© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Θεολόγος Τσατσάκος: Η ζωή στην Καλλιθέα και η ενασχόληση με τα e-sports, μια αναπτυσσόμενη βιομηχανία

Istorima Code
10520
Story URL
Speaker
Θεολόγος Τσατσάκος (Θ.Τ.)
Interview Date
18/02/2020
Researcher
Στάθης Κωνσταντινίδης (Σ.Κ.)
Σ.Κ.:

[00:00:00]Το όνομά σου; 

Θ.Τ.:

Θεολόγος.

Σ.Κ.:

Έχουμε Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020 και βρισκόμαστε με τον Θεολόγο στην Καλλιθέα, όπου θα μας μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια, τη ζωή στην Καλλιθέα και την ενασχόλησή του με τα video games. Θεολόγε, πότε γεννήθηκες;

Θ.Τ.:

Γεννήθηκα 27 Σεπτεμβρίου του ‘91 στο Χολαργό, στο μαιευτήριο, στη συνέχεια μεγάλωσα στην Καλλιθέα, όπου εδώ πέρα γεννήθηκα ουσιαστικά, εδώ μεγάλωσα και μέχρι και σήμερα ζω εδώ. Μου αρέσει πάρα πολύ γενικά σαν δήμος η Καλλιθέα και γενικά δε θα 'θελα κιόλας στο υπόλοιπο της ζωής μου, τουλάχιστον όπως το σκέφτομαι τώρα, να αλλάξω δήμο, ξέρω 'γω, και να πάω κάπου αλλού. Γιατί μου αρέσει αρκετά ο κόσμος που έχει, μου αρέσει αρκετά σαν δήμος, μου αρέσει η τοποθεσία της, ξέρω 'γω, ότι είναι, συνδυάζει κέντρο, συνδυάζει παραλία, συνδυάζει τον Πειραιά, συνδυάζει τη Γλυφάδα, γενικά θεωρώ πως είναι σε ιδανικό σημείο, ας πούμε, και για τη δουλειά σου και για το οτιδήποτε άλλο. Το μόνο που δεν είναι κοντά, ας πούμε, είναι τα βόρεια προάστια, με τα οποία προς το παρόν τουλάχιστον δεν έχω κάποια σχέση, δεν ξέρω αν στο μέλλον. Κι αυτά. Γενικά είναι... Μου αρέσει πάρα πολύ επίσης στην Καλλιθέα το γεγονός ότι πρόσφατα φτιάχτηκε –πρόσφατα, εντάξει, είναι αρκετός καιρός– το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το οποίο είναι, ξέρω 'γω, ένα εξέχον έργο, ας πούμε, γενικά για όλο, όχι μόνο, για όλους τους κατοίκους των Αθηνών, αλλά και ειδικότερα στην Καλλιθέα, γιατί εγώ μένω και πολύ κοντά, είναι 5 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μου, οπότε θεωρώ πως το απολαμβάνω στο μέγιστο, ξέρω 'γω. Είτε από ένα περπάτημα είτε από τα δρώμενα τα οποία γίνονται εκεί πέρα ανά τους μήνες κι αυτά. Γενικά, ναι, μ’ αρέσει πολύ ο δήμος μου.

Σ.Κ.:

Θεωρείς ότι έχει αλλάξει η περιοχή εκεί που είσαι κοντά, μετά το Νιάρχος;

Θ.Τ.:

Κοίταξε, παλιότερα εκεί πέρα υπήρχε ο ιππόδρομος, όπου, εντάξει, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ήτανε πιο σε εισαγωγικά «κακόφημη» περιοχή, ας πούμε, γιατί γενικότερα μένανε πολύ περισσότεροι ξένοι, ας πούμε, οι οποίοι θεωρητικά το κάναν κάπως κακόφημο, χωρίς να είναι απαραίτητο, αλλά ίσως ο κόσμος ο οποίος μάζευε ο ιππόδρομος να ήταν χειρότερος, για παράδειγμα. Αλλά από την εποχή που... όχι μόνο που βασικά που σταμάτησε ο ιππόδρομος, γιατί όταν γκρεμίστηκε ο ιππόδρομος, δε φτιάχτηκε απευθείας το Ίδρυμα του Σταύρου Νιάρχου, πέρασε μία περίοδος γύρω στα 5, 6, 7 χρόνια, κάπου ήταν εκεί, όπου ήτανε μια ερημωμένη περιοχή, που στο μόνο που υπήρχε ήταν κάποια σκόρπια χωμάτινα γήπεδα για να κάνουν κάποιες προπονήσεις οι ομάδες που είχε η Καλλιθέα του ποδοσφαίρου, ξέρω 'γω κι αυτά. Και ήταν ένας χώρος παρατημένος, εγκαταλελειμμένος, φοβόσουνα να περάσεις, πολύ σκοτεινά κι αυτά. Τώρα βέβαια με το Ίδρυμα καμία σχέση, ξέρω 'γω, έχει αναβαθμιστεί αρκετά η περιοχή εκεί πέρα, έχει συνεχώς κόσμο και γενικά είναι ένα πολύ ωραίο μέρος να περάσεις το απόγευμά σου, το πρωινό σου, τον ελεύθερό σου χρόνο. 

Σ.Κ.:

Ok, ok. Η καταγωγή σου;

Θ.Τ.:

Η καταγωγή μου είναι απ’ τη μεριά του πατέρα μου, ο πατέρας μου είναι γεννημένος στη Κωνσταντινούπολη και η μητέρα μου κατάγεται κι εκείνη από την Αρμενία. Βέβαια και εκείνη είναι γεννημένη στην Ελλάδα, δεν είχε κάποια σχέση ούτε μιλούσε τη γλώσσα, γιατί κι ο παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου, κι εκείνος στην Αθήνα γεννήθηκε, ο προπάππους της γεννήθηκε στην Αρμενία. Απλά απ’ τον πατέρα μου γενικά, χωρίς να το ‘χω βιώσει και δεν έχω πάει ακόμα κιόλας στη Κωνσταντινούπολη, έχω αρκετές παραστάσεις απ’ αυτό το κομμάτι, ξέρω 'γω, από το πώς έφυγαν οι γονείς του πατέρα μου από κει πέρα χωρίς να μπορέσουν να πάρουνε τον ίδιο και τον αδερφό του, ο πατέρας μου –πότε ήτανε;– 2 χρόνια πριν μεγαλώσει, 2 χρόνια πριν, όχι μεγαλ... πριν ενηλικιωθεί, ο πατέρας μου μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο μαζί με τον θείο μου, ο οποίος ήτανε μικρότερος και όταν ο πατέρας μου έγινε 18 χρονών και ενηλικιώθηκε, μπόρεσε και έφυγε παίρνοντας και τον αδερφό του μαζί και ήρθε εδώ πέρα στην Ελλάδα, για να αποφύγει το να πάει, κυρίως δεν ήθελε στον τούρκικο στρατό να καταταγεί. Και ήρθε εδώ πέρα στην Ελλάδα, όπου βρήκε και τους δικούς του ξανά, ξέρω 'γω κι αυτά. 

Σ.Κ.:

Για τι περίοδο μιλάμε περίπου, θυμάσαι;

Θ.Τ.:

Ο πατέρας μου είναι το ‘47 γεννηθείς, οπότε αυτό έγινε το... ‘65.

Σ.Κ.:

Ok.

Θ.Τ.:

Ουσιαστικά εκείνη τη περίοδο. Ναι. Και μετά ο πατέρας μου εν πάση περιπτώσει ήρθε στην Ελλάδα κι αυτά, αποφάσισε να ασχοληθεί με τα καράβια, που σημαντική λεπτομέρεια που μου ‘χει πει ο πατέρας μου είναι ότι στην Ελλάδα τους Κωνσταντινουπολίτες τους θεωρούσανε Τούρκους και στην Τουρκία τους Κωνσταντινουπολίτες τους θεωρούσαν Έλληνες, ξέρω 'γω. Και μου ‘χει δώσει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για αυτό, ότι όταν ερχόντουσαν οι Κωνσταντινουπολίτες... τότε για να γίνεις ναυτικός χρειάζεσαι ένα ναυτικό φυλλάδιο, το οποίο... ο πατέρας μου είχε αποφασίσει ότι θέλει να γίνει ναυτικός μπλα μπλα μπλα, αλλά το να βγάλεις ναυτικό φυλλάδιο υπήρχε κάποια διαδικασία, δεν το δίναν έτσι αβέρτα. Αλλά μου ‘χαν επισημάνει κι αυτός και ο θείος μου –που ο θείος μου ζει στην Αμερική βέβαια τώρα, αλλά είχε ασχοληθεί και εκείνος λίγο, είχε γίνει για λίγο καιρό ναυτικός– ότι όποιοι ήταν Κωνσταντινουπολίτες παίρναν ναυτικό φυλλάδιο στο έτσι, γιατί θέλαν απλά να τους διώξουν απ’ τη χώρα, ξέρω 'γω, δε θέλανε σε εισαγωγικά να «πιάνουνε χώρο», να τους έχουνε και κείνους έννοια, πώς να το εξηγήσω, ξέρω 'γω κι αυτά. Οπότε ναι.  

Σ.Κ.:

Εσύ, ανέφερες, δεν έχεις πάει, ο πατέρας σου όλα αυτά τα χρόνια έχει επαφή;

Θ.Τ.:

Καταρχήν ο πατέρας μου δεν ζει πλέον εδώ κι ενάμιση χρόνο σχεδόν. Αλλά κοίταξε, ο πατέρας μου επίσης, κάτι που ξέρω από κείνον, που μου έχει διηγηθεί, επειδή δεν είχε παρουσιαστεί στον τουρκικό στρατό, γιατί ήταν... ο πατέρας μου ήταν Τούρκος υπήκοος ουσιαστικά, είχε, δηλαδή στην Ελλάδα ήταν με άδεια παραμονής για πάρα πολλά χρόνια, καταρχήν. Και ο λόγος ήτανε, κι απ’ αυτό που μου έχει... γιατί, εντάξει, όλα αυτά που σου λέω είναι ιστορίες που μου έχει διηγηθεί και ο πατέρας μου ουσιαστικά. Για πάρα πολλά χρόνια δεν έπαιρνε... και πολλοί Κωνσταντινουπολίτες δεν παίρνανε ελληνική ταυτότητα, να θεωρούνται Έλληνες πολίτες, για το λόγο του ότι έπρεπε να υπάρχει μία συγκεκριμένη ποσότητα ελληνικού πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη, ούτως ώστε να μπορεί να διατηρείται εκεί πέρα το Πατριαρχείο. Δηλαδή, αν έπεφτε κάτω από ένα ποσοστό ο ελληνικός πληθυσμός, θα διώχνανε και το Πατριαρχείο ουσιαστικά και, για αυτό το λόγο, δεν δίνανε σε πολλούς Κωνσταντινουπολίτες την ελληνική υπηκοότητα. Οπότε ναι. Ο πατέρας μου λοιπόν ήταν Τούρκος υπήκοος, ο οποίος δεν είχε παρουσιαστεί στο στρατό και έτσι λοιπόν μου έχει πει ιστορίες ότι όποτε πιάνανε λιμάνι στην Τουρκία, οι εκάστοτε καπετάνιοι του κρύβανε το δικό του φυλλάδιο, γιατί υπήρχε κίνδυνος να δούνε ότι δεν έχει καταταγεί και να τον... έρθουν, να ανέβουνε πάνω στο καράβι και να τον πάρουνε, ξέρω 'γω, θεωρούνταν λιποτάκτης για την Τουρκία. Κι αυτά. Γενικά επισκεπτόταν τη Κωνσταντινούπολη συχνά με τα ταξίδια του σαν ναυτικός, ξέρω 'γω. Και γενικά, απ’ όσο ξέρω, δεν του άρεσε πολύ να πηγαίνει στο παλιό του το σπίτι, γιατί θυμόταν τη ζωή που είχε εκεί πέρα, έβλεπε πλέον να μένουνε κάποιοι άλλοι εκεί, του ερχόντουσαν μνήμες, ήτανε λίγο συναισθηματικό, θα έλεγα, για εκείνον κι αυτά. Αλλά γενικά δεν είχε κάποια, ποτέ δεν είχε κάποια εμπάθεια ούτε ως προς τους Τούρκους ούτε ως προς το γεγονός ότι φύγανε, ξέρω 'γω, πιο πολύ θεωρώ πως το είχε αποδεχτεί σαν ένα γεγονός το οποίο συνέβη, δεν είχε κάποια εμπάθεια ως προς αυτό.

