© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Ιστορίες Ψαράδων του Αργολικού Κόλπου: Βασίλης Ηλίου

Istorima Code
10414
Story URL
Speaker
Βασίλης Ηλίου (Β.Η.)
Interview Date
31/03/2022
Researcher
Stavros Vlachos (S.V.)

[00:00:00]

S.V.:

Είναι Παρασκευή 1 Απριλίου, είμαστε στην Κοιλάδα, λέγομαι Βλάχος Σταύρος. Το όνομά σας; 

Β.Η.:

Το όνομά μου είναι Ηλιού Βασίλης… 

S.V.:

Ωραία. 

Β.Η.:

Είμαι πρόεδρος του αλιευτικού συλλόγου Δήμου Ερμιονίδας. 

S.V.:

Ωραία. Βασίλη, ευχαριστούμε για τη συνέντευξη. 

Β.Η.:

Να ’στε καλά. 

S.V.:

Θέλω αρχικά κάποια πράγματα για σένα, να μου πεις εδώ πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες; 

Β.Η.:

Ωραία. Γεννηθήκαμε εδώ, στην Κοιλάδα Αργολίδος το 1979, είμαι από τους… είμαι η τελευταία γενιά ψαράδων, και, αφότου τελείωσα το γυμνάσιο, ασχολούμαι επαγγελματικά με την αλιεία στον τόπο μου.  

S.V.:

Για μίλα μου λίγο εδώ πέρα για την Κοιλάδα, είναι από παλιά παραδοσιακό ψαροχώρι; 

Β.Η.:

Θα σου πω συγκεκριμένα για την οικογένειά μου. Εγώ είμαι τέταρτη γενιά ψαράδων της οικογένειάς μου, από προπάππου και συνέχεια, και φυσικά ήτανε από τις… απ’ ό,τι γνωρίζω στο νομό Αργολίδος, ήτανε… δεν, αλλού δεν υπήρχανε ψαράδες εκτός απ’ το χωριό μας. Δηλαδή μέχρι τη δεκαετία του ’50 δεν υπήρχε πουθενά αλλού ψαράς, μόνο στον τόπο μου, μόνο στο χωριό μας. Και οι οποίοι φεύγαν από δω και φτάνανε μέχρι Άγιο Όρος. Ας πούμε, ο παππούς μου πήγαινε μέχρι Άγιο Όρος για ψάρεμα. Υπήρχαν τα γριγρί, τα μεγαλύτερα σκάφη, που πηγαίνανε μέχρι… μέχρι Οθωνούς, Πάτρα, Λαύριο συχνά, το πιο συχνό ήταν το Λαύριο, και στα νησιά ύστερα. Ήταν μεγάλος ο αλιευτικός στόλος που υπήρχε και πολύς ο κόσμος που ασχολιότανε με τη θάλασσα, δηλαδή το 95% του χωριού ήτανε ή αλιεργάτες ή ιδιοκτήτες αλιευτικών σκαφών. 

S.V.:

Άρα εσύ ως παιδί εδώ πέρα, οι αναμνήσεις σου οι πρώτες ποιες είναι; Σχετικά με τη θάλασσα και το ψάρεμα; 

Β.Η.:

Σαν παιδί, ήταν, η ενασχόλησή μας ήτανε… δηλαδή τον ελεύθερό μας χρόνο, εκτός δηλαδή, όταν δεν είχαμε σχολείο, πηγαίναμε, ασχολιόμασταν συνεχώς με το ψάρεμα. Δηλαδή… έστω και να παίξουμε, με τη θάλασσα ασχολιόμασταν. 

S.V.:

Άρα έτσι κόλλησες, φαντάζομαι, κι εσύ σε… 

Β.Η.:

Ε, κόλλησα, το κόλλησα το μικρόβιο πολύ μικρός. Το κόλλησα το μικρόβιο απ’ τους μπαρμπάδες μου κι απ’ τα ξαδέρφια μου, γιατί ο πατέρας μου ταξίδευε το μεγαλύτερο διάστημα ως ναυτικός και ψαροκαπετάνιος, και πήγαινα με τους μπαρμπάδες μου, όταν ήμουνα δηλαδή 7-8 χρονών, πήγαινα με τους μπαρμπάδες μου. Με τα δίχτυα, με τα δέματα, με τους σβώλους, με… κάναμε διάφορες δουλειές, από χταπόδια κοπανάγαμε… ό,τι μπορείς να φανταστείς. 

S.V.:

Και σ’ ενθουσίαζε έτσι το ψάρι, το να το πιάνεις, το να… 

Β.Η.:

Ακριβώς. Ήτανε σαν ναρκωτικό η θάλασσα. Μας άρεσε από τη μικρή ηλικία. 

S.V.:

Στην πορεία τι γίνεται μετά; 

Β.Η.:

Στην πορεία μετά… μετά το τέλος που… μετά το σχολείο, μετά το γυμνάσιο μάλλον, που σταμάτησα, μ’ έβαλε ο πατέρας μου να διαλέξω. Μου λέει: «Διάλεξε, τι θέλεις να κάνεις, να συνεχίσεις το σχολείο, θες να ’ρθεις… θέλεις να ’ρθεις μαζί μου, θες να γίνεις ψαράς εδώ;» Του λέω: «Θα κοιτάξω να ’ρθω μαζί σου, γιατί είναι καλύτερα τα χρήματα». Εκείνη την εποχή ήτανε καλύτερα τα χρήματα.

Β.Η.:

Πράγματι, την επόμενη χρονιά ξεκινήσαμε μαζί του, πήγα δοκιμαστικά για δυο μήνες. 

S.V.:

Πού; 

Β.Η.:

Πήγαμε στη Μαδαγασκάρη. Έμεινα δύο μήνες εκεί πέρα, είδα τα πράματα πώς ήτανε. Μου άρεσε… 

S.V.:

Ποια ήταν η πρώτη εμπειρία τότε, ως παιδί κιόλας; 

Β.Η.:

Ήταν το κάτι άλλο. ’Ντάξει, ήταν… ήτανε κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Δεν ήτανε όπως είναι η αλιεία εδώ πέρα, απλά εκεί πέρα, εκεί ήτανε, ξέρεις, έφευγες ταξίδι ένα μήνα, θα γύριζες μετά στο μήνα, θα καθόσουνα… καθόσουνα δυο τρεις μέρες και ξανασυνέχιζε η αλιεία, αυτό ήταν το σύστημα της δουλειάς εκεί πέρα. Και όσο πιο πολλή παραγωγή έκανες, τόσο πιο πολλά χρήματα έπαιρνες. 

S.V.:

Και φεύγατε από δω με το σκάφος και πηγαίνατε;… 

Β.Η.:

Όχι, τα σκάφη ήτανε… ήτανε εκεί πέρα. Οι εταιρείες ήτανε με τις εγκαταστάσεις τους εκεί πέρα, είχαν τα πάντα, είχανε ψυγεία, είχανε εργοστάσια, είχαν τα πάντα. Και αργότερα, όταν επέστρεψα, ασχολήθηκα, δούλεψα σε κάποιους συγγενείς, σε γριγρί, σε βιντζότρατες, σε διχτυάρικα. Είχαμε βέβαια το δικό μας καΐκι, αλλά το καΐκι το δικό μας ήμουνα μικρός ακόμα σ’ αυτή την… τότε και δεν το δούλευα, τη βιντζότρατα. Είχαμε μόνο τη βιντζότρατα τότε. Κι όταν ερχόταν ο πατέρας μου, δουλεύαμε τέσσερους μήνες με τον πατέρα μου και μετά… συνέχισε ο πατέρας μου στο… τα ταξίδια του. Εγώ ξαναπήγα στη Μαδαγασκάρη τότε, στα 17, έμεινα ένα πεντάμηνο τότε, δούλεψα μαζί του. Μετά γύρισα, έκανα το στρατιωτικό μου στα 19 και, μόλις το τελείωσα το στρατιωτικό, ξαναπήγα κάτω, εκεί, ως δεύτερος καπετάνιος, και σε τέσσερους μήνες ανέλαβα καπετάνιος μέχρι το 2000… απ’ το 2001 μέχρι το 2006, παρέμεινα ως καπετάνιος εκεί πέρα. Στα γαριδάδικα. 

S.V.:

Δηλαδή σε πολύ μικρή ηλικία… 

Β.Η.:

Σε πολύ μικρή, σε πολύ μικρή ηλικία, ναι. Κι ήμουνα απ’ τους τελευταίους… τελευταίους Έλληνες που βγήκανε καπεταναίοι. Απ’ τους τελευταίους… ναι. Απ’ τους τελευταίους. Δεν υπήρχε δηλαδή, τότε ήτανε στην παρακμή οι Έλληνες, τελειώνανε, δηλαδή δεν ξανά… δεν υπήρχ[00:05:00]ε συνέχεια.  

S.V.:

Και πώς ένιωθες που τόσο μικρός ήσουνα έτσι… καπετάνιος; Σ’ ένα τόσο… 

Β.Η.:

Ένιωθα πολύ μεγάλο ενθουσιασμό και… ήμουνα πολύ ενθουσιασμένος και δούλευα πάρα πολύ, πάρα πολλές ώρες την ημέρα, αλλά αμειβόμουνα. Δόξα τω Θεώ, ήτανε πάρα πολύ καλά τα χρήματα. 

S.V.:

Εκεί ποιος ήταν ο τρόπος αλιείας; Τι κάνατε δηλαδή; Θα μας περιγράψεις λίγο σε κάποιον που δεν ξέρει; 

Β.Η.:

Ναι, ο τρόπος αλιείας εκεί πέρα… βασικά αλιεύαμε γαρίδες, δουλεύαμε σε συρόμενα εργαλεία, σε μηχανότρατες, μεγάλες μηχανότρατες, γύρω στα… από 27 μέτρα μέχρι 30 μέτρα. Και ο τρόπος αλιείας… μάλλον ήτανε γύρω στους 6… η σεζόν αλιείας για εμάς ήτανε γύρω στους 6 μήνες, παραμέναμε μες στο σκάφος και τα ταξίδια μας ήτανε γύρω… φεύγαμε, ξεκινάγαμε απ’ το λιμάνι και πηγαίναμε γύρω στα 600 μίλια μακριά. Ήταν η απόσταση του πεδίου αλιείας που είχαμε. Δουλεύαμε γύρω στον ένα μήνα, μετά γυρνάγαμε στο λιμάνι, ξεφορτώναμε, ξεκουραζόμαστε κάνα δυο μέρες και μετά ξανά το ίδιο. Επί 5, επί 6 μήνες αυτό το πράμα γινότανε. 

