© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Η ιστορία του εμβληματικού κτιρίου της «Ταξιαρχίας» της Δράμας και οι άνθρωποι που έζησαν σε αυτό.
Istorima Code
10503
Story URL
Speaker
Ευανθία Τζήμου (Ε.Τ.)
Interview Date
21/01/2022
Researcher
Κατερίνα Μανούση (Κ.Μ.)
[00:00:00]Θα ήθελες να μου πεις το όνομά σου;
Ονομάζομαι Τζήμου Ευανθία.
Είναι Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022. Είμαι με την κύρια Ευανθία Τζήμου και βρισκόμαστε στη Δράμα. Εγώ είμαι η Κατερίνα Μανούση, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θα ήθελες να μου πεις λίγα πράγματα για σένα;
Λίγα πράγματα για μένα. Εγώ γεννήθηκα στη Δράμα, κατάγομαι από εδώ. Η ζωή μου η παιδική, η εφηβική μέχρι τα νεανικά χρόνια εξελίχθηκε εδώ στις γειτονιές της Δράμας. Και σε ηλικία 17 χρονών έφυγα από την πόλη γιατί είχα σκοπό να σπουδάσω αρχιτεκτονική και για να σπουδάσω αρχιτεκτονική έπρεπε να κατέβω στην πρωτεύουσα όπως το συνήθιζαν τότε να κάνουν μία προετοιμασία καλύτερη σε φροντιστήρια των Αθηνών προκειμένου να δώσω στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Πράγμα το οποίο έγινε. Όταν έφτασα όμως στην Αθήνα ήτανε οι δύσκολες εποχές το 1973 όπου υπήρχαν τότε κοινωνικές αναταράξεις. Βρισκόμαστε στο τέλος της δικτατορίας αλλά ακόμα είχαμε δικτατορία. Για μένα υπήρξαν πολύ έντονα ερεθίσματα εκείνη την περίοδο, το οποίο με οδήγησε σε μία άλλη οπτική των πραγμάτων. Η οποία περισσότερο είχε να κάνει με τις βλέψεις μου στην αρχιτεκτονική εκτός Ελλάδας και σε άλλα φυσικά κοινωνικά ζητήματα. Και έτσι λοιπόν αποφάσισα ούσα μαθήτρια τότε τελευταία τάξη του Λυκείου να κάνω μία στροφή και να φύγω από την Ελλάδα και να σπουδάσω αρχιτεκτονική στη Φλωρεντία. Πράγμα το οποίο το ήθελα βέβαια γιατί η Φλωρεντία σήμαινε πολλά καινούργια και καινοτόμα πράγματα για μένα, αλλά και στο κομμάτι της αρχιτεκτονικής δηλαδή που είχε μία σπουδαία και ιδιαίτερη σχολή. Έτσι λοιπόν αφού οργάνωσα τη ζωή μου εκ νέου προετοιμάστηκα κατάλληλα και έφυγα να σπουδάσω αρχιτεκτονική στην Φλωρεντία. Ήταν μία περίοδος της ζωής μου εξαιρετική, καινούργια ενδιαφέροντα, νέα πράγματα, νέοι ορίζοντες. Ολοκλήρωσα τις σπουδές της αρχιτεκτονικής το 1980 και στη συνέχεια επέστρεψα στην Ελλάδα με σκοπό βέβαια να συνεχίσω πάλι σε κάποιες μεταπτυχιακές σπουδές, τις οποίες όμως θα ήθελα να τις οργανώσω καλύτερα. Έτσι λοιπόν επέστρεψα και εργάστηκα στην Ξάνθη. Η Ξάνθη για μένα ήταν ένας μεγάλος σταθμός, μου έδωσε απίστευτα ερεθίσματα στον τομέα της αρχιτεκτονικής, της πολεοδομίας, της ιστορίας γενικότερα της κοινωνικής οργάνωσης που είχε εκείνη την δεκαετία του ’80. Και έμεινα άλλα 4 χρόνια όπου έκανα πια τα χαρτιά μου στο κυνήγησα μία υποτροφία δηλαδή και μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών της Ιταλίας πήρα την υποτροφία μου να συνεχίσω σπουδές στο πανεπιστήμιο της Ρώμης στον τομέα της Πολεοδομίας. Αυτό κράτησε περίπου 2 χρόνια. Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, επέστρεψα στην Ελλάδα και πάλι στην Ξάνθη. Και από τότε εντάχθηκα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ως εργαζόμενη ξεκινώντας από το ΚΕΠΕ, το ΚΕΠΕ τότε ήταν το Κέντρο Ερευνών και Οικονομικού Προγραμματισμού της χώρας, ως ήταν μία προσπάθεια τότε του κέντρου αυτού να ανοίξει στην υπόλοιπη χώρα, δηλαδή μέχρι τότε είχε το κέντρο του στην Αθήνα, όλος ο προγραμματισμός οικονομικός, κοινωνικοοικονομικός, χωροταξικός γινόταν από αυτό το κέντρο. Και εκείνη την περίοδο αποφασίστηκε το άνοιγμα του κέντρου στην υπόλοιπη χώρα και δημιουργήθηκαν τα περιφερειακά παραρτήματα. Αυτό με βοήθησε απίστευτα διότι εμείς οι άνθρωποι που ΚΕΠΕ στην Περιφέρεια αναλάβαμε όλον τον προγραμματισμό σε επίπεδο Θράκης, στην οποία ανήκει η Ξάνθη, η κάθε περιοχή δηλαδή είχε το δικό της Κέντρο. Που σήμαινε ότι έπρεπε να οργανώσουμε τον αναπτυξιακό σχεδιασμό της περιοχής, να είμαστε οι σύμβουλοι της τοπικής αυτοδιοίκησης, των περιφερειακών συμβούλων. Τέλος πάντων να προωθήσουμε γενικά με τον τρόπο μας και σε συνεργασίες με άλλες ειδικότητες την κατάσταση την ευρύτερη στην περιοχή. Ταυτόχρονα όμως το κομμάτι και της Αρχιτεκτονικής και της Πολεοδομίας το ανέπτυξα στην Ξάνθη μέσα από την προσέγγιση που είχαμε εκείνη την περίοδο για την ανάπλαση και αξιοποίηση της παλιάς πόλης. Πράγμα το οποίο έγινε με τις αντίστοιχες μελέτες, με συνεργασίες διαφόρων ειδικοτήτων και πραγματικά αφήσαμε αυτό το εξαιρετικό δείγμα ενός ιστορικού συνόλου από τα λίγα στο βορειοελλαδικό χώρο που σώθηκε και αναπτύσσεται συνεχώς. Στο διάστημα αυτό όμως και μέσω του Κέντρου Ερευνών αλλά και μέσω των προσωπικών πια ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων προέκυψε και το ενδιαφέρον για την οροσειρά της Ροδόπης. Η οροσειρά της Ροδόπης η οποία στους Έλληνες ήταν ένα άγνωστο κομμάτι, στους Έλληνες όχι όμως τους ξένους, ξαφνικά την είδαμε και μία ολότητα αναπτυξιακή. Και μέσα από μία συνεργασία που αναπτύχθηκε με το WWF σκεφτήκαμε ότι η οροσειρά της Ροδόπης χρήζει μίας μεγάλης και καινοτόμας μελέτης και έρευνας, η οποία έγινε σε συνεργασία πανεπιστήμια της χώρας με πολλές και διαφορετικές ειδικότητες προκειμένου να δούμε ίσως για πρώτη φορά στην Ελλάδα την έννοια της οικοανάπτυξης. Κι έτσι λοιπόν μελετήσαμε τότε την περιοχή της Ροδόπης από το νομό Δράμας μέχρι και τον Έβρο με σκοπό να δούμε πώς μία πολύ ιδιαίτερη περιοχή από άποψη περιβάλλοντος και όχι μόνο και από άποψη ιστορίας και από άποψη οικονομίας και από άποψη δόμησης πώς μπορεί να αναπτυχθεί με βασικό παρονομαστή την οικοανάπτυξη. Αυτά γίνονται μέσα στην δεκαετία του ‘80 που ακόμα και ο όρος οικοανάπτυξη ήταν ασαφής. Δηλαδή κάναμε μία πολύ μεγάλη προσπάθεια σε συνεργασία με γεωπόνους, με οικονομολόγους, με χωροτάκτες, πολεοδόμους, ειδικούς στην πανίδα επίσης, στη χλωρίδα δασολόγους τέλος πάντων έγινε μία πάρα πολύ μεγάλη ομάδα εργασίας. Και πραγματικά η μελέτη αυτή χρηματοδοτήθηκε από το WWF, είχαμε συμβούλους από το WWF και στην πορεία συνεχίστηκε η χρηματοδότηση και από το Υπουργείο Οικονομικών της χώρας. Η μελέτη αυτή ολοκληρώθηκε στα 4 χρόνια. Άφησε έναν σχεδιασμό πρωτοπόρο θα έλεγα για τη χώρα πάνω στο οποίο αργότερα βασίστηκαν όλα τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης της περιοχής όλα τα LEADER δηλαδή βασίστηκαν πάνω σε αυτή τη μελέτη. Η οποία λεγόταν ΡΟΝΕ δηλαδή Πρόγραμμα Οικοανάπτυξης Ροδόπης Νέστου. Διότι η περιοχή έφτανε μέχρι το Νέστο ποταμό μέχρι τις εκβολές του Νέστου και έτσι είχαμε τη δυνατότητα να δούμε το σύνολο της περιοχής, το οποίο είχε βέβαια τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά ξεκινώντας από το Δέλτα του Νέστου ποταμού και φτάνοντας στην κορυφή της Ροδόπης ας πούμε, όπου είχαμε τεράστιες διαφορές και αντίστοιχα μεγάλες ήταν και διαφορετικές προσεγγίσεις αναπτυξιακές σε κάθε χωρική ενότητα. Με τούτα και με τα άλλα λοιπόν δουλεύοντας αρκετά στην Ξάνθη και έχοντας δημιουργήσει και τη δική μου οικογένεια εκεί, έφτασα στο τέλος του ‘90 μήνα όπου αποφάσισα πια να κλείσω τον κύκλο της Ξάνθης και να έρθω στη Δράμα την γενέτειρά μου. Ήταν μια απόφαση συνειδητή με την έννοια ότι ήθελα να γνωρίσω τον τόπο μου. Φεύγοντας σε ηλικία 17 χρονών αυτό τον τόπο τον ήξερα [00:10:00]όπως ξέρει ένας νέος μαθητής τον τόπο, δηλαδή επιδερμικα θα το έλεγα. Δηλαδή δεν ήξερα σε βάθος την ιστορία του τόπου, δεν ήξερα τα χωριά της πόλης, του νομού. Δεν ήξερα τη θέση της συνολικά στην ιστορία. Τέλος πάντων αποφασίζω να επιστρέψω τελικά στη Δράμα και πραγματικά το ‘92 επιστρέφω στη Δράμα για να ασχοληθώ με τα ίδια ζητήματα αλλά και με καινούργια τα οποία προέκυψαν στον τόπο μου.
Να ρωτήσω κάτι σχετικά με το πρόγραμμα του οικοτουρισμού της Ροδόπης. Αυτό τελικά τι αποτέλεσμα είχε; Άλλαξε με κάποιο τρόπο την πορεία των πραγμάτων σε σχέση με τον οικοτουρισμό στην Ελλάδα στην περιοχή της Ροδόπης;
Ένα λιθαράκι το έβαλε και αυτό γιατί. Όταν αναπτυσσόταν Αυτό το πρόγραμμα είχαμε και έναν σύμβουλο επίσης από την πλευρά της Ιταλίας από την Ζώνη του Αμπρούτσο. Το Αμπρούτσο είναι μία μεγάλη περιοχή κάτω από τη Ρώμη που είχε τα ίδια χαρακτηριστικά σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο με την περιοχή τη δική μας. Και το Αμπρούτσο κατάφερε μέσα σε 20 χρόνια και μέσα από ένα αντίστοιχο πρόγραμμα οικοανάπτυξης να αποκτήσει τη δική του τράπεζα Banco di Abruzzo να αναπτύξει τέτοιες οικοτουριστικές δυνατότητες, τα χωριά του να γεμίσουμε κόσμο και να γίνει μία περιοχή εξαιρετική ένα υπόδειγμα εκείνα τα χρόνια τώρα δεν ξέρω πώς εξελίχθηκαν τα ζητήματα αυτά. Και έτσι λοιπόν είχαμε σαν συμβούλους μας και το διευθυντή αυτού του μεγάλου Πάρκο του Αμπρούτσο. Όταν λοιπόν αυτός ο άνθρωπος ήρθε στην περιοχή να δει την οροσειρά της Ροδόπης και όλα αυτά που λέμε μέχρι τον Νέστο ποταμό, ο άνθρωπος έμεινε κατάπληκτος. Διότι είπε: «Αυτό το πράγμα που βλέπω εγώ εδώ, δεν υπάρχει στο Αμπρούτσο είσαστε πολύ πιο ανώτεροι από άποψη ποικιλίας και αξίας σε οικολογικό επίπεδο και όχι μόνο». Αυτό σήμαινε ότι η Ροδόπη έπαιρνε μία τέτοια διάσταση αλλά διάσταση σε αυτό το ερευνητικό επίπεδο μεταξύ ανθρώπων οι οποίοι γνώριζαν. Όταν λοιπόν εμείς δουλεύαμε και αυτό το πράγμα δεν έγινε μόνο από τους από τους ειδικούς συνεργάτες, επιστήμονες, άνοιξε στην τοπική αυτοδιοίκηση, μας ενδιέφερε να ευαισθητοποιηθεί ο κόσμος, να καταλάβει σε ποια περιοχή ζει, να καταλάβει τι δώρο έχει μέσα στα χέρια του, να πεισθεί για ορισμένα πράγματα τα οποία έπρεπε να αλλάξουν χωρίς να ανατραπεί η ζωή τους, αυτή την οποίαν είχανε χρόνια τώρα. Να ανατραπεί δηλαδή με την έννοια ότι ούτε το σπίτι τους θα τους έπαιρνε κανείς ούτε τις δουλειές τους, αντίθετα οι δουλειές θα πολλαπλασιαζόταν, καινούργιοι άνθρωποι θα ερχόταν, καινούργιες δραστηριότητες. Και φυσικά έπρεπε με αυτούς ανθρώπους να έχουμε μία πολύ στενή συνεργασία διότι αν δεν έχεις πάρει τη συναίνεση των κατοίκων και της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν μπορείς να προχωρήσεις. Κάναμε πολύ μεγάλες προσπάθειες για να μπορέσουμε να τους μεταδώσουμε όλο αυτό τον, όλη αυτή την προοπτική που είχε η περιοχή τους να το κατανοήσουν για να το αποδεχτούν, να το αγαπήσουν και να το φροντίσουν στην πορεία. Αυτά τα πράγματα βέβαια δεν είναι εύκολα από τη μία μέρα στην άλλη. Δεν είναι, είναι μεγάλα άλματα. Παρόλα αυτά καταφέραμε και δημιουργήσαμε τέτοιες στενές σχέσεις με την περιοχή αυτή του Αμπρούτσο, έγιναν ταξίδια, πήγανε οι Δήμαρχοι από δω πήγαν εκεί είδαν τα πράγματα με τα μάτια τους. Είδαν ας πούμε πώς προστατεύονται τα ζώα, τα διάφορα οικομουσεία για την αρκούδα, για το λύκο. Τι σήμαινε, ας πούμε, να έχεις το λύκο μέσα στο χωριό. Μέσα στο χωριό με την έννοια ενός μεγάλου οικομουσείου όχι περιφραγμένο χώρο ζωολογικού κήπου. Τι μπορεί να φέρει αυτό σε οικονομικό επίπεδο και όχι μόνο. Δεν είναι μόνο το οικονομικό επίπεδο έτσι πώς ανοίγει ο ορίζοντας σου, πώς ανοίγει τα μάτια σου απέναντι γενικά στο κομμάτι φύσης το κομμάτι χλωρίδας, το κομμάτι πανίδα, τις ιδιαιτερότητες τις χλωριδικές και τα πάντα όλα, τα πουλιά που έχει, ό,τι σημαίνει Ροδόπη. Λοιπόν το φέραμε σε ένα πάρα πολύ καλό σημείο με την έννοια ότι η ευαισθητοποίηση που είχε γίνει ήτανε μεγάλη, πολύ μεγάλη και οι Δήμαρχοι ενθουσιάστηκαν. Και τότε ήταν μια περίοδος που είχαν αναλάβει νέοι ηλικιακά Δήμαρχοι και είχαν όραμα και το αγκάλιασαν. Μέσα σε αυτόν το σχεδιασμό είχαν χωροθετηθεί διαφορετικές ζώνες διαφορετικών δραστηριοτήτων όπου η μία θα συμπλήρωνε την άλλη σε όλο αυτό το εύρος ας πούμε από τη Δράμα μέχρι και τον Έβρο. Ξεκινούσαμε από τα πολύ χαμηλά, από τις οικιστικές ζώνες και θα σας πω ένα παράδειγμα. Ας πούμε αυτό ότι στις οικιστικές ζώνες στο Βώλακα π.χ. στο Παρανέστι, στη Σταυρούπολη και πάει λέγοντας σε χαμηλά και μεσαία υψόμετρα εκεί θα γινόταν ο πυρήνας υποδοχής των επισκεπτών. Εκεί λοιπόν θα ήταν οι μικρές ξενοδοχειακές μονάδες. Όμως ξενοδοχειακές μονάδες με ανθρώπους ενημερωμένους για όλο αυτό το εγχείρημα, όχι έναν απλό ξενοδόχο που προσφέρει την διαμονή. Με προδιαγραφές ακόμα και στη δόμηση με μάθηση με σχολείο για αυτούς τους ανθρώπους και τους επαγγελματίες και στους κατοίκους για όλα τα πράγματα. Σε αυτούς λοιπόν τους οικισμούς θα υπήρχε η διαμονή, θα υπήρχε φαγητό, θα υπήρχε η πληροφορία για όλο αυτό το κομμάτι προς τους επισκέπτες. Εννοείται πρώτα θα είχε προηγηθεί η εκπαίδευση των κατοίκων, θα προέκυπταν διάφορα επαγγέλματα έτσι. Και από κει και πέρα φυσικά αυτοί οι οικισμοί μεταξύ τους θα είχανε δίκτυα, οδικά δίκτυα όπου είχαμε μελετήσει πού θα ασφαλτοστρωθεί πού δεν θα ασφαλτοστρωθεί, πού θα είναι δασικός δρόμος, πού θα είναι το μονοπάτι. Δηλαδή είχε αναπτυχθεί ένας μεγάλο σχεδιασμός δικτύων πρόσβασης σε όλες τις περιοχές. Και σε ένα σημείο λοιπόν θα σταματούσε και -πώς να το πούμε-δεν θα μπορούσες να πας με ένα λεωφορείο από ένα σημείο και πάνω. Δηλαδή θα υπήρχαν σταθμοί όπου οι άνθρωποι θα σταματούσαν εκεί και από κει και πέρα μπαίνοντας πια μέσα στην καρδιά της οροσειράς της Ροδόπης θα υπήρχαν τα μονοπάτια, τα δίκτυα, οι ξεναγοί και τα λοιπά και τα λοιπά. Το ίδιο είχε σχεδιαστεί και για την κάτω πλευρά του Νέστου όπου εκεί έχουμε άλλα χαρακτηριστικά με την ζωή του ποταμού, της θάλασσας. Από αυτά και άλλα, άλλα πολλά τέλος πάντων έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια προέκυψαν ας πούμε προέκυψαν όπως σα είπα τα LEADER. Τα LEADER ήταν προγράμματα αγροτουρισμού βασίστηκα πάνω σε αυτή την μελέτη οικοανάπτυξης. Όλα τα LEADER βασίστηκαν σε αυτή τη μελέτη. Εκεί που έλεγε το δικό μας πρόγραμμα έγιναν ξενοδοχειακές. Εντάξει τώρα τα LEADER δεν προχώρησα και πάρα πολύ. Έμειναν μόνο στο κομμάτι αυτό της διαμονής και της διατροφής και δεν προχώρησαν αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο που έχει να κάνει και με την ατομική πρωτοβουλία πόσο έτοιμοι ήταν, πόσο ενημερωμένοι ήταν και με άλλα υποστηρικτικά ενδεχομένως ζητήματα και προγράμματα για να αναδειχθεί όλη αυτή η περιοχή. Έγιναν τα Κέντρα Πληροφόρησης, έγινε το Μουσείο στο Παρανέστι, έγινε το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, έγινε το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης κάτω στη Χρυσούπολη για την υδρόβια πανίδα της περιοχής. Θέλω να πω το προέκυψαν ζητήματα. και φυσικά και στην πορεία και άνθρωποι, οι οποίοι νέα παιδιά, νέοι επαγγελματίες ήρθαν με όραμα είχαν σαν βάση αυτή τη μελέτη για να προχωρήσουν και κάποιοι προχώρησαν. Ήρθαν μετά οι εξελίξεις στην Ελλάδα, η κρίση και τα λοιπά, κάποια πράγματα που ξεκίνησαν με πολλή αγάπη και μεράκι σταμάτησαν. [00:20:00]Από πλευράς τοπικής αυτοδιοίκησης βέβαια η τοπική αυτοδιοίκηση προχώρησε δηλαδή υιοθέτησε όλη αυτή τη μελέτη και το ευτύχημα ήταν ότι εμείς που σχεδιάσαμε το πρόγραμμα αυτό ήμασταν μέσα στον μηχανισμό του Κράτους. Δηλαδή ταυτόχρονα ήμασταν είτε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση κάποιοι συνεργάτες είτε στην Περιφέρεια. Οπότε έχοντας αυτή την προτέρα συνεργασία μεταξύ μας και γνώση, ο καθένας από την πλευρά του προωθούσαμε μέσα στον προγραμματισμό της Περιφέρειας, των Νομών αυτά τα ζητήματα. Οπότε δηλαδή καταφέραμε αφήσαμε ένα στίγμα. Πολλοί ενδεχομένως να μην γνωρίζουν καν από πού ξεκίνησε και υπάρχει βέβαια αυτή η μελέτη ακόμα. Κάποιοι ανατρέχουν αλλά έχουν περάσει τα χρόνια, εννοείται ότι τα δεδομένα πια είναι διαφορετικά. Αλλά ήτανε μια πρωτοπόρα δουλειά.
Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά.
Ναι αν θέλετε στιγμή να σας τα δώσω όλα και τους χάρτες και τα σχέδια και όλα. Και φυσικά συνεχίζει για μένα. Η περιοχή της Ροδόπης είναι μοναδική και μάλιστα το WWF μετά από τις επαφές που είχαμε και που χρηματοδότησε την πρώτη μελέτη, ήθελε να δημιουργήσει στη Ροδόπη ένα από τα κέντρα του. Και ήρθε εδώ στην περιοχή, δεν βρέθηκαν οι κατάλληλοι άνθρωποι και μετά από δω έφυγε και πήγε στην Δαδιά, το πάρκο της Δαδιάς το οποίο χρηματοδοτήθηκε πρωτίστως από το WWF. Όλα λοιπόν αυτά τα πράγματα το ξέρουμε όλοι πια ότι βασίζονται στους ανθρώπους που έχεις, στο δυναμικό που έχεις. Εκείνη την περίοδο που έγιναν ομολογώ ότι ήταν μία εξαιρετική περίοδος για τη χώρα συνολικά από αυτά που αντιλαμβανόμουν και εγώ μέσα από το Κέντρο το ΚΕΠΕ που δούλευα αλλά και σε τοπικό επίπεδο νέος κόσμος έχει δραστηριοποιηθεί και στον Κρατικό τομέα γενικότερα και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και όλοι θέλαμε να προσφέρουμε πραγματικά δεν μας ενδιέφερε ούτε ωράριο ούτε τίποτα. Δηλαδή τρέχαμε σε όλα τα βουνά και στα λαγκάδια με τους ανθρώπους να τους δούμε, να συνομιλήσουμε, να καταγράψουμε, να σχεδιάσουμε ήταν μία πάρα πολύ καλή περίοδος. Από κει και πέρα νομίζω ότι λίγο κάθισε το όλο ζήτημα. Δεν μπορώ να το πω αυτό με απόλυτη σιγουριά, δεν ξέρω τι έγινε. Γενικότερα δηλαδή βλέπω κάποιες διαφορές χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουνε, δεν υπάρχει όρεξη και όραμα στους νέους επιστήμονες και στα νέα παιδιά. Ενδεχομένως δεν υπάρχει κατάλληλη καθοδήγηση. Νομίζω ότι αυτό είναι δηλαδή δεν υπάρχει θα μου πεις τώρα είχαμε εμείς την κατάλληλη καθοδήγηση τότε; Δεν ξέρω αν την είχαμε ενδεχομένως οι δομές που είχαν δημιουργηθεί τότε και σε επίπεδο Κρατικό και σε επίπεδο Περιφερειακό και σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης που ήτανε η αρχή για την καλύτερη απόδοση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε πάρα πολλούς τομείς. Και φυσικά και οι άνθρωποι που ήταν είτε επικεφαλής μας και εμείς οι ίδιοι-δεν ξέρω τι να πω- δημιουργήθηκε ένα μείγμα πάρα πολύ καλό, πολύ αποδοτικό. Και πιστεύω ότι αυτές οι μελέτες μπορούν ακόμα και σήμερα με μία μικρή επικαιροποίηση να ξαναζωντανέψουν πάλι ανθρώπους, περιοχές, καταστάσεις γιατί τα είχαν προβλέψει όλα, τα πάντα όλα. Μετά προέκυψαν κι άλλες μελέτες μετά, δηλαδή μελέτες για τον Νέστο πάτησαν πάνω στην μελέτη αυτή της οικοανάπτυξης αυτή της Ροδόπης Νέστου. Τα μονοπάτια που κατά καιρούς έρχονται στη φόρα και συζητάμε και ξανασυζητάμε όχι το Ευρωπαϊκό μονοπάτι, όχι τα παρακλάδια του πατάνε εκεί. Άλλα μονοπάτια, τα οποία ήταν μονοπάτια στην ιστορία της περιοχής δηλαδή που συνέδεαν το κομμάτι της Ροδόπης αυτό που βρίσκεται στην Ελλάδα με το κομμάτι της Ροδόπης που είναι στη Βουλγαρία. Διότι η περιοχή κάποτε ήταν ενιαία, η Ροδόπη κάποτε ήταν ενιαία. Και της την εποχή του καπνού παραδείγματος χάρη ο καπνός έφευγε με τα γαϊδουράκια σε κάποιους σταθμούς μετά το Παρανέστι, είναι το Νεοχώρι είναι χωριά της Ξάνθης και είχε δικά του μονοπάτια και έφτανε σε μεγάλα κεφαλοχώρια της Βουλγαρίας. Αυτά τα μονοπάτια εμείς τα προλάβαμε, ήταν οι δρόμοι της εποχής. Τα οποία μετά μπήκαν τα δασαρχεία, είχαμε να αντιμετωπίσουμε και την άλλη αντίληψη των δασαρχείων, που τα δασαρχεία δεν ενδιαφερόταν ούτε για το τουριστικό κομμάτι ούτε για μία άλλη οικονομική πλευρά. Τα δασαρχεία εκείνη την εποχή είχανε μία συγκεκριμένη ματιά. Ελάχιστοι ήταν οι άνθρωποι οι οποίοι ήταν οραματιστές και βλέπαν διαφορετικά. Είχε 2 τέτοιους ανθρώπους η περιοχή μας, ο ένας καταγόταν από την Νικήσιανη, ο μεγάλος δασάρχης, μου διαφεύγει το όνομά του τέλος πάντων. Με πολύ κόπο καταφέραμε κάποιους ανθρώπους ευφυέστατους στα δασαρχεία να τους βάλουμε κα αυτή τη διάσταση. Να σταματήσουν να καταστρέφουν τα παλιά μονοπάτια. Δηλαδή να γίν9ονται δασικοί δρόμοι αλλά να παίρνουν υπόψη τους τα μονοπάτια, τα ερείπια των παλιών οικισμών, τα γεφύρια. Θέλω να σας πω έπρεπε να αλλάξουν απόψεις, αντιλήψεις, νοοτροπίες. Και σιγά σιγά γινόταν, γινόταν σιγά σιγά. Για αυτό και λέω ότι σήμερα θεωρώ ότι είναι πολύ πιο ώριμα τα πράγματα από τότε από τη δεκαετία του ‘80 και στην επικαιρότητα είναι και πρέπει δηλαδή πρέπει όλα αυτά τα θέματα να τα ξαναδούμε ολοκληρωμένα όμως όχι ο καθένας το κομματάκι που ανήκει στα όρια του Δήμου του, σε ανταγωνισμό με τον διπλανό Δήμο. Αυτό το πρόγραμμα δεν είχε τέτοια θέματα ήταν ένα μία ενιαία χωρική ενότητα και έτσι κάτι προσεγγίσαμε τους Δημάρχους και έτσι το αντιμετωπίσαμε.
Ίσως εκεί να ήταν η επιτυχία.
Ναι.
Πολύ ωραία και έρχεσαι το ‘92 στη Δράμα και πώς τη βρίσκεις τη Δράμα από την περίοδο που είχες φύγει;
Λοιπόν έρχομαι το ‘92 στη Δράμα και βρίσκω μία πόλη επίσης πολύ ζωηρή, πολύ ζωντανή. Και η πόλη και η Δράμα το ‘92 λόγω συγκυριών δηλαδή, εντάξει η Δράμα δεν είναι μία πόλη τυχαία τώρα. Περιμένετε από μένα να ακούσετε άλλα λόγια, όχι. Ήτανε μια πόλη αγαπημένη φυσικά. Ήταν οι γονείς μου εδώ, ήτανε οι παιδικοί μου φίλοι και βρίσκω μια πόλη ζωντανή. Η οικονομική της ανάπτυξης στην δεκαετία του ‘80 είχε φέρει καλές απολαβές τους κατοίκους και γενικά μία πόλη ζωντανή σε πολλά επίπεδα. Και βέβαια το γεγονός ότι πήρα την απόφαση με τον τότε σύζυγό μου να έρθουμε στη Δράμα ήταν από την πλευρά μου βέβαια να γνωρίσω τον τόπο μου και να προσφέρω στον τόπο ό,τι μπορώ, ό,τι δυνατότητα έχω και από την πλευρά του συζύγου ταινία πίεση γιατί στην οικογένεια υπήρχε ένα πάρα πολύ όμορφο σπίτι, πολύ ιδιαίτερο σπίτι και πες πες με έπεισε να έρθουμε να το φτιάξουμε λίγο. Σε αυτό το σπίτι που ζούσαν οι γονείς μου, σε αυτό το σπίτι και εγώ έζησα από ηλικία 8 χρόνων μέχρι 17 έζησα δηλαδή 10-11 χρόνια. Να φτιάξουμε, λοιπόν, κάποιον όροφό του για να μπορέσουμε να ζήσουμε εδώ με σκοπό να κάνω κι άλλα πράγματα μέσα στο σπίτι όπως παραδείγματος χάρη ένα εικαστικό κέντρο δεδομένου ότι ο σύζυγος ήτανε εικαστικός. Και έτσι μας έδινε το σπίτι τη δυνατότητα, επειδή ήτανε μεγάλο το σπίτι να δημιουργήσουμε και ένα εικαστικό κέντρο μέσα στο οποίο θα είχαμε τη δυνατότητα 2-3 φορές το χρόνο να φιλοξενούμε εικαστικά γεγονότα και να χαιρόμαστε και εμείς και οι κάτοικοι της πόλης μας. Και [00:30:00]πραγματικά ήρθαμε, ασχοληθήκαμε περίπου ένα χρόνο μέχρι να λύσουμε αρκετά θέματα λειτουργικά που είχε το σπίτι αυτό και εγκατασταθήκαμε εδώ. Τώρα η επιστροφή στη Δράμα για μένα ήταν μία μεγάλη έκπληξη. Ήταν…για πρώτη φορά άρχιζα να γνωρίζω τον τόπο, δεν ήξερα τι ήταν ο τόπος και μέσα από τη δουλειά μου αυτή την οποίαν συνέχισα να κάνω και εδώ στη Δράμα, δηλαδή αυτή τη δουλειά που έκανα στην Ξάνθη με τα χωροταξικά σχέδια, με τα οικοτουριστικά, με τα πολεοδομικά με τα όλα αυτά, όλο αυτό το κομμάτι τέλος πάντων συνέχισα και το ανέπτυξα ακόμα περισσότερο στη Δράμα. Αυτό μου έδωσε λοιπόν τη δυνατότητα να γνωρίζω πάρα πάρα πάρα πολύ κόσμο ξεκινώντας πάντοτε από τις Αρχές, από τους επικεφαλής των Δημοτικών Αρχών λόγω επαγγέλματος, λόγω θέσης στη Νομαρχία ήμουνα, η θέση μου ήταν στην Νομαρχία και έτσι να γνωρίσω τους Δημάρχους. Γνωρίζοντας τους Δημάρχους μέσα από όλα αυτά τα προγράμματα άρχισα να γνωρίζω τα χωριά τους. Πηγαίνοντας στα χωριά τους και επειδή γενικά είμαι ένας άνθρωπος έτσι που ανοιχτός, εξωστρεφής μου αρέσει και το πιοτό, μου αρέσει και το τσίπουρο, μου αρέσει και το κρασί και αυτό όπως ξέρετε είναι το μέσον εκείνο το οποίο ανοίγει ανθρώπους και δημιουργεί σχέσεις και επικοινωνία. Και άρχισα να γνωρίζω λοιπόν τους ντόπιους κατοίκους καταρχήν. Αυτό που λέμε ντόπια χωριά. Φεύγοντας από εδώ είχα πολύ θολή εικόνα για τα ντόπια χωριά. Η Δράμα είναι ένας τόπος που έχει δεχτεί το μεγαλύτερο προσφυγικό αναλογικά κύμα στη χώρα. Φυσικά και γνώριζα για τους πρόσφυγες και φυσικά και γνώριζα για τα ντόπια χωριά αλλά τα πράγματα μέχρι την ηλικία των 17 ετών μου ήταν θολά και ασαφή τα όρια μεταξύ των οικισμών και των μικροκοινοτήτων. Και έτσι λοιπόν άρχισα να γνωρίζω τους ανθρώπους είτε στα μεν χωριά είτε στα δε χωριά είτε στα χωριά τα ορεινά είτε στα χωριά τα καμπίσια. Μέσα από αυτά μπήκα στις συνήθειές τους, τα έθιμά τους, στον τρόπο ζωής τους, τους αγάπησα περισσότερο. Γνώρισα καλύτερα την αρχιτεκτονική στα χωριά αυτά και φυσικά άρχισα να γνωρίζω και πολύ καλύτερα την ιστορία γενικά του τόπου και την ιστορία φυσικά και της Δράμας. Ταυτόχρονα όμως άρχιζα να γνωρίζω και την ιστορία του σπιτιού στο οποίο έμεναν. Τώρα αυτό μη σας φαίνεται αστείο. Διότι αυτό το σπίτι για το οποίο μιλάμε στο οποίο ήρθα να κατοικήσω είναι ένα σπίτι εμβληματικό της πόλης, ίσως το πιο εμβληματικό της πόλης το οποίο όμως όσο εγώ το ζούσα ως παιδί δεν μου έλεγε τίποτα το ιδιαίτερο. Ήτανε το σπίτι μου. Το σπίτι στο οποίο έμπαινα, έβγαινα, ζούσαν οι γονείς μου, αγαπημένοι άνθρωποι. Πήγαινα στο σχολείο μου, πήγαινα στις δραστηριότητες μου ξανά επέστρεφα, μέχρι εκεί. Ο όγκος του, η ιδιαιτερότητά του η αρχιτεκτονική, το δέος που προκαλούσε στους περαστικούς, η ιστορία του δεν με είχαν καθορίσει, δεν τα ήξερα. Μέσα στο σπίτι άκουγα κουβέντες όλα αυτά τα χρόνια, που πολλές φορές και κουβέντες που ήταν απαγορευμένες για μένα γιατί ήμουνα μικρό παιδί. Και έτσι μου λέγανε τώρα, καταλάβαινα ότι σταματούσε η κουβέντα διότι δεν έπρεπε να την ακούσω. Φυσικά αναρωτιόμουν αλλά προσπάθησα πολλές φορές να ρωτήσω λίγο περισσότερο και έπαιρνα βέβαια τις απαντήσεις, οι οποίες δεν μου άρεζαν. Ή επειδή μοιραζόμουν βιαζόμουν το δωμάτιό μου με τη γιαγιά προσπαθούσα να ρωτήσω λεπτομέρειες και έπαιρνα μονολεκτικά ήταν τα μηνύματα από την γιαγιά. Με πολύ κόπο έπαιρνα περισσότερη γνώση. Οπότε όλη αυτή η μνήμη εκείνων των ετών ήτανε, σαφώς υπάρχει αλλά με ασάφειες και τεράστια ερωτηματικά. Οπότε επιστρέφοντας πια σε μία πιο ώριμη ηλικία και με διάθεση να μάθω άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι γίνεται με αυτό το σπίτι. Μέσα στο ευρύ πλαίσιο το ιστορικό της πόλης και του νομού. Και να σας πω λοιπόν αυτή την ιστορία, ποια είναι αυτή η ιστορία.
