Ιστορίες Ψαράδων του Αργολικού Κόλπου: Κώστας Σύρμας
Segment 1
Οι Σπέτσες και το ψάρεμα στα παιδικά χρόνων του Αφηγητή
00:00:00 - 00:03:19
Partial Transcript
Λοιπόν, είναι Παρασκευή 15 Απριλίου, είμαστε στις Σπέτσες, λέγομαι Βλάχος Σταύρος. Το όνομά σας; Κώστας Σύρμας. Κυρ-Κώστα, ευχαριστούμ… είχε δύο παιδιά, αλλά με γκρινίτσες και χωρίσαμε μετά. Εγώ έφτιαξα το καϊκάκι, το ’χω 40 χρόνια. Με την κυρά εδώ μέσα. 40 χρόνια. Λοιπόν…
Lead to transcriptSegment 2
Η εμπειρία με την πρώτη βάρκα του Αφηγητή
00:03:19 - 00:11:47
Partial Transcript
Tο πρώτο σου… η πρώτη σου βάρκα, το καΐκι ποιο ήτανε; Ο… απ’ αυτό που είδες, εκεί, άλλα δύο. Άλλα δύο. Τρία, τέσσερα στη Ντουμπρένα που πο…ρά; Φοβήθηκα, ναι. Αιγαίο πέλαγος ήτανε εκείνο εκεί, ήτανε μπουνάτσα, αν ήτανε μελτέμι; Έρχεται από την Θεσσαλονίκη ο καιρός, από πάνω.
Lead to transcriptSegment 3
Παράνομες μέθοδοι ψαρέματος
00:11:47 - 00:15:47
Partial Transcript
Μάλιστα. Για πες μου λίγο, έτσι, για τα ψαρέματα να γυρίσουμε πάλι. Τα ψαρέματα. Εδώ ο τόπος, ο Αργολικός, τα μέρη σας ήταν από παλιά πλ… Εδώ, στο μπογάζι. Πώς τις κόβανε; Τον καιρό που ήτανε φουρτούνες και έβρεχε, ποιος θα ’τανε, ποιος θα έβγαινε όξω να τον ελέγξει; Λοιπόν.
Lead to transcriptSegment 4
Οικολογική καταστροφή της θάλασσας
00:15:47 - 00:19:46
Partial Transcript
Η θάλασσα έχει τόσο μεγάλη καταστροφή πάθει, πιστεύεις; Ναι, ναι. Καταστρέφτηκε. Την πρώτη χρονιά εγώ που δούλεψα με την κυρά, 6 τσουβαλάκ…ησα τα παιδιά μου, ας πούμε, εντάξει. Δόξα τω Θεώ. Έχουμε βγάλει τη συνταξούλα, μικρή είναι, αλλά ε, και μ’ εκείνην ακόμα. Τι να κάνουμε;
Lead to transcriptSegment 5
Εμπειρίες του Αφηγητή από φουρτούνες
00:19:46 - 00:27:06
Partial Transcript
Ψαράδες γίνονται όμως τώρα εδώ πέρα οι νέοι; Όχι, δε γίνονται, όχι. Δε γίνονται. Εδώ και 3-4 χρόνια είχα φτιάξει του Αργύρη ένα σπιτάκι εδ…κάνει 10 μποφόρ, ξέρω ’γω; Είναι, αυτά τα καϊκάκια, ας πούμε, είναι για τόσο, για 5, 6, 7 μποφόρ, μέχρι 7 μποφόρ, ας πούμε, να ταξιδέψεις.
Lead to transcriptSegment 6
Μερικά από τα αλιευτικά «τρόπαια» του Αφηγητή
00:27:06 - 00:35:03
Partial Transcript
Και ο ψαράς είναι δεμένος με το σκάφος του; Πολύ. Πολύ, εγώ είμαι πολύ δεμένος. Ήρθαν, ήτανε για να το ’σπαζα και δε μ’ άφησε η κυρά μου. …πνοι ανθρώποι οι Ιταλοί, μάρκες. Μάλιστα. Α.Σ.: Και εργαλεία ωραία, πες. Ε, ναι, εργαλεία… Α.Σ.: 40 χρόνια μπροστά. Εργαλεία…
Lead to transcriptSegment 7
Σχόλια για τη φύση και το μέλλον του επαγγέλματος
00:35:03 - 00:37:49
Partial Transcript
Μάλιστα. Ωραία. Ωραίες ιστορίες όλες. Για τη θάλασσα τι πιστεύεις; Έχει μέλλον η θάλασσα; Όχι. Α.Σ.: Κοφτά. Όχι. Όχι. Όχι. Κάθε χρόνο…έλλον για τις επόμενες γενιές πρέπει να το σκέφτεται ο ψαράς; Όταν ψαρεύει; Κοίταξε εδώ, εμείς τώρα… εμείς τώρα τα φάγαμε τα ψωμιά μας.
Lead to transcriptSegment 8
Παράνομες μέθοδοι ψαρέματος
00:37:49 - 00:39:13
Partial Transcript
Έχει καλή νοοτροπία όμως ο Έλληνας ψαράς; Ή κάποιοι δεν είναι τόσο καλοί στη νοοτροπία; Κάνουν παρανομίες κάποιοι; Εκεί θέλω να κάνω, να κ… λέμε. Δεν έχω ακούσει τώρα. Γιατί εγώ κοιμάμαι και μέσα, έχω τα ρούχα εκεί χάμω, το ’χω ξενοδοχείο το καϊκάκι. Ναι, μ’ αρέσει, μ’ αρέσει.
Lead to transcriptSegment 9
Σχόλια του Αφηγητή για το επάγγελμα
00:39:13 - 00:40:34
Partial Transcript
Και στη θάλασσα τι σ’ αρέσει περισσότερο; Κοίταξε εδώ, η καθαρή από κείνην, πιο καθαρόν αέρα είναι απ’ τη θάλασσα, δεν τα βλέπεις; Όσοι έ… τρία εγγόνια. Μήτε στη βάρκα να ’ρθούνε. Και έτσι θα πάει το πράμα. Ευχαριστούμε πολύ, κυρ-Κώστα. Τίποτα. Κι εγώ. Να ’σαι καλά.
Lead to transcript[00:00:00]Λοιπόν, είναι Παρασκευή 15 Απριλίου, είμαστε στις Σπέτσες, λέγομαι Βλάχος Σταύρος. Το όνομά σας;
Κώστας Σύρμας.
Κυρ-Κώστα, ευχαριστούμε γι’ αυτά που θα πεις. Για πες μου λίγο για σένα εδώ, πότε γεννήθηκες, πού;
Λοιπόν, είμαι γεννημένος εγώ το 1946. Αρετή, για πες μου την ημερομηνία, γιατί τα ξεχνάω εγώ, είμαι και λιγάκι αγράμματος, ε; Να ξέρετε.
Τώρα, επροχτές. Τέσσερις τετάρτου… γράφει; Η ταυτότητα, τέσσερις;
Τέλος πάντων.
Το 1946.
Ναι.
Απρίλη, ναι. Λοιπόν, από 9 χρονών, όπως θα… εδώ μέσα. Σ’ άλλα καΐκια. Ήμουνα συνέταιρος με τον αδερφό μου, μ’ αυτόν που σου ’δειξα κει πάνω.
Πώς ήταν τότε εδώ, οι Σπέτσες τότε;
Οι Σπέτσες ήταν πιο ωραία. Απλός κόσμος. Τώρα ο κόσμος είναι λιγάκι πονηρός.
Το ψάρεμα το ’χε πάντα εδώ πέρα ο τόπος;
Είχε ψάρια. Είχε ψάρια και γι’ αυτό εμείναμε εδώ και μας άρεσε αυτή η δουλειά, ας πούμε. Μας άρεσε πάρα πολύ. Αλλιώς δεν καθόμαστε.
Οι Σπέτσες, είχε παράδοση στους ψαράδες; Είχε ψαράδες από παλιά;
Είχε, ναι. Και πιο πολύ. Και πιο πολύ, αλλά επεθάνανε οι παλαιοί, όλοι. Έχουνε πεθάνει… πού… Η Κουνουπίτσα είχε 10 παραγαδιάρικα, καΐκια μεγάλα από τούτο δω. Και πηγαίνανε προς τη Μήλο, Γερακούλα, Φαλκονέρα δηλαδή, και πιο μακριά. Και με τα κουπιά ακόμα πηγαίνανε εκείθες.
