© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Ιστορίες από μια Μαντιναδολόγο: Μια Κρητικιά ποιήτρια μεταπλάθει τη ζωή της σε στίχους

Istorima Code
10396
Story URL
Speaker
Άννα Σκανδαλάκη (Ά.Σ.)
Interview Date
17/09/2021
Researcher
Ευγενία Τζωρτζάκη (Ε.Τ.)
Ε.Τ.:

[00:00:00]Καταρχάς, καλησπέρα σας.

Ά.Σ.:

Καλησπέρα, κούκλα μου.

Ε.Τ.:

Ονομάζομαι Τζωρτζάκη Ευγενία, βρίσκομαι στον Χάρακα Μονοφατσίου. Η ημερομηνία έχει 18/09/2021 και είμαι με μία εξαιρετική κυρία, ένα τρομερό μυαλό και μία τεράστια καρδιά, την κυρία Άννα Σκανδαλάκη! Κυρία Άννα, καλησπέρα σας.

Ά.Σ.:

Καλησπέρα! Καλώς όρισες στο σπιτικό μου, Ευγενία μου!

Ε.Τ.:

Καλώς σας βρήκα!

Ά.Σ.:

Και να ’σαι πάντα καλά και να προσφέρεις σ’ αυτά που κάνεις! Να πηγαίνεις μπροστά.

Ε.Τ.:

Σας ευχαριστώ πολύ, Κυρία Άννα. Η κυρία Άννα Σκανδαλάκη είναι μία διακεκριμένη  μαντιναδολόγος για το νησί της Κρήτης. Έχει γράψει ένα βιβλίο, στο οποίο εμπεριέχονται μέσα κάποια από τα δημιουργήματά της, είτε είναι λυρικά ποιήματα είτε είναι μαντινάδες με τίτλο: «Αλλοτινοί μου στοχασμοί κι αγάπες μου μεγάλες». Και θα ήθελα πολύ να τη ρωτήσω, αν θέλει και η ίδια, να μας περιγράψει λίγο πώς ξεκίνησε η ζωή της σ’ αυτόν τον κόσμο και σ’ αυτό το νησί.

Ά.Σ.:

Εγεννήθηκα στα Σαχτούρια, σ’ ένα ορεινό χωριό τση Ρεθύμνης, της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Ήταν ένα μικρό χωριό, φιλόξενο μεν, αλλά φτωχό. Κυρίως με τσι ελιές είχαμε… Δουλεύαμε στην εξοχή. Περβόλια, ζώα. Έζησα εκεί μέχρι τα 12 μου. Έχω όμορφες στιγμές να θυμούμαι απ’ τα Σαχτούρια, γιατί είχε πολλούς γλεντζέδες, πολλούς ανθρώπους τίμιους, σοβαρούς. Έμαθα πολλά πράγματα εκεί. Έχω αφιερώσει για το χωριό μου και τραγούδι. Αν θέλεις και αν αυτό, θα στο διαβάσω κάποια στιγμή.

Ε.Τ.:

Και τώρα, αν θέλετε, να μας το πείτε.

Ά.Σ.:

Κάποια στιγμή θα το βρω και θα σου το διαβάσω. Έζησα εκεί μέχρι τα 12 μου χρόνια, τελείωσα το Δημοτικό σχολείο, έφυγα και ήρθα στον νομό Ηρακλείου, στον Πύργο Μονοφατσίου. Εκεί επήγα να μάθω μοδίστρα. Έκαμα εκεί 6 μήνες και μετά μεταφέρθηκα στο διπλανό χωριό, στο Χάρακα και έκατσα ενάμιση χρόνο και τέλειωσα μοδίστρα. Ύστερα με πήρε μια θεία μου, του πατέρα μου αδερφή και βγήκα στην Αθήνα. Έβγαλα εκεί μια σχολή και 16,5 χρονώ, στα 17 ήμουνε, γύρισα στα Σαχτούρια. Ήτανε Ιούλιος και έφυγα στις Τρεις Εκκλησές — εδώ στον Χάρακα πιο κάτω είναι μία παραλία — ήτανε εκεί ένας θείος μου ιερομόναχος. Επήγα λοιπόν εκεί, για να κάμω διακοπές 10 μέρες κι εκεί γνώρισα τον άντρα μου, τον Λευτέρη Σκανδαλάκη. Ερωτεύτηκεν ο ένας τον άλλον και παντρευτήκαμε. Αρραβωνιαστήκαμε 5 Οκτωβρίου του ’69 και παντρευτήκαμενε τον Απρίλη 29 του ’70. Εγέννησα την κόρη μου το ’72, τη Νεκταρία μου και το ’75 εγέννησα τον Μανώλη μου. Έχω δυο παιδιά παντρεμένα, τα δυο παιδιά μου παντρεμένα. Έχουνε γίνει τέσσερα κι έχω και δυο εγγόνια. Έξι είναι στον μπαξέ μου τα παιδόγγονά μου, που τα λατρεύω όλα.

Ε.Τ.:

Να τα χαίρεστε.

Ά.Σ.:

Εδούλεψα σκληρά στη γη, ως αγρότισσα. Άφησα τη μοδιστρική, άμα ήρθα εδώ. Εκάναμε καλλιέργειες με τον άντρα μου, γιατί μόνος δεν μπορούσε να πηγαίνει στα χωράφια, ήπρεπε να βοηθώ κι εγώ. Και το ’81 εμπήκα καθαρίστρια στο Δημοτικό σχολείο και στο Νηπιαγωγείο του Χάρακα κι έμεινα μέχρι το 2007, που πήρα ύστερα μια μικρή σύνταξη. Συνεχίζω να ’μαι αγρότισσα, αγαπώ τη γη, αγαπώ το περιβάλλον, αγαπώ τα ζώα. Τι άλλο να σου πω; Χωρίς αυτά η ζωή μου θα ’ναι δυστυχισμένη. Δεν μπορώ να ζήσω να σηκωθώ το πρωί και να κάθομαι στην τηλεόραση, αυτό ξεκαθαρισμένο. Αν δεν βγω στην αυλή μου, να συνομιλήσω με τα λουλούδια μου, να τα χαϊδέψω, να πάω στα ζώα μου να τως κουβεντιάσω, να γυρίσω, είμαι ευτυχισμένη!

Ε.Τ.:

Μα είχατε γράψει, είχα διαβάσει και ένα ποίημα δικό σας, που είχατε γράψει για τα λουλούδια.

Ά.Σ.:

Ναι.

Ε.Τ.:

Θα θέλατε να μας διαβάσετε;

Ά.Σ.:

Βέβαια. Εγώ θα σου πω ένα άλλο, που είναι εξίσου όμορφο, πιο μικρό. Κι αυτό για τσι βιόλες μου, τως το ’λεγα κάθε πρωί: Χαμογελούν οι βιόλες μου στο χάραμα τση μέρας,  απ’ το γλυκό κανάκεμα που τωσε κάνει αέρας. Λούγουνται και χτενίζουνται εις του Θεού τη βρύση  και κάθε στάλα πάνω ντως ένα φιλί θ’ αφήσει. Κι η μυρωδιά τως γίνεται θυμίαμα στην πλάση,  που τα αεράκι το λαλεί στον ουρανό να φτάσει. Να βρει τον θρόνο του Θεού, να τονε λιβανίσει  κι ο Θειός να πει μουρμουριστά: «Ευλοημένη φύση!».

Ε.Τ.:

Τι ωραία! 

Ά.Σ.:

Ναι.

Ε.Τ.:

Η Κυρία Άννα γράφει καταπληκτικά. Ήθελα να σας ρωτήσω και πριν, ως μοδίστρα, τι μάθατε να κάνετε; Ποια ήτανε η διαδικασία, δηλαδή;

Ά.Σ.:

Κοίταξε, ξεκινούσα ένα κομμάτι ύφασμα και το ’κανα φόρεμα. Το ’κανα φούστα, το ’κανα… Και τώρα, όταν χρειάζεται να κάνω κάτι για μένα, προσπαθώ να κάνω κάτι. Δηλαδή δεν έχω ξεχάσει. Ό, τι μάθει κανείς, δηλαδή: Πέτρα πελεκημένη, στον ποταμό δεν μένει! Ό, τι τέχνη και να μάθει κανείς κάποια στιγμή θα του χρειαστεί.

Ε.Τ.:

Ναι.

Ά.Σ.:

Οπότε, έχω εμπειρίες από τα παιδικά μου χρόνια καλές. Έζησα με τσι γιαγιάδες, τσι παππούδες, κοντά ντως. Με τα σοφά ντως λόγια εδιδάχτηκα. Δηλαδή, δεν μπορώ να σου περιγράψω. Πολλές φορές, τσι φέρνω στο μυαλό μου. Έχω γράψει ένα για τη γιαγιά τι μου ‘λεγε. Ήτανε τση γιαγιάς οι συμβουλές.

Ά.Σ.:

Έχω γράψει… Τσι γονείς μου τσι αγαπούσα και τσι αγαπώ και πεθαμένους τώρα. Πάντα τσι σκέφτομαι. Πάντα τωσε στέλνω την προσευχή μου και την αγάπη μου εκεί που βρίσκουνται, αλλά έχω βάλει τη μάνα… Η μάνα είναι… Μάνα είναι κι ένα ζώο, μάνα είναι κι ένα πουλί. Μάνα είναι… Δεν είναι μόνο η μάνα που γεννά τον άνθρωπο, είναι μάνες όλου του κόσμου που γεννούνε, κάτι που γενούνε. Είχα γράψει, λοιπόν, μια προσευχή: «Η προσευχή της μάνας». Αν δεν σε κουράζω, θα στο διαβάσω. Θα στο πω.

Ε.Τ.:

Δεν με κουράζετε καθόλου, είμαι όλη αυτιά.

Ά.Σ.:

Ο Πρίνος εβλαστόσυρε κι ο θήμος λουλουδίζει  κι η θρίμπα κι η φασκομηλιά, η ρίγανη μυρίζει. Μια πέρδικα χαμοπετά και κλωσοκακαρίζει,  μ’ ένα λαγουδογέρακα πετά και φοβερίζει. Τα περδικάλια έντεκα, αυτά ’ναι η φαμελιά τζη και κάθουνται μεσόγδυμνα επάνω στη φωλιά τζη.  Καλά την έχει τη φωλιά στσι θήμους στελιωμένη,  μα το γεράκι από ψηλά στέκει και περιμένει. Να τηνε δει την πέρδικα ’πό πού θα ξεπροβάλει,  στα περδικάλια χερικό αλύπητα να βάλει. Η μικρομάνα σκέφτεται, πώς να τα προφυλάξει και το κακό απού ‘ρχεται όπως μπορεί ν’ αλλάξει. Τουλουπανιάζει τα πουλιά, με τση φωλιάς το χτίρι  και πολεμά ολόκληρη πλια πέρα να τη σύρει. Μπαίνει πλια μέσα στα κλαδιά, μα τα πουλιά σκορπούνε  και χάσκουνε τη μάνα ντως, τη θαλπωρή να βρούνε. Η πέρδικα αγωνίζεται να τα μαζώξει πάλι  και στα ζεστά τση τα φτερά ’πο κάτω να τα βάλει. Ο δολοφόνος ’πο ψηλά στρουφίζει στον αέρα. Άχι και να τον σκότωνε ’νους κυνηγού η χέρα!  Η πέρδικα προσεύχεται, ως κάθε μάνα κάνει την ώρα που τσ’ ελπίδες τση τσι τελευταίες χάνει:  «Θεέ μου, και πέψε τον βοριά με πείσμα λυσσασμένο  και το γεράκι να το δω μ’ ένα φτερό σπασμένο  και να βρεθεί κατάχαμα, έτοιμο να ποθάνει και στα κοπέλια μου κακό να μην μπορεί να κάνει». Κείνη την ώρα εφάνηκε μια σκάρα στον αέρα και το γεράκι επήρενε αμοναχό ίσα πέρα. Η πέρδικα χαρούμενη γλυκό σκοπό ντακέρνει  και τα πουλιά τση τρυφερά στσ’ αγκάλες τση τα παίρνει. Εστάθει φύλακας πιστός δίπλα τως ως τη μέρα,  που με κατάμεστα φτερά βγήκανε στον αέρα.

Ά.Σ.:

Αυτό είναι η μάνα γενικώς. Η μάνα. Η μάνα που θέλει να προφυλάξει το παιδί τζη. Το παιδί τζη. Μια μαντινάδα λέω: «Μάνα μου, κι ανέ γέρασα κι ασπρίσαν τα μαλλιά μου, εσύ μου λες όπου με δεις: «Καλώς την κοπελιά μου!». Δεν μεγαλώνομε. Όσο ζει η μάνα μας είμαστε παιδιά, δεν μεγαλώνομε. Όταν χάσομε τη μάνα μας, τότε είμαστε κι εμείς γέροι, μεγάλοι. Ναι.

Ε.Τ.:

Ήθελα να σας ρωτήσω.. Πώς ξεκίνησε το ταξίδι της δημιουργίας μαντινάδας;

Ά.Σ.:

Λοιπόν, εγώ από πάντα είχα αυτό. Έχω γράψει γράμματα στον άντρα μου, που ήταν τα περισσότερα μαντινάδα. Του απαντούσα με μαντινάδες, που τσι κατασκεύαζα εγώ. Με τη δουλειά, με τσ’ αγώνες, που κάνει κάθε νέος άνθρωπος να επιβιώσει στη ζωή, είχα σταματήσει ας πούμε να… Ξεκίνησα χάρη στον Βιτώρο, τον Γιώργη τον Βιτώρο. Έκανε μία εκπομπή κι επαίρναμε μέρος — ραδιοφωνική εκπομπή — επαίρνανε μέρος, ας πούμε. Μια μέρα εκεί που έπλυνα — γιατί τότε δεν είχαμε ούτε πλυντήριο ούτε τίποτα, έπλυνα στη σκάφη — είχα δίπλα το ραδιάκι πάντα. Εγώ πάντα τραγουδούσα, πάντα… Δηλαδή δεν έβανα γλώσσα στο στόμα, που λένε. Κι είχε πει μια μέρα μισή μαντινάδα, να την τελειώσουνε. Και είχε πει: Ο στραβολαίμης πετεινός στο ματσιπέτι κράζει -  Και τονε παίρνω… Μια στιγμή μου ’ρχεται στον νου και τονε παίρνω και του λέω: Ναι, - μα ’πό τσι όρνιθες καμιά δεν τονε κάνει χάζι. Αφού είναι στραβολαίμης! Ξεκίνησα από κείνη τη μαντινάδα. Άρχισα κι έπαιρνα ύστερα τηλέφωνο. Εξοικειώθηκα λίγο κι έπαιρνα τηλέφωνο. Κάποια στιγμή παντρεύτηκε η κόρη μου, το ’97. Αρρώστησε ο άντρας τση. Το 2000 επήγανε Αγγλία, για να κάνει μεταμόσχευση στο συκώτι. Πήγαν όλα καλά με τσι προσευχές μας και με τη δύναμη του Θεού. Όταν με πήραν τηλέφωνο ότι όλα επετύχανε, έβγαλα ένα ποίημα! Είναι 20 χρόνια μέσα στο μυαλό μου. Δεν το ’χω γράψει πουθενά. Δεν το ’χω γράψει σε βιβλίο, πουθενά! Εκεί το ‘χω φυλάξει, που λένε ότι: «Κάποια στιγμή έχεις χώρο να [00:10:00]φυλάξεις;». Το ’χω φυλάξει κι εγώ.

