Ιστορίες Ψαράδων του Αργολικού Κόλπου: Σταμάτης Βλαχοδημήτρης
Segment 1
Η εργασία στην θάλασσα από τα παιδικά χρόνια
00:00:00 - 00:02:31
Partial Transcript
Είναι Τετάρτη 13 Απριλίου, είμαστε στην Ύδρα, λέγομαι Βλάχος Σταύρος. Το όνομά σας; Σταμάτης. Κύριε Σταμάτη, ευχαριστούμε για τη συνέν…ου δίναν ξύλο. Και στης μάνας μου όταν γυρίζαμε, με δίναν κάτι ψίχουλα. Κι ήταν αδέρφια της μάνας μου. Ας είναι συγχωρεμένοι, δεν πειράζει.
Lead to transcriptSegment 2
«Καραβοκύρης» από 16 χρονών: Μέθοδοι ψαρέματος, ψαρότοποι και νομοθεσία
00:02:31 - 00:25:45
Partial Transcript
Εγώ ορθοπόδησα μόνος μου στη ζωή. Μόνος μου. Κι αφού και το ψάρεμα έμαθα πολύ καλά… Τότε αυτός που ’χε τη βάρκα λεγότανε καραβοκύρης, δηλαδή…ι να μας τύχαινε. Εγώ, δόξα τω Θεώ, δεν κινδύνεψα ποτέ, δεν κινδύνεψα ποτέ, φυλαγόμουνα πολύ, είχα τα μέτρα μου, είχα πάντα καλό εργαλείο.
Lead to transcriptSegment 3
Εγκατάσταση στην Ύδρα: Η σχέση με την μουσική και τα ψαρέματα στο νησί
00:25:45 - 00:31:13
Partial Transcript
Μετά από το ’62 κι ύστερα, που παντρεύτηκα με τη γυναίκα μου, έγινε ο τουρισμός στην Ύδρα. Γιατί, μου ’πες, αυτά δε σ’ ενδιαφέρουν, τι να σο…. Και έπιανα ψάρια, έπιανα ψάρια αρκετά. Όχι, άμα θες, ρώτα και θα σου πουν εδώ. Μη νομίζεις ότι… Δε θέλω να καυχιέμαι κιόλας, προς Θεού.
Lead to transcriptSegment 4
Τρόποι ψαρέματος, είδη ψαριών και καλές ψαριές
00:31:13 - 00:44:46
Partial Transcript
Εσύ γιατί έγινες καλός ψαράς, πιστεύεις; Ήσουνα έξυπνος; Τι είχες διαφορετικό; Η διαφορά ήτανε πρόσεχα τι θα βάλω στο αγκίστρι. Ένα ζήτημ…ς; Ξιφίες, γρύλους που τους λέμε, σαπουνάδες τα λέμε… πώς τα λέμε; Πώς αλλιώς τα λένε… Δροσίτες. Εγώ έχω πιάσει πολλά, πολλά, παιδί μου.
Lead to transcriptSegment 5
Η μείωση των ψαριών και το μέλλον της θάλασσας
00:44:46 - 00:50:06
Partial Transcript
Η ζημιά τώρα στη θάλασσα πότε έγινε πιο έντονη; Πότε την βλέπατε; Πιο έντονη έγινε απ’ τα… από τα κατάλοιπα, απ’ τα απορρυπαντικά κι ύστε…ι χάνεται ο χαρακτήρας αυτός; Όχι, υπ’ όψιν, έχει ριζωθεί μέσα μου, λέω, αυτή είναι η κατάσταση. Το κατάλαβες; Αυτή είναι η κατάσταση.
Lead to transcriptSegment 6
Θετικά του επαγγέλματος και απογοητεύσεις
00:50:06 - 00:55:09
Partial Transcript
Αξίζει σήμερα κάποιος να γίνει ψαράς; Εγώ; Κάποιος. Αξίζει κάποιος νέος να γίνει ψαράς; Αξίζει. Γιατί; Είναι η καλύτερη δουλειά.… παιδί, που σου ’πα, που πήγαινα στις βάρκες που μ’ έστελνε η μητέρα μου και για να φάω ψωμί. Και από μικρός, από μικρός κακοπέρασα πολύ.
Lead to transcriptSegment 7
Αναμνήσεις από ψαρέματα
00:55:09 - 01:03:21
Partial Transcript
Άλλη ιστορία, έτσι; Να πάρετε ένα βιβλίο μου άμα θέλετε, να το διαβάσετε. Κάποια άλλη ιστορία έτσι θαλασσινή, να μας πείτε που θυμάστ…ανίο από… είναι 30 χρονώ, που είναι στο θρανίο από μικρό κοριτσάκι, από 6 χρονώ, και παίρνει ένα χι… 900 ευρώ το μήνα. Κ.: Οχτακόσα τόσο.
Lead to transcriptSegment 8
Το μέλλον της θάλασσας επαγγελματικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά
01:03:21 - 01:10:53
Partial Transcript
Και ο ψαράς μπορεί μια μέρα να πάρει ένα χιλιάρικο. Ναι. Και… Και το κανονικό είναι 200, 300 ευρώ, 500 ευρώ, 400 ευρώ παίρνει; Ανεξέλε…ολλά μέρη, αμέ. Πώς δε συνεχίζεται; Αμέ. Πώς δε συνεχίζεται; Μάλιστα. Ωραία. Ευχαριστούμε πολύ. Να ’σαι καλά, αγόρι μου, να ’σαι καλά.
Lead to transcript[00:00:00]Είναι Τετάρτη 13 Απριλίου, είμαστε στην Ύδρα, λέγομαι Βλάχος Σταύρος. Το όνομά σας;
Σταμάτης.
Κύριε Σταμάτη, ευχαριστούμε για τη συνέντευξη. Πείτε μου για σας εδώ, πότε γεννηθήκατε και πού;
Στην Ερμιόνη, 2 Φεβρουαρίου το ’34. 2 του μηνός, του Φεβρουάριου το ’34. Έκτο…
Και καταγωγή είχατε απ’ την Ύδρα; Η καταγωγή της οικογένειας;
Δεν… Όχι, η καταγωγή απ’ την Ερμιόνη. Και δούλευα στην Ερμιόνη από 7 χρονών παιδί με τα ψαράδικα. Από 7 χρονώ μ’ έστειλε η μάνα μου. Εντωμεταξύ ήρθε η Κατοχή –που έχω γράψει και βιβλία για την Κατοχή– και από τότε η ζωή ήταν τόσο δύσκολη. Είχα έναν πατέρα και τυφλώθηκε. Να, τον βλέπεις απ’ όξω στη φωτογραφία; Που τον παίρνω απ’ το χέρι και τον πηγαίνω να τον πάω κάπου;
Πώς ήταν τότε; Υπήρχε παράδοση με το ψάρεμα σ’ αυτές τις περιοχές;
Βέβαια, από τότε, από τότε και πιο μπροστά ακόμα. Και ψάρεμα και σφουγγάρια. Και ψάρεμα και σφουγγάρια. Και σφουγγαλιεία και αλιεία. Ήτανε από την Ερμιόνη από τότε, από μικρά, από μικροί, από μικροί.
Κι όλα τα παιδιά τότε με το ψάρεμα ασχολούνταν;
Σου είπανε που ξεκινάγανε οι βάρκες από την Ερμιόνη, 5,5 μέτρα βάρκες με κουπί και πανί και φτάναν στη Χαλκιδική; Σ’ το ’πε κανείς αυτό; Σ’ το είπανε;
Μου το ’παν λίγο, ναι. Πείτε το κι εσείς.
Μ’ αυτές τις βάρκες πήγαινα εγώ από 11 χρονώ. Και ήτανε ορισμένοι άνθρωποι που πήγαιναν και τα λοιπά και ήτανε πάρα πολύ σκληροί. Στο σημείο που ζήταγες ψωμί να φας και σου ’διναν ξύλο, για να καταλάβεις. Ναι.
Ποιο ήταν, έτσι, το πρώτο σας μεγάλο ταξίδι με βάρκα, ποιο ήτανε;
Το πρώτο μου ταξίδι με βάρκα, ήμουνα 11 χρονών που πήγα στο Λαύριο. 3 μήνες ταξίδι και μετά 7 μήνες ταξίδι. Από Πάσχα, από τέτοια εποχή, μέχρι Νοέμβρη μήνα. Κι αυτοί οι δύο που πήγα ήταν αδέρφια της μάνας μου. Κι αυτοί με κακοποίησαν πιο πολύ απ’ ό,τι ήτανε οι ξένοι, παρόλο που ’ταν αδέρφια της μάνας μου.
Με ποιο τρόπο δηλαδή;
Δεν σου είπα; Ψωμί ζήταγα και μου δίναν ξύλο. Και στης μάνας μου όταν γυρίζαμε, με δίναν κάτι ψίχουλα. Κι ήταν αδέρφια της μάνας μου. Ας είναι συγχωρεμένοι, δεν πειράζει.
Εγώ ορθοπόδησα μόνος μου στη ζωή. Μόνος μου. Κι αφού και το ψάρεμα έμαθα πολύ καλά… Τότε αυτός που ’χε τη βάρκα λεγότανε καραβοκύρης, δηλαδή καπετάνιος. Και αφού πήγα 16 χρονών, αποφάσισα, μάζευα λεφτούλια σιγά, σιγά, σιγά, κι έφτιαξα τη, μια βάρκα κι εγώ. Και όταν πήγα να την παραγγείλω τη βάρκα στο μάστορα, ο οποίος ήταν κοντά, στη γειτονιά μου: «Βρε παιδί μου» μου λέει «τόσο μικρός, τι θα την κάνεις τη βάρκα;» Λέω: «Θα δουλεύω, θα ψαρεύω». «Τόσο μικρός, δε θα σου ’ρθει σύντροφος». Γιατί τότε πήγαινε ο σύντροφος τότε στις βάρκες, με τον καραβοκύρη. Ή ένας ή δύο πηγαίνανε. Εν πάση περιπτώσει, τη βάρκα την έφτιαξα, την έριξα και ήμουνα ο πιο μικρός καραβοκύρης στην Ερμιόνη. Στην Ερμιόνη. Δεν υπήρχε, 16 χρονών καρα… να ’χει βάρκα. Από 25-30 φτιάχνανε, που είχανε βάρκες.
Και πήγαινες μόνος σου;
Και πήγαινα, όχι, είχα φίλους, παιδιά. Ξέρεις, τότε βασίλευε το τραγούδι, οι κανταδόροι. Αν έχεις ακούσει, οι κανταδόροι; Στην Ερμιόνη υπήρχανε πολλοί. Και από τότε εγώ, αφού πήρα τη βάρκα, που είχα μανία πολλή με τη μουσική, από μικρό παιδί είχα… Και το περιστατικό… Μήπως είναι σχολαστικά, σ’ τα λέω σχο…;
Πείτε, πείτε.
Την οποία τη βάρκα λοιπόν, πριν πάω με το… φτιάξω τη δικιά μου τη βάρκα, στο Λαύριο, που δούλευα με τους άλλους, ήταν η απελευθέρωση των Γερμανών, το ’45. Έχεις πάει στο Λαύριο; Στην πλατεία του Λαυρίου δεν υπήρχανε λεωφορεία και αυτοκίνητα πολλά, ήτανε σταματημένο ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Ένα φορτηγό αυτοκίνητο, με μεγάλη καρότσα, κι ήταν απάνω καμιά εικοσαριά παιδιά και ένας έπαιζε ακορντεόν και χορεύανε και χορεύανε, είχε βγει ένα τραγούδι, το «Γιουπιγιά». Δεν το ’χεις ακούσει ποτές;
Το ξέρω το… ναι.
Ναι, για. Μάλιστα αυτό το τραγούδι το σατιρίσαν μετά και λέγανε: «Γιούπι για για, όταν βάλανε τον Γιάννη στο χακί, ένα δυο του λεν του Γιάννη, ένα του λεν και το βήμα του το χάνει στη στιγμή». Μετά, άλλο στιχάκι. «Τίνος είναι ρε γυναίκα τα παιδιά; Τίνος είναι ρε γυναίκα τα… Το ’να είναι Εγγλεζάκι, τ’ άλλο είναι Γερμανάκι και ο τρίτος Ιταλός μακαρονάς». Το καταλαβαίνεις τώρα;
Ναι, ναι, ναι.
Αυτό το τραγούδι είχε πέραση μεγάλη. Εγώ έπαιζα φυσαρμόνικα. Ήμουν 11 χρονών που έπαιζα. Είδα το ακορντεόν που έπαιζε και λέω: «Παναγία μου, τι ωραία που είναι!» Μου ’χε δώσει ο θείος μου ψάρια αρμαθιές να πάω να τα πουλήσω –τα γράφω σ’ αυτό το βιβλίο όλα– να πάω να τα πουλήσω. Όταν είδα αυτόν, το πράμα, και που χορεύαν τα ζευγαράκια, άνοιξα το στόμα και κοίταγα αυτό. Μου άρεσε τρελά, πώς το λένε; Τρελά. Είχα το μικρόβιο της μουσικής, φαίνεται, από μικρός. Ε, λέω: «Αχ, Παναγία μου, θα μπορέσω κι εγώ μια μέρα να πάρω ένα να παίζω έτσι ακορντεόν;». Ε, έφτασα στα 16 χρόνια, αγόρασα τη βάρκα και μετά πήρα κι ένα ακορντεόν, να μη σ’ τα πολυλογώ. Και έπαιζα από τότε. Από τότε παίζω.