Αυτό το σπίτι λοιπόν είναι ένα σπίτι το οποίο κατασκευάστηκε στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, δηλαδή ξεκίνησε η κατασκευή το 1922 και τελείωσε το 1925. Το 1925 κατοικήθηκε από τους ιδιοκτήτες που ήταν ο παππούς, ο παππούς μου, η γιαγιά και τα παιδιά τους. Είναι ένα σπίτι συμβολικής θα έλεγα αρχιτεκτονικής αξίας. Καταρχήν εντάσσεται μέσα στο αρχιτεκτονικό ρεύμα να πούμε του εκλεκτικισμού που έχει αναπτυχθεί εκείνη την περίοδο και πολύ νωρίτερα, φυσικά στο χώρο, της Μακεδονίας. Και τι σημαίνει αυτό δηλαδή. Σημαίνει ότι είναι ένα σπίτι που εξωτερικά το κέλυφος του έχει εμπνέεται από διάφορα αρχιτεκτονικά ρεύματα παλαιότερων ιστορικών περιόδων. Και έχει στοιχεία από τέτοιες περιόδους που όμως αυτά τα στοιχεία τότε ο αρχιτέκτονας και φυσικά το ρεύμα αυτό κατάφερε να τα ομογενοποιήσει, δηλαδή δεν ήταν απλά να τα τοποθετήσει πάνω στις όψεις του σπιτιού αλλά να δημιουργήσει μία ομοιογενή κατάσταση. Όπου μεταξύ τους όλα αυτά συναρθρώνονται πάρα πολύ όμορφα, με μία αρμονία και δίνοντας αυτό το στιλ που λέμε αυτή την εκδοχή του εκλεκτικισμού. Μία αρχιτεκτονική μάτια, ένα αρχιτεκτονικό ρεύμα το οποίο το βλέπουμε στη Βόρειο Ελλάδα, το βλέπουμε αρκετά στη Βόρειο Ελλάδα στα μέρη εδώ της Μακεδονίας και φυσικά ξεκινάει το βλέπουμε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Κωνσταντινούπολη έχει ξεκινήσει πολύ παλαιότερα από ότι έχει έρθει σε μας εδώ και αυτό διότι η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ας μην το ξεχνάμε και τα πράγματα πολύ νωρίς είχαν ξεκινήσει εκεί. Από τότε που ξεκινάνε οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την δυτικοποίηση της κοινωνίας και γενικά την ανατροπή σε οικονομικά ζητήματα, σε ζητήματα διοίκησης, σε ζητήματα πολεοδομίας, σε ζητήματα αρχιτεκτονικής και τα λοιπά και τα λοιπά. Και έχει σημασία αυτό διότι-τώρα από το ένα στο άλλο πάμε αλλά μοιραία έρχονται τα θέματα-η Δράμα, η οποία ήταν υπό καθεστώς οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους έτσι οπότε η σύνδεση πριν αρχίσουν αυτές οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην οθωμανική αυτοκρατορία ήταν κυρίως με την Κωνσταντινούπολη. Τα ρεύματα ερχόταν από κει. Οι άνθρωποι της πόλης αυτής της Δράμας, η οποία σαφώς και είχε εκτός από τους μωαμεθανούς τους Οθωμανούς, σαφώς και υπήρχαν και οι Έλληνες, οι οποίοι ήταν λίγοι μεν μεγάλοι προύχοντες με μεγάλα επιτεύγματα σε όλους τους τομείς. Και είχανε μία μεγάλη διασύνδεση και με την Κωνσταντινούπολη [00:40:00]και πιο πέρα και με την Αίγυπτο, με το Κάιρο και τα λοιπά. Αυτοί οι άνθρωποι πηγαινοερχόταν, οι δουλειές τους δηλαδή ήταν πέρα δώθε. Ακόμα και τα καπνά, τα πρώτα καπνά πριν αρχίσουν οι ξένοι εμπορικοί οίκοι να έρχονται στην περιοχή, τα εμπορευόταν ας πούμε με τους αντίστοιχους ανθρώπους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν ανοίξει η Δύση. Γιατί δεν ξέρω πόσο ξέρετε ότι ο καπνός μέχρι τα μέσα του 1700 ήταν υπό διωγμό σε όλο τον κόσμο. Δηλαδή ο Πάπας π.χ. απαγχόνιζε τους ανθρώπους τους καπνιστές. Γινόταν μεγάλες αντικαπνιστικές καμπάνιες. Στην Περσία θυμάμαι τους κόβανε το στόμα, ήταν ντροπή να είσαι καπνιστής πρόδιδες τα ιδεώδη του έθνους, ας πούμε. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τους έσκιζαν επίσης τους έκοβαν το χείλος. Ήταν υπό διωγμό. Στα μέσα του 1700 γίνεται η μεγάλη ανατροπή και ο καπνός μπαίνει δυναμικά και ανατρέπεται όλη η οικονομία δηλαδή και μπαίνει ενεργά στο οικονομικό κομμάτι. Και φυσικά και η Δύση ανοίγει αλλά μέχρι τότε ήταν έγκλημα, ήσουν εγκληματίας. Τέλος πάντων, όταν λοιπόν αυτά τα πράγματα γίνονται μεγάλες μεταρρυθμίσεις και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πια οι διαφορετικές ομάδες ανάλογα με τη θρησκεία είναι πολύ πιο ελεύθερες να φτιάξουν τις εκκλησίες τους, αρχίζουν τα δικαιώματα και γίνονται, τώρα μην το αναλύσουμε αυτό, είναι οι μεταρρυθμίσεις με τα αντίστοιχα αυτοκρατορικά διατάγματα. Έτσι λοιπόν και στην περιοχή αυτή αρχίζουν στη Δράμα αρχίζουν να φτάνουν και άνθρωποι, οι οποίοι είχανε ήδη τις δραστηριότητές τους και ήρθαν στην Δράμα, η οποία αρχίζει με τον καπνό και παίρνει πολύ μεγάλη αξία. Ταυτόχρονα, πολλές οικογένειες έχουν τα παιδιά τους εκεί σε σχολεία της Κωνσταντινούπολης, τα μεγάλα το Ζάππειο, τα μεγάλα σχολεία και της Αδριανούπολης και της Κωνσταντινούπολης και γενικά έχουμε μεγάλες μετακινήσεις, μεγάλες μετακινήσεις. Σε αυτό λοιπόν- τώρα έχασα εγώ τον δικό μου ειρμό όμως…
Είχαμε ξεκινήσει από την αρχιτεκτονική…
Ναι, ναι, ναι και φτάσαμε αλλού. Η αρχιτεκτονική, λοιπόν, η αρχιτεκτονική κι αυτή με τη σειρά της αντίστοιχα μέσα σε όλες αυτές τις προσπάθειες που γίνονται και είναι αναγκαίες δηλαδή ανοίγει προς τη δύση. Αρχίζουνε οι επιδράσεις από την Δύση προς την Κωνσταντινούπολη, ο εκλεκτικισμός τον βρίσκουμε στην Κωνσταντινούπολη έτσι και μάλιστα ο εκλεκτικισμός εκεί εμπνέεται λίγο και από αυτό που λέμε «τουρκομπαρόκ», που είναι μία άλλη κατάσταση. Σε μας εδώ όμως έρχονται από τη Δύση τα πράγματα στο Βορρά της Ελλάδας αλλά και από την Κωνσταντινούπολη και από τους δρόμους που ανοίγονται πια και τις επαφές που αναπτύσσονται με την κεντρική Ευρώπη. Και όχι μόνο. Η Αθήνα είναι μία άλλη κατάσταση. Στην Αθήνα έχουμε ένα κράτος, το οποίο δημιουργείται έναν αιώνα πριν έτσι άλλες καταστάσεις, ένας πιο καθαρός νεοκλασικισμός θα λέγαμε. Και αυτό το σπίτι λοιπόν έχει αυτή τη συμβολική αξία για μένα από άποψη αρχιτεκτονικής, ακριβώς διότι βλέπεις ολοκάθαρα αυτή την περίοδο, η οποία σαφώς και έχει και τα ιδεολογικά ζητήματα. Δηλαδή όλες αυτές οι επιλογές γινόταν προκειμένου είτε ο δημόσιος τομέας είτε ιδιωτικός τομέας να δείξει μία υπέροχη είτε απέναντι στους Οθωμανούς μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ας πούμε τα δημόσια κτίρια. Τα δε ιδιωτικά κτίρια που αυτό θεωρείται μία έπαυλις για εκείνα τα χρόνια, να δείξει ο ιδιοκτήτης με αυτό τον τρόπο, με αυτή την επιλογή τη δική του υπέροχη, να διαφοροποιηθεί αρχιτεκτονικά και από την παραδοσιακή μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική που υπήρχε εδώ, έτσι. Και γενικά να δείξουμε την διαφορετικότητά μας. Και φυσικά το πέτυχε αυτό διότι δεν είναι μόνο η θέση του, δεν είναι μόνο ο όγκος του είναι και η μνημειακότητά του, ας πούμε, που επιβάλλεται στο χώρο. Και φυσικά με τον αρχιτέκτονά του, ο όποιος αρχιτέκτονας αυτός είναι αυστριακής καταγωγής, ο οποίος βρέθηκε φυσικά στην περιοχή της Δράμας και έχτισε πολλά κτίσματα. Είτε ιδιωτών καπνεμπόρων είτε δημόσια κτίσματα και καπναποθήκες και ιδιωτικά και κατοικίες και δημόσια κτίρια. Βρέθηκε ακριβώς διότι ήταν σε εξέλιξη όλο το σιδηροδρομικό δίκτυο, το οποίο ένωνε από τη μία πλευρά το Βελιγράδι, τη Θεσσαλονίκη με το Μοναστήρι, με το Βελιγράδι από τη μία πλευρά και από την άλλη τη Θεσσαλονίκη με την Κωνσταντινούπολη. Βρισκόμαστε δηλαδή σε μία τέτοια περίοδο και έτσι αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται εδώ για αυτό το κομμάτι της Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολη και εγκαθίσταται στη Δράμα. Γίνονται έτσι τα φέρνει η ζωή βρίσκεται εδώ, παντρεύεται εδώ και δημιουργεί εξαιρετικά αρχιτεκτονικά πράγματα. Είναι ένας αρχιτέκτονας σπουδαγμένος στα πανεπιστήμια της Ευρώπης, τα αρχιτεκτονικά ρεύματα τα γνωρίζει πάρα πολύ καλά. Στην Ευρώπη γίνεται από το ένα ρεύμα στο άλλο πάμε, τεχνοτροπίες αλλάζουνε, καινούργια υλικά έρχονται, διαφορετικές τεχνικές τα πάντα όλα. Και αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, αυτό τον άνθρωπο βρίσκει ο παππούς μου προκειμένου να φτιάξει, ενώνονται δηλαδή, να φτιάξει την κατοικία του.
Το όνομα του αρχιτέκτονα
Konrad Von Villas. Ο παππούς όμως ήτανε καπνέμπορας, αυτό δεν το είπαμε. Ο παππούς ο οποίος κατάγεται, καταγόταν από το Δοξάτο καταγόταν σε εισαγωγικά καταγόταν διότι η οικογένειά του ήρθαν στα μέσα του 19ου αιώνα δηλαδή γύρω στα 1850 από την Εράτυρα Δυτικής Μακεδονίας. Και ήρθαν εδώ διότι σε εκείνα τα μέρη, τα οποία ήταν επίσης πολύ πλούσια μέρη λόγω της κτηνοτροφίας και των δερμάτων, τα οποία δέρματα μετά φεύγαν και στην Καστοριά και γινότανε γούνες και όχι μόνο. Πολύ πλούσια μέρη αλλά δεχόταν μεγάλες επιθέσεις και καταστροφές και λεηλασίες από Τουρκαλβανούς της περιοχής, της ευρύτερης περιοχής. Κι έτσι πάρα πολλές οικογένειες αναγκάστηκαν να μετοικήσουν. Μία λοιπόν τέτοια οικογένεια είναι η οικογένεια του παππού, που έρχονται στο Δόξατο διότι ακριβώς έχει ξεκινήσει το θέμα της εμπορίας του καπνού. Ο καπνός πια αρχίζει και ανεβαίνει μπαίνει σε μία άλλη διάσταση. Κι έρχονται στο Δοξάτο, το οποίο Δοξάτο ήταν ονομαστό για τα καπνά του, για την ιστορία του για την ομορφιά του, για τους καπνεμπόρους του. Γενικά για τον καπνό. Και βέβαια υπήρχε και μία άλλη πληροφορία ότι στο Δοξάτο υπήρχε ένας καλός μπέης. Τώρα τι σημαίνει ο καλός μπέης ακριβώς δεν μπορώ να σας πω. Εικάζω πως ήταν ένας μπέης, ο οποίος θα ήταν πιο προσιτός ας πούμε στις συνεργασίες, στο εμπόριο σε αυτό τον τομέα, όχι κάτι άλλο. Έρχονται στο Δοξάτο, δραστηριοποιούνται σε όλους τους τομείς της ζωής τους. Πέρα από το εμπόριο, είναι χρόνια δύσκολα, αρχίζει η προετοιμασία των βαλκανικών πολέμων. Κομμάτια για την περιοχή της Δράμας σύνθετα και δύσκολα και επώδυνα παίρνουν μέρος. Είναι προύχοντες, έχουν χρήματα. Χρηματοδοτούν τις εκπαιδευτικές κοινότητες, χρηματοδοτούν κτίρια, χρηματοδοτούν όλη αυτή την οργάνωση, η οποία αναπτύσσεται πριν ξεκινήσουν οι Βαλκανικοί, με τους Μακεδονικούς αγώνες. Δηλαδή είναι άνθρωποι, όχι μόνο αυτοί [00:50:00]αλλά όλοι σε αυτή την κατηγορία των εύπορων ανθρώπων παρουσιάζουνε μία πολύ μεγάλη δραστηριότητα, έντονη δραστηριότητα σε όλα τα πεδία. Σε όλα τα πεδία. Και μάλιστα ο πατέρας του παππού μου Μακεδονομάχος είναι σε μία στήλη των νεκρών του Δοξάτου ας πούμε. Στην πρώτη μεγάλη σφαγή που έγινε. Λοιπόν, ο παππούς με τα αδέρφια του που εξελίσσονται και γίνονται μεγάλοι καπνέμποροι, οι οποίοι δημιουργούν τη δική τους καπνική εταιρία και ταυτόχρονα είναι αντιπρόσωποι της Αμερικάνικης καπνικής εταιρίας, μιας αμερικάνικης που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει το όνομα θα το θυμηθώ, εδώ στην περιοχή. Εξάγουν φυσικά τον καπνό, το εμπόριο γίνεται με την μέση και κεντρική Ευρώπη, κυρίως με την Αυστρία και την Γερμανία αλλά σαφώς και έχουν και πολύ στενή συνεργασία και με τους με τους Αμερικανούς. Και αποφασίζουν να φτιάξουν αυτό το σπίτι στη Δράμα, το οποίο ταυτόχρονα είναι η έδρα της καπνικής τους εταιρείας και η κατοικία. Μέσα σε αυτή την κατοικία μένουνε, μένει όλη η οικογένεια. Μένει η οικογένεια του παππού, μένουνε και κάποια αδέρφια του. Είναι ένα σπίτι 1.000 τετραγωνικών. Αποτελείται από 4 επίπεδα θα λέγαμε. Όπου στο πρώτο επίπεδο ήταν τα γκαράζ, ήτανε τα υπόγεια με τις δραστηριότητες που αφορούσε τη λάντζα τα πλυσίματα, την περιποίηση των αυτοκινήτων. Στο πρώτο επίπεδο ήταν μετά τα σαλόνια, οι τραπεζαρίες, οι κουζίνες, η υποδοχή του σπιτιού. Στο δεύτερο επίπεδο οι κρεβατοκάμαρες και στο τελευταίο στη σοφίτα, μία σοφίτα η οποία προέκυψε από τις ανάγκες της στέγης έχουν μία κατασκευή με μεγάλες κλίσεις. Εκεί έμεναν και κάποια άτομα από το υπηρετικό προσωπικό. Εννοείται ότι όλη αυτή η οικογένεια είχε ανάγκη από βοηθητικό προσωπικό, δεν μπορούσαν τα πράγματα να γίνουν αλλιώς. Και τέλος πάντων το ’25 η οικογένεια αρχίζει να ζει σε αυτό το σπίτι. Ο παππούς αυτός λοιπόν, όμως, γνώρισε την γυναίκα του, ήταν κόρη ενός άλλου μεγάλου έμπορου της Δράμας από τους πιο ιθαγενείς. Αυτός ο πατέρας της Αθανασιάδης στο όνομα ήταν και αυτός ένας άνθρωπος πάρα πολύ δραστήριος στο εμπόριο. Αυτός είχε στενή συνεργασία με την Κωνσταντινούπολη και με το Κάιρο όπως είπαμε. Και γενικά θεωρώ ότι στη Δράμα από αυτόν τον άνθρωπο και από αυτή την οικογένεια ξεκίνησαν πάρα πολλά πράγματα στην πορεία της ζωής της οικονομικής, κοινωνικής και όχι μόνο. Τι θέλω να πω η κόρη του λοιπόν η μία παντρεύεται τον παππού το δικό μου, δηλαδή η κόρη ενός μεγάλου εμπόρου και εύπορου ανθρώπου παντρεύεται έναν εύπορο καπνέμπορο. Η αδερφή του παντρεύεται έναν άλλον μεγάλο επίσης καπνέμπορο τον Γρηγοριάδη, ο οποίος και αυτός έχει έρθει από την Κρήτη κυνηγημένος μετά από την τελευταία επανάσταση της Κρήτης, κυνηγημένος με άλλο επίθετο. Έρχεται, αλλάζει το επίθετο του εδώ και εξελίσσεται ένας μεγάλος καπνέμπορος. Όλοι αυτοί έχουν αφήσει τα στίγματα τους στην πόλη, οι καπναποθήκες και όχι μόνο. Επίσης, η άλλη του αδερφή παντρεύεται έναν άλλο καπνέμπορα το όνομα Μιχαηλίδη, ο οποίος και αυτός μεγάλος και τρανός καπνέμπορας που εξελίχθηκε αργότερα και σε άλλα είδη εμπορίου και τα λοιπά και τα λοιπά. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι και όλα αυτά τα ονόματα που σας λέω έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην προετοιμασία των Βαλκανικών Πολέμων. Έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην οργάνωση των ελληνικών και εκπαιδευτικών κοινοτήτων. Η δε γιαγιά μου ήταν εγγονή ενός άλλου μεγάλου καπνέμπορα της περιοχής, του Αναστασιάδη που έχει το «πέτρινο σπίτι». Ο οποίος και αυτός με μεγάλη δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη στη διαχείριση και στη διοίκηση του κεντρικού τραμ της Κωνσταντινούπολης, σε βιοτεχνίες που έχουνε να κάνουνε με τα τσιγαροκούτια και τα τσιγαρόχαρτα, για αυτό και λέμε με μεγαλύτερη σιγουριά πια ότι η καπναποθήκη εδώ στη Δράμα του Αναστασιάδη που μνημονεύεται ως η πρώτη καπναποθήκη εν έτει 1874, θεωρούμε ότι είναι μάλλον μία βιοτεχνία που κάνει τσιγαρόκουτα και τσιγαρόχαρτα. Πολύ πιθανόν να επεξεργάζεται και τον καπνό και να κάνει χειροποίητα τσιγάρα αλλά κυρίως κάνει αυτό. Μετά έρχονται οι μεγάλοι καπνέμποροι και κάνουν τις μεγάλες καπναποθήκες που είναι θηρία. Λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι όλοι βρίσκονται σε στενή σχέση με την Κωνσταντινούπολη, καθοδηγούν πάρα πολλά πράγματα σε όλους αυτούς τους τομείς που σας είπα, οργανώνουν τις ελληνικές κοινότητες, χρηματοδοτούν τις ελληνικές φιλεκπαιδευτικές κοινότητες και έτσι προκύπτουν όλα αυτά τα γνωστά σχολεία. Έχουνε να κάνουνε με όλη την οργάνωση απέναντι στην ταραχώδη περίοδο απέναντι στο βουλγαρικό ζήτημα, στην απελευθέρωση της περιοχής και τα λοιπά και τα λοιπά. Θέλω να σας πω δηλαδή ότι μιλάμε για μία χούφτα ανθρώπων, οι οποίοι ναι μεν μεταξύ τους παντρεύονται και αυτό τώρα έχει τα απίστευτα παρακλάδια του αν το αναλύσουμε περισσότερο. Παντρεύονται μεταξύ τους βέβαια δεν ξέρω αν είναι έρωτας αν είναι συνοικέσιο δεν ξέρω, πάντως οι άνθρωποι εμφανίζονται καλά κι ευτυχισμένοι από τις φωτογραφίες που βλέπουμε, αν αυτό είναι τεκμήριο τέλος πάντων. Και αφήνουνε και ένα πολύ δυνατό στίγμα στην πόλη και φυσικά στις εξελίξεις έτσι τις μετέπειτα εξελίξεις σε όλους τους τομείς, σε όλους τους τομείς. Έτσι λοιπόν γίνονται ζευγάρι και φυσικά ζευγάρι γίνονται και σε άλλα πράγματα και στις οικονομικές συνεργασίες. Ο ένας τροφοδοτεί τον άλλο και όλοι είναι κατά κάποιο τρόπο εκπρόσωποι και κάποιων ξένων εμπορικών οίκων που βρίσκονται εδώ. Ας πούμε ο πατέρας της γιαγιάς μου ήταν ο εκπρόσωπος των αδελφών Αλλατίνη, ο οποίος πριν κάνουν, οι οποίοι κάνανε εμπόριο σε πολλούς τομείς, δεν ήταν μόνο ο καπνός. Κάποια στιγμή ασχολήθηκαν και με τον καπνό. Αλλά θέλω να σας πω πως εμπλεκόταν τότε η δομή αυτή, οι άνθρωποι με αυτές τις δομές και ανάλογος είναι και ο κοινωνικός βίος που αναπτύσσουν έτσι. Το οποίο η Δράμα τότε το υποστηρίζει, δηλαδή η Δράμα μέσα από όλα αυτά που γίνονται από τις κοσμοϊστορικές αλλαγές, από την ανάπτυξη των δικτύων από τον ερχομό του τρένου, από τον ερχομό των ξένων εμπορικών οίκων, από τους προξένους των διαφόρων κρατών εν μέσω Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γίνεται ένα κέντρο πάρα πολύ σημαντικό έτσι. Και αυτή η κατοικία λοιπόν η οποία έχει την εμβληματικότητά της και η οποία γίνεται αργότερα, δηλαδή αυτά όλα έχουν προηγηθεί και 50 χρόνια και 30 χρόνια πριν από αυτή την κατοικία έχει, αυτή την συμβολική θα έλεγα αξία στο κομμάτι το αρχιτεκτονικό, στο κομμάτι της καταγωγής των ανθρώπων και τι επιθυμούν οι άνθρωποι να δείξουν με όλο αυτό το πράγμα. Δεν θα το μεταφέρω στο σήμερα θα είναι παρακινδυνευμένο να πω τι κάνει ένας αντίστοιχος άνθρωπος σήμερα που έχει μία τέτοια θέση κοινωνική, γιατί άλλο η κοινωνική θέση και άλλο το ρόλο που παίζαν αυτοί οι άνθρωποι μέσω της κοινωνικής τους [01:00:00]θέσης και μέσω της της ευπορίας που είχανε δηλαδή και των οραμάτων που είχανε σε άλλη περίοδο ιστορική. Όμως το σπίτι αυτό δεν πρόλαβε να γιορτάσει τη χαρά του, στα επόμενα 3 χρόνια ο παππούς πεθαίνει. Πλησιάζουμε ήδη προς τη μεγάλη οικονομική κρίση, στο κραχ το οικονομικό και ο παππούς ένα καλοκαίρι που τα καπνά δεν πήγαν καλά, δεν πήγαν καλά έχουν αρχίσει τα προβλήματα όχι ότι τυχαία δεν πήγαν καλά, ο παππούς πεθαίνει. Και είναι ένα πολύ μεγάλο πλήγμα, αφήνει πίσω του 3 παιδιά σε πολύ τρυφερή ηλικία και τη σύζυγό του σε ηλικία 28 ετών. Τότε λοιπόν πέσαν πάνω στη χήρα όλοι οι υπόλοιποι συγγενείς για να της αποσπάσουν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας. Τα γνωστά οικογενειακά ζητήματα. Η χήρα βέβαια η οποία είχε τον πατέρα της τον Αθανασιάδη τον γνωστό έμπορο που λέμε δεν είχε ανάγκη. Συνέχισε τη ζωή της ζώντας πιά με τον πατέρα της και μεταφέρθηκαν αφού ξεκαθάρισαν τα περιουσιακά στοιχεία, μεταφέρθηκαν σε ένα άλλο πατρικό σπίτι που είχαν. Εδώ συνεχίστηκε η εταιρεία που είχαν τα αδέρφια του παππού, ξεκίνησαν τα οικονομικά προβλήματα, ξεκίνησε ο δανεισμός από διάφορες τράπεζες, υποθηκεύτηκαν τα καπνά και μετά από μία πενταετία επήλθε η πτώχευση. Και τα αδέρφια του παππού ο καθένας πήρε το μερτικό του και συνέχισαν τη ζωή τους. Η γιαγιά με τα παιδιά της συνέχισε τη ζωή της σε ένα άλλο όπως είπαμε σπίτι μέχρι που ερχόμαστε στην κήρυξη του πολέμου τον Οκτώβρη του ’40.
