© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Η μάχη του Αγίου Βασίλειου το 1949

Istorima Code
10530
Story URL
Speaker
Σταύρος Μαρτσούκος (Σ.Μ.)
Interview Date
20/03/2021
Researcher
Μαρία Καττή (Μ.Κ.)
Μ.Κ.:

[00:00:00]Ονομάζεστε;

Σ.Μ.:

Μαρτσούκος Σταύρος.

Μ.Κ.:

Είμαι η Καττή Μαρία, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, βρισκόμαστε στον Άγιο Βασίλη και είναι 21 Μαρτίου.

Σ.Μ.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε.

Σ.Μ.:

Ναι. Ο Άγιος Βασίλης ήτανε δημοκρατικό χωριό από πολύ παλιά. Να σας πω μία ιστορία. Το 1924 ήρθε ο Δεσπότης από το Λεωνίδιο, έκανε περιοδεία στα χωριά και ερχόταν τότες με τα μουλάρια. Λοιπόν… Και εβγήκανε οι γυναίκες και πήγανε 1,5 χιλιόμετρο μακριά που ερχότανε ο Δεσπότης και με τα γόνατα τον ακολουθούσαν μέχρι το χωριό. Μάτωσαν τα γόνατά τους και τα λοιπά. Λοιπόν, όταν ήρθε στην πλατεία και πήγε να μιλήσει στο χωριό είχαμε πολλούς φοιτητές. Τον αρχίσανε οι φοιτητές και του λέγανε: «Είναι κατάσταση αυτή; Να είσαι στο μουλάρι και να έρθουν με τα αίματα οι γυναίκες;» και τα λοιπά. Τσαντίστηκε ο Δεσπότης και σηκώθηκε και έφυγε. Θέλω να το αναφέρω αυτό ως ένδειξη πόσο δημοκρατικό χωριό ήταν τότες να πούμε. Λοιπόν, εγώ έχω γεννηθεί το ‘43. Θυμάμαι ορισμένα, λίγα πράγματα, όχι πολλά. Θυμάμαι όμως αυτά που μου ‘χουν μείνει στη μνήμη όταν ήμουν μικρός. Θυμάμαι τη μάχη το ’49. Εκοιμόμουνα στον παππού μου και στη γιαγιά μου. Και εχτύπησε… Άρχισαν οι πυροβολισμοί και γινότανε χαμός. Και έπεσε στο σπίτι ένας όλμος. Και βγήκε ο παππούς και μας πήρε κι εμάς από τα χέρια και όπως βγαίναμε για να πάμε στο άλλο σπίτι που είχε καμάρα, να χτυπάνε οι σφαίρες δίπλα μας. Λοιπόν… Εμπήκαμε μέσα, να πούμε, δε μας χτύπησαν ευτυχώς και μπήκαμε μέσα. Θυμάμαι που ήρθε μία αντάρτισσα και χτύπαγε την πόρτα και έλεγε: «Βοήθεια, ανοίχτε σας παρακαλώ». Αλλά ποιος μπορούσε να της ανοίξει; Φοβόντουσαν γιατί μετά οι λοκατζήδες θα μας ‘καίγαν το σπίτι. Δεν μπορούσαμε. Και αυτή έφυγε, δεν ξέρουμε τι έγινε. Την άλλη μέρα το πρωί, σηκώθηκα εγώ, με πήρε ο παππούς και η γιαγιά και πήγαμε στην πλατεία. Είχαν έρθει οι λοκατζήδες, τα Τάγματα Ασφαλείας και πανηγυρίζανε. Ο ένας πάνω στον άλλον και ρίχνανε τουφεκιές στον αέρα και τα λοιπά. Θυμάμαι είχαν πυροβολήσει ένα σκυλί και το είχαν έτσι, ένα γάμμα έτσι, και να είναι τα άντερα έξω και να το βλέπουμε το σκυλί να πούμε, μικρό παιδάκι 6 χρονών. Και επήγα προς το σπίτι που ήταν οι γονείς μου και έβλεπα τους νεκρούς που τους είχαν μαζέψει και τους είχαν βάλει στα σπίτια μέσα, να πούμε, έτσι ανοιχτά και ήταν στη σειρά οι νεκροί. Λοιπόν επήγα στο σπίτι και περνούσαν ο στρατός