«Τα ζούσαν τα έθιμα»: Παραδόσεις, χορός και τραγούδια του Αγίου Γεωργίου Καρδίτσας
Segment 1
Βιογραφικά στοιχεία και καθημερινή ζωή από τον Άγιο Γεώργιο Καρδίτσας: Εργασία, σχολείο, διατροφή
00:00:00 - 00:24:18
Partial Transcript
Καλησπέρα, ονομάζομαι Φρουξυλιάς Γεώργιος, είμαι απ’ την ομάδα του Istorima. Είμαστε σήμερα εδώ στις 7 Νοεμβρίου 2021, στη Λάρισα, με την …πώς αρραβωνιάστηκα. Φυσικά. Να σου πω για το γάμο μου, να σου πω, αυτά να σου πω. Και τα τραγούδια που λέγαμε, αυτά ναι, να στα πω.
Lead to transcriptSegment 2
Έθιμα εορταστικής περιόδου Χριστουγέννων: Η «Γουρουνοχαρά», η περιφορά της Παναγίας και οι καλικάντζαροι
00:24:18 - 00:36:02
Partial Transcript
Εννοείται, εννοείται. Πείτε μου λίγο τι έθιμα υπήρχαν στο χωριό; Τα έθιμα. Να σου πω απ’ τα Χριστούγεννα. Απ’ τα Χριστούγεννα. Πρώ…ίχαμε. Να μην πηγαίνει κάθε παιδάκι στο σχολείο, γιατί εξελίσσονταν και τα χρόνια μετά. Μετά απ’ το ’60, το ’65 και το ’70, δεν το συζητώ.
Lead to transcriptSegment 3
Οι αποκριές και το έθιμο του Αφανού
00:36:02 - 00:41:26
Partial Transcript
Δεν υπήρχε ρεύμα φαντάζομαι. Το ρεύμα μας ήρθε το ’67 στο χωριό. Με τη λάμπα ήμασταν και με το καντηλάκι. Και να σου πω κάτι; Βλέπαμε. …εν είχαμε ρεύμα, τι να πάρουν. Γινόταν τα jukebox τότε χαμός. Αλλά γάμους εμείς δεν κάνανε με μουσική… Κάναν με ζωντανή μουσική, ο γάμος.
Lead to transcriptSegment 4
Δοξασίες και παραδόσεις του γάμου
00:41:26 - 00:50:24
Partial Transcript
Μιλήστε μου για τους γάμους λίγο. Α, οι γάμοι ήτανε… Στους γάμους, ξεκινούσε ο γάμος απ’ την Κυριακή, που άνοιγε ο γάμος. Εν τω μεταξύ,…την πλατεία η νύφη. Σου λέω, ήταν τα χρόνια λίγο πριν από μένα. Εμείς σηκωθήκαμε και φύγαμε το βράδυ μετά. Δεν καθίσαμε. Έτσι κάνανε όλοι.
Lead to transcriptSegment 5
Το προξενιό, η προετοιμασία και ο γάμος της αφηγήτριας
00:50:24 - 01:01:06
Partial Transcript
Στον γάμο γινότανε αυτό. Εγώ, όταν παντρευόμανε, το τραγούδι το τραγούδησε ο πεθερός μου στον γάμο. Πήραν να τραγουδήσουν τα κλαρίνα, ο τραγ…να εκεί. Μέχρι που φύγανε μετά οι παππούδες. Τώρα, άμα δεν έχεις και μια ρίζα, τώρα δεν πάω στο χωριό. Να σας πω για τον Δεκαπενταύγουστο;
Lead to transcriptSegment 6
Πανηγύρι Δεκαπενταύγουστου και οι οικογενειακές καστανιές
01:01:06 - 01:07:26
Partial Transcript
Να μου πείτε. Τι άλλα έθιμα υπήρχαν; Ναι, τον Δεκαπενταύγουστο εμείς, επειδή το χωριό, όπως διαβάσατε, το παλιό-παλιό χωριό ήτανε απάνω… τον κόσμο, που είχαν. Αλλά εγώ τα έζησα και έζησα και πολύ καλά. Πώς νιώθετε, όταν τα θυμάστε αυτά; Ε, πολύ καλά, πολύ καλά νιώθω.
Lead to transcriptSegment 7
Έθιμα του Πάσχα και ο παραδοσιακός «Θληκωτός» χορός
01:07:26 - 01:17:58
Partial Transcript
Και το Πάσχα; Τι έχετε να μας πείτε; Το Πάσχα, ναι. Το Πάσχα. Τα πρώτα χρόνια, όταν ήμουνα μικρή, δεν γινότανε Ανάσταση, απ’ το βράδυ. Τ…ώ, όποιο τραγούδι να τ’ άκουγα απέναντι, στο άλλο, στον απέναντι μαχαλά και μ’ άρεζε, το μάθαινα. Στο κινητό τι κάνω; Όλο τραγούδια ακούω.
Lead to transcriptSegment 8
Η αγάπη για το παραδοσιακό τραγούδι και τον χορό: Τραγούδια με τη φωνή της αφηγήτριας
01:17:58 - 01:37:17
Partial Transcript
Δημοτικά πάντα! Αφού να φανταστείς, η Εύα… Η εγγονή; Η εγγονή καλέ, η Εύα, όταν ήταν μικρά, τα τραγουδούσα πάντα ένα τραγούδι — κα… σας άρεσε αυτή η διαδικασία. Όλα μου άρεσαν. Σας είπα αρκεί να είναι κάτι, που μπορούσα να σας εξυπηρετήσω. Πολύ ωραία. Ευχαριστούμε.
Lead to transcriptSegment 1
Βιογραφικά στοιχεία και καθημερινή ζωή από τον Άγιο Γεώργιο Καρδίτσας: Εργασία, σχολείο, διατροφή
00:00:00 - 00:24:18
[00:00:00]Καλησπέρα, ονομάζομαι Φρουξυλιάς Γεώργιος, είμαι απ’ την ομάδα του Istorima. Είμαστε σήμερα εδώ στις 7 Νοεμβρίου 2021, στη Λάρισα, με την Νταχμίρη Αντιγόνη. Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα.
Πώς ονομάζεστε;
Νταχμίρη Αντιγόνη.
Από πού είστε;
Είμαι απ’ τον Άγιο Γεώργιο Καρδίτσης. Γεννήθηκα εκεί, μεγάλωσα εκεί. Γεννήθηκα το 1953 και έζησα στο χωριό μέχρι τα 18 μου. Μετά αρραβωνιάστηκα 17 χρονών, παντρεύτηκα 18 κι ήρθα στη Λάρισα. Δεν σταμάτησα μόνο στη Λάρισα, πήγα και σε άλλα μέρη, γιατί ο άντρας μου ήταν χειριστής και δούλευε και πήγα για ένα διάστημα… Συνεχίζω;
Συνεχίστε.
Για ένα διάστημα πήγα στη Θήβα, μετά πήγαμε στην Πάτρα. Καθίσαμε κάπου 2 χρόνια και μετά γυρίσαμε και στην Αθήνα. Καθίσαμε εκεί για κάπου 9 μήνες και μετά, το 1974 ήρθαμε στη Λάρισα. Ήρθαμε, γέννησα το πρώτο μου παιδί, το 1974 — και τον έχω και Πρωταπριλιά — και από εκεί εγκατασταθήκαμε εδώ στη Λάρισα. Μετά, ο άντρας μου δούλευε. Είχανε ταβέρνα, δούλευε σε ταβέρνα για λίγα χρόνια και μετά γέννησα και τη δεύτερη την κόρη, το 1975. Kαι το 1978 γέννησα και τον άλλον τον γιo. Η ζωή συνεχίστηκε εδώ στη Λάρισα, καλά ήτανε, μεγαλώσαν τα παιδιά μου…
Πολύ ωραία.
Τακτοποιηθήκανε, τα πάντρεψα — παντρεύτηκαν και λίγο μικρά — έκαναν πολύ ωραίες οικογένειες. Ο μεγάλος μου ο γιος έχει τρεις κόρες. H κόρη μου έχει ένα αγόρι και ένα κορίτσι και ο άλλος μου ο γιος έχει ένα αγόρι… ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Τη μεγάλη μου την εγγονή τη λένε Αντιγόνη, έχει τ’ όνομά μου. Να πω και τα άλλα πώς τα λένε;
Φυσικά πείτε τα. Και τα παιδιά, άμα θέλετε. Δεν υπάρχει πρόβλημα.
Την άλλη τη λένε Εύα-Κατερίνα, τον άλλο τον εγγόνο τον λένε Κωνσταντίνο, την εγγονή Αποστολία, την άλλη Αναστασία, Βασιλάκη, Βασιλική. Δεν πιστεύω να ξέχασα; Έχω και πολλά, επτά — να ζήσουνε!
Να σας ζήσουν, να σας ζήσουν.
Ναι.
Πείτε μου για την οικογένειά σας, για τους γονείς σας.
Ναι. Οι γονείς μου ήταν απ’ τον Άγιο Γεώργιο Καρδίτσης, απ’ όπου και εγώ εκεί γεννήθηκα. Ο πατέρας μου ήταν ένας βιοπαλαιστής, αλλά ήταν καλοί γονείς. Δούλευε, τα πρώτα χρόνια ήταν… Συνήθως στο χωριό μας δεν ήταν και πολύ εύπορο. Ήτανε χωριό λίγο φτωχό. Είχανε λίγα χωράφια. Οι πιο πολλοί ήταν με την κτηνοτροφία και άλλοι είχαν ξενιτευτεί. Πολλοί τότε από το χωριό, όπως και ο άντρας μου, ξενιτεύτηκαν και οι πιο πολλοί εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα. Και τα κουνάδια μου, που ήταν πιο μεγάλα, γιατί εδώ ερχόταν, εδώ βρίσκαν δουλειά. Το χωριό μας δεν είχε. Η Καρδίτσα δεν τους κρατούσε τόσο πολύ, γιατί δεν ξέρω. Ερχόταν και πιο μεγάλη πόλη, εδώ στη Λάρισα. Η μάνα μου ασχολούνταν κι αυτή με το νοικοκυριό. Είχαμε και γιαγιά στο σπίτι, τη γιαγιά μου την Αντιγόνη, του πατέρα μου η μάνα, την είχαμε εμείς. Η μάνα μου έφευγε όλη μέρα στα χωράφια. Εγώ καθόμουνα λίγο στο σπίτι, γιατί από τότε εμείς μπαίναμε από μικρά στις δουλειές. Το Δημοτικό το τελείωσα και ήμαν πολύ καλή μαθήτρια και το τελείωσα με πολύ καλό βαθμό. Αλλά για εκείνα τα χρόνια ήταν λίγο δύσκολο να σε στείλουν στο Γυμνάσιο, γιατί το θεωρούσαν ότι τα κορίτσια μπορούσαν να καθίσουν στο σπίτι και να πάνε τα αγόρια. Έχω δύο αδέρφια πιο μικρά από μένα, ο ένας ήτανε στην αεροπορία, πολίτης, ο άλλος είναι — και τα δύο εδώ στη Λάρισα — είναι ελεύθερος επαγγελματίας. Βρίσκονται καλά, έχουν την οικογένειά τους, τα παιδιά τους, πολύ καλά βρίσκονται. Ο πατέρας μου, εν τω μεταξύ, άρχισε και δούλευε. Είχε η Καρδίτσα… Άρχισε να αναπτύσσεται τότε και δούλευε σε οικοδομές. Έπαιρνε εργολαβίες, δούλευε πάρα πολύ καλά, αλλά στα 56 του χρόνια είχε ένα ατύχημα, που τον σταμάτησε απ’ τη δουλειά. Έζησε, βέβαια, μέχρι τα βαθιά γεράματα. Μετά εγκαταστάθηκαν κι αυτοί… Στο χωριό, εν τω μεταξύ, να σας πω τι κάναμε, τι δουλειές κάναμε.
Φυσικά πείτε μας.
Τότε, εκείνα τα χρόνια οτιδήποτε γινόταν όλα με τα χέρια. Δεν υπήρχε, δεν υπήρχαν τα μηχανήματα. Θέλαμε να πάμε να θερίσουμε, να σπείρουνε. Να θερίσουμε, θερίζαμε με τα χέρια, με το δρεπάνι που λέγαμε.
Αυτή ήταν η κύρια ασχολία σας; Η γεωργία;
Ναι, ναι. Γιατί είχαμε, αυτά τα χωράφια που είχαμε — δεν είχαμε χωράφια να τα κάνουμε εμπόριο — αλλά το σιτάρι για τη χρονιά μας, για το αλεύρι μας και για τις κότες και για οτιδήποτε χρειαζόταν, για τα ζώα, τα είχαμε. Οτιδήποτε ήθελες να κάνεις, δεν υπήρχανε. Μετά, ήρθε, από χρόνια ήρθε η μηχανή αλωνιστική στο χωριό. Τα κουβαλούσαν όλα με τα ζώα, τα σιτάρια, τα δεμάτια και τα φέρναμε στ’ αλώνι που ήταν κάτω κι ερχόταν η μηχανή — είχα φωτογραφίες, τέτοιες αλλά δεν τις έχω εγώ.
Άμα τις βρείτε, θα ήταν πολύ καλά-
Δεν τις έχω.
Πηγαίνατε από μικρή εκεί, στα χωράφια;
Από μικρή, από μικρή. Εν τω μεταξύ, είχαμε… Έπρεπε να πας… Είχαμε και ζώα. Έπρεπε να πας να βοσκίσεις την αγελάδα. Γιατί πώς; Δεν είναι να την ταΐσεις μέσα στο σπίτι το καλοκαίρι. Εγώ ήθελα να πάω στο σχολείο. Πήγαινα, βέβαια, στο σχολείο, αλλά τις ελεύθερες ώρες μου λένε: «Θα πας να βοσκίσεις και την αγελάδα». Εν τω μεταξύ, το σχολείο τότε εμείς ήτανε πρωί-απόγευμα, δεν ήταν μόνο το πρωί. Και τα πρώτα χρόνια, που πήγα Πρώτη, Δευτέρα και Τρίτη είχαμε ένα διθέσιο σχολείο. Δεν είχαμε μεγάλο σχολείο στο χωριό. Οπότε τα μικρά τα παιδιά, η Πρώτη και η Δευτέρα το έκανε τ’ απόγευμα, τρεις μέρες το απόγευμα και οι μεγαλύτερες τάξεις έκαναν τρεις μέρες, πρωί και απόγευμα. Εν τω μεταξύ μετά, ένας που πήγε μετανάστης στην Αμερική, ήταν ένας ευεργέτης για το χωριό. Έβγαλε πολλά λεφτά και τι έκανε; Έφτιαξε ένα πολύ ωραίο για τα χρόνια εκείνα σχολείο, με εξατάξιο, με δυο γραφεία, με τουαλέτες. Για εκείνα τα χρόνια η τουαλέτα — να έχεις τουαλέτα κανονική — ήτανε λίγο δύσκολο και έφτιαξε ένα πολύ ωραίο σχολείο, γιατί υπήρχαν και παιδιά. Μετά από λίγα χρόνια, παιδιά το χωριό δεν είχε, οι νέοι είχαν φύγει και το σχολείο… Και τώρα, για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω αν λειτουργεί, για το το το έχουνε το σχολείο.
Θυμάστε πώς τον λέγανε;
Το σχολείο;
Τον ευεργέτη.
Αυτός… Αχ, δεν το θυμάμαι. Ήμαν μικρή. Αυτός όμως, πριν κάνει το σχολείο… Το χωριό μας δεν είχε νερό και από διάφορες πηγές… Εμείς στο σπίτι μας, όμως, έχουμε πηγάδι μπροστά στην αυλή μας και όλο το χωριό, ο μαχαλάς ο δικός μας — ο «Κάτω Μαχαλάς», που λέμε — αυτός είχε όλος πηγάδια, είχανε πηγάδια. Ο Πάνω Μαχαλάς ήταν σαν βραχώδης, σαν κάπως διαφορετικός και δεν είχανε πηγάδια. Εμείς είχαμε το νερό, δεν μας έλειψε, αλλά δεν μπορούσαμε να πιούμε όμως. Το νερό αυτό ήταν να κάνεις όλες τις δουλειές, εκτός να μαγειρέψεις και να πιεις. Και πηγαίναν σε πηγές. Εγώ, βέβαια, αυτό δεν το έζησα, ότι δεν είχαμε νερό στο χωριό. Και αυτός έφερε το νερό από πάνω, από μια πηγή, έφτιαξε και έφερε βρύσες, έκανε βρύσες — θα τη δούμε αυτή — στο χωριό, πέντε βρύσες. Κι έφερε και το νερό και μετά έκανε και το σχολείο. Πώς λεγόταν; Δεν το ξέρω.
Δεν πειράζει-
Οι πιο παλιοί μπορεί να θυμάνταν.
