© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Ιστορίες Ψαράδων του Αργολικού Κόλπου: Ταξιάρχης Καισαρεύς

Istorima Code
10442
Story URL
Speaker
Ταξιάρχης Καισαρεύς (Τ.Κ.)
Interview Date
11/04/2022
Researcher
Stavros Vlachos (S.V.)

[00:00:00]

S.V.:

Είναι Τρίτη 12 Απριλίου, βρισκόμαστε στην Ερμιόνη, λέγομαι Βλάχος Σταύρος. Το όνομά σας; 

Τ.Κ.:

Ταξιάρχης Καισαρεύς. 

S.V.:

Κύριε Ταξιάρχη, ευχαριστούμε για τη συνέντευξη. 

Τ.Κ.:

Να ’σαστε καλά, είσαστε καλοδεχούμενοι.  

S.V.:

Πείτε μου για σας λίγα πράγματα, εδώ, πότε γεννηθήκατε; Πού; 

Τ.Κ.:

Γεννήθηκα εκ θαύματος. Πραγματικά, ε; Γι’ αυτό με λεν και Ταξιάρχη.  

S.V.:

Τι έγινε; 

Τ.Κ.:

Είναι δίδυμον αδερφό. Γεννήθηκε ο πρώτος, δεν ξέραν ότι είχαν δεύτερο παιδί. Το 1948, 6 Σεπτεμβρίου. Είναι η μέρα του Ταξιάρχη το Θαύμα εν Χώναις, όχι των Ταξιαρχών. Άλλη γιορτή. Είναι και στη Μυτιλήνη. Λοιπόν, ε, η μάνα δε συνήλθε, πέσαν οι γιαγιές, οι θείες απάνω, τι έχει το κορίτσι; Φέρνουνε την άλλη μαμή. Γιατί οι υπέρηχοι τότε δεν ήταν κουρντισμένοι καλά, αφού δεν υπήρχαν υπέρηχοι κι αυτά. Έρχεται η άλλη μαμή, λέει στα αρβανίτικα: «Mωρή καμιγιάτρα» λέει. «Έχουμε κι άλλο παιδί». Μόνη λύση ήτανε να με τάξουνε στην ημέρα. Στην εικόνα λέγαν τότε, στην εικόνα της ημέρας. Τελικά στις τρεισήμισι ώρες πήρα την τούμπα, γιατί εγώ ερχόμουνα με τα πόδια, πήρα την τούμπα και με βγάλανε. Και με ονομάσαν Ταξιάρχη γι’ αυτό το λόγο. Έχω γιορτή και γενέθλια την ίδια ημέρα. Λοιπόν… 

S.V.:

Και το Καισαρεύς πώς προκύπτει η οικογένεια, η ιστορία; 

Τ.Κ.:

Καισάρεια Καππαδοκίας. Ήταν Καισαρέας, αλλά το βρήκαμε, έχουμε και ιστορικό βιβλίο που το γράφει καταπώς σας είπα, το βρήκαμε, είναι Καισαρεύς, ανατολίτικο επίθετο. Όσοι έχουν ασχοληθεί μού λένε, είναι καθαρά ανατολίτικο. Τώρα ήρθε ο προ-προπάππους Ησαΐας Καισαρεύς από την Καισάρεια, βοήθησε την ελληνική επανάσταση, επιδότησε, έκανε μπουλούκι δικό του και πολεμά γανε μαζί με τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο. Την τελευταία μάχη τη δώσαν στα Δερβενάκια. Ε, μετά, τώρα, η κυβέρνηση, καταλαβαίνετε, και τότε και τώρα κι έτσι θα ’ναι πάντα δυστυχώς, εντάξει, μετά το ογδόντα τόσο με τον συγχωρεμένο τον Αντρέα τα πράγματα κάπου... δημοκρατηθήκανε, να τα πούμε. Ε, αποκεί και πέρα εξαρτάται κι από μας.  

S.V.:

Και τι έκανε τότε η κυβέρνηση; Με τον πρόγονό σας; 

Τ.Κ.:

Η κυβέρνηση τους έδωσε τιμής ένεκεν, μετά… Τους πήγε στη φυλακή. Και μετά, αφού απελευθερώθηκε τελείως η Ελλάδα, τους έδωσε άδεια ζητιάνου. Τον Νικηταρά στην Ομόνοια και στον παππού στην Αγία Τριάδα. Ε, μετά κατέβηκε ο παππούς κάτω, έχει κάνει και δημογέροντας εδώ, οι σημερινοί δημάρχοι, κάτι τέτοιο, συμβούλιο, ας πούμε. Και συνέχισε το Καισαρέικο. Ζωή… σκληροί άνθρωποι, πολύ σκληροί. Και καλοπροαίρετοι, αλλά σε καβγά ήτανε πρώτοι. Δε μασάγανε. Εν πάση περιπτώσει, ο τελευταίος είναι, όπως βλέπεις εκεί, ο συγχωρεμένος. Ήμαστε τέσσερα αδέρφια, και οι τέσσεροι περάσαμε απ’ τη θάλασσα. 

S.V.:

Υπήρχε οικογενειακή παράδοση στο ψάρεμα; 

Τ.Κ.:

Ε, βέβαια.  

S.V.:

Από πότε ξεκινά η παράδοση; 

Τ.Κ.:

Απ’ την ελληνική επανάσταση, αφού ήρθε ο παππούς και το σόι όλο μετά εδώ. Απ’ την ελληνική επανάσταση, 1820, πότε είχανε ξεκινήσει, ας πούμε; Και πιο μπροστά, γιατί το ’21 απελευθερωθήκαμε. Βέβαια, έχω παράδοση και από της μάνας τον παππού. Αυτοί πηγαίναν και στην Αφρική για σφουγγάρια. Βάζανε τις βάρκες 4,5 μέτρα, 4,80, σε καΐκια μεγάλα, όχι τα σημερινά μεγάλα βέβαια, πηγαίναν στην Αφρική και ψαρεύαν σφουγγάρια. 

S.V.:

Άρα ως παιδί εσείς το ψάρεμα γνωρίσατε εδώ, ε; 

Τ.Κ.:

Εγώ άφησα το γυμνάσιο… Με στέλνανε με το ζόρι, τότε ήταν δύσκολα να πάμε, γιατί ήθελε χρήμα, έτσι; Χρήμα, να πας στο Κρανίδι με λεωφορείο, να γραφτείς κι όλα αυτά… βιβλία κι αυτά τα πληρώναμε τότε. Εγώ δεν ήθελα. Από τα 7 έκλεβα τη βάρκα του παππού, τη νύχτα που κοιμότανε, κάναμε τις βόλτες, τα ψιλοψαρέματα κι αυτά. Του κάναμε θελήματα και του παίρναμε τη βάρκα. «Όχι, θα πας γυμνάσιο, θα πας γυμνάσιο». Κατέβηκε ο δάσκαλος στη μάνα. «Μαρία, το παιδί πρέπει να πάει γυμνάσιο». «Δε θέλω». «Θα σ’ τα πληρώσω εγώ τα έξοδα κι αυτά». Και φοβόμασταν, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, δεν υπήρχε ελευθερία. Μίλησε ο δάσκαλος ή ο πατέρας… «Ρε Μιχάλη» του λέει ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου «δεν έχουμε λεπτά, ρε» του λέει. «Έχω τέσσερα παιδιά. Τι θα κάνω;» «Άσ’ το» του λέει «Αργύρη, θα τα πληρώσω εγώ, γιατί αξίζει τον κόπο». Του πήγαινα κόντρα στα μαθηματικά αυτού. Και με πήγαινε γι’ αυτό το λόγο. Εν πάση περιπτώσει, πήγα στο γυμνάσιο, πέταξα την κόλλα της έκθεσης λευκή να μην περάσω, δεν πέρασα… «Θα σε σκοτώσουμε!» Λέω: «Σκοτώστε με, εν πάση περιπτώσει». Η πρώτη δουλειά που ξεκίνησα είναι να πα’ να μάθω να φτιάχνω βάρκες. Το υδραίικο σκαρί, την παπαδιά, την οποία την αναβάθμισε πάρα πολύ η Ερμιόνη. Κι έχει μείνει το όνομα «υδραίικη». Έτσι;  Ο πατέρας μου είχε ανάγκη και με την πρόφαση ότι δεν έχω μάθει κάτι – σε 6 μήνες, τι να μάθεις να φτιάξεις βάρκα; Έπαιρνα την πλάνη και πλάνιζα… «Θά ’ρθω στη βάρκα» λέω. Μπήκα στη βάρκα, ήμουνα δεκατρίω χρονών, ότι είχα βγάλει το δημοτικό. Μ’ άρεσε. Και μ’ αρέσει. 

S.V.:

Γιατί έτσι ως παιδί το αγαπήσατε; Τι σας άρεσε; 

Τ.Κ.:

Το γονίδιο που είναι μέσα. Μ’ άρεσε, μ’ αρέσει, κι όσο ζω… αφού έχω χάσει πολλά πράγματα δηλαδή. Στα υδραυλικά που βγήκα, «ο ψαράς» λέγανε. Δεν έχω θέμα και, εντάξει, πήγα καλά και στις δυο δουλειές. Είναι κάτι… πώς να σ’ το πω τώρα; Βλέπεις μια γυναίκα ή ένα σκάφος ή ένα αυτοκίνητο… έναν άνθρωπο να χορεύει… ξέρω γω, που… πολλές… Το ερωτεύεσαι. Όχι με την έννοια που το νομίζετε πολλοί. Όταν λες «ερωτεύτηκα εγώ αυτή τη βάρκα», είναι ότι σου αρέσει. Αποκεί ξεκινάει ο έρωτας. Απ’ την ομορφιά. Έχω αυτή τη στιγμή κάνει ένα liberty εδώ, ερμιονίτικο, το οποίο είναι συλλεκτικό, με ιρόκο, με ταχύτητα, αλλά και αξιόπλοο και στο ψάρεμα και στην ταχύτητα. Δηλαδή το ’06 πήγα στη Σίφνο από δω, ντουγρού, χωρίς GPS. Έφυγα 05:00 η ώρα το πρωί και στις 09:30 η ώρα ήμουνα εκεί. 

S.V.:

Πάμε όμως παλιά, μιλήστε μας για τα ψαρέματα με τον πατέρα σας, τα πρώτα τότε τα ψαρέματα… 

Τ.Κ.:

Εν πάση περιπτώσει ξεκινήσαμε με μία βάρκα μικρή, 4,80, τότε είχανε πρωτοβγεί οι μηχανές, μικρά μηχανάκια, 3,5-4 άλογα, ξεκινήσαμε… Εντάξει, παιδί εγώ, τη θάλασσα ήθελα. Μου ’πε ένας γέρος, συγχωρεμένος: «Κι εγώ το ίδιο είχα πάθει» μου λέει «ήθελα το παραγάδι, αλλά τώρα με τρώει το παραγάδι. Θα μεγαλώσεις» μου λέει «θα πάρεις αυτήν, θα δώσεις». Κι όντως έτσι είναι. Αλλά δεν το βάζουμε κάτω, αφού την αγαπάμε. Αλλάζει το γονίδιο του ανθρώπου; Όχι. Πώς θα το κάνουμε; Τώρα μας μιλάνε για αλιευτικό τουρισμό. Έχω πολλές γνωριμίες, έχω ελπίδες ότι θα πάω καλά, δεν το βάζω. Το ’χω έτσι, για να το φχαριστηθούμε τώρα που μεγαλώσαμε. Γιατί είμαι και 74 χρονών, έτσι; Δεν είμαι κάνα παιδάκι τώρα εγώ να κοιτάξω να κάνω… Δεν πηγαίναν καλά τα πράγματα. Και τότε οι παλιοί ήταν και λίγο… και αγράμματοι και δύσκολοι άνθρωποι. Όλο με φοβέρα, όλο με αγρίεμα, όλο… Τέλος πάντων, την άλλη χρονιά ξανά, την παράλλη, το ’62, 14 χρονών, βάλαμε και φεύγουμε τρεις βάρκες από δω, παπαδιές, και πάμε Χίο, Μυτιλήνη, Οινούσες. Άκου τώρα αυτουνού του ανθρώπου οι προβλέψεις. Ήτανε ένας από το γενικό κουμάντο στις κουνσέρβες. Κουνσέρβα λέγαμε την εταιρεία. «Πάμε κουνσέρβα;» Δηλαδή μία, δύο, τρεις, πέντε βάρκες. Ή… άσε, είχε γυρίσει όλες τις Κυκλάδες με το πανί, με λατίνι. Και το ’χω δω, το ’χω ενθύμιο ακόμα. Το ’χω κι εγώ στην κούντλα  Λέει: «Παιδιά, δε βγαίνει μεροκάματα εδώ. Πάμε για τη Χίο για σφουγγάρια». Πάμε για τη Χίο, πάμε στο Πασαλι… στο λιμάνι του Πειραιά, φορτώνουμε τις βάρκες σε μια… σ’ ένα καράβι και μας ρίχνει το πρωί στη Χίο. Πριν φύγουμε, ήταν μια καλοσύνη, άπνοια τελείως. Πριν φύγουμε απ’ τον Πειραιά, λέει: «Δέστε καλά τις βάρκες, μποτσάρτε καλά τις βάρκες, γιατί μόλις πιάσουμε τις Φλέβες, θα ’χουμε τέτοια κακοκαιρία, που δε θα βγείτε να πάρετε τίποτα. Πάρτε τρόφιμα, σακάκια, γιατί θα κάνει και κρύο». Παιδιά, κόμπο το ’δεσε; Τι ήταν να… Με το που πιάνουμε τις Φλέβες στη Βουλιαγμένη… Πάμε Σύρο, Σάμο, Χίο… δε νομίζω να πιάσαμε όλο… Τα χαράματα μας ρίχνει το καράβι στο λιμάνι της Χίου. Μας ρίχνει στη θάλασσα, κάπου η βάρκα η δική μας είχε ψιλοχτυπήσει, την τραβήξαμε έξω με τα χέρια, την μπαλώσαμε. Και ψαρεύαν με τα γυαλιά. Το μαύρο. Έμπαινε μέσα όλη την ημέρα αυτός ο άνθρωπος, ρε παιδιά, στημένος εδώ, το στήθος του και η κοιλιά του στη βάρκα, μέσα έτσι και ψάρευε κι έβλεπε ψάρια, χταπόδια… Βγήκαμε, λέει: «Παιδιά, το ταξίδι δεν πάει καλά, το ’χουμε χαμένο». Πω ρε τι… «Γιατί, ρε πατέρα;» Είχανε μία τράγα, ένα γερανό και καθαρίζαν το λιμάνι της…  

S.V.:

[00:10:00]Χίου. 

