω -λέει- να μιλήσω -λέει- το κορίτσι» και εκείνος μικρός 21 χρόνων, 21 χρονών ήταν και εκείνος δεν ήταν μεγάλος και εκεί μου είπε: «Με θες;» λέω: «Ναι και βέβαια», αφού δεν τον ήξερα, τον ήθελα, τι να κάνω;

Ε.Μ.:

Δεν ήταν περίεργο που ξαφνικά -ας πούμε- θα είχες μία ολόκληρη ζωή μπροστά σου με έναν άγνωστο; Τότε δεν ήταν περίεργο για εσένα, για τις φίλες σου;

Ε.Δ.:

Όχι, αγάπη μου, όχι. Δεν ήτανε, δεν ήταν. Έτσι ήταν η ζωή. Έτσι ήταν το σύστημά μας τότε. Εδώ υπήρχαν και άνθρωποι, κορίτσια, δηλαδή εγώ ένα προξενιό που γινόταν στην Αυστραλία, με φωτογραφία θα γινόταν και ξέρω περιπτώσεις που γίνανε προξενιά έτσι με φωτογραφίες. Τώρα ήταν κουτσός, στραβός, ανάποδος τι ήταν… τελείωσε. Πήγαινες εκεί, πώς θα έφευγες και θα γύριζες; Δεν θα γύριζες.

Ε.Μ.:

Γιατί δεν προτίμησαν οι γονείς σου να σε δώσουν σε κάποιον πιο πλούσιο, για παράδειγμα; Ώστε να έχεις ένα καλύτερο αύριο;

Ε.Δ.:

Δεν το είδαν έτσι ούτε και εκείνοι μάλλον. Βέβαια έτυχε να με πουν και για άλλα προξενιά οι γονείς μου, θέλαν σε κάποιους άλλους, αλλά δεν ήθελα εγώ, για λόγους δεν ξέρω, δεν με άρεσαν; Δεν μπορώ να πω ή μπορεί -ας πούμε- επειδή θα ήτανε να μείνω στο χωριό; Δεν ξέρω, μέχρι και σήμερα δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό, αλλά και οι γονείς μου δεν το είχανε. Ήμασταν εργατικοί άνθρωποι. Δουλεύαμε. Δεν κάναμε τη ζωή μας να την πατάμε πάνω στο οικονομικό, όχι, όχι. Αυτό που θέλαμε και για αυτό έγινε, δηλαδή ήξερα ότι θα φύγω από το χωριό. Μου είχε πει η γιαγιά μου, αλλά ξέρανε όλοι ότι ήταν από μία πολύ καλή οικογένεια. Ήσυχοι και φτωχοί, αλλά ήσυχοι, πολύ ήσυχοι. Περιττό να σου πω, ότι ο Στέλιος με θυμότανε, όταν εγώ ήμουνα 10 χρόνων, 8 με είπε; Τώρα θα σε γελάσω και εκείνος βοσκούσαν τα γελάδια και βοσκούσαν και δικά μας ζώα και όταν γέννησε μία αγελάδα, ένα μοσχαράκι το έβαλε στην πλάτη εδώ στον ώμο και μας το έφερε στο σπίτι μας. Λίγο τον θυμάμαι εγώ, εκείνος το θυμάται πολύ καλά και λέει: «Η μαμά σου με κέρασε και γλυκό του [00:25:00]κουταλιού». «Γιατί -λέω- μήπως είχε τίποτα άλλο να σε κεράσει;»

Ε.Μ.:

Εκείνη ήταν η πρώτη σας… που σε είδε πρώτη φορά;

Ε.Δ.:

Από παιδάκι, από παιδάκι.

Ε.Μ.:

Τώρα έτσι που είπες από παιδάκι. Τότε δεν ήταν περίεργο που ένας ενήλικος παντρευότανε ένα ανήλικο, ουσιαστικά;

Ε.Δ.:

Και εκείνος 21 ήτανε. Δεν ήτανε αφύσικο. Έτυχε κορίτσι από το χωριό μας, που ήταν 15-14, έτσι ήτανε τότε. Μην κοιτάτε τώρα που τώρα γίνονται 40 και λέγονται μικρά. Είναι ακόμα στην εφηβεία. Είναι ακόμα παιδί τα σημερινά χρόνια. Για τότε όμως όχι, τότε έπρεπε να είμαστε ώριμες, να κάνουμε δουλειές και κάτι άλλο που ξέχασα να σου πω, τότε, όταν αρραβωνιάστηκα, τότε έπρεπε η νύφη να πάει, όταν ζυμώνει πεθερά ή όταν ασπρίζει η πεθερά, να κάνει δουλειές. Δεν θα ξεχάσω μία περίπτωση, ζύμωνε η πεθερά μου. Ήταν τότε παραμονές για τον γάμο, ήταν. Δεν θυμάμαι ακριβώς και ήταν και ο πατέρας της, ήταν και άλλοι άνθρωποι και μου λέει: «Τώρα πρέπει να βοηθήσω και εγώ στο ζύμωμα». Εγώ, οι γονείς, η μάνα μου δεν είχε βάλει καθόλου, μανούλα μου, καθόλου, ήμουν μοναχοκόρη, όχι μοναχοπαίδι και δεν με είχε βάλει ούτε πίτα να κάνω ούτε… που τότε, άμα δεν ήξερες τίποτα από αυτά, ήσουν η πιο άχρηστη. Πήρε να με βάλει πεθερά, αλλά ευτυχώς είχα καλή πεθερά και η καημενούλα με έλεγε: «Γύρνα το από δω, κάνε από εκεί». Εγώ κοριτσάκι πράγμα τώρα, 16 χρονών και τότε δεν αντιμιλούσαμε. Δεν βγάζαμε γλώσσα, που τώρα δεν θέλει η νύφη να μιλήσει την πεθερά ή τον αδερφό. Τότε δεν τα είχαμε αυτά. Τότε πνιγόσουν, δεν πνιγόσουν έπρεπε να είσαι πολύ καλή, δηλαδή μιλάμε και για πίτα δεν ήξερα ακόμα, δεν ήξερα και ντρεπόμουνα να πω ότι δεν ξέρω, γιατί σου λέω, σε βγάζανε ότι ήσουν άχρηστη.