Για πες τότε, πώς ήτανε το ψάρεμα;
Τότενες; Πηγαίναμε στη Φαλκονέρα και για δυο ημέρες εγεμίζαμε 500, 600, 700 κιλά ψάρια, γόπα, κολιό, μπαρμπούνια, αστακούς. Όπως σ’ τα είπε. Και φεύγαμε κατευθείαν, ερχόμαστε εδώ, ουροί ο κόσμος. Ουροί ο κόσμος. Κι έπαιρνε. Τώρα δε βλέπεις ψυχή. Ψυχή δε βλέπεις τώρα.
Εσύ πότε ξεκίνησες ως παιδάκι;
Από… από τότενες. Και με τα κουπιά, δεν υπήρχανε μηχανές.
Ναι, ε;
Και με τα κουπιά και το πανί, που πρωτοέπιασα εγώ, που είδα. Μετά, περνάγανε τα χρόνια, βάλαμε μια μηχανούλα, πήγαμε και την πήραμε από την Πελοπόννησο, από έναν δικόν μας άνθρωπο. Με τα κουπιά πήγαμε, βάλαμε τη μηχανούλα, μια οκτάρα Παπαθανασίου, τη βάλαμε μέσα και τη φέραμε εδώ. Φτιαχνότανε, στην Κουνουπίτσα πιο πάνω λιγάκι, εκεί σ’ ένα μέρος ένας μάστορας, τη βάρκα, τη βάλαμε τη μηχανή μέσα. Ε, τα πράματα… βιντζάκια, μετά κάναμε βίντζια, από αυτοκίνητα τα…
Ναι, ναι.
Ναι, τα πηγαίναμε σε μάστορα, έφτιαχνε καρούλες, κι έτσι πιάσαμε εμείς σαν πιο νέοι… Αλλά τώρα έχουνε γίνει πολύ ανώτερα, με βυθόμετρα, με GPS, πώς τα λένε. Τώρα, βλέ… το ψάρι, έπιασες το ψάρι εδώ σήμερα, πας και αύριο στο ίδιο μέρος. Τώρα, έτσι… με το μυαλό πηγαίναμε, ούτε και βυθόμετρα δεν είχαμε. Ούτε και βυθόμετρα δεν είχαμε.
Εσύ πώς έμαθες το ψάρεμα; Με τον πατέρα σου;
Ε, με τη… Με τον πατέρα μου. Δώσ’ του, δώσ’ του, δώσ’ του, δώσ’ του, δώσ’ του, δώσ’ του. Λοιπόν, ήμουνα με τον αδερφό μου. Μετά από τον αδερφό μου, ε, μεγαλώναν τα παιδιά. Εγώ τον Αργύρη είχα, δύναμη ήτανε λίγη. Ο αδερφός μου είχε δύο παιδιά, αλλά με γκρινίτσες και χωρίσαμε μετά. Εγώ έφτιαξα το καϊκάκι, το ’χω 40 χρόνια. Με την κυρά εδώ μέσα. 40 χρόνια. Λοιπόν…
Tο πρώτο σου… η πρώτη σου βάρκα, το καΐκι ποιο ήτανε;
Ο… απ’ αυτό που είδες, εκεί, άλλα δύο. Άλλα δύο. Τρία, τέσσερα στη Ντουμπρένα που πουλήσαμε, τον «Καπτα-Θεοδόση» πέντε, το καΐκι που σπάσαμε, την τράτα, έξι, βιντζότρατα, αυτή τη φέραμε με τον Αργύρη από την Ιερισσό. Θα σου πω την ιστορία της Ιερισσού, που φέραμε την τράτα.
Πώς τη φέρατε;
Πώς τη φέραμε; Τη βρήκε ο Αργύρης στην εφημερίδα. Τη βρήκε στην εφημερίδα, μου λέει: «Πατέρα, έτσι κι έτσι». Πήραμε τηλέφωνο, πήγαμε, από Περαία Αθήνα, λεωφορεία, ξέρω ’γω, τρένα, και πήγαμε στην Ιερισσό, το είδαμε το καΐκι, τα κανονίσαμε. Έκανε τότενες, το πήραμε 11 εκατομμύρια. Το πήραμε. Δύο τράτες, το βίντζι, αυτό το βυθόμετρο –σκέψου πόσα χρόνια είναι αυτό το βυθόμετρο, είναι εξακοσάρι– και το παλαμίσαμε το καΐκι, είχε μια μηχανή 200 άλογα, Mercedes αυτοκινήτου. Αλλά δεν ήτανε θαλάσσιες οι μηχανές αυτές, ήτανε για αυτοκίνητα για στεριές. Κι εμείς δεν το ξέραμε. Το πήραμε κι ερχόμαστε. Τώρα εγώ σου λέω, τον καιρό που έφυγε ο Αργύρης από στρατιώτης, μόλις απολύθηκε. Την ώρα που φύγαμε από κει, μου λέει ο Αργύρης: «Ξέρω» λέει «πού είναι ο Καλόγερος, πού…» είχε χάρτη, κουμπάς, ας πούμε, ήξερε. Εγώ δεν είχα πάει κείθες πάνω.
Ναι.
Αλλά το μυαλό μου ήτανε… Την ώρα που φύγαμε, το τελευταίο ποδάρι της Ιερισσού, εκεί στο Άγιο Όρος, του λέω: «Μέχρι το [00:05:00]βράδυ» του λέω «θα ζυγώσουμε πολύ κοντά στις Σπέτσες. Είδα το δρόμο, ας πούμε, που έχεις 200 άλογα μηχανή. Εκεί που είπα και κυβέρναγα, κάνω έτσι τα ρολόγια και βλέπω το ρολόι και μ’ ανέβαζε θερμοκρασία, μας ανέβαζε. Κράτου. Τι γίνεται τώρα; Την κοιτάγαμε τη μηχανή από τις 10:00 η ώρα το πρωί μέχρι την άλλη μέρα, στο Αιγαίο πέλαγος, επί ξύλου κρεμάμενοι. Ευτυχώς ήτανε μπουνάτσα. Μάης μήνας ήτανε. Ελύναμε απ’ τη μηχανή και δέναμε, ελύναμε και δέναμε να βρίσκαμε τη ζημιά που είχε η μηχανή. Με λίγα λόγια, την άλλη μέρα… Βάζαμε νερά γλυκά, τααα, εφεύγανε, γιατί δεν ξέραμε από πού τα… τα έχει.
Τα ’βγαζε.
Ναι. Την ώρα που βρήκα εγώ τη ζημιά, του λέω: «Αργύρη, τη ζημιά τηνε βρήκα, αλλά σκέψου κι εσύ τι θα κάνουμε. Αυτό το προπελάκι» του λέω… Ήταν ένα… αυτό λέγεται, ένα προπελάκι, γυρί… είναι, γυρίζει αυτό, αυτός ήταν το αξονάκι στη μηχανή απάνου. Και το είχανε κολλήσει αυτό. Το είχανε κολλήσει και ξεκόλλησε με τη δύναμη…
Κατάλαβα.
Τα νερά της μηχανής. Και δεν έδινε νερά να περνάγανε στη μηχανή. Του λέω: «Τώρα που το βρήκαμε, σκέψου τι να κάνουμε. Φέρε μου πρόκες» του λέω. Βάλαμε πρόκες εδώ μέσα, τις εχτύπησα, μόλις έβαζα εμπρός, τις επέταγε.
Ναι, ε;
Τίποτα. Τώρα, για να έλυνες μηχανές και τέτοια, πέρναγε μια ώρα, μιάμιση. Δεν ήτανε… «Σκέψου» του λέω. Είχαμε βολίμια. Βολίμια. Είχαμε το πετρογκάζι, ελιώναμε σ’ ένα μπρικάκι βολίμι και χύναμε εδώ μέσα, το γιομίζαμε τη γούβα. Μπας και… Τίποτα. Τι κάνουμε τώρα; Εκεί, μόνο με περικάλιες και με το σταυρό. Του λέω: «Αργύρη, φέρε μου ένα τελάρο». Είχαμε τελάρα ξύλινα. Παίρνω ένα μαχαίρι και κόβω σφηνάκια, σφηνάκια. Κι όπως ήτανε το αξονάκι εκεί, ας πούμε, το γιόμισα γύρω γύρω με σφηνάκια εγώ, με ξύλο, σφηνάκια, δυνατά. Τραβήξανε και νερό και φουσκώσανε, βάλαμε μπρος, μισή ώρα, μια ώρα, δυο ώρες. «Μη φοβάσαι» του λέω. «Μην ανοίγεις τη μηχανή άλλο, ας είναι πιο… ας πάμε δυο ώρες πιο… αρκεί να γυρίζει η προπέλα». Τέλος πάντων, νυχτώσαμε σ’ ένα μέρος, στο… πώς το λένε; Κάτω απ’ τη Σκιάθο, εδώθες. Γιατί μας πήγε ο καιρός κατά μέσα λίγο και περάσ…
Σκύρο;
Σκύρο με… Όχι, την περάσαμε τη Σκύρο, είναι βαθιά η Σκύρος. Η… πώς το λένε εκεί, μωρέ; Η Σκόπελο. Περάσαμε από μέσα, απ’ τη Σκόπελο κι άλλο ένα νησάκι, δε θυμάμαι, τα Γιούρα; Όχι τα Γιούρα, δε θυμάμαι ποιο άλλο νησάκι ήτανε. Ενυχτώσαμε. Γιαλό, γιαλό, γιαλό, γιαλό, γιαλό, ότι έπαιρνε να μούγκωνε, έγινε το φεγγάρι. Το βυθόμετρο αυτό ανοιχτό ολοένα, για να βλέπαμε ξέρες κάτω, να μην πέφταμε όξω, οι οργιές... Ερχόμαστε, ερχόμαστε, ερχόμαστε, περάσαμε από τη Σύμη. Την περάσαμε τη Σύμη. Ε, φεγγάρι ήτανε, βλέπαμε τις στεριές, τα βουνά, βλέπουμε ένα φωτάκι.
