© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Ο άνθρωπος που άνοιξε την Ευαγγελική Εκκλησία των Εξαρχείων
Istorima Code
10472
Story URL
Speaker
Αλέξανδρος Πιπιλιός (Α.Π.)
Interview Date
17/11/2019
Researcher
Βασίλης Κουτσογιάννης (Β.Κ.)
Αλέξανδρος Πιπιλιός, 10 Ιουλίου του 1983 γεννηθείς, στην Αθήνα. Μεγάλωσα στην περιοχή της Δάφνης και του Νέου Κόσμου στην ουσία και μέσα από διάφορες σπουδές και διάφορα επαγγέλματα, αυτή τη στιγμή είμαι λειτουργός προτεσταντικής εκκλησίας, ποιμένας, πάστορας, διαφόροι τίτλοι που υπάρχουνε.
Σε ποια εκκλησία;
Στην, λέγεται η «Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδος» πλέον ως τίτλος, ξεκίνησε ως Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, αλλά εδώ και κάποια χρόνια έχει αναγνωριστεί αυτή ως ο τίτλος της.
Ωραία. Και για πάμε λίγο να το πιάσουμε. Πώς καταλήγεις εσύ χριστιανός;
Ναι.
Και άπλωσέ το όσο θες.
Ωραία. Γεννιέμαι σε μία οικογένεια η οποία στην ουσία μόλις βρίσκονται στο 2ο-3ο χρόνο, θα χρησιμοποιήσω τη λέξη μεταστροφής ή επιστροφής προς τον χριστιανισμό, και συγκεκριμένα στην απόχρωση της... αυτό που θα λέγαμε στην Ελλάδα Ευαγγελική Εκκλησία, προτεσταντική, διαμαρτυρόμενη. Και άρα στην ουσία γεννιέμαι σε ένα σπίτι που βρίσκεται ακριβώς επάνω σε αυτή την αλλαγή, πολιτισμική κυρίως, και μετά και φυσικά θρησκευτική. Οι γονείς μου, από ό,τι το περιγράφουν οι ίδιοι, δεν είχαν κάποια ουσιαστική πίστη ως ορθόδοξοι, ήταν εντελώς κατ' όνομα ή κατά ένας κοινωνικός τίτλος στην ουσία, ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί, συμμετείχανε απλά μία-δυο φορές το χρόνο έτσι σε κάποια δρώμενα της εκκλησίας, κυρίως το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, βαπτίσεις των παιδιών... Και η μητέρα μου, πρώτα εκείνη ερχόμενη σε επαφή ξαφνικά για πρώτη φορά με μία ευαγγελική λειτουργία, συνειδητοποιεί ότι «ωπ, κάτσε, εδώ πέρα όλο το υπόλοιπο που έχω στο νου μου είναι κάτι το κενό. Κι εδώ για πρώτη φορά βλέπω μια ουσία». Φαντάζομαι ότι είχε να κάνει και με την έννοια ότι έμπαινε κάπου και άκουγε για πρώτη φορά έναν χριστιανικό λόγο, παρά μία χριστιανική λειτουργία. Άρα, ας πούμε, μπορούσε να κάνει ένα κλικ στο μυαλό της για αυτό. Ναι.
Αυτή η μεταστροφή που περιγράφεις πότε περίπου γίνεται;
Γίνεται το '81.
Λίγο πριν γεννηθείς.
Ναι, λίγο πριν γεννηθώ στην ουσία. Άρα τα μεγαλύτερα αδέλφια, τα οποία έχω και 15 χρόνια και 13 χρόνια διαφορά, έχουν μεγαλώσει με εντελώς διαφορετικά βιώματα, σε εισαγωγικά, με την εκκλησία μη παρούσα, ας πούμε, μέσα στην καθημερινότητα ή θρησκευτικές αρχές και τα λοιπά. Στην αρχή μάλιστα βρισκόμαστε σε μία εκκλησία η οποία είχε αρκετά... πώς το λένε, νομικίστικες προσεγγίσεις επάνω στο χριστιανισμό, με ένα πολύ αυστηρό περιβάλλον, εντελώς θα έλεγα χαρακτηριστικά σεκτοειδή. Δηλαδή, ας πούμε, πολύ κλειστή κοινότητα, ήτανε σε βαθμό που δεν ήταν σε επικοινωνία με άλλες ευαγγελικές εκκλησίες, δηλαδή ήτανε η μειονότητα της μειονότητας, ήδη το να είσαι ευαγγελικός είναι αρκετά σπάνιο, νομίζω πρέπει να είναι γύρω στις 26 με 30 χιλιάδες όλη η ευαγγελική κοινότητα, διάφορες αποχρώσεις, σε όλη την Ελλάδα.
Ναι.
Άρα εμείς είμαστε τώρα μία εκκλησία η οποία τότε ήτανε γύρω στα 100 άτομα, έφτασε μέχρι κάποια 200, αλλά ήταν τόσο πολύ κλειστή κοινότητα, που στην ουσία δε συνδεότανε ούτε με άλλες ευαγγελικές αποχρώσεις.
Ποια ήταν αυτή εκκλησία;
Βαπτιστική Εκκλησία, έτσι λεγότανε, Ελληνική Βαπτιστική Εκκλησία.
Πού; Σε ποια περιοχή ήτανε;
Βρισκότανε σε τρεις τοποθεσίες. Κοντά πάντοτε στην πλατεία Ομονοίας και ήταν στην ουσία στην Χαλκοκονδύλη, Βερανζέρου και υπάρχει μέχρι σήμερα στην Καποδιστρίου, σε αυτά τα σημεία. Τώρα βέβαια έχει μείνει στην ουσία πολύ μικρός πληθυσμός ανθρώπων που ακολουθούν αυτή την εκκλησία, αλλά ήτανε σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Δηλαδή, θυμάμαι, η αδερφή μου, οι αδερφές μου, έπρεπε να φοράνε φούστες, δεν συμμετείχαμε σε πάρτι ανθρώπων οι οποίοι δεν ήτανε χριστιανοί, σε αρκετά σκληρό... Δηλαδή η αδερφή μου η Ρεβέκκα μάλιστα, – έχει ενδιαφέρον, βέβαια, αποκτάμε και ένα όνομα μέσα στην οικογένεια το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τις οικογενειακές αρχές, αλλά μέσα εντελώς από την παράδοση της Βίβλου, Ρεβέκκα. Οι προηγούμενοι ήτανε τα ονόματά τους καμία σχέση. Και...
Α, είναι η μικρότερη;
Είναι μικρότερη, ναι, είναι ένα χρόνο μικρότερή μου. Και στην ουσία θυμάμαι που παίζει μπάσκετ, μία απ' τις καλύτερες παίκτριες στα αθηναϊκά πρωταθλήματα του... τα σχολικά, και παίζει με αυτό που λέμε ζιπ-κιλότ, δηλαδή ένα παντελόνι από κάτω που καλύπτεται από πάνω με φούστα και παίζει μπάσκετ, δηλαδή αρκετά πολύ σκληροπυρηνικό περιβάλλον. Αυτές ήταν η εμπειρία που μεγάλωσα μέσα. Αυτό κάπου γύρω βέβαια στα 16 τα δικά μου, 15 της μικρότερής μου αδερφής, άρχισε να σπάει λίγο. Νομίζω ότι είναι αυτό που λέμε ότι η δεύτερη γενιά μιας τέτοιας οικογένειας, υπάρχει ελπίδα τα παιδιά,[00:05:00] ας πούμε, να φέρουν κάτι μέσα σε αυτό, το οποίο η οικογένεια δεν το καταλαβαίνει. Και ήταν ένα τέτοιο πράγμα, γιατί όταν η μητέρα μου άρχισε να το καταλαβαίνει, ας πούμε, πολλές φορές χρειάστηκε ακόμα και να απολογηθεί για κάποιες απ' τις εμπειρίες. Ναι, από... έτσι, κάποιες από τις εμπειρίες τις οποίες είχαμε, η ίδια η μητέρα μου, καταλαβαίνοντας πλέον, σε μια επαφή μαζί μας και με τον κόσμο που φέρναμε, ότι «κάτι έχω πιάσει ίσως λάθος». Γιατί σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό καταλαβαίνουμε, όλα έχουν να κάνουν και λίγο με την ερμηνεία της Γραφής, να το πω κάπως έτσι, σε μία χριστιανική ομάδα. Εκεί πάνω κάτω, τουλάχιστον ως προς το θέμα της εκκλησίας της ίδιας αυτής, καθώς εγώ όταν ξεκίνησα, στα 18 μου, εγώ ο ίδιος αποφάσισα και βγήκα λίγο έτσι από αυτόν τον κύκλο, πηγαίνοντας σε μία πρεσβυτεριανή εκκλησία, η οποία στην ουσία είναι αυτή την οποία και σήμερα είναι ο χώρος στον οποίο είμαι λειτουργός, δηλαδή, αν το δούμε ιστορικά, ανήκουμε στον πρεσβυτεριανισμό. Η οποία πάντοτε έχει μία πιο ισορροπημένη αντίληψη του τι σημαίνει να είσαι χριστιανός μέσα στον κόσμο. Καταλαβαίνει από τη μία ότι δεν είναι από αυτόν τον κόσμο με την έννοια της νοοτροπίας πολλές φορές, αλλά ζει μέσα σε αυτό τον κόσμο και αυτό σημαίνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα σχετικά με την σύνδεση με άλλους ανθρώπους με την αγάπη προς άλλους ανθρώπους, την υπηρεσία προς την κοινωνία, ότι είναι χρέος σου στην ουσία, ας πούμε, να βοηθήσεις οποιονδήποτε και να είσαι γείτονας καλός με οποιονδήποτε ο Θεός επιτρέπει να είναι στη ζωή σου.