Ε.Μ.:

Πώς και έτυχε να μην σου μάθει -ας πούμε- πίτα η μαμά σου;

Ε.Δ.:

Δεν μου έμαθε, ενώ πήγαινα παντού δούλευα, στο σπίτι έκανα πολλές δουλειές, έπλυνα, στα καπνά πήγαινα, στα χωράφια μικρή. Δεν έτυχε να ζυμώσω, δεν έτυχε, δεν με έβαλε. Απλά με έλεγε μόνο: «Έλα να δεις πως κάνω εγώ την πίτα» για να μάθω. Δεν είναι… άμα δεν πάρεις να το κάνεις.

Ε.Μ.:

Ανέφερες πριν ότι στον γάμο σου έγινε ένα έθιμο. Το Φλάμπουρο;

Ε.Δ.:

Ναι.

Ε.Μ.:

Τι ακριβώς είναι;

Ε.Δ.:

Είναι ένα ψηλό… Πώς είναι η ρόκα; Ούτε και αυτό το ξέρετε. Είναι ένα ξύλο και βάζουν πάνω πάνω έτσι σαν σταυρός είναι. Κάπως έτσι και πάνω-πάνω έχουν ένα μήλο. Βάζουνε έτσι λίγο βαμβάκι, βάζουμε κόκκινες κορδέλες και το παίρνει ο πρώτος που χορεύει στον γάμο. Ναι, με τα δημοτικά τραγούδια και στον γάμο έχεις και το μαντήλι, κουνάς και το μαντήλι. Βέβαια, το Φλάμπουρο έμπαινε και σε κάτι άλλες γιορτές, που σήμερα λέγονται «δεξιώσεις». Τότε γινόταν τα Φώτα. Τα Φώτα γυρνούσαμε όλο το χωριό και τραγουδούσαν και χόρευαν με αυτό και σταματούσαν σε κάθε γειτονιά και κάνανε τον γύρο έτσι με χορό.

Ε.Μ.:

Αυτά τα κάνατε αποκλειστικά στο Πύθιο ή γενικά υπήρχε σαν έθιμο τότε;

Ε.Δ.:

Νομίζω ότι σαν έθιμο το έχω ακούσει και για αλλού, αλλά δεν ξέρω, εγώ μιλάω για το δικό μου το χωριό, το Πύθιο.

Ε.Μ.:

Εσύ το βίωσες αυτό;

Ε.Δ.:

Ναι, ναι και είχανε και σχοινάκια, το γαϊτανάκι που λέγανε και πλέκανε το γαϊτανάκι έτσι, κάτι κάνανε. Και τότε δεν υπήρχαν άλλες… να πάει να βγει ο κόσμος έξω, να διασκεδάσει, αυτά ήτανε στις γειτονιές, στα πανηγύρια, στα αυτά γινότανε, ήταν ωραία πράγματα, είχαμε πολλά πράγματα, τέτοια έθιμα.

Ε.Μ.:

Επίσης, ανέφερες και κάτι ακόμα για τον γάμο. Κάτι για μπουγάτσα;

Ε.Δ.:

Ναι, ναι, αυτό το έκαναν στο σπίτι της πεθεράς. Η πεθερά έκανε τη μπουγάτσα και τη στόλιζαν και την έβαζαν, όπως είπα και πριν, με τα εσώρουχα με κάναν και κάποια δώρα σαν να ντύνανε τη νύφη για τον γάμο και τα φέρνουν αυτά παραμονές γάμου και αφού φέρναν την μπουγάτσα, ήταν το εφταζυμίτικο που λέγανε. Το εφταζυμίτικο ήτανε μία μπουγάτσα, ένα ψωμί. Μύριζε πολύ ωραία. Δεν ξέρω τι το βάζανε και δεν έμαθα ποτέ. Δάφνη το βάζανε; Ήτανε… δεν έχω ξανά φάει τέτοιο ούτε γλυκό έχω φάει [00:30:00]τέτοιο, ούτε μπουγάτσα, ούτε ψωμί, τίποτα, τίποτα. Ήταν εφταζυμίτικο, το λέγανε. Δεν ξέρω. Οι παλιές γυναίκες που το κάνανε. Τώρα βέβαια, έγινα και εγώ παλιά, αλλά δεν το ξέρω. Αυτό το φέρνουν στη νύφη, το χορεύανε με τα δημοτικά γύρω-γύρω με πολύ κόσμο. Τότε βέβαια, έδειχναν και προίκα. Ήταν τότε που είχαμε και την προίκα. Ότι η μάνα μου -ας πούμε- την ώρα που γεννήθηκα, γιατί όλοι το κάναν αυτό, μάζευαν κάτι. Σεντόνι, πετσέτα, αυτά και παραμονές γάμου το δείχνανε, το βάζαν όλο σε όλο το δωμάτιο και περνούσε το χωριό όλο, να το βλέπει και έριχναν και ρύζι πάνω και ευχόταν: «Καλά στέφανα», «Η ώρα η καλή» και ποια είχε πιο πολύ προίκα, αυτή ήταν και πιο νοικοκυρά. Οποία δεν έχει πολύ προίκα, δεν ήταν τόσο. Και αυτό ήταν τότε που χορεύαν. Την κρατούσαν την προίκα δυο-τρεις μέρες να τη δει ο κόσμος. Τώρα αυτό εξαλείφτηκε βέβαια. Δεν υπάρχει πια και τότε με την μπουγάτσα, αφού φέρνανε τα δώρα, αλλά και εμείς η νύφη έκανε δώρο σε όλο το σόι του γαμπρού, σε όλο. Κάλτσες ήθελες; Με βάση το οικονομικό μέχρι και ξαδέρφια πιάνανε, αδέρφια, γειτονιά, οτιδήποτε. Μία κανέστρα τέτοια μεγάλη και βάζανε όλα τα δώρα και στην πεθερά και στον γαμπρό και σε όλους, όλους, όλους. Πόσα άτομα έχει το σοι είκοσι, πενήντα, τριάντα; Βάζαν σε όλους.

Ε.Μ.:

Η κανέστρα τι ακριβώς είναι;

Ε.Δ.:

Πώς είναι σήμερα μία ψάθινη, όπως είναι το ταψί ένα ψάθινο, κάπως το λένε τώρα, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ.

