© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Η ζωή στο Αγκίστρι του Αργοσαρωνικού κατά τον προηγούμενο αιώνα μέσα από την αφήγηση της γιαγιάς Λούλας
Istorima Code
10541
Story URL
Speaker
Θεοδώρα Πάνου (Θ.Π.)
Interview Date
26/06/2022
Researcher
Θεοδώρα Αμπατζή (Θ.Α.)
[00:00:00]
Είναι Δευτέρα, 27 Ιουνίου του 2022, ονομάζομαι Αμπατζή Θεοδώρα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, βρίσκομαι με την Θεοδώρα Πάνου στο σπίτι της στη Σαλαμίνα και θα ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας. Λοιπόν, καλημέρα γιαγιά!
Καλημέρα, κοπέλα μου!
Θα μου πεις πώς σε λένε;
Θεοδώρα.
Το επώνυμο;
Πάνου.
Και πότε γεννήθηκες;
Του 1926.
Και από πού είσαι, γιαγιά;
Απ’ τ’ Αγκίστρι της Αιγίνης.
Θα μου πεις λίγα λόγια για τη ζωή σου στο Αγκίστρι;
Θα σου πω. Τι να σου πω; Ήμουνα μικρό κοριτσάκι, έπαιζα με τις φιλενάδες μου, μετά πήγα στο σχολείο, έβγαλα το Δημοτικό. Έβγαλα το Δημοτικό μετά και ασχολιόμουνα με τα κτήματα. Και με τον αργαλειό. Είχα αργαλειό εγώ, δούλευα τον αργαλειό κι έκανα τα προικιά μου. Και μόνο τα προικιά; Έκανα και στην οικογένεια ό, τι θέλανε από του αργαλειού, κατάλαβες; Ε, ήμουνα στον αργαλειό εγώ. Έκανα υφάδι. Έκανα τη προίκα μου, τα χράμια, τις βελέντζες, έκανα και μικρά πράματα... Φοράγανε οι γυναίκες φούστες, εκείνα τα χρόνια, του αργαλειού, με ωραίες μπουντούρες κάτω, με κεντημένες μπουντούρες, και τα κάναμε στον αργαλειό. Κάναμε τα χράμια-
Το μικρόφωνό σου, γιαγιά, το μικρόφωνο.
Κάναμε τα χράμια, που λες-
Λέγε μου εσύ, έλα πες μου.
Κάναμε ωραία χράμια με διάφορα σκέδια και τα περνάγαμε από τα μιτάρια αλλά δεν τα ξέρανε όλες. Εγώ ήμουνα και τα πέρναγα και η θεία μου. Σε όλο το χωριό, γιατί ήτανε πολύ δύσκολα∙ για να κάνεις ωραία σκέδια στο υφάδι χρειάζεται να περάσεις τα μιτάρια και πρέπει να το ‘χεις το μυαλό 14. Αλλά ευτυχώς είχα τη θεία μου και μ’ έμαθε κι εμένα κι έκανα κι εγώ τον αργαλειό, αυτό. Αυτά, κάναμε υφάδι, κάναμε τα προικιά μας στον αργαλειό, κάναμε φούστες, κάναμε απ’ όλα στον αργαλειό. Μας έντυνε όλο το σπίτι ο αργαλειός.
Δούλευες και στα χωράφια;
Και σπέρναμε και θερίζαμε και αλωνίζαμε... Ποιος τα ‘κανε; Εμείς οι γυναίκες. Οι άντρες χτυπάγανε πεύκα και πηγαίναν και στο λιοτρίβι να γεμίσανε το σπίτι με τρόφιμα. Και να ‘χανε και λεφτά. Χτυπάγανε πεύκα, το καλοκαίρι χτυπάγανε τα πεύκα και το χειμώνα πήγαιναν στο λιοτρίβια και βγάζανε λάδια, γεμίζαμε τα κιούπια λάδια και είχαμε, περνάγαμε όλο το χρόνο. Είχαμε ελιές, ελαιώνα. Πολλές ελιές, πολλές συκιές, αμυγδαλιές, είχαμε και τα πεύκα, δάσος, που τα χτυπάγανε οι άντρες και κάνανε ρετσίνι και το πουλάγανε και παίρναμε λεφτά και ψωνίζαμε. Ζούσαμε ωραία. Είχαμε μποστάνια, είχαμε πολλά δέντρα συκιές, μέρα παρά μέρα τις συκιές μας κάναμε κοψιά και τα ‘παιρνε ο μανάβης και τα πήαινε στον Πειραιά και τα πούλαγε. Αλλά μας έτρωε το γάλα, τι τραβάγαμε, που έχουνε οι συκιές. Αμπέλια είχαμε, τρυγάαμε και βάζαμε κρασιά και περνάγαμε... είχαμε δυο βαρέλια μεγάλα και τα γεμίζαμε με τα αμπέλια μας. Ελαιώνες είχαμε, κάναμε το λάδι μας, αμυγδαλιές είχαμε, μαζεύαμε, συκιές είχαμε πολλές και τα... Έπαιρνε ο μανάβης κάτι σύκα τόσα! Τα κόβαμε μέρα παρά μέρα, κάναμε κοψιές. Και τα πουλάγαμε στον μανάβη, τα ‘παιρνε ο μανάβης και τα πήαινε στον Πειραιά. Αυτά.
Ζώα είχατε;
Ναι είχαμε, το γαϊδουράκι ήταν απαραίτητο γιατί ήτανε, μας ‘ξεπηρετούσε. Βάζαμε το φορτίο στα γαϊδουράκια. Μόνο με τα γαϊδουράκια κυκλοφορούσαμε στο βουνό να κάνουμε ξύλα να ζεσταθούμε, ν’ ανάψουμε τους φούρνους, γιατί ζυμώναμε κι ανάβαμε τους φούρνους και ψήναμε τα ψωμιά. Και κάναμε ξύλα και ζεσταινόμαστε όλο το χειμώνα.
Άλλα ζώα;
Δεν είχαμε ζώα. Είχαμε δύο προβατάκια για να τρώγαμε το... Κάθε Πάσχα τρώγαμε το αρνί, δικό μας. Από τα πρόβατα, τα δύο πρόβατα που είχαμε και παίρναμε το γάλα και πήζαμε τυρί. Και τρώγαμε πολύ ωραίο τυρί, φρέσκο. Γιατί είχαμε... Θερίζαμε τα χωράφια που τα σπέρναμε κάθε χρόνο, τα μισά τα σπέρναμε στάρι, τ’ άλλα τα σπέρναμε κριθάρι, αυτά — πώς τα λένε — κουκιά, λαθούρια και κάναμε φάβα, περνάγαμε ωραία. Είχαμε μποστάνι και είχαμε μποστανικά και περνάγαμε ωραία, αμυγδαλιές είχαμε πολλές, μαζεύαμε τα... Τι ωραία και είχαμε όλο τον χειμώνα, ελιές είχαμε, κάναμε και ελιές σταφιδωτές και τρώγαμε τον χειμώνα, αλλά βγάζαμε και το λάδι. Είχαμε πολλές συκιές και οι συκιές γινόντουσαν το καλοκαίρι. Και υπήρχε μανάβης και τα κόβαμε και τα πουλάγαμε στον μανάβη και τα πήαινε στον Πειραιά ο μανάβης. «Σύκα Αγκιστρίου, σύκα Αγκιστρίου», φωνάζανε, κάτι σύκα τόσα! Ωραία. Τρώγαμε κιόλα και πουλάγαμε. Περνάγαμε καλά γιατί είχαμε χτήματα και δουλεύαμε στα χτήματα. Αμπέλια πολλά είχαμε, κάναμε κρασί, κάναμε σταφίδες, τρώγαμε φρέσκα σταφύλια, συκιές είχαμε πολλές, κάναμε λιαστές συκιές, τρώγαμε και φρέσκιες. Τα είχαμε όλα! Μποστάνια είχαμε, κάναμε μποστανικά, χωράφια τα σπέρναμε, κάναμε το ψωμί μας...
Στη Μονή που μου έλεγες για τα χωράφια; Εκεί είχε ο πατέρας σου χωράφια;
Όχι, είχε τα πεύκα, τα χτύπαε κι έπαιρνε το ρετσίνι και το πούλαγε κι έπαιρνε λεφτά, από τα πεύκα ζούσαμε. Έκανε το ρετσίνι και το πούλαγε και παίρναμε λεφτά.
Η Μονή πού ήτανε;
Η Μονή ήτανε ακριβώς από την Πέρδικα. Από την Πέρδικα ήτανε από ‘δω μέχρι τον δρόμο πέρα — πολύ κοντά — και είχε πεύκα και χτύπαγε ο πατέρας μου τα πεύκα και πούλαγε το ρετσίνι κι έπαιρνε λεφτά. Αλλά τα νοίκιαζε απ’ το Κράτος, όμως, ο παππούς. Δεν ήτανε ιδιωτικό το νησί. Ήτανε του Κράτους το νησί και το νοικιάζανε. Το νοικιάζαμε απ’ το Κράτος και πλέρωνε το Κράτος και το ρετσίνι το πούλαγε ο πατέρας, να πούμε κι έπαιρνε λεφτά. Το χτύπαε τα πεύκα κι έβγαζε ρετσίνι. Και το ρετσίνι το έπαιρνε έμπορας, το πούλαε και παίρναμε λεφτά. Αυτά.
Στο σπίτι σου ποιοι ήσασταν; Ποιοι μένατε στο σπίτι; Η οικογένειά σου.
Ναι, είχαμε γιαγιά, παππού, οι γονείς του πατέρα μου. Και τα περιποιότανε η μάνα μου, ήτανε νύφη. Και ζήσανε μέχρι που πέθαναν στον πατέρα μου. Τα ταΐζαμε, τους ποτίζαμε, τους ντύναμε και μας αφήνανε τα χτήματα, που είχανε οι γονείς, τ’ αφήνανε στον πατέρα μου που τους κοίταγε. Κατάλαβες; Τους είχαμε στο σπίτι εμείς τους γονείς του πατέρα μου.
Το μικρόφωνό σου, γιαγιά.
Αυτά.