Όποτε εσύ στα 18 ξεκινάς να συμμετέχεις;
Στα 18 αρχί... Εγώ στα 13 μου, μεγαλώνοντας μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αρχίζεις και έχεις διαρκώς μπροστά στο μυαλό σου υπαρξιακά ερωτήματα, τα οποία όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή τα έχουνε, απλά τα 'χεις σε πολύ μεγάλες δόσεις και πολύ τακτικά και συχνά. Που είτε αυτό πιθανότατα σε κάποιες από τις περιπτώσεις θα σε κάνει να πεις «μακριά από όλα αυτά τα πράματα» ή το άλλο, θα πεις ότι «ξέρεις τι, κοίτα, ας είμαι ειλικρινής, μπορεί να με παιδεύει, αλλά αυτά τα ερωτήματα που ρωτάνε δεν είναι κάτι το οποίο απλά πρέπει να πω ότι είναι καταναγκαστικές, ψυχαναγκαστικές ερωτήσεις που βάζουμε στους εαυτούς μας». Μέσα λοιπόν σε όλη μου αυτή την πάλη του να κατανοήσω και τι σημαίνει ότι είμαι χριστιανός και φυσικά πολλά από αυτά έχουν να κάνουν με το να κατανοήσεις για μένα σωστά τον χριστιανισμό ως προς την ουσία του μηνύματός του. Για πάρα πολλούς ανθρώπους, ας πούμε, και γι' αυτούς που μεγαλώνουν μέσα σε μία εκκλησία, η όλη εμπειρία είναι ότι πώς θα καταφέρω να πείσω τον Θεό ότι είμαι καλός, πώς θα καταφέρω να κατορθώσω να πείσω τον εαυτό μου, τους άλλους και τον Θεό ότι καλά τα έχω πάει, άρα μου αξίζει να μου δοθεί αυτό το οποίο ο Θεός δίνει, ό,τι είναι που έχει να δώσει. Και πάνω απ' όλα, ας πούμε, την σωτηρία της ψυχής. Μέσα σε αυτό, στην ηλικία των 13, κάποιος κήρυκας που ήρθε επισκέπτης στην εκκλησία μας, μίλησε για μία περικοπή μέσα από την «Προς Ρωμαίους επιστολή». Και στην ουσία άρχισε να... για πρώτη φορά να κάνει κλικ αυτή η σκέψη στο νου, που είναι για μένα πλέον η απόλυτη πραγματικότητα για το τι ο χριστιανισμός έχει ως μήνυμα. Είναι ότι στην ουσία, αν βασιζόταν στα δικά μας τα έργα ή στις δικές μας τις πράξεις, πρώτον δε θα μπορούσαμε ποτέ να σταθούμε ενώπιον του Θεού καθαροί και σωστοί με αυτό το οποίο εμείς θεωρούμε καθαρότητα, έτσι, και αγιότητα. Και δεύτερον και το πιο σημαντικό, ποιο ήταν το νόημα έτσι όλης της σταύρωσης του Χριστού, η όλη υπόθεση είχε να κάνει ακριβώς ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να εκπροσωπήσει τον εαυτό του και να σταθεί δίκαιος και άγιος. Άρα στην ουσία το μήνυμα του χριστιανισμού είναι ότι η σωτηρία έγκειται στο να εμπιστευτείς απόλυτα το ποιος είσαι και την ταυτότητά σου στον Χριστό. Ότι ο μόνος λόγος για να είμαι δίκαιος στην ουσία είναι επειδή υπάρχει αυτό το έργο που μου προσφέρεται. Όταν για πρώτη φορά αυτό... σκέψου ένα παιδί το οποίο θυμάμαι τον εαυτό μου να σηκώνεται τρομαγμένος το βράδυ ακριβώς από τις σκέψεις και τις πράξεις της ζωής του, θα μου πεις τι μπορεί να είχε κάνει ένα δεκατριάχρονο παιδί; Εντάξει πάρα πολλά παιδιά μπορεί να, αλλά δεν έχει, κι εγώ το ζούσα αντίστοιχα στον βαθμό που θεωρούσα ότι είχα ξεστρατήσει, είχα ξεφύγει, ας πούμε. Αλλά σ' αυτήν λοιπόν την πάλη ξαφνικά, όταν άκουσα για πρώτη φορά το μήνυμα αυτό τόσο ξεκάθαρα, μέσα στο νου μου, λειτούργησε ακριβώς σαν ένα σημείο το οποίο, πώς ξεφυσάς, δεν είχε καμία σχέση με αυτό που έκανα. Και ποιο είναι το ενδιαφέρον; Ότι κατευθείαν, δηλαδή αυτό το πράγμα να με φέρει σε μία, σαν εφησυχασμό, αντιθέτως με γέμισε με τεράστια χαρά, με το γεγονός ότι πλέον δεν είχα να πείσω κάποιον, ήξερα ότι [00:10:00]ήμουνα αποδεκτός από τον Θεό έτσι κι αλλιώς βάσει του Υιού του. Κι άρχισα να το καταλαβαίνω από 13 χρονών αυτό το πράγμα και αυτό το πράγμα μου δημιούργησε αυτή την απελευθέρωση, ώστε δυο πράγματα. Το ένα, που θα το ονομάζω τώρα έστω λογικά αλλά δεν το καταλάβαινα τότε έτσι ακριβώς. Το ένα είναι ότι –με πολλή προσοχή θα το πω αυτό γιατί μπορεί να παρεξηγηθεί– αλλά, όταν αμαρτάνω, με θάρρος αμαρτάνω. Με την έννοια του ότι καταλαβαίνω ότι στην ουσία πάλι ο παλιός μου εαυτός ο οποίος παλεύω είναι εκεί, αυτόν τον παλαιό εαυτό είναι που τακτοποίησε στο σταυρό ο Χριστός και μου δίνει αυτό το νέο άνθρωπο τον οποίο προσπαθώ να ντυθώ καθημερινά, αλλά δεν εξαρτάται τίποτα από όλο αυτό από το πώς με βλέπει ο Θεός ή το πώς αντιλαμβάνομαι τον ίδιο μου τον εαυτό και εκεί πέρα είναι αυτό το ενδιαφέρον. Ενώ μπορώ να ζω σε ένα σύστημα που κάποιος θα έλεγε ότι: «Τι είναι όλες αυτές οι ενοχές;», εγώ νιώθω και πιο απενοχοποιημένος όμως. Αλλά το δεύτερο και το πιο σημαντικό με έκανε να θέλω να ζήσω μία ζωή, η οποία θα έλεγα ότι θα έκανα τα πάντα στη ζωή μου για να ευχαριστήσω αυτόν το Θεό για αυτό που μου έδωσε και Τον εμπιστεύομαι για αυτό που μου ζητά. Άρα κατευθείαν άρχισα, μάλιστα φαινότανε, ας πούμε, αυτό που λέμε καμιά φορά, οι άλλοι άνθρωποι αρχίζουν να παρατηρούν αυτή τη διαφορά. Ότι αντί αυτό να με οδηγήσει μία μεγαλύτερη ασυδοσία, να το πω, στη ζωή μου, τώρα πόσο ασυδοσία να είχα 13 χρονών; Αλλά στην ουσία με οδήγησε σε μία ακόμα πιο ενάρετη ζωή με την έννοια απέναντι σε όλους τους ανθρώπους να ενδιαφέρομαι για αυτούς. Πολύ γρήγορα άρχισα να πηγαίνω τότε να ψάχνω δομές στις οποίες μπορούν να ταΐσουμε πρόσφυγες. Απ' την ηλικία τώρα των 14-15-16 χρονών, 17-18, πήγαινα κάθε απόγευμα σε τραπέζια τα οποία, σε χώρους που πήγαιναν και μαζεύονταν 300-400 Ιρακινοί άνθρωποι και έκοβα το ψωμί, σέρβιρα ανθρώπους, γιατί θεωρούσα ότι... πολύ ενδιαφέρον. Ας πούμε, παλιότερα, κάποιος θα έλεγε ότι αυτό το κάνεις για να κερδίσεις κάτι. Εγώ πιστεύω ότι τα είχα όλα και αυτό έβγαινε, ας πούμε, ότι δεν μου βγαίνει τίποτα άλλο από το να υπηρετήσω τους ανθρώπους οι οποίοι είναι δίπλα μου. Και αυτό νομίζω σε σμιλεύει σαν άνθρωπο, σου χτίζει κάτι μέσα σου, γιατί ακριβώς, αν ήταν ότι κέρδισα κάτι με αυτό, θα με οδηγούσε και σε μία περηφάνεια, όλη τη ζωή μου να μιλάω απλά για αυτό και τι έκανα τότε και το τι συνέβη εκεί. Ενώ νομίζω ότι σε οδηγεί σε μία, ούτε ζωή ενοχής, αλλά ούτε και σε μία ζωή κομπορρημοσύνης, ας πούμε.
Αποκεί και πέρα μέσα στην πρεσβυτεριανή εκκλησία την οποία άρχισα να... Παρεπιπτόντως τώρα στα 18 μου, στα 16 μου, ο πατέρας μου αρρωσταίνει από εγκεφαλικό, ήδη ήταν πολύ δύσκολα τα οικονομικά μας, δηλαδή θυμάμαι μέρες να μην έχουμε και κυριολεκτικά να φάμε, θυμάμαι και δύο συνεχόμενες μέρες να μην έχουμε να φάμε στο σπίτι.