και έκανε έλεγχο. Στο σπίτι μου έμενε μία διμοιρία αντάρτες και είχαν αφήσει όλα τα όπλα, όλμους, τα πάντα, επάνω. Λοιπόν, έρχεται ένας στρατιώτης και λέει: «Τι γίνεται εδώ;». Λέει αυτό και αυτό. «Ήταν οι αντάρτες και φύγανε και τα αφήσανε αυτά». Λέει της μάνας μου: «Θα κάτσεις έξω και θα λες "περάσανε, περάσανε"». Και ευτυχώς δεν μπήκε κανένας άλλος μέσα, και δεν μας… Λοιπόν, μετά την άλλη μέρα έπιασε χιόνι και τους νεκρούς τους πολλούς τους είχε θάψει το χιόνι και πηγαίνανε τα σκυλιά και τους ξεθάβανε. Τους ξέθαψε… Πήγε ο κόσμος όμως και τους πήρε και ήρθαν οι αντάρτες και ανοίξανε ένα μεγάλο μνήμα στο νεκροταφείο και τους βάλανε σε ομαδικό τάφο. Ήταν 84; 85; Κάπου τόσο, δεν θυμάμαι ακριβώς. Και εμείς ήμασταν με τα φορεματάκια τα… Και καθόμασταν στο χτιράκι και τα βλέπαμε. Και τραγουδήσαμε, τραγουδήσανε θυμάμαι οι αντάρτες τη Διεθνή και τους θάψανε. Μετά αυτό τελείωσε. Μετά από καιρό ερχόντουσαν τα Τάγματα Ασφαλείας και κάνανε εφόδους και… Σε διάφορα σημεία. Άρχισε το αντάρτικο να καταρρέει. Λοιπόν, μία μέρα βλέπουμε που ‘ρχοντουσαν και πανηγύριζαν οι... Είχανε πιάσει τον Φούρκα, τον Ρογκάκο και τον Πρεκεζέ. Τους είχαν κόψει τα κεφάλια και τα ‘χαν δέσει σε ένα ξύλο επάνω και τα ‘φέραν και πανηγυρίζανε. [00:05:00]Και είχαν και τον Λάτση τραυματισμένο καβάλα στο μουλάρι. Λοιπόν… Τους φέρανε στην πλατεία, πανηγύριζαν, γινόταν χαμός, ο ένας πάνω στον άλλον, να ρίχνουν στον αέρα. Λοιπόν, εμείς τα παιδάκια δεν γνωρίζαμε ποιος είναι ο Φούρκας, ποιος είναι ο Ρογκάκος, ποιος είναι... Και πηγαίναμε και παίρναμε τα κεφαλιά και πηγαίναμε στον κάναλο στην πλατεία στη βρύση και τα πλέναμε για να δούμε ποιος είναι, δηλαδή χωρίς να καταλαβαίνουμε τι κάναμε. Λοιπόν, τον Λάτση τον φέρανε, τον πήγανε στο μαγαζί… Πάει ένας λοχαγός και του λέει: «Λάτση, χάσατε τον πόλεμο. Πάρε το όπλο να αυτοκτονήσεις». Και του λέει: «Μέχρι που να πεθάνω, θα αγωνίζομαι» λέει. Κατάλαβες; Λοιπόν τον βάλανε στο μουλάρι, τον Λάτση, και τον πηγαίναν για τη Σπάρτη. Εκεί στου Φεστούτσου, λίγο πιο κάτω από τον Κοσμά σταματάει, όπως τον πηγαίναν με το μουλάρι. Λέει ο Λάτσης, γιατί ήταν ο Λάτσης υπεύθυνος τότε στου Φεστούτσου τη μάχη: «Ψηλά τα πόδια σας ξενόδουλοι Έλληνες, μολύνετε την ιερή τούτη γη!». Και τον τραβάει από το άλογο και τον σκοτώσανε εκεί. Λοιπόν, και μετά άρχισε και κατέρρευσε το αντάρτικο λίγο-λίγο. Τον πατέρα μου τον πήγαν στην Τρίπολη στις φυλακές. Αυτά, δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο τώρα. Ήμουν και μικρός, αλλά αν ερχόσασταν πιο αργά λίγο, ζουν ακόμα αντάρτες που θα σας λέγανε αναλυτικές ιστορίες, που μαζεύεται ο κόσμος, τώρα είναι...