Από φαγητό;
Μετά… Από φαγητά; Τα φαγητά συνήθως εμείς είχαμε τα φασόλια πιο πολύ. Είχαμε το κρέας κάθε Κυριακή — αυτό το θυμάμαι — στο καφενείο, στο «μαγαζί» που λέγαν, στο μπακάλικο έσφαζαν γίδα. Συνήθως τα γίδια είχαμε στο χωριό, εμείς πιο πολύ γίδια και πρόβατα. Αλλά γίδες, τα γίδια, γιατί είχαμε δάσος και ήτανε γίδια. Και έσφαζε. Και δεν το σφάζανε από πριν, γιατί ψυγεία δεν υπήρχανε. Κυριακή πρωί το έσφαζε, πήγαινε ο πατέρας μου και το ’παιρνε — έτσι, ήμασταν κοντά — και φτιάχναμε πιο πολύ ήταν το κρέας με μακαρόνια. Αυτή η μάνα μου το ’φτιαχνε στην κατσαρόλα, όντως και ακόμη το θυμάται. Και τα παιδιά μου το θυμάνται: «Το φαγητό της γιαγιάς της Φώτως δεν μπορούσες να το κάνεις εσύ». Ήταν το κρέας για τη δικιά μου την οικογένεια. Ήταν οι πίτες πάρα πολύ, γιατί είχανε στους μπαχτσέδες, είχαν τα χορταρικά. Τυρί, εντάξει είχαν… Καθένας είχε λίγο, άλλοι είχαν πρόβατα, είχαν πολύ. Είχαμε εμείς λίγα τα γίδια, είχαμε και το τυρί, τις κότες απαραιτήτως. Φτιάχναμε τον «πλαστό» — το ξέρει — που είναι μια πίτα με μπομπότα. Ναι, οι πίτες το είχαμε πολύ. Μετά από φαγητά άλλα, τα καθημερινά… Δεν είχαμε φαγητά φούρνου, να σου πω, γιατί δεν υπήρχαν φούρνοι. Εμείς και το ψωμί το ψήναμε στη γάστρα. Ζυμώναμε κι είχαμε τη γάστρα, ανάβαμε τη φωτιά και βάζαμε τη γάστρα και ψήναμε και τις πίτες και το ψωμί. Από γλυκά. Από γλυκά τώρα, το πιο πολύ ήταν οι [00:10:00]κουραμπιέδες, γιατί ήταν ένα γλυκό, που δεν πάθαινε τίποτα και τους κουραμπιέδες συνήθως τους φτιάχναμε μετά τα Χριστούγεννα. Όταν σφάζαν το γουρούνι, μαζεύανε το λίπος, το λιώνανε και το ’χαν και για διάφορες άλλες, να φτιάχνουν φαγητά — συνήθως τις πίτες και τις «μπατζίνες», που λέω εγώ, που φτιάχνουμε. Και φτιάχναν κουραμπιέδες με τη λίπα. «Λίπα» τη λέγανε. Το λίπος, βέβαια, εμείς το λέγαμε λίπα. Και ήταν τόσο ωραίες, τόσο αφράτες, αυτό ήταν το γλυκό μας. Πολύ γλυκό είχαμε τα κυδώνια κι έφτιαχνε η μάνα μου τον πελτέ και το τριφτό το κυδώνι. Αυτά θυμάμαι δηλαδή σαν… Και τα ρεντζέλια. Τα ρεντζέλια, που ήτανε από τα σταφύλια, από το πετιμέζι, απ’ τον μούστο. Αυτά είχαμε τα γλυκά, τα πιο βασικά. Τώρα, άμα ήθελες ένα λουκουμάκι γιεγιές, ένα έτσι, αυτά τα έβρισκες κι από το μπακάλικο. Άλλα γλυκά… Να! Η μάνα μου έφτιαχνε και το κανταΐφι τις Απόκριες. Τις Απόκριες φτιάχναμε το κανταΐφι και με λάδι, για να είναι — επειδή πέρνανε η νηστεία μετά — για να είναι, να το τρώμε και στη νηστεία, φτιάχναμε, έφτιαχνε το κανταΐφι εμείς στο δικό μας το σπίτι. Μετά τι να… Για τα έθιμα ή για το χωριό;
Πείτε μου για το χωριό. Πώς ήταν η καθημερινή ζωή;
Ναι, η καθημερινή ζωή… Κοιτάξτε, για τον χειμώνα ήταν διαφορετικά. Γιατί τον χειμώνα δεν υπήρχαν εργασίες. Τον χειμώνα είχαν, αυτοί που είχαν τα πρόβατα, έπρεπε να είναι, να ασχοληθούν με τα πρόβατα. Εμείς είχαμε… Είχαμε τα ζώα μας, είχαμε το άλογο, είχαμε το γαϊδούρι, είχαμε τα γίδια, πέντε-έξι γίδες, όχι πολλές. Είχαμε το γουρούνι μας, είχαμε τις κότες, είχαμε τα κουνέλια μας, είχαμε αυτά. Και ασχολούσαν… Θα σηκωνόσουν το πρωί, θα πήγαινες να τα ταΐσεις, να τα καθαρίσεις, να τα ποτίσεις. Για τον χειμώνα. Απ’ την άνοιξη και μετά, άρχιζε να σκαλίζουν, να σκάβουν, να κλαδεύουν τ’ αμπέλια. Να σκαλίζουν, να σκάβουν τ’ αμπέλια, γιατί τότε δεν υπήρχε να ρίξεις και φάρμακο για τα χόρτα. Τα σκαλίζαν δυο φορές τ’ αμπέλια, τα φτιάχνανε. Απ’ την άνοιξη και μετά ο κόσμος ήταν όλος έξω. Να κόψει τα τριφύλλια του, να μάσει για τον χειμώνα, να φέρει το «κλαρί», το λέγαμε. Πηγαίναν στο δάσος και κόβανε δέντρα, δέντρα για να έχουν. Ξεραίνονταν αυτό και τα βάζαν μέσα στις αχυρώνες, για να δώσουν τα γίδια τον χειμώνα, που δεν τα ’παιρνε ο τσομπάνης, να πάει να τα βοσκήσει. Εμείς στο χωριό είχαμε δυο τσομπάνηδες. Έναν ο Κάτω Μαχαλάς, έναν ο Πάνω Μαχαλάς. Κάθε χρονιά του Αγίου Γεωργίου, έβγαιναν σε δημοπρασία, ποιος τσομπάνος θα πάρει τα γίδια, τη «γιδοβίτσα» τη λέγαμε. Είχαμε και τα μάζευε αυτός και τα πήγαινε και τα βοσκούσε. Ο ένας ο μαχαλάς είχε τον έναν τότε — γιατί υπήρχαν πολλά γίδια — ο άλλος τον άλλον. Και του Αγίου Δημητρίου, έγινε πάλι ξανά… Δηλαδή από τότε γινόταν η διαδικασία, απ’ του Αγίου Γεωργίου μέχρι του Αγίου Δημητρίου. Τον χειμώνα, βέβαια, δεν χρειάζονταν να υπάρχει τσομπάνης, γιατί τα είχαμε μέσα, δεν μπορούσε να τα βγάλει έξω. Ήταν ένα σημείο, που πηγαίναμε κάθε πρωί και τα πηγαίναμε τα γίδια εκεί. Αυτά ξέραν από μόνα τους. Μόλις τα βγάζαμε εμείς απ’ το σπίτι, απ’ το μαντρί, τα πηγαίναμε μέχρι ένα σημείο και αυτά πηγαίναν εκεί, που τα μάζευε όλα ο τσομπάνης. Και κάθε βράδυ, όταν γυρίζανε, κάθε ζωντανό — συγγνώμη — κάθε ζωντανό πήγαινε στο σπίτι. Δεν χανόταν, να ’ρθει ξένο ζώο στο σπίτι το δικό σου. Κάθε ένα θα πήγαινε στα δικά του. Και θυμάμαι, όταν ερχόταν… Ζητούσαμε να φάμε εμείς, όταν ήμασταν μικρά. Τώρα δεν… Συνήθως το φαγητό, τότε στο χωριό, μαγειρεύαν το βράδυ, που μαζεύονταν όλη η οικογένεια. Το μεσημέρι τρώγαν ό,τι, ό,τι βρισκόταν. Το βράδυ ήταν εκείνο που η μάνα μου έβαζε κατσαρόλα στη φωτιά, ενώ τώρα είναι τ’ αντίθετο. Και όταν ερχόταν… Πεινούσαμε: «Αχ, θέλω να φάω τώρα», έλεγε η γιαγιά η συγχωρεμένη: «Δεν κάνει τώρα να φάτε, γιατί έρχονται τα γίδια. Άμα φάτε θα πεθάνει η μάνα σας». Γιατί τι να μας δώσουν; Σου λέει: «Τώρα θα γίνει το φαγητό». Ναι, ναι. Μετά ναι…
Είχατε φάρμα εσείς στο σπίτι;
Φάρμα, σαν τι φάρμα δηλαδή; Κοίτα απ’ όλα τα ζώα είχαμε, όχι πολλά βέβαια, αυτή είναι η φάρμα! Πώς να στο πω; Είχαμε τις κότες, είχαμε κουνέλια, είχαμε — για ένα διάστημα — είχαμε και παπιά. Είχαμε τη γίδα, παίρναμε… Το γουρούνι απαραιτήτως, γιατί το σφάζαμε τα Χριστούγεννα, γουρούνι 150-200 κιλά. Ναι, αυτά θα πούμε για τα Χριστούγεννα, θα πούμε άλλο.
Το σπίτι πώς ήτανε;
Ε;
Το σπίτι πώς ήταν;
Το σπίτι; Το σπίτι κάτω ήταν τα κατώι, δύο και δύο δωμάτια απάνω. Μ’ ένα μεγάλο μπαλκόνι και δύο δωμάτια και μια σάλα, έτσι. Δύο. Εκεί, στο ένα δωμάτιο ήμασταν πέντε και η γιαγιά έξι άτομα. Γιατί εκεί υπήρχε… Στην αρχή ήταν το τζάκι, μετά πήραμε μια σόμπα με ξύλα — απ’ όσο θυμάμαι εγώ, που ήμαν μικρή — έτσι σόμπα που έβαλες τα ξύλα. Που, εν τω μεταξύ, τα σπίτια δεν ήταν τότε πολύ εφαρμοστά, έμπαινε αέρας από όλες τις μεριές και όταν ήσουν στο τζάκι, καθόμασταν εμείς τα παιδιά εκεί. Στη μία μεριά ο πατέρας, στην άλλη γιαγιά και η μάνα μου κάθονταν όλο από την πίσω την πλευρά. Συνήθως οι γυναίκες ήταν, όπως το λένε, τότε, εκείνα τα χρόνια η γυναίκα όντως ήτανε λίγο παραμελημένη. Πηγαίνανε στα χωράφια, ερχόταν ο άντρας καβάλα στο άλογο και μπορεί το άλλο του άλογο ή το μουλάρι ή το γαϊδούρι να ήτανε άδειο, η γυναίκα δεν ανέβαινε. Όχι στα δικά μου τα χρόνια, στα πιο παλιά, όπως ακούσα, που λέγανε. Το σπίτι αυτό ήταν. Ήταν ένα σπίτι χωριάτικο, παλιό. Είχαμε, όμως, τον στάβλο, που το είχαμε λίγο πιο κάτω από το σπίτι και είχαμε τα ζώα μας, είχαμε όλα, την αχυρώνα μας. Είχαμε τα πάντα στο χωριό. Η ζωή στο χωριό αυτή ήτανε για το χειμώνα. Το καλοκαίρι είχαμε δουλειές, δεν καθόμασταν καθόλου στο χωριό: και να θερίσεις και να σκαλίσεις τα καλαμπόκια και να πας να κάνεις άλλες αγροτικές δουλειές και οι γυναίκες στο σπίτι να ’ρθουνε, να πλύνουν, να κάνουνε. Οι γιεγιές τότε στο σπίτι, ήτανε οι γιεγιές. Δεν κάναν τότε οι γιαγιές. Γιεγιές γινόταν απ’ τα 50 κι απ’ τα 40 μπορούσες να την έλεγες γιαγιά. Όταν πήγαινα στο χωριό, όταν είχα τον γιο μου τον μεγάλο — τον Βαλάντη — μικρό, όλες τις έλεγες γιαγιές, ας ήταν και σαραντάρες. Γιατί φορούσαν όλες το μαντίλι και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το παιδί ποιο είναι η νέα, ποια είναι η γριά. Μετά αυτά, πήγα στο Δημοτικό, ήμαν πολύ καλή μαθήτρια. Το Δημοτικό τότε είχε πολλά παιδιά, ήμασταν καλό το σχολείο, με καλούς δασκάλους. Εγώ, εν τω μεταξύ, είχα μία δασκάλα στην Πρώτη και τη Δευτέρα που ήταν απ’ την Κρήτη. Εκείνα τα χρόνια, όπως ερχόταν το φθινόπωρο η δασκάλα, γιατί ερχόταν και από μακριά και έφευγε το καλοκαίρι. Δεν υπήρχαν τα μέσα τότε η δασκάλα να φύγει και να πάει στον τόπο της. Κι ερχόταν — μπορώ να σας πω — και το καλοκαίρι δύσκολα να φύγει. Και ήταν από την Κρήτη. Και όταν ήρθε στο χωριό, μας έλεγε ότι: «Εμείς εκεί στην Κρήτη δεν βλέπουμε συχνά χιόνι». Γιατί το χωριό έχει πολλά χιόνια κι εγώ, εμείς σαν παιδάκια καθόμασταν και μας φαινόταν παράξενο. «Δεν χιονίζει εκεί και χιονίζει μόνο εδώ;». Ήταν στην Πρώτη και τη Δευτέρα. Στην Τρίτη είχα μια άλλη, πολύ καλή δασκάλα. Ήμαν και καλό παιδί. Μ’ άρεζε πάρα πολύ το τραγούδι κι ο χορός! Δηλαδή στο σχολείο, που χορεύαμε, μ’ άρεζε πάρα πολύ το σκετς. Εμείς τα λέγαμε τότε 25η Μαρτίου, που κάνανε κωμωδία, αλλά ήτανε σκετς, δεν ήτανε… Έτσι τα λέγανε. Όταν ήμαν Τετάρτη Δημοτικού, μου βάζει η δασκάλα ένα σκετς, να έχω σκηνή, να μιλάω 50 φορές, 52. Αχ, το θυμόμαν μέχρι πριν λίγα χρόνια, δεν μπορώ να το θυμηθώ τώρα. Ήμαν μία, που είχα ένα γιο και τον είχα στον πόλεμο. Και είχα και πέντε ανιψιές. Αυτή τη φωτογραφία ήθελα να τη βρω, που ήμουν ντυμένη έτσι… Και έκανα ένα σκετς, που έμειναν όλοι. Και τότε το χωριό τσι 25 Μαρτίου, το ’χε μια μεγάλη γιορτή. Ερχόντανε ν’ ακούσουν τα ποιήματα, να κάνουνε πολλά πράγματα, το είχανε πολλή γιορτή. Κι εγώ δεν ντράπηκα καθόλου! Το είπα, έκανα και τη σκηνή, τα έκανα όλα και πήρε τόσο συγχαρητήρια ο πατέρας μου και η μάνα μου, που λέει: «Δεν ξαναείδαμε τέτοιο». Η δασκάλα, εν τω μεταξύ — γιατί την έβγαλα ασπροπρόσωπη — κι άλλα παιδιά ήταν καλά, να μην πω μόνο για τον εαυτό μου, αλλά εγώ μ’ άρεζε αυτό, δεν ντρεπόμαν. Ήμαν πολύ ντροπαλή σε άλλα πράγματα. Αλλά αν μ’ έβαζες να τραγουδήσω και σ’ ένα γήπεδο μέσα, θα τραγουδούσα αυτά τα τραγούδια που ήξερα. Αλλά σε άλλα πράγματα… Μην με έστελνες να πάω να ψωνίσω κάτι στο μπακάλικο. Ντρεπόμανε, γιατί ήταν πολύς κόσμος εκεί. Μετά και στην Πέμπτη το ίδιο, κάναμε γιορτή, στην Έκτη, βγάζω το σχολείο, όπως σας είπα δεν πήγα Γυμνάσιο. Πήγα για μοδίστρα, έκατσα ένα χρόνο. Ασχολούμαν με το σπίτι. Όντως το σπίτι μας… Γιατί ο πατέρας μου έφευγε για ένα διάστημα, γιατί τότε δεν υπήρχαν και δουλειές πολλές στο χωριό και μέχρι έφτασε και μέχρι — πού να σου πω τώρα[00:20:00] — κάτω στην Άμφισσα, για να πάνε να εργαστούνε. Που έφτιαχναν τότε, άρχιναν και γίνονταν σπίτια. Εν τω μεταξύ — γιατί τα θυμάμαι ένα-ένα — όταν έγινε ο Μέγδοβας, το φράγμα του Μέγδοβα, η λίμνη, εγώ ήμαν τότε 6 χρόνων, 7; Το ’60 άρχισε να γίνεται. Όλοι οι άντρες απ’ το χωριό πηγαίνανε και δουλεύανε στον Μέγδοβα, που γινόταν. Και για να πας απ’ το χωριό μας στον Μέγδοβα είναι πολύ μακριά. Και πηγαίνανε με τα πόδια! Σηκωνόταν μεσάνυχτα, να είναι το πρωί εκεί και ξαναερχόταν. Δηλαδή τότε ο κόσμος, μπορώ να σου πωμ δούλευε πιο σκληρά απ’ ό,τι τώρα.
Πήγε ο πατέρας σας;
Ε;
Πήγε κι ο πατέρας σας;
Ναι, ναι, πήγε. Το θυμάμαι που πήγαινε. «Άντε θα πάω στον Μέγδοβα αύριο» και σηκωνόταν νύχτα. Σου λέω εγώ ήμαν 6 χρόνων, 7, όταν έγινε το φράγμα. Δούλεψαν πολλοί τότε στο Μέγδοβα. Και μετά έφυγε… Και αφού έφευγε ο πατέρας μου, έπρεπε εγώ να καθίσω ή στο σπίτι — τ’ αδέρφια ήταν πιο μικρά — ή να βοηθήσω τη μάνα μου. Η μάνα μου θα έπρεπε να πάει στο θέρο, να πάει να κάνει άλλες δουλειές, γιατί σου λέω είχαμε πολλές δουλειές αγροτικές, γιατί δεν υπήρχε. Τώρα αλλάξαν τα πράγματα, ούτε δουλειές υπάρχουνε, αλλά και έχουν όλα τα μηχανήματα. Και αυτοί που μείναν στο χωριό τώρα, πιστεύω να μένουν και στην Καρδίτσα και λίγοι να μένουν στο χωριό. Δεν έχει πολλούς το χωριό.
