Η ζωή στο καπνοχώρι Τούμπα Σερρών τις δεκαετίες του '50 και του '60
Segment 1
Εισαγωγικά στοιχειά αφηγήτριας
00:00:00 - 00:02:20
Partial Transcript
Είναι Τετάρτη 1η Ιουνίου 2022 και είμαι με τη Σοφία Χατζηγεωργιάδου στη Ν.Ιωνία Αττικής. Εγώ ονομάζομαι Άννα Κλάδη, είμαι ερευνήτρια στο I…υτικός φυσικός και απολαμβάνω τη σύνταξή μου. Ωραία. Για να πάμε πάλι λίγο πίσω. Μίλησέ μας λίγο για τη ζωή στο χωριό, στην Τούμπα Σερρών.
Lead to transcriptSegment 2
Η καλλιέργεια των καπνών
00:02:20 - 00:17:58
Partial Transcript
Ναι. Εκεί όπως σας είπα η γιαγιά και ο πατέρας μου ήταν Μικρασιάτες. Η μαμά ήταν ντόπια. Έμαθε πάρα πολλά πράγματα από τη γιαγιά τη Μικρασι…ς έτους. Αξέχαστα χρόνια, μνήμες. Και με τι κουράγιο να ξαναρχίσεις πάλι και όμως ξεκινούσαν. Ξεκινούσαν και πάλι τα ίδια και πάλι τα ίδια.
Lead to transcriptSegment 3
Το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας
00:17:58 - 00:23:29
Partial Transcript
Και σε όλη αυτή τη διαδικασία της καλλιέργειας των καπνών που ήταν του καπνού που ήταν πάρα πάρα πολύ δύσκολη υπήρχαν αναλαμπές με τα πανηγύ…ους κρατούσαν εκεί 40 μέρες! Πίστευαν ότι γινόταν καλά. Υπήρχαν και ιστορίες αλλά δεν είναι…άλλες ιστορίες ας μην τις αναφέρουμε τώρα. Ναι.
Lead to transcriptSegment 4
Η εκδρομή στην Αλεξανδρούπολη
00:23:29 - 00:28:52
Partial Transcript
Θυμάμαι επίσης στο χωριό από τις πρώτες εκδρομές που έκανα ήταν στην έκτη δημοτικού. Για το χωριό εκδρομή; Mε τίποτα! Αλλά είχαμε έναν φύλακ…τή. Επιστρέψαμε και διηγούμασταν όλα αυτά στους γονείς μετά με μεγάλη συγκίνηση. Ο μπαμπάς ρωτούσε για τα ξαδέρφια του, για πολλά πράγματα.
Lead to transcriptSegment 5
Φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη επί Χούντας
00:28:52 - 00:33:20
Partial Transcript
Σαν, δεν ξέρω η μοίρα ήταν, δεν ξέρω τι, όταν τέλειωσα το γυμνάσιο, τότε εξατάξιο γυμνάσιο και φύγαμε όλοι μαζί πάλι εγκαταλείψαμε το χωριό …μου έβαλε το χέρι να με προφυλάξει ένας γνωστός μου ο οποίος ήταν δυστυχώς μ’ αυτούς. Τι να πρωτοθυμηθείς; Τα γεγονότα του Χημείου; Κυνήγι;
Lead to transcriptSegment 6
Από τον Δομοκό στην Αθήνα
00:33:20 - 00:36:41
Partial Transcript
Έτσι τελείωσα το ‘76 και μετά διορίστηκα άμεσα στο Δομοκό, ένα χωριό που μέχρι τότε δεν το ήξερα. Στεναχωρέθηκα, μόνη μου, πρώτη φορά έφευγα…ν φύγει αγαπημένα πρόσωπα. Οι γονείς, νύφες, γαμπροί. Τα αδέρφια ζούνε βέβαια αλλά…Μία γεμάτη ζωή. Μία γεμάτη ζωή, με δύο πολύ καλά παιδιά…
Lead to transcriptSegment 7
Ο βιοπορισμός της οικογενείας στο χωρίο
00:36:41 - 00:39:49
Partial Transcript
Ωραία. Θα επιστρέψουμε λίγο πάλι στο χωριό. Θέλω να σε ρωτήσω αν ασχολιόσασταν μόνο με τα καπνά ή υπήρχαν και άλλα- Άλλες καλλιέργειες- Ά…αγή -πω!πω!- οδυρμός! Πολύ… Έτσι είχαμε τα αμπέλια μας. Αμπέλια. Κάναμε σταφύλια, κρασί. Συκιές πολλές. Το αγαπημένο μου φρούτο. Όλα αυτά.
Lead to transcriptSegment 8
Τα μαθητικά χρόνια και οι διακοπές στα Κερδύλια
00:39:49 - 00:45:19
Partial Transcript
Α! Και επίσης θυμάμαι στο δημοτικό μας…έπρεπε να γράψουμε μία έκθεση για την αποταμίευση. Και μας είπε ο δάσκαλος σκεφτείτε στο σπίτι να γ…ά τότε. Και τώρα βγαίνουν στην επιφάνεια και πολλά άλλα πράγματα για την Αμφίπολη. Θα ήθελα πολύ να πάω και ‘κει να δω εκείνα τα μέρη. Ναι.
Lead to transcriptSegment 9
Η μουσική στο χωριό και στην οικογένεια
00:45:19 - 00:47:31
Partial Transcript
Στα γλέντια και στις γιορτές που μας είπες θυμάσαι καθόλου έτσι τα τραγούδια ή τι τραγούδια ας πούμε λέγανε μικρασιάτικα; Και μικρασιάτικ…σα Τσίτρα, ήτανε η τραγουδίστρια των…της Νιγρίτας κάπου εκεί. Των Σερρών δηλαδή με τραγούδια μακεδονίτικα. Έχω και αυτές τις μνήμες βέβαια.
Lead to transcriptSegment 10
Ξαφνικές απώλειες αγαπημένων προσώπων
00:47:31 - 00:51:48
Partial Transcript
Υπάρχει κάτι άλλο από τη ζωή στο χωριό που έτσι σε έχει… Το θυμάσαι πολύ έντονα; Κάποιο περιστατικό; Περιστατικά που συνέβαιναν πολύ έτσι …ξεχνάς ότι οι ντόπιοι γενικώς σε όλη την Ελλάδα δε δέχτηκαν τους Μικρασιάτες πολύ καλά. Δεν τους δέχτηκαν πολύ καλά. Ήταν οι τουρκόσποροι.
Lead to transcriptSegment 11
Το σπίτι στην Τούμπα
00:51:48 - 01:01:10
Partial Transcript
Με την πάροδο του χρόνου όταν είδαν όμως ότι ήταν προκομμένοι άνθρωποι και πρόκοψαν όλοι, δουλευταράδες καθαροί και λοιπά. Η μαμά μου παραδε…αν,- λέει- ,και πήγαιναν εκεί όπου να ’ναι και έτσι γινόταν». «Μάλιστα -λέω- είδες ο μπαμπάς μου, δεν τέλειωσε και σχολείο. Τα ήξερε αυτά».
Lead to transcriptSegment 12
Επίλογος
01:01:10 - 01:05:11
Partial Transcript
Ωραία. Θέλεις να μας πεις κάτι άλλο; Να προσθέσεις κάτι; Τώρα πολλά μπορεί να είναι αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να θυμηθώ κι άλλα πράγμα…λέμους στη γειτονιά μας. Ωραία. Ευχαριστούμε πολύ. Και εγώ ευχαριστώ. Λίγο άναρχα τα είπαμε αλλά έτσι ερχότανε αυθόρμητα όλα. Έτσι είναι.
Lead to transcript[00:00:00]Είναι Τετάρτη 1η Ιουνίου 2022 και είμαι με τη Σοφία Χατζηγεωργιάδου στη Ν.Ιωνία Αττικής. Εγώ ονομάζομαι Άννα Κλάδη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Καλησπέρα. Θα μας πεις το όνομά σου;
Καλησπέρα. Λέγομαι Χατζηγεωργιάδου Σοφία. Σαν σήμερα γεννήθηκα σε ένα χωριό του Νομού Σερρών, Τούμπα. Ένα χωριό που υπήρχε και υπάρχει βέβαια ο οικισμός των Μικρασιατών. Μέρες εύκολες, μέρες δύσκολες, σε ένα σπίτι Μικρασιατών που όλη αυτή η χρονική στιγμή που η γιαγιά μάς διηγόταν ότι έγινε στη Μικρά Ασία ήταν για μας κάτι καταπληκτικό. Την ακούγαμε με δακρυσμένα μάτια. Δεν ξεχνούσαν την πατρίδα τους. Ποτέ. Ο μπαμπάς ξεκίνησε. Ξεκίνησε; Εκδιώχτηκε 9 χρονών. Ποτέ δεν ξέχασε την πατρίδα του. Πέθανε με αυτόν τον καημό, αλλά βέβαια ήταν ένας άνθρωπος αισιόδοξος. Μεγάλωσε τέσσερα παιδιά, ένα από αυτά εμένα. Η μικρότερη. Και όλα καλά.
Θες να μας πεις λίγα λόγια για σένα; Πού βρίσκεσαι τώρα;
Τώρα βρίσκομαι στη Νέα Ιωνία. Είμαι συνταξιούχος εκπαιδευτικός φυσικός και απολαμβάνω τη σύνταξή μου.
Ωραία. Για να πάμε πάλι λίγο πίσω. Μίλησέ μας λίγο για τη ζωή στο χωριό, στην Τούμπα Σερρών.