Σ.Κ.:

Ok.

Θ.Τ.:

Ναι.

Σ.Κ.:

Για την αντιμετώπιση απ’ την Ελλάδα ποια ήτανε η άποψή του;

Θ.Τ.:

Όχι η καλύτερη, είναι αυτό που σου είπα και στην αρχή, ότι για τους Έλληνες θεωρούντουσαν Τούρκοι, για τους Τούρκους θεωρούντουσαν Έλληνες, ξέρω 'γω. Ήτανε σαν να ‘ναι άνθρωποι χωρίς πατρίδα, χωρίς να το έχουν επιλέξει κιόλας αυτό το πράγμα γενικά. Απλά και εκείνος, δεν του άρεσε και η συμπεριφορά και των Κωνσταντινουπολιτών πολλές φορές, ας πούμε. Θυμάμαι να μου λέει ότι έχει τσακωθεί με άτομα που καταλάβαινε ότι είναι Κωνσταντινουπολίτες, οι οποίοι ήταν εδώ στην Ελλάδα και τους άκουγε να μιλάνε τούρκικα και παράλληλα ο πατέρας μου εκείνη τη στιγμή διαπληκτιζόταν μαζί τους, για να... γιατί τους λέει: «Στην Τουρκία που ήσασταν θέλατε και μιλάγατε ελληνικά και τώρα εδώ που έχετε έρθει στην Ελλάδα κάθεστε και μιλάτε τούρκικα;». Και δεν καταλάβαινε τη λογική δηλαδή. Γενικά ο πατέρας μου δεν κρατούσε εμπάθειες, γιατί θεωρούνταν ένας άνθρωπος ο οποίος είχε γυρίσει τον κόσμο, είχε κάνει πολλά ταξίδια, δούλευε σχεδόν από τα 18 του, 20, μέχρι και τα 70 του δούλευε σαν ναυτικός, 50 χρόνια, ξέρω 'γω. Πάρα πολλά χρόνια, οπότε ναι.

Σ.Κ.:

Τα δικά σου παιδικά χρόνια πώς ήτανε, τι θυμάσαι;

Θ.Τ.:

Εγώ μεγάλωσα στην Κέκροπος στην Καλλιθέα, στο κομμάτι των Τζιτζιφιών που λέγεται, κι αυτά. Αργότερα μετακομίσαμε, αφού πέθαναν οι παππούδες μου, μετακομίσαμε στο σπίτι –πρώτα η γιαγιά μου και μετά ο παππούς μου– μετακομίσαμε στο σπίτι στο οποίο μένανε εκείνοι, φύγαμε από την Κέκροπος και πήγαμε στην Αθηνάς. Αυτό έγινε δευτέρα δημοτικού, αλλά από την πρώτη δημοτικού εγώ πήγαινα στο ίδιο δημοτικό, στο οποίο πήγαινα απ’ όταν ξεκίνησα, ξέρω 'γω, δεν άλλαξα σχολείο, στο 15ο. Γενικά, θυμάμαι, εγώ ξεκίνησα να ασχολούμαι από τη δευτέρα δημοτικού με το μπάσκετ, το οποίο μου άρεσε πολύ, πιο πολύ γιατί το ‘κανε ο ξάδερφός μου κατά πάσα πιθανότητα και τον είχα σαν πρότυπο, επειδή ήταν έτσι λίγο μεγαλύτερος κι αυτά. Έπαιζα μπάσκετ λοιπόν, είχα προπονήσεις κάθε Σαββατοκύριακο, έτσι πιο μικρός, κι αυτά. Και θυμάμαι να πηγαίνω εκεί πέρα μαζί με έναν φίλο μου κιόλας, με τον οποίον είχαμε ξεκινήσει μαζί απ’ το σχολείο, με τον οποίο μιλάμε κι ακόμα. Πηγαίναμε στις προπονήσεις μας κάθε Σάββατο και μετά τις προπονήσεις, θυμάμαι χαρακτηριστικά κάθε Σαββατοκύριακο, ξέρω 'γω, ότι κανονίζαμε όλα τα παιδιά, τηλεφωνιόμασταν να μαζευτούμε να παίξουμε μπάλα στο σχολείο, [00:10:00]το οποίο κράτησε για πάρα πολλά χρόνια γενικά αυτό το πράγμα, ας πούμε. Δηλαδή γενικά και μετά, στο γυμνάσιο, ανεξάρτητα από το διάβασμα το οποίο είχαμε ή δεν είχαμε κι αυτά, κάθε Σαββατοκύριακο κανονίζαμε να παίζουμε μπάλες εκεί πέρα από το μεσημέρι, ας πούμε, μέχρι αργά το απόγευμα, που... ανάλογα την εποχή, με το τι ώρα νύχτωνε ουσιαστικά κι αυτά. Ή αλλιώς τότε –πότε ήτανε;– ήτανε γύρω, νομίζω, στην δευτέρα γυμνασίου, δευτέρα γυμνασίου, νομίζω, ήτανε, που πήρα και την πρώτη μου κονσόλα και παίζαμε ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου ουσιαστικά με ένα φίλο μου, ξέρω 'γω, μαζευόμασταν και καθόμασταν απογεύματα, κυρίως όταν βράδιαζε, γιατί γενικά ήταν στάνταρ το πρόγραμμα αυτό με τη μπάλα, το ποδόσφαιρο στο σχολείο μεταξύ μας κι αυτά. Αργότερα μετά ξεκινήσαμε, πήγε προς το γυμνάσιο, ξεκινήσαν και οι πρώτοι καφέδες, οι πρώτες βόλτες το βράδυ. Μέχρι που, θυμάμαι, ήτανε, νομίζω, δευτέρα γυμνασίου όταν πρωτοεμφανίστηκαν... νομίζω, δευτέρα γυμνασίου εγώ πήγαινα το 2005, όταν πρωτοεμφανίστηκαν, το πρώτο βασικά ίντερνετ καφέ στη Καλλιθέα, στο οποίο ξεκινάγαν και πηγαίναν όλα τα παιδιά δειλά δειλά, ξέρω 'γω, εξοικειωνόντουσαν λίγο με τους υπολογιστές, με το κομμάτι του ίντερνετ, με το κομμάτι ότι έπαιζες μέσω του ίντερνετ κι αυτά, παίζατε όλοι μαζί. Και θυμάμαι εμένα, επειδή η μητέρα μου ήταν και λίγο αυστηρή, γιατί έλειπε και ο πατέρας μου, που σου είπα πριν, που ήταν ναυτικός, δεν με άφηνε στην αρχή να πηγαίνω. Αργότερα σιγά σιγά κι εγώ άρχισα να πηγαίνω, γιατί πολλά από αυτά τα μαγαζιά είχανε τη φήμη για φρουτάκια και τέτοια πράγματα παλιότερα, κι αυτά, θωρούντουσαν λίγο «κακόφημα» σε εισαγωγικά. Αλλά μετά σιγά σιγά, εκεί πέρα, προς πρώτη λυκείου, μαζευόμασταν όλη μου η παρέα ουσιαστικά σε ένα μαγαζί, το οποίο είχε και μπιλιάρδο, είχε και υπολογιστές, στους οποίους παίζαμε διάφορα παιχνίδια, ξέρω 'γω, είτε RPG είτε Strategy παιχνίδια κι αυτά, είτε μπιλιάρδο άλλοι, ανάλογα με τις ορέξεις του καθενός. 

Σ.Κ.:

Μπορείς να εξηγήσεις έτσι λίγο απλά τι είναι το RPG;

Θ.Τ.:

RPG είναι παιχνίδια, ουσιαστικά είναι αρχικά, το R σημαίνει Role, το P είναι Player και το G είναι Game, ουσιαστικά Role Playing Game, που ουσιαστικά παίρνεις ένα χαρακτήρα και είναι σαν να το μεγαλώνεις ουσιαστικά επίπεδα, να ζεις μία «ζωή» σε εισαγωγικά του παίκτη, κάνοντας διάφορες αποστολές ή να πολεμάς με άλλους κτλ. ξέρω 'γω, αυτά. Εγώ κυρίως έπαιζα πολύ ένα παιχνίδι το οποίο λέγεται Dota, ήταν η πρώτη μου γνωριμία, ας πούμε, αυτό το παιχνίδι και μου άρεσε γενικά από την αρχή, από όταν πρωτοέπαιξα. Το οποίο είναι ένα strategy παιχνίδι, στο οποίο έχεις έναν ήρωα, αλλά κάθε παιχνίδι... αυτό ουσιαστικά είναι αυτοτελές, δηλαδή κάθε παιχνίδι είναι ξεχωριστό ουσιαστικά, κρατάει γύρω από μισή ώρα μέχρι 2 ώρες το μέγιστο, θα έλεγα. Και ναι, εκεί πέρα ήτανε το κόλλημά μου, ας πούμε, εμένα. 

Σ.Κ.:

Θυμάσαι ποια άλλα παιχνίδια μπορούμε να πούμε ότι είχαν χαρακτηρίσει εκείνη την εποχή που άρχισε ο κόσμος να ασχολείται;

Θ.Τ.:

Ναι, το Counterstrike και το Line age ήτανε τα δύο πιο γνωστά στην αρχή και η Dota, αυτά τα τρία ήταν τα πιο γνωστά. Στη συνέχεια ήρθε και το World of warcraft και, εντάξει, μετά, μετά αναπτύχθηκε πολύ πιο πολύ όλο αυτό το κομμάτι και έφτασε σε αυτό που έχουμε σήμερα που υπάρχουν άπειρα παιχνίδια, μπλα μπλα μπλα. Όσο μιλάμε για τα online, τα διαδικτυακά παιχνίδια ουσιαστικά. Γενικά παιχνίδια υπήρχαν και παλαιότερα, ξέρω 'γω. Είχαμε όλοι κάτι στους υπολογιστές μας ή στα PlayStation, στις κονσόλες, παιχνιδομηχανές κι όλα αυτά. 