S.V.:

Και κάνατε και συσκευασία, διαλογή όλη πάνω στο σκάφος δηλαδή, ε; 

Β.Η.:

Ναι. Το πλοίο ήταν εργοστάσιο, είχε νούμερο εξαγωγής, γινόταν η διαλογή, το πλύσιμο, το πακετάρισμα. Και μόλις ερχόμασταν στο λιμάνι, ξεφορτώναμε και έφευγε για Ευρώπη το προϊόν. 

S.V.:

Άρα πόσο έκατσες στην Αφρική, εκεί; 

Β.Η.:

Ε, στην Αφρική συνολικά γύρω στα 10 χρόνια. Γύρω στα 10 χρόνια. 

S.V.:

Γιατί δε συνέχισες και γύρισες; 

Β.Η.:

Γιατί δε συνέχισα. Γιατί τα τελευταία χρόνια, μετά το 2005, υπήρχε πολλή παραγωγή γαριδοτροφείου γαρίδας κι ο κόσμος είχε στραφεί προς τη γαριδοτροφείου γαρίδα, η οποία ήτανε πιο φτηνή. Και την ελευθέρα… την γαρίδα της θάλασσας δεν την προτιμούσαν λόγω κόστους. Ήτανε, ήταν πιο ακριβή. Εντωμεταξύ είχε και γαριδοτροφεία πολλά τότε εκεί πέρα η περιοχή και, εντωμεταξύ, είχε πάρει και τα κάτω η παραγωγή. Πήρε τα κάτω η παραγωγή, δηλαδή εκεί που μαζεύαμε γύρω στους 160, 170 τόνους το οχτάμηνο, έπεσε γύρω στους 100. Και δεν συνέφερε την εταιρεία, γιατί ήμασταν ακριβοπληρωμένοι. Κι έτσι σταματήσαμε, και εγώ και ο πατέρας μου αυτή τη χρονιά.

Β.Η.:

Ύστερα επιστρέψαμε στην Ελλάδα και ασχοληθήκαμε με το ψάρεμα εδώ. Δηλαδή ουσιαστικά το 2006, απ’ το 2006 κι ύστερα μπήκα επαγγελματικά στην αλιεία εδώ στο χωριό. 

S.V.:

Στον Αργολικό κόλπο; 

Β.Η.:

Στον Αργολικό κόλπο και στον Αργοσαρωνικό από κει. Με τη βιντζότρατά μου και με τα… και με τα δίχτυα. 

S.V.:

Για πες μας εδώ για τον κόλπο, πώς ήταν τα αλιεύματα τα πρώτα χρόνια και πώς εξελίχθηκε; Ήταν καταρχήν ένας πλούσιος κόλπος ο Αργολικός πάντα; 

Β.Η.:

Ο Αργολικός κόλπος ήτανε και είναι πλούσιο μέρος. Απλά το θέμα τώρα είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουνε μειωθεί πάρα πολύ τα αλιεύματα κι ο λόγος που πιστεύω εγώ ότι έχουνε μειωθεί τα αλιεύματα είναι η μόλυνση. Και επίσης τα θηλαστικά. Έχουμε τεράστιο πρόβλημα με τις φώκιες, τις χελώνες και, εκεί που είχαμε πρώτο… ως πρώτο… πρώτο παράγοντα ζημιάς τα δελφίνια, τώρα έχουμε τις φώκιες και τις χελώνες. 

S.V.:

Για πες μας ένα παράδειγμα εσύ σ’ έναν ψαρά, πώς κάνει ζημιά ένα κητώδες; 

Β.Η.:

Θα σου πω εγώ παράδειγμα, τα δίχτυα αυτά εδώ πέρα τα βλέπεις. Εγώ αυτά τα δίχτυα εδώ πέρα τα μπάλωσα πριν τέσσερις ημέρες, πέντε, πριν πέντε ημέρες, συγγνώμη, και πήγα τρεις ημέρες στη δουλειά, σερί. Λοιπόν, και γύρισα και τα ’χω γυρίσει και είναι κουρέλια. Γιατί; Πάω, τα βάζω στη στεριά το απόγευμα, το βράδυ, μόλις κοντεύει να νυχτώσει, και μετά πάω τη νύχτα, πάω με τα φώτα και, ας πούμε, φοβίζω τα ψάρια με τα φώτα και τα μαζεύω. Τι γίνεται τώρα; Η φώκια με παίρνει από πίσω. Και προτού πάω εγώ, έχει περάσει όλα τα δίχτυα, τα ’χει ξεπατώσει κι εγώ και δεν παίρνω και ψάρια και μου ’χει κάνει και ζημιά. Η ζημιά άμα… τώρα δε φαίνεται εδώ πέρα, γιατί το αφαίρεσα ένα δίχτυ εκεί γύρω στα 40 μέτρα, το ’χω αφαιρέσει για να βάλω άλλο, το ’χε διαλύσει. Και δεν είναι μόνο αυτό, έχω, φαντάσου ότι έχω άλλα 5 τέτοια. Κι αυτό για να μπαλωθεί θέλει 3 ημέρες. Λοιπόν, έχει γίνει πάρα πολύ μεγάλη ζημιά στο ιχθυοαπόθεμα από τις φώκιες. Επίσης, έχουνε… δεν… εδώ πέρα παλιά με τη βιντζότρατα κάθε μέρα θα μαζεύαμε 20 κιλά, 25 κιλά χταπόδια, σουπιές. Τώρα δεν… αυτά τα τελευταία χρόνια που δουλέψαμε δεν υπήρχε αυτό το πράμα. Δηλαδή άμα πιάναμε τέσσερις σουπιές κι ένα χταπόδι την ημέρα, λέγαμε, ρε τι έγινε; Μπράβο. Παιδιά, δεν το πιστεύετε, αλλά τα διαλύσαν όλα. [00:10:00]Τα φάγαν τα χταπόδια, τα ρημάξαν όλα. Δηλαδή όποτε τηνε βλέπεις τη φώκια, έχει ένα χταπόδι στο στόμα. Φαντάσου τώρα φώκιες, από 250 και 300 κιλά που είναι αυτές, κάθε μέρα τι τρώνε. Οι χελώνες; Να, καλάρισε το… πριν τέσσερις ημέρες εδώ πέρα, το γριγρί εδώ απ’ όξω και πήρε 30 χελώνες μέσα. 30 χελώνες. 

S.V.:

Υπήρχαν από παλιά αυτά τα κητώδη εδώ πέρα ή έχουν πολλαπλασιαστεί; 

Β.Η.:

Εγώ θα σας πω κάτι. Εποχιακά πέρναγε μία φώκια εδώ πέρα. Εποχιακά. Δηλαδή εγώ δεν, δεν είχε τύχει να τηνε δω. Μου το είχανε πει. Απλά είχα δει μια φορά, είδα σκισμένο το σάκο στην τράτα μου και ρωτάω τον πατέρα μου τότε, σαν μεγαλύτερος που είναι: «Τι είναι αυτό, καλέ;» Μου λέει: «Το έχει φάει φώκια, δεν το βλέπεις» μου λέει «το φάγωμα πώς είναι; Δεν είναι δελφίνι» μου λέει. «Άμα ήτανε δελφίνι, θα ’ταν διαλυμένο όλο». Κι ήτανε φώκια. Εδώ πέρα τι έγινε; Κάποιοι… κάποιες οικολογικές οργανώσεις πήγανε και ρίξανε φώκιες. Και γεμίσαν τον κόσμο. Εντάξει, οι χελώνες αναπαραχτήκανε πιο πολύ, λόγω της προστασίας. Κάποιοι κύριοι πήγαν εκεί πέρα στη… στο Σαν Τζόρτζιο και το γεμίσανε φώκιες. Και οι 5 φώκιες γίνανε 55 τώρα. Και πας εκεί πέρα, λέει, τώρα και φοβάσαι να βγεις έξω απ’ τις φώκιες. Τι να σου πω; Στη Μήλο κάτω είχανε βάλει κάτω μέχρι και φύλακα και τις προστάτευε. Να σου πω. Εμείς εδώ πέρα πίσω απ’ την Ύδρα είχαμε ένα μέρος που το λέγανε Φώκια, ήταν ένα νησάκι… ένα μικρό νησάκι, το οποίο πήγαινε και άραζε, έβγαινε μια φώκια, την έβλεπες κάθε δύο χρόνια. Δεν υπήρχε δηλαδή συνέχεια. Γύριζε, ταξίδευε. Και τώρα έχει γεμίσει ο κόσμος φώκια. Εντωμεταξύ είναι κι εδώ πέρα οι οικολόγοι της Ύδρας που λέγονται… έτσι λέγεται αυτή η ομάδα, λέγεται «Η φώκια της Ύδρας», που προστατεύουνε και τι κάνουνε; Δίνουν από ένα δοχείο λάδι στον κάθε ψαρά, για να τον ξεγελάσουνε, για να μην πειράζει τις φώκιες. Τώρα σηκώνει παραγάδι ο άλλος και μπροστά του είναι η φώκια και τονε τρώει. Βλέπεις απάνω άμα έχει κάνα ψάρι το παραγάδι, το ’χει πάρει αυτή, έχει πάει μπροστά αυτή, τον πιάνει απάνω το ψάρι και σε κοροϊδεύει κιόλας. Δηλαδή το πρόβλημα είναι τεράστιο τώρα, έχει δημιουργηθεί μεγάλο θέμα τώρα. Δηλαδή και εγώ ένας λόγος τώρα δηλαδή που, ας πούμε, αυτές τις μέρες που δεν πηγαίνω στη δουλειά είναι αυτός. Εντάξει, υπάρχει μόλυνση ακόμα… 

S.V.:

Για τη μόλυνση, αυτό θα σε ρωτούσα, πώς την παρατηρείς αυτή τη μόλυνση, τι είναι; 

Β.Η.:

Λοιπόν, θα σου πω για τη μόλυνση. Γιατί τη μόλυνση τηνε βλέπουμε, θα σου πω, για να καταλάβεις, ότι τη μόλυνση ένας απλός διχτυάρης, που δουλεύει δίχτυα, δεν τη βλέπει. Την μόλυνση την είδαμε εμείς, εμείς οι… δηλαδή αυτοί, αυτοί, εμείς οι κάτοχοι, που ’χουμε τις βιντζότρατες. Γιατί; Με τη βιντζότρατα ρίχνεις το δίχτυ και το τραβάς και βλέπεις τι σου φέρνει από τον πάτο. Δηλαδή είτε είναι φύκιο είτε είναι κομποπούλα είτε είναι ποσειδωνία είτε είναι πετραδάκια είτε… ό,τι, οτιδήποτε. Αυτή τη στιγμή εδώ πέρα υπάρχουν, υπήρχανε μέρη τα οποία ήτανε γεμάτα στο φύκιο. Το φύκιο δεν το έκοψε η τράτα, γιατί η τράτα… ’ντάξει, άσε ότι τα τελευταία χρόνια η τράτα δούλευε, δε δούλευε, δούλευε, δε δούλευε. Χάθηκε το φύκιο. Χαθήκανε η άλλη η βρομίτσα, το σταφυλάκι που είχε, χαθήκαν όλα. Άμα δηλαδή πάμε με τη βιντζότρατα και ρίξουμε μια καλάδα δω απ’ όξω, θα ’ρθει η βιντζότρατα πλυμένη, θα ’ρθει το δίχτυ πλυμένο. Δηλαδή δεν υπάρχει μία… να, θα… δε θα το πιστεύεις, δεν υπάρχει μία βρόμα επάνω. Δεν υπάρχει ένα φυκάκι, μια κομποπούλα, αυτά πώς τα… το σταφυλάκι, δεν υπάρχει. Και σου λέω, αυτό δεν το βλέπουν όλοι, το βλέπουμε εμείς που κάναμε αυτή τη δουλειά, που τραβάγαμε μ’ αυτό το συρόμενο εργαλείο… λοιπόν. Κάτι άλλο. Έχει γεμίσει τώρα ο τόπος εδώ μέσα λάσπη. Αυτή η λάσπη δεν κάνει καλό. Γιατί συσσωρεύεται, συσσωρεύεται, συσσωρεύεται και το ψάρι σηκώνεται απ’ το βυθό. Δεν μπορεί να πάει κάτω να φάει. Έστω αυτή την άμμο που θα σκάψει η κουτσομούρα. Το μόνο τώρα, το μόνο τώρα τα τελευταία χρόνια που ’χει αυξηθεί… έχει χαθεί ο μπακαλιάρος. Το πρώτο πράμα που χάθηκε εδώ πέρα ήταν η μαρίδα. Η μαρίδα ήταν το πιο καθαρό ψάρι, δηλαδή με το που έβλεπες καθαρό μέρος και είχε ποσειδωνία, λίγο φυκάκι ή μια βρομίτσα, είχε μαρίδα. Ψόφησε η ποσειδωνία, το φυκάκι, χάθηκε η μαρίδα. Τελείωσε. Πουθενά. 

S.V.:

Εσύ πού το αποδίδεις αυτό; 

Β.Η.:

Πού το αποδίδω αυτό. Εγώ το αποδίδω… υπάρχουνε πολλοί παράγοντες. Πρώτος παράγοντας είναι η ιχθυοκαλλιέργεια. Σκέψου τώρα να πας εσύ στην τουαλέτα, μάλλον να πας σ’ ένα μέρος και να κάνεις την ανάγκη σου επί 25 χρόνια ή 30 χρόνια, τι θα γίνει. Και τώρα που ξεγελάν τον κόσμο, που λένε: «Να, θα σκαντζάρουμε τη μονάδα, από δω να την πάμε 10 μέτρα δίπλα». Κοροϊδεύουν τον κόσμο. Κοροϊδεύουν τον κόσμο. Δυστυχώς. Και… α, θα σου πω κι άλλα πράματα. Μετά απ’ την ιχθυοκαλλιέργεια, οι πολλές αφαλατώσεις. Οι πολλές αφαλατώσεις. Δυστυχώς, παιδιά, έχουμε… όλες οι βίλες γύρω γύρω, λόγω της ιδιομορφίας του… της Ερμιονίδας εδώ πέρα, δεν υπάρχει νερό κι όλες οι βίλες έχουνε –επειδή υπάρχουνε πάρα πολλές βίλες– έχουν αφαλατώσεις. Απ’ τις αφαλατώσεις και από τις πισίνες… Άμα σου λέω… άμα δεις κει μέσα, έχω καμιά εικοσ[00:15:00]αριά δοχεία. Να, δω χάμω. Μεγάλα. Όλα αυτά είναι χλώριο από πισίνες. Το χλώριο που ρίχνουνε στις πισίνες μέσα. Και πάμε και παίρνουμε τα μπιτόνια, για να τα ’χουμε για τις καλαδούρες εμείς, για τα δίχτυα. Λοιπόν, οι πισίνες κι οι αφαλατώσεις. Μεγάλη ζημιά. Τεράστια ζημιά. Εκείνα τα χρόνια, ο παππούς μου δουλεύανε κάποια δίχτυα που πηγαίνανε και βρίσκανε μια τρύπα και την κλείνανε γύρω γύρω με τα δίχτυα και βάζανε… παίρνανε ένα σφουγγάρι, το βουτάγανε στο χλώριο και το ρίχνανε μέσα κι έβγαινε το ψάρι έξω, για να φοβηθεί και να το πιάσουνε, απ’ την τρύπα, να φύγει. Και τότε τους απαγορέψανε. Επειδή προκαλούσανε ζημιά στη θάλασσα. Αλλά άμα πήγαινες μετά από δυο μέρες σ’ εκείνη την τρύπα, πάλι είχε ψάρι μέσα. Λοιπόν, φαντάσου τι έχει γίνει μ’ αυτά. Άλλο τώρα. Έναν… ένα ιχθυολόγο που βγαίνει στη… στα τέτοια, το Λοβέρδο Στελλακάτο, κάπως έτσι, πώς λέγεται το παλικάρι αυτός, το έχεις δει; 

S.V.:

Τον έχω δει, ναι. 

Β.Η.:

Ετούτα τα ρημαδιακά τα κλουβιά, τα ψάρια, για να τους φύγουν τα μικρόβια, τους ρίχνουν μέσα φορμόλη. Τα κάνουνε μπάνιο στη φορμόλη. Τους ρίχνουνε στυρένιο κι όλα αυτά πού καταλήγουνε; Στη θάλασσα. Λοιπόν, εδώ το μέρος ήτανε πλούσιο σε σαρδέλα, σε γοπαρέλα, σε γόπα, σε γαύρο… Υπήρχανε, υπήρχε χρονιά, ρε παιδιά, που είχε κάνει έρευνα το Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών και ο μπακαλιάρος εκείνη τη χρονιά, χωρίς υπερβολές, είχε έρθει στο λιμάνι μέσα. Ήτανε τόσο πολύς ο μπακαλιάρος, που ερχόταν εδώ μέσα ο… Αφού εγώ εκείνη τη χρονιά με την τράτα δούλευα για μπακαλιάρο. Δε δούλευα ούτε για μαρίδα ούτε για κουτσομούρα. Πιάναμε μπακαλιάρους και βγάζαμε το μεροκάματο με την τράτα. Πού; Στα 15 μέτρα, στα 10 μέτρα, στα 20 μέτρα. Λοιπόν, αυτά τα πράγματα χαθήκανε. Όλα αυτά εδώ πέρα τα δίχτυα που βλέπεις κι άλλα τόσα που ’χω κάτω στην παραλία είναι για μπακαλιάρους. Τώρα αυτά είναι άχρηστα. Είναι άχρηστα. Δεν ξέρω τι να τα κάνω τώρα. Σκέφτομαι να τα πουλήσω. Κι έχει γίνει μεγάλη ζημιά. Δυστυχώς οι ιχθυοκαλλιέργειες, έχει γίνει… από κείνο, από τα στυρένια κι από τα… κι απ’ τη φορμόλη έχει γίνει ζημιά στο αβγό. Έχει γίνει μεγάλη ζημιά στο αβγό. Και έχουνε… δεν αναπαράγονται τα ψάρια. Το μόνο που έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια ήταν το μελανούρι, το οποίο ζύγωνε κοντά στα κλουβιά κι έτρωγε, το οποίο το έδιωξε το λεσεψιανό, ο γερμανός, που λέμε, και τώρα δεν υπάρχει ούτε γερμανός. Επειδή τελείωσε το φαΐ και το φαΐ του δεν είναι μετρημένο τότε, το ρίχνανε ασύστολα το φαΐ, ασύστολα. Τώρα δεν υπάρχει ούτε γερμανός. Και το μόνο που υπάρχει τώρα αυτή τη στιγμή, όταν ζεσταίνει ο καιρός μάλλον, είναι η κουτσομούρα. Δεν υπάρχουν άλλα ψάρια. Οι παλαμίδες που περνάγαν απ’ τον τόπο και πολλά άλλα ψάρια δεν υπάρχουνε. Δυστυχώς.  

S.V.:

Και το αποδίδεις στη μόλυνση εσύ και στη ρύπανση αυτού του είδους δηλαδή και στην απώλεια της ποσειδωνίας και των… 

Β.Η.:

Ακριβώς. Δηλαδή ψόφησε η ποσειδωνία και δεν υπάρχει οξυγόνο. Δηλαδή, ας πούμε, θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Τα μέρη απέναντι, η περιοχή λέγεται Σαλάντι. Πήγαινες το καλοκαίρι και δεν μπορούσες να κάνεις μπάνιο στη θάλασσα απ’ το κρύο. Ήταν τόσο κρύα η θάλασσα. Τώρα πας και μπαίνεις με άνεση μέσα. 

S.V.:

Άλλες διαφορές στη θάλασσα που ’χεις παρατηρήσει μες στην πορεία των ετών αυτών; 

Β.Η.:

Εντάξει, η συσσώρευση σκουπιδιών, αυτό είναι… 

S.V.:

Το ’χεις δει κι αυτό, ε; 

Β.Η.:

Εε, πολλά τα σκουπίδια. Και θα σου πω να δεις και κάποια… γύρω στα 20 χρόνια πριν, όπου και να πήγαινες είχε βγάλει ένα χορτάρι σαν το λάχανο, η θάλασσα. Τότε ήτανε… ήτανε στη δεκαετία που ’χανε παρουσιαστεί τα… που ’χανε δημιουργηθεί τα ιχθυοτροφεία, είχε γεμίσει ο κόσμος απ’ το λάχανο. Πηγαίναμε, όπου πηγαίναμε με τη βιντζότρατα δεν μπορούσες να τραβήξεις καλάδα, γινόσουνα τουλούμι. Ήρθε, ήρθε, ήρθε, ρε παιδιά, που εξαφανίστηκε αυτό το πράμα. Αυτό το πράμα ήτανε σαν το ρόδι, το ’πιανες στο χέρι και σου γινόταν το χέρι μετά μαύρο. Σαν το ρόδι.  