Η Κύμη. Η Κύμη.
Η Κύμη, μπράβο, ναι, η Κύμη. Περάσαμε, βλέπω ένα φωτάκι, του λέω: «Αργύρη, ένα φωτάκι απάνω κοντά, να ρωτήσουμε πού είναι ο Καλόγερος».
Ναι, τα νησιά.
Πάμε κοντά, ψαρεύανε για καλαμάρια, ένα βαρκάκι εκεί, ένα πλαστικό. Του λέμε: «Ρε παιδιά –νύχτα τώρα, ε; δέκα, έντεκα η ώρα πήγε– θέλουμε να πάμε στο τάδε μέρος, στον Καλόγερο». Στον Καλόγερο, ναι, έτσι λέγεται. Λέει: «Θα βαστήξετε με αυτό το άστρι». Ε, τότενες κι εμείς ξέραμε τα άστρια, με το ένα, με το άλλο, με τον ήλιο… Θα σου πω μετά τις άλλες ιστορίες. Ναι, αλλά το άστρι δεν καθόταν εκεί μισή ώρα και μια ώρα. Όλο κατέβαινε. Εμείς το άστρι φυλάγαμε να πηγαίναμε. Εκεί που ξέρω ’γω τι, πέσαμε σε βουνά. Νύχτα ήταν, δεν είχαμε ταξιδέψει τόσο γιαλό, ας πούμε, σβήσαμε τη μηχανή, σηκωθήκαμε… Τη σβήσαμε τη μηχανή δηλαδή κατά τις δύο η ώρα, τη νύχτα, τρεις. Εκεί που ήμαστε και κουρασμένοι, μας πήρε ο ύπνος, επ! Πετάγομαι, τέλος πάντων, βάλαμε μπρος, κοιτάμε πέρα πέρα, λέμε: «Τι γίνεται εδώ τώρα;» «Να ένα καΐκι» του λέω «ένα διχτυάρικο. Πα’ να ρωτήσουμε πού είναι…» Ζυγώσαμε στο διχτυάρικο, του λέμε: «Ρε παιδιά, τον Καλόγερο;» «Α, όπως πάτε» λέει. «Εκείνος ο κάβος είναι το νησάκι να, που βαθαίνει ο Καλόγερος. Από γιαλό» λέει «θα περάσετε» λέει «και…» Με λίγα λόγια, ήρθαμε εδώ το βράδυ. Ταξίδεμα. Περάσαμε Μακρόνησα, περάσαμε Πεταλιούς, πώς τα λένε εκεί, απέναντι ήτανε η Άντρο, περάσαμε στη…
Το Κάβο Ντόρο, ε;
Το Κάβο Ντόρος, που… ναι, όχι Καλόγερος. Ο Κάβο Ντόρος, μπράβο. Αποκεί περάσαμε εκεί, πέσαμε σ’ ένα νησί, στο… ημέρα εντωμεταξύ, στο… πώς το λένε;
Στη Τζια;
Όχι, τα περάσαμε εκείνα, ήρθαμε κάτω. Στο Τζώρτζη.
Α, στο Τζώρτζη, ναι.
Απ’ τη μέσα μπάντα το Τζώρτζη και βαστήξαμε μετά στη…
Ύδρα, εδώ;
[00:10:00]Όχι στην Ύδρα. Ε, ναι, τον κάβο… Τσελεβίνια! Από βαθιά τώρα, όλα αυτά, όχι μέσα, από βαθιά. Εντωμεταξύ είχαμε το τηλέφωνο, παίρναμε το Ελλάς Ράδιο, δεν ξέρω, δεν μας απάνταγε, για να τους λέγαμε ότι έτσι κι έτσι.
Και δεν απάνταγαν;
Όχι. Δεν έπιανε, δεν ξέρω γιατί. Ε, αυτά που σου λέω εγώ τώρα, μία κυρία αποδώ είχε τον Άγιο Ταξιάρχη, εκκλησία θαματουργιά, και φεύγει απ’ το σπίτι της και πάει στη μάνα μου. Και της λέει: «Μη φοβάσαι» λέει «για τον Κώστα. Θα ’ρθούνε τα παιδιά, καλά είναι, θα ’ρθούνε» λέει. Αυτή εκουβέντιαζε με αγίους, με τον άγιο, κουβέντιαζε και… Α, το λέγανε και το καΐκι «Αρχάγγελο», το λέγανε.
Μάλιστα.
Μόλις, με λίγα λόγια, ήρθαμε εδώ απ’ όξω, του λέω: «Άνοιχ’ τη της μηχανής τώρα. Μη φοβάσαι, κοντά είμαστε». Με το μόλις της ανοίξαμε εδώ, έκανε 10 μίλια το καΐκι αυτό, ήταν ένα μακρινάρι, ναι. Εκεί που της άνοιξε, τα πέταξε. Και τα ξύλα… Ε, δύναμη μεγάλη, μεγάλη μηχανή, κατάλαβες; 200 άλογα μηχανή Mercedes, αυτοκινήτου. Ε, ήρθαμε εδώ, αράξαμε. Η ζημιά της ήτανε όλη της μηχανής 50 δραχμές. Πήγαμε στο Κρανίδι, πήραμε αυτό το αντάλλαγμα και το βάλαμε στη μηχανή και δουλέψαμε κάνα… κάνα δυο χρόνια. Ε, μετά μας έκανε κάτι ζημιούλες, την πετάξαμε και βάλαμε αυτή τη μηχανή που έχει ο Αργύρης μέσα, καινούρια. Κι αυτή η μηχανή ήτανε στου Αργύρη το καΐκι. Πέσαμε δίπλα εδώ στο καρνάγιο και τις κάνανε τις ανταλλαγές. Τη μηχανή αυτή την πήγα στο σπίτι εντωμεταξύ.
Ναι.
Μόλις τη σπάσαμε την τράτα.
Φοβήθηκες εκείνη τη φορά;
Φοβήθηκα, ναι. Αιγαίο πέλαγος ήτανε εκείνο εκεί, ήτανε μπουνάτσα, αν ήτανε μελτέμι; Έρχεται από την Θεσσαλονίκη ο καιρός, από πάνω.
Μάλιστα. Για πες μου λίγο, έτσι, για τα ψαρέματα να γυρίσουμε πάλι.
Τα ψαρέματα.
Εδώ ο τόπος, ο Αργολικός, τα μέρη σας ήταν από παλιά πλούσια;
Πλούσια, ναι. Θα σου πω τώρα μια ιστορία σαν τα δίχτυα που έχει ο Αργύρης, εγώ τα πρωτοέβγαλα αυτά τα χοντρά, τις χοντράτσες αυτές. Γι’ αυτό μου ’χουνε φύγει και οι σπόντυλοι. Τέλος πάντων, βαριά πράματα. Πήγα την πρώτη μέρα… Α, τον καιρό που φτιάχνω, έφτιαχνα… χωρίσαμε με τον αδερφό μου εντωμεταξύ, μεγαλώσαν τα παιδιά, δε μονιάζαμε κι έφτιαξα το καϊκάκι. Και πηγαίναμε στην Ύδρα, στις ξέρες της Ύδρας, και πετυχαίνω τα μανάλια, κι αφού γιόμισε το καΐκι, έκανα το σταυρό μου και λέω: «Φτάνουνε, Θεέ μου» λέω «φτάνουνε, φτάνουνε». Και πιο πολλά ερχόντουσαν. Κατάλαβες τι γίνεται; Τόσα ψάρια είχε. Κι όχι μια φορά και δύο, πολλές φορές, ας πούμε, αυτά τα… Τώρα χαθήκανε. Εχαθήκαν εντελώς. Που εδώ στον μπάγκο, στο βασιλικόνε, που λέμε, τι να σου λέω. Εφορτώναμε.