Δεν είχατε χρόνο για παιχνίδια δηλαδή;
Ε, παιχνίδια μπορεί στο σχολείο…Παιχνίδια τι παίζαμε; Παίζαμε το σχοινάκι πολύ εμείς, το σχοινάκι. Παίζαμε το κουτσό, παίζαμε την «τσιλίκα», που λέγαμε, τσιλίκα-τσιλικάρι. Εν τω μεταξύ, πολύ εμείς τα κορίτσια μας μάς έβαζαν πολύ στο εργόχειρο, στο κέντημα και στον αργαλειό.
Γι’ αυτό ακολουθήσατε μετά τη μοδιστρική;
Ναι, μας βάζαν πολύ. Με το που τελείωνες…Γι’ αυτό εμείς μέχρι τα 17 και τα 18, που υποτίθεται μας παντρεύανε, γιατί βγάλεις στα 12 το Δημοτικό, μέχρι τα 18 είναι 6 χρόνια. Μες στα έξι χρόνια αυτά, εμείς είναι σαν να τελειώσει μια κοπέλα στα 18 και μέχρι τα 24 δεν γίνεται πιο; Έτσι εμείς, μεγαλώναμε γρήγορα. Μεγαλώναμε γρήγορα και τα ξέραμε όλα. Ήθελες να ζυμώσεις τότε, δεν υπήρχαν φούρνοι. Τώρα πάει φούρνος στο χωριό και σου πάει το ψωμί έτοιμο. Και να ζυμώσεις… Να φανταστείς φτιάχναμε τα πρόσφορα για την Εκκλησία, έπρεπε να τα ζυμώσει μια κοπέλα ή να τα ζυμώσει μία γιαγιά, να μην τα ζυμώσει μια παντρεμένη. Εγώ με βάζαν και ζύμωνα, πότε η γιαγιά, πότε εγώ, τα πρόσφορα. Δεν ζύμωνα μόνο το δικό μου, έλεγε η γειτόνισσα: «Θα με δώσεις κι εμένα, κι όταν θα ζυμώσει η δική μου η κόρη, θα στο δώσω για να το πάμε στην εκκλησία». Είχαμε τέτοια πράγματα. Μετά, αυτά είναι τα παιχνίδια, δεν μπορώ να πω ότι…Τ’ αγόρια παίζανε πιο πολύ. Τ’ αγόρια έψαχνες να τα βρεις και δεν τα έβρισκες πού ήταν, και με την μπάλα, και… Εν τω μεταξύ, τα αγόρια έπαιρναν και ένα στεφάνι και μ’ ένα σύρμα και το κυλούσαν, το κάνανε…
Γκίλι;
Ισορροπία. Δηλαδή στεφάνια απ’ οπουδήποτε. Από βαρέλια, το σιδερένιο το στεφάνι και το ’παιρναν και το κάνανε έτσι. Τ’ αγόρια παίζανε. Τα κορίτσια, εντάξει, τα βάζανε πιο πολύ…
Σε δουλειές;
Σε δουλειές, ναι.
Πείτε μου λίγο για την εμπειρία σας με τη μοδίστρα.
Στην μοδίστρα ήμασταν τρία μοδιστράκια, πηγαίναμε. Ήταν μία συγγενής μας, που ήτανε μοδίστρα. Πηγαίναμε το πρωί, φεύγαμε το μεσημέρι, ερχόμασταν στο σπίτι — βέβαια στο χωριό κοντά ήτανε — για να φάμε και το απόγευμα ξαναπηγαίναμε. Η μοδίστρα πιο πολύ, εμείς τα μοδιστράκια μας στέλνανε, όταν κάθε Σάββατο τελείωναν τα ρούχα, μόλις τελείωναν τα φορέματα έπρεπε εμείς να τα πάρουμε σιδερωμένα και να πάμε να τα μοιράσουμε στις πελάτισσες. Ε, εκεί μας δίνανε από μια δραχμή σαν φιλοδώρημα. Στη μοδίστρα δεν έκατσα πολύ, δεν έκατσα μπορώ να σου πω. Μετά να σου πω για τα έθιμα, πιο πολύ θυμάμαι, να σου πω πώς αρραβωνιάστηκα.
Φυσικά.
Να σου πω για το γάμο μου, να σου πω, αυτά να σου πω. Και τα τραγούδια που λέγαμε, αυτά ναι, να στα πω.
Segment 2
Έθιμα εορταστικής περιόδου Χριστουγέννων: Η «Γουρουνοχαρά», η περιφορά της Παναγίας και οι καλικάντζαροι
00:24:18 - 00:36:02
Εννοείται, εννοείται. Πείτε μου λίγο τι έθιμα υπήρχαν στο χωριό;
Τα έθιμα. Να σου πω απ’ τα Χριστούγεννα.
Απ’ τα Χριστούγεννα.
Πρώτα από τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα… Να πούμε τώρα, 21 Νοεμβρίου, είδες που είναι η Παναγία, που είναι για τη σπορά, γι’ αυτό τη λένε και Μεσοσπορίτισσα. Βράζανε φασόλια, ρεβίθια, σιτάρι, καλαμπόκι και το βράζανε όλο σε κατσαρόλα και το έπαιρνες και το πήγαινες, αν δεν το έβραζε, το τρώγανε. Αλλά η μάνα μου μ’ έδωνε σιτάρι, φασόλια — τα ’βαζε σ’ ένα σακουλάκι — και μια δεκάρα και να πα να τα πετάξω στο ποτάμι, «όπως τρέχει το νερό, έτσι να τρέξει και η σοδειά, να τρέξουν και τα λεφτά». Δεκάρα πετούσαμε. Αυτό ήταν στις 21 Νοεμβρίου. Τα Χριστούγεννα, όλοι στο χωριό είχαν γουρούνια. Το παίραν απ’ την προηγούμενη χρονιά, παράδειγμα έρχεται τώρα τα Χριστούγεννα; Τώρα θα παίρνανε το γουρουνάκι το μικρό, να το μεγαλώσουν όλη τη χρονιά, να το έχουν για του χρόνου τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα εμείς το γουρούνι έπρεπε να το σφάξουμε ανήμερα. Όποιος έσφαζε Χριστούγεννα, πριν τα Χριστούγεννα, έστω μία μέρα και δυο, δεν το θεωρούσαν καλό. Μόνο σφάζαν αυτοί που είχαν πένθος. Αυτοί που είχαν το πένθος…
Το έθιμο αυτό πώς λεγόταν;
Γουρουνοχαρά.
Γουρουνοχαρά;
Ναι, ναι. Όποιος είχε πένθος το γουρούνι το ’σφαζε λίγο νωρίτερα, μία μέρα δύο, γιατί το γουρούνι είχε διαδικασία μετά να φτιάξεις όλα αυτά, που θες να κάνεις. Αλλά εκείνοι που ήταν καλά στο σπίτι τους, το σφάζανε το γουρούνι ανήμερα τα Χριστούγεννα. Το πρωί πηγαίναμε απαραιτήτως στην Εκκλησία, ξημερώματα. Η μάνα μου είχε έτοιμη τη σούπα, έπρεπε να γυρίσουμε, να φάμε τη σούπα και μετά να αρχίσει η διαδικασία για το γουρούνι. Τι γινόταν τώρα; Ήμασταν πέντε άτομα. Ήταν ο πατέρας μου, ήταν ο αδερφός της μάνας μου, ήταν ένας ξάδερφός της — πήγαιναν ομάδες-ομάδες, αυτό θέλω να σου πω — κι ένας μπάρμπας. Ήταν να σφάξουν πέντε γουρούνια ή τέσσερα γουρούνια, θα ξεκινούσαν: «Τι θα κάνουμε φέτος; Θα ξεκινήσουμε απ’ το γουρούνι του Γιώργου -παράδειγμα- να σφάξουμε» και μετά, ως το βράδυ, να τελειώσουν όλα τα γουρούνια. Δηλαδή η παρέα, οι συγγενείς. Άλλη παρέα πήγαινε σε άλλους. Ξεκινούσαν απ’ το πρωί, έπιανες το γουρούνι. Γινόταν εκείνη τη μέρα στο χωριό… Τα σκότωναν όλα τα γουρούνια. Τι να σου πω! Άντε το ’σφαξε και να περνάνε με μια χαρά όλοι: «Γεια σου Αντρέα, καλημέρα, χρόνια πολλά. Πάμε να σφάξουμε του τάδε το γουρούνι». Το σφάζανε το γουρούνι. Μόλις το σφάζανε, η μάνα μου είχε αναμμένα — πάντα, αφού είχαμε σόμπα ή τζάκι — έπαιρνε κάρβουνα σε ένα φαράσι, το λέγανε «λοπάτα» εμείς το λέγαμε αυτό, όχι φαράσι. Ήταν ένα σιδερένιο πράγμα, έβαζε και θυμιάμα πάνω και το έβαζε, όταν σφάζαν στο λαιμό απ’ το γουρούνι. Έτσι όπως ήταν καυτό, το έβαζαν εκεί. Γιατί το βάζανε, το είχαν έτσι, δεν το ξέρω αυτό, γιατί το βάζανε. Το σφάζαν το γουρούνι. Αφού το σφάζαν και το γδέρνανε, το κρεμούσανε, έπρεπε να πάνε να σφάξουν άλλο. Τι κάνανε οι γυναίκες τώρα; Θυμάμαι τη μάνα μου και τη γιαγιά! Έπρεπε να φτιάξουν το κεφάλι και τα πόδια, τα πατσιά που λέμε, να τα καθαρίσουν, να τα κάνουνε. Έπρεπε να κάνουνε όλη τη διαδικασία: να πλύνουν, να κάνουν, μέχρι να ‘ρθει ο πατέρας μου, αν ήταν πρώτα το δικό μας το γουρούνι και να πάει στους άλλους. Να ‘ρθει το βράδυ, να βγάλει το λίπος, να κόψει το κρέας για τα λουκάνικα, να κόψει το κρέας για φαγητό, να κόψει την τηγανιά. Εν τω μεταξύ ή στο πρώτο γουρούνι… Στο πρώτο σπίτι θα κάνανε την τηγανιά. Κι ήταν μια τηγανιά εκείνη! Από το γουρούνι να φάνε αυτοί, που σφάζανε ή στο τελευταίο γουρούνι, που θα σφάζανε. Και άρχιζανε μετά, να τρίψουνε τα πράσα, για να κάνουμε λουκάνικα με πράσο. Μες στο δωμάτιο να φέρνει η μάνα μου το σκαφίδι, που ζυμώναμε το ψωμί και να κάθεται με τον πατέρα μου να κόβουν το πράσο ψιλό-ψιλό-ψιλό, για να φτιάσουν τα λουκάνικα. Έκοβαν το κρέας τότε, το κόβανε σε κρεατοσάνιδο με το τσεκούρι και το κόβανε. Δεν το κάνανε κιμά. Μετά, από κάμποσα χρόνια μετά το κάνανε κιμά, μιλάμε για εκείνα τα χρόνια, που θυμάμαι εγώ. Και κόβανε, φτιάχνανε όλο αυτό το μείγμα και την άλλη μέρα έπρεπε να γεμίσουν τα λουκάνικα. Να γεμίσουν λουκάνικα πολλά και να τα κρεμάσουν όλα για να στεγνώσουν. Αφού κόβαν, βγάζαν και το λίπος, αρχίζα. Ο πατέρας μου το ’κοβε σε κομμάτια. Το πλένανε σε καζάνια και μετά έπρεπε να λιώσουν το λίπος. Εκείνη την ημέρα πάλι γινότανε ο χαμός! Αφού λιώνανε, οι «τσιγαρίδες» που λέμε, τσ’ έτρωγαν ζεστές. Να πίνουν και το κρασί οι άντρες και να ακούς όλους τους άντρες στη γειτονιά να είναι μες στην τρελή χαρά. Γιατί αφού λιώνανε και τη λίπα, πίνανε κιόλας. Αυτή ήταν η Γουρουνοχαρά. Εν τω μεταξύ, εμείς, τον αδερφό μου τον λένε Χρήστο. Τότε στα χωριά γιόρταζαν τρεις μέρες τα Χριστούγεννα, όχι μία μέρα. Και την τρίτη μέρα μάς έρχονταν επισκέψεις και γινόταν ένας χαμός. Να μαζέψεις το γουρούνι, έπρεπε να τα ετοιμάσεις — δεν υπήρχαν ψυγεία — έπρεπε να ετοιμάσεις μέσα σε τρεις μέρες, να κάνεις και τα λουκάνικα, να λιώσεις και τη λίπα, να το τεμαχίσεις, να το κάνεις όλα. Να φτιάσεις και το κεφάλι, τα πατσιά, όλα. Πάει αυτό, τελειώνει τα Χριστούγεννα. [00:30:00]Τα Χριστούγεννα συνήθως ήτανε γιορτή του σπιτιού, μέσα. Με τα γουρούνια, με το φαγητό, με το κρασί και μετά όποιος είχε γιορτή ερχότανε και κόσμος. Αλλά εκείνη τη μέρα όλοι γιορτή είχανε. Ερχότανε μετά η Πρωτοχρονιά. Ερχόταν η Πρωτοχρονιά, όλοι οι άντρες θα πήγαιναν στο καφενείο, οι πιο πολλοί. Υπήρχαν κι άντρες, όπως ειν’ και τώρα, που ήταν μες στο σπίτι κλεισμένοι. Ο πατέρας μου έπρεπε κάθε χρόνο να πάει να παίξει, για το καλό. Πηγαίναν να παίξουν παραμονή. Εν τω μεταξύ, μόλις πήγαινε 12:00 η ώρα, εβγαίναν όλοι έξω — που ’ταν απ’ το καφενείο — και ρίχνανε τα όπλα. Ένα όπλο για να πει ότι ήρθε ο καινούργιος χρόνος. Την άλλη μέρα το πρωί την Πρωτοχρονιά, η μάνα μου τι μας έκανε, όταν ήμασταν μικρούλια; Μας σήκωνε πρωί-πρωί να μας κάνει μπάνιο και να μας λούσει. Το ’χαν έθιμο στο χωριό εκείνα τα χρόνια να μας λούσει πρωί-πρωί, για να μην λούσει η αρκούδα τα παιδιά της πρώτα. Τώρα αυτό δεν το κατάλαβα, δεν! Και να κρυώνουμε εμείς — μήπως είχαμε και τη σόμπα, την αυτό — να κρυώνουμε, έστω λίγο. Πήγαινε, έπαιρνε νερό απ’ τη βρύση και να μας λούσει πρωί-πρωί. Έφτιαχνε τη βασιλόπιτα, έβαζε φλουρί, έβαζε και το φλουρί, έβαζε κι από κλήμα, έβαζε κι από χόρτο, έβαζε από διάφορα στην πίτα και εκείνη την ημέρα έψηνε, έβαζε στην πίτα απάνω κι ένα κομμάτι λουκάνικο, για να πάει η χρόνια καλά και να το βασιλέψει. Άλλη μέρα νωρίτερα, δεν τρώγαμε, δεν μας άφηνε να φάμε. Τρώγαμε την πίτα, σε ποιον θα πέσει — εμείς παιδάκια τώρα — το φλουρί. Στην εκκλησία εκείνη τη μέρα δεν μπορώ να σου πω ότι πηγαίναμε. Πήγαιναν οι γιαγιέςμ οι γυναίκες, γιατί όλοι οι άντρες… Οι γυναίκες έπρεπε να φτιάξουν τη βασιλόπιτα, δεν τις φτιάχνανε τότε το βράδυ κι από νωρίτερα, οι γιαγιές πήγαιναν και οι άνδρες ήταν από ξενύχτι, οπότε δεν μπορούσαν να πάνε. Όποιος είχε γιορτή, βέβαια, σίγουρα πήγαινε. Μετά ερχόταν του Σταυρού, πριν τα Φώτα. Εμείς ήταν ένα έθιμο στο χωριό — δεν ξέρω αν το κρατάνε και τώρα, αν και πρέπει να τον κρατάνε — πηγαίναν και φέρνανε μια Παναγία — πού να σου πω τώρα — από πάνω, προς τον Μέγδοβα μεριά. Αυτή η Παναγία ανήκει στα δικά μας τα μέρη. Αυτή η Παναγία έπρεπε να τη φέρουν την ημέρα του Σταυρού, ό,τι καιρό και να έκανε. Χιόνια να ήτανε, ό,τι και να ήτανε. Εκείνη την ημέρα έπρεπε να πλυθούμε, να διώξουμε και τα παγανά, θα περνούσε ο παπάς από το σπίτι να μας αγιάσει και θα πηγαίναμε όλοι να περιμένουμε λίγο στην Εκκλησία, απ’ το χωριό λίγο πιο έξω, να περιμένουμε την Παναγία. Ήταν μια γιορτή τότε, δεν μπορώ να τη φανταστώ, με τι λαχτάρα την περίμενε ο κόσμος. Έρχονταν η Παναγία του Σταύρου, δεν τρώγαμε, νηστεία εκείνη τη μέρα. Πηγαίναμε, ερχόταν η Παναγία, γινότανε λειτουργία, γινόταν αγιασμός και την άλλη μέρα ήταν τα Φώτα. Των Φώτων πηγαίναμε όλοι στην Εκκλησία, γινόταν ο αγιασμός έξω. Μας έδωνε ο παπάς, περνούσες και έπαιρνες το αγίασμα, το νερό. Εν τω μεταξύ, ο παπάς περνούσε απ’ όλα τα σπίτια τότε. Μόνο κανένας που τον έλεγε, να ήταν κανένας… Κανένας λίγο ανάποδος και δεν ήθελε. Περιμέναμε τον παπά με το παιδάκι — και εμείς τώρα περνάει ο πάπας — με το «μπακρατσούλι» που είχε, με το κατσαρόλι και ρίχναμε τα λεφτά μέσα. Αν δεν περνούσε ο παπάς τη μέρα του Σταύρου, δεν το είχαμε σε καλό στο χωριό. Το είχαμε κάτι σε κακό. Περνούσε ο παπάς, μας φώτιζε, δηλαδή έδιωχνε τα παγανά. Εν τω μεταξύ, κάθε βράδυ — αυτό το κάνω κι εγώ μέχρι τώρα — βάζαμε θυμιάμα, θυμιάζαμε για να μην έρχονται τα παγάνα.
