© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Λαϊκά κρητικά Παραμύθια από την Κάλλια Σταυρακάκη

Istorima Code
10390
Story URL
Speaker
Καλλιόπη Σταυρακάκη (Κ.Σ.)
Interview Date
19/02/2022
Researcher
Στέλλα Πιστοφίδου (Σ.Π.)
Σ.Π.:

[00:00:00]Καλησπέρα!

Κ.Σ.:

Καλησπέρα!

Σ.Π.:

Είμαι με την Κάλλια Σταυρακάκη στην Άνω Σύρο, ονομάζομαι Πιστοφίδου Στέλλα, είμαι ερευνήτρια για το Istorima, είναι 20 Φεβρουαρίου 2022 και η Κάλλια θα μας πει λίγα λόγια για τη ζωή της.

Κ.Σ.:

Λοιπόν, εγώ κατάγομαι από το Ηράκλειο της Κρήτης. Με έχει φέρει ο δρόμος στη Σύρο τα τελευταία 5, 5μιση χρόνια. Γεννήθηκα, μεγάλωσα στο Ηράκλειο, έζησα εκεί μέχρι τα 18 περίπου. Όπου στα 18, όπως όλος ο κόσμος, έφυγα για σπουδές και πήγα στην άλλη άκρη, στη Θεσσαλονίκη, που είναι μεγάλη αγάπη επίσης, για να σπουδάσω εκεί, Νομική σπούδασα στη Θεσσαλονίκη. Ας πούμε, Νομική στη Θεσσαλονίκη. Δεν ασχολήθηκα ποτέ με το αντικείμενο των πρώτων μου σπουδών, ούτε όταν τα σπούδαζα. Θέλω να πω ότι περνούσαμε πάρα πολύ το χρόνο μας τότε κάνοντας θέατρο στις ομάδες του πανεπιστημίου εκεί. Με ένα πέρασμα, τελειώνοντας τις σπουδές μου και από την Ισπανία, μετά με το Erasmus, όπου εκεί λίγο τα πράγματα άλλαξαν και βρήκα μάλλον το που πάω, ποιος είναι ο δρόμος, γιατί αποφάσισα πηγαίνοντας εκεί στην Ισπανία, ότι με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο να ασχοληθώ με τη γλώσσα, με τις γλώσσες. Τελειώνοντας λοιπόν τις σπουδές εκεί στη Θεσσαλονίκη, έφυγα να κάνω ένα μεταπτυχιακό στην Ισπανία που είχε να κάνει με τη μετάφραση της λογοτεχνίας, που είναι ένα άλλο πολύ μεγάλο κομμάτι ας πούμε, που αγαπώ πολύ. Τα βιβλία, η λογοτεχνία, όλο αυτό που έχει να κάνει…που ξαφνικά έρχεται και γίνεται σπουδή, έρχεται και γίνεται πιθανόν και δουλειά. Και μετά από το πέρασμα αυτό, τέλος πάντων στην Ισπανία και αυτές τις σπουδές, επέστρεψα στην Ελλάδα, έζησα για κάποια χρόνια στην Κρήτη, δουλεύοντας ως καθηγήτρια ισπανικών και λίγο ως μεταφράστρια. Κάνοντας και σπουδές ισπανικής φιλολογίας στην Αθήνα. Κάνοντας πολύ θέατρο στον ελεύθερο χρόνο και κάπως τα φέρνει τέλος πάντων η ζωή και βρέθηκα στη Σύρο τα τελευταία 6 χρόνια. Και φτάνοντας στη Σύρο, ακολουθεί φυσικά η ισπανική γλώσσα, η φιλολογία, η μετάφραση, το θέατρο και με βρίσκει στη Σύρο και το παραμύθι. Και επίσης στη Σύρο με βρήκε και το βιβλιοπωλείο, που είναι η δουλειά που κάνω τα τελευταία δύο χρόνια.

Σ.Π.:

Όλα τα συνέδεσε η Σύρος!

Κ.Σ.:

Ναι, με έναν τρόπο!

Σ.Π.:

Θέλω να μου πεις λίγο για την Κρήτη που μεγάλωσες και ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τα βιβλία, τη λογοτεχνία, τα παραμύθια…

Κ.Σ.:

Θα σου πω! Λοιπόν, εγώ μεγάλωσα στην Κρήτη του ‘80, το ‘77 έχω γεννηθεί. Οπότε, αυτό που θυμάμαι είναι η φοβερή δεκαετία του ‘80 στην Κρήτη, περνούσαμε πάρα πολύ καλά, με μια πολύ μεγάλη ξεγνοιασιά, μια πολύ μεγάλη ευημερία ας πούμε, στο νησί. Θεωρώ ότι ήταν πάρα πολύ ωραία εκείνα τα χρόνια, τέλος πάντων μετά περάσαμε δύσκολα εξαιτίας αυτού. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που είχε πάρα πολλά βιβλία. Ο μπαμπάς μου είχε μια πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη, κυρίως με ιστορικά βιβλία, πολιτικά, δεν ήταν τόσο πολύ της λογοτεχνίας ο μπαμπάς. Μεγάλωσα όμως μέσα σ’ αυτό, δηλαδή έχουμε μνήμες και φωτογραφίες να κρατάω βιβλία από ενός χρόνου, δύο. Το αγαπημένο δώρο που μου φέρναν όλοι, η μαμά μου αγόραζε ας πούμε, κάθε φορά που πήγαινε στην Αθήνα, πάρα πολλά, ερχόταν, τα καμάρωνα, τα διάβαζα. Πάντα υπήρχε ένα βιβλίο στη ζωή μου μέσα, στη τσάντα μου μέσα, εκτός σχολείου. Και υπήρχε πολύ παιχνίδι στο δρόμο παράλληλα. Αυτό, οι άνθρωποι που είναι 40+ ας πούμε νομίζω το θυμόμαστε, όσοι έχουμε μεγαλώσει σε επαρχία. Πολύ παιχνίδι στο δρόμο! Και επίσης ακούσαμε και παραμύθια. Εγώ δηλαδή, άκουσα παραμύθι, που κατάφερα να το αξιολογήσω πολλά χρόνια αργότερα το τι ήταν αυτό που άκουσα, από τη γιαγιά μου. Τη γιαγιά μου την Πόπη, τη συνονόματη, που πήρα το όνομα.  Η οποία, όταν άρχισα να ασχολούμαι με το παραμύθι, κατάλαβα ότι μάλλον πράγματα που έχει ακούσει και πράγματα που είχε διαβάσει, τα ανακάτεψε όλα και έβγαλε κάτι δικές της εκδοχές ας πούμε παραμυθιών, οι οποίες είναι πολύ ιδιαίτερες! Και αυτό ήτανε μια διαδικασία που κάναμε με τη γιαγιά, όχι όπως φαντάζεται ο κόσμος, ότι καθόταν η γιαγιά να σου πει το παραμύθι, ήταν μες στη διαδικασία της μέρας! Δηλαδή, η γιαγιά μαγείρευε και έλεγε ή η γιαγιά σκούπιζε και έλεγε ή η γιαγιά [00:05:00]έκανε κάτι ή κάναμε κάτι και έλεγε παράλληλα παραμύθι. Αυτό ήταν ένα κομμάτι που υπήρχε κάπου, δεν έγινε κάτι μέχρι που βρέθηκε το παραμύθι στο δρόμο μου, τότε άρχισα να ανακαλώ πράγματα! Όπως επίσης και το γεγονός ότι ο μπαμπάς μου, μας έλεγε μυθολογία και μας έκανε τις αρχαίες τραγωδίες ας πούμε, σαν παραμύθια. Τι να σου πω τώρα, ότι κάποια στιγμή ξεκίνησε να μας λέει την «Αντιγόνη», όλη την τριλογία, «Οιδίποδας», «Επτά επί Θήβας», «Αντιγόνη» ας πούμε, επειδή έπρεπε κάπου να περιμένουμε δυο ώρες και κάπως έπρεπε να μας απασχολήσει και μας το ‘χε πει σαν παραμύθι. Άλλο πάλι κομμάτι. Οπότε, είμαι ένα παιδί που είχα και αυτό. Είχα μια δασκάλα ας πούμε στο σχολείο, που επίσης μας τα λεγε πολύ ωραία, τα αφηγούνταν πάρα πολύ ωραία. Αλλά όλο αυτό ήτανε για πάρα πολλά χρόνια στο υποσυνείδητο. Δηλαδή, εγώ έκανα πολύ θέατρο στη ζωή μου, δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα μπορούσε ας πούμε να υπάρχει και το παραμύθι, η αφήγηση και όλο αυτό. Έτσι ήτανε, νομίζω κάπως έτσι, μεγάλωσα με πολύ βιβλίο γύρω μου, με πολύ παιχνίδι, με πολύ δρόμο έξω, γειτονιά και με ιστορίες από γύρω γύρω.