Κι εδώ και κοντά και στα λιμάνια όλα;
Εδώ, να, εδώ από κάτω ερχόντουσαν τα ψάρια. Δεν υπάρχει τίποτα τώρα. Τώρα, τι συμβαίνει; Εντωμεταξύ, είναι και τα παράνομα εργαλεία.
Για πες μου γι’ αυτό.
Τα παράνομα. Θα σ’ το πω τώρα. Ο αδερφός του έχει τώρα το… δουλεύει τράτα. Είναι απαγορευμένη η τράτα, εγώ την έσπασα όμως την τράτα. Μπορούσα να τη βάσταγα και να ’δινα ένα φακελάκι του λιμενάρχη και να δούλευα.
Ο, δεν πειράζει, δεν πειράζει, δεν πειράζει, γιατί…
Άκουσε εδώ.
Άκουσε εδώ, άκουσε εδώ.
Απλά μη μιλάτε, γιατί ακούγεται μόνο ο κύριος Κώστας, πρέπει να ακούγεται.
Άκουσε εδώ. Έχω αγανάκτηση και γι’ αυτό τα λέω. Έχω αγα… Την καταστρέψαν τη θάλασσα.
Γιατί κάνουν τόσο καταστροφή αυτά;
Αφού πιάνουν το μαριδάκι το τέτοιο; Το σκουληκάκι με τα… τώρα θα γεννήσουνε τα ψάρια; Δεν πρέπει να μεγαλώσουνε, να ’ρθούνε άλλα ψάρια; Αφού το πιάνουνε;
Τι άλλο καταστρέφει τη θάλασσα;
Η παράνομη αλιεία, δηλαδή οι ερασιτέχνες και λέω… Αυτά τα καλάμια.
Κάνουν ζημιά αυτοί, έτσι;
Μεγάλη ζημιά. Στις συναγρίδες, σε όλα τα ψάρια, δεν έχουν αφήσει τίποτα. Και δεν είναι ένας, πέντε, κι είναι όλοι αυτοί χωρίς άδειες, είναι έτσι… ερασιτέχνες είναι. Κι έρχονται κι αγοράζουνε σουπιές από μας 2-3 ευρώ τη μία και πάνε και κάνουνε μεροκάματα βαρβάτα. Μία ζημιά. Και μία που μπλοκάρουνε το εστιατόριο; Από… πώς να δουλέψει ο επαγγελματίας; Πώς να δουλέψει; Που θα του πας εσύ τα ψάρια και θα σου πει: «Ο άλλος μου τα φέρνει τόσο». Αφού τα πιάνει έτσι; Και πιο πολλά;
Η τεχνολογία επηρέασε τη θάλασσα;
Πολύ.
Τα πιο σύγχρονα μέσα;
Πολύ, ναι. Βάλανε βίντζια ισχύ… τετράβιντζα. Τέτοια βίντζια βάλαν τετράβιντζα οι ψαράδες, μεγάλα καΐκια και τα δολώναν τα δίχτυα και τα ρίχνανε στο πέλαγο. Απ’ το πέλαγος θα ’ρθουνε γιαλό τα ψάρια. Απ’ το πέλαγος. Τα τρώνε, τα φάγανε από βαθιά, τι να ’ρθούνε γιαλό; Εδώ στον μπάγκο, στο βασιλικό, μόλις [00:15:00]εμούγκωνε, άκουγες μία βουή, που ερχόταν το ψάρι από βαθιά, τα πέλαγα, μια βουή, που έπαιζε, ββουουου, που έπαιζε το ψάρι, κολιό και γόπα. Της στιγμής που το γιομίζανε το καΐκι κι ανοίγανε τις τρύπες και έφευγε το άλλο ψάρι ψόφιο; Δεν είν’ καταστροφή; Είναι καταστροφή. Πιάνανε, είδες τι είπε, 500 τελάρα, 800, 300, 100 φερειπείν, άλλα τόσα φεύγανε στη θάλασσα ψόφια. Καταστροφή μεγάλη. Περνάει τη νύχτα η ανεμότρατα, εδώ στις Σπέτσες, Κώστα, είναι το ρεύμα, καλώδιο. Τα πιο παλιά χρόνια το κόβαν οι ανεμότρατες με τις… με τις πόρτες. Πού; Εδώ, στο μπογάζι. Πώς τις κόβανε; Τον καιρό που ήτανε φουρτούνες και έβρεχε, ποιος θα ’τανε, ποιος θα έβγαινε όξω να τον ελέγξει; Λοιπόν.
Η θάλασσα έχει τόσο μεγάλη καταστροφή πάθει, πιστεύεις;
Ναι, ναι. Καταστρέφτηκε. Την πρώτη χρονιά εγώ που δούλεψα με την κυρά, 6 τσουβαλάκια είχα και δεν προλαβαίναμε να ξεψαρίζαμε ψάρια. Την άλλη χρονιά 8 τσουβάλια. Την παράλλη, την παράλλη, δηλαδή… Ξέρεις πόσα είχα ρίξει σήμερα; 20 τσουβάλια δίχτυα. Για να πουλήσουμε 100 ευρώ. Ε, πόσο; Άμα ρίξεις και πιο πολλά, κουράζεσαι και… κιόλας, ας πούμε. Έτσι δεν είναι; Δεν έχεις τις αντοχές.
Και τώρα οι ψαριές είναι πιο πολύ τέτοιες; Μικρές; Αυτά τα χρόνια;
Πολύ, πολύ πιο μικρές. Πολύ, ίσα ίσα να ζούμε τώρα. Ίσια ίσια να ζούμε, γιατί ούτε μπορούμε να τα πουλήσουμε με τις τιμές που πρέπει. Είχε ’ρθει εποχές που πουλάγαμε τα καθαρά ψάρια 30 ευρώ το κιλό. Και τώρα τους τα δίνεις με 20 και δεν τα παίρνουνε. Και με 15, για να μην τα πας στο ψυγείο και τα βάλεις.
Είναι ψάρια που δε βλέπεις ή έχουνε χαθεί κι έχουνε μειωθεί;
Πολλά ψάρια, ναι. Πολλά ψάρια έχουνε χαθεί. Τα μανάλια ειδικά, τα μαγιάτικα. Θα σου πω το γιατί. Εδώ, σ’ αυτό τον πάγκο εκεί, πηγαίνανε οι Κοιλαδιώτες, που πήγατε, τα γριγριά, αυτοί έχουνε μεγάλα βυθόμετρα, τηλεοράσεις. Και χτυπάει ένα από κείνο, δεν ξέρω, από δω μέχρι την κόστα γύρω γύρω, γύρω γύρω, και βλέπουνε τα ψάρια, αυτά τα μαγιάτικα, πάνε πολλά αυτά, για να ζυγώσουν ή σε ξέρες ή σε ρηχά νερά, να αμολήσουνε το αβγό. Τη στιγμής που τα βλέπουνε από κει βαθιά, με τα μηχανήματα και τα ζώνουνε και τα πιάνουνε; Καταστρεφτήκανε αυτά, τέρμα. Φέτος, φέτος έπιασα εγώ όλα κι όλα 7 μανάλια. Ο Αργύρης κανένα. Και ήτανε χρόνια που πιάναμε κάθε, κάθε μέρα. Μα ή 20 κιλά ή 30 ή 10 ή ξέρω ’γω. Αυτά πάνε, χαθήκανε, καταστραφήκανε.
Τι άλλο έχεις παρατηρήσει; Τα φύκια, ο βυθός έχει αλλάξει; Το μαρούλι, αυτό που λέτε, έχει μειωθεί;
Ναι, το μαρούλι. Κοίταξε εδώ, σε μεριές μεριές το μαρούλι έχει χαθεί, δεν ξέρω γιατί. Εκεί που παγαίναμε παλιά με τις τράτες, βγάζαμε και σφουγγάρια. Σφουγγάρια. Και τα βάζαμε στην πρύμη, περνάγανε δυο τρεις ημέρες, σαπί… σάπιζε δηλαδή το από κείνο και πιάναμε και τα φτιάναμε ωραία, ας πούμε, τα κοπανάγαμε χάμω, ωραία σφουγγάρια. Τα πουλάγαμε στην Ύδρα, ερχότανε ένας επίτηδες εκεί και τα έπαιρνε αυτά τα σφουγγάρια. Χαθήκανε απ’ τον καιρό, με το Τσερνεμπίλι. Πόσα χρόνια πάει;
Τότενες που…
35 χρόνια.