Ναι. Εκεί όπως σας είπα η γιαγιά και ο πατέρας μου ήταν Μικρασιάτες. Η μαμά ήταν ντόπια. Έμαθε πάρα πολλά πράγματα από τη γιαγιά τη Μικρασιάτισσα, η οποία ήταν πάρα πολύ καλή νοικοκυρά και πολύ δυνατή γυναίκα γιατί έχασε τον άντρα της πολύ νωρίς. Αυτό που μου έκανε εντύπωση όταν άρχισα να καταλαβαίνω ότι γύρω από το σπίτι αυτό υπήρχαν μουριές, πολλές μουριές! Και ρώτησα τη γιαγιά και τον μπαμπά βέβαια: «Γιατί τόσες πολλές μουριές εδώ γύρω;», και μου διηγήθηκαν ότι στην πατρίδα τους στην Απολλωνιάδα, ήταν μία λίμνη εκεί -εκτός του ότι είχαν καΐκι και μεταφέραν προϊόντα στα διάφορα χωριά- είχαν και καλλιεργούσαν και μεταξοσκώληκες και νόμιζαν όταν ήρθαν στο χωριό αυτό ότι θα μπορούσαν να κάνουν και αυτήν την καλλιέργεια. Δυστυχώς δεν μπόρεσαν και ασχολήθηκαν με την παραγωγή καπνών. Ήταν ένα καπνοχώρι. Ζωή δύσκολη και για μας τα παιδιά. Ξεκινούσαμε από μικρά παιδιά του δημοτικού στα χωράφια. Μία εργασία που δε σταμάταγε ποτέ. Σε όλες τις εποχές του χρόνου ήμασταν απασχολημένα. Είτε πηγαίναμε στο σχολείο είτε όχι έπρεπε όλη η οικογένεια να εργαστεί για την παραγωγή αυτού του προϊόντος. Ξεκινούσε η καλλιέργεια του καπνού αρχές Φλεβάρη. Ναι. Όπου φυτεύανε τους σπόρους σε ειδικούς χώρους όπου υπήρχε δίπλα νερό, για να δημιουργηθούν αυτά τα φυντάνια, «χασλαμάδες» τα λέγανε όπου θα μεταφυτευόταν στα χωράφια. Μια δύσκολη δουλειά που έπρεπε να ποτίζεις από ειδικές γούρνες, να σηκώνεις νερό με δοχεία ειδικά, να τα ποτίζεις και μετά να κάθεσαι κάτω να τα ξεβοτανίζεις. Όλη η οικογένεια. Μικροί μεγάλοι. Όταν τέλειωνε αυτή η διαδικασία άρχιζε η καπνοφυτεία. Η καπνοφυτεία γινότανε αρχές Μαΐου προς το τέλος. Ήταν βέβαια και εποχή όπου εμείς πηγαίναμε σχολείο, όπου είχαμε να διαβάσουμε και ήτανε δύσκολα γιατί μόλις τέλειωνε το σχολείο έπρεπε να τρέξουμε και εμείς να βοηθήσουμε στα χωράφια. Τα μικρά παιδιά ρίχναν τον χασλαμά, το φυτό δηλαδή, στα αυλάκια που κάνανε οι μεγαλύτεροι και οι άλλοι τα φυτεύανε με ειδικούς…με ειδικό τρόπο. Όλα βέβαια περνούσαν από το χέρι. Δεν υπήρχαν μηχανές τότε. Θυμάμαι όταν άρχισε το γυμνάσιο -δεν είχαμε στο χωριό γυμνάσιο προφανώς- υπήρχε ένα ιδιωτικό σχολείο στην Πεντάπολη Σερρών. Αυτό το σχολείο το ίδρυσε ο αδερφός του Σερτζετάκη του τέως, του αείμνηστου πλέον Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο Σερτζετάκης, φυσικός τότε, και ο Δημούδης, ο οποίος ήταν μαθηματικός από ένα χωριό της Νιγρίτας. Βέβαια μετά ο Σερτζετάκης πήγε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έμεινε ο Δημούδης. Τέλος πάντων ήταν ιδιωτικό σχολείο. Με χίλια ζόρια όλοι όσοι θέλαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους τα στέλναν εκεί. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί έπρεπε και εμείς να δουλεύουμε στα χωράφια και ξεκινούσαμε από την Τούμπα με τα πόδια 7 χλμ-8 να πάμε στο χωριό αυτό, στην Πεντάπολη όπου ήταν το Γυμνάσιο, να κάνουμε τα μαθήματά μας και μετά να επιστρέψουμε να αφήσουμε την τσάντα στο σπίτι και μετά άλλα τόσα ή και μισά χιλιόμετρα να διασκορπιστούμε στα χωράφια μας για να βοηθήσουμε τους γονείς. Πολλή κούραση και το βράδυ κατάκοπα ανοίγαμε τα βιβλία για να διαβάσουμε. Θέλαμε να ξεφύγουμε. Όσοι τέλος πάντων θέλαν να ξεφύγουν απ’ αυτήν τη δύσκολη εργασία. Ήτανε δύσκολα γιατί; Να δίνεις εξετάσεις και συγχρόνως να πρέπει να πας να δουλέψεις και στα χωράφια. Μεγάλη ταλαιπωρία. Θυμάμαι εγώ ήμουν η μικρότερη της οικογένειας και με είχαν να ρίχνω το φυτό το μικρό στα αυλάκια που ανοίγαν οι μεγάλοι και επειδή ήθελα να διαβάσω έτρεχα, τα έριχνα πολύ γρήγορα, πολύ γρήγορα και μετά πήγαινα κάτω από το κάρο στη σκιά για να ανοίξω το βιβλίο να διαβάσω ό,τι προλάβω. Και με φωνάζαν: «Σοφούλα! Έλα! Τελειώσαμε!». Άντε ξανά πάλι. Αξέχαστα χρόνια, δύσκολα αλλά έπρεπε να δουλέψουμε. Όλοι. Ήταν οικογενειακή υπόθεση. Μετά όταν τέλειωνε όλη αυτή η διαδικασία της φύτευσης των καπνών άρχιζε το σκάλισμα. Να σκαλίσουνε για να φύγουν τα χορτάρια από δίπλα, και υπήρχε ένα δεκαπενθήμερο μέχρι να ωριμάσουν τα καπνά -στα μέσα Ιουλίου περίπου άρχιζε η συγκομιδή των φύλλων- σ’ αυτό το χρονικό διάστημα ο μπαμπάς και πολλοί άλλοι από το χωριό με τα κάρα και τ’ άλογά τους μας πήγαιναν -διάφορες βέβαια οικογένειες- μας πήγαιναν στην ακτή των Σερρών, στα Κερδύλια. Ματσίκι λεγόταν. Χαρά, μεγάλη χαρά γιατί ήταν οι διακοπές μας και για εκείνη την εποχή ήτανε πρωτόγνωρο ας πούμε. Δεν το κάναν όλα τα χωριά ή όλοι οι άνθρωποι. Όσοι μπορούσαν τέλος πάντων. Επειδή όμως ο μπαμπάς, Μικρασιάτης γάρ του άρεσε πάρα πολύ το ψάρεμα, ήταν και για αυτόν ένα διάλειμμα να πάει να ψαρέψει ζαργάνες και να βγάλει μύδια. Πω! Πω! Πόσο…μύδια έβγαζε θυμάμαι εκεί! Ήταν οι ωραιότερες διακοπές γιατί είχε τελειώσει ήδη και το [00:10:00]σχολείο και για μας ήταν αυτή η εποχή ό,τι καλύτερο έχω να θυμηθώ από τα νεανικά μου χρόνια, τα μαθητικά μου χρόνια θα έλεγα. Μετά άρχιζε η συγκομιδή των φύλλων. Αυτό ήταν επίσης, μετά τα μέσα του Ιουλίου, μία πολύ δύσκολη εργασία όπου έπρεπε να γίνει η συγκομιδή νύχτα για να μη μαραθεί το φύλλο και δεν μπορούσε να συλληφθεί μετά. Έτσι ξεκινούσαν πάλι το βράδυ 2:00 η ώρα τα μεσάνυχτα κομβόι κάρα με τους…απ’ το χωριό τους αγρότες όλοι αυτοί θα πηγαίνουν στα καπνοχώραφά τους για να συλλέξουν τα φύλλα λίγο λίγο λίγο όσα ήταν ώριμα και γεμίζαν τα κοφίνια τα λεγόμενα, όπου κατά τις 9:00-9:30 η ώρα τα ’φέρναν πίσω. Όταν είχε σελήνη ήταν πολύ ωραία δεν χρειαζόταν φως. Ήταν πολύ ωραία. Τα συλλέγαν πάρα πολύ ωραία. Όταν όμως ήταν χωρίς φεγγάρι, χωρίς σελήνη τότε χρησιμοποιούσαν την ασετυλίνη. Την ασετυλίνη όπου την άκουσα και μετά στο τραγούδι της Χάρις Αλεξίου και λέω: «Πω! Πω! Και εμείς χρησιμοποιούσαμε ασετυλίνη για να μαζέψουμε αυτά τα φύλλα του καπνού». Μετά τα ’φέρναν γύρω στις 10:00 η ώρα ,10:30 στο σπίτι και όλη η οικογένεια πάλι τα περνούσαμε σε μία βελόνα όπου μετά τα περνούσαν σε μια πολύ χοντρή κλωστή και κάναν τα λεγόμενα «σαρίκια», που κρεμόταν τα φύλλα αυτά. Αυτά έπρεπε να απλωθούν έξω στον ήλιο σε ειδικές κατασκευές, σκαλωσιές, διπλές όπου όταν άρχιζε καμιά μπόρα βροχή έπρεπε αυτά να σκεπαστούν και γι’ αυτό υπήρχε ένας μηχανισμός -τέλος πάντων- κάποιες τέντες όπου τα τραβούσανε. Δύσκολο κι αυτό να τα τραβήξεις. Λαχτάρα να μην βραχούν και λοιπά. Όταν όμως περνούσαμε όλη την ώρα αυτό το… τα φύλλα στις βελόνες περιμέναμε εμείς τα παιδιά πώς και πώς το βράδυ να πάμε να συναντήσουμε τους φίλους μας στους δρόμους του χωριού, να παίξουμε. Και άλλοι τελειώναν πιο νωρίς τα… όλη αυτή τη διαδικασία, άλλοι πιο αργά και ακούγαμε φωνές παιδικές: «Σοφούλα έλα! Δεν θα ‘ρθεις;». Ή εγώ πήγαινα στη φίλη μου: «Χρυσούλα! Είσαι έτοιμη; Πάμε! Να παίξουμε!». Η χαρά μας και η ξεκούραση μας όλο αυτό. Συνήθως εμείς τα μικρότερα παιδιά δεν πηγαίναμε τόσο