Σ.Κ.:

Ok. Ok. Άρα η πρώτη σου επαφή ήτανε τότε;

Θ.Τ.:

Ναι, η πρώτη μου επαφή για την ακρίβεια ήτανε στη δευτέρα γυμνασίου ουσιαστικά, μετά συντηρήθηκε μία σχέση με αυτό το κομμάτι μέχρι και την τρίτη λυκείου, το οποίο αραίωσε λίγο γενικά απ’ όλους μας κι αυτά, γιατί είχαμε και το διάβασμα. Στη συνέχεια όμως, μετά πρώτο-δεύτερο έτος ουσιαστικά στις σχολές, συνέχισε η ενασχόλησή μας με το ποδόσφαιρο με τους φίλους μου, φτιάξαμε μια ομάδα και παίζουμε σε ένα ανεξάρτητο πρωτάθλημα, ξέρω 'γω, όλα αυτά τα χρόνια, μια φορά την εβδομάδα μαζευόμαστε και παίζουμε με άλλες ομάδες, το οποίο κρατάει μέχρι και σήμερα γύρω στα 9 χρόνια. Πάντα αγαπούσαμε το ποδόσφαιρο σαν παρέα και γενικά τον αθλητισμό, όλη μου η παρέα, μας άρεσε. Και ναι, μετά πάντα έπαιζα, ας πούμε, το συγκεκριμένο παιχνίδι, βασικά το συγκεκριμένο παιχνίδι μετά υπήρχε μια μετάβαση, φτιάχτηκε σε μια άλλη πλατφόρμα, ονομάστηκε Dota 2 ουσιαστικά, ήτανε μια μετάβαση από κει πέρα που ανήκε στην αρχή, το πήραν οι δημιουργοί του και το πήγαν κάπου άλλου. Πάντα είχα μία επαφή, χωρίς όμως κάτι το ιδιαίτερο, ξέρω 'γω, που να αφοσίωνα πάρα πολύ χρόνο, ήταν κάτι σαν μια απλή ενασχόληση, ξέρω 'γω.

Σ.Κ.:

Θυμάσαι, ας πούμε, πόσες ώρες ξεκίνησες έτσι από την πρώτη επαφή και πόσες ώρες περίπου αφιέρωνες;

Θ.Τ.:

Ναι, γενικά, σε εβδομαδιαία, ας πούμε, βάση στην αρχή έπαιζα, άμα πούμε θεωρητικά ότι ένα παιχνίδι κρατάει γύρω στη μία ώρα, έπαιζα γύρω στα 5 με 6 παιχνίδια την εβδομάδα, ξέρω 'γω, το οποίο στη συνέχεια μετά έγινε πολύ πιο πολύ. Αυτό κράτησε μέχρι το ’14, ας πούμε, ήμουνα έτσι, είχα μια σε εισαγωγικά «χαλαρή» ενασχόληση, ας πούμε.

Σ.Κ.:

Ok. Ok.

Θ.Τ.:

Ναι, ναι, ναι. Ουσιαστικά δηλαδή έπαιζα κι εγώ όσο έπαιζε και η παρέα των παιδιών που παίζαμε και μπάλα μαζί, που ό,τι... Γενικά ήμουνα πολύ παιδί της παρέας και ό,τι κάναμε μαζί με την παρέα το έκανα κι εγώ. Δηλαδή δεν ξέφευγε ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος από την παρέα ουσιαστικά όσον αφορά τα online τα παιχνίδια. 

Σ.Κ.:

Ok. Πέρα από τα παιχνίδια, όσον αφορά εκείνα τα χρόνια, τι άλλες ασχολίες είχατε, είχατε κάποια μέρη στην Καλλιθέα που αρχίσατε να βγαίνετε σαν παιδιά έτσι μετά το;...

Θ.Τ.:

Εγώ θυμάμαι, ο πρώτος μου καφές ήτανε το καλοκαίρι που τελείωσα την έκτη δημοτικού, φύγαμε, αφού ρώτησα τη μητέρα μου πρώτα και την πήρα τηλέφωνο αν μου το επιτρέπει, φύγαμε παρέα, νομίζω, ή 3 ή 4 άτομα ήμασταν και πήγαμε, έχει μια Δωδώνη, ένα που είναι γνωστό παγωτατζίδικο στην Καλλιθέα, ξέρω 'γω, και ήτανε, την είχε ένας γνωστός ενός παιδιού απ’ την παρέα που ήμασταν και πήγαμε εκεί πέρα και εγώ δεν ήπια καφέ. Νομίζω ένας από εμάς ήπιε καφέ, ήταν πιο τολμηρός, εγώ πήρα milkshake, ας πούμε, που πήγαμε στο συγκεκριμένο κατάστημα, ήταν η πρώτη φορά που βγήκα. Γενικά η Καλλιθέα, ας πούμε, για να... ειδικά τότε, το 2004, ας πούμε, ‘04-‘05, το μόνο μέρος που υπήρχε για να βγεις ήτανε η πλατεία Κύπρου, στην οποία υπήρχανε κάποιες καφετέριες, τα Goody’s τα οποία πηγαίναμε... Δηλαδή, να σου πω, ουσιαστικά εμείς, μετά στην περίοδο του γυμνασίου, από πρώτη γυμνασίου μέχρι και τρίτη, πηγαίναμε για έναν καφέ, ήτανε γύρω στις 3 ή 4 καφετέριες στην Καλλιθέα, στην πλατεία Κύπρου, εκεί πέρα που σου είπα, πηγαίναμε για καφέ σε μια καφετέρια και μετά πηγαίναμε όλοι μαζί στα Goody’s, τρώγαμε κάτι και μετά ο καθένας γύριζε στο σπίτι του ουσιαστικά. Ναι, αυτό στο γυμνάσιο, ξέρω 'γω. Και μετά, εκεί πέρα προς πρώτη-δευτέρα γυμνασίου, κάποιοι ξεκινήσανε να πηγαίνουνε και λίγο Νέα Σμύρνη, που είναι πολύ κοντά με την Καλλιθέα, που υπήρχε ένα, ας πούμε, ένα... ήταν ένα επίπεδο παραπάνω ουσιαστικά στην ζωή, καφετέριες και τέτοια. Αλλά όχι, δεν πηγαίναμε ποτέ, ας πούμε, σε κάποιο μπαρ, ας πούμε. Πιο πολύ ήτανε καφέ-μπαρ, ας το πούμε. Ναι, δηλαδή βγαίναμε κάθε Σαββατοκύριακο, θυμάμαι, ορισμένοι είχαν και φροντιστήριο το Σάββατο, άλλοι δίνανε Κυριακές αυτά τα κλασικά τα διαγωνίσματα που έχουνε τα φροντιστήρια, γιατί είχανε ξεκινήσει κι εκείνα από το λύκειο ουσιαστικά για όλα τα παιδιά, της παρέας μου τουλάχιστον. Βγαίναμε λοιπόν εκεί πέρα Σάββατο Κυριακή, πηγαίναμε, πίναμε καμιά μπύρα, πίναμε κάναν καφέ, τέτοια πράγματα. Και στη συνέχεια, ξέρω 'γω... Μετά, όταν πήγαμε τρίτη λυκείου, θυμάμαι, τρίτη λυκείου Χριστούγεννα, πήγα την πρώτη μου φορά σε μεγάλο club, ας πούμε κι αυτά. Βασικά την παραμονή της πρωτοχρονιάς πήγα την πρώτη μου φορά σε μεγάλο club, το οποίο με εντυπωσίασε κιόλας, έτσι ο κόσμος εκεί πέρα μέσα, χαμός κι αυτά, ήπια και το ποτό μου, αλλά ναι. Και μετά, σιγά σιγά, αφού τελειώσαμε και το σχολείο, ξεκινήσαμε να βγαίνουμε σε κάποια clubs, όπως όλοι θεωρώ στην αρχή κι αυτά, αλλά χωρίς κάτι πολύ... Γενικά βόλτες γύρω γύρω στην Καλλιθέα, ναι. Kαι αργότερα, εκεί πέρα προς τρίτη λυκείου ξεκινήσανε... Βασικά όχι, ψέματα, όχι τρίτη λυκείου, δευτέρα λυκείου ήτανε, ήταν ένα πολύ γνωστό μαγαζί στη Νέα Σμύρνη, το οποίο ήτανε καφετέρια και είχε και ναργιλέδες και μάζευε πάρα πολύ κόσμο, δηλαδή, σκέψου, περίμενες έξω σε ουρές για να κάτσεις με την παρέα σου, ήτανε το in της εποχής, ας πούμε κι αυτά, στη Νέα Σμύρνη. Το οποίο ήταν και πανάκριβο, θυμάμαι. Χρεώνανε 7 ευρώ το ναργιλέ και 3 ευρώ το να σου αλλάξουνε το καρβουνάκι από πάνω, ξέρω 'γω, μιλάμε για τρελά ποσά αισχροκέρδειας, το οποίο το μάθαμε και εμείς οι υπόλοιποι στη συνέχεια, γιατί; Γιατί μετά η Καλλιθέα ήταν από τις πρώτες περιοχές [00:20:00]στις οποίες υπήρχανε ναργιλετζίδικα, μαγαζιά. Εκείνο ήταν πιο πολύ καφετέρια που είχε και ναργιλέδες. Στην Καλλιθέα υπήρχανε μαγαζιά που προφανώς ήτανε και καφέ, δηλαδή δεν ήταν απαραίτητο να πάρεις ναργιλέ άμα πας εκεί πέρα μέσα, αλλά είχαν το χαρακτηρισμό του ναργιλετζίδικου, ξέρω 'γω, είτε με μια μπύρα είτε με έναν καφέ είτε με ένα αναψυκτικό, όλη την ημέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, πηγαίναν αργά, έβλεπες αγώνες εκεί πέρα πολύ συχνά. Δηλαδή ξεκινήσαμε εκεί πέρα τέλη της τρίτης λυκείου, νομίζω, βασικά αρχές της τρίτης λυκείου ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε εκεί πέρα, στο οποίο θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ο αργιλές μαζί με ένα αναψυκτικό είχε 2,5 ευρώ ουσιαστικά. Και σου... Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι την πρώτη μέρα που μπαίνω εκεί πέρα και πάει να μου αλλάξει το παιδί τα κάρβουνα πάνω από το ναργιλέ μου, του κάνω: «Όχι, όχι, όχι!» γιατί δεν ήθελα να πληρώσω έξτρα. Και μου λέει: «Γιατί;» μου λέει εκείνος. «Πρέπει να σ' τ’ αλλάξω». Και του λέω: «Δε θέλω να πληρώσω». Και μου λέει, με κοιτάει και μου λέει: «Τι να πληρώσεις;» μου λέει. Του λέω: «Την αλλαγή στα κάρβουνα, δε θέλω τώρα να δώσω άλλα 3 ευρώ». Μου λέει: «Όχι, αυτό είναι δωρεάν, 2,5 ευρώ θα πληρώσεις και θα κάνεις όσο θέλεις». Και μιλάμε τότε ήτανε σαν να μου άνοιξε έναν καινούργιο κόσμο ουσιαστικά, ξέρω 'γω. Γενικά εγώ δεν κάπνιζα κιόλας, αλλά ο αργιλές με ευχαριστούσε, το κάναμε έτσι με τη παρέα. Και μετά σιγά σιγά συντηρήθηκε μια σχέση στην οποία πηγαίναμε πολύ σ’ αυτό το μαγαζί, αράζαμε, παίζαμε χαρτιά, ξέρω 'γω, έτσι, δηλαδή tichu είναι ένα παιχνίδι, δηλωτή όπως λέμε κι αυτά, παίζαμε τάβλι, πηγαίναμε εκεί πέρα βλέπαμε τους αγώνες, ήταν ένα μέρος, το στέκι μας, ας πούμε, ξέρω 'γω κι αυτά. 