Τ’ αδέρφια σου; Πόσα είχες;
Είχα δύο αδερφές ήμαστε και δύο αδέρφια. Εγώ ήμουνα η πρώτη, δεύτερος ένας αδερφός, τρίτος η Καλλιόπη, τέταρτος άλλος αδερφός. Τέσσερα αδέρφια ήμαστε, δύο κορίτσια, δύο αγόρια.
Το σπίτι θυμάσαι να μου πεις πώς ήτανε;
Πολύ ωραίο, διώροφο. Είχαμε κάτω, βάζαμε τα κρασιά, τα λάδια, είχαμε ένα βαρέλι που έπαιρνε 700 κιλά κρασί. Και το γεμίζαμε και είχαμε όλο τον χρόνο κρασί. Και είχαμε και τα κιούπια με το λάδι κάτω. Και με σύκα λιαστά. Τα σύκα τα μαζεύαμε όταν ήτανε[00:10:00] φρέσκα, τα ‘παιρνε ο μανάβης μέρα παρά μέρα και τα πήαινε... Μετά περνάγανε τα σύκα και τα κάναμε λιαστά.
Και τα βάζατε στο υπόγειο;
Και τα κάναμε λιαστά στον ήλιο, τα παίρναμε μετά, τα πλέναμε, τα φουρνίζαμε και τα βάζαμε σ’ ένα μεγάλο κιούπι, τα πατάγαμε κι είχαμε όλο τον χειμώνα σύκα. Και σταφίδες κάναμε απ’ τ’ αμπέλια και κρασιά και μούστο και πετμέζι και είχαμε ένα υπόγειο γιομάτο τρόφιμα. Και στάρια και κουκιά και λαθούρια, που κάναμε φάβα...
Κι από πάνω μένατε εσείς;
Ναι, δύο δωμάτια μεγάλα το σπίτι μας από πάνω και κάτω υπόγειο, είχαμε όλα τα τρόφιμα, στο υπόγειο. Είχαμε κοτούλες, είχαμε γαλόπουλα, είχαμε δύο πρόβατα και μας κάνανε αρνάκια και τα σφάζαμε κάπου-κάπου, τα τρώγαμε και έπηζε η μάνα μου το γάλα τους τυρί και είχαμε και τυρί από τα προβατάκια. Αυτά. Γαλιά είχαμε, κάτι γαλιά τόσα μεγάλα! Και πηγαίναν από 7-8 κιλά που τα σφάζαμε και απέναντι ήταν το βουνό και τρώγανε στο βουνό και ερχόντουσαν μόνο το βράδυ για να κοιμηθούνε στο κοτέτσι και ταΐζαμε πίτουρα και στάρι και κριθάρι. Και σφάζαμε κάπου-κάπου και τρώγαμε, κότες και γαλιά. Τα γαλιά ήταν από 10 κιλά, σαν προβατίνες. Είχαμε και αρνάκια, είχαμε και προβατάκια, είχαμε το γάλα, το τυρί, σφάζαμε κι από ‘να αρνί κάπου-κάπου και είχαμε μπόλικο κρέας.
Σχολείο πήγες;
Εγώ; Αμή! Δεν θα πήγαινα σχολείο;
Θα μου πεις για το σχολείο;
Ε το σχολείο... Να, πηγαίναμε στο χωριό, δεν είχαμε στο Μετόχι εμείς, πηγαίναμε στο πέρα στο χωριό. Με κρύο, κρυώναμε-δεν κρυώναμε, είχαμε ομπρέλες με τη βροχή και πηγαίναμε, θα ήταν από ‘δω μέχρι κάτω τα καΐκια, από ‘μας το σχολείο. Πηγαίναμε σχολείο, όλα τα παιδιά. Εγώ ήμουνα και πολύ καλή μαθήτρια, ήμουνα πολύ καλή μαθήτρια. Αυτά, Ντόρα μου.
Μέχρι τι τάξη πήγες;
Εγώ πήγα... Δεν πήγα να βγάλω την τάξη όλη, διότι η μάνα μου γέννησε τον Σώζο, το τελευταίο παιδί, και είχε δύο γέρους που θέλανε άνθρωπο. Η μάνα μου ήτανε στους γέρους, έγκυος η κακομοίρα, τους περιποιότανε και γέννησε τον Σώζο, το τελευταίο και δεν με ‘φήσανε να βγάλω την έκτη, με βγάλανε από την πέμπτη για να κρατήσω το παιδί. Πήγα... πήγα σχολείο και ήμουνα και καλή μαθήτρια.
Θυμάσαι να μου πεις κανένα ποίημα;
Σούπα το βράδυ είχαμε, σούπα το μεσημέρι, σούπα γιορτή και Κυριακή, χειμώνα-καλοκαίρι. Όταν κατέβηκα να ιδώ, τα μάτια μου δακρύσαν και της μανούλας τα παιδιά παράπονα αρχίσαν. Σούπα το βράδυ έχουμε, σούπα το μεσημέρι; Σούπα γιορτή και Κυριακή, χειμώνα- καλοκαίρι; Όταν κατέβηκα να ιδώ, τα μάτια μου δακρύσαν και της μανούλας τα παιδιά παράπονα αρχίσαν.
Πολύ ωραίο!
Το θυμάμαι!
Το σχολείο πώς ήτανε;
Πολύ ωραία! Το σχολείο ήτανε του Συγγρού, με μεγάλη μάντρα, με αυτό... Βγαίναμε το καλοκαίρι και καθόμαστε, το ‘χανε χτίσει ωραία, είχε πηγάδι μέσα, είχε δύο καμπινέδες, έναν για τ’ αγόρια, έναν τα κορίτσια. Ήτανε ένα σχολείο τετράγωνο και όταν δεν ήτανε καλός καιρός, είχε μεγάλο μέρος μέσα που κάναμε γυμναστική. Είχε και δίπλα σπίτι για τη δασκάλα. Έμενε η δασκάλα εκεί. Ήτανε ξένη, δεν ήταν ντόπια. Και είχαμε μεγάλη αίθουσα, μεγάλο σχολείο, του Συγγρού. Το ‘χε κάνει δώρο ο Συγγρός. Και μεγάλη μάντρα, καλλιτεχνικά μαντρωμένη. Με δύο καμπινέδες, ένα για τα κορίτσια, ένα για τ’ αγόρια, είχε πηγάδι που βγάζαμε, είχε υπόστεγο, πηγαίναμε με τη βροχή έξω, όταν κάναμε διάλειμμα, πάρα πολύ ωραίο σχολείο, τετράγωνο. Ήτανε το πρώτο σχολείο της Αττικής! Και το γκρέμισε ο σεισμός, ο μεγάλος που έκανε τότε και γκρέμισε εκεί, το ράισε κι αναγκαστήκανε και το γκρεμίσανε και κάνανε ένα διώροφο, χτιστό και είναι ακόμα. Και μας βγάλανε, όταν ράισε, και μας πήγανε σ’ ένα σπίτι μέσα στο χωριό, πηγαίναμε σχολείο. Αυτά, Ντόρα μου. Πολύ ωραία περνάγαμε, αγόρια και κορίτσια φεύγαμε από το Μετόχι, ήτανε από εδώ... Από το Μετόχι να πας στο σχολείο — μεγάλο σχολείο, ωραίο, μεγάλο πολύ ωραίο σχολείο — και πηγαίναμε στον δρόμο τραγουδώντας, γελώντας, αστεία, γελάγαμε, κορίτσια, αγόρια και κάναμε διάλειμμα, όταν βγαίναμε όξω. Τετάρτη και Σάββατο κάναμε ένα σχολείο και το περνάγαμε στον δρόμο απ’ τη χαρά μας, που δεν... Είχαμε δύο σχολεία την ημέρα, πρωί κι απόγεμα.
Και πηγαινοερχόσασταν;
Πρωί κι απόγεμα, ναι. Δύο σχολεία μας έκανε η δασκάλα. Και Τετάρτη και Σάββατο ένα. Και ένα χαρές που είχαμε! Όλο τραγούδια στον δρόμο. Γιατί ήτανε λιγάκι μακριά, θα ήτανε από ‘δω μέχρι τα καΐκια κάτω, από το Μετόχι. Ωραία ήτανε. Περάσαμε ωραία.
Τι παιχνίδια παίζατε;
Παιχνίδια; Α, ό, τι μας δίνανε παίζαμε. Παίζαμε... Τ’ αγόρια παίζανε κλίτζικα, παίζανε ρομπάδες, παίζανε έτσι, ε κι εμείς χορεύαμε, τα κορίτσια, και τραγουδάγαμε. Τέτοια κάναμε. Χορεύαμε, τραγουδάγαμε, λέγαμε τα ποιήματα, γελάγαμε, πείραζε η μία την άλλη, τέτοια κάναμε. Τραγουδώντας πηγαίναμε στο Μετόχι, τραγουδώντας, στον δρόμο, πηγαίναμε. Από το σχολείο είναι στην άκρη του χωριού και προς το Μετόχι. Περπατάγαμε λίγο, από ‘δω μέχρι τα καΐκια. Και με το κρύο, τρέχαμε να μην μας πιάσει το κρύο. Αλλά μας ντύνανε καλά, είχαμε μπότες, είχαμε παλτό από πάνω χοντρό, μας βάζανε με τη κουκούλα, ντυνόμαστε καλά με το κρύο και πηγαίναμε. Μέσα το σχολείο είχε ζεστό, είχε ζεστά πολύ. Και είχαμε ένα σχολείο του Συγγρού τετράγωνο, ωραίο. Μέσα κάναμε γυμναστική μέσα, όταν έβρεχε. Τόσο μεγάλο ήτανε.
Τον δάσκαλό σου τον θυμάσαι;
Μιχαλόπουλος. Και ήτανε και δάσκαλος, ήτανε και δασκάλα. Δύο. Ο ένας μας έκανε, τη μία — δεν θυμάμαι πώς μας έκανε — τη μία μέρα ο ένας, την άλλη... Δεν θυμάμαι καλά πώς μας έκαναν μάθημα. Ήτανε ξένοι όμως, δεν ήταν ντόπιοι. Ωραία πηγαίναμε, από το Μετόχι να πάμε εκεί τραγουδώντας όλα τα παιδιά στον δρόμο, γέλια, χαρές. Πολύ καλά περνάγαμε.