Ε.Τ.:

Θα θέλατε να το μοιραστείτε μαζί μας;

Ά.Σ.:

Είχα πει τότε: Έχει το δίκιο η καρδιά, να βαριαναστενάζει,  γιατί ήκαμε τη βιόλα μου κομμάτια το χαλάζι.  Έπεσε από τον ουρανό τση μοίρας μου με φόρα κι ένα ψιχάλι εγλίτωσα την τελευταία ώρα. Και δεν κουράζεται η καρδιά μ’ αίμα να την ποτίζει και να τη δω τη βιόλα μου, όπως παλιά, ν’ ανθίζει. Κι έχω κουράγιο μπόλικο στον κόσμο να μοιράσω  και με τσ’ ελπίδες μου κρασί γλυκό να τσι κεράσω. Να μη δειλιούνε στση ζωής το πρώτο κακοσκάλι,  γιατί μπορεί σε ξέφωτο μεγάλο να τσι βγάλει.  Να ξαναδούνε όνειρα που ‘χουνε ξεγραμμένα,  να ξεπροβαίρνουνε δειλά στη σκέψη ένα-ένα. Όθε και που ’μαι, δυστυχή, αν τύχει να περάσεις,  στ’ ελπίδας μου τον ασκιανό κάτσε να ξαποστάσεις. Κι απ’ την πηγή τσ’ υπομονής κρυγιό νερό να πάρεις, για τσ’ ανηφόρες τση ζωής, που θα ’σαι περπατάρης. Να σου φανεί πλια εύκολη του πόνου η ανηφόρα,  για θα σου λέει η φωνή τσ’ ελπίδας σου: «Προχώρα».  Κι αν σου παντήξει το θεριό, που «Πόνο» τονε λένε, πάλεψε δίχως δάκρυα, τα μάτια σου κι αν καίνε. Τότε θα νιώσεις νικητής πως στη ζωή είσαι πάλι, γιατί θα δεις τσ’ ελπίδας σου τον ήλιο να προβάλει. Τότε θα πεις μουρμουριστά: «Η ζωή δεν τελειώνει», γιατί ’χει ομορφιές πολλές όσο και αν σε πληγώνει.  Πιάσε τσ’ ελπίδας το δέντρο τότε, να το μπολιάσεις  κι από τα κέντρια που θα βγουν στον κόσμο να μοιράσεις. Σε πονεμένο ό,τι κι αν πεις είναι ελπιδοφόρο,  γιατί ’ναι η παρηγοριά στον πόνο θείο δώρο.

Ά.Σ.:

Και είχα πει και μία μαντινάδα:  Όποιος δεν βγει στον Γολγοθά με τον σταυρό στον ώμο, αδιαφορεί και προσπερνά των αλλωνώ τον πόνο. Αν δεν πονέσεις, δεν πονάς τον άλλο, δεν ξέρεις. Μπορεί να πεις: «Ω τον καημένο κείνο!». Όμως, δε νιώθεις αυτό το συναίσθημα τση συμπαράστασης, δεν μπορείς να το νιώσεις. Αυτά.

Ε.Τ.:

Είστε καταπληκτική, κυρία Άννα! Είναι καταπληκτικά τα λόγια σας, ο τρόπος που τα χειρίζεστε.

Ά.Σ.:

Μ’ αρέσει να μιλώ με μαντινάδα. Δηλαδή ακόμα και τσι συμβουλές απού έχω μάθει από τσι γονείς μου, τσι ’χω κάνει ποιήματα. Δηλαδή δεν μπορώ να πω… Για να σου πω, να πάμε σε ένα άλλο… Όταν επήγαινα στο Δημοτικό σχολείο, είχαμε στο αναγνωστικό μας «Τα 12 παλικάρια. Η καλή κυρά κι οι μήνες κι η κακή κυρά κι οι μήνες». Αυτό, λοιπόν, το ’χω κάνει εγώ ένα παραμύθι. Αυτό το παραμύθι το ’χω κάνει ένα ποίημα. Το ’χω κάνει μια ρίμα υπέροχη και θα σας το πω.

Ε.Τ.:

Πολύ θα θέλαμε να μας το πείτε.

Ά.Σ.:

Αυτό είναι πάρα πολύ… Μ’ αρέσει κι εμένα. Ξαναγυρίζω στα παιδικά μου χρόνια. Το παραμύθι τση λαλάς, τ’ ομολογά καθάρια — η Λαλά είναι η γιαγιά — πως ήσανε πανέμορφα δώδεκα παλικάρια. Τριγυρισμένο έχουνε τον κύρη ντως στον θρόνο, σε μια θεόχτιστη σπηλιά, απού βαστά στον χρόνο. Στην ώρα πάνω μια κερά στη συντροφιά ντως μπαίνει,  γιατί μια μπόρα ξέσπασε απ’ όξω και την ’γραίνει (βρέχει). «Ώρα καλή, λεβέντες μου», « Καλώς την, την κυρούλα», τση ‘πανε και τση δείξανε να κάτσει στην πεζούλα. «Άμα ποβρέξει ο ουρανός στο σπίτι θα γυρίσω,  τα χορταράκια που ‘βρηκα, παιδιά μου, να τα ψήσω». Εκειά που κουβεδιάζανε λέει ένα παλικάρι:  «Κερά, ίντα ‘χεις να μας πεις για τον κακό Γενάρη;». «Μα ίντα λες, παιδάκι μου; Τσ’ ασκήμιες του, πού τσ’ είδες;  Που φέρνει την αρχιχρονιά, χιόνια κι Αλκυονίδες;». Εις την κουβέντα επήρανε κι άλλοι λεβέντες θέση: «Για τον Φλεβάρη να μας πεις, κυρούλα, ανέ σ’ αρέσει!».  «Ευλοημένος να ‘ν’ κι αυτός, που βρέχει και χιονίζει  κι όπου υπάρχει μια πηγή αυτός την ξεφλεγίζει». «Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος, θαρρώ, δεν έχει ταίρι!», «Μα αυτός, παιδάκια μου, ‘ρχεται την Άνοιξη να φέρει!». «Εις τον Απρίλη σίγουρα, γιαγιά, θα βρεις και λάθη», «Σ’ αυτόν, που φέρνει του Χριστού ανάσταση και πάθη;». «Ο Μάης πώς σου φαίνεται;», «Ας έχει την ευκή μου,  απού σκεπάζει τον ντουνιά μ’ ανθούς και την αυλή μου». «Για τον Ιούνη ίντα θα πεις, που πορφυρά τη φύση;», «Μα ’ναι χαρά του γεωργού, γιε μου, για θα θερίσει!». «Για τον Ιούλη ίντα θα πεις;», λέει ένα παλικάρι, «Είναι ο μήνας τση σοδειάς και λε τον αλωνάρη». «Ο Αύγουστος, πε μου γιαγιά, αν σ’ εντυπωσιάζει», «Μα είναι ο μήνας που ο ντουνιάς την Παναγιά γιορτάζει!». «Για τον Σεπτέμπρη ίντα να λες;», είπε ένα παλικάρι, «Παιδί μου, ανοίγουν τα σκολειά και είν’ του Σταυρού η χάρη!». «Για τον Οκτώβρη ήθελα τη γνώμη σου, κυρούλα», «Είναι βροχάρης, μάθια μου, και τα ποτίζει ούλα. Μα κι ο Νοέμβρης που κλουθά έχει μεγάλη χάρη, γιατί θα σπείρει ο γεωργός, στάρι, ταγή, κριθάρι! Μα κι ο Δεκέμβρης κουβαλεί χαρά και ευλογία, γιατί στον κόσμο τον Χριστό θα φέρει η Παναγία!». Χρυσά φλουριά τη βούρια τζης γεμίσαν οι λεβέντες,  για την καλή τζη την καρδιά και τσι γλυκές κουβέντες. Σαν τ’ άκουσε η κυρά Κακή το μονοπάτι παίρνει,  τα παλικάρια για να βρει με κόπο καταφέρνει. «Οι μήνες πώς σου φαίνουνται; Να μασε πεις, κυρούλα!», με μια φωνή ρωτήξανε τα παλικάρια ούλα. «Όλοι κακοί κι ανάποδοι! Χάρη κιανείς δεν έχει! Ο ένας κάψα και κεντά κι άλλος φυσά και βρέχει. Στο πυρ εις το εξώτερο, θέλω να πάνε ούλοι!» και την κερά εφιλέψανε κάρβουνα στο σακούλι. «Όντε θα πας στο σπίτι σου, τότες θα δεις τι έχει» κι αυτή, για μιας, στα πόδια τζη βάνει φτερά και τρέχει. Σαν άνοιξε την βούρια τζη, τα κάρβουνα αντικρίζει και τσι κατάρες άρχιξεν, όπως το συνηθίζει. Ούλοι μας την κερά Καλή να τηνε μιμηθούμε, τσ’ αγάπης τον αμύθητο τον θησαυρό να βρούμε!

Ε.Τ.:

Μιλάτε πολύ για την αγάπη στα ποιήματά σας και στις μαντινάδες σας.

Ά.Σ.:

Ναι, μα η αγάπη… Η αγάπη είναι ο μοχλός που γυρίζει τη ζωή! Χωρίς αγάπη δεν υπάρχει τίποτα. Η αγάπη σε κάνει να ’σαι καλός, η αγάπη σε κάνει να συμπονείς, η αγάπη σε κάνει… Χωρίς αγάπη δεν μπορείς να ζήσεις. Δηλαδή πάντα θα νιώθεις κακία! Κακία. Την αγάπη την έχω βάλει σ’ ένα χρυσό πουλί! Ένα χρυσό πουλί που… Θα σου πω κάτι. Πώς ήθελα τον κόσμο! Τον ήθελα αλλιώτικο. Την εποχή που ζούμε δεν μου αρέσει. Μπορεί να ’χει ευκολίες, μπορεί να ’χει ένα σωρό πράγματα. Εφύγαν οι αξίες, χαθήκανε τα πάντα, που μασε κάναν ευτυχισμένους! Δεν έχομε τίποτα. Δηλαδή, μπορεί ο κόσμος να ’χει λεφτά, να ’χει σπίθια, παλάτια να μπαίνει μέσα και να νιώθει μόνος. Λείπει αυτή η ξενοιασιά, που είχαμενε στα νιάτα μας. Που βγαίναμενε στην ελιά πάνω μ’ ένα ξύλο και ρίχταμε τσ’ ελιές και τραγουδούσαμε. Και τώρα έχουμε τα μηχανάκια και δεν ακούς όξω, μόνο τον ήχο στο μηχανάκι και τρελαίνεσαι. Όλη μέρα, κουράζεται το μυαλό σου! Για να ρίξομε πιο πολλές ελιές, να κάνουμε πιο πολλή σοδειά και να γίνει η κατανάλωση πιο μεγάλη. Τιποτα! Δεν κάνομε και κάτι. Θα σου πω πώς τον ήθελα τον κόσμο, πώς τον έχω ονειρευτεί. Αλλιώτικο τον ήθελα τον κόσμο: Σκίζω λαγκάδια και βουνά και θάλασσες οργώνω,  να μάθω πού ν’ το βάρσαμο που παγουδιά (ανακουφίζει) τον πόνο. Ποτές δεν ελογάριασα τον κόπο μου χαμένο,  γιατί αν το μάθω, θα γενώ γιατρός των πονεμένω!  Σαν το κρασί θα το κερνώ εις του ντουνιά τσι ρούγες, σ’ ανθρώπους που τως έσπασε ο πόνος τσι φτερούγες. Κι έχουνε χρόνους στ’ όνειρο να βάλουνε θεμέλιο  και δεν εξαναστόλισε τ’ αχείλι ντως το γέλιο. Σ’ αθρώπους που στση μοναξάς το σπιτικό κοιμούνται  και ίντα λοής είν’ η χαρά, μπλιό ντως δεν τη θυμούνται. Που βάνουνε τη φτώχεια ντως στρώμα και μαξελάρι και βγαίνει ο ήλιος την αυγή κι ύπνος δεν τσ’ έχει πάρει! Στου πεινασμένου την καρδιά και τ’ άστεγου να βάλω,  που σβήνονται και χάνονται στα λάθη των μεγάλω! Να πιει κι ο γέρος, που ‘μεινε στ’ αζήτητα του χρόνου  και δείχνουνε τα μάθια ντου πληγή του παραπόνου. Να το σκορπίσω στον ντουνιά, ολόκληρος να αλλάξει. Η απονιά στην θάλασσα κι ο πόνος να πλαντάξει! Να κυβερνήσουν η χαρά και η δικαιοσύνη  και με τσ’ αγάπης τη μορφή ο κόσμος μας να γίνει. Αδελφικά να σφίγγομε ο γεις τ’ αλλού τη χέρα, να βγαίνει ο ήλιος τση χαράς, να λιάζει κάθα μέρα!  Έτσι τον ονειρεύομαι τον κόσμο.

Ε.Τ.:

Θα θέλατε να μας πείτε τι σας έκανε τότε ευτυχισμένους; Τι θυμάστε απ’ τα νιάτα σας, απ’ τα μικράτα σας; 

Ά.Σ.:

Μα τότε ήμαστε ευτυχισμένοι, ακόμα και να κάτσομε στη γειτονιά. Και να αρχίξομε να λέμε ιστορίες, να λέμε για τα παλιά, να λέμε για τση μέρας τσι ασχολίες, να λέμε τα πάντα και να γελούμε! Το λέγαμε με αισιοδοξία. Είχαμε αισιοδοξία να ξημερώσει η μέρα και να συνεχίσομε να δουλεύομε! Εδά, ξυπνούμε το πρωί και είμαστενε σκοτωμένοι! Ξυπνούμε κουρασμένοι, γιατί κι η νύχτα μας τώρα είναι αγωνιώδης. Δεν έχομαι ηρεμία. Όταν το μυαλό δεν ηρεμεί, δεν ηρεμεί ούτε το σώμα. Εσύ, όπου ’σαι ψυχολόγος, τα ξέρεις πια καλά. Εγώ έχω βγάλει το Δημοτικό, αλλά έχω πει:  Χίλια πανεπιστήμια αν είχα εδά βγαρμένα,  όσα ‘χω μάθει στη ζωή δεν θα ‘χα μαθομένα. Η ζωή σε μαθαίνει, η ζωή σε κάνει.

Ε.Τ.:

Θυμάστε να μας πείτε πράγματα απ’ την παιδική σας ηλικία, που σας έκαναν-

Ά.Σ.:

Ναι. Θα σου πω κάτι που μ’ έκανε πολύ ευτυχισμένη. Όταν ήμουν 7, 8 μέχρι 9 χρόνων, πήγαινα με του πατέρα μου τη μητέρα, επηγαίναμε στα πρόβατα. Είχαμε μια δεκαριά πρόβατα, είχε κι αυτή 5-6 και πηγαίναμε. Και μ’ έπαιρνε, όταν δεν είχαμε σχολειό και πηγαίναμε στην «Γυαλιά» το λέγαμε, κοντά στη θάλασσα. Όταν έκανενε κρύα, νερό, βοριάδες κι αυτά και πηγαίναμε και καθίζαμε. Εβρίχναμε ένα σπηλιαράκι, καθόμαστε, λιαζόμαστε και μου ‘λεγε πολλές ιστορίες. Τότε δεν ήτανε ούτε μπισκότα, ούτε καραμέλες, ούτε τίποτα! Εβάναμε ή σταφίδες ή σύκα ή κουκιά στις τσέπες μας και τα ’τρωγα ως παιδί, ας πούμε, εκειά που καθόμουνα. Ήθελα πω τση γιαγιάς μου: «Μπρε γιαγιά, φάε κι εσύ κάτι», «Μα πώς να φάω, παιδί μου, δεν έχω ούτε ένα δόντι!». Δεν είχε δόντια και δεν μπορούσε να βάλει μάσκα, δεν μπορούσε να δεχτεί το… Εκαθάριζα τα κουκιά, τα μασούσα, τα ’κανα «μασουλίδες», που λέγαν οι παλιοί, που τα βάναν και στα μωρά — και τα μωρά έτσι τα ταϊζανε παλιά λέω — και τα ‘βανα στση γιαγιάς το στόμα. Και τα ’τρωε η γιαγιά και κάθε φορά που τση ‘βανα μια μασουλίδα, μου ‘λεγε: «Να ‘χεις την ευκή μου, παιδάκι μου». Εγώ επέτουνε στα σύννεφα, γιατί έλεγα: «Κάνω τη γιαγιά μου να φάει!». Αυτό για μένα ήταν μια ευχαρίστηση. Τα παιδιά [00:20:00]τώρα δεν το κάνουνε, πρώτα-πρώτα ούτε οι μεγάλοι δεν το κάνουνε, να πάρουν απ’ το παιδί την μασουλίδα να την φάνε. Δεν γίνεται. Όμως, αυτό εμένα με χαροποιούσε, μ’ έκανε ευτυχισμένη. Μ’ έκανε ευτυχισμένη, όταν ήθελα ακούσω τη νύχτα να κάνουνε καντάδα στο χωριό. Να ’μαι μικρό κορίτσι, ας πούμε 10 χρονώ και να γροικώ απ’ όξω στην αυλή μας — ο πατέρας μου έπαιζε και λύρα — να γροικώ μαντινάδες, να γροικώ να τραγουδούνε. Αυτό ’ταν μια πανδαισία, παιδί μου, τσι νύχτες εκείνες! Πού να ξαναγυρίσουν τέθοια πράματα; Τώρα και να βγεις, και να βγεις να διασκεδάσεις, το κάνεις εξ ανάγκης! Πας σ’ έναν γάμο, γιατί είσαι υποχρεωμένος να πας. Δεν πας γιατί λες: «Ω, πανηγύρι γίνεται. Θα πάω να γλεντήσω!». Δεν το κάνει κανείς τώρα. Ακόμα κι εμείς, απού έχομε ζήσει τα καλά χρόνια, τώρα δεν μπορούμε ν’ ανοιχτούμε έτσι, ν’ αφήσομε ελεύθερη τη σκέψη μας.