πολύ να… να σπάσουμε λέγαν, έτσι έλεγαν το σπάσιμο των καπνών, δηλαδή συγκομιδή φύλλων, όσο μας είχαν όταν καμιά φορά δεν προλαβαίναμε να τα τελειώσουμε όλα, να τα περάσουμε δηλαδή στις βελόνες και όλα αυτά, μας άφηναν στο σπίτι και οι μεγαλύτεροι πήγαιναν στα χωράφια να συλλέξουν τα καινούργια και εμείς έπρεπε να τα περάσουμε στις βελόνες αυτά που είχαν μείνει. Και μας ξύπναγαν και μας εκείνη την ώρα. Μισοκοιμόμασταν πάνω στη βελόνα. Τρυπούσαμε τα χέρια μας. Άντε ξανά απ’ την αρχή για να προλάβουμε να το τελειώσουμε πριν έρθει το κάρο με το νέο φορτίο. Καλοκαίρι, ε; Καλοκαίρι ναι. Και μετά μόλις τελειώναν αυτά προς αρχές Σεπτέμβρη άρχιζαν τα σχολεία αλλά δεν ήτανε…εκεί έπρεπε αυτά να τα συλλέξουν στα λεγόμενα «σανδάλια», έτσι λεγόταν, 4-5 μαζί με αυτά τα φύλλα, η αρμαθιά των φύλλων όλων αυτών. Τα σανδάλια τα οποία τα κρατούσαν σε ένα μέρος ξηρό, σκεπασμένο για να μην χαλάσουν. Μόλις τέλειωνε αυτή η εργασία άρχιζαν…έπρεπε να τα δεματοποιήσουν. Η δεματοποίηση γινόταν καθ'όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Επειδή όμως αυτά τα σανδάλια ήταν ξερά φύλλα, αυτά αν τα δεματοποιούσες θα είχαν σπάσει γι’ αυτό τα βάζαν σε κάτι υπόγεια για να μαλακώσουν λίγο. Και έφερνε ένα-ένα σχοινί με τα φύλλα αυτά απ’ τα σανδάλια και τα πασταλιάζανε, έτσι το λέγαν δηλαδή…Το ένα φύλλο…Ένα-ένα φύλλο. Το ένα πάνω στο άλλο. Το ένα πάνω στο άλλο. Και τα δεματοποιούσε ο μπαμπάς σε έναν ειδικό μηχανισμό όπου γύρω-γύρω τα κάνανε έτσι τετράγωνα δέματα και τα στοιβάζαν σε έναν χώρο όπου προς το τέλος του Γενάρη αρχές Φλεβάρη θα ερχότανε ο έμπορος για να τα πάρει τα κάπνα. Εκεί γινόταν μεγάλα παιχνίδια. Υπήρχαν… Οι αγρότες κρατούσαν ας πούμε, ήθελαν μια τιμή για τα καπνά τους, γιατί όπως καταλάβατε ο κόπος ήταν πάρα πολύ μεγάλος και όλης της οικογένειας όχι μόνο ενός ατόμου και όλη η ζωή τους εξαρτιόταν απ’ αυτά. Έτσι λοιπόν ερχόταν οι έμποροι και δελεάζαν μερικούς απ’ το χωριό, τους κερνούσαν κανένα ούζο, τους έδιναν λίγες δραχμούλες και έσπαζαν την τιμή, τη λεγόμενη. Δηλαδή ένας αν πουλούσε ξέρω ‘γω μια τιμή κατώτερη ήταν πολύ δύσκολο μετά να ανεβεί η τιμή. Και αυτό ήταν το δράμα. Πολλές φορές συνεννοούνταν οι αγρότες εκεί να μην πουλήσουν τον καπνό με αυτήν την τιμή και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλές φορές να «ανάβουν» τα καπνά, δηλαδή περνούσε η ημερομηνία που έπρεπε να πουληθούν και αυτά μερικά άρχιζαν να μουχλιάζουν. Ε τότε ήταν δράμα γιατί δεν τα παίρνανε ή τα παίρνανε με πολύ χαμηλότερη τιμή. Θυμάμαι μία χρονιά, στο δημοτικό πρέπει να ήμουνα, θυμάμαι ακόμα τα δάκρυα της μάνας μου και τις φωνές. Ο μπαμπάς μου ήταν δυνατός άνθρωπος βέβαια δεν τον είδα να κλαίει. Αλλά η μαμά μου και η μεγάλη μου αδελφή κλαίγανε γιατί εκείνη τη χρονιά δεν πουλήσαν τα καπνά. Δεν τα παίρναν οι έμποροι, τα παίρναν σε εξευτελιστική τιμή και προτίμησαν να τα κάψουν παρά να πουληθούν. Και υπήρχε έξω από το χωριό ένα ποταμάκι, η Βουρλιά η λεγόμενη όπου συγκεντρωνόταν όλοι αυτοί και καίγανε τον κόπο ενός έτους. Αξέχαστα χρόνια, μνήμες. Και με τι κουράγιο να ξαναρχίσεις πάλι και όμως ξεκινούσαν. Ξεκινούσαν και πάλι τα ίδια και πάλι τα ίδια.
Και σε όλη αυτή τη διαδικασία της καλλιέργειας των καπνών που ήταν του καπνού που ήταν πάρα πάρα πολύ δύσκολη υπήρχαν αναλαμπές με τα πανηγύρια, γιορτές, γάμοι, βαφτίσια, με νταούλια, με μακεδονίτικα τραγούδια, με μικρασιάτικα τραγούδια. Μνήμες φοβερές. Αλλά το μεγαλύτερο απ’ όλο που περιμέναμε όλα τα παιδιά ήταν το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας, της Πεντηκοστής που λέμε. Τριήμερο πανηγύρι. Στο χωριό εκεί στην Τούμπα υπάρχει ένα μοναστήρι, η Αγία Τριάδα. Ακριβώς το σπίτι μας ήταν δίπλα στο μοναστήρι. Μεγάλες μνήμες και από κει. Δίπλα στο μοναστήρι όπου… Στην Αγία Τριάδα ερχόταν όλος ο νομός Σερρών, όλα τα χωριά και φίλοι από διάφορους…από διάφορα άλλα μέρη φιλοξενούσαμε στο σπίτι. Ήταν ένα διώροφο σπίτι μεγάλο, πάνω-κάτω. Μέρες είχαμε όλο κόσμο. Χαρά εγώ και όσο πιο μικρή τόσο πιο χαρά. Και ήτανε και πάλι μέσα σε εξετάσεις και λοιπά παρόλα αυτά εκείνο το τριήμερο ήταν για μας αργία από όλα τα πράγματα, είτε από διαβάσματα, είτε από δουλειές, καπνοφυτείες και λοιπά. Συνήθως αυτή την εποχή γινόταν. Θέατρο. Για πρώτη φορά πήγα θέατρο μικρή. Με τα μπουλούκια. Ερχόταν μπουλούκια. Με σκηνές θεόρατες! Και μικρά πηγαίναμε κρυφά ανοίγαμε λίγο τη σκηνή. Τεράστιες σκηνές [00:20:00]και γύρω-γύρω καλυμμένα έτσι γιατί χρειαζόταν εισιτήριο να μπεις. Πόσο μου άρεσε! Πόσο μου άρεσε να βλέπουμε τους θεατρίνους, τις θεατρίνες εκεί! Τρελαινόμουν, τρελαινόμουν! Και μετά να πάμε στον γύρο του θανάτου. Πω! Πω! Τι ήταν αυτό! Τα μάτια τεντωμένα να βλέπεις ένα μοτοσακό -ξέρω ‘γω τι ήτανε- να κάνει σούζες πάνω στον γύρο του θανάτου! Ανέβαινε πάνω σε κατακόρυφο τοίχωμα -ας πούμε- ξύλινο. Αυτό ήταν θεαματικό πολύ. Ο γύρος του θανάτου. Ήταν οι κούνιες. Καλά εκεί. Ήταν περιστρεφόμενα τα καλαθάκια και πόσα άλλα! Και επίσης μία αγορά τεράστια. Έπρεπε να μας αγοράσουν τα καλά μας τότε. Έπρεπε να πάρουμε για το καλοκαίρι. Τα παπουτσάκια μας, τα πέδιλά μας. Τα ωραία υφάσματα για να μας ράψουν τα καινούργια μας ρούχα, εσώρουχα, τέτοια. Πάρα πολλοί νεωτερισμοί! Πω! Πω! Τι χαρά! Έπαιρνα τη μαμά από το χέρι, τις αδερφές μου και πηγαίναμε να δούμε τι θα πάρουμε φέτος και όταν θέλαμε κάτι κλαίγαμε: «Θέλω αυτό». Αλλά οι καημένοι οι γονείς αν δεν πουλούσαν και τα καπνά σε τόσο καλή τιμή όλα ήταν συγκεντρωμένα και μου λέγαν κιόλας: «Εσύ πηγαίνεις σε ιδιωτικό σχολείο. Θέλουμε να πληρώσουμε και τα δίδακτρα. Εσύ θα πάρεις το φόρεμα από τη μεγαλύτερη». Από τις μεγαλύτερές μου αδερφές. Και εγώ πάντοτε ντυνόμουν από τις μεγαλύτερες αδερφές. Τι να κάνω; Είχα το σχολείο. Οι άλλες μου αδερφές δεν πήγαν δυστυχώς ενώ θα ήθελαν. Μία έγινε μοδίστρα, η άλλη ασχολιόταν εκεί με τον καπνό, αλλά μόνο ο μεγάλος μου αδερφός, 10-9 χρόνια πιο μεγάλος από μένα και αυτός πήγε σ’ αυτό το σχολείο όταν πρωτοϊδρύθηκε και έγινε αρχιτέκτονας. Και ήταν και το καμάρι των γονιών μας. Λοιπόν έτσι το πανηγύρι ήτανε πάρα πολύ ωραίο για εκείνη την εποχή. Ήταν η ξεκούραση και του μυαλού και του σώματος μαζί. Και όχι μόνο αυτό. Υπήρχαν και ταβέρνες που ερχότανε νταούλια, ζουρνάδες. Χορό! Να βλέπεις κόσμο να είναι τόσο κουρασμένος από τις γεωργικές δουλειές και να τα δίνουν όλα στους χορούς και τη χαρά! Τι ωραία χρόνια! Τι ωραία χρόνια! Εκείνο το μοναστήρι, σ’αυτό το μοναστήρι όπου το σπίτι μας ήταν δίπλα είχα κι άλλες μνήμες φοβερές. Ήταν ένα μοναστήρι όπου φέρνανε τους ψυχικά ασθενείς. Είχαν μεγάλη πίστη ότι θα γίνουν καλά. Υπήρχαν και κελιά και τους κρατούσαν εκεί 40 μέρες! Πίστευαν ότι γινόταν καλά. Υπήρχαν και ιστορίες αλλά δεν είναι…άλλες ιστορίες ας μην τις αναφέρουμε τώρα. Ναι.