Μ.Κ.:

Εσείς τι άλλες μνήμες έχετε; Από αφηγήσεις, τι άλλο γνωρίζετε για την καθημερινότητα των ανταρτών εδώ πέρα;

Σ.Μ.:

Εδώ υπήρχε σχολείο, λαϊκό σχολείο. Και έβγαζε ο Τσέκος, έβγαζε σκοπιά για να μην έρθουν τα Τάγματα Ασφαλείας και τον σκοτώσουν, ο δάσκαλος. Και μας έστελνε, έστελνε να πούμε τους πιο μεγάλους, όχι εμένα, στον Πύργο, στα διάφορα σημεία, στο νεκροταφείο πέρα να βλέπουνε. Και άμα βλέπανε ότι έρχονται στρατός ή Τάγματα Ασφάλειας έτρεχαν και του λέγανε και έφευγε. Αλλά μία φορά δεν τη γλίτωσε. Εδώ, προς τη Μηλιά που πάμε κάτω, του είχαν στήσει ενέδρα και τον σκοτώσανε.

Μ.Κ.:

Τον δάσκαλο, έτσι;

Σ.Μ.:

Τον δάσκαλο, ναι.

Μ.Κ.:

Το σπίτι σας τι ήταν;

Σ.Μ.:

Το σπίτι μου εδώ ήταν νοσοκομείο των ανταρτών. Δηλαδή οι αντάρτες που τραυματιζόντουσαν, εδώ πέρα, ο γιατρός ο Μάστορης έκανε εγχειρήσεις. Ό,τι υπήρχε δηλαδή, έκανε εγχειρήσεις, χωρίς αναισθητικό, χωρίς… Ναι, έκανε εγχειρήσεις. Βλέπεις τραυματισμένα χέρια, κομμένα που είναι εδώ πέρα, τα ‘χει και δουλεύουνε, και... Βέβαια όσο γίνεται καλύτερα. Αυτά. Υπήρχε νοσοκομείο μεγάλο στο Πλατανάκι, απέναντι, μες στο βουνό, το οποίο είχε ρεύμα, είχε νερό με κίνηση και είχανε ρεύμα μέσα στη σπηλιά, είχανε φτιάξει.

Μ.Κ.:

Τον πατέρα σας πόσο καιρό τον κρατήσανε στη φυλακή;

Σ.Μ.:

6 μήνες.

Μ.Κ.:

6 μήνες. Τι κάνατε 6 μήνες χωρίς τον πατέρα σας;

Σ.Μ.:

Εμείς μικρά παιδάκια ήμασταν, τώρα τι να κάνουμε; Με τη γιαγιά και με τη μάνα μου… Θυμάμαι μία φορά που είχανε έρθει Τάγματα Ασφαλείας εδώ και τους εκυκλώσανε οι αντάρτες και πήρανε εμένα, πήραν τη μάνα μου -ο πατέρας μου ήταν στην Τρίπολη, στο στρατόπεδο-, πήρανε τη μάνα μου με τα δύο μουλάρια που είχε και τα παιδιά επάνω. Φορτώσαν και τα μουλάρια διάφορα πράματα… Κι άλλους. Για να μην τους χτυπήσουν οι αντάρτες, κατάλαβες; Εβάλανε εμάς μπροστά για να μην τους χτυπήσουνε οι αντάρτες. Και μας πήγανε στο Λεωνίδιο πιο πάνω, στη μεγάλη βόλτα λίγο, την άλλη βόλτα πιο πάνω που έχει μια άλλη βόλτα που έχει ένα σπιτάκι, ένα μαντρί εκεί, κάτι χαρουπιές. Και μας αφήσανε εκεί πέρα και κοιμηθήκανε, Γενάρη μήνα ήτανε, μέσα στο κρύο. Κοιμηθήκαμε εκεί και το πρωί ήρθαμε.