Εκείνο το διάστημα εδώ μετά την πτώχευση κατοικούνταν το σπίτι από κάποιον; Η εταιρεία σταμάτησε δηλαδή;
Η εταιρεία σταμάτησε, παρέμειναν κάποια χρόνια. Άρχισαν οι διάφορες αντεγκλήσεις οπότε δημιουργήθηκε ένα καθεστώς νομικής στήριξης των παιδιών και της χήρας. Για κάποια χρόνια ήταν εδώ και μετά έζησαν στο πατρικό της, του πατέρα της το σπίτι. Από δω τώρα πότε έφυγαν όλοι αυτό δεν το ξέρω. Γιατί; Γιατί αυτές οι ιστορίες και οι μετέπειτα που ακολούθησαν δεν ήταν ιστορίες που έμειναν ευχάριστα στη μνήμη είτε της γιαγιάς μου είτε του πατέρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα λόγια τους να είναι λιγοστά και λόγια που κρύβανε πίκρα και απογοήτευση κυρίως, πέρα από το ότι διαλύθηκε μία οικογένεια αλλά και από την αντιμετώπιση των συγγενών και αργότερα από την αντιμετώπιση της ιστορίας. Οπότε ήταν άνθρωποι ολιγόμιλοι για όλα αυτά τα ζητήματα και τις πληροφορίες που εγώ απέσπασα ως παιδί και τις οποίες κράτησα γερά στη μνήμη μου, κατάφερα αργότερα όταν επέστρεψα στη Δράμα στην ανασκαφή τη δική μου που έκανα ιστορικά να δέσω όλες αυτές τις πληροφορίες, να τις πολλαπλασιάσω και να τις διασταυρώσω και με άλλους ανθρώπους και να έχω μπροστά μου μία καλύτερη εικόνα, όχι όλη την εικόνα. Δηλαδή η γιαγιά από τα 28 της όπως είπαμε έμεινε μόνη της δεν ξαναέκανε ποτέ, η ζωή της ήταν πολύ περιορισμένη. Μία γυναίκα πολύ διακριτική αλλά αυτό νομίζω την καθόρισε, δηλαδή η προϊστορία καθόρισε τη συμπεριφορά της, καθόρισε τις επιλογές της και στη συνέχεια έμεινε και με το ένα της παιδί. Δηλαδή η ζωή της είχε κλείσει κατά κάποιο περιορίστηκε μέσα στα στενά οικογενειακά πλαίσια του γιου της, της οικογένειας του γιου και της κόρης της βέβαια αλλά πιο πολύ του γιου της. Όμως εγώ επειδή την είχα σαν καλή μου φίλη τη γιαγιά γιατί κοιμόμασταν μαζί. Και έτσι και της έλεγα όλα τα προσωπικά μου μυστικά, διότι η γιαγιά δεν μιλούσε ποτέ. Ποτέ δεν έλεγε: «Αυτό δεν το κάνεις καλά» ή «Εκείνο το κάνεις καλά» ποτέ. Ήταν ένας εξαιρετικός ακροατής για μένα. Και έτσι τώρα τα βράδια ρωτούσα πότε το ένα πότε το άλλο: «Γιαγιά πώς ήταν το σπίτι; Τι είχατε; Πώς ζούσατε; Ποιος μαγείρευε; Ποιος υποδεχόταν; Ποιος ήταν οδηγός στα αυτοκίνητα; Ποιος ήταν κηπουρός; Πώς ήταν η καθημερινότητά σας;». Μέσα στην πορεία των ετών μάζευα μάζευα μάζευα μάζευα μικρές κοντές κουβέντες και δημιούργησα μια μεγάλη ιστορία. Δεν την πίεζα ποτέ να μου πει πράγματα, ερχόταν από μόνο του ίσως και εκείνη να είχε αυτή την ανάγκη να πει 2-3 κουβέντες. Αλλά μέχρι εκεί το ίδιο συνέβαινε και με τον πατέρα μου και εκείνος δεν έλεγε κουβέντες, γιατί ήταν πάρα πολύ πληγωμένος από τη συμπεριφορά των συγγενών του πατέρα του. Του άφησε ένα πολύ μεγάλο πλήγμα αυτό. Και έτσι οι κουβέντες γιατί ξέρω γω ερχόταν στιγμές και λέγανε ήτανε όλοι αγαπούσαν όλοι τη μουσική, άλλος έπαιζε βιολί, άλλος έπαιζε πιάνο, τραγουδούσαν εξαιρετικά και τα βράδια είχανε βραδιές μουσικής. Ερχόταν φίλοι, ερχόταν και ερχόταν και οι κάτοικοι της πόλης δηλαδή καθόταν έξω από τον κήπο και τους άκουγα δηλαδή ήταν γνωστά τα βράδια τα οποία γλεντούσαν. Αυτά τα λέγαν, τα λέγαν λίγο με περισσότερη χαρά. Ο πατέρας εξελίχθηκε, βέβαια συνέχισαν τις σπουδές τους με τους δασκάλους το σπίτι εντάξει υπήρχε μία οικονομική δυνατότητα να εκπαιδεύσουν τα παιδιά τους ως ένα βαθμό, φυσικά. Όμως ο πατέρας όταν έχασε τον πατέρα του ήταν 7 χρονών και η ζωή του βγήκε εκτός σπιτιού, δηλαδή είχε τη δυνατότητα ως ο μεγάλος γιος να είναι πιο ελεύθερος και έτσι γνώρισε πάρα πολλές πλευρές της ζωής της υπόλοιπης κοινωνίας, των υπόλοιπων ανθρώπων και του έκανε πάρα πολύ καλό αυτό.
Οπότε όλα αυτά συμβαίνουνε, μεγαλώνουνε εννοείται τα παιδιά και φτάνουμε στην κήρυξη του πολέμου τον Οκτώβρη του ’40. Τότε λοιπόν, αμέσως με το που κηρύσσεται ο πόλεμος πολλά σπίτια επιτάσσονται για να εξυπηρετήσουν ανάγκες του πολέμου. Το πρώτο σπίτι που επιτάσσεται είναι αυτό και μετατρέπεται αμέσως σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Αυτά μέχρι τον Απρίλη του ’41, όπου πια μπαίνουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί τους δίνουν δίοδο οι Βούλγαροι από την δικιά μας περιοχή και τους δίνουν ως δωράκι καλό την Μακεδονία και την Θράκη μέχρι τον Έβρο στους Βουλγάρους. Αμέσως λοιπόν μετατρέπεται διοικητήριο στρατιωτικό Γερμανών το σπίτι αυτό και πολύ γρήγορα έρχεται η βουλγαρική διοίκηση, η στρατιωτική βουλγαρική διοίκηση. Σε αυτή την διαδικασία όμως διώκεται η οικογένεια. Η οικογένεια διώκεται, η οποία έμενε και εδώ δηλαδή μπορεί και να έμενε και εδώ και στο πατρικό εκείνο αλλά και σε αυτό μπορεί να έμεναν, διώκεται αμέσως. Εδώ είναι [01:10:00]Βουλγαρία, πρέπει να φύγουν εκτός συνόρων εκτός Βουλγαρίας μέχρι το Στρυμόνα, από τον Στρυμόνα και μετά είναι άλλη κατάσταση. Και τους επιτρέπουν με όλα τα πράγματα που κρατάνε τα δύο τους χέρια να φύγουν. Και έτσι λοιπόν η γιαγιά με τον πατέρα της, ο οποίος είναι άρρωστος βαριά πάνω σε ένα κάρο και με τα 3 της παιδιά φεύγει προς Θεσσαλονίκη. Εκεί προσπάθησαν να βρούνε κάποιους δικούς τους ανθρώπους να τους φιλοξενήσουν, να δούμε πώς θα οργανώσουν τη ζωή τους τέλος πάντων. Δεν το επιτυγχάνουν αυτό και φεύγουν στην Έδεσσα, όπου εκεί πάλι λόγω φίλων καλών της οικογένειας μένουν μέχρι την απελευθέρωση μένουν στην Έδεσσα. Εκεί λοιπόν ο ένας γιος φεύγει και γίνεται αντάρτης του ΕΛΑΣ και ο άλλος γιος με την απελευθέρωση τον σκοτώνουνε και χάνεται. Η γιαγιά δεν έμαθε ποτέ ότι σκοτώθηκε, πάντα ήξερε ότι χάθηκε. Και με την απελευθέρωση επιστρέφουν το ‘44 πίσω. Τα σπίτια όλα είναι κατεστραμμένα εννοείται, δεν τους τα δίνουνε διότι αμέσως μετά την απελευθέρωση έρχονται έρχεται και το κάνει κέντρο ο ΕΛΑΣ. Ήδη ο ΕΛΑΣ είχε αναπτύξει εδώ ένα από τα συντάγματα του και μέχρι την Βάρκιζα μέχρι τη συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι τον Φλεβάρη του ‘45 δεν θυμάμαι περίπου, κατοικοεδρεύει ο ΕΛΑΣ. Με το που φεύγει ο ΕΛΑΣ μπαίνει ο Ελληνικός Στρατός, ο Ελληνικός Στρατός διοικητικά τότε αρχίζει και οργανώνεται ξανά στη δομή του στις Ταξιαρχίες, Μεραρχίες ενσωματώνονται, γιατί πρώτα μπήκαν τα Τάγματα Ασφαλείας εδώ, τα οποία είχαν ενσωματωθεί στη διάρκεια μέσα στον Ελληνικό Στρατό και έτσι γίνεται εδώ έρχεται η 27η Ταξιαρχία του Ελληνικού Στρατού για αυτό και το σπίτι λέγεται «Ταξιαρχία» και η περιοχή γύρω γύρω και πλατεία μπροστά αλλά και όλη η περιοχή πήρε το όνομα από τότε. Ταυτόχρονα με το Στράτο έρχεται και η Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών, η οποία χρησιμοποιεί τα υπόγεια του σπιτιού. Όλα αυτά που συμβαίνουν εδώ εκτός από κέντρο διοικητικό παίζει κι άλλο ρόλο. Δηλαδή και κατά την περίοδο της Βουλγαρικής Κατοχής και κατά την περίοδο που αρχίζει ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα εδώ σε αυτό το σπίτι και στα υπόγεια του σπιτιού γίνεται ο διαχωρισμός των ανθρώπων. Μετά από το κυνήγι που υφίστανται και από τις καταδίκες που υφίστανται στα έκτακτα στρατοδικεία είτε και την περίοδο της Βουλγαρικής Κατοχής είτε την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου οι άνθρωποι πριν την τελευταία στιγμή την τελευταία τους βραδιά την παίρνουν στα υπόγεια αυτού του σπιτιού. Και έτσι λοιπόν είναι ένα σπίτι το οποίο δέχτηκε και συνέβησαν και δέχτηκε άσχημες στιγμές σαν σπίτι. Αν δηλαδή απομονώσουμε τους πρώτους του ιδιοκτήτες, οι οποίοι και αυτοί το χάρηκαν ελάχιστα η πίκρα και ο πόνος ήτανε από τα πρώτα χρόνια και συνεχίστηκε και ποτίστηκε αυτό το σπίτι από όλες αυτές τις καταστάσεις, δεν θεωρώ ότι πέρασε μέχρι τότε το σπίτι τα καλύτερά του. Ήτανε δηλαδή ένα κέλυφος, ένας οργανισμός που φυσικά αυτό συνέβη και σε όλη την Ελλάδα και σε πάρα πολλά αντίστοιχα τέτοια σπίτια.
Αυτά λοιπόν συνέβησαν μέχρι τότε και μετά από μια επιστολή του πατέρα μου προς τον τότε Πρωθυπουργό της χώρας, επεστράφη και το σπίτι στην οικογένεια. Κατεστραμμένο, λεηλατημένο, είχαν πάρει όλα τα έπιπλα τα πάντα, τα πάντα τα πάντα όλα. Αυτά όμως τα οποία και τέλος πάντων στη συνέχεια άρχισαν οι γονείς μου ο πατέρας μου έχει συναντήσει τη μητέρα μου, προκύπτουν νέες οικογένειες, αποφασίζουν να χωρίσουν το σπίτι για να μπορούν να το αξιοποιήσουν και να έχουν κάποια έσοδα. Μέχρι που έρχεται στιγμή που αποφασίζουν να έρθουν εδώ η οικογένειά μου και εμείς ζούσαμε στο πατρικό της γιαγιάς, να έρθουμε και εμείς να μείνουμε σε αυτό το σπίτι. Σε αυτή λοιπόν την πορεία τη δική μου ακόμα από τότε που ήμουνα στην Ξάνθη και μετά που ήρθα στη Δράμα αλλά και όχι μόνο γιατί και λόγω της δουλειάς μου ταξίδευα αρκετά μέσα στην Ελλάδα, γνώρισα πάρα πολλούς ανθρώπους οι οποίοι μου δώσαν την πληροφορία άλλος έκανε φαντάρος εδώ, άλλος ήτανε διοικητής εδώ, άλλος ήταν εργάτης εδώ, άλλος ήταν κρατούμενος εδώ. Πάρα πάρα πολλούς συγγενείς κρατουμένων συνάντησα, οι οποίοι μου μετέφεραν στιγμές τις οποίες έχω μπροστά μου ακόμα και τώρα. Πώς περνούσαν από τα υπόγεια, γιατί τα παράθυρα των υπογείων υπάρχουν σιδερένιες προφυλακτικές κατασκευές, πώς έβγαινε το χέρι τους, πώς τους έδιναν το ψωμί, τι λόγια αντάλλασσαν. Γνώρισα ανθρώπους οι οποίοι μου είπαν πώς απέδρασαν από αυτό το σπίτι, γνώρισα ανθρώπους οι οποίοι, γνώρισα…ήρθαν και επί τούτου άνθρωποι να μου πούνε για το μεγάλο θησαυρό που άφησαν οι Γερμανοί φεύγοντας από δω και γενικά ο ΕΛΑΣ και τα λοιπά και τα λοιπά. Το σπίτι καταλαβαίνετε ότι λόγω του μεγέθους του και της ιστορίας του έχει βοηθήσει στο να αναπτυχθούν εξαιρετικές ιστορίες για τους χρυσοθήρες, ας πούμε, και κατά καιρούς έρχονται διάφοροι οι οποίοι μας λένε: «Εδώ είναι, εκεί είναι, πιο κει είναι και είναι μεγάλο, είναι ράβδος είναι» δεν ξέρω τι. Είναι ένα θέμα της οικογένειας με το οποίο διασκεδάζουμε αφόρητα βέβαια. Γιατί φυσικά δεν υπάρχουν τέτοια ζητήματα όλοι οι κατακτητές από δω φύγαν με την άνεση τους, ακόμα και αν είχαν τη διάθεση να κρύψουν κάτι ή και να κρύψαν κάτι φύγαν μέρα μεσημέρι. Είχανε τον τρόπο να…τέλος πάντων. Αυτά λοιπόν όλα τα ακούσματα, αυτές οι συναντήσεις που είχα με αυτούς τους ανθρώπους άρχισε να με φορτίζει πολύ άσχημα συναισθηματικά. Άρχισα να νιώθω ζώντας πια μέσα σε αυτό το σπίτι, άρχισα να νιώθω αυτή την ιστορία του, άρχισα να λειτουργώ και με βάση την τότε οργάνωση του σπιτιού με βάση όλους αυτούς που πέρασαν γιατί είναι ορατά τα σημάδια. Δηλαδή ανεβαίνεις την μαρμάρινη σκάλα και βλέπεις το κοίλωμα που άφησαν τα δεκάδες εκατοντάδες ενδεχομένως παπούτσια στρατιωτικά και μαλάκωσε το μάρμαρο και έκανε μία μικρή σκάφη. Δηλαδή και να θέλεις να λησμονήσεις και να θέλεις να δεις κάτι άλλο δεν σου επιτρέπει. Βλέπω τις σόμπες, που καίγανε τις σόμπες και δεν πρόσεχαν φυσικά και αφήνανε τα κάρβουνα να φεύγουν από τη σόμπα και να καίνε τα ξύλα. Αυτά τα σημάδια υπάρχουν. Ονόματα των στρατιωτών υπάρχουν κάτω στα υπόγεια, τα οποία τα έβλεπα ως παιδί αλλά ήταν τόσο ουδέτερα συναισθηματικά για μένα. «Τι είναι αυτά, πατέρα;» «Ένα όνομα ενός φαντάρου» δεν μου έβγαζε συναισθηματική-πώς να το πω-ταραχή. Μετά, μετά που ήρθα και άρχισα να ζω εδώ και να παρατηρώ τα πάντα όλα από την αρχιτεκτονική του, μορφολογία από το να έρχονται στο μυαλό μου όλες οι κουβέντες της γιαγιάς από τις πληροφορίες που μάζευα όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς να το επιδιώκω. Κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι κατέθεταν όχι μια στεγνή πληροφορία, κατέθεταν [01:20:00]πολλά περισσότερα πράγματα και αυτό φόρτιζε κι εμένα ταυτόχρονα. Δηλαδή είναι ένα σπίτι το οποίο κατοίκησα και κατοικώ και νιώθω ένα χρέος απέναντί του. Νιώθω μια ευθύνη. Το νιώθω σαν ένα ζωντανό οργανισμό.