Αυτό πότε περίπου;
Στην ηλικία των 10... 11 έως τα 16 μου ήταν πολύ δύσκολα. Και μετά τα 16 έγινε ακόμη πιο δύσκολο. Αλλά ήδη θυμάμαι στιγμές ότι δεν είχαμε να φάμε. Ο πατέρας μου δούλευε υδραυλικός, η μητέρα μου δεν δούλευε πολλά χρόνια, αλλά αναγκάστηκε να αρχίζει να δουλεύει στην αρχή ως μοδίστρα, μετά ως καθαρίστρια σε συνεργεία και σε σπίτια. Και εμείς στην ουσία, στην ουσία από 5 χρονών θυμάμαι τον εαυτό μου, άρα μιλάμε για το 1988 και πιο μπροστά άρα, 5-6 χρονών θυμάμαι να καθαρίζουμε εγώ και η αδερφή μου το σπίτι, 5 εγώ, 4 η αδερφή μου, γιατί η μητέρα μου, ας πούμε, ήτανε έξω και δούλευε, αντίστοιχα και ο πατέρας μου. Κι εδώ το ενδιαφέρον είναι ότι βλέπεις ότι υπάρχουνε πάρα πολλές ιστορίες, όπου δουλεύουν και οι δυο γονείς και λείπουν τόσες πολλές ώρες, για μας το εκκλησιαστικό περιβάλλον λειτουργούσε σαν ένα πάρα πολύ καλό πλαίσιο, στο οποίο δε νιώθαμε, ας πούμε, ότι είμαστε εντελώς ασύνδετοι, ας πούμε, με ανθρώπους, με την κοινότητα, την αγάπη και τα λοιπά. Έτσι αυτό μας κρατούσε, να πω την αλήθεια.
Τα μικρά ονόματα των γονιών σου;
Καίτη και Γιάννης. Ναι. Μέρος βέβαια όλου αυτού του πράγματος ήταν ακριβώς και ότι ο πατέρας μου ήταν λίγο πιο έτσι περίεργος τύπος. Θα έλεγα ότι, κι έχει σημασία ίσως για τη συνέντευξή μας, με την έννοια του ότι είχε λίγο μια πιο στάση σε εισαγωγικά «υποκρισίας» μέσα στην εκκλησία, δηλαδή καμία σχέση μ' αυτό που πίστευε με αυτό που ζούσε, το οποίο ήταν πολύ ενδιαφέρον σαν... Το οποίο δυσκόλευε βέβαια πάρα πολλά πράγματα της οικογένειας γιατί είχανε να κάνουνε με πράγματα τα οποία δυσκόλευαν πλέον μετά την καθημερινότητα, τα προς το ζειν και τα λοιπά. Ήμασταν και 5 παιδιά, ήμαστε μια οικογένεια με 5 παιδιά, άρα τα οικονομικά ήταν πολύ δύσκολα. Στα 16 μου όμως ο πατέρας μου αρρωσταίνει βαριά με εγκεφαλικά και ο αδερφός μου 19, εγώ 16, στην ουσία αναλαμβάνουμε πολλές από τις συντηρήσεις που είχε αποχετεύσεων. Άρα εγώ τώρα, στα 16 μου χρόνια, με το που γυρνάω από το σχολείο πετάω την τσάντα μου, παίρνω τις βέργες του ξεβουλώματος και πηγαίνω σε περιοχές όπως Κολωνάκι, Παγκράτι, Βύρωνα και ξεβουλώνω στην ουσία αποχετεύσεις.[00:15:00] Έτσι εκεί πέρα χάνεται και λίγο και μία μεγάλη εφηβική παιδική ηλικία, δηλαδή η ζωή μου κι έτσι όπως εγώ την έβλεπα δεν έχει καμία σχέση με των συνομηλίκων μου. Ούτε θυμάμαι τον εαυτό μου να έχω χρήματα, ας πούμε, να κάνω τη βλακεία μου, ακόμα και όταν έκανα κάτι το οποίο με έκανε πιο μεγάλο σε ηλικία, ήτανε για να μπορέσω να δώσω τα χρήματα στο σπίτι. Και έτσι εγώ και ο αδερφός μου συντηρούμε στην ουσία την οικογένεια και με τη μητέρα μου, η οποία πλέον έχει ξεχειλωθεί και δουλεύει τρεις και τέσσερις δουλειές καθαρισμού, κρατήματος παιδιών, καθαρίσματα σε σπίτια, σε δύο συνεργεία, χαμός στην ουσία. Αυτό βέβαια είναι το ενδιαφέρον, τι γίνεται; Γιατί την λέω αυτή την ιστορία. Στα 18 μου περνάω μηχανολόγων μηχανικών, περνάω στις Σέρρες, έρχομαι μεταγραφή στην Αθήνα λόγω πολυτεκνικής ιδιότητας του πατρός μου. Έρχομαι στην Αθήνα και ο αδερφός μου τότε είχε περάσει Φιλολογία στα Ιωάννινα και ήρθε στην Αθήνα και αυτός. Αλλά και οι δύο δεν μπορούμε να το παρακολουθήσουμε στο φουλ, γιατί πρέπει να δουλεύουμε οκτάωρο δουλειά σε υδραυλικές εταιρίες. Σε εταιρίες με υδραυλικά, εγκαταστάσεις από το μηδέν. Πρώτη μου δουλειά στην ουσία επίσημη με ένσημα είναι στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας για 9 μήνες, ανακαινίζοντας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ναι. Σε ένα τεράστιο κτίριο μας βάζουνε μέσα και είχε ο κάθε όροφος, αν θυμάμαι καλά, 1.200 βάνες από 2,5 ίντσες μέχρι 42...
Από 2,5;
Ίντσες μέχρι 42. Το οποίο στην ουσία, έπρεπε να μείνουμε 9 μήνες τουλάχιστον εκεί πέρα και να βγάλουμε όλες αυτές τις βάνες και να τις καθαρίσουμε. Στο πρώτο, την πρώτη μέρα, πήγα κι έκλαιγα μισή ώρα στην αποθήκη, για το τι έχω μπροστά μου να κάνω. Δούλεψα σχεδόν 5 χρόνια στις οικοδομές και σε τέτοια πράγματα, σπουδάζοντας παράλληλα μηχανολόγος μηχανικός τα μεσημέρια ως το βράδυ.
Την ίδια στιγμή όμως είναι ενδιαφέρον ότι όχι μόνο δεν έμεινε, παρ' όλες αυτές τις δυσκολίες, δεν έμεινε αμείωτη, το ενδιαφέρον μου προς τον Θεό και τα της εκκλησίας, αλλά ήδη απ' την ηλικία των 19 αρχίζω και κηρύττω σε εφήβους και σε νέους. Ναι, επειδή αναγνωρίζουν άνθρωποι μες στην εκκλησία ότι «κοίτα, κάτι στο λόγο του, τον ενδιαφέρουν τα πράγματα τα θεολογικά, η ζωή του δείχνει κάτι πολύ ενδιαφέρον» κι έτσι υπήρχε αυτό. Και αυτό είναι το ενδιαφέρον και στην ευαγγελική κοινότητα, να το πω έτσι. Δηλαδή είσαι ο κανένας στην ουσία, τι είσαι; Ας πούμε, δουλεύεις στις οικοδομές, στα υδραυλικά, και όμως, απ' τη στιγμή που αναγνωρίζεται κάτι, δεν έχει σημασία περίπου σε παρένθεση «ποιανού το όνομα είσαι», δηλαδή ήμουνα ένας άγνωστος στην κυριολεξία, δεν είχα, η οικογένειά μου δεν κρατούσε μέσα από την ευαγγελική κοινότητα, δεν είχε όνομα και τα λοιπά. Το οποίο μετά καταλαβαίνεις down the road, ας πούμε, ότι δεν είναι ότι δεν έχουν καθόλου σημασία, αλλά υπάρχουν τουλάχιστον μία ειλικρινή αντιμετώπιση ότι φυσικά αν κάποιος άνθρωπος κάτι έχει από τον Θεό, οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε και αυτό είναι ένα θετικό της κοινότητας που συναναστρέφομαι.
Εσύ, να φανταστώ, για να μπορείς να κηρύττεις στα 19, διάβαζες.
Διάβαζα, ναι, διάβαζα, αλλά...
Γιατί κάπως δεν βγαίνουν οι ώρες.
Ναι, δε βγαίνουνε.
Σπουδάζεις μηχανολόγος μηχανικός, δουλεύεις υδραυλικός και διαβάζεις όχι μόνο για το μηχανολόγος μηχανικός...