Ε.Τ.:

Τι θυμάστε απ’ τη συνθήκη της καντάδας;

Ά.Σ.:

Θα σου πω μια ιστορία και θα γελάσεις. Όταν, λοιπόν, ήρθα από την Αθήνα, ήμουνε μικρό κορίτσι, οπωσδήποτε ήμουνα αφράτη-αφράτη! Ήταν, λοιπόν, ένα παιδί που έπαιζε, μάθαινε λύρα, ήταν 2-3 χρόνια πιο μεγάλος από μένα. Φαίνεται με ’ρέχτηκε, μ’ ερωτεύτηκε. Περνούσε από την αυτή κάθε βράδυ και μου ‘κανε καντάδα. Και θυμούμαι που έλεγε: Ως και τση κρεβατίνας σου τα πράσινά τζη φύλλα,  όντε περνώ και τραγουδώ μαραίνουνται κι εκείνα. Ως και τα παραθύρια σου κι εκείνα με μισούνε  κι όντε περνώ και τραγουδώ, χωρίς αέρα κλειούνε. Και μια βραδιά ο πατέρας μου, σου λέει: «Θα μου ξελογιάσει το κορίτσι» και βγήκε και τονε πήρε κυνήγι! Τη στεναχώρια που πήρα! Γιατί δεν τον αγαπούσα, εγώ τότεσας είχα έρθει. Απλώς τονε λυπήθηκα. Λέω: «Μα τον κακομοίρη, που ήθελα πει ένα τραγούδι. Πατέρα, γιάντα τονε πήρες από πίσω;», λέει: «Δεν θέλω γω να σ’ ενοχλεί, να μας ενοχλεί». Οι παλιοί είχανε και αυτήν τη νοοτροπία. Προσέχανε τα κορίτσα ιδιαίτερα, να μην τα ξελογιάσουνε, να μη… Είχαμε, όμως, κι εμείς σεβασμό.

Ε.Τ.:

Τα κορίτσια είχανε άλλη μεταχείριση από τα αγόρια;

Ά.Σ.:

Ναι, ναι. Τότε ναι. Τ’ αγόρι εμπόριε να γυρίζει το βράδυ στσι γειτονιές, να παίζει. Ότε να ’θελα βραδιάσει, να χαμηλώσει ο ήλιος, φωνάζανε, η μάνα μου ειδικά: «Που ‘ναι οι αδερφές σου; Μαζευτείτε». Δεν ήθελε να κυκλοφορούμε το βράδυ. Όχι μόνο εμείς, όλοι! Εκεί, λοιπόν, στο σπίτι μας, ήτανε… Σε μια αυλή ήμαστε τέσσερις οικογένειες. Μπαίναμε από μια πόρτα και διακλαδώνουντανε τα δωμάτια. Τα χρόνια εκείνα ήταν έτσι, ήτανε χτισμένα κοντά-κοντά το ένα σπίτι από το άλλο. Το δικό μας -λέει- σπίτι… Μόνο αφήνομε τη μια κουβέντα και πιάνομε την άλλη! Το δικό μας σπίτι… Το χωριό το χαλάσαν οι Γερμανοί, τα Σαχτούρια τα κάψανε, τα χαλάσανε! Επόμεινε το κατώι, ένα κατώι στο σπίτι μας, ένα μέσα σπιτάκι. Αυτό το σπίτι είχε χτιστεί -λέει- το πρώτο σπίτι που χτίστηκε στα Σαχτούρια. Τα Σαχτούρια δεν ήτανε τα Σαχτούρια-

Ε.Τ.:

Που είναι σήμερα- 

Ά.Σ.:

Που είναι σήμερα. Ήτανε τέσσερις οικισμοί. Ήτανε τέσσερις οικισμοί. Ήταν ο Άγιος Στέφανος, ήτανε ο Αϊ-Βλάσης, ήτανε ο Κατσομάτης και τα Αρκολιανά. Η γιαγιά αυτή, η προγιαγιά, εφύγανε από τ’ Αρκολιανά και χτίσαν αυτό το δωμάτιο και ήρθανε πάνω στα Σαχτούρια. Κι από κει ξεκίνησε το χωριό κι εκόλλανε το ένα σπίτι στο άλλο. Και για να σου πω, να καταλάβεις, εφόσον θέλουν να μάθουνε οι μεγάλοι σας και ιστορικά. Τα σπίτια τότε, εβάναν ένα μεσότοιχο, με πέτρες ήταν όλα. Εκάνανε, λοιπόν, ένα παραθυράκι τόσο, δεν χωρούσε να περάσει άνθρωπος. Χωρούσε, όμως, ένα πιάτο και δίνανε ο ένας τ’ αλλουνού τα πιάτα το βράδυ. Τότε που ήταν οι Τούρκοι, επί Τουρκοκρατίας, δεν βγαίνανε κι έδιναν ό,τι είχε ο ένας του αλλουνού και τρώγανε. Κι είχενε ακόμα το σπίτι μας εμάς εκεί, υπάρχει αυτή η θυρίδα. Την είχε κλείσει, βέβαια, ο μακαρίτης ο πατέρας μου, γιατί τα πήραν κάποια άλλοι τα αυτά. Υπάρχει, όμως, το σχέδιό τζη. Δηλαδή ένα κομμάτι, σαν παραθυράκι μικρό ήταν η συγκοινωνία στα σπίτια τότε. Εκεί είχαμε μια γυναίκα, μια γειτόνισσα, που έζησε πάρα πολύ φτωχή. Πάρα πολλή φτώχεια. Αυτή ήταν σ’ ένα μονόσπιτο κι έκαμε 14 παιδιά. Πεθάνανε τα 7 και έζησε με τα άλλα 7. Και με τον τελευταίο τζη γιο είμαστε σόχρονοι. Αυτή η γυναίκα, λοιπόν, έτρωε βρούβες αλάδωτες κι ό,τι τση δίνανε. Ο άντρας τση έπινε πολύ κρασί, δεν εδούλευε, αλλά δεν είχαν και περιουσία να δουλέψουνε. Το πρώτο τζη παιδί, λοιπόν, το πήρενε ένας πλούσιος στο χωριό μας — Αποστολάκης ελεγότανε — ήταν από τσι πιο πλούσιους, που είχανε τσι περισσότερες ελιές. Τονε πήρε 12 χρονών και πήγαινε και του ‘κανε χωράφι, 12 χρονών με κοντά παντελόνια, πήγαινε και του ‘κανε χωράφι! Η γυναίκα του, αυτουνού του ανθρώπου του πλούσιου ήτανε πολύ καλή γυναίκα. Του ‘βανε το πρωί κι έτρωε εκεί το παιδί εκείνο και μετά του ‘βανε στην βούρια ψωμί κι ελιές. Και πήγαινε να τσι φάει στο χωράφι, να γυρίσει το βράδυ, να ξαναφάει. Επειδή είχε φάει, όμως, αυτός το πρωί, περνούσε από το σπίτι τση μάνας του κι αφήνε το ψωμί, που του δίνανε και τσ’ ελιές των παιδιώ, των αλλωνώς. Και πήγαινε στο χωράφι. Γυρίζοντας, λοιπόν, το βράδυ αυτός είχε τρελαθεί τση πείνας, αφού δεν κρατούσε τίποτα. Λέει η γυναίκα εκείνη: «Μα αφού του βάζω, μωρέ, ένα ψωμί μπόλικο, του βάνω κι ελιές. Γιάντα πεινάει ετσά;» και τση λέει μια γυναίκα: «Αυτό κάνει». Και του λέει, λέει μια μέρα: «Εγώ θα σου βάνω, αυτό που θα σου βάνω θα το παίρνεις και θα σου βάνω κι ελιές, δυο ψωμιά ακόμα, να τα δίνεις στα παιδιά». Κατάλαβες; Δεν γίνουνται αυτά τώρα. Αυτές οι θυσίες εχαθήκανε. Τώρα πάνε όλα. Εκεί που λες, αυτή η γυναίκα μια φορά… Έτσι έχω γράψει ένα ποίημα. Έχω γράψει αρκετά, αλλά το συγκεκριμένο, το ‘γραψα μια φορά που άκουσα μια συζήτηση και τη θυμήθηκα, που του ‘λεγε: «Αύριο είναι Αποκρές, ίντα θα ψήσομενε εμείς;» και μου ‘μεινε. Και θυμούμαι που μαγέρεψε η μάνα μου και έβαλενε — ο πατέρας μου ήταν και κυνηγός, έφερνε και λαγούς και αυτά. Είχαμενε πάντα εμείς, δεν πεινούσαμε. Και ψαράς, επήγαινε και ψάρευε. Και έβαλε η μάνα μου ένα λεκανάκι φαΐ και τους το ‘δωσε και δεν θα ξεχάσω τσ’ ευχές απού ‘δινε. Γιατί ήτανε οι αυλές μας, είχανε μικρά μπαλκονάκια. Μπαλκονάκια… Πετρόχτιστα, τοίχους και δίναμενε η μια τσ’ αλληνής ό,τι είχαμε! Λοιπόν, μια μέρα έγραψα… Αυτή τη συνομιλία την έκαμα ποίημα και πιστεύω ότι θα συγκινήσει και τσ’ ανθρώπους απού θα το ακούσουνε: Οι Αποκρές σιμώνουνε και η φαμελιά μεγάλη και πάντα λίγο το φαΐ έπεφτε στο τσικάλι. Οκτώ κοπέλια ήσανε και δυο οι γονέοι δέκα,  μα ο πατέρας έλεγε: «Την υγειά μας, μπρε γυναίκα! Κόπο να τ’ αναθρέψομε θα βάλουμε και οι δυυ μας,  μα θα γεμίσουν ύστερα ‘γγόνια το σπιτικό μας».  Και του λέει αυτή: «Αύριο είναι, Κωνσταντή, η Αποκριά η μεγάλη και πού ‘ν’ το κρέας, άντρα μου, να βάλω στο τσικάλι; Να αποκρυγιώσουμε κι εμείς σαν τσ’ άλλους, όπως πρέπει και σ’ έναν ξένο να ’χομε να κάνομε ραέτι!».  Και τση λέει αυτός:  «Μπρε συ, από τσι όρνιθες που έχουμε να σφάξεις,  μα άλλα πουλιά πλια ύστερα θα βγάλεις ν’ ανετάξεις». Λέει: «Οκτώ είναι οι όρνιθες τ’ αυγού απού ‘χω όλες κι όλες κι όλες, να τρώνε τα κοπέλια μας σφουγγάτο σκιας στις σκόλες!». Σαν τ’ άκουσεν ο Κωνσταντής, παίρνει και δίδει όξω  και μια σφεντόνα επήρενε, που κρέμουνταν απ’ όξω. Και στου Βαρσάμου το νερό έστεσενε καρτέρι,  μην πα να ρίξει ατζέλεγα ή κειάνα περιστέρι. Και ο Θειός τονε βοήθησε και έριξε πέντε χάμαι, φτάνουν και περισσεύουνε η φαμελιά να φάνε. Και την ημέρα τσ’ Αποκράς όλοι ‘ναι ευτυχισμένοι,  όποιος πιστεύει στο Θεό αδείπνητος δεν μένει».

Ε.Τ.:

Του βαρσάμου το νερό τι είναι;

Ά.Σ.:

Είναι ένα περβόλι, το λένε «Στο Βαρσάμη». Στο χωριό μας υπάρχει ένα περβόλι μεγάλο. Είχε μια στέρνα και εκεί μαζεύουνταν πολλά πουλιά, περιστέρια πίνανε νερό και πήγε κι έκατσε μην πάει να βγει καμιά πέρδικα, πράμα. Έριξε ένα περιστέρι, πέντε κομμάτια -λέει- ατσαλεγάκια, ό,τι ήριξε και φάγανε. Τώρα, αν σε μια οικογένεια έρθει αυτή η δυστυχία, αρχίζει ο καυγάς: «Που δεν πας να δουλέψεις, που δεν φέρνεις λεφτά». Τώρα είναι αλλιώς. Δεν μπορείς να βρεις τα παλιά, δεν μπορείς να βρεις τη στράτα την παλιά με τίποτα.

Ε.Τ.:

Εσείς, ωστόσο ζήσατε -σας γυρνάω λίγο πίσω- τις καταστροφές από τους Γερμανούς στο χωριό σας; Θυμάστε κάτι;

Ά.Σ.:

Όχι, όχι! Δεν θυμάμαι από τη Γερμανική κατοχή. Δεν θυμάμαι, γιατί η μάνα μου ήταν τότε 10 χρονών, 11 ήταν η μάνα μου! Εγώ γεννήθηκα του ’52, η μάνα μου είχε γεννηθεί του ’35. Του ’31. Η μάνα μου είχε γεννηθεί του ’31. Οπότε τσι Γερμανούς, τσι θυμόταν η μάνα μου και μου ‘λεγε πολλές φορές: «Εγώ, Άννα, μπορεί να μασε κάψανε, αλλά εγώ ενούς Γερμανού του συγχωρώ». Θυμότανε παιδί ίντα τση πήγαινε. Είχανε φύγει απ’ το χωριό — το ’χανε κάψει το χωριό μας — κι είχανε κατεβεί κάτω, το λέμε στην τοποθε… Είναι «ο ποταμός» εκεί. Και είχενε, λέει, ο παππούς μου ένα μετοχάκι και πήρε η γιαγιά μου, γιατί ο άντρας τση είχε πεθάνει, και πήρε τα παιδιά, μάλλον τη μάνα μου, γιατί τον θείο μου τον είχανε πάρει οι Γερμανοί. Νεαρό, 16 χρονών. Κι επήρανε τη μάνα μου κι εκάτσανε κάτω. Και περνούσε ένας Γερμανός, τονε λέγαν -λέει- Χανς και περνούσε και τση φώναζε: «Πίκουλο, πίκουλο. Έλα εδώ». Και τση κρατούσε ψωμί, γαλέρες που είχανε, τση κρατούσε κονσέρβες. Κι αυτή πεινούσε και καθόταν -λέει- επάνω στο δώμα του σπιτιού και περίμενε να τονε δει να περάσει, να τση φωνάξει, να βγει από πάνω, που ’τανε το δρομάρι, να τση δώσει. Δηλαδή υπήρχαν και τότε. Το χωριό μας το κάψανε, γιατί είχανε μπλέξει ότι πέρασε από κει ο Κράιμπερ και πήγαινε να φύγει απ’ τον Αϊ-Παύλο, απ’ το Ακρωτήριο Μέλισσα. Και το κάψανε το χωριό μας και δεν αφήκανε. Είχανε πει, να πάνε στην εκκλησία τα πράγματα που υπάρχουνε στο χωριό και τα μάζεψανε, όσα είχαν στα σπίτια, το λάδι, προυκιά και τα πήγανε. [00:30:00]Κι η πρώτη βόμβα έπεσε στην εκκλησία. Καταστραφήκανε παντελώς, δεν ήταν τίποτα. Όταν εγυρίσανε στο χωριό, ήταν ένα καμένο χωριό, ένα τροχάλι. Εγώ γράφω κάθε χρόνο για το χωριό μου αρκετά, δηλαδή για την κατοχή! Καμιά φορά μου λένε: «Μα πώς τα γράφεις, αφού δεν τα ‘ζησες;». Μα τα ’χω ζήσει μέσω ιστορίας. Τα ’χω ζήσει, τα βιώνω. Δηλαδή την ώρα που μου λένε: «Χαλασμένο», το βλέπω χαλασμένο. Βλέπω, ας πούμε, τσι φωνές, ακούω τσι φωνές. Βλέπω τα δάκρυα που τρέχουνε. Δηλαδή δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό. Και μπορώ να τα μεταφέρω στο γράψιμο μου αυτά.