Πώς ήταν τα ψαρέματα τότε;
Όπως… Θα σου πω. Όπως ψαρεύαμε μ’ ένα φίλο, εγώ με τα παραγάδια είχα πολλή μανία, να κάνω κάτι στη ζωή μου να παίρνω λεφτά, να δουλεύω και να παίρνω λεφτά. Και του λέω: «Ρε φίλε, δεν έρχεσαι να πάμε στο ψάρεμα; Για δε μου ’ρχεται κανένας σύντροφος μαζί. Γιατί νομίζουν ότι δεν θα πάρουνε λεπτά». «Ρε φίλε» μου λέει «εγώ –ξυλουργός την πάλευε, μ’ ένα θείο του– ξέρω πόρτες και φτιάνω, από παραγάδια δεν ξέρω». «Δεν πειράζει. Πάμε». Κι αυτός τραγουδάγαμε μαζί και μ’ αυτόν. Και πάμε έξω απ’ το Δοκό, δεύτερη, τρίτη φορά που είχε, που είχα, παγαίναμε στο ψάρι. Και πιάσαμε γύρω στα 20, οκάδες ήταν τότε, 20 οκάδες ψάρια. Συναγρίδες. «Βρε…» Το παρατσούκλι μου ήτανε, Σταμάτη, αλλά με λέγανε Τσίε, ήταν ένα παρατσούκλι από… από τρεις γενεές. Μέχρι τώρα υπάρχουνε, εκεί, στα ίδια, είναι οι Βλαχοδημήτρηδες και το παρατσούκλι τους είναι Τσίε, μέχρι τώρα. «Ο Τσίες έπιασε ψάρια! Ο Τσίες έπιασε ψάρια!» Και τώρα ο φίλος μου αυτός που σου λέω ο ξυλουργός, συνομήλικοι, είναι συγχωρεμένος ο κακομοίρης, συνομήλικοι… Αν άκουσες Παπαφράγκος όνομα; Στην Ερμιόνη, τ’ άκουσες;
Ναι.
Ε; Αν το άκουσες, είναι ένα από τα αδέρφια εκείνα αυτός που σου λέω, ο πρώτος. «Ο Τσίες ψάρια!» Τέλος, να μη σ’ τα πολυλογώ, επάθανε την πλάκα τους όλοι. Επάθανε όλοι την πλάκα τους. Έκανα στα παραγάδια μου πολλά κόλπα κι έπιανα αρκετά ψάρια, έπιανα. Γιατί και το ψάρι είναι έξυπνο, μη νομίζεις. Ξέρεις πόσο έξυπνο είναι το ψάρι;
Για πείτε μας γι’ αυτό.
Βλέπει… Το ψάρι βλέπει το δόλωμα που του ρίχνεις, το δόλωμα, πρέπει να είναι, που λένε ότι τα ψάρια τρώνε πνιγμένους και τέτοια. Κουταμάρες! Το ψάρι άμα μυρίζει λίγο το δόλωμα, δεν το τρώει, να το ξέρεις. Πρέπει πάντα να προσέχεις το δόλωμα που θα βάλεις στο αγκίστρι. Είναι καλό; Έχεις ένα 50% πιο πάνω κέρδος, άμα βρεις το δόλωμα εδώ καλό. Κι έτσι, είχα κλέψει μερικά μυστικά, γιατί ήμουνα πονηρούλης, ας ήμουνα μικρός. Κι έπιανα αρκετά ψάρια.
Είχε τότε η θάλασσα ψάρια; Υπήρχανε;
Τότε υπήρχανε πολλά ψάρια, υπήρχανε, υπήρχανε. Αλλά, όπως καταλαβαίνεις, στην Ελλάδα δεν έχουμε νόμους. Ο νόμος λέει: «Θα ’χεις τόσο μόνο ψάρι… δίχτυ». Σ’ τα είπαν αυτά στην Κοιλάδα; Ε;
Ε, λίγο πολύ όλοι τα λένε.
Ε, βέβαια. Μη σ’ απασχολώ πολύ, γι’ αυτό σ’ το λέω.
Όχι, πείτε μας. Πείτε μας λίγο για να καταλάβουμε τον πλούτο της θάλασσας τότε. Πώς ήταν ο πλούτος; Τι ψάρια είχε και σε τι ποσότητες;
Ο πλούτος της θάλασσας ήτανε, όπου να έριχνες το γυαλί, γιατί υπήρχανε πολλοί ψαράδες που έριχνες το γυαλί κάτω. Ξέρεις πώς ήταν το γυαλί;
Ναι, μας το ’πανε.
Σας το ’παν το γυαλί, εδώ πέρα, και έβλεπες. Τι γινόταν τότε; Αφού έβλεπες πολλά ψάρια, μαζευόντουσαν 10 βάρκες, 15, και βάζανε δέματα, την τσέτα, λεγόμενη τσέτα. Σ’ την είπαν την τσέτα; Μαζεύονταν 15 βάρκες, μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, δεκαπέντε. Μία, δύο… δηλαδή ανά 20 μέτρα η καθεμία. Κι είχανε σκαντάλιο, ένα μάρμαρο τόσο με μία τρύπα που πέρναγες το σκοινί, κι έριχνες το σκαντάλιο, έκανε να πάει βαθιά το ψάρι, ήταν το άλλο, γιατί πήγαιναν έτσι τα σκάφη, πηγαίνανε έτσι, για να μην πάει βαθιά το ψάρι, κατάλαβες; Επιάνοντας από όξω, από γιαλό, και πήγαινες… Και βλέποντας, το προχώραγε, προχώραγε το ψάρι και τα πήγαινες [00:10:00]σε ορισμένα σημεία που είχε πέτρες και σπηλιές. Κατάλαβες τι σου λέω; Κι έριχνες ένα δίχτυ. Έριχνες ένα δίχτυ. Έμπαινες από πίσω απ’ το δίχτυ. Προχώραγες μετά. Όλες οι βάρκες, μαζί, όπως βλέπεις. Και τα πήγαινες, τα πήγαινες… και τα πήγαινες εκεί που ήθελες. Γιατί τα πήγαινες εκεί που ήθελες; Να τα στριμώξεις, να τους βάλεις δίχτυα, να πέσουν απάνω στα δίχτυα τα ψάρια. Μία φορά – να σου πω την ιστορία τώρα. Μία φορά στο Πόρτο Κουφό… Ξέρεις πού είναι το Πόρτο Κουφό;
Ναι.
Στη Χαλκιδική. Όπως, μπαίνοντας στο λιμάνι το κρυφό, είναι ένας βράχος, βράχια και μπαίνεις. Όπως είναι, όπως είναι κι ο Γέρακας…
Ναι.
Τα λιμάνια αυτά δεν ξέρω αν τα ’χεις…
Τον Γέρακα, κάτω εδώ, στην Πελοπόννησο.
Ναι, ναι, ο Γέρακας. Είναι μπούκα και μέσα ανοίγει. Το ίδιο κι ο Πόρτο Κουφός. Όξω απ’ τον Πόρτο Κουφό ήτανε μια άμμο μεγάλη και η θάλασσα είχε πολλά ψάρια. Και βάλαμε. Βάλαμε τα δίχτυα και αρχίσαμε τα φοβίσαμε. Και τα κλείσαμε τόσο πολύ τα ψάρια, 3.000 οκάδες ψάρια. Αν πας στον Πόρτο Κουφό, όπως βγαίνουμε θα πάρεις δεξιά, εκεί είναι μια άμμο μεγάλη, μια άμμο μεγάλη. Άμα πας καμιά φορά, να καταλάβεις πού σου λέω. Αφού τα στριμώξαμε πολύ τα ψάρια, ο κόσμος δεν έτρωγε ψάρι, δεν ήξερε να φάει ψάρια τότε εκεί πάνω, Μακεδόνες ήτανε, Πόντιοι ήτανε και τα λοιπά. Τα ψάρια, ερχότανε μία ψαροπούλα από τη Σκιάθο, ένα καΐκι μεγάλο, τα φορτώναμε και τα πήγαινε στη Σαλονίκη τα ψάρια. Οι βάρκες αυτές που σου λέω ήτανε οι μισές από την Ερμιόνη και οι μισές από το Τρίκερο. Πού είναι το Τρίκερο, ξέρεις;
Στο Πήλιο, στα νότια.
Μπράβο. Εκεί ήτανε ψαράδες και γινόμαστε μαζί, αλλά πολλά ψάρια. Αφού τα στριμώξανε, βγήκανε στεριά. Βγήκανε στεριά τα ψάρια. Τελικά τα δίχτυα που ’χαμε βάλει επατώσανε, κάτω. Ένας απ’ αυτούς ήξερε κι έριχνε δυναμίτια, τους Τρικεριώτες. Και είχε δυναμίτια. Και αφού τα ψάρια ήταν πολλά, πού θα πηγαίνανε; Πού θα πηγαίνανε τα ψάρια; Αναγκάστηκε, τους πετάει δυο φωτιές, ρηχά τα νερά, ψάθα όλα τα ψάρια. 3.000 οκάδες ψάρια. Σου είπα και πού ακριβώς είναι. Τόσα πολλά ψάρια είχε, τουλάχιστον εκεί πάνω είχε πάρα πολλά, είχε πάρα πολλά. Θέλεις κι άλλη ιστορία να σου πω;
Εδώ, αυτά τα μέρη, είχανε ψάρια;
Κάτσε, θα σου πω. Εδώ, αυτά τα μέρη, η Ύδρα ήτανε ο πιο ψαρότοπος. Η Ύδρα την εποχή τότε. Από την Ερμιόνη ξεκινάγαμε κι ερχόμαστε στην Ύδρα και ψαρεύαμε. Αλλά η Κοιλάδα πάντα είχε το βέτο, είχε τα πιο πολλά καΐκια και τα πιο πολλά ψαράδικα. Τους υποστήριξε και το κράτος –δεν ξέρω αν σ’ τα είπανε αυτά– και κάνανε πολλά σκάφη, πολλά καΐκια, αλλά ο νόμος έλεγε «2.000 κεριά» φως. Αυτά δεν πρέπει να σ’ τα είπανε. Δε σ’ τα είπαν, για δεν τους συμφέρει. Εγώ τους έχω βρίσει πολλές φορές. Δεν αφήνανε τίποτα. Δεν αφήνανε τίποτα, με το φως. Αυτοί φτάνανε, τώρα με τα ρομπότ, τότε είχανε βαρκούλες μικρές, 5 βάρκες που τις τραβάγαν από πίσω. Κι είχανε μια λάμπα και την πήγαινε το γριγρί, τις έβαζε μία εδώ, μία στο καμίνι, μία πιο πέρα… κατάλαβες; Και μάζευε ψάρι η λάμπα και πήγαινε το γριγρί και την έζωνε. Την έζωνε το γριγρί. Τώρα έχουνε κάτι… δεν έχουνε μικρές βαρκούλες…
Έχουνε ρομπότ.
Έχουν τα ρομπότ, όπως τα είδες. Το ρομπότ απάνω, αντί να ’χει 2.000 κεριά με γκάζι, έχει 10.000 κεριά. Μέχρι που το κάψαν το γόνος όλο, στην Ύδρα ιδίως απ’ όξω, τη διαλύσανε, πάει. Πιάνανε, πιάνανε από 100, 150 κιλά καλαμαράκια τόσα. Τόσα. Η Ύδρα είχε πολύ καλαμάρι, πολύ καλαμάρι. Τόσα καλαμαράκια. Και μια μέρα στην Ερμιόνη αράζουν από κάτω απ’ το σπίτι μου. Το σπίτι μου είναι, δεν ξέρω αν πήγες στην Ερμιόνη απ’ τα Μαντράκια πήγες ή απ’ το λιμάνι;
Πήγαμε και στα Μαντράκια.
Στα Μαντράκια, εκεί στα Μαντράκια, πού είναι η πλατεία η μεγάλη που είδες; Άμα δεις απάνω, ένα σπιτάκι με μπλε παράθυρα είναι δικό μου. Σαν αυτό είναι. Σαν αυτό, όπως βλέπεις αυτό είναι κι αυτό. Και κατέβηκα, τους λέω: «Παιδιά, δεν ντρεπόσαστε; Τι… Εσείς θα τιμωρηθείτε». Εγώ ήμουνα πιο ψαράς απ’ αυτούς. «Εσείς θα τιμωρηθείτε μεθαύριο». Ήταν ένας, Κόλιας λεγότανε, ακόμα υπάρχουν κάτι τέτοιοι, τα παιδιά του. «Εσείς θα τιμωρηθείτε κάποτε». Και βρέθηκε ένας και μου το ’πε αυτό. «Ρε καπετάνιε, μας το ’δεσες κόμπο» μου είπε. «Ε, τι να σας πω;» Αυτοί, για να πιάσουνε πολλά ψάρια… αλλά; Πιάναν το μεγάλο, αλλά κόβ… καίγανε, εκαίγανε και το γόνος, το κατάλαβες; Εκεί έγινε η ζημιά που χαθήκαν τα ψάρια από τη θάλασσα, ένα 30-40% έγινε από εκεί η ζημιά. Και δεύτερη ζημιά έκανε το συρόμενο εργαλείο, η τράτα και η ανεμότρατα. Το κατάλαβες τι σου λέω τώρα; Γιατί και το ψάρι έχει την ιδιότητα να πηγαίνει γιαλό να γεννάει. Για να… Τώρα, τι είναι; Η πίεση της θάλασσας είναι και δεν μπορεί να γεννήσει στο πέλαγος; Το αφρόψαρο, βέβαια, γεννάει όπου βρει. Απάνω στο… δεν το παίρνει για… Το ψάρι το κανονικό, το μπαρμπούνι, το λυθρίνι, η συναγρίδα, η σφυρίδα, όλα, όλα, όλα, όλα, όλα, βουτάνε… γεννάνε γιαλό. Δεν ξέρω αν έχεις δει ή αν έχεις ακούσει, τώρα βγαίνουνε ψάρια φούσκα. Ξέρεις πόσα ψάρια βγαίνουνε φούσκα και πιάνουμε το χρόνο; Άλλος πιάνει δύο, άλλος πιάνει τρία, άλλος πιάνει ένα. Βγαίνουνε φούσκα. Γιατί βγαίνουν; Ξέρεις τίποτα; Απ’ τα κατάλοιπα που πέφτουν στη θάλασσα. Τα σκοτώνει, τα σκοτώνει το κατάλοιπο. Γιατί όλα, και που πλενόμαστε και που πλένουμε… φάρμακα είναι αυτά που πλένουμε, πλένουμε τα… που πλένουμε τα πιάτα, που πλένουμε τα αυτά, είναι φάρμακα. Και γι’ αυτό είναι κι αυτά ένας συντελεστής που έχει η θάλασσα φτωχύνει, να το ξέρετε. Δεν ξέρω αν σας ενδιαφέρουν αυτά που σας λέω.