Είχατε και δασκάλα;
Είχαμε δασκάλα κατά πρώτοις, αλλά η δασκάλα παντρεύτηκε κι έφυγε και μετά μας φέρανε δάσκαλο. Μετά απ’ αυτή δασκάλα, είχαμε μια δασκάλα — 50 κιλά θα ήτανε και δεν θα ήτανε — λεπτούλα κι έκανε δύο κοτσάκια εδώ το μαλλί και γελάγαμε. Μετά, μας βάλανε δάσκαλο. Μετά από τον δάσκαλο, μας φέρανε μια παχουλή δασκάλα, μια χοντρή, τελευταία που έφυγα. Καλή ήτανε όμως, πολύ καλή.
Αυτή ήτανε που είχε φλερτ με τον τελώνη; Αυτή ήτανε με τον τελώνη;
«Η δασκάλα του τελώνη έβγαζε το παντελόνι!» του ‘χανε βγάλει τραγούδια. Αλλά πού να το λέγαμε εμείς στο σχολείο; Να μας πήγαινε! Είχαμε δασκάλα και τα ‘μπλεξε με τον δάσκαλο. Γιατί μετά αυξάνανε τα παιδιά και είχαμε και δάσκαλο και δασκάλα. Ε, ξένοι ήτανε και οι δύο, τα μπλέξανε-
Μια χαρά-
Παντρευτήκανε, φύγανε, μας φέρανε μετά άλλη δασκάλα. Ωραία ήτανε. Πηγαίναμε, όλα τα παιδιά φεύγαμε την ίδια ώρα από το Μετόχι και πηγαίναμε [00:20:00]πέρα στο σχολείο τραγουδώντας, τ’ αγόρια παίζανε, σκοτώνανε πουλιά στον δρόμο, εμείς τραγουδάγαμε, περάσαμε πολύ ωραία. Αλλά δεν ήτανε... Μόνο εγώ πηγαίναμε σχολείο και η θεία μου. Τ’ άλλα τα κορίτσια δεν πηγαίνανε για δεν τα μαθαίνανε τα γράμματα. Δεν την είχανε οι γονείς τότε ευκαιρία να διαβάζανε τα παιδιά, δεν είχανε ευκαιρία. Και αν ήσουνα έξυπνη, τα μάθαινες, αν ήτανε λίγο αγαθοί, δεν προβιβαζόντουσαν, μένανε στην ίδια τάξη. Εγώ τα μάθαινα πολύ και η θεία μου η Κάτε, ήμαστε πρώτες μαθήτριες. Δεν μείναμε ποτέ. Ωραία, Ντόρα μου, πάνε αυτά τα χρόνια, φύγανε.
Τα αγόρια όμως συνέχιζαν το σχολείο;
Ε, βέβαια. Το βγάζανε όλο το σχολείο τα αγόρια, γιατί θα υπερετούσανε μετά, δεν μπορούσανε. Αλλά αυτοί που τα μαθαίνανε. Αυτοί που δεν τα μαθαίνανε οι καημένοι πήγαιναν συνέχεια σχολείο, συνέχεια, και δύο-τρεις χρονιές στην ίδια τάξη. Δεν τα μαθαίνανε. Εγώ ήμουνα καλή μαθήτρια και η θεία μου η Κάτε. Ήμαστε πολύ καλές μαθήτριες. Οι άλλες βγήκανε από την πρώτη και δευτέρα, πήγαιναν και δεν τα μαθαίνανε, και βγήκανε. Εμείς με την Κάτε το βγάλαμε όλο το σχολείο, τα μαθαίναμε πολύ. Αλλά μας διάβαζε ο παππούς.
Ποιος παππούς;
Της μάνας μου ο πατέρας ήτανε και της θείας μου της Κάτες. Η θεία μου η Κάτε με πέρναγε δύο χρόνια εμένα και ήταν αδερφή της μάνας μου. Και τον πατέρα της τον είχα εγώ παππού. Και μας διάβαζε ο παππούς μου κι εμένα και τη θεία την Κάτε. Με πέρναγε δύο χρόνια η θεία η Κάτε εμένα. Κι έφυγε μετά πιο μπροστά και μετά είχα... Έμεινα η μόνη η κακομοίρα, δεν πήγαιναν τα κορίτσια στο σχολείο, μόνο εγώ και η Κάτε. Κι έμεινα μόνη μου και με πρόσεχε ο παππούς, ο άντρας μου. Ήτανε δύο χρόνια πιο μεγάλος από μένα κι εγώ πήγαινα με τον Μανώλη στην ίδια τάξη και μας διάβαζε ο παππούς. Ο Μανώλης δεν έπαιρνε κρακ κι εγώ ήμουνα τσιράκι. Ε, μετά με πήρε και γυναίκα. Με ήθελε, απ’ το σχολείο με ήθελε που ήμουνα μικρή και εγώ έκλαιγα. Γιατί έλεγαν τα παιδιά: «Εγώ θέλω την τάδε», «εγώ θέλω...» κι έλεγε ο παππούς ο Μιχάλης: «Εγώ όλο θέλω τη Θοδώρα». Κι εγώ έκλαιγα, δεν ήθελα να μου ‘λεγε τέτοια πράγματα, γιατί ντρεπόμουνα. Ήμουνα δύο χρόνια πιο μικρή απ’ τον παππού. Αλλά όμως το είχα ανάγκη, γιατί με διάβαζε αυτός. Μας διάβαζε με τον Μανώλη, που ήμαστε ίσια ο Μανώλης, κι ο Μανώλης δεν έπαιρνε κρακ.. Εγώ τα ήξερα πιο μπροστά κι απ’ τον παππού. Τα έπαιρνα πολύ τα γράμματα. Ο Μανώλης μηδέν. Πήγε μέχρι την πρώτη μεγάλη. Και μετά έφυγε. Ο Γιάννης ο δικός μας μέχρι την πρώτη μεγάλη, έφυγε, δεν τα πήγαινε ούτε αυτός.
Είχατε δύο πρώτες; Δύο πρώτες τάξεις; Λες «πρώτη μεγάλη».
Είχαμε πρώτη μικρή και πρώτη μεγάλη. Δευτέρα, μετά τρίτη, τετάρτη-
Κανονικά.
Ναι. Ήμουνα πολύ καλή μαθήτρια. Και με πρόσεχε ο παππούς, ο άντρας μου. Ήτανε μεγαλύτερος δύο χρόνια και είχανε κάνει… Η αδερφή του η Γιαννούλα είχε πάρει τον ανηψιό της γιαγιάς μου και είχανε συμπεθεριό. Και με πρόσεχε, επειδή ήμουνα συμπεθέρα εγώ, ο παππούς. Και μετά με πήρε και γυναίκα. Με ήθελε!
Πότε παντρευτήκατε;
Εμείς; Ξέρω ‘γω; Το έχω ξεχάσει τώρα. Να, είναι η... Πόσο είναι η μάνα σου στα χρόνια; Η Καίτη;
Γεννήθηκε το ’54.
Το ’55;
Ναι.
Ε εγώ παντρεύτηκα του ’53, γιατί έκανα δύο χρόνια να την κάνω τη μάνα σου. Και ‘ρρεβωνιάστηκα του ’51. Κάτσαμε δύο χρόνια αρρεβωνιασμένοι με τον παππού, με ήθελε απ’ το σχολείο, που πηγαίναμε. Ε, και μετά με ζήτησε, μόλις πήγε μετά στο Ναυτικό μόνιμος και ήτανε 22 χρόνια ο παππούς και 20 εγώ που αρρεβωνιαστήκαμε. Επήγε, τακτοποιήθηκε στο Ναυτικό, πήρε βαθμούς και μετά ήρθε και με αρρεβώνιαζε, γιατί με ήθελε από μικρή στο σχολείο. Αλλά εγώ ντρεπόμουνα και δεν είχα παρέα ποτέ. Δεν πήγαινα παρέα. Γιατί βγάζανε λόγια στο Αγκίστρι. Κι έτσι πρόσεχα πολύ. Αλλά αυτός με ήθελε και κράτησε από μικρή που με ήθελε και πήγε 22 χρονών αυτός — όχι, εγώ 22 κι αυτός 24 — και ήρθε και με ζήτησε. Είχε πάει στο Ναυτικό μετά, ήτανε αξιωματικός όταν με αρραβώνιασε εμένανε. Ήρθε μετά, το κράτησε.
Θυμάσαι τη μέρα που σε ζήτησε;
Εγώ; Τρίτη γεννήθηκα, το... Αχ! Ναι, ναι γεννήθηκα τον Δεκέμβρη, αρχάς Δεκεμβρίου.
Τη μέρα, λέω, που ήρθε ν’ αρραβωνιαστείς ο παππούς, να σε ζητήσει, τη θυμάσαι;
Ήτανε Κυριακή και ήτανε Απόκριες. Ήτανε η πρώτη Απόκρια και ήρθε και με ζήτησε — γιατί με ήθελε από μικρή, απ’ τον καιρό που πήγαινα σχολείο. Μου ‘λεγε: «Θα σε πάρω γυναίκα» κι εγώ έκλαιγα. Έκλαιγα εκεί και πήγαινα, έκανα παράπονα στη μάνα μου: «Δεν θα πάω στο σχολείο, γιατί μου λέει αυτός ο Μιχάλης του μπάρμπα- Χρήστου θα με πάρει για γυναίκα. Εγώ δε θέλω να παντρευτώ», έλεγα. Πώς θα με πάρει γυναίκα, που δεν ήθελα να παντρευτώ; Και γέλαγε η μάνα μου. «Ε τον κερατούκλη -λέει- να μου πειράζει το κορίτσι! Θα πάω να του κάνω παρατήρηση». Και πήγε μετά, του ‘κανε παρατήρηση η γιαγιά μου. Η γιαγιά δεν ήθελε να με πειράξει κανένας, με ήθελε πολύ. Και του λέει του Μιχάλη: «Μην το πειράζεις το κορίτσι, είναι μικρό από σένα -λέει- να το προσέχεις». Και μετά μου ‘γινε κολλητός και με πρόσεχε, που του είπε η γιαγιά μου έτσι, δεν με πείραζε μετά πάλι. Και γίναμε φίλοι. Φίλοι- φίλοι- φίλοι, μετά ήρθε και μ’ αρρεβώνιασε. Με ήθελε.