Σ.Π.:

Επειδή έχεις ασχοληθεί με το θέατρο πριν και σίγουρα έχει μια σχέση, αλλά μάλλον έχει και αρκετές διαφορές με την αφήγηση παραμυθιού. Ποια νιώθεις ότι είναι η διαφορά έτσι του να παίζεις σε ένα έργο και του να αφηγείσαι μια ιστορία;

Κ.Σ.:

Αυτό ήτανε ένα μεγάλο ερώτημα που είχα στην αρχή! Γιατί; Γιατί όταν αφηγείσαι ένα παραμύθι, όταν αφηγείσαι μια ιστορία, το σημαντικό είναι η ιστορία. Δεν είναι η ερμηνεία σου, δεν είσαι εσύ ως αφηγητής! Ο αφηγητής στην πραγματικότητα, είναι με κάποιο τρόπο το μέσο, για να περάσει από μένα που την ξέρω σε σένα που δεν την ξέρεις, μια ιστορία. Λένε οι παραμυθάδες ας πούμε ανά τον κόσμο και οι Έλληνες παραμυθάδες το λένε πολύ, ότι αν κάποιος όταν τελειώσεις την ιστορία σου πει: «Τι ωραία ιστορία! Αλλά δε θυμάμαι εσύ τι έκανες.», έχει πετύχει αυτό! Οπότε, εγώ είχα ένα άγχος στην αρχή, όταν ξεκίνησα να αφηγούμαι, γιατί έλεγα έχω ένα θεατρικό παρελθόν. Πού είναι το όριο; Πού πρέπει να αλλάξεις ας πούμε λίγο τη φωνή σου ή κάπως να βάλεις τέτοια στοιχεία στην αφήγηση υποκριτικής με ένα τρόπο; Δεν ξέρω ακριβώς πού είναι το όριο! Σίγουρα όμως είναι αυτό, ότι δεν υποδύεσαι κάτι στην αφήγηση. Δεν παίζεις κάποιο ρόλο! Είναι διαφορετικό, είναι διαφορετική η προσέγγιση που έχεις. Και πέρα από αυτό, πέρα θέλω να πω από το κομμάτι του performance ας πούμε, που υπάρχει και στο θέατρο υπάρχει και στην αφήγηση, έχει ένα τεράστιο κομμάτι το παραμύθι που είναι μελέτης, έρευνας, ανάγνωσης, ψαξίματος, διαβάσματος. Δεν είναι μόνο το ότι θα το πω και πως θα το πω. Είναι και το τι είναι αυτό που λέω, που το βρήκα, ποιος μου το ‘πε, από πού έρχεται. Α, κοίτα να δεις που ένα ελληνικό παραμύθι μοιάζει πάρα πολύ με ένα αφρικάνικο ή με ένα γιαπωνέζικο ή … δηλαδή έχει μια έρευνα από πίσω όλο αυτό, που είναι εξαιρετικά γοητευτικό! Ίσως, πιο γοητευτικό κι απ’ την αφήγηση! 

Σ.Π.:

Τέλεια! Συνδυάζεις κάπως και τους πολιτισμούς και τα ηθικά διδάγματα! Έχεις κάποιο παραμύθι από τη γιαγιά σου, το οποίο θυμάσαι και θα μπορούσες να το αφηγηθείς; 

Κ.Σ.:

Κοίτα, η γιαγιά μου ναι, έλεγε δυο, τρία, τέσσερα, δεν έλεγε παραπάνω. Έχει ένα λοιπόν, το οποίο δεν το έχω βρει πουθενά μέχρι στιγμής, έχω βρει δυο τρεις παραλλαγές που μοιάζουνε, δεν έχω βρει αυτό ακριβώς που έλεγε η γιαγιά μου! Είναι ένα παραμύθι που εγώ θεωρώ ότι είναι για πολύ μικρά παιδάκια, είναι από αυτά που τα λέμε «Κλιμακωτά» στη θεωρία του παραμυθιού. Κλιμακωτό παραμύθι, το πιο γνωστό που ξέρουμε όλοι, είναι το «Ντίλι, ντίλι», «…που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι», που κάνει κάτι και προσθέτεις και προσθέτεις και άλλο ένα στοιχείο και άλλο ένα στοιχείο, αυτά είναι τα κλιμακωτά. Το οποίο είναι πολύ αστείο, γιατί το έλεγε η γιαγιά μου με ένα πολύ [00:10:00]συγκεκριμένο τρόπο, το έλεγα εγώ ως παιδάκι, ακριβώς όπως το λεγε η γιαγιά μου και αποφάσισε κάποια στιγμή ο μπαμπάς μου να το ηχογραφήσει! Υπάρχει μια ηχογράφηση δική μου, που είμαι τριών - τεσσάρων και το λέω αυτό το παραμύθι σα να είμαι η γιαγιά μου. Βέβαια τώρα αν στο πω, δε θα το πω έτσι, γιατί έχει περάσει και ένα φίλτρο, αλλά νομίζω ότι…εγώ το αγαπώ…, αυτά τα παραμύθια τα τρία, τέσσερα, που έλεγε η γιαγιά μου τα αγαπώ γι’ αυτό. Γιατί είναι κομμάτι… Δεν είναι ξέχωρο από τη ζωή μου και τις αναμνήσεις μου ας πούμε, αυτό είναι πολύ…

Σ.Π.:

Τα παραμύθια έτσι κι αλλιώς τα διαλέγουμε γιατί μας μιλάνε, αυτό είναι εσύ …

Κ.Σ.:

Αυτό ήθελα δεν ήθελα μου μίλησε εμένα τώρα, αναγκαστικά. Δε διάλεξα τίποτα, το ακούω από πολύ παιδάκι. Λοιπόν, θες να στο πω; 

Σ.Π.:

Ευχαρίστως! 

Κ.Σ.:

Οκ, θα στο πω λοιπόν! Δεν ξέρω αν έχει τίτλο, εμείς το λέγαμε «Το κοκοράκι». Λοιπόν, είναι αυτό, το κοκοράκι. Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν, ήτανε ένα κοκοράκι. Κι εκεί που σκάλιζε με τα ποδαράκια του, στα χώματα και στα σκουπίδια και έψαχνε με το ράμφος του, βρίσκει ένα γραμματάκι! Ανοίγει, λοιπόν, το γραμματάκι και διαβάζει: «Το κοκοράκι να πάει στο Μισίρι, να φάει πολύ ρύζι». Διπλώνει το γραμματάκι, το παίρνει και κινάει να πάει στο Μισίρι. Πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε, πέρα-πέρα βλέπει και μια κοτούλα. Του λέει η κοτούλα: «Πού πας κοκοράκι, καμαρωτό-καμαρωτό;», «Α, κοτούλα! Εγώ πάω στο Μισίρι, να φάω πολύ ρύζι!», «Θα με πάρεις και μένα;», «Δε μπορώ να σε πάρω, αν δεν το γράφει το γράμμα!». Ανοίγουνε λοιπόν το γράμμα και γράφει: «Κόκορας με το λειρί, η κοτούλα η μικρή, γράφει το να ‘ρθεις κι εσύ!». Παίρνει παρέα την κοτούλα και πηγαίνανε, πηγαίνανε, πηγαίνανε, πηγαίνανε, πέρα-πέρα βλέπουνε και μια πέρδικα: «Που πάτε βρε, καμαρωτά-καμαρωτά και τα δυο;» λέει η πέρδικα. «Α, πέρδικα! Πάμε στο Μισίρι, να φάμε πολύ ρύζι!», «Θα με πάρετε και μένα μαζί;», «Δε μπορούμε να σε πάρουμε, εάν δεν το γράφει το γράμμα!». Ανοίγουν λοιπόν το γράμμα και γράφει: «Κόκορας με το λειρί, η κοτούλα η μικρή, πέρδικα καμαρωτή, γράφει το να ‘ρθεις κι εσύ.». Παίρνουν λοιπόν παρέα και την πέρδικα και πηγαίνανε, πηγαίνανε, πηγαίνανε, πηγαίνανε, πέρα πέρα πέρα βλέπουνε και μια πάπια: «Που πάτε βρε παιδιά όλα μαζί, καμαρωτά-καμαρωτά;». «Α, κυρα πάπια, πάμε στο Μισίρι να φάμε πολύ ρύζι!», «Θα με πάρετε και μένα μαζί;» -εδώ είναι που συμμετέχεις- «Θα με πάρετε και μένα μαζί;», «Δεν μπορούμε να σε πάρουμε, αν δεν το γράφει το γράμμα!». Ανοίγουνε λοιπόν το γράμμα και γράφει: «Κόκορας με το λειρί, η κοτούλα η μικρή, πέρδικα καμαρωτή, πάπια ο κολυμβητής, γράφει το να ‘ρθεις και εσύ.». Παρέα και η πάπια και πηγαίνανε, πηγαίνανε, παίρνουν δρόμο, αφήνουν δρόμο, πέρα-πέρα βλέπουνε και ένα γάιδαρο. Λέει ο γάιδαρος: «Που πάμε; Τι έγινε;», «Aχα! Κύριε γάιδαρε, εμείς τώρα πάμε όλοι μαζί στο Μισίρι, να φάμε πολύ ρύζι!». «Θα με πάρετε και μένα!» λέει ο γάιδαρος, «Α, δε γίνεται! Πρέπει πρώτα να δούμε αν το γράφει το γράμμα!». Ανοίγουνε λοιπόν το γράμμα και γράφει: «Κόκορας με το λειρί, η κοτούλα η μικρή, πέρδικα καμαρωτή, πάπια ο κολυμβητής, γάιδαρος ο γκανιστής, γράφει το να ‘ρθεις κι εσύ.». Και παίρνουν παρέα και το γάιδαρο και πηγαίνανε, πηγαίνανε, πηγαίνανε, πηγαίνανε, πηγαίνανε, πέρα-πέρα βλέπουνε την αλεπού. Με το που τα βλέπει η αλεπού, σκέφτεται: «Μεζές! Ωραίος μεζές!» πλησιάζει λοιπόν η αλεπού: «Που πάτε; Όλα μαζί;», «Α, κυρα αλεπού, -λένε αυτά- πάμε στο Μισίρι να φάμε πολύ ρύζι!», «Πολύ ωραία!» λέει η αλεπού «Θα με πάρετε κι εμένα μαζί!», «Α, κυρά αλεπού, πρέπει πρώτα να ανοίξουμε το γράμμα να το διαβάσουμε, αν δεν το γράφει το γράμμα, δε γίνεται!». Ανοίγουνε λοιπόν το γράμμα και γράφει: «Κόκορας με το λειρί, η κοτούλα η μικρή, πέρδικα καμαρωτή, πάπια ο κολυμβητής, γάιδαρος ο γκανιστής, αλεπού με τα μαλλιά, δεν το γράφει να κλουθά.». «Κυρά αλεπού -της λένε- δε γίνεται να σε πάρουμε μαζί.». Αφήνουν την αλεπού και φεύγουνε. Η [00:15:00]αλεπού σκέφτηκε: «Δεν πειράζει, θα τ’ αφήσω, θα πάνε στο Μισίρι, θα φάνε πολύ ρύζι και θα τα φάω στο γυρισμό που θα είναι χορτάτα!». Έλα όμως που αυτά ήταν πάρα πολύ έξυπνα! Πήγαν στο Μισίρι, φάγαν πολύ ρύζι, αλλά δεν γυρίσαν απ’ τον ίδιο δρόμο. Και λέω λοιπόν, η αλεπού η πονηρή έμεινε χωρίς φαΐ! 

Σ.Π.:

Φανταστικό!

Κ.Σ.:

Αυτό! Αυτό είναι! Αυτό το παραμύθι έχει πολλές παραλλαγές. Έχει διάφορες παραλλαγές, οι περισσότερες είναι Κρητικές όντως, δηλαδή κάπου, κάπως το έχει ακούσει τώρα η γιαγιά, από κάπου της το ‘χουνε πει. Και το φοβερό είναι ότι το Μισίρι, ξέρεις τι είναι;

Σ.Π.:

Τι είναι;

Κ.Σ.:

Το Μισίρι είναι η Αίγυπτος! «Misir» στα Αραβικά. Η Κρήτη έχει αραβική…, αραβικό στοιχείο αρκετό, αιγυπτιακό. Οπότε ακούς ας πούμε το Μισίρι και λες: «Πω, πω τι είναι;». Εγώ ας πούμε όταν ήμουνα μικρή που δεν ήξερα, νόμιζα ότι είναι το παζάρι, ότι είναι ένα παζάρι, ότι είναι ένα πανηγύρι, ότι είναι μια γιορτή, κάπου ας πούμε. Λοιπόν και είναι το Μισίρι, είναι η Αίγυπτος! Αυτό δεν το έχω βρει δηλαδή σε κάποια άλλη…, δεν το έχω ξανακούσει σε κάποια άλλη παραλλαγή. Και αυτό, θα στο πω γιατί νομίζω έχει ενδιαφέρον. Τα κρητικά παραμύθια, και αυτά που άκουγα και εγώ από τη γιαγιά μου, και αυτά που έχω διαβάσει και έχω…όσο έχω μελετήσει, έχουνε πάρα πολλά στοιχεία Αραβικά, δηλαδή αραβικά και… Στα κρητικά παραμύθια ας πούμε, ο κακός είναι ο Αράπης! Δεν είναι ο δράκος, δεν είναι ο γίγαντας, δεν είναι ο… είναι ο Αράπης! Το οποίο βέβαια, έτσι εγώ άκουγα παραμύθια μικρή που ο αράπης ήταν ο κακός και δε μας επηρέαζε αυτό, ήταν σαν να ακούγαμε ας πούμε ο κακός. Αλλά, περνώντας τα χρόνια, εγώ δυσκολεύομαι πάρα πολύ να πω ένα παραμύθι έτσι όπως το άκουσα, τώρα πια. 

Σ.Π.:

Έχουν αλλάξει οι εποχές.

Κ.Σ.:

Ναι, δυσκολεύομαι πάρα πολύ να πω ας πούμε, ότι ο κακός είναι ο Αράπης που στη συνείδηση ας πούμε των ανθρώπων στην Κρήτη, ο Αράπης ήταν ο Άραβας ο μαύρος, ο κατακτητής ο Ανατολίτης κάπως έτσι. Που έχουν περάσει χρόνια και έχουν υποφέρει και τα λοιπά. Εγώ ας πούμε, δυσκολεύομαι πολύ, να το πω τώρα…

Σ.Π.:

Και στη Σύρο υπάρχει αυτό το στοιχείο. Υπάρχει ένα ξωτικό, στοιχειό ας πούμε, που λένε ότι είναι η κατάρα ας πούμε σε κάποια μέρη και το λένε το «Αραπάκι» στη Σύρο. 