S.V.:

Ναι. 

Β.Η.:

Όπως βαστάς το ρόδι. Όταν καθαρίζεις το ρόδι. Εξαφανίστηκε αυτό, έφυγε. Ε, αυτά. 

S.V.:

Πίεση η θάλασσα, αλιευτική πίεση δέχεται, πιστεύεις, ο Αργολικός κόλπος; 

Β.Η.:

Κοίταξε, τα τελευταία χρόνια η πίεση αυτή γίνεται με μέτρο. Πιστεύω ότι γίνεται με μέτρο, ο κόσμος έχει ευαισθητοποιηθεί. Και προσέχει περισσότερο. Τώρα, αυτό τώρα το τελευταίο που υπάρχει είναι πολλή ερασιτεχνική παράνομη αλιεία. Πολλή ερασιτεχνική παράνομη αλιεία. Και υπάρχουνε δηλαδή κάποιοι συναδέλφοι, ηλικιωμένοι, οι οποίοι έχουνε βρει το εύκολο κέρδος, ας πούμε, με τη σουπιά. Γιατί, σου λέει, να τη δώσω στο μανάβη με ένα κιλό 8 ευρώ και να μην πουλήσω τη μία 5 ευρώ; Και ασχολούνται εντατικά με αυτό, δηλαδή πιάνουνε σουπιές, πουλάνε στους ερασιτέχνες κι οι ερασιτέχνες, ε, μπορεί να πάνε και να γυρίσουνε με 70 κιλά καθαρά. [00:20:00]

S.V.:

Τα προηγούμενα χρόνια είχε δεχτεί πίεση ο Αργολικός; 

Β.Η.:

Τα προηγούμενα χρόνια, εδώ και μια δεκαετία, και παραπάνω από δεκαετία, ήτανε κάπως πιο free τα πράματα, δηλαδή υπήρχε η μηχανότρατα, υπήρχε η βιντζότρατα, που τράβαγε όπου να ’τανε. Εντάξει, η μηχανότρατα… κοίταξε να δεις, να σου δώσω να καταλάβεις. 

S.V.:

Ναι. 

Β.Η.:

Όταν ένα χωράφι, όταν ένα χωράφι πιάσεις και το οργώσεις μια φορά, για να αποδώσει, θέλει πάλι μετά ξανά όργωμα. Αυτό έχει γίνει και με τον Αργολικό τώρα, εδώ πέρα. Ο Αργολικός τώρα σιγά σιγά αργοπεθαίνει. Γιατί; Η μηχανότρατα, ας πούμε, ερχόταν μέχρι εδώ έξω. Άμα βγεις εδώ απ’ όξω, εδώ, απ’ όξω στην εκκλησία πέρναγε η μηχανότρατα. Λοιπόν, εκείνα τα χρόνια είχε ένα χορταράκι, το οποίο το λέγαμε εμείς εδώ πέρα μαρούλι. Εγώ εδώ πέρα δεν το γνώρισα το μαρούλι. Εδώ απ’ όξω ήταν το μαρούλι. Δεν το πρόλαβα, το είδα σε άλλα μέρη. Αυτό τι γινόταν; Με τα χρόνια που πέρναγε η μηχανότρατα, το σκούμπιζε, το καθάριζε. Ψόφαγε, ψόφησε τελικά αυτό το πράμα εδώ πέρα. Τι γινόταν; Αυτό ήταν τροφή για τα μπαρμπούνια, για τη μαρίδα. Έφυγε το μαρουλάκι αυτό και παρέμεινε η λάσπη. Η λάσπη που παρέμεινε τράβηξε την κουτσομούρα. Αυξήθηκε 200% η παραγωγή της κουτσομούρας και μειώθηκε το μπαρμπούνι. Από τότε που σταμάτησε η μηχανότρατα, μειώθηκε κάποιες χρονιές η κουτσομούρα. Και τώρα έχει πάρει τα πάνω, μάλλον λόγω της θερμοκρασίας είναι της θάλασσας. Γιατί η κουτσομούρα θέλει ζεστή, ζεστά νερά. Κι έχει αυξηθεί. Αυτά γενικά με την αλιεία. Είμαστε αντίθετοι προς τις ιχθυοκαλλιέργειες, προς την δημιουργία. Θέλουμε κατά κάποιο τρόπο να… να μπορούσαμε να είχαμε κάποια δύναμη να μπορούσαμε να διώχναμε τις ιχθυοκαλλιέργειες, γιατί είναι πάρα πολλές στον Αργολικό. Να τις διώχναμε απ’ τον τόπο, γιατί… ειδικά εκεί μέσα έχει καταστραφεί τελείως, δηλαδή εκεί, ο όρμος της Βουρλιάς, δηλαδή σιχαίνεσαι να πέσεις και στη θάλασσα. Τόσο πολύ… Έχει αλλάξει το χρώμα της θάλασσας… Τι να σου πω, είναι δραματική η κατάσταση. 

S.V.:

Υπάρχουν άλλα… είπες για το μαρούλι, υπάρχουν άλλα πράματα που από αφηγήσεις παλιών έχεις ακούσει κι εσύ ή γνώρισες ή οι ίδιοι ή κάτι άλλο στη θάλασσα; 

Β.Η.:

Όχι, εκτός από το μαρούλι όχι. Μόνο το μαρουλάκι αυτό χάθηκε από εδώ πέρα. Δηλαδή, άμα πας στην Κορακιά που είναι πιο δίπλα, έχει μαρουλάκι και σταφυλάκι, αυτές τις βρόμες. Αλλά εντάξει, μπορεί να ’ναι κι απ’ τη μόλυνση που χάθηκε, έτσι; Γιατί, κοίταξε εδώ πέρα, κάμπο έχουμε. Λιπάσματα, όλα αυτά πέφτουν στη θάλασσα. 

S.V.:

Ναι. Επηρεάζουν κι αυτά, πιστεύεις. 

Β.Η.:

Πολύ. Θα σου δώσω να καταλάβεις ότι εκείνα τα χρόνια που δουλεύαμε τη βιντζότρατα με τον πατέρα μου, μου ’λεγε, ξέρεις: «Κάτσε να βρέξει» μου λέει «να κινήσει κάνα ψαράκι να πάρουμε». Πέφτανε νερά δηλαδή γλυκά στη θάλασσα και περπατάγαν τα ψάρια. Ε, από τότε που ανέλαβα εγώ τη… δηλαδή εδώ και μια δεκαπενταετία, τη βιντζότρατα, όποτε έκανε βροχή, χανόντουσαν τα πάντα. Χανόντουσαν τα πάντα. Και περιμέναμε το νοτιά, να κάνει νοτιά, για να κάνουμε ξανά μεροκάματο. Παιδιά, ειλικρινά, χανόντουσαν τα πάντα με τη βροχή. Δηλητήριο. 

S.V.:

Είναι βιώσιμο σήμερα για έναν να ’ναι ψαράς εδώ πέρα στα μέρη σας; 

Β.Η.:

Δύσκολη απάντηση. Δύσκολη. Παιδιά, ναι, αν δεν υπήρχανε τα… αν δεν υπήρχαν τα θηλαστικά, θα μπορούσε ένας άνθρωπος να ζήσει απ’ τη θάλασσα. Θα μπορούσε. Για σκέψου τώρα, κάθε χρόνο να θέλεις γύρω στις 5 με 6 χιλιάδες ευρώ μόνο δίχτυα, άσε τα μεροκάματα που τα φτιάνεις, τα φτιάνεις μόνος σου. Να θέλεις κάθε χρόνο 5-6 χιλιάδες ευρώ να αγοράζεις δίχτυα. Δυστυχώς όμως, εδώ στον τόπο μας, κι από ανθρώπους της ηλικίας μου δηλαδή, που ’μαι 43 χρονών, δεν υπήρχε… δεν ακολούθησαν το επάγγελμα του… των πατεράδων. Γιατί είδαν ότι χρόνο με το χρόνο φθίνει το επάγγελμα. Δυστυχώς. Ένας λόγος είναι οι τιμές των ψαριών, καύσιμα, τα γνωστά. 

S.V.:

Είναι λυπηρό, βέβαια, αυτό. Για ένα μέρος τέτοιο. 

Β.Η.:

Είναι λυπηρό, όταν κατέβαινες στο λιμάνι κι έβλεπες κάποτε το λιμάνι ότι είχε 14 γριγρί κι άλλες 14-15 ανεμότρατες και τώρα πας και βλέπεις τα ερείπια. Δυστυχώς. Τώρα βλέπεις, ας πούμε, έχει… πόσα; 7 γριγρί είμαστε; 7 γριγρί και 4 ανεμότρατες, 5; Δυστυχώς. ’Ντάξει, αυτό είναι, εγώ πιστεύω… αν υπήρχε και μια βοήθεια απ’ το κράτος στο να μπορέσεις να φτιάξεις ένα καινούριο εργαλείο, να σε βοηθήσει λιγάκι, κάτι διαφορετικό θα υπήρχε. Κι εγώ σκεφτόμουνα να κάνω κάτι καλύτερο, κάτι άλλο, αλλά δεν έχω αυτή τη δυνατότητα από μόνος μου, ούτε το κράτος μπορεί να με βοηθήσει κι έτσι παρέμεινα σ’ αυτό που είμαι. 

S.V.:

Εσύ νιώθεις συνεχιστής μιας παράδοσης εδώ πέρα; Της αλιευτικής παράδοσης. Νιώθεις, έχεις αυτό το συναίσθημα; 

Β.Η.:

Ένας λόγος που δεν έχω εγκαταλείψει ακόμα αυτή τη δουλειά είναι αυτός[00:25:00] ο λόγος, ότι η οικογένειά μου ασχολιότανε μ’ αυτό και θέλω κι εγώ να παραμείνω σε αυτό. Αλλά, εντάξει, όχι… κοιτάω τώρα και κάνω… για κάποια εναλλακτικά πράγματα, τα οποία με βοηθάνε στο εισόδημα, γιατί αλλιώς δε βγαίνω. Πραγματικά. Ήταν η βιντζότρατα, ήταν διαφορετικά. Τώρα με τα δίχτυα, με το διχτυάρικο δεν μπορώ, δεν… δεν βγαίνω δηλαδή. Πρέπει να κάνω και κάτι άλλο ταυτοχρόνως. 