Τα παγανά τι είναι; Κακά πνεύματα;
Τα καλικάντζαρα, καλέ. Τα καλικαντζαράκια!
Είχατε καλικάντζαρους;
Ναι! Τα καλικαντζαράκια, που τα λεν’ τώρα, εμείς τα λέγαμε παγάνα. Και εκείνα τα χρόνια το πίστευαν, ότι έρχονται τα παγανά στο χωριό. Ερχόταν παραμονή τα Χριστούγεννα.
Τι πιστεύαν ότι θα σας κάνουν δηλαδή;
Κάνουν αταξίες. Παν’, τρώνε, πάνε πάνω στο χοιρινό, θα πάνε να αναστατώσουν μέσα το αλεύρια, που είχαν οι νοικοκυρές. Εγώ ακόμα και στα εγγόνια: «Θα ’ρθουν τα παγάνα -έλεγα- τα καλικαντζαράκια». «Τι θα μας κάνουν, γιαγιά;». Πω, πω, όταν ήταν μικρά, τα έλεγα: «Θα ’ρθουνε». Έτσι το είχαν το αυτό. Μετά τελείωνε και τα Φώτα. Η εκκλησία, όποιος είχε γιορτή, βέβαια, γιόρταζε. Παλιά λέγανε — εγώ στα δικά μου τα χρόνια, δεν το έζησα — γινόνταν και μεγάλοι χοροί. Αν είναι καλός ο καιρός και δεν ήτανε, γινόταν στην πλατεία χορός, χορεύανε. Η ζωή μετά στο χωριό συνεχιζόταν έτσι. Μέσα, καθένας με τις ασχολίες του, τα διαβάσματα όποιος πήγαινε σχολείο. Εν τω μεταξύ, όταν έπεφτε και πολύ χιόνι κι ένας δάσκαλος έπρεπε να ‘ρθει από την Καρδίτσα, να το πούμε, δεν μπορούσε να ‘ρθει. Το σχολείο δεν λειτουργούσε. Άλλο όταν καθόταν δάσκαλος στο χωριό. Εν τω μεταξύ, έριχνε πολλά χιόνια. Κι όταν πηγαίναμε στο σχολείο δεν υπήρχε… Ήταν μία σόμπα, αλλά δεν είχαμε ξύλα. Κάθε μέρα που πηγαίναμε εμείς στο σχολείο, έπρεπε να έχουμε και ένα ξύλο — στη μασχάλη ξύλο — για να πηγαίναμε όλα τα παιδάκια από ένα ξύλο, για να ανάψει η σόμπα. Δεν ήτανε να αγοράσει ή να πάει κοινότητα, έτσι το είχαν. Και, εν τω μεταξύ, έπρεπε να είναι κάποιος επιμελητής από τα παιδάκια, από την Πέμπτη και από την Εκτη, να πάει πρωί στο σχολείο, ν’ ανάψει τη σόμπα μέχρι να ζεσταθεί, για να γίνει. Είχαμε τέτοια στο σχολείο τότε. Μετά, ύστερα από λίγα χρόνια, κάθε γονείς που είχε το παιδάκι σχολείο, πήγαινε από ένα — από ένα «φόρτωμα» λέμε — ξύλα και είχαμε. Να μην πηγαίνει κάθε παιδάκι στο σχολείο, γιατί εξελίσσονταν και τα χρόνια μετά. Μετά απ’ το ’60, το ’65 και το ’70, δεν το συζητώ.
Δεν υπήρχε ρεύμα φαντάζομαι.
Το ρεύμα μας ήρθε το ’67 στο χωριό. Με τη λάμπα ήμασταν και με το καντηλάκι. Και να σου πω κάτι; Βλέπαμε. Και διαβάζαμε και κεντούσαμε και κάναμε διάφορα, είχαμε τη λάμπα… Να! Έχω μία έτσι εδώ. Τη λάμπα και το καντήλι. Το καντήλι ήταν με το πετρέλαιο, ένα καντήλι, έτσι όπως είναι, έβαζες πετρέλαιο μέσα, είχε και το φυτίλι. Το καντήλι το είχαμε για κάτω, να κατέβουμε λίγο στο κατώι, δεν μπορούσες να κουβαλάς τη λάμπα. Και φακό! Είχαμε και φακό, συνήθως, για να ιδείς. Αλλά λάμπα είχαμε μία στο ένα δωμάτιο, μία στο άλλο και βλέπαμε. Και θυμάμαι ερχότανε ένα ξάδερφός μου απ’ την Καρδίτσα — αυτοί μένανε, οι αδερφοί του πατέρα μου, στην Καρδίτσα — κι όταν ερχόταν, έλεγε: «Δεν μπορώ να καθίσω, βρε μανιά», τη γιαγιά. Δεν την λέγαμε γιαγιά εμείς, «μανιά» στο χωριό. «Θαμπώνουν τα μάτια μου». Και λέγαμε εμείς: «Γιατί θαμπώνουν τα μάτια του, εμείς μία χαρά βλέπουμε». Αυτό ήταν μαθημένο. Να, τώρα να σε βάλω μ’ ένα κερί θα καθίσεις; Δεν κάθεσαι! Ναι, δεν είχαμε. Το ρεύμα ήρθε το ‘67 με τη Δικτατορία. Ερχόταν συνεργεία και πέρασαν όλοι στο χωριό, περάσαν ρεύμα. Τότε πήραμε ψυγείο εμείς, στο δικό μας το σπίτι. Ούτε ψυγείο, ούτε… Δεν μπορούσες να συντηρήσεις φαγητά, γι’ αυτό και φτιάχνανε τα φαγητά της ημέρας. Δεν μπορούσες να τα συντηρήσεις. Ήρθε το ρεύμα και μόλις ήρθε το ρεύμα: «Α, -λέμε- τι είναι αυτό εδώ;».
Εξωπραγματικό, ε;
Ναι, ήρθε, τότε ήρθε το ρεύμα, εμείς στο χωριό. Το ’67. Πριν δεν είχαμε. Όταν γινόταν ένας γάμος στο χωριό, και που γινόταν πάρα πολλοί γάμοι τότε, δεν είχανε. Με τι να φωτίσουν; Και μάζευαν τις λάμπες όλες απ’ τη γειτονιά, και λέγανε: «Θα με δώσεις τη λάμπα, να με δώσεις να φωτίσουν τα δωμάτια», γιατί γινότανε γάμοι στο σπίτι, να φωτίσουν τα δωμάτια, για να βλέπει ο κόσμος. Δεν ήταν… Το φως ήταν ο πολιτισμός μετά.
Άλλαξε τη ζωή σας;
Εννοείται, εννοείται άλλαξε η ζωή μας, για το φως. Μετά να σου πω για άλλα έθιμα, για τις Απόκριες, για τον Αφανό. Τις Απόκριες, το είχανε κι αυτό μια μεγάλη γιορτή. Πηγαίνανε τα μεγάλα τ’ αγόρια και οι άντρες απ’ το χωριό και μαζεύανε κουμαριές — ένα δέντρο που ’ναι κουμαριά — και φέρνανε πολλή κουμαριά, για να έχουμε ν’ ανάψουμε τον Αφανό. Και τη μέρα τις Απόκριες, που είναι και Καθαρό-Δευτέρα — εκείνες τις Απόκριες, όχι τις πρώτες — ανάβαν τον Αφανό. Και γινόταν χορός και τραγούδι, χαμός! Είχαμε δυο. Ο ένας ο μαχαλάς ο κάτω και ο άλλο… Εμείς ήμασταν στον κάτω. Γινότανε πάρα πολύ. Ο Αφανός ήταν, βάζανε και λίγο κάπως, ποιος θα φτιάξει και τον μεγαλύτερο Αφανό.
Υπήρχε κάποια κόντρα;
Ναι. Ε, κόντρα…Τ’ αγόρια και λέγανε: «Εμείς μαζέψαμε πιο πολλά». Εν τω μεταξύ, εκείνη την ημέρα, τις Απόκριες είχαμε κι ένα έθιμο, που όποιος ήταν μεγαλύτερος, παράδειγμα, εγώ ήμανε μεγαλύτερη η αδερφή. Έπρεπε να ’ρθουν τ’ αδέρφια τα μικρότερα, οι αδερφές, οι μπατζανάκηδες σ’ εμάς, που ’μασταν μεγαλύτερες, σαν ευκή, δηλαδή σαν συχώριο, δεν μπορώ να στο πω. Περιμέναμε εκείνη τη μέρα, ότι: «Ξέρεις, θα ’ρθουν». Είχαμε και τη γιαγιά στο σπίτι, οπότε θα περνούσαν από μας όλοι. Και τους έβγαζες, τους είχες μπακαλιάρο, δεν είχανε κρέας… Και κρέας, αλλά πιο πολύ ήταν το ψάρια, οι πίτες — γεμάτο το τραπέζι με πίτες — και η μάνα μου είχε και το κανταΐφι, που έφτιαχνε τις Απόκριες. Μετά την άλλη την Καθαρό-Δευτέρα ξεκινούσε μια ρουτίνα. Τίποτας. 25η Μαρτίου μετά, που σου είπα, είχαμε πολύ ιστορικό γεγονός. Που γινότανε τα ποιήματα και όλα[00:40:00] στο χωριό, μαζευόταν ο κόσμος. Δηλαδή το διασκέδαζαν και ήτανε μία γιορτή για αυτούς.
Είχατε χορούς;
Είχαμε, είχαμε και χορούς. Ειδικά κι εμείς τα παιδιά, μας μαθαίνανε και εκείνη τη μέρα γινότανε χαμός στο προαύλιο απ’ το σχολείο. Σου λέω ήταν και μεγάλο το σχολείο μας μετά, είχε και μεγάλο προαύλιο και γινόταν. Να σου πω πώς γινόταν οι γάμοι ή να φτάσουμε και να σου πω και για το Πάσχα;
Να πούμε λίγο, να μου συμπληρώσετε για το προηγούμενο το έθιμο.
Ποιο;
Για τους Αφανούς.
Για τους Αφανούς!
Δηλαδή χορεύανε γύρω απ’ τη φωτιά.
Γύρω απ’ τη φωτιά. Διάφορα τραγούδια. Διάφορα, ναι. Γύρω απ’ τη φωτιά, χορεύαμε.
Συμμετείχατε εσείς;
Εγώ ήμανε… Δεν ήμουνα και πολύ μεγάλη. Συμμετείχα, αλλά συμμετείχανε άλλοι πιο μεγάλοι. Εμείς συμμετείχαμε σαν πιτσιρίκια, σαν να πάρεις τη Βασιλική τώρα και πιο μικρή. Ναι. Αλλά συμμετείχανε και τραγουδούσαν και πολύ με το στόμα, όχι και να τραγουδήσουν και…Ήταν τα γραμμόφωνα τότε, δεν ήταν ούτε τα πικάπ. Μετά ήρθε το πικάπ, μετά ήρθαν τα jukebox… Πώς τα λέγανε;
Jukebox.
Α, όταν ήρθε το ρεύμα γέμισαν όλα τα μαγαζιά στο χωριό jukebox. Και ποιος θα το ’βαζε πιο δυνατά! Άλλος να βάζει Καζαντζίδη, άλλος να βάζει δημοτικά, γινότανε ένας χαμός. Γιατί πριν δεν είχαμε ρεύμα, τι να πάρουν. Γινόταν τα jukebox τότε χαμός. Αλλά γάμους εμείς δεν κάνανε με μουσική… Κάναν με ζωντανή μουσική, ο γάμος.
Μιλήστε μου για τους γάμους λίγο.
Α, οι γάμοι ήτανε… Στους γάμους, ξεκινούσε ο γάμος απ’ την Κυριακή, που άνοιγε ο γάμος. Εν τω μεταξύ, τα κορίτσια έπρεπε να ετοιμάσουνε την προίκα. Να ετοιμάσουνε την προίκα. Να πλύνουν, να πλύνουνε ό,τι είχαν. Μαζευόταν τα κορίτσια του χωριού και στην προίκα μαζευόταν, ας μην ήταν καλεσμένα. Πήγαινε ένα κορίτσι κι έλεγε ότι: «Η τάδε θα έχει τον γάμο. Θα ‘ρθείτε, να κάνουμε την προίκα». Πηγαίνανε, την ετοιμάζανε, την πλένανε, τη σιδερώνανε και τη στολίζανε σε όλο το δωμάτιο, τα πάντα, ό,τι είχε μια προίκα στολισμένο. Και την Παρασκευή γινόταν ο χορός. Μαζευόταν όλα τα κορίτσια και χορεύαν μέχρι το βράδυ, στης νύφης. Το βράδυ μετά, όμως, αν η νύφη ήταν να μείνουν στο χωριό, τα μαζεύανε αλλά δεν τα πακετάρανε. Γιατί θα τα φορτώναν και θα τα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Αν η νύφη ήτανε για να φύγει, όπως εγώ παράδειγμα, τα κάναν πακέτο, δέματα όλα, τα τακτοποίησαν. Το βράδυ, μόλις τελείωσε το γλέντι και μετά τα φορτώνανε… Τα φορτώσαμε και μετά όταν ήρθαμε στη Λάρισα και τα φέραμε. Αυτοί που μένουν στο χωριό, τα φορτώναν στα ζώα. Φορτώναν το ένα μπαούλο από δω, το άλλο από κει και από πάνω ρίχναν τα πιο ωραία στρωσίδια, για να φαίνεται. Και περνούσε τώρα, αν ήταν απ’ τη γειτονιά μας, περνούσε και το έριχνες ρύζι. Έλεγαν: «Τώρα πάμε να πάρουμε τα προικιά». Ήταν μία μέρα, τι να σου πω, που ήταν με τα προικιά. Δηλαδή είχανε, γινόταν πολύ ωραίοι γάμοι. Και τότε ο γάμος δεν γινόταν και οι δύο μαζί, νύφη και γαμπρός. Η νύφη έκανε στο σπίτι το τραπέζι και ο γαμπρός έκανε στο δικό του το σπίτι. Όπως εγώ έτσι το έκανα, το Σάββατο — γιατί Κυριακή, δεν γινόταν — Σάββατο ο γάμος. Δεν γινόταν βράδυ γάμος, τίποτα. Αν παντρευόταν κανένας βράδυ, παντρεύονταν κανένας που να ήταν χήρος, παντρεύονταν κανένας που την είχε κλέψει. Βράδυ, νύχτα δεν το ’χαν. Μέρα. Και μεσημέρι γινόταν ο γάμος. Όχι να γίνεται απόγευμα ή βράδυ, γιατί έπρεπε να έχει το χρόνο, να χορέψουν όλοι, για να είναι μέχρι το βράδυ, το Σάββατο. Αφού την Παρασκευή γινόταν, την Τετάρτη πιάνανε το προζύμι, για να ζυμώσουν το ψωμί. Μαζευόταν και στον γαμπρό και στη νύφη, αλλά αυτό γινόταν πιο πολύ στον γαμπρό. Μαζευότανε οι συγγενείς. Ήταν ένα κορίτσι, που να έχει μάνα και πατέρα και άρχισε να ζυμώνει το προζύμι, για να ζυμώσουν το ψωμί μετά. Κι εκεί γινόταν ένα γλέντι τρικούβερτο, την Τετάρτη το βράδυ στον γαμπρό. Και η νύφη είχε την Παρασκευή με την προίκα. Το Σάββατο ετοίμαζαν, τότε δεν… Στον δικό μου τον γάμο… Μετά, όταν παντρεύτηκαν τ’ αδέρφια μου ήταν φούρνος, στείλαν τα… Εξελιχθήκαν λίγο πιο πολύ τα πράγματα. Σφάζανε μία προβατίνα ή ένα σφαχτό μεγάλο και το φτιάχναν, το μαγείρευαν στο σπίτι. Ήτανε ένας στο χωριό, που δεν ήτανε μάγειρας, αλλά επειδή πήγαινε σ’ όλους τους γάμους, ήξερε και την αναλογία και πόσο θα κάνει. Και ήρθαν δυο πιάτα: το πρώτο πιάτο ήτανε σε σούπα και το δεύτερο πιάτο ήταν ή με μανέστρα ή — στο καζάνι, εν τω μεταξύ — ή με το πλιγούρι, που είχαμε εμείς στο χωριό, το σιτάρι το σπασμένο. Το πλιγούρι το χρησιμοποιούσαμε πάρα πολύ στο χωριό. Γινόταν, ερχόταν το βράδυ, αλλά πού να καθίσεις μέσα στο δωμάτιο τώρα; Το μισό δωμάτιο το έπιαναν τα κλαρίνα, τ’ άλλο μισό το έπιαναν οι κουμπάροι, σαν κουμπάρος, που να χορέψεις; Άλλοι καθόταν απ’ έξω, άλλοι κοιτούσαν στ’ άλλο δωμάτιο, αλλά γινόταν γλέντι, όμως, καλό. Απλώς τότε, που γινόνταν στα σπίτια, δεν τον ευχαριστιόνταν οι σπιτικοί, οι γονείς και αυτά. Δεν ευχαριστιόνταν γάμο, γιατί ήταν στο τρέξιμο. Τώρα είναι διαφορετικά. Την άλλη μέρα ερχότανε η κομμώτρια, της έβαζαν το ταψί, να σε στολίσουν, να σε τραγουδήσουν. Τραγουδούσαν τα κλαρίνα. Εν τω μεταξύ, στον γαμπρό πήγαινε ο κουρέας με τα κλαρίνα. Τον βάζαν κι αυτόν και τον κούρευαν. Τον ξύριζαν εκείνη τη μέρα, τον κουρεύανε και πήγαιναν και τον τραγουδούσαν κι έριχναν και λεφτά στο ταψί, να τα πάρει ο κουρέας αυτά. Αφού ξυρίζουνταν ο γαμπρός, έπρεπε να πάει να πάρει τον κουμπάρο. Έπαιρνε το κλαρίνο, αν ήταν στο χωριό το ίδιο, έπαιρνε το κλαρίνο, να πάει να πάρει τον κουμπάρο, να τον φέρει στο σπίτι του κι από εκεί να ξεκινήσουν όλοι μετά μαζί για την εκκλησία. Ξεκινούσε πρώτα ο γαμπρός και μετά, αφού έστελναν το σύνθημα, ή με ένα όπλο, με έναν πυροβολισμό, οτιδήποτε, ότι: «Ξεκινάμε για την Εκκλησία», να ξεκινήσει και η νύφη. Ξεκινούσε κι ο ένας και τραγουδούσαν και οι άλλοι με τα κλαρίνα και ανταμώναν στο αυτό, στην εκκλησία. Και απ’ έξω από την εκκλησία τότε, άλλοι στεφανώνονταν μέσα κι άλλοι χορεύαν απ’ έξω. Και μετά το απαγορεύσαν, μετά από χρόνια, ο παπάς. Δεν μπορεί να γίνεται μυστήριο μέσα και απ’ έξω να χορεύουν, δεν γινόταν. Αφού γινόταν και τα στέφανα τελειώνανε, μόλις όμως περνούσαν να χαιρετήσουν τη νύφη και τον γαμπρό, περνούσαν κι έλεγαν… Περνούσε, ας πούμε, η μάνα του γαμπρού, χαιρετούσε τη νύφη και τον γαμπρό και χτυπούσε τη νύφη, από δω έτσι: «Πέντε αγόρια και μια τσούπρα», να κάνουν πέντε αγόρια και μια τσούπρα. Δηλαδή αυτό το ’χαν έθιμο, να τους χτυπάνε. Λέω τι είναι αυτό… Άμα είχε κανένας κανένα γινάτι, τον έδινε το γαμπρό πολύ και τη νύφη. Και μετά πηγαίναν στην πλατεία σε κάθε, που ανήκει ο καθένας ή σε κανένα χώρο μεγάλο, έξω σε αυλές ή στην πλατεία ή αυτού που λέω εγώ, στο «μαγαζί» που λέμε, που είναι και ταβέρνα και χορεύαν. Πρώτα, όμως, είχαν και σειρά στον χορό. Όχι γιούρια, σηκωνόμαστε όλοι μαζί. Θα χόρευε πρώτα ο κουμπάρος και το τραγούδι του κουμπάρου. Θα χόρευε μετά η νύφη και το τραγούδι, έχουμε τραγούδι και για τη νύφη. Καλά το Ωραία, που ’ναι η νύφη μας, αλλά έχουμε κι άλλο που πάει στα τρία. Εν τω μεταξύ, το φλουρί, τα λεφτά πέφτανε, γινόταν χαμός. Εκείνα τα χρόνια, όμως, δεν ήτανε και… Πενηντάρικα, δεν βάζανε πολλά. Αλλά για εκείνα τα χρόνια βάζανε πολλά και άμα ήταν τα κέρματα, την έχωναν τη νύφη. Θυμάμαι τότε, πιο μικρή εγώ, μες στα γάντια, μέσα εδώ, που είχε, βάζαν τα κέρματα. Και στα κλαρίνα να κεράσεις. Τότε οι γονείς του γαμπρού και οι γονείς της νύφης έπρεπε να ξοδευόταν πολύ, γιατί κάποιος, καθένας που χόρευε, αφού τον είχες καλεσμένο, έπρεπε να πας και να κεράσεις και στα κλαρίνα. Μην κοιτάς τώρα και να έχεις και ζωντανή μουσική, είναι μέσα στην τιμή. Τότε τα κλαρίνα και τα κλαρίνα τότε που ’ρχόταν, τον αγόραζαν το γάμο. Δηλαδή έλεγες: «Θα ‘ρθεις, έχω γάμο την τάδε του μηνός». «Πόσα θα με δώσεις;». Δηλαδή τα κλαρίνα πληρώναν τους γονείς. Ναι.