Βέβαια, πολύ. Αυτά μας ενδιαφέρουνε.
Ναι, ναι. Κατάλαβες τι σου λέω; Είπαμε, δεν έχει νόμους η… Όλοι τους έχουν από ένα βουλευτή. Και να τους… και προστίματα να πέσουν και ό,τι να κάνουν, δε γίνεται. Δεν είναι όπως τα άλλα κράτη, έχουνε νόμους στο ψάρεμα. Εσείς πρέπει να το ξέρετε πιο καλά από μένα. Άιντε στην Αμερική να πιάσεις πιο πολλά ψάρια απ’ ό,τι πρέπει. Για πήγαινε να πιάσεις στην Αμερική ψάρια. Εσύ, άμα είσαι ερασιτέχνης, θα πιάσεις ένα κιλό ή άντε δύο. Το καΐκι που θα πάει θα ελεγχτεί. Θα ελεγχθεί τι θα πιάσει. Κατάλαβες; Ε, απ’ αυτό έχει η δυστυχία. Η Ελλάδα ήταν πολύ ψαρότοπος. Παντού, σ’ όλο τον κόσμο. Σ’ όλο τον κόσμο η Ελλάδα ήτανε πολύ ψαρότοπος. Μαζί και οι Τούρκοι. Κι εκεί πάνω ήτανε ψαράδες, εκεί πέρα ήταν ψαράδες. Αλλά κι αυτοί τώρα δεν πιάνουνε πολύ ψάρι.
Για δώστε μας ένα παράδειγμα των ψαριών εκείνων των ετών εδώ πέρα. Πώς ήταν οι ψαριές; Δώστε μας παραδείγματα, εδώ, στην περιοχή.
Πώς πιανόντουσαν;
Τι ψαριές κάνατε. Να καταλάβουμε το μέγεθος και την αφθονία.
Εγώ, να σου δώσω να καταλάβεις, μες στη βάρκα που σου είπα ότι είχα –μετά έκανα και μεγάλο σκάφος και μεγαλύτερο, τα ’χω γράψει στο βιβλίο μου, και μεγαλύτερο– για να μην πάμε με κουπί από πίσω απ’ την Ύδρα και γυρίσουμε, παίρναμε δυο κασέλες πάγο μεγάλες, υπήρχαν κάτι ψαράδικες κασέλες μεγάλες, και τις γιομίζαμε πάγο και πηγαίναμε και κάναμε δυο μέρες τα ψάρια. Τη μια μέρα τα παγώναμε αυτά που πιάναμε, για να μη χαλάσουνε, και την, την παράλλη μέρα, αυτά που πιάναμε ερχόμαστε και τα δίναμε, κατάλαβες; Και τα προηγούμενα τα ’χαμε παγώσει με τις κασέλες. Ένας τρόπος για να τα διατηρήσουμε ήτανε. Γιατί δε ’ρχόμαστε και γρήγορα. Τελειώναμε τα παραγάδια ή τα δίχτυα στις 10:00 η ώρα, έπρεπε να πιάσουμε τα κουπιά και το πανί… Δεν ξέρω αν εσύ ξέρεις το πανί, ξέρεις τι είναι το πανί; Και το πανί και ερχόμαστε. Κι ερχόμαστε, να δώσουμε τα ψάρια. Ψάρια πολλά, πάρα πολλά. Εδώ υπήρχανε οι ψαρομανάβηδες, οι οποίοι σου παίρνανε τα ψάρια. Αυτοί ήταν ορισμένοι στον Πειραιά, που τα στέλνανε με το βαπόρι, με το βαπόρι τα στέλνανε. Τα ξαναπαγώνανε βέβαια. Δεν μπορούσε να φάει η Ύδρα τόσα ψάρια ή η Ερμιόνη. Τα στέλνανε και στην Αθήνα. Και τότε η συγκοινωνία δεν ήτανε να μπεις στ’ αυτοκίνητο και να τα πας. Τα έβαζες στις κασέλες και πέρναγε το βαπόρι της γραμμής και τα ’παιρνε και τα πήγαινε το βράδυ στον Πειραιά τα ψάρια. Είχε ψάρια πολλά. Αλλά, επειδής ήταν πολλά, δεν είχανε την τιμή που έχουν τώρα τα ψάρια. Τώρα, για να τρως ψάρια, πρέπει να είσαι βουλευτής, εργοστασιάρχης, πλούσιος και, και, και. Ο αστακός έχει πάει 50, 50 ευρώ το κιλό, ο αστακός. Τότε ήτανε τζάμπα, είχε. Τους αστακούς πώς τους διατηρούσαμε; Θα σου δώσω να καταλάβεις. Έξω από την Ύδρα, εγώ μια μέρα είχα 22 κιλά αστακούς… οκάδες, ήταν οκάδες, αστακούς. Τι να κάνουμε; Με τον αδερφό μου, που ’ναι συγχωρεμένος, φτιάξαμε κάτω στη θάλασσα ένα σπιθάρι, με πέτρες, και τα ρίξαμε μέσα, τους αστακούς. Γιατί αλλιώς, πώς θα τους διατηρήσουμε; Και μαλώνανε μέσα οι αστακοί… Κι έτσι τους διατηρούσαμε τους αστακούς. Ή, άμα ήταν λίγοι, τους βάζαμε σ’ ένα τσουβάλι, το δέναμε και τους κρεμάγαμε στη θάλασσα. Ο αστακός έτσι διατηρείτο. Δεν σ’ τα είπαν αυτά, δε σ’ τα είπανε; Δε σ’ τα είπαν αυτά. Εγώ ξέρω τι θέλετε, γι’ αυτό σας τα λέω. Λοιπόν, τώρα… Τώρα εδώ είχαμε και τη δυναμίτιδα.
Για πείτε μας γι’ αυτό.
Σας είπαν γι’ αυτά.
Στο περίπου. Πείτε μας κι εσείς τι ξέρετε γι’ αυτό.
Κοίταξε, αυτό το… δυναμίτιδα,[00:20:00] το δουλεύανε πιο πολύ αυτοί που ήτανε και λίγο όχι πολύ εργατικοί. Είχε εύκολο κέρδος. Αλλά ήταν κι επικίνδυνο, όπως καταλαβαίνεις. Ξέρεις πόσοι κόψαν τα χέρια; Πόσοι σκοτωθήκανε; Στο διάστημα της ζωής μου πρέπει να φύγανε πάνω από 15 άνθρωποι, Ερμιόνη-Ύδρα. Ερμιόνη-Ύδρα, πάνω από 15 άνθρωποι. Κι άλλοι καμιά δεκαπενταριά που ’χανε κόψει τα δάχτυλα με το καψούλι και τα λοιπά. Και η δυναμίτιδα είχε κέρδος, αλλά αυτός που κέρδαγε ήταν ο εμπορομανάβης. Ο ψαράς, δεν ξέρανε και τότε οι ψαράδες, δεν ξέραμε και γράμματα. Αυτοί ήτανε πονηροί, οι εμπορομανάβηδες ήτανε οι πιο πονηροί απ’ όλους. Αυτοί, αυτοί επιβιώσανε, προκόψανε. Οι ψαράδες όχι πολύ. Όχι πολύ, οι ψαράδες. Κατόπιν, ας πούμε, από το ’50 και δώθε, ξυπνήσαν λίγο οι ψαράδες και τα πουλάγανε μόνοι τους τα ψάρια. Κατάλαβες τι σου λέω. Αλλά δεν μπορείς όμως να πα’ να πιάνεις ψάρια και να κάθεσαι και μόνος σου να τα πουλάς. Δε σε παίρνει ο χρόνος, πρέπει να δουλέψεις τη μια μέρα και την άλλη μέρα να μην πας. Κατάλαβες; Κι αναγκαστικά τα πήγαινες στον εμπορομανάβη τα ψάρια.
Η δυναμίτιδα τώρα, ήτανε εύκολη, είπατε, αλλά έκανε και ζημιά στη θάλασσα, δεν έκανε ζημιά στη θάλασσα;
Όχι τόσο πολύ.
Γιατί το λέτε αυτό;
Γιατί, κοίταξε να δεις, η δυναμίτιδα όταν έπεφτε, εχτύπαγε τα ψάρια που βλέπεις κι όχι όλα, όσα έπαιρνε. Αλλά είχε κι ένα πλεονέκτημα. Τι; Εσκότωνε και το ψιλό ψαράκι, το γόνος, αλλά μια ακτίνα γύρω στα 50 τετραγωνικά, 80 τετραγωνικά. Το ψιλό που έφτανε, ζύγωνε ψάρια από το πέλαγος, το ψιλό, που το λέω εγώ τώρα, η μαριδούλα, η ψιλή η γόπα. Στο δυναμίτη, αφού τις βάναν, ερχόντουσαν τα ψάρια τα χοντρά κι εμείς το λέγαμε μαλάγρα αυτό. Πολλές φορές, ρίχναμε ένα μικρό δυναμίτη –εγώ δεν τα ’πιασα ποτέ στα χέρια, μ’ αυτούς που πήγαινα, που πηγαίναμε συνεταιρικώς– ρίχναμε μικρό δυναμίτη και μαζευόταν, έπεφτε το ψιλό κι ερχόντουσαν, οπ, τα μεγάλα τα ψάρια, στήρες, ροφοί, συναγρίδες. Κι αφού τα ’βλεπες από πάνω, την έριχνες μία πατωτή με 12 μασούρια… Ξέρεις τα μασούρια πώς είναι; Με 12 μία πατωτή και μία από πάνω μετά, φούσκα, και τα ’κανες και τότε έπιανες τα ψάρια τα καλά. Αλλά, το θέμα, έκανε ζημιά εκεί. Ενώ το συρόμενο εργαλείο έκανε μια ζημιά από δω μέχρι το Βλυχό.
Ναι, αλλά δεν έκαιγε τον τόπο, τις τρύπες, τα θαλάμια, δεν τα χάλαγε η δυναμίτη;
Όχι, τα σκότωνε. Κι εμείς με το κοντάρι, με το καμάκι…
Δε χάλαγε τα θαλάμια και τις τρύπες όλες;
Όχι, όχι. Όχι, όχι. Όχι. Έκανε ζημιά, αλλά δεν έκανε τη ζημιά που κάναν τα συρόμενα εργαλεία…
Κατάλαβα.
…δεν έκανε καμιά ζημιά, και το φως, το φως το δυνατό. Πρέπει να σας το ’παν στην Κοιλάδα αυτοί, το λένε μερικοί. Δε σ’ το είπαν αυτό;
Είπαν ότι κάνει ζημιά, βέβαια.
Ε, βέβαια.
Για σας τώρα, αυτή η καταστροφή πώς έγινε; Έγινε ξαφνικά, έγινε μέσα σε μια περίοδο ετών;
Όχι, σε μια περίοδο ετών. Να σου δώσω να καταλάβεις, από το ’50 μέχρι τώρα έχει λιγοστέψει το ψάρι γύρω στα 80%. Από το ’50 μέχρι τώρα έχει λιγοστέψει το ψάρι από τα… από το… γύρω στα 80%. Τώρα, άμα πιάσεις 4-5 κιλά ψάρια καλά, είσαι πολύ ικανοποιημένος. Τώρα τα πουλάνε 30 ευρώ το κιλό. Κατάλαβες τι σου λέω; Και το καλοκαίρι θα πάνε 40. Και είναι και να σου… Τώρα αυτά δεν κάνει να τα λέω, τέλος πάντων. Είναι κι ένα εργ… μία δουλειά ανεξέλεγκτη. Ποιος να την ελέγξει; Μήπως έχουνε… Μην τα λέω τώρα, δε θέλω, γιατί μας έχουνε… ζυγαριά, μήπως έχουνε… ζυγαριά έχουνε, αλλά σου λέει, τόσα, τόσο κάμουνε. Άμα του πεις: «Δεν τα παίρνω, είναι ακριβά» θα βρουν τον άλλονε κι εσύ, κι εμείς που έχουμε το μαγαζί, δυστυχώς… Κι αναγκάζεται ο γιος μου και τα πλερώνει. Και τα καλαμάρια τα λίγα που υπάρχουνε, τα λίγα, τα λίγα τα πλερώνει.