Τ.Κ.:

Της Χίου. Και τα αδειάζανε εκεί που ήταν ο τόπος για τα σφουγγάρια. Δε βλέπαμε. Μια, δυο, τρεις μέρες, πέντε, δεν πηγαίναμε καλά. Λέει: «Είναι νωρίς να σκεφτούμε για επιστροφή, αλλά δεν έχουμε ταξίδι». Οι άλλοι δυο καπεταναίοι, κι αυτοί, οι ένας μας αρρώστησε. Εν πάση περιπτώσει, φτάσαμε στις Οινούσες μετά από καμιά δεκαριά μέρες ψαρέματα… ψαρέματος στη Χίο. Πιάσαμε στις Οινούσες, κάνουμε μια ψαριά σφουγγάρια, ένα τεράστιο τέτοιο. Λέει: «Όσα χρόνια έχω γυρίσει στα νησιά –γιατί είχε ψαρέψει Χίο-Μυτιλήνη ο πατέρας μου– δεν το ’χω δει» λέει «αυτό το σφουγγάρι». Μην τα πολυλογούμε, βγήκανε έξω… Τους αγαπάνε, τους αγαπάγανε πολύ τους δικούς μας, όπου πηγαίναμε: «Είσαι γιος του καπτάν Ανάργυρου; Πού είναι ο πατέρας;» Ε, τέλος πάντων, σηκωθήκανε… Α, πήγαν το βράδυ, τα κοπανήσανε. Που ο συγχωρεμένος δεν έπινε, ένα ποτήρι κρασί κι ένα ούζο μια φορά το χρόνο. Η καντάδα τότε ήτανε στη φούρια, κι εμείς την προλάβαμε, έκανε καντάδες. Κι είχανε κάτι φωνές καλές στις τρεις βάρκες και πάνε και κάνανε στις Οινούσες καντάδες. Και βγαίναν απ’ τα σπίτια των εφοπλιστών και τους ανεβάζαν πάνω και κερνάγανε. «Και οι Ερμιονίτες» και έτσι… Και μας έρχονται την ώρα που σκάει ο ήλιος, Σταύρο. Είχαμε ξυπνήσει και περιμέναμε. Και ρίξανε τα γυαλιά εκεί κάτω, σκυλί το δικό μας, και ψαρεύαν για σφουγγάρια.  Ο χώρος όμως στις Οινούσες τελείωσε την άλλη μέρα. Τι κάνουμε; Πάμε για Μυτιλήνη. Ο ένας από τους τρεις καπεταναίους δεν ήταν ντεσπεράδος, ήταν λίγο δειλός. Τούτος εδώ δεν έπαιρνε χαμπάρι, γιατί είχε στοιχεία. Ακούστε, ρε παιδιά, τι του είπε αυτουνού που φοβότανε. Είχε ένα μαΐστρο, έτσι γύρω στα 4 με 5 μποφόρ. Ο μαΐστρος είναι του δροσιού και είναι και κανονική φουρτούνα. Που δύσκολα στα μέρη τα δικά μας φουρτούνα. Ενώ στο Ιόνιο είναι φουρτούνα. «Κάντε τα λατίνια» λέει. Πετάγεται ο άλλος, του λέει: «Ρε Αργύρη, δεν το βλέπεις τον καιρό;» του λέει. «Άντε ρε» του λέει «αποκεί χάμου, θα μου πεις εμένα δε βλέπω τον καιρό. Του δροσιού είναι ρε, σε μια ώρα, ακριβώς σε μια ώρα» του λέει «θα μείνει ο καιρός και θα μας πέσουν τα πανιά κάτω». Και τα μηχανάκια δουλεύανε. Βόλτα-βόλτα ο άλλος που φοβότανε, του λέει: «Ρε Αργύρη, τα παιδιά σου, έχεις τρία παιδιά μέσα ρε» του λέει. Γιατί είχαμε και τον πιο μεγάλο. Και το δίδυμο μαζί. «Δεν τα λυπάσαι;» «Όχι, ρε» του λέει. «Σε μια ώρα θα το δεις» του λέει. Και μπαίνουμε, τι ήμαστε εμείς; Τόσοι, δεκατεσσάρων τότε, ένα κόκαλο ήμασταν. Μπαίνουμε κάτω από τη… από τον πάγκο και βγάζουμε το κουτάκι με το ρολόι, το ξυπνητήρι, και το κοιτάμε και βάζουμε ώρα. Παιδιά, στην ώρα ακριβώς πέσαν κάτω τα πανιά απ’ την άπνοια. 

S.V.:

Ναι, ε; 

Τ.Κ.:

Τώρα; Αυτό το περιστατικό, ειδικά αυτό το περιστατικό θέλω να το προσέξετε πολύ. Τι κάνουμε; Τα μηχανάκια. Πού να τη δούμε τη Μυτιλήνη; Δεν υπήρχαν ούτε GPS ούτε τίποτα. Είχε μείνει το λίγο κυματάκι, πολύ λίγο, του μαΐστρου και τον είχαμε αριστερά στη μάσκα. Μέχρι που να πέσει θα τη βλέπαμε τη Μυτιλήνη. Εγώ, επειδή το μάτι μου έκοβε, μ’ έβαζε μπροστά, για να δούμε απ’ την ομίχλη, μια κορυφή, κάποιο σημάδι. Εν πάση περιπτώσει, πάω μπροστά, μετά… Στην ώρα ακριβώς τα λατίνια πέσαν κάτω. Άπνοια. Μετά από λίγο «πατέρα, μια κορφή» του λέω «η Μυτιλήνη». Ήξερα, αφού είχαμε βοριά μπροστά, δεν είχαμε ούτε πυξίδες, τίποτα. Πάμε για Μυτιλήνη. Πάμε στη Μυτιλήνη, άπνοια. Ρίχνει το γυαλί, παιδιά… Ρίχνει το γυαλί και βρίσκει ένα ροφό. Τα ψάρια όταν πας για σφουγγάρια είναι χρυσάφι. Γιατί δεν έχεις είσπραξη το βράδυ με τα σφουγγάρια. Περιμένεις να κάνεις το κάργο, που λέμε… 

S.V.:

Για να… μετά να… 

Τ.Κ.:

Να έρθει ο έμπορας να τα απλώσει, να τα σακιάσει, να τα κανονίσει και να πάρεις χρήματα. «Ωω» λέει «βγάλτε το σφυριδόδιχτο, είδα ένα ροφό να το… μήπως τον πιάσουμε». Τον κυκλώσανε. Παιδιά, είχαμε ένα τσαμαδουράκι όσο είναι το κόκκινο, ακριβώς. Πολύ ανοιχτά απ’ τη στεριά τώρα, έτσι; «Πάμε» λέει «για σφουγγάρια», η θάλασσα ακόμα λάδι. «Πάμε για σφουγγάρια» λέει «κι αν έχουμε την τύχη και πιαστεί – έναν κύκλο όσο είμαστε εμείς του ’κανε, αυτός στριμώχτηκε… Κει που ψαρεύαμε κάνει έναν πουνέντη, ένα δυτικό καιρό… Τώρα; Πού να το βρεις αυτό το πράγμα; Πού να το βρεις; Το βρήκαμε όμως. Το βρήκαμε και για να πάμε στο σφυριδόδιχτο από κει που ήμαστε, εμείς το λέμε «μας πλακώσαν οι θάλασσες». Κάνει η θάλασσα αυτό και σου ’ρχεται μέσα. Ένα βαρκάκι 4,80, τέσσερα άτομα, πράγματα πολλά, βάρη… Τι είχαμε, Σταύρο; Έναν κουβά, ή πετρέλαιο ή λάδι φαγητού, ανάλογα τι μας περίσσευε, τι είχαμε πιο πολύ βέβαια, και είχαμε ένα σκοινάκι μ’ ένα σφουγγάρι, εκεί στον κουβά μέσα, πες ότι το τσιμπιδάκι είναι στουπί, δεμένο με το σκοινί, εκεί. Ο μεγάλος ο αδερφός στο τιμόνι, ο πατέρας με το πόδι το γκάζι, ο μικρό… ο δίδυμος μπροστά κι εγώ εκεί. Με το που βλέπαμε το κύμα κι ερχόταν έτσι και ζύγωνε από δω και στο βαρέλι έξω, «Ρίχ’ το!» φώναζε ο πατέρας. Έβλεπα κι εγώ τι γίνεται, με το που μου ’λεγε έτσι, παπ! Κι έβλεπες αυτό το πράγμα –αυτό είναι κύμα τώρα, ε;– κι έκανε αυτό. 

S.V.:

Έπεφτε. 

Τ.Κ.:

Βέβαια. Γι’ αυτό λένε «λαδιά». Το λάδι και το πετρέλαιο σπάει το κύμα. Έτσι το λέμε εμείς. Έσπασε το κύμα. Εν πάση περιπτώσει, πήγαμε, βρήκαμε το μπαλάκι, πιάσαμε το ροφό, χαρά, πάμε στην Καλλονή. Πάμε στην Καλλονή, δε φέγγαν τα νερά να ψαρέψουμε για σφουγγάρια μες στον κόλπο. Βρήκαμε κάτι ψαράδες. «Παιδιά» λέει «απαγορεύεται. Έχουμε κάνει νόμο» λέει «απαγορεύεται». «Ρε παιδιά, δε βλέπουμε κάτω, δεν…» Ψαρέψαμε μια μέρα, τίποτα. Την άλλη… Και ξαναγυρίζουμε στη Χίο. Και τον θυμόμαστε που έλεγε: «Δεν έχουμε ταξίδι φέτος». Η Χίο έχει ένα εργοστάσιο κεραμοποιίας. Το οποίο τον ξέρανε, τον ξέραν και τον αγαπούσαν όλοι στα νησιά. Μου λέει: «Πήγαινε εσύ ρε, που δεν ντρέπεσαι…» – 14 χρονών παιδιά τώρα εμείς, μην κοιτάς τώρα ο δεκατεσσάρης που σου μιλάει για γκόμενα κι έχει το κινητό και ξέρει ότι στην Ιρλανδία γίνονται αυτά τα πράματα. Τρώγαμε και δε μας αφήναν εμάς να φάμε. «Πηγαίνετε εκεί να φάτε εσείς ρε και μη μιλάτε όταν μιλάμε εμείς». Σε τέτοιο στιλ ζούσαμε. 

S.V.:

Ναι. 

Τ.Κ.:

Καλό μάς βγήκε, εντάξει, φχαριστηθήκαν, την καλλιεργήσαμε εμείς τη ζωή έντονα. «Πήγαινε ρε» μου λέει «που δεν ντρέπεσαι και ζήτα τον κύριο τάδε» δε θυμάμαι το επίθετο. «Και πες του: “Είμαι ο γιος του καπτάν Ανάργυρου”». «Ο γιος του καπτάν Ανάργυρου;» μου λέει αυτός, πήγα. Φωνάζει μια κοπέλα και μας φέρνει μια σακούλα, ρε παιδιά, καραμέλες γεμιστές, ΝΑΣΚΟ, τότε τη ΝΑΣΚΟ την έτρωγε ο γιος του εφοπλιστή, πού τα ξέραμε εμείς αυτά τα πράματα; Πω, ρε… «Κάτσε, παλικάρι μου». Του λέω: «Μου ’πε ο πατέρας, αν έχει δρομολόγιο το καΐκι, να μας φορτώσει τρεις βάρκες να μας δείξει το Κάβο Ντόρο». Μου λέει: «Πήγαινε πες του χαιρετίσματα και σε καμιά ώρα έλα να σου πω, να μιλήσω με τον καπετάνιο». Γύρισα σε μια ώρα, μου λέει: «Πες του πατέρα, ο καπετάνιος είναι φορτωμένος, έχει φορτίο μεγάλο, δεν μπορεί να σας βάλει μέσα. Αλλά ευχαρίστως να σας ρυμουλκήσουμε». Καταρχήν, άμα είχαμε νύχτα ή χαράματα ταξίδι, δεν κοιμόμαστε. «Καθίστε εκεί, σταντ μπάι». Με το δίκιο του. Ό,τι να τύχαινε… να κοιμηθεί. Και μας ρίχνει στο Κάβο Ντόρο. Και πάμε Άνδρο με τα μηχανάκια. Ρίχνουν τα γυαλιά να ψαρέψουνε, τίποτα σφουγγάρια. Την ίδια ημέρα πάμε στο Κούντρο στη Τζια, στην Κέα. Αυτοί ξέραν τα σημάδια και λέγανε: «Στην Κοιλάδα θα ψαρέψουμε αυτό το κομμάτι». Στην Τζια κι αυτό… Δε βρίσκουμε. Και πάμε κάτω από τη… απ’ το Κούντρο… όχι, στο Κούντρο μείναμε 6 μέρες αραγμένοι. Δεν μπορούσαμε ούτε να πάμε στη Χώρα, δεν υπήρχαν δρόμοι τότε και λιμάνια. Και συναντήσαμε κάτι Σπετσιώτες που περιμέναν την ψαροπούλα και μας φέραν ψωμί. 6 μέρες νηστικοί. Πεταλίδες… Τέλος πάντων, ψαρεύουμε το πίσω σημείο, το νότιο σημείο της Τζια, τα ίδια. Και φεύγουμε και πάμε στη Σέριφο. Το ίδιο πράμα, 13 μέρες αραγμένοι από μελτέμι. Εν [00:20:00]πάση περιπτώσει, βρέθηκε ένα καΐκι μεγάλο από δω, που είχε κάνει δρομολόγιο, έμεινε ο καιρός, αλλά να ’μαστε σίγουροι, τις βάλαμε στο καΐκι με το βίντζι τότε και μας έριξε στο Σούνιο. Απ’ το Σούνιο είχαμε το ίδιο, την ίδια γεύση πάλι, ήρθαμε Ερμιόνη και γυρίσαμε και πήγαμε μετά Στύρα, Κάρυστο και Μαραθώνα, στη Σχοινιά. 

S.V.:

Μάλιστα.  

Τ.Κ.:

Αυτά είναι από τα πρώτα ταξίδια. 

S.V.:

Από… το πρώτο σου μεγάλο ταξίδι ήταν αυτό. 

Τ.Κ.:

Ναι. Από τα πρώτα ταξίδια. 

S.V.:

Και έτσι μπήκες στη θάλασσα κι εσύ σιγά σιγά, έγινες ψαράς. 

Τ.Κ.:

Δε μου το βγάζεις ακόμα να φύγω. Δε μου το βγάζεις. Αφού τώρα σε πολλούς φίλους, γιατί έχω πολλές γνωριμίες και με… Όχι ότι τους εκτιμώ παραπάνω απ’ τον Σταύρο κι απ’ τον Σπύρο, έτσι; Εγώ τον κόσμο τον έχω έτσι, εκεί. 

S.V.:

Για μίλα μας λίγο για τη θάλασσα εκείνα τα χρόνια, πώς ήταν η θάλασσα και τα ψάρια; 

Τ.Κ.:

Πιάσαμε, από δω 2,5 μίλια πιο μέσα, πώς να σας πω –Κοσταπέλλα η περιοχή… όχι Κοσταπέλλα, Μπουρλότο, εκεί που η Μπουμπουλίνα έκαψε τον Πασά– 2.211 κιλά μένουλα. Σε μιάμιση μέρα. Τα στριμώξαμε τα ψάρια, τα πήγαμε έξω, ρίχναμε ένα δίχτυ, δεν μπορούσαμε να βάλουμε χέρι να το πιάσουμε, πέφταμε 10 άτομα, 4 βάρκες, ξεψαρίζαμε, μία έφερνε ψάρια… Δεν έβλεπες το βυθό από τα ψάρια τότε, τα αφρόψαρα. Μένουλα, γόπα, σαφρίδι, κολιός, κοκκάλια, αθερίνα, παπαλίνα, σουβλί, όλα αυτά τα αφρόψαρα, ειδικά την ώρα που έγερνε ο ήλιος κι έκανες έτσι αν ήσουνα φουνταρισμένος, δεν έβλεπες βυθό κάτω.

S.V.:

Τόσο πολύ ψάρι είχε, ε; 

Τ.Κ.:

Ε, βέβαια. Και τι γινόταν τώρα; Σαρδέλα, φρίσσα. Η τροφή, η τροφή όλων των ψαριών. Του αστακού, της σφυρίδας, της συνα… όλων των ψαριών γενικά. Την οποίαν αυτή τη στιγμή τα καταστρέψαμε με τις μεγάλες λάμπες, με τις ανεμότρατες και με την… πώς να την χαρακτηρίσω; Ασυδοσία της πολιτείας μας. Γιατί, όσο είχαμε τους συλλόγους, κάπου κινιόμαστε λίγο. Μα, μας καταργήσαν τώρα τους συλλόγους, δεν τρέχει τίποτα. 