Μ.Κ.:

Πώς βοηθούσαν οι ντόπιοι τους αντάρτες;

Σ.Μ.:

Βοηθούσανε, όλο το χωριό. Δεν υπήρχε... Ελάχιστες οικογένειες ήταν που δεν βοηθούσανε. Θυμάμαι την ημέρα της μάχης όταν φύγανε οι λοκατζήδες, εδώ ένας Γκουβούσης, μπάρμπα-Κώστας, ήταν συγγενής μου δεξιός. Με παίρνει από το χέρι και με βάσταγε και χόρευε έτσι από τη χαρά του και [00:10:00]με πήγε πάνω εδώ στο αλώνι που ‘ταν ένα πολυβολείο και είχε από μυδράλιο κάλυκες και τους έκανε αγκαλιά έτσι και μου ‘λεγε: «Πάρε πάρε»! Από τη χαρά του. Κατάλαβες; Δεν κοίταζε τους νεκρούς, την κατάσταση και τα λοιπά. Αλλά αυτό.

Μ.Κ.:

Δεξιός.

Σ.Μ.:

Δεξιός, ναι.

Μ.Κ.:

Τα παιδιά τότε καταλάβαιναν την κατάσταση;

Σ.Μ.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Καταλαβαίνανε.

Σ.Μ.:

Βέβαια, όλα, κανένα. Τώρα εγώ πώς θυμάμαι και μου ‘χει μείνει; Ναι.

Μ.Κ.:

Τι άλλο θα μας πείτε για το χωριό σας; Πού βρισκόμαστε; Να μιλήσουμε λίγο για τον Άγιο Βασίλη;

Σ.Μ.:

Ναι, μετά το ‘50 ο Άγιος Βασίλης μπήκε στο περιθώριο.

Μ.Κ.:

Λόγω φρονημάτων.

Σ.Μ.:

Λόγω φρονημάτων. Όσοι ζήσανε και τους κυνηγάγανε, οι περισσότεροι πήγαν Αθήνα. Άλλοι πήγαν στη Λακωνία. Οι πιο πολλοί Αθήνα, οι πιο βαριά που τους είχανε για στρατοδικεία και τα λοιπά, πήγανε και τη γλιτώσανε στην Αθήνα, εκεί πέρα εφύγανε. Το χωριό εγκαταλείφθηκε μετά. Το χωριό μας, το ‘57 εψηφίσανε 800 ψηφοφόροι, 714 δεν ήταν το κόμμα, ήταν η ΕΔΑ τότε, τους πήρε η ΕΔΑ και τα άλλα τα πήραν τα μικρά κόμματα, τους πήρε η Δεξιά ας πούμε και η Ένωση Κεντρώων, από 20-30 ψήφοι.

Μ.Κ.:

Ήταν ξεκάθαρο το χωριό πού ήταν.

Σ.Μ.:

Ξεκάθαρο, ναι.

Μ.Κ.:

Η μνήμη των ανταρτών τιμάται με κάποιο τρόπο ή επειδή-

Σ.Μ.:

Εδώ έχουμε, η ΠΕΑΕΑ , έχουμε την Εθνική Αντίσταση, έχουμε. Έχουμε κάνει το Ηρώον. Κάθε χρόνο, την πρώτη Κυριακή μετά το Δεκαπενταύγουστο έχουμε την γιορτή της Εθνικής Αντίστασης. Έρχονται... Στην αρχή ερχόντουσαν απ’ όλη την Ελλάδα, κόσμος πολύς, αντιστασιακοί. Εδώ, οι γυναίκες εδώ πέρα βοηθούσανε. Θυμάμαι μία χρονιά εκάναμε 2.000 διπλές. Και κερνάγαμε τον κόσμο, ναι, με πορτοκαλάδες, διάφορα τέτοια… Αναψυκτικά να πούμε, ναι. 

Μ.Κ.:

Επομένως να φανταστώ ότι δεν υπήρχανε κρησφύγετα για τους αντάρτες. Ζούσανε φανερά λίγο-πολύ-

Σ.Μ.:

Ναι, εδώ φανερά. Σχολείο είχανε, τα πάντα. Εδώ θυμάμαι, όχι θυμάμαι, το ακούω… Του αγροφύλακα Μαρτσούκος, και εγώ Μαρτσούκος, δεν είμαστε συγγενείς, ήτανε δεξιός βέβαια αλλά είχε και με τους Γερμανούς. Είχε 4 παιδιά, 2 αγόρια, 2 κορίτσα. Λοιπόν τον πιάσανε, τον πήγαν στην πλατεία έγινε λαϊκό δικαστήριο και επειδή είχε τα παιδιά, οι γυναίκες όλες εψηφίσανε να ζήσει και τη γλίτωσε. Μέχρι που πέθανε ρουφιάνος ήταν, ρουφιάνος.