Κ.Σ.:

Είναι όλο αυτό του Αιγαίου, νομίζω. Είναι οι περιοχές της Ελλάδας, που έχουνε περάσει με κάποιο τρόπο Αραβοκρατία, που υπάρχει αυτό. Και αυτό έχει να κάνει λίγο τώρα και με το πώς εξελίσσονται, γιατί τα παραμύθια είναι κάτι που είναι…τώρα έχει πια καταγραφές, αλλά είναι ένα πράγμα που εξελίσσεται συνεχώς. Και από τη στιγμή που ο κάθε αφηγητής έχει τη δυνατότητα να αλλάξει κάτι, να προσθέσει, να αφαιρέσει, να το πει με το δικό του τρόπο, είναι ένα πράγμα που εξελίσσεται. Όσο και να τα καταγράψουμε σαν παραλλαγές ή σαν καταγραφές, έχει πολύ ενδιαφέρον και αυτά τα στοιχεία πώς εξελίσσονται πια. Δηλαδή σε κουβέντες με διάφορους μελετητές και παραμυθάδες, που έχει τύχει να κάνουμε σεμινάρια και τα λοιπά, που το ‘χω ρωτήσει ότι: «Βρε παιδιά, τι κάνουμε σε αυτό το ερώτημα;». Γιατί εγώ μπορεί να έχω στο κοινό μου παιδάκια τα οποία ή ανθρώπους οι οποίοι είναι της μαύρης φυλής ας πούμε, ή υπάρχει αυτή η διαφορετικότητα, δε μπορείς να το πεις. Εγώ αισθάνομαι άσχημα δηλαδή. Η απάντηση λοιπόν είναι, ότι καταρχήν ο αφηγητής αισθάνεται άσχημα, όχι απαραίτητα ο ακροατής. Έτσι; Αλλά μπορείς να κρατήσεις την ουσία του πράγματος, ότι αυτό που λες είναι ο κακός και να το παραλλάξεις και να πεις ας πούμε ο δράκος, να πεις κάτι που τέλος πάντων δεν θα σου δημιουργεί πρόβλημα.

Σ.Π.:

Μα είναι προφορική παράδοση, κάπως μεταλλάσσεται κιόλας, αυτή είναι η μαγεία της. 

Κ.Σ.:

Ναι, αυτό. Είναι πραγματάκια που έχουν ενδιαφέρον γενικότερα. 

Σ.Π.:

Ωραία λοιπόν, ας γυρίσουμε τώρα πίσω, μετά από το φανταστικό παραμύθι. Εσύ είσαι στην…

Κ.Σ.:

Θα το πω. Αυτό το παραμύθι το έλεγε η γιαγιά μου, η Πόπη Μανουρά-Σκαρπαθιωτάκη, τέλος πάντων ήταν το δικό της, το πατρικό. Και χαίρομαι πολύ που στο είπα και κάπου γράφτηκε, να σου πω την αλήθεια! 

Σ.Π.:

Υπάρχει σε άλλη μια καταγραφή, όταν ήσουν 3 χρονών…

Κ.Σ.:

Ναι, ναι, δε θα την ακούσουμε ποτέ αυτή, δεν υπάρχει λόγος. Λοιπόν πάμε, πάμε, όπου θες τώρα.

Σ.Π.:

Και εγώ χαίρομαι που το μοιράστηκες! Ήσουν στην Ισπανία και ανακάλυψες ξαφνικά αυτή την αγάπη για τη λογοτεχνία και μου ‘πες ότι σπούδασες πάνω στη μετάφραση. Γύρισες στο Ηράκλειο, [00:20:00]μετά από πολλά χρόνια στην Ισπανία, πόσα ήσουν;

Κ.Σ.:

Ε δεν ήταν, όχι, ήταν δυο χρόνια. Δυο χρόνια.

Σ.Π.:

Δυο χρόνια ήσουν στην Ισπανία. Και πώς βρέθηκες στη Σύρο; Μου είπες, έτσι ξαφνικά…

Κ.Σ.:

Θα σου πω, θα σου πω! Τέλος πάντων, στην Ισπανία ήρθαν και ενώθηκαν κάποια πράγματα, δηλαδή βρήκα ένα δρόμο, δεν ήθελα να ασχοληθώ με τα Νομικά. Έκανα μετάφραση, που είναι κάτι που έχει να κάνει και με τη γλώσσα σαν γλώσσα, που είναι κάτι που με ενδιαφέρει. Έκανα μετάφραση λογοτεχνίας, που αυτό που σπούδασα στην ουσία ήτανε η θεωρία αυτού του πράγματος, οπότε με ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον στο τι κάνεις, στο πως παίρνεις κάποια πράγματα και τα πας από τη μια γλώσσα στην άλλη και τι κουβαλάει όλο αυτό! Και στη λογοτεχνία που έχει και πάρα, πάρα πολλά, δεν είναι τεχνικό, δεν μας ενδιαφέρει μόνο το μήνυμά, μας ενδιαφέρει και το μέσο και ο τρόπος. Δεν ξέρω αυτό, αν μου έχει χρησιμεύσει με την έννοια επαγγελματικά κάπου, παρόλα αυτά με έχει κάνει σίγουρα καλύτερο αναγνώστη, όλο αυτό. Προσεγγίζεις λίγο διαφορετικά τα κείμενα και η δουλειά μου η βασική, είναι να διδάσκω γλώσσα, τα τελευταία πολλά χρόνια, 20 σχεδόν. Πώς ήρθαν στη Σύρο λοιπόν! Αυτά τα έκανα, γύρισα λοιπόν στην Κρήτη μετά την Ισπανία, δούλευα εκεί και κάποια στιγμή -θα στα πω εν τάχει- κάποια στιγμή, εκεί γύρω στο 2015, έφτασε η οικονομική κρίση και στην Κρήτη. Ίσως ήταν από τα τελευταία μέρη που έφτασε έντονα η οικονομική κρίση! Οπότε, τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν και εκεί και ίσως κάποια στιγμή ένιωσα ότι κλείνει ένας κύκλος ας πούμε στην Κρήτη και επαγγελματικά και προσωπικά. Μάζεψα λοιπόν το σπιτικό μου όλο, το αποθήκευσα και έκανα αυτό που έχουν κάνει πάρα πολλοί άνθρωποι της δικής μας γενιάς, γύρισα στο σπίτι των δικών μου για ένα διάστημα, μικρό, ήτανε στο σχεδιασμό. Και μέσα σε μια πιεσμένη κατάσταση βρέθηκε η φίλη η Χριστιάνα, που είναι δασκάλα εδώ στη Σύρο και φίλη έτσι απ' την Κρήτη να με προσκαλέσει, να κάνω διακοπές στη Σύρο μια βδομάδα. Κι όπως πηγαίνεις κάποιες φορές σε ένα τόπο και συμβαίνουν τα μαγικά, έφτασα στη Σύρο και άρχισα ξαφνικά να βλέπω γνωστούς ανθρώπους στο δρόμο, να χαιρετάω κόσμο, να βρίσκω φίλους από παλιά! Φίλους από πολύ παλιά! Φίλους που είχα χρόνια να δω! Ανθρώπους που…γνώρισα καινούργιους ανθρώπους μέσα σε δέκα μέρες, με ένα πολύ ανοιχτό και φιλόξενο και μεγάλο: «Έλα! Είσαι ευπρόσδεκτη». Ένα «Καλωσόρισες» μεγάλο, έτσι ωραίο! Και είπα: «Πολύ ωραία! Τα πράγματα, το σπιτικό μου, είναι αποθηκευμένο μέσα σε ένα γκαράζ. Τι χρειάζομαι; Μια βαλίτσα! Πάρ' την, φύγε!». Γύρισα στην Κρήτη, πήρα μια βαλίτσα, ήρθα στη Σύρο μέσα σε δέκα μέρες. Με βοήθησε και με φιλοξένησε το πρώτο διάστημα η Χριστιάνα, είμαι ευγνώμων αιώνια για αυτό και για όλους τους ανθρώπους και τους φίλους που μου είπαν: «Καλώς ήρθες!» και βοήθησαν στην αρχή και είναι ακόμα εδώ, και είμαστε εδώ. Και είναι αυτό που λες: «Θα κάνω μια καινούργια αρχή κάπου!», θα την κάνω την καινούργια την αρχή έτσι κι αλλιώς, οπότε ας την κάνω εκεί και βλέπουμε… Εντάξει, καλά είναι, καλά είναι μέχρι τώρα! 

Σ.Π.:

Ήταν ανοιχτή αγκαλιά η Σύρος, πάντως!