S.V.:

Εσύ μες στα χρόνια αυτή την αλλαγή πώς την έβλεπες; Πώς έγινε αυτό στα… στη διάρκεια…  

Τ.Κ.:

Κοίταξε, αυτό μου έκανε στα 27 να πάρω μια βαλίτσα με ρούχα και να πα’ να μάθω υδραυλικά. Και σώθηκα. Όμως δεν την παράτησα καθόλου. Δηλαδή έχω εργαλεία από τότε ακόμα, θα σας δείξω μέσα. Κι έχω και μια άλλη αποθήκη ακόμα. Και τα εργαλεία έφτιαχνα και πήγαινα για ψάρεμα, αλλά δεν έμενε μεροκάματο, Σταύρο. Δεν έμενε. Μπορεί να έπαιρνες… σημερινά λεπτά, τι να σου πω τώρα; 5.000 ευρώ. 

S.V.:

Σε ένα ψάρεμα, μεροκάματο; 

Τ.Κ.:

Βάλ’ το στη βδομάδα, δε σου μένανε; Δε σου μένανε; Δηλαδή όταν πιάναμε 1.200 δραχμές, ήταν μεροκάματο. Γιατί ο αστακός είχε 48 δραχμές. Τώρα έχει 50 ευρώ. Πού ’ν’ τος; Ασυδοσία. Έπεσε και σε χέρια, όπως τότε και ο συγχωρεμένος, σε χέρια άσχετα, που δεν την αγαπήσαν τη θάλασσα, γιατί δεν είχαν το γονίδιο που έχουμε εμείς ή οι υπόλοιποι ψαράδες. Βγήκαν άνθρωποι άσχετοι, πήραν μια βάρκα, «α, δίχτυα». Σηκώνει 10 δίχτυα και βρίσκει τα 8 απάνω και δεν του καίγεται καρφάκι. Εμείς, δεν γινόταν ποτέ, γιατί είχαμε τον τρόπο να το ξεκολλήσουμε. Ε, μετά… (συγγνώμη) έπεσε σφόδρα η ερασιτεχνία, που, αν θα ξεκινήσουμε από τα 2 μέτρα μέχρι τα 50, έχει το πάνω χέρι η ερασιτεχνία. Και εκτός αυτού, δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε κι εμείς. Δε μας αφήνουν. Λες: «Ρε, φίλε, δε βλέπεις την τσαμαδούρα;» «Άντε ρε, φύγε από δω». «Ρε φίλε μου, έχω έρθει για το μεροκάματο». Έχει πάει ο άλλος απ’ το καλάμι και περνάς δίπλα του και του λες: «Παλικάρι, καλημέρα, θα ρίξω δίχτυα». «Άι γαμήσου» λέει. «Πήγαινε αλλού». Που εγώ δικαιούμαι 100%, έτσι δεν είναι; Λοιπόν, ξέρεις τι πληρώνουμε, τι τραβάμε τώρα; Και μια και μείναμε στα ρηχά…

S.V.:

Έγινε αυτό με τους ερασιτέχνες. Τι άλλο έφταιξε και άλλαξε η θάλασσα; 

Τ.Κ.:

Όλα τα συρόμενα, τα οποία, αν και αυτή τη στιγμή τους έχουνε βάλει VMS εργαλεία, τα οποία τα ελέγχει ο θάλαμος επιχειρήσεων του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, φαινομενικά, γιατί αν τα έλεγχε, τα σκάφη που δουλεύουν εδώ παράνομα και παντού, Σαρωνικό και παντού που δουλεύουν παράνομα… κάθε μέρα είναι παράνομα. Δεν έχω μάθει να πέσει μία μήνυση, ένα πρωτόκολλο, ένα πρόστιμο. Να πουν: «Αυτός». Και παίρνει ένας ψαράς και λέει: «Ρε παιδιά, αυτή τη στιγμή μεταξύ Ύδρας και Μετόχι ή και Ερμιόνης τραβάει ανεμότρατα παράνομα». «Ποιος είσαι; Και ποιο σκάφος είναι; Και είσαι σίγουρος; Και κάνει;» Τι μου λες τώρα; Πάρ’ το θάλαμο επιχειρήσεων, πες: «Παιδιά, πού είναι το τάδε σκάφος;» ή «Ποιο σκάφος τραβάει ενδιάμεσα Ερμιόνη με Ύδρα; Που είναι άκρως παράνομο;» Ε, αυτά τώρα, εφόσον δεν λειτουργεί ο νόμος, αλλά αντίθετα ευνοούν τη ζημιά, φέραν τη θάλασσα σε μια κατάσταση τέλους.  

S.V.:

Ναι, ότι είναι τέλος πιστεύεις; 

Τ.Κ.:

Δεν υπάρχει σωτηρία. Μόνο αν αύριο το πρωί βγει και πει… Γιατί εγώ μιλάω με στοιχεία, έτσι; Έχω την αρρώστια της θάλασσας κι έχω στοιχεία. Κι έχω μιλήσει… θα σας φτάσω και με τα υπουργεία. …Και πει αύριο το πρωί, όπως στην Κύπρο, οι οποίοι Κύπριοι είναι πολύ προχωρημένοι από μας, σε πολλές περιπτώσεις και εκτός απ’ της θάλασσας, που τα ’χω τσεκάρει, είναι πάρα πολύ προχωρημένοι, ναι: «Δε θα πιάσετε ούτε ένα γραμμάριο ψάρι. Τι είσαι, Σταύρο; Έχεις σκάφος, ε;» «Ναι. Πληρώνει». «Καλά κάνεις. Τετάρτη απόγευμα συρτή αφρού μόνο και Σαββατοκύριακο το ίδιο. Ή καθετή». Πάει ο άλλος τώρα με το ταχύπλοο, που δεν μπορώ εγώ να πάω ή ο Μανώλης, γι’ αυτό το πούλησε κι ο Μανώλης το σκάφος, πατάει μια γκαζιά και πάει στη Φαλκονέρα. Τον πιάνει κακοκαιρία κι έρχεται σε μισή ώρα στο Σταυρονήσι και ρίχνει εκεί, πιάνει 5 ψάρια. Και τα ανεβάζουνε στο ίντερνετ, 5 ψάρια παράνομα, δεν το είδε ένας από μια υπηρεσία; Τι κάνουν εκεί απάνω; Έχουμε αυτή τη στιγμή στο ίντερνετ ανεβασμένο ταχύπλοο με τρεις δύτες, που έχουνε γεμίσει ένα μεγάλο φουσκωτό μαγιάτικα. Το μανάλι μετά τα 4-5 κιλά λέγεται μαγιάτικο. Ούτε το μανάλι το χτυπάς με το ψαροντούφεκο ούτε το μαγιάτικο. Μπορεί κάνα μανάλι που είναι μικρό, να σού ’ρθει βόλτα, ναι. Γεμάτο ένα φουσκωτό 9 μέτρα. Αυτά χτυπιόνται με δυναμίτες 1000%, τα οποία βουτάνε, βουλιάζουνε γιατί είναι βαριά ψάρια, και βουτήξανε να τα πάρουν, τα σηκώσανε και τα είχαν αναρτήσει στο ίντερνετ. Δεν υπάρχει υπηρεσία γι’ αυτά τα πράματα; Δεν τα βλέπει; Και να πάρω εγώ τηλέφωνο, να πω: «Ρε παιδιά, για δέστε αυτούς τους ανθρώπους». Αγρόν αγόρασαν. Και να σ’ το πω και λίγο περιληπτικά. Αυτή τη στιγμή είναι το λιγότερο ένα εκατομμύριο ερασιτέχνες. Από τη γριούλα ή το γέρο που ψαρεύει με το καλάμι και βγάζει 2 κιλά καλογρίτσες, το καλύτερο δόλωμα για όλα τα ψάρια και το πετάει έξω να μην ξαναπάει το ψαράκι και του χαλάσει το δόλωμα, μέχρι τον ερασιτέχνη που ρίχνει ένα παραγάδι 1.200 αγκίστρια, από 150 που του ’χει δώσει ο νόμος, κι από τα 1.200 σηκώνει τα 200 κι αφήνει τα 1.000 κάτω. Πήγαινε μετά, στη βδομάδα που περνάει, να βγάλεις μεροκάματο εσύ.  

S.V.:

Κατάλαβα.  

Τ.Κ.:

Τρως μια κούφια. Συναντάω στο Αγκίστρι έναν μεγαλογιατρό, ο δεύτερος γιατρός του συγχωρεμένου του Αντρέα του Παπανδρέου. Δε θυμάμαι το επίθετό του, έχει στην Κοιλάδα σπίτι. Κάπου πέσαμε δίπλα, μια μύτη εκεί απάνω, τι έγινε; Λέει: «Να δέσουμε…» «Ποιος σου ’πε να μη δέσεις; Να βγω έξω, ευχαρίστως, όποιος και να ’σαι, δε με νοιάζει» του λέω «και ψαράς και οτιδήποτε να είσαι». Ένα κότερο μεγάλο. Λέει: «Να κάνεις πιο κει». «Όχι, γιατί να κάνω πιο κει; Αφού έχεις τόσο χώρο». Αυτός δεν ήξερε να αράξει, εν πάση περιπτώσει, βγήκα μαζί με άλλα δύο άτομα, τον τακτοποιήσαμε. Μου λέει: «Έλα απάνω» μου λέει «να πιούμε ένα ουζάκι». Πήγα απάνω. «Τι δούλευες;» μου λέει. «Ένα παραγάδι, έχω φέρει και την κυρά να κάνουμε λίγο… να ξεκουραστούμε λίγο». «Α, κι εγώ έχω πάρει» μου λέει «1.200 δολώματα κομμένο σκουλήκι». «Τι είπες, ρε άνθρωπε;» του λέω. Εγώ δεν τον βαστάω τον πεθαμένο στην πλάτη. «Τι είπες;» του λέω. «1.200; Εγώ δουλεύω 600-800, που ’μαι της δουλειάς, και όχι σκουλήκι, για όνομα της Παναγίας!» Ε, και τι μου λέει; «Από τα 1.200… Θα το ρίξουμε εκεί» λέει «με τον… τάδε» – ήτανε εκεί ένας γνωστός, τον είχα γνωρίσει, ναι. «Στα βράχια απάνω θα ρίξεις» του λέω «1.200 αγκίστρια;» «Ε, ναι» λέει «δε θα πάρουμε τα 400 πάνω; Όσα πάρουμε μας φτάνει». Πάει ο ψαράς μετά, τρώει μια κούφια, τρώει δεύτερη, σαπίζει το παραγάδι, ξαναπάς, θα βρεις και το παραγάδι σου κάτω. Πώς θα βγουν όλα αυτά που μας φορτώσανε, μέχρι και τέλη κυκλοφορίας; Βέβαια, εγώ γι’ αυτό ντρέπομαι, έτσι; Γιατί αν είχα ίντερνετ, θα τους τα ’χα στείλει απάνω. Θα τους τα ’χα στείλει. 

S.V.:

Να ρωτήσω, απ’ τους επαγγελματίες η ασυδοσία φταίει; Έχουνε [00:30:00]κάποιοι επαγγελματίες ασυδοσία; 

Τ.Κ.:

Αυτά είναι οι έχθρες των ερασιτεχνών προς τους επαγγελματίες. Είμαστε στην παράκτια αυτή τη στιγμή. 

S.V.:

Ναι.  

Τ.Κ.:

Έτσι; 

S.V.:

Οι επαγγελματίες εννοώ, έχουν κάποια ευθύνη αυτοί; 

Τ.Κ.:

Το δίχτυ το ρίχνεις και πάει και πιάνεται το ψάρι μόνο του, ο ψαράς ο επαγγελματίας. Ο ερασιτέχνης πιάνει το καλαμάρι ζωντανό ή τη σουπιά, πατάει το εργαλείο, βλέπει τα ψάρια και πάει και του το βάζει στο στόμα. Κυριολεκτώ δηλαδή, του το ρίχνει στο στόμα. Πεινάει δεν πεινάει το φαγκρί, θα το πιάσει. Κι αποδείχτηκε τώρα ότι τα παραγαδιάρικα που πηγαίνανε πέλαγος δεν πιάνουν ψάρια. Απ’ την άλλη, έχουμε και τη μόλυνση, δεν υπάρχει πλαγκτόν. 

S.V.:

Για μίλα μας γι’ αυτό, τι έχεις δει εκεί; 

Τ.Κ.:

Για το πλαγκτόν;  

S.V.:

Και για τη μόλυνση της θάλασσας, τι έχεις δει. Πες μας κάποια παραδείγματα. 

Τ.Κ.:

Να σου τελειώσω λίγο με το ένα εκατομμύριο; 

S.V.:

Ναι. Τους ερασιτέχνες. 

Τ.Κ.:

Λοιπόν, από το γεράκο που θα τραβήξει… όχι να μην πάει ο άνθρωπος να τραβήξει καλάμι, μέχρι το φουσκωτό που ρίχνει τα δυναμίτια ή που πάει με το ζωντανό καλαμάρι, γιατί πήγανε πριν κάνα χρόνο να το απαγορέψουνε, αλλά δεν έχουνε κότσια και τα βάζουνε μ’ εμάς τους συνταξιούχους. Που εμείς κρατάμε την παράκτια αλιεία και λέμε και πέντε ορμήνιες στους καινούριους, που δεν ξέρουν τα ίδια μ’ εμάς. Του λέει… ναι… Ένα εκατομμύριο… το λιγότερο είναι ένα εκατομμύριο ερασιτέχνες. Πόσο θέλεις, ρε Σταύρο, να σου βάλω το μίνιμου το μήνα κάθε ερασιτέχνης; Πες μου εσύ. 

S.V.:

Το ότι βγάζει, πόσα δηλαδή, ε; 

Τ.Κ.:

Ναι. 

S.V.:

Κάτι βγάζει το καθένα. 

Τ.Κ.:

Πες μου πόσο. Μίλαγα με τον αδερφό μου, είναι μηχανολόγος χρόνια στην Intracom, αλλά έχει περάσει κι απ’ τη βάρκα και ξέρει. Του λέω: «Πόσο λες, ρε Λάκη;» Μου λέει: «10 κιλά». «Όχι, ρε» του λέω. Θα σου πω την ξεφτίλα, όχι το μίνιμου. 3 κιλά. Τρία εκατομμύρια κιλά το μήνα βγάζουν οι ερασιτέχνες. Από το καλάμι, που χαλάει το δόλωμα, μέχρι το φουσκωτό, που πάει και ρίχνει τους δυναμίτες ή ψαρεύει ζόγκα ή οτιδήποτε άλλο ψαρεύει.  

S.V.:

Ναι. 

Τ.Κ.:

Κι έρχεται ένας φίλος μου το καλοκαίρι, έχει πάρει ένα σκάφος, ο αρχικαπετάνιος, κληρούχας μου. «Α» μου λέει «θα πάω… Μου δείξανε στο γραφείο εκεί, στο μαγαζί, αυτόματη συρτή» λέει «θα χτυπάει σφυρίδα». «Ναι» του λέω «θα σου ’ρχεται μέσα». Πάει τραβάει συρτή, αφήνει τη σύρτη κάτω, δεν του καίγεται καρφάκι. Άντε να σηκώσεις παραγάδι εσύ μετά. Δεν ξέρουμε πού να φυλαχτούμε. Δηλαδή επροχθές… οι πιο νέοι που είναι εδώ είναι δυο πολύ φίλοι μου, νεαρά παιδιά, σαραντάρηδες, αδέρφια, μ’ ένα δεκάμετρο. Γιοι ψαρά, κι αυτοί με γονίδιο, και μάλιστα ο μεγάλος είναι και στα ίντερνετ και στην παράδοση του πατέρα, παρακολουθεί τα πάντα. Απελπισμένοι. Έχουνε ρίξει δίχτυα. Όχι 10 δίχτυα και 5 και 7 που ρίχνω από μόνος μου. 40 δίχτυα. 