Τον γάμο σου τον θυμάσαι;
Πώς δεν τον θυμάμαι!
Για πες…
Τι να πω; Τον γάμο στ’ Αγκίστρι γίνεται με βιολιά, με συμπεθεριό, με τραπέζια, με γλέντια... Έτσι κι εγώ, όπως όλες κι εγώ. Τα ίδια γάμο έκανα. Ο καθένας έχει τους συμπεθέρους του. Εγώ, η μάνα μου τους συγγενείς του, ο πατέρας μου. Ο παππούς σου είχε τους συγγενείς του. Όταν αποφάσισε να με αρρεβωνιάσει, με ήθελε ολοένα κι εγώ φοβόμουνα, κρυβόμουνα γιατί βγάζανε λόγια στο Αγκίστρι. Κι αυτός όλο πάντα, ήθελε πάντα να με δει. Πάντα έκανε προσπάθεια να με δει κι εγώ κρυβόμουνα για να μη με δει κανένας ότι ήθελα εγώ τον παππού σου, να μου βγάλει λόγια. Γιατί με ήθελαν κι άλλα παιδιά εμένανε. Ήμουν καλό κορίτσι και νόστιμη, καλή ήμουνα και νόστιμη που ήμουνα κοπέλα και με θέλανε κι άλλοι δύο. Δεν τους ήθελα εγώ. Μόνο τον παππού σου ήθελα, τον Μιχάλη.
Άρα τον ήθελες εσύ τον παππού!
Ναι, τον ήθελα. Ήμαστε φίλοι από το σχολείο, γι’ αυτό τον ήθελα. Με διάβαζε αυτός. Ήτανε δύο χρόνια πιο μεγάλος και μας διάβαζε με τον Μανώλη κι ο Μανώλης δεν ήξερε τίποτα κι εγώ τα έλεγα πιο μπροστά απ’ τον παππού. Ερχότανε, μου ‘κανε τους χάρτες ο παππούς στο σπίτι, τους νομούς, όλες. Γιατί η μάνα μου δεν ήξερε γράμματα, ο παππούς, ο πατέρας μου έλειπε, ήταν στη Μονή, είχε τα πεύκα κι αναγκαζόμουνα και μου τα ‘λεγε ο παππούς σου. Με πέρναγε δύο χρόνια ο παππούς σου και μας διάβαζε με τον Μανώλη, ο Μανώλης τίποτα κι εγώ τα ήξερα νεράκι όλα. Ήμουνα πολύ καλή μαθήτρια.
Και για πες για τον γάμο τι κάνατε.
Ε, με ήθελε-
Ήρθαν οι συμπεθέροι λες, πώς γιορτάσατε τον γάμο;
Ο γαμπρός έχει όλους τους συγγενείς του. Η νύφη έχει όλους τους συγγενείς. Λοιπόν, παραμονή του γάμου, καλάνε όλους τους συγγενείς και τρώνε το πρώτο τραπέζι. Η νύφη θα κρατήσει τους συγγενείς, που θα καλέσει να κάνει τραπέζι κι ο γαμπρός τους δικούς του. Θα φάνε, θα πιούνε, θα χορέψουνε με βιολιά, θα γλεντήσουνε κι έρχεται η ώρα που θα πάνε να πάρουνε τη νύφη. Όλοι οι συμπεθέροι του παππού, [00:30:00]οι δικοί του, ήρθανε όλοι και με πήρε. Ήρθανε στο σπίτι μας... Παντρεύτηκα στο σπίτι, με στεφάνωσε ο παπάς στο σπίτι μας με όλους τους συμπεθέρους — δεν χώραγε το σπίτι μου δικούς μου συμπεθέρους και του παππού — κουμπάροι που με στεφανώσανε, ο νουνός μου με τη νουνά μου και ο νουνός του παππού σου με τη νουνά του. Γιατί δεν ήθελε ο νουνός του παππού, του άντρα μου να πούμε, με τη νουνά ήθελε να μας στεφανώσει αυτός. Αμ’ που ήθελε και η νουνά μου! Και η νουνά μου είχε άντρα αξιωματικό, που ήτανε γνωστός με τον παππού! Μανία, «Εγώ τη βάφτισα με τα χεράκια μου -λέει- θα τη στεφανώσω εγώ». Και ήρθανε και οι νουνοί του παππού και οι νουνοί οι δικιά μας και μας στεφανώσανε οι δύο, και ο νουνός του παππού σου και οι νουνοί οι δικοί μας. Και κάναμε το γάμο και με τους νουνούς του και με η νουνά μου. Μας στεφανώσανε και οι δύο, βάλανε ο ένας τα δαχτυλίδια κι ο άλλος τα στέφανα. Ωραία περάσαμε, κάναμε τρεις μέρες γάμο: παραμονή, την ημέρα και την άλλη μέρα.
Και τα προικιά;
Τα προικιά τα παίρνουνε μια βδομάδα πριν το γάμο. Έρχονται οι συμπεθέροι και τα παίρνουνε, του γαμπρού, όχι της νύφης. Έρχονται του γαμπρού και τα παίρνουν και τα πάνε εκεί που θα γίνει ο γάμος και κάνουνε το «γιούκο» απάνω. E, και μετά, όταν φύγαμε, τα πήραμε και πήγαμε στην Αίγινα. Εκεί, μέναμε στην Αίγενα 8 χρόνια. Μετά πήγαμε στον ναύσταθμο. Ήτανε ωραία στην Αίγiνα. Είχα ωραίο σπίτι κάτω στην παραλία, διώροφο. Κι έβλεπα τ’ Αγκίστρι, έβλεπα τα καράβια που μπαινοβγαίνανε όλη την ώρα, τα πευκάκια από κάτω, πολύ. Και γέννησα τα κορίτσια στην Αίγiνα, να πούμε, τα μεγάλωσα. Η Καίτη ήτανε όταν φύγαμε — να, η Μαίρη τα θυμάται — 8 χρόνια ήτανε; Κι έξι η Μαίρη; Εκεί. Είχα το σπίτι δεύτερο από την παραλία, από τα πευκάκια. Κι έβλεπα όλο τ’ Αγκίστρι, όλα τα Διαπόρια, τα καράβια που μπαινοβγαίνανε, δεν ήθελα να φύγω από την Αίγενα. Αλλά, κουραζότανε ο παππούς. Γιατί ήτανε στον ναύσταθμο και ο κακομοίρης ερχότανε κάθε Σαββατοκύριακο. Και έφευγε πότε από Παρασκευή και κουραζότανε. Κι αναγκαστικά πήγαμε και μείναμε στον ναύσταθμο. 8 χρόνια στον ναύσταθμο μέχρι να τελειώσουμε το σπίτι εδώ, μετά ήρθαμε εδώ. Πέρασα τρεις πατρίδες: Αγκίστρι, Αίγινα, ναύσταθμο κι εδώ.
Στον ναύσταθμο σου άρεσε;
Πολύ. Πολύ γιατί ήτανε όλοι βαθμοφόροι. Όλοι βαθμοφόροι. Δεν ήτανε... Κι εδώ κι εκεί κανένας ημερομίσθιος, που έμενε από χρόνια και περάσαμε πολύ ωραία στον ναύσταθμο. Γιατί ήτανε ο παππούς εκεί. Το καράβι του εκεί. Αλλά έκανε πολλά ταξίδια όμως, ο παππούς σου, ήτανε κυβερνήτης. Και οι κυβερνήτες δεν φεύγουνε απ’ το καράβι. Ήταν η ειδικότητά του έτσι, κυβερνήτης. Καλά περάσαμε, Ντόρα μου, δόξα τω Θεώ! Έκανα τα δύο κορίτσια στον ναύσταθμο και φύγαμε, όταν ήτανε σε μεγάλη τάξη. Φύγαμε στο Γυμνάσιο.
Ναι.
Μόλις πήγε η Καίτη στο Γυμνάσιο φύγαμε και είχαμε το σπίτι, το είχαμε φτιάξει τότε το σπίτι εδώ, και ήρθαμε εδώ. Όταν πήγαν τα κορίτσια Γυμνάσιο φύγαμε από τον ναύσταθμο. Ωραία ήτανε στον ναύσταθμο. Ήτανε αυτοκίνητο ειδικό, είχανε βάλει στον ναύσταθμο που έπαιρνε τα παιδιά, τα πήγαινε στο Γυμνάσιο και τα ‘φερνε. Δημοτικό είχαμε εκεί μέσα. Φροντιστήρια ήτανε και κάναν τα παιδιά, σπίτια ήτανε όλοι αξιωματικοί και ήτανε καλοί ανθρώποι όλοι, αξιοπρεπείς. Κάθισα 8 χρόνια στον ναύσταθμο. Μεγαλώσανε τα παιδιά, μόλις πήγανε Γυμνάσιο, φύγαμε. Γιατί είχαμε φτιάξει το σπίτι και λέω: «Γιατί να παιδεύονται τα κορίτσια να έρχονται στον ναύσταθμο; Θα πάω σπίτι μου να μείνω που είναι κοντά». Κι απέ κάθισα αρκετά χρόνια στον ναύσταθμο. Ήτανε ωραία. Ο παππούς έτρωγε και πήγαινε στο καράβι του, ένα βήμα — να από ‘δω μέχρι του Ποινούλα — έτσι θα ήτανε η θάλασσσα από κάτω. Δεν κουραζότανε ο άνθρωπος. Δεν κουραζότανε καθόλου. Μετά ήρθαμε εδώ, τελειώσαμε το σπίτι, μόλις πήγανε τα κορίτσια Γυμνάσιο, ήρθα εδώ. Γιατί είχε λεωφορείο που τα ‘παιρνε τα κορίτσια από το ναύσταθμο στο Γυμνάσιο και το λεωφορείο τους έφερνε και στον ναύσταθμο.