Κ.Σ.:

Ναι, ήτανε, ήτανε! Δεν ξέρω τι ξέρει ο κόσμος για τη Σύρο, αλλά ισχύει. Εγώ δηλαδή, το βίωσα πολύ…πολύ ζεστά. 

Σ.Π.:

Ναι, δεν ξέρω αν είσαι τόσο παρορμητικός άνθρωπος γενικά ή το βγάζει η Σύρος;

Κ.Σ.:

Είμαι λίγο, είμαι λίγο. Είμαι λίγο, νομίζω ότι στη ζωή μου το έχω κάνει αρκετές φορές αυτό το «Πάμε! Πάμε! Πάμε και βλέπουμε!»

Σ.Π.:

Τέτοιοι άνθρωποι φτάνουν εδώ!

Κ.Σ.:

Λες; Ναι, νομίζω ναι, νομίζω έχει αρκετούς! 

Σ.Π.:

Και έρχεσαι εδώ, καινούργια ξαφνικά και φρέσκια με ένα παρελθόν διδασκαλίας στα Ισπανικά…

Κ.Σ.:

Ναι, ήρθα και κουβαλούσα τη δουλειά μου εκ των πραγμάτων, που ήταν και αυτό που πιο εύκολα μπορείς να κάνεις πια, και ιντερνετικά και…

Σ.Π.:

Και βρίσκεις ανθρώπους να συνεργαστείς σε αυτά που αγαπάς; 

Κ.Σ.:

Κουβαλάω λοιπόν τη δουλειά μου στη Σύρο, δεν ξέρω τι θα γίνει και επαγγελματικά. Οι πρώτες μου επαφές είναι με ανθρώπους που ασχολούνται με το θέατρο. Σε μια πολύ ωραία ομάδα που…έχει πολλές θεατρικές ομάδες η Σύρος, η δική μου η ομάδα, οι άνθρωποι που εγώ συνάντησα, ήταν οι άνθρωποι από τους «Μη μου άπτου» και αυτό που με βρήκε. Και με βρήκε και η ομάδα «ΠαραμύθιαΖω», που είναι μια ομάδα αφηγητών έτσι στη Σύρο, που ήταν και το καινούριο που με βρήκε. Δηλαδή στη Σύρο, κουβάλησα όλα αυτά και προστέθηκε αυτό! Και ήταν πραγματικά οι πρώτοι άνθρωποι που γνώρισα στο νησί. Δηλαδή, ήταν οι άνθρωποι που γνώρισα το πρώτο σαββατοκύριακο που ήρθα. [00:25:00]Πήγα δηλαδή σε μια συνάντηση ομάδας παραμυθιού και σε μια πρόβα θεατρική. Αυτά ήταν τα δύο πρώτα πράγματα που έκανα! Έτυχε! Έτυχε, αλλά ναι. 

Σ.Π.:

Καλώς έτυχε, μάλλον!

Κ.Σ.:

Ναι, ναι, ναι! Όχι, είναι ωραίο πράγμα να μπορείς να ζεις σε ένα τόπο που έχεις μια ωραία καθημερινότητα, χαλαρή, πιο ήρεμη, χωρίς την τρέλα ας πούμε και την τσίτα και να μπορείς να κάνεις και αυτά που σου αρέσουνε. Και με ανθρώπους που συνεννοείσαι! Μεγάλο πράγμα! 

Σ.Π.:

Με τους «Μη μου άπτου» ποια ήταν η πρώτη παράσταση που ανεβάσατε; 

Κ.Σ.:

Α, με τους «Μη μου άπτου», η πρώτη που συμμετείχα εγώ ήταν ένα… δεν ήταν ακριβώς παράσταση…ήταν μια διασκευή θέατρο-δρόμου, που το παίξαμε στην πλατεία, αποκριάτικο. Έτσι σαν happening, ωραίο ήτανε, πολύ διαφορετικό, πολύ σωματικό, πολύ με μουσική, πολύ με… Και η πρώτη παράσταση που έκανα εγώ με τους «Μη μου», ήτανε θεατρικοποίηση κειμένων της κυρίας Λουκρητίας Δούναβη, από το βιβλίο της «Φωνές του Σώματος». Είχαμε κάποια κείμενα, τα θεατρικοποιήσαμε έτσι λίγο ας πούμε, χρησιμοποιώντας λίγο το devised theater και κάναμε μια… εγώ αυτή την παράσταση την αγαπώ πολύ! Στην Άνω Σύρο, που είναι και το φυσικό περιβάλλον αυτών των ιστοριών, σε διάφορα σημεία μέσα στον οικισμό, στήσαμε αυτά τα τρία, τέσσερα κομματάκια. Μετά, η παράσταση βέβαια διασκευάστηκε ας πούμε, και παίχτηκε και στην Πινακοθήκη των Κυκλάδων αργότερα. Αλλά ναι, αυτό ήταν νομίζω το πρώτο που έκανα με τους «Μη μου Άπτου», εγώ! Φοβερή εμπειρία βέβαια! Γιατί η Λουκρητία, είναι μια…τέλος πάντων, είναι μια απίστευτη γυναίκα, γράφει, είναι συγγραφέας. Αυτά που γράφει λοιπόν, είναι πραγματικές ιστορίες ή βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα, τα οποία εκείνη ας πούμε εκείνη τα αφηγείται με το δικό της καταπληκτικό τρόπο, που αφορούν την Άνω Σύρο, κυρίως στην Άνω Σύρο και την Ερμούπολη από τα τέλη του… από το 1800 τέλη ας πούμε μέχρι και το ‘50, το ‘60 και ίσως και πιο σύγχρονες ιστορίες, αλλά ξέρεις εκεί! Όπου το φοβερό λοιπόν σε αυτήν την ιστορία, σε αυτήν την παράσταση, είναι ότι εγώ έχω ένα μονόλογο μιας γυναίκας Άνω Συριανής, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια πραγματική γυναίκα, θα μπορούσε όμως να είναι και ένας μονόλογος γραμμένος απο την Λουκρητία απλά, έτσι; Και εγώ δεν είχα καμιά πληροφορία! Ξέραμε ας πούμε, ότι το άλλο το κείμενο που χρησιμοποιούσαμε, είναι μια ιστορία της γιαγιάς της, το άλλο αφορά έναν μανάβη που ανέβαινε στην Άνω Σύρο που υπήρχε σαν υπαρκτό πρόσωπο, το άλλο αφορούσε δυο παπάδες, τέλος πάντων πρόσωπα που ξέραμε περίπου, ότι δεν ήταν η ιστορία ακριβώς, αλλά ήταν λίγο…Τέλος πάντων, τη δικιά μου την τύπισσα αυτήν, δεν ήξερα, εγώ θεωρούσα ότι είναι μια μυθοπλασία στην ουσία της Λουκρητίας αυτό. Και όπως κάναμε πρόβες ένα απόγευμα στην Άνω Σύρο, στα σημεία ας πούμε που θα παίζαμε τα κομμάτια αυτά, έρχεται ο κύριος Λεονάρδος ο Λιλής με την σύζυγο του, την κυρία Τέτα και μου λένε: «Καλά, είσαι ίδια η Νικολέτα!». Και παθαίνω εγώ ένα σοκ, διότι ανακαλύπτω ότι αυτή είναι όντως μια γυναίκα που ζούσε προς το Βορνά και έχει μια ιστορία και ξαφνικά ακούω την ιστορία αυτής της γυναίκας! Απίστευτο! 

Σ.Π.:

Απίστευτο!

Κ.Σ.:

Ναι, είναι από τα πολύ ωραία που συμβαίνουν όταν ασχολείσαι με ιστορίες γενικά! Ήταν πολύ ωραία δουλειά αυτή, την αγάπησα πολύ! Ωραία, ωραία, ωραία ιστορία! 