Σ.Κ.:

Ο κόσμος που σύχναζε εκεί πέρα τι ήτανε, ήτανε νέοι;

Θ.Τ.:

Υπήρχαν άνθρωποι όλων των ηλικιών. Και αυτό που είπα στην Καλλιθέα στην αρχή, ξέρω 'γω, στην Καλλιθέα ήτανε φημισμένη σε εισαγωγικά για τα ναργιλετζίδικα που έχει, τα οποία τα διατηρούσανε άτομα τα οποία κατάγονται από την Αίγυπτο. Ήταν φημισμένη η Καλλιθέα, γιατί είχε 2-3 τα οποία θωρούντουσαν και καλά κιόλας, αρκετά καλά και ήτανε και καλά ουσιαστικά, τουλάχιστον από τη δικιά μου την εμπειρία. Και έσκαγε κόσμος δηλαδή μέχρι και από Νέα Ιωνία, Κηφισιά, απ’ όλες τις περιοχές σκάγανε φουλ στην Καλλιθέα, και νέοι, αλλά υπήρχαν προφανώς και άτομα που και εκείνοι ήταν από την Αίγυπτο, γιατί ήτανε γνωστό και ήθελαν να καπνίσουν ναργιλέ, να βρίσκονται και εκείνοι εκεί, άτομα όλων των ηλικιών, ξέρω 'γω. Δηλαδή μπορούσες να δεις από άτομα 17 χρονών μέχρι και 65αρηδες, για παράδειγμα. Ήτανε γενικά, ήταν κι ωραία φάση, σ' έβαζε και... γιατί είναι ωραία η πολυπολιτισμικότητα, θεωρώ εγώ, έβλεπες λίγο το κομμάτι της κουλτούρας εκείνων των ανθρώπων που είχανε το μαγαζί, οι οποίοι είχανε ραμαζάνι κάποιες εποχές, τους έβλεπες ότι σταματάγανε κάποια στιγμή, τρώγανε όλοι μέσα, δε σε εξυπηρετούσανε λίγο εκείνη την ώρα, σε ενοχλούσε λίγο αυτό, αλλά, εντάξει, καταλάβαινες, ας πούμε, σου εξηγούσανε πώς παίζει η φάση, τι φάση παίζει με το ραμαζάνι κι αυτά. Γινότανε χαμός όταν έπαιζε η Αίγυπτος και το απολαμβάναμε και εμείς μαζί τους, ξέρω 'γω, γουστάραμε. 

Σ.Κ.:

Γνωρίσατε και κόσμο δηλαδή;

Θ.Τ.:

Ναι, ναι, γενικά ήταν ένα μέρος το οποίο βρισκόμασταν σχεδόν κάθε μέρα, οπότε είχαμε διαπροσωπικές επαφές και με το προσωπικό, οι οποίοι, βασικά όλοι, όχι οι περισσότεροι, κατάγονταν απ’ την Αίγυπτο. Σπάνια θα ήτανε μια δυο σερβιτόρες οι οποίες δε θα ήτανε, θα ήταν Ελληνίδες, για παράδειγμα. Όλοι ήταν απ’ την Αίγυπτο, τους λέγαμε πολλές φορές να μας μάθουν κάτι στα αιγυπτιακά, τους λέγαμε κι εμείς, υπήρχε μία ωραία σχέση, ξέρω 'γω κι αυτά, περνάγαμε καλά, χαβαλές. Ναι, γενικά ωραία ήτανε.

Σ.Κ.:

Ωραία χρόνια δηλαδή.

Θ.Τ.:

Ναι, ναι, ναι.

Σ.Κ.:

Πώς ήτανε να είσαι παιδί ναυτικού που έρχεται, φεύγει, πώς το βίωνες; 

Θ.Τ.:

Κοίτα, γενικά ο πατέρας μου, ας πούμε, δεν έκανε ποτέ τρομερά μεγάλα ταξίδια, βέβαια, αλλά έλειπε, ας πούμε, ουσιαστικά. Θυμάμαι μια ιστορία, βασικά όταν ήμουνα 2 χρονών, μπορεί λίγο πιο μεγάλος, αλλά καταλάβαινα και μπορούσα να μιλήσω, τώρα δε θυμάμαι τι ακριβώς ηλικία είναι, μου έχουνε διηγηθεί. Ο πατέρας μου έφυγε και έλειψε για έναν ολόκληρο χρόνο και, θυμάμαι, η μητέρα μου είχε μία φωτογραφία του πατέρα μου στην οποία φόραγε ένα πουλόβερ και μου έλεγε, ξέρω 'γω, μου τον έδειχνε και μου έλεγε: «Αυτός είναι ο μπαμπάς σου, αυτός είναι ο μπαμπάς σου». Δεν είχε γεννηθεί ακόμα η αδερφή μου, γιατί έχω και μία αδερφή. Και μου τον έδειχνε η μητέρα μου και μου έλεγε αυτός είναι ο πατέρας σου, στην οποία φόραγε ένα πουλόβερ. Και φτάνει τώρα η εποχή στην οποία γύρισε ο πατέρας μου και ήτανε καλοκαίρι, καλοκαίρι ή τέλη Μάη, αλλά έκανε ζέστη, ουσιαστικά είχαμε ανεβάσει τα χειμωνιάτικα, που λέμε, ξέρω 'γω κι αυτά. Ήτανε βράδυ, εγώ κοιμόμουνα στο δωμάτιο της μητέρας μου, νομίζω, δίπλα, σε μια κούνια και ξυπνάω κάποια στιγμή μες στον ύπνο μου, ενώ είχε έρθει ο πατέρας μου, δεν τον είχα δει εγώ, ήρθε μες στο βράδυ και αρχίζω και φωνάζω, είχα πανικοβληθεί ότι κάποιος είναι στο κρεβάτι που κοιμάται η μητέρα μου και τα λοιπά. «Βοήθεια!», ότι είναι κάποιος κλέφτης, φοβήθηκα, δεν ξέρω εγώ τι, γιατί δεν είχα συνηθίσει άλλη παρουσία εκτός απ’ της μητέρας μου σ’ αυτό το χώρο. Ξυπνάνε οι γονείς μου, «Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου», να μου λέει η μαμά μου: «Ο μπαμπάς σου είναι» κι αυτά, να μου λέει ο πατέρας μου: «Ρε Θεολόγε», ρε το ένα, ρε το άλλο. Εγώ να πηγαίνω να δείχνω τη φωτογραφία και να λέω: «Όχι, αυτός είναι ο μπαμπάς μου», ξέρω 'γω. Με τα πολλά, για να μπορέσω να ηρεμήσω γιατί δεν ηρεμούσα με τίποτα, μου είχαν πει, αναγκαστήκαν να κατεβάζουν τα χειμωνιάτικα, να φορέσει ο πατέρας μου αυτό το πουλόβερ που φόραγε στη φωτογραφία, για να μπορέσω να πειστώ ότι αυτός είναι ο πατέρας μου ουσιαστικά. Οπότε, ναι. Και γενικά, στη συνέχεια ο πατέρας μου, ας πούμε, ταξίδευε 3 μήνες, 3 μήνες καθόταν εδώ, ταξίδευε 3 μήνες, 3 μήνες καθόταν εδώ. Δηλαδή τον έβλεπα τον μισό χρόνο, αλλά πάντα, δηλαδή το χρησιμοποιούσε και λίγο έτσι η μητέρα μου, ότι «θα πάρω τον πατέρα σου να του πω που έκανε αυτό, που λείπει, που θα στεναχωρηθεί» κι αυτά. Ήτανε μια φωνή απ’ το τηλέφωνο, που θα του πει κάτι η μητέρα μου, θα μου πει ο πατέρας μου: «Γιατί το ‘κανες αυτό;», θα με μαλώσει λίγο απ’ το τηλέφωνο κι αυτά. Δηλαδή δεν είχα κάποια τρελή σχέση τουλάχιστον, μέχρι να... Πιο πολύ τον φοβόμουνα, θα έλεγα, ξέρω 'γω, μέχρι να φτάσω σε μια ηλικία και να μπορέσω να συνειδητοποιήσω κάποια πράγματα εγώ ο ίδιος, δηλαδή, θα έλεγα, μέχρι τα 20 μου ουσιαστικά, σε εισαγωγικά «φοβόμουν», «ντρεπόμουν» να του μιλήσω. Αργότερα βέβαια που κατάλαβα, ωρίμασα περισσότερο ουσιαστικά, προσπάθησα να ανοιχτώ προς τα εκείνον, θεωρώ, περισσότερο, να ανοιχτεί κι εκείνος προς τα μένα. Και μέχρι και που πριν φύγει απ’ τη ζωή, θεωρώ πως το κατάφερα, ξέρω 'γω, αυτό το πράγμα, να έρθω πιο κοντά του, να αναπληρώσω κάπως τον χαμένο χρόνο, αλλά ένιωθα και λίγο την απουσία, ας πούμε, θεωρώ, μέσα μου. 

Σ.Κ.:

Το μεγαλύτερο διάστημα που είχε κάτσει;

Θ.Τ.:

Χωρίς να ταξιδέψει;

Σ.Κ.:

Να φύγει, ναι.

Θ.Τ.:

Το μεγαλύτερο διάστημα που είχε χωρίς να ταξιδέψει πριν να αρρωστήσει ήτανε 3 μήνες, που καθότανε.

Σ.Κ.:

Ταξίδευε συνεχώς δηλαδή;

Θ.Τ.:

Ναι, ναι, ναι, ναι. Και ταξίδευε κιόλας και ενώ είχε αρρωστήσει, ήθελε ο ίδιος να ταξιδέψει και δούλευε κι αυτά. 

Σ.Κ.:

Του άρεσε κιόλας η θάλασσα.

Θ.Τ.:

Του άρεσε, θεωρώ πως του άρεσε πάρα πολύ η δουλειά του και όλο αυτό που φέρνει μαζί η δουλειά του ναυτικού ουσιαστικά, το ότι ταξιδεύεις, είσαι από δω, είσαι από κει, βλέπεις νέα μέρη. Ξέφευγε, θεωρώ, του άρεσε πολύ η θάλασσα, που λένε.

Σ.Κ.:

Ok. Πάμε στο κομμάτι των Πανελληνίων. Καλείσαι να δώσεις Πανελλήνιες στα 17, τρίτη λυκείου, εκεί πέρα. Πώς ήτανε για σένα αυτή η περίοδος;

Θ.Τ.:

Κοίτα, εγώ, όπως σου είπα και πριν, όσο περνούσαν τα χρόνια, ας πούμε, στην πρώτη γυμνασίου ήμουνα καλός μαθητής, ξέρω 'γω, λίγο ψαρωμένος, ας πούμε. Στην αρχή διάβαζα όλα τα μαθήματα, στη συνέχεια με παρέες από δω κι από κει ξεκλειδώθηκα και λίγο, άρχισα να μην είμαι τόσο καλός μαθητής γενικά, αλλά ήμουνα καλός μαθητής στα μαθήματα που ένιωθα εγώ μια έλξη, δηλαδή θετικές επιστήμες, μαθηματικά, φυσική, χημεία. Δηλαδή δεν πήγαινα καθόλου μαθήματα τα οποία ήτανε, ξέρω 'γω, φιλολογικού χαρακτήρα, δηλαδή όπως λογοτεχνίες, αρχαία κτλ. Και οπότε, ενώ παλιότερα έδειχνα κι εκεί ένα ενδιαφέρον, διάβαζα, στη συνέχεια, καθώς περνούσαν τα χρόνια, άρχισα να αδιαφορώ για αυτά και ασχολιόμουνα μόνο με εκείνα που έβρισκα ενδιαφέρον, χωρίς να διαβάζω και σε εκείνα τρελά, είχα μία έφεση, είχα ένα... μια «ευφυία», να το πω σε εισαγωγικά, ξέρω 'γω κι αυτά. Και είχα αρκετά καλούς βαθμούς, θα μπορούσα να πω, σε εκείνα τα μαθήματα. Και ξαφνικά ήρθαν οι Πανελλήνιες, οι οποίες γενικά καλλιεργείται μια, θεωρώ, μια νοοτροπία από τους γονείς, από γενικά όλο τον περίγυρο ότι όλη σου τη ζωή πηγαίνεις σχολείο για να δώσεις Πανελλήνιες ουσιαστικά, όχι για να κάνεις τίποτα άλλο. Οπότε κάθε παιδί ή τουλάχιστον άμα δεν μπορούνε και οι γονείς να του δώσουνε κατευθυντήρια γραμμή, γιατί, εντάξει, οι περισσότεροι γονείς και εκείνοι αυτό το πράγμα έχουν στο μυαλό τους, γιατί καταλαβαίνουν ότι το παιδί τους μέσα από μια χρονιά, ουσιαστικά... ουσιαστικά, όχι σε μεγάλο βαθμό, γιατί, εντάξει, προφανώς όλοι οι άνθρωποι εξελίσσονται στη ζωή τους και κάνουνε διάφορα πράγματα, αλλά θα αντικατοπτρίσει κάπως το μέλλον του μία χρονιά το ίδρυμα στο οποίο θα περάσει, είτε είναι ένα πανεπιστήμιο είτε είναι ένα ΤΕΙ, το οτιδήποτε, ξέρω 'γω. Οπότε ένιωθα πίεση από το σπίτι μου, αλλά παράλληλα εγώ συνέχισα το δικό μου το τροπάριο. Δηλαδή στα μαθήματα που έδινα –ήμουνα στην τεχνολογική κατεύθυνση– αλλά μαθήματα [00:30:00]τα οποία υπήρχαν και εκεί πέρα που δεν μου αρέσανε, δεν τα πολυδιάβαζα, ξέρω 'γω κι αυτά. Αντιθέτως με μαθηματικά και φυσική που έδωσα και μαθηματικά γενικής. Για παράδειγμα, το ΑΟΔΕ, ας πούμε, ένα μάθημα που είναι, καθαρά ήτανε 52 σελίδες, έτσι λεγότανε εκεί με τα παιδιά, είναι κοινώς γνωστό, 52 σελίδες, τις οποίες έπρεπε να τις μάθεις παπαγαλία ακριβώς όπως τα λέει για να απαντήσεις στις ερωτήσεις, δεν ασχολήθηκα ποτέ, ήταν ο χειρότερός μου βαθμός και η έκθεση, στην οποία δεν ήμουνα, φιλολογικού χαρακτήρα και εκείνη θα έλεγα, ξέρω 'γω. Βέβαια όλοι οι άνθρωποι προφανώς πρέπει, άλλοι καλύτεροι άλλοι λιγότερο, θα πρέπει να έχουν ένα γραπτό λόγο προφανώς και να μπορούν να εκφράζονται σ’ αυτό. Εγώ δεν ήμουνα πολύ καλός σ’ αυτό, δεν πήρα πολύ καλό βαθμό και δεν κατάφερα να περάσω σε κάποια σχολή του ενδιαφέροντός μου στην Αθήνα. Πέρασα στην Κρήτη Εφαρμοσμένα Μαθηματικά, τα οποία μου άρεσαν πολύ. Αλλά εκείνη την περίοδο υπήρχαν κάποια δύσκολα οικογενειακά ζητήματα, κυρίως οικονομικού χαρακτήρα, τα οποία δεν μου επέτρεπαν να σπουδάσω σε μία ξένη πόλη, οπότε πήρα την απόφαση να ξαναδώσω Πανελλήνιες, το οποίο δεν θα το πρότεινα σε κανέναν, ξέρω 'γω, που πρόκειται να μπει σε αυτή τη διαδικασία, εκτός βέβαια αν έχει κάποιο όνειρο. Γιατί εγώ προσωπικά δεν ένιωθα ότι είχα, ότι «Να, ξέρεις τι; Θέλω να γίνω γιατρός. Να, ξέρεις τι; Θέλω να γίνω μαθηματικός. Να, ξέρεις τι». Ήξερα ποιες επιστήμες μου αρέσουνε, αλλά δεν ήξερα ακριβώς το τι θέλω να κάνω στη ζωή μου, ξέρω 'γω. Υπάρχουνε παιδιά, λίγα θεωρώ, που στα 17 τους, γιατί, ας πούμε, εγώ 17 ήμουνα όταν έδωσα Πανελλήνιες, δεν τα είχα κλείσει καν τα 18, δεν ήμουνα καν ενήλικας, ότι μπορούν να αποφασίσουνε το τι θα ακολουθήσουνε στο υπόλοιπο κομμάτι της ζωής τους, για παράδειγμα, που θεωρώ πως είναι πολύ δύσκολο αυτό που σε βάζει η πολιτεία, ξέρω 'γω, να κάνεις σαν ένα παιδί 17 χρονών. Δηλαδή πιο πολύ ό,τι σου λέει ο περίγυρός σου ουσιαστικά αποφασίζεις να πας και ουσιαστικά με το τι θα έχει λεφτά, έτσι, ας πούμε, ξέρω 'γω, το βλέπουν, το οποίο για μένα είναι εντελώς λάθος. Δηλαδή δεν υπάρχει, μηδενικός σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός, που θα έπρεπε να είναι μάθημα της κατεύθυνσής σου, μη σου πω κιόλας, ξέρω 'γω, ουσιαστικά. Εμείς κάναμε ένα μάθημα την εβδομάδα κι αυτό γινότανε η ώρα του παιδιού, μέχρι κι ο δάσκαλος δεν ήθελε να... ο καθηγητής, να κάνει μάθημα στο σχολείο σ’ αυτό το μάθημα. Εν πάση περιπτώσει. Που λες, ναι, ξαναέδωσα Πανελλήνιες, στις οποίες ήμουνα πιο σοβαρός, θεωρώ, αλλά με πάλι να μην ασχολούμαι πολύ με τα μαθήματα τα οποία δεν με ενδιέφεραν εμένα και τόσο πολύ. Δηλαδή στο ΑΟΔΕ έγραψα κάπως καλύτερα, αλλά όχι και τόσο, στην έκθεση έγραψα αρκετά καλύτερα, το οποίο μπορούσα και να το κάνω και είχε ένα νόημα για μένα, το κομμάτι που είπα ότι ο γραπτός λόγος για όλους χρειάζεται. Έγραψα καλά... 

Σ.Κ.:

Το ΑΟΔΕ, συγγνώμη, τι θεματολογία ήτανε;

Θ.Τ.:

Ήτανε ένα οικονομικό μάθημα.

Σ.Κ.:

Ok.

Θ.Τ.:

Το οποίο όμως δεν σου μάθαινε, δεν σου έδινε οικονομικούς όρους, δεν εντρυφούσε κανένας στο να σου εξηγήσει τι είναι η οικονομία, τι αφορά, το ένα το άλλο, από δω, από κει, υπάρχουν χίλια πράγματα να ασχοληθείς. Απλά έπρεπε να μάθεις κάποιες σελίδες απ’ έξω, χωρίς καν να καταλαβαίνεις το τι λες ουσιαστικά. Δηλαδή κανένας καθηγητής δεν εξηγούσε, απλά έπρεπε να το μάθεις απ’ έξω και να το γράφεις, ξέρω 'γω. Σαν Ιστορία, χωρίς να είναι Ιστορία, για παράδειγμα.

Σ.Κ.:

Παπαγαλία.

Θ.Τ.:

Παπαγαλία, ναι, ναι, ναι. Ωραία. Οπότε σ’ αυτό που έλεγα πριν, έγραψα κάπως καλύτερα, ήθελα να περάσω Στατιστική, δυστυχώς την έχασα για 15 μόρια, απογοητεύτηκα πάρα πολύ απ’ αυτό, γιατί ήθελα κυρίως με τα μόρια που είχα, είχα αποφασίσει ότι ήθελα να περάσω, δε γινόταν κιόλας να περάσω σε κάποια σχολή έξω, ήθελα να μπω εκεί, απογοητεύτηκα, δεν ήθελα να βάλω άλλη σχολή, πάλι καλά που έβαλα. Και είμαι στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης, απ’ το οποίο δεν ήμουνα και τρελά ικανοποιημένος. Πρόσφατα, όχι πρόσφατα ακριβώς, γενικά την είχα παρατήσει τη σχολή μου, έκανα και κάποιες προσπάθειες με το 10%, δεν τα κατάφερα και εκεί πέρα να πέρναγα στη σχολή της Στατιστικής. Και την είχα παρατήσει τη σχολή, παράλληλα ασχολιόμουνα πολύ με το παιχνίδι που λέγαμε πριν, τη Dota 2. Και τώρα τελευταία βέβαια έχω αποφασίσει να πάρω το πτυχίο μου και να τελειώσω τη σχολή.

Σ.Κ.:

Ok. Ωραία, άρα τα φοιτητικά σου χρόνια πώς κυλάνε;

Θ.Τ.:

Κοίταξε, αφού έδωσα τη δεύτερη χρονιά Πανελλήνιες ουσιαστικά, όπως όλοι, θεωρώ, βασικά, τουλάχιστον στο δικό μας κομμάτι της εποχής, δηλαδή απ’ όταν πήγα εγώ και οι φίλοι μου, απ’ όταν πήγαμε 4ο έτος θεωρώ πως άλλαξε η φάση. Οι περισσότεροι τις πρώτες χρονιές ψιλοαδιαφορούσαν για τη σχολή τους, λίγο πατάγανε, πιο πολύ για να ξεκινήσουν να κάνουνε κάποιες παρέες κι αυτά και να πηγαίνουν για καφέδες. Εγώ στην αρχή, επειδή είχα αποφασίσει ότι θα έκανα 10% κι αυτά, τις πρώτες δύο χρονιές που το προσπάθησα, δεν είχα πατήσει σχεδόν καθόλου στη σχολή μου. Έβγαινα με φίλους, ψιλοπήγαινα και καμιά βόλτα προς το πανεπιστήμιό μου να δω έτσι τι παίζει, αλλά χωρίς να πηγαίνω ιδιαίτερα σε αμφιθέατρα κι αυτά. Και γενικά πήγαινα βόλτες, παίζαμε τις μπάλες μας, που σου είπα και πριν στο πρωτάθλημα κι αυτά, ασχολιόμουνα με διάφορα δικά μου ενδιαφέροντα, ξέρω 'γω. Παράλληλα υπήρχε και το κομμάτι του παιχνιδιού της Dota, αλλά σε πολύ ήπιο επίπεδο, με την παρέα ό,τι γινότανε, όσο το έκανα. Και μέχρι το ’14, ας πούμε, ήτανε έτσι. Μετά τις 2 χρονιές βασικά του 10% ξεκίνησα να πηγαίνω λίγο στη σχολή, να το παίρνω πιο θερμά, να περάσω κάποια μαθήματα, μέχρι που, νομίζω, το ’14-’15 είπα ότι δεν με ενδιαφέρει η σχολή μου, ξέρω 'γω κι αυτά, τουλάχιστον σε μένα, γενικά δεν το ανακοίνωσα. Και σε συνδυασμό με κάποια γεγονότα, σταμάτησα να πολυβγαίνω, ξεκίνησα με τη Dota να ασχολούμαι όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο. Και έτυχε με μία παρέα με τους οποίους έπαιζα τότε να μου πούνε να πάμε σε ένα ίντερνετ καφέ. Τα οποία ίντερνετ καφέ, ενώ είχαν την άνθησή τους από το ’04, ας πούμε, μέχρι το ’10, απ’ το ΄10 μέχρι το ΄14-΄15 είχαν μία τρελή φθίνουσα πορεία, γιατί όλοι βάλανε ίντερνετ στο σπίτι τους, όλοι είχανε πάνω κάτω έναν υπολογιστή κι αυτά, οπότε δεν πήγαινε πολύς κόσμος, είχανε τρελή φθίνουσα πορεία. Στη συνέχεια όμως, μετά τα παιχνίδια αρχίσαν και γινόντουσαν όλο και πιο απαιτητικά και γίνονταν και πιο απαιτητικά ως προς τις δυνατότητες του υπολογιστή σου κυρίως. Οπότε εγώ έπαιζα αυτό το παιχνίδι, αλλά γενικά δεν ήτανε πολύ, δε φαινόταν τουλάχιστον πολύ ωραίο στον δικό μου τον υπολογιστή που είχα εκείνη την εποχή, οπότε μου λένε κάποιοι φίλοι μου και για το κομμάτι της παρέας κιόλας να πάμε σε ένα Net, στο οποίο, σε ένα ίντερνετ καφέ, το οποίο είναι πάρα πολύ ωραίο κι αυτά, έχει τούμπανα pc, ας πούμε κι αυτά. Και πάω και ερωτεύτηκα το μέρος, στον Πειραιά ήταν αυτό, δεν ξέρω τι έγινε. Και από τότε που πήγα, μου άρεσε τόσο πολύ, ξέρω 'γω κι αυτά και μου άρεσε και η εμπειρία που είχα από τον υπολογιστή, που είχα εκεί πέρα στο net στο παιχνίδι μου απάνω, οπότε κόλλησα και θα έλεγα ότι αποξενώθηκα πάρα πολύ από παρέες, γενικά από όλο μου τον κοινωνικό περίγυρο και αφοσιώθηκα πάρα πολύ σ’ αυτό το παιχνίδι. Ήμουνα όλη μέρα σε ίντερνετ καφέ, ξέρω 'γω, δηλαδή απίστευτες ώρες. Μπορεί να τύχαιναν... Γενικά τα περισσότερα ίντερνετ καφέ έχουνε πολλές προσφορές για παράδειγμα. Οπότε υπήρχε μία κλασική προσφορά στην οποία από τις 12:00 το βράδυ μέχρι τις 12:00 το μεσημέρι πλήρωνες 6 ευρώ και είχες δωρεάν και έναν καφέ. Και έτρωγα ώρες αμέτρητες, δηλαδή έτρωγα εκεί πέρα όλο μου το βράδυ, έπαιζα, έπαιζα, έπαιζα, έπαιζα, έπαιζα. Εντωμεταξύ αυτό το παιχνίδι μου άρεσε πολύ, ήμουνα και σχετικά καλός, ξέρω 'γω. Γενικά σε όλα αυτά τα παιχνίδια υπάρχει μια κατάταξη, ας πούμε, ένα leaderboard, στο οποίο στην αρχή δεν ήμουνα και τόσο ψηλά, αλλά όσο έπαιζα και το παιχνίδι, όλο και βελτιωνόμουνα και άρχιζε να υπάρχει, τότε άρχιζα να ακούω, επειδή έψαχνα και λίγο παραπάνω για το παιχνίδι που έπαιζα, άρχιζαν να ανθούνε τα e-sports ουσιαστικά. Και επειδή μου άρεσε κι εμένα πάρα πολύ το παιχνίδι, σκεφτόμουνα και θεωρούσα ότι ήμουνα και λίγο καλός σ’ αυτό, θεωρούσα ότι με βελτίωση κι αυτά και άμα ασχολιόμουνα μ' αυτό –δεν είχα και κάτι άλλο, όπως σου είπα πριν, τη σχολή μου ήθελα να την παρατήσω– αποφάσισα, λέω ότι ίσως να έχω κάποια καριέρα και γενικά παίζουνε και αρκετά καλά λεφτά σ’ αυτά τα πράγματα, ξέρω 'γω. Οπότε αποφάσισα ότι θα προσπαθήσω να κάνω μια καριέρα εκεί, ξέρω 'γω, άμα μπορέσω. 

Σ.Κ.:

Καλά λεφτά πώς παίζουνε, ποιοι είναι οι τρόποι;

Θ.Τ.:

Γίνονται, για να το πω έτσι απλά, γίνονται κάποια τουρνουά, τα οποία έχουν ένα χρηματικό έπαθλο, μαζεύονται ομάδες, δεν είναι τόσο συλλογικό το επίπεδο όπως είναι οι ομάδες ποδοσφαίρου, [00:40:00]μπάσκετ κι αυτά, κυρίως –αυτό το παιχνίδι παίζεται από 5 άτομα– κυρίως μαζεύονται 5 παίχτες, δηλώνουν ένα όνομα της ομάδας τους και συμμετάσχουνε. Βέβαια, σιγά σιγά και με τα χρόνια αυτό έχει εξελιχθεί, έχουνε δημιουργηθεί ομάδες, ξέρω 'γω, οι οποίες παρέχουνε συμβόλαια στους παίχτες, δεν εξαρτιούνται μόνο από το χρηματικό έπαθλο. Ήταν ένα πώς... ήταν μια μετάβαση, πώς κάτι από ερασιτεχνικό ίσως και στο ποδόσφαιρο έγινε μετά επαγγελματικό, υπήρχε μια αλλαγή. Δηλαδή, ας πούμε, εγώ τότε δεν παρακολουθούσα και τόσο πολύ τη σκηνή των e-sports, αλλά το 2011 στη Dota 2 ήτανε το πρώτο μεγάλο τουρνουά που έγινε ουσιαστικά με παίχτες απ’ όλο το κόσμο, από Κίνα, Ευρώπη, Ρωσία, Αμερική και τα λοιπά, το οποίο είχε σαν συνολικό prize pool 1.000.000 ευρώ. Και ο πρώτος, ας πούμε, θα έπαιρνε... η πρώτη ομάδα, θα μοιραζόντουσαν οι 5 παίχτες ένα ποσό των 500.000 ευρώ, το οποίο ήτανε τρομερά συνταρακτικό για τα δεδομένα της εποχής που υπήρχανε και για τα άτομα που ασχολιόντουσαν τότε και επενδύανε ώρες σε αυτό το κομμάτι. Με το χρόνο, με το χρόνο, η Dota έκανε όλο και πιο πολλά τουρνουά, με αποκορύφωμα κάθε χρονιά στη Dota είναι το The International, έτσι λέγεται, το οποίο είναι το πιο φημισμένο, κυρίως λόγω του ότι έχει το μεγαλύτερο χρηματικό έπαθλο. Για παράδειγμα το International του 2019 είχε σαν συνολικό χρηματικό έπαθλο, νομίζω, γύρω στα 40.000.000 ευρώ και η πρώτη ομάδα πήρανε, μοιραστήκανε γύρω στα 15.000.000 ευρώ, αυτά τα 5 άτομα ουσιαστικά.

Σ.Κ.:

Ok. Πόσοι όμως περίπου, δηλαδή αρχικά πόσο συχνά μέσα στο χρόνο γίνονται αντίστοιχα τουρνουά έστω και πιο μικρά και, αν έχεις εικόνα, περίπου πόσοι παίζουνε και πόσοι είναι σε ένα επίπεδο άλφα, που μπορούν να συμμετέχουνε, ας πούμε, σε αυτά τα τουρνουά, πώς λειτουργεί;

Θ.Τ.:

Κοίταξε, ανά το χρόνο γίνονται αρκετά τουρνουά με έπαθλα, συνολικό έπαθλο 250.000, 500.000, 1.000.000. Γίνονται, γίνονται αρκετά τουρνουά και μικρότερου επάθλου, ξέρω 'γω, με 10.000 ευρώ, 20.000 ευρώ συνολικό έπαθλο, στα οποία, είναι λίγο σε ένα κομμάτι αναλογικό και με τον υπόλοιπο αθλητισμό. Δηλαδή υπάρχουνε κατηγορίες από ομάδες, υπάρχουνε κατηγορίες, χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει ότι μία ομάδα χαμηλότερης κατηγορίας δεν μπορεί να παίξει με άλλη, ξέρω 'γω, δεν υπάρχει κάποια λίγκα, κάποιο πρωτάθλημα. Αλλά υπάρχουν ομάδες δυναμικότητας, οι οποίες... γίνονται προκριματικά δηλαδή για κάθε τουρνουά, στα οποία καταφέρνουνε κάποιες ομάδες να προκριθούνε, τυχαίνει, λόγω ότι οι καλύτερες ομάδες έχουνε τους καλύτερους παίκτες, να προκρίνονται εκείνες.

Σ.Κ.:

Ok.

Θ.Τ.:

Βέβαια υπάρχουνε και ομάδες οι οποίες καταφέρνουνε να κάνουνε κάποιες εκπλήξεις, για παράδειγμα, παίζοντας καλά, να μπορέσουνε να προκριθούνε και εκείνες. Αλλά ναι, είναι θέμα επιπέδου πιο πολύ. 

Σ.Κ.:

Και από αριθμό παικτών περίπου έχεις εικόνα;

Θ.Τ.:

Έχω εικόνα, ας πούμε, από την Ευρώπη, παίκτες οι οποίοι ασχολούνται επαγγελματικά είναι γύρω στα... 5000 άτομα; Απ’ όλη την Ευρώπη. 

Σ.Κ.:

Και αυτό είναι τώρα, έχει ανέβει, φαντάζομαι, δηλαδή πριν 5 χρόνια ήταν λιγότεροι ή είναι σταθερό μέσα στα χρόνια;

Θ.Τ.:

Πάνω κάτω, ας πούμε, θεωρώ πως ξεκίνησε με πολύ πιο χαμηλό αριθμό, 1.000 άτομα, τώρα, ας πούμε, θεωρητικά υπάρχει ένα κομμάτι ότι είναι γύρω στα 5.000, μπορεί να λέω και πολλά, μπορεί να είναι και λιγότερο, μπορεί να είναι 3.000 άτομα τα οποία ασχολούνται επαγγελματικά με αυτό και βγάζουνε κάποια χρήματα απ’ αυτό. Βέβαια όλο αυτό το κομμάτι, η Dota και όλα αυτά τα παιχνίδια τα διαδικτυακά έχουνε και το κομμάτι του ότι μπορούνε να τα στριμάρουνε, υπάρχουνε πλατφόρμες, στις οποίες δείχνεις από τον υπολογιστή σου αυτό που κάνεις εσύ ακριβώς, πολλοί βάζουνε και μία κάμερα και δείχνουνε το πρόσωπό τους, ακούγεται η φωνή τους, άμα λένε κάτι κτλ., στο οποίο και αυτό είναι κάτι αντίστοιχο με τους youtubers, ας πούμε, είναι οι streamers για παράδειγμα. Στο οποίο και αυτό μπορείς να βγάλεις χρήματα παίζοντας το παιχνίδι που σου αρέσει, συγκεκριμένα εγώ Dota 2, αλλά βέβαια ποτέ δεν ασχολήθηκα εγώ με αυτό, δεν με ενδιέφερε. 

Σ.Κ.:

Και πώς βγάζεις από αυτό χρήματα;

Θ.Τ.:

Σου κάνουνε δωρεές αυτοί που σε βλέπουνε. 

Σ.Κ.:

Και κάνουνε;

Θ.Τ.:

Ναι. Και κάνουνε, κάνουνε γενικά, ξέρω 'γω, πολλά άτομα που απολαμβάνουνε και περνάνε καλά τον χρόνο τους μαζί τους, σου δίνει ο καθένας ό,τι θέλει. Δηλαδή υπάρχουν άτομα που έχουν κάνει donate μέχρι και 5.000 ευρώ για παράδειγμα σε έναν streamer, επειδή περνάνε καλά, αλλά ξεκινάνε από 3 ευρώ και φτάνουνε μέχρι...

Σ.Κ.:

Που στην ουσία βλέπουν τον άλλον να παίζει το παιχνίδι.