Είναι κάποια ψάρια, κάποια είδη που έχουνε χαθεί ή έχουνε μειωθεί πολύ;
Βεβαίως. Βεβαίως, βεβαίως υπάρχουνε. Πρώτα απ’ όλα πολύ εχαθήκαν οι ξιφίες, αυτούς που είδες που έχω πιάσει εγώ. Έχω πιάσει πολλά ψάρια. Έχω πιάσει πολλά ψάρια από παιδί, από παιδί, πολλά ψάρια. Πού την έχω μια φωτογραφία… Έχω φωτογραφίες πολλές βέβαια, αλλά τι σας ενδιαφέρουν οι φωτογραφίες;
Όχι, πείτε μας. Θα τα δούμε μετά. Πείτε μας τώρα…
Έχω πιάσει ψάρια πολλά και μεγάλα και μικρά και από δω... Μια φορά εγώ δούλευα μόνος μου πιο πολύ. Μετά… Γιατί δούλευα μόνος μου; Κακό ήτανε, αλλά κοίταξε να σου πω. Ο σύντροφος, που λέμε, έγινε περιζήτητος πλέον. Καθένας έκανε δικιά του δουλειά. Δεν υπάρχει σύντροφος τότε. Τώρα βρίσκεις μια βάρκα φτηνή και, άμα ξέρεις λίγο και δουλεύεις, πας και μόνος σου και πιάνεις ψάρια. Το ζήτημα του κινδύνου είναι. Αλλά ό,τι χρειαστείς έχεις το τηλέφωνο. Είχαμε το VHF. Είχαμε, ό,τι να μας τύχαινε. Εγώ, δόξα τω Θεώ, δεν κινδύνεψα ποτέ, δεν κινδύνεψα ποτέ, φυλαγόμουνα πολύ, είχα τα μέτρα μου, είχα πάντα καλό εργαλείο.
Μετά από το ’62 κι ύστερα, που παντρεύτηκα με τη γυναίκα μου, έγινε ο τουρισμός στην Ύδρα. Γιατί, μου ’πες, αυτά δε σ’ ενδιαφέρουν, τι να σου πω τώρα;
Πείτε μου, πείτε μου, ό,τι θέλετε πείτε μου, όλα με ενδιαφέρουν.
Εγώ τώρα από την Ύδρα… από την Ερμιόνη, αφού έγινα 19 χρονώ, δεν τα πήγαινα καλά με τη μητέρα μου. Ναι. Ήθελε η μάνα μου και καλά να με παντρέψει από μικρό. Κάτι άνθρωπος που δεν ήθελα εγώ να παντρευτώ. Κι αφού μαλώνω με τη μάνα μου, είχα και πάρει και το ακορντεόν και στην Ερμιόνη κατά τύχη ήρθε ένας τελώνης από την Κέρκυρα. Και ήξερε μουσική. Καλός μουσικός. Ο άνθρωπος αυτός, πήγαμε… γιατί είχαμε τότε μανία, σου ’πα και προηγουμένως, με τα τραγούδια και με τις μουσικές και παίζαμε. Εγώ μικρός ξέρεις τι είχα κάνει; Που δεν είχα λεφτά να πάρω… Είχα πάρει ένα σανίδι τόσο και τόσο φαρδύ κι είχα πάρει τρίχα, να, τέτοια, μισινέζα, δεν υπήρχε το νάιλον, μισινέζα τη λέγαμε. Μία χοντρή, μια πιο ψιλή, μια πιο ψιλή… είχα κάνει έξι, με καρφάκια, κι έπαιζα κιθάρα. Τέτοια μανία. Και αφού ήρθε ο τελώνης, πήγαμε καμιά δεκαπενταριά παιδιά. Εγώ, που σου είπα, τη φυσαρμόνικα. Πήγαμε 15 παιδιά εκεί πέρα και πήρανε οι πιο πολλοί κιθάρες και μαντολίνα. Και μου ’πε μια μέρα: «Εσύ, Σταμάτη, γιατί δεν παίρνεις να μάθεις;…» Λέω: «Κύριε τελώνη, εγώ –είχα φτιάξει τη βάρκα μου τότε που σου λέω– θέλω να μάθω ακορντεόν, αλλά δεν έχω λεφτά να πάρω, γιατί είναι ακριβό». Ήταν ακριβό το ακορντεόν. Τώρα έχουνε φτηνά, οι Κινέζοι και τέτοια. Έχω έξι. Έχω έξι, έχω κι ένα γιο που παίζει, έχω κι ένα εγγόνι, μια εγγονή καθηγήτρια μουσικής, είναι διορισμένη στο Βόλο, έχω κι ένα μεγάλον εγγονό πιανίστα, που θα… τώρα τους στέλνει το πανεπιστήμιο της Βιένης τονε στέλνει στην Αμερική με υποτροφία. Και το… πόσες του Γενάρη θα παίξει στο… του Οκτώβρη… 7 Οκτωβρίου θα παίξει στο Μέγαρο. Άμα σου ’ρθει βολικά. Σταμάτη τον λένε, Βλαχοδημήτρη. Εσείς στην Αθήνα είσαστε. Άμα είναι βολικά, να πα’ να τον δείτε, μπορεί να ’μαι κι εγώ εκεί. Τέλος πάντων.
Πάμε πάλι στην ιστορία.
Ξεφύγαμε τώρα πάλι.
Δεν πειράζει.
Το ακορντεόν, του πήγα με το ακορντεόν… Λέει: «Θα σ’ το πάρω εγώ και θα μου το πληρώνεις με δόσεις». Αλλά οι φίλοι ζηλέψανε. Και του λένε: «Ο Σταμάτης είναι φτωχός, κύριε Τάδε, δεν μπορεί να σ’ το…» Εντάξει. Πήγα εγώ ταξίδι, που σου είπα, με τη βάρκα, μόλις μάζεψα λεφτά, πήγα και τ’ αγόρασα στη Στοά Νικολούδη, στην Αθήνα. Στοά Νικολούδη, ξέρεις πού είναι; Ήταν ένα μαγαζί, ο Λαγούσης, Λαγούσης. Κι αγόρασα το ακορντεόν κι ήρθα στην Ερμιόνη και πήγα. «Αχ, βρε παιδάκι μου» μου λέει «πώς;…» «Τι να κάνω; Μ’ αρέσει». «Τώρα είσαι άτυχος, γιατί θα πάω στην Ύδρα, με μεταθέτουνε στην Ύδρα». «Θα ’ρθω κι εγώ στην Ύδρα». Και παίρνω τη βάρκα με τα κουπιά και ήρθα στην Ύδρα και νοίκιασα ένα σπιτάκι κι έκανα μάθημα κι έπιανα πιο πολλά ψάρια εδώ με τη βάρκα. Εδώ έπιανα πιο πολλά ψάρια.
Γιατί έτσι;
Λυθρίνια, φαγκριά, ψάρια πολλά. Έπαιρνα λεφτά. Αλλά έλα με τους φίλους που τα τρώγαμε; Γλεντάγαμε τη νύχτα και τα τρώγαμε; Παιδαρέλι, παιδαρέλι, τι ήμουνα; 19 χρονών ήμουνα που ’ρθα εδώ, 19 χρονώ. Μετά γνώρισα την κυρία μου, όπως βλέπεις, κι είμαστε εκεί. Μας βλέπεις;
Ναι. Κι έτσι έμεινες εδώ.
Ναι. Κι έτσι έμεινα εδώ πέρα μέχρι σήμερα που με βλέπεις. Αλλά έφτιαξα και το σπίτι μου στην Ερμιόνη, που πάμε και καθόμαστε εκεί πέρα. Λοιπόν.
Και με τα ψαρέματα εδώ ήτανε καλύτερα, είπες;
Ήτανε καλύτερα εδώ. Μέχρι που μου λέγανε ότι έβαζα φάρμακο στο… στο παραγάδι, στο δόλωμα, κι έπιανα τόσα ψάρια. Δεν μπορούσαν να… Άλλοι μ’ αγαπάγανε, άλλοι με ζηλεύανε. Αλλά, όταν ήρθα εδώ, ήτανε ψαράδες, αλλά, σου ’πα πιο μπροστά, το ψάρι είναι έξυπνο πολύ. [00:30:00]Είχανε κάτι παραγάδια χοντρά σαν σχοινιά. Ιδίως το ψάρι είναι πολύ, κοιτάει, κοιτάει. Και μετά θα φάει, να το ξέρεις. Και που το βλέπεις, και που το βλέπεις από πάνω με το γυαλί, όπως είπα προηγουμένως, το βλέπεις, μπου μπου μπου μπου, κοιτάει, κοιτάει. Και μετά θα πα’ να το φάει. Δόλωμα άμα του ρίξεις… Αυτό που δεν είναι… που είναι λίγο κουτό είναι το χταπόδι. Αλλά είναι και πολύ έξυπνο το χταπόδι, να το ξέρεις. Που λέμε, που βρίζουμε κανέναν, «Χταπόδι!» που του λέμε. Είναι έξυπνο και το χταπόδι. Εντωμεταξύ, το ψάρι κοιτάει, διαλέγει. Δεν τη βλέπει την τρίχα, το χοντρό όμως το βλέπει το χοντρό, την παγίδα. Ενώ το ψιλό δεν το βλέπει. Ε, δεν μπορούσαν να το καταλάβουνε. Αφού βλέπαν τα… δεν τα βλέπαν τα εργαλεία, που ήτανε ψιλούλια και ξέρω ’γω, ξέρω ’γω. Εγώ διάλεγα… τότε είχανε φέρει πολλά από την Ιαπωνία, δίχτυα και παραγάδια, γιαπωνέζοι. Και διάλεγα τα γερά και τα ψιλά. Τα γερά και τα ψιλά. Την καλή τρίχα, να σου δώσω να καταλάβεις δηλαδή. Και έπιανα ψάρια, έπιανα ψάρια αρκετά. Όχι, άμα θες, ρώτα και θα σου πουν εδώ. Μη νομίζεις ότι… Δε θέλω να καυχιέμαι κιόλας, προς Θεού.
Εσύ γιατί έγινες καλός ψαράς, πιστεύεις; Ήσουνα έξυπνος; Τι είχες διαφορετικό;
Η διαφορά ήτανε πρόσεχα τι θα βάλω στο αγκίστρι. Ένα ζήτημα είναι αυτό. Οι άλλοι εδώ πέρα… Το καλαμάρι, το φρέσκο το καλαμάρι, το ’τρωγε πολύ το ψάρι. Ναι. Άλλοι δεν μπόρεσαν να δολώσουνε το παραγάδι με το… Το παραγάδι έχει 300 αγκίστρια, δεν ξέρω αν το ξέρεις πώς είναι…
Το ξέρω.
Έχει 300 αγκίστρια. Δεν μπόρεσαν να το δολώσουν και δολώνανε μαρίδα. Και τη μαρίδα δεν την τρώει το ψάρι όσο το… Κατάλαβες τι γίνεται; Κι αναγκαστικά… Αναγκαστικά εγώ κουραζόμουνα και δόλωνα το… το καλαμάρι και το καλύτερο… Μετά, υπήρχαν και ψάρια… Κοίτα, το φαγκρόπουλο, να σου δώσω να καταλάβεις. Το φαγκρόπουλο τρώει πολύ το παστό, τη σαρδέλα την παστή, το γαύρο και τη σαρδέλα. Γιατί; Άμα την πάρεις τη σαρδέλα και τη ρίξεις στη θάλασσα φρέσκια, δεν ψαρεύει όσο την αλατίσεις. Και όταν την αλατίσεις, πιάνει μία, ένα λάδι, το οποίο πατώνοντας κάτω το λάδι, το δόλωμα, αφήνει μία λαδιά. Σ’ ενδιαφέρουν αυτά που λέω;
Βέβαια.
Αφήνει μία λαδιά, αλλά και μυρίζει ωραία. Η σαρδέλα δε μυρίζει ωραία; Τι νομίζεις; Όλα τα ζωντανά έχουνε τη μύτη τους. Και μυρίζει και πάει και μουντάρει. Γιατί; Αλλά εξαρτάται. Ο αστακός, τη σαρδέλα την παστή, τρελαίνεται. Τρελαίνεται ο αστακός. Και το ψάρι το φαγκρόπουλο πιο πολύ το τρώει, που είναι ένα ψάρι το φαγκρόπουλο επικερδής. Κατάλαβες τι σου λέω; Το λυθρίνι μπορεί να γίνει μέχρι μισή οκά. Το φαγκρόπουλο θα γίνει μέχρι 7 οκάδες. Κατάλαβες τι σου λέω; Και σου συμφέρει να δουλεύεις παστό, αλλά εποχές, με τις εποχές. Τώρα, να δουλεύεις άσπρο δόλο καλαμάρι, θα το πιάσεις από τον Οκτώβρη μέχρι το Δεκέμβρη ή μέχρι τον Ιανουάριο, ξέρω ’γω. Μετά θα πιάσεις το παστό, που έρχεται η άνοιξη. Κατάλαβες; Αυτά τα πράματα εγώ τα πρόσεχα και τα έγραφα και τα πρόσεχα και τα θυμόμουνα και πήγαινα συστημένος. Συστημένος δηλαδή.
Τι άλλο είδες να αλλάζει στη θάλασσα μέσα στα χρόνια; Τι άλλαξε άλλο;
Κοίταξε, μήπως θέλεις να σου πω ψάρια μεγάλα που έχω πιάσει; Σ’ ενδιαφέρουνε;
Πες μου κι ιστορίες τέτοιες, ναι.