Ε, από τότενες χαθήκανε. Είχαμε πάει στο βουνό, στο χωριό της, στο Λεωνίδιο απάνω, και μαζέψαμε ρίγανη και… τι άλλο; Και κάτι άλλο, ναι. Και το πετάξαμε. Από τούτο, φασκόμηλα… τα πάντα. Και το πετάξαμε, διότι λέγαν ότι δηλητηρίαση και τέτοια.
Άλλη μόλυνση βλέπεις στη θάλασσα;
Κι αυτές οι πισίνες έχουνε κάνει ζημιά. Εκεί που φεύγει το νερό, παρακολουθάτε, εδώ δες, κάτω, που είναι ένα μέρος, όχι το βράχο έχει φάει, το ’χει φάει όλο. Ούτε, ούτε λουλουδάκι δε βγαίνει.
Πλαστικά, τέτοια βλέπεις;
Ε, ναι. Πετάει ο… πετάνε, πετάνε. Καμιά φορά μου λέει ο εγγονός μου: «Παππού, όξω πάω, όξω, βάλ’ τα σε μία τσάντα, όξω. Κάνει κακό» λέει «αυτό το πράμα στη θάλασσα ή τσάντες ή το ’να ή τ’ άλλο». Κι έπαιρνε την απόχη εδώ χάμω και τα μάζευε. Τα πετάγαν από κείθες ή απ’ τα κότερα, ξέρω ’γω, κι ερχόντουσαν εδώ χάμω, σ’ αυτή τη γουβίτσα και τα μαζεύαμε. Κάνει κακό κι αυτό, όλα.
Στενοχωριέσαι που βλέπεις τη θάλασσα έτσι πλέον;
Κοίταξε εδώ, εμείς τα φάγαμε τα ψωμιά μας. Τι να στεναχωρεθώ; Άμα βάλεις κι άγχος, θα πάμε για τα κυπαρισσάκια. Έτσι δεν είναι; Όχι, όχι, δε στεναχωριέμαι τώρα. Εντάξει, δούλεψα, έκανα, τακτοποίησα τα παιδιά μου, ας πούμε, εντάξει. Δόξα τω Θεώ. Έχουμε βγάλει τη συνταξούλα, μικρή είναι, αλλά ε, και μ’ εκείνην ακόμα. Τι να κάνουμε;
Ψαράδες γίνονται όμως τώρα εδώ πέρα οι νέοι;
Όχι, δε γίνονται, όχι. Δε γίνονται. Εδώ και 3-4 χρόνια είχα φτιάξει του Αργύρη ένα σπιτάκι εδώ στην Κουνουπίτσα και, όπως ήμαστε [00:20:00]κάτω στο υπόγειο, έβλεπα εγώ την κίνηση, ότι τα ψάρια μείωση μεγάλη. Του λέω: «Βάρδα, το παιδί σου και το βάλεις σ’ αυτή τη δουλειά, θα πεινάσει» του λέω. Που ακόμα είχε, αλλά έβλεπα όμως, παρακολουθούσα εγώ χρόνο με το χρόνο. Τώρα θα σου πω για φουρτούνες. Είχαμε ρίξει ξιφοπαράγαδο στην Ύδρα. Το ξιφοπαράγαδο το αράζαμε με σίδερα. Πηγαίναμε βαθιά, ο καιρός γινόταν σορόκος, νοτιοανατολικός. Με την κυρά τώρα. Δε μου άρεσε ο καιρός. Της λέω: «Θα πάμε εδώ έξω, σ’ αυτό το αυλάκι, να αράξουμε και βλέποντας και κάνοντας». Αράξαμε γιαλό, μ’ έπαιρνε, μας έπαιρνε σβάρνα μ’ αυτό το καϊκάκι, πέφταν τα σιφούνια… Πιο πάνω, προς το Ρήγα, που λέμε, προς τη γούβα, ήτανε 5-6 γριγριά. Και μέσα σ’ αυτά τα γριγριά ήταν και τα παιδιά, τα ξαδέρφια μου. Το καΐκι το ’χουνε πάει στην Κοιλάδια για καρνάγιο τώρα. Ναι. Τους φωνάζω στο VHF, τους λέω: «Ρε, 5 αδέρφια» ξέρω… «Δημήτριο» το λέγαν, «Δημήτριο». «Έλα» μου λένε «πού είσαι, ρε Κώστα;» Τους λέω: «Στο τάδε μέρος είμαι». «Εμείς είμαστε» λέει «το τελευταίο γριγρί τα φώτα». «Έρχομαι» τους λέω. Πήρα τα σίδερα, άνοιγε. Άνοιγε, άνοιγε, άνοιγε, άνοιγε, πέσαμε εδώ στο Τρίκερι, μπροστά το καΐκι, το γριγρί, από πίσω εγώ. Ναι, αλλά ο καιρός εγινότανε, δεν, ήτανε… τα πράματα ήταν, δύσκολο μπογάζι, ερχόταν ο καιρός απ’ το πέλαγο, απ’ την Παραπόλα, από κείθες. Θάλασσες μισοούρανα, νύχτα. Το ταποκάκι αυτό το είχα εδώ χάμω. Το γκάζι; Της έλεγα της γυναίκας μου: «Τέρμα το από κείνο». Να προχωράγαμε. Τα παιδιά από πίσω τραβάγανε ένα βαρκάκι. Και τους είχε φύγει ένα σκοινί ’σαμε 60-70 οργιές κι έτσι και το ’πιανε η προπέλα μου, θα είχαμε βάσανα. Κατάλαβες. Εδώ απ’ όξω κάνα μισάωρο, της λέω της γυναίκας μου: «Κάνε το σταυρό σου» της λέω «μην τονε φέρει τον καιρό βορειοδυτικόνε». Γιατί τα ξέρουμε αυτά. Εμαύριζε μέσα, μαύριζε, με το ένα άστραμμα που κάνει, μια αλυσίδα, πουνέντης, χάση κόσμου με χαλάζι να, με σκότωνε, βάσταγα το κεφάλι μου.
Ναι.
Το καΐκι όμως αυτοί, τα παιδιά, ήτανε μεγάλο, είχανε μπει όλα τα αδέρφια μέσα και περνάγαν άνετα. Εγώ καθόμουνα εκεί όξω, με σκότωνε το χαλάζι. Την ώρα που έκανε το άστραμμα, αστροπελέκι δηλαδή, και τον έφερε μέσα τον καιρό, ο ένας καιρός ερχότανε, ο σορόκος ερχότανε κι έκανε μια θάλασσα μισοούρανη, με βούλιαζε. Της λέω της γυναίκας μου: «Τάξε» της λέω «και κάνε το σταυρό σου. Μια λαμπάδα στην Παναγία» της λέω «πνιγόμαστε».
Ναι, ε;
Εντωμεταξύ η Σπετσοπούλα, το αεροδρόμιο της Σπετσοπούλας, το ελικοδρόμιο, που λένε, ήτανε, έπεφτε το ελικόπτερο και είχε φώτα μεγάλα. Χαθήκανε κι αυτά. Σπέτσες, μπλακάο. Πού πάω τώρα; Επήγαινα κατευθεία από κάτω στο φανάρι και θα πηγαίναμε όξω, να… θα σκοτωνόμαστε, θα πνιγόμαστε. Και με το «Παναγία μου!» που έκανα… Και τα μάτια μου; Δώσ’ του από το… έκανα ολοένα. Γιατί μέσα είναι και κόκκινα; Απ’ το αλάτι. …Ααπ, βλέπω το φανάρι, που κάνει. Της λέω: «Κάνε το σταυρό σου. Σώπα» της λέω. Ώσπου να… έλεγα εγώ τα λόγια, ααπ, μπήκαμε μέσα κι έτσι τη γλιτώσαμε. Την ώρα που μπήκα μέσα, ερχόντουσαν τα καΐκια από κάτω, από τη, το μόλο, το ’να από πίσω απ’ τ’ άλλο. Και με βλέπει ένας καπετάνιος που είχε φάει τη θάλασσα με το κουτάλι. «Ρε σκυλί» μου λέει «πού ήσουνα;» μου λέει. Έτσι ακριβώς. «Ρε σκ…» Αφού μας έπιασε στο πέλαγος, πρέπει να πολεμήσεις, έτσι δεν είναι;
Μάλιστα.
Πρέπει να πολεμήσεις, να… κάτι να κάνεις. Και μπήκαμε μέσα και, δόξα τω Θεώ, σηκωθήκαμε το πρωί, την ημέρα, τον έφερε μέσα, αλλά όχι μεγάλα πράματα. Δώσ’ του, δώσ’ του, πήγαμε το πρωί και τα σηκώσαμε τα εργαλεία, το ξιφοπαράγαδο.