S.V.:

Φοβάσαι ότι μπορεί να επιδεινωθεί η κατάσταση στον Αργολικό κόλπο; Και μια μέρα να μειωθεί αρκετά αυτό που δίνει; 

Β.Η.:

Ήδη τα τελευταία χρόνια έχει χαθεί ο μπακαλιάρος. Έχει τώρα… τρεις χρονιές; Να σου δώσω να καταλάβεις. 

S.V.:

Ναι. 

Β.Η.:

Απ’ το 2010 που ’φτιαξα το σκάφος, το διχτυάρικο, είχα μόνο μπακαλιαρόδιχτα μέσα. Δεν δούλευα κάτι άλλο. Δούλεψα τέσσερις χρονιές σερί μπακαλιαρόδιχτα και μετά έφτιαξα κάποια καρτέρια, όπου, τα οποία δούλευα μελανούρια, δούλευα κοκάλια. Αλλά σκέψου ότι δούλευα 10 μήνες το χρόνο… όχι 10 μήνες, ψέματα. Δούλευα 5 μήνες το χρόνο μπακαλιάρο, είχα τη βιντζότρατα, και τις χρονιές που δεν είχα βιντζότρατα δούλευα μπακαλιάρο. Λοιπόν. Και τώρα δεν… Να πω ότι θα πάω τρεις ημέρες να βγάλω μεροκάματο από τον μπακαλιάρο; Δεν υπάρχει περίπτωση. Δεν υπάρχει περίπτωση. Και τώρα, πέρσι αναγκάστηκα κι έφτιαξα τούτα τα πυκνά κάτι για κουτσομούρα και παλεύουμε και μ’ αυτά. Έχουμε δηλαδή τα… δουλεύουμε τα καρτέρια, για χοντρά ψαράκια, για κάνα κοκάλι, για κάνα μελανούρι, κι έχουμε κι αυτά. Τους μπακαλιάρους, δεν τα βάζουμε μέσα καθόλου. 

S.V.:

Τώρα, οι ψαράδες, η νοοτροπία κάποιων ψαράδων… φέρουν κάποια ευθύνη; Κάνουνε κι οι ψαράδες κατά κάποιον τρόπο κακό στη θάλασσα; Σε κάποιες στιγμές; Σε κάποιες περιστάσεις; 

Β.Η.:

Κοίταξε, οι… τώρα, επειδή οι ψαράδες έχουν… οι μεγάλοι ψαράδες, οι μεγάλης ηλικίας ψαράδες έχουνε φύγει οι περισσότεροι, δηλαδή αυτοί που θα μπορούσαν να κάνουνε… Βασικά, εδώ στον τόπο το δικό μας, δεν έχουμε κάτι τέτοιο. Υπήρχανε σε άλλα μέρη, ας πούμε, στις Σπέτσες, οι οποίοι δουλεύαν το δυναμίτη. Στο Πόρτο Χέλι το ίδιο. Εμείς εδώ, το μέρος μας είχε τις μηχανότρατες. ’Ντάξει, εκείνα τα χρόνια ήτανε κάπως πιο free τα πράματα, πιο ελεύθερα τα πράματα, μπορούσε η μηχανότρατα, πήγαινε και δούλευε παντού. Μα ο ένας έκανε τα στραβά μάτια, μα ο άλλος έκανε έτσι, δούλευε παντού. Παντού. Εγώ δεν, εγώ δεν κατηγορώ κανένα εργαλείο ότι προκαλεί ζημιά. Σας είπα και πριν ότι για μένα είναι άλλοι οι λόγοι, είναι το περιβάλλον, είναι τα ιχθυοτροφεία, είναι οι αφαλατώσεις. Αυτά είναι η μόλυνση. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα, κάτι άλλο τώρα. Το 1992-93-94 φεύγανε αλιευτικά σκάφη από δω, γριγρί, και πηγαίνανε και δουλεύανε στον Αστακό, στη Λευκάδα, κάθε χρόνο. Δουλεύανε γαύρο. Μετά τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, απ’ αυτά που πέσαν στη θάλασσα χάθηκε ο γαύρος. Ούτε ξαναπατήσαν εκεί πέρα. 

S.V.:

Σ’ εκείνα τα μέρη, ε; 

Β.Η.:

Ούτε ξαναπατήσανε. Εντάξει, τώρα, μετά, με το πέρασμα των χρόνων, είναι κάποια σκάφη. Αλλά αυτά που πιάνανε τότε ούτε πρόκειται να ξαναγυρίσουνε. Τώρα έχουμε έναν… έχω έναν ξάδερφο εδώ πέρα, ο οποίος είναι… είναι απ’ την Πάρο το παιδί, αυτός. Έχει παντρευτεί εδώ πέρα, έχει παντρευτεί μια ξαδέρφη μου, ήρθε, ερχότανε κάποια χρόνια δω πέρα και δούλευε εδώ πέρα, στις αρχές, Μάρτιο… Μάρτη, Απρίλη, Μάη δούλευε εδώ. Και μετά έφευγε και πήγαινε στην Πάρο. Ο άνθρωπος τώρα αναγκάστηκε, επειδή τελειώσαν τα ψάρια εδώ πέρα, έχει αναγκαστεί κι έχει πάει στην Καβάλα. Έχει μετακομίσει οικογενειακώς κι έχει πάει στην Καβάλα. Και δουλεύει γαύρο. Γαύρο, σαρδέλα. Θα σου πω ένα άλλο, ένα άλλο παράδειγμα. Το 1992 πήγαινα δευτέρα γυμνασίου. Ένας από τους μεγαλύτερους ψαρότοπους σε γόπα πανελλαδικώς –και δεν υπερβάλλω– ήτανε η Ύδρα. 

S.V.:

Η Ύδρα. 

Β.Η.:

Λοιπόν, μετά τα Χριστούγεννα μάς δίνει μια άδεια το κράτος, στα γριγρί, και βγήκαν να δουλέψουνε. Γιατί τα γριγρί βγαίνουν το Μάρτη. Πάντα. Και δίνει μια άδεια να δουλέψουνε για 10 μέρες, για 15 μέρες, νύχτα. Και βγαίνουμε και πάμε… πάω με… είναι το καΐκι αυτό που πήγαινα τότε είναι εδώ χάμω. Είναι αυτό. Άμα θα πάτε κάτω στο μόλο, είναι το «Μαρία Α΄», το οποίο αυτό έχει φτιαχτεί με αυτό το νόμο του ’87 που σας είπα, που δίναν επιχορηγήσεις τότε. Και πάμε στην Ύδρα από πίσω. Ρε παιδιά, τι να σας πω; Πηγαίναμε κάθε βράδυ και μαζεύαμε από 600 τελάρα, 700 τελάρα γόπα. Ήμασταν 14… 17 καΐκια. Γιατί είχαν έρθει κι απ’ τη Σαλαμίνα καΐκια τότε. Το βράδυ δουλεύαμε εμείς, τα ξημερώματα πηγαίναν τα δυναμιτιάρικα, τα υδραίικα και τα σπετσιώτικα. 

S.V.:

Τρομερό. 

Β.Η.:

Ξέρετε τι γινόταν στη θάλασσα; Κι [00:30:00]όμως, είχε ψάρι. Τα δυναμίτια που χρησιμοποιούσανε… δε χρησιμοποιούσαν, να πούμε, ότι βάζαν ένα μασούρι, ένα δυναμίτη, το ρίχνανε, άντε, τελείωσε εδώ πέρα, το… έπιασε 10 τετραγωνικά, 20… Βάζανε νιτρική αμμωνία. Η νιτρική αμμωνία τι είναι, ξέρεις; 

S.V.:

Πολύ καυστικό… 

Β.Η.:

Το λίπασμα. Το λίπασμα που ρίχνουν στα χωράφια. Το ανακατεύαν με πετρέλαιο και ρίχναν, έριχναν ένα δοχείο ή μια μπουκάλα του γκαζιού και φαντάσου τι γινότανε κάτω. Χώρια το ότι το λίπασμα κατακαθότανε κάτω κι έκαιγε τα πάντα. Γι’ αυτό καταστράφηκε η θάλασσα. Εδώ πέρα ένα μέρος, εδώ απ’ όξω απ’ το χωριό, κάθε χρόνο περνάγαν τα φαγκριά. Ετούτος ο μπάρμπας που ’χω δω πέρα δίπλα είχε κάτι διχτάκια, πήγαινε κι έπιανε. Είχε πιάσει, εκείνη τη χρονιά είχε πιάσει 20. Το πήρανε χαμπάρι κάτι κύριοι, έρχονται με το φουσκωτό μια νύχτα, την αμολάνε μία, πάει την άλλη μέρα, ρίχνει τα δίχτυα και έπιανε τα ψόφια. Επί ένα μήνα έπιανε, έπιανε τα κόκαλα των ψαριών. Κάηκε το μέρος. Ε, έχει 6 χρόνια, δεν έχει δείξει ψάρια το μέρος. Μεγάλη ζημιά η νιτρική αμμωνία. Μεγάλη ζημιά. 

S.V.:

Κι από αφηγήσεις παλιότερων έχεις ακούσει ότι ήτανε ακόμα πιο πλούσιος κάποτε ο κόλπος και η περιοχή σας; 

Β.Η.:

Τι να σου πω, ότι πήγαινα για απέναντι στο Σαλάντι κι έβλεπα, έβλεπες το γυλάκι τόσο, γυλάκια, σκρουπάκια, ό,τι λογής ψαράκι ήθελες υπήρχε. Τώρα δεν υπάρχουνε. Σαργόπουλα χαθήκανε. Συναγριδοπούλες, πολύ λίγες. Όλα αυτά έχουνε… αλλάξανε… δεν, ή δεν έρχονται, δεν έρχονται, δεν βρίσκουνε φαγητό για να ’ρθούνε… έχουν αλλάξει ρότα, τι να σου πω; Εντάξει, όχι κι ότι και σε άλλα μέρη είναι η ίδια κατάσταση… έχει… πιο καλή κατάσταση. Δηλαδή, επειδή δούλεψα και με τη βιντζότρατα τα τελευταία, την τελευταία δεκαετία, που δουλέψαμε, δούλεψα και στην Ερμιόνη, δούλεψα και στο Πόρτο Χέλι, παντού λίγο πολύ όλο προς το χειρότερο. Όλο προς το χειρότερο.  