Λοιπόν, εγώ έχω πιάσει ψάρι μέχρι 400 οκάδες.
Τι ψάρι ήταν αυτό;
Καρχαρίας. Τι θα ήτανε; Πού το ’χουμε, ρε Κοντυλένια, τώρα αυτό, τη φωτογραφία; Σ’ ενδιαφέρουν οι φωτογραφίες;
Μετά θα μου τις δείξεις, ναι. Άμα είναι κάπου εύκολη, ναι.
Να δούμε.
Πού; Πού την έπιασες;
Μην έχω, μήπως τις έχω στην Ερμιόνη, γι’ αυτό.
Πού το ’πιασες;
Απ’ όξω από την Ύδρα. Είχα ένα σύντροφο από δω, από την Ύδρα, είναι συγχωρεμένος ο κακομοίρης, και σηκώναμε τα παραγάδια. Εγώ, επειδής είχα κουραστεί, ήμουνα στα κουπιά, του λέω… Η βάρκα είναι 5,5 μέτρα, αυτή η καινούρια που είχα εγώ, 5,5 μέτρα, χωρίς μηχανή, δεν υπήρχανε, για να ’χεις μηχανή τότε έπρεπε να ’σουν ουρανοκατέβατος. Απ’ το ’50 μέχρι το ’60 για να ’χε ς μηχανή, ήσουνα ουρανοκατέβατος. Δούλευες ξεκούραστα, πήγαινες γρήγορα εκεί που ήθελες, αλλά δεν υπήρχανε αυτές, τα μηχανήματα που ’χουνε βγει τώρα, μικρά όπως τα θέλεις, μεγάλα, να το βάλεις μέσα στη βάρκα. Στη βάρκα αυτή, τι να βάλεις; Μια μηχανούλα, μια μηχανούλα μπορούσα να βάλω. Αλλά τώρα, μ’ αυτό, με το ψάρι ήμαστε με τα κουπιά. Και τον έχω βάλει μπροστά και σηκώνει. Δεν ξέρω αν έχεις δει βάρκα ψαράδικια που ’χει μπροστά μια τρύπα και μπαίνουνε και σηκώνουνε και τα δίχτυα και τα παραγάδια; Το ’χεις δει;
Ναι, ναι. Το ’χω δει. Ναι, ναι.
Μπροστά και σηκώνει. «Ρε παιδί μου, μου τράβηξε ένα ψάρι» μου λέει. Τράβηξε, το φέρνει το ψάρι, το ’χε φάει ο σκύλος αυτός μέχρι εδώ. Ο σκύλος είναι το πιο πονηρό ψάρι, το ξέρεις, ε;
Ναι, ε;
Το σκυλόψαρο, που λέμε. «Ρε τι λες;» του λέω. «Σ’ το ’φαγε ο σκύλος» του λέω «ρε στο…». Ναι. Ε, το πήραμε το ψάρι, άλλο ένα κομμένο ψάρι. Την ώρα, όπως καθόμουνα στα κουπιά, μπουνάτσα, γυαλί. Αν πας καμιά φορά απ’ όξω από την Ύδρα, είναι ένας κάβος που τον λένε «ο Ρήγας», ένας κάβος μεγάλος. Έχει το, είναι το σχέδιο το κεφάλι του Ρήγα, με το καπέλο. Και το ’χουνε βγάλει «ο Ρήγας», έτσι, το γράφει και το… Βλέπω ένα πράμα μπουμπουμπουμπου, γύρω στη βάρκα. Γύρω στη βάρκα, γύρω στη βάρκα. Εμείς από το βράδυ είχαμε ψαρέψει πυροφάνι. Ξέρεις τι είναι το πυροφάνι;
Ναι, ναι.
Το πυροφάνι έχει πολλές πονηριές. Τι γινότανε; Όπου υπάρχει βράχος, που βλέπουμε, που είναι η θάλασσα και ο βράχος, μέχρι κάτω ο βράχος έχει χαρακιές, όπως τις έχει απάνω –έχεις δει βράχους, που έχουνε– έχει και χαρακιές. Μες στις χαρακιές υπάρχουν, υπάρχουνε ψάρια. Ροφοί, στήρες, πίγκες, μέσα εκεί. Ναι. Είναι τόσο βαθιά, τον πάτο δεν τον βλέπεις, αλλά τις χαραμάδες τις βλέπεις απέναντι, που είναι μέσα τα ψάρια. Ή θα κάθεται έτσι και θα κοιτάει ή θα κοιμάται, εκεί, μες στην τρύπα. Και το χτυπάει το φως –με φως, με πυροφάνι, που λέμε– το καμάκι, πας να το βγάλεις, μπαπ, και το καρφώνεις και το παίρνεις μέσα. Λοιπόν, όπως ψαρεύαμε απ’ όξω, τα κάρφωνα… να μη σ’ τα πολυλογώ, μαζέψαμε καμιά πενηνταριά κιλά ψάρια. Όπως είχαμε στην κασέλα, τα παγώσαμε, πήγαμε ρίξαμε τα παραγάδια που σου λέω, τρία παραγάδια. Εκεί που μας ήρθε το αυτό, το θερίο, υπήρχε… Είχαμε βάλει χοντρό παραγάδι, με χοντρό αγκίστρι, με παστό γαύρο για φαγκρό… για φαγκριά. Τα ψάρια που μας έκοψε ήτανε φαγκριά. Ε, λέω… Το ’φαγε με το στόμα του. «Να ρε» του λέω «ένα μεγάλο ψάρι, ένα μεγάλο ψάρι!» «Ξαναπέτα το, ρε». Το φαγωμένο. «Ξαναπέτα το, ρε Μπάμπη!» Μπάμπη τον λέγανε. Κι αυτός, καλός ψαράς. Το ξαναπετάει, ήρθε… «Φέρ’ το, φέρ’ το». Ήρθε κι έβαλε το κεφάλι παιδιά στο ποδόσταμο της βάρκας, το ποδόσταμο ξέρεις ποιο είναι; Είναι η μύτη μπροστά…
Ναι, ναι.
…κάτω, εκεί που βρέχεται το λέμε ποδόσταμο. Έβαλε το κεφάλι αυτό και καθότανε να του δώσουμε το ψάρι να το φάει. Ένα μυστήριο πράμα. Του λέω: «Ρε, κάρφωσ’ το. Κάρφωσ’ το συ κι εγώ θα του βάλω θηλιά». Δε χάνει αυτός την ψυχραιμία, το βουτάει –ένα καμάκι τόσο μεγάλο είχαμε– μπαπ, το βάζει στην πλάτη λοιπόν, καθόταν, δεν το κατάλαβε. Εγώ παίρνω ένα μεγάλο σκοινί, δεν είχε βγει το νάιλον σκοινί, από τζίβα, και κάνω μια θηλιά γρήγορα και παίρνω κι ένα μικρό καμάκι με κονταράκι μικρό που είχαμε και του περνάω τη θηλιά στην ουρά κι εκείνη την ώρα κάνει μπρος, κάνει μπρος το ψάρι λοιπόν και, όπως ήταν, έκανε μπρος, ξέρεις, όπως έχουμε τα κουπιά, έχουμε το σκαρμό, που περνάει το κουπί, του βάζω βόλτα στο σκαρμό λοιπόν και μπουμπουου, παίρνει και καμιά κατοστή κιλά νερό στη βάρκα. Έτσι. Τη βγάζω τη βόλτα πάλι γρήγορα και την περνάω στο κοράκι της βάρκας. Και μας παίρνει και μας πήγαινε προς το πέλαγος. Μας πήγαινε στο πέλαγος, μας πήγαινε στο πέλαγος. Λέει: «Τι θα κάνουμε ρε; Να τ’ αφήσουμε» μου λέει αυτός. «Θα μας πάει, θα πνιγούμε». «Ρε σώπα, ρε, που θα τ’ αφήσουμε, δεν τ’ αφήνω». Πέσαμε λοιπόν, του ’χε σφίξει η θηλιά στην ουρά, πήγαμε κάνα δυο μίλια; Μας πήγε βαθιά.
Ναι, ε;
Έκανε δυο μίλια, άρχισε και… Το καμάκι, είχε σπάσει το κοντάρι και το είχε στην πλάτη. Αυτό το καμάκι ήτανε του συντρόφου του εκεινού, ήτανε κι αυτός είχε, ο πατέρας του είχε βάρκα. «Ρε, το καμάκι, θα με σκοτώσει ο πατέρας μου! Το καμάκι, το καμάκι!» «Ρε, σώπα ρε» του λέω. Τελικά άρχισε κι έβγαζε αίμα από δω, απ’ το καμάκι εδώ, πολύ αίμα. Τι να κάνουμε τώρα; Το φέραμε την ουρά καταπάνω στη βάρκα. Πιάνουμε με κάτι κουπιά που είχαμε και το κοπανάγαμε, το κοπανάγαμε, [00:40:00]σαν να ψόφησε λίγο. Τώρα πώς θα το βάλουμε μέσα; Πώς θα το βάλουμε μέσα; Πρέπει να ξέρεις το κόλπο να το βάλεις το βάρος μέσα. Εγώ μια φορά είχα δει μικρός, που ’χαμε βρει στη θάλασσα δυο βαρέλια πετρέλαιο. Ξέρεις τι είναι; Διακοσάρια τα βαρέλια. Και δένεις ένα σκοινί εδώ, που ’ναι ο σκαρμός, το περνάς από κάτω απ’ το βάρος και τραβάς το σκοινί και τουμπάρει το ψάρι, το βαρέλι που σου λέω, και το θυμόμουνα. Και βάζω δυο σκοινιά, ένα στο κεφάλι του κι ένα στην, πιο κάτω από τη μέση και ταπ, τουμπάρει μέσα στη βάρκα.
Και το φέρατε.
Έπεσε στην μπάντα, του ’δωσε η βάρκα, βάρος πολύ.
Ναι, ναι, ναι.
Βάρος. Και πάει το κεφάλι του από κάτω από την πλώρη, ξέρεις, είναι… την πλώρη και η πρύμνη από κάτω. Είχε η βάρκα, είχε έναν πάγκο που βάζουμε, για να στερεώνουμε τα πόδια, για να τραβάμε τα κουπιά. Τον βγάλαμε και τον πάγκο, έκατσε εκεί.
Ζούσε ακόμα, ε;
Ανάπνεε, ναι, αλλά η βάρκα είχε πάει έτσι. Ναι. Τελικά του λέω: «Πιάσε να το βάλουμε στη μέση, για να φτιάξει στα ίσια η βάρκα». Την ώρα που το πιάσαμε, φαίνεται ξεψύχαγε κι αρχίζει και κοπανάει.
Ωχ!
Και να βλέπεις τη βάρκα να πηγαίνει μπουμπουμπουμπου… «Ρε, θα μας βουλιάξει τη βάρκα, ρε θα πνιγούμε, ρε!» «Σώπα ρε» του λέω «που θα πνιγούμε». Θα σπάσει η βάρκα; Πώς θα σπάσει η βάρκα; Κουνιόταν έτσι, όλο… μέχρι που έμεινε. Έμεινε, έμεινε. Αίμα μέσα, γιόμισε η βάρκα αίμα, το σακατέψαμε κι εμείς με τα κοπάνια, ξέρεις, ε; Εντάξει. Σηκώσαμε και τα παραγάδια και πιάσαμε από ένα κουπί, ήρθαμε στο λιμάνι, το βγάλαμε όξω. Το σκοινί ακόμα στην ουρά, ενεργά. Μου ’φερε, πού την… Για να δω μήπως το ’χω εδώ μωρέ. Για δώσε να δω. Ναι, ήταν και… μήπως το ’χω; Στο άλλο, στο άλλο. Δεν το θυμάμαι, ρε παιδιά.
Εδώ είναι η Μελίνα Μερκούρη. Δεν ξέρω αν την είδες; Είναι φιλενάδα μου. Ο παππούς της είναι από το Κρανίδι. Μπετ…
Ναι, ναι.
Η Λαμπέτη. Η Σοφία Λορέν. Τι να σου πω, ρε φίλε; Εγώ έχω πολλές ιστορίες, τι να τις κάνεις, τι να κάνεις; Πού στο διάολο είναι το ψάρι, δε θυμάμαι τώρα πού το ’χω, ρε φίλε. Να σου πω και κάτι; Άμα το ’χω στην Ερμιόνη, θα σ’ το στείλω, θα μ’ αφήσεις τη διεύθυνση, να σ’ το στείλω.
Εντάξει. Και τι έγινε; Όταν μπήκατε στο λιμάνι, τι έγινε;
Ε;
Όταν μπήκατε στο…
Κόσμος! Ήταν κι ένας και μας φωτογράφισε το ψάρι. Ήμαστε πεντ’ έξι άνθρωποι έτσι δα και το ψάρι κάτω. Το σκοινί είναι στην ουρά ακόμα, στη φωτογραφία. Αυτό που του ’φαγε το κεφάλι. Να, δεν το ’χουμε. Δεν ξέρω πού την έχω.
Εντάξει, θα το βρούμε μετά.