Τι σημαίνει αυτό;
Τι σημαίνει ζωντανός οργανισμός; Μα κάθε σπίτι είναι ζωντανός οργανισμός, δηλαδή οι άνθρωποι που πέρασαν άφησαν τα χνάρια τους, το στίγμα τους, την ενέργειά τους. Εγώ αυτό το πράγμα το βιώνω και θεωρώ ότι κάθε σπίτι είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ο καθένας που περνάει έχει μία αύρα, έχει μία ενέργεια, έχει μία σκέψη, έχει μία πράξη. Αυτή αφήνει κάτι, αφήνει ένα στίγμα.
Πάντως όταν ξανακατοικήθηκε το σπίτι δεν προσπαθήσατε να σβήσετε αυτά τα σημάδια, τα ονόματα από τους τοίχους, ενδεχομένως κάποια όπως το πάτωμα που είχαν αφήσει κάποια σημάδια τα ξύλα. Έμεινε όπως ήταν.
Ναι, βέβαια πολλά από αυτά τα ανακάλυψα ζώντας έτσι μέσα στο σπίτι, εδώ τώρα είμαι 30 χρόνια. Δεν καλύπτονται, για μένα δεν καλύπτονται. Καταρχήν δεν ξέρω σε μία μελλοντική αποκατάσταση του σπιτιού όπου μπούνε πιο ειδικοί άνθρωποι μέσα και αρχίζουν και ξηλώνουν και ράβουν και και και και τι θα κάνουν. Καταρχήν δεν θα τα γνωρίζουν, δεν θα μπορούν να αντιληφθούν. Μόνο αν υπάρχει μία πληροφορία από τους απογόνους ας πούμε, οι οποίοι είδαν και κατάλαβαν κάτι περισσότερο. Δεν έχει νόημα να εξαφανίσεις το καμένο ξύλο, είναι η ιστορία του σπιτιού. Μπορεί να είναι οδυνηρή, μπορεί να μην ήμουνα εγώ κομμάτι τότε εκείνης της ιστορίας είμαι τώρα, ζω τώρα. Σαφώς και εισπράττω το εισπράττω αυτό όμως το εισπράττω το βλέπω, το χω μπροστά μου, το χω ακούσει ένα εκατομμύριο φορές, δεν μπορώ να το διαγράψω. Δεν θέλω να το διαγράψω. Δεν γίνεται να το διαγράψω. Θέλω να το βοηθήσω το σπίτι με ποιο τρόπο; Έχω σκεφτεί πάρα πολλά πράγματα. Μπορεί να φαίνονται αέρας, μπορεί να ακούγονται ότι είναι απραγματοποίητα. Μπορεί δεν ξέρω. Δεν με ενδιαφέρει. Το τι βιώνω εγώ και μαζί με μένα όμως βλέπω ότι το εισπράττουν κι άλλοι άνθρωποι γιατί ζώντας μέσα σε αυτό το σπίτι και που η ιστορία του τόπου μας άρχισε να γίνεται γνωστή και στα σχολεία και σε ομάδες διάφορες κοινωνικές εδώ και γενικά να συζητιούνται πια τα θέματα της ιστορίας. Κάποτε δεν συζητιόταν τα πράγματα τόσο εκτεταμένα. Ξέρανε βέβαια οι άνθρωποι οι τότε για τη Κατοχή, μία, δυο, τρεις για τις σφαγές για το Α το Β το Γ, εντάξει.
Από κει και πέρα περισσότερες λεπτομέρειες όμως, οι οποίες τώρα βγαίνουν στην επιφάνεια μετά από το ερευνητικό έργο των διαφόρων ιστορικών και ανθρώπων, αρχίσει να περνάει και στα σχολεία και δέχθηκα πάρα πολλά αιτήματα για να κάνουμε κάποια μαθήματα μέσα σε αυτό το σπίτι ιστορίας. Τα οποία τα αποδέχθηκα και το σπίτι το άνοιξα πάρα πολλές φορές είτε σε Δημοτικό είτε σε Γυμνάσιο είτε σε Λύκειο είτε και σε άλλες ομάδες ανθρώπων ανεξαρτήτως ενδιαφερόντων, οι οποίοι θέλαν να εμπειριστούν τον χώρο. Γιατί είναι ένα σπίτι που σου προκαλεί ένα δέος και που κάτι έχεις ακούσει κιόλας. Λοιπόν αυτό που εισέπραξα ήτανε συγκινητικό από όλες τις ηλικιακές ομάδες και από όλες τις κατηγορίες των ενδιαφερόντων. Ειδικά από τα παιδιά, τα παιδιά ερχόταν μόνο για μία ώρα με τους δασκάλους και φεύγαν μετά από 4 ώρες. Είχαμε τη δυνατότητα να μιλήσουμε για πάρα πολλά πράγματα για το πώς προέκυψε αυτό το σπίτι, για τις οικογένειες εκείνης της εποχής, για εκείνη την εποχή για τις συνήθειες των ανθρώπων, για το τι στοιχεία αρχιτεκτονικά έχει το σπίτι αυτό. Που από τα αρχιτεκτονικά στοιχεία πηγαίναμε και στην κλασική Ελλάδα, διότι εδώ μέσα στα πολλά αρχιτεκτονικά στοιχεία είναι από το παρελθόν, έχουμε ρυθμό ιωνικό, έχουμε ρυθμό δωρικό έχουμε ξέρω γω. Έχουμε στοιχεία και από άλλα αρχιτεκτονικά ρεύματα της Ευρώπης έτσι και από την Αναγέννηση και από το Μπαρόκ και πάει λέγοντας. Είχαμε την δυνατότητα να κάνουμε και μια βουτιά στην ιστορία και στην αρχιτεκτονική και γιατί προέκυψαν όλα αυτά. Και τι είναι αυτή η κολώνα, γιατί μας βγήκε αυτή η κολώνα εδώ, τι σημαίνει, από πού γεννήθηκε αυτή η κολώνα και τη χρησιμοποιούμε και την βλέπουμε; Δηλαδή ανοίγαμε μεγάλες διαδρομές. Και μετά το μέγεθος του σπιτιού, για τα παιδιά ήταν πρωτάκουστο να ζει σε ένα τέτοιο μέγεθος. «Τι σημαίνει αυτό για σας κυρία;» μου λέγανε «Πώς ζείτε εδώ μέσα;», «Πώς όταν σηκώνετε το χέρι σας, σήμερα τα σύγχρονα διαμερίσματα σηκώνεις το χέρι σου και πιάνεις την οροφή, εδώ θέλεις κάποια μέτρα για να φτάσεις στην οροφή, πόσο εύκολο είναι αυτό;» «Θα κάνατε τέτοιο σπίτι σήμερα αν είχατε τη δυνατότητα;» και μπαίναμε να μιλήσουμε για τη λειτουργικότητα των χώρων, για τις ανάγκες δηλαδή πραγματικά δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες μας. Οι ανάγκες των ανθρώπων είναι συγκεκριμένες. Προσπαθούσα να τους δώσω και μία άλλη αξία δηλαδή το ότι γινόταν αυτά τα σπίτια και πού υπάρχει και μέχρι σήμερα αυτή αξία ήθελε να δείξει ότι αυτός ο ιδιοκτήτης στο υπόλοιπο κομμάτι ότι: «Ναι εγώ έχω και μία υπέροχη». Αλλά δεν είναι μόνο στην τοπική κοινωνία είναι και ιστορικά έτσι τι σήμαινε να διαφοροποιηθώ και αρχιτεκτονικά απέναντι σε σχέση με το παρελθόν. Οι απορίες των παιδιών ήταν απίστευτες η ιστορία έτσι όπως εξελίχθηκε στα 15 χρόνια, στα χρόνια της Κατοχής ήταν και για τα παιδιά ένα μάθημα γιατί ερχόταν και μου λέγανε: «Εμένα ο παππούς μου μου είπε αυτό, θα πας να δεις εκείνη τη γωνία αν ακόμα είναι έτσι γιατί εγώ έζησα εκεί μέσα». Τα παιδιά είχαν ακούσματα και τους δόθηκε μία δυνατότητα αυτό το πράγμα να το δουν και κατεβήκαμε στα υπόγεια και είδαμε και τις σφαίρες στον τοίχο, τα ανοίγματα από τις σφαίρες διότι και μέσα εκεί δολοφονούσαν έτσι. Όλα αυτά υπάρχουν. Και έτσι το σπίτι εγώ αυτό το οποίο έκανα δηλαδή που το ένιωθα βαθιά αυτό που κουβαλούσα να μπορέσω να το μεταδώσω. Είχα τα ερεθίσματα και το έκανα. Το σπίτι άνοιξε στον κόσμο της Δράμας. Πολλοί Δραμινοί θέλαν να γνωρίσουν αυτό το σπίτι από μέσα. Εγώ αυτή τη δυνατότητα την έδωσα και μακάρι να είχα κι άλλη δυνατότητα πραγματικά το σπίτι αυτό να ανοίξει στην πόλη. Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποια είναι η σχέση μου με την ιδιοκτησία, με το ανήκειν. Λοιπόν σας πληροφορώ ότι πέρα από το στενό ιδιοκτησιακό αυτό που λέμε ο παππούς τον γιο και ο γιος τα παιδιά και πάει λέγοντας με ξεπερνάει αυτό. Δηλαδή νιώθω ότι αυτό το σπίτι ανήκει σε πιο πολύ κόσμο, σε μία πόλη ενδεχομένως. Το νιώθω αυτό το πράγμα.
Είναι πολύ ιδιαίτερο να ζεις σε ένα σπίτι που έχει ζήσει όλη η οικογένεια αλλά ταυτόχρονα να είναι ένα σπίτι ολονών.
Ναι είναι το πατρικό μου, μεγάλωσα εδώ και ζω τώρα 30 χρόνια εδώ μετά που ήρθα. Αλλά όταν εισπράττεις το ενδιαφέρον, το δέος των ανθρώπων αρχίζεις και μπαίνεις σε μία άλλη διαδικασία. Εντάξει είναι και θέμα ανθρώπου και εγώ είμαι έτσι κάπως ας πούμε. Δεν το περιέκλεισα να πω αυτό είναι δεν το αγγίζει κανείς και εσείς απέξω και εσείς να το κοιτάτε μόνο και να το φωτογραφίζεται, όχι. Νιώθω ότι να μέσα σε αυτό το σπίτι δικαιούνται και άλλοι άνθρωποι να μπούνε και μακάρι αυτό το σπίτι να ανοίξει στην πόλη. Μακάρι το εύχομαι από καρδιάς.
Να γυρίσουμε λίγο πίσω στη χρονιά που ξανακατοικήθηκε το σπίτι. Νομίζω εκεί σταματήσαμε; Που έρχεται η οικογένεια πάλι [01:30:00]και εσύ είσαι ήδη γεννημένη. Είσαι-
Ναι.
Σε ποια ηλικία έρχεσαι και ξαναζεις εδώ; Μάλλον ξεκινάς να ζεις εδώ.
Εδώ ήρθαμε το ’66, ναι ή το ’65, το ‘65 το 1965. Εγώ είμαι 9 χρονών, 9 στα 10. Πριν αποφασίσει η οικογένεια να 'ρθει μετά που τελείωσε το καθεστώς της επίταξης το σπίτ ο πρώτος που το νοίκιασε ήταν ο Στόκας, τα φροντιστήρια «Στόκα» και εδώ έγιναν τα φροντιστήρια του Στόκα. Μάλιστα, έχουμε κα φωτογραφίες από εκείνη την περίοδο. Στη συνέχεια νοικιαζόταν το σπίτι, κάτω έμενε στο κάτω επίπεδο χωρίστηκε το σπίτι, έγινε δηλαδή 2 ανεξάρτητα σπίτια. Στο κάτω σπίτι έμεινε ο Διευθυντής στο σκαλιστήρι στα Μεταλλεία επάνω το «25», η οικογένειά του. Μετά έφυγαν τα φροντιστήρια «Στόκα» και ήρθε μια άλλη οικογένεια, η οικογένεια Σαρίδη που ήτανε ο Διευθυντής της Αγροτικής Τράπεζας. Μετά από αυτή την οικογένεια του Οικονομίδη που ήταν ο Υποθηκοφύλακας της Δράμας. Όλοι είχαν αφήσει, όλους τους θυμάμαι, όλους τους θυμάμαι. Από παιδί ερχόμουνα, είχα σχέσεις δηλαδή και οικογενειακές και έμπαινα μέσα σε αυτό και σε αυτό το σπίτι τώρα που ειμαστε. Έμπαινα από το ένα δωμάτιο, έμπαινα από το άλλο δεν μου 'λεγε και τίποτα, εντάξει.
Το μέγεθος;
Και το πατρικό που έμενα στο άλλο ήταν επίσης μεγάλο σπίτι, πολύ μεγάλο, πιο παλιό από αυτό. Και εκείνο ήταν μεγάλο, βέβαια αυτό ήτανε θηριώδες. Δεν μου έλεγε γιατί τότε τα σπίτια τη δεκαετία του’50 και τη δεκαετία του ‘60 καταρχήν ήταν τα δωμάτια κλειστά. Δηλαδή τώρα υπάρχει ας πούμε η κεντρική θέρμανση ανοίγεις τις πόρτες και βλέπεις όλο το σπίτι, κυκλοφορείς. Στη θεωρία γιατί τώρα με την κρίση δεν μπορείς να το κάνεις. Τότε ερχόσουν και έμπαινες σε ένα δωμάτιο και έκλεινε η πόρτα. Εκεί μέσα ήταν η σόμπα, μια σόμπα που ήταν ζεστά. Τα άλλα τα δωμάτια ήταν τα υπνοδωμάτια δεν ξέρω τι, δεν μπορούσες να μπεις. Οπότε έμπαινα σε ένα σπίτι, έμενα σε ένα δωμάτιο έβλεπα μαζί με τους δικούς μου τους ανθρώπους που μένουν εδώ τέλος. Δεν μου έλεγε τίποτα παιδιά τίποτα. Μόνο θυμάμαι όταν άρχισα λίγο να μεγαλώνω που ζήτησα από τον πατέρα μου την άδεια να ανέβω πάνω στη σοφίτα και να φτιάξω ένα δωμάτιο, να το περιποιηθώ και πραγματικά μου δόθηκε αυτή η άδεια και το 'φτιαξα, το έβαλα τα γραφεία μου, τα στρωσίδια μου, τις αφίσες μου και πήρα και την και την πρώτη μου γραφομηχανή. Και άρχισα εκεί να διαβάζω, να γράφω τα δικά μου πράγματα. Και άρχισα να ζω λίγο τη σοφίτα. Ήτανε ένας χώρος ιδιαίτερος κάτι ένιωθα είναι ιδιαίτερη σοφίτα, δεν είναι μία απλή σοφίτα ας πούμε. Και ένιωθα καλά, ένιωθα πολύ όμορφα. Αλλά μέχρι εκεί. Μετά αφού λοιπόν όταν άδειασε το κάτω διαμέρισμα, τότε πήραν την απόφαση οι γονείς μου διότι το σπίτι είχε ανάγκη από πολλές εργασίες είχανε ήταν κατεστραμμένα πολλά πράγματα, αποφάσισαν να κάνουν αυτές τις εργασίες, ήταν και σκέφτηκαν ότι αντί να το νοικιάσουν σε κάποιον τρίτον, να έρθει η οικογένεια. Και έτσι ήρθε η οικογένειά εδώ, η οποία αποτελούνταν από τη γιαγιά, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και τα δύο παιδιά, εγώ και ο αδερφός μου. Και έτσι αρχίσαμε να ζούμε εδώ. Και με μεγάλη στεναχώρια διότι αφήσαμε το άλλο το πατρικό που ήταν η γειτονιά μας. Ειδικά για τη μητέρα μου ήταν πολύ δύσκολα, δεν της έλεγε κάτι το ότι και καλά επειδή υπάρχει αυτό το μεγάλο σπίτι, όχι. Και αυτό είναι γεγονός όπου εκεί έχει στις βολές σου, την καθημερινότητά σου, τους φίλους σου, την πόλη στα πόδια σου και τα λοιπά βολεύεσαι καλύτερα. Παρόλα αυτά πάρθηκε αυτή η απόφαση. Λοιπόν ζώντας εδώ τότε ως παιδί, σας είπα, εντάξει πήγαινα στον κήπο, σκάλιζα τον κήπο έβγαζα σκουπίδια διάφορα, πλαστικά, πράγματα που δεν καταλάβαινα τι είναι. Αυτά βέβαια ήταν από τους προηγούμενους ενοίκους, οι οποίοι τα πετούσαν στον κήπο δεν ήταν από την περίοδο της Κατοχής. Δηλαδή τέτοια θυμάμαι κατέβαινα στα υπόγεια εγώ είχα τα ποδήλατα μου εκεί, πιο πολύ με ένοιαζε το ποδηλατάκι μου να το πάρω να φύγω να εξαφανιστώ, να κατέβω να φτιάξω το φούιτ. Άνοιγα τις πόρτες, έκλεινα τις πόρτες, έβλεπα γραμμένα ονόματα στρατιωτών. Εκεί ρωτούσα: «Τι είναι αυτό;», «Το όνομα ενός στρατιώτη», «Γιατί;», «Κάποτε ήταν ο Στρατός εδώ» μέχρι εκεί, μέχρι εκεί. Δηλαδή δεν νομίζω ναι δηλαδή ήτανε όμως σε αυτό ίσως να έπαιξε ρόλο η αγωγή που πήραμε από τους γονείς. Δηλαδή τι θέλω να πω. Ποτέ δεν μας έδωσαν την εντύπωση ότι εμείς είμαστε διαφορετικοί και ότι ζούμε σε ένα διαφορετικό μεγάλο ωραίο σπίτι. Ποτέ δεν γίνανε τέτοιου είδους κουβέντες. Ναι μεν έχει μια ιστορία αυτό το σπίτι αλλά δεν σημαίνει και τίποτα, δηλαδή για να πάρουνε τα μυαλά μας αέρα και να νιώθουν ότι είμαστε κάποιοι. Δεν μπαίναν τέτοια ζητήματα, στο σπίτι μέσα δεν μπαίναν τέτοια ζητήματα, στο σπίτι μέσα δεν υπήρχαν τέτοια ζητήματα της καταγωγής, ας πούμε, τις οικογένειες. Ότι ντε και καλά υπάρχει μία καταγωγή, αρχοντική καταγωγή. Το εισπράτταμε στην καθημερινότητα από την παιδεία, από τις συμπεριφορές αλλά αυτό. Το ότι υπάρχει ένα όνομα μεγάλο πάνω μας, το οποίο συνδέεται με πλούτο, με ιστορία, με τους προύχοντες, με τους ντόπιους δηλαδή το να είσαι ντόπιος ντόπιος Δραμινός ξέρω γω ήταν λίγοι ήταν οι τόσο παλιοί Δραμινοί. Γινόταν κουβέντες αλλά όχι με μία με κάποια ιδιαιτερότητα, δηλαδή το να δώσει κανείς σημασία μεγαλύτερη, όχι. Όλα ήταν φυσιολογικά. Το ότι προσπαθούσε η γιαγιά μου, ας πούμε, η γιαγιά μου εντάξει είπε ότι η εγγονή μου θέλω πάση θυσία να μάθει γαλλικά. Τι σημαίνει αυτό, γαλλικά και πιάνο αυτό που ξέρουμε ότι ήτανε τα συνήθη ξέρω γω των αστών της περιόδου; Εντάξει έμαθα η πρώτη μου γλώσσα ήταν τα γαλλικά. Αυτό το ότι έπρεπε να περπατάω με ένα συγκεκριμένο τρόπο αυτό το λέγαμε. Γιατί; Γιατί δεν είχα ήμουνα πιο πολύ αγοροκόριτσο παρά κορίτσι ας πούμε και έπρεπε να προσαρμοστώ στα ήθη και έθιμα της εποχής. Δεν τους βγήκε. Υπήρχε βεβαίως απόλυτος σεβασμός στη συμπεριφορά από μένα προς τον πατέρα, προς τη γιαγιά αλλά θεωρώ ότι ήταν πράγματα που συνέβαιναν σε πάρα πολλές οικογένειες. Δηλαδή δεν ήταν τόσο η καταγωγή της οικογένειας, ήταν η εποχή. Δηλαδή εγώ στον πατέρα μου μιλούσα στον πληθυντικό, άρχισα να του μιλάω στον ενικό όταν μετά που τελείωσα το πανεπιστήμιο και δυσκολεύτηκα πάρα πολύ και μου έμεινε αυτό, δηλαδή στους ανθρώπους δυσκολεύομαι να μιλήσω στον ενικό. Αλλά αυτά είναι θέματα παιδείας τα οποία τα συναντάς σε πάρα πολλές οικογένειες. Ήταν εκείνη η περίοδος. Ο σεβασμός, έπρεπε να σέβεσαι. Το μεσημέρι περπατούσαμε στα ακροδάχτυλα των ποδιών μας μην τυχόν και ξυπνήσει ο πατέρας, ο οποίος ερχόταν και τα κουρασμένος. Άκρα ησυχία. Αλλά αυτά ήτανε θέματα νορμάλ θεωρώ παντού. Δεν υπήρχε δηλαδή αυτό το ότι ξέρω γω άκουγα λέγανε: «Εσύ είσαι Τζήμουδα». Τι σημαίνει αυτό το είσαι Τζημούδα λέγανε τώρα από πίσω διαφορά, γιατί ξέρω γω: «Έτσι αυτά τα μάτια γιατί έχεις, γιατί έχεις αυτή τη συμπεριφορά» και δεν ξέρω τι. Ε και δεν ήταν κάτι αυτό για να σε [01:40:00]κάνει να νιώσεις διαφορετικός βγαίνοντας από αυτή την πόρτα. Εγώ άρχισα να αντιλαμβάνομαι το μέγεθος των καταστάσεων σε όλα τα επίπεδα αφότου επέστρεψα και αφότου πια άρχισα να αποκτώ μία γνώση ζωής και να μαθαίνω πράγματα. Και πάλι όλο αυτό δεν σε κάνει να νιώθεις ότι είσαι κάτι. Το περιβάλλον αρχίζει και σου συμπεριφέρεται διαφορετικά, ο εξωτερικός παράγων, οι άνθρωποι οι οποίοι άκουσαν μάθαν, άλλαξαν οι νοοτροπίες, άλλαξαν οι αξίες και αρχίζουν να σου συμπεριφέρονται με έναν άλλο τρόπο. Κάτι το οποίο με ενοχλούσε εμένα με ενοχλούσε δηλαδή όσο ζούσα στην Ξάνθη ήμουνα μια χαρά. Όταν ήρθα εδώ και άρχισα να το εισπράττω αυτό με ενοχλούσε με την έννοια ότι μα αλλού είναι η ουσία. Αλλού είναι η ουσία, δηλαδή εντάξει είναι το ότι κουβαλάς ένα όνομα είναι σημαντικό, έτσι. Αυτό το όνομα να το σεβαστείς βεβαίως και να το αντιμετωπίσεις με αξιοπρέπεια μέχρι εκεί. Δεν σου ανοίγει πόρτες και δεν ήθελα και δεν έγινε καμία εκμετάλλευση του ονόματος και αυτό γιατί μας το δίδαξε και ο πατέρας Σε μένα, σε μένα μου το δίδαξε. Ο πατέρας μου ήταν αριστερός ιδεολόγος και παρόλο που είχε αυτό το όνομα τον έδιωχναν από όλες τις δουλειές γιατί ήταν αριστερός. Το όνομα δεν του άνοιξε καμία πόρτα. Δεν επεδίωξε, θα μπορούσε. Κι αυτό εγώ το εισέπραξα. Ναι για μένα αυτό έχει αξία, έχει μεγάλη αξία στη ζωή μου δηλαδή.