Εδώ πώς ήτανε; Σου άρεσε;
Τους άρεσε, γιατί είχανε... Το παίρνανε το αυτοκίνητο εδώ, στον δρόμο, κατάλαβες; Και δεν κουραζόντουσαν. Ενώ στον ναύσταθμο όταν να ‘τανε ήτανε γκρούμπου-γκρούμπου κάτι παλιοαυτοκίνητα, δεν ήτανε εδώ που παίρνανε το καλό της συγκοινωνίας, κι ερχόντανε στο σπίτι τους αμέσως εδώ, ένα βήμα. Περάσαμε ωραία εδώ. Εδώ ήρθαμε που πήγαινε η Καίτη την πρώτη τάξη Γυμνασίου. Η Μαίρη ήτανε με δύο χρόνια μετά αλλά ήρθαμε εδώ, αφού είχαμε το σπίτι έτοιμο — το κάτω είχαμε έτοιμο, μετά χτίσαμε το απάνω. Και ήρθαμε εδώ. Παιδευότανε λιγάκι ο παππούς, να πούμε, που πήγαινε στον ναύσταθμο, ενώ όταν ήμαστεστον ναύσταθμο ήτανε η δουλειά του από κάτω, το καράβι, από τα σπίτια, δεν κουραζότανε καθόλου. Αλλά πήγαινε με τ’ αυτοκίνητο κι ερχότανε. Είχε αυτοκίνητο ναύσταθμο-Παλούκια.
Δεν μου λες τώρα, στο Αγκίστρι που έζησες, είχατε περάσει και κατοχή.
Ναι!
Πώς ήταν η κατοχή εκεί; Ήρθαν οι Γερμανοί;
Στ’ Αγκίστρι δεν ζύγωσε καθόλου. Ήτανε ήσυχο το μέρος. Ήρθανε κατά πρώτοις στον Πρόεδρο πέρα, και πήρανε — δεν ξέρω τι επήρανε — και μετά ούτε ξαναζυγώσανε. Δεν είχαμε Γερμανούς στο Αγκίστρι. Ήμαστε πολύ καλά, πολύ ήσυχοι. Δεν είχαμε τίποτα. Και καλά περάσαμε, γιατί είχαμε κάνει... Κάθε Οκτώβρη γεμίζαμε τα σπίτια με τρόφιμα στ’ Αγκίστρι, για τον χειμώνα. Κάναμε τ’ αλώνια, το στάρι μας, μαζεύαμε τις ελιές, βάζαμε το λάδι, είχαμε τα μποστάνια, είχαμε συκιές, αμυγδαλιές, ελιές κι είχαμε δέντρα πολλά και περνάγαμε πολύ ωραία. Αμπέλια πολλά, μποστάνια είχαμε, όλα. Όλα, δεν μας έλειπε τίποτα και δεν είδαμε κατοχή καθόλου εμείς στο Αγκίστρι. Γιατί, κάθε Οκτώβρη, επειδή ήτανε χειμώνας, εφοδιάζαμε το σπίτι από αλεύρια, από τρόφιμα, γεμίζαμε κάθε χειμώνα το σπίτι να περνάγαμε το χειμώνα. Και ήτανε Οκτώβρης ο πόλεμος, κηρύχτηκε-
Ναι-
Και είχαμε προλάβει και το ‘χαμε γεμίσει το σπίτι, τρόφιμα. Και δεν καταλάβαμε πείνα καθόλου. Μόνο οι φτωχοί οι κακόμοιροι που δεν μπορούσανε να κάνανε, δεν είχανε λεφτά να γεμίσανε το σπίτι και, κανά δύο θανάτοι, τρεις, εκεί ήτανε. Δεν μπορούσαμε να τους βοηθήσαμε εμείς γιατί είχαμε και γέρους, παππού και γιαγιά στην κατοχή. Αλλά είχαμε γιομίσει την παρασπίτε τρόφιμα. Κάθε χρόνο το κάναμε αυτά. Κάναμε στάρια, δικά μας, λαθούρια δικά μας, κουκιά δικά μας, μπιζέλια, είχαμε τα μποστάνια. Δεν ξέρω, το θυμάσαι, είχες πάει απάνω στο σπίτι;
Δεν έχω μπει μέσα.
Και είχαμε μία παρασπίτε απέναντι και μένανε οι γέροι, ο παππούς και η γιαγιά. Με πάτωμα, με τζάκι. Ε, μετά που πέθανε η γιαγιά κι ο παππούς το είχαμε αποθήκη, το γιομίζαμε τρόφιμα, το δωμάτιο εκεί. Γιατί εμείς είχαμε σπίτι μεγάλο, διώροφο σπίτι. Μεγάλο σπίτι, ωραίο! Ο πατέρας μου ήτανε πολύ μερακλής και είχε το καλύτερο σπίτι στο Μετόχι. Καλά περάσαμε, δεν πεινάσαμε. Γιατί κάθε χειμώνα που πήγαινε Οκτώβρης, όλοι οι ρετσινάδες πουλάγανε το ρετσίνι και γεμίζανε την αποθήκη [00:40:00]τρόφιμα. Γιατί δεν είχαμε εμείς μπακάλικα.
Ναι.
Να ψωνίζαμε, και κάναμε μια ζωή όλοι — όλο το Μετόχι — μια ζωή, τα σπίτια τον χειμώνα τα εφοδιάζανε με τρόφιμα. Είχαμε στάρια δικά μας. Γεμίζαμε μια σειρά με να, κάτι στάρια! Κουκιά δικά μας, λαθούρια δικά μας, στάρια δικά μας, ρεβύθια δικά μας, γεμίζαμε όλο το σπίτι από ‘κεί τρόφιμα. Όχι με τον πόλεμο, από πριν.
Γενικά.
Και μετά τα συνεχίζαμε. Δεν καταλαβαίναμε πείνα καθόλου εμείς.
Ούτε μετά με τους αντάρτες;
Αντάρτες; Δεν είχαμε αντάρτες εμείς. Όχι, δεν πάτησε αντάρτης στο Αγκίστρι. Αντάρτη δεν πάτησε στο Αγκίστρι, αλλού. Ήταν-
Και δεν μου λες, αυτή η Μπέρντελη που μου ‘χες πει τι ήτανε, που είχε έρθει;
Κατάσκοπος.
Τι ήταν αυτή;
Τι ήτανε; Γερμανίδα. Και ήτανε στο χωριό πέρα. Και η θεία η Ποινούλα ήτανε ακριβώς από ‘δω μέχρι εδώ το σπίτι απέναντι ήτανε η κατάσκοπος κι έμενε. Και πήγαινε στη μπα-Ποινούλα κι έπινε καφέ, την είχε φίλη. Κι αυτή ήτανε κατάσκοπος, δεν το ξέρανε ο κόσμος. Και μετά που το μάθανε, τι είναι αυτό; Μετά που το μάθανε, την κάνανε εξορία, τη διώξανε.
Αυτή πώς ήτανε;
Ήτανε σαν άντρας. Δεν ήταν σαν γυναίκα, ψηλή, λεπτή, ούτε στήθος είχε, έβαζε κάτι ψεύτικα, και είχε άγριο πρόσωπο, δεν το είχε καλό το πρόσωπο. Έκανε ό, τι κάνανε οι γυναίκες να πούμε, κοντό μαλλί, βαφότανε, έκανε, αλλά ήταν άγρια πολύ. Ήταν σαν μπαστούνι.
Και πώς το ξέρατε ότι είναι κατάσκοπος;
Το κατάλαβαν. Το κατάλαβαν γιατί έμενε μόνη της σ’ ένα σπίτι και κλεινότανε μόνη της — κρυώνω μωρή, γι’ αυτό — κλεινότανε μόνη της σ’ ένα σπίτι που ήτανε κοντά στη θεία την Ποινούλα, σε μία κάμαρη μόνο. Και κλειδωνότανε και είχε μέσα, να πούμε, όλα αυτά. Και πηγαίνανε κρυφά από το παράθυρο και τη βλέπανε, την νύχτα που είχε φως. Και έξω ήτανε σκοτάδια και δεν έβλεπε. Αυτή έβλεπε το φως μέσα και δεν έβλεπε τι γινόταν έξω που την κατασκοπεύανε. Και την πήρανε είδηση και τη διώξανε. Τη διώξανε μετά γιατί ήτανε κατάσκοπος.
Δεν μου λες-
Σαν την μπέρντελη ήτανε πω, πω πώς ήτανε! Μα άντρας θα ήτανε! Γιατί ξυριζότανε. Άσκημη! Πω! Ψηλή και αδύνατη. Μάλλον άντρας. Τι ήτανε, μωρ’ τι γράφει; Για μένα;
Όχι. Και να σου πω κάτι, έμαθα είχατε και λέπρα στο Αγκίστρι;
Ήτανε. Χρόνια όμως, όχι τώρα σ’ εμάς. Ήτανε πολλά χρόνια, ήτανε οι [...] και τους είχανε πάρει στο νοσοκομείο. Τους πήρανε, δεν τους αφήσανε στ’ Αγκίστρι, γιατί φοβόντουσαν. Και η οικογένειά τους δεν είχανε πάθει τίποτα, αλλά ερχότανε γιατρός και τους εξέταζε κάθε χρόνια. Τους έπαιρνε αυτό, απ’ τη γλώσσα, απ’ όλα και κάνανε εξετάσεις. Να βλέπανε μήπως είχε μολυνθεί κανένας. Δεν είχε μολυνθεί κανένας. Αυτοί που είχανε μολυνθεί, τους μαζέψανε. Ήτανε τρεις-τέσσερι. Ήτανε... Και τους μαζέψανε και ούτε το είδανε τ’ Αγκίστρι πάλι. Δεν τους αφήσανε να ‘ρθουν. Μετά εξετάζανε τις οικογένειες, μήπως είχανε πάθει, αλλά δεν είχε πάθει κανένας απ’ την οικογένεια. Γιατί αυτοί που το είχανε, είχανε καταλάβει και προσέχανε τα παιδιά τους. Τους προσέχανε να μην κολλήσουνε. Αλλά μετά παραγίνανε και τους γνώρισε ο κόσμος και πήγανε κι αναφέρανε και τους μαζέψανε. Ήτανε δύο-τρεις. Και τους πήρανε μέσα, ούτε ξαναείδανε τ’ Αγκίστρι. Εκεί ψοφήσανε, στο λουβοκομείο.