Ε.Μ.:

Καλάθι;

Ε.Δ.:

Όπως είναι το καλάθι, αλλά είναι πιο απλωτό, πιο μεγάλο, πιο μεγάλο. Με διαφεύγει τώρα, δεν μπορώ να το θυμηθώ πώς το λένε. Το θυμάμαι, αλλά τώρα το ξέχασα. Και αυτό αφού αδειάζανε αυτά τα δώρα, βάζαν όπως ήτανε μέσα σε ένα πολύ ωραίο κεντητό ή πλεκτό καρέ τη μπουγάτσα αυτή, το εφταζυμίτικο. Τη χορεύανε πάνω στο κεφάλι και την έπαιρνε όποιος έκανε μπροστά να χορέψει, έπαιρνε αυτό μπροστά στο κεφάλι και χόρευε. Αφού το χορεύανε οι πιο κοντινοί, μετά τη σπάγανε, γιατί όταν τη φτιάχνανε, την έχουν χωρισμένη στα τέσσερα. Τη σπάγανε και μετά άρχισαν και κόβανε με τα χέρια και δίναν κομμάτι-κομμάτι τον καθένα.

Ε.Μ.:

Πάρα πολύ ωραία, θέλω να σε ρωτήσω επίσης, εσύ στον γάμο σου είχες -ας πούμε- άγχος; Ήσουν χαρούμενη που παντρευόσουνα; Πώς ήταν έτσι τα συναισθήματά σου για εκείνη τη μέρα; Ήσουν ενθουσιασμένη;

Ε.Δ.:

Ναι ήμουν ενθουσιασμένη, αλλά θυμάμαι όμως είχα και έτσι σαν παιδί και εγώ για τότε, εντάξει, μπορεί να μου άρεσε κάποιος, μπορεί οτιδήποτε, εντάξει τώρα. Από εκεί και πέρα δεν είχαμε, όμως απλά τότε εμένα να με αρέσει κάποιος -ας πούμε- δεν είχαμε… αλλά ναι, ήμουν ενθουσιασμένη που θα παντρευόμουν. Αλλά όταν φεύγαμε από το πατρικό μας ντυμένη νύφη μόνο που τους αγκαλιάζαμε και έλεγαν τραγούδια, που δεν θα τους ξαναδείς τους γονείς σου ότι φεύγεις και κανείς... με έπιασε το παράπονο και έκλαιγα. Και φεύγοντας από το δικό μου σπίτι, κάνανε έτσι τα χέρια, στην πόρτα ο μπαμπάς μου από δω η μαμά μου από εκεί, πιάνουν τα χέρια τους και περνούσα εγώ κάτω από τα χέρια τους. Πώς αλλιώς να στο περιγράψω; Και όταν κατέβηκα τη σκάλα, η μαμά μου μετά είχε ένα πιάτο γεμάτο ρύζι και ρόδι που το πετούσε, για να σπάσει και αν έσπαγε, θα ήταν τρισευτυχισμένο το ζευγάρι. Αν δεν έσπαγε, θα ήτανε… εγώ έσπασε και πέρασα όμορφα χρόνια, καλά χρόνια, αυτά, τι άλλο;

Ε.Μ.:

Η προετοιμασία του γάμου ποια ήταν; Να πάρεις νυφικό; Η προετοιμασία του γλεντιού ποια ήτανε; Όλη αυτή τη θυμάσαι ή -ας πούμε- δεν την είχες αναλάβει εσύ;

Ε.Δ.:

Όχι εγώ, αλλά τη θυμάμαι, όμως, ερχότανε πολύ πολλές γυναίκες και βοηθούσαν στο ετοίμασμα της προίκας, σιδέρωμα, πλύσιμο, γέμισμα μαξιλάρια, γιατί τα βάζανε... Όλο το δωμάτιο ήταν με πράγματα καινούργια, που ήταν για προίκα. Θυμάμαι τη θεία μου, τις ξαδέρφες μου, που κάνανε δουλειές και για το γλέντι -ας πούμε- από βραδύς για το τραπέζι, γιατί τότε δεν υπήρχαν τα μαγαζιά, πάω το κάνω στο μαγαζί. Τότε τα έφτιαχναν όλα στο σπίτι. Μέρες… σε καζάνι έβραζαν τα κρέατα. Τα ταψιά στον [00:35:00]φούρνο με πατάτες. Τα βάζανε όλα στον φούρνο, μέρες κάνανε προετοιμασίες τότε.

Ε.Μ.:

Η προίκα σου θυμάσαι ποια ήταν; Τι περιείχε;

Ε.Δ.:

Τι περιείχε; Τώρα που πλέον δεν τα στρώνουμε. Είχε φλοκάτες πολλές, βελέντζες που λέγαμε τότε. Είχαμε πολλές κουβέρτες, είχαμε τα χάλια τα γύφτικα, γιατί τότε δεν υπήρχαν τάπητες ούτε αυτά με το πλαστικό από κάτω στην πορεία που χρειάστηκε εγώ να πάρω, γιατί μετά πήρα και τάπητες, άλλα μιλάμε, τότε υπήρχαν τα γύφτικα χάλια, γύφτικα, βελέντζες, οι σημερινές φλοκάτες που λέμε, που δεν τις στρώνουν τώρα. Μόνο στα τζάκια τις στρώνουνε. Σεντόνια, τραπεζομάντηλα, πετσέτες, μαξιλάρια φουσκωμένα, που τα φτιάχνανε η μαμά μου, επειδή έραβε κιόλας και τα έραβε η ίδια. Δεν υπήρχαν τότε. Κουρτίνες κάτι γύφτικες, έτσι τα λέγαμε τότε, δηλαδή πράγμα πολύ, για τότε αξίας για τώρα μηδαμινό. Για τότε είχαν αξία, δηλαδή, εμένα τότε -ας πούμε- έστειλε ο θείος μου λεφτά και πήραμε την ντουλάπα από τη Γερμανία. Άλλος με πήρε το μπαούλο, άλλος… καταρχήν τότε φέρνανε ένα πιάτο για δώρο. Ένα πιάτο, ένα πιάτο, ένα μπρίκι, φλιτζανάκι του καφέ χωρίς βέβαια να έχουν το πιατάκι και αυτά δεν στα έφερναν εξάδα, στα έφερναν δύο ή τρία. Σε έφερναν ένα τόσο δα μικρό καδράκι. Δεν υπήρχαν τότε.