Να ρωτήσω κάτι; Οι γυναίκες του σπιτιού πριν από σένα, ας πούμε οι προηγούμενες γενιές πώς ζούσαν; Ποιες ήταν οι συνήθειες; Δούλευαν; Είχαν τον πλήρη έλεγχο του σπιτιού;
Μεγάλη κουβέντα αυτή τώρα. Μπορούμε να κάνουμε ένα διάλειμμα να πιώ λίγο νερό;
Εννοείται. Ωραία, λοιπόν συνεχίζουμε. Είχαμε μείνει στις γυναίκες της οικογένειας. Τι ρόλο διαδραμάτιζαν στη ζωή του σπιτιού; Ζούσαν αποκλειστικά μες στο σπίτι και είχανε την επιμέλεια του σπιτιού ή βγήκαν και έξω από το σπίτι;
Ναι, λοιπόν οι γυναίκες του σπιτιού ήταν 2, η γιαγιά μου και η μάνα μου. Η γιαγιά λοιπόν η οποία όπως είπαμε είχε υποστεί όλα αυτά στο παρελθόν και είπαμε ότι ήταν μία γυναίκα που δεν μιλούσε. Παρόλα αυτά όμως είχε ένα κύρος μέσα στην οικογένεια και αλίμονό μας όλοι μας δηλαδή αν δεν τη σεβόμασταν. Εν ολίγοις ήμασταν σούζα στη γιαγιά. Η μητέρα μου όταν παντρεύτηκε τον πατέρα μου, παντρεύτηκε και την πεθερά της. Ζούσαν όλα αυτά τα χρόνια μαζί. Λοιπόν, η γιαγιά η οποία προερχόταν από δύο οικογένειες εύπορων ανθρώπων. Είχε μία μητέρα που ήταν μαθήτρια στο Ζάππειο, εκεί έκανε την εκπαίδευση της στην Κωνσταντινούπολη. Ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη τα χρόνια της Οθωμανικής Κυριαρχίας και φυσικά είχε εκπαιδευτεί, ήταν μία πολύ μορφωμένη γυναίκα η μητέρα της. Και ταυτόχρονα είχε όλα τα έθιμα της καθημερινότητας από την Κωνσταντινούπολη από την κουζίνα την κωνσταντινουπολίτικη μέχρι την αγωγή την καθημερινή, την κοινωνική, τη μορφωτική και τα λοιπά. Αυτά η γιαγιά τα κουβαλούσε από τη μητέρα της. Αυτό τι σήμαινε. Σήμαινε ότι ήταν η αφέντρα του σπιτιού η γιαγιά. Η γιαγιά με το που θα σηκωνόταν το πρωί το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να καθορίσει το φαγητό και να βάλει την κατσαρόλα στη φωτιά, ήταν η πρώτη της δουλειά. Και από κει και πέρα όλο μέχρι το μεσημέρι ήταν υπεύθυνη, με τη βοήθεια και της μητέρας μου βέβαια αλλά η γιαγιά είχε τον πρώτο λόγο στο φαγητό. Από τις πίτες που φτιάχναν, τα φύλλα που άνοιγαν, που γέμιζε το σπίτι όλα τα σεντόνια σε όλα τα κρεβάτια τα φύλλα τα χειροποίητα που άνοιγαν για να πάρει το σεντόνι την υγρασία, από τα φαγάκια τα καθημερινά τα πάντα όλα ήταν η γιαγιά. Ουαί κι αλίμονο αν είχες μία διαφορετική άποψη. Ήσυχη-ήσυχη η γιαγιά αλλά δεν ανεχόταν και πολλά πράγματα. Λοιπόν η μητέρα της όπως είπαμε είχε αυτή την παιδεία πέθανε πάρα πολύ νωρίς διότι είχε ζάχαρο και σιγά-σιγά από τα προβλήματά του ζαχάρου σε ηλικία 45 χρονών πέθανε. Όμως έδωσε στα παιδιά της αυτή την αγωγή και αυτή την παιδεία που είχε από την δική της οικογένεια. Η γιαγιά ήτανε μία πολύ κομψή γυναίκα λιτή, λιτή πολύ και πολύ κομψή στη λιτότητα της. Είχε μεγάλη σημασία η λεπτομέρεια στο ντύσιμό της από το πρωί μέχρι το βράδυ είτε ζούσε μέσα στο σπίτι είτε πήγαινε για κάποια επίσκεψη. Οι λεπτομέρειες, ας πούμε, ερχόταν η μοδίστρα στο σπίτι, η μοδίστρα ερχόταν στο σπίτι και καθότανε 2-3 μέρες για να ραφτούν πεθερά και νύφη. Έπρεπε όλα να γίνουν στην τρίχα. Οι βάτες να μπούνε εκεί που έπρεπε, το μήκος του φορέματος να καλύπτει το όλο φόρεμα την μεγαλύτερη κοιλίτσα, το στήθος να στέκεται σωστά. Εγώ θυμάμαι που κάθε νύχτα ξεκούμπωνα το κορσάζ της γιαγιάς στο στήθος. Ένα τεράστιο κορσάζ με κόπτσες πολλές πίσω στην πλάτη τσάκα τσάκα τσάκα τσάκα να βγούνε οι κόπτσες διότι έπρεπε να φαίνεται ένα στηθάκι, το οποίο στέκεται σωστά στο ρούχο, είτε αυτό ήταν ρόμπα καθημερινή είτε ήτανε ρούχο απογευματινό. Είχε τέτοιες λεπτομέρειες, ήτανε πάρα πολύ διακριτική όσο τη θυμάμαι εγώ και σε σχέση με μένα. Όμως ήτανε στην ουσία η κυρίαρχη του σπιτιού. Δηλαδή στο ζευγάρι, στο γιο της και στη νύφη της δεν επέτρεπε και καμία ιδιωτικότητα ιδιαίτερη. Η ιδιωτικότητα των γονιών ήταν η κρεβατοκάμαρά τους, στην κρεβατοκάμαρά τους δεν επιτρεπόταν να μπει κανείς, κάνεις. Εγώ σε όλη μου τη ζωή μπήκα 2 φορές, αφού χτύπησα ένα εκατομμύριο φορές την πόρτα. Εκεί το ζευγάρι μπορούσε να μιλήσει, να αγαπηθεί, να πει τα ιδιαίτερα του και πουθενά αλλού μέσα στο σπίτι, διότι υπήρχε πάντοτε η γιαγιά. Λοιπόν, η γιαγιά βέβαια είχε και δύο αδερφές, οι οποίες παίξανε κυρίαρχο ρόλο στη ζωή της. Οι αδερφές αυτές έλεγχαν τη νύφη τη νύφη της στο κάθε τι, στο τι μαγειρεύει, στο τι φοράει, στο πώς φέρεται και γενικά ήταν καθημερινές στο σπίτι και θέλανε να ξέρουν και να ελέγχουν τα πάντα. Ήτανε νύφη αποδεκτή, όχι από την πρώτη στιγμή βέβαια, στην πορεία έγινε και τη λάτρεψαν αλλά όταν ερχόταν και οι αδερφές της γιαγιάς στο σπίτι τότε παιζόταν όλο το έργο που έβλεπες 3 αδερφές, οι οποίες είχαν τα κοινά βιώματα και τις ιστορίες τους και τα λοιπά. Ήτανε οι Τζημούδες, όχι Τζημούδες, από το ένα παρακλάδι του Αθανασιάδη, καθεμία με τη δικιά της ιστορία. Αυτές όλες οι γυναίκες ναι παίζουν ρόλο στην οικογένεια. Η μία, ας πούμε, η μία αδερφή η Κορίνα ήταν μία πανέμορφη γυναίκα, η οποία παντρεύτηκε τον σύζυγό της ο οποίος είχε έρθει από την Περσία ήταν ζωροάστρης, μιλούσε άπταιστα τα τουρκικά, δούλευε στο τουρκικό μονοπώλιο καπνού εδώ, έκανε διάφορες δουλειές ήταν ένας άρχοντας και αυτός σαν δεσπότης φερόταν ας πούμε με τα χρυσά τα ρολόγια που έβγαιναν από τα τσεπάκια του γιλέκου και γενικά και αυτός είχε την άποψη του μέσα στην οικογένεια. Όλοι είχαν άποψη για την οικογένεια. Ουαί κι αλίμονο [01:50:00]αν δεν τους άκουγες. Αυτή η Κορίνα, η οποία ήταν όπως είπαμε πολύ ωραία γυναίκα για να διατηρεί το σώμα της και την ομορφάδα της φορούσε τόσους στενούς κορσέδες που στο τέλος δεν μπόρεσε να κάνει παιδιά. Προφανώς δημιουργήθηκε μία βλάβη στα συστήματα και δεν μπόρεσε να κάνει παιδιά από τους κορσέδες τους στενούς που φορούσε. Η άλλη η αδερφή και αυτή μέσα στην ομορφάδα της παντρεύτηκε έναν εξαιρετικό κύριο ηπειρώτη τη δικηγόρο και τα λοιπά που την είχε μέσα στην φρεσκάδα και στα πλούτη. Τι περιποιητικός ό,τι ήθελε και αυτή εκεί και τα λοιπά ήτανε… Αυτές οι γυναίκες ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι και τις βλέπαμε, κουβεντιάζαμε, μας αγαπούσαν, τις αγαπούσαμε και φυσικά ελέγχανε φυσικά τη μάνα. Οι συνάντησής της μάνας μου, οι επισκέψεις της μάνας μου ήταν πάντα με την πεθερά σε φίλες της πεθεράς που γίναν και δικές της φίλες και γενικά αυτό που λέμε νύφη και πεθερά πρέπει να είναι το μοναδικό δείγμα σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Η μάνα με απίστευτο σεβασμό αλλά σε όλες τις αντιρρήσεις της, επειδή αγαπούσε πάρα πολύ τον άντρα της έκανε τεράστια πολύ και φυσικά είχε την υποστήριξη πάντα του άντρα της. Λοιπόν, η γιαγιά για μένα όπως είπαμε έπαιξε σπουδαίο ρόλο βέβαια διότι ήτανε η κρυφή μου φιλενάδα. Σε όλες μου τις αναποδιές, σε όλα μου τα ζητήματα, σε όλες τις σχολικές μου ανάγκες η γιαγιά κρατούσε το βιβλίο και της έλεγα το μάθημα. Από τους άλλους κρυβόμουν για πράγματα που έκανα που δεν ήταν αποδεκτά, η γιαγιά τα ήξερε όλα. Έζησε μέχρι αρκετά μέχρι να γίνει 86 χρονών στο ίδιο στυλ, στο ίδιο μοτίβο γλυκιά, τρυφερή, αγαπημένη. Για μένα ήταν η αγαπημένη μου γιαγιά, για τη μητέρα μου δεν ήταν τόσο εύκολα.
Η μητέρα που είναι η δεύτερη γυναίκα του σπιτιού, η οποία ήταν άλλης καταγωγής, θρακιώτισσα. Μία πολύ δραστήρια γυναίκα. Καταγόταν από μία οικογένεια όπου ο πατέρας της ήτανε κι αυτός μεγάλος έμπορας, που είχε έρθει από την Αδριανούπολη. Και είχε λάβει μία εξαιρετική μόρφωση από τη μητέρα της, είχε πιάσει και δουλειά και δούλευε στην Πρόνοια και πολύ γλυκιά, πολύ όμορφη γυναίκα, δραστήρια με εμπορικό πνεύμα. Γνωρίζει τον πατέρα μου, ο πατέρας μου ακόμα δεν μπορεί να σταθεί οικονομικά ψάχνει δουλειές από δω και από κει τον διώχνουνε πάντες. Την σταματάει από τη δουλειά διότι την ζήλευε και σταματάει το βασικό εισόδημα που είχε η οικογένεια, γιατί τη ζήλευε ωραία. Και έτσι πορεύτηκαν μέχρι που τα παιδιά της άρχισαν να μεγαλώνουν και οι απαιτήσεις και οι ανάγκες της οικογένειας να διπλασιάζονται. Τα εισοδήματά της οικογένειας ήταν πενιχρά, ήταν ο μισθός του πατέρα και κανένα νοίκι που παίρνανε από αυτό το σπίτι ή και από κανένα ακόμα που είχαν. Λοιπόν, αυτή η γυναίκα λοιπόν που ήταν η χαρά του σπιτιού, αυτή η γυναίκα τραγουδούσε, αυτή η γυναίκα μιλούσε, αυτή η γυναίκα γινότανε ο καραγκιόζης για να δώσει χαρά μέσα στο σπίτι, ντυνόταν καρναβάλι εκεί που καθόμασταν θα τα έφερνε τα πάνω-κάτω για να αλλάξει γενικά το πνεύμα. Θα έφερνε τα νέα από την πόλη έξω που έβγαινε και θα τους έλεγε για το ένα, για το άλλο. Οι άλλοι όλοι ήταν σιωπηλοί. Μέχρι που όταν φτάνουμε σε εκείνη την χρόνια που τα οικονομικά πια δεν επαρκούν και παίρνει τη μεγάλη απόφαση, χειρουργημένη με μία μαστεκτομή και χωρίς μαστό, με καλοήθη βέβαια όγκο και αποφασίζει να βγει στη δουλειά. Τι σήμαινε αυτό. Έχοντας τις επαφές της με τη Θράκη, με το Σουφλί και τη Δαδιά, από κει είχαν έρθει οι γονείς της εδώ, ανεβαίνει πάνω σε αυτά τα μέρη που είναι γνωστά για τα μεταξωτά τους και αρχίζει να φέρνει διάφορα μεταξωτά εδώ και να τα πουλάει σε διάφορους γνωστούς της. Μετά τα μεταξωτά αρχίζει και φέρνει τσεβρέδες παλιούς, κεντίδια που φτιάχνανε τα πολύ παλιά χρόνια με κομμάτια χρυσοκλωστής, μεγάλης χρυσοκλωστής. Πάει τα βρίσκει παλιά, όλα εξαιρετικά κομμάτια τα φέρνει. Έφευγε δηλαδή στις 2:00 τη νύχτα από δω, έφτανε μετά από 8 ώρες στο Σουφλί, έπαιρνε όλα αυτά και το βράδυ πάλι ήταν εδώ, διότι ο πατέρας δεν έπρεπε να μένει ποτέ μόνος ποτέ, ποτέ. Λοιπόν αυτό άρχισε να την οδηγεί σε άλλα πράγματα. Ήταν φοβερά καλαίσθητη, είχε πολύ ανεπτυγμένη την αισθητική και άρχισε μόνη της πια να φέρνει λινά υφάσματα από τη Γαλλία, εξαιρετικά λίνα και να τα κεντάνε διάφορες γυναίκες και να γίνονται άλλα τραπεζομάντηλα, άλλα τσεβρέδες άλλα δεν ξέρω τι με αποτέλεσμα να 'χει να αναπτύξει μία οικοτεχνία με πάρα πολλές γυναίκες να εργάζονται για την ίδια. Άλλη κεντούσε, άλλη σιδέρωνε, άλλη έκανε τα εξωτερικά μοτίβα. Τέλος πάντων πάρα πολλές γυναίκες δούλευαν για τη μητέρα.