S.V.:

Και; 

Τ.Κ.:

Έχει πάει ένας με κιούρτα, είχε ρίξει από πάνω, που ο κιούρτος είναι η μεγαλύτερη παγίδα, γιατί όπως προείπαμε, το ψάρι ζυγώνει στο δίχτυ και γυρίζει πίσω ή, άμα είναι τρελό ή το κυνηγάει, πάει και πιάνεται. Ενώ ο άλλος που του βάζει τη ζόγκα στο στόμα, το πιάνει και δε φεύγει. Πού να σηκώσει τα δίχτυα τώρα; Αν θα δεις τη δουλειά που κάνανε όλο το χειμώνα στο εργαστήρι, γιατί πήγαινα τακτικά από κει ή ερχόντουσαν από δω, ότι μέσα σε 2 ώρες πήγε άχρηστη, θα πεις: «Χαζοί είσαστε και δουλεύετε τη θάλασσα;» Και μου λέει ο μεγάλος τώρα, 43, 40 χρονών: «Ρε πες μου τι να κάνω, εσύ που είσαι» μου λέει «και πιο έξω». Γιατί τα συζητάμε. «Εμπόριο» του λέω «δεν έχεις να κάνεις». «Τι να κάνω;» μου λέει. «Θα το κάνω αλιευτικό τουριστικό και αν». Στην Ερμιόνη δεν έχει τουρισμό. Τι θα κάνουν αυτά τα παιδιά; Πώς θα κάνουν οικογένειες; Κι από την άλλη, έχει πάει ένα παραγάδι σε μια άλλη περίπτωση και σηκώνει, σηκώνει, σηκώνει. Και του φωνάζουνε: «Βρε άνθρωπέ μου!» «Τι θέλετε, ρε μαλάκες;» η απάντηση. Άντε τώρα να ’χεις κάνει ζημιά, να ’χεις πιάσει ψάρια, να ’σαι νευριασμένος, να μην έχεις λογική και να πα’ να του τραβήξεις μία με το κοράκι να τονε βουλιάξεις. Και να πας φυλακή. Γιατί όλα παίζουνε. Μην κοιτάς εμείς που μεγαλώσαμε και κάπου έχουμε μαλακώσει.  

S.V.:

Μάλιστα. 

Τ.Κ.:

Έρχεται ο άλλος με το καλάμι και μου λέει: «Γιατί ρίχνεις, ρε, δίχτυα εδώ;» Λέω: «Γιατί, ρε φίλε, απαγορεύεται;» «Να πας 200 μέτρα μακριά» μου λέει «έτσι λέει ο νόμος». «Φέρ’ το λιμεναρχείο» του λέω. Λέει: «Το λιμεναρχείο…» λέει «να δούμε το ίντερνετ» λέει «δεν ξέρουμε πόσο ακριβώς είναι». 

S.V.:

Κατάλαβα. 

Τ.Κ.:

Οπότε, όταν πιάνουνε, Σταύρο, τρία εκατομμύρια κιλά οι ερασιτέχνες το μήνα, σημαίνει, τρεις δώδεκα, 36 εκατομμύρια κιλά. Να φύγουμε και να βγούμε λίγο πιο βαθιά. Πάμε στη ζόγκα, στη συρτή βυθού κι αυτά, όπως σας προείπα, δεν έχουν την αίσθηση. Ενώ αυτός ο άνθρωπος εκεί ήξερε το βυθό ανά πιθαμή. Κι έχω να σας πω και για σφουγγάρια πολλά, που πρέπει να… Έχουμε μια πατριώτισσα εδώ, απ’ τους Φούρνους, είναι διευθύντρια στο Αλιείας, στη Συγγρού, κι έχουμε πει να βρεθούμε, γιατί μου λέει ότι το συρόμενο αναζωογονεί την ποσειδωνία. «Ρε, τρελή είσαι, ρε;» της λέω. «Τον Οκτώβρη δεν υπάρχει ποσειδωνία, είναι ο βυθός σκέτος. Και μετά αναπτύσσεται όπως τα φυτά και κάνει και κάποιο πράμα σημάδι, που εσείς δε θέλετε να το δεχτείτε, δε…» Εμείς βλέπαμε το σημάδι στην Κάρυστο και βάζαμε το καμάκι μέσα και βρίσκαμε ή τη ρουκούτα ή το σφουγγάρι. Δεν… 

S.V.:

Για μίλα μας για τη μόλυνση λίγο που είπες.  

Τ.Κ.:

Η μόλυνση… Ναι, να την αφήσουμε λίγο τελευταία; Ε; Κάτι άλλο ήθελα να σου πω, αλλά… 

S.V.:

Για τους ερασιτέχνες… 

Τ.Κ.:

Εν πάση περιπτώσει, το θέμα είναι ότι δεν βγαίνει μεροκάματο.  

S.V.:

Δε βγαίνει μεροκάματο. 

Τ.Κ.:

Όχι. 

S.V.:

Αξίζει σήμερα κάποιος να γίνει ψαράς; 

Τ.Κ.:

Ούτε για αστεία. Δηλαδή εγώ, παρόλο που ’μαι αντινεοδημοκρατικός φωτιά, επικροτώ τις κινήσεις που έκανε ο Κουλάκος. Μας βοήθησε. Επήραμε κάτι… κορονοϊού, δε μας έχουν έρθει ακόμα, αλλά κάτι οχτακοσάρια, κάτι επιστρεπτέα που δεν μας τα ’χουνε ζητήσει και κρατηθήκαμε. Δηλαδή εγώ. Δε θα αλλάξω μόνο λάδια στη μηχανή, ακόμα και επισκευή μες στη μηχανή. Και θα λύσω και το τούρμπο και το ιντερκούλερ και ό,τι χρειαστεί και το βίντζι το υδραυλικό και το τιμόνι και θα ξύσω μόνος και θα κάνω… Ο άλλος που δεν μπορεί τι θα κάνει; Δεν πρέπει να ζήσει; Εγώ, άμα δεις εδώ, μέχρι τις 12:00 η ώρα το βράδυ από τις 07:00, 05:00, 06:00 το απόγευμα, αρματώνω δίχτυα. Από πού θα πληρωθώ; Από τέτοια εποχή. Οι καιροί δεν ευνοούνε. Υπάρχει λύση όμως, Σταύρο. Όπως στην Κύπρο. Σαββατοκύριακο οι ερασιτέχνες, να μην κόψει τη θάλασσα, γιατί κι αυτοί την αγαπάνε τη θάλασσα… 

S.V.:

Ναι. 

Τ.Κ.:

Σαββατοκύριακο και να μη φεύγουν τα ερασιτεχνικά πριν την ανατολή του ηλίου και να είναι μέσα στο λιμάνι μισή ώρα πριν. Τελείωσε. Μού ’ρχεται εμένα απάνω, του κάνω νόημα και δε με βλέπει. Γιατί δεν κατέχει ο άνθρωπος. Πήρε ένα σκάφος απ’ το ίντερνετ, γκαζώνει και φεύγει. Ή να σε σκοτώσει… Εδώ, δε βούλιαξαν ένα γέρο προχτές; Και τονε βγάλανε και φταίχτη τον άνθρωπο. 89 πέθανε, πριν 5 μήνες, έναν Υδραίο, γεννημένος μέσα στην κούτσα, που λέμε, μες στο καΐκι. Λοιπόν… 

S.V.:

Τι άλλο έχεις δει στη θάλασσα να αλλάζει; 

Τ.Κ.:

Έχει μία πτώση κάθετη… Και όλα αυτά, σας το ξαναλέω, γιατί εγώ είμαι ο άρρωστος ψαράς, έχω το σακουλάκι μου και το κομματάκι δίχτυ, το μπάλωμα που θα μου περισσέψει, δεν το κάνω έτσι. Και βρίζω και μερικούς που το πετάνε. Ή ένα κομμάτι, έχω μέσα σακουλάκι και στη μία βάρκα και στην άλλη. Πετρέλαια και τέτοια, έχω κάνει συστήματα που ούτε τρυπάνε σωληνάκια, τέτοια πράματα, καθόλου. Προσοχή, οι επαγγελματίες οι παλιοί είναι λίγοι, που αγαπάν τη θάλασσα. Δε θέλω να κατηγορήσω τους καινούριους, παν για μεροκάματο, αλλά βέβαια δε θα μάθουν ποτέ, γιατί και δε ρωτάνε και δεν ακούνε. Όταν μου ’λεγε εμένα ο συγχωρεμένος: «Έτσι θα το κολλήσεις». Δηλαδή σε τι σημείο ήταν αυτός ο άνθρωπος; Βάζουμε το δίχτυ, ρε παιδιά. Η μια μεριά και η άλλη. Έτσι; «Για, ρε παιδί μου, περίμενε, μη σηκώνεις. Από πού έχει πιαστεί το ψάρι; Από δω προς τα κει ή από κει προς τα δω; Άρα, αν είναι από δω προς τα κει, το δίχτυ θα το γυρίσουμε έτσι». Να πάει να κάτσει το ψάρι εκεί, μόλις ξημερώσει, μερικά να πέσουνε. Γι’ αυτό δεν κάνει ζημιά το δίχτυ, που λένε παραμύθια. Εν πάση περιπτώσει, ανεμότρατες, γριγρί με λάμπες μεγάλες… 

S.V.:

Αυτά κάνουνε ζημιά; 

Τ.Κ.:

Δύο παραδείγματα θα σου φέρω, γιατί όλοι λένε… πέφτουν με τα μούτρα και κατηγοράνε. Ένα κοιλαδιώτικο πριν 2 χρόνια, απέναντι απ’ την Ύδρα, στο Μετόχι, εμπουληγιάρισε, άδειασε το δίχτυ, το οποίο δεν υπάρχει έλεγχος από κανέναν τι είναι… 6 χιλιοστά; Κράτησέ τονε 5 μήνες, στην καλή εποχή, να δεις πώς θα υπάρχει τροφή και ψάρι. …Και εμπουληγιάρισε, άδειασε το δίχτυ, με 50-60 [00:40:00]τόνους σαρδελάκι μικρό, τόσο, γιατί δεν πουλιότανε. Και το καυχιόντουσαν! Την άλλη εβδομάδα στις Σπέτσες, το ίδιο περιστατικό. Πού είναι τα καλαμάρια στην Ερμιονίδα που είχαμε, Σπέτσες, Ύδρα, Ερμιόνη, Πόρο; Πού ’ν’ τα; Έρχονται τον Αύγουστο αβγωμένα και φεύγουν, αφού δεν τους δίνει τροφή. Πρώτα όπου είχε σαρδελάκι ή φρίσσα ή μαρίδα, αθώα, τραβάγαμε εμείς καλαμάρια και πιάναμε, 2, 5, 10 κιλά και βγάζαμε μεροκάματο. Τώρα πού είναι; Άραγε έπρεπε να είχε πάρει αυστηρά μέτρα η πολιτεία, όχι πρέπει. Αυτά τα ΦΠΑ που μου λένε, πουλάνε ζόγκες και πουλάνε ψαράκια κι αυτά, για μένα είναι κουραφέξαλα. Γιατί κανένας απ’ αυτούς… και με κάτι χαρτιά που μου ’ρχόντουσαν στο σύλλογο που ’μουνα, καμία σχέση με το αντικείμενο, με τη θάλασσα, μα λέγαν κάτι πράγματα τρελά, να πούμε. Μου ’ρθε ένα έγγραφο μια φορά και λέει: «Απαγορεύονται οι κιούρτοι –επαγγελματικά να δουλέψεις– για 2 χρόνια μέχρι που να γίνει κάποια έρευνα». Και στο χρόνο απάνω έρχεται και λέει: «Επιτρέπονται οι κιούρτοι». Γιατί, ρε παιδιά; Τι είδατε; Ότι αδειάσαν τη θάλασσα; Εν πάση περιπτώσει, για τη μόλυνση, πριν 2 χρόνια συναντάω ένα φίλο Υδραίο. Εδώ στην Ερμιόνη, είχε έρθει και μένει στην Ερμιόνη. Ψαράς με… και με κεφαλαία, ένα τρεχαντήρι εντεκάμισι μέτρα, που όλοι βάλαμε τα κλάματα πρόπερσι που το ’σπασε. Κι αυτός κι εμείς. Φτιαγμένο στον Γιάννη το Λέκκα στην Κοιλάδα, 3Α τρεχαντήρι. Έπνιγε καράβια αυτό το τρεχαντήρι. Κι έφευγε ο άνθρωπος τώρα από δω και ξημέρωνε στη Φαλκονέρα. Με 6 μίλια πορεία, ρε γαμώ τα βάσανα, τα περάσαμε κι εμείς δηλαδή με… τα ίδια πράματα. Έριχνε παραγάδι, τι ήθελες; Αστακούς, φαγκριά, σφυρίδες, τι… όλα τα ψάρια. Είχανε οικονομήσει χρήματα, ειδικά οι Υδραίοι, που είναι πιο σκληροί παραγαδιάρηδες από μας, είχαν κονομήσει χρήματα. Μια μέρα, είναι στη Μήλο. Τότε είχαμε τα VHF και τα ’χαμε και κάναμε μέχρι πλάκα, μιλάγαμε όλη την ημέρα, που λέει ο λόγος. «Κι εκεί που λεβάρω» λέει ο Μητσάρας «έχω γεμίσει μία γυαλού ψάρια μέχρι την πλώρη, ακούω: “Ρε παιδιά, κάνα παραγαδιάρικο δεν υπάρχει, να μας δώσει ένα τελάρο ψάρια για το προσωπικό;”». Γνωρίζεις πολλές φορές τη φωνή του αλλουνού, ήταν ένας ξάδερφός του από την Πάτρα, που είχε ανεμότρατα. «Σηκώνω» λέει «το βίντζι. Έλα ρε Σταύρο, πού είσαι; Αφού είσαστε αραγμένοι». Γιατί η ανεμότρατα σταματάει, σταμάταγε τέλος Μαΐου, τώρα 15 Μάη που ’ναι, εκεί. Κι έχω ένα περιστατικό σοβαρό με τη διευθύντρια της… του Υπουργείου Γεωργίας τότε, που είπε ότι ο μπακαλιάρος είναι είδος προς εξαφάνιση. Να μην το ξεχάσω. 

S.V.:

Να μου το πεις μετά. Ολοκλήρωσε αυτή την ιστορία. 