Ε.Τ.:

Θέλετε να μου διαβάσετε ίσως ένα απ’ αυτά που έχετε γράψει για την κατοχή και για το χωριό; Άμα θέλετε, μπορείτε να ξεκινήσετε να αφηγείστε.

Ά.Σ.:

Η λευτεριά θέλει ζωές κι αίμα να βλαστoσύρει,  μα η λεβεδιά του Κρητικού δεν τζη χαλά χατίρι. Στου χρόνου το χυματερό η ζήση ποκωλώνει (τελειώνει), μα δεν ξεχνούνται εύκολα τση κατοχής οι χρόνοι, Μνήμες μας έρχουνται στο νου πάντα αυτές τσι μέρες κι οι ήρωες που χαθήκανε από των εχθρώ τσι σφαίρες. Ανέ πισωγυρίζανε του χρόνου τα ρολόγια,  γύρω μας θελ’ ακούσουμε κραυγές και μοιρολόγια. Μαύρους καπνούς να βγαίνουνε ‘πό γειτονιές και ρούγες, να τσι σκεπάζει ο θάνατος μ’ ολομαύρες φτερούγες. Να μοιάζει η Κρήτη ηφαίστειο στην έκρηξή ντου απάνω,  από τσι βόμβες που ’ριχνε το κάθε αεροπλάνο. Η δύναμη του Χίτλερ, απού ‘χε η μεγάλη  ανάγκασε την Κρήτη μας τα μαύρα να τα βάλει. Μα ο Κρητικός άμα δεν ζει ελεύθερος, ποθαίνει  και στου πολέμου τη φωθιά παλικαρίσα μπαίνει. Λιονταρομάχοι γίνανε όλοι οι Κρητικοί μας, να μην αφήσουν τον εχθρό κατακτητή στη γη μας. Και τα πουλιά του Χαρακιού ετούτα κουβεντιάζουν,  σήμερο και τη σύναξη που γίνεται κοιτάζουν. Κι ο Χάρακας είναι χωριό μέσα στα πληγωμένα,  που δώκανε αίμα και ζωές για τη λεβεντογέννα. Με μαύρο αίμα τρέχανε οι ανοιχτές πληγές του και μαυροφορεθήκανε ούλες οι γειτονιές του. Εμπαρουτοκαπνίστηκε και μαύρισεν ο τόπος  και η ελπίδα χάθηκε των χωριανώ κι ο κόπος.  Είναι αθρώποι γύρω μας, που ζήσανε τον τρόμο  και ανεστορούνται τσι στιγμές τσι φοβερές με πόνο. Δυο δάκρυα πορίζουνε (βγαίνουνε) στων αμαθιών τσι κόρες, για κείνες τσι μαρτυρικές και πληγωμένες ώρες. Χρόνοι από την κατοχή έχουν πολλοί περάσει, μα η Κρήτη τα κοπέλια τζη δεν τα ‘χει ποξεχάσει,  που με ζωές τση λευτεριάς χτίσανε προμαχώνες,  να μην την ξαναβλάψουνε κατοχικοί χειμώνες. Το χώμα ντως, το αίμα ντως το ‘χουνε ποτισμένο και κάμανε τη λευτεριά δεντρό ξετελεμένο. Μα διπλοπαραγγείλανε στον μισεμό ντως όλοι:  «Καλά να το φυλάξετε τση Κρήτης το περιβόλι. Να μην το ’φήσετε στσ’ εχθρούς αξέφραγο αμπέλι  και μην ξεχνάτε η λευτεριά πολλές θυσίες θέλει». Κι ας αναλογιστούμενε αυτό όλοι μας τέθοια μέρα κι απάνω στο μνημείο ντως να βάλομε τη χέρα, να δώσομεν υπόσχεση πως θα ’μαστε αρωγοί ντως, να βρει γαλήνη στσ’ ουρανούς κι ανάπαυση η ψυχή ντως. Κι ας κάνομε μια προσευχή στου νου το παρεκκλήσι,  τέθοιες στιγμές ο τόπος μας να μην τσι ξαναζήσει. Έχω αρκετά τέθοια! Κάθε που γίνεται επέτειος έχω και κάτι άλλο γράψει. Παλιά-παλιά, είχα γράψει αυτό:  Μάης κι η Κρήτη ολόκληρη ανθεί και λουλουδίζει, μα ο Χίτλερ όνειρα τρελά για όλους μας τση χτίζει. Γυρεύει τρόπο ίντα λογιώς θα τηνε κατακτήσει, μα δεν γνωρίζει ποιο λαό έχει να πολεμήσει. Απ’ τον στρατό ντου εδιάλεξε και πήρε το ξαθέρι (το πιο εκλεκτό) εθάρρειεναι αποτέλεσμα έτσα λογιώς να φέρει. «Την Κρήτη θα την πάρομε με δίχως δυσκολία, να χτίσομε στο χώμα τζη μια νέα Γερμανία». Στην Κρήτη μόνο άμαχοι είχανε απομείνει, οι άντρες πολεμούσανε αλλού για την ειρήνη. Μα και τα βυζανάρικα η Κρήτη ξεσηκώνει! «Για μας μια μέρα δύσκολη, παιδιά μου, ξημερώνει. Τα κάλλη μου ερεχτήκανε και τα διεκδικούνε,  όμως δεν θέλω στση σκλαβιάς τη φυλακή να μπούνε και να με προστατέψετε πρέπει με κάθε τρόπο και να μη λογαριάσετε θυσίες ούτε κόπο. Θαρρώ από τη γέννα σας, σας έχω αρμηνεμένα (σας έχω συμβουλέψει) ποτέ σας να μη σκύβετε κεφάλι σε κιανένα. Τη λεβεδιά πρωτόγαλη (το πρώτο γάλα) σας έδωκα να πιείτε και σ’ ένα πόλεμο άφοβα κατέχω πως θα μπείτε». Οι απαντήσεις δίδουνται σε κοφτερά μαχαίρια: «Μάνα μας, δεν σ’ αφήνομε στω Γερμανώ τα χέρια!». Τα όπλα είναι λιγοστά, μα η καρδιά ‘ναι ατσάλι, έχει στον μπέτη ο Κρητικός ασπίδα να τη βάλει. Και με μαναροσκάλιδα το μακελειό αρχίζει και σαν τα στάχυα ο Κρητικός τσι Γερμανούς θερίζει. Μας έκαμαν κι εμάς ζημιά, μα ο πόλεμος αυτά ‘χει. Ποτέ δεν εκερδήθηκε χωρίς ζωές μια μάχη. Ανέ μιλούσαν τα βουνά, θα γράφανε βιβλίο, γιατί είδανε τση Κρητικής ψυχής το μεγαλείο. Τση Κρήτη μας τσ’ αρχαγγέλους ευλαβικά τιμούμε και όλοι μαζί: «Αθάνατοι και αξέχαστοι» να πούμε! Να ‘μουνα δάφνη γή μυρθιά δάση να σχηματίζω, τον Μάιο ολοδρόσερη να ’μαι, να λουλουδίζω. Να ‘ρχουνται να με κόβουνε, να πλέκουνε στεφάνια, να φτάνει η λατρεία μου μέχρι τα επουράνια. Για εκείνους, απού πέσανε ηρωικά στο χώμα, για να φορέσει η Κρήτη μας τση λευτεριάς το χρώμα.

Ε.Τ.:

Όταν δημιουργείτε ένα ποίημα, τι είναι αυτό που σκέφτεστε συνήθως; Τι είναι αυτό που σας κάνει να αισθάνεστε έτσι;

Ά.Σ.:

«Κοίταξε, όταν βάλω κάτι στο μυαλό μου, αρχίζει να βλέπω μια εικόνα. Να βλέπω να τρέχει… Η ροή στα χείλη μου τρέχει έτσι, δηλαδή πώς να σου πω; Δεν κάθομαι να πολυσκέφτομαι. Όταν κάτσω να σκέφτομαι, δεν γράφω πράμα! Έρχουνται μόνα ντως, φτάνει να δω. Ή στον πόνο ή στη χαρά θα ξεκινήσω, ας πούμε, να πω κάτι. Όταν πάω σ’ έναν γάμο και δω τη νύφη όμορφη, μπορώ ν’ αρχίσω να τση λέω μαντινάδες έτσι. Τον γαμπρό, τα συμπεθεριά. Σε κάθε γάμο είμαι στην πρώτη… Δεν λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή κι η Άννα από τσι εκδηλώσεις! Αλλά χαίρομαι που μπορώ να χαρίζω αυτό το συναίσθημα στσ’ άλλους, απού έχω. Γιατί βλέπω και λάμπουνε τα μάθια ντως. Την ώρα που το λέω, ό, τι πω, βλέπω να λάμπουνε τα μάθια ντως! Η αγάπη είναι κάτι, που δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει. 

Ε.Τ.:

Έχετε εδώ πράγματα έτσι;

Ά.Σ.:

Ναι, γράφω πολλά. Λοιπόν, τώρα με την πανδημία έχομε όλοι τρομοκρατηθεί, όλοι παρακαλούμε τον Θεό να μασε βοηθήσει, την Παναγία. Είμαστε στριμωγμένοι μέσα, δεν θέμε να… Ήτανε, λοιπόν, τον καιρό που ανθούσαν όλα, την άνοιξη, δεν μπορούσε κανείς να βγει. Και μια μέρα ήμουνε έξω και είδα και κάθουνταν εκειέ στη λεμονιά δυο πουλιά και λέω: «Αυτά δα τα πουλιά στεναχωρούνται, κάτι λένε αυτά». Πιπιρίζανε εκειά και μπήκα μέσα κι έπιασα το στυλό και έγραψα αυτό που θα σου πω:  Κουβέντα πιάσαν τα πουλιά και λέει το ’να στ’ άλλο:  «Στην πλάση πρέπει σύμβηκε κιάνα κακό μεγάλο. Θλίψη με πιάνει, να κατές, (να ξέρεις) κάθα που ξημερώνει, για δεν θωρώ έναν άνθρωπο σ’ αυλή και σε μπαλκόνι. Δεν βγαίνουν οι γειτόνισσες να καλημεριστούνε κι ίντα θα μαγερέψουνε η μιας τσ’ αλλής να πούνε. Μήδε κοπέλια δεν θωρώ, παράξενο μεγάλο». Λέει με παραπόνεση και στεναγμό και τ’ άλλο:  «Στη στράτα αθρώποι λιγοστοί τρέχουνε φοβισμένοι, πράμα συμβαίνει σίγουρα κι είναι μασκαρωμένοι». Μα δα ‘ρθε ο κουκλοπετεινός δίπλα ντως και καθίζει, απού τα πέρατα τση γης ολοχρονίς γυρίζει. Και λέει τως: «Ό,τι ‘χω δει κι ό,τι ‘χω συναντήσει κι εμένα την καρδούλα μου την έχουν τραυματίσει. Τα κράτη ο κορωνοϊός έβαλε στο σημάδι και παίρνει αμέτρητες ψυχές και βάνει τζι στον Άδη. Εξαίρεση σε πλούσιους και σε φτωχούς δεν κάνει και των αθρώπω η δύναμη σιγά-σιγά ’ποκάνει». Τα μέτρα απού επήρανε ήσανε αναγκαία και κάνομε υπακοή οι άνθρωποι σπουδαία. Στην Κρήτη, στην Ελλάδα μας λίγους νεκρούς θρηνούμε, να μένομε στα σπίτια μας οι πάντες προσπαθούνε. «Εμείς, ως κάναμε σαφί στση φύσης τα μπαλκόνια, πρεμαζωχτείτε πέρδικες και κοτσυφοί κι αηδόνια! Και η λαλιά μας προσευχή στον ουρανό να πάει,  να κάμομεν Ανάσταση οι χριστιανοί τον Μάη!». Επροσευχόταν τα πουλιά! Ο κουκλοπετινός είναι ένα πουλί που μεταναστεύει κι αυτό με τα χελιδόνια. Κι έρχεται πρώτα να δώσει την αυτή ότι: «Σε λίγο έρχουνται τα χελιδόνια», φέρνει το μήνυμα. Ετούτονε έγραψα… Πάλι είναι ιστορικό αυτό: Σαν άκουσαν οι Έλληνες του Μεταξά το «Όχι»,  εβρέθηκε στα χέρια ντως ογκράς και ξιφολόγχη. Κι οι Κρητικοί εθελοντές εμπήκανε στη μάχη, με θάρρος η πατρίδα μας τη λευτεριά τζη να ‘χει! Τη χλαίνη και το γυλιό απάνω ντως φορούνε και μες στα χιονοσκέπαστα αόρια πορπατούνε. Στένουνε τα φυλάκια μες στο βαρύ χειμώνα και κάνουνε πολλές φορές το χιόνι προμαχώνα! Με θάρρος και παλικαριά κερδίζουνε εδάφη, με ποιους τα βάνει ο Ιταλός είναι καιρός να μάθει! Τση Μελπομένης οι τρεις γιοι είναι στην Αλβανία και προσευχές μερονυχτού πέμπει στην Παναγία. Από τα βόλια των εχθρώ να τσι τα προστατεύσει και τση καρδιάς της την καρδιά λιβάνι να τση πέψει. Τρέμει το φυλλοκάρδι τζη, α σηκωθεί και α θέσει, για δεν κατέχει η μοίρα τζη πώς να τα καταστέσει. Και το νερό, που ‘ναι νερό, δύσκολα καταπίνει κι ώστε να μάθει νέα ντως χίλια φαρμακεία πίνει.  Κι έφταξε σαν το κεραυνό μια μέρα το χαμπέρι, σκοτώσανε τον Γιάννη τζη, τον Γιώργη, τον Λευτέρη. Το χιόνι νεκροκρέβατο σκεπάζει το κορμί ντως και δεν εβρέθηκε παπάς να ψάλει τη θανή ντως. Η μάνα το κουράγιο τζη εμάζωξε κομμάθια και σκούπισε με την ποδιά τα θολωμένα μάτια. Ύστερα επρεμάζωξε την ύστερή τζη ελπίδα και είπενε: «Τα κοπέλια μου χαλάλι σου, πατρίδα!». Τρία καντίλια εγίνανε στολίδια του σπιτιού τζη, για να φωτίζεται η ψυχή του κάθε κοπελιού τζη. Κι ήλεγε με παράπονο και μάθια δακρυσμένα: «Η Αλβανία είναι μακριά, παιδάκια μου, για μένα. Να ‘ρθω, και με τα νύχια μου, τα χώματα να σκάψω, τα ιερά σας κόκκαλα ‘πό μέσα να ξεθάψω. Για δεν μπορώ στην ξενιτιά πως είστε ν’ ανεμίζω κι εγώ σε ξένα μνήματα τσι βιόλες να ποτίζω». Για κείνους, που ταφόπετρα δεν γράφει τ’ όνομά ντως και στα αλβανικά βουνά ‘μειναν τα κόκαλά ντως. Είναι αφιερωμένο από μένα με αγάπη.

Ε.Τ.:

Είναι αληθινές ιστορίες αυτές που γράφετε;

Ά.Σ.:

Κοίταξε, συμβήκανε! Δεν έχω βάλει αληθινά ονόματα, όμως εσυμβήκανε. Εξεκληρίσανε οικογένειες τότε στην Αλβανία. Φύγανε όλοι οι νέοι και πήγανε, τότε που επήγανε πρώτη γραμμή. Ναι, κατάλαβες; Μια αληθινή ιστορία που την άκουγα από τη γιαγιά μου κι από τον θείο μου, τον συγχωρεμένο. Τονε πήραν οι Γερμανοί, όταν επήραν απ’ το χωριό μας ούλους τσι άντρες — εμαζέψανε όλους τσι άντρες και τσι πήρανε, από 15 χρονώ και [00:40:00]πάνω — και τσι πήρανε κι επήραν και τον θείο μου. Τσι πήγανε, λοιπόν, στην Αγιά και τσι κλείσανε μέσα, στα Χανιά! Εκεί, επαίρνανε ομάδες-ομάδες, τσι βάνανε και σκάβανε τσι λάκους ντως και απόκεις τονε τουφεκίζανε κι ήπεφτε στον λάκκο και τονε πετρώνανε. Εβάλανε τον θείο μου — 16 χρονώ παιδί που ήταν ο καημένος — τονε βάλανε να σκάφτει κι αυτός τον λάκκο ντου. Τον είχε σκάψει τον λάκκο ντου να μπει μέσα. Την ώρα -λέει- που ήτανε μπλιο να τονε τελειώσει, τονε πιάνει ο Γερμανός, του παίζει μια και του λέει: «Φύγε, τρέχα» και βρίχνει έναν άλλο και τονε βάνει και τονε σκοτώνει. Και τονε γλίτωσε! Ναι, ήταν η τύχη ντου να γλιτώσει! Έγινε πάπας ύστερα, ιερομόναχος.