Περίπου ποια περίοδο είχαν γίνει αυτά;
Αυτά ξεκινάνε από το ’69, από το ‘69 δηλαδή έχει κάνει την εγχείρησή της φρεσκοεγχειρισμένη παίρνει τις αποφάσεις και βγαίνει στη δουλειά από το 1969 μέχρι και το 2000. Όχι στην ίδια ένταση. Λοιπόν γίνεται γνωστή σε όλη την Ελλάδα, φεύγουν τα πακέτα καθημερινά, εξαιρετικά κομμάτια όλα. Η ίδια βγάζει τα σχέδια, η ίδια ζωγραφίζει, η ίδια πηγαίνει στα διάφορα μουσεία και παίρνει τα σχέδια που βρίσκει σε αγγεία παλαιότερα και τα λοιπά. Και τέλος πάντων είναι η πηγή ζωής στο σπίτι και γενικότερα πηγή. Έτσι καταφέρνει και τα παιδιά της να σπουδάσει και γενικά την ανεβάσει και την οικονομική στάθμη όλης της οικογένειας.
Είχε κάποια επωνυμία η βιοτεχνία αυτή;
Όχι τίποτα, Μαρίκα Τζήμου. Καμία, τίποτα. Ήταν μία οικοτεχνία μέσα στο σπίτι γινόταν, κάθε μέρα ερχόταν οι γυναίκες περνάνε τα μεν φέρναν τα δε αυτό το πράγμα γινόταν όλη την ημέρα. Λοιπόν, ο πατέρας σε όλα αυτά ήτανε ένας παρατηρητής που τη βοηθούσε ίσως σε κάποια οικονομικά ζητήματα, όχι ότι το είχε ανάγκη η μάνα αυτό το πράγμα. Λοιπόν, η γυναίκα αυτή, στην οποία οφείλουμε πάρα πολλά πράγματα καταρχήν με εξαιρετική εξωστρέφεια μόνο με το χαμόγελο, πολύ κοκέτα μέσα και στην οικονομική ανέχεια δεν καταλάβαινες ποτέ πώς αυτή η γυναίκα είναι τόσο κοκέτα. Είχε ένα ζευγάρι παπούτσια χειμώνα καλοκαίρι, το χειμώνα τα έβαφε μαύρα, το καλοκαίρι τα έβαφε άσπρα. Το χειμώνα έβαζε ένα κουμπί επάνω σκούρο, το καλοκαίρι έβαζε ένα τοκά αλλού χρώματος στο ίδιο παπούτσι. Τις τσάντες τις πλέκανε με τα χέρια τους, Τα φουστανάκια τους τα ράβανε με μέτρο. Μία εξαιρετική γυναίκα που κατάφερε τα προβλήματα της ζωής να τα κάνει χαρά, πηγή ζωής και αυτό το έδινε σε όλους τους ανθρώπους που ήτανε δίπλα της και στην πόλη την ίδια. Ήταν κυρία με την ουσία των λέξεων κυρία, αρχόντισσα. Αυτή η γυναίκα που στην αρχή δεν τη θέλαν διότι δεν ήταν του επιπέδου τους, έγινε η αρχόντισσα του σπιτιού και στο τέλος γύρω της ήταν όλοι μαζεμένοι, οι άρχοντες σε εισαγωγικά. Λοιπόν, τι να πούμε για αυτή τη γυναίκα, τι να πούμε για αυτή τη γυναίκα. Έπαιξε σπουδαίο ρόλο και στην πεθερά της και στον άντρα της και στα παιδιά της και στους φίλους και στη Δράμα. Στη Δράμα δηλαδή [02:00:00]γιατί το λέω αυτό. Γιατί επειδή είχε μία και κοινωνική δραστηριότητα, προσπάθησε και τα έθιμά να τα ερμηνεύσει εδώ του τόπου, γιατί είχαμε και πολλά Θρακιώτικα έθιμα και ήταν η γυναίκα η οποία της Αγίας Βαρβάρας που έχουμε το έθιμο της «βαρβάρας», ήταν αυτή που έκανε τα μεγάλα καζάνια και τα πήγαινε διότι έκανε καταπληκτική «βαρβάρα» για να φάει η Δράμα. Μάζευε, οι Θρακιώτισσες μαζευόντουσαν για τη γλώσσα, γιατί και υπάρχει ένα ιδίωμα Θρακιώτικο έτσι. Ήταν πολύ του διαβάσματος, έψαχνε, συγκέντρωνε πληροφορίες έγραφε, δηλαδή σε πολλούς τομείς είχε μία απίστευτη δραστηριότητα αλλά μία απίστευτη χαρά και αγάπη προς τα έξω. Όμως ήξερε να κρατάει τις ισορροπίες μέσα στο σπίτι. Αυτή η γυναίκα, ήταν ένας μάνατζερ εξαιρετικός για όλες τις υποθέσεις.
Τη μόρφωση που είχε; Εδώ τώρα είναι το άλλο μεγάλο κεφάλαιο της μάνας της, η άλλη δηλαδή η γιαγιά. Η άλλη γυναίκα, η οποία η μητέρα της ήταν γεννημένη στην Αδριανούπολη στον Κιρσχανέ, ένας από τους μαχαλάδες της Αδριανούπολης. Ορφανή από πατέρα, όμως ήθελε πάση θυσία να πάει στο σχολείο. Και κατάφερε με τον τρόπο της, με τις γνωριμίες που είχε εκεί στην εκκλησία, γιατί η εκκλησία τότε έπαιζε σπουδαίο ρόλο, να μπει και να γραφτεί στο Ζάππειο Σχολείο της Αδριανούπολης, να το τελειώσει. Κάθε ένας που έβγαζε το Ζάππειο είχε εξαιρετική μόρφωση. Και ταυτόχρονα και τη Γαλλική Σχολή και ταυτόχρονα δούλευε παραδίδοντας μαθήματα σε μικρότερα παιδάκια. Μία γυναίκα όταν εγώ τη γνώρισα ως δεύτερη γιαγιά ένα άλλο δώρο στη ζωή μας. Λοιπόν, αυτή η γυναίκα γεννημένη το 1903 και έρχεται, μετά που απελευθερώνεται η περιοχή, να δει την αδερφή της, που ζούσε στη Δράμα. Οι πρόσφυγες ξεκίνησαν πολύ νωρίς τη μετάβασή τους προς τα μέρη μας πριν από το ’22, έτσι. Έρχεται να δει την αδερφή της και πηγαίνει στη Νομαρχία να ανανεώσει το διαβατήριό της. Και ο τρόπος με τον οποίον μιλάει στο Νομάρχη και στα γραφεία εκεί δηλώνει μία γυναίκα εξαιρετικά μορφωμένη και της προτείνει ο Νομάρχης να μείνει εδώ, γιατί μόλις έχει απελευθερωθεί η περιοχή, ούτε μορφωμένος κόσμος πολύς υπάρχει, ούτε υπάλληλοι πολλοί υπάρχουν να μείνει εδώ και να δουλέψει εδώ. Και είναι η πρώτη γυναίκα που δουλεύει στη Νομαρχία. Λοιπόν, γνωρίζει το σύζυγό της τα διπλάσια χρόνια αυτός μεγαλύτερος από την ίδια, έμπορος μεγάλος από την Αδριανούπολη και αυτός που έχουν έρθει στη Δαδιά και από τη Δαδιά στη Δράμα. Λοιπόν τον παντρεύεται, από πολύ νωρίς φαίνεται ότι δεν θα πάνε καλά τα πράγματα. Ο άντρας της ήταν ένας εντάξει έμπορος αλλά λίγο αγροίκος και όχι με τη μόρφωση που είχε η γυναίκα του. Αλλά και τα χρόνια δεν ήταν για να παίρνεις διαζύγιο. Κάνει τρία παιδιά με αυτόν, τη σταματάει από τη δουλειά και την κλείνει στο σπίτι. Και κάθε φορά που βγαίνανε μαζί και η ίδια είχε την άνεση του λόγου και των γνώσεων ενώ αυτός όχι και μόλις άρχισε να μιλάει η γιαγιά αυτός την πατούσε το πόδι και την έπαιρνε και φεύγανε. Με αποτέλεσμα η γυναίκα να απομονωθεί στο σπίτι και να μεγαλώνει και να μορφώνει τα παιδιά της. Μία γυναίκα δοτική που έτρεχε παντού, που βοηθούσε τους πάντες να φάνε, να πλυθούν, να σπιτωθούνε τα πάντα όλα. Τα παιδιά της τους έδωσε μία παιδιά εξαιρετική. Μέχρι που μπαίνουν οι Βούλγαροι, γίνεται η Κατοχή. Τα σχολεία τα ελληνικά κλείνουν, τα κλείνουν οι Βούλγαροι δεν επιτρέπεται κανένα παιδί να πάει στο σχολείο το ελληνικό. Τα βιβλία όλα καίγονται, η βιβλιοθήκη της Δράμας καίγεται με όλα τα βιβλία που είχε μέσα. Η γιαγιά κλαίει και οδύρεται, η γιαγιά Βασιλική, διότι τα παιδιά της δεν θα μορφωθούν. Ο άντρας της έχει καταστραφεί οικονομικά με το κραχ του ‘29-‘30 ως έμπορος ήταν μεγάλος αλευρέμπορος και συνεχίζει ως έμπορος σε άλλα πράγματα. Και δίπλα στο σπίτι της περνούν τα χρόνια τα παιδιά έχουν σταματήσει, δεν πάνε σχολείο όλα τα παιδάκια, έμενε μία κυρία που ήταν φίλη της και είχε δύο αγόρια μικρά και έκλαιγε και αυτή και οδυρόταν πως τα παιδιά της θα μείνουν αμόρφωτα. «Ρε κυρία Βασιλική-της λέει-εσύ που ξέρεις τόσα πράγματα ανέλαβε να σπουδάσεις τα παιδιά», «Πώς θα το κάνω-λέει-αυτό δεν μου το επιτρέπει ο άντρας μου». Το συζητάει με τον άντρα της, επουδενί. Αν την πιάνανε την κυρά Βασιλική να διδάσκει θα τους τα κόβανε τα πάντα. Αφού παίρνει την άρνηση του άντρα της και φυσικά έχει και την πίεση της γειτονιάς της κυρίας αυτής αποφασίζει να διδάξει τα δύο παιδιά. Πότε πηγαίνοντας κρυφά στο σπίτι των παιδιών αυτών που ήταν δίπλα, πότε κρυφά στο σπίτι της όσο έλειπε ο άντρας της. Αν τους πιάναν οι Βούλγαροι θα τους σκότωναν. Λοιπόν τα δύο παιδιά αυτά πολύ γρήγορα άρχισαν να μαθαίνουν την Ελληνική γλώσσα, το συντακτικό, μαθηματικά, ιστορία και γαλλικά και ίσως και γεωγραφία και αρχαία ελληνικά. Μέσα σε 7 μήνες ήξεραν όλο το ελληνικό συντακτικό, όλα τα γραμματικά φαινόμενα και μαθηματικά να υπολογίζουνε με τον τόκο, πώς να στο πω έτσι προχωρημένα. Τα παιδιά αυτά είχανε εντολές να μην πουν σε κανέναν τίποτα. Ναι αλλά είναι παιδιά και βγαίνανε στις αυλές που παίζανε εκεί στης γιαγιάς την αυλή και τα λοιπά και τραγουδούσαν τους συντακτικούς κανόνες. Αν θυμάστε στο σχολείο μάθαμε ποιηματάκια για την σύνταξη, ποια παίρνουν μακρά ποια παίρνουν στη λήγουσα και τα λοιπά, τις διφθόγγους και τέτοια. Τα άλλα τα παιδιά δεν καταλάβαιναν τίποτα. Κάποια στιγμή είναι ένα άλλο παιδί πιο μεγάλο, το οποίο καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι κάτι γίνεται. Και από το ένα το παιδί, το οποίο είχε μέσα κρυμμένο μέσα στο σακάκι του τις σημειώσεις, ξαφνικά του πέφτουν οι σημειώσεις και έρχεται ο άλλος ο φίλος του και καταλαβαίνει ότι εδώ κάποιος διδάσκει ελληνικά. Και πάει μια μέρα την ώρα που κάναν το μάθημα, ανοίγει την πόρτα, μπαίνει μέσα, τους πιάνει δηλαδή και τους λέει: «Ή αυτή τη στιγμή με παίρνετε στην τάξη ή σας καρφώνω στους Βουλγάρους». Τι να κάνουνε, τον παίρνει η γιαγιά και τον διδάσκει. Λοιπόν, τελειώνει ο πόλεμος, το σχολείο ήταν κρυφό, δίνεται η δυνατότητα μετά τα παιδιά να επιλέξουν την τάξη που θα έπρεπε να επιλέξουν. Τα παιδιά είναι αμόρφωτα κατά τα άλλα από 6 χρόνων. Τα παιδάκια αυτά πηγαίνουν αμέσως πρώτη Γυμνασίου, πρώτη Γυμνασίου. Έχουν γνώσεις απίστευτες που δεν τις έχει κανένας, τελειώνουν πάρα πολύ γρήγορα. Η γιαγιά [02:10:00]συνεχίζει το φροντιστήριο κρυφά κι από τον άντρα της έτσι τώρα έχουν φύγει οι Βούλγαροι και από τον άντρα της. Το φροντιστήριο με 45 παιδάκια για τα επόμενα χρόνια της ζωής της. Από τα οποία από τα μισά παίρνει χρήματα γιατί τα άλλα δεν έχουν τη δυνατότητα να την πληρώσουν. Και αυτά τα δύο πρώτα παιδιά, ο ένας γίνεται ο Λυπουρλής, ο Δημήτρης ο Λυπουρλής ο καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης, ο αδερφός του γίνεται γιατρός και ο τρίτος που τους έπιασε στα πράσα έγινε αεροπόρος. Και όταν ο Λυπουρλής έγραψε το πρώτο του πόνημα το αφιέρωσε στην πρώτη του δασκάλα, είναι αφιερωμένο στην πρώτη του δασκάλα. Οι συνάδελφοί του καθηγητές τον ρώτησαν: «Ποια είναι αυτή η πρώτη σου δασκάλα; Είσαι παιδί της κατοχής, ποια είναι η πρώτη σου δασκάλα;» και αναγκάστηκε στο δεύτερο βιβλίο του να γράψει το όνομα της δασκάλας και να κάνει ένα αφιέρωμα για τη γιαγιά Βασιλική, την κυρία Βασιλική και να περιγράψει όλα αυτά τα πράγματα. Και το έστειλε ως ενθύμιο στη μάνα μου. Και μετά από χρόνια η γυναίκα λεγόταν Βασιλική Καρυώτη και το όνομα του συζύγου της Γιαρίμπαπα. Και μετά από χρόνια όσο ήταν καθηγητής ακόμα ο Λυπουρλής βλέπει ότι σε μία τάξη στη Φιλοσοφική έχει μία μαθήτρια που λέγεται Βασιλική Γιαρίμπαπα και της λέει: «Εσύ ποια είσαι;», λέει: «Η κυρία Βασιλική ήταν η γιαγιά μου». Ήτανε η εγγονή, η πρώτη εγγονή Βασιλική που είναι στην Καβάλα καθηγήτρια τώρα φιλόλογος. Λοιπόν το δάκρυ που έπεσε, η χαρά που έπεσε, τα αφιερώματα που έκανε ο Λυπουρλή στη Δράμα εδώ για τη γιαγιά Βασιλική με τα παιδιά της, δηλαδή τη μητέρα μου και τα αδέρφια της ήταν απίστευτα, παιδιά. Αυτά είναι όλα γραμμένα τα έχουμε όλα. Λοιπόν, αυτή η γυναίκα ήταν η άλλη γυναίκα της οικογένειας που πολύ δεμένη με τη γιαγιά μου την Ευανθία την άλλη τη γιαγιά. Δεν, τι να σας πω, εγώ την πρόλαβα, μου έκανε τα πρώτα γαλλικά που πήρα, με βοήθησε σε κάποια πράγματα. Ήταν μία κοντούλα γαλανομάτα που πάντοτε τρέχαν τα ματάκια της δάκρυα, που ήξερε την Ιπποκράτεια Ιατρική και την εφάρμοζε παντού, παντού σε όλο τον κόσμο, έτρεχε παντού όπου την καλούσαν. Είχε μικρά χεράκια αλλά ήταν θαυματουργά, όταν σε πιάναν για να σου κάνουν θεραπείες μασάζ, όχι κήλες, όχι δεν ξέρω τι, τα πάντα όλα. Και κάποια στιγμή χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε ένα Νοσοκομείο της Αθήνας, ήξερε άπταιστα γαλλικά ήξερε τα πάντα. Και είχε κάποια προβλήματα και πάνω από το κεφάλι της οι γιατροί συνεδριάζουν και μιλούν στα γαλλικά και λένε μεταξύ τους ότι: «Πρέπει να τη στείλουμε στο σπίτι της να ολοκληρώσει μία αγωγή και μετά να ρθει πίσω για να κάνουμε την επέμβαση». Και λέει η γιαγιά η οποία εννοείται: «Εάν με στείλετε στο σπίτι μου, υπογράφεται την καταδίκη μου. Θα με κρατήσετε εδώ», παθαίνουν οι γιατροί πώς είναι δυνατόν μία γυναικούλα, μικροσκοπική, λιτή, απλή από πού. Και όμως και τελικά την κράτησαν εκεί και έκανε την αγωγή που έπρεπε να κάνει. Πέθανε νέα, πέθανε πολύ νέα αλλά το αποτύπωμα της στην πόλη της Δράμας, στους ανθρώπους τους ανήμπορους. Η Δράμα είχε μία, είχε πολλούς ανήμπορους. Και μια γυναίκα που τα είχε χαμένα γενικά και τη λέγαν: «Τουμάτσο Τσομί», «Τουμάτσο Τσομί», «Τουμάτσο Τσομί», η Καλλιόπη αν ρωτήσετε παλιούς Δραμινούς θα σας πουν. Λοιπόν, αυτή η γυναίκα πήγαινε κάθε μέρα στη γιαγιά, την έβαζε στη σκάφη, την έπλενε, της έβαζε καθαρά ρουχαλάκια, την τάιζε και έπαιρνε την τσάντα της και πήγαινε στη Δράμα αυτή «Τουμάτσο Τσομί», «Τουμάτσο Τσομί», «Τουμάτσο Τσομί», η Καλλιόπη, η Καλλιόπη η Καλλιόπη. Κάθε μέρα γινόταν αυτό. Εγώ το θυμάμαι, το πρόλαβα το «Τουμάτσο Τσομί» με την Καλλιόπη, τις έχω τις φωτογραφίες. Και γενικά και όταν κάποια στιγμή δηλαδή αν έπρεπε να γίνει ένα τέτοιο αφιέρωμα για τέτοιες γυναίκες, για αυτούς τους ανθρώπους θα έπρεπε να είχε γίνει αλλά λίγοι το ξέρουν πια, οι περισσότεροι είναι οι πολλοί ηλικιωμένοι, έχουν φύγει από τη ζωή αλλά όσοι τη γνώρισαν κέρδισαν απίστευτα πράγματα. Αυτή ήταν η τρίτη γυναίκα στην οικογένεια εκτός από την γιαγιά τη μία, τη μάνα, τη γιαγιά τη δεύτερη και τις αδερφάδες όλων των άλλων ήταν αυτή η γυναίκα. Η οποία έδωσε και τη γνώση στη μητέρα και τη μόρφωση αλλά και η μάνα είχε πάρει όλο αυτό το αυτό το πνεύμα τη χαρά της ζωής. Πάντοτε έπρεπε να βρίσκει λύσεις. Δεν υπήρχε περίπτωση να 'ρθεις με ένα πρόβλημα, με μία κατήφεια και να μη φύγεις έτσι με χαρά, με ζωή, με αισιοδοξία με τα πάντα όλα.