S.V.:

Οι νόμοι κι οι περιορισμοί που υπάρχουνε αρκούν ή θέλει και κάτι άλλο; Και οι χρονικές περίοδοι και τα μίλια κι όλα αυτά; 

Β.Η.:

Οι νόμοι… 

S.V.:

Ή είναι… είναι σωστοί; Όχι μόνο άμα αρκούν. 

Β.Η.:

Άκουσε να δεις. Υπάρχουν κάποια πράματα που πρέπει να… αυτά τα πράματα πρέπει να τα συζητήσουν με τους ψαράδες. Δυστυχώς το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης… όχι το υπουργείο, το Τμήμα Αλιείας το διοικούνε γυναίκες. Που υποτίθεται ότι ξέρουνε, αλλά δυστυχώς δεν ξέρουνε. Έπρεπε να ’χανε πάρει, έπρεπε να είχανε, να ’χαν ακολουθήσει άλλη πολιτική για την αλιεία. Δυστυχώς. Και η πολιτική που ακολουθεί τώρα ευνοεί μόνο τις ιχθυοκαλλιέργειες. Δυστυχώς. Υπήρχανε, υπάρχουνε πράματα που έπρεπε να ’χουνε γίνει στο να είχε… να ήτανε καλύτερα η αλιεία, σε καλύτερη κατάσταση. Δυστυχώς, όχι. Σου λέω, θα σου δώσω εγώ ένα παράδειγμα τώρα. Το καλοκαίρι, τον Ιούνιο-Ιούλιο, σου λέει στη μηχανότρατα: «Έβγα στα διεθνή και δούλεψε». Διεθνή έχει παντού. Λοιπόν, έρχονται οι Ιταλοί και μας τρώνε το χρυσάφι, τη γαρίδα την κόκκινη. Γιατί δεν δίνεις, ρε φίλε, μία άδεια, να του πεις ότι: «Ξέρεις τι; Θα βγεις στα διεθνή το καλοκαίρι, αλλά θα πα’ να δουλέψεις εκεί πέρα μαζί μ’ αυτούς». Αφού ξέρεις ότι οι Ιταλοί, αφού οι Ιταλοί… ξέρεις τι βγάζουνε, αφού φαίνονται μέσω τελωνείου, το τι κάνουν εξαγωγή αυτοί, να πα’ να δουλέψεις κει κάτω. Θες να δουλέψεις; Πήγαινε εκεί πέρα να δουλέψεις μ’ αυτούς. Και τον έχεις τώρα… Θα μου πεις, εντάξει, είναι ο Τούρκος που πάει στο πεδίο αλιείας που δουλεύω εγώ στα διεθνή το χειμώνα ή το καλοκαίρι, θα πάει ο Τούρκος. Γιατί να μην πάω εγώ και να πάει ο Τούρκος; Όχι, ρε φίλε, να μην πας εσύ, να πας κει κάτω να δουλέψεις, να πιάσεις αυτό το χρυσάφι. Που το κλέβουν οι Ιταλοί. Τέλος πάντων, κι ανακατεύουμε τα ίδια, τα ίδια μέρη συνέχεια, γι’ αυτό… και γι’ αυτό και η μηχανότρατα φέτος έχει πάει κατά στο διάβολο. Σίγουρα μέσω συνεννόησης με αλιείς, όχι με αυτούς που ασχολούνται με εμπορία και με… πρέπει να βρεθεί μια λύση με το υπουργείο για την αλιεία. Σίγουρα θέλει αναθεώρηση η αλιευτική πολιτική της Ελλάδος, σίγουρα θέλει αναθεώρηση. 

S.V.:

Ωραία. Εσύ προσωπικά το μέλλον σου στη θάλασσα πώς το βλέπεις; 

Β.Η.:

Δυσοίωνο. Δυσοίωνο. Δηλαδή εγώ… τι να σου πω, ότι σηκώνομαι… ότι το πρωί δεν μπορώ να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι; 

S.V.:

Γιατί το λες αυτό; 

Β.Η.:

Απ’ την υγρασία κι απ’ όλα αυτά κι απ’ την καλοπέραση με πονάνε όλα. Δηλαδή άμα, άμα μπορούσα δηλαδή να έκανα κάτι άλλο, θα τα είχα παρατήσει. 

S.V.:

Ναι, ε; 

Β.Η.:

Δηλαδή να, ας πούμε, το ένα σκάφος τώρα ήδη σκέφτομαι να το δώσω. Απλά δε θα πιάσω τα χρήματα που θέλω. Πρέπει ν[00:35:00]α μου φύγει. Σκέφτομαι φέτος το καλοκαίρι να ασχοληθώ με τον αλιευτικό τουρισμό. Επειδή το σκάφος μου, εντάξει, έχει κάποιες προοπτικές, σκέφτομαι να ασχοληθώ με τον αλιευτικό τουρισμό. Ήδη έχω κάνει κάποιες ενέργειες, έχω πάρει μια άδεια, κοιτάω να βελτιώσω λίγο το σκάφος, σκέφτομαι πώς θα το δουλέψω… Το σκέφτομαι πολύ σοβαρά να εγκαταλείψω τη θάλασσα. Το σκέφτομαι πολύ σοβαρά. 

S.V.:

Θα μπορέσεις να το κάνεις όμως; Γιατί κάποτε, όταν είχες την επιλογή, τη θάλασσα διάλεξες.  

Β.Η.:

Σου είπα όμως ότι ο λόγος που κάθομαι ακόμα στη θάλασσα είναι συναισθηματικός. Είναι συναισθηματικός. Αλλιώς θα τα είχα… Έτσι όπως πάει τώρα δηλαδή, με αυτά τα πράματα, με τη… με τα θηλαστικά, είναι πολύ δύσκολο. Πολύ δύσκολο. 

S.V.:

Και για σένα τι σημαίνει η θάλασσα και κάθεσαι ακόμα; 

Β.Η.:

Ε, είναι ένας τρόπος επιβίωσης. Τρόπος επιβίωσης και… ναρκωτικό. Ναρκωτικό. Δεν μπορώ να κάτσω και χωρίς αυτήνε. Δηλαδή φαντάσου ότι εγώ μένω στο Κρανίδι. Το πατρικό μου σπίτι ήτανε στην Κοιλάδα. Η γυναίκα μου, που έχει όλα αυτά δω πέρα, είναι στο Κρανίδι, Κοιλαδιώτισσα. Κι έχω αναγκαστεί κι έχω, τα ’χω παρατήσει κι έχω, πάω στο Κρανίδι. Αλλά κάθε μέρα είμαι εδώ πέρα. Όλη μέρα εδώ χάμω. Δηλαδή θα φύγω τώρα, θα πάω να φάω, θα ξανάρθω πάλι μέχρι το βράδυ εδώ πέρα. Κατεβαίνω στις 07:00 η ώρα το πρωί, θα πιω τον καφέ μου, ή θα πάω στη δουλειά ή θα είμαι εδώ πέρα. Δεν μπορώ να κάτσω στο Κρανίδι, δηλαδή στο Κρανίδι, άμα σου πω ότι είμαι 8 χρόνια παντρεμένος και δεν έχω πάει στο καφενείο ακόμα στο Κρανίδι. Εδώ, κάθε μέρα εδώ πέρα είμαι. 

S.V.:

Και για σένα είναι περισσότερες οι λύπες ή οι χαρές στη θάλασσα; Στη ζωή σου; 

Β.Η.:

Μοιρασμένα. Μοιρασμένα. ’Ντάξει, έχει τα καλά της η θάλασσα, έχει και τα κακά της, εντάξει. Όταν όμως… εντάξει. 

S.V.:

Τι… ποιες είναι οι χαρές της θάλασσας; 

Β.Η.:

Οι χαρές της θάλασσας είναι να γυρίζεις στο σπίτι μ’ ένα μεροκάματο. Πλούσιος από το… στη δουλειά αυτή, του διχτυάρη, δε γίνεσαι. Απλά να γυρίσεις μ’ ένα μεροκάματο και να μην σ’ έχουνε πειράξει τα θηλαστικά. Αυτό είναι το πιο… το πιο καλό για εμένα. 

S.V.:

Και οι λύπες κι η απογοήτευση ποια είναι; 

Β.Η.:

Εκεί που απογοητεύτηκα, όχι απ… εντάξει, από ανθρώπινο λάθος, είναι που χάσαμε έναν άνθρωπο. 

S.V.:

Αυτό πότε έγινε; 

Β.Η.:

Έγινε πριν… συμπλήρωσε 8 χρόνια τώρα.  

S.V.:

Θα μας πεις τι είχε γίνει; 

Β.Η.:

Το ’15 έγινε αυτή η υπόθεση. Θα σας πω. Είχα ένα… έναν ξάδερφο, ο οποίος, ο ξάδερφός μου αυτός, ξεκίνησε κι αυτός από μικρό παιδί στην Αφρική, δυτική Αφρική αυτός, ξεκίνησε από λαδάς κι έγινε καπετάνιος. Ήτανε πολύ καλός, πολύ καλός στη δουλειά του κει πέρα, απλά τελείωσε η δουλειά. Όπως σας είπα και για τη δικιά μας, τελείωσε στην ανατολική Αφρική, τελείωσε και στη δυτική Αφρική. Παραμείνανε πολύ λίγα σκάφη, κι αυτός επέλεξε να ’ρθει στην Ελλάδα να πα’ να δουλέψει σε μηχανότρατα. Δούλεψε 2-3 χρόνια σε μηχανότρατα στον Πειραιά και μετά βρήκε ένα σκάφος εδώ πέρα και δούλεψε. Ο άνθρωπος αυτός δούλευε τη μηχανότρατα μόνος του. Ήταν άλλος καπετάνιος στα χαρτιά, γιατί ήτανε συνταξιούχος, η ηλικία ήτανε 56 χρονών. Ήτανε συνταξιούχος απ’ τα 52. Και η μηχανότρατα δούλευε 24ωρο. Και δούλευε μόνος του. Είχε έναν… έναν μαζί, αυτός ήτανε λίγο ανεύθυνος, ο άλλος. 