Σ.Π.:

Πάρα πολύ ωραία! Και με τους «ΠαραμύθιαΖω»; Που μπαίνεις σε αυτό τον καινούργιο κόσμο, πώς είναι;

Κ.Σ.:

Κοίτα τώρα να δεις! Εγώ δεν, το είπα και πριν ίσως, δεν είχα σκεφτεί ποτέ, κάνοντας θέατρο και πολλά χρόνια, δεν είχα σκεφτεί ποτέ το παραμύθι σαν λογοτεχνικό είδος. Όχι ότι δεν διαβάζαμε παραμύθια, αλλά δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ας πούμε, καθόλου! Φτάνοντας λοιπόν εδώ, είχανε εκείνο το σαββατοκύριακο, όταν έφτασα εγώ στη Σύρο, το Σεπτέμβρη του ‘16, η ομάδα αυτή η «ΠαραμύθιαΖω» είχανε μια παρουσίαση, είχανε καλέσει μια παραμυθού από την Αθήνα εν πάση περιπτώσει, κάνανε και ένα σεμινάριο, εγώ δεν τα πρόλαβα αυτά, τους πέτυχα σε μια κουβέντα, μέσα σε όλο αυτό. Και λες: «Ώπα, μήπως να το δούμε αυτό;». Έκανα λοιπόν ένα μικρό σεμινάριο, που κάνει κατά διαστήματα, το κάνει σε κύκλους και η Γεωργία Ματσούκα, που είναι η εμψυχώτρια ας πούμε και η αρχηγός -θα [00:30:00]το πω έτσι- της ομάδας, λίγο για να καταλάβω τι παίζει με το θέμα παραμύθι, το θεωρητικό κομμάτι, λίγο. Και κάπως έτσι ξεκίνησε αυτό. Δηλαδή, έκανα αυτό το μικρό το σεμινάριο, μετά έκανε ένα μικρό άνοιγμα η ομάδα και μπήκαμε κάποια καινούργια άτομα και μετά όλο αυτό αρχίζει και είναι μια ζύμωση, που δεν έχει μια συγκεκριμένη διαδικασία που γίνεται. Γιατί ο καθένας, ανάλογα με τον τρόπο του, με το χρόνο που διαθέτει, με το τι του αρέσει να διαβάζει, αν του αρέσει να εμβαθύνει περισσότερο στη θεωρία… Υπάρχουν ας πούμε στην ομάδα παραμυθούδες, που δεν τους ενδιαφέρει τόσο πολύ το κομμάτι το θεωρητικό, έρχονται και σου λένε κάτι απίστευτα παραμύθια, με έναν τρομερά ζωντανό και ωραίο τρόπο, που είναι σαν να ακούς αλλοτινούς ανθρώπους να λένε παραμύθια. Είμαστε κάποιοι άλλοι, που είμαστε λίγο -βάζω και τον εαυτό μου μέσα, γιατί εγώ είμαι και λίγο πιο εγκεφαλικός άνθρωπος σε κάποια πράγματα, με την μελέτη και με το θέατρο- που λίγο τα δουλεύουμε, λίγο πιο θεατρικά άντε να το πω, δεν είναι αυτό αλλά λίγο πιο τεχνικά κάποια πράγματα. Το παραμύθι όμως, δεν ξέρεις ποτέ που θα σε βγάλει. Δηλαδή, συνειδητοποιώ εγώ μες στην ομάδα αυτή, ότι έχω ακούσει παραμύθια ως παιδί και προσπαθώ να ανακαλέσω πράγματα και να δω και να καταλάβω τι είναι όλο αυτό που έχω σαν ανάμνηση. Διαβάζω παραμύθια, ξαφνικά ανακαλύπτεις κάτι απίστευτες συνάψεις που μπορεί να συμβούν. Ότι ένα παραμύθι που ακούς στην Ελλάδα, το ίδιο ακριβώς το έχει αυτός που ζει στη Λαπωνία, αυτός που ζει στην Αφρική, αυτός που ζει στην Ιαπωνία, ο Ισπανός που το ‘χει στείλει στην Λατινική Αμερική, που έχει εκεί γίνει και μια μίξη με έναν που ήτανε Προκολομβιανός Ίνκας, που κάτι… Και όλα αυτά, περιστρέφονται γύρω από τα ίδια θέματα που απασχολούν τους ανθρώπους και είναι τρομερά ενδιαφέρον το πώς ο κάθε λαός σε διαφορετικό χώρο και με διαφορετικές συνθήκες, έρχεται και διαμορφώνει ακριβώς το ίδιο παραμύθι! Που δεν ξέρεις ποτέ, ούτε ποιος το πήρε, ούτε από ποιον, ούτε ποιος το 'δωσε σε ποιον. Ούτε αν αυτό έχει προκύψει σαν ανάγκη σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη και πως αυτό συνδέεται με το μύθο, με τις μυθολογίες. Είναι άλλο πράγμα ο μύθος, άλλο πράγμα το λαϊκό παραμύθι, άλλο πράγμα η εξέλιξη του λαϊκού παραμυθιού. Γιατί γράφουμε και παραμύθια σύγχρονα, έτσι; Εννοείται!

Σ.Π.:

Το λαϊκό παραμύθι δεν αφορά μόνο προφορική παράδοση;

Κ.Σ.:

Το λαϊκό παραμύθι κατά βάση αφορά την προφορική παράδοση, όμως μετά περίπου την εποχή των Γκριμ αρχίζει η καταγραφή! Που είναι μία σοβαρή δουλειά να γίνεται, είναι πολύ, πολύ, πολύ, πολύ σοβαροί οι λαογράφοι που έχουν ασχοληθεί ανά τον κόσμο και έχουν κάνει καταγραφές. Τέλος πάντων, είναι μια ολόκληρη ιστορία ο διεθνής κατάλογος, τα μοτίβα των παραμυθιών, τα είδη των παραμυθιών, του πως έχουν χωριστεί όλοι, είναι μια απίστευτη δουλειά, που καθόλου μπορεί να μην σε αφορά όταν ακούς ένα υπέροχο παραμύθι, έτσι; Αλλά μπορεί και απίστευτα πάρα πολύ να σε αφορά όταν θες να διαβάσεις πάνω σε αυτό το υπέροχο παραμύθι που έχεις ακούσει. Το ωραίο είναι ότι υποθέτεις πράγματα και τελικά έρχεται όλο αυτό και σε πάει κάπου! Δηλαδή, εγώ υπέθετα με τον εαυτό μου και από εκεί ξεκίνησα ότι: «Α, κοίτα να δεις! Να ψάξω να δω και τι παραμύθια λένε στην Ισπανία και τι παραμύθια λένε στη Λατινική Αμερική και πώς…» που λες είναι πιο κοντά σε μένα. Και έχω καταλήξει να ασχολούμαι με τα Αφρικάνικα παραμύθια πάρα πολύ και με τα Κέλτικα! Καμία σχέση δεν έχω ούτε με την Αφρική, ούτε με την Κέλτικη παράδοση. Για κάποιο λόγο όμως έρχεται και σου μιλάει κάτι! Τώρα τι να σου πω, αν το ξανασυζητήσουμε σε δύο χρόνια, μπορεί να σου πω ότι ξαφνικά με ενδιαφέρουν και τα γιαπωνέζικα, έτσι;

Σ.Π.:

Κάτι σου μιλάει! Μου ακούγεσαι ότι μαγεύτηκες πάντως από αυτό τον κόσμο!

Κ.Σ.:

Σου μιλάει! Πολύ, πολύ!

Σ.Π.:

Και ποιο παραμύθι είπες πρώτο σε αυτή την ομάδα;

Κ.Σ.:

Σε αυτή την ομάδα λοιπόν έρχεσαι και βρίσκεις τις ρίζες σου, γιατί νομίζω ότι έχει σημασία. Είπα λοιπόν, από όλα αυτά τα διαβάσματα, στην πρώτη…δεν ήταν ακριβώς παράσταση, ήταν ας πούμε μια ομαδική αφήγηση που είχαμε κάνει… αχ, πότε ήτανε; Το ‘17. Πρώτη δουλειά που συμμετείχα στους «ΠαραμύθιαΖω» και είπα, αφηγήθηκα ένα παραμύθι το οποίο είναι επίσης Κρητικό, τώρα δεν θυμάμαι ακριβώς το μέρος από όπου είναι. Πάντως, υπάρχει καταγεγραμμένο στη συλλογή «Λαϊκά παραμύθια της Κρήτης», κυκλοφορεί αυτό το βιβλίο από τις εκδόσεις «Εν πλω», γιατί καλό είναι να αναφέρουμε τι και που. Και το πήρα από εκεί! [00:35:00]Τώρα περισσότερες λεπτομέρειες δεν έχω να σου πω αυτή τη στιγμή, για το ποιος το είπε, υπάρχουν στο βιβλίο όμως, δηλαδή από ποιον έχει γίνει η καταγραφή. Εντάξει, είναι ένα παραμύθι το οποίο…δεν ξέρω, δεν είναι από αυτά που θα σου συγκλονίσουν την ψυχή ίσως, όπως άλλα που είπα μεταγενέστερα. Αλλά είναι πολύ αγαπημένο, γιατί ήτανε το πρώτο που προσπάθησα να πω.