Και τη μάνα χάρηκα πάρα πολύ που τη γνώρισα μετά που γύρισα στη Δράμα. Γιατί ουσιαστικά τους γονείς μου τότε τους κατανόησα και τους εκτίμησα και είμαι πάρα πολύ ευγνώμων που στο σπίτι αυτό μέσα από αυτό το σπίτι, γιατί ζούσε στο κάτω επίπεδο, μπόρεσα να παίξω ένα πολύ σημαντικό ρόλο, γιατί νωρίς έχασε τον άντρα της. Και να είμαι κοντά της σε όλες αυτές τις ανάγκες που είχε. Και πραγματικά είμαι ευγνώμων για αυτή, για αυτές τις γυναίκες. Αλλά για τη μάνα πολύ. Μεγάλες γυναίκες, καθημερινές γυναίκες. Όλη η Ελλάδα είναι γεμάτη από καθημερινές γυναίκες, ωραίες ιστορίες, μεγαλείο ψυχής, μεγαλείο ζωής. Από το τίποτα μέσα στο τίποτα αυτές οι γυναίκες βλέπαν τη χαρά, την πραγματική χαρά. Όταν έχεις τέτοια προίκα και ευγνώμων είσαι και θες να το δώσεις να το μεταφέρεις είναι κομμάτι του αίματος σου αυτό το πράγμα. Δεν έχεις, δεν υπήρχε μιζέρια αυτό. Δεν υπήρχε μιζέρια. «Δεν έχουμε να φάμε», «Τι λες καλέ που δεν έχουμε να φάμε. 5 πατάτες δεν έχουμε; Θα τις κάνουμε γιαχνί. Αυτό το οποίο ήταν σύνηθες έτσι δηλαδή εμείς ρούχα δεν είχαμε, εγώ ως παιδί αυτές τις γκαρνταρόμπες που έχουμε σήμερα εμείς και τα παιδιά μας, ούτε κατά διάνοια. Φορούσαμε και την ποδιά βέβαια από πάνω, που τα έκρυβε όλα. Να χαμε μία ζακετούλα από μέσα και μία φουστίτσα, γιατί και παντελόνια δεν μας άφηναν, αποβολές τρώγαμε. Λοιπόν, δεν είχαμε καμία αγωνία να πάρουμε ρούχα, να εμφανιστούμε αλλιώς, τίποτα. Το ίδιο και αυτές οι γυναίκες μέσα στο τίποτα και μέσα στην ανέχεια ήταν όλη η χαρά της ζωής. Εγώ το έχω πάρει αυτό, το έχω εισπράξει και θεωρώ και νιώθω πάρα πολύ ευγνώμων και για αυτό και ίσως και όλα αυτά, όλη αυτή η διαχείριση των πραγμάτων του σπιτιού, της δουλειάς, του δώσε. Αυτό το ευ, αυτό το ευ ζην που λέμε, ρε παιδί μου, εγώ τους το οφείλω. Ναι ειλικρινά.
Τι να πω, καθηλωτικές ιστορίες. Είπαμε για όλη την πορεία του σπιτιού μέχρι και στα πρόσφατα χρόνια. Τι άλλο θα ήθελες να ειπωθεί για αυτό το σπίτι;
Τι άλλο θα ήθελα να ειπωθεί. Η δικιά μου η αγωνία και η μελέτη αν θέλετε είναι το κάθε σπίτι αλλά ας μιλήσουμε για αυτό που έχει συμβολική αξία, κρύβει μέσα του πολλές αξίες. Αυτές οι αξίες θα ήθελα να φύγουνε, να πάψουν να είναι εγκλωβισμένες μέσα στο κέλυφος του και να ανοίξουν και να βγουν προς τα έξω. [02:20:00]Οι αξίες αυτές είναι αρχιτεκτονικές ωραία, ιστορικές, κοινωνικές, οικονομικές δεν υπάρχει κάτι που να μην περιλαμβάνεται μέσα σε αυτό το σπίτι αλλά να πάψει να είναι κλειστό, να ανοίξει αυτό το πράγμα και αυτές οι αξίες που κουβαλάει να ρθουν στο σήμερα και να φτάσουν στο σημερινό άνθρωπο, τις σημερινές ηλικίες στις νέες ηλικίες. Κρύβει πολλές αξίες και πρέπει να δώσουμε την ερμηνεία αυτών των πραγμάτων αλλά να της φέρουμε στο σήμερα. Δηλαδή να μην περνάει απέξω ένας ο κόσμος που περνάει να το βλέπει με δέος και να λέει: «Πωπω ένα ωραίο μνημείο». Μα είναι ένα μνημείο, ένα ζωντανό μνημείο, το οποίο μέσα του κρύβει πολλά μυστικά, πολλές αλήθειες και κυρίως εξαιρετικές αξίες, αυτές πρέπει να βγούνε. Εμένα αυτή είναι η ευχή μου και αυτό θέλω για το σπίτι και ισχύει για κάθε αντίστοιχο σπίτι και για κάθε μνημείο είτε αυτό είναι του 2000 π.Χ., αν υπάρχει, είτε είναι πιο πρόσφατο. Να πάψουν να είναι όλα αυτά κομμάτια ειδημόνων, τα οποία τα χαίρονται κάποιοι ειδήμονες, κάποιοι ειδικοί και κάποιοι προνομιούχοι. Κρύβει τέτοιο πλούτο που τον έχει ανάγκη ο κάθε τόπος, ο κάθε άνθρωπος γιατί είναι κομμάτι της ταυτότητας αυτού του τόπου. Και αν δεν έχεις ταυτότητα και αν δεν έχεις μνήμη, δεν έχεις τίποτα. Αυτό δηλαδή είναι θέμα αυτοσεβασμού απέναντι στον τόπο μας έτσι, είναι ένα μνημείο, ένα από τα πολλά μνημεία. Εμβληματικό, ένα από τα πολλά μνημεία αλλά πρέπει να έρθει στο σήμερα.
Πολύ σπουδαίο αυτό.
Αυτό έχω να πω και αυτό προσδοκώ. Το προσπάθησα πολλά χρόνια με τον τρόπο μου, νομίζω ότι δεν μπορώ να πω ότι τελείωσε αυτή η ιστορία, πάντα θα προσπαθώ με διαφορετικό τρόπο αλλά ναι είναι ταυτότητα, είναι η ταυτότητα και αυτή του τόπου. Δεν γίνεται, δεν γίνεται αυτό το πράγμα το κρατάς εγκλωβισμένο, δε γίνεται, δε γίνεται. Δηλαδή ενοχλούμε πολλές φορές όταν κάποιοι ειδήμονες μιλούν για την αρχιτεκτονική αυτού του σπιτιού θαρρείς και όλος ο κόσμος ξέρει τα αρχιτεκτονικά ρεύματα, ξέρει ορολογίες, ξέρει τα πάντα. Μα δεν είναι έτσι. Όλα αυτά εκφράζουν εποχές, εκφράζουν ιδεολογίες, εκφράζουν ρεύματα, σε όλα αυτά συμμετέχουν οι πάντες, κάποιοι περισσότερο, κάποιο λιγότερο. Κάντε το αυτό πιο λιανό, πείτε μου τι σημαίνει, γιατί προέκυψε αυτό. Δεν γίνεται δηλαδή να βρισκόμαστε σε συνέδρια και να μιλάμε για αυτό έτσι το ένα καμπύλο, το άλλο ίσιο και το άλλο στραβό και το ένα εκφράζει το ένα και το άλλο. Ωραία, ανοιχτά ωραία να δούμε τι σημαίνουν αυτά. Εγώ αυτή την εμπειρία που είχα με τα παιδιά ήταν καθηλωτική, ήταν καθηλωτική. Το τι σημαίνει το κάθε στοιχείο εκφράζει εποχή, εκφράζει περάσματα, εκφράζει ιδεολογίες, εκφράζει εξουσίες. Δεν μπορείς να τα παρακάμπτεις αυτά έτσι. Κι άμα δεν ξέρεις, άμα δεν μάθεις ιστορία διότι αυτό είναι ιστορία έτσι. Δεν ξέρεις την ιστορία, η ιστορία είμαστε εμείς, δηλαδή είναι το παρελθόν μας. Αν δεν το κατέχουν αυτό στο βαθμό που μπορούμε να το αντιληφθούμε τι είμαστε; Νεκρές μονάδες, ασήμαντες για μένα. Πώς θα ελέγξεις; Βλέπουμε ότι ο άνθρωπος φοράει στο χέρι του μια ταυτότητα που γράφει το όνομά του. Έτσι πρέπει να μάθουμε να φοράμε, να δούμε αυτή την ταυτότητα, τη συλλογική μας ταυτότητα. Για αυτό και θέλω να φύγει, για αυτό και νιώθω ότι δεν μου ανήκει αυτό το πράγμα εμένα, είμαι περαστική από αυτό. Με ένα πέρασμα, πόσο μπορώ να το βοηθήσω, θα το βοηθήσω. Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία βοήθεια κρατική. Ίσα ίσα η αντιμετώπιση από το κράτος είναι τιμωρητική. Όποιος έχει μια τέτοια προίκα στη ζωή του, τιμωρείται από το κράτος. Το κράτος είναι απών, η τοπική αυτοδιοίκηση είναι απούσα. Πολλά λένε, πολλά λόγια κενά, δεν υπάρχει η αντίστοιχη ευαισθησία που εγώ θα ήθελα.
Παρότι είναι χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο, είναι μνημείο της πόλης ό,τι χρειάστηκε, ας πούμε, επισκευές όλα αυτά ήταν στη μέριμνα της οικογένειας; Κανείς δεν βοήθησε ποτέ;
Ποτέ και κάνεις και με απίστευτα προβλήματα γραφειοκρατικά. Ποτέ και κάνεις. Δεν υπάρχει καμία μέριμνα και τίποτα. Αυτό είναι πολύ άσχημο για τη χώρα, γιατί μαζί με αυτό υπάρχουν άλλα 20.000 διατηρητέα μνημεία στην Ελλάδα. Και ειδικότερα για την πόλη της Δράμας που θα μπορούσε αυτό το πράγμα να γίνει από δεν χρειάζεται και από μουσείο εντάξει έχουμε μάθει να λέμε μουσεία, μουσεία, μουσεία πολύ ωραία και τα μουσεία. Ένα μουσείο της πόλης λείπει. Μακάρι μέσα από αυτό να δούμε τα πάντα όλα αλλά εντάξει και να μη γίνει μουσείο να γίνει κάτι άλλο, δεν χρειάζεται όλα να γίνουν μουσεία. Μπορούμε να βρούμε τρόπους αν θέλουμε να τα αξιοποιήσουμε και να το ανοίξουμε σε όλες του τις πτυχές, σε όλες του τις πτυχές από τον κόσμο που δούλεψε, από τον κόσμο που καταδικάστηκε, από τον κόσμο που έζησε, από τον κόσμο που πέθανε, από τα υλικά του, από τις πνοές του, από τις κουβέντες του, από τα μυστικά του τα πάντα όλα, τα πάντα όλα. Πόσα σενάρια μπορούν να γραφτούν, πόσες θεατρικές πράξεις μπορούν να παιχτούν, πόσους ανθρώπους μπορεί να εμπνεύσει και στη σύγχρονη εκδοχή στο σήμερα, στο σήμερα με όλη αυτή την εξαιρετική τεχνολογία που έχουμε, που μπορούμε να κάνουμε του κόσμου τα πράγματα. Χωρίς κατ’ ανάγκη πάντα να χρειαζόμαστε τα απίστευτα χρήματα. Όχι την ευαισθησία χρειαζόμαστε και το όραμα και την ανάγκη, την ανάγκη δηλαδή γιατί να έχω μόνο εγώ αυτή την ανάγκη της ταυτότητας. Θεωρώ ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη της ταυτότητας.
Τέλεια. Εγώ θέλω να κάνω μία τελευταία ερώτηση και αν έχεις ολοκληρώσει κι εσύ να κλείσουμε κι έτσι. Πόσο νομίζεις ότι καθόρισε αυτό το σπίτι τη δική σου τη ζωή; Πιστεύεις ότι επηρέασε την πορεία σου;
Με επηρέασε στο κομμάτι το συναισθηματικό. Με ευαισθητοποίησε στο να μάθω την ιστορία, την ιστορία του και μέσα από την ιστορία του και την ιστορία του τόπου. Σίγουρα δεν ήταν αυτό που έβαλε τη σφραγίδα πάνω μου. Νομίζω ότι όπου κι αν πήγαινα τα ίδια πράγματα θα έκανα και τα ίδια θα εισέπραττα. Εδώ μπήκε περισσότερο το κομμάτι το συναισθηματικό λόγω της οικογένειας και με φόρτισε. Με φόρτισε πολύ, αυτό ναι αυτό έπαιξε ένα ρόλο πάνω μου. Δεν ήμουνα έτσι όταν ήρθα. Όταν ήρθα στη Δράμα ήμουνα πιο κλειστός άνθρωπος. Η πορεία και η ζωή με αυτό το σπίτι με έκανε πιο εξωστρεφή σε σχέση με το σπίτι και σε σχέση με τους ανθρώπους. Οι ανάγκες ήτανε η ζήτηση των ανθρώπων, το ενδιαφέρον των ανθρώπων ενεργοποίησε μέσα μου και έβγαλε αυτή την ανάγκη το να δώσω και εγώ. Δηλαδή έπαιρνα από τον κόσμο και ταυτόχρονα ενεργοποίησε δυναμικά δικά μου σε σχέση πάντα με το σπίτι για να βγάλω και να αντιληφθώ και να ερμηνεύσω πράγματα. Όλα [02:30:00]αυτά βέβαια γινόταν ταυτόχρονα με την παιδεία μου στα θέματα πολιτισμού. Διότι ταυτόχρονα σπούδαζα και την ερμηνεία πολιτισμού και αυτό με βοήθησε πάρα πολύ να μπω στις λεπτομέρειες. Και να το διανθίσω και να το ανοίξω αυτό. Νομίζω ότι ζώντας σε αυτό το σπίτι και με τους ανθρώπους που έζησα, που είχα στο πλευρό μου τι έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο δεν ξέρω, πάντως έπαιξε ένα ρολό. Να μοιραστώ τα πράγματα, αυτό μου είναι πολύ σημαντικό. Να φύγω από το απόλυτο εγώ, το οποίο δεν ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένο σε σχέση με το σπίτι, το εγώ και να μοιραστώ πράγματα. Μα ακόμα και μου δίνει μεγάλη χαρά να δίνω πράγματα όχι ανήκουν σε μένα βέβαια με την έννοια ότι δεν κάνει και τίποτα στο σπίτι από την επίπλωση, δεν υπήρξαν ελάχιστα πράγματα σώθηκαν την επίπλωση του σπιτιού. Φεύγοντας κάποιος να πάρει κάτι από αυτό το σπίτι σαν βίωμα, σαν εμπειρία, να το θυμάται σαν μνήμη. Ναι νομίζω έπαιξε ένα ρόλο ζώντας ας πούμε αν θέλεις σε τέτοιους χώρους, ίσως το να ζεις σε έναν μεγάλο χώρο σου αλλάζει την οπτική σε κάποια πράγματα, σίγουρα. Σε βάζει σε μία διαδικασία να πειραματιστείς με έναν μεγάλο χώρο, χωρίς να σημαίνει ότι δεν μπορείς να το κάνεις και με ένα μικρό χώρο. Αλλά εκ των πραγμάτων έχεις να αντιμετωπίσεις το μέγεθος, το ύψος, τις διαφορετικές οπτικές όπου και να καθίσεις θα δει διαφορετικά πράγματα. Σε βοηθάει ο χώρος, σε βάζει σε μία διαδικασία να παίξεις μαζί του, παίζοντας μαζί του εντάξει υπάρχει και το κομμάτι της αισθητικής βέβαια έτσι το οποίο καλλιεργείται. Και αυτό δεν είναι νόμος αλλά συμβαίνουν αυτά, είναι και το background του καθένα βέβαια. Αλλά κυρίως το ότι θες να μοιραστείς, θες να μπει κόσμος εδώ. Θέλεις να δώσεις αυτό, την εμπειρία στον άλλον, να εμπειριστεί το χώρο. Γιατί εισπράττεις και από αυτό και εσύ και του το ανταποδίδεις και την άλλη φορά και με άλλο τρόπο και μοιράζεσαι και μοιράζεσαι ακόμα και το κρασί που θα πιείς μέσα σε αυτό το περιβάλλον αποκτάει άλλο νόημα. Και φυσικά το ότι πολύς κόσμος που έρχεται και νιώθει καλά, νιώθει καλά, νιώθει όμορφα εδώ μέσα να καθίσει, να μείνει είναι ελεύθερο το σπίτι να κοιμηθείς ελεύθερα. Όλα αυτά σίγουρα ως ένα βαθμό έχουν συμβάλει στη διαμόρφωσή μου. Εννοείται, λογικό είναι ο χώρος που ζεις έχει μία αλληλεπίδραση, ο χώρος σε σένα και εσύ στο χώρο. Πάει το πράγμα.
Πώς θα ήθελες να κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη;
Είμαι πολύ χαρούμενη που μοιράστηκα μαζί σας όλα αυτά. Βέβαια αναρωτιόμουν από την αρχή αν υπάρχει ενδιαφέρον με την έννοια γιατί κάποιος να νοιαστεί να το ακούσει όλα αυτά που λέμε τώρα εμείς εδώ. Δεν ξέρω, ακόμα αναρωτιέμαι. Αν δηλαδή μία διήγηση ενός ανθρώπου, που εντάξει ένας άνθρωπος που έχει να πει μία ιστορία που ο κάθε Έλληνας, ο κάθε άνθρωπος έχει να διηγηθεί μία αντίστοιχη ιστορία. Γιατί αυτό να έχει ενδιαφέρον; Δεν ξέρω αναρωτιέμαι για αυτό. Αλλά το ότι μοιραστήκαμε αυτές τις ώρες μαζί και είπαμε αυτά τα πράγματα και βλέπω τα πρόσωπά σας και βλέπω ότι κάτι πήρατε από αυτό. Δεν ξέρω πώς θα το μεταφέρετε και τι σημαίνει για σας νιώθω πάρα πολύ καλά. Και εγώ και χαρά έτσι και σας ευχαριστώ. Μακάρι να πάει κάπου δεν ξέρω να δώσει κάτι, να συμπληρώσει κάτι.
Να απαντήσω λίγο σε αυτή την ερώτηση και εγώ. Να πω ότι εγώ φεύγω πολύ πιο πλούσια από αυτή τη συνέντευξη, από αυτή τη παρέα που κάναμε τόση ώρα. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα που δεν τα φανταζόμουν καν για τη πόλη. Οπότε όπως εγώ νομίζω πολύς κόσμος θα έχει να πάρει πολλά πράγματα από αυτή τη συνέντευξη. Έχει τρομερό ενδιαφέρον και δεν ήταν μια απλή ιστορία. Και σε ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου για αυτό.
Πωπω να 'στε καλά. Χαίρομαι πολύ.