Μ.Κ.:

Πώς αντιδράσανε οι ντόπιοι στην εικόνα που είχαν προκαλέσει τα Τάγματα Ασφαλείας;

Σ.Μ.:

Βέβαια, τα Τάγματα Ασφαλείας… Εδώ υπάρχουν και τραγούδια. Ήρθανε τα Τάγματα Ασφαλείας και πιάσανε τον παπά και τον μικρό Βασίλη και του λένε: «Πού είναι οι αντάρτες;». Και λέει ο Βασιλάκης, ο μικρός ο Βασίλης: «Αν θέλετε τους αντάρτες, ψηλά εις τα βουνά σας καρτερούν με τα τουφέκια» και τα λοιπά, και έχει γίνει τραγούδι. Θυμάμαι και άλλα. Ερχόντουσαν τα Τάγματα Ασφαλείας και πιάνανε τώρα μεγάλες γυναίκες, τη Διαμάντω εδώ πέρα που ήταν συγγενής με το γιατρό τον Μάστορη-

Μ.Κ.:

Για ποιο λόγο;

Σ.Μ.:

Και ανοίγανε μία γούβα και τη θάβανε μέχρι το κεφάλι. Και της λέγανε: «Θα πεις πού είναι ο … », για να μαρτυρήσει. Κατάλαβες; Ναι, μέχρι τον παπά, τον παπά Βαγγέλη εδώ. Τον πιάσανε. Είχανε έρθει Τάγματα Ασφαλείας και είχαν βάλει το μυδράλιο, το πολυβόλο για να… Και είχαν μαζέψει τα γυναικόπαιδα για να χτυπήσουν εδώ, να πούμε… Και μπαίνει ο παπάς μπροστά, πάει σιγά-σιγά ο παπάς εκεί πέρα και βουτάει το μυδράλιο και το γυρίζει προς αυτούς. Και το βάλανε στα πόδια και φύγανε. Γυρίσανε μετά τα… Άλλοι, και τον πιάσανε και τον βάλανε μέχρι εκεί. Δεν τον σκοτώσανε, αλλά τον θάψανε, μέχρι το λαιμό. Θυμάμαι τη Στραβοδιαμάντω που την είχαν και της λέγανε και αυτή τους καταριότανε. Δηλαδή το κεφάλι μόνο και το άλλο ήταν μες στο χώμα, και έλεγε: «Η αστραπή να σας κάψει, νεκροστολισμένοι!» και τα λοιπά. Τέτοια πράγματα να πούμε.

Μ.Κ.:

Απίστευτη εικόνα.

Σ.Μ.:

Απίστευτη εικόνα, ναι, ναι, ναι ναι. 

Μ.Κ.:

Επέζησε όμως, έτσι; Δεν τους τιμώρησαν μετά;

Σ.Μ.:

Όχι, επέζησε, ναι. Τι; Γυναίκα, γριά γυναίκα, δεν έβλεπε, Στραβοδιαμάντω. Με λίγα λόγια, αυτά. Είναι να πεις… Να λες μέρες...

Μ.Κ.:

Τι είχε…; Να πούμε και τι είχε προηγηθεί; Πριν τη μάχη εδώ και το γλέντι των ανταρτών;

Σ.Μ.:

Ναι, είχαν πάει στο Λεωνίδιο.

Μ.Κ.:

Άρα έχει προηγηθεί η μάχη του Μύλου.

Σ.Μ.:

Ναι, η μάχη του Μύλου .Να σας πω και μία ιστορία για τη μάχη του Μύλου. 

Μ.Κ.:

Ναι, βεβαίως.