Εσύ θυμάσαι να έχεις δει κανέναν; Είχες δει κανέναν, θυμάσαι να έχεις δει ανθρώπους;
Ναι, ναι, ναι! Είχανε κάτι χέρια χάλια και κρυβόντουσαν. Όλο τα κρύβανε από... Οι γυναίκες από κάτω απ’ την ποδιά και οι άντρες στου τσέπες εδώ. Δύο-τρεις ήτανε οικογένειες και τους μαζέψανε όλους. Δεν θα αφήσανε ούτε έναν. Και πήρανε και τα παιδιά τους και τους εξετάσανε στο νοσοκομείο και δεν είχανε πάθει τίποτα. Και τους αφήσανε ελεύθερους. Και μένανε τα κακόμοιρα, που τους πήραν τους γονιούς, με τους παππούδες και με τις γιαγιάδες μένανε. Οι γονείς, τους πήρανε. Τι να κάνανε; Φοβόντουσαν ο κόσμος μη μολυνθούνε άλλοι. Αλλά τα παιδιά τα πήρανε μέσα, τα εξετάσανε όλα και δεν είχανε πάρει. Και τ’ αφήσανε μετά στον παππού και στη γιαγιά. Και φύγανε οι καημένες γυναίκες... Οι άντρες τους δεν είχανε πάθει τίποτα και μένανε με τα παιδιά και με τη παππού και με το γιαγιά, μαζί. Και αυτοί που είχανε μολυνθεί, τις πήρανε μέσα και δεν ξαναβγήκανε, δεν τις αφήνανε να βγούνε. Γιατί είχανε φόβο οι υπόλοιποι. Ήτανε δύο-τρεις οικογένειες. Και τους είχανε απομονώσει, δεν περνάγανε… Ούτε απ’ τα σπίτια τους δεν περνάγαμε εμείς, φοβόμαστε. Τι να κάνανε; Το θέλανε αυτοί; Αλλά τους χαλάσαν τα χέρια κι εκεί τους γνωρίσανε οι ντόπιοι και καταλάβανε ότι οι ανθρώποι είχανε αυτή... Και πήρανε μέσα τηλέφωνο και ήρθανε και τους πήρανε. Και πράματι είχανε αυτήν την αρρώστια. Αλλά εμείς ήμαστε μακριά από αυτούς και δεν είχαμε επαφές καθόλου.
Αυτοί ήτανε σε άλλο χωριό;
Ω, γιομάτο ήτανε στο άλλο, πιο πολλοί.
Πόσα χωριά είχε το Αγκίστρι;
Τρία. Λιμενάρια, τους Μύλους και το Μετόχι. Τρία χωριά. Τους Μύλους ήτανε μεγάλο χωριό. Είναι και μέχρι τώρα μεγάλο. Αλλά ήτανε, κι απ’ τα Λιμενάρια βρήκανε κι απ’ το χωριό πέρα κι απ’ το Μετόχι μία οικογένεια, μία — μία μόνο. Είχε αρρωστήσει η κόρη εκεινού που κόλλησε ήτανε έγκυος. Και πήγε και γέννησε κι εκεί της φανερώθηκε. Κατάλαβαν ότι ήταν άρρωστη η γυναίκα και δεν την ξαναστείλανε στ’ Αγκίστρι, στην οικογένεια, παρά την κρατήσανε μέσα και μαζέψανε όλη την οικογένεια και την πήγανε σ’ αυτή του... Πώς το λένε; Που κάνουν εξετάσεις γι’ αυτή την αρρώστια και δεν είχανε πάθει τα παιδιά τίποτα. Κι ευτυχώς τους αφήσανε και τα μεγάλωσε ο παππούς και η γιαγιά. Και τους πήρανε μέσα τους γονείς.
Κρίμα.
Και δεν ξαναμολύνθηκε άλλη οικογένεια. Αυτή μόνο! Και φοβόμαστε να περάσουμε κι απ’ τα σπίτια, περνάγαμε μακριά. Δεν ξέραμε. Και δεν μας αφήνανε οι γονείς μας να πήαινα. Και τα κακόμοιρα, είχε και κανά δυο-τρία παιδιά, τα πήρανε κι αυτά μέσα.
Άμα είχαν κολλήσει...
Και πήρανε και τον άντρα της αλλά ο άντρας της δεν είχε πάθει τίποτα. Τα παιδιά τα κρατήσανε μέσα, τους κάνανε θεραπεία.
Και δεν μου λες, αυτά τα τρία χωριά, που λες, ξέρεις πώς είχανε φτιαχτεί; Εσείς στο Μετόχι από πού ήρθατε;
Μετοχιάρηδες από ανέκαθεν.
Από πού ήτανε οι Μετοχιάρηδες;
Δεν υπήρχε «από πού ήτανε», ξέρανε ότι ήτανε Μετοχιάρηδες από πάππου προς πάπππου.
Ποιος ήταν ο πρώτος που ήρθε;
Δεν υπήρχε ο πρώτος, τώρα Μαίρη μου, είχανε περάσει πολλά χρόνια. Για να γίνει το Μετόχι χωριό, ήτανε πολύ λίγα σπίτια. Ε και, μετά τους ανακαλύψανε και τον πήρανε μέσα αυτόνε με τα παιδιά του μαζί.
Άλλο αυτό, εγώ σου λέω πώς έγινε το χωριό τώρα.
Καλά, όπως ήτανε, μέχρι μετά.
Στο χωριό ποιος ήτανε ο πρώτος που ήρθε;
Ο πρώτος;
Ναι, ο πρώτος κάτοικος.
Ένας Μητροπάνας. Ένας Μητροπάνας, ήτανε... Αχ! Ξέχασα το μέρος, από τη στεριά. Και είχανε γίνει καταστροφές και είχανε σκροπιστεί ο κόσμος. Το Αγκίστρι ήτανε με πεύκα έρημο, ερημιά και πήγανε — που τους διώξανε από τα μέρη τους — και πήγανε και μείνανε στ’ Αγκίστρι.
Θυμάσαι από πού είχαν έρθει;
Είχαν έρθει, λέει, από χωριά μακρινά, από πολύ μακρινά χωριά. [00:50:00]Και το Μετόχι και το χωριό και τα Λιμενάρια ήταν Αρβανίτες που πήγανε, δεν ξέρανε... Ξέραν αρβανίτικα. Και έτσι και τα Λιμενάρια και το χωριό και το Μετόχι ήταν Αρβανίτες. Γιατί κατοικηθήκανε πρώτα Αρβανίτες, παμπάλαια. Και μετά συνεχίζαν τ’ αρβανίτικα.
Εσείς μιλάγατε αρβανίτικα;
Μικρά όχι, ελληνικά.
Γιατί;
Ε μη, οι γονείς μας δεν θέλανε. Ντόρα μου, θα ήτανε 50 γενεές για να γίνουμε εμείς. Παμπάλαια είχανε πάει. Στ’ Αγκίστρι, ήταν-
Εσύ δεν έμαθες αρβανίτικα δηλαδή;
Αμή! Όλα τα ήξερα, αφού τα μίλαγε ο παππούς και η γιαγιά!
Πότε άρχισες να μιλάς;
Εγώ; Τα αρβανίτικα; Τα έμαθα απ’ τη γιαγιά κι απ’ τον παππού.
Κι όταν ήσουνα μικρή, γιατί δεν μίλαγες;
Πώς θα μίλαγα; Ελληνικά μιλάγαμε. Δεν μας αφήνανε οι γονείς μας να μιλάμε αρβανίτικα.
Γιατί δεν σας αφήνανε;
Τα ξέραμε, αλλά δεν τα μιλάγαμε. Πηγαίναμε σχολείο, θα μιλάγαμε αρβανίτικα; Όχι. Οι γονείς μας μάς μιλάγανε ελληνικά. Όπως ήντουσαν — που ήτανε παλιοί — με τους παππούδες και τις γιαγιάδες, μιλάγανε αρβανίτικα. Εμάς τα παιδιά μάς μιλάγανε ελληνικά. Αλλά τα ξέραμε και τ’ αρβανίτικα γιατί τ’ ακούγαμε από τους γέρους, παππού και γιαγιά. Αλλά δεν μιλάγαμε αρβανίτικα, όχι. Μιλάγαμε ελληνικά. Γιατί πηγαίναμε σχολείο, θα μας... Δεν θα μας το επιτρέπανε να μιλάγαμε αρβανίτικα. Εγώ τά ‘λεγα και στραβά τ’ αρβανίτικα, μετά τα ‘μαθα. Από μικρή, μου λέγανε συνέχεια ελληνικά, από μικρή, εμένανε. Και δεν τα ήξερα καλά τα αρβανίτικα και τά ‘λεγα στραβά. Αλλά μετά τά ‘μαθα νεράκι με τη γιαγιά- παππού.
Κανένα τραγούδι λέγατε στ’ αρβανίτικα;
Δεν θυμάμαι. Όχι, δεν λέγανε τραγούδια αρβανίτικα. Ελληνικά τα λέγανε, είχανε γραμμόφωνα, όλα τα σπίτια. Κι ακούγανε τραγούδια από εκεί. Αλλά ήτανε ο κόσμος πιο λίγος και πιο αγαπημένοι. Και κάνανε γιορτές, χορεύανε, σπίτι με σπίτι. Κάνανε επισκέπτες, μαζεύανε στις αυλές, μαζεύανε τις καλές μέρες, τρώγανε μαζί, χορεύανε, γλεντάγανε, κάνανε. Μετά σιγά-σιγά ο κόσμος έπεφτε προς τη — πώς τη λένε— στα πολιτικά, στα — πώς το λένε — στα ελληνικά. Δεν μιλάγανε μετά αρβανίτικα τα μικρά. Τα χρόνια τους οι γιαγιάδες κι οι παππούδες μιλάγανε αρβανίτικα. Μετά δεν μας μιλάγανε εμάς αρβανίτικα και δεν τα ξέραμε. Μιλάγαμε ελληνικά αλλά μετά τα μάθαμε τα αρβανίτικα, γιατί τα λέγανε οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Και τα μάθαμε κι εμείς. Αλλά δεν μας μιλάγανε αρβανίτικα, όχι, ελληνικά. Στο σχολείο πηγαίναμε, θα λέγαμε αρβανίτικα; Όχι.