Ε.Μ.:

Εσένα τότε η προίκα σου θεωρούνταν μεγάλη -ας πούμε- ή μικρή;

Ε.Δ.:

Ναι, ναι εγώ φαινόμουν ότι ήμουν και νύφη με προίκα.

Ε.Μ.:

Ενώ ήσασταν φτωχοί;

Ε.Δ.:

Ήμασταν φτωχοί, αλλά δουλεύαμε και φτιάξανε οι γονείς μου, αλλά και εγώ δούλεψα από πολύ μικρή και εγώ πήγα στην Κρήτη. Πήγα στην Κρήτη, πήγα στα Φάρσαλα, όπως σου είπα. Να σου πω για τη ζωή μου στην Κρήτη; Που έκατσα εκεί από τον Σεπτέμβρη μέχρι τον Μάρτη;

Ε.Μ.:

Φυσικά.

Ε.Δ.:

Τέλος Μαρτίου. Εκεί όταν πήγα, φυσικά στη διαδρομή εγώ για πρώτη φορά, έτσι, έβγαινα παραπέρα, η κοπέλα που είχαμε πάει, είχε πάει και άλλη χρονιά, κόντεψα να χαθώ στον Πειραιά. Βέβαια, μέσα στο καράβι εγώ φοβόμουνα και με πιάσαν την ιστορία εκεί ένας πολύ μεγάλος και μου λέει: «Πού πας εσύ κοριτσάκι» και τέτοια και λέω: «Πάω στην Κρήτη για δουλειά.» Μου λέει: «Τι πας στην Κρήτη για δουλειά -λέει- εγώ μπορώ να σε βρω καλύτερη δουλειά εδώ στην Αθήνα». Όταν πηγαίναμε. Εγώ τι το θες; Όπου φύγει- φύγει. Ψάχνω την την κοπέλα που ήταν εκεί και της λέω αυτό και αυτό. Μου λέει, γιατί αυτή ήξερε, είχε πάει. Λέω: «Φοβήθηκα και έφυγα» Λέει: «Δεν μπορεί να κάνει τίποτα, γιατί -ας πούμε- ήμασταν στον ίδιο χώρο». Τέλος πάντων, πήγαμε στην Κρήτη, εκεί μας υποδέχτηκε η οικογένεια αυτή που είχαμε πάει. Πολύ καλή οικογένεια. Πέρασα πάρα πολύ όμορφα. Δεν τους ξεχνάω μέχρι σήμερα. Πολύ ωραίοι άνθρωποι, αλλά αυτό που μου είχε τρομοκρατήσει, είχαν τα πιστόλια πίσω από την πόρτα. Όταν πήγαινα να κοιμηθώ, φοβόμουνα. Ναι, αυτό το φοβάμαι, το φοβήθηκα τότε και μου έχει μείνει ακόμα, αλλά ήταν πάρα πολύ ωραίοι άνθρωποι. Δουλέψαμε στις ελιές. Πήρα 600 κιλά λάδι. Πήραμε χαρούπια, πήραμε και τα στείλανε στο χωριό. Αυτό ήδη ήταν συμφωνημένο έτσι να πάνε στο χωριό, αλλά αυτό που μου έχει μείνει, επειδή εμείς δεν είχαμε στο χωριό, είχαμε φτώχεια, εκεί βρήκα πορτοκάλια, βρήκαμε ξυλοκέρατα, βρήκαμε ξηροί καρποί. Εκεί ένιωθα πλούσια, βασιλιάς. Εκεί ένιωσα πώς ζει ο κόσμος, δηλαδή ήταν πλούσιοι άνθρωποι, ρε παιδί μου, που εμείς αυτά στο χωριό δεν τα είχαμε.

Ε.Μ.:

Πώς προέκυψε να πας για δουλειά εκεί στην Κρήτη;

Ε.Δ.:

Αφού πήγαινα παντού, πήγα στην Αθήνα στην Παιανία για τρύγο, είχα πάει στην Κατερίνη εδώ σε ένα χωριό στη Γιαννόχωρα, δούλεψα, είχα πάει στον Γιδά, για εκεί να σου πω, για τον Γιδά. Στον Γιδά πήγαμε εκεί… τι να σε πρωτοπώ. Εκεί μας έβαζαν κάτω στρωματσάδα σε μία αποθήκη και να μας στρώνουν μία κουρελού και να κοιμόμαστε. Όλοι, μικροί τρανοί, που λέμε. Να είμαστε δεκαπέντε άτομα και να κοιμόμαστε όλοι στρωματσάδα και όλοι μαζί σε αποθήκη. Φυσικά για φαγητό μας κάνανε μία κατσαρόλα [00:40:00]πιλάφι, γέμιζαν, δυο-τρία σαλιγκάρια μέσα, που εμείς δεν τα είχαμε συνηθίσει αυτά, δεν τα τρώγαμε. Μας ξυπνούσαν 3:00 η ώρα. Εγώ τώρα φαντάσου, να ‘μαι κοριτσάκι 13 χρόνων στα 14. Μας ξυπνούσαν 3:00 η ώρα, μας βάζαν σε μία καρότσα, ένα τρακτέρ επάνω και από πάνω παίρναμε ένα τσουβάλι να σκεπάζομαι. Εγώ θα μιλήσω για μένα. Το ίδιο κάνανε και όλοι οι άλλοι. Μιλάμε και να πηγαίνουμε στο χωράφι, τον Σεπτέμβρη ακόμα ο καιρός δηλαδή είναι λίγο νωρίς, φτάναμε εκεί ξημερώματα, γιατί ήταν πολύ μακριά το χωράφι και να κοιμάμαι εκεί εγώ. Πρώτα στο τρακτέρ και μετά, όταν κατεβαίναμε εκεί, έπρεπε να δουλέψουμε, γιατί τότε βάση με το βαμβάκι που μαζεύαμε, όσο μαζεύαμε, τόσο πληρωνόμαστε. Δεν είχαμε μεροκάματο. Αν δεν μάζευες, δεν έπαιρνες ευρώ… δραχμή. Κατεβαίναμε, ξεκινούσα να μαζεύω το βαμβάκι, να είναι μία σειρά από δω, μία από εκεί και εγώ έμεινα στη μέση. Έμπαινα, μάζευα το βαμβάκι. Ναι, αλλά η βαμβακιές ήταν πιο ψηλές από εμένα. Εγώ να είμαι… να στάζω στο νερό, έβγαινε ο ήλιος, πού να στεγνώσεις; Να μαζεύω το βαμβάκι. Είχαμε και έναν τελείως μουρλό. Αυτός όπως… επειδή το βαμβάκι είχε ανοίξει, άνοιγε πάρα πολύ, όπως περνούσαμε για να πάμε για να το αδειάζουμε σε ειδικό, που το είχαν εκεί να το ζυγίσουν το βράδυ, αυτός νόμιζε ότι τον παίρνουμε τις αυλακιές και όχι μόνο εμένα και με άλλους έκανε έτσι, μόνο που δεν με σκότωνε, δηλαδή μιλάμε πάρα πολύ χάλια η κατάσταση. Δουλεύαμε από το πρωί που ξημέρωνε μέχρι που νύχτωνε, για να βγάλεις ένα τίποτα.