Τ.Κ.:

Ναι. Εν πάση περιπτώσει, του λέει: «Το βράδυ στον Αδάμαντα, στη Μήλο». Πάει ο Μητσάρας στη Μήλο, πέφτει δίπλα, πλαγιοδέτησε στην ανεμότρατα, είχε τρεις… έναν Αμερικάνο, έναν Ευρωπαίο, ο άλλος δε θυμάμαι από πού ήτανε κι έκαναν έρευνες. Για το πλαγκτόν. «Πιάνω» λέει «ένα τελάρο, άντε, λέω, να πιείτε δυο μπύρες». Είναι τύπος τέτοιος. «Να πιείτε δυο μπύρες» λέει «στην υγειά μου». «Πόσο κάνει, ρε ξάδερφε;» «Άντε ρε, φύγε από δω». Ένα τελάρο ψάρια. Να του δώσεις τώρα ένα τελάρο ψάρια… «Κοίτα ρε» του λέει «τι έχω, είναι μέχρι την πλώρη, μέχρι το κοράκι» λέει. «Είχα ό,τι ψάρι ήθελες, Ταξιάρχη» μου λέει «σκρουπίνες, σκαθάρια, ό,τι ψάρια ήθελες». Τα ’χουμε ζήσει, ήταν γεγονός δηλαδή. Κάνει έτσι ο Αμερικάνος, φερμάρει και τον κοιτάει και του λέει: «Πες του, μετά από 5 χρόνια να τα ξεχάσει αυτά». Του ξάδερφου του Μητσάρα τού είπε, που είχε το καΐκι το άλλο: «Πες του να τα ξεχάσει». «Τι λέει ρε;» του λέει ο Μητσάρας. «Γιατί;» «Γιατί» του λέει «πριν 5 χρόνια ερχόμαστε εδώ και κάναμε δοκιμαστικό, με ένα μικρό τρατάκι, πάρα πολύ μικρό, με δίχτυ που δε φαίνεται πόσο ψιλό είναι, για να πιάσουμε πλαγκτόν. Και καλέρναμε» λέει «μισή ώρα και γεμάγαμε ένα σάκο και φεύγαμε. Δε θέλαμε άλλο να κάνουμε τις έρευνές μας. Και τώρα έχουμε από το πρωί μέχρι τώρα τ’ απόγευμα και έχουμε πιάσει μια χούφτα πλαγκτόν». Όμως, Σταύρο μου, όταν δεν υπάρχει τροφή στην Ερμιόνη, θα ψιλοβολευτεί το πράμα. Ή εν καιρώ πολέμου ή κάποιας δυστυχίας. Έτσι δεν είναι; Στην Αθήνα όμως, που είναι πολύς ο κόσμος, πώς θα βολευτεί, άμα υπάρχει δυστυχία; Δηλαδή θέλω να πω ότι, αν δεν υπήρχε η παρανομία, θα είχαμε ψάρια. Μπορεί να μην είχαμε 1.000, θα ’χαμε 950. Τώρα, το χταπόδι, που χάσαμε. Δεν αβγώνει το χταπόδι. Μετά πάει, αφήνει τον ψαροντουφεκά ελεύθερο. Και βγαίνει με 5 χταποδάκια στη χούφτα και του βάζεις χέρι και λες: «Ρε φίλε, τι κάνεις εκεί, δεν ντρέπεσαι;» «Ε, μωρέ, για να τα δει το παιδί μου». Και τα βάζουν στο τηγάνι, τα τρώνε, ποιος φταίει μετά; Εσύ ή εγώ; Εν πάση περιπτώσει, πριν ένα χρόνο, δύο, βρίσκεται ο Μητσάρας στο λιμάνι, τέτοια εποχή. «Τι έγινε, ρε Μητσάρα;» Πήγα να του κάνω λίγο παρέα, νετάριζε παραγάδι ο άνθρωπος εκεί. «Τι να γίνει, ρε» μου λέει «έχω τρελαθεί». Λέω: «Εγώ σας τα ’λεγα πριν 4-5 χρόνια, ότι δεν πάμε καλά. Βρείτε μια δουλειά έξω». Και ο λόγος που άλλαξα δουλειά ήτανε αυτός. Γιατί τότε κράταγα κάποιο χαρτάκι εγώ. Ημερομηνίες, χρονολογίες, έξοδα πολλά, πιο λίγα ψάρια... «Πήγα» μου λέει «στον πάγκο της Μάγιας –Ερμιόνη με Βελοπούλα– και έριξα κι έπιασα ένα σκαθαράκι κι ένα σκουρπί». Παιδιά, δεν μπορείτε να φανταστείτε την ταλαιπωρία, ενώ εμείς που τα ’χουμε ζήσει τα καταλαβαίνουμε. Ένα τρεχαντήρι τώρα, ένα άτομο μόνος του, να παίζει και κορώνα-γράμματα τη ζωή του. 1.500 αγκίστρια, πέλαγος, και να μην ξέρεις αν θα σου ’ρθει το καράβι απάνω ή το βάλαν στον αυτόματο ή κοιμηθήκαν ή οτιδήποτε, και να γυρίσεις με δύο ψαράκια. «Και φεύγω, που λες, απελπισία, και πάω στη Φαλκονέρα». Μπορείς να τα διανοηθείς με 6 μίλια πορεία αυτά τα πράγματα; Τα ’χε τα 6 μίλια. «Ε, και τι;» «Να» μου λέει «610 ευρώ έχω». Άλλες δυο μέρες να φτιάξει τα παραγάδια, πετρέλαια, πάγους, φθορές, καρνάγια, τα οποία δεν τα ξέρει ο άλλος που αγοράζει τα ψάρια και μια ζωή μάς λένε: «Ακριβά τα ψάρια». Απ’ τα που 12 είμαι στη θάλασσα, δεν ακούμε άλλη λέξη. «Ακριβά τα ψάρια». Ακριβά; Άντε πάρτε μπακαλιάρο παστό, ρε παιδιά. Να το φχαριστηθείτε. Λοιπόν… 

S.V.:

Τι άλλα είδη έχεις δει να ’χουνε μειωθεί ή να ’χουν εξαφανιστεί; Ποια άλλα ψάρια; 

Τ.Κ.:

Τα πάντα. Χάσαμε κάποια εποχή τους σκάρους, ένα ωραίο ψάρι.  

S.V.:

Που είναι στα Δωδεκάνησα περισσότερο όμως. 

Τ.Κ.:

Παντού. Κι εμείς, έχουμε. Και η Ύδρα κι εμείς, έχουμε. Ξαναχάθηκε για ποιο λόγο τώρα; Τότε δεν πέτυχε ο σπόρος του. Ωρε αμάν, ένας σκάρος. Και οι ελεδόνες, το χταπόδι με τα μεγάλα πόδια… Βρε αμάν, ένα σκάρο, να φάμε… Το… αυτό το τρώμε μ’ όλα τα εντόσθια. 

S.V.:

Ναι, το ξέρω. 

Τ.Κ.:

Τίποτα. Ξαφνικά βγήκανε. Πλακώσαν τα ψαροντούφεκα, 5 κιλά ο ένας, 10 κιλά ο άλλος… Γι’ αυτό σου είπα προ ολίγου, ένα εκατομμύριο ερασιτέχνες, το λιγότερο λιγότερο τρία κιλά το μήνα, όχι την ημέρα και τη βδομάδα, το μήνα, 36 εκατομμύρια κιλά οι ερασιτέχνες. Το μίνιμουμ. 

S.V.:

Άλλα ψάρια; 

Τ.Κ.:

Τώρα, βρίσκομαι στο Υπουργείο Γεωργίας, ήτανε κάποια Μαρία Βασιλείου διευθύντρια. Τη συναντάω και τώρα και τα λέμε πάνω στη δουλειά. Κι έχουμε φτιάξει μια βάρκα του πατέρα. Την έχω ακόμα, την έχουμε οικογενειακό κειμήλιο. Την δουλεύω δηλαδή, κανονικά. Πήγαμε απάνω, κάποιο ψιλομπέρδεμα είχαμε και πήγα στην… «Κάτσε κάτω» μου λέει. «Τι έχεις να μου πεις για τη θάλασσα;» «Τι να σου πω, ρε Μαρία; Εσείς διαβάζετε τα χαρτιά κι εμείς είμαστε στην πράξη. Ποιος μπορεί να ξέρει; Ο μηχανολόγος χωρίς να ’χει πιάσει το κλειδί ή ο υδραυλικός; Και οι δυο μαζί ταιριάζουν όμως. Έτσι δεν είναι; Ο μηχανολόγος για να βγάλει το συμπέρασμα αυτό, έχει ακούσει τον Σταύρο, ο οποίος το ’χει φτιάξει». «Έλα, μωρέ καημένε» μου λέει «πάντα έτσι είσαι». «Ρε Μαρία μου, έχω στοιχεία. Εσύ έχεις στοιχεία;» «Γιατί;» «Αφού δεν παν καλά τα πράματα». Ή το ’05 ή το ’04. «Κάτσε ρε» μου λέει «κάτω, να μας φέρουν έναν καφέ να τα πούμε» μου λέει η άλλη. Της λέω: «Θα συμφωνήσουμε; Υπάρχει περίπτωση;» Κάθομαι κάτω. «Έχεις υπόψη σου» μου λέει «ότι ο μπακαλιάρος είναι είδος προς εξαφάνιση;» «Εγώ να το έχω, Μαρία; Εσύ το έχεις;» «Βέβαια». «Πώς το βρήκες, ρε Μαρία; Το διάβασες;» Λέει: «Από έρευνες». «Πότε γίνανε και πώς οι έρευνες; Στη στέρνα του Μάσκουλη; Πού γίνανε; Για να ξέρω κι εγώ». «Έλα, καημένε, όλο έτσι μας λες». «Ένα λεπτό, Μαρία. Γι’ αυτό δεν ήθελα να το συζητήσουμε» λέω «να λέγαμε και κάτι άλλο». Μου λέει: «Τι θες να πεις;». Λέω: «Άκου να δεις, αν θέλεις να δεις για ποιο λόγο είναι είδος προς εξαφάνιση, έχω δύο απαντήσεις». Μου λέει: «Τι;». [00:50:00]«Κάθε Μάιο μήνα, που έρχονται νωρίς οι ανεμότρατες, πάω και παίρνω δύο τελάρα ράσες –είναι ένα… σαλαχοειδή, που έχει, είναι ένα πράμα σαν φιδέ και τρώγεται κι αυτό, δεν έχει αγκάθια– δύο τελάρα, τ’ αγοράζω βέβαια, τα πάω δίπλα, τα πλένω στη θάλασσα, τα κόβω, τα παραγουλιάζω, τα βάζω στον καταψύκτη, κι επειδή τρώγονται και στην κατάψυξη, δε χαλάνε εύκολα… βγάζω καμιά τριανταριά, τριανταπέντε, τόσα μπακαλιαράκια από κάθε τελάρο. Γιατί έχουνε κάτι αγκάθια αυτά τα ψάρια, που είναι στην πλάτη, και δεν ξεκολλάνε. Έχε υπόψη σου, Μαρία μου» της λέω «ότι αυτό το τελάρο που έχει 30-35 μπακαλιαράκια, έχει πλυθεί με μια μάνικα 1,5 ίντσα και με πίεση 3 ατμόσφαιρες. Μπορείς να το καταλάβεις τι έχουνε πετάξει με τα φτυάρια;» «Δε γίνεται» μου λέει «αυτό». «Μα τι, τότε τι να συζητήσουμε; Έχω κι άλλη απάντηση» της λέω. «Αλλά όταν έχει ένα φτυάρι τέτοιο η ανεμότρατα, τετράγωνο, και πετάνε και πετάνε. Πήγαινε το βράδυ αν θα ’ρθει η ανεμότρατα και, μόλις τα φορτώσει τα ψάρια, πες του Αιγύπτιου: “Έχεις σουπιά; Έχεις καλαμαράκι;” Τόσο». Τόσο, παιδιά, τόσο. Πουλάνε οι Αιγύπτιοι τόσο. «Πόσο πάει μέσα στην αγορά; Δεν μπορείς στην αγορά να σταματήσεις… “Ρε, αφήστε τα κάτω. Ποιος το είχε αυτό; Ο Ταξιάρχης. Έλα δω. Δώσ’ μας τι έχεις κόψει, παραστατικά και τέτοια πράματα. Πού το ’πιασες αυτό; Να δούμε το δίχτυ σου”. Εν πάση περιπτώσει» της λέω «θέλεις να είσαι πιο σίγουρη, γιατί στα λόγια υπάρχουνε πάντα οι αντιδράσεις;» Μου λέει: «Ναι». «Πήγαινε στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας μ’ έναν κολλητό σου… Διευθύντρια δεν είσαι; Πάρε δύο άτομα, δε θα τους πεις πού πάτε. Θα ’χεις συνεννοηθεί με τον Ταξιάρχη ή με τον Μητσάρα που… με το πλαγκτόν που λέμε, να του πεις: “Ρε, ερχόμαστε κάτω, στην Ύδρα”. Παίρνεις ένα ταξί και πας πίσω απ’ την Ύδρα, στα 300 μέτρα, και βλέπεις την ανεμότρατα. Όχι να εκδικηθώ την ανεμότρατα, αφού το πράγμα είναι φανερό, τι κάνει νιάου νιάου; Το ξέρουν όλοι. Να μπεις μέσα, να τους πεις: “Σηκώστε την τράτα”». Πρώτα πρώτα, παιδιά, έχουνε… κουτρουλούκια τα λέμε, κάτι μπάλες σιδερένιες, τέτοιες. Έχουνε σπάσει τις πέτρες. Όχι τα βράχια, τις πέτρες τις τροκάδες, που οι τροκάδα φιλοξενεί: κολοχτυπάκι τόσο… Και θέλω να σου κάνω μια παρένθεση για τους σκάρους, ότι χάθηκε και η κολοχτύπα, γιατί είναι εύκολη στο ψαροντούφεκο. Τελείως χάθηκε. Ξέραμε, πάμε σ’ αυτό το βουνό, ήταν ένα δύο, που γιορτάζει η μάνα μας αύριο. Τελείως. Τελείωσε. «…Και θα το σηκώσεις να δεις τι μπακαλιαράκι θα ’χει, Μαρία. Αλλά, αν δεν μπορείς εκεί να το κάνεις και θέλεις, πήγαινε στην αγορά που ξεφορτώνουν τα φορτηγά να το δεις». Κατά τ’ άλλα, πιάνουμε τον παράκτιο, και λέει: «Βγάλε μας τη λάμπα θυέλλης». Και του πας τη λάμπα θυέλλης, τότε που τις είχαμε με πετρέλαιο, και να ανοίγει την τάπα και λέει: «Άναψέ τηνε. Γιατί δεν έχει πετρέλαιο;» Να σου κόβει πρόστιμο. Κατάλαβες τι γίνεται τώρα; Υπάρχουνε και κάτι εφοπλιστές και κάτι ναυάρχοι και τέτοια… Δηλαδή μίλαγα μ’ ένα φίλο στην Πάργα, γιατί μιλάω μ’ όλους τους ψαράδες εγώ, σου λέω, έχω τη μεγάλη αρρώστια και το ψάχνω. «Τι έγινε, ρε Ρούλη;» Έχει ένα σκάφος ωραίο. Μου λέει: «Πήγα να βάλω για καμιά στήρα στο Μυρμήγκι –το Μυρμήγκι είναι μεταξύ Σύρο και Πάρου– και μόλις πήγα εκεί, έφυγα». Του λέω: «Γιατί;» «Ήταν ένα κότερο μεγάλο, είναι κάτι… οϋκατζήδες; Τι ήταν αυτοί, ξέρω γω; Τους έριξε πάνω 4-5 ψάρια για πλάκα και δεν τους έλεγα τίποτα, γιατί θα με σκοτώνανε.  

S.V.:

Κατάλαβα. 

Τ.Κ.:

Και του λέω του Καμμένου, εγώ με τον Καμμένο κάνω παρέα, τι λέει αυτό τώρα, να πούμε; Ότι ο Καμμένος θα μας έφτιαχνε τη θάλασσα, που υποσχέθηκε δε θα ξανατραβήξει ανεμότρατα; Γιατί όταν το ’πε, του λέω: «Σιγά μη σκίσεις το καλτσόν, να πούμε». Έτσι, κατά λέξη. Γιατί τα… κάνουμε πλάκα, να πούμε, είμαστε χρόνια φίλοι. Αποκεί και πέρα, Σταύρο μου, έπρεπε να είχανε αναλάβει. Βέβαια, θα μου πεις, Ταξιάρχη, ποτέ δεν είναι αργά. Κι εγώ μαζί σου.  