Και μου είπες ότι είχατε γραμμόφωνο και διασκεδάζατε…
Είχαμε γραμμόφωνα, όλα τα σπίτια είχανε το γραμμόφωνό τους και γλεντάγαμε. Γλεντάγαμε από μικρά παιδιά, χορεύαμε ουουου... Είχαμε γραμμόφωνο, βάζαμε πλάκες και χορεύαμε.
Πώς διασκέδαζε ο κόσμος τότε; Πώς διασκεδάζατε;
Στις γιορτές. Όταν είχες εσύ γιορτή, θα ερχότανε όλο το Μετόχι να σου κάνει επίσκεψη. Κι εκεί, πίνανε κρασί, τρώγανε μεζέδες, αρχινάγανε μετά το γλέντι. Είχανε γραμμόφωνα όλα τα σπίτια και βάζανε τα γραμμόφωνα και χορεύανε. Άμα γιόρταζες εσύ, θα ‘ρχότανε το Μετόχι όλο να σου κάνει επίσκεψη και μετά μεθάγανε, κάνανε και γλεντάγανε. Αυτό κάνανε. Γλεντάγανε όπως ήντουσαν όλο το χωριό. Το καλοκαίρι βγαίνανε έξω στις αυλές. Τον χειμώνα μέσα. Ωραία ήτανε παλιά, μετά ‘ξευγενίστηκε ο κόσμος και κοιτάγανε την... Πιο μοντερνισμό. Τα παιδιά πήγαιναν Γυμνάσιο μετά, κάνανε, πρώτα δεν ξέρανε Γυμνάσια. Πήγαιναν στην Αίγινα στο Γυμνάσιο σκεδόν όλα τα παιδιά. Τα αγόρια, όχι τα κορίτσια. Δεν τα στέλνανε, φοβόντουσαν. Σου λέει: «Να τη στείλουμε να πιάσει γκόμενο;».
Αμάν!
Έτσι λέγανε, «και να μας φύγει;». Αλλά τ’ αγόρια πήγαιναν όλα. Κι ο παππούς σου ο Μιχάλης πήγαινε στον θείο του στην Αθήνα, στο Γυμνάσιο. Ο αδερφός της γιαγιάς της Μιχαήλαινας έμενε στην Αθήνα, είχε παντρευτεί, είχε πάρει Αθηναία κι έμενε στην Αθήνα, κι ο παππούς σου ο Μιχάλης έβγαλε το Γυμνάσιο στην Αθήνα. Και δεν τα ήξερε τα αρβανίτικα και τον κοροϊδεύαμε εμείς. Τα ‘λεγε στραβά, γιατί είχε πάει από μικρός στην Αθήνα. Κι ερχόταν το καλοκαίρι στ’ Αγκίστρι, στους γονείς, και τα ‘λεγε στραβά. Και γελάγαμε που τα ‘λεγε στραβά. Έβγαλε μέχρι το Γυμνάσιο στην Αθήνα, στους θείους του. Μετά πήγε στο Ναυτικό κι αφού πήγε στο Ναυτικό, ερχότανε στους γονείς στ’ Αγκίστρι. Μετά, με γνώρισε εμένανε, που πηγαίναμε μαζί σχολείο από μικροί και με θυμότανε. Και ήρθε και με ζήτησε. Ήμαστε φίλοι από μικροί.
Ερωτευτήκατε!
Ήμαστε φίλοι στο Δημοτικό.
Να σου πω κάτι άλλο, μου είχες πει ότι το Μετόχι παλιά ήτανε πιο κάτω χτισμένο-
Έτσι ήτανε-
Δεν ήτανε ψηλά.
Εγώ δεν το γνώρισα, έτσι λέγανε.
Γιατί, τι έγινε; Γιατί άλλαξε μέρος; Τι έγινε;
Ε άλλαξε γιατί ήτανε πειραταί και τους κυνηγάγανε. Και πήγανε στο βουνό και γι’ αυτό ήτανε βουνό το Μετόχι, είχε πεύκα. Και πήγανε και χτίσανε τα αυτά, να κρυφτούνε στο βουνό. Γιατί τους κυνηγάγανε κατόπι πειραταί. Κι έτσι γλιτώσανε, πήγανε στο βουνό και μείνανε. Σιγά- σιγά, κόπηκαν τα πεύκα όλα κι έμεινε το χωριό. Ήτανε δάσος το Μετόχι. Και πήγανε και κρυφτήκανε. Κάνανε — ποιος ξέρει τι κάνανε — σπιτάκια εκείθε, μένανε, μέχρι που ‘ξαλειφτήκανε οι αυτοί και μετά πήγανε. Αμ’ τι; Είχανε, φόβους και τρόμους, πειρατές. Είχανε τραβήξει βάσανα, πολλά. Στο Μετόχι, χρόνια οι άντρες φοράγανε φουστανέλες! Δεν φοράγανε παντελόνια. Εγώ τον παππού μου τον γνώρισα με φουστανέλες. Και η γιαγιά μου φόραγε φούστες φαρδιές και μπόρκες μέχρι εδώ. Μαντήλι, ποδιά και οι μπόρκες ήτανε μέχρι εδώ, δεν ήταν όπως… Απάνω. Τη γνώρισα τη γιαγιά μου. Ήτανε παλιά η γιαγιά μου, πολύ παλιά. Ήτανε ο παππούς μου, ο πατέρας μου ο τελευταίος γιος της, σκέψου πόσο γριά θα ήτανε. Και κάνανε πολλά παιδιά, κατάλαβες; Κι ο πατέρας μου ήτανε ο τελευταίος απ’ όλα τα παιδιά. Και είχε εξαλειφτεί ο κόσμος τότε.
Η μάνα μου είχε έναν παππού που ήτανε... Δηλαδή ό, τι θέλανε, πηγαίνανε και συμβουλευόντουσαν τον παππού της μάνας μου. Αυτός είχε κάνει φρουρός στις φυλακές του Αβέρωφ, που είναι στο Ναύπλιο. Είχε κάνει φρουρός, γιατί ήτανε 2 μέτρα παρά 3 πόντους. Και τον πήρανε, τους ψηλούς τους πηγαίνανε εκεί. Και είχε μάθει πολλά, εξηγούσε όνειρα, όλα, ήτανε... Το είχανε, να πούμε, τους συμβούλευε όλο το χωριό. Ο προπάππους μου. Και ήτανε ψηλός! Το είχανε δίπλα το κακομοίρη που μετά έπεσε, πήγε 100 χρόνια... 98, ξέρω ‘γω πόσο πήγε και είχε κάτι πατούσες, τόσες μεγάλες! Ψηλός; 2 μέτρα! Και τον βγάζανε τον κακομοίρη έξω στον ήλιο, γιατί ήτανε διώροφο το σπίτι απάνω και είχε ταράτσα, μπαλκόνι. Και τον βγάζανε εκεί και τον βάζανε σε μια πολυθρόνα και καθόταν έτσι και του πήγαινε η μούρη κάτω. Γέρασε πολύ, πήγε κοντά 98 χρονών. Γέρασε πολύ.[01:00:00]
Το σόι της μάνας σου από πού ήτανε;
Της μαμάς μου; Αγκιστρώτες, παμπάλαια. Αυτός ο παππούς μου ο γέρος πέθανε 97 χρονών. Και ήτανε ο αρχηγός, πώς το λένε; Ο μεγαλύτερος στο Μετόχι. Ο μεγαλύτερος που ζούσε. Άλλοι είχανε φύγει πιο νέοι. Ο παππούς του πατέρα μου πήγε 88, 88 χρονών. Ο παππούς της μάνας μου πήγε 99! Παρά ένα χρόνο 100. Και ήτανε ψηλός, 2 μέτρα, 1 και 90! Και είχε κάτι πατούσες τόσες! Και τού ‘χανε μια πολυθρόνα στον ήλιο και καθότανε, «Μα, καλέ ο παππούς γιατί έχει μεγάλα πόδια;», «Γιατί έτρωγε πολύ, όχι εσύ που δεν τρως καθόλου», μου ‘λεγε εμένα, «δεν θα μεγαλώσεις!». Ο παππούς έτρωγε, έτρωγε, είχε κάτι πατούσες, τόσα! Κάτι χέρια, τόσα μεγάλα! Ένα κεφάλι τόσο! Και του ‘χαν μια πολυθρόνα και είχε καμπουριάσει ο κακομοίρης έτσι. Καθότανε καμπούρης. Πήγε 98 χρόνια!
Ποιος ήτανε που είχε πάει στη φυλακή;
Ε, ήτανε νέος.
Αυτός, ο παππούς;
Ναι!
Τι είχε γίνει;
Τι είχε γίνει; Αυτοί ήτανε δύο αδέρφια οι […] και ήτανε κι ο προπάππους μας παρέα μ’ αυτούς ήτανε, με τους δύο που μαλώσανε. Και σκότωσε ο ένας τον άλλονε κι ενοχοποιήθηκε κι ο προπάππους μας και τον βάλανε φυλακή. Αλλά δεν έζησε πολύ στη φυλακή, έκανε 6 μήνες γιατί ήτανε αθώος αυτός. Αυτός ήτανε παρέα με τους άλλους που σκοτώσανε τον αδερφό τους. Ήτανε κακοί ανθρώποι. Και είχανε μαλώσει από τα κόμματα και ήτανε με τον προπάππου μου στο Παλιοστάνι και συζητάγανε. Και βρήκανε ευκαιρία τ’ αδέρφια του και φύγανε και τον σκοτώσανε, γιατί ήτανε με το άλλο κόμμα. Κι ενοχοποιήσανε και τον παππού μου τον κακομοίρη που ήτανε παρέα. Αλλά δεν κάθισε στη φυλακή ο παππούς. Ήτανε θυρωρός 6 μήνες μόνο στις φυλακές του Αβέρωφ. Και τον βγάλανε, γιατί ήταν αθώος. Ναι, και μας έλεγε όλες τις ιστορίες, ήτανε... Έζησε 97 χρόνια ο παππούς μου.