Σ.Μ.:

Λοιπόν, είχαμε μία καπετάνισσα την Αργυρώ. Είχαν μπει οι χωροφύλακες στο Μύλο επάνω, οι χωροφύλακες που φυλάγανε το Μύλο. Και προσπαθήσαν οι αντάρτες… Αλλά είχε μεγάλο τοίχο και δεν έπεφτε ο Μύλος. Και από κει φωνάζαν αυτοί: «Φέρτε την Καπετάνισσα την Αργυρώ να πηδήσουμε». Έτσι; Φωνάζαν από ‘κεί. Κατεβαίνει η Αργυρώ κάτου, πάει απέναντι και βάζει δύο το… Μπαζούκας. Και σημαδεύανε στο ίδιο σημείο και οι δύο. Μπαμ! Και την άνοιξε την τρύπα. Βγήκανε όλοι με τα... Ψηλά έτσι τα χέρια. Λοιπόν, τους έπιασε η Αργυρώ που λέμε η Καπετάνισσα. Λέει: «Εσείς θα με πηδήσετε; Καθίστε στη σειρά». Μπαμ, μπαμ, μπαμ! Και τους σκότωσε. Αυτό είναι…

Μ.Κ.:

Τί θυμάστε κύριε Σταύρο ή τι έχετε ακούσει να αφηγούνται οι παλιότεροι από το γλέντι εκείνη τη μέρα;

Σ.Μ.:

Εκείνη την ημέρα ήρθανε, ήρθανε εδώ, πήγανε στο Πλατανάκι, ήρθε εδώ πέρα ένα τάγμα. Και αρχίσαν και τα πίνανε, πανηγυρίζανε. Λοιπόν, λένε ότι πιάσανε κάποια σκοπιά πάνω οι λοκατζήδες, και φαίνεται ότι τα ‘χαν πιει και δεν είχανε βγάλει και καλή σκοπιά, κατάλαβες; Και τους πιάσανε στον ύπνο ας πούμε.

Μ.Κ.:

Αυτοί πανηγύριζαν για την επιτυχία.

Σ.Μ.:

Επιτυχία, ναι. Και τους πιάσανε στον ύπνο. Και δικάστηκε και ο διοικητής που ήτανε στο τάγμα των ανταρτών, ο...  

Μ.Κ.:

Εντάξει, μην ανησυχείτε.

Σ.Μ.:

Ναι, ναι, ναι.

Μ.Κ.:

Θυμάστε εξωτερικά πώς ήταν ένας αντάρτης να μας περιγράψετε σε τι διέφεραν από τους στρατιώτες;

Σ.Μ.:

Ναι. Έχουμε κάτω φωτογραφίες. Και ξυρισμένοι και αξύριστοι. Οι Καπεταναίοι τώρα ο Λάτσης, ο Ρογκάγκος ήταν αξύριστοι. Ναι, με μούσι, Τσε Γκεβάρα, Fidel Castro. Αλλά ήταν και αντάρτες που ήταν ξυρισμένοι, οικογενειάρχες. Ο Κούκος, ο Μάστορης. Καλοί γιατροί, δεν... Τον γιατρό τον Κούκο τον πιάσανε στην Καστάνιτσα και τον εκτελέσανε. Επιστήμονες καλοί, ναι. Αυτοί ήτανε το '24 οι φοιτητές που πιάσανε τον Δεσπότη εδώ και τον κάνανε με τα κρεμμυδάκια ας πούμε.

Μ.Κ.:

Ναι, αφού είχαν ήθη δημοκρατικά, ισονομίας... Όπως φαίνεται.

Σ.Μ.:

Ναι, ναι, ναι. Αντάρτες. Αντάρτισσες. Εδώ η θεία μου, η αδερφή της μάνας μου η Καλλιόπη, η Μαρία ήταν αντάρτισσες.

Μ.Κ.:

Τι συνηθίζαν να κάνουν οι αντάρτισσες;

Σ.Μ.:

Να διαβάσεις εδώ εσύ...

Μ.Κ.:

Α, πολύ ωραία.

Σ.Μ.:

Ναι, ναι.

Σ.Μ.:

Που περιμένει να την εκτελέσουνε.

Μ.Κ.:

Την εκτέλεσαν εντέλει; 

Σ.Μ.:

Όχι. Και γράφει, τώρα... Τα γραμματάκια που είχε αυτή, που ήξερε. Δεν ξέρω αν θέλεις αυτά να τα φωτοτυπίσεις, να στα δώσω και να μου τα δώσεις, γιατί τα θέλω.

Μ.Κ.:

Πώς βοηθούσε η θεία σας τους Αντάρτες; Καταρχάς ήταν με τη θέλησή της φυσικά έτσι;

Σ.Μ.:

Ναι.