Ε.Τ.:

Είναι αυτός ο κύριος εδώ;

Ά.Σ.:

Ναι, ναι, ο θείος μου. Κατάλαβες; Δηλαδή γινότανε τέτοια και γλίτωσε την τελευταία στιγμή. Ήτανε να τονε… Εκεί είναι που… Την Κυριακή κάνουν στα Σαχτούρια που… Εσκοτώσανε στσι 16 Σεπτεμβρίου τότε, εσκοτώσανε 15 μαζί. Τσι πήγανε και τσι στέσανε στον Γολγοθά — ήταν όλοι μικροί, 30 χρόνων, 35 χρόνων, μέχρι 40 χρόνων — τσι πήγανε και τσι στέσανε στο Γολγοθά, τσι βάλανε στην αυτή, τσι τουφεκίσανε, επέσανε κάτω. Δεν τσι ‘φταξε αυτό… Τωσε κόψανε τα κεφάλια! Αποκεφαλισμένοι εθαφτήκανε και θάφτηκανε ομαδικά και θα σου πω μια ιστορία, που αξίζει να μείνει και να την ακούσουνε κι άλλοι κι ας μην την παρουσιάσουνε παραπέρα. Ο παπάς μας αυτός έχει τώρα πεθάνει. Πέθανε πριν 4-5 χρόνια. Κάποια στιγμή πριν 15 χρόνια — 20 χρόνια, πόσα είναι — είπανε να πα να φέρουνε, να πάρουνε ο καθένας… Γιατί, όταν από τα κενοτάφια τσι βγάλανε, τσι βάλαν όλους μαζί σ’ ένα μεγάλο — από τσι τάφους — τσι βάλαν στο κενοτάφιο όλους μαζί και βάλανε τα κεφάλια. Μόνο το κεφάλια! Γεμάτο κεφάλια είναι εκεί, στην Αγιά που πήγαμε. Λοιπόν, λένε με DNA και τέτοια να πα να ψάχνουνε, να δουν ανέ βρούνε τα κεφάλια να πάρει ο καθένας τσι δικούς ντου, να τσι πάει στα χωριά ντου. Ο πάπας μας αυτός, τως είπε: «Ελάτε, θα κάμω μια παράκληση. Θα κάνω μια προσευχή κι αν θέλει ο Θεός, θα ξεχωρίσουμε τσι δικούς μας, να τσι πάρομε». Εφύγανε μ’ ένα δεύτερό μου ξάδερφο, που ήταν επίτροπος και άλλους. Επήγαν εκεί, εκάμαν ένα τρισάγιο. Μετά ο παπάς, με το πετραχήλι όπως ήτανε κι αυτό, επήγαινε κι έκανε έτσι στα κεφάλια, χωρίς να αγγίζει το χέρι ντου. Και μία στιγμή, εκουνούσε ένα κεφάλι. Εκουνούσε ένα κεφάλι και εμαζέψανε τα 15 κεφάλια και τα φέρανε στο χωριό! Ναι, αυτό αξίζει να μείνει. Και πήγε άγημα και τα ’φερε στο χωριό. Άγημα του Στράτου.

Ε.Τ.:

Τι λέτε!

Ά.Σ.:

Ναι. 

Ε.Τ.:

Τι εννοείτε: «Ακουμπούσε το κεφάλι» και-

Ά.Σ.:

Έβαλε το χέρι ντου, έτσι απαλά-απαλά πάνω, όπως ήταν τα κεφάλια στη σειρά. Πολλά κεφάλια, σειρές και πήγαινε να δει. Και έκανε προσευχή και το κεφάλι που αυτό, έκανε ένα χτύπο, επετούνταν απάνω και το παίρνανε. Ναι. Αυτό ένα θαύμα είναι, ναι. Ένα θαύμα είχε γίνει. Και πήγε άγημα με στρατούς, με αυτά και τα πήρανε. Αυτό ήτανε τότε… Έγινε μεγάλο… Και έχουνε κάνει το μνημείο στα Σαχτούρια και έχουνε βάλει τα κεφάλια. Εικοσι ένα άτομα είναι μέσα σκοτωμένοι, αλλά οι δεκαπέντε ήταν που τσ’ αποκεφαλίσανε. Ναι.

Ε.Τ.:

Οπότε εσείς έχετε ιστορικά, μνήμες, εικόνες.

Ά.Σ.:

Ναι, ναι. Έχω πολλά και γράφω όσα μπορώ.

Ε.Τ.:

Και γράφετε όσα αισθάνεστε, ό,τι μπορείτε.

Ά.Σ.:

Ναι, όσα αισθάνομαι, ναι. Έτσι. Έχω ζήσει πολλές ιστορίες. Άκουγα και από τη γιαγιά μου πολλές ιστορίες. Η γιαγιά μου… Είχα μια προγιαγιά, τση μαμάς μου η γιαγιά, που ήταν μια σοφή γυναίκα. Ήτανε πολύ καλή και μόνο ιστορίες άκουγα κι εγαλουχήστηκα μ’ αυτά και… Γι’ αυτή τη γυναίκα, που είπαμε προηγουμένως — ας γυρίσομε πάλι στα κοινωνικά θέματα — που είναι κι αυτά… Αγγίζουν την ψυχή του ανθρώπου. Θα σου πω ένα περιστατικό, που το ’ζησα εγώ μικρή εκεί κι αξίζει να μείνει. Αυτό το ‘χα γράψει, το ’στειλα στην Αθήνα σ’ έναν διαγωνισμό και πήρε το πρώτο βραβείο. Γιατί άγγιξε τσι καρδιές των αθρώπω, αυτό είναι σίγουρο. Είναι «Το μισθό του διακονιάρη»:  Τσ’ Αγγελικώς το σπιτικό η φτώχεια το σκεπάζει, δυο βρούβες εις την παραστιά βράζει κι αναστενάζει. Με την κουτάλα τσ' ήβγάλε μέσα από το τσικάλι, όμως δεν έχει μια σταλιά λάδι να τωσε βάλει. Η πετρολεκανίδα τζη εγίνηκε ξετρούλι.  «Φτάνουνε, δόξα τω Θεώ και θα χορτάσομε ούλοι». Εφτά πιρούνια ρίχνουνται στην πετρολεκανίδα κι η μάνα: «Εκάμετε σταυρό, κοπέλια, δεν σας είδα;». 'Φήνονε τα πιρούνια ντως κι ούλα σταυροκοπιούνται. Η μάνα λέει τον Θεό πως πρέπει να θυμούνται. Οι βρούβες είναι αλάδωτες, μα δεν μιλεί κιανένα,  ούλα τσι τρώνε ευχάριστα, γιατί είναι πεινασμένα. Με πίκρα η Αγγελική στέκει και τα ξανοίγει και δεν πατά το δάκρυ τζη, που πολεμά να φύγει. «Μάνα μου, κλαίς; Μη μπα πονείς; Γή έχεις πράμα άλλο;», τση λέει με παράπονο και πίκρα το μεγάλο. «Στ’ αμάτι μου εμπήκενε, κοπέλια, ένα χάλιο και τρέχει, γιατί πολεμώ πολλή ώρα να το βγάλω». Οι βρούβες εποκάμανε και το ζουμί ’πομένει και του μικιού η κεφαλή στη λεκανίδα μπαίνει και σαν το γάλα το ζουμί από τσι βρούβες πίνει κι η μάνα χαμογελαστή ένα φιλί του δίνει. «Γιαννιώ μου, δεν εχόρτασες; Μα ‘γω θα βράσω κι άλλες,  απού ‘ναι σαν τα κόσκινα στο σώχωρο (περιγραγμένο χωράφι) μεγάλες». Μα δα χτυπούν την πόρτα τζη, είναι ένας διακονιάρης,  που γυροφέρνει τα χωριά τση Κρήτης πορπατάρης! Μα του ‘πενε η Αγγελικώ: «Κι εγώ ‘μαι σαν κι εσένα», «Ελέησε με τον φτωχό», τσ’ είπενε λυπημένα. Μα του ‘πενε η Αγγελικώ: «Κι εγώ ‘μαι σαν κι εσένα. Των κοπελιώ μου το φαΐ αλάδωτο ‘χω ψήσει και σύρε, μπάρμπα, στο καλό, άλλος να σ’ ελεήσει». Ο γέρος με φιλότιμο τση ‘πε και καλοσύνη: «Εμένα λάδι μπόλικο η διακονιά μου δίνει. Βάλε το, θυγατέρα μου, όλο στο λαδικό σου, για να λαδώσεις το φαΐ αργά των κοπελιώ σου». Τσ’ Αγγελικώς ετρέξανε τα μάτια σαν τη βρύση και βιάστηκε του γεροντή τα χέρια να φιλήσει. Ο διακονιάρης έφυγε κι είχε φτερά εις τσ’ ώμους και ας τονε βλέπανε φτωχό και κουρελή στσι δρόμους.

Ε.Τ.:

Αυτό είναι αληθινή ιστορία;

Ά.Σ.:

Αληθινή, ναι! Αυτή την έζησα εγώ μικρή. Εκεί στη φτωχή, εκείνη τη φτωχή οικογένεια, που ήτανε άσ’ τα να πάει. Άσ’ τα να πάει. 

Ε.Τ.:

Εχτές, ωστόσο, μου διαβάσατε κι ένα πάρα πολύ ωραίο για τον γυρολόγο, που έτσι από μόνος του και σαν άνθρωπος πλέον δεν υπάρχει τόσο πολύ ούτε στα χωριά μας.

Ά.Σ.:

Όχι, όχι. Παλιά εγυρίζανε, ήταν οι γυρολόγοι. Τότε δεν ήταν ούτε αυτοκίνητα. Εγώ στα χρόνια μου, άμα μεγάλωσα λίγο, ερχόταν αυτοκίνητα στα Σαχτούρια. Δεν είχε δρόμο. Έπρεπε για να πάμενε στο Ηράκλειο — στο Ρέθυμνο που πηγαίναμε εμείς — έπρεπε να πάμε σε μία διακλάδωση με τα γαϊδούρια και να μπούμε. Αυτό, λοιπόν, ερχόταν ένας γυρολόγος — μόνιμος — κι είχε φορτώσει κάτι κοφίνια στον γάιδαρο, τα ‘φερνε και φώναζε. Και πηγαίναν οι ανθρώποι, οι γυναίκες και παίρνανε ό,τι θέλανε! Τότε εφέρνανε και το πετρέλαιο, εφέρνανε και τα φτίλια, εφέρνανε τα ρούχα, κάλτσες, μπολιδάκια που βάνανε οι γριούλες, τα πάντα. Δαχτυλήθρες, κομπιά, ό,τι ήταν, τα πάντα! Ο γυρολόγος αυτός είχε τα πάντα. Ψιλοδουλειές. Κι είχε και τα κομμάτια τυλιγμένο το πανί, που λέν’ «το τόπι», το ‘χανε κι αυτό και παίρναν οι γυναίκες, να κάνουνε ποκάμισα, που βάνουνε οι γριούλες από μέσα, να κάμεις κάνα προυκί. Αμέ, ναι. Αυτό γινότανε.

Ε.Τ.:

Ήταν ο πραματευτής, ας πούμε.

Ά.Σ.:

Ο πραματευτής. Αυτός, λοιπόν, κάθε αυτό ερχότανε στο χωριό μια φορά τη βδομάδα εμάς. Κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία, να τονε στη βρύση! Είχαμε μια βρύση μ’ ένα πλάτανο, εκειά ήταν το στέκι ντου. Κι έβλεπες σαν τσι μελιτάκους (μυρμήγκια) τσι γυναίκες και ερχότανε! Αυτός έπαιρνε και αυγά, έπαιρνε και λάδι, έπαιρνε και ταγή, έπαιρνε και στάρι, ό, τι είχε η καθεμιά. Γιατί λεφτά δεν είχανε. Οι πιο πολλές, ας πούμε, μάζευαν τ’ αυγά. Είχαν κότες. Ή να γεμίσουν μια οκά — ήταν τότεσας οι οκάδες — μια οκά λάδι να το πάει. Και μου ‘ρθε στο νου η φωνή ντου και το ’γραψα αυτό: Του γυρολόγου η φωνή τον κόσμο ξεσηκώνει: «Νοικοκερές κοπιάσετε, έφερα και στημόνι — το στημόνι ήταν αυτό που στέναν στο αργαστήρι, η κλωστή. Μπογιάδες δυο-τριώ λογιώ, να βάψετε τα φάδια — τον μπογιά που βάφανε — βαστώ και για τσι κοπελιές μπούντρες και κοκκινάδια. Βελόνες ν’ ανεράφτετε, βαστώ και σακοράφες και για τσι ζώνες όμορφες, χρωματιστές εγκράφες. Έχω καρούλια δίχρωμα, σβιγάκια, δαχτυλήθρες, σούστες, κοψάδες και κομπιά να ράφτετε, μοδίστρες. Σπίρτο βαστώ να πάρετε, να σάσετε σαπούνι — είναι καυστική σόδα, το λέγανε «σπίρτο» — κι ανέ πονεί τ’ αδόντι σας, σας έφερα μαντζούνι. Έχω και μεσοφούστανα — τα κομπινεζόν — τζεμπέρια και καρτσόνια,  έφερα τόπι τον χασέ, που αστράφτει σαν τα χιόνια. Λαμπόγυαλα, πετρόλαδο — το πετρέλαιο το λέγανε τότε πετρόλαδο οι γριές, και ακόμα οι γριές το λένε έτσι — σας έφερα και φτίλια  και μολυβήθρες ν’ άφτετε τα βράδια τα καντίλια. Και μερτζουβί (μοσχολίβανο) καλοβαστώ. Κοπιάσετε, κεράδες και λάδια στα πουσούνια (ψώνια) σας παίρνω αντί παράδες. Λουκούμια, σισαμόπιτες, έχω και μαντολάτα, να δείτε και μην πάρετε, πορίσετε στη στράτα» — αυτό, ετσά ’λεγε! Του γυρολόγου η φωνή όλες τσι ξεσταλίζει κι η μια ξοπίσω τσ’αλληνής γλακά και πουσουνίζει.  Άλλη είχε στην λεκάνα τζη αυγά, για να πλερώσει  κι άλλη του παίρνει την οκά, λάδι να τη γεμώσει. Του γυρολόγου σόκαλα (πολύ καλά) επήγαινε η μέρα κι ένα γερό κομπόδεμα βαστά σφιχτά στη χέρα. Μεσαδειασμένες κρέμουνται στον γάιδαρο οι κοφίνες, μα πρέπει πως τον έχουνε κι αυτόν πιασμένο πείνες. Και ξάνοιξε τ’ αφεντικό κι άρχισε να γκανίζει κι ο γυρολόγος εις τ’ αυτί πράμα του μουρμουρίζει. Παρέα εσταθήκανε απ’ όξω στο ντουκιάνι (καφενείο) [00:50:00]και τον ντουρβά με την ταγή στην κεφαλή του βάνει — κρατούσε το φαγητό του και του το… — κι είπε του: «Κουραστήκαμε, φίλε μου, μα τ’ αξίζει, με δίχως κόπο ο παράς την τσέπη δεν γεμίζει». Εις το ντουκιάνι εμπήκενε και ήπιαινε δυο ρακάκια, για να βρεθεί, σε μια ολιά, σ’ άλλου χωριού σοκάκια.  Αυτή είναι του γυρολόγου η αυτή, πώς εγινότανε. Ύστερα, είναι ένα άλλο έθιμο που πάει να ξεφτίσει, τώρα δεν υπάρχει. Παλιά, τσι μεγάλες Αποκρές εποκριγιώναμε την πρώτη Κυριακή. Την «κρέτινη» που λέμε, η δεύτερη είναι η τυρινή. Δεν ετρώγαν ύστερα, την άλλη βδομάδα κρέας. Όλοι! Κι εποκριγιώνανε τα χρόνια εκείνα κι εμείς στο σπίτι μας, την κρέτινη. Μαζευότανε όλοι. Ο πατέρας μου απαραιτήτως ήκανε ένα κατσίκι, ένα αρνάκι ήθελα σφάξει και τρώγαμε όλη η οικογένεια, οι παππουδογιαγιάδες, οι θείοι, τα πρωτοξαδέρφια, όλοι. Εγέμιζε, δηλαδή, το σπίτι. Και κάνανε ύστερα και γλέντι. Έπρεπε να αποκριγιώσομαι, ήταν νόμος! Τώρα, μούδε η οικογένεια δεν ‘ποκριγιώνει. Τρώει το κοπέλι και φεύγει και καθίζει ο γέρος με τη μάνα και τρώνε μόνοι ντως. Και είπα να το ‘φήσω έτσι, πώς έγινε: Στην Αποκρά οι παλαιοί δίδανε σημασία,  γιατί ‘ναι το κεφαλόσκαλο να μπούμε στη νηστεία. Όσο φτωχοί και να ‘σανε εκάνανε κολάι, ένα οζό η φαμελιά την Αποκρά να φάει. Φόκο είχενε η παραστιά σ’ εκείνηνα τη μέρα κι οι καμινάδες δίδανε τη μυρωδιά τ’ αέρα. Γι’ αυτούς η πρώτη Αποκριά ήτανε η σπουδαία κι όλοι μαζί ‘ποκρύγιωναν οι συγγενείς παρέα. Ολημερνίς γυρίζανε οι πλια καλοί γλεντζέδες, στα σπίτια κρασοπίνανε και τρώγαμε μεζέδες. Εις των γονέω τη σπιθιά εσμίγανε με γέλια κι αδέρφια και δισέγγονα κι εγγόνια και κοπέλια. Κρέας βραστό, κρέας οφτό, ρίφι αυγολεμονάτο, απάκι με τα μάραθα και σύγκλινα σφουγκάτο. Έτσα τράπεζα στρώνανε την Αποκρά την πρώτη κι ούλοι μας κάναμε σταυρό, πριχού το φαγοπότι. Ποτήρια σόγεμα κρασί κι ευκές μοιράζουν όλοι: «Γεροί να ξανασμίξομε του χρόνου τέθοια σκόλη». «Φάτε καλά -λέει η γιαγιά- γιατί η Λαμπρή θ’ αργήσει» κι από χαρά το βλέμμα τζη έχει ψιλοδακρύσει. Ο οντάς του γέρο Νικολή γεμίζει μασκαράδες και ξεκρεμά τη λύρα ντου, να πει δυο μαντινάδες:  «Το λούξι (φανάρι), μπρε, ντουμπάρετε - λέει με καλοσύνη - γιατί γή γω στραβώθηκα, γή κείνο τρεμοσβήνει. Γυναίκα στην οκά κρασί βάλε να κεραστούνε, να πιούνε δυο, τρεις, τέσσερις να ξεμασκαρωθούνε». Ο Νικολής εντάκαρε (ξεκίνησε) έναν σκοπό να παίζει και βγήκε ένας μασκαράς απάνω στο τραπέζι. Κι η λύρα ντου, εντάκαρε στετό μαλεβιζιώτη και είπε μ’ αναστεναγμό: «Που ‘σαι παντέρμη νιότη!». Εις τον οντά ανέφαλο (σύννεφο) κάνουνε οι πασπάροι (σκόνες), γιατί χορεύει πηδηχτό ένα καλό ζευγάρι. Κι έτσα τελεύγει η βραδιά τσ’ Αποκράς τση πρώτης αθιβολές, που στέρεψαν, ξεχωριστές τση νιότης. Κι ώστε να ζω ο λοϊσμός από κοντά θα τσ’ έχει και που και που το δάκρυ μου για χάρη ντως θα τρέχει.