Ψάχνανε να βρούνε δηλαδή;
Ναι, ναι, ναι. Και χορεύαν μετά. Χόρευε η νύφη. Με τη σειρά θα χόρευε η πατέρας του… Ο κουμπάρος, η κουμπάρα — ποιοι ήτανε — όπως και τώρα, αλλά όχι να μπουν άλλοι, «άντε μπήκαμε» στον χορό. Θα χόρευε η πατέρας του γαμπρού, η πατέρας της νύφης, η μάνα, πατέρας, αδέρφια. Καλά αυτά κι εγώ και στους γάμους των παιδιών μου, τέτοια σειρά κράτησα. Δεν μπήκαν… Χορέψαμε όλοι όπως έπρεπε να χορέψουμε και μετά χορεύαν όλοι. Εν τω μεταξύ, μετά γινόταν δύο χοροί. Ένα χορόν κρατούσε ο γαμπρός, τους άνδρες και άλλο κρατούσε η νύφη. Γιατί ήταν πολλοί οι καλεσμένοι, ήταν το χωριό πολύ. Εν τω μεταξύ, ήσαν καλεσμένος-δεν ήσαν θα πήγαινες έξω να κάνεις το σεργιάνι, να ιδείς, αφού γινόταν στην πλατεία, έξω, απ’ το μεσημέρι. Γι’ αυτό κι εγώ παντρεύτηκα 1:00 η ώρα το μεσημέρι. 1:00 η ώρα το μεσημέρι μέχρι το βράδυ χορεύανε. Τα πιο παλιά χρόνια, όμως, που ήταν απ’ το χωριό και η νύφη και ο γαμπρός και δεν χρειαζόταν να φύγουνε, γινόταν και την Κυριακή το βράδυ. Το Σάββατο βράδυ είχαν μόνο τον κουμπάρο και τα αδέρφια, οι συγγενείς. [00:50:00]Και την άλλη μέρα την Κυριακή το βράδυ… Γιατί, που ήταν κι η νύφη, οι γονείς της νύφης δεν ήτανε. Ήταν η νύφη. Και τότε κάναν το γλέντι το μεγάλο ο γαμπρός. Και την άλλη μέρα το πρωί — αυτό το θυμάμαι ήμαν μικρό κοριτσάκι — τη φέρανε και τη Δευτέρα το πρωί τη νύφη και χόρεψε στην πλατεία. Ξημερώσανε και τη φέρανε και το πρωί και χόρεψε στην πλατεία η νύφη. Σου λέω, ήταν τα χρόνια λίγο πριν από μένα. Εμείς σηκωθήκαμε και φύγαμε το βράδυ μετά. Δεν καθίσαμε. Έτσι κάνανε όλοι.
Στον γάμο γινότανε αυτό. Εγώ, όταν παντρευόμανε, το τραγούδι το τραγούδησε ο πεθερός μου στον γάμο. Πήραν να τραγουδήσουν τα κλαρίνα, ο τραγουδιστής και δεν τον άρεσε τον πεθερό μου — τραγουδούσε πολύ ωραία — και δεν τον άρεσε και παίρνει και το τραγουδάει αυτός. Εν τω μεταξύ, η νύφη τότε δεν έπρεπε να είναι, αυτό… Έπρεπε να είναι σεμνή, τα μάτια χαμηλωμένα. Ναι, δεν ήταν οι νύφες όπως είναι τώρα. Το χέρι ή κάτω αυτό, τα μάτια… Να, εγώ στον γάμο δεν θυμάμαι να άνοιξα τα μάτια και είπανε κιόλα: «Τέτοια νύφη, που ήταν η Αντιγόνη». Τι νύφη, νυφούλα ήμαν, σαν παρανυφάκι ήμαν.
Πότε παντρευτήκατε;
Παντρεύτηκα στις 14 Φεβρουαρίου του ’71. Μόνο που δεν ξέραμε τον Άγιο Βαλεντίνο τότε, που παντρεύτηκα εγώ. Ναι, 14 Φεβρουαρίου του ’71.
Και πώς γνωριστήκατε με τον άνδρα;
Τον γνώρισα. Πού τον γνώρισα; Αρραβωνιάστηκα την 1η Φεβρουαρίου του ‘70 και 14 Φεβρουαρίου του ‘71 παντρεύτηκα. Με τον άντρα μου ήμαστε απ’ το ίδιο χωριό. Εν τω μεταξύ, ο άντρας μου από μικρό παιδί, από 12 χρονών είχε φύγει και όταν αρραβωνιαστήκαμε, ήταν στην Κρήτη. Ήταν χειριστής μηχανημάτων. Εν τω μεταξύ, η μία συννυφάδα μου — είμαστε τέσσερις — είμαστε κοντά τα σπίτια μας, η μεγάλη. Στο χωριό τώρα, ξέρεις ποιο κορίτσι είναι — τα ψάχνανε τότε — ποιο είναι καλό, ποιο είναι από οικογένεια, ποιο έχει και λίγο προίκα. Τότε ήταν και η προίκα! Ας πούμε, για τα χρόνια του ‘70 εγώ πήρα 150.000. 150.000 ήταν κάπως πολλά. Ήμαν και ένα κορίτσι! Και ήμαν και μικρή. Άμα μεγάλωνα θα έπαιρνα και λίγο πιο πολύ. Ε, εντάξει, τώρα σε φαίνεται λίγο 150.000, για τότε ήταν πολλές. Στο χωριό, ο πεθερός μου, αφού ήτανε απ’ το χωριό, όταν πήγαιναν σε γάμους, στο σεργιάνι, κοιτούσανε ποιο κορίτσι: «Μωρέ εκείνο το κορίτσι του Ανδρέα, είναι η Αντιγόνη, είναι καλό». Η συννυφάδα μου η μεγάλη, όπως ερχόταν στο χωριό, και έβγαινε… Κι αυτή έτσι στον γάμο άμα τύχαινε κι ήταν κανένας γάμος, το καλοκαίρι συνήθως, πήγαινε στο σπίτι, στον πεθερό μου και στην πεθερά μου: «Τι είδες, Νίκα;» Νίκη, τη λένε, «Νίκα» τη λέγαμε. «Τι είδες σε αυτό; Είδες κάνα κορίτσι, που σου άρεσε;». Εν τω μεταξύ αυτή είχε και ελεύθερο αδερφό. «Μωρέ είδα, είδα την τάδε». Ο πεθερός μου το ’βαζε στο μυαλό, δεν είναι… Και ο κουνιάδος μου ο μεγάλος ήταν εδώ πέρα στη Λάρισα, ένας πρώτος ξάδερφος μου εδώ στη Λάρισα και λέει ο κουνιάδος μου, πάει και λέει στον πρώτο μου ξάδερφο: «Το παντρεύει ο μπάρμπας σου το κορίτσι;». «Ε -λέει- άμα βρεθεί κάτι καλό -λέει ο ξάδερφός μου- το παντρεύει». Εκείνο τον χρόνο, εγώ, ήταν… Το ‘70 αρραβωνιάστηκα, ναι, το ‘69 ήμαν εδώ. Τον χειμώνα ερχόμαν, γιατί η μάνα μου έχει είχε αδέρφια εδώ και γιατί τον χειμώνα δεν είχαμε δουλειά στο χωριό, πού να πάμε και εμείς; Με παίρνανε οι μπαρμπάδες εδώ και καθόμαν ένα μήνα έτσι. Απ’ το χωριό τότε σε φαινόταν η Λάρισα… Κι όντως ήτανε! Κι έτυχε να είμαι εδώ. Λέει: «Άμα, θα πω στον μπάρμπα μου», λέει. Τέλος πάντων, λέει στον αδερφό μου, τον Βασίλη. Εγώ, εν τω μεταξύ, τον παππού, δεν τον ήξερα. Δεν τον ήξερα με ποια έννοια; Αφού δεν ήταν εδώ στη Λάρισα, ήτανε φευγάτος. Στο χωριό δεν πολυερχότανε. Είχα μια ιδέα, όμως, ότι ποιος είναι και τι, άλλα έτσι φατσικώς. Τέλος πάντων, λένε στον πατέρα μου. Λέει ο πατέρας μου: «Ναι, αλλά να ρωτήσω και το κορίτσι».
Σας ρώτησε τουλάχιστον.
Ναι, κάτσε να δεις τώρα πώς έγινε! Η αδερφή του πατέρα μου, αυτός ο ξάδερφος, ο πατέρας μου κιι η μάνα του αδέρφια. Και ήμαν στο σπίτι τους, εδώ. Και τα αδέρφια της μάνας μου ήτανε δίπλα κι αυτά, καθότανε. Λέει… Πήρε ο πατέρας μου -θυμάμαι- τηλέφωνο που ήμουνα εδώ: «Έλα, βγήκε ένα προξενιό για τον Βασίλη τον Νταχμίρη. Τι λες;». Να λέει η θεια μου δίπλα: «Θέλω, θέλω, να πεις θέλω». Εγώ τώρα, 17 χρονών κοριτσούλι, τι να πεις! Δεν είχα και τίποτα στο μυαλό μου. Πού να έχεις το μυαλό και πού να κάνεις; «Θέλω, θέλω». «Ε, δεν ξέρω, άμα θέλεις εσύ -λέω εγώ, τώρα τα θυμάμαι, τώρα που κάθομαι και μόνη, και μετά τα λέγαμε με τον άντρα μου- άμα θέλεις»… «Θέλω, θέλω πες», να λέει η θεια μου. «Άμα θέλεις εσύ, τι; Το κακό μου θέλεις;». Ό,τι μ’ έλεγε η θεια, έλεγα εγώ. Ε, ρε μυαλό λέω, που είχα τότε! Λέει: «Ε καλά, μπορεί ένας πατέρας να το έχει για κρέμασμα -λέει ο πατέρας μου- το παιδί. Άμα δεν θες». Στο χωριό τώρα ο πατέρας μου κι εγώ εδώ. Λέω «Ε, δεν νομίζω να με έχεις για κρέμασμα, θα μου το… Με έχεις για καλό». Τέλος πάντων. Έφυγα εγώ, πήγα στο χωριό. Εν τω μεταξύ, ο άντρας μου ήρθε για να ιδωθούμε. Κατεβαίνω κι εγώ απ’ το χωριό με τον πατέρα μου, ήρθα πάλι εδώ στον ξάδερφο και στα αδέρφια της μάνας μου, για να δώσουμε λόγο, να κλείσουμε. «Εγώ να θέλω να την ιδώ -και δίκιο είχε, εγώ τώρα τα σκέφτομαι- να βγούμε στην πλατεία μια βόλτα». «Δεν βγαίνω», να λέω τη θεία μου εγώ. «Βρε Αντιγόνη, λίγο, εμείς θα κάνουμε τη βόλτα, έτσι -η νύφη της μάνας μου, αυτή από δω, Λαρισαία, γυναίκα νέα και ζει κιόλα, καλά είναι- μια βόλτα θα κάνουμε στην πλατεία, έτσι, απλώς». «Τη θυμάμαι που ήταν μικρή, δεν τη θυμάμαι τώρα». «Γιατί τώρα -τον λέει ο κουνιάδος μου- είναι μεγάλη;». «Βρε, σου λέω». Ο κουνιάδος μου, αυτός ήταν και πολύ ξύπνιος και είχε και μυαλό και φτιάχτηκε και καλά. «Γιατί -λέει- αφού την…;». «Όχι, εγώ θέλω να τη δω». Τέλος πάντων, βγήκαμε στην πλατεία, κάναμε μια βόλτα πάνω, κάναμε μια βόλτα… Κι αυτός δεν ήταν μεγάλος, 23 χρονών ήτανε. Έξι χρόνια διαφορά, δεν ήταν μεγάλος. «Καλή είναι, μικρούλα είναι -λέει- μικρή είναι». Τέλος πάντων, το βράδυ δώσαμε λόγο. Την άλλη μέρα, αφού με είδε, όλα αυτά, δώσαμε λόγο εδώ στο σπίτι του ξαδέρφου μου, στη Νεράιδα μένουνε. Ήρθε ο Βασίλης με τα τρία του τα αδέρφια — ο ένας μένει κιόλα, μένουμε δίπλα εδώ — παντρεμένοι όλοι αυτοί. Από κει εμένα οι θείοι μου αυτοί, που ήταν δίπλα, τ’ αδέρφια της μάνας μου και δώσαμε λόγο. Στήσαμε και έναν χορό. Εκεί σχεδόν τον είδα, τον πρωτοείδα. «Να πει τραγούδι η νύφη».
Αμάν.
Α, εγώ αυτό ήταν το καλύτερό μου, δεν με ένοιαζε. Και αρχίζω ένα τραγούδι επιτραπέζιο, μείνανε όλοι. Σου λέει: «Τι τραγούδι!». Είπα και το τραγούδι…
Θυμάστε κάποιους στίχους;
Ναι καλέ, το θυμάμαι!
Για πείτε μου.
Τραγουδιστά ή αλλιώς;
Όπως θέλετε.
Να το πω τώρα ή να το πω μετά;
Θέλετε μετά;
Είπα… Θα στο πω μετά.
Εντάξει.