Τέλος πάντων, όπου και να ’σαι, θα σ’ το στείλω. Λοιπόν, το κάνανε… Ε, εγώ ’ρθα με τον ψαρομανάβη, που σου λέω, του λέω: «Έχουμε ιστορία». Τον λέγανε, τον λέγανε Χαμπή τον μανάβη, ψαρομανάβη. «Έχουμε ιστορία, αυτό» του λέω «πάρ’ το». Το βάνουνε σε κομμάτια μεγάλα, τόσα, και το βάλανε σε κασέλες με πάγο και τον στείλανε στην Αθήνα. Και μου είπε: «Άμα πιάσει λεφτά…» Αλλά ο σκύλος είναι πρασινο… πράσινος, δεν είναι γκρι, αν έχεις δει ψάρια μεγάλα στην αγορά, έχεις δει μεγάλα ψάρια; Γκουμάρια;
Δεν έχω παρατηρήσει τώρα.
Δεν έχεις παρατηρήσει. Ο σκύλος είναι πράσινος κι ο γάτος. Έχουμε και γάτο, έχουμε… Ένας ξένος μάς το είπε ότι είναι “catfish”, μας είπε ένας ξένος, τότε που το βγάλαμε όξω. Το πήγαμε. Και μια μέρα μάς λέει: «Ελάτε εδώ, πάρτε». 800 δραχμές μάς έδωσε. Τότε. Ήτανε γερά τα λεφτά.
Είχε πουληθεί τόσο;
Είχε πουληθεί, ναι. Αλλά δε μας τα ’κλεψε τα λεφτά αυτά ο μανάβης, γιατί μ’ αγαπούσε κι εμένα, γιατί εγώ, κέρδαγε από μένανε. Ε, τέλος πάντων, αυτό. Κι άλλα μεγάλα έχω πιάσει στο πέλαγος.
Στο πέλαγος.
Στο πέλαγος με τα παραγάδια. Πάει να φάει το μικρό ψάρι και πνίγεται. Πιο πολύ εύκολα το πιάνεις το μεγάλο ψάρι, γιατί, απ, τρώει το μεγάλο, κι εφόσον είναι δυνατό, του βγαίνει από το σπάργανο και πνίγεται αμέσως. Έτσι πιάνεται το μεγάλο ψάρι. Ναι. Πάλι από παγίδα πιάνεται το μεγάλο ψάρι. Αλλιώς δεν πιάνεται. Ψάρια μεγάλα, 100 κιλά, 200 κιλά, 150 κιλά, πολλά έχω πιάσει.
Ξιφίες δηλαδή και τέτοια;
Ε;
Τι ψάρια; Ξιφίες;
Ξιφίες, γρύλους που τους λέμε, σαπουνάδες τα λέμε… πώς τα λέμε; Πώς αλλιώς τα λένε… Δροσίτες. Εγώ έχω πιάσει πολλά, πολλά, παιδί μου.
Η ζημιά τώρα στη θάλασσα πότε έγινε πιο έντονη; Πότε την βλέπατε;
Πιο έντονη έγινε απ’ τα… από τα κατάλοιπα, απ’ τα απορρυπαντικά κι ύστερα, η ζημιά στη θάλασσα. Εγώ σαν ψαράς, ας πούμε, θα το λέω και θα το τυμπανίζω, από κει έγινε η ζημιά. Η πιο μεγάλη ζημιά. Μέρη που πιάναμε ψάρια, λαβράκια μεγάλα, ξέρω ’γω, χαθήκανε. Απέναντι, η Πελοπόννησος έκανε πολλά λαβράκια. Χαθήκανε. Χαθήκανε. Το κατάλοιπο, μεγάλη δουλειά. Αλλά τι να κάνουμε;
Άλλα μέρη έτσι που θυμάστε με ψάρια και μετά χαθήκανε;
Άλλα μεγάλα, πολλά ψάρια;
Άλλα μέρη, που ήτανε εδώ πλούσια σε ψάρια και σιγά σιγά χάθηκαν. Ποια άλλα μέρη ήταν εδώ πλούσια;
Όλα. Όλα, από πα… όλα. Και από την Τσακωνιά κι από τη Χαλκιδική κι από τη… Από πού, από πού να σου πω; Για την Ελλάδα σου μιλάω, γιατί εξωτερικό εγώ δεν ψάρεψα.
Όχι, εδώ, εδώ, στα μέρη σας.
Εδώ, εδώ. Είπα. Και στα Εφτάνησα υπήρχαν πολλά ψάρια. Τώρα δεν υπάρχουν πουθενά. Να φανταστείς, στο Πόρτο Κουφό, πήγα με τη γυναίκα μου βόλτα. Το ’49 και το ’51, που ’μουν εγώ εκεί, όπως σου είπα, τα ψάρια ήτανε άφθονα. Και πήγαμε με τη γυναίκα μου… Πότε ήταν, ρε Κοντυλένια, που είχαμε πάει με τον Θανάση;
Πήγαμε τώρα, πριν καμιά δεκαριά χρόνια, κι ήταν ένα διχτυάρικο και έριξε τα δίχτυα του, ίσαμε 3.000 οργιές δίχτυα. Και είχε 2,5 κιλά μπαρμπούνια, όλα όλα. Και εγώ του είπα… Μου λέει: «Εσύ πού ξέρεις» μου λέει «ότι;…» Λέω: «Εδώ πέρα που με βλέπεις εμένα έχω ’ρθει για να το δω». Αλλά είδαμε μια άλλη Χαλκιδική, όχι αυτή του, που σου λέω, το ’49 και το ’51.
Εδώ, τώρα, οι ψαράδες πιάνουνε; Εδώ, οι ψαράδες της Ύδρας;
Δε σου ’πα τι πιάνουνε; Δύο, τρία κιλά, τέσσερα κιλά, πέντε κιλά το πολύ. Αυτή, αυτή είναι η δύναμη της θάλασσας τώρα. Αλλά πάλι, εφόσον είναι ακριβά τα ψάρια, είναι μεροκάματο. Κατάλαβες τι σου λέω;
Μπορεί να αναστραφεί η κατάσταση στη θάλασσα, πιστεύετε;
Όχι. Μπορεί να αναστραφεί μόνο με το νόμο. Αν, αν απαγορεύανε τα εργαλεία, τα άνομα εργαλεία στην Ελλάδα, μέσα σε 5 χρόνια θα γινότανε πάλι ίδια η θάλασσα.
Το πιστεύετε αυτό, ε;
Να βάνουνε νόμους γερούς όμως. Σ’ έπιασε κι έχεις ψιλό δίχτυ; Να πληρώσεις πρόστιμο. Αυτό που ’ναι ελεύθερο είναι το παραγάδι. Παραγάδι. Αλλά είναι κουραστικό εργαλείο το παραγάδι. Το δίχτυ είναι πιο ξεκούραστο, το εργαλείο. Ε, μετά ποιος, ποιος θα κάτσει τώρα, αφού τα εργαλεία του τα έχει διαθέσει τόσα εκατομμύρια, τόσα λεφτά που ’χουνε οι ψαράδες κι έχουνε φτιάξει ψιλά, πώς θα πιάσουνε πιο πολλά ψάρια; Πρέπει να τα πετάξουνε όλα αυτά, να ’ρθει ένας νόμος να τα πετάξουν όλα και να πούνε: «Σ’ αυτά τα 5 χρόνια θα ψαρεύετε σε αυτό το σημείο». Στη Χαλκιδική, οι ψαράδες. Ας μπούνε στα σκάφη να πηγαίνουν να ψαρεύουν εκεί πάνω. Και το άλλο μέρος, από δω, από τον Κάβο Μαλιά μέχρι τα Εφτάνησα, δε θα πέσει ούτε δίχτυ ούτε παραγάδι ούτε τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα. Το κατάλαβες; Και τότε θα μικρύνει η ζημιά. Θα μικρύνει η ζημιά. Έτσι, εγώ σαν ψαράς αυτό το συμπέρασμα έχω βγάλει.
Έχουν μειωθεί εδώ οι ψαράδες, στην Ύδρα;
Αν;
Έχουνε μειωθεί οι ψαράδες στην Ύδρα;
Ναι, τότε ήταν πολλοί. Τώρα είμαστε, είναι λίγοι, λίγα παιδιά είναι από τους ψαράδες, εγγόνια, ξέρω ’γω. Τι να το κάνεις; Τώρα καταρχήν δουλεύουνε 3.000 δίχτυα, 2.000 δίχτυα, οργιές μιλάω, ε; 2.000 οργιές. Ο νόμος δεν το επιτρέπει όμως. Αλλά αυτοί βάζουνε πολλά δίχτυα και έρχεται η φθορά του ψαριού. Το κατάλαβες;
Γιατί το κάνει όμως ένας ψαράς αυτός; Δε θα ’πρεπε να σκέφτεται και το αύριο της θάλασσας;
Όχι. Να το σκεφτεί; Κοιτάει πώς θα φάει ο ένας τον άλλονε. Τι λες τώρα, βρε αγόρι μου; Τώρα, μου ζητάς ανθρωπιά εσύ; Εσύ είσαι μες στο τσίρκουλο, στην Αθήνα, πρέπει να ξέρεις πιο πολλά πράγματα από μένανε. Ποιος έχει ανθρωπιά τώρα κάτω εδώ; Ο ένας πάει να φάει τον άλλονε. Τι είναι; Βουλευτής είναι; Εργοστασιάρχης είναι; Ψαράς είναι; Τι είναι; Ηθοποιός είναι; Τι είναι; Τι; Ό,τι και να ’ναι, ο ένας πάει να φάει τον άλλον όπως έχουμε φτάσει τώρα. Δεν ξέρω αν σας προσβάλλω μ’ αυτά που σας λέω;
Όχι, αλλά ο ψαράς, είναι το μέρος που τον θρέφει η θάλασσα, δεν το καταλαβαίνει αυτό;
Τι λες τώρα; Θα κοιτάξει ποιος θα παρανομήσει και μπορεί να πιάσει πιο πολλά. Δεν τον ελέγχει, δεν υπάρχει έλεγχος. Δεν υπάρχει έλεγχος. Κι είναι κακό όμως για τον ίδιονε.
Αυτό λέω, ναι.
Δεν το καταλαβαίνει κανένας αυτό το πράμα. Κανένας.
Στενοχωριέστε εσείς που οι ψαράδες [00:50:00]λιγοστεύουν και χάνεται ο χαρακτήρας αυτός;
Όχι, υπ’ όψιν, έχει ριζωθεί μέσα μου, λέω, αυτή είναι η κατάσταση. Το κατάλαβες; Αυτή είναι η κατάσταση.
Αξίζει σήμερα κάποιος να γίνει ψαράς;
Εγώ;
Κάποιος. Αξίζει κάποιος νέος να γίνει ψαράς;
Αξίζει.
Γιατί;
Είναι η καλύτερη δουλειά. Η καλύτερη δουλειά είναι. Καταρχήν δεν ελέγχεται. Τώρα, να μην τα πω και τα ακούσουμε και…
Όχι, πείτε μου τα… αυτά… αυτά που μπορείτε να πείτε. Γιατί είναι η καλύτερη δουλειά του ψαρά;
Γιατί έχει τιμή το ψάρι. Και ρίχνεις και πολλά δίχτυα, το βίντζι τα σηκώνει, ούτε κουράζεσαι ούτε τίποτα. Τα ρίχνεις εσύ, μπουμπουμπουου, το βίντζι τα σηκώνει, εσύ που ούτε που τα ξεψαρίζεις. Καταρχήν δεν κουράζεσαι. Τώρα… Πρώτα απ’ όλα εκείνα τα χρόνια ήμαστε από το πρωί μέχρι το βράδυ βρεγμένοι. Νύχτα μέρα. Τώρα έχει το καΐκι του, μεγάλο, ωραίο, η μηχανή τα σηκώνει, έχει και τον καμπινέ του μέσα, έχει και το δωμάτιό του με το κρεβάτια μέσα. Τι λες τώρα, να πούμε;
Βρίσκει, βρίσκει ψάρια όμως;
Ε;
Βρίσκει όμως ψάρια;
Βρίσκει. Κοίταξε, βρίσκει και σου λέω ότι είναι, το πιο πολύ είναι παράνομο. Ωραία. Το καλοκαίρι γιατί να ακριβαίνουν τα ψάρια και να ’χουνε 30 ευρώ; Ή 40; Και τον χειμώνα είναι φτηνό; Που δεν υπάρχει κόσμος να το φάει; Στα νησιά εννοώ εγώ τώρα. Ελέγχεται; Δεν ελέγχεται.
Εσείς το μετανιώσατε που κάποτε γίνατε ψαράς ή όχι; Σας άρεσε η θάλασσα;
Κοίταξε να δεις, η θάλασσα μου άρεσε κατά… κατά πολύ και έζησα και επιβίωσα. Αλλά, άμα είσαι ένας άνθρωπος που θέλεις να προκόψεις, να σ’ το πω έτσι απλά, πρέπει να κουραστείς, αγόρι μου. Στη θάλασσα δε χαρίζει. Και μετά πρέπει να την αγαπάς και να τη σέβεσαι. Γιατί, αν δεν τη σέβεσαι, είναι πιο χειρότερη απ’ την άσφαλτο. Να το ξέρεις. Θα σε φάει. Άμα πεις: «Φουρτούνα; Να, εγώ θα πάω εκεί που θέλω». Δε θα πας. Δεν κάνει να πας. Θα πας εκεί που δεν έχει φουρτούνα, που απαγκιάζει, που λέμε εμείς οι ψαράδες. Κι ας πιάσεις τα μισά ψάρια. Αλλά έλα που εκεί που είναι η φουρτούνα κι έχεις βρει ένα μέρος εσύ κι έχει πολλά καλαμάρια ή ψάρια και κοιτάς πότε θα πας με τη φουρτούνα, που δεν έχουνε οι άλλοι, για να τα πιάσεις όλα, πάρεις εσύ; Το κατάλαβες; Αλλά η θάλασσα αυτό δεν το θέλει. Δεν το θέλει η θάλασσα αυτό. Δεν πρέπει να το κάνεις. Δεν πρέπει να το κάνεις, καταλαβαίνεις τι σου λέω τώρα;
Εσείς μοχθήσατε πολύ, κουραστήκατε στη θάλασσα;
Αα, πάρα πολύ, αγόρι μου. Έχω έρθει από την υγεία μου εγώ κι έχω κουραστεί πολύ. Αλλά ήμουνα… πώς το λένε, ένας άνθρωπος που έφερνα αποτέλεσμα. Έφερνα αποτέλεσμα. Πάντα τα πιο πολλά ψάρια και τα πιο καλά και, και, και, και… Πελάτες ωραίους, μετά που τα πουλάγαμε μόνοι μας και πολύ… δεν έχω παράπονο.