Ναι. Ναι. Ακριβώς. Κι εδώ έρχεται κάτι σημαντικό τώρα για αυτό και πολύ καλό που το παρατήρησες, γιατί εκεί πέρα πηγαίνει. Εγώ απ' τα 16 μου ήδη, ενώ είμαι 3 χρόνια πιστά, συνειδητά πιστός, νιώθω αυτό που λέμε στην γλώσσα μας, ας πούμε, μία κλήση από τον Θεό για το δικό του το έργο. Δηλαδή ότι θα... με ελκύει, με ελκύουν οι άνθρωποι, με ελκύει η έννοια της θεολογίας, με ελκύει η έννοια της αποστολής ανάμεσα στους ανθρώπους, θυμίζω ξανά ότι στα 16 μου, την ίδια στιγμή ήμουνα φουλ μέσα σε έργα που είχαν να κάνουνε... διακονίας ανθρώπων άπορων και προσφύγων και εκεί πέρα νιώθω το Θεό όχι απλά να με καλεί, πολλές φορές το περιγράφω σαν ένα κάψιμο της καρδιάς, δηλαδή ένιωθα ότι αν δεν το 'κανα, στην ουσία δεν θα ήμουν εγώ, το οποίο ήθελα να το αποφύγω όμως, γιατί το φοβόμουν την ίδια στιγμή. Γιατί σκέψου ότι κατευθείαν αυτό σημαίνει ότι μπορεί ένας τίτλος για κάποιους, αλλά είναι και ένα στίγμα δηλαδή ότι εγώ καταλάβαινα ότι αν ακολουθήσω αυτόν το δρόμο θα είναι, θα έχω τα μάτια του κόσμου επάνω μου, με την κακή έννοια το λέω. Η ζωή μου πλέον δεν μου ανήκει απόλυτα, ας πούμε ότι αρχίζει πλέον και επειδή μπαίνει σε μία κοινότητα, η ζωή αυτή στην ουσία να έχει ο καθένας λόγο. Ο οποιοσδήποτε άλλος χριστιανός έρχεται μέσα στην εκκλησία, κάνει ό,τι θέλει στη ζωή του. Ακριβώς, αντιθέτως εγώ αφιερώνω τη ζωή μου προς την υπηρεσία και ακόμα και οι πράξεις μου, οι λέξεις μου, τι σκέφτομαι, ό,τι κουβαλάω μαζί μου, εκπροσωπώ και έναν άλλο κόσμο, έναν υπόλοιπο κόσμο. Μέσα λοιπόν σε αυτή την φάση νιώθω[00:20:00] αυτό στα 16 μου, αλλά τι σημαίνει αυτό; Δεν μπορώ, μπορεί να 'ναι, να κάνουν τα αυτιά μου πουλάκια, που λέμε. Στην ουσία συνεχίζω τη ζωή μου κανονικά, απ' τα 18 ως τα 22, σχεδόν 23 δουλεύω στις οικοδομές, γνωρίζοντας όμως και προσευχόμενος ότι, ξέρεις: «Θεέ μου, ξέρω ότι κάποια στιγμή θα ανοίξεις κάποια πόρτα για αυτό το πράγμα, γιατί ξέρω ότι Εσύ με έχεις καλέσει». Μέσα σε όλο αυτό λοιπόν το πράγμα, ξεχείλωνα τον εαυτό μου να προσπαθώ να κάνω τις σπουδές, τα υδραυλικά, υπερωρίες τρελές τότε, γιατί ήταν και οι Ολυμπιακοί Αγώνες, και την ίδια στιγμή να διαβάζω θεολογικά βιβλία ή χριστιανικά βιβλία, να μελετώ πολύ συχνά τη Γραφή μου και σιγά-σιγά να αναλαμβάνω να κηρύττω.
Ναι. Σε ποια εκκλησία αυτό; Εννοώ χωροταξικά;
Αυτά τώρα, στην πρεσβυτεριανή εκκλησία, από τότε που αποφάσισα να φύγω στα 18 μου και να πάω εκεί.
Πού ήταν αυτή;
Αυτή ήτανε στην Λεωφόρο Αμαλίας 50, απέναντι από την Πύλη του Ανδριανού, στους στύλους του Ολυμπίου Διός, η οποία βασικά είναι και η πρώτη ευαγγελική παρουσία ποτέ σε όλη την Ελλάδα επίσημα. Υπήρχαν κάποιες προσπάθειες νωρίτερα, το 16ο αιώνα με τον Λούθηρο, αλλά στην ουσία πνίγηκαν. Μέσα σε αυτό λοιπόν όμως, στην ηλικία των 22 χρονών και Σεπτέμβριο, αν θυμάμαι καλά, Οκτώβριο του... πόσο ήταν, 2005 τότε; 2005, με πλησιάζει ο λειτουργός της εκκλησίας, της πρώτης ελληνικής ευαγγελικής εκκλησίας, και επειδή έχει δει όλο αυτό το πράγμα... Εγώ τώρα παράλληλα σε όλο αυτό που λες, θυμάμαι τον εαυτό μου εκείνο τον καιρό, το διάστημα αυτό και για δύο τρεις εβδομάδες να ξυπνάω ανήσυχος το βράδυ, γιατί δεν άντεχε άλλο το σώμα μου με τόσο πολύ φόρτο εργασίας που είχα βάλει. Και να ξυπνάω το βράδυ και στην κυριολεξία να πέφτω στα γόνατα, που λέμε, και να προσεύχομαι στο Θεό και «Θεέ μου, τι είναι αυτό το οποίο... Δεν μπορώ να τα κάνω όλα, πρέπει να μου ανοίξεις έναν δρόμο». Μέσα σε όλη αυτή την φράση εκείνο ακριβώς τον ίδιο καιρό, που είναι δύο εβδομάδες που είναι πολύ μεγάλη η ένταση, με πλησιάζει ο λειτουργός της εκκλησίας, ο Παναγιώτης Καταρτζής και μου λέει: «Αλέξανδρε, θέλω να σου πω κάτι, δεν ξέρω πώς θα το πάρεις, αλλά το συζητούσα και με άλλους ανθρώπους μέσα στην εκκλησία, αλλά βλέπουμε κάτι, το οποίο, ας πούμε, θα μπορούσε να σε κάνει έναν άνθρωπο τον οποίο θα λέγαμε ότι η εκκλησία αξίζει να τον υποστηρίξει να αφήσει τη δουλειά του και να αρχίσει να ασχολείται με την εκκλησία πιο σταθερά και "επαγγελματικά" σε εισαγωγικά». Ο Γιώτης, Παναγιώτης, δεν ήξερε τίποτα στην ουσία από τη δική μου την αναζήτηση, δεν είχαμε ποτέ τετ τα τετ πολύ μεγάλα, απλά με έβλεπε σε ένα πλήθος εκκλησίας τώρα, 300-400 ατόμων. Και του λέω «ναι» απευθείας, διότι το πήρα εντελώς σαν μία πόρτα η οποία άνοιγε για μένα. Και στην ουσία μου είπε: «Οκέι, σίγουρα δε θες να το σκεφτείς;». Λέω: «Όχι, προχωράμε, μια χαρά». Και στην ουσία είπαμε για έναν χρόνο θα συνεχίσω λίγο τα υδραυλικά μου, τελείωσα άρα το 2006, παραιτήθηκα από τη δουλειά μου, σε μια πολύ καλή περίοδο να είσαι υδραυλικός, στην ουσία, και άρχισα να δουλεύω part-time στην εκκλησία, ας πούμε, με το εν τέταρτο του σύνολου του μισθού που έπαιρνα νωρίτερα. Και να σπουδάζω στο Ελληνικό Βιβλικό Κολέγιο, θεολογία. Και με τη μία εκεί πέραάρχισε να φαίνεται πολύ ξεκάθαρα ότι είχα κλίση στα θεολογικά, δηλαδή αρίστευα σχεδόν σε όλα τα πράγματα, τα καλοκαίρια συνέχιζα να δουλεύω λίγο υδραυλικός, για να μπορέσω να αντέξω τη ζωή οικονομικά, γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Παρεπιπτόντως, μέχρι τότε εγώ και ο αδερφός μου και η αδερφή μου η μικρότερη, που ήμαστε ακόμα στο σπίτι, μόνο εμείς στηρίζαμε το σπίτι στην κυριολεξία οικονομικά, άρα έπρεπε να δίνω κάποια χρήματα. Συγκεκριμένα, θυμάμαι, έπαιρνα 300 ευρώ από την εκκλησία και πλήρωνα 260 στο σπίτι μου, άρα ζούσα με 40 ευρώ το μήνα για πολλά χρόνια. Αυτή ήταν η ιστορία εκεί. Όταν τελείωσα τις σπουδές μου στο Βιβλικό Κολλέγιο, τις θεολογικές...
Τις άλλες σπουδές;
Τις άλλες σπουδές τις άφησα στη μέση, του μηχανολόγου μηχανικού, τις άφησα στη μέση. Υπάρχουν καμιά 20αριά μαθήματα, δεν θα υπάρχω καν γι' αυτούς ούτε σαν ανάμνηση. Μπαίνω στο στρατό το 2008, το 2008, ναι, κάνω την θητεία μου και παράλληλα ετοιμάζω τα χαρτιά μου για... με μία υποτροφία στην Αμερική στο Westminster της Φιλαδέλφειας, Theological Seminary, να πάω και να κάνω στην ουσία ένα διετές πρόγραμμα ενός μεταπτυχιακού πάνω στην βιβλική εξηγητική. Το οποίο κατάφερα, πήρα την υποτροφία, πήγα εκεί, σπούδασα 2 χρόνια. Το δεύτερο χρόνο δούλεψα ως λειτουργός μίας εκκλησίας στη Νέα Υερσέη, στο New Jersey, σε μια ελληνική κοινότητα, και παράλληλα σαν βοηθός καθηγητή στο σχολείο.[00:25:00] Το '11 που αποφοίτησα από το μεταπτυχιακό πρόγραμμα, ήδη υπήρχε μέσα στην καρδιά μου έντονα και σε μένα και στον λειτουργό ο οποίος ήταν ο μέντοράς μου, ο Παναγιώτης ο Καταρτζής, είχα φύγει ήδη στην Φιλαδέλφεια και είχα το όνειρο του να έρθω και να ιδρύσω μία εκκλησία στην περιοχή των Εξαρχείων. Και αυτό είχε να κάνει... με ρωτούσαν πολλοί «γιατί;» και η απάντησή μου ήτανε: «Επειδή γεννήθηκα φτωχός, στην κυριολεξία». Και θεωρώ ότι, ας πούμε, ότι πολλά πράγματα που έχουν να κάνουν απ' την Αριστερά και ιδιαίτερα από ανθρώπους που βρίσκονται μέσα στην Αριστερά, όχι αναγκαστικά αυτούς που γεννήθηκαν μέσα στην Αριστερά, έχουν πολλές φορές να κάνουν με τη φτώχεια. Και η οποία, ας πούμε, είναι γυμνή εκεί πέρα το επιχείρημα, δεν χρειάζεται επιχείρημα, γιατί τα πράγματα πρέπει να είναι διαφορετικά από ό,τι είναι τώρα. Και, θυμάμαι, είχα φύγει στη Φιλαδέλφεια και τα πράματα που είχα πάρει από την Ελλάδα ήταν η φωτογραφία της αρραβωνιαστικιάς μου, την Γραφή μου και είχα και έναν χάρτη των Εξαρχείων που τον είχα πάντοτε μέσα στην τσέπη, στην καρδιά μου, του μπουφάν μου και το κουβαλούσα μαζί μου και όποτε έβρισκα ευκαιρία το έβγαζα έξω και προσευχόμουνα. Δίχως ο ίδιος να έχω μείνει Εξάρχεια, δίχως να... Έτσι όταν γύρισα πίσω και υπήρχε ένα «πράσινο φως» σε εισαγωγικά, ότι «οκέι, σε εμπιστευόμαστε, Αλέξανδρε, αν πιστεύεις ότι αυτό είναι το οποίο θες να κάνεις στη ζωή σου». Και είναι και ενδιαφέρον ότι βρίσκομαι σε μία ευαγγελική κοινότητα, η οποία ένα 29 χρονών παιδί τούς λέει αυτό και του λένε: «Πήγαινε, δεν έχουμε πρόβλημα». Δηλαδή το ενισχύουν, ότι το καταλαβαίνουμε και τα λοιπά.