Ναι, ποιο είπα τότε. Και την άλλη μέρα, βγήκαμε, πήγαμε ένα σινεμά και την άλλη μέρα έφυγε. Τάχα μου αρραβωνιάστηκα εγώ. Τι αρραβωνιάστηκα; Έφυγε για Κρήτη πάλι. Δεν μπορούσε, ήρθε για λίγο. Φεύγω, πάω στο χωριό, αρραβωνιασμένη εγώ τώρα. Είχα τον πεθερό και την πεθερά εκεί, είχα και την κουνιάδα μου εκεί και ευτυχώς είχα κι αυτούς και ένιωθα ότι έχω κάποιον. Ήρθε το Πάσχα μετά από 2,5 μήνες. Ήρθε, κάναμε τα επίσημα κι ήρθε το Μεγάλο Σάββατο πάλι, σάμπως ήρθε και νωρίτερα; Ήταν και λίγο ζαμάν φου. Ζαμάν φου με ποια έννοια; Δεν τα έπαιρνε τα πράγματα ότι: «Πρέπει να φύγω νωρίτερα». Αλλά τότε δεν ήταν και εύκολο. Ήταν το καράβι να έρθεις. Και άμα έπιανε και καμιά φουρτούνα, δεν ήταν εύκολο να ’ρθεις μες στον χειμώνα ή και μετά. Κάναμε τους αρραβώνες τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, όλα καλά. Χορέψαμε, είπα και τραγούδι, είχαμε κόσμο στους αρραβώνες, ψήσαμε και δεν το ψήσαμε το Πάσχα, τα αρνιά, τα ψήσαμε την άλλη μέρα. Και είπα κι ένα τραγούδι πάλι επιτραπέζιο εκεί. Έκατσε μία βδομάδα και του Θωμά έφυγε. Μετά; Θα σας πω να γελάτε! Φεύγει Πρωτομαγιά κι έρχεται Δεκαπενταύγουστο. Αλλά πέρασα καλά παντρεμένη, θα με πεις, αρραβωνιασμένη… Τον Δεκαπενταύγουστο! Ήταν κάτω, Πελοπόννησο. Ναι… Έλεγε ο πεθερός μου: «Τι κάνει αυτό το παιδί;». Άντε, μ’ έστελνε κανένα γράμμα.Τα είχα τα γράμματα μέχρι εδώ, τώρα που πέθανε — γελούσε — τα ’καψα. Τα είχα, όμως, φυλαγμένα. Τέλος πάντων. Ήρθε τον Δεκαπενταύγουστο, ξαναήρθε ακόμη. Δηλαδή έναν χρόνο πέντε φορές ήρθε. Αλλά πέρασα καλά όμως, παντρεμένη πέρασα… Μπορεί να φύγαμε, ήμαν μικρή, ήμαν άβγαλτη απ’ το χωριό… Πήγαμε στη Θήβα, πήγαμε στην Πάτρα, δεν έχω παράπονο, δηλαδή πέρασα καλά. Μπορεί με τις δυσκολίες μας, μπορεί δυσκολίες… Ε, το οικονομικό, βοήθεια δεν είχε. Οι γονείς του ήταν φτωχοί, δεν είχανε. Είχαμε αγοράσει, τότε που αρραβωνιάστηκα, το σπίτι ήταν παλιό εδώ, μία μονοκατοικία. [01:00:00]Έβαλε κι αυτός λίγα λεφτά, η πατέρας μου έβαλε τις 150.000, που μ’ είχε δώσει, ήθελε λίγο διόρθωμα. Μετά, το ’80 το χαλάσαμε και φτιάσαμε τούτο. Αλλά πέρασα καλά. Μετά έμεινα έγκυος. Δεν έμενα στην αρχή και: «Γιατί δεν μένεις έγκυος;». Έκανα τον Βαλάντη, κάνω και την Μένη, κάνω και τον Αποστόλη. Μια χαρά.
Τότε που ήσασταν;
Το Βαλάντη τον έκανα εδώ, όλα εδώ στη Λάρισα μετά. Μετά ήρθαμε εδώ, εγκατασταθήκαμε εδώ στη Λάρισα. Μετά από τρία χρόνια, τέσσερα, εγκατασταθήκαμε εδώ, δεν ξαναφύγαμε πουθενά. Και συνέχιζα, στο χωριό πήγαινα τακτικά, γιατί υπήρχαν και τα πεθερικά και οι γονείς. Τα παιδιά μου μεγαλώσανε στο χωριό, ειδικά ο Βαλάντης μεγάλωσε πολύ στο χωριό. Το έζησαν το χωριό τότε, τους άρεσε το χωριό κι εγώ πήγαινα τα καλοκαίρια με τα παιδιά, πήγαινα εκεί. Μέχρι που φύγανε μετά οι παππούδες. Τώρα, άμα δεν έχεις και μια ρίζα, τώρα δεν πάω στο χωριό. Να σας πω για τον Δεκαπενταύγουστο;
Να μου πείτε. Τι άλλα έθιμα υπήρχαν;
Ναι, τον Δεκαπενταύγουστο εμείς, επειδή το χωριό, όπως διαβάσατε, το παλιό-παλιό χωριό ήτανε απάνω στο βουνό πολύ. Και μετά, δεν ξέρω, το κάψανε οι Τούρκοι, αυτό δεν το ξέρω τι έγινε και κατέβηκε το χωριό, αυτό που είναι τώρα. Αλλά τα έθιμα τα κρατήσανε από τότε. Απάνω εκεί είναι πολλές εκκλησίες. Κάθε μαχαλάς είχε και την εκκλησία του. Υπάρχει ο Άγιος Γεώργιος, υπάρχει η Παναγία, που είναι, που κάναμε και το πανηγύρι, υπήρχε η Αγία Παρασκευή και υπάρχει, υπήρχε ο Άγιος Αθανάσιος, υπάρχουν εκκλησίες. Κάθε Δεκαπενταύγουστο έπρεπε απαραιτήτως, από παραμονή, να πάμε στο πανηγύρι. Τα πρώτα χρόνια, εγώ που θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν υπήρχε, δεν είχαν ανοίξει δρόμο. Πήγαιναν με τα ζώα. Φόρτωνες όλο το νοικοκυριό, για να έχεις τα πάντα εκεί πάνω και συν το κατσίκι και το αρνί — τι έψηνε. Γιατί ψήνανε όλοι, να το σφάξουν εκεί απάνω, να καθαρίσουν οι γυναίκες τι είναι να κάνουνε — είδες που φτιάχνανε και το κοκορέτσι —ταλαιπωρία μεγάλη. Αλλά το ’χαν τόσο μεράκι και έθιμο, που δεν το εγκαταλείπανε. Γινότανε πολλά. Χορούς το βράδυ, είχανε μαγαζιά, φέρνανε άλλους… Δηλαδή, στον χώρο της εκκλησίας νοίκιαζε κάποιος τον χώρο και έφτιαχνε ένα μαγαζί, τα κουβαλούσε όλα με τα ζώα. Μέχρι και νερό δεν υπήρχε εκεί πάνω, αλλά ο κόσμος είχε τόσο πιστή, τόσο αγάπη, που πήγαινε στο πανηγύρι. Κι εκεί που πήγαινες, κάθε ένας είχε την καστανιά του. Όπως από τους προ-παππούδες παλιά, που ήταν ο μαχαλάς τους εκεί, ήταν το σπίτι τους να το πω, η καλύβα τους — όπως θέλεις πες το — ήταν η καστανιά. Τη δικιά μας την καστανιά δεν πήγαινε κανένας να καθίσει. Ήξερες ότι εδώ είναι η δική μου, δίπλα μπορεί να ήταν άλλος, που υπήρχαν αδέρφια οι παππούδες και μετά τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, και ρωτούσα εγώ: «Πώς και είμαστε μαζί με τον τάδε εδώ;», που ήμαν πιο μικρή. Μα ήταν ο παππούς, τότε του παππού παράδειγμα και δεν άλλαζε. Κάθε ένας και λέγανε: «Εκεί κάθονται οι Χρυσικαίοι, εκεί κάθονται οι Νταχμιραίοι». Ο πεθερός μου ήταν πιο πάνω. Εκεί, δηλαδή, δεν καθόταν άλλος. Και ήταν όλοι κάτω απ’ την καστανιά, φτιάχνανε… Είχαν δώδεκα καζάνια, που φτιάχνανε το πλιγούρι. Τα κρέατα τα έβαζε η κοινότητα. Σφάζανε παλιά κρέατα, έτσι, κριάρια, τραγιά, δηλαδή γίδια σφάζανε. Τα δώδεκα καζάνια, το ένα τ’ αφήνανε άδειο. Γιατί ήταν του Ιούδα. Τα έντεκα ήτανε τους άλλους τους μαθητές. Και ο Ιούδας, επειδή πρόδωσε τον Χριστό, τον άφηναν ένα καζάνι άδειο. Τα ετοιμάζανε από το βράδυ, τα φτιάχνανε και την άλλη μέρα το αποτελειώνανε. Και κάθε μέρος που ήταν στην καστανιά, η κοινότητα είχε και τα παιδάκια, που ήταν και σ’ έφερνε εκεί στην καστανιά, στο μέρος το πλιγούρι με το φαγητό. Βέβαια, οι χωριανοί πλήρωναν λίγο, κάτι, έστω για την εκκλησία. Αλλά ένας ξένος, που έρχεται, θα το φάει έτσι. Αλλά αυτό ήταν το έθιμο, που δεν υπήρχαν σε πολλά μέρη, αυτό το έθιμο με το πλιγούρι. Και γινότανε — τι να σου πω — να το φτιάχνουνε εκείνη τη μέρα, να είναι μια χαρά απ’ την προηγούμενη. Και εκείνα τα χρόνια, που δεν υπήρχε και τ’ αυτοκίνητο, τα σφάζανε εκεί επάνω. Τώρα, που άνοιξε — έχουν και χρόνια πολλά — που πάνε τα φορτηγάκια, πάνε τα πάντα. Τώρα τα κουβαλάνε όλα από το χωριό. Τώρα να σου πω, δεν πάει και πολύς κόσμος.
Έχει σταματήσει το έθιμο, δηλαδή;
Το έθιμο γίνεται, αλλά φύγανε οι παλιοί. Πηγαίνουνε, πάν’ κάνουν τα χρέη όλα, φτιάχνουν και το πλιγούρι. Αλλά να πάνε απ’ το βράδυ, όπως πηγαίνανε, απ’ την προηγούμενη… Πάνε, ανάβουν το κερί, κάνουν την λειτουργία — αφού έχουν όλοι αυτοκίνητα — και γυρίζουν κάτω, στο χωριό. Δεν είναι… Υπάρχει το μέσο, σε πέντε λεπτά είσαι στο χωριό.
Δεν έχει τη διαδικασία-
Οπότε το έθιμο… Αλλά εκείνο το έθιμο, όμως, δεν είναι όπως ήτανε. Όχι. Μιλάμε τα εθίματα, τα παλιά. Τώρα δεν έχουνε όλα απλοποιηθεί; Κι άμα οι γενιές μεγαλώνουν, τώρα μπορεί να ‘ρθει καμιά στιγμή που κάποιοι να πουν, ότι: «Όχι, ρε. Θα το κάνουμε πάλι». Γίνεται. Αλλά δεν γίνεται, όμως, όπως γινότανε παλιά. Εγώ έχω και χρόνια να πάω. Αλλά φέτος νομίζω δεν έγινε και καθόλου. Πήγαν ο κόσμος, ανάψανε τ’ αυτοκίνητα, έγινε η λειτουργία, έγινε αρτοκλασία, αλλά για πλιγούρι και τέτοια, δεν ξέρω, λόγω και Κορωνοϊού — μας χάλασε και πολλά κι αυτός και πολλά έθιμα και πολλά… Γιατί δεν μαζεύτηκε έτσι, φοβόνταν ο κόσμος, δεν γινότανε. Αυτά γινόταν τον Δεκαπενταύγουστο.
Αλλά η καστανιά σας εκεί πέρα;
Εκεί, εκεί, εκεί είναι η καστανιά. Να σου λέω, αυτές οι φωτογραφίες εκεί. Δεν πήγαινες σε άλλη, να καθίσεις. Καθόλου. Αυτή η καστανιά είναι το σπίτι σου. Πώς να πω;
Ήσασταν έντονα συνδεδεμένη;
Πάρα πολύ! Πάρα πολύ! Εγώ έτσι και μικρή, που ήταν, κάτι άλλες φωτογραφίες, που τις είχε ο πατέρας μου, έβλεπες η μάνα μου που είναι νύφη — όχι νύφη στολισμένη, νέα — που είναι όλος ο κόσμος. Και λέω: «Τόσο πολύ;». Ναι. Ήταν όλοι στις καστανιές από κάτω, να κάθονται. Κι εμείς κιόλα ήταν και κοντά στην εκκλησία κι όσοι περνούσαν, από κει. Κι ο πατέρας μου, επειδή ήταν έτσι και φιλόξενος άνθρωπος, είχε να το τσίπουρο μαζί. Όποιος περνούσαν, να καθίσει, να πιούν το τσίπουρο, να κάνουνε, ήτανε πάρα πολύ καλά. Ήταν τα εθίματά μας καλά, στο χωριό. Και οι γάμοι γινόταν καλά και όλα τα εθίματα τα τηρούσανε τότε στο χωριό. Και υπήρχε και πολύς κόσμος. Υπήρχαν πολλά αγόρια, υπήρχαν πολλά κορίτσια, μέναν στο χωριό. Ήταν, ήταν! Τώρα πλέον — όχι μόνο το δικό μας, πιστεύω και πολλά χωριά — να έχουνε… Να μην έχουνε αυτόν τον κόσμο, που είχαν. Αλλά εγώ τα έζησα και έζησα και πολύ καλά.
Πώς νιώθετε, όταν τα θυμάστε αυτά;
Ε, πολύ καλά, πολύ καλά νιώθω.
Και το Πάσχα; Τι έχετε να μας πείτε;
Το Πάσχα, ναι. Το Πάσχα. Τα πρώτα χρόνια, όταν ήμουνα μικρή, δεν γινότανε Ανάσταση, απ’ το βράδυ. Τη κάναν το πρωί. Τώρα γιατί, δεν ξέρω. Όπως πας τα Χριστούγεννα. Λέμε τα πρώτα χρόνια, μικρή, μετά την κάνανε το βράδυ. Το Πάσχα πάλι, το Πάσχα και τη Μεγάλη Εβδομάδα την κρατούσαν πολύ στο χωριό. Τη Μεγάλη Εβδομάδα, θα πήγαιναν την Πέμπτη στα δώδεκα Ευαγγέλια, των Βαΐων απαραιτήτως στην Εκκλησία. Μετά, θα πήγαιναν τη Μεγάλη Πέμπτη και τη Μεγάλη Παρασκευή, για εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν τα ανθοπωλεία, που στολίζουν τώρα τους επιτάφιους. Πήγαιναν τα μεγαλύτερα κορίτσια, κορίτσια όλα και μαζεύαν. Υπήρχε σε ένα μέρος που έβγαινε ένα λουλούδι — δεν θυμάμαι πώς το λέγανε — και φέρναμε από αυτά και στολίζανε τον επιτάφιο. Το στόλιζαν τη Μεγάλη Παρασκευή, την ημέρα και πηγαίνανε όλοι. Τα στόλιζαν κορίτσια, ήτανε όλοι στην Εκκλησία, το βράδυ θα πηγαίναν όλοι και το βράδυ στον επιτάφιο πήγαιναν οι γιαγιές και ξενυχτούσαν τον Χριστό, μέχρι το πρωί, μέχρι το Μεγάλο Σάββατο, το πρωί. Εν τω μεταξύ, ο επιτάφιος, τον περιφέρανε σε όλο το χωριό. Απ’ την Εκκλησία… Tον περιφέρανε στο χωριό και στο σπίτι, σε κάθε σπίτι — κάθονταν κάποιος, δεν φεύγαν όλοι — κι ανάβανε όλο κεριά έξω στα μπαλκόνια, την ώρα που περνούσε ο επιτάφιος. Τον κάνανε τον κύκλο του χωριού και τον gyr;izan μετά στην eκκλησία. Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί γινόταν η λειτουργία, θα πήγαιναν να μεταλάβουν, οι γυναίκες θα ετοίμαζαν, ήθελαν να ζυμώσουν το ψωμί, να κάνουν, να φτιάξουν, να σφάξουν. Και τα πρώτα χρόνια δεν ψήναμε, το μαγειρεύανε. Το ήθελαν να το έχουνε, για να κρατήσει πολλές μέρες ο κόσμος. Μετά άρχισαν και ψήνανε όλοι. Ψήνανε τα αρνιά τους, τα κατσίκια τους. Εν τω μεταξύ, πηγαίναμε στην εκκλησία και πηγαίναμε και την Κυριακή τ’ απόγευμα. Πηγαίναμε την Κυριακή τ’ απόγευμα και στήνανε τον χορό, αυτόν το θληκωτό, που λέμε.
Στη φωτογραφία δηλαδή.
Είναι ζωντανά…Θα το βρεις μέσα.
Πείτε μας λίγο για τη φωτογραφία αυτή με τον χορό.
Τον χορό…Τον χορό είναι μέσα εδώ, αλλά δεν μπορώ να το βρω. Θα βρεις το θληκωτό. Ναι, θα το ιδείς, πώς χορεύεται. Να. Αυτό, επειδή ήταν πολύς κόσμος στο χωριό, μπορώ να σε πω να είναι τρεις [01:10:00]σειρές oι άνδρες, τρεις σειρές οι γυναίκες και, άντε, πήγαιναν και με τη σειρά. Πήγαιναν οι άντρες… Οι γυναίκες, εν τω μεταξύ, θα πήγαιναν παντρεμένες, αρραβωνιασμένες, και κοπέλες.