Θυμάμαι επίσης στο χωριό από τις πρώτες εκδρομές που έκανα ήταν στην έκτη δημοτικού. Για το χωριό εκδρομή; Mε τίποτα! Αλλά είχαμε έναν φύλακα εκεί του σχολείου, του δημοτικού σχολείου ο οποίος ήταν θείος του πατέρα μου, ο οποίος ήταν Μικρασιάτης. Ήθελε να πάει να δει μετά από πόσα χρόνια συγγενείς που ζούσαν στην Αλεξανδρούπολη. Πρώτα τους ξαδέρφια. Και έψησε -δεν ξέρω- τον δάσκαλο, τον διευθυντή του σχολείου και κάποιες δασκάλες να συνοδεύσουν τα παιδιά στη διαδρομή από τον νομό Σερρών στην Αλεξανδρούπολη. Όλη αυτή η διαδρομή. Μιλάμε για παιδιά 12 ετών και 11. Πού θα πηγαίναμε εκεί; Και όμως το οργάνωσαν. Δώσαμε απ’ το υστέρημά μας όλοι εκεί για να πάμε εκδρομή. Βέβαια πού θα κοιμόμασταν; Στα σχολεία. Παίρναμε τις κουβέρτες μας. Κουβέρτες μαζί μας και πήγαμε όλη αυτή η διαδρομή, κάναμε στάση στην Καβάλα, στο Πόρτο Λάγος. Θυμάμαι έτσι αμυδρά τώρα τόσα χρόνια περάσαν. Αλλά αυτό που δεν ξεχνάω ποτέ είναι ότι όταν πήγαμε λοιπόν στην Καβάλα και μείναμε σε ένα σχολείο εκεί για να διανυκτερεύσουμε ο θείος του πατέρα μου που πήγε να βρει τους συγγενείς, τους βρήκε και οι συγγενείς είχαν τρελαθεί απ’ τη χαρά τους να γνωρίσουν και τα μικρά παιδιά των ξαδερφάδων. Και ήθελαν να μας φιλοξενήσουν το βράδυ εκεί. Έτσι εγώ και ένα άλλο μικρό ξαδερφάκι και άλλα δύο παιδιά, τέσσερα δηλαδή που ήμασταν συγγενείς μας πήρε ο θείος για να πάμε να μείνουμε εκεί. Επειδή όμως θα έμενε όλο το σχολείο πίσω εγώ είχα ανοίξει τις κουβέρτες μου που μου έδωσε η μαμά και η δασκάλα μου ζήτησε τις δικές μου κουβέρτες γιατί η μαμά μου σαν νύφη Μικρασιάτισσας ήταν πάρα πολύ καθαρή και ήθελε τις δικές μου κουβέρτες. Πήρε λοιπόν τις κουβέρτες για να είναι ακόμα πιο μαλακό το στρώμα. Εγώ είχα αγωνία βέβαια τι θα γίνουν οι κουβέρτες μου! Μικρό παιδί βλέπεις. Τέλος πάντων όταν τις έδωσαν, φύγαμε εμείς πήγαμε στους συγγενείς εκεί. Τι δε μας βγάλαν να φάμε! Αξέχαστα θα μείνουν όλα αυτά τα καλούδια που μας έβγαλαν. Ξέρεις τα μικρά παιδιά από το χωριό με τα μάτια ανοιχτά, τεράστιες αγκαλιές, κλάματα και γέλια μαζί για τους συγγενείς απ’ τη Μικρά Ασία. Θυμάμαι και έτσι και στεναχωριέμαι και συγκινούμαι αυτή τη λαχτάρα που είχαν αυτοί οι άνθρωποι να ξανασμίξουν, χωρισμένες οικογένειες, ξαδέρφια. Ανείπωτη χαρά οι άνθρωποι. Περάσαν τόσα χρόνια και τους θυμάμαι. Θυμάμαι τα χαμόγελά τους, τα βλέμματά τους, τις αγκαλιές τους! Υπέροχοι! Εγώ όμως έλα που είχα αγωνία το πρωί ποιος θα μαζέψει τις κουβέρτες μου; Kαι η χαζούλα είχα μαρκάρει τον δρόμο του σχολείου με το σπίτι που μας είχαν φιλοξενήσει, πήρα και το μικρό αγοράκι, τον ξάδερφο, και πήγαμε να βρούμε το σχολείο κρυφά. Ήταν η πρώτη αταξία που έκανα και η τελευταία μάλλον. Να βρούμε γιατί είχα αγωνία ότι οι κουβέρτες μου θα μείνουν στο έλεος του Θεού. Όταν πήγαμε εκεί δεν τους βρήκαμε γιατί είχαν ήδη ξεκινήσει. Αντιλαμβάνεται και ο θείος ότι λείπουμε εμείς και γίνεται το σώσε εκεί. Να μας ψάχνουν και εγώ να κρατάω στο χέρι το μικρό και να ψάχνουμε να βρούμε το πούλμαν. Βέβαια γύρισα πίσω οπότε είδα από μακριά έναν θείο σε έξαλλη κατάσταση να φωνάζει και έναν δάσκαλο σε έξαλλη κατάσταση και μόλις φτάνουμε εκεί μου δίνει δύο χαστούκια! Πω! Πω! Έκλαιγα με τις ώρες αλλά έψαχνα με το βλέμμα μου να δω πού είναι οι κουβέρτες και είδα δύο-τρεις να κρέμονται έτσι πάνω σε αυτά τα πράσινα λεωφορεία που κάναμε τις εκδρομές και χύμα όλα! Κατάλαβα. Εντάξει. Μία εμπειρία φοβερή και αυτή. Επιστρέψαμε και διηγούμασταν όλα αυτά στους γονείς μετά με μεγάλη συγκίνηση. Ο μπαμπάς ρωτούσε για τα ξαδέρφια του, για πολλά πράγματα.