Αυτή είναι η πιο δύσκολη φουρτούνα;
Όχι, κι άλλες! Πολλές! Φεύγουμε από δω με μπουνάτσα και πάμε στην Πελοπόννησο, προς το Κυπαρίσσι, που λέμε. Πήγαμε εκεί για μια μέρα, δεν είχα πάρει πολύ πάγο. Επήγαμε, έριξα σε δυο τρεις μεριές δίχτυα, όπου έκανε συναγρίδες επήγαινα, χοντρά δίχτυα. Τέλος πάντων, τα πήραμε, ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τα πήραμε μέσα, εγινόταν ο σορόκος πάλι. Εγινόταν ο σορόκος, τώρα αυτό το μπογάζι είναι λιγάκι περίεργο, το ’χουνε φοβηθεί οι Εγγλέζοι με τα πολεμικά, τον καιρό με τους πολέμους, το ’40, το είχανε φοβηθεί αυτό το μπογάζι.
Ναι, ε;
Λέω, τώρα, εσκεπτόμουνα. Να πάω για Σπέτσες; Ή να πάω στα Πούλιθρα, στο Λεωνίδιο και να κάτσω εκεί; Αλλά δεν είχα πάγο. [00:25:00]Γιούρια! Γιούρια… Λέω, όπου με βγάλει. Ας με βγάλει στα… Μπούρμπουλο, που λένε, εδώ, προς τη Ζωγεριά, πρίμα, πρίμα στη θάλασσα. Οι θάλασσες καψουλωτές τώρα, ε; Αλλά αγάντα, το φουκαριάρικο, οι «Άγιοι Ανάργυροι». Μ’ έβγαλε εδώ, στη Σπετσοπούλα ο καιρός. Πήγαινε το ρέμα θύελλα όξω, προς Παραπόλα. Κειο κάνει τη θάλασσα βουνό. Και περίμενα να μ’ έβγαζε πολύ κάτω, πρίμα, πρίμα. Εντέλει, με τράβαγε η θάλασσα όξω, κόντρα. Κόντρα, ρέμα με θάλασσα, κόντρα.
Μάλιστα.
Ήρθα εδώ χάμω, ο γιος, ο Αργύρης είχε ’ρθει στις Αγριόπετρες, στα σκουπίδια, και κοίταζε. Στα σκουπίδια, που είναι, έχουν τις Σπέτσες, εδώ πάνω. Και κοίταζε και με είδε που ερχόμουνα. Ε, ήρθε εδώ χάμω, άραξα, ’ντάξει, «Πατέρα, πώς;…» «Τι να σου λέω τώρα» του λέω. Να ένας φίλος του. «Ρε Κώστα» μου λέει «από πού έρχεσαι;» Του λέω: «Από το Κυπαρίσσι». «Τι λες ρε;» μου λέει. «Τώρα έφυγε από τα Φικιανά ένα σκάφος…» σαν του, σαν του Βασίλη, με δρόμο πολύ αυτό, έτρεχε, μεγάλη μηχανή. «Και μισοβουλιάζει» λέει. Έφυγε από το Φικιανό και μισοβουλιάζει. «Το είδα» του λέω. «Τα είδα όλα» του λέω.
Ναι.
Ε. Ακόμα, φουρτούνες;
Τι σκέφτεται όμως; Τι πρέπει να σκέφτεσαι όταν έχει φουρτούνα; Τι, πώς πρέπει να είσαι;
Δυναμικά, τίποτα. Να κάνεις το σταυρό σου και με την πείρα που έχεις, κατάλαβες; Με την πείρα.
Ναι, αλλά δεν πρέπει να το πιέζεις. Θέλει ρίσκο; Δε θέλει ρίσκο;
Ε, κοίταξε εδώ. Και θα… Άμα σε πιάσει στο πέλαγος ο καιρός;
Δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο.
Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, πρέπει να το πολεμήσεις, να… εκεί, αγάντα. Δε γίνεται αλλιώς. Εκτός και κάνει… τονε κάνει 10 μποφόρ, ξέρω ’γω; Είναι, αυτά τα καϊκάκια, ας πούμε, είναι για τόσο, για 5, 6, 7 μποφόρ, μέχρι 7 μποφόρ, ας πούμε, να ταξιδέψεις.
Και ο ψαράς είναι δεμένος με το σκάφος του;
Πολύ. Πολύ, εγώ είμαι πολύ δεμένος. Ήρθαν, ήτανε για να το ’σπαζα και δε μ’ άφησε η κυρά μου. Της αρέσει, ας πούμε, να ’ρχεται μέσα το πρωί να μου φέρνει τον καφέ, ας πούμε, να κουβεντιάσουμε εδώ χάμω.
Δε θα στενοχωριόσουν να τα ’κοβες εσύ; Γιατί το σκέφτηκες;
Γιατί, κουρασμένος. Από κούραση. Ε, θα πήγαινα να βόηθαγα τον Αργύρη, ας πούμε.
Έχεις κουραστεί στη θάλασσα;
Ε, βέβαια. Έχουμε κουραστεί κι έχουμε… Δηλαδή, όπως σ’ τα ’λεγε κι ο Γιώργος, έχουμε περάσει και καλές, καλά, ας πούμε, έχουμε περάσει και κακά.
Αλλά ποια σου μένουν;
Και τα δύο. Και τα δύο. Ξέρεις τι είναι τώρα να σηκώνεις τα δίχτυα και να βλέπεις τα ψάρια να έρχονται. Ε, δεν κάνεις χαρά; Κάνεις χαρά. Σκύλους; 30 κομμάτια έχω πιάσει, καρχαρίες. Μια φορά μου ’χε μπλεχτεί ένας εδώ απ’ όξω, στη Σπετσοπούλα. Είναι ένα ναυάγιο είχα ρίξει εχτές δίχτυα. Είναι ένα ναυάγιο του ’40. Πέρναγε ένα γερμανικό αεροπλάνο, το λέγανε οι… πώς το λέγανε; Τέλος πάντων. Και μόλις ξημέρωνε κι έβλεπε κάνα καΐκι ή παπόρι… του ’ριχνε μπόμπες και το… Και ήτανε 800 άτομα μέσα.
Α, ναι, ε;
Και βγήκανε όξω μπάνιο, άλλους τους έφαγε το… Λοιπόν, εκεί που σήκωνα, κάνω έτσι στη… λέω, τι να δω; Ένα θηρίο, ’σαμε 400 κιλά, ένας σκύλος. Είχε μπει φελλό με βολίμι και είχε στρίψει, είχε στρίψει και δεν μπόραγε να φύγει. Δεν μπόραγε, δεν έφευγε με τίποτα. Αλλά δεν μπορούσα και να τονε πάρω, γιατί ήτανε μπλεγμένος στο δίχτυ. Δεν μπορούσα να τονε πάρω. Και ήρθε της Σπετσοπούλας, του Νιάρχου ένας, έπαιρνε ψάρια, μου λέει: «Κώστα, θέλεις βοήθεια;» «Θέλω ρε» του λέω. Έφυγε. Φεύγει κι έρχεται στη Σπετσοπούλα, παίρνει το σκοπευτή μ’ ένα μπιστολάκι, τόσο ήταν ένα μπιστολάκι, και ήρθε εκεί στην πλώρη, δύο του ’ριξε στο κεφάλι, σέκος, μπατάρισε.
Μεγάλο θα ’ταν, ε;
Μεγάλο πράμα. Το ’χουνε βγάλει φωτογραφία, το πήρε τη φωτογραφία ο Νιάρχος, όλοι, τα παιδιά του…
Άλλο μεγάλο ψάρι που θυμάσαι να ’χεις πιάσει;
Πολλά τέτοια, πολλά τέτοια. Μέχρι που μια φορά πιάνω ένα… τι να θυμηθώ; Με το παραγάδι, όχι με ξιφοπαράγαδο, για, είχα ρίξει για ροφούς, για σφυρίδες, για τέτοια. Πιασμένο το παραγάδι. Ρίχνω το κουλούρι, μπαμ, με το μπαμ, λέβα. Σαν κάτι πετάχτηκε. Ο σκύλος είχε πάει κάτω, είχε… με τις… με τα φτερά του είχε… και με το μόλις, ξαφνίστηκε με το κουλούρι, άσπρο το κουλούρι, [00:30:00]μπαπ, του ’πεσε στο κεφάλι. Λέβα, λέβα, λέβα, λέβα, τονε φέρνω απάνω. Τονε φέρνω απάνω, παίρνω το γάντζο, με το μόλις τονε κοτσάρω, κάνει, μου κάνει μία έτσι, μου τον έσπασε το γάντζο. Τώρα τι κάνουμε; Ε, τον έχασα αυτό το σκύλο.