Ε.Μ.:

Οι συνθήκες δεν σου φαινόταν πάρα πολύ αντίξοες; Δηλαδή άντεχες; Δεν σκεφτόσουν να φύγεις από εκεί;

Ε.Δ.:

Όχι, όχι, γιατί ήξερα ότι έπρεπε, πήγα εκεί για να δουλέψω, έπρεπε να δουλέψω για να βγάλω, για να γυρίσω στο χωριό, να έχω και εγώ να πρόσφερα στην οικογένειά μου.

Ε.Μ.:

Τα άλλα παιδάκια σε αυτή την ηλικία πηγαίνανε σχολείο είπες; Στην ηλικία σου;

Ε.Δ.:

Ποια θέλανε πηγαίνανε Γυμνάσιο. Εγώ πήγα μία χρονιά και σταμάτησα, γιατί δεν είχαμε οικονομικό.

Ε.Μ.:

Ήταν το θέμα οικονομικό; Αν ήθελες, μπορούσες να συνεχίσεις, δεν είναι ότι;

Ε.Δ.:

Ναι εγώ ήθελα, αλλά δεν μπορούσαμε όμως.

Ε.Μ.:

Σε πείραζε;

Ε.Δ.:

Για τότε λίγο στην αρχή. Μετά στην πορεία όμως με ενόχλησε πολύ μεγαλώνοντας και είδα ότι έκανα, θα συγκινηθώ...

Ε.Μ.:

Ανθρώπινο είναι...

Ε.Δ.:

Έκανα πολλά λάθη, αλλά δεν έφταιγα εγώ. Οι συνθήκες της ζωής ούτε και οι γονείς μου.

Ε.Μ.:

Άλλα χρόνια τότε, πιο δύσκολα...

Ε.Δ.:

Έτσι ακριβώς. Στην πορεία όμως, λέω: «τι βλάκας ήμουνα;» Γιατί να μη συνεχίσω το σχολείο; Ή γιατί να παντρευτώ τόσο μικρή; Γιατί, γιατί, αλλά έτσι ήταν τότε. Δεν κατηγορώ, οι γονείς μου με αγαπούσαν πάρα πολύ. Πέρασα καλά παιδικά χρόνια. Με τα αδέρφια μου είχα διαφορά. Τον μικρούλη-αχ συγγνώμη έπεσε- τον μικρό ειδικά, επειδή η μαμά μου έφευγε και εκείνη για δουλειά, τον άλλαζα εγώ τα πανιά του.

Ε.Μ.:

Τώρα που ανέφερες έτσι και την οικογένεια. Ποιες ήταν οι σχέσεις σου με τους γονείς σου; Έτσι τι θυμάσαι;

Ε.Δ.:

Θυμάμαι που ο μπαμπάς μου με χόρευε, με έπαιρνε αγκαλιά και έλεγε: «Αχ το κορίτσι, το κορίτσι μου» και η μαμά μου το ίδιο και η μαμά μου σαν μάνα ακόμα πιο πολύ. Δεν έχω παράπονο από τους γονείς μου. Φύγανε βέβαια από τη ζωή, αλλά πέρασα καλά, καλά, φτωχά, αλλά καλά.

Ε.Μ.:

Πάρα πολύ ωραία...

Ε.Δ.:

Με τα αδέρφια μου ήμουνα αγαπημένη και είμαι.

Ε.Μ.:

Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι που ανέφερες πριν, είπες ότι στο πρώτο σπίτι όταν πηγαίνατε τα πράγματα μέσα στο σπίτι, ότι φορούσες το νυφικό. Γιατί το φορούσες το νυφικό; 

Ε.Δ.:

Γιατί έφυγα από το γλέντι του γάμου. Δεν πρόλαβα να ξεντυθώ. Φύγαμε από το γλέντι του γάμου.

Ε.Μ.:

Και κατευθείαν πήγατε;

Ε.Δ.:

Ναι, οπότε ήταν το φορτηγό, έπρεπε να φύγει. Καλά το νυφικό μου δεν ήταν αυτά που βλέπεις τώρα. Ήταν ίσια γραμμή σαν να φοράς μάξι φουστάνι, αλλά ήταν λευκό, το σωστό σωστό.

Ε.Μ.:

Σου έλειπε μετά από κάποιο διάστημα η ζωή στο Πύθιο; Δηλαδή που ήρθες εδώ Θεσσαλονίκη, ένιωσες ποτέ ότι σου λείπει το χωριό;

Ε.Δ.:

Ναι, το ένιωσα, γιατί για τότε η Θεσσαλονίκη για ανθρώπους που ήμασταν με το χωριό, νόμιζα ότι ήμουν στο εξωτερικό. Δεν ήταν εύκολη η πρόσβαση. Έπρεπε να πάρεις λεωφορεία, έπρεπε να περιμένεις. Εμείς δεν περνούσε λεωφορείο από το χωριό μας. [00:45:00]Έπρεπε να κατεβούμε στη Φουσκίνα και να πας με τα πόδια. Δεν υπήρχαν ούτε να έρθουν να σε πάρουν τέτοια πράγματα τίποτα, αφού φαντάσου, έφυγε η γιαγιά μου από τη ζωή και τηλέφωνο τότε ήταν ένα στο χωριό. Δεν μπορούσαν να με πάρουνε και το έμαθα μετά από μέρες δεν δεν... Το νοσταλγούσα όμως το χωριό, το ήθελα.