Σαν, δεν ξέρω η μοίρα ήταν, δεν ξέρω τι, όταν τέλειωσα το γυμνάσιο, τότε εξατάξιο γυμνάσιο και φύγαμε όλοι μαζί πάλι εγκαταλείψαμε το χωριό γιατί ήδη είχαν εγκατασταθεί και ο αδερφός μου στη Θεσσαλονίκη, οι αδερφές μου η μία παντρεύτηκε στη Θεσσαλονίκη, η άλλη ετοιμαζόταν, μοδίστρα πολύ καλή οπότε δεν έμεινε τίποτα έτσι να μείνω και εγώ. Ήθελα να σπουδάσω. Πήγα και εγώ, πέρασα στο Φυσικό και έτσι ήρθαν και οι γονείς μας. Να μην τους αφήσουμε πίσω μόνους ήρθαν και αυτοί όλοι. Και έτσι από τότε ζούσαν στη Θεσσαλονίκη με μικρές αποδράσεις στο χωριό και λοιπά όπου κάποια στιγμή τα [00:30:00]πουλήσαμε όλα και φύγανε. Θαρρείς ήταν η μοίρα και του μπαμπά να μην μπορεί να σταθεί σε έναν τόπο. Έτσι το έλεγε τότε αλλά το ευχαριστιόταν όμως. Ήταν πάρα πολύ… άνθρωπος πολύ αισιόδοξος καμάρωνε βέβαια για τα παιδιά του. Να ξεκινήσει 9 χρόνων διωγμένο, με δυσκολίες, με δυσκολίες και να… τα παιδιά του να προκόψουν. Το ’λεγε με μεγάλη χαρά, ο γλυκούλης μου! Ποτέ δεν ξέχασε την πατρίδα του. Όλο «Η πατρίδα μου-έλεγε- η πατρίδα μου! Η πατρίδα μου!». Έτσι κόλλαγε το στόμα του. «Πατρίδα» του. Και όταν πια ήταν στα τελευταία του 96 χρονών, είχε διαύγεια μέχρι τότε μια χαρά, στις δύο τελευταίες μέρες πριν πεθάνει έπεσε σε… έτσι, όχι κώμα ακριβώς, είχε εφιάλτες. Έτυχε να είμαι εγώ και η αδερφή μου η μεγάλη κοντά του. Εκείνη την ημέρα -δεν θα το ξεχάσω και αυτό- φώναζε τη μάνα του: «Μάνα! Μάνα! Μάνα!». «Βρε πατέρα τι…ησύχασε, ησύχασε!». «Τούρκοι! Τούρκοι! Τούρκοι!». Ε τότε εμείς είχαμε λιώσει στο κλάμα με την αδερφή μου. Οι τελευταίες λέξεις που έλεγε στον εφιάλτη του τρομαγμένος: «Τούρκοι! Τούρκοι! Τούρκοι!». Έτσι έφυγε. Και η μαμά με άνοια πλέον τον κοίταζε με αγωνία απ’ το διπλανό κάθισμα. Έσβησε έτσι. Στη Θεσσαλονίκη τώρα, πανεπιστημιακά χρόνια μες τη Χούντα, προς το τέλος βέβαια της Χούντας. Τα γεγονότα του Χημείου. Στη Φυσικομαθηματική Σχολή είχαμε συγκεντρωθεί για να δώσουμε και εμείς τη δική μας αντίσταση μια συνέλευση των φοιτητών στη Φυσικομαθηματική Σχολή, εγώ εκεί φοιτούσα βέβαια, μεγάλη παρέα ήμασταν και μας παγιδέψανε γιατί είχε πολύ κόσμο. Ξαφνικά σβήσαν τα φώτα και ανέβηκε ένας λεβέντης εκεί -Καλεσόπουλος, δεν το θυμάμαι καλά τώρα πέρασαν τόσα χρόνια- και είπε: «Είναι αυτό το σκοτάδι που επί πέντε χρόνια προσπαθούν να μας βάλουν στο κεφάλι!». Και εκείνη τη στιγμή ανάβουν τα φώτα και βλέπουμε να τον κατεβάζουν με μπουνιές, σιδερογροθιές και λοιπά από κάτω και να γίνει ένας πανζουρλισμός, να τρέχουμε προς τις πόρτες. Ποιος να σωθεί και τι! Είχαν συλλάβει βέβαια αυτούς που ήταν ενεργοί στο κίνημα. Και όταν έβγαινα μου έβαλε το χέρι να με προφυλάξει ένας γνωστός μου ο οποίος ήταν δυστυχώς μ’ αυτούς. Τι να πρωτοθυμηθείς; Τα γεγονότα του Χημείου; Κυνήγι;
Έτσι τελείωσα το ‘76 και μετά διορίστηκα άμεσα στο Δομοκό, ένα χωριό που μέχρι τότε δεν το ήξερα. Στεναχωρέθηκα, μόνη μου, πρώτη φορά έφευγα απ’ το σπίτι μόνη. Αλλά υπήρχαν και εκεί δύσκολες στιγμές γιατί μία ομάδα καθηγητών ζούσαμε στην πόλη της Λαμίας και πηγαινοερχόμασταν με αυτοκίνητα, με αυτοκίνητο όπου το χειμώνα πέσαμε σε χιονοθύελλες με κίνδυνο της ζωής. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά τα παιδιά αυτά, τα οποία διψούσαν για μάθηση και για επικοινωνία, για επικοινωνία. Μία ομάδα παιδιών ήρθαμε πάρα πολύ κοντά και έχουμε ακόμα τώρα επαφές. Μεγάλοι άνθρωποι και αυτοί επαγγελματίες και λοιπά και συγκινούμαι που έχουμε αυτήν την επαφή από τότε. Ήταν η πρώτη μου επαφή, τα γλυκά μου τα παιδιά αυτά και εγώ ακόμα παιδί ήμουν τότε πρωτοδιοριζόμενη. Μαζί τους μάθαινα και εγώ, μαζί τους μεγάλωνα και εγώ θα έλεγα. Αυτά στο Λύκειο, εγώ μόλις είχα τελειώσει το Πανεπιστήμιο. Ωραία χρόνια, δύσκολα χρόνια, με δυσκολίες και εκεί, αρκετές αλλά περάσαν. Και μετά ερωτική μετανάστρια στην Αθήνα. Όπου και εδώ συνέχισα όλη αυτή την πορεία της διδασκαλίας. Βέβαια δεν ξεχνούσα τη Βόρεια Ελλάδα, την πατρίδα μου, Μακεδονία. Πάσχα, Χριστούγεννα και το καλοκαίρι ένα μήνα πάνω. Ήδη τα αδέρφια μου είχαν κάνει εξοχικά στη Χαλκιδική και μας φιλοξενούσαν εκεί με όλη την οικογένεια. Ωραία χρόνια και εκεί. Ζούσα δηλαδή και με τα αδέρφια μου. Δεν είχαμε απομακρυνθεί. Και ακόμα ζώ. Και ακόμα πηγαίνω. Αν και μερικά χρόνια είμαι σε ένα άλλο νησί σαν εξοχή, στην Κύθνο, αλλά πηγαίνουμε και στη Χαλκιδική για λίγο χρονικό διάστημα. Βέβαια έχουν αλλάξει πολλά, έχουν φύγει αγαπημένα πρόσωπα. Οι γονείς, νύφες, γαμπροί. Τα αδέρφια ζούνε βέβαια αλλά…Μία γεμάτη ζωή. Μία γεμάτη ζωή, με δύο πολύ καλά παιδιά…
Ωραία. Θα επιστρέψουμε λίγο πάλι στο χωριό. Θέλω να σε ρωτήσω αν ασχολιόσασταν μόνο με τα καπνά ή υπήρχαν και άλλα-
Άλλες καλλιέργειες-
Άλλες καλλιέργειες.
Ναι.
Είπες το βαμβάκι-
Είχαμε το βαμβάκι το οποίο γινότανε στη Βάλτα. Ήταν μια περιοχή όπου δωρίστηκε στους Μικρασιάτες και λοιπά. Ήταν κοντά σε νερά πολλά και έτσι καλλιεργούσαν μικρές εκτάσεις, βέβαια, βαμβάκι όπου μετά τον Σεπτέμβρη, αρχές Οκτώβρη πριν αρχίσουν οι βροχές έπρεπε να συλλεχθεί αυτό το βαμβάκι και πηγαίναν όσοι μπορούσαν. Συνήθως εμείς αρχίζαμε, εγώ άρχιζα τα σχολεία και δεν είχα τότε χρόνο γιατί ήταν πολύ μακριά από το χωριό και έπρεπε όλη την ημέρα να είσαι. Δύσκολη και αυτή η δουλειά αλλά η άλλη οικογένεια πήγαινε. Επίσης είχαμε κήπους έξω απ’ το χωριό όπου είχαμε καλλιεργήσει ό,τι χρειαζόμασταν. Ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες και λοιπά. Όλα όσα έχει…μπορεί να καλλιεργήσει… να καλλιεργηθούν σε έναν κήπο οικογενειακά δηλαδή γι’ αυτό που χρειαζόμασταν. Είχαμε και ζώα επίσης. Δύο άλογα και και δύο αγελάδες, στις οποίες μία αγελάδα ήταν… την είχαμε και για το γάλα και είχε κάνει και ένα μοσχαράκι. Όταν γεννιόταν τα μοσχαράκια έπρεπε να πουληθούν κάποια στιγμή. Εμείς τα παιδιά ήμασταν πολύ δεμένα με τα ζώα και θυμάμαι μία φορά όταν ήταν να πουλήσουμε το αγελαδάκι το μικρό, έτσι τη μικρή αγελαδίτσα, καθώς την έπαιρνε ο μπαμπάς να τη δώσει για να την πάρουνε για... την πουλήσει, κοντοστάθηκε κοντά στο παράθυρο, άνοιξε τα μάτια του -δεν ξέρω- και σαν να μας αποχαιρετούσε. Ήτανε μία στιγμή πολύ έτσι περίεργη. Μου πέσαν δάκρυα και τότε. Το καημενούλι! Πίστευα ότι με χαιρετούσε. Επίσης μεγαλώναμε και διάφορα προβατάκια για το Πάσχα. Αχ! Και αυτά τα καημένα! Μικρά μικρά τα ταΐζαμε με το μπιμπερό και με αυτά ήμασταν δεμένα και όταν τα παίρναν για σφαγή -πω!πω!- οδυρμός! Πολύ… Έτσι είχαμε τα αμπέλια μας. Αμπέλια. Κάναμε σταφύλια, κρασί. Συκιές πολλές. Το αγαπημένο μου φρούτο. Όλα αυτά.