S.V.:

Μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση στη θάλασσα πιστεύετε; Ή έχουμε χάσει… 

Τ.Κ.:

Αν αύριο το πρωί πάρει τον μπαλτά και χτυπήσει, ναι. Αλλά όταν βγαίνει και μου λέει: «Ξέρεις πόσο θα χάσει το κράτος από το ΦΠΑ και πόσο…» Γιατί, ρε παιδιά, πρώτα που δεν είχαμε ούτε ΦΠΑ ούτε τεράστια ερασιτεχνία, δεν υπήρχαν ψάρια; Παραϋπήρχανε. Έτσι δεν είναι; Και τελικά το συμπέρασμά μου είναι ότι ο ψαράς είναι ο πιο δυστυχισμένος. Έρχεται ο Τσακίρης απ’ την Ύδρα, πολύ γνωστός μου, τότε που ήμουνα πρόεδρος, μου λέει: «Οι φώκιες…» Ρε άχρηστοι, τις… μας αποζημιώνατε άμα πιάναμε μια φώκια. Και τώρα δε μας αφήνετε ούτε να τις βρίσουμε, που λέει ο λόγος; Και γυρίσαν τον κόσμο όλο καταπάνω μας. «Οι ψαράδες… και χτυπάν τις φώκιες και χτυπάν τα δελφίνια», που δε γίνεται αυτό, και να θέλεις. Ήρθε να μιλήσει εδώ στο σχολείο, τον πήγαν στο σχολείο και μίλησαν με τη διευθύντρια και κάλεσε δυο τάξεις, μίλησε. Κάποια στιγμή λέει: «Χτυπιόνται οι φώκιες από τα ψαράδικα». «Όπα, όπα, όπα». Μου την πέσαν οι γυναίκες. «Άσε να μας ενημερώσει». Λοιπόν, μαλακίες, μη σας νοιάζει. Ποιος να σ’ ενημερώσει; Πού τα ξέρει αυτός ο άνθρωπος; Αυτός παίρνει τα εξτρά, παίρνει τα οικολογικά κι αυτά και λέει τα δικά του. «Για ξαναπές το μου» του λέω «ρε φίλε. Για να το προσέχω, γιατί δεν ξέρω. Έχε υπόψη» του λέω «ότι η μάσκα η πρώτη και η δεύτερη, η κοιλιά, δεν επιτρέπει σε κανένα αντικείμενο να πάει στην προπέλα. Όταν περάσει η προπέλα δίπλα, η φώκια δεν μπορεί να καθίσει, αφού θα ’χει δει το σκάφος και φεύγει, πώς τα χτυπάν τα δελφίνια κι αυτά, οι φώκιες;» «Να…» λέει. «Πες στα παιδιά πώς είναι τα πράγματα». Κι έχει πέσει όλος ο κόσμος απάνω μας τώρα. «Και οι ψαράδες… Και που έτσι…» Και του λέω του… των δυο αδερφών προχτές: «Από πού θα φυλαχτείτε ρε; ’Ντάξει εγώ, πήγα 74. Και τώρα να τα παρατήσω… Από πού θα φυλαχτείτε; Από την πετονιά; Απ’ τη συρτή;» Έρχεται ένα παλικάρι με την κοπέλα του, μ’ ένα σκαφάκι ωραίο κι έχει ρίξει τη συρτή με το μηχανάκι και δεν τρέχει τίποτα. «Βρε αμάν, βρε». Βρε βγήκα όρθιος, άμα βάλω φωνή ακούγομαι στην Ύδρα. «Ρε, δε βλέπεις, ρε;» Πιάνει τα δίχτυα και πιάνει τα τραβάει. «Ρε, δεν ακούς;» Του κάνω νόημα, τελικά άφησα τα δίχτυα στη μέση και πάω απάνω. «Ρε φίλε, με συγχωρείς. Γαμώ τα διπλώματα, είσαι τελειόφοιτος της Σχολής της Ύδρας, ταξιδεύεις, καπετάνιος. Δεν κατέχεις, δεν κοιτάς δίπλα το βαρκάκι; Που πάω για το μεροκάματο; Ξέρεις τι ζημιά μου ’κανες;». Ευτυχώς που δε μ’ έβρισε. Ήμουνα έτοιμος να τον είχα βάλει να τον πετάξω, να πούμε. 

S.V.:

Κατάλαβα. Απ’ την άλλη, υπάρχουνε κάποιοι παράκτιοι που δεν είναι σωστοί και κάνουνε κι αυτοί παρανομίες; 

Τ.Κ.:

Σταύρο, εμείς ζήσαμε την εποχή του δυναμιτιού. Η περιοχή μας είχε, ειδικά οι Σπέτσες, φουσεκάδικα τα λέγαμε, το δυναμίτη τον λέμε φουσέκι. Έτσι; Ρίχνανε. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Να σου πω γιατί. Γιατί τότε παίρναν ένα δυναμίτη και πηγαίναν πίσω απ’ την Ύδρα και βγάζαν 300 κιλά μαρίδα. Και πληρωνότανε, θα σου πω όμως. Μην το βλέπετε το δυναμίτη πρώτη ζημιά. Τέταρτη. Θα σου πω γιατί. Τότε το αφρόψαρο δεν εξαφανιζότανε ούτε λιγόστευε. Γιατί; Γιατί ήταν πολύ και γονιμοποιούσε. Τώρα πάει κι ανάβει τη λάμπα στο γριγρί και, αν δεν το καλάρει το ψάρι, το ψάρι στραβώνεται, παθαίνει ο εγκέφαλος και ψοφάει. Και για να δεις ότι είναι έτσι, βάλε μία λάμπα κατοστάρα, τη διαυγή, όχι αυτή, τις άλλες, που είναι παλιά, και κοίταξέ τη, που είσαι άνθρωπος, όχι ψαράκι, κοίταξέ τη 5 λεπτά συνέχεια. Θα σε σφίξει στο κεφάλι εδώ. Τι ζημιά να κάνουνε; Να ρίξουνε 1.500 αγκίστρια; Έχουνε όλο το… Να ρίξουνε 5.000 οργιές δίχτυα; Έχουν το ελεύθερο. Το θέμα ποιο είναι; Ότι αυτοί οι κύριοι υπεύθυνοι… Δεν το λέω κατηγορηματικά, γιατί τ’ ακούω και με μια άσχημη πρόθεση που μιλάνε πολλοί στην τηλεόραση, «η κυβέρνηση και η πολιτεία…» και έτσι, όχι. Να πάρουνε, όπως είπαμε με την διευθύντρια, δυο τρία άτομα… «Τι σηκώνεις, Ταξιάρχη; Δίχτυα;» Δεν μπορώ να σηκώσω τώρα να σου δείξω. 45 και 40 χιλιοστά.  

S.V.:

Ναι. 

Τ.Κ.:

Ήτοι, τα 40 χιλιοστά είναι 8 πόντους, δεν είναι τέσσερους. Γιατί το μισό μάτι μετράει. Αποκεί και πέρα, τι μου λες τώρα… Τον παίρνεις τηλέφωνο και του λες… «Δεν έχουμε προσωπικό». Ρε παιδιά, έρχεται ο Σπύρος κι έχει πατήσει τη σεντίνα μες στο λιμάνι και ρίχνει πετρέλαια. Για όνομα της Παναγίας! Με λένε Ταξιάρχη, κάνω καταγγελία επώνυμη, σας έχω πάρει δέκα φορές επώνυμα. Δεν μπορείτε να τον καλέσετε στο λιμεναρχείο; Γιατί; Γιατί; Κι έφερε την άλλη μέρα πάλι σεντίνα. Θες να πιάσεις τώρα να ξεμυρίσεις τα ψάρια κι έτσι. Απ’ την άλλη μεριά, η Ερμιόνη, ο [01:00:00]κόλπος της Ερμιόνης έπαθε ζημιά απ’ τις προηγούμενες εκλογές, τις δημοτικές, που ο προηγούμενος δήμαρχος –Θεός σχωρέσ’ τον, γιατί πέθανε– αφήσανε 5 μήνες το βιολογικό καθαρισμό της Ερμιόνης αλειτούργητο και κοιμόντουσαν… Όχι αλειτούργητο, δε λειτουργούσε σωστά, τα χημικά που έπρεπε να ρίξουνε. Το λιμάνι της Ερμιόνης είχε το αμυγδαλόφυλλο, αυτό που δεν το ξέρει ούτε ο κάθε βιολόγος ούτε ο κάθε ιχθυολόγος, που μου λένε κολοκύθια, σ’ όσους το ’χω πει, τι είναι το αμυγδαλόφυλλο; Είναι ένα φύκιο, παιδιά, όπως είναι της αμυγδαλιάς. Δηλαδή αν τα βάλεις τα δύο δίπλα, δεν τα ξεχωρίζεις, τέλειωσε. Το οποίο φιλοξενούσε γαριδάκι –και πηγαίναν δυο τρεις ψαράδες και πιάναν τη νύχτα γαρίδα και δόλωναν παραγάδι– σπάρο, μουρμούρα, τσιπούρα, συναγρίδα, σφυρίδα, μέχρι μες στο λιμάνι είχαν πιάσει αστακό. Χταπόδια, σουπιές. Αυτή τη στιγμή βλέπεις το λιμάνι της Ερμιόνης, όπως είναι το πλακάκι κάτω. Δεν υπάρχει φύκιο. Τι θα ’ρθει να φάει το λαβράκι, το φθινόπωρο που έρχεται, και ο κέφαλος; Έβλεπες τέτοια εποχή οι κεφάλοι στην Ερμιόνη, ένα είδος κεφάλου, που τους περιμέναμε τώρα, οι μπάφες, και βγάζαν το κεφάλι και λέγαμε, ξερακιάσαν ένα κοπάδι, αποδώ και στη θάλασσα. Δε βλέπεις ούτε ένα ψάρι τώρα. Τι μας λέτε τώρα; Παίρνουν ένα στυλό και μας στέλνουν κάτι πράγματα, να τρελαθείς.  

S.V.:

Μάλιστα. Δεν… Για τους δυναμίτες δεν ολοκλήρωσες, πριν, αυτό που πήγες να πεις. 

Τ.Κ.:

Άκου να δεις τώρα. Ο δυναμίτης δεν είναι σωστό ψάρεμα. Γι’ αυτό κι εμείς δεν το δουλέψαμε ποτέ. Τραβάγαμε κουπιά όλη την ημέρα στον ήλιο, για να πιάσουμε 5 σφουγγάρια. Κι όπως σου ’πα, γυρίσαμε τις Κυκλάδες όλες, μαζί. Ε, μετά, για να μαζευτούμε λίγο στο χωριό, στο σπίτι κι εμείς –γιατί κι αυτός ο άνθρωπος είχε γυρίσει όλη την Ελλάδα με τα κουπιά– φτιάξαμε δίχτυα, πήραμε ένα μικρό καΐκι και φτιάξαμε δίχτυα. Τότε τα 36 χιλιοστά δίχτυα, μας κοροϊδεύανε. Αλλά ήτανε γνήσια. Δεν το ξέρουνε ότι το 14 χιλιοστά απαγορεύεται; Είναι ελεύθερα. Είναι ελεύθερα. Λοιπόν, ο δυναμίτης, ανάλογα το δυναμίτη, θα σκοτώσει μια περιοχή. Βγαίνει και πιο υγιεινό ψάρι από του διχτυού. 

S.V.:

Γιατί; 

Τ.Κ.:

Μπαμ, ακαριαίο, δεν… όλη τη νύχτα το ψάρι στο δίχτυ. Ή το πρωί 5 ώρες. Η χολή του. Απ’ ό,τι μας έχουνε πει άνθρωποι που έχουνε ψάξει. Τα ψάρια που θα μείνουνε κάτω γίνονται τροφή. Σ’ το ξαναλέω, ότι δεν είναι σωστό ψάρεμα. Δεν πρέπει. Κακώς χτυπάνε τους δυναμίτες και τους δυναμίτες. Και είναι και επικίνδυνο, άνθρωποι έχουνε κόψει χέρια, έχουνε σκοτωθεί και τα λοιπά. Είναι εύκολο και, βέβαια, και παράνομο και όχι σωστό. Αλλά καλά θα είναι να κοιτάξουμε πρώτα με τη σειρά. Γιατί όταν έχουμε και δυο ζημιές μεγάλες, όταν φεύγεις με τ’ αμάξι σου εσύ και πας απέναντι και σου πετάγεται ένα παιδί ή ένας γέρος, θα ρίξεις το αμάξι στον τοίχο για να μη χτυπήσεις τον άνθρωπο. Έτσι δεν είναι; Και γάτα ακόμα να ’ναι. Αυτό έχουμε πάθει εμείς τώρα. Ας πιάσουμε τη μεγάλη ζημιά, και αυτή μαζί και ταυτόχρονα όλες, ναι, όχι «άργησες μια μέρα να θεωρήσεις ημερολόγιο, θα σου κόψω πρόστιμο». Αυτά είναι χαζά πράγματα. Μετά, εμάς τους παράκτιους, μας σακατέψαν τα ημερολόγια. «Γράψε» λέει «ημερολόγιο, για να πάρεις τρανζίτ πετρέλαιο». Το δικαιούμαι 100%. «Ναι, ρε παιδιά, γιατί;» «Γιατί κλέβουν τα πετρέλαια». «Όπα» του λέω. Είχα πάει στο τελωνείο στο Ναύπλιο. «Για άνοιξε το βιβλίο. Έχω 61 άλογα μηχανή. Πόσο δικαιούμαι να παίρνω το μήνα;» Μου λέει: «1.800 λίτρα». «Πόσο πήρα, ρε φίλε, φέτος; Όλο το χρόνο;» Λέει: «2.000». «Πώς θα το κλέψω ρε;» του λέω «δεν μπορώ να κλέψω άμα… Δε θα ’χα πάρει… 2.000… Ναι, 2.000 κιλά. Αφού δικαιούμαι το μήνα και όλο το χρόνο δεν έχω πάρει τέτοια, πώς θα κλέψω;» του λέω. «Κοιτάξτε, κύριε…» λέει «εμάς αυτό μας στείλανε». «Βρε δεν τα βάζω μαζί σου. Ας τα κοιτάξουν απάνω». Τώρα τι μας κάνουν; Ήταν ο τελώνης εδώ, έπαιρνε τα ημερολόγια κι αυτά, τα τσεκάριζε, εντάξει, ερχόταν και μας έδινε μια επιταγή. Πήραν το τελωνείο, που είχαμε ένα τελωνείο στην Κοιλάδα. Για να θεωρήσεις βιβλιάριο τρανζίτ, πρέπει να πας στο Ναύπλιο. Εγώ μπορεί να πάω για καφέ στο Ναύπλιο. Ο Σπύρος μπορεί, που δεν έχει αμάξι κι είναι πιο μεγάλος; Κι εγώ γιατί να πάω να κάνω έτσι και να χάσω το μεροκάματο; Με συγκεκριμένη ημερομηνία. 

S.V.:

Κατάλαβα. Για πες μας λίγο, η παράκτια αλιεία γιατί είναι σημαντικό να στηριχθεί και να μη χαθεί;  

Τ.Κ.:

Αυτή κρατάει το λαό αυτή τη στιγμή, τον κόσμο τον φτωχό αυτή τον κρατάει. Δηλαδή πουλάγαμε μελανούρια πριν 4, 6 χρόνια 16 ευρώ και πουλάμε 10, το Μάιο μήνα. Και πολλές φορές και 5, και χοντρική 3 ευρώ. Από πού θα φας ψάρι εσύ άμα έρθεις στην Ερμιόνη; Απ’ το γριγρί, που έβγαλε την… μπουληγιάρισε τη σαρδέλα και την άδειασε; Από πού; 

S.V.:

Είσαι αισιόδοξος για το μέλλον της θάλασσας; 

Τ.Κ.:

Όχι, όχι. Είναι τελειωμένη, σ’ το ξαναλέω. Και το σφραγίζω. Γιατί πριν 5 χρόνια, τα ’λεγα στους νέους κι αυτοί οι δύο είναι οι μόνοι που τ’ άκουσαν και ρωτάν κιόλας, τους λέω εμάς μας έλεγε ο πατέρας μου ή οι άλλοι ψαράδες: «Έτσι». Το κάναμε ή γιατί φοβόμαστε ή γιατί σεβόμαστε και μετά του λέγαμε: «Ρε πατέρα, γιατί έτσι κι όχι έτσι;». «Γιατί, ρε παιδί μου, όταν το ψάρι πιαστεί από δω, θα του κάνεις κουζουλούκι, γόνατο, και θα πάει να κλειστεί να το πιάσεις». Μαθαίναμε. Τώρα τους τα λες και είναι 99,9% αντιδραστικοί. Και βλέπεις τώρα, περιβολάρηδες, φουρνάρηδες, τεμπέληδες, από μία βάρκα επαγγελματική να πάνε ψάρεμα. Να πάνε ψάρεμα να βγάλουν μεροκάματο. Που δε βγαίνει μεροκάματο, παιδιά. 