Ε.Μ.:

Και όταν πρωτοήρθες -ας πούμε- στη Θεσσαλονίκη, τι ήταν αυτό που σου έκανε εντύπωση; Ποιες ήταν οι πρώτες εικόνες που θυμάσαι από την Θεσσαλονίκη που σου άρεσαν;

Ε.Δ.:

Περιττό να σου πω ότι είχα πάει -θα γυρίσω λίγο πιο πίσω αρραβωνιασμένη-είχα πάει, παντρευόταν ο κουνιάδος μου στη Χαλκιδική στην Κασσάνδρα και όταν περάσαμε με το λεωφορείο οι γονείς του Στέλιου, ο Στέλιος όλη η οικογένειά του, οι αδερφές του και πηγαίναμε, εγώ έβλεπα τα φώτα στις οικοδομές και αναρωτιόμουν μόνη μου, αλλά ντρεπόμουν να το πω τον αρραβωνιαστικό μου και έλεγα: «Καλά αυτά τα φώτα τι είναι;» Ρώτησα και μου είπαν: «Σπίτια» Εγώ τώρα θέλω να ρωτήσω: «Πώς ανεβαίνουν εκεί;» Δεν ήξερα πώς ανεβαίνουν, δεν ήξερα πως ανεβαίνουνε και μου έκανε αυτό εντύπωση, αλλά αυτό όμως το έπνιξα, γιατί ντρεπόμουν δεν… γιατί τότε κορόιδευαν ο κόσμος πολύ. Δεν είναι όπως τώρα. Τώρα τα πράγματα έχουν χαλαρώσει. Το 2022 τα πράγματα είναι τελείως χαλαρωμένα. Τότε καταρχήν, τότε φοβόταν, το κρύβαν την αρρώστια. Έκρυβαν την αρρώστια, γιατί θα σε λέγανε «αρρωστιάρα, αρρωστιάρη». Δεν υπήρχαν αυτά. Τότε -ας πούμε- εγώ θυμάμαι και τη μαμά μου, που έλεγε για τον μπαμπά της, έχασε τον μπαμπά της 27 χρονών και η γιαγιά μου τον έπαιρνε στο χωράφι, που δούλευε η γιαγιά μου και τον σκέπαζε και τον είχε εκεί, γιατί ήταν άρρωστος. Τον κουβαλούσε κι αυτόν μαζί της, άλλα χρόνια τότε εκείνα ακόμη πιο χειρότερα και τη ρωτούσανε. «Πού είναι ο Γιώργης, ο Γιώργος;» και έλεγε: «Να στο σπίτι στο σπίτι. Έχει κάποιες δουλειές να κάνει» Ντρεπόταν να πει ότι ήταν άρρωστος. Το καταλάβετε αυτό; Το ίδιο αυτό συνέχισε και για χρόνια. Πού τότε να τολμήσει άνθρωπος να πει ότι ήταν άρρωστος; Στην πορεία, στην πορεία, η εξέλιξη αυτή που βλέπεις και σήμερα. Δεν το έχει κανένας ντροπή και έτσι πρέπει.

Ε.Μ.:

Γιατί πιστεύεις συνέβαινε αυτό τότε; Ενώ ήταν κάτι εντελώς φυσιολογικό και ανθρώπινο, να είσαι άρρωστος.

Ε.Δ.:

Μπορούσε να μείνεις και ανύπαντρος άμα έλεγες ότι είσαι άρρωστος ή άρρωστη. Δεν θα παντρευόσουνα. Ναι.

Ε.Μ.:

Εσείς τότε το βρίσκατε φυσιολογικό αυτό; Ότι δεν παντρευόταν κάποιος, αν ήταν άρρωστος, ας πούμε;

Ε.Δ.:

Γιατί με έκοβε εμένα για να πάρω θέση; Ναι και εμένα δεν… αφού έτσι είχα μάθει, έτσι είχα μάθει από όλο το περιβάλλον.

Ε.Μ.:

Μεγάλωσες έτσι, οπότε σου φαινόταν νορμάλ;

Ε.Δ.:

Ναι. Τώρα όμως μου φαίνεται νορμάλ. Ότι ναι, εγώ -ας πούμε- που πονούσα αυτές τις μέρες, τα είπα, όποια με έπαιρνε τηλέφωνο, το έλεγα.

Ε.Μ.:

Πολύ ωραία, ήθελα-

Ε.Δ.:

Συγνώμη που γελάω-

Ε.Μ.:

Καλά κάνεις. Πλάκα κάνεις; Προφανώς και να γελάς. Είπες ανέφερες την πρώτη δουλειά, που βρήκες εδώ στη Θεσσαλονίκη. Θύμισέ μου ποια είναι;

Ε.Δ.:

Αεροζόλ, αποσμητικά, για Χριστούγεννα βαφές, που κάνουμε με σπρέι.

Ε.Μ.:

Πώς τη βρήκες αυτή τη δουλειά; Τι ακριβώς κάνατε εκεί; Ποια είναι η καθημερινότητά σου έτσι από αυτή τη δουλειά;

Ε.Δ.:

Αυτή τη δουλειά τη βρήκα… να σου πω ότι δεν μπορώ να θυμηθώ καλά πώς το βρήκα. Κάποιος με σύστησε; Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς τη βρήκα τη δουλειά. Σημασία έχει ότι δεν ήξερα να πάω και μία φορά συγκεκριμένα, χάθηκα και άρχισα να κλαίω στον δρόμο, όταν γύριζα από τη δουλειά και άρχισα να κλαίω και ήταν μεσημέρι και δεν είχε πολύ κόσμο στον δρόμο και κάποια στιγμή, θυμάμαι, βρήκα κάποιον άνθρωπο και του λέω: «Θέλω να πάω Σχολή Τυφλών, πού πάμε από εδώ; Χάθηκα» και να κλαίω σαν μωρό παιδί, σαν μωρό παιδί, αλλά εντάξει, τα κατάφερα. Ρωτώντας, ρωτώντας το βρήκα.