Ναι, ναι.
Έφυγε. Μετά, εκεί που σήκωνα, σήκωνα, βαρύ, βαρύ, βαρύ, άλλο. Ήτανε ζευγάρι.
Έλα ρε.
Ναι. Πιο μεγάλος. Τώρα, λέω, εσύ δε θα μου φύγεις. Πήρα μια… Μου είχε κοπεί το παραγάδι. Τώρα, γάντζο δεν είχα. Δεν είχα γάντζο, πρέπει κάπου να τονε πάω, γιαλό. Να τονε σκοτώσω όξω, στα βράχια δηλαδή, σε άμμο. Ε, όπως ερχόμουνα μπρος, τον είχα λασκάρει καμιά πενηνταριά, 80, 100 μέτρα μακριά μου, τονε… ρεμούλκιο δηλαδή, αλλά ζωντανός. Δεν μπόραγα να τον κάνω τίποτα. Στου Νιάρχου, το λένε η Πλαζ εκεί, κάνει, τα μπάνια που κάνει ο Νιάρχος, εσκέφτηκα, λέω, άμα με δουν εδώ, ξέρω ’γω, μήπως και μου κάνουνε… οπωσδήποτε παρατήρηση. Στον Κουζουνό, στις Σπέτσες. Εκεί στις Σπέτσες που ήρθα, σ’ ένα μέρος θα τον επήγαινα όξω, στην άμμο να τονε σκότωνα με πέτρες ή με ξύλα, ό,τι μπορούσα, αρκεί να τον σκότωνα. Ήταν ένα ρεμέτζο, ένα τέτοιο, καλαδούρι, ρεμέτζο. Εγώ πήγα γύρω γύρω, να βγω έξω και να πάω στην άμμο να τονε τράβαγα όξω. Ήταν ωσότου να τονε πήγαινα στα ρηχά νερά, ας πούμε. Δεν το κατάφερα. Τον έφερα από τόσο μακριά και μου μπλέχτηκε εκεί κι ερχότανε γύρω γύρω στο ρεμέτζο. Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου μου είχε φτιάξει μια μπόλια αγκίστρια με 4 αγκίστρια, μεγάλα αγκίστρια, με τρίχα τόσο χοντρή, τρίχα, διακοσάρα. Εγώ ήθελα, γιατί ο σκύλος, ο καρχαρίας, η δύναμή του είναι το τιμόνι. Ναι ότι τρώει, αλλά το τιμόνι είναι που…
Ναι, ναι, ναι. Κατάλαβα.
Εγώ ήθελα την ουρά να του κοτσάριζα, όχι με γάντζο, δεν είχα γάντζο. Με τα χέρια δεν πιανότανε. Με το… μπολιαγκίστρια. Να του κοτσάριζα την ουρά… είχα έτοιμο σκοινί, να του πέρναγα θηλιά στην ουρά, ας πούμε. Αλλά με παίδεψε, ο ίδρωτας με πήγαινε σκαντάλιος. Ήταν ένα παιδάκι και καθότανε στο βουναλάκι κι είχε ανοίξει το στόμα και με κοίταζε. Με τη γυναίκα μου εγώ. Με κοίταζε, τέλος πάντων. Κοτσάρισα, απ’ τις πολλές φορές, τονε κοτσάρισα στην ουρά, μου ήρθε βολικιά, τον ζυγώνω κοντά, του περνάω τη γάσα κι έπεσα χάμω κει χάμω, δηλαδή να ξεκουραστώ. Με είχε κουράσει. Πέτα, λέβα, πέτα, λέβα. Να βλέπεις τώρα ένα θηρίο σαν τη μισή βάρκα. Από τι του ’βαλα τη θηλιά, ’ντάξει, λέω, είμαι τώρα. Βγήκα απ’ όξω και να ερχόντουσαν τα παιδιά, να, θα του το πω, με το γριγρί, είχανε μπίγα, μου τονε σαμπανιάρανε και μου τονε βάλανε στην κουβέρτα. Και πήγα κάτω στο Ποσειδώνιο και τονε πήρε ο Πάτραλης.
Ποιος είναι αυτός;
Εστιατόριο, ο Πάτραλης.
Α, εστιατόριο.
Εστιατόριο.
Α. Μάλιστα.
Τον έκοψα φέτες, ας πούμε, από 30 κιλά, 40 κιλά…
Ωραία ιστορία.
Κι άλλον ένανε πάλι τονε σκότωσα με πέτρες. Στη Ζωγεριά τονε πήγα, γιαλό. Κι άλλους τους έβαζα κάνα σιδεράκι μικρό στο στόμα, όπως ανοίγαν το στόμα, τους το ’βαζα εδώ δα, μέσα στο στόμα, και με το καργάρισμα, ας πούμε, φρακάριζε. Και τον έφερνα στην μπάντα, εδώ δηλαδή, δεμένονε. Και με είδανε, που λέει: «Ψάρι έχει πιάσει μεγάλο ο πατέρας». Και γιόμισε ο κόσμος… Κι έχω τη φωτογραφία στο σπίτι. Ο κόσμος που ήρθε εκεί, που τον έσφαζα, ας πούμε.
Τώρα έχει τέτοια; Είναι λιγότερα;
Κοίταξε εδώ, μπορεί να ’ναι λιγότερα, αλλά δε δουλεύουνε τέτοια εργαλεία τώρα, για ξιφίες.
Για να τα πιάσεις.
Για να τα πιάσεις. Τότενες είχε βγει μία μόδα, είχανε ’ρθει οι Ιταλοί τότενες, οι Ιταλοί μάς ανοίξαν τα μάτια.
Με τον ξιφία.
Ε, βέβαια. Το ξέρανε. Κανείς δεν ήξερε. Κανένας. Ήμαστε προς τους Βοιούς, κάτω, που λέμε, προς το Τσιρίγο, που λέμε, και δε μας βόλεψε ο καιρός εκεί, φύγαμε και ήρθαμε όξω, στο… στο μεγάλο νησί, στο Τσιρίγο, στο… αλλιώς το λένε. Λοιπόν, όπως επερνάγαμε, οι θάλασσες βουνό, βλέπαμε ξιφοπαράγαδα. Λέμε, ποιος ξέρει; Ιταλούς είναι; Ποιος ξέρει; Πήγαμε εκεί που… στο Καψάλι πήγαμε κι αράξαμε και βρήκαμε τέσσερα ιταλικά, βαποράκια. «Γκρέκο» λέει «δικά σας» λέει «παραγάδια» λέει «τεμπέληδες» λέει. «Εμείς ακούσαμε καιρό» λέει «και τα σηκώσαμε τη νύχτα». Άκου.
Ναι, ναι.
Έξυπνοι ανθρώποι οι Ιταλοί, μάρκες.
[00:35:00]
Μάλιστα.
Ε, ναι, εργαλεία…
Εργαλεία…
Μάλιστα. Ωραία. Ωραίες ιστορίες όλες. Για τη θάλασσα τι πιστεύεις; Έχει μέλλον η θάλασσα;
Όχι.
Όχι. Όχι. Όχι. Κάθε χρόνο, καλύτερα… πώς το λέει; Κάθε πέρσι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα. Ναι. Κι αν πιάσεις κάνα ψαράκι ένα μήνα, δεν καλύπτεται ο χρόνος. Αν έρθει φερειπείν ένας μήνας, Ιούλιος, Αύγουστος, να κάνεις κάνα μεροκάματο, δεν καλύπτεται όλος ο χρόνος.
Δεν μπορεί να επανέλθει, πιστεύεις, η θάλασσα;
Αποκλείεται. Αποκλείεται, γιατί αυτή την εποχή το μαριδάκι είναι γκαστρωμένο. Κι όλα τα ψάρια είναι γκαστρωμένα. Αφού τα πιάνουν από μικρούλια; Πώς θα μεγαλώσει να… Τώρα κάτι γίνεται με… κάτι από κείνους, αλλά θέλει πολύ καιρό.
Σ’ έναν νέο σήμερα, σ’ έναν εγγονό σου ή σ’ ένα άλλο παιδί…
Εδώ και 5, 6, 7 χρόνια, πόσο πηγαίνει, τι σου είχα πει; Στο υπόγειο κάτω. «Βάρδα μη βάλεις τον Κωνσταντίνο…» Μου ’χουνε βάλει και γιος και κόρη το όνομά μου, το όνομά τους, βλέπεις.