Οι άνθρωποι της Αθήνας εννοείς τώρα;
Ναι, ναι, οι άνθρωποι της Αθήνας, καμία σχέση με κάτι με την Αμερική και τα λοιπά. Και φυσικά μία τέτοια εκκλησία, για να κάνεις κάτι τέτοιο, να το πω μάλλον σωστά. Έρχομαι από το 2000... – έτσι όπως είναι δηλαδή, σωστά. Το 2011 έρχομαι στην περιοχή, μετακομίζω και, φυσικά, εκεί πέρα καταλαβαίνεις ότι αυτό που είχες στο νου σου δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είναι τα Εξάρχεια και αυτό σημαίνει ότι, αντί να 'ρθεις γεμάτος απαντήσεις, μπορεί να 'ρθεις γεμάτος ερωτήσεις, άρα τεντώσαμε τα αυτιά, τότε άρχισα να συνεργάζομαι πολύ κοντά και με έναν ακόμα άνθρωπο που γνώριζα τον Tim τον Coomar, ο οποίος είναι και συνεργάτης μου πλέον στην Εκκλησία των Εξαρχείων. Ήρθαμε πολύ κοντά και λόγω πολύ κοντινών θεολογικών απόψεων, αρκετά κοντινών βιωμάτων, συνομήλικοι, δύο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες και αυτό ήταν και καλό. Βάλαμε μαζί αυτό τον στόχο, τον οραματισμό, ότι πώς θα έμοιαζε μία εκκλησία στα Εξάρχεια; Και το πιο σημαντικό ήταν να πω ότι όταν έρχεσαι εδώ πέρα και τελικά συνειδητοποιείς ότι είναι κάτι διαφορετικό απ' αυτό που έχεις στο νου σου, το πρώτο και το πιο σημαντικό είναι ότι «ποιος είσαι εσύ που θα πεις στους άλλους τι να κάνουν;». Άρα βλέπουμε την περιοχή των Εξαρχείων όχι ως ένα project, αλλά ως μία κοινότητα στην οποία θέλαμε να μπούμε μέσα, να είμαστε εδώ πέρα σε αυτή την περιοχή, θεωρούσαμε ότι υπήρχε κάτι πολύ ελκυστικό για μας, το οποίο δεν ήταν ελκυστικό για τους υπόλοιπους ανθρώπους, το ξέρω, από αυτούς τους οποίους εμείς ερχόμασταν ίσως. Αλλά μπαίνοντας σε αυτήν την περιοχή, αρχίζαμε να αγαπούμε την περιοχή και να λέμε ότι δεν είναι στη δική μας απόφαση, στο δικό μας το χέρι αν θέλουμε να ανοίξουμε κάτι τέτοιο. Μόνο εάν δούμε ότι αυτή η ιδέα που έχουμε στο νου μας εκφράζει άλλους ανθρώπους, οι οποίοι δεν ασπάζονται μάλιστα τον χριστιανισμό, άρα αρκετά δύσκολη μπροστά μας, το ζητούμενο. Για 9 μήνες στην κυριολεξία διακονούμε σε άλλες εκκλησίες και άμβωνες, οι οποίες έχουν ανάγκες, για να μπορούμε να δικαιολογούμε την ύπαρξή μας, να το πω κάπως έτσι, αλλά η καρδιά μας ήταν τα Εξάρχεια, διαβάζαμε για τα Εξάρχεια, αρχίζαμε να διαβάζουμε ακόμα πιο εντατικά για τον αναρχισμό και να καταλαβαίνουμε πέραν από οτιδήποτε ήδη γνωρίζαμε ή ήμασταν. Και αρχίζαμε, ας πούμε, στην ουσία να καταλαβαίνουμε πως, επειδή ήταν ίσως και σε μία περίοδο που υπήρχε μια τεράστια οικονομική κρίση στην Αθήνα, ότι πάρα πολλοί άνθρωποι ψάχνανε να κρατηθούνε από κάπου, το οποίο δεν ήταν συνδεδεμένο με τον υλισμό αυτό το πράμα. Άρα σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό, βρήκαμε και ένα έδαφος το οποίο ήταν λίγο πιο «μαλακό» σε εισαγωγικά. Βέβαια, να το πω αυτό γιατί έχει μεγάλη σημασία, όταν ένας άνθρωπος κάνει αυτή την κίνηση την, θα ακουστεί λίγο, δεν είναι ωραία η λέξη, αλλά αποστολική κίνηση, δηλαδή πας στην ουσία κάπου σαν, με κάποια αποστολή στο νου σου ωραία, σαν απεσταλμένος, Αρχίζεις στην ουσία και συνειδητοποιείς τον πολύ μικρό κλειστό κύκλο στον οποίο ζούσες και δρούσες. Κι έτσι συνειδητοποιείς ότι υπάρχει ένας κόσμος ο οποίος είναι πολύ μεγαλύτερος απ' αυτό τον οποίο εσύ μεγάλωσες και είναι ο κόσμος όμως του Θεού, αυτή είναι η ιστορία την οποία επέτρεψε. [00:30:00]Αυτό είναι το οποίο έχει μπροστά, αυτές είναι οι πόλεις μας, αυτά είναι τα Εξάρχεια. Και μέσα λοιπόν σε αυτό το πράγμα, το πρώτο που έγινε είναι ότι εμείς γίναμε ο κανένας στην κυριολεξία, το νιώσαμε βιωματικά. Εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου να νιώθει ότι, ξέρεις τι, δεν έχω τίποτα να πω, δεν είμαι κανένας εδώ πέρα. Tο οποίο μπορεί είτε να σε ρίξει σε μία κατάθλιψη είτε σε ένα πανικό, πάμε να γυρίσω πίσω σε παλιές, παλιά καλά λημέρια, ας πούμε, και να είμαι ήρεμος στη ζωή μου και να βολευτώ. Ή το άλλο, να πεις ότι ξέρεις τι, κάτι έχει να μου δώσει αυτή η περιοχή. Tι λέω; Ήρθαμε για να δώσουμε και οι πρώτοι που πήραμε ήμασταν εμείς, 100%, άλλαξε η ζωή μας συλλήβδην, τα πράγματα με τα οποία βλέπουμε την ζωή, θεωρούμε ότι τα Εξάρχεια, αν σβήσουνε σαν φωνή, θα είναι ένα απ' τα μεγαλύτερα πλήγματα. Και όταν λέω τα Εξάρχεια, όχι αναγκαστικά όλο το τι σημαίνει αυτό το πράγμα, αλλά αυτή η φωνή η οποία λέει ότι ξέρεις τι, τα πράγματα δεν πάνε καλά, μην το χάφτεις, κάτι δεν παίζει καλά. Ξαφνικά ήμασταν στην περιοχή και βλέπαμε ότι οι συζητήσεις στα τραπέζια ήταν οι συζητήσεις που θα έπρεπε να έχουν οι άνθρωποι μες στην εκκλησία και δεν ήταν εκεί. Δίχως να υποτιμήσουμε φυσικά την οικογένεια απ' την οποία ερχόμασταν, αλλά πλέον μπορούσαμε να δούμε τους εαυτούς μας ως κάποιοι οι οποίοι θα μπορούσαν μάλιστα κιόλας να φέρουν αυτή τη φωνή μέσα στην εκκλησία και βρήκαμε πάρα πολλά πράγματα τα οποία οι αναρχικοί πίστευαν, η κοινωνία των Εξαρχείων πίστευε, τα οποία θα έπρεπε, θα έπρεπε να είναι, το ξέρουμε βιβλικά, το ξέραμε ήδη απ' τις θεολογικές μας σπουδές, θα έπρεπε να είναι τα προτάγματα της εκκλησίας, τα οποία όμως δεν τα είχανε, γιατί ήτανε βολεμένοι σε πολύ μεγάλο βαθμό και μέσα σε ένα εντελώς μεσοαστικό και παραπάνω περιβάλλον, το οποίο νιώθαν άνετα.
Οι ευαγγελικοί.