Ε.Μ.:

Και τότε δεν υπήρχαν και GPS να φανταστώ και χάρτες και-

Ε.Δ.:

Όχι, τίποτα, τίποτα, τίποτα. Ξέχασα να πω, δεν ξέρω αυτό αν πρέπει να το πω, το ότι όταν είχα μικρό τον γιο μου τον μεγάλο, τον Βασίλη, έβαφα τα κάγκελα και μόνη μου τα έβαφα τα κάγκελα, δεν υπήρχαν, παιδιά, λεφτά τότε για να πάρουμε μπογιατζήδες, μόνοι μας και σπίτι. Εγώ ήμουν έγκυος και έβαφα το δωμάτιο των παιδιών κάθε λίγο και λιγάκι, γιατί το κάναν όλο [00:50:00]γραμμές και το έβαφα νύχτα. Να είμαι έγκυος στην κόρη και να έχω τον γιο και να βάφω το δωμάτιο μόνη μου, γιατί ο σύζυγος έφευγε και πήγαινε για δουλειές έξω, εκτός πόλης, δηλαδή μιλάμε πάρα πολλά πράγματα.

Ε.Μ.:

Κάτι πήγες να πεις για τα κάγκελα...

Ε.Δ.:

Καλά που μου το θυμίσατε. Και τότε πήρα να βάψω τα κάγκελα και ο Βασίλης ήταν πολύ μικρός και εκεί που έβαφα τα κάγκελα, κάποια στιγμή κάποια ήρθε σπίτι μου και τα άφησα εγώ στην άκρη και ξέρεις ότι πήγε ο Βασίλης και πήρε το νέφτι και ήπιε το νέφτι και να είμαι έγκυος εγώ στην Ανδριάνα και παίρνω τον Βασίλη, θυμάμαι τότε κάναμε τις δουλειές, θέλαμε να τα τελειώσουμε όλα. Παίρνω να σιδερώσω, πάω βάζω τον μικρό στον καναπέ, στο κρεβάτι, τότε δεν είχαμε καναπέ, ντιβάνι είχαμε. Βάζω το παιδί στο ντιβάνι. Αυτό επειδή ζαλίστηκε, έπαθε… κόλλησαν μέσα όλα. Δεν ξέρω τι έγινε, να πέφτει από δω, να πέφτει από εκεί. Εγώ θυμώνω κιόλας και το λέω: «Βρε κάτσε εκεί πέρα» Το παιδί όμως δεν απαντούσε, δεν λαλούσε, ενώ ήταν ένα παιδάκι ζωηρό μιλούσε και φυσικά από τη ζωηράδα του πήρε και το νέφτι και ήπιε, γύρισε το μπουκάλι και κάποια στιγμή έβγαλε αίμα. Τότε συνειδητοποίησα ότι το παιδί μου κάτι έχει πάθει. Ρώτα με εμένα. Κόντεψα να πεθάνω, αφού δεν απέβαλα και αφού δεν έπαθα καρδιά, τον βάζω με τα βαμβάκια, τον κάνω εδώ, γιατί δεν ήξερα πρώτα τι πήρε. Τι ήταν αυτό που έγινε και μετά, αφού με μύρισε, κατάλαβα. Τότε ήταν που δεν είχαμε τηλέφωνα. Αρπάζω, βγαίνω στο μπαλκόνι, φωνάζω: «Βοήθεια βοήθεια» κανένας. Και παίρνω το παιδί, κατεβαίνω στον κεντρικό δρόμο, γιατί πολύ κοντά ήταν η Βασιλίσσης Όλγας και άρχισα να φωνάζω: «Βοήθεια βοήθεια το παιδί μου χάνω» και καλή της ώρα, δεν ξέρω αν ζει, ήταν μεγάλη γυναίκα για τότε, ήταν μία πενηντάρα, μία εξηντάρα και δεν είχα και λεφτά. Πού το πας; Πού να σταματήσει ταξί χωρίς λεφτά να σε εξυπηρετήσει; Τη λέω: «Σε παρακαλώ, σώσε με. Πεθαίνει το παιδί μου αυτό και αυτό». Η ψυχή της να αγιάσει. Με πήρε με το παιδί, σταματάει ένα ταξί και με πήγε στο… τότε ήτανε το «Άσυλο του παιδιού». Εκεί ήτανε ένα νοσοκομείο, ήταν όχι ακριβώς, όχι το «Άσυλο του παιδιού» που γέννησα, γιατί εκεί γέννησα το μεγάλο μου παιδί. Απέναντι ήτανε, αλλά δεν θυμάμαι τώρα πώς το λένε, αν λεγόταν και αυτό το ίδιο, δεν θυμάμαι και πήγαμε εκεί και τον κάναν πλύση στομάχου. Μας άφησε εκεί η γυναίκα. Βέβαια, είπα εγώ πώς δηλαδή να πάρει να επικοινωνήσει με τον Στέλιο και ο Στέλιος όταν γύρισε στο σπίτι, βρήκε αίματα πεταμένα από δω και από εκεί, τρόμαξε και αυτήν πήγε τον βρήκε στο σπίτι, γιατί την είχα δώσει εγώ τη διεύθυνση. Τη λέω: «Να βρεθείς με τον άνδρα μου, να τον πεις αυτό και αυτό συμβαίνει» και έτσι ήρθε ο Στέλιος και μας βρήκε εκεί. Μείναμε ένα βράδυ δύο, κάπου εκεί και έτσι το παιδί σώθηκε, ο Βασίλης.

Ε.Μ.:

Άμα δεν γινόταν αυτό, δεν θα ζούσε...

Ε.Δ.:

Ναι δεν θα ζούσε, γιατί θα είχαν κολλήσει όλα μέσα του, το νέφτι.

Ε.Μ.:

Είχες τρομάξει πολύ, υποθέτω;

Ε.Δ.:

Νόμιζα ότι θα πέθαινα, θα αυτοκτονούσα, θα έκανα, δεν ξέρω. Τα έχασα, ήμουν μικρό.

Ε.Μ.:

Ήσουν και έγκυος...

Ε.Δ.:

Ήμουν και έγκυος στην Ανδριάνα.

Ε.Μ.:

Παναγία μου, ήθελα επίσης, να σε ρωτήσω, λες ότι μένατε κάπου στη Σχολή Τυφλών κοντά;

Ε.Δ.:

Ναι ναι, Καλλιδοπούλου.

Ε.Μ.:

Γνωρίζω όμως-

Ε.Δ.:

Άλλα τότε που έγινε αυτό με- συγνώμη που σε διακόπτω. Αυτό που έγινε με τον μικρό, έμενα Βασιλίσσης Όλγας.