Ε.Τ.:

Κυρία Άννα, τι ωραία που γράφετε!

Ά.Σ.:

Αυτές είναι απλές ιστορίες, απλά βιώματα, αλλά με πολλά λεφτά.

Ε.Τ.:

Έτσι. 

Ά.Σ.:

Με πολλά λεφτά. Λοιπόν, ετούτονε λέει «Κέρδισέ με η λογική» και μ’αρέσει κι αυτό. Ας το βάλομε κι αυτό μέσα, γιατί όλοι έχομε και την πεθυμιά και θέμε να λέμε, να κάνομε, να αυτό, αλλά η λογική πρέπει να μασε προσγειώνει πάντα, για να μην ξεφεύγομε. Η πεθυμιά κι η λογική εσύρανε μαχαίρια κι εγώ ‘μαι ανυπεράσπιστη μέσα στα δυό ντως χέρια. Η μια φωνιάζει δυνατά: «Να κάμει ό,τι μ’ αρέσει, αν θέλει μέσα στσι χαρές πάντα να βρίχνει θέση».  Η άλλη: «Με τα πρέπει μου, θα την περνά τη ζήση, στου χρόνου τον ωκεανό για να μη ναυαγήσει. Με εφιάλτες, όνειρα να μην θωρεί τα βράδια και να ’χει μια συνείδηση μέσα στο νου καθάρια». Κι εγώ αναποφάσιστη ποια πρέπει να διαλέξω κι από την πόρτα τση καρδιάς η μια να μείνει απ’ έξω. Μα η καρδιά μου ήτανε, που μου ‘δωκε τη λύση και μου πε: «Με τη λογική να την περνάς τη ζήση. Κι όπου κι αν πας την αθρωπιά θα τη θωρείς ομπρός σου, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και θα ‘ναι ο εαυτός σου». Αυτό είναι που πρέπει… Να σου διαβάσω κι αυτό που είναι τα ευτυχισμένα χρόνια των παλιών αθρώπω; Γιατί κι αυτό είναι απ’ τα παλιά και… Τα χρόνια εκείνα τα παλιά τα μοσκομυρισμένα, που δεν μπορεί περιγραφή να τωσε κάμει πένα. Τότες που άξιζαν οι φιλιές, τ’ αδέρφια, οι γονέοι, που ’χαν καντίλι του Χριστού ακοίμητο να καίει, που αγκάλιαζαν τη φτώχεια ντως τη νύχτα και τη μέρα και χύναν ύδρο ποταμό, για να τα βγάλουν πέρα. Ο κύρης απ’ το χάραμα μέχρι που να βραδιάσει, έκανε χίλιες δυο δουλειές, να σπείρει, να σοδιάσει. Ψωμί για τη φαμίλια ντου ήπρεπε πάντα να ‘χει κι ακούραστα κι αγόγγυστα έδινε κάθε μάχη. Μα και η μάνα είχενε φροντίδα πλια μεγάλη, να κάμει την μπουγάδα τζη, να στέσει το τσικάλι. Να βάλει τα μπαλώματα στα ρούχα των παιδιών τζη, μα πάντα με χαμόγελο έκανε τον σταυρό τζη. Και τον Θεό εδόξαζε για όσα τση ‘χε στείλει κι άναβε εις το σπίτι τζη ακοίμητο καντίλι. Μα ‘χενε άλλη μια δουλειά, που ‘πρεπε να τελέψει, τσι προύκες τω θυγατερώ που είχενε να παντρέψει. Κι είχενε τ’ αργαστήρι τζη γεμάτο ανυφαντήρι κι έμπαινε με χαμόγελο το πέταλο να σύρει. Τσι πατητήρες να πατεί, να διπλοπεταλίζει και το στημόνι με προυκιά πιτίδια να στολίζει. Έφενε κρεβατόγυρους, σεντόνια, πατανίες, χιράμια, ψιλοράσινα με ξόμπλια στσι γωνίες. Έφενε τρίριγα σακιά και ξομπλιαστά βουργίδια. Τω κρεβατώ τα στρώματα να βάλουνε γεμίδια, χόρτα που τα ξεραίνανε από τσι ποταμίδες. Αθρώποι που να κλάψουνε τη φτώχεια ντως δεν τσ’ είδες! Την ανέμη αγκαλιάζανε η μπαμπάκα και τα φάδια και τα μασούρια ο άδραχτος εγέμιζε τα βράδια, που χόρευε στη χέρα μας και μέσα στο θρομίλι, όλα ετούτα ήσανε τ’ αργαστηριού οι φίλοι. Μα δα στο περιθώριο ο χρόνος τα ’χει βάλει, γιατί η τεχνολογία μασε πήρε τη σκυτάλη.  Όλα τα κάνουν μηχανές, που ‘χουν καλορυθμίσει  και του ανθρώπου έγινε μια μηχανή η ζήση. Μα όλα λένε, τελικά, στο χρόνο τελειώνουν, λίγοι τα λάθη κάνουνε μα όλοι τα πλερώνουν. Αυτό.

Ε.Τ.:

Αυτό, ας πούμε, το ποίημα ήταν μία καθημερινότητα από αυτή που έχετε ζήσει εσείς με τους γονείς σας.

Ά.Σ.:

Ναι, έτσι ήταν η ζωή. Έχε υπόψη σου ότι εμείς με τον λύχνο καθόμαστε. Τονε βάζαμε, όπως ήταν η παρουστιά-το τζάκι, είχενε στη γωνία μια πρόκα — βάνανε οι γονέοι μου — και κρεμούσαμε τον λύχνο. Και ήμαστε γύρω-γύρω στα κουτσουράκια όλοι, στη φωθιά, να ζεσταινόμαστε και να διαβάσομε. Στον λύχνο! Πόσο φως έχει ένα κερί; Με το λύχνο! Εγώ μεγάλη ήμουνε, όταν αρχίξαμε να βάζομε πετρέλαιο σε μια λάμπα! Είχαμε λύχνο. Τη νύχτα κοιμούμαστε σκοτεινά. Εσβήναμε τον λύχνο και θέταμε (ξαπλώναμε).

Ε.Τ.:

Έχει αλλάξει η ζωή από τότε.

Ά.Σ.:

Πάρα πολύ! Τώρα τα ‘χομε όλα. Ευτυχία δεν έχομε. Δεν ξέρω ίντα φταίει αλλά δεν έχομε ευτυχία. Ζούμε μέσα στην αγωνία, ίντα θα μασε ξημερώσει αύριο. Ενώ παλιά… Πιστεύανε πρώτα-πρώτα, επιστεύανε στον Θεό οι αθρώποι. Επιστεύανε στην εκκλησία. Επηγαίνανε, ανάβανε το κερί ντως. Μια και σου ‘πα, «Η λογική με την πεθυμιά», θα σου πω και τσι «Δίδυμες». Οι δίδυμες είναι η ψυχή και η καρδιά. Αφού θα γεννείς και ψυχολόγος, να το ξέρεις. Είναι αυτές που στηρίζουν ένα σώμα.  Ψυχή, καρδιά, δώρα θεού στηρίζουν ένα σώμα, που ο μεγαλοδύναμος το ‘πλεξε με το χώμα. Σε κάθε δύσκολη στιγμή και συμφορά μεγάλη, με τρόπο αξιοθαύμαστο στηρίζει η μια την άλλη. Κλαίει η καρδιά και η ψυχή τα χείλη τζη δαγκάνει και μ’ έναν τρόπο στοργικό στσ’αγκάλες τση τη βάνει. Για να μην δείξει πως πονεί το ίδιο σαν κι εκείνη, μ’ ένα βουβό αναστεναγμό μια συμβουλή τση δίνει: «Κουράγιο, μα τα δύσκολα είναι και για τσι δυο μας  κι ας μη θωρεί τα δάκρυα κιανείς των αμαθιώ μας. Με τη δική μας δύναμη, καρδιά μου, και τα θάρρη δεν γονατίζει το κορμί στου Γολγοθά τα βάρη. Και μην ξεχνάς πως θα χτυπάς όσο κι εγώ θα θέλω, μέχρι να ταξιδέψομε στσι στράτες των αγγέλω». Αυτό είναι οι «Δίδυμες». 

Ά.Σ.:

Μια μέρα περνούσα από ένα μέρος. Είδα, λοιπόν, μια ξερή αμυγδαλιά — μα ξερή, κατάξερη — και καθόταν ένα πουλάκι απάνω. Και λέω μέσα μου: «Αυτό το πουλί μπορεί να θέλει και να φωλέψει, αλλά στην ξερή αμυγδαλιά πού θα φωλέψει;».Κι ήρθα κι έπιασα το στυλό κι ήκαμα μια συνομιλία του πουλιού με την αμυγδαλιά. Εν τέλει, η αμυγδαλιά έβγαλε ένα βλασταράκι και το πουλί εφώλεψε. Εβρέθηκε ύστερα, έβγαλε, σε λίγο καιρό ήταν ανθισμένο, δηλαδή… Τση μετάδωσα την αγωνία μου; Δεν ξέρω.

Ε.Τ.:

Η ενέργειά σας ίσως.

Ά.Σ.:

Έβγαλε χαμηλά-χαμηλά ένα τέτοιο και λέω: «Εκειά θα πάει δα το πουλί να φωλέψει». Εγώ, αυτή την αυτή του ‘δωκα. Εις την ξερή αμυγδαλιά ένα πουλί καθίζει και με μαθιά παράξενη εδώ κι εκεί ξανοίγει. Αφού ‘ρθενε η άνοιξη κι ανθοβολά η φύση, ετούτη η αμυγδαλιά γιάντα να μην ανθίσει; «Αμυγδαλιά μου — τση ‘πενε — πού είναι η φορεσά σου; Και πού θα χτίσω τη φωλιά εις τα ξερά κλαδιά σου; Πρασινοστόλιστη ήσουνε, όμορφη, μυγδαλιά μου  κι εγώ τραγούδια σου ‘λεγα μαζί με τα πουλιά μου». Η ξεραμένη αμυγδαλιά, μιλεί ξεψυχισμένα:  «Πουλί μου, ετελειώσανε όλα αυτά για μένα. Ο χρόνος με σαθράκιασε (σταφίδιασε), φύλλα και ανθούς δε βγάνω  και δεν θα ξαναδώ φωλιά εις τα κλαδιά μου απάνω». Τηνε φουκράται (ακούει) το πουλί και χαμοπεταρίζει, κάνει ν’ ανοίξει τα φτερά να φύγει, μα καθίζει. Ετούτη η αμυγδαλιά εκόνευγέ (φιλοξενούσε) του χρόνους κι έβριχνε πόσκιο και δροσιά στσι δροσερούς τση κλώνους. Κι εδά δεν το βαστά η καρδιά αλλού φωλιά να χτίσει και τούτη την αμυγδαλιά στη μοναξά ν’ αφήσει. Και πήγε στο διχάλι τζη φωλιά για να ντακάρει  κι απ’ τη χαρά η αμυγδαλιά έβγαλε ένα βλαστάρι.  Και φούντωσε και τη φωλιά του φίλου τζη θα χώσει, τη φαμελιά του στην δροσιά να τηνε μεγαλώσει.

Ε.Τ.:

Και αλήθεια μεγάλωσε;

Ά.Σ.:

Ναι, έβγαλε ανθό, έβγαλε κλαδί! Μπορεί να ’τανε να το βγάλει, το ’βγαλε όμως.[01:00:00]

Ε.Τ.:

Το ’βγαλε.

Ά.Σ.:

Το ’βγαλε. Κατάλαβες; Μα έτσι είναι.

Ε.Τ.:

Τα δημιουργείτε όλα από εικόνες. Γράφετε αυτό που βλέπετε, αυτό που αισθάνεστε, τη σύνδεσή σας.