Οι ευαγγελικοί. Οι ευαγγελικοί. Ξανά σε όλο αυτό έχει αυτή τη σημασία ότι δεν δαιμονοποιούμε μία κατάσταση. Καταλαβαίνω ότι κι οι άνθρωποι μέσα στις μεσοαστικές τους ανησυχίες, οι οποίες μου φαίνονται μπούρδες, ας πούμε, μπροστά στα προβλήματα των φτωχών και των ανθρώπων οι οποίοι έχουνε την ζωή τους μπροστά. Καταλαβαίνω ότι αυτό είναι που ο Θεός έχει επιτρέψει στην ζωή τους, αλλά δεν μπορώ εγώ να μην έχω και αυτήν την φωνή μέσα στην εκκλησία. Έτσι η ιστορία η πιο μεγάλη στη Γραφή, η ελκυστική του Ιώβ που είναι ο άνθρωπος ο οποίος είναι ένας, ο πιο χτυπημένος, ο πιο ταλαιπωρημένος, την ίδια στιγμή τυχαίνει να είναι και ο πιο πλούσιος μέσα σε ό,τι έχουν περιγραφεί ποτέ μέσα στις βιβλικές αλήθειες. Άρα, θέλω να πω καταλαβαίνω αυτή τη διαφορά, άρα δε μας δημιούργησε μία ξανά, ένα χριστιανισμό ελιτισμού. «Α, εμείς οι πεφωτισμένοι». Το οποίο το καταλαβαίναμε μέσα στους αναρχικούς χώρους, ότι υπήρχε πολύ αυτή η εικόνα του πεφωτισμένου λίγο. Ότι «έλα να σου πω, εμείς ξέρουμε, εμείς είμαστε η πραγματική έκδοση της ανθρωπότητας». Και ένας άνθρωπος ο οποίος έχει ζήσει μέσα στη μειονότητα στην Ελλάδα, το νιώθει πολύ, αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα ποιος έχει αυτό το σύνδρομο πάλι της μειονότητας, η όποια πιστεύει ότι «Κοίτα, όλοι είναι εναντίον μου, εγώ μόνο έχω την αλήθεια, όλοι οι υπόλοιποι τι συζητάνε;» και τα λοιπά. Άρα μπορούσαμε να δούμε κάποια πράγματα, όπως επίσης όμως να δούμε και πάρα πολλούς ανθρώπους οι οποίοι ήτανε, κάνανε πολύ ειλικρινά βήματα στο να προσεγγίσουν άλλους ανθρώπους. Άρα εγώ, όταν άρχισα να πηγαίνω με πιο συστηματικό τρόπο σε κάποιο αναρχικό χώρο, στο αυτοδιαχειριζόμενο, στο Αυτόνομο Στέκι στη Ζωοδόχου Πηγής και Ισαύρων, που ήταν, ας πούμε, μία πρώτη μου επαφή με μία πιο οργανωμένη ομάδα ή ομάδες αναρχικών στην ουσία, μπορούσα να καταλάβω, τώρα αυτό είναι ο τρόπος ο οποίος εγώ το ερμηνεύω, ότι... Στην αρχή φαινόταν περίεργο το ότι πήγα. Η πρώτη μου επαφή με μια γυναίκα μέσα από το Αυτόνομο Στέκι ήτανε, περιγράφοντάς μου τι φαγητά φτιάχνουνε και τις διάφορες ομάδες που έρχονται και ότι στην ουσία μαγειρεύουν όλοι μαζί, vegetarian, vegan και φαγητό για ανθρώπους που τρώνε κρέας. Και όταν της είπα ότι είμαι λειτουργός σε εκκλησία, ήθελα να είμαι ειλικρινής δεν ήθελα να πω ούτε κάποιο ψεύτικο, ούτε κάτι ύπουλο και ότι να γιατί είμαι εδώ πέρα στην περιοχή και ότι με ενδιαφέρει. Και γιατί ήρθα εδώ στο Αυτόνομο Στέκι, γιατί με ενδιαφέρει όλη αυτή η... το να εμπλακώ με την κοινότητα, με οτιδήποτε συμβαίνει. Το να είμαι είμαι εκτός θεωρώ ότι απλά, όχι μόνο δεν κάνω καλά τη δουλειά μου, αλλά δεν είμαι σωστός άνθρωπος, δεν είμαι σωστός πολίτης. Όταν το είπα αυτό, μου λένε, θυμάμαι έτσι, έστριβε το τσιγάρο της η γυναίκα και με κοιτάει καλά-καλά, μου λέει: «Δε νομίζω ότι ταιριάζεις εδώ μέσα, δεν τα πάμε καλά με τη θρησκεία και πάνω από όλα με παπάδες». Και έτσι λέω: «Κοίτα, αν φτιάχνετε ένα φαγητό για vegan, για vegetarian, για ανθρώπους που τρώνε κρέας, θα βρεθεί και ένα πιάτο για έναν χριστιανό». Και μου λέει, ήταν ειλικρινής, μου λέει: «Έχεις δίκιο, έλα» μου λέει. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν να πάρω από κάποιον άδεια, δεν λειτουργούν αυτοί οι χώροι έτσι, μάλλον. Και μπήκα μέσα στον[00:35:00] χώρο έτσι σε μία αυτο... Με ενδιέφερε πάρα πολύ η έννοια των διαβασμάτων, σε μία αυτοοργανωμένη μόρφωση, σε μία αυτομόρφωση να το πω έτσι. Και στην αρχή φαινόταν λίγο περίεργο το ότι ήμουν εκεί πέρα, πολλές φορές αρκετά εχθρικά βλέμματα και σκέψεις και το καταλάβαινα εκεί πέρα και το καταλαβαίνω. Γιατί να είσαι ευχάριστος σε ανθρώπους που για πολλά χρόνια τους έχεις στο νου σου εντελώς ότι σε αγνοούν, τουλάχιστον, ή μπορεί όμως και να πολεμούν ακριβώς αυτό το οποίο είσαι. Και μέσα σε αυτό ξανά, ο πρώτος που μαθαίνω είμαι εγώ, δηλαδή δεν πήγα εκεί πέρα για να πω: «Ελάτε να σας πω ποιες είναι οι φαεινές μου ιδέες» ή «Ελάτε να σας πω τι πρέπει να κάνουμε, να δείτε χάνετε τόσο καιρό», αλλά είναι ότι ξέρεις τι, πώς... Μέχρι και σήμερα με ρωτάνε: «Γιατί πηγαίνεις, ρε συ;» πολλοί άνθρωποι στην εκκλησία «Γιατί πας στο Αυτόνομο Στέκι;» και τα λοιπά. Και η απάντησή μου η πρώτη, τους λέω: «Γιατί θέλω να πεθάνω με αυτούς τους ανθρώπους», διότι ο σκοπός μου είναι, δεν υπάρχει σκοπός, καθώς σαν άνθρωπος θέλω να είμαι ένας άνθρωπος και ένας φίλος με αυτούς τους ανθρώπους που έχω μπροστά μου. Αυτή είναι η πρώτη απάντηση που δίνω πάντοτε. Και φυσικά πολλές άλλες απαντήσεις. Αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι μέσα σε αυτό το χώρο πολλοί άνθρωποι αρχίζαν και το εκφράζανε, ας πούμε, ότι ξέρεις τι, μπορεί να μην πιστεύω τίποτα, θυμάμαι ένας άνθρωπος μου έλεγε: «Δεν πιστεύω τίποτα από όλες τις μπούρδες που λες εδώ πέρα, με την έννοια για το ποιος είσαι εσύ και το τι πιστεύεις, αλλά εκτιμώ μόνο το γεγονός της κουλτούρας σου, ότι είσαι ανάμεσά μας». Κι εμένα μου ήταν καλό αυτό, γιατί δεν έχανα ούτε την ταυτότητά μου για το ποιος, ποια είναι τα πιστεύω μου, άλλαζα σε πολλά πράγματα την ίδια στιγμή, γιατί συνειδητοποιούσα μια πιο μεγάλη αλήθεια ίσως σε κάποια πράγματα. Αλλά, την ίδια στιγμή, δε στεκόμουν σαν ένας άνθρωπος ο οποίος ήταν σαν ένα ξένο αντικείμενο, ένα ξένο πρόσωπο μέσα σε αυτήν την κοινότητα των ανθρώπων. Πολλοί απ' αυτούς μάλιστα με πολύ ενδιαφέρον να υποστηρίξουνε ίσως την προσπάθειά μας να έχουμε μία εκκλησία στην περιοχή των Εξαρχείων, να μιλήσουνε με καλά λόγια, με ενδιαφέρον. Και θεωρώ ότι έχω μία ακόμα για μένα μεγάλη οικογένεια, η οποία μερικές φορές μου δίνει μεγαλύτερη χαρά και απ' όταν πηγαίνω σε κάποιες εκκλησιαστικές συναντήσεις μέχρι και σήμερα.
Πότε ανοίγετε την Εκκλησία στα Εξάρχεια;
Η Εκκλησία των Εξαρχείων ανοίγει το 2013, τον Μάρτιο του 2013, και είναι ενδιαφέρον, γιατί ο στόχος μας ήταν ότι –είχαμε βάλει ένα στόχο με τον Tim– ότι θέλουμε να ανοίξουμε την πρώτη Κυριακή και να έχουμε καταφέρει να είναι 50% άνθρωποι οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους πιστό, χριστιανοί, και την ίδια στιγμή το άλλο 50% να μην έχουν καμία σχέση με τον χριστιανισμό. Κι έτσι ήταν η πρώτη Κυριακή.