Θυμάσαι καμιά ιστορία να μου πεις απ’ το Αγκίστρι που λέγατε;
Ε, πού να θυμηθώ; Τι ιστορίες λέγανε; Όλοι οι γέροι μαζευόντουσαν μαζί και λέγανε τα δικά τους.
Για φαντάσματα δεν λέγανε και νεράιδες;
Ναι λέγανε-
Θυμάσαι να μου πεις-
Και φοβόμαστε εμείς και παίρναμε δρόμο!
Θυμάσαι καμιά τέτοια;
Όχι, φεύγαμε, φοβόμασταν και παίρναμε δρόμο! Πού να καθίσουμε; Μόλις αρχινάγανε και λέγανε για νεράιδες, φουουου! Λούης εμείς! Φοβόμαστε. Λέγανε, ψεύτικα ήταν αυτά που λέγανε. Ότι βγαίνανε νεράιδες στο βουνό, ότι γενόντουσαν ανθρώποι και πηγαίναν, λέει, και γελάγαν τους ανθρώπους και τους πηγαίναν στο βουνό, λέγανε κάτι τέτοια.
Ποιος ήτανε που τού ‘χανε πάρει τη μιλιά;
Τη μιλιά είχανε πάρει;
Ναι, που πήγε να χτυπήσει πεύκα-
Ο Κοτσιμπίσκους!
Τι έπαθε αυτός;
Ο Κοτσιμπίσκους χτύπαγε πεύκα σ’ ένα μέρος που ήτανε προς τα Μέθενα, στη Μακρυπούντα, ερημιά... Και ο κακομοίρης πήγε με το φεγγάρι, δεν κατάλαβε ότι ήτανε νύχτα, είχε φεγγάρι και πήγε και μετά χάθηκε το φεγγάρι κι έγινε σκοτάδι. Και δεν έβλεπε τον δρόμο να έφευγε να πήγαινε στο χωριό, δεν υπήρχε... Και έμεινε σε μια ερημιά, σ’ ένα ποτάμι και τον πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκε. Κι εκεί που κοιμήθηκε, άκουσε ομιλία και φασαρία. Και πέρασαν δίπλα του και του δίναν ένα χαστούκι στο στόμα κι έχασε την ομιλία του! Δεν μπορούσε να μιλήσει. Και επειδή νύχτωσε και δεν πήγε στο χωριό, έχασε τον δρόμο, τον ψάχνανε οι δικοί του. Και πήγανε και τον βρήκαν αναίσθητο στο ποτάμι που τον είχανε χτυπήσει τα τελώνια και δεν μπορούσε να μιλήσει. Και τον πήρανε και τον πήγανε στην Αίγινα σε κάτι γυναίκες, που ξέραν τα ξόρκια και δεν την βρήκε την ομιλία. Μίλαγε ψευδά. Τον κακομοίρη... Και έλεγε τι έπαθε. Εκεί που κοιμότανε ο κακομοίρης, γιατί δεν έβλεπε τον δρόμο να πάει στο χωριό, κι έπεσε στο βουνό και κοιμήθηκε σ’ ένα ποτάμι που είναι προς τα Μέθενα. Τι να ‘κανε; Πού να πήγαινε; Και τη νύχτα που κοιμότανε, άκουσε μεγάλη φασαρία και γκρεμούς. Και πέσανε δίπλα και του δώσανε ένα χαστούκι στο στόμα και του πήρανε την ομιλία. Αφού δεν πήγε την άλλη μέρα στο χωριό, βγήκανε ο κόσμος και ψάχνανε όλο το βουνό. Και τον βρήκανε σ’ ένα ποτάμι. Και δεν είχε στόμα να μιλήσει, δεν μπορούσε, είχε χάσει την ομιλία. Και τον πήγανε στην Αίγινα, τον κοιτάγανε μάγισσες, ξέρω ‘γω τι τον κοιτάγανε... Ε μετά αρχίναγε και έλεγε. Αισθανότανε κι έκανε — τα έλεγε — με νοήματα, τι είδε και τι έπαθε.
Και το άλλο που μου είχες πει με τη λεχώνα;
Ποια λεχώνα;
Που είχε γεννήσει και της μπήκε ένας σκύλος μέσα στο σπίτι;
Α ναι…
Θα μου πεις αυτήν την ιστορία;
Ήτανε λεχώνα και τις λεχώνες τις βάζουνε φυλαχτά. Εκεινής της κακομοίρας δεν της βάλανε φυλαχτά, δεν το καταλάβανε. Ήτανε λεχώνα με το μωρό δίπλα και το βράδυ που κοιμότανε, πάει ένας σκύλος και μόλις είδε τον σκύλο, της έφυγε η ομιλία. Δεν ήξερε να πει τίποτα. Πήγανε και είδανε, και έκανε «μαμαμαμαμαμα». «Βρε, τι έχεις;», δεν μπορούσε να πει, δεν ήξερε. Και την πήρανε, την πήγανε σε μάγισσες στην Αίγινα, την πήγανε σε γιατρούς, σε χίλια δύο. Της ήρθε λιγάκι η ομιλία ψευδά και είπε τι έπαθε. Μετά είπε τι έπαθε και την κοιτάγανε μετά όλα με ξόρκια, με τέτοια. Δεν μίλησε μετά πάλι. Της έφυγε η ομιλία. Αλλά, ό, τι καταλάβανε, ήτανε στο βουνό. Και νύχτωσε και δεν έβλεπε τον δρόμο να πάει στο χωριό.
Ο Κοτσιμπίσκος.
Ο Κοτσιμπίσκους. Και ξάπλωσε ο κακομοίρης στο ρέμα και κοιμήθηκε. Κι εκεί που κοιμήθηκε, άκουσε μία φασαρία και του δώσανε ένα χαστούκι στο στόμα κι έχασε την ομιλία του. Τονε χάσανε οι ανθρώποι από το χωριό και ψάχνανε να τον βρούνε. Δεν είχε ομιλία να φωνάξει πού ήτανε. Παρά ήταν ο κακομοίρης μέσα στο ποτάμι εκεί, σε μια μεριά του ποταμιού. Ψάξανε, ψάξανε, ψάξανε, τόνε βρήκανε, ομιλία καθόλου. Τον πήγανε σε κάτι γυναίκες που βγάλανε μάγια στην Αίγινα. Τον πήρανε στην Αίγινα. Τρόμαξε ψευδά-ψευδά μετά, όχι καθαρά, να πει τι έπαθε. Μετά το είχανε όλο σε γυναίκες, σε εκκλησίες, του κάνανε τρισάγια, του κάνανε... Μίλαγε ψευδά μετά.
Εσύ αυτόν τον είχες γνωρίσει;
Ο αδελφός του παππού μου ήτανε!
Α, ναι;
Ναι. Αυτός χτύπαγε τα πεύκα-
Και την πάτησε-
Και ήτανε προς τα Μέθενα σ’ ένα ποτάμι-
Ναι, ναι…
Και δεν το κατάλαβε ότι νύχτωσε-
Ναι.
Κι αφού νύχτωσε, έχασε τον δρόμο να φύγει.
Ναι. Δεν μου λες, καμιά άλλη ιστορία τέτοια ξέρεις;
Όχι...
Δεν θυμάσαι…
Κι έχασε τον δρόμο-
Τον έχασε, ναι, ναι-
Ο άνθρωπος, γιατί νύχτωσε κι έπεσε και κοιμήθηκε στο ποτάμι. Στο ποτάμι που κοιμήθηκε, εκεί που κοιμότανε έφαε ένα χαστούκι στο στόμα, μπαμ! Και άκουσε φασαρία, λόγια, αλλά δεν τα ‘παιρνε τα λόγια τι λέγανε. Και πήγανε, τον βρήκανε αναίσθητο τον άνθρωπο, ψάξανε που δεν πήγε την άλλη μέρα, τον βρήκαν αναίσθητο και δεν μπορούσε να μιλήσει, να πει.
Και μετά τον πήγανε στις-
Στην Αίγινα-
-μάγισσες και τα λοιπά-
Ναι, σε κάτι γυναίκες και με νοήματα κατάλαβαν τι είχε πάθει.
Ναι, γιαγιά.
Και μέχρι που γέρασε, μίλαγε ψευδά. Ήταν αδελφός του παππού μου.
Εντάξει, γιαγιά μου, σ’ ευχαριστώ πολύ!
Να είσαι καλά, κι εγώ να είμαι στα φρένα μου να σου λέω κι ακόμα πιο πολλά.
Θα έρθω να τα ξαναπούμε.
Ναι-
Γεια-
Θα σου λέω ακόμα πιο πολλά, για θα τα θυμάμαι. Τώρα σου είπα ό, τι θυμήθηκα τώρα.
Πολύ ωραία μου τα είπες.
Αλλά, όταν κοιμάμαι και μου φεύγει ο ύπνος, θυμάμαι όλα τα παλιά. Όλα που ήμουνα ακόμα μικρό κορίτσι. Τα θυμάμαι όλα, μου[01:10:00] ‘ρχονται στο μυαλό και ξημερώνω έτσι. Γιατί μ’ αρέσει που τα θυμάμαι, μ’ αρέσει. Του μικρού παιδιού που ήμουνα, που έπαιζα, που είχα παιχνίδια, θυμάμαι όλο τέτοια.
Εντάξει, γιαγιάκα. Σ’ ευχαριστώ!
Και ήμουνα άνθρωπος που τα θυμόμουνα και τα ‘λεγα, ευχαριστιόμουνα. Άλλες, μηδέν δε δίνανε. Εγώ τα είχα στο μυαλό και τα έλεγα. Άλλες δεν τους ένοιαζε τίποτα, ούτε ξέρανε τίποτα ούτε λέγανε τίποτα.
Όταν τα θυμηθείς, θα ξαναέρθω.
Θα θυμηθώ πιο πολλά.
Και θα έρθω. Εντάξει.