Θ.Τ.:

Ναι, ναι, βλέπουν τον άλλον να παίζει το παιχνίδι. Γενικά είναι κάτι το οποίο αναπτύσσεται πολύ, τα e-sports, όχι μόνο η Dota που παίζω εγώ, υπάρχουνε αρκετά παιχνίδια. Για παράδειγμα τώρα, αν δεν κάνω λάθος, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι τώρα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα γίνουνε στο Τόκιο, θα υπάρχει σαν ολυμπιακό άθλημα, 3 διαδικτυακά παιχνίδια, νομίζω. Είναι ένα παιχνίδι που λέγεται Rocket League, τα άλλα δύο δεν τα θυμάμαι τώρα, μόνο αυτό θυμάμαι. 

Σ.Κ.:

Άρα είναι μία νέα βιομηχανία.

Θ.Τ.:

Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι. Κυρίως, ειδικά για τα παιδιά που είναι τώρα 12-13, ξέρω 'γω, ασχολούνται πολλές ώρες με αυτό. Χωρίς να είναι απαραίτητα καλό ή κακό, τώρα αυτό το κρίνει ο καθένας αν είναι καλό ή κακό σαν πραγματικότητα. Αλλά ναι, έχουνε μπει για τα καλά στη ζωή μας τα e-sports. Δηλαδή και με το... και με πολλά παιχνίδια ποδοσφαίρου ή και μπάσκετ γίνονται αντίστοιχα πράγματα. 

Σ.Κ.:

Άρα ο κύριος στόχος σου, ας πούμε, στη Dota απ’ το ‘14 που άρχισες να ασχολείσαι πιο εντατικά κτλ. ήτανε να γίνεις;... 

Θ.Τ.:

Ναι, γενικά εγώ εκεί πέρα, όπως σου είπα πριν, που έπαιζα απ’ το net, σιγά σιγά, ξέρεις, ήταν ένα μέρος στο οποίο πήγαινα κάθε μέρα, μπλα μπλα μπλα, έβλεπα τους ίδιους ανθρώπους, είχα γνωριστεί με το μαγαζί, σιγά σιγά γνωρίζεσαι και με τον κόσμο που πηγαίνει εκεί πέρα και βρίσκεις σαν κοινό σημείο επαφής άτομα τα οποία παίζουνε το ίδιο παιχνίδι με σένα, κυρίως, θα μιλήσεις. Ναι, οπότε έβλεπες δηλαδή ποιος έπαιζε στον υπολογιστή του το παιχνίδι σου το ανάλογο, αυτό που έκανα κι εγώ, ξέρω 'γω, και πολλές φορές έπιανες κάποια κουβέντα κι αυτά. Εγώ, ας πούμε, ξεκίνησα μην έχοντας πολλή ιδέα για το παιχνίδι και παίζοντας, παίζοντας, παίζοντας έτυχε να γνωρίσω ένα παιδί εκεί πέρα, το οποίο έχει γίνει και ένας πολύ καλός μου φίλος. Γενικά, ξέρω 'γω... Επειδή, όπως είπα και πριν, αυτό το παιχνίδι παίζεται σε ομάδες, αναπτύσσεις διαπροσωπικές σχέσεις προφανώς, ξέρω 'γω κι αυτά. Έτυχε αυτό το παιδί να είναι αρκετά καλύτερος από μένα, να έχει ασχοληθεί περισσότερα χρόνια και μου έδειξε κάποια πράγματα, έγινε φίλος μου, συζητάγαμε, ξέρω 'γω, σμίξαμε σε κάποια πράγματα. Και γενικά εκείνος μετά στη συνέχεια με γνώρισε στη παρέα του, πήγαινε λίγο, έχει τις διαπροσωπικές επαφές, οι οποίοι δεν ήτανε στο net, μιλάγαμε μαζί τους μέσω προγραμμάτων από τον υπολογιστή για επικοινωνία, τύπου skype, discord κτλ., ξέρω 'γω, teamspeak. Ναι και δημιουργούνται έτσι και σχέσεις όπως και δημιουργούνται και σχέσεις, δημιούργησα και σχέσεις με άλλα άτομα στο ίντερνετ καφέ, γιατί, όπως σου είπα, ασχολιόμουνα, πήγαινα πάρα πολλές ώρες εκεί πέρα μέσα στη μέρα μου. Και γενικά με πολλά από αυτά τα παιδιά έχουμε επαφές, ξέρω 'γω, οι οποίοι άλλος είναι απ’ τη Κομοτηνή, άλλο ένα παιδί είναι από τη Κοζάνη, άλλος ένας είναι από τη Θεσσαλονίκη, απ’ όλα. Και γενικά και με ξένους γιατί παίζουνε και πολλοί ξένοι αυτό το παιχνίδι, από άλλα, από οποιαδήποτε χώρα, απ’ τη Ρωσία, απ’ τη Σουηδία, Φιλανδία, Βουλγαρία. Οπότε το συνέχισα εκεί πέρα στο net, έπαιζα, έπαιζα, έπαιζα, προσπαθούσα, ξέρω 'γω. Αλλά γενικότερα υπάρχει μία κατάταξη, όπως είπα και πριν, στην οποία πρέπει να ανέβεις αρκετά ψηλά για να μπορέσει κάποιο team να σε δει και να σε πάρει, να σε ζητήσουν, να σε δοκιμάσουν ουσιαστικά, για να μπορέσεις να παίξεις για αυτούς και αν τους κάνεις να σε κρατήσουνε με τα πολλά. Κι αν τα πηγαίνετε καλά, στη συνέχεια θα προχωρήσετε κιόλας.

Σ.Κ.:

Κι αν σε κρατήσουνε, είστε όλοι μαζί στον ίδιο φυσικό χώρο ή μπορείς κι απ’ το σπίτι σου;

Θ.Τ.:

Κοίταξε, απ’ όσο ξέρω, γιατί εγώ δεν τα κατάφερα ποτέ να το κάνω αυτό, αλλά απ’ όσο ξέρω, γιατί γενικά είναι ένα κομμάτι το οποίο είναι μια σκηνή, την οποία παρακολουθείς κιόλας. Δεν είναι μόνο ότι… Γιατί, για να έχει, για να έχει αυτά τα ποσά που είπα πριν ότι δίνονται, πάει να πει ότι υπάρχει και ένα κοινό, μία αγορά η οποία τα προσφέρει αυτά τα χρήματα. Υπάρχουν χορηγίες από γνωστές εταιρίες ενεργειακών ποτών… Βασικά από ενεργειακά ποτά μέχρι και από εταιρίες τηλεφωνίας που σου παρέχουνε ίντερνετ, για παράδειγμα, ξέρω 'γω, έρχονται οι χορηγίες. Από τα πάντα, ό,τι μπορεί να είναι σχετικό με όλο αυτό το κομμάτι. 

Σ.Κ.:

Τα οποία διαφημίζονται, ας πούμε, μέσω των παιχτών.

Θ.Τ.:

Τα οποία ναι, ναι. Πρόσφατα μάλιστα σε ένα τουρνουά το οποίο είχε γίνει, το οποίο λέγεται ESL, έτσι λέγεται το συγκεκριμένο τουρνουά, υπήρχαν διαφημίσεις μέχρι και της Mercedes, ας πούμε, στην οποία διαφήμιζε αυτοκίνητα. Που λες ότι πλέον είναι ένα κομμάτι της πραγματικότητάς μας αυτό, ξέρω 'γω. Δηλαδή εγώ προσωπικά πλέον περισσότερο απολαμβάνω να δω ένα καλό παιχνίδι Dota,[00:50:00] παρά ένα καλό παιχνίδι ελληνικού κυρίως ποδοσφαίρου, που θεωρώ ότι δεν υπάρχει ποιότητα, για παράδειγμα. Δηλαδή πιο πολύ με ενδιαφέρει απ’ ό,τι ένα ελληνικό παιχνίδι ποδοσφαίρου, το οποίο... και το ποδόσφαιρο, όπως είπα πριν, μου αρέσει πολύ σαν άθλημα. Οπότε για αυτό που λέγαμε πριν, για το αν μένουνε μαζί σε ένα ίδιο σπίτι, γενικά απ’ όσο ξέρω γίνονται bootcamps στα οποία πάνε σε ένα χώρο όπου έχει υπολογιστές ή μένουνε σε ένα ξενοδοχείο ή έχει και έναν άλλο χώρο που μένουνε μαζί, στο οποίο... γιατί, εντάξει, έχει, υπάρχει πολύ κομμάτι βελτίωσης, αναλύσεις στρατηγικών, το ένα, το άλλο, πράγματα που πρέπει να δουλέψει μαζί η ομάδα, τι πρέπει να κάνει ο ένας, τι πρέπει να κάνει ο άλλος, έχει πάρα πολύ ψωμί, που λένε, ξέρω 'γω, σ’ αυτό το κομμάτι. Και προφανώς παίζει ρόλο το individual performance, που λένε και στ’ αγγλικά, του καθενός, ξέρω 'γω, αλλά και το κομμάτι του πώς συνεργάζεται η ομάδα μεταξύ της. Οπότε γι’ αυτό το λόγο πολλές φορές οι παίκτες ανά τακτά διαστήματα, ανεξάρτητα από τα τουρνουά στα οποία παίζουνε, βρίσκονται μαζί στον ίδιο χώρο και παίζουνε μαζί, αναπτύσσουνε και μια διαπροσωπική σχέση, εντάξει. Δεν είναι το ίδιο να μιλάς με κάποιον σε μια άλλη γραμμή και να βρίσκεται σε μια άλλη χώρα. Αλλά φαντάζομαι, όχι φαντάζομαι, βασικά αυτό γίνεται, ότι παίζουνε κιόλας μαζί όταν βρίσκεται ο καθένας, γιατί τυχαίνει να μην είναι όλοι από την ίδια χώρα, από την ίδια πόλη, βρίσκεται ο καθένας στο σπίτι του, ξέρω 'γω, και παίζουνε και μεταξύ τους, αλλά μαζεύονται κιόλας. Και γενικά έχει και πολλά ταξίδια, όπως είπα, για τα τουρνουά, γιατί πριν από τα τουρνουά πάντα γίνονται bootcamps, τουρνουά υπάρχουνε ανά ένα, ανά δύο μήνες, όποτε είναι ένα κομμάτι το οποίο ταξιδεύεις πολύ και μου άρεσε κιόλας, μου είχε κεντρίσει και το ενδιαφέρον, όταν προσπαθούσα κι εγώ να ασχοληθώ με αυτό το κομμάτι. Οπότε ασχολιόμουνα με αυτό, ξεκίνησα εκεί πέρα το ΄14-’15. Μετά τη χρονιά του ΄16, γιατί όσο, καθώς προσπαθούσα και εγώ να γίνω καλύτερος, γιατί είναι ένα παιχνίδι το οποίο απαιτεί τη συγκέντρωσή σου, άρχισα όχι μόνο να πιστεύω αλλά ίσχυε κιόλας, ότι ήθελα το δικό μου χώρο. Δηλαδή, εντάξει, κάπως καταλαβαίνεις, ένα ίντερνετ καφέ επικρατεί ένας πανικός, φωνές, α, ου κι αυτά, εσύ προσπαθείς να κάνεις κάτι, δεν μπορείς να δουλέψεις εκεί πέρα, για παράδειγμα. Και αποφάσισα σιγά σιγά να φτιάξω τον δικό μου υπολογιστή με χρήματα τα οποία μάζεψα μέσω ενός τρόπου από το παιχνίδι, χωρίς όμως να κερδίσω κάποιο τουρνουά κτλ. Υπάρχουνε, τώρα αυτό δεν ξέρω πως να το εξηγήσω ακριβώς. Ο κάθε παίκτης, κάθε account, ας πούμε, στο παιχνίδι έχει ένα συγκεκριμένο επίπεδο στο οποίο καταταγείς ανά τον κόσμο, το οποίο ξεκινά από το νούμερο 1 και φτάνει μέχρι το νούμερο 1.000.000, για παράδειγμα. Στο οποίο υπάρχουνε πάρα πολλά άτομα τα οποία θεωρούν ότι αξίζουνε περισσότερα από αυτό που είναι και θέλουνε, δεν καταφέρνουνε να το φτάσουνε εκείνοι οι ίδιοι και δίνουνε λεφτά σε κάποιον άλλον, είτε να τους πάει τον λογαριασμό τους αυτός σε εκείνο το επίπεδο της κατάταξης είτε να πάρεις ένα καινούργιο account να το φτάσεις σε μία κατάταξη και μετά να το πουλήσεις. Εγώ λοιπόν επειδή ήμουνα καλύτερος τουλάχιστον από το μέσο παίκτη σε αυτό το κομμάτι, έπαιρνα χρήματα τα οποία βέβαια δεν αξίζανε τον κόπο και το χρόνο, αλλά ήτανε η μόνη πηγή εσόδων που είχα τουλάχιστον εκείνη την εποχή, γιατί παράλληλα έπαιζα και το παιχνίδι που ήθελα, όπως καταλαβαίνεις. Δηλαδή δεν ήθελα να πάω να βρω μια δουλειά για να μπορέσω να φτιάξω τον υπολογιστή που θέλω και να μου χαραμίζει ένα 8ωρο και μετά να προσπαθώ και το άλλο πράγμα, το να φτάσω σε ένα επίπεδο στη Dota. 