Έχετε ωραίες αναμνήσεις.
Δηλαδή αυτό που δούλεψα ανταμείφθηκα. Ανταμείφθηκα.
Ποια είναι, έτσι, τα πιο ωραία που θυμάστε ποια είναι απ’ τη θάλασσα; Οι πιο ωραίες στιγμές;
Δεν έχει ωραίες στιγμές, ρε καρδούλα μου, η θάλασσα. Κούραση έχει. Τι ωραίες στιγμές να ’χεις; Ωραίες στιγμές, χαίρεσαι που βλέπεις και πιάνεις ψάρια και θα πάρεις λεφτά, την ώρα που πιάνεις ψάρια, πιάνεις ψάρια. Να πάρεις καταραμένα λεπτά, τι να σου πω τώρα; Κουρασμένα και καταϊδ… Γιατί όλοι τα λεφτά κυνηγάμε. Ναι. Είναι λίγοι αυτοί που τα προσέχουν αυτά τα πράγματα. Τι να σου πω τώρα; Εδώ, σηκώνεις τα παραγάδια και πιάνεις 30, 20, 10 κιλά ψάρια. Και σου τύχει ένα τυχερό, μεγάλο ψάρι, που κάνει… η αξία τους 20 φορές από τα 10 και τα… που έχεις πιάσει. Το κατάλαβες; Εμένα μου ’τυχε πάρα πολλές φορές, όπως τα ’χω φωτογραφίσει εκεί που τα βλέπεις. Δεν ήξερα ότι… Θα σου ’χα βρει τις φωτογραφίες, αλλά πρέπει να τις έχω στην Ερμιόνη.
Απογοητεύσεις έχει η θάλασσα; Λύπες;
Πολλές φορές. Πολλές φορές, γιατί κουράστηκα. Έχω κάνει εγχειρήσεις στο στομάχι, έχω πάθει γαστρορραγίες. Κουραζόμουνα πολύ κι έπαθα λαχτάρες στη ζωή μου. Να μη σ’ τα πω κείνα, δε χρειάζεται να σου πω. Έχω κάνει μία εγχείρηση έτσι και μία εγχείρηση έτσι εδώ… Είμαι, κατασφαγμένος είμαι.
Απ’ τη θάλασσα, απ’ τη δουλειά το πάθατε;
Απ’ το στομάχι μου, η κακοποίηση, η κακοπέραση. Γιατί ήμουν από μικρός, παιδί, που σου ’πα, που πήγαινα στις βάρκες που μ’ έστελνε η μητέρα μου και για να φάω ψωμί. Και από μικρός, από μικρός κακοπέρασα πολύ.
Άλλη ιστορία, έτσι;
Να πάρετε ένα βιβλίο μου άμα θέλετε, να το διαβάσετε.
Κάποια άλλη ιστορία έτσι θαλασσινή, να μας πείτε που θυμάστε;
Ιστορίες που υπόφερα, που κουράστηκα, ξέρω ’γω;
Κάποια ιστορία, έτσι, απ’ τη θάλασσα, που θυμάστε.
Πολλές. Κάτσε να σου πω μία, για να δεις. Γιατί εγώ δούλευα και τους μπακαλιάρους πολύ, το χειμώνα. Ήταν ένα ψάρεμα με απόδοση. Δεν ξέρω αν έχεις πάει απ’ όξω απ’ την Ύδρα, δεν έχεις πάει; Είναι το πέλαγος απ’ όξω απ’ την Ύδρα.
Ναι. Ανοίγει.
Έχουμε 180, μέχρι την Κρήτη έχουμε 180 μίλια, πέλαγος. Στο πέλαγος. Το ψάρι ο μπακαλιάρος έχει την πιο πολλή βιταμίνη. Πρώτος στη βιταμίνη την έχει ο μπακαλιάρος, μετά το λυθρίνι και μετά ο σαργός και το φαγκρόπουλο, βιταμίνη. Και ανοίγεσαι πολύ βαθιά, 300 οργιές βάθος, να σου δώσω να καταλάβεις. Εκεί γίνεται το πιο πολύ ψάρι, 250 οργιές, 200 οργιές. Οργιές. Μια οργιά είναι 1,80, δεν είναι; Κι εκεί δούλευα εγώ το χειμώνα πολλές φορές. Αλλά είχα καλό εργαλείο. Για δώσ’ το μου εδώ. Κείνο, εκείνο. Βιαζόσαστε να φύγετε;
Όχι, καθόλου.
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλη βάρκα, είναι 11 μέτρα, που βλέπεις. Το καλοκαίρι ξέρεις πώς ήτανε; Ανοιχτή για να κουβαλάω κόσμο, είχε τέντα. Το χειμώνα εδώ είχα σκεπαστό μπροστά, καμπίνα. Που την έβγαζα την καμπίνα, το καλοκαίρι που ’βαζα τον κόσμο, και το χειμώνα την έβαζα την καμπίνα. Είχε δυο τιμόνια, πίσω μπρος. Κι έμπαινα στην καμπίνα και με τον αέρα πήγαινα στο πέλαγος. Έριχνα τα παραγάδια κι έπιανα αρκετά ψάρια. Αλλά είχα εργαλείο, πολύ δυνατό εργαλείο και καλή μηχανή μέσα και πήγαινα. Και μια φορά, έχω ρίξει τα παραγάδια, δεν είχαμε και την ενημέρωση του καιρού όπως την έχουνε τώρα. Τώρα ανοίγεις κείνο και βλέπεις τι καιρό θα κάνει αύριο. Τότε καμιά φορά έμπαινε το ράδιο, έμπαινε το ράδιο καμιά φορά και, αν έλεγε καιρό, αν έλεγε καιρό. Δεν ξέραμε τον καιρό πότε θα γίνει, όπως το λέει τώρα, «αύριο θα έχουμε τόσα μποφόρ» ή «θα ’χουμε εδώ…» τίποτα, πήγαινες. Άμα πήγαινες όμως μ’ ένα εργαλείο σκάρτο, ήταν επικίνδυνο. Δεν ήτανε; Μ’ ένα εργαλείο μικρό; Εγώ, όταν έκανα αυτό το μεγάλο, είχα ένα σκάφος 6,5 μέτρα. Κι έγινε ο καιρός κι είχα ένανε μέσα που ’τανε ναυτικός, αλλά δεν ήτανε βαρκάρης ναυτικός, ήτανε βαποριέρης. Λέω: «Κάτσε εσύ στο τιμόνι, κάτσε εκεί στο τιμόνι, ωραία, και τις θάλασσες όπως έρχονται, δε θα μου τις πάρεις κατακόρυφες». Όπως είσαι έτσι, έρχεσαι κι η θάλασσα έρχεται εδώ, έτσι, δεν πρέπει να την πάρεις εδώ, πρέπει να κάνεις έτσι, για να κάνει… η βάρκα. Κατάλαβες τι γίνεται;
Ναι, ναι.
Ενώ, αν την παίρνεις, θα σου μπει μέσα. Σαν να του πεις: «Πάρ’ τη στη θα…» Κι έρχεται η θάλασσα και έρχεται απ’ τη βάρκα μέχρι τη μέση. Οι δε μπακαλιάροι βγήκαν φούσκα και πήγανε στη θάλασσα οι πιο πολλοί. Ο καιρός είχε γίνει, σορόκος. Ήμαστε βαθιά, κοντά στην Παραπόλα, αν ξέρεις. Δεν έχεις πάει κείθε;
Το ξέρω, ναι, ένα νησί, εδώ μέσα είναι.
Μπράβο. Εκείθε βαθιά ήμαστε. Τι να κάνουμε; Είχαμε το γυαλί, που σου είπα προηγουμένως, και ψαρεύαμε και πιάναμε μ’ ένα διχτάκι ψιλό και πιάναμε δόλωμα. «Πάρε το γυαλί και βγάλε θάλασσα!» Πήρε το γυαλί αυτός, γερός άνθρωπος, το γυαλί. Τότε, για σημαδούρα –για τα παραγάδια είχαμε σημαδούρες πού τα βάζεις, να ξέρεις πού είναι, ή κόπηκε, σ’ το ’κοψε ένα ψάρι, να πα’ να πιάσεις τη σημαδούρα την άλλη – είχαμε τενεκέ, δεν υπήρχε νάιλον, τενεκέδες, γκαζοτενεκέδες. Παίρνω το μαχαίρι, κόβω κι εγώ έναν τενεκέ, λες τώρα, τι θα το κάνεις. Δεν ήρθε άλλη θάλασσα. Όλες οι άλλες ήταν μικρές, αλλά αυτή η μεγάλη, η κατσούλα, που λέμε εμείς, μας μπήκε μέσα. Τέλος πάντων, ε, πήγε, μας έσβησε η μηχανή που είχαμε μέσα, είχα μια μηχανούλα μικρή, Farymann. Μας έσβησε η μηχανή, σωθήκαμε. Κάνουμε το σταυρό μας. «Φύγε, ρε, απ’ το τιμόνι». Ήρθαμε από βαθιά μέχρι όξω από την Ύδρα, μέχρι όξω, δεν μας μπήκε άλλη θάλασσα. Έπιασα εγώ το τιμόνι. Γιατί ήξερα και τη βάρκα μου. Αλλά φοβήθηκα. Λέω, Σταμάτη… Έπειτα σιγουράρεις κι ένα εργαλείο. Δεν είχαμε και λεφτά, δεν ήμουνα [01:00:00]και πλούσιος. Παιδιά είχα… Αλλά πήγα στην Ερμιόνη και παράγγειλα μία βάρκα 11 μέτρα, αυτή που σου ’δειξα τώρα εκεί. Το οποίο έκτοτε έπιασα πολλά ψάρια. Και μια φορά, αφού έριξα τα παραγάδια… Πιάναμε 30, 40, 50 κιλά ψάρια, 60 κιλά ψάρια. Μπακαλιάρους, όλο μπακαλιάρους. Τύχαινε και καμιά φορά κάνας ξιφίας, που μπερδευότανε, ξέρω ’γω; Και πήρα καλά λεφτά. Μια φορά εγώ, σηκώνοντας τα παραγάδια, ξέρεις, 250 οργιές βάρος, τα ’παιρνα, δεν είχαμε βίντζια, ούτε βίντζια είχανε βγει ούτε τίποτα, με τα χέρια, με τα χέρια. Τώρα, τι να κάνω εγώ; Βάζω σημαδούρα στο παραγάδι και πάω πιο πέρα, στη μέση του παραγαδιού, που ’χαμε άλλη σημαδούρα, και τα σήκωσα τα παραγάδια, για να πιάσω να λεβάρω να μου ’ρχεται ελαφρύ. Έλα που ’χανε πλάγια φορτώσει και βγήκαν όλα τα παραγάδια φούσκα; 180 κιλά. Μπακαλιάρους είχανε. Και ένα ξιφία 46 κιλά, καθαρό, χωρίς κεφάλι, χωρίς… Γιατί, ξέρεις, ο ξιφίας είναι απάνω.
Ναι, ε;
Κι αφού τα ψάρια είχανε βγει απάνω, πήγε κι έφαγε κι ο ξιφίας. Και μπερδεύτηκε, τον έπιασα κι αυτόν. Και ο καιρός, ο σορόκος γινότανε. Ο σορόκος γινότανε, πώς να τα αφήσω τα ψάρια τώρα; Εσύ θα τα άφηνες, άμα ήσουνα; Εγώ όμως έπρεπε να τα αφήσω και να φύγω.
Και τα άφησες όλα;
Το κατάλαβες, που λέω, παλικαριές δε σηκώνει; Λοιπόν και τα σήκωσα και τα σήκωσα τα παραγάδια. Βέβαια είχα και… Και ξέρεις τι έκανα; Η θάλασσα, όπως ερχόμουνα για την Ύδρα, ήταν στην πρύμνη, όπως σου ’δειξα προηγουμένως. Ξέρεις τι έκανα; Εγύρισα την πλώρη στον αέρα, στη φουρτούνα, κι ερχόμουνα με το πίσω.
Γιατί έγινε, γιατί το ’κανες αυτό;
Γιατί ξεθυμαίνει η θάλασσα. Η βάρκα το βάρος της μηχανής το ’χει πίσω. Δεν μπορεί να σηκωθεί στη θάλασσα. Ενώ η πλώρη, ααπ.
Κατάλαβα.