S.V.:

Μόνος του στη μηχανότρατα με ένα άτομο; 

Β.Η.:

Ο άλλος ήταν ανεύθυνος. Και ένα βράδυ, καθώς είχε δουλέψει πίσω απ’ την Ύδρα κι ερχότανε για την Ερμιόνη, αποκοιμήθηκε και τρακάρανε εδώ, στο φανάρι της Ερμιόνης απ’ όξω, και δυστυχώς πνίγηκε αυτός και άλλοι δύο, άλλοι δύο αλιεργάτες, Αιγύπτιοι. Βούλιαξε το σκάφος και πνίγηκε. Ήτανε ένα μεγάλο πλήγμα για εμένα, γιατί ήμαστε πολύ αγαπημένοι. Τι να σου πω, καταστραφήκαν όλα. Η οικογένειά του, τα παιδιά του… 

S.V.:

Εσύ, πέρα απ’ τη λύπη, ένιωσες κι εσύ λίγο παράξενα, ότι… 

Β.Η.:

Κοίταξε, ένιωσα κάπως, γιατί… άκου να σου πω, το πρώτο συναίσθημα ήταν ότι, ξέρεις, αυτός ο άνθρωπος είχε δουλέψει στην Αφρική, είχε φάει δηλαδή, από μικρό παιδάκι ήτανε στην Αφρική, είχε… μέχρι φυλακή τον… μέχρι φυλακή για παράνομη αλιεία τον είχανε πάει στην Αφρική. Κοπάνι. Στο Ντακάρ. Κοπάνι. Φυλακή. Κι όμως επιβίωσε και ήρθε και πέθανε εδώ απ’ όξω απ’ το χωριό. Κι εγώ ένιωσα έτσι, δηλαδή ένιωσα κάπως και… λέω, ρε πούστη μου, κοίταξε να δεις πώς τα ’χει, πώς τα ’χει η ζωή, να έρθει να πεθάνει έξω απ’ το χωριό του, να πνιγεί έξω απ’ το χωριό του. 

S.V.:

Ναι, τρομερό.  

Β.Η.:

Εκεί… δηλαδή έφαγα μια… τότε έφαγα… Έκανα το θάνατό του να τον ξεπεράσω γύρω στα δυόμισι χρόνια. Γεννηθήκαν τα παιδιά μου και δεν μπορούσα να χαμογελάσω. 

S.V.:

Βέβαια. 

Β.Η.:

Φαντάσου τι σου λέω. Κι εκεί ένιωσα ότι, ξέρεις, την πρώτη δηλαδή έτσι, ότι ξέρεις, τι γίνεται εδώ πέρα τώρα; Να κοιτάξω κάτι άλλο να κάνω; Μου ’χε έρθει δηλαδή τότε η φλασιά αυτή. Αλλά, εντάξει, συνέχισα. Απλά έγινα λίγο πιο προσεκτικός, σε περίπτωση που κουράζομαι, σβήνω και πέφτω και κοιμάμαι… 

S.V.:

Τη θάλασσα πρέπει να τη φοβάσαι, να τη σέβεσαι; Τι πρέπει; 

Β.Η.:

Σ[00:40:00]εβασμός. Πάντα. Σεβασμός. Φάγαμε κυκλώνα στην Αφρική, που… τι να σου πω, πνιγήκανε… τουμπάρισε καράβι και πνιγήκανε τετρακόσοι, πεντακόσοι, χίλιοι, ξέρω πόσοι ήτανε μέσα; Ψαράδικα… Ήμαστε στο… ήμαστε σ’ ένα ποτάμι όσο είναι αυτό εδώ πέρα το άνοιγμα, από δω μέχρι απέναντι στο Σαλάντι. Και ήμαστε 70 καράβια μέσα. Μπαινοβγαίναμε, ψαράδικα, απ’ τον κυκλώνα. Κοιτάγαμε να φυλαχτούμε και μας ερχότανε φάτσα ο κυκλώνας. Τι να σου πω, ότι δεν δούλευε το βυθόμετρο; Απ’ την πίεση του αέρα; Τέλος πάντων, και κοιτάγαμε τα φώτα ο ένας του αλλουνού να μην τρακάρουμε, να μη συγκρουστούμε. Τέλος πάντων, ξυπνάμε το πρωί, είχαμε ένα συγχωρεμένο εδώ απ’ το χωριό... Μας άκουγε στον ασύρματο. «Ρε πού είσαι;» Λέει: «Εδώ» λέει «μ’ έχει πετάξει έξω» λέει. «Πού εδώ;» «Να, εδώ». Τελικά, παιδιά, άμα θέλετε το πιστεύετε, επειδή εκεί πέρα είναι η μαρέα, ανεβοκατεβαίνουν τα νερά, πήγαμε και είδαμε την άγκυρά του απάνω στα δέντρα και καταλάβαμε ότι το καράβι είναι από μέσα. 

S.V.:

Τον είχε πετάξει από μέσα, ε; 

Β.Η.:

Είχε περάσει, με τη μαρέα και με τη φουσκοθαλασσιά, το πέρασε το καράβι πίσω απ’ τα δέντρα.  

S.V.:

Έλα ρε.  

Β.Η.:

Απ’ τα Μαγκρό

S.V.:

Τι είχε κάνει…  

Β.Η.:

Ήτανε… 8 καράβια είχανε πέσει έξω τότε. Αυτουνού έτυχε και του πήγε ένα σκοινί στην προπέλα και τον πέταξε έξω. Και τονε βρήκαμε απ’ την άγκυρα. Πεθάνανε… σου λέω, από ένα σκάφος μόνο που κουβάλαγε κόσμο, πήγαινε Κομόρες με το λιμάνι που ’μαστε εμείς, πνιγήκανε γύρω στα 800 άτομα. Μια γκαστρωμένη τη γλίτωσε. Μια γκαστρωμένη τη γλίτωσε. Τα να σου πω; Η θάλασσα θέλει… θέλει προσοχή και σεβασμό. Σεβασμό, δηλαδή… πολλή προσοχή. Πολλή. Δεν είναι να θαρρεύεσαι, θέλει προσοχή, με μέτρο. Πάντα. Άμα σε παίρνει, καλώς. Άμα δε σε παίρνει, κάνε στην άκρη, γυρνάς πίσω και πας… περνάς μετά από μια ώρα.  

S.V.:

Κι ο καλός ψαράς τι χρειάζεται; Να ’χει; 

Β.Η.:

Παιδιά, αυτή τη στιγμή, ο καλός ψαράς πρέπει να ’χει τύχη και να έχει καλά μηχανήματα. Και καλά δίχτυα. Γιατί, απ’ ό,τι έχει αποδειχτεί τα τελευταία χρόνια, τα μηχανήματα κάνουν τον καπετάνιο. Αυτό έχω να πω εγώ. 

S.V.:

Θέλει όμως και τύχη, πιστεύεις; 

Β.Η.:

Θέλει και τύχη. Θέλει. Θέλει. Εργατικός να είσαι… ’ντάξει, εργατικός… πολλές φορές και κάποιοι άσχετοι με τη θάλασσα είναι πολύ τυχεροί και τους πάει πολύ καλά. 

S.V.:

Θα τ’ αντέξεις άμα βγεις ποτέ απ’ τη θάλασσα; 

Β.Η.:

Στο να μείνω τελείως μακριά απ’ τη θάλασσα δεν υπάρχει περίπτωση. Κάτι άλλο θα κάνω. Αλλά, εντάξει, σου είπα ότι απλά φεύγουν τα κουράγια σιγά σιγά. Φεύγουν τα κουράγια. Έχουμε και έναν άλλο, ένα φίλο κάτω στην Καλα… στο Μάραθο και το συζητάμε. Μου λέει –κι αυτός, είμαστε στην ίδια ηλικία– μου λέει: «Φίλε, το ίδιο καταλαβαίνω κι εγώ». Του λέω πέρυσι: «Κώστα» ότι.. «ξέρεις τι βλέπω;» του λέω. Μου λέει: «Για πες μου». «Ότι σε 5-6 χρόνια» του λέω «άμα συνεχίσουμε μ’ αυτό το ρυθμό, όπως πάμε, δε θα μπορούμε να βγαίνουμε στη δουλειά». «Μαλάκα» μου λέει «έχεις δίκιο. Καλά τα λες. Κι εμένα» μου λέει «όλα μου πονάνε. Ούτε να σηκωθώ μπορώ το πρωί ούτε τίποτα». Αυτή είναι η πραγματικότητα. Είναι η πραγματικότητα, παιδιά. Είναι ένα δύσκολο επάγγελμα, έχει τις χαρές, έχει και τις λύπες, αλλά πιο πολύ τα τελευταία χρόνια είναι οι λύπες. Λύπες. Και σας είπα, ο λόγος είναι ότι αυτά, τα θηλαστικά. Θα μου πεις, πρέπει να συνυπάρξουμε. Και παλιά συνυπήρχαμε, αλλά δεν ήταν τόσα πολλά. Είναι πολλές οι ζημιές και δεν υπάρχει αποζημίωση. Αυτά, τώρα, ας πούμε, αυτές οι αποζημιώσεις του covid, του covid που έδωσε τώρα κάτι χρήματα, δε θυμάμαι ακριβώς τα ποσά που έδωσε πέρσι και φέτος, είναι μια πολύ μεγάλη βοήθεια για εμάς. Είναι μια πολύ μεγάλη βοήθεια. Ο περσινός χειμώνας ήτανε πολύ δύσκολος για εμάς. Και για τις οικογένειές μας. Ήτανε πολύ μεγάλη βοήθεια. Δε ζητάμε να μας δίνει κάθε χρόνο. Απλά να υπήρχε ένας τρόπος να μπορούσε να μας αποζημιώσει απ’ αυτά, τα θηλαστικά. Τις ζημιές. Δε ζητάμε κάτι άλλο. ’Ντάξει, το καύσιμο το… το καύσιμο τώρα, εντάξει, έφτασε εκεί που έφτασε λόγω της κατάστασης. Πριν μπορούσες να ζήσεις, εμείς χρησιμοποιούμε το μαύρο, το ναυτιλίας, ’ντάξει, ήτανε σε λογικές γραμμές, άμα το πληρώνεις το πετρέλαιο από 40 λεπτά μέχρι 70, λογικό είναι. Αλλά τώρα το 1 ευρώ που πληρώνουμε, ας πούμε, εμείς το μαύρο και το 1,15… και 1,50 που πληρώνουνε το κίνησης οι υπόλοιποι συναδέλφοι, για δε δουλεύουνε ναυτιλίας, δεν… δεν παλεύεται. Δεν παλεύεται. 