Υπήρχε ιεροτελεστία δηλαδή;
Ναι, ναι. Αυτή τώρα που χορεύει μπροστά, δηλαδή κοίτα πόσες σειρές είναι. Μία, δύο, τρεις. Τρεις σειρές οι άντρες. Μία, δύο και άλλη από κει, τρεις οι γυναίκες. Εδώ, αυτή είναι η νονά μου-
Κι σείς είστε-
Που είναι μπροστά. Η νονά μου, αυτή, που χορεύει μπροστά. Ναι, και γινότανε… Την άλλη μέρα, αν τύχαινε να είναι η δεύτερη μέρα, που είναι του Αϊ-Γιωργιού — γιατί πολλές φορές δεν τυχαίνει, τη δεύτερη μέρα να είναι του Αγίου-Γεωργίου — επειδή εμείς έχουμε και το χωριό είναι Άγιος Γεώργιος, είναι και Εκκλησία Άγιος Γεώργιος…
Πολιούχος δηλαδή;
Πολιούχος, ναι. Και το χωριό απάνω, που σου λέω, που γίνεται το πανηγύρι, το λένε παλιό-Γιώργη, παλιός Άγιος Γεώργιος. Όταν τύχαινε να είναι κι ο Άγιος Γεώργιος, καταρχήν θα σήκωναν το ύψωμα, γινόταν πολλά πράγματα. Και είναι και τα Σίγνα, τη δεύτερη μέρα, που σου λέω. Παίρνανε την εικόνα, παίρναν το Χριστό, στον ώμο έτσι, παίρναν και εικόνες και πηγαίνανε μέχρι κάτω σ’ ένα… Τις γυρνούσαν στ’ αμπέλια, στα χωράφια, είχαν μία ορισμένη διαδρομή. Την πήγαιναν απ’ αυτήν την πλευρά και τη γύριζαν απ’ το χωριό το άλλο. Και τις φέρναν στολισμένες με ό,τι λουλούδια βρίσκανε εκεί. Εν τω μεταξύ, εκείνη την ώρα, μόλις κοντεύαν να ’ρθουν τα Σίγνα — «Σίγνα» τα λέγανε — χτυπούσε η καμπάνα και τότε μαζευόμασταν όλοι. Στην εκκλησία το πρωί πήγαιναν λίγο, έκανε μία μικρή λειτουργία ο πάπας και φεύγανε για τα Σίγνα. Μετά χτυπούσε η καμπάνα, πηγαίναμε όλοι στην εκκλησία. Αν ήταν του Αγίου Γεωργίου, έπρεπε να σηκώσουν έξω και το ύψωμα. Αν δεν ήταν, θα διαβάζαν για τα Σίγνα. Τελειώναμε αυτό, φεύγαμε, πηγαίναμε στο σπίτι για φαγητό, γιατί τέλειωνε μεσημέρι και τ’ απόγευμα πάλι εκκλησία κι εκεί στηνόταν ο χορός. Χορός μετά μέχρι που το βράδυ. Δηλαδή, πάντα ο θληκωτός, όμως. Όχι άλλος χορός. Ούτε στα καφενεία, στην Εκκλησία.
Ήταν ο παραδοσιακός του χωριού;
Ναι, ναι, στην εκκλησία. Ήτανε για το Πάσχα. Δεν θυμάμαι να το χορέψανε άλλη φορά. Γι’ αυτό κι εμείς, ο Σύλλογος πάντα είχε τον παραδοσιακό αυτό, το θληκωτό και μετά χορεύαμε οτιδήποτε. Ενώ τις Απόκριες και των Φώτων, που χορεύανε, χορεύανε με τα γραμμόφωνα, χορεύανε έτσι. Αλλά το Πάσχα ήτανε πάντα ο θληκωτός ο χορός. Άσε που μετά, άμα ήθελε κανένας να πάει να χορέψει στα καφενεία, να γλεντίσει… Αλλά ο θληκωτός ήταν. Και λέγανε πάρα πολλά τραγούδια. Και το τραγούδι πώς γινότανε; Δεν το λέγανε όλοι. Το αρχινούσανε οι γυναίκες, λέγανε τον πρώτο στίχο, τον ίδιο στίχο τον επαναλάμβαναν και οι άντρες, ξανά οι γυναίκες και ξανά οι άνδρες, μέχρι να τελειώσει `το τραγούδι. Και είχαν πολλά τραγούδια, που λέγανε αυτά, τον θληκωτό. Αυτόν τον θληκωτό δεν χορεύεται, να το χορέψεις σε Καλαματιανό, να το χορέψεις, είναι ένα ορισμένος χορός, που το πας κάπως αλλιώς, αυτόν τον χορό. Αυτόν τον χορό, τον χορεύανε και πάνω στην Αριδαία, στα χωριά, που το λεν’ «κλειστό». Εμείς το λέμε «θληκωτό», γιατί κι εκεί τα χωριά τον χορεύουνε αυτόν τον χορό. Κάτω από μας δεν τον χορεύουνε, που είναι… Κάτω από εμάς, προς την Καρδίτσα κάτω, τους λέμε Καραγκούνηδες. Γιατί εμείς είμαστε Αγραφιώτες, τα Άγραφα δεν τα πάτησαν οι Τούρκοι, γι’ αυτό λέγονται Άγραφα. Δεν τα ’γραψε κανένας νόμος. Ενώ κάτω, πού είναι οι Καραγκούνηδες… Και γιατί τους λένε Καραγκούνηδες; Πέρασε κάποιος — τα λέγανε τώρα — Τούρκος, που ήτανε Τούρκοι. Όχι, όχι Τούρκος, αχ δεν το θυμάμαι και ρωτάει… Στα χωράφια ήταν ο κόσμος, έτσι; Άνδρες και γυναίκες. Πέρασε ο Αλή πασάς ή ξέρω γω ποιος ήταν από δω;. Κάνει ένας, ο άντρας. Παρακάτω ρωτάει τον άλλον, κάνει αυτός. Ξαναπερνάει από αλλού, από άλλο χωράφι και λέει: «Πέρασε ο τάδε από δω;» και λέει μία γυναίκα: «Πέρασε, πέρασε» και βγάνει το μαντίλι απ’ τη γυναίκα και το βάνει στον άντρα. Λέει: «Εσείς…», η γυναίκα ήταν πιο έξυπνη δηλαδή και τους κατατόπισε. Και από τότε — το κεφάλι λέγεται κάρα, δεν ξέρω — τους είπαν Καραγκούνηδες, τους λένε κάτω από μας και είναι πάρα πολλά τα χωριά, τα «Καραγκουνοχώρια», που λένε. Απλώς εμείς, σου λέω, είμαστε στους πρόποδες των Αγράφων. Είμαστε κάτω απ’ τη λίμνη.
Εσείς τον χορό πώς τον μάθατε;
Αχ, εγώ είμαι του χορού πολύ και το έμαθα! Μόλις έβλεπα άλλους, που χόρευε, απ’ όταν ήμαν μικρό κορίτσι, κοιτούσα πώς πήγαιναν τα πόδια και τα πήγαινα κι εγώ. Και όταν κάθουμαν στο σπίτι και ήμαν μόνη μου — μικρή — και δεν ήταν κανένας, είχαμε καρφιά στον τοίχο, που κρεμούσαν τα ρούχα τότε — δεν υπήρχανε — έβαζα τη ζώνη του πατέρα μου, την κρεμούσα εκεί, ότι με κρατάει κάποιος και χόρευα μόνη μου. Τους χορούς τους έμαθα. Και ξέρω, μ’ αρέσει πολύ το τραγούδι. Ξέρω πολλά, πολλά τραγούδια, πολλά. Μόνο δημοτικό, ε; Εντάξει.
Μακάρι να μας πείτε και κανένα.
Το παραδοσιακό…
Υπήρχε κάποιος σύλλογος στο χωριό, κάποιος παραδοσιακός σύλλογος;
Ήταν ο σύλλογος των Λαρισαίων Αγιωργιτών εδώ, στη Λάρισα. Στο χωριό είχανε άλλο σύλλογο αυτοίνοι. Αλλά εμείς εδώ, επειδή ήταν πολλοί απ’ το χωριό μας εδώ στη Λάρισα και κάνανε και χορούς. Και το χορευτικό, που έχει ο γιος μου ο Βαλάντης, που χόρευε και τα παιδιά μου όλα, ήταν από τον σύλλογο των Αγιωργιτών. Είχανε σύλλογο εδώ — και καλό σύλλογο — δηλαδή με τους χορούς του, με τις δραστηριότητές τους, με τις εκδρομές τους, πολύ. Μετά άρχισαν κι οι σύλλογοι, η νέα γενιά. Παράδειγμα, μία φορά πήρε κάποιος τηλέφωνο εμένα, να πω το Βαλάντη, εκείνος να πει τον γιο του, ν’ ασχοληθεί η νέα γενιά. Οι παλιοί φύγανε. Ο άντρας μου ήταν και μέσα στον σύλλογο, ήταν και υπεύθυνος για το χορευτικό τότε, παλιά. Δηλαδή πηγαίναν κάθε Παρασκευή βράδυ και μαθαίναν χορό, είχαν γραφεία ενοικιασμένα, έχουνε αγορασμένο γραφείο εδώ ο σύλλογος. Ήταν πολύ ενεργός σύλλογος. Στην αρχή, ήμασταν στον σύλλογο των Καρδιτσιωτών, δηλαδή απ’ όλη την Καρδίτσα — όχι απ’ όλη, τα δικά μας τα χωριά. Κι ήμασταν και εμείς μέσα. Μετά κάναμε απ’ το ’82 σύλλογο. Κάναμε, έχουμε πολλούς και χορούς και πολλές και φωτογραφίες και κασέτες — «κασέτα» που με λέει, με κοροϊδεύει ο γιος μου — έχουμε. Αλλά δεν μπορώ τώρα, δεν με σύνδεσαν βίντεο, όπως με πήρανε άλλη τηλεόραση, ούτε βίντεο δεν έχω, DVD. Ναι, έχουμε και χορούς, που χορεύαμε. Έχουμε, μέχρι και στο TRT πήγαμε και χορέψαμε, μέχρι απάνω στην Αριδαία — πού πήγαμε — που ήταν πολλοί σύλλογοι, που πήγαμε και χορέψαμε. Κι εδώ, σε λέω, στο ωδείο, χορέψαμε. Ήτανε καλός σύλλογος. Ναι, ναι, ήταν. Και τα παιδιά μου χορέψαν πολύ σε σύλλογο. Ειδικά ο Βαλάντης πήγε από 13 χρόνων, είχε πάει στην Ξάνθη, στο καρναβάλι, τους πήγε ο σύλλογος και χορέψανε εκεί. Ήτανε… Σου είπα, τώρα εγώ και να ήταν ο σύλλογος, δεν πήγαινα, αφού πέθανε ο άντρας μου, δεν. Αλλά ξέρω, όμως, που δεν πιστεύω να είναι τόσο ενεργός. Πήρε και ο Κορωνοϊός τώρα, γίνονταν και καμία συνεδρία… Δηλαδή μάζωξη, κάπου μαζευόταν, τώρα δεν γίνεται. Αλλά τα τραγούδια… Τότε δεν είχαμε, είχαμε ραδιάκια, μικρό, με μπαταρία. Εγώ, όποιο τραγούδι να τ’ άκουγα απέναντι, στο άλλο, στον απέναντι μαχαλά και μ’ άρεζε, το μάθαινα. Στο κινητό τι κάνω; Όλο τραγούδια ακούω.
Segment 8
Η αγάπη για το παραδοσιακό τραγούδι και τον χορό: Τραγούδια με τη φωνή της αφηγήτριας
01:17:58 - 01:37:17
Δημοτικά πάντα!
Αφού να φανταστείς, η Εύα…
Η εγγονή;
Η εγγονή καλέ, η Εύα, όταν ήταν μικρά, τα τραγουδούσα πάντα ένα τραγούδι — και πολλά — αλλά και αυτό, ένα Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται. Και αυτού Οι Μέλισσες, το έργο, αφού διαδραματίζεται στη Θεσσαλία, δεν ξέρω αν το βλέπεις…
Λίγο το παρακολουθούμε.
Ναι, τραγουδούσε ο ένας, τραγουδούσε αυτό το τραγούδι Ο ήλιος βασιλεύει. Και με παίρνει η Εύα το βράδυ — καθόμαν εδώ — «Γιαγιά, το είδες;», «Ναι».« Θυμάσαι αυτό το τραγούδι, που μας το έλεγες;». «Εγώ δεν θυμάμαι, εσύ;». «Δεν το θυμάμαι εγώ γιαγιά, που το έλεγες το τραγούδι;». Αυτά τα μεγάλωσα όλα με τραγούδια εγώ και με δημοτικά τραγούδια. Αλλά, όσο τα μεγάλωσα εγώ με δημοτικά, τόσο αυτά κανένα δεν…
Δεν παρέμεινε;
Να πω κι ένα τραγούδι;
Να πείτε ένα, για να κλείνουμε όμορφα.
Ναι. Θα κλείσουμε;
Άμα θέλετε να μου πείτε ένα τραγουδάκι.
Όχι, να πω. Θέλετε να πω τίποτα άλλο;
Φυσικά, φυσικά, άμα-
Τι άλλο να σου πω; Για τον γάμο είπαμε, πώς…
Υπήρχε άλλο έθιμο, αυτό με το πηγάδι, που πήγαινε κάποια κοπέλα μόνη;
Αχ, αυτό με το πηγάδι, εγώ δεν το ’ζησα. Αλλά η μάνα μου… Όταν παντρευόταν μία, στο χωριό παντρευόταν, έπρεπε την Τρίτη — την Κυριακή παντρευόταν — την Τρίτη να πάει στη βρύση μ’ ένα παιδάκι, να έχει μάνα και πατέρα, αγόρι, να πάρει νερό… Αυτό δεν μπορώ να στο πω και ακριβώς-ακριβώς. Υπήρχαν πιο παλιές, απού το ’λεγαν. Το έλεγε η μάνα μου, αλλά όταν το έλεγε, δεν το συγκρατούσα και πολύ τι… Και έπαιρνε νερό, γύριζε, με αυτό το νερό δεν ξέρω τι έκανε και έδωνε και στο παιδάκι και ένα κέρμα ή το ’παιρνε ένα ρούχο. Αυτό το είχαν σαν έθιμο, μετά που παντρευόταν, έπρεπε να πάει η γυναίκα να πάρει νερό, η νύφη. Εν τω μεταξύ, άλλο έθιμο που ήτανε — αυτό και στα χρόνια τα δικά μου, απλώς εγώ έφυγα, δεν έκατσα — [01:20:00]την πρώτη Κυριακή, που είχαν παντρευτεί… Τα χρόνια εκείνα, που ήμαν πιο μικρή, στην εκκλησία η νύφη πήγαινε με το νυφικό της. Το νυφικό τότε το φτιάχνανε και ήταν σε στυλ φόρεμα. Το κονταίνανε λίγο και πήγαινε την πρώτη Κυριακή, μαζί με τον άνδρα, με την πεθερά, με τον πεθερό και με τον κουμπάρο, με την κουμπάρα θα πήγαιναν στην εκκλησία, για να τσι δώσει ο παπάς την ευλογία την πρώτη Κυριακή του γάμου. Μόλις γυρνούσανε από την εκκλησία, η πεθερά και η κουμπάρα έπρεπε να την πάει στο σπίτι της μάνας της. Η νύφη τότε, για μια εβδομάδα — και άσε οι νύφες παλιά, εκείνα τα χρόνια, δεν πήγαιναν και καθόλου στη μάνα — έπρεπε να την πάει στο σπίτι. Η μάνα είχε πολλά καλούδια πάνω. Τι κουφέτα, τι πίτες φτιαγμένες, τι ρύζι για να ριζώσει η νύφη, έπρεπε — το είχαν έτσι — να την πάει και απ’ την κουμπάρα. Γιατί, θυμάμαι, εγώ το θυμάμαι, όταν ήμαν 14 χρονών ή 16, γύρω στα 15, ο αδερφός μου ο Λάμπρος — έχουμε δυο χρόνια διαφορά, τέλος πάντων, μικρός — και στεφανώναμε έναν στο χωριό. Και αυτοί οι γονείς του παιδιού δεν ήθελαν να τους στεφανώσει ο πατέρας μου, δεν ήμασταν κουμπαριά, απλώς γείτονοι ήμαστε εκεί και λέει, από μικρό που ήταν εκεί: «Μπάρμπα Αντρέα -τον έλεγε μπάρμπα- θα με στεφανώσεις». Κι όταν μεγάλωσε: «Θα με στεφανώσεις τώρα στ’ αλήθεια;». Και η μάνα του και ο πατέρας του, επειδή το είχανε υιοθετημένο, ήθελαν να το στεφανώσει ένα αγόρι, να το στεφανώσει ο αδερφός μου. Και στεφάνωσε ο αδερφός μου τότε. Και μετά, γι’ αυτό το ξέρω αυτό, ότι γινότανε με την κουμπάρα… Και θυμάμαι τότε ήρθε η πεθερά της νύφης, η μάνα του γαμπρού, με τον γαμπρό, με τη νύφη, με τη μάνα της και ήρθαν στο σπίτι μας, επειδή ήμασταν κουμπάροι και ήρθαν και τους είχε η μάνα μου πράγματα, έτσι καλά. Και έφερε δώρα. Τότε τα ’φερε τα δώρα στον κουμπάρο η νύφη, γινόταν αυτό. Είχαν και τότε, οι παλιοί είχαν πολύ καλά έθιμα. Είχαν έθιμα και τα ζούσαν τα έθιμα. Τώρα θα πεις μπορεί να ζείτε με άλλα πράγματα, να χαίρεστε άλλα πράγματα. Τότε χαιρόταν αυτά τα πράγματα. Αυτό το θυμάμαι. Εγώ δεν το ’κανα στα δικά μου τα χρόνια, γιατί σου λέω, έφυγα. Δεν έκατσα με κουμπάρο και… Κι εγώ ο κουμπάρος μου μικρός ήτανε, 15 χρονών παιδί, που με στεφάνωσε. Αλλά ήταν, ο πατέρας του είχε βαφτίσει τον άντρα μου, ήταν κουμπαριά. Τότε, άμα βάπτιζες ένα παιδί, έπρεπε και να το στεφανώσεις. Άμα ήθελες, άμα δεν ήθελες… Αλλά πήγαινε, όμως, στον κουμπαρούλη και σε τιμούσε κι έλεγε: «Νονέ, θα με στεφανώσεις;». Μα στεφάνωσε πολλά ο πατέρας μου, τα αδέρφια μου. Ναι, στεφανώσανε.