S.V.:

Είναι η τέχνη του ψαρέματος μια παράδοση που κινδυνεύει να χαθεί; Οι παραδοσιακοί οι ψαράδες εδώ, των περιοχών, είναι μια τέχνη που χάνεται; 

Τ.Κ.:

Με πολλές, πολλές πιθανότητες, να μη σου πω 100%, αν δε λάβουνε μέτρα, δε σου λέω για 5 χρόνια, σε 3 χρόνια. Σε 3 χρόνια, γιατί έχουμε κι άλλα. Άσ’ τα τέλη κυκλοφορίας, θα μου πεις, μαζεύονται. Τα πετρέλαια 100% απάνω, δεν μπορεί ένα βαρκάκι 5 μέτρα να του βάλει VMS, που συζητιέται τώρα ότι θα μου βάλει στη μικρή βάρκα VMS. Να πληρώνω και να έχω ηλεκτρονικό ημερολόγιο στα 74. Που το κινητό ξέρω να πατήσω το ΟΚ για μια ώρα ανάγκης στη βάρκα. Γι’ αυτό σου λέω, δεν ασχολούνται με την παρακτιακή… παράκτια. Γιατί, κατέβα σε κάθε χωριό, στο λιμάνι, να δεις πού πάει να πάρει ψάρια ο άνθρωπος; Ο κάθε άνθρωπος, να πούμε. Στην παράκτια δεν πάει; Και είναι και τα πιο αγνά ψάρια. Ρίχνει το καρτέρι και ό,τι πιαστεί. Παλαμίδα, ρίκι, οτιδήποτε. Όχι… με πάρα πολλές πιθανότητες, γιατί εγώ πριν 5 χρόνια τούς έλεγα: «Θα ’ρχόσαστε με το πανέρι άδειο». Έχουμε τη γλίτσα, η οποία δεν κόβεται, δεν ξέρω για ποιο λόγο, μια βρόμα που λέμε εμείς, την οποία μας τη λένε σώνει και καλά πλαγκτόν. Η μαλούπα αυτή την εποχή είναι φυσιολογική. Όπως έχει χορταριάσει η στεριά, έχει πρασινίσει, τον Ιούνιο μήνα θα κοπεί. Και στη θάλασσα, με μια φουρτούνα που θα ξεραθεί, και στη στεριά. Και δεν τα δέχονται στο υπουργείο αυτά τα πράματα. Με τίποτα. «Όχι» λέει. «Ρε παιδιά, αφού το μάτι μας κλείνει». Ο ρόμβος κλείνει απ’ τη μαλούπα. «Είναι πλαγκτόν». Τι πλαγκτόν; Χάθηκε το γυαλί. Είναι δυο τρία είδη γυαλί, το ένα είναι μια ουρά μεγάλη, το οποίο έχει κόμπους μοβ μέσα. 

S.V.:

Τι είναι αυτό ακριβώς, το γυαλί; 

Τ.Κ.:

Ένα ζελέ υπολόγισε, σε στιλ σωλήνας. Αυτό το περιμέναμε τέλος του Γενάρη και περιμέναμε τη γόπα. Την οποία την κάψαν τα γριγρί τη γόπα. Μία καλάδα ενός γριγρί, 10 χρόνια ενός διχτυάρικου. 

S.V.:

Ναι, ε; 

Τ.Κ.:

Να πιάσει. Έτσι; Λοιπόν, και μετά ερχόταν ένα άλλο ψιλό… εντάξει, όταν ερχόταν αυτό, μας κούραζε λίγο στο δίχτυ, αλλά φυσιολογικό. Χαθήκαν οι μέδουσες. Οι πλυμαρίες, που λέμε. Όταν ερχόντουσαν αυτές, ξέραμε ότι αλλάζει ο καιρός 15αύγουστος, άλλα ψάρια θα πάρουμε εκεί, άλλα ψάρια θα πάρουμε εκεί. Είμαστε τόσο ψαγμένοι, λόγω της αγάπης και του γονίδιου στη θάλασσα. Ότι θα σταματήσει, θα σταματήσει. Και αυτό θέλουν, απ’ ό,τι συζητιέται. Να πάρεις ψάρι εσύ για το παιδί σου απ’ το Βασιλόπουλο, να πληρώνεις για να αρρωσταίνει το παιδί. Κι όλοι μας. Φιλετάκι καθαρισμένο. Συν, χωρίς να θίξω τις μακρονυχούδες, γιατί μ’ αρέσει η γυναίκα σ’ όλη μου τη ζωή, συν αυτές που λέει: «Ξύσε μου τα ψάρια». «Όχι, κυρά μου, γιατί να σου ξύσω τα ψάρια;» Λέει: «Θα πάω στον άλλονε». «Πήγαινε όπου θέλεις και πάρ’ τα. Γιατί να σου ξύσω τα ψάρια; Γιατί με υποτιμάς;» [01:10:00]Λέει: «Να τα ξύσω εγώ;» «Πήγαινε στο οπωροπωλείο δίπλα να πάρεις πατάτες και πες να σ’ τις ξύσει. Ποιο είναι πιο εύκολο; Η πατάτα να ξυθεί ή το ψάρι;» Λέει: «Η πατάτα». «Εμένα γιατί μου λες μετά την κούραση που έχω; Και θέλω να πιω έναν καφέ και να συντηρήσω το εργαλείο;» Βέβαια μιλάμε τώρα για 24 έως 40 ώρες το 24ωρο δουλειά, έτσι; Και λες, πήρα ένα κατοστάρικο… έβγαλα τα έξοδα, δόξα τω Θεώ, τώρα. Οπότε δεν υπάρχει μέλλον…  

S.V.:

Εσύ όμως πηγαίνεις ακόμα στη θάλασσα, την αγαπάς. 

Τ.Κ.:

Δεν υπάρχει περίπτωση να την αφήσω. Εγώ αυτή τη στιγμή έχω θέμα με τα χέρια. Με τον αυχένα. Κάνω ομοιοπαθητική, το παλεύω, εχτές έκανε ένα κρύο, με πείραξε, έκανα τα μαντζούνια μου. Μπορεί τώρα να πα’ να βάλω ένα δίχτυ, γιατί αύριο μεσημέρι έχω άλλη δουλειά, έτσι, για δέκα φίλους, όπως φάγαμε και σήμερα, για την Κυριακή των Βαΐων. Και μετά, δειλά δειλά, να βγούμε στο μεροκάματο φοβάμαι, Σταύρο. Να σου πω γιατί. Περιμέναμε του Ευαγγελισμού να ζεστάνουν τα νερά. Για να μπορέσει το ψάρι να κινηθεί. Τα νερά είναι κρύα ακόμα. Θα μου πεις, τι να κάνουμε; Να κόψουμε τους χιονιάδες; Όχι, αλλά τότε… Θα ξανάρθω στα λόγια του δυναμίτη. Είχε πάει από τις Σπέτσες ή από οπουδήποτε ο φουσεκάς, ο δυναμιτάς, κι είχε ρίξει το δυναμίτη στην ξέρα που ’χα βάλει εγώ τα δίχτυα, είχε πάρει 300 κιλά μαρίδα, είχανε βουλιάξει και 50 και έπεφτε το σκουρπί να φάει, που η μαρίδα ήτανε ψόφια πάνω στο δίχτυ μου, και πιανότανε. Θα μου πεις, να καταστρέψουμε για να πιάσεις ψάρια; Όχι, μέχρι που να ζεσταθούν τα νερά. Τώρα όμως, αφού δεν υπάρχουνε ψάρια, τι να περιμένω να κάνω τον Ιούνιο; Τα ρεύματα πιο πολλά. Τα δελφίνια, από το ’71 και μετά γίνανε, πληθύνανε… Σκοτώθηκα με τον Τσακίρη πάλι για τα δελφίνια. «Τι μου λες, ρε» του λέω «είμαστε μες στα πράγματα τώρα. Βλέπαμε ένα δελφίνι εδώ κι ένα στην πόλη, να πούμε. Και τώρα μας καβαλάν τα δελφίνια, πιο πολλά από τα ψάρια». Ότι θα σταματήσει η παράκτια… 

S.V.:

Το φοβάσαι αυτό, ε; 

Τ.Κ.:

Το φοβάμαι… 

S.V.:

Είναι λυπηρό όμως για μέρη τέτοια, που ’χουν παράδοση. 

Τ.Κ.:

Δε θέλω να το ζήσω. Δεν… δεν ξέρω, δε θέλω να το ζήσω καθόλου. Πηγαίναμε στο νησάκι απέναντι να κάνουμε μπάνιο και βάζαμε ένα αθερινόδιχτο κι έπιανα 5 κιλά αθερίνα και κάναμε δόλωμα. Και πιάναμε και μια απόχη αχινούς για την οικογένεια ή για δυο φίλους που είχαμε μαζί και τρώγαμε. Δεν υπάρχει ένας αχινός. Δεν υπάρχει μια αθερίνα. Δεν καθαρίζει η θάλασσα. Πού είναι η επιστήμη; Πήγαινε στο περίπτερο μπροστά εκεί, στην προβλήτα μπροστά να δεις. Είναι μαύρα. Και ξέραμε τον Οκτώβρη ή το Σεπτέμβρη, που έκανε τις φουρτούνες, καθάριζε η μαυρίλα. Τώρα πώς θα λειτουργήσει το ψάρι; Πώς θα γεννήσει ο λύγνος; Πώς θα γεννήσει το σκουρπί; Αφού τίποτα δεν πάει καλά; Μπορούμε όμως όλοι μας με αρχηγό την πολιτεία να το σταματήσουμε εκεί. Και τις καραμέλες που διαδίδονται για την παράκτια αλιεία, πες τους χαιρετίσματα. Έχω τόσα στοιχεία, που άμα έρθουνε μαζί και το δεχτούνε, δε ρίξουν… δεν κρατήσουν τον εγωισμό τους και τον ρίξουν τον εγωισμό τους, θα μάθουνε πολλά πράγματα. Γιατί είμαστε η πιο πλούσια θάλασσα στον κόσμο. Μην κοιτάς που πηγαίναν οι Κοιλαδιώτες κάτω με τα… ανεμότρατες κι αυτά, για πήγαινε τώρα εκεί να δεις, βγαίνει μεροκάματο; Γιατί εκεί είχε αιώνες να δουλευτεί. Όταν πρωτοβγήκαμε το ’67 με τον συγχωρεμένο και με τα αδέρφια μου με τα αστακόδιχτα, πιάναμε αστακούς στις 2 οργιές. 2x18, 36, τριάμισι μέτρα. Άντε πιάσ’ τον τώρα. 

S.V.:

Εσύ προσωπικά έχεις χαρές ή λύπες περισσότερες στη θάλασσα; 

Τ.Κ.:

Πώς; 

S.V.:

Στη θάλασσα, έχεις περισσότερο χαρές ή λύπες εσύ στη ζωή σου στη θάλασσα, από τη θάλασσα; 

Τ.Κ.:

Κοίταξε, τις φουρτούνες και τις ζημιές, άμα είσαι δυνατός χαρακτήρας και αγαπάς τη θάλασσα, τα ξεχνάς σύντομα. Έχω πάθει ζημιές πολλές, σε μηχανές, σε τέτοια, σε τέτοια. Έχω όμως την αγάπη του κόσμου, πολλών ανθρώπων που κάνουμε παρέα και μιλάμε για τη θάλασσα και, εντάξει, δε θα είχα… Αλλά τώρα, αν είσαι άρρωστος, τόσο παθιασμένος, ό,τι και να περάσεις το ξεχνάς. 

S.V.:

Και σου μένουν οι χαρές. 

Τ.Κ.:

Ε, εντάξει. Τι να σου πω τώρα; Ότι πήγαμε μ’ ένα τρεχαντήρι με τον πατέρα και με τον δίδυμο στην Παραπόλα, με μηχανές δίχρονες, που για να τη βάλεις μπροστά τη μηχανή ζέσταινες το καμινέτο, να ζεσταθεί το καμινέτο για να ζεστάνει τη μηχανή και να βάλεις μπροστά και, αν έχει γίνει ο καιρός, να σε πετάξει έξω, να πνιγείς; Και πάμε ένα βράδυ, πίτα η θάλασσα. Έτσι τη λέμε. Πίτα. Μπουνάτσα. Άκου μια άλλη εμπειρία του ανθρώπου. «Πάμε» λέει «ρε παιδιά». Ρίξαμε τα δίχτυα, γιατί είχαμε και το βαρκάκι από πίσω, ο ένας στο καΐκι μάς ακολουθούσε, το βαρκάκι είχε κουπιά μόνο. Σηκώνουμε τα πρώτα δίχτυα, πήραμε δυο τρία τελάρα ψάρια. Δυο τρία τελάρα ψάρια με την πρώτη είναι αρκετά. Ξανά άλλα, ξανά, ήρθε η ώρα να βάλουμε βόλους. Βόλους τι λέμε; Πίσσα σκοτάδι, χωρίς να έχει φεγγάρι, να μη βλέπεις το βράχο από δω και απέναντι, σε μένα, και να πας και να λες: «Σύρα καλέ, κάνε πίσω». Να ρίχνεις στην άκρη, έξω έξω. Γιατί εκεί πάει και χτυπάει το ψάρι. Το κυκλώνεις, κι όταν τρομάζει με το φως και με το κοπάνι, και σηκώνεις. Έχουμε φτιάξει δύο δίχτυα καινούρια, Σταύρο. Ολοκαίνουρια. Λέει: «Ρίχτε τα, να τα πάρουμε βραδινό, μέχρι που να ’ρθει η ώρα να πάμε για βόλους, να νυχτώσει καλά. Να βγάλουμε τα πετρέλαια». Τα ρίξαμε, τα σηκώσαμε και πιάσαμε ενάμισο ψάρι. Ένα σαφρίδι κι ένα μικρό σαφριδάκι. «Ξαναρίχτε τα» λέει «να μη χασομερήσουμε το πρωί που θα βάζουμε βόλους». Τα ξαναρίχνουμε, κι εκεί που βγάζαμε τα ψάρια απ’ τα άλλα δίχτυα, έχει πήξει η θάλασσα. Λέει: «Παιδιά, κάντε σύντομα. Ρίχτε τα ψάρια και τα πιο πολλά δίχτυα στο καΐκι – τα δίχτυα ήταν καινούρια, μην τα χάσουμε». «Τι είναι, ρε πατέρα;» Εντωμεταξύ έλεγε κάτι αστεία, και δεν ήταν κωμικός, ρε παιδάκι μου, σου το ’λεγε, πώς να σου πω τώρα; Δεν του φαινόταν ότι το ’λεγε αστείο. Ε, λέω, θα μας δουλεύει. Ήταν χωρατατζής. «Άι, πατέρα, με δουλεύεις;» «Ρε παιδί μου» μου λέει «στις Κυκλάδες, αν είναι μπουνάτσα πίτα και κάνει σπιλιάδα ξαφνικά –σπιλιάδα είναι ταν, έναν αέρα που το κάνει και το κόβει και μετά το ξαναρχίζει– πιάνει τραμουντάνα, πολύ σύντομα» μου λέει «και μεγάλη φουρτούνα». Παιδιά, αυτές τις κουβέντες είπε.  

S.V.:

Ναι. 