Για πες μας δηλαδή, στον εγγονό το ’πες αυτό; Τι είπες;
Ναι. Όχι, το είπα στο γιο.
Ναι. Για τον εγγονό όμως.
Για τον εγγονό, ναι. «Βάρδα μην τονε βάλεις σ’ αυτή τη δουλειά. Θα πεινάσει». Σκατατζής να γίνει, με συγχωρείτε, πιο καλύτερα θα ζήσει.
Εσύ έχεις περάσει ωραία όμως στη θάλασσα, ε;
Ναι, εντάξει, σου είπα. Είχε, έκανες, κάναμε τις σούπες μας μέσα, τρώγαμε μέσα, σου είπα. 40 χρόνια με την κυρά ήμαστε εδώ μέσα. Ε, τώρα τι, έχω 4-5 χρόνια δεν την παίρνω, δεν μπορεί κι αυτή με τη μέση της.
Σε στενοχωρεί που από μέρη τέτοια χάνονται οι ψαράδες και λιγοστεύουν;
Ναι, στεναχωριέμαι. Εγώ τώρα ήθελα να ’μουνα εκείθε, στην Πελοπόννησο. Ήθελα να ήμουνα, να ’βλεπα τα βουνά εκεί, που ζυγώναμε γιαλό, ας πούμε, και φτιάναμε την κακαβιά μας…
Πολύ κόσμο, ναι. Και κόσμο. Ερχόντουσαν, μας ξέρανε, ας πούμε…
Ναι. Κι ο καλός ψαράς τι πρέπει να έχει; Τι συμβουλή δίνεις για να ’ναι κάποιος καλός ψαράς;
Ο καλός ψαράς να σέβεται τη θάλασσα, τίποτα άλλο. Να σέβεται τη θάλασσα. Δε θέλει παλικαροσύνες η θάλασσα, δε θέλει… πρέπει να τηνε σέβεσαι, να… να την σκέπτεσαι όταν είναι για να φύγεις. Εγώ τότενες έκανα, δύο σφάλματα έκανα. Κανονικά εκεί στην Ύδρα που ήμουνα, έπρεπε να πήγαινα στο Δοκό, έχει λιμάνι εκεί. Ναι, θα χασομέραγα μισή ώρα, αλλά θα ήμουνα πιο ήσυχος, πέρι να πέρναγα νύχτα αυτό το μπογάζι εδώ και να ’κανα το σταυρό μου και να ’ταζα λαμπάδες.
Ναι.
Έτσι δεν είναι;
Το αύριο της θάλασσας, το μέλλον για τις επόμενες γενιές πρέπει να το σκέφτεται ο ψαράς; Όταν ψαρεύει;
Κοίταξε εδώ, εμείς τώρα… εμείς τώρα τα φάγαμε τα ψωμιά μας.
Έχει καλή νοοτροπία όμως ο Έλληνας ψαράς; Ή κάποιοι δεν είναι τόσο καλοί στη νοοτροπία; Κάνουν παρανομίες κάποιοι;
Εκεί θέλω να κάνω, να κολλήσω. Τι είπα πρωτύτερα; Οι βιντζότρατες. Είναι απαγορευμένες και δουλεύουνε. Γιατί να δουλέψει; Γιατί να τρώνε το μαριδάκι που ’ναι γκαστρωμένο, το άτιμο, να γεννήσει; Τα ξέρει το…
Γιατί όμως ένας ψαράς δεν;…
Να γίνω ρουφιάνος;
Γιατί ένας… γιατί; Τι σκέφτεται ο ψαράς και το κάνει αυτό;
Γιατί; Για να ’ρθει να τα οικονομήσει. Κοιτάει την πάρτη του. Τι είπα; Την πάρτη του.
Οι παράκτιοι κάνουνε κάποιες παρανομίες, με τα μικρά δίχτυα, αυτά; Γίνονται;
Γίνεται. Κανονικά από 20 χιλιοστά κι απάνω είναι τα δίχτυα να δουλεύονται. Και βάζουνε δεκαεξάρια και δεκαεφτάρια. Πιάνουν την κουτσομουρίτσα την τέτοια. Δεν είν’ καταστροφή;
Γίνονται ακόμα αυτά;
Ε, ναι. Πώς δε γίνονται;
Δυναμίτια, τέτοια, παλιά υπήρχαν;
Πρώτα ναι. Τώρα δεν έχω ακούσει για την αλήθεια. Πρώτα ναι. Εκοιμόμουνα κάτω κι έσπαζα το κεφάλι μου, μπουμπουμπουμφ!
Έλα ρε.
Ναι. Από… ξέρεις, ξαφνιζόμουνα.
Ακούγεται τόσο μακριά, ε;
Ναι. Κι εκεί κοντά να τα ρίχναν. Νύχτα, με το φεγγάρι τα ρίχνουν αυτά. Τα ρίχνανε. Τώρα δεν έχω ακούσει, δεν έχω ακούσει, εδώ που τα λέμε. Δεν έχω ακούσει τώρα. Γιατί εγώ κοιμάμαι και μέσα, έχω τα ρούχα εκεί χάμω, το ’χω ξενοδοχείο το καϊκάκι. Ναι, μ’ αρέσει, μ’ αρέσει.
Και στη θάλασσα τι σ’ αρέσει περισσότερο;
Κοίταξε εδώ, η καθαρή από κείνην, πιο καθαρόν αέρα είναι απ’ τη θάλασσα, δεν τα βλέπεις; Όσοι έρχονται εδώ θα ’ρθούνε να δούνε τον ήλιο, τον καθαρόν αέρα, τη θάλασσα την καθαρή, ε, αυτά.
Αυτά σ’ αρέσουν εσένα στη θάλασσα.
Ε, ναι.
Μάλιστα.
Ναι. Δε με βαστάει το σπίτι, να ’ρθω εδώ. Δε με βαστάει το… Τρώγω και φεύγω. Τι άλλο καλύτερο απ’ τη φύση;
Κι άμα το δώσεις, τι θα κάνεις μετά;
Εμ, επεράσαν τα χρόνια μας, τώρα εμείς τι περιμένουμε;
Θα έρχεσαι όμως στη θάλασσα;
Οπωσδήποτε.
Μέχρι πότε;
Μέχρι που να μου βγαίνει η ψυχή.
[00:40:00]Ωραία. Και μια ευχή έτσι που θες να κάνεις, κάτι; Για τη θάλασσα, για το επάγγελμα του ψαρά;
Κοίταξε εδώ, τώρα κανένας δεν κάνει, αυτή τη δουλειά κανένας δεν την κάνει τώρα. Αρκεί να… καλό ήτανε να πηγαίναν και κάνας νέος, αλλά δεν τα βλέπω. Είδες τι είπε ο Γιώργος; Έχει τρία εγγόνια. Μήτε στη βάρκα να ’ρθούνε. Και έτσι θα πάει το πράμα.
Ευχαριστούμε πολύ, κυρ-Κώστα.
Τίποτα. Κι εγώ.
Να ’σαι καλά.
Photos

Κώστας Σύρμας
Ο Αφηγητής Κώστας Σύρμας.

Ο Κώστας Σύρμας
Ο Κώστας Σύρμας σε νεαρή ηλικία.

Ο Κώστας Σύρμας
Ο Κώστας Σύρμας με το καρχαριοειδές, τη σύ ...

Ο Κώστας Σύρμας
Ο Κώστας Σύρμας με το καρχαριοειδές, τη νσ ...

Ο Κώστας Σύρμας
Ο Κώστας Σύρμας με το καρχαριοειδές, τη σύ ...

Ο Κώστας Σύρμας
Ο Κώστας Σύρμας με το καρχαριοειδές, τη σύ ...

Ο Κώστας Σύρμας
Ο Κώστας Σύρμας σε νεαρή ηλικία με το γιο ...
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Συνέντευξη με τον αλιέα Κώστα Σύρμα από τις Σπέτσες, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του project "Ιστορίες Ψαράδων. Προφορικές Ιστορίες από τον Αργολικό Κόλπο", που διεξήχθη από το Istorima σε συνεργασία με την Argolic Environment Foundation (AEF).
Narrators
Σύρμας Κώστας
Field Reporters
Stavros Vlachos
Interview Date
14/04/2022
Duration
40'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Συνέντευξη με τον αλιέα Κώστα Σύρμα από τις Σπέτσες, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του project "Ιστορίες Ψαράδων. Προφορικές Ιστορίες από τον Αργολικό Κόλπο", που διεξήχθη από το Istorima σε συνεργασία με την Argolic Environment Foundation (AEF).
Narrators
Σύρμας Κώστας
Field Reporters
Stavros Vlachos
Interview Date
14/04/2022
Duration
40'