Σ.Κ.:

Άρα τα συνδύαζες κάπως.

Θ.Τ.:

Ναι, εκεί πέρα τα συνδύαζα και έτσι πούλαγα accounts ουσιαστικά.

Σ.Κ.:

Μπορείς να μου δώσεις ένα παράδειγμα, ας πούμε, μία τιμή, για το πόσες ώρες μπορείς να σπαταλήσεις και πόσα λεφτά θα πάρεις;

Θ.Τ.:

Η καλύτερη… Ο χρόνος και τιμή ήτανε γύρω στα 4 με 5 ευρώ; Εκεί πέρα. Η καλύτερη απόδοση της ώρας και της τιμής, δηλαδή μπορούσες να βγάλεις από 4 με 5 ευρώ την ώρα. Που, εντάξει, δεν είναι και κάτι που μπορείς να το κάνεις όλη μέρα, γιατί χρειάζεται πολλή προσπάθεια, είναι, σαν δουλειά ουσιαστικά το βλέπεις. Βγαίνει το κομμάτι του παιχνιδιού από μέσα και δυστυχώς, επειδή παίζεις με άτομα τα οποία είναι χειρότερα από σένα, είναι σε χαμηλότερο επίπεδο, δεν βελτιώνεσαι κιόλας.

Σ.Κ.:

Ok. Πόσες ώρες έπαιζες μέσο όρο δηλαδή;

Θ.Τ.:

Κοίταξε, εγώ έπαιζα, επειδή και ήθελα να κάνω αυτό το κομμάτι της δουλειάς και ήθελα να παίζω για την προσωπική μου εξέλιξη, έπαιζα πολλές φορές γύρω στις 12-13 ώρες, 14-15. Δηλαδή μπορεί να τύχαινε να παίξω ακόμα και 24 ώρες, μετά να κοιμηθώ 12-15 ώρες, για παράδειγμα, δεν θα ‘χα κοιμηθεί ένα ολόκληρο βράδυ, μετά να σηκωθώ να παίξω άλλες 16 ώρες, μετά να κοιμηθώ… Δηλαδή υπήρχε ένα λίγο ανάστατο πρόγραμμα στη ζωή μου. Και αυτό συμβαίνει πολύ συχνά με άτομα που ασχολούνται με αυτό, με τα e-sports για παράδειγμα. Κυρίως με άτομα τα οποία προσπαθούνε να φτάσουνε, δηλαδή καταβάλουνε κόπο να φτάσουνε ένα επίπεδο να είναι καλοί, ούτως ώστε να φανούνε κάπου, να τους πάρει κάποια ομάδα κτλ. Μετά στη συνέχεια, όταν παίζεις σε ομάδα είναι αλλιώς τα πράγματα, δεν χαλαλίζεις τόσες πολλές ώρες. Χαλαλίζεις πάλι ώρες γιατί είναι η δουλειά σου αποκεί και πέρα, αλλά δεν είναι σ’ αυτό το επίπεδο. Δηλαδή το βλέπεις πιο πολύ, το βλέπεις πιο επαγγελματικά ουσιαστικά. Οπότε ναι, με τα πολλά εγώ έβγαλα τα χρήματα, ξεκίνησα και ήμουνα στο σπίτι μου. Οι επαφές βέβαια που είχα με κάποια παιδιά από το net συνέχισαν να υπάρχουνε και υπάρχουν και ακόμα και τους θεωρώ και καλούς μου φίλους, μιλάμε καθημερινά, θα έλεγα. Μετά ο καθένας μίλαγε, μετά αυτός που ήτανε στο net, απ’ το net μιλάγαμε από το σπίτι μου, μπαίναμε, κάναμε και μια προσπάθεια με κάποια άτομα, φτιάξαμε και μια ομάδα. Δυστυχώς δεν τα πήγαμε καλά, παράλληλα συνέχισα να το προσπαθώ εγώ, αλλά δυστυχώς σιγά σιγά έφτανα σε μια ηλικία στην οποία έπρεπε να βγάζω και κάποια χρήματα. Και παράλληλα άρχισα να δουλεύω, να ξεκινήσω να κάνω κάποιες δουλειές, αλλά δυστυχώς αυτό το κομμάτι δε μου βγήκε με τα e-sports εμένα προσωπικά. Και ξεκίνησα να δουλεύω και παράλληλα βέβαια δε σταμάτησα το παιχνίδι, τουλάχιστον για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, συνέχισα να προσπαθώ το στόχο μου μήπως τον καταφέρω. Μέχρι που σιγά σιγά φτάνουμε και στο τώρα και ένα δυο χρόνια πριν, ας πούμε, που άρχισα να το ελαττώνω και να παίζω πιο πολύ για την ευχαρίστηση.

Σ.Κ.:

Ένιωθες όλα αυτά τα χρόνια και εσύ και αν το έβλεπες και απ’ τους φίλους σου και στις συζητήσεις που είχατε, κάποια ενοχή, ότι μήπως «τι κάνω τώρα, ας πούμε, καίγομαι, μήπως δε θα οδηγήσει κάπου;» ή το είχες δει πιο πολύ «ok, είναι ένας δρόμος για να κάνω αυτό που θέλω»;

Θ.Τ.:

Κοίτα, γενικά πουλάει πολύ η ιστορία το ότι πέρασα δύσκολα, έκανα αυτό που σκεφτόμουνα, που είχα το όνειρό μου, αλλά αυτό δυστυχώς και θεωρώ πως η πλειοψηφία είναι ότι δεν το πετυχαίνεις πάντα. Δηλαδή η πλειοψηφία είναι να μην το καταφέρει, θεωρώ εγώ, να κάνει αυτό που έχει, τουλάχιστον τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, το όνειρό του πραγματικότητα και να τα καταφέρει. Παράλληλα εγώ θα έλεγα ότι προσπάθησα για κάτι το οποίο μου άρεσε πολύ και συνεχίζει να μου αρέσει ακόμα το παιχνίδι σαν παιχνίδι, δηλαδή το παρακολουθώ. Είναι σαν να μου λες αν κάποιος που προσπάθησε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, επειδή παίζει ποδόσφαιρο δηλαδή και κάνει μία άθληση, αν θεωρεί ότι χαράμισε το χρόνο του προσπαθώντας να γίνει ποδοσφαιριστής που τελικά δεν το πέτυχε και να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Για μένα πλέον συγκρίνονται τα e-sports με τα κανονικά τα sports, έχουνε φτάσει σε ένα σημείο και σε ένα επίπεδο γενικά στα άτομα που παίζουνε και ασχολούνται μ’ αυτό και που συγκρίνονται μεταξύ τους και είναι παράλληλοι δρόμοι, θεωρώ. 

Σ.Κ.:

Πιο πολύ το λέω για τις ώρες αρχικά, για το πρόγραμμα που είπες και για το αν ένιωθες ότι αποξενώνεσαι, ξέρω ‘γω, από το περιβάλλον σου και ότι ουσιαστικά έχεις κλειστεί σ’ αυτό το κομμάτι αποκλειστικά. Γιατί αυτό θέλει, απ’ ό,τι κατάλαβα, και πολλές ώρες.

Θ.Τ.:

Ναι, ναι.

Σ.Κ.:

Και κάθε μέρα και δεν ξέρω ποια είναι τα χαρακτηριστικά του για να θεωρείσαι πολύ, τι απαιτείται από σένα αλλά σίγουρα ένα που απαιτείται είναι πολλές ώρες.

Θ.Τ.:

Ναι, ναι, οι ώρες απαιτούνται. Κοίταξε, εγώ γενικά, επειδή είμαι ένα πολύ κοινωνικό παιδί, θεωρώ, από το ‘15 και μετά, μέχρι το ‘18, θα έλεγα, το καλοκαίρι, που ουσιαστικά πήρα την απόφαση να το βλέπω πιο πολύ σαν κομμάτι παιχνιδιού και να αφήσω το κομμάτι του επαγγελματικού σε αυτό, αποξενώθηκα θα έλεγα πολύ από τον κοινωνικό μου περίγυρο. Ίσως συνδυάστηκε λίγο και με κάποια προβλήματα που είχα εγώ προσωπικά, για παράδειγμα, και επικεντρώθηκα σε εκείνο το στόχο που είχα και μόνο σ’ αυτόν, δηλαδή σαν να ήταν το αποκούμπι μου. Ένιωσα λίγο ότι αποξενώθηκα, αλλά παράλληλα ότι χάρηκα που[01:00:00] το προσπάθησα αυτό το κομμάτι που ήθελα. Αυτό. 

Σ.Κ.:

Ωραία. Πώς βλέπεις την εξέλιξη των e-sports στο μέλλον γενικά, τι ρόλο πιστεύεις θα παίξουνε και θα παίζουνε;

Θ.Τ.:

Κοίτα, γενικά από το, μάνι-μάνι κι αυτό που είπα, ότι θα βρίσκονται τώρα σαν ολυμπιακό άθλημα στην Ολυμπιάδα που έρχεται, θεωρώ ότι τα τελευταία, ας πούμε, 5-6 χρόνια, ότι είναι μία πραγματικότητα και ότι στον καιρό που περνάει, καθώς εξελίσσεται το μέλλον, ότι θα είναι, θα αρχίσουν να δημιουργούνται όλο και νέα επαγγέλματα πάνω σε αυτό το κομμάτι. Ήδη, ας πούμε, υπάρχουν αναλυτές, σχολιαστές, υπάρχουνε οι casters, που στα παιχνίδια αυτά που εξελίσσονται, που γίνονται στους αγώνες. Γενικά θεωρώ πως θα είναι μία πραγματικότητα και θα εξελίσσονται όλο και περισσότερο και θα αρχίσει να δημιουργείται, που ήδη έχει δημιουργηθεί, μία νέα πραγματικότητα στη ζωή μας κυρίως, αυτό. 

Σ.Κ.:

Έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις;

Θ.Τ.:

Όχι, ευχαριστώ.

Σ.Κ.:

Να ‘σαι καλά, ευχαριστούμε.