Αλλά μ’ έφερνε ίσαμε 5 μίλια την ώρα ο καιρός. Και οι θάλασσες με φέρνανε 5… Κι ήρθα μέχρι τα Ερημονήσια εδώ με το πίσω. Με το πίσω. Ξέρεις τι ιστορία είναι αυτή που σου λέω τώρα; Να τη ζήσεις εκείνη την ώρα; Είναι φοβερή ιστορία να τη ζήσεις εκείνη την ώρα. Άλλη μια φορά, πάλι το ίδιο πράμα. Αλλά εδώθε, απ’ τη Ζούρβα, που λέμε, στο πέλαγος βαθιά. Τι να τις κάνεις, μωρέ, ιστορίες; Τι; Σου αρέσουνε;
Ναι, αυτά θέλουμε, για το ψάρεμα, για αυτά, τις ιστορίες.
Κοίταξε, όπως είπες, με ρώτησες και προηγουμένως, και τώρα το ψάρι είναι επικερδής, αλλά είναι σε κάτι μικρές κοινωνίες, όπως είναι η Ύδρα, η Ερμιόνη, οι Σπέτσες. «Ψαράς είναι μωρέ. Δεν είναι…» Να φανταστείς, έρχεται μέρα ο ψαράς που παίρνει ένα χιλιάρικο. Κι η εγγονή μου, που ’ναι καθηγήτρια, παίρνει… πόσο παίρνει; 900 δεν ξέρω αν παίρνει; Τι παίρνει; Είναι καινούρια.
Ναι.
Και είναι ένας ψαράς… Που είναι στο θρανίο από… είναι 30 χρονώ, που είναι στο θρανίο από μικρό κοριτσάκι, από 6 χρονώ, και παίρνει ένα χι… 900 ευρώ το μήνα.
Και ο ψαράς μπορεί μια μέρα να πάρει ένα χιλιάρικο.
Ναι.
Και… Και το κανονικό είναι 200, 300 ευρώ, 500 ευρώ, 400 ευρώ παίρνει; Ανεξέλεγκτος. Λοιπόν, δεν είναι μία καλή δουλειά;
Είναι ακόμα, πιστεύεις, ε;
Ε;
Είναι ακόμα.
Βεβαίως.
Παρά τη μείωση κι όλα αυτά.
Δεν… Είναι καλή δουλειά. Είναι καλή δουλειά. Κοίταξε, τώρα όμως οι μεγάλοι, πώς να τους πω; Φαταούληδες; Που θέλουνε να τα φάνε όλα και πάθανε ζημιές, γιατί θέλουνε να τα παίρνουνε όλα, να παίρνουνε… Τα γριγρί, οι ανεμότρατες…
Η μέση αλιεία.
Εκεί στην Κοιλάδα που πήγες, εκεί στην Κοιλάδα που πήγες ήτανε… υπήρχε κάποτε λαβύρινθος. Τώρα είναι όλοι, να μην πω πώς είναι. Δε θέλω να τους κατακρίνω τους ανθρώπους, γιατί όλοι μας θέλουμε να παίρνουμε όλο και πιο πολλά. Δεν τους κατακρίνω τους ανθρώπους. Αυτή είναι η ανθρωπότητα κι αυτή είναι η ζωή.
Θα συνεχίσει το επάγγελμα του ψαρά να είναι το ίδιο, πιστεύεις, ε;
Βεβαίως. Βεβαίως. Δε γίνεται να… Πολλοί γίνονται. Και νέοι, νέα παιδιά. Τώρα έχουμε εδώ τρεις τέσσεροι, νέα παιδιά, που πήγανε με τα βαπόρια, πήγαν αποδώ, πήγαν αποκεί και έχουνε πάρει βάρκα και ψαρεύουνε. Ψαρεύουνε. Εδώ στο μαγαζί μας, οι πιο πολλοί αράζουν δω, το είδες το λιμανάκι τώρα;
Ναι.
Εμείς έχουμε πάντα το καλύτερο ψάρι και το καλύτερο καλαμάρι. Ιδίως στο μαγαζί μας το καλαμάρι είναι η σπεσιαλιτέ, είναι 33 χρόνια μαγαζί αυτό που βλέπεις, με το γιο μου, αυτό το μαγαζί που βλέπεις.
Μάλιστα.
Αλλά μας τα φέρνουνε όλοι οι ψαράδες. Μην τους πεις όμως ότι, ξέρεις, είναι ακριβά. Δε σ’ τα ξαναφέρνουνε. Αλλά τι να κάνεις;
Μάλιστα. Ωραία. Κάτι άλλο, έτσι, που θες να κάνεις; Κάποια ευχή για τη θάλασσα, για τον ψαρά;
Εμένα η ευχή μου, φίλε μου, σ’ την είπα και προηγουμένως, η ευχή μου είναι να μπει νόμος και να αφήσουν ένα μέρος να ψαρεύουν οι ψαράδες, το ένα τρίτο της Ελλάδος. Και μετά από 5 χρόνια το άλλο τρίτο. Και να αφήσουν αυτό που ψαρέψανε. Η Ελλάδα είναι πολύ ψαρότοπος. Πρώτα απ’ όλα γιατί έχει πολλά νησιά. Το κατάλαβες; Αυτή είναι, αυτή είναι η ευχή η δική μου. Εγώ βέβαια είμαι μεγάλος άνθρωπος, θα ’χω φύγει. Αυτοί οι δύο. Και να μπει λίγο ο νόμος για τους ψαράδες, για το καλό τους. Άμα υποφέρουνε… Δεν υποφέρουνε πολύ, θα πάνε εκεί να ψαρέψουνε, στα 5, στο ένα τρίτο της Ελλάδος. Δεν υποφέρουνε πολύ. Τώρα τα σκάφη τους είναι σπίτια. Τα σκάφη τους τώρα, σου είπα, έχουν τα κρεβάτια τους, έχουνε τον καμπινέ τους, έχουνε το μαγειρείο τους, έχουνε και τι δεν έχουνε μέσα. Το κατάλαβες τι σου λέω; Τη μουσική τους. Ό,τι θέλεις έχουνε.
Σε διαφορετική περίπτωση, αν δε γίνει αυτό, ποιο είναι το μέλλον της θάλασσας όμως; Άμα συνεχιστεί αυτή η κατάσταση;
Για το ψάρεμα το μέλλον; Τίποτα. Όλο θα πηγαίνει προς τα κάτω, κι αντί να τρώμε το ψάρι 30 ευρώ, θα το τρώμε 80. Κατάλαβες; Αυτά που σου λέω είναι βασικά πράματα. Σου είπα, εγώ μπορεί να μην είμαι, αλλά αυτά τα πράματα, δυστυχώς εκεί θα καταλήξουμε.
Και με τη μόλυνση τι πιστεύεις; Με τη μόλυνση, για τη μόλυνση της θάλασσας. Για τη μόλυνση, για το…
Για τη μόλυνση δεν μπορεί να κάνει κανείς τίποτα, τι να κάνει; Αυτό είναι, είναι μεγάλο πρόβλημα. Η θάλασσα είναι κι επικίνδυνος από το νάιλον. Το νάιλον, η σακούλα που υπάρχει και το μπουκάλι, η σακούλα… Τώρα έχουνε μπει κάποιο νόμοι για την καθαριότητα της θάλασσας, έχουνε μπει κάτι νόμοι. Αυτά, αυτά μπορεί να μας σώσουνε, ας πούμε, ο νομος, αλλά να γίνει νόμος. [01:08:09] Όχι επειδής έχω εγώ τον βουλευτή μου και πάω και με κόβει, μου γλιτώνει το πρόστιμο. Το κατάλαβες;
Έχει κάποια ευθύνη και ο ψαράς, ε;
Την έχουμε… Την έχουμε δείρει τη θάλασσα, την έχουμε δείρει. Την έχουμε, παρ’ όλα τα, όλα τα καλά που μας προσφέρει… Το σφουγγάρι, πού ειν’ το; Η σφουγγαλιεία ξέρεις τι επικερδής αντικείμενο ήτανε, η σφουγγαλιεία; Εσύ πρέπει να τα ξέρεις, δε γίνονται αυτά τα πράματα; Τα καΐκια που βγαίνανε, οι δύτες που πηγαίνανε, οι δύτες που πηγαίνανε. Πολλά λεφτά, πολλά λεφτά. Πού ’ναι; Χάθηκε, πάει. Απ’ τα κατάλοιπα, το σφουγγάρι είχε σκουλήκι, ξέρεις, είναι ένα σκουλήκι είναι, που γίνεται. Ψόφησε το σκουλήκι, παν τα σφουγγάρια, παν τα σφουγγάρια. Παρηγορηθήκαμε με το νάιλον, το σφουγγάρι το νάιλον, παν τα σφουγγάρια. Δεν υπάρχουν σφουγγάρια πουθενά.
Και φύκια κάτω, χάθηκαν αυτά; Το μαρούλι, που λέτε; Αυτό έχει μειωθεί, έχει χαθεί;
Όχι.
Όχι.
Δεν έχει χαθεί, δεν έχει χαθεί. Μόνο που ’χει λερωθεί. Λερώνεται, τα φύκια λερώνονται. Μην κοιτάς εδώ, η Ύδρα είναι ένα νησί που κάνει πολύ ρέμα, να σου δώσω να καταλάβεις. Κάνει ρέμα και πάει κι έρχεται. Αλλά το κατάλοιπο ή το αυτό κάπου θα βρει να πάει να κάνει το λιμάνι του, το κατάλοιπο, το μικρόβιο, να σ’ το δώσω να το καταλάβεις. Έτσι, έτσι γίνεται. Έτσι γίνεται. Φάτε το γλυκούλι σας.
Μάλιστα. Όχι. Αυτά. Κύριε Σταμάτη, ευχαριστούμε.
Να ’στε καλά, παιδιά.
Θες κάτι άλλο να πεις; Γύρω απ’ το ψάρεμα και τη…
Απ’ το ψάρεμα δεν έχω να σας πω τίποτα άλλο. Πολλά πράγματα σας είπα.
Είσαι αισιόδοξος…
Σας είπα ότι πρέπει να σέβεσαι τη θάλασσα, να ψαρεύεις τεχνικά, με μυαλό. Θέλει μυαλό, μη νομίζεις ότι άντε, τα ρίξαμε και… Θέλει μυαλό για να πιάσεις ψάρια. Όπως κι από, όπως σου ’πα απ’ την αρχή. Θέλει μέτρο για να πιάσεις ψάρια, θέλει μυαλό.
Οι ερασιτέχνες κάνουνε ζημιά;
Κάνουνε. Οι ερασιτέχναι είναι πιο καλοί απ’ τους ψαράδες. Κάνουνε… Ήθελα να σ’ το πω και πιο μπροστά, αλλά και τι να σου πω, να πάρω την κακή χάρη τώρα εγώ. Πώς θα το…
Κάνουν ζημιά, πιστεύεις;
Πρώτα απ’ όλα οι ερασιτέχναι οι πιο πολλοί έχουνε λεφτά, πρέπει να αγοράζουνε τα καλύτερα εργαλεία. Τι να τους πω; Να μην το κάνετε; Δεν μπορώ να το πω εγώ να μην το κάνετε. Σου ’πα, χρειάζεται νόμος. Μ’ αυτό που σου λέω, εγώ, ένας ψαράς, να μην πω καλός, ένας βλάκας, χρειάζεται νόμος. Να δεις πόσο, μπορεί να υποφέρουνε 5 χρόνια οι ψαράδες, [01:10:00]αλλά μετά οι ίδιοι θα το θέλουνε αυτό το πράγμα. Οι ίδιοι θα το θέλουν αυτό το πράμα. Γιατί όταν μείνει η θάλασσα 5 χρόνια χωρίς να πέσει αγκίστρι ή να πέσει δίχτυ ή να πάει ανεμότρατα ή να πάει συρόμενο ή να πάει ό,τι και να πάει, ή δυναμίτης ή φλόμος… Φλόμο, τον ξέρεις τον φλόμο;
Το φυτό, που ρίχνανε.
Το φυτό και τη σκόνη. Και η σκόνη, είναι και μία σκόνη. Άλλη παρανομία.
Αυτό γίνεται ακόμα όμως;
Σε πολλούς, σε πολλά μέρη, αμέ. Πώς δε συνεχίζεται; Αμέ. Πώς δε συνεχίζεται;
Μάλιστα. Ωραία. Ευχαριστούμε πολύ.
Να ’σαι καλά, αγόρι μου, να ’σαι καλά.
Photos

O Σταμάτης Βλαχοδημήτρης
O αφηγητής Σταμάτης Βλαχοδημήτρης
Summary
Συνέντευξη με τον αλιέα Σταμάτη Βλαχοδημήτρη από την Ύδρα, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του project «Ιστορίες Ψαράδων. Προφορικές Ιστορίες από τον Αργολικό Κόλπο», που διεξήχθη από το Istorima σε συνεργασία με την Argolic Environment Foundation (AEF).
Narrators
Σταμάτης Βλαχοδημήτρης
Field Reporters
Stavros Vlachos
Interview Date
12/04/2022
Duration
70'
Summary
Συνέντευξη με τον αλιέα Σταμάτη Βλαχοδημήτρη από την Ύδρα, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του project «Ιστορίες Ψαράδων. Προφορικές Ιστορίες από τον Αργολικό Κόλπο», που διεξήχθη από το Istorima σε συνεργασία με την Argolic Environment Foundation (AEF).
Narrators
Σταμάτης Βλαχοδημήτρης
Field Reporters
Stavros Vlachos
Interview Date
12/04/2022
Duration
70'