Γενικά το χωριό ήταν πολύ συνδεδεμένο-
Ήταν-
με τις παραδόσεις-
Ήτανε, ήταν, ήτανε στις παραδόσεις. Σου λέω, μπορεί άλλα χωριά να είχαν πιο πολλές, άλλες παραδόσεις. Αλλά εγώ, το δικό μας το χωριό είχε. Εν τω μεταξύ απ’ το χωριό μας… Γι’ αυτό όταν βλέπω κι εγώ έτσι και στην τηλεόραση, μ’ αρέσει να… Και γι’ αυτό διαβάζω και στο κινητό. Είναι ένας που είναι απ’ το χωριό, είναι καθηγητής, φιλόλογος, έχει το θέατρο στην Καρδίτσα, το περιφερειακό θέατρο, γράφει πολλά τραγούδια. Αυτός με τον Νικολόπουλο αυτού είναι πολύ, δηλαδή γράφει από χρόνια τραγούδια. Τώρα αυτός είναι 75 χρόνων, αλλά είναι ενεργός πάνω σε όλα. Και τώρα και την άλλη φορά πρέπει να τον είχε, ποιος τον είχε; Ήταν και Στην υγεία μας, πρέπει να τον είχε. Αυτός ασχολείται με πολλά πράγματα και για το χωριό έκανε πολλά, έτσι, από λαογραφικά και τέτοια και έκανε και με το θέατρο στην Καρδίτσα. Πολλά στοιχεία τα ’χει πάρει απ’ το χωριό. Ένας, που το ξέρει το χωριό και το ’ζησε… Πήγα μια φορά εδώ στο Κηποθέατρο είχε μία παράσταση, πριν χρόνια. Εμείς που ξέραμε και τους χωριανούς, που ξέραμε και τα παρατσούκλια, ξέραμε αυτά, ήταν τι να σου πω! Αυτός ασχολείται πάρα πολύ, αλλά είναι και πολύ διαβασμένος. Πάρα πολύ σου λέω.
Κι έχει και πολλά να μάθει!
Έχει. Είναι πολύ διαβασμένος. Σου λέω έχει γράψει τραγούδια για τον Καζαντζίδη, ήταν με τον Καλδάρα ήταν κουμπαριά. Θυμάμαι ήρθε στο χωριό — γιατί ήμαν ακόμα κοπελίτσα — ήρθε αυτός με τον Καρλάρη, ήρθε με τον Βιολάρη. Θυμάμαι εμείς τους ακούγαμε στο ραδιόφωνο. Ύστερα το χωριό μας έχει και πολλούς επιστήμονες. Έβγαλε ανθρώπους πολλούς. Και γιατρούς έβγαλε και στρατιωτικούς έβγαλε — μιλάμε για κείνα τα χρόνια — άσε δασκάλους πολλούς. Δηλαδή δεν ήταν ένα χωριό… Ήτανε! Επειδή ίσως είχανε, δεν ήταν και πολύ εύπορο και φεύγανε και μάθαιναν και έβγαλε. Να φανταστείς ένας συμμαθητής μου, που είχαμε ένα σκετς στην Πέμπτη Δημοτικού ή στην Έκτη μαζί είναι καθηγητής πανεπιστημίου. Αυτός πήρε τον έναν τον κουμπαρά και το άλλον τον είχα πάρει εγώ. Και τον βρήκα σ’ έναν γάμο, πριν χρόνια, που μια πρώτη ξαδέρφη, δική του, απ’ τη μάνα του… Απ’ τον πατέρα του. Πρώτη ξαδέρφη δική μου απ’ τη μάνα μου. Δηλαδή… Και βρεθήκαμε σ’ έναν γάμο. Εγώ δεν τον γνώρισα και μου λέει ο αδερφός μου ο Λάμπρος: «Αυτός είναι ο Γιάννης ο Τσαναμπέκας». Εγώ, όμως, δεν τον γνώρισα. Τον είπα, μιλήσαμε: «Αχ, βρε Γιάννη, έχω μια φωτογραφία, που λέγαμε μια φορά το αυτό». Και λέει η γυναίκα του: «Άμα την έχεις, να μας δώσεις κι εμάς». Σου λέω καθηγητής πανεπιστημίου. Ναι, ναι, ήτανε. Έβγαλε το χωριό μας!
Εσείς τι θέλατε να κάνετε;
Πότε; Τότε;
Τότε, τι θέλατε να μάθετε;
Ήθελα…Εγώ, καταρχήν, μ’ άρεζε — ήθελα να πάω στο Γυμνάσιο — αλλά μ’ άρεζε πολύ κι η μοδιστρική, μ’ άρεζε πολύ και το τραγούδι. Αν ήμαν στα χρόνια ετούτα, θα ήμανε φίρμα τραγουδίστρια στο δημοτικό τραγούδι. Οι καλοί ήταν…Τότε, για τραγουδίστριες, άπαπα! Τότε, οι τραγουδίστριες ήτανε… Απαπά. Μου άρεσε…
Ακόμη περιμένω μόνο μου πείτε ένα τραγουδάκι.
Ένα τραγούδι.
Ένα τραγούδι για να είναι ωραίο το κλείσιμο.
Ωραία, θα σου πω… Θα σου πω αυτό, που ’πα στον αρραβώνα μου, και λίγο να συγκεντρωθώ λίγο, γιατί τώρα και η φωνή δεν είναι…
Εντάξει. Φυσικά, πάρτε το χρόνο σας. Και θα σε πω και αυτό, που τραγουδούσα, που ήταν μικρές όλες. Ξέρω πολλά, άμα καθίσουμε, θα σου πω πολλά.
Και για να κλείσουμε…
Θα πω ένα-
Να μας πείτε ένα τραγουδάκι-
Θα πω ένα τραγούδι, που λέγαμε, στον γάμο τση νύφης και θα πω ένα τραγούδι για λίγο — δυο στροφές — που είπα στον αρραβώνα μου. Εντάξει;
Κάτι είχατε πει πριν, κάτι για τραπέζιο χορό; Τραπέζιο τραγούδι, βασικά.
Αυτό είναι του αρραβώνα, το επιτραπέζιο.
Τι σημαίνει επιτραπέζιο;
Σημαίνει, όταν γίνονταν ένας γάμος, στο γλέντι, μέχρι να αρχίσει ο χορός και βάζανε το τραπέζι, τα όργανα, τα κλαρίνα. Παίζαν ένα επιτραπέζιο. Το επιτραπέζιο είναι της τάβλας, είναι το καθιστό το τραγούδι. Δεν χορεύεται. Είναι τραγούδι, που το λες στο τραπέζι ή μετά απ’ το τραπέζι… Και σε γιορτή ακόμα μπορείς να το πεις και παντού. Είναι το καθιστικό το τραγούδι, το λες και κάθεσαι. Το επιτραπέζιο. Κι είναι πάρα πολλά επιτραπέζια τραγούδια. Αυτά, τα άλλα, που είναι τα χορευτικά, τα λέμε χορευτικά. Αλλά, το επιτραπέζιο είναι της τάβλας και είναι και πολύ ωραία τραγούδια και έχουν και πολύ ωραία λόγια. Θα σας πω ένα επιτραπέζιο: Απόψε στο σπιτάκι μου είχα χαρά μεγάλη. Τον άγγελο μου φίλευα και τον Χριστό κερνούσα, και την Κυρά την Παναγιά τη μυριοπροσκυνούσα, να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου, ν’ ανοίξω τον Παράδεισο.[01:30:00] Για σε τα λέγω τούτα και κάτσε άκουσ’ τα, πάρε χαρτί και πένα και κάτσε γράψε τα.
Εξαιρετικά.
Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται κι ο νους μου απ’ την αγάπη δεν συμμαζώνεται. Έβγα να σε ιδώ, να παρηγορηθώ. Το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα. Το φεγγάρι κάνει κύκλο στης αγάπης μου τον κήπο. Βασιλικός θα γίνω στο παραθύρι σου, για να γλυκοφιλήσω τα όμορφα χείλη σου. Ποιος σε φίλησε και σε κοκκίνισε; Το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα. Το φεγγάρι κάνει κύκλο στης αγάπης μου τον κήπο. Εσύ στο μπαλκονάκι κι εγώ διαβαίνοντας, ρίξε με το μαντήλι να πάμε παίζοντας. Ποιος σε φίλησε και σε κοκκίνισε;
Συγχαρητήρια. Πολύ ωραία.
Να πω ακόμη ένα;
Θέλετε να πείτε ακόμη ένα; Φυσικά.
Ποιο να πω; Ένα τσάμικο τώρα: Αχ, στους κάμπους αναστέναξα, αχ, και βγήκαν δυο λουλούδια, το ένα αγάπη μου η παλιά, αχ, και τ’ άλλο η καινούρια Αχ, ούτε η παλιά δεν μ’ αγαπά, αχ, ούτε και η καινούρια. Μου το ’πανε τραγουδιστά τα πιο όμορφα λουλούδια. Αχ, σύρε καινούρια στο καλό, αχ, παλιά μου, γύρνα πίσω. Εσένα πρωταγάπησα, αχ με σένα ’θε να ζήσω. Ώπα!
Πολύ ωραία.
Εντάξει, θέλετε κι άλλο;
Όχι, εντάξει. Ευχαριστούμε. Άμα θέλετε κι άλλο, δεν υπάρχει θέμα.
Όχι.
Αλλά πώς είναι τα συναισθήματα, όταν τραγουδάτε; Τι νιώθετε;
Πάρα πολύ καλά. Πάρα πολύ.
Σας γεμίζουν;
Πολύ, και να σου πω και κάτι; Το ’χεις κλεισμένο;
Όχι, συνεχίστε λίγο ακόμη.
Και να σου και πω κάτι; Δεν με πείραξε, όταν πέθανε ο άνδρας μου… Με πείραξε πάρα πολύ! Άλλο θέλω να πω, δεν το είπα σωστά. Να μη βγάλω τα μαύρα καμιά φορά, παράδειγμα, αλλά το τραγούδι κι ο χορός μ’ έλειψε. Το τραγούδι μπορώ να τραγουδήσω. Ο χορός… Μ’ έλειψε πολύ, πάρα πολύ. Δηλαδή ο χορός μου ήταν η ζωή μου. Κι ο άντρας ήταν γλεντζές. Ήτανε. Αλλά η ζωή μου, ο χορός και το τραγούδι.
Σας χαρακτηρίζουνε;
Ναι. Τραγούδι, να σας πω δηλαδή, να ξεκινήσουμε… Αφού ερχόμουνα μια φορά — πήγα στην Αθήνα, σε μια γειτόνισσα — και ερχόμασταν απ’ την Αθήνα μαζί. Περνούσαμε, απ’ όποια πόλη και να περνούσαμε χόρευα κι ένα τραγούδι. Αυτή έλεγε: «Αμάν, βρε, δεν θα περάσουμε από μια πόλη και να δεν ξέρεις να πεις το τραγούδι;», για κάθε πόλη». «Βρε, Βάσω μου -την έλεγα- εγώ μ’ αυτά μεγάλωσα και το ’χα μεράκι». Να σας πω, ήμαν Πρώτη Δημοτικού και μας πήγαν μα εκδρομή μακριά απ’ το χωριό, εκεί που γίνεται το πανηγύρι. Με τα πόδια, τα παιδάκια ήμασταν μαθημένα. Και η νονά μου, αυτή που είναι η νονά μου, αφού ήταν η γυναίκα του δασκάλου, ήταν κι αυτή και λέει: «Θα μας πει -έτσι- θα μας πει η Αντιγόνη ένα τραγούδι». Πρώτη Δημοτικού! Και είπα ένα τραγούδι δημοτικό, τσάμικο, που έμειναν όλοι έτσι. Και η νονά μου…Ήξερε, η νονά. Μικρό παιδάκι, δεν με πείραζε. Μπορεί σε αλλά να μην είμαι, να ντρέπομαι, να κάνω. Στο τραγούδι όχι. Και στεναχωριέμαι, που δεν έμαθα, δεν πήγα Γυμνάσιο, να έχω πιο ευχέρεια - πώς να το πω - λόγου. Δηλαδή να μπορώ κάτι, ξέρω γω, καλυτέρα. Το τραγούδι μ’ αρέσει πολύ, μ’ αρέσει.
Για να κλείνουμε, λοιπόν. Ευχαριστούμε πολύ την Αντιγόνη Νταχμίρη.
Και εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ, ελπίζω να σας ικανοποίησα.
Πάρα πολύ.
Να σας είπα αυτά που ήξερα. aν παρέλειψα και κάτι και κάτι δεν το ’πα και σωστά…
Δεν πειράζει κι αυτά μέσα στο πρόγραμμα είναι.
Μια γιαγιά είμαι, με τα εφτά μου τα εγγόνια.
Ελπίζω και σε εσάς, να σας άρεσε αυτή η διαδικασία.
Όλα μου άρεσαν. Σας είπα αρκεί να είναι κάτι, που μπορούσα να σας εξυπηρετήσω.
Πολύ ωραία. Ευχαριστούμε.
Photos

Χορός στο χωριό
Η νονά της αφηγήτριας με όλο το χωριό χορε ...

Σκετς 25ης Μαρτίου
Η αφηγήτρια σε παιδική ηλικία σε μία απο τ ...

Ημέρα Αρραβώνα, 1/2/1970
Η αφηγήτρια με τον σύζυγό της την ημέρα το ...

Προνόμιο μόνο για άνδρες
Ο σύζυγος καβάλα στο γαϊδούρι. Στο παρελθό ...

Προετοιμασία πλιγουριού
Ο σύζυγος δίπλα στις καστανιές προετοιμάζε ...

Η Παράδοση της καστανιάς
Η αφηγήτρια με την οικογένεια της στην λατ ...

Πανηγύρι Δεκαπενταύγουστ ...
Προετοιμασία κοκορετσίου δίπλα στην οικογε ...
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η εξηνταοχτάχρονη σήμερα κυρία Αντιγόνη, γεννημένη στον Άγιο Γεώργιο, ένα χωριό της Καρδίτσας μεγάλωσε μέσα σε ένα πλήθος παραδόσεων και λαϊκών δρώμενων. Στην αφήγηση της κάνει μια διεξοδική ανάλυση της καθημερινής ζωής στο χωριό, τα έθιμα, που όπως επισημαίνει η ίδια, οι άνθρωποι τότε τα ζούσαν με όλη τους την ύπαρξη. Αναφέρεται σε παραδόσεις, όπως των Χριστουγέννων, των Αποκριών, του Πάσχα και του Δεκαπενταύγουστου. Στην αφήγησή της περιγράφονται οι τεχνικές και οι δοξασίες, που τελούνταν στους γάμους εκείνης της περιόδου. Τέλος, τονίζει πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη ήταν η ζωή της ίδιας, αλλά και ολόκληρου του χωριού τόσο με τον χορό όσο και με το δημοτικό τραγούδι, γεγονός που επιβεβαιώνει έμπρακτα με τη μελωδική φωνή της.
Narrators
Αντιγόνη Νταχμίρη
Field Reporters
Γιώργος Φρουξυλιάς
Related Links
Tags
Interview Date
06/11/2021
Duration
97'
Interview Notes
Σχόλιο Ερευνήτριας: Αφηγήτρια της συνέντευξης αποτέλεσε γιαγιά φίλης μου, η οποία παρευρισκόταν στο χώρο, χωρίς να επηρεάσει κάπως την αφήγηση, πάρα μόνο για να προσφέρει βοήθεια, νερό κ.α.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η εξηνταοχτάχρονη σήμερα κυρία Αντιγόνη, γεννημένη στον Άγιο Γεώργιο, ένα χωριό της Καρδίτσας μεγάλωσε μέσα σε ένα πλήθος παραδόσεων και λαϊκών δρώμενων. Στην αφήγηση της κάνει μια διεξοδική ανάλυση της καθημερινής ζωής στο χωριό, τα έθιμα, που όπως επισημαίνει η ίδια, οι άνθρωποι τότε τα ζούσαν με όλη τους την ύπαρξη. Αναφέρεται σε παραδόσεις, όπως των Χριστουγέννων, των Αποκριών, του Πάσχα και του Δεκαπενταύγουστου. Στην αφήγησή της περιγράφονται οι τεχνικές και οι δοξασίες, που τελούνταν στους γάμους εκείνης της περιόδου. Τέλος, τονίζει πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη ήταν η ζωή της ίδιας, αλλά και ολόκληρου του χωριού τόσο με τον χορό όσο και με το δημοτικό τραγούδι, γεγονός που επιβεβαιώνει έμπρακτα με τη μελωδική φωνή της.
Narrators
Αντιγόνη Νταχμίρη
Field Reporters
Γιώργος Φρουξυλιάς
Related Links
Tags
Interview Date
06/11/2021
Duration
97'
Interview Notes
Σχόλιο Ερευνήτριας: Αφηγήτρια της συνέντευξης αποτέλεσε γιαγιά φίλης μου, η οποία παρευρισκόταν στο χώρο, χωρίς να επηρεάσει κάπως την αφήγηση, πάρα μόνο για να προσφέρει βοήθεια, νερό κ.α.