Ε.Μ.:

Έχεις αλλάξει γενικά αρκετά σπίτια. Όμως τώρα το σημερινό σπίτι που είμαστε εδώ και κάνουμε και τη συνέντευξη, το χτίσατε εσείς σιγά-σιγά με τον σύζυγό σου;

Ε.Δ.:

Και αυτό έχει μια  ιστορία.

Ε.Μ.:

Θα ήθελες λίγο να μας πεις και για το σπίτι;

Ε.Δ.:

Είχαμε πάρει το οικόπεδο που σου είπα πριν. Είχα πάρει το οικόπεδο, είχαμε πάρει το οικόπεδο, και μετά από… αυτό είχε και ένα σπιτάκι παλιό μέσα. Έπεσε αυτό το σπίτι με τον σεισμό τότε και δικαιούμαστε να πάρουμε σπίτι, να πάρουμε ένα δάνειο από την ΥΑΣΒΕ και κάναμε τα χαρτιά τότε. Ήρθαν, το έριξαν και πήραμε ένα μικρό δανειάκι και ξεκινήσαμε το σπίτι. Ξεκινήσαμε το σπίτι, αλλά εσύ είσαι που το λες; Μία γειτονιά κάτσε καλά, που μας παίδεψε όπως ο Χριστός-πώς το λένε το Χριστό-Κάναμε, [00:55:00]ξεκινήσαμε το σπίτι, ξεκινήσαμε το σπίτι να το φτιάχνουμε και όταν πλέον έφτασε το σπίτι σε ένα σημείο, ξεκινήσαν αυτοί οι γείτονες να μας κάνουνε μία κατάσταση περίεργη. Σταματήσαμε το σπίτι, σταματήσαμε το σπίτι και μετά από χρόνια ξαναξεκινήσαμε. Γυρίσαμε πίσω αυτό το δανειάκι. Τότε αυτοί επέμεναν και είπαν ότι δεν κατοικούσαμε.

Ε.Μ.:

Οι γείτονες;

Ε.Δ.:

Οι γείτονες. Ναι. Τέλος πάντων, τέλος καλό όλα καλά. Φτάσαμε σε σημείο μετά από χρόνια αρκετά, από μόνοι μας μετά, ξεκινήσαμε και κάναμε το σπίτι μας και μένουμε τώρα εδώ είκοσι τρία χρόνια. Ωραία χρόνια και εδώ.

Ε.Μ.:

Επιλέξατε την Πυλαία για κάποιον συγκεκριμένο λόγο;

Ε.Δ.:

Την επιλέξαμε, γιατί τότε είχαμε πάρει το οικόπεδο. Πήραμε το οικόπεδο, οπότε δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να πουλήσουμε το οικόπεδο, να πάρουμε ένα διαμέρισμα ή να χτίσουμε και καλά που κτίσαμε, γιατί εντάξει και είμαστε μόνοι, οπότε τα παιδιά κάποια στιγμή να κτίσουνε.

Ε.Μ.:

Πάρα πολύ ωραία, επίσης, θέλω να σε ρωτήσω, από ό,τι γνωρίζω έχεις και δύο πανέμορφα εγγόνια, που μένουν στην Κρήτη με την μαμά τους την Ανδριάννα.

Ε.Δ.:

Ναι, ναι η κόρη μου είναι στην Κρήτη, εκεί διορισμένη, εκεί έκανε την οικογένειά της.

Ε.Μ.:

Πώς είναι όταν τους επισκέπτεσαι; Πώς είναι έτσι τα Χανιά;

Ε.Δ.:

Είναι πάρα πολύ ωραία. Να πω κάτι ευχάριστο.

Ε.Μ.:

Ναι!

Ε.Δ.:

Όταν πάω εκεί, λες και αλλάζω τα πάντα. Πρώτον πάω στα παιδιά μου, πάω στα εγγόνια μου. Καταρχήν τα Χανιά είναι ένα πανέμορφο μέρος, πανέμορφο μέρος. Έχει πολύ ωραίες παραλίες, έχει όμορφα μέρη. Σας το συνιστώ να πάτε, αν δεν έχετε πάει. Πάρα πολύ όμορφα. Βέβαια φοβόμουν το αεροπλάνο, φοβόμουν το καράβι, αλλά τα κατάφερα όμως.

Ε.Μ.:

Πηγαίνεις συχνά;

Ε.Δ.:

Για πολλά χρόνια πήγαινα συχνά και ερχόταν και η κόρη μου συχνά, γιατί ήταν το διάστημα που γέννησε τα παιδιά. Είχε άδειες και αυτά, στην πορεία λόγω κρίσης, λόγω πολλών πραγμάτων, εκείνη βέβαια δεν έχει και τον χρόνο τώρα. Έρχεται όμως, δεν μπορώ να πω. Έρχεται τακτικά και εμείς πάμε, πάμε. Πηγαίναμε όμως δέκα φορές τον χρόνο, αλλά τώρα κάπου το έχουμε ελαττώσει. Περνάμε όμορφα. Να τώρα ήρθαν και το Πάσχα, περάσαμε όμορφα. Αυτό και μόνο τα λέει όλα. Αυτό τα λέει όλα. Ο γιος μου μένει από κάτω. Ο γιος μου δεν αποφάσισε ακόμη... Αυτά, είμαστε καλά, Δόξα τον Θεό. Το εύχομαι και σε εσάς.

Ε.Μ.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ, θα ήθελες να συμπληρώσεις κάτι τελευταίο, που δεν μας είπες και θες να το συμπληρώσεις;

Ε.Δ.:

Δεν νομίζω νομίζω ότι...

Ε.Μ.:

Τα είπαμε.

Ε.Δ.:

Τα είπα όλα ή αν θυμηθώ κανένα άλλη φορά, θα στο πω άλλη φορά.

Ε.Μ.:

Θα συμπληρώσουμε. Σε ευχαριστούμε πολύ για την όμορφη αφήγησή σου. Μάθαμε πολύ ωραία πράγματα.

Ε.Δ.:

Και εγώ ευχαριστώ που με ακούσατε-

Ε.Μ.:

Που δεν τα ξέραμε. Ευχαριστούμε.

Ε.Δ.:

Και εγώ ευχαριστώ που με ακούσατε κορίτσι.