Α! Και επίσης θυμάμαι στο δημοτικό μας…έπρεπε να γράψουμε [00:40:00]μία έκθεση για την αποταμίευση. Και μας είπε ο δάσκαλος σκεφτείτε στο σπίτι να γράψετε μία ωραία έκθεση για αποταμίευση. Πω! Πω! Εγώ ήθελα να πάρω…Ήταν δύο κουμπαράδες. Η πρώτη έκθεση έπαιρνε τον κόκκινο κουμπάρα και δεύτερη το μπλε κουμπάρα. Πω! Πω! Ήθελα να γράψω καλή έκθεση. Δεν ήμουνα όμως πολύ καλή εγώ στην έκθεση γιατί όπως καταλάβατε μ’ αρέσουν Φυσική, Χημεία, Μαθηματικά. Μαθηματικά έτσι προς τα εκεί είχα κλίση από μικρή. Λοιπόν πήγαμε στο σπίτι, εγώ έκλαιγα: «Μαμά τι να γράψω; Τι να κάνω;». Και η μαμά μου αγράμματη κάθισε εκεί με μεγάλη υπομονή και μου έδωσε μερικά στοιχεία τι έπρεπε περίπου να γράψω για οικονομία. Και έγραφα εγώ, μου ’λεγε και η μαμά μου, τα συνδύαζα έτσι εκεί καλά ωραία. Κι όταν πήγα στο… Όλα τα παιδιά τα βοηθούσαν οι γονείς, όσα μπορούσαν με…Εντάξει. Πήγαμε την άλλη μέρα στο σχολείο και διαβάσαμε τις εκθέσεις και αποφάσισαν τα παιδιά ότι η πρώτη καλή έκθεση δεν ήταν δικιά μου φυσικά, ήταν μιας άλλης. Αλλά όταν όμως είδα ότι η δεύτερη ήταν η δικιά μου χάρηκα πάρα πολύ. Ούτε με ένοιαζε για δεύτερη και λοιπά. Θα έπαιρνα τον κουμπαρά. Τον μπλε κουμπάρα. Πω! Πω! Τι χαρά και αυτή! Πήγα με τον μπλε κουμπάρα στη μαμά εκεί την ευχαρίστησα και τότε ο μπαμπάς τσακ! Το πρώτο τάλιρο ήταν; Δεκάρικο; Δε θυμάμαι. Και έβαζαν τότε οι θείοι. Ήρθανε εκεί βάζαν βάζαν εκεί. Το είχα εκεί με μεγάλη χαρά. Και όταν πια τελείωσε ας πούμε και ήθελα να τ’ ανοίξω μαζεύτηκαν κάποια λεφτά. Ναι. Μου ‘λειπαν παπούτσια. Τα καημένα. Και πήρα ένα… παπούτσια, λουστρίνι παπούτσι για Πάσχα. Συνήθως Πάσχα λουστρίνι παπουτσάκια έπρεπε να πάρουμε. Έτσι λουστρίνι παπουτσάκι. Και θυμάμαι το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν -όχι το πρώτο αλλά ένα από τα πρώτα- που μου έφερε ο αδερφός μου τότε. Εγώ ήμουν στο γυμνάσιο; Ούτε. Αρχές γυμνασίου; Ναι. Πρώτη εκεί. Και ο αδερφός μου σπούδαζε αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη και ήρθε να μας δει στο χωριό και μου 'φερε τον «Αρχισιδηρουργό» του Georges Ohnet. Ήταν το πρώτο βιβλίο. Πω! Πω! Σε ποιον δεν το ‘δωσα! Το διάβασε όλο… όλες οι φίλες μου και λοιπά. Ήταν δύσκολο να βρεις βιβλία εξωσχολικά να διαβάζεις. Ναι αυτό θυμάμαι.
Είπες για τις διακοπές σας στα Κερδύλια;
Ναι, ναι, ναι.
Εκεί που μένατε; Παίρνατε το κάρο-
Το κάρο και στήναμε σκηνές όπως οι πρόσκοποι που κάνουν σκηνές και λοιπά. Στήναμε σκηνές, κάναμε… μαγειρεύαμε σε γκαζιέρες, λεγόμενες, τρώγαμε εκεί και κολυμπούσαμε στη θάλασσα. Περνούσαμε έναν δημόσιο δρόμο θυμάμαι, κάτω από δέντρα στήναμε τις σκηνές με κίνδυνο μεγάλο γιατί φίδια γύρω-γύρω υπήρχαν. Έχουμε δει και φίδια. Έχουμε κυνηγήσει και φίδια. Και θυμάμαι εγώ μικρή που... τις μεγαλύτερες αδερφές και φίλες μου, που κάναν βόλτα το βράδυ στον μεγάλο δρόμο, όπου πέρα απ’ τις δικές μας κατασκηνώσεις υπήρχαν κατασκηνώσεις αξιωματικών και λοιπά, και αυτοί βγαίνανε για βολτούλα και γινόταν έτσι το φλερτ από μακριά. Είχε πλάκα κι αυτό. Το jukebox τα τραγούδια που βάζαμε στο jukebox. Αυτό θυμάμαι και τα πολλά μύδια που τρώγαμε, που έβγαζε ο μπαμπάς εκεί. Και καθώς πηγαίναμε, πηγαίναμε με τα κάρα όπως σου είπα, περνούσαμε μπροστά από το λιοντάρι της Αμφίπολης στο δρόμο εκείνο. Πω! Πω! Μας έκανε εντύπωση μεγάλη αυτό το λιοντάρι το τεράστιο και κάναμε…λέγανε μύθους ένα σωρό και λοιπά τότε. Και τώρα βγαίνουν στην επιφάνεια και πολλά άλλα πράγματα για την Αμφίπολη. Θα ήθελα πολύ να πάω και ‘κει να δω εκείνα τα μέρη. Ναι.
Στα γλέντια και στις γιορτές που μας είπες θυμάσαι καθόλου έτσι τα τραγούδια ή τι τραγούδια ας πούμε λέγανε μικρασιάτικα;
Και μικρασιάτικα τραγούδια και ντόπια τραγούδια και της εποχής τραγούδια. Χορεύανε βαλς, χορεύανε ναι. Έτσι. Εγώ όταν ήμουνα έτσι πιο… στο γυμνάσιο νομίζω και λοιπά ήταν και το Twist τότε. Τα ξένα τα λεγόμενα. Στα πάρτυ κάνανε και αυτά, αλλά συνήθως όμως στους γάμους και λοιπά είχανε ζωντανή μουσική ως επί το πλείστον το νταούλι και ο ζουρνάς. Αυτά τα δύο όργανα είχαν ως επί το πλείστον και ακορντεόν είχαν, αλλά ως επί το πλείστον αυτά και χορεύανε χορούς μικρασιάτικους, ντόπιους. Το κόκκινο μήλο ας πούμε. Η μαμά τραγουδούσε πάρα πολύ ωραία. Την έχω ηχογραφήσει να τραγουδάει τέτοια τραγούδια. Ναι.
Τραγουδούσατε στην οικογένεια;
H μαμά μου πολύ. Ναι και ο αδερφός μου ο μεγάλος. Ναι, ναι, και ο αδερφός μου ο μεγάλος πάρα πολύ καλά. Tραγουδούσε και ακόμα τώρα και σε γλέντια και λοιπά. Ήταν πρώτοι στο τραγούδι. Το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» η μαμά μου μέχρι που γέρασε πολύ, μέχρι πριν πάθει την άνοια τραγούδαγε, τραγούδαγε. Αυτή ως επί το πλείστον τραγούδαγε Νίτσα Τσίτρα. Ήταν η Νίτσα Τσίτρα, ήτανε η τραγουδίστρια των…της Νιγρίτας κάπου εκεί. Των Σερρών δηλαδή με τραγούδια μακεδονίτικα. Έχω και αυτές τις μνήμες βέβαια.
Υπάρχει κάτι άλλο από τη ζωή στο χωριό που έτσι σε έχει… Το θυμάσαι πολύ έντονα; Κάποιο περιστατικό;
Περιστατικά που συνέβαιναν πολύ έτσι δύσκολα ήταν όταν γινόταν ξαφνικοί θάνατοι αγαπημένων προσώπων. Ένα τέτοιο θυμάμαι ήμουν 15 χρονών. Νύχτα, βράδυ ακούω τη μαμά μου να κλαίει και να μας ξυπνάει τότε: «Ο Τάκης πέθανε!». Τάκη λέγαν και τον αδερφό μου και τον ξάδερφό μου. Ο Τάκης τότε, ο αδερφός μου ήταν στην Αρχιτεκτονική. Και να ακούς το βράδυ: «Ο Τάκης πέθανε!». Αυτό το σοκ, ο φόβος του θανάτου έχει κλειδώσει μέσα μου. Και ακόμα τώρα ο φόβος του θανάτου υπάρχει από τότε. Ήταν ένας ξάδερφός μου… Ήταν τελικά ένα παιδί 12 χρονών όπου την ημέρα έτρεχε στα χωράφια εδώ και εκεί και πήγε και έφαγε κεράσια πολλά. Ήταν όμως ραντισμένα αυτά τα κεράσια και άρχισε το βραδάκι που ήρθε στο σπίτι τον πόναγε η κοιλιά αλλά δεν ήξερε τι ήταν. Πόναγε η κοιλιά, η κοιλιά, έπεσε να κοιμηθεί και μάλλον έκανε αναρρόφηση και πνίγηκε. Πριν τελειώσει οριστικά καλούσε τον θείο Γιώργο, τον πατέρα μου, γιατί ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός της οικογένειας εκεί, ο φύλακας άγγελος της οικογένειας γιατί είχε χάσει τον πατέρα του πολύ νωρίς όπως σας είχα πει. Και έτρεξε ο πατέρας μου. Που; Ούτε γιατρός στο χωριό. Υπήρχε ένα Ι.Χ. σαν ταξί δηλαδή, έκανε χρέη ταξί, που ώσπου να το βάλουμε αυτό ψυχορραγούσε το παιδί, να το βάλουν εκεί για να το μεταφέρουν στο διπλανό χωριό που είχε γιατρό ξεψύχησε κατά τη διαδρομή στα χέρια του πατέρα μου. Αυτό ήταν ένα μεγάλο σοκ, πολύ μεγάλο σοκ για μένα. [00:50:00]Όπου αυτό, ο αιφνίδιος θάνατος, ο ανέλπιστος θάνατος, αυτό που δεν περιμένεις ποτέ να γίνει και γίνεται σε ένα πολύ αγαπημένο σου πρόσωπο γιατί το ξαδερφάκι ζούσε σε διπλανό σπίτι. Ήταν αδερφός δηλαδή. Αυτό ναι με στοίχειωσε.