Ά.Σ.:

Ναι. Λοιπόν, «Το πρωινό»: Ώρα που ο ήλιος κεντρουλιά (δροσερό πρωινό, που έχει ακόμα λίγο σκοτάδι) και πάει να χαράξει και ξετρυπώνει το πουλί και φεύγει να πετάξει, είναι η καλύτερη στιγμή, φίλε μου, να ξυπνήσεις. Να ροζονάρει (κουβεντιάσει) η σκέψη σου στην ομορφιά τση φύσης. Και τα δημιουργήματα που ’χει ο θεός πεμπάτα (που έχει στείλει)  με τση ζωής το πρόσωπο να τα θωρείς στη στράτα. Να καμαρώσει πέρδικα, με τ’ όμορφό τζη ζάλο, τον αετό περήφανο στον πρίνο τον μεγάλο. Να ιδείς τη βιόλα να ξυπνά στην πρωινή δροσούλα, το ζιγαρδέλι (το αηδόνι της Κρήτης) να λαλεί στση ροδαράς την τρούλα (κορυφή). Και την καρδιά σου μερτζουβί και θυμιατό τη σκέψη κάμε και θύμιασέ τονε αυτόν που τα ’χει πέψει. Ένα άλλο: Την ώρα που ’ποδιαφωτά και βγαίνει το μεράστρο και ξετρουμίζει (αναστατώνεται) του ντουνιά ολόκληρο το κάστρο, η νύχτα ορδινιάζεται (ετοιμάζεται) γλήγορα να μισέψει και παίρνει με τη φεύγα τζη του φεγγαριού τη φέξη. Ετούτες τσ’ όμορφες στιγμές δεν θέλω να τσι χάνωκαι βγήκα πάλι βιαστικά σ’ ένα κορφάλι απάνω. Σ’ ένα χαράκι έκατσα ψιλοδροσουλιασμένο και σκέφτηκα: «Τον κόπο μου, δεν θεωρώ χαμένο». Ο ήλιος ήρθε εις τσ’ αυγής κι έκατσε το μπαλκόνι  κι ήκουσα χίλια δυο πουλιά να λένε: «Ξημερώνει! Και σήμερο ήρθεν άνοιξη, μην το ‘χετε ξεχάσει και πρέπει να τση πούμενε τραγούδια να περάσει». Πουλιά ‘κουσα να κελαηδούν, νερά να τραγουδούνε,  ψηλά δεντρά να σκύφτουνε χάμαι να προσκυνούνε. Μ΄ έπνιξεν η συγκίνηση και έκαμα τον σταυρό μου και σκέφτηκα: «Ίντα όμορφο είναι το πρωινό μου!». Αυτή είναι η αγάπη. Γενικώς. Ν’ αγαπάς τη ζωή. Ν’ αγαπάς τη ζωή. Αν αγαπάς τη ζωή, αγαπάς τα πάντα.

Ε.Τ.:

Ποια είναι ίσως-

Ά.Σ.:

Άκουσε. Αυτό θα σου πω να τελειώσομε, εντάξει είμαστε. Αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός. Το ‘χω βάλει, ίντα ’ναι η αγάπη για μένα. Αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός, που μέχρι το σταυρό ανέβηκε για ‘κείνη. Που δεν κουράζεται τα λάθη μας να συγχωρεί,  με το σφουγγάρι όλα να τα σβήνει. Αγάπη είναι ο ήλιος ο ζεστός  που βγαίνει από ψηλά για ν’ αγκαλιάσει,  με το χρυσό του βλέμμα, τρυφερά ολόκληρη τη μυρισμένη πλάση — αγάπη είναι κι αυτό! Αγκαλιάζει!  Αγάπη είναι τ’ άστρα τ’ ουρανού  και το φεγγάρι το γεμάτο καλοσύνη, που βγαίνει και τση νύχτας δίδει φως,  γιατί δεν θέλει μεσ’ τη σκοτεινιά να την αφήνει — κι αυτό αγάπη είναι. Αγάπη είναι τον συνάνθρωπό να νιώθεις αδερφό  και το ψωμί να το μοιράζεστε στη μέση  κι αν είναι άρρωστος, ανήμπορος, φτωχός  να βρίχνει στην καρδιά σου πάντα θέση. Αγάπη είναι τη συγχώρεση να δίνεις σ’ εκείνο που σε πλήγωσε σκληρά. Αγάπη είναι ν’ αγκαλιάζουνε τον κόσμο, τα μάτια σου και την καρδιά αληθινά. Αυτό είναι αγάπη. Αυτό είναι αγάπη, κοπελιά μου. Δηλαδή δεν είναι… Αγάπη είναι — άσ’ τον έρωτα — η αγάπη. Η αγάπη!

Ε.Τ.:

Αυτό είναι κι αυτό που αισθάνεστε, φαντάζομαι, γι’ αυτήν τη ζωή και γράφετε έτσι.

Ά.Σ.:

Ναι. Λοιπόν, φτωχός λογάται εκείνος που δεν αγαπά και θα σου πω. Θα δεις πώς νιώθω εγώ για έναν άνθρωπο που δεν αγαπά. Πώς τονε νιώθω:  Είναι φτωχός εκείνος που ‘χει πάψει ν’ αγαπά και την καρδιά του σε φιλιές αληθινές δεν την μοιράζει,  που βλέπει τα αισθήματα πολύ φτηνά και με το χρήμα, λέει, πως μπορεί να τ’ αγοράζει. Είναι φτωχός εκείνος που ’χει πάψει να θυμάται τον Θεό και καλοσύνη η μαθιά του να μην έχει. Έννοια μοναδική του να ‘ναι τα λεφτά και να μαζέψει πια πολλά αγωνίζεται και τρέχει. Μέσα στα πλούτη ζει, ωσάν τον βασιλιά,  μα κατά βάθος ένας άνθρωπος φτωχός θα μείνει. Γιατί αισθήματα δεν έχει στην καρδιά,  αγάπη να μπορεί να παίρνει και να δίνει. Αυτό είναι. Για μένα είναι αυτό.

Ε.Τ.:

Τι ωραία, κυρία Άννα!

Ά.Σ.:

Ναι, δεν ξέρω. Έχω γράψει για την Κρήτη πάρα πολλά. Μια και είπαμε για τσι αγώνες που κάναν οι παλιοί μας, να ξαναγυρίσουμε εκεί. Η μάνα μου κάθε 15, κάθε 20 είχαμε φούρνο. Εζύμωνε η μάνα μου, εζυμώναν όλοι. Εβγάναμε στάρι, κριθάρι, τα κάμανε… Μιγάδι το κάμαμε και ζυμώναμε. Λοιπόν, σχεδόν κάθε μέρα άναβε ο φούρνος μας για τη γειτονιά. Σήμερα ζύμωνε η μάνα, αύριο ζύμωνε η γειτόνισσα, η παραγειτόνισσα και κάθε μέρα σχεδόν άναβε ο φούρνος. Λοιπόν, ξέρεις πόσα κοπέλια εμαζευόταν εκεί, για να πάρουν ένα ντάκο ψωμί; 

Ε.Τ.:

Πόσα;

Ά.Σ.:

Όλο το χωριό. Όπου βλέπανε και κάπνιζενε ένας φούρνος, εκάθουνταν και περιμένανε ψωμί. Να μοιράζει η μάνα… Ήθελα να ‘ρθει, ας πούμε, να μοιράζει η μάνα μου τσι ντάκους. «Πάρε ένα κομμάτι, ένα κομμάτι» τα κοπέλια. Το ‘κανα: «Το ζυμωταριό τση μάνας μου». Να το διαβάσω κι αυτό;

Ε.Τ.:

Αμέ.

Ά.Σ.:

«Ξεψωμισάδες είμαστε», η μάνα μουρμουρίζει  του κύρη μου απ’ τη δουλειά την ώρα που γυρίζει.  Το στάρι το καθάρισα και το ‘χω καταστέσει και να το πας του μυλωνά αύριο να τ’ αλέσει. Να πας και στα φουρνόξυλα, δυο αγκαλές να κάμεις, οι μέρες μεγαλώσανε κι ούλα θα τα προκάμεις. Και το προζύμι αυγιαργά θα κάμω να ζυμώσω, γιατί ‘χω δανεικά ψωμιά παρμένα, να τα δώσω. Ο κύρης μου, με πήρενε και πήγαμε στον μύλο κι ο μυλωνάς χαρούμενος είπε: «Καλώς τον φίλο! Ίσαμε το στάρι ν’ αλεστεί θα πιούμε δυο ρακάκια και το κοπελιδάκι σου θα φάει πιταράκια».  «Τον καβαρτή (πρωινό) εκάμαμε, μα ‘χουνε δυο πομείνει», ο μυλωνάς πασίχαρος -λέει- και μου τα δίνει. Με λαιμαργία τα ‘φαγα, γιατί ήμουν πεινασμένη και το σκαλάκι ο μυλωνάς ανεβοκατεβαίνει. «Ροβάκι (παραδοσιακή ποικιλία) είναι το στάρι σου κι αλεύρι άλφα θα ‘ναι και τα κοπέλια σου ψωμί ξεχωριστό θα φάνε». «Ετούτονα λέω κι εγώ, με του Θεού τη χάρη  και φτάνει απού τρώγαμε τόσο καιρό κριθάρι». Την ταχινή (πρωί) μυρίζανε ψωμιά καλοψημένα και τα κοπέλια του χωριού όλα ’ναι μαζωμένα. Κι η μάνα μου εντάκαρε τσι ντάκους να μοιράζει και το καθένα με χαρά: «Ευχαριστώ» φωνιάζει. Μα ένα χλωμό κι αδύνατο εστάθηκε πλια πίσω κι είπε στη μάνα ντροπαλά: «Κι άλλο θα σου ζητήσω. Να το κρατώ στο σπίτι μου, στην άρρωστή μου μάνα,  γιατί ήπιενε την ταχινή σκέτη τη μαντζουράνα». Έβαλε η μάνα δυο ψωμιά μέσα εις το βουργίδι και το κοπέλι εξάνοιξε, ύστερα του τα δίδει. Μα πάλι εξανασκέφτηκε και του φωνιάζει: «Στάσου! Πάρε και δυο σταφιδολιές και άμε τα τση μαμάς σου». Είδα τη μάνα βιαστικά το δάκρυ να σκουπίζει και σιωπηλά εις τη δουλειά απού ‘κανε γυρίζει. Κόβγει κομμάτια το ψωμί, να το παξιμαδιάσει, μα λείπει πλια απού το μισό, που το ‘χει διαμοιράσει. Στον φούρνο μέσα το έστρωσε κι είδενε πως γεμίζει και τότε εις τον ουρανό το βλέμμα τζη γυρίζει. Και λέει: «Θεέ μου, ευχαριστώ κι ευλόησές το πάλι και πλήθειανε που δύσκολα ο φούρνος θα το βάλει».

Ε.Τ.:

Τι ωραίες εικόνες! Τι είναι ο «καβαρτής», που είπατε προηγουμένως;

Ά.Σ.:

Ο καβαρτής είναι το πρωινό. Κάνεις τον καβαρτή, να φύγεις, να πας… Παλιά δεν επίναν καφέ — ντα που τον είχαν τον καφέ; — εβάνανε το πρωί και ό,τι είχανε ψημένο από ’σπέρας. Εκάναν τηγανίτους, εκάνανε λαδόστακα, εκάνανε… Τέθοια. Χοντροζούμι και καθίζανε και τρώγανε και πηγαίνανε στη δουλειά. Στη δουλειά δεν επαίρνανε φαγητά οι άνθρωποι τότε. Ψωμί κι ελιές σκέτο. Έτσα, να φάνε να μπουκώσουνε, για να φάνε πάλι το βράδυ. Ντα είχανε και να παίρνουνε; Τέλος πάντων. Λοιπόν, καλά ‘ναι εδά να κλείσομε;

Ε.Τ.:

Πείτε μας κι άλλα, αν θέλετε. Σας βλέπω ότι έχετε πάρει μια…

Ά.Σ.:

Εντάξει, έχω εγώ αλλά λέω τώρα… Ίντα να πούμε άλλο; Εγώ ’πρεπε να ‘χω βρει τα…

Ε.Τ.:

Διαβάστε μας, ας πούμε, αν θέλετε το αγαπημένο σας ίσως. Ή ένα απ’ τα αγαπημένα σας. Κι εμείς εδώ θα ’μαστε. Μπορούμε να το ξανακάνουμε. Να βρείτε κι εσείς τα πράγματά σας απ’ την αρχή.

Ά.Σ.:

Εγώ θα σου διαβάσω το «Ολόχρυσο πουλί». Είναι η αγάπη.

Ε.Τ.:

Τέλεια.

Ά.Σ.:

Ώρα που σκα χαμόγελο η ροδαυγή στην πλάση και παίρνει η νύχτα τ’ άστρα τζη και τ’ ακριβοφυλάσσει, επόρισεν η σκέψη μου στου κόσμου την λοτζέτα (μπαλκόνι) κι είδα ολόχρυσο πουλί στον ουρανό κι επέτα. Τη μάνα φύση ερώτηξε: «Ποιο ‘ναι το χρυσοπούλι;», «Αγάπη το φωνιάζουνε, μα το ζυγώνουν ούλοι! Έναν καιρό εις τσι καρδιές, φώλευγε των αθρώπω, μα δα να χτίσει τη φωλιά ποθές δεν βρίχνει τόπο. Σ’ όποια καρδιά και να χτυπά μια πόρτα δεν ανοίγει, γι’ αυτό πετά στον ουρανό με το Θεό και σμίγει. Η κακοσύνη εγίνηκε γεράκι λυσσασμένο κι εκατομμύρια φορές το ’χει τραυματισμένο. Τση καλοσύνης την πηγή τη βρίχνει στερεμένη και διψασμένο στο δέντρο τσ’ αμοναξάς ξωμένει. Το χρυσοπούλι τα φτερά πετά και σωζυγιάζει κι όμως να κατεβεί στση γης κιανείς δεν του φωνιάζει. Μα τούτο το χρυσό πουλί είναι κι ευλοημένο και θέλει να τονε θωρεί τον κόσμο αγαπημένο. Δεν θα τα κλείσει τα φτερά όσο υπάρχει ζήση και με τα μαυρογέρακα σκληρά θα πολεμήσει. Αυτό είναι η αγάπη, το χρυσοπούλι. 

Ά.Σ.:

Μπορώ να σου διαβάσω άλλο ένα; Είναι «Οι αρμηνειές των γονέω»:  Παίρνε του γέρο τη βουλή και φυλαχτό την κράθειε και των γονιών σου την ευχή και στα βουνά πορπάθιε! Λόγια που τα μαθαίνανε στσ’ αγάπης τα σχολεία και τση καρδιάς τα γράφανε τα ολόχρυσα βιβλία. Θεσμοί μιας άλλης εποχής, που όλοι, μικροί-μεγάλοι πάντα στον μεγαλύτερο σκύφτανε το κεφάλι!  Ο νέος έπαιρνε βουλή πάντα από τον πατέρα σε κάθε ζάλο που ‘κανε, για να τα τελέψει η μέρα. Κι η θυγατέρα είχενε τη μάνα τζη δασκάλα στα τόσα ερωτήματα που ‘χενε τα μεγάλα. Ήτανε πάντα ντροπαλή, μα ‘πρεπε και να μάθει, ίντα λογιώς ‘πομπένουνε του έρωτα τα πάθη. Η μάνα πάντα αρμήνευγε μ’ ένα δικό τζη τρόπο: «Κόρη, μην πέσεις χαμηλά στα μάθια των αθρώπω. Είναι η τιμή, λουλούδι μου, που τη ζωή πρεπίζει  κι όποιος τη χάσει τρυπητή δεκάρα δεν αξίζει. Κι όταν η μοίρα, κόρη μου, θα φέρει το γραφτό σου, να ξεκλειδώσεις με χρυσά κλειδιά το σπιτικό σου. Και την αγάπη την πολλή, απού φυλάσεις χρόνους δώσ’ τη σ’ εκείνον που μαζί θα κάμετε απογόνους».

Ε.Τ.:

Πάρα πολύ ωραία, κυρία Άννα! 

Ά.Σ.:

Ναι.

Ε.Τ.:

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ γι’ αυτό που κάνατε για μας.

Ά.Σ.:

Μπορώ να σου διαβάσω και για τ’ Αρκάδι ένα;

Ε.Τ.:

Βέβαια.