Α, ναι, όντως;
Ναι, είχαμε 49 άτομα και ήταν λίγο παραπάνω μη πιστοί στη σύναξή μας. Και αυτό συνέβαινε σε πολύ, άρχισε να είναι η πραγματικότητα κάθε Κυριακής. Είχαμε 4, 5, 7, 10, 15 και ήταν πολύ σημαντικό όμως, γιατί;
Αυτοί οι 4, 7, 10, τι;
Ήταν άνθρωποι μη πιστοί. Μπορεί να ήταν απ' τον αναρχικό χώρο, μπορεί να ήταν απ' την περιοχή των Εξαρχείων, μπορεί να ήτανε φίλοι μας, οι οποίοι είχαμε κάνει όλα αυτά τα χρόνια που βρισκόμασταν πίσω στην Αθήνα. Και μέχρι και σήμερα έτσι κι αλλιώς η Εκκλησία των Εξαρχείων δεν έχει ταμπέλα που είναι μέσα στην Εκκλησία των Εξαρχείων, δε μπορεί να τη βρει κάποιος αν δεν ξέρει και δεν είναι μέσα στην, να έχει έρθει σε επαφή με κάποιον άνθρωπο που είναι μες στην Εκκλησία, ακριβώς γιατί δεν είναι να 'ρθει να πει ότι «Ξέρεις τι; Είμαι εδώ» με αυτόν τον τρόπο. Θέλει να είναι ουσιαστικά εδώ, δεν έχει κάποιο τρόπο ούτε να προμοτάρει τον εαυτό της. Εντάξει, καταλαβαίνω, μπορεί κάποιοι να θέλουν να βρουν το κτίριο, αλλά είναι από τις πρώτες φορές, οι εκκλησίες οι περισσότερες να το πω κάπως έτσι. Στο νου μας είναι ότι οι περισσότερες εκκλησίες βρίσκονται σε ένα χώρο και πιστεύουν ότι με έναν τρόπο οι άνθρωποι θα 'ρθούνε μέσα. Η πραγματικότητα σε μας είναι ότι, επειδή ακριβώς η εκκλησία πρέπει να είναι εκεί πέρα έξω, ξέρουμε ότι οι άνθρωποι θα μπορέσουνε να 'ρθουνε μέσα, γιατί θα μας συναντήσουν εκεί έξω, έτσι; Το οποίο έχει μεγάλη σημασία. Κάτι που παρέλειψα είναι ότι ο λόγος για τον οποίο φεύγω στην Αμερική και ήδη έχω στο νου μου τα Εξάρχεια είναι τα γεγονότα του 2008.
Ο Δεκέμβρης.
Ο Δεκέμβρης, ο θάνατος του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Και τι γίνεται; Πάνε στην πρώτη Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, στην οποία εγώ διακονώ σαν, πώς να το πω, κάνω αυτό που λέμε ένα internship, μια διακονία, ας πούμε, βοηθητική στον ποιμένα, έχω αναλάβει τους νέους και κάποιες άλλες κοινωνικές δραστηριότητες της εκκλησίας. Και περνάει το κύμα των παιδιών, σε αυτές τις τρεις μέρες που έγινε χαμός από τις 6 Δεκέμβρη μέχρι τις 9-10, και σπάνε όλα τα παράθυρα της πρώτης Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας. Και θυμάμαι τότε που ο ποιμένας, ο Γιώτης, μπαίνει μέσα και, όπως βλέπει τις πέτρες γεμάτο και τα μάρμαρα όλη την εκκλησία και σπασμένα όλα τα τζάμια, πηγαίνει γρήγορα βουτάει μία απ' αυτές τις πέτρες και την βάζει μες στην τσέπη του, ένα μάρμαρο. Ανεβαίνει πάνω στο γραφείο του και αυτό που κάνει, χριστιανικά, είναι γονατίζει και προσεύχεται. Όχι για τις ζημιές, [00:40:00]ούτε να τους προστατέψει. Αλλά λέει για πρώτη φορά: «Τι είναι αυτό για το οποίο μας λες; Αυτό εγώ δεν μπορώ να μην το πάρω σαν ένα μήνυμα το οποίο δεν μου το απευθύνει η πόλη σ' εμένα. Η πόλη αυτή τη στιγμή φωνάζει σε μένα. Και ξέρω ότι η απάντηση είναι ότι πρέπει να ανοίξω αυτούς τους τέσσερις τοίχους και να βγούμε έξω από αυτό το πράγμα που είμαστε εδώ». Πολύ ενδιαφέρον. Και το κάνει και λέει και λέει εκείνη τη στιγμή, παίρνει αυτή την απόφαση, καλεί εμένα τότε και μου λέει ότι: «Αυτοί οι άνθρωποι που έχουν όλη αυτή την ένταση στην πόλη μας, δεν θα πατήσουν ποτέ το πόδι τους μέσα στην εκκλησία τη δική μας και καλά θα κάνουν, έτσι κι αλλιώς δεν είμαστε έτοιμοι ούτε καν να δεχτούμε τους ανθρώπους αυτούς, ούτε ένα γεια δεν θα μπορέσουμε να τους πούμε. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο με τον οποίο θα προσεγγίσουμε αυτούς τους ανθρώπους». Κι έτσι συνέπεσε λίγο, αρκετά πράγματα με το ποιος ήμουνα εγώ, το τι ήδη πίστευα, το πώς έβλεπα την κοινωνία και τα πολιτικά με μία, ας πούμε, με έναν οραματισμό που γεννήθηκε στο μυαλό ενός ανθρώπου, ο οποίος πίστεψε εκείνη τη στιγμή ότι είναι ένας άγιος, καλός σκοπός. Κι ότι δεν το έκανε ούτε για λόγους επεκτατισμού, ούτε για λόγους ας πούμε εγωιστικούς, ήτανε κάτι το οποίο ξέραμε ότι, αν το επιτρέπουμε, θα άλλαζε εμάς, και όπως το έκανε. Δηλαδή η Εκκλησία των Εξαρχείων μέχρι και σήμερα που, αυτή τη στιγμή έχει γίνει μέρος της Συνόδου της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Ελλάδος, έχει μία τεράστια επιρροή και επίδραση στο πώς έχουν τα πράγματα μέχρι και σήμερα. Και μάλιστα επειδή αυξάνεται, μεγαλώνει και τα λοιπά, πιστεύω ότι μπορούμε να πούμε και κάποια όμορφα αποτελέσματα. Πηγαίνοντας λοιπόν πίσω στο 2013, ανοίγει αυτή η Εκκλησία και κάποια, κάποιους αριθμούς που έτσι είχαμε στο νου μας είναι ότι στο πρώτο διάστημα που άνοιξε η Εκκλησία των Εξαρχείων, στον πρώτο χρόνο είχε περίπου 150 επισκέψεις ανθρώπων οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση στη ζωή τους με την εκκλησία, καμία όμως, ποτέ. Κι αυτό για μας ήταν η επιτυχία, γιατί θέλαμε να βρούμε, να δημιουργήσουμε μία εκκλησία η οποία πρώτον, ο άνθρωπος που ήταν σκεπτικιστής, δήλωνε άθεος, δεν τον ενδιέφεραν τα πράγματα περί Θεού και τα λοιπά ή είχε αναζητήσεις και μεγάλες ενστάσεις, θα μπορούσε άνετα να βρεθεί σε αυτή την ώρα και να πει ότι «ξέρεις τι, αυτοί οι άνθρωποι δεν κάνουν απλά το δικό τους το κομμάτι, προσπαθούν να συμπεριλάβουν τη δική μου την σκέψη και τα δικά μου τα ερωτήματα». Δεύτερον, ότι θα ήμασταν παθιασμένοι με την περιοχή και ότι οι άνθρωποι θα καταλαβαίναν ότι αυτή η Εκκλησία δεν θα μπορούσε να είχε, να ήταν ανοιχτή κάπου αλλού, αλλά θα ήταν εδώ, για τους ανθρώπους που είναι εδώ, για αυτά που συμβαίνουν εδώ πέρα, με επιτυχίες και αποτυχίες. Το πιο σημαντικό όμως, αυτό που ήθελα να πω πριν λίγο, είναι ότι όταν είχες καθημερινά ανθρώπους οι οποίοι στο εκκλησίασμά σου από κάτω δεν λένε «αμήν» και «αλληλούια», σε κάθε τι το οποίο λες, αρχίζεις πλέον να καταλαβαίνεις, ότι στην κυριολεξία πρέπει να ξαναδιαβάσω την Γραφή, πρέπει να ξαναπροσευχηθώ στον Θεό για την Γραφή, πρέπει να σκεφτώ και να βρω ακόμα και την ορολογία, για να μπορέσω να μιλήσω σε ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις με μας. Έτσι ξαφνικά αρχίσαμε να φθίνουμε απ' ό,τι μοιάζουν να είναι οι ευαγγελικοί και αυτό, γι' αυτό έχει να κάνει μια σημασία..