Μετά η οικογένεια πώς συνέχισε;
Συνέχισε. Πάντοτε οι άνθρωποι συνεχίζουν με πόνο. Η θεία και ο θείος πολλά χρόνια δεν μπόρεσαν να το ξεπεράσουν και νομίζω ποτέ δεν ξεπερνιέται αυτό. Αλλά και η ζωή συνεχίζεται γιατί είχαν και άλλα δύο παιδιά οπότε η ζωή συνεχίστηκε. Επίσης ένα καλοκαίρι θυμάμαι πάλι ένας φίλος του αδερφού μου που πήγε να κολυμπήσει σε ένα κανάλι και τον ρούφηξε μέσα το κανάλι. Και τότε ήταν μεγάλος οδυρμός. Ήταν Μικρασιάτης και αυτός, δηλαδή από μικρασιατική οικογένεια κοντά μας. Γιατί ο οικισμός των Μικρασιατών ήταν συγκεκριμένος. Στο κάτω μέρος ήταν οι ντόπιοι, εμείς ήμασταν σε άλλο μέρος. Οπότε μεταξύ τους οι Μικρασιάτες είχαν μεγάλο δέσιμο γιατί νιώθαν την ανάγκη της υποστήριξης ο ένας για τον άλλον, ήταν σε ξένο μέρος. Και μην ξεχνάς ότι οι ντόπιοι γενικώς σε όλη την Ελλάδα δε δέχτηκαν τους Μικρασιάτες πολύ καλά. Δεν τους δέχτηκαν πολύ καλά. Ήταν οι τουρκόσποροι.
Με την πάροδο του χρόνου όταν είδαν όμως ότι ήταν προκομμένοι άνθρωποι και πρόκοψαν όλοι, δουλευταράδες καθαροί και λοιπά. Η μαμά μου παραδείγματος χάρη που ήτανε ντόπια από το διπλανό χωριό, σε αυτό που πήγαινα εγώ γυμνάσιο, ερωτεύτηκε τον μπαμπά, ο μπαμπάς τη μαμά τέλος πάντων, τη φέρανε στο χωριό εκεί, δεν ήξερε από πράγματα ας πούμε πολλά πράγματα. Με τη γιαγιά όμως έμαθε να υφαίνει, έκαναν αργαλειό, κεντήματα, διάφορα και λοιπά. Αρκετά πράγματα. Όχι ότι δεν είχαν και οι ντόπιοι πράγματα αλλά συμπλήρωσε σε όλο αυτό και τα φαγητά. Τα φαγητά. Η γιαγιά. Ντολμαδάκια! Πω! Πω! Πω! Τι ωραία πράγματα! Φέρναμε από τα αμπέλια τα φύλλα και κάναμε ώρες ντολμαδάκια εκεί να φάει μία οικογένεια εμείς, μία του θείου, θείες και λοιπά. Μεγάλα τραπέζια στρώναμε κάτω απ’ τις μουριές. Μετά τις κόψαν τις μουριές. Άλλαζε, χρόνο με το χρόνο άλλαζαν τα τοπία και τα σπίτια. Ας πούμε τα πρώτα χρόνια πρέπει να ήταν στα χαμόσπιτα ας πούμε αυτά που κάνανε πολλοί. Αλλά εγώ θυμάμαι το δικό μας που έχτισε ο μπαμπάς το διώροφο με πέτρες και τούβλα ήταν από τα πρώτα σπίτια αλλά…που χτίσανε οι Μικρασιάτες, διώροφα και λοιπά. Οπότε αυτό θυμάμαι πιο πολύ σαν πατρικό σπίτι το καινούργιο σπίτι που έχτισε ο μπαμπάς. Ο οποίος εκτός από τα καπνά ασχολιόταν και με το ζωοεμπόριο ας πούμε. Πήγαινε όταν έβλεπε ότι δεν είχε η οικογένεια ή τα κάπνα δεν τα πουλούσαμε καλά και λοιπά πήγαινε σε διπλανά χωριά και πούλαγε ζώα. Αγόραζε πούλαγε. Και κάπως έτσι μπορέσαμε, μπόρεσε σπούδασε και δύο παιδιά και τα άλλα τα έμαθε τέχνες και λοιπά. Όπου κάναν και τις δύο βιοτεχνίες μετά τα κορίτσια Ναι. Ναι.
Μέσα στο σπίτι πώς…υπήρχαν δωμάτια πώς κοιμόσασταν;
Ήταν διώροφο το σπίτι με εξωτερική σκάλα. Έτσι ήταν τα σπίτια τότε στη Μακεδονία και με αυτό τον ρυθμό κτίστηκε και αυτό. Με σκεπές κεραμικές. Θυμάμαι τον τελευταίο όροφο, δηλαδή τον δεύτερο, τα κεραμίδια αυτό μόνο θυμάμαι αδρά που όταν τελείωνε το σπίτι πήγαινε πάνω στην οροφή ο οικοδόμος και φώναζε: «Τελειώσαμε το σπίτι του Χατζηγεωργιάδη!» και λοιπά, εκείνο έλεγε. Και τότε οι φίλοι και λοιπά έπρεπε να φέρουν δώρα. Και τους φέρναν δώρα σεντόνι, πετσέτες, τέτοια πράγματα. Το θυμάμαι πάρα πολύ καλά και τα κρεμούσαν εκεί. Τώρα που είπα τα κρεμούσαν και στους γάμους αυτό γινόταν. Και είχε το σπίτι μας είχε το σαλόνι εκεί μπροστά… σαλόνι ένας χώρος και δύο δωμάτια αριστερά και την κουζίνα. Ακριβώς ίδια διαρρύθμιση και πάνω. Δύο δωμάτια μεγάλα θεόρατα, πάλι μία… ένα είδος κουζίνας και το σαλόνι. Κάτω ήταν το καθημερινό διαμέρισμα. Δηλαδή σε ένα μπορεί να βάζαμε τα καπνά, τα έτσι και λοιπά, ένα δωμάτιο μόνο χρησιμοποιούσαμε για την κουζίνα και λοιπά όπου τρώγαμε και λοιπά, το σαλόνι το χρησιμοποιούσαμε για να κάνουμε τις δουλειές τις αγροτικές και κοιμόμασταν πάνω όλοι. Πάνω ήταν τα υπνοδωμάτια, ο χώρος υποδοχής όταν γινόταν γιορτές ερχόταν όλο το χωριό, φίλοι χωρίς να τους προσκαλέσεις. Δηλαδή του Αγίου Γεωργίου περνούσε τι να σου πω, έπρεπε να είχαμε γλυκά του κουταλιού φτιαγμένα, τα σοκολατάκια αυτές τις μαργαρίτες, πίτες, πίτες, πολλές πίτες η μαμά έμαθε να κάνει. Και ερχότανε πίνανε κρασί, ρετσίνα, διάφορα. Ό,τι είχε ο καθένας με μεζέδες αυτά. Λουκάνικα γιατί είχαν και χοιρινά που κάνανε λουκάνικα οι ίδιοι. Και κερνούσαν και τα γλυκά. Όταν… Οι γονείς βέβαια έμεναν κάτω στην κουζίνα. Τα παιδιά πάνω. Ναι.