Τ.Κ.:

«Γρήγορα!» Σηκώνουμε το καΐκι, πετάμε τα δίχτυα από τη βάρκα μέσα. «Παν τα δίχτυα» μου λέει «τα καινούρια». Πάμε από κάτω που έχει ένα… να το πούμε λιμάνι, ένα κολπάκι, να αράξουμε. 06:00 με 08:00. 06:00 με 08:00. «Βραδιάζει, να τα σηκώσουμε» του λέω. Εγώ είμαι πολύ θρησκευούμενος. Από μικρός. Πιστεύω, τέρμα. Κι εκεί τα στηρίζω όλα. «Όχι, θα τα πάρουμε» λέω «πατέρα». «Βρε αμάν». Εντωμεταξύ ήμαστε και η μία αρχή του διχτυού και η άλλη στη στεριά, έξω. Και να το φέρνει το πέλαγος… Έχουμε μία λουξ, δεν ξέρω αν τις προλάβατε, αυτές που το… κάναμε, κρεμασμένη στη φουρκάδα, και σκάει η θάλασσα όλη μέσα και σβήνει η λουξ. Το ρίξιμο των δύο διχτυών αυτωνών δεν περιμέναμε στο σήκωμα ψάρια ούτε για σημάδι. Και η κακοκαιρία μάς έριξε 100 κιλά μελανούρια τεράστια. Και όπως σβήνει η λάμπα, σταντμπάι και το άλλο κουπί, «θα ’χεις» μου λέει «το καμάκι –γιατί πάντα μάς κόλλαγε έξω στη στεριά το δίχτυ– να μην πάθουμε καμιά ζημιά». Ο άλλος με το καΐκι δίπλα, αλλά όχι δίπλα όσο ήθελε, όσο έπρεπε, γιατί οι μηχανές αυτές κάνανε γκλουπ και σβήνανε στα καλά καθούμενα. Δεν ήταν σαν τα σημερινά εργαλεία. Κι έπρεπε να την ξαναζεστάνεις και να κατέβεις και να… Τέλος πάντων, «θα τα πάρουμε, πατέρα». Έταξα ένα πενηντάρι στην Παναγία. «Ρε παιδί μου…» «Θα τα πάρουμε». Έχουμε ένα φακό μ’  ένα γάντζο, τον κρεμάμε στη φουρκάδα και με σκίζει ένα σκουρπί μεγάλο, όλο, έτσι. Θάνατος. Άντε να σηκώσεις τα δίχτυα μ’ αυτό το κύμα τώρα. Τα πήραμε, παιδιά, τα πήραμε. Λέω, Παναγία μου, σ’ ευχαριστώ. Πήγαμε από κάτω, ξεψαρίσαμε. Τη βάρκα τη φέραμε τρία κομμάτια, τη μικρή. Την είχαμε ρεμούλκι από πίσω. Κάναμε να πάμε τεσσερισήμισι με πέντε ώρες και γυρίσαμε οκτώ παρά τέταρτο. Από πού θα πληρωθούν τρία άτομα, ρε φίλε; Τα εργαλεία κι αυτά, από πού; Αλλά είναι οι αρρώστιες, όπως σας είπα. 

S.V.:

Κατάλαβα. 

Τ.Κ.:

Η οποία… αρρώστια, η αγάπη, να πούμε, που έχεις. Τώρα… 

S.V.:

Ναι. Μερακλίκι. Είναι… 

Τ.Κ.:

Το μεράκι, το μεράκι. Ναι, αν θα δεις τα σκάφη, θα το βγάλεις το συμπέρασμα αυτό.  

S.V.:

Τα παλιά τα χρόνια τα νοσταλγείς;  

Τ.Κ.:

Κοίταξε, δεν έχω… δεν έχω συγκρατήσει τίποτα άσχημο, ας [01:20:00]πούμε, και να μου ’ρχεται στο μυαλό, το ξεχνάω. Όταν έφευγα, φεύγαμε με τον πουνέντη απ’ τον Πόρο κι ερχόμασταν μ’ ένα βαρκάκι 4,80, με 4,5 άλογα μηχανή, και μου ’λεγε: «Άντε, πάρ’ το τιμόνι εσύ ρε». Και με βάραγε η θάλασσα… Ξεχνιόνται αυτά τα πράγματα; Την έτρωγες στη μούρη όλη, να πούμε, και το φχαριστιόσουνα. Κι όταν… πώς να μην τα νοσταλγήσεις; Εντάξει, ήτανε δύσκολα χρόνια, αλλά μετά τα καλλιεργήσαμε και τα τέσσερα αδέρφια, κάναμε τεχνικές δουλειές. Οι άλλοι δύο κάνανε επισκευές πλοίων, ηλεκτρολόγοι, αλλά η θάλασσα, θάλασσα. Εγώ πήγα το ’76, μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά και τ’ άλλο στην κοιλιά, κι έμαθα τα υδραυλικά. Και… εντάξει, δεν μπορούμε να πούμε ότι ζούμε, ρε παιδί μου, στη μοίρα που ζούσαμε τότε. Κάναμε εργαλεία ωραία, πιο γρήγορα, πάντα με την αγάπη στη θάλασσα. 

S.V.:

Και ο ψαράς πρέπει να τη σέβεται τη θάλασσα, να την αγαπά και να σκέφτεται το αύριο και την επόμενη μέρα; 

Τ.Κ.:

Η ζωή του όλη. Γι’ αυτό φωνάζω: «Μεγάλα δίχτυα». Μεγάλα δίχτυα. Δηλαδή σήμερα, που είχα βάλει πέντε δίχτυα με τον αδερφό μου, έπιασα δύο σαργουδάκια τόσα. Αυτό για να πιαστεί στο δίχτυ μου, έχει πιαστεί με ανοιχτό το στόμα. Όταν έχει ψοφήσει, το κρατάς για τη γάτα. Όταν όμως χτυπιέται, έχω τον κουβά με το νερό δίπλα, το ρίχνω να συνέρθει και μετά το πετάω στη θάλασσα. Ο λύγνος. Είναι ένα ψάρι που κρατάει ζωντανός αρκετή ώρα. Όταν ο λύγνος είναι τόσος, τον οποίον τον πουλάν οι άλλοι, και καλά μεγάλος, εγώ θα τον βγάλω τόσο και θα τον πετάξω. Συγγνώμη. Έχω πέντε μουτουπάκια, πέντε μέρη που πάω μόνο εγώ. Με τον τρόπο που θέλω για λύγνους. Όχι ότι δεν το ξέρουν οι άλλοι, εγώ ρίχνω διαφορετικά τα δίχτυα μου. Και τις ημέρες, τις ημερομηνίες μου, και τα φεγγάρια κι αυτά. Και πιάνω λύγνους μεγάλους. Απ’ την ημέρα, εδώ και κάμποσα χρόνια, που πετάω τους μικρούς, αντί να πιάσω πιο λίγους του χρόνου, πιάνω πιο πολλούς. 

S.V.:

Κατάλαβα. Και οι ψαράδες που δεν σέβονται τη θάλασσα γιατί το κάνουνε; Γιατί σκέφτονται έτσι όσοι ψαράδες;… 

Τ.Κ.:

Γιατί δε σκέφτονται. Γιατί σήμερα οι καινούριοι ψαράδες δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο, με τη θάλασσα. Με παίρνει… Αρρώστησε στο τέλος και του λέει ο γιατρός: «Δε θα μπεις στη θάλασσα» του λέει «μη σε βρούνε μέσα». «Δε στενοχωριέσαι, καλέ» του λέω. «Έλα με τη δικιά μου, πάμε. Ένα καλοκαίρι» λέω «θα κόψω τη… θα το πάμε». Πάμε, παιδιά, πίσω απ’ το Δοκό. Ο Δοκός είναι έτσι, η στεριά. Όπως σας δείχνω, αρκετά έτσι. 

S.V.:

Απότομα.  

Τ.Κ.:

Μου λέει… εντάξει, η μεγάλη βάρκα που λέω μεγάλη, 7,70, αλλά την έχω οργανωμένη, με… συλλεκτικό με ιρόκο, καλή μηχανή και τα πάντα. Πιάνω να ρίξω δίχτυ, μου λέει: «Κάνε αριστερά». Κάνω αριστερά. Ρίξαμε κάνα μισό δίχτυ, μου λέει: «Για εδώ ανοίξου λίγο». Αυτός θυμόταν το γυαλί που το ψάρευε και ήξερε τώρα ότι κάτω απ’ το τραπέζι, απ’ το βράχο, θα πάρει 2 σκιούς και 5 σκουρπίνες. Εντάξει, έκανα δεξιά. Με το που κάνω δεξιά: «Κάνε αριστερά τώρα». «Καλέ, θα με τρελάνεις; Τώρα μου ’πες δεξιά». «Κάνε, κάνε. Εδώ» μου λέει «θα πάρουμε κάνα δυο τρεις σκιούς και καμιά σκουρπίνα». Πιάσαμε το πρωί… ήταν στις αρχές της κρίσης της παράκτιας αλιείας. Πιάσαμε να σηκώσουμε δίχτυα το πρωί. «Τεε… γα…» έκανε κάθε τόσο. «Την καταστρέψαν τη θάλασσα τα ψαροντούφεκα». «Πατέρα, έτσι αλλάζουν τα πράγματα». «Άσε με, ρε παιδί μου. Δε δουλεύει, δε λειτουργεί τίποτα». Παιδιά, μόλις φτάσαμε εδώ, 2 σκιοί μεγάλοι και 3 σκουρπίνες. «Κοίτα κατάσταση» λέει «5 ψάρια». Πήγαινε για ένα πανέρι, 30 κιλά. Μόνος του, μ’ αυτή τη βάρκα που βλέπεις. Αλλά ήξερε ανά πιθαμή. Ο νέος δεν το ξέρει. Δεν δέχεται να το ακούσει, δε ρωτάει και δε δέχεται να το ακούσει. Κι έχουνε… να την πω πονηρία; Αφού δεν πονάν τη θάλασσα; Τι να σου πω τώρα; 

S.V.:

Εσύ μέχρι πότε θα μείνεις στη θάλασσα; 

Τ.Κ.:

Όσο ζω. Όσο ζω. Δε γίνεται, ρε παιδιά, να την αφήσω τη θάλασσα, η ζωή μου όλη. Αυτό εδώ θα το ’χα νοικιάσει, θα το ’χα κάνει μια γκαρσονιέρα απ’ το σχολείο από δίπλα, να ’παιρνα 4 κατοστάρικα το μήνα. Ή να δούλευα καλοκαίρι. Ήρθε πέρσι, μου λέει να τα ξηλώσω να το κάνω κάδο. Μετά του λέω: «Άσ’ το, ρε παιδί μου. Αφού είναι η ζωή μου». Να δεις τα πατάρια μέσα, πανέρια, πατέντες, παραγάδι για αστακούς, να μην το κόβει… άσ’ το. Και  πάντα, πάντα με το σεβασμό. Πάντα με το σεβασμό. Δηλαδή έρχεται στιγμή που… μες στο καλοκαίρι άμα βρω 5, 7, 10 χταπόδια μικρά, θα τα πάρω. Δε βρίσκουμε δόλωμα. Δε βρίσκουμε δόλωμα. Αλλά δε θα πάρω 5 χταπόδια εσκεμμένα στη χούφτα να πάω να δείξω στα παιδιά, να τα πάω στο τηγάνι. Πάω να βγάλω το μεροκάματο. 

S.V.:

Κατάλαβα. 

Τ.Κ.:

Κατάλαβες; Λοιπόν… 

S.V.:

Και κάνε μας έτσι και μια ευχή για τη θάλασσα, για το μέλλον του ψαρά; Κλείνοντας. 

Τ.Κ.:

Σταύρο, ό,τι το καλύτερο, αλλά η εποχή μας είναι μπερδεμένη. Είναι πολύ μπερδεμένη. Έχω τύχει σε εξορκισμούς, σε λειτουργίες, σε χορούς – είμαι πολύ του χορού. Ειδικά στο νησιώτικο κι αυτά, και στα νησιά που ’χω πάει. Τα πράγματα δεν πάνε καλά, γενικά. Και του λες του αλλουνού: «Ρε παιδί μου, μην πίνεις καφέ, πιες μια κουταλιά λάδι το πρωί με 5 σταγόνες λεμόνι και φάε μετά». «Σαν κι εσένα, που τρως ψαρόσουπα το πρωί;» Θα τη φάω. Δε θα φάω τηγάνι να με βλάψει, να ’ναι ψητό και το έχω απάνω να το φάω. «Μην πας και παίρνεις αυτά τα… –γενικά μιλάμε τώρα, έτσι;– τις τυρόπιτες και τα ζα…» Αυτό το ζαμπόν στην Ελλάδα πού το ξέραμε; Αυτά είναι για το χειμώνα και για κλίματα σκληρά. Ξέραμε το τσίπουρο; «Α, πάμε να πιούμε ένα τσίπουρο, ρε» μου λέει «δεν πίνεις». «Ρε παιδιά, ποιο τσίπουρο; Στα νότια μέρη που είμαστε, γιατί να… τσίπουρο δω πέρα;» Πίνουν οι Ρώσοι τη βότκα, γιατί είναι στο κρύο μέσα. Και τα τσίπουρα κι αυτά. Λοιπόν… 

S.V.:

Τι πίνεις εσύ; 

Τ.Κ.:

Και δεν έχουμε… πώς να σου πω; Παιδεία, από την πολιτεία στην οικογένεια και διαλύσαμε την ελληνική οικογένεια. Τώρα η ισότητα είναι σωστή σαν άνθρωποι, όχι σαν φύλο. Δεν μπορώ εγώ να ’χω σηκωθεί από τις 05:00 το πρωί, να με φάει η θάλασσα, να μου πιαστεί το πόδι από την υγρασία, να είμαι πάνω στον καιρό και η γυναίκα μου να ’χει –παράδειγμα φέρνω τώρα– να ’χει πάει να πιει καφέ με τη φίλη της και να μου ’ρθει στις 11:00 η ώρα. Αυτά είναι παραμύθια, έτσι; Και ανάθεμα την Παπανδρέαινα που κατάστρεψε την ελληνική οικογένεια. 

S.V.:

Να σε ρωτήσω, γούρια στη θάλασσα έχεις;  

Τ.Κ.:

Πώς; 

S.V.:

Γούρια. Γούρι. Γούρια. 

Τ.Κ.:

Δεν πιστεύω τέτοια πράγματα εγώ. 

S.V.:

Όχι. Ούτε προληπτικός ήσουνα. 

Τ.Κ.:

Ποτέ. Πιστεύω, έχω… έπιασα τον παπά της Μητρόπολης εδώ από εδώ, Τον κολλάω: «Ρε πούστη, ρουφιάνε, θα εξομολογήσεις εσύ εμένα; Ποιος είσαι ρε; Που θα μου πεις με πόσες γυναίκες έχω πάει; Σου ’πα, δεν τις θυμάμαι». Και είχε το θράσος να μου πει: «Και πόσα παιδιά έχεις νόθα;». «Να» του λέω. «Αυτός έμπαινε μέσα στη μήτρα, εγώ έμπαινα;» Λέει μια κουμπάρα: «Φύγετε». Παλαβές τις έβρισα, τρεις τέσσερις εκεί. Α στο διάολο. Να φιλήσω το χέρι του παπά; Ποιος ήταν ο παπάς; Ο πατέρας μου; Ή ο παππούς μου; Βέβαια, έχω στοιχεία με την Ανωτέρα Δύναμη, έτσι; Να κολλήσω οποιονδήποτε στον τοίχο.  

S.V.:

Κύριε Ταξιάρχη, ευχαριστούμε πάρα πολύ. 

Τ.Κ.:

Να ’σαστε καλά, ό,τι άλλο θέλετε, το τηλέφωνο το ’χετε. Και άμα καταλήξετε σ’ αυτούς τους… που τα ξέρουν όλα στα γραφεία, φέρτε τους κάτω. Κι άμα το ξέρω και δυο μέρες πριν, μπορεί να μπούμε στη βάρκα, να το κάνουμε πιο έντονο το πράγμα, να κάνουμε το μπάνιο… 

S.V.:

Πιο βιωματικό. 

Τ.Κ.:

Ναι. Αν θα βρούμε κάναν αχινό να πιούμε ένα ουζάκι μες στη βάρκα, καμιά τηγανιά πέρκες και οτιδήποτε μείνει. Αλλά τα στοιχεία μου είναι ένα εκατομμύριο ερασιτέχνες επί το μίνιμουμ, μίνιμου 3 κιλά το μήνα ο καθένας, 36 εκατομμύρια κιλά η ερασιτεχνία. 

S.V.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ. 

Τ.Κ.:

Να ’σαστε καλά.