Να φθίνουμε;
Από το τι είναι, το πώς μοιάζουν οι ευαγγελικοί, δηλαδή ο λόγος μας άρχισε να μπορεί να σταθεί έξω από ένα πλαίσιο μιας εκκλησίας. Κι έτσι αυτή είναι και η ιστορία. Εγώ άρχιζα να νιώθω, όπως πήγα νωρίτερα να πω, έφυγα από την ευαγγελική κοινότητα ερχόμενος σε μία περιοχή που ήμουνα ο κανένας και δεν είχα τίποτα στην κυριολεξία να πω, έτσι ένιωθα. Και ξαφνικά, μέσα από την τριβή με την υπόλοιπη κοινωνία εδώ πέρα και τους ανθρώπους, είχα κάτι να πω, από τα ίδια πράγματα που πίστευα, αλλά πλέον με έναν τρόπο τον οποίο μπορούσα να γίνω κατανοητός, ήταν πράγματα τα οποία έχουνε σημασία για την περιοχή και για την χώρα μας και για την Αθήνα και πάνω από όλα για την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων. Η οποία ολοένα και περισσότερο βλέπω ότι όντως υπάρχει, όχι αυτή. Μπορεί οι εκκλησίες να φθίνουν, οι θρησκείες να φθίνουν, αλλά η αναζήτηση του Ιερού αυξάνεται, έτσι; Και το βλέπω αυτό σε πολύ μεγάλο βαθμό στις κοινωνίες μας. Εγώ έχω μείνει έκπληκτος από το πόσοι άνθρωποι της περιοχής και άνθρωποι μέσα απ' τους αναρχικούς χώρους, όταν μαθαίνανε ότι υπάρχει ένας προτεστάντης ιερέας ανάμεσά τους, έρχονταν να μου μιλήσουν για κάποιες στιγμές της ζωής τους, οι οποίοι σοκαρισμένοι είχαν έρθει σε επαφή με κάτι το οποίο δεν μπορούσαν να το εξηγήσουνε ανθρωπίνως. Αλλά για πάρα πολλά χρόνια το κρατούσανε κρυφό και δεν μπορούσαν να το πούνε σε κανέναν, γιατί «Σε ποιον να το πω, θα με περάσουν για τρελό ή, ας πούμε, ότι το 'χω χάσει και τα 'χω βρει με τις θρησκείες». Ενώ στην ουσία το μόνο που θέλανε να κάνουνε ήταν να καταλάβουνε τι συμβαίνει. Υπάρχει κάτι το υπερβατικό; Υπάρχει κάτι το οποίο μας συνδέει σαν ανθρώπους; Και στην ουσία άρχισα να βλέπω αυτό, ότι η Εκκλησία των Εξαρχείων [00:45:00]θα μπορούσε να λειτουργεί ίσως ακριβώς σε αυτό το σημείο στο οποίο ο άνθρωπος ο οποίος έχει κάποιες πνευματικές αναζητήσεις, όσο του είναι αυτές, μπορεί να είναι και για πάντα. Μπορώ να νιώσω σε ένα μέρος ασφαλής, να πω ότι ξέρεις τι, κουλά πράγματα, αλλά έρχονταν αναρχικοί και μου τα λέγανε. «Είδα ένα όραμα με τον Ιησού, όχι όραμα, ένα όνειρο». Ή: «Παιδεύομαι με αυτήν την ερώτηση στη ζωή μου χρόνια και δεν μπορώ να την απαντήσω». Ή: «Ξέρεις τι, έχω κάποιες χριστιανικές ανησυχίες και δεν ξέρω τι να κάνω, σε ποιον να τις πω». Και απλά εδώ πέρα φαινόταν ένα ασφαλές περιβάλλον. Που να το πω έτσι ανάποδα, υπάρχει αυτό το Athens Pride που μια χαρά οι άνθρωποι δηλώνουν τη διαφορετικότητά τους και στην πόλη και ξαφνικά ξεχνάμε ότι υπάρχουν και μία διαφορετικότητα η οποία λέει ότι ξέρεις τι, ξέρεις, πιστεύω στην ύπαρξή κάποιου Θεού ή αγχώνομαι γι' αυτό. Τι κάνω για αυτό;. Απλά μπορείς να μου πεις να ηρεμήσω και να το βάλω στην άκρη ή έχω το δικαίωμα να ασχοληθώ με αυτά; Και είδαμε κάπως έτσι την ύπαρξη της Εκκλησίας, ότι για καλό ή για κακό, αυτό το οποίο πάει να σβηστεί δεν σβήνεται, είναι αυτό που λέω το Ιερό, κάτι υπάρχει εκεί. Και οι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να το απευθύνουνε και δυστυχώς ζούμε μέσα σε μία εποχή στην οποία μπορεί να δοθούν πολύ εύκολες και φθηνές λύσεις για την αντικατάσταση της πνευματικότητας και το πώς να αντιμετωπίσω αυτές τις υπαρξιακές μου ερωτήσεις. Νομίζω ότι εδώ πέρα ερχόμαστε και λέμε ότι ξέρεις τι, μία εκκλησία παρατηρώντας για αιώνες το τι κάνει η εκκλησία, μαθαίνει μέσα από αυτό και έχει μία, μία όχι τεχνογνωσία έτσι φουκωικά, αλλά μία... πώς το λένε; Μία εμπειρία του τι άνθρωποι, το ποιοι είμαστε τελικά σαν άνθρωποι και τι κάνουμε. Γιατί δεν τη βάζω όλη αυτή μακριά και βάζω μία νεωτερικότητα για το πώς αντιμετωπίζονται οι πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων, αλλά βλέπουμε την ανθρωπότητα σαν ένα σύνολο, οι οποίες να, μέχρι και σήμερα οι ίδιες ανάγκες που είχαν και παλιότερα οι άνθρωποι εμφανίζονται και σήμερα, οι ίδιες αναζητήσεις. Αυτή τη στιγμή λοιπόν η Εκκλησία το 2019 φεύγοντας, στην ουσία έχοντας... ξεκίνησαν στη Μεθώνης 44 να λειτουργούν για πρώτη φόρα, σε έναν χώρο ο οποίος χωρούσε μάξιμουμ 45 καρέκλες και είχαμε ένα μέσο όρο 55 ατόμων. Βρισκόμαστε τώρα στην Εμμανουήλ Μπενάκη 83, που άνοιξε τώρα, στις 3 Νοέμβρη του 2019, και ο σκοπός είναι να μπορέσει να φιλοξενήσει μία κοινότητα, η οποία δεν θέλουμε να υπερβεί έτσι κι αλλιώς τον αριθμό που είναι εδώ. Μετά δε θα μπορέσουμε να είμαστε κοινότητα, θα είμαστε πιο πολύ σαν ένα mall μου φαίνεται. Άρα μας ενδιαφέρει, ας πούμε, μία κοινότητα, η οποία πρώτα απ' όλα μπορεί να συντηρήσει από μόνη της το έργο το οποίο κάνει εδώ πέρα, όσο μπορεί να το συντηρήσει, στο οποίο, σε έναν αριθμό ο οποίος κοντεύει κοντά στα 100, μπορεί να είναι μια όντως αυτοσυντήρητη, να το πω έτσι, εκκλησία. Μέχρι στιγμής μας βοηθάνε οι εκκλησίες που είναι της οικογένειάς μας μέσα στην Ελλάδα και μπορούμε και στεκόμαστε. Το οποίο είναι και αυτό όμως ενδιαφέρον, βλέπεις ότι είναι ενδιαφέρον, εμένα με γονατίζει μερικές φορές, με την έννοια ότι δεν μπορώ να πω κάτι κακό για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι άλλες εκκλησίες μέσα στην ευαγγελική κοινότητα, ακόμα και αν χάνουνε πράγματα πολύ σημαντικά για μένα μερικές φορές. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι καταλαβαίνουνε την ανάγκη ότι αυτή η εκκλησία χρειάζεται να είναι αυτό που είναι εκεί που είναι. Και εμείς θα το υποστηρίξουμε εμπιστευόμενοι απλά τον Αλέξανδρο και τον Tim, που κάνουν αυτό το έργο και βρίσκονται σε αυτή την περιοχή. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι, όταν ξεκινήσαμε την Εκκλησία των Εξαρχείων είχαμε, το 2013, τρία σπίτια πιστών στην περιοχή και είναι πολύ ενδιαφέρον τώρα, ένα κοινωνικό φαινόμενο, ότι δεν ήταν ο στόχος μας αυτός να συμβεί έτσι. Αλλά αυτή τη στιγμή μέσα στην εκκλησία έχουμε 15 σπιτικά, να το πω κάπως έτσι, όχι με την έννοια της οικογένειας άλλα σπίτια στην περιοχή των Εξαρχείων από ανθρώπους που είναι στην περιοχή. Το οποίο για μένα κάτι λέει σε μία περίοδο που υπάρχει αυτή η έννοια του gentrification, ας πούμε, και τα λοιπά, ότι... Γιατί εμάς, δεν ασπαζόμαστε αυτήν την κατανόηση, δηλαδή εμείς ζούμε εδώ πέρα και δε θέλουμε να εξυγιάνουμε την περιοχή, γιατί δεν πιστεύουμε ότι η περιοχή έχει κάποιο πρόβλημα. Ίσα-ίσα θεωρούμε ότι είναι πιο μπροστά απ' όλες τις υπόλοιπες περιοχές. Το πιστεύουμε αυτό και για αυτό είμαστε εδώ, γιατί το αγαπούμε αυτό το πράγμα. Άρα εμείς στην ουσία λυπούμαστε κάθε μία κίνηση η οποία... εξευγενισμού της περιοχής, εντελώς. Και στην ουσία ο σκοπός μας είναι όντως να πεθάνουμε εδώ, σε αυτή την περιοχή, και ότι έχουμε 15 ανθρώπων, 15 σπίτια τα οποία δεν είναι ότι «α! ξαφνικά θα υπάρχει εδώ πέρα μία λάμψη αγιασμού», καμία τέτοια περίπτωση. Ούτε χαιρόμαστε, ας πούμε, όταν κλείνει κάτι για να είναι περισσότερο χριστιανικό, καμία σχέση. Θεωρούμε όμως ότι την ίδια στιγμή, εάν παίρνουν αυτήν την αγάπη για την[00:50:00] περιοχή, την αγάπη για τον Θεό και την Εκκλησία, έτσι αυτοί οι τρεις πυλώνες, νομίζω ότι αρχίζουν και παράγουν κάτι το οποίο δεν πιστεύω ότι θα είναι ενάντια σε αυτό το οποίο τα Εξάρχεια προσπαθούν να κάνουν αλλά ίσα-ίσα θα συμμετέχει σε αυτό.
Μάλιστα. Εγώ είμαι καλά, άμα δε θες να συμπληρώσεις κάτι.
Έχω κάτι να συμπληρώσω;
Εγώ είμαι μια χαρά.
Καμία ερώτηση άλλη;
Τα είπες όλα.
Όλα, εντάξει.
Ευχαριστώ πολύ.