Ά.Σ.:

Έχω γράψει και για τ’ Αρκάδι. Έχω γράψει κι άλλο, αλλά δεν ξέρω δα που το ‘χω αυτό. Μαύρα τα χρόνια τση Τουρκιάς με πόνους και φοβέρες κι οι Κρητικοί περνούσανε δυστυχισμένες μέρες. Φωτιά κι ατσάλι εσκόρπανε του Τούρκου η μπιστόλα και κάτω από τον ίσκιο τζη εξεψυχούσαν όλα. Γιουρούσι κάνει τακτικά του Μουσταφά τ’ ασκέρι [01:10:00]και προσπαθεί την Κρήτη μας στα μέτρα του να φέρει. Να πάψει να ‘χει μάθηση ο Κρητικός και πίστη, ν’ απαρνηθεί την Παναγιά, μα και τον παντοχτίστη. Κι όμως ο κάθε Κρητικός όπλα δεν καταθέτει, για κείνο πιάνει τα βουνά και στσ’ αστιβίδες θέτει. Σιγά-σιγά μαζώνουνται άντρες ξεδιαλεμένοι,  δεκάδες μπαρουτάσκαγα κι εκρηκτικά ζωσμένοι. Για τον σουλτάνο αντίθετα η μέτρηση αρχίζει και μ’ αίμα των αλλόθρησκω την Κρήτη μας ποτίζει. Μπέτη με μπέτη (στήθος με στήθος) γίνουνται μάχες στα χώματά μας, για να τηνε χαιρόμαστε ούλοι τη λευτεριά μας. Τ’ Αρκάδι είναι κρυφή φωλιά για τσι καπεταναίους,  τσ’ άντρες απού ‘χε η Κρήτη μας ετότες τσι γενναίους! Χίλια οκτακόσια ήτανε, τότες, εξήντα έξι και το Αρκάδι ο Μουσταφάς είχενε ξεδιαλέξει, για να χτυπήσει αλύπητα και να το κατακτήσει και μια ψυχή αζωντανή μέσα να μην αφήσει. Κλεισμένα γυναικόπαιδα είναι και καλογέροι, μαντατοφόρο επέψανε βοήθεια να φέρει. Μα οι λυσσασμένοι τύραννοι το ‘χουνε περιζώσει κι όσοι είναι μέσα σίγουρα κιανείς δεν θα γλιτώσει. Ετότες την απόφαση ο Γιαμπουδής την παίρνει κι όλους στα μπαρουτάσκαγα, που φύλαγαν τσι φέρνει. Και ρώτηξενε δυνατά: «Νεκροί γή σκλαβωμένοι; Ένα απ’ τα δυο ‘ναι σήμερα απού μας απομένει». Κι όλοι φωνάξαν τότεσας: «Καλλιά νεκροί στον Άδη, παρά να πει ο Μουσταφάς πως πάτησε στ’ Αρκάδι». Σαν τη λαμπάδα εκέντησε τ’ Αρκάδι από άκρη σ’ άκρη κι ο Ψηλορείτης έβγαλε του θαυμασμού το δάκρυ. Πανωλεθρία πάθανε κι οι τύραννοι μεγάλη, που δεν μπορεί τέτοιο κακό ο νου μας να το βάλει. Αγγέλοι εγίναν οι ψυχές εκείνων των ανθρώπω, που κάηκαν και τίμησαν του Αρκαδιού τον τόπο. Κι έχομεν υποχρέωση ούλοι να τσι τιμούμε, να σκύφτομε την κεφαλή στ’ Αρκάδι, όντε περνούμε. Απού τ’ Αρκάδι μια φωνή πάντοτε θα γροικάται: «Οχθρόν η Κρητική ψυχή και χάρο δεν φοβάται!». Όλου του κόσμου οι ξακουστοί στ’ Αρκάδι όντε θα ‘ρθούνε, γίνονται δούλοι ταπεινοί, σκύφτουν και προσκυνούνε.

Ά.Σ.:

Αυτό είναι. Θα κλείσω με ένα δικό μου κομμάτι. Εκλείσαμενε τον Απρίλη τα 50 χρόνια με τον άντρα μου κι έγραψα ένα μικρό αφιέρωμα.

Ε.Τ.:

Θα χαρούμε πάρα πολύ να μας το διαβάσετε.

Ά.Σ.:

Και θα κλείσω μ’ αυτό και ευχή μου ν’ αρέσουν αυτά που είπα λίγο και να ξαναμιλήσομε. Όποτε θέτε. Φτάνει να ’χομε υγεία. Πενήντα χρόνια που είμαστε μαζί,  μισό αιώνα η αγάπη μας ενώνει,  με ήθος κυβερνούμε το καράβι τση ζωής  και σταθερά κι οι δυο κρατούμε το τιμόνι. Πενήντα χρόνια φύγαν σαν πουλιά, ρυτίδες έχομε και στα μαλλιά μας χιόνια. Μα μασε χάρισαν κι αμέτρητες χαρές και μια φαμίλια με παιδιά κι εγγόνια. Δοξάζω τον Θεό και ευγνωμονώ  για όσα στη ζωή μας έχει φέρει  κι από καρδιάς μια χάρη Του ζητώ,  να μη με ’φήσει στη ζωή με δίχως ταίρι. Να πορευτούμε πλάι-πλάι τη ζωή,  στο ύστερο σκαλί να πάμε ομάδι,  γιατί, ο ένας μας αν φύγει πλιά μπροστά κι ο άλλος ζωντανός θα μπει στον Άδη. Την αγάπη μου.

Ε.Τ.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Ά.Σ.:

Την αγάπη μου σε όλους σας και αυτά που κάνετε είναι μια προσφορά για την παράδοση του τόπου μας, για τσ’ αξίες του τόπου μας και να μη χαθούνε.

Ε.Τ.:

Να μην χαθούνε με τίποτα, Κυρία Άννα. Ευχαριστούμε πολύ.

Ά.Σ.:

Κι εγώ το λέω. Κι εγώ το λέω. Αυτά που σκέφτομαι τα γράφω και λέω: «Ας μη χαθούνε». Καμιά φορά αν τα καταφέρω και βγάλω άλλο ένα βιβλίο, θα τα περάσω, τα πιο... Αλλά έχω πει ότι:  Ψηλής, απάτητης κορφής μοιάζει η πεθυμιά μου, γι’ αυτό δεν ανταμώσανε ποτέ με την καρδιά μου. Και άλλη μια που λέω: Ποτέ μου δεν ανέβηκα τση πεθυμιάς τη σκάλα, γιατί τα «πρέπει» έχουνε χατίρια πλια μεγάλα. Κι εφόσον έχουν τα «πρέπει», πάμε στα «πρέπει» και δεν φτάνουν τα λεφτά για τσι πεθυμιές μας.

Ε.Τ.:

Σας εύχομαι το καλύτερο κι αυτό το πράγμα να βγει έξω στο κόσμο, αυτή η τέχνη που παράγετε κι αυτός ο πολιτισμός που μεταφέρετε μέσα απ’ τις εικόνες των ποιημάτων και των πεζών ή των μαντινάδων, που έχετε γράψει κατά καιρούς και συνεχίζετε να γράφετε.

Ά.Σ.:

Ναι, μ’ αρέσει να γράφω.

Ε.Τ.:

Να βρουν το φως αυτού του κόσμου. 

Ά.Σ.:

Κοίταξε, μ’ αρέσει να γράφω και δεν το κάνω για να πάρω παίνια (επαίνους). Δηλαδή κι όντε παίρνω τα βραβεία, γιατί έχω πάρει αρκετά βραβεία, δε νιώθω… Εντάξει, κακά τα ψόματα δεν μπορείς να πεις ότι, όταν σε τιμά κάποιος, δεν περηφανεύεσαι. Όλοι νιώθουμε μια περηφάνια. Όμως, δεν είμαι ο άνθρωπος που θα αρχίσω να μετρώ και να λέω: «Ω, πήρα αυτό, πήρα αυτό, πήρα αυτό». Και να…

Ε.Τ.:

Μπροστά βάζετε την καρδιά σας, αυτό είναι ξεκάθαρο.

Ά.Σ.:

Ναι, δηλαδή μ’ αρέσει να γράψω κάτι, μ’ αρέσει ν’ αρέσει του άλλου που θα το διαβάσει. Να δω στα μάτια του τη λάμψη τση ικανοποίησης. Αυτό με φτάνει, με κάνει πλούσια, σου μιλώ ειλικρινά! Δηλαδή δεν είμαι ένας άνθρωπος απού το κάνω για επίδειξη. Ποτέ.

Ε.Τ.:

Εγώ σας πιστεύω, κυρία Άννα.

Ά.Σ.:

Μα το λέω. Λέω μια μαντινάδα, που τηνε λέω μέσα από την καρδιά μου:  Πάντα βαδίζω ταπεινά και με σκυφτό κεφάλι, ακόμα κι όντε θα γροικώ να μ’ επαινούν οι άλλοι. Δηλαδή δεν καβαλώ το καλάμι, που λέγαν οι παλιοί. Η γιαγιά μου το ‘λεγε ετσά: «Μην καβαλείς»… Η γιαγιά μου ξέρεις τι έλεγε; Η σοφή μου η γιαγιά; Έλεγε: «Παιδί μου το καλάθι θα το κρεμάς εκειά που φτάνει η χέρα σου κι ακόμα μια ολιά παρακάτω, να μην τεντώνεις». Ξέρεις τι πάει να πει αυτό; Η υπερηφάνεια. Να μην είσαι περήφανος και λες: «Γιάε που ‘φταξα!». Ποτέ σου δανεικά φτερά μην πάρεις να πετάξεις, γιατί στο χώμα θα βρεθείς όσο ψηλά κι αν φτάξεις. Άμα δεν βγεις με τα δικά σου;

Ε.Τ.:

Τι θα κάνεις; 

Ά.Σ.:

Ναι.

Ε.Τ.:

Ευχαριστούμε, κυρία Άννα.

Ά.Σ.:

Ξένα φτερά-λέει- δεν έβαλα πότε μου να πετάξω,  για να καυκούμαι πως μπορώ ψηλές κορφές να φτάξω. Δεν το κάνω, είναι ο τύπος μου. Καμιά φορά μου λέει ο άντρας μου: «Να μωρέ, δεν σε πήρανε τηλέφωνο εκειέ να πας;». Δεν πάω. Δηλαδή δεν έχω… Επαέ τούτονε το βιβλίο είναι απ’ τα πρώτα, απού ’χω γράψει κι έγραφα παλιά — και για την Κρήτη έχω παέ άλλο ένα κι είναι ωραίο.

Ε.Τ.:

Θέλετε να μας το πείτε και αυτό;

Ά.Σ.:

Ναι, μα περίμενε. Για τη μάχη τση Κρήτης, «Μάης»: Ήτανε Μάης κι είχενε η πλάση λουλουδιάσει κι η Κρήτη μας επήρενε το πλια καλό μοιράσι. Τα κάλλη τζη στολίσανε ολόκληρο πλανήτη κι ο Χίτλερ μονολόγησε: «Θα σε γνωρίσω Κρήτη. Να χτίσω εκειά το κάστρο μου και το βασίλειό μου, τρόπο θα βρω αληθινό να κάμω τ’ όνειρό μου». Κι η κολασμένη του ψυχή σχέδιο τρόμου βγάνει και ενεργό ηφαίστειο την Κρήτη μας την κάνει. Η ομορφιά τζη χάνεται στσι φλόγες, στο μπαρούτι, μα δε λυγίζει εύκολα η θυγατέρα ετούτη. Εις τα μαλλιά τση λεβεντιάς χρυσή κορδέλα βάνει και μια φωνή που εσείστηκε η οικουμένη βγάνει: «Στο χώμα μου κιανείς εχθρός δεν ήβρηκε ραχάτι, γιατί η Κρητική ψυχή είν’ αντρειά γεμάτη και θα τση πάρεις γρήγορα, Χίτλερ, τσ’ αποδείξεις από τον κάθε Κρητικό όση αντρειά και αν δείξεις». Στη μια του χέρα ο Κρητικός παίρνει σπαθί τσ’ αντρείας, στην άλλη ένα δάφνινο κλαδί τσ’ ελευθερίας. Κι ωσάν τα στάχυα εθέριζαν τσι δήμιους του πόνου, στον Ψηλορείτη λάβαρο τση λευτεριάς υψώνου. Σαν τσι καμπάνες παίζανε τα λέρια (κουδούνια) των προβάτω και τα λουλούδια ανοίξανε πάλι απ’ τον πάτο. Το αίμα εξαναγίνηκε νερό εις τσι βρυσίδες, για να ξαναποτίσουνε τσι διψερές ελπίδες. Εξαναμπήκεν η χαρά στα καπνισμένα σπίτια κι ας απομείναν οι καημοί και οι πληγές στα στήθια. Το κόστος για τη λευτεριά και η πλερωμή μεγάλη,  πολλές ζωές που φύγανε για τη ζωή την άλλη. Κι εμείς ίντα προσφέρομε για εκείνους κάθε χρόνο; Δυο λόγια, ένα μνημόσυνο κι ένα στεφάνι μόνο. Κάθε χρονιά που επέτειο η Κρήτη μας γιορτάζει,  κόβει τα μοσχολούλουδα απού ‘χει και θυμιάζει εκείνους, απού πέσανε ηρωϊκά στο χώμα, για να ντυθεί ολόκληρη τση λευτεριάς το χρώμα. Αίμα, μπαρούτι και φωτιά, αντρειά, λεβεντοσύνη, ετούτανα η λευτεριά θέλει δεντρό να γίνει. Ούλη η Κρήτη εγίνηκε, κάστρο τιμής κι αντρείας και το δεντρό στον ουρανό φτάνει τσ’ ελευθερίας. Την αγάπη μου σε όλους σας.

Ε.Τ.:

Να ’στε καλά. Είστε εξαιρετική. Σας ευχόμαστε τα καλύτερα.

Ά.Σ.:

Ευχαριστώ, αγάπη μου.

Ε.Τ.:

Η Κυρία Άννα θα ήθελε να προσθέσει το ποίημα, που έχει γράψει για το χωριό της.

Ά.Σ.:

Αυτό που γεννήθηκα και μεγάλωσα, τα Σαχτούρια:  Ο νους βαστά τ’ ανάπλαγα κι η σκέψη τα παπούρια, μα κονεμένη πεθυμιά βρίχνεται στα Σαχτούρια. Στον τόπο που γεννήθηκα κι είδα το φως τση μέρας και φίλησέ με η ταχινή και χάιδεψέ με αέρας. Εκειά που πρωτομίλησα κι έσυρα πρώτο ζάλο και πήρα κανακέματα των παππουδολαλάδω. Εκειά ‘μαθα να τραγουδώ, να γράφω, να διαβάζω, ό,τι θωρώ να τ’ αγαπώ, τη φύση να θαυμάζω. Την ανθρωπιά διδάχτηκα πρότυπο να την έχω και με το ζάλο τση τιμής, ώστε να ζω να τρέχω. Έζησα αθρώπους γελαστούς, μεγάλους γλεντιστάδες, που του χωριού μου δίδανε ζωή με τσι καντάδες. Τα δώματα γεμίζανε με τσι βεγγεριστάδες και μυρωδιές εβγαίνανε από τσι καμινάδες.  Μα οι χρόνοι που μισεύγουνε πολλά ‘χουνε αλλάξει οι πυρκαγιές εκάμανε τον τόπο μας να κλάψει. Όμως, η γη η Σαχτουριανή είναι ευλοημένη και μέσα από τσι κάψαλους κάθε δέντρο ανασταίνει. Και κάθε χρόνο η Άνοιξη μια πανδαισία δίνει, γιατί με χίλια χρώματα και ομορφιές τη ντύνει. Πολλοί μπορεί να φύγαμε μακριά από τα Σαχτούρια, μα εμάθαμε να τ’ αγαπά κάθε γενιά καινούργια. Κι αθρώποι αξιόλογοι, όπως το Στιβακτάκη κι ο σύλλογος Σαχτουριανών δουλέψαν με μεράκι. Η ιστορία του χωριού να μπει σ’ ένα βιβλίο και να φανούν τα πλούτη του σ’ όλο το μεγαλείο. Εύχομαι και ευελπιστώ να ’χει καλό ταξίδι και στσι γενιές που θα ‘ρθούνε τον πλούτο του να δίδει. Έχουνε βγάλει ένα βιβλίο με όλη την ιστορία των Σαχτουριώ.

Ε.Τ.:

Πώς είναι το όνομό του; Το θυμάστε;

Ά.Σ.:

Δεν το θυμάμαι να σου πω την αρχή του. Αυτό το βιβλίο θα το βρω, να το… Αυτό το βιβλίο έχει ιστορικό από πολλά χρόνια. Πρώτα-πρώτα το χωριό μας έχει τσι περισσότερους ανθρώπους με ονόματα παλαιά.[01:20:00]

Ε.Τ.:

Ενετικά;

Ά.Σ.:

Περικλήδες, Άρτεμη, δηλαδή παράξενα ονόματα έχουμε από παλιά.