Βοηθούσατε εκεί;
Όλοι, όλοι βοηθούσαμε. Κάθε Σάββατο βάζαμε καζάνι για να βράσει νερό να πλένουμε τα ασπρόρουχα και λοιπά. Κάθε Σάββατο. Εκεί γινόταν πανηγύρι. Έπρεπε να… όλοι μαζί... σκάφες -ποιά πλυντήρια;- να πλένεις τα ρούχα και λοιπά, να τα στεγνώσεις στα σχοινιά και μετά σίδερο. Το σίδερο ήταν με το κάρβουνο. Στην αρχή. Μετά όταν βγήκαν τα ηλεκτρικά πήραμε. Λοιπόν... αλλά θυμάμαι και το σίδερο του κάρβουνου. Βάζαν κάρβουνα και σιδερώναν μ’ αυτό. Επίσης θυμάμαι πάρα πολύ που κάναν τα «ρετσέλια» τα λεγόμενα από το μούστο τον Σεπτέμβρη αυτό. Κάναμε… Παίρναμε τις κολοκύθες τις κίτρινες και κάναμε πετιμέζι και μέσα τα κομμάτια από την κολοκύθα, ρετσέλι το έλεγαν -τώρα δεν ξέρω πώς λέγεται- τότε για να έχουμε όλο το χειμώνα. Επίσης από της αγελάδας τα γάλατα και λοιπά πολλές φορές όταν ήταν μεγάλη παραγωγή και λοιπά τα φυγοκεντρίζανε σε ειδικό κάδο και περνάμε βούτυρο. Υπέροχο βούτυρο. Ήταν η χαρά μου να κάνουν ψωμί στο φούρνο. Όταν πια ζυμώνανε και αυτό ήταν μία πολύ ωραία διαδικασία. Πω! Πω! Τι κούραση Χριστέ μου! Ζυμώνανε για μια εβδομάδα, για 10 μέρες. Γεμίζαν πινακωτές τα…και τα καρβέλια αυτά τα πηγαίναν σε φούρνο. Υπήρχε ένας φούρνος στη γειτονιά όπου τον μοιραζότανε 5-6 οικογένειες. Και ανάβαν το φούρνο βάζανε… ψηνόταν και λοιπά. Και όταν έβγαινε αυτό το ψωμί το ζεστό ήταν η χαρά μου να απλώνω πάνω το βούτυρο αυτό που σου λέω και να βάζω και λίγο ρετσέλι από πάνω και λοιπά. Πω! Πω! Πόσο μου άρεσε αυτό! Αλλά υπήρχαν και μέρες που δεν υπήρχαν όλα αυτά και λοιπά ή είχαν τελειώσει. Και τρώγαμε το ψωμί το ζεστό, αλείφαμε πάνω σάλτσα που κάναμε απ’ τις ντομάτες και βάζαμε λίγο λαδάκι και ρίγανη. Ωραία. Δηλαδή το θυμάμαι και τώρα και θα μπορούσα να το φάω πολύ. Αυτά ήταν πολύ ωραία. Ναι, ναι κάναμε και τέτοια. Τουρσιά κάναμε. Πολλά τουρσιά με τα λαχανικά που [01:00:00]είχαμε στους κήπους. Όλα ωραία. Βέβαια το άσχημο είναι εκεί στα χωριά τα δικά μας, στα καπνοχώραφα κάποια στιγμή πριν αρχίσει η συλλογή του καπνού έπρεπε να ραντίσουν τα φυτά αυτά για να μην πιάσει αυτή η ψείρα των καπνών, μελίγκρα λεγόταν κάπως δεν θυμάμαι, και έτσι είχαμε μεγάλη θνησιμότητα από καρκίνους στο χωριό μετά από χρόνια και ρώτησα αυτό στον πατέρα μου πριν φύγει: «Γιατί ρε μπαμπά;» και λοιπά. Ο μπαμπάς πάντοτε ήταν πιο μπροστά απ’ την εποχή του, δεν ξέρω τι. Είχε ένα μυαλό ξουράφι. Λέει: «Γιατί κάναν βλακείες,- λέει-, όταν πας να ραντίσεις και φυσάει αέρας δεν πας κόντρα στον αέρα. Πας αντί. Να βάλεις πλάτη για να μην το απορροφάς και θα βάλεις και μάσκα. Δεν φορούσαν,- λέει- ,και πήγαιναν εκεί όπου να ’ναι και έτσι γινόταν». «Μάλιστα -λέω- είδες ο μπαμπάς μου, δεν τέλειωσε και σχολείο. Τα ήξερε αυτά».
Ωραία. Θέλεις να μας πεις κάτι άλλο; Να προσθέσεις κάτι;
Τώρα πολλά μπορεί να είναι αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να θυμηθώ κι άλλα πράγματα που είναι πάρα πολλά. Μια άλλη φορά ίσως.
Ωραία.
Πάντως και οι γονείς μου έφυγαν ευχαριστημένοι απ’ αυτή τη ζωή και τον μπαμπά που τον ηχογράφησα αφού λέει μερικά πράγματα πως έφυγε από το χωριό του, από την Απολλωνιάδα γιατί πολέμησε και στον… Πιάστηκε αιχμάλωτος των Βουλγάρων τότε στον Γερμανό-Ιταλικό πόλεμο… Τα σημάδια απ’ το ξύλο, το φόνο του φίλου του που έγινε μέσα από τους φασίστες Βούλγαρους, όλα αυτά, πέρασε δυσκολίες και λοιπά αλλά στο τέλος κατέληγε σε όλο αυτό μ’ ένα χαμόγελο και μια αισιοδοξία ότι όλα ήταν… Ήταν πολύ ευχαριστημένος που έζησε όλη αυτή τη ζωή και πρόκοψαν τα παιδιά του. Δηλαδή το έλεγε με καμάρι και μεγάλη έτσι η χαρά. Και είναι ένα παράδειγμα για όλες τις δυσκολίες που περνάμε και σήμερα ακόμη έχω παράδειγμα αυτόν τον άνθρωπο και την αισιοδοξία του. Δεν έχασε ποτέ το κουράγιο του. Με τόσες δύσκολες ιστορίες που πέρασε και γεγονότα που έζησε από 9 χρόνων μέχρι που έκλεισε τα μάτια του και σιγά-σιγά όλη του τη ζωή τη θεώρησε σαν σύνολο πολύ καλή. Έφυγε δηλαδή ευχαριστημένος, χαρούμενος.
Εσύ πώς σκέφτεσαι τη ζωή σου μέχρι τώρα;
Όπως στη διηγήθηκα. Μου έρχονται όλες αυτές οι μνήμες με χαμόγελα, με συγκίνηση και θέλω στις δύσκολες στιγμές που περνάει όλη η ανθρωπότητα τώρα… Η μόνη μου έγνοια είναι για σας τα παιδιά, για τους νέους. Γιατί εμείς ζήσαμε και ωραίες εποχές. Δε ζήσαμε πολέμους η δική μου γενιά. Αν και οι γονείς μας ζήσαν. Ζήσαμε όμως κάποια άλλα γεγονότα έτσι και δύσκολα αλλά σε γενικές γραμμές καλά. Και εγώ για τη ζωή μου μέχρι τώρα είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη η μόνη μου έννοια είναι τα παιδιά. Αυτό είναι. Να έχουνε καλή σταδιοδρομία και όλα τα παιδιά του κόσμου. Και να υπάρχει ειρήνη. Ειρήνη σε όλο τον κόσμο και ευημερία. Δεν αξίζει στους ανθρώπους, στη νέα γενιά, στον 21ο αιώνα να ζουν τέτοιες τραγωδίες όπως γίνεται τώρα με τους πολέμους στη γειτονιά μας.
Ωραία. Ευχαριστούμε πολύ.
Και εγώ ευχαριστώ. Λίγο άναρχα τα είπαμε αλλά έτσι ερχότανε αυθόρμητα όλα.
Έτσι είναι.
Photos

Σοφία Χατζηγεωργιάδου-Πα ...
Η αφηγήτρια στις πρώτες τάξεις του δημοτικού.
Summary
Η Σοφία Χατζηγεωργιάδου, κάτοικος Αττικής πλέον και συνταξιούχος εκπαιδευτικός μας περιγράφει τη ζωή της στην Τούμπα Σερρών την εποχή που ήταν παιδί. Ο αγώνας ολόκληρης της οικογένειας για τον βιοπορισμό της, η αγωνία για προκοπή και εξέλιξη της ίδιας της αφηγήτριας, η επίπονη καλλιέργεια των καπνών, οι παιδικές αταξίες, οι ξαφνικές απώλειες αγαπημένων προσώπων, τα πανηγύρια και οι γιορτές ως ανάσα των αγροτών, οι εκδρομές με σκοπό την επανένωση των οικογενειών από τη Μικρά Ασία μας δίνουν τα χρώματα του τοπίου εκείνης της εποχής στην Τούμπα. Η Θεσσαλονίκη και η Φυσικομαθηματική Σχολή φαντάζει ως τη μοναδική διέξοδο της έφηβης. Μια ευκαιρία να ξεφύγει από τα καπνά και την απαιτητική αυτή εργασία.
Narrators
Σοφία Χατζηγεωργιάδου
Field Reporters
Άννα Κλάδη
Historical Events
Interview Date
31/05/2022
Duration
65'
Interview Notes
Διευκρινήσεις ερευνήτριας:
Η αφηγήτρια αναφέρει το όνομα Σερτζετάκης αλλά εννοεί Σαρτζετάκη.
Στο σημείο: «... όταν πήγαμε λοιπόν στην Καβάλα και μείναμε σε... », η αφηγήτρια αναφέρει την Καβάλα εκ παραδρομής. Εννοεί την Αλεξανδρούπολη.
Summary
Η Σοφία Χατζηγεωργιάδου, κάτοικος Αττικής πλέον και συνταξιούχος εκπαιδευτικός μας περιγράφει τη ζωή της στην Τούμπα Σερρών την εποχή που ήταν παιδί. Ο αγώνας ολόκληρης της οικογένειας για τον βιοπορισμό της, η αγωνία για προκοπή και εξέλιξη της ίδιας της αφηγήτριας, η επίπονη καλλιέργεια των καπνών, οι παιδικές αταξίες, οι ξαφνικές απώλειες αγαπημένων προσώπων, τα πανηγύρια και οι γιορτές ως ανάσα των αγροτών, οι εκδρομές με σκοπό την επανένωση των οικογενειών από τη Μικρά Ασία μας δίνουν τα χρώματα του τοπίου εκείνης της εποχής στην Τούμπα. Η Θεσσαλονίκη και η Φυσικομαθηματική Σχολή φαντάζει ως τη μοναδική διέξοδο της έφηβης. Μια ευκαιρία να ξεφύγει από τα καπνά και την απαιτητική αυτή εργασία.
Narrators
Σοφία Χατζηγεωργιάδου
Field Reporters
Άννα Κλάδη
Historical Events
Interview Date
31/05/2022
Duration
65'
Interview Notes
Διευκρινήσεις ερευνήτριας:
Η αφηγήτρια αναφέρει το όνομα Σερτζετάκης αλλά εννοεί Σαρτζετάκη.
Στο σημείο: «... όταν πήγαμε λοιπόν στην Καβάλα και μείναμε σε... », η αφηγήτρια αναφέρει την Καβάλα εκ παραδρομής. Εννοεί την Αλεξανδρούπολη.