S.V.:

Φοβάσαι ότι η παράκτια εδώ θα μειωθεί ακόμα περισσότερο; Στα μέρη σας; 

Β.Η.:

Σίγουρα, δεν υπάρχει, σας είπα ότι δεν υπάρχει… ο τελευταίος παράκτιος αλιέας αυτή τη στιγμή στο χωριό είναι 37 χρονών. Υπάρχει ένας πιτσιρικάς, είναι ενός ξάδερφού μου, ο οποίος είναι 11 χρονών, 12, και ασχολείται με τη θάλασσα. 11 χρονών είναι. Δεν τονε βλέπω να ακολουθήσει το επάγγελμα. Πιστεύω ότι θα πα’ να κάνει κάτι άλλο. Δηλαδή, ας πούμε, εγώ, αυτουνού του συγχωρεμένο[00:45:00]υ που σας είπα ότι πνίγηκε, το παιδί είναι 18 χρονών κι έχει κι έναν ξάδερφο πρώτο, το οποίο τους παρότρυνα και πήγανε στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων και οι δύο. Κι έχουν τελειώσει τη σχολή τώρα κι έχουν αναλάβει. 

S.V.:

Άρα σ’ ένα νέο παιδί δε θα ’λεγες να γίνει ψαράς εδώ; 

Β.Η.:

Όχι. Ούτε στα δικά μου τα παιδιά. Ούτε στα δικά μου τα παιδιά. Όχι. 

S.V.:

Θα χαθεί μια παράδοση, βέβαια, έτσι.  

Β.Η.:

Θα χαθεί. Τι να κάνουμε, αν μπορεί να… αν είναι για να επιβιώσουνε και μπορούν να βρούνε κάτι καλύτερο, σίγουρα θα τους παρότρυνα να… να μην ακολουθήσουν το επάγγελμά μου. Δυστυχώς.  

S.V.:

Ωραία. Και έτσι, κλείσιμο, σαν ευχή, αν θες να κάνεις κάτι για τη θάλασσα, για το επάγγελμα του ψαρά; 

Β.Η.:

Αυτοί που μας κυβερνούνε να κοιτάξουνε καλύτερα τη θάλασσα. Με πιο καλό μάτι, να μπορέσουν να δώσουν κάποιες ευκαιρίες σε ανθρώπους που έχουνε κάποια εργαλεία και θέλουνε να τα, να ανανεώσουνε για να μείνουνε στη θάλασσα, γιατί κι εγώ, κακά τα ψέματα, άμα είχα κάποιο άλλο εργαλείο, δε θα σου ’λεγα ότι, ξέρεις, θα το εγκαταλείψω το επάγγελμα. Θα το συνέχιζα. Αλλά, όπως έχει η κατάσταση, είναι δύσκολα. Είναι δύσκολα. 

S.V.:

Θα πάει, πιστεύεις, η αλιεία προς τη μέση τελείως κάποια στιγμή, προς τη βιομηχανική αλιεία, και θα χαθεί το παράκτιο; 

Β.Η.:

Κοίταξε, και η βιομηχανική αλιεία θα εκλείψει εδώ πέρα στην Ελλάδα, για δεν υπάρχει βοήθεια. Γιατί… κακά τα ψέματα, το κράτος κοιτάει πιο πολύ τα ιχθυοτροφεία. Κακά τα ψέματα, γιατί έχουν περισσότερα συμφέροντα από κει, από τις εξαγωγές, από το ένα, απ’ τ’ άλλο, είναι κι οι ίδιοι μέσα… Η Δαμανάκη, όσο ήτανε Επίτροπος Αλιείας, για την ελληνική αλιεία τι έκανε; Τίποτα απολύτως. Για τις ιχθυοκαλλιέργειες; Τούμπες. Εμείς τώρα, ας πούμε, να σου δώσω ένα παράδειγμα, το ελληνικό κράτος, ας πούμε, τι κάνει τώρα. Παλεύουμε εδώ και 10-12 χρόνια μ’ αυτή την έρημη τη βιντζότρατα, να την επαναφέρουμε να δουλέψει. Δεν υπήρχανε δεδομένα για κανένα εργαλείο στην Ελλάδα. Ούτε για το γριγρί ούτε για τη μηχανότρατα ούτε για την τράτα ούτε για τα διχτυάρικα. Για κανένα, δεν υπήρχε, δεν υπήρχε δεδομένο για τίποτα. Ούτε και για τα παραγαδιάρικα, το τι πιάνανε. Είχανε χάσει τη… το τονάζ της τούνας, γίνανε κάποιες μελέτες, μπήκανε κάτι τέτοιο, το επαναφέρανε. Και σιγά σιγά ανεβαίνει το τονάζ, ξεκινήσανε από 60 τόνους κι έχουνε φτάσει τους τρακόσους τώρα. Λοιπόν, μ’ εκείνη την έρημη τη βιντζότρατα, απ’ τον καιρό που ήταν ακόμα αυτή η κυρία, αν λέγεται κυρία, Δαμανάκη, εκεί πέρα που ήτανε, κάναμε κάποιες προσπάθειες. Μπήκαμε σ’ ένα διαχειριστικό σχέδιο, μπήκε το ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. μέσα στα σκάφη μας, πήρε δεδομένα, τα δεδομένα αυτά την πρώτη χρονιά, τα πρώτα 3 χρόνια ήτανε για… πήραμε, γίναν κάποιες μελέτες και πήραμε μια άδεια να δουλέψουμε για 3 χρόνια. Αυτά τα 3 χρόνια σταλθήκαν στην Ευρώπη, μας δώσαν το OK, ξανασυνεχίσαμε δουλειά. Τώρα, η κυβέρνηση του Μητσοτάκη μάς την πήρε την άδεια, δεν μας αφήνει… όχι, δεν μας την πήρε την άδεια, λέει ότι εμείς δε συμφωνούμε στο να δουλέψει το αλιευτικό εργαλείο βιντζότρατα. Εντωμεταξύ, μέχρι το 2000 υπήρχανε 2.000 βιντζότρατες. Τώρα είμαστε 120. Κι όλο μειωνόμαστε. Έχει έρθει θετική γνώμη από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο να συνεχίσουμε την αλιεία με τη βιντζότρατα, εδώ και ενάμιση χρόνο, κι ο Μητσοτάκης δε μας αφήνει να πάμε στη δουλειά. Έχει βάλει το WWF – τώρα έβαλε το WWF μέσα, ότι κάνουμε καταστροφή. Δηλαδή κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας; Έβαλες το ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε., που είναι επίσημος κρατικός παράγοντας, φορέας, κι όχι… ότι κοροϊδεύεται; Ότι λέει ψέματα; Δηλαδή οι μελέτες αυτές που ’χει βγάλει, που είναι θετικές προς το εργαλείο, βιώσιμες, ότι δεν είναι σωστές, είναι ψεύτικες; Δεν ξέρω. Πάμε κάθε χρόνο και παρακαλάμε τον κάθε υπουργό, τον κάθε κερατά να μας αφήσει να πάμε στη δουλειά. Κι όλοι μάς γυρίζουν την πλάτη, μας κοροϊδεύουν όλοι. Τέλος πάντων.  

S.V.:

Και κάτι που δε ρώτησα. Για πες μας και για τα σκάφη. Γίνονται πια σκάφη ξύλινα εδώ πέρα; Εσύ είχες το τελευταίο, μας είπες πριν; 

Β.Η.:

Στο χωριό μας έχουνε πάψει εδώ και πάρα πολλά χρόνια να γίνονται. Το τελευταίο σκάφος ξύλινο στο χωριό μας εδώ πέρα είναι το δικό μου, το 2010, ένα τρεχαντήρι 9,5 μέτρα, 10 παρά. Το χωριό μας είχε μεγάλη παράδοση απ’ τα δύο καρνάγια, είναι πανελλήνια φημισμένα, κι από πού δεν έχουνε κάνει, κι απ’ την Κρήτη κι απ’ την Κάρπαθο κι απ’ την Κάλυμνο κι από τη… κι απ’ τα νησιά έχουνε κάνει κι από την Κέρκυρα έχουνε κάνει σκάφη δω πέρα, και τουριστικά, πολλά. Δηλαδή τη δεκαετία ’90-2000 ήτανε πάρα πολλά τα σκάφη που γίνανε εδώ πέρα και όμορφα. Και ερχόντουσαν ο κόσμος δηλαδή εδώ πέρα, γιατί υπήρχανε μαστόροι και φτιαχνόντουσαν και γρήγορα τα σκάφη, δηλαδή στο πεντάμηνο έφτιανες ένα εικοσάμετρο, 22 μέτρα, 23 μέτρα, σε, στους 5 μήνες ήταν έτοιμο. Και φτιαχνόντουσαν και γρήγορα και όμορφα σκάφη. [00:50:00]Και καλά. Απλά τώρα… και υπήρχε το θέμα το οικονομικό, ότι δεν πληρώνανε οι… ο κάθε ενδιαφερόμενος. Απλά τώρα… και τώρα δεν τους συμφέρει και αυτούς στο να μπούνε σ’ αυτή τη διαδικασία, στο να κάνουν νέες… να κάνουνε κατασκευές, τους συμφέρει περισσότερο η συντήρηση, είναι καλύτερα. Κιόλας ότι κι ο κόσμος έχει… η επαγγελματική αλιεία έχει στραφεί πιο πολύ προς το μεταλλικό και το πλαστικό τώρα. Έχουν αλλάξει δηλαδή τα δεδομένα, δεν είναι όπως παλιά, γιατί, κακά τα ψέματα, το… ένα κόστος σ’ ένα ξύλινο σκάφος είναι μεγάλο. Είναι μεγάλο. Φαντάσου ότι εμένα, ας πούμε, κάθε χρόνο θέλω ενάμισο χιλιάρικο, δύο, κάθε χρόνο για το κάθε σκάφος. 

S.V.:

Ωστόσο εσύ κρατάς το ξύλινο ακόμα, γιατί το κρατάς; 

Β.Η.:

Το κρατάω για συναισθηματικούς λόγους πιο πολύ και επειδή μου αρέσει το ξύλινο. Αυτά. 

S.V.:

Ωραία. Λοιπόν, Βασίλη, ευχαριστούμε πάρα πολύ. 

Β.Η.:

Να ’στε καλά, παιδιά.