Σ.Π.:

Το λιθαράκι σου!

Κ.Σ.:

Ναι!

Σ.Π.:

Θα το ακούσουμε σήμερα;

Κ.Σ.:

Δεν ξέρω, θες; Κι άλλο; 

Σ.Π.:

Θέλω άλλο ένα!

Κ.Σ.:

Θες κι άλλο; Λοιπόν, θα προσπαθήσω να στο πω, τώρα έχω να το πω καιρό. Λοιπόν, αυτό το παραμύθι λέγεται «Η Τρουλίτα». Η Τρουλίτα -θα στο πω από τώρα, γιατί δεν το ξέρεις και έχει σημασία- η Τρουλίτα είναι ένα πάρα πολύ μικρό σε μέγεθος πουλί, το οποίο είναι και ασχημούτσικο. Δεν ξέρω αν το «Τρουλίτα» είναι η επίσημη ονομασία του ή αν το λένε ας πούμε έτσι στην Κρήτη, πάντως αυτό είναι. Είναι ένα μικρό, πολύ μικρό, άσχημο, μάλλον που δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο σαν πουλί, η Τρουλίτα…

Σ.Π.:

Έχει ωραίο όνομα!

Κ.Σ.:

Βέβαια! Λοιπόν. Ήτανε λοιπόν, μια φορά και έναν καιρό, ένας βασιλιάς. Κι αυτός ο βασιλιάς είχε τρεις γιους. Όταν μεγάλωσαν οι γιοι του και ήταν πια η ώρα τους να παντρευτούν, τους μάζεψε ο βασιλιάς και τους είπε: «Θα δώσω στον καθένα από σας ένα μήλο! Θα πετάξει ο καθένας το μήλο του και σε όποια γυναίκα πάει το μήλο, αυτή θα πάρει!». Συμφωνούν τα παλικάρια, παίρνει ο πρώτος γιος το μήλο, το πετάει. Πάει το μήλο και πέφτει σε μια όμορφη κοπέλα, αρχοντοπούλα. Χάρηκε ο βασιλιάς, χάρηκε ο γιος, χάρηκε και όλος ο λαός με την τύχη του πρώτου βασιλόπουλου. Παίρνει το δεύτερο βασιλόπουλο το μήλο, το πετάει, να που πάει και το δεύτερο το μήλο σε μια άλλη όμορφη αρχοντοπούλα. Και πολύ χάρηκε ο βασιλιάς και για αυτή την τύχη του γιου του. Παίρνει και ο μικρός ο γιος το μήλο, το πετάει. Και πάει το μήλο και πέφτει μπροστά σε μια Τρουλίτα. Τη βλέπει το παλικάρι την Τρουλίτα, λέει: «Πατέρα αυτό είναι άδικο! Δε γίνεται! Οι άλλοι θα πάρουν τις γυναίκες τους και εγώ θα πάρω το πουλί για γυναίκα; Δε γίνεται!». Ο βασιλιάς είδε τώρα το δίκιο του γιου του και λέει: «Έχεις δίκιο! Θα σου δώσω άλλη μια ευκαιρία, να το ξαναπετάξεις το μήλο! Να δούμε αυτή τη φορά!». Πετάει δεύτερη φορά ο γιος το μήλο, πάει το μήλο και πέφτει στην Τρουλίτα. Κλάματα ξανά το παλικάρι: «Δε γίνεται, πατέρα! Εγώ το πουλί θα παντρευτώ; Πώς θα γίνει τώρα αυτό;». Λέει ο βασιλιάς: «Ναι, έχεις δίκιο, θα σου δώσω μια ακόμα ευκαιρία! Αλλά να ξέρεις ότι δεν έχει άλλη, τώρα αυτή είναι η τελευταία! Θα ρίξεις το μήλο, όπου πάει, αυτή θα παντρευτείς!». Ρίχνει λοιπόν ο τρίτος ο γιος το μήλο και το μήλο πάει ξανά και πέφτει μπροστά στην Τρουλίτα. Κι ήτανε πια φως φανερό, ότι το παιδί έπρεπε να παντρευτεί το πουλί. Και δεν μπορούσε να πει και τίποτα, γιατί ο λόγος του βασιλιά είναι και νόμος! Οργανώνουνε λοιπόν τους γάμους και παντρεύονται οι δυο μεγάλοι γιοι τις γυναίκες τους, παντρεύεται και το τρίτο το παλικάρι την Τρουλίτα! Πολύ τον κοροϊδεύανε, πολύ τον επειράζανε για την γυναίκα που είχε οι άλλοι δυο. Και αυτός στενοχωριόταν, στεναχωριόταν και η Τρουλίτα όμως, που έβλεπε τον άντρα της να στενοχωριέται. Δεν πέρασε λοιπόν πολύς καιρός και αποφάσισε ο βασιλιάς, πως ήθελε να δει ποια από τις τρεις νύφες του είναι η πιο προκομμένη. Και ποια είναι η πιο καλότροπη, και ποια είναι η πιο νοικοκυρά και ποια είναι η πιο όμορφη. Και αυτήν να κάνει βασίλισσα μαζί με το γιο του, βασιλιά! Αποφάσισε λοιπόν να βάλει δοκιμασίες! Μαζεύει τους γιους του και τους λέει: «Θέλω οι νύφες μου να φτιάξουν η καθεμία από μια κουβέρτα. Και να σας την δώσουν να μου τη φέρετε. Να δούμε ποια από τις τρεις είναι η καλύτερη και πιο προκομμένη και ποια θα κάνει την πιο όμορφη!». Οι δυο οι νιφάδες των μεγάλων των γιών, αρχίσανε κατευθείαν και κοροϊδεύανε. Λέγανε: «Α! Η Τρουλίτα θα την κάνει, την πιο ωραία την κουβέρτα!». Στεναχωρημένο το βασιλόπουλο το τρίτο, γυρνάει στο σπίτι του, λέει τα νέα στην Τρουλίτα και πέφτει έτσι σε μια γωνιά. Η Τρουλίτα όσο τον έβλεπε στενοχωρημένο, το σκεφτόταν, το σκεφτόταν, αποφάσισε λοιπόν ότι θα κάνει και αυτή την προσπάθεια της. Και του λέει: «Μη στεναχωριέσαι, γιατί εγώ είμαι πουλί! Και εμείς τα πουλιά ξέρουμε να φτιάχνουμε φωλιές! Θα πάω λοιπόν εγώ στο δάσος και θα μαζέψω χορταράκια και κλαδάκια και μαλλάκια και λουλουδάκια και ό,τι ωραίο βρω, θα τα φέρω και θα φτιάξω μια κουβέρτα που θα τρίβεις τα μάτια σου! Δε θα το πιστεύεις!». Πήγε λοιπόν στο δάσος, μάζεψε ένα σωρό ομορφιές, τις γύρισε στο σπίτι. Και με [00:40:00]το ράμφος της κούτσου-κούτσου-κούτσου έφτιαξε μια κουβέρτα που ήτανε Στέλλα, σα ζωντανή η κουβέρτα! Την δίνει στον άντρα της, την παίρνει ο άντρας της, την πάει στο βασιλιά. Βλέπει ο βασιλιάς τις κουβέρτες, γιατί ήτανε οι δυο από τις νυφάδες, όμορφες δε λέω, αλλά δεν ήταν σαν της Τρουλίτας! Και λέει ο βασιλιάς: «Καλές είναι και οι δικές σας, αλλά σαν της Τρουλίτας την κουβέρτα…Να ‘χει την ευχή μου!». Στραβομουτσουνιάσανε οι δύο οι νιφάδες, εννοείται αυτό. Μετά από λίγες μέρες, δίνει ο βασιλιάς τη δεύτερη δοκιμασία. Η δεύτερη δοκιμασία ήτανε να φτιάξουμε οι νιφάδες του, η καθεμία από ένα γλυκό. «Και πως θα το φτιάξεις το γλυκό, Τρουλίτα;» της λέγανε οι άλλες οι δυο. Πάλι στενοχωρημένο το βασιλόπουλο. Πάλι του λέει η Τρουλίτα, να σου πω: «Μην ανησυχείς. Και θα πάω εγώ στο δάσος και θα μαζέψω φρούτα φρέσκα. Και θα φτιάξω ένα γλυκό που θα γλύφεις τα δάχτυλα σου! Δε θα το πιστεύεις!». Και όντως. Πήγε στο δάσος και μάζεψε γλυκά και βοτάνια και ανθάκια και τα ‘φερε στο σπίτι και έφτιαξε ένα γλυκό! Το δίνει στον άντρα της, του λέει: «Πήγαινέ το στο βασιλιά!». Δοκιμάζει ο βασιλιάς και από το πρώτο το γλυκό και από το δεύτερο. Δοκιμάζει και το γλυκό της Τρουλίτας και λέει: «Δε λέω, καλά είναι και τα άλλα τα δυο, αλλά σαν της Τρουλίτας…Την ευχή μου να ‘χει!». Μούτρα οι δύο οι νιφάδες. Μετά από λίγες μέρες λοιπόν, λέει ο βασιλιάς την τρίτη δοκιμασία. Και η τρίτη δοκιμασία ήταν πως θα έκανε έναν χορό στο παλάτι. Και ήθελε να δει ποια από τις τρεις του νύφες θα είναι η πιο όμορφη και πιο χαριτωμένη και αυτή με τους τρόπους. Και στεναχωριόταν ο βασιλιάς προκαταβολικά, γιατί ήξερε ότι σε αυτή τη δοκιμασία η Τρουλίτα δε μπορούσε να κερδίσει. Γιατί η Τρουλίτα ήτανε πουλί. Και ενώ την αγαπούσε, ήξερε πως εδώ δεν γινότανε. Και λέει στο γιο του το μικρό: «Δεν πειράζει! Θέλω να ‘ρθεις κι εσύ με τη γυναίκα σου. Κι ας είναι έτσι τα πράγματα.». Γυρνάει λοιπόν ο τρίτος ο γιος στο σπίτι του, βρίσκει την Τρουλίτα, της λέει: «Το και το. Ο βασιλιάς θα κάνει το χορό στο παλάτι και μας κάλεσε, πρέπει να πάμε και εμείς!». Του λέει η Τρουλίτα: «Δε γίνεται άντρα μου, εγώ είμαι πουλί! Είμαι μικρή! Τι θα κάνω εγώ στο χορό; Θα πηγαίνω πέρα-δώθε, θα κελαηδάω και θα πηγαίνω και θα ‘ρχομαι; Είμαι μικρή. Θα με πατήσουνε. Θα έχεις την έγνοια μου όλη την ώρα! Μόνος σου να πας. Δεν πειράζει!». Της λέει ο άντρας της: «Δε θέλω να πάω μόνος μου! Θέλω να πάμε μαζί κι ας μη γίνουμε ποτέ βασιλιάδες! Εγώ θέλω να πάμε παρέα!». Αλλά η Τρουλίτα αρνήθηκε. Και έτσι έφυγε το βασιλόπουλο να πάει μόνο του στο χορό στο παλάτι. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα, από την ώρα που είχε φύγει ο άντρας της και η Τρουλίτα το ξανασκέφτηκε. Και λέει: «Βρε μήπως άμα καβαλήσω ένα κόκορα; Ο κόκορας είναι ψηλός, δε θα με πατήσουν! Θα πάω στο παλάτι καβάλα στον κόκορα. Να είμαι κι εγώ με τον άντρα μου!». Και μια και δυο βρίσκει έναν κόκορα, τον καβαλάει και παίρνει δρόμο. Και όπως πήγαινε στο δρόμο, περνάει από ένα ποτάμι, όπου εκεί στο ποτάμι ζούσανε τρεις νεράιδες. Με το που βλέπουν οι νεράιδες, τον κόκορα και την Τρουλίτα από πάνω, τις πιάσαν τα γέλια. Και γελούσανε, γελούσανε, γελούσανε, γελούσανε. Κι αφού πια γελάσανε με την καρδιά τους και οι τρεις, της λένε: «Αχ βρε Τρουλίτα, να ’σαι καλά! Τέτοιο γέλιο, χρόνια είχαμε να κάνουμε! Τι να σου δώσουμε τώρα, που μας έκανες και περάσαμε τόσο καλά σήμερα;». Λέει η Τρουλίτα: «Τι να θέλω εγώ τώρα; Πουλί είμαι. Δε θέλω κάτι!». Της λέει λοιπόν η πρώτη νεράιδα: «Όχι, εγώ θα σου δώσω ομορφιά! Θα σου δώσω όλη μου την ομορφιά!» Και κάνει μια και την μεταμορφώνει σε μια πανέμορφη κοπέλα. Ντυμένη με όμορφα ρούχα, όμορφα παπούτσια! Λέει η δεύτερη νεράιδα: «Εγώ, θα σου δώσω χάρη! Και θα γελάς κι απ’ το στόμα σου θα πέφτουνε τα άνθη και θα μοσχοβολάει ο τόπος!». Και της λέει και η τρίτη: «Εγώ, θα σου δώσω μια χρυσή κλωσσού που έχω, με τα κλωσσόπουλα και θα την έχεις στην ποδιά σου. Και άκου τι θα κάνεις! Εκεί που θα πας στο παλάτι, θα ταΐζεις. Θα τρως εσύ αλλά θα ταΐζεις και την κλώσσα με τα κλωσσόπουλα που έχεις στην ποδιά σου. Και κάποια στιγμή, όταν θα ‘ρθει η ώρα του χορού, θα σηκωθείς να χορέψεις. Και θα ρίξεις την ποδιά σου και η κλώσσα με τα κλωσσόπουλα τα χρυσά θα σε συνοδεύουν στο χορό και θα λάμπεις!». Ευχαριστεί λοιπόν η Τρουλίτα τις τρεις νεράιδες και ξεκινάει να πάει στο παλάτι. [00:45:00]Και μπαίνει μέσα στο παλάτι και όλοι γυρνάνε και την κοιτάνε. Και αρχίσαν να αναρωτιούνται: «Ποια είναι αυτή η υπέροχη κοπέλα που έφτασε; Ποια είσαι εσύ;» της λένε. «Εγώ είμαι η Τρουλίτα! Η γυναίκα του μικρού βασιλόπουλου!». «Να ‘ρθει η νύφη.» μου λέει ο βασιλιάς και την καθίζει δίπλα του, μαζί με τον γιό του το μικρό και μαζί με τις άλλες τις νύφες και τους άλλους τους γιους και λέει: «Φέρτε της νύφης μου και εδώ, να φάει!». Και αρχίζει η Τρουλίτα να τρώει. Και μια μπουκιά έτρωγε αυτή, μια μπουκιά έδινε και στη κλώσσα και στα κλωσσόπουλα. Οι άλλες δυο τώρα οι νύφες, που έχουνε μείνει με το στόμα ανοιχτό, διότι πώς γίνεται ξαφνικά ένα πουλί, να έχει γίνει αυτή η όμορφη κοπέλα και όλοι να την κοιτάνε και να της δίνουν σημασία. Αποφάσισαν, έτσι κοιτάχτηκαν και αποφάσισαν, να κάνουν ότι κάνει και εκείνη. Και βλέπανε που μια μπουκιά τρώει, μια μπουκιά βάζει στην ποδιά της και αρχίσανε και αυτές. Μια μπουκιά να τρώνε, μια μπουκιά να πετάνε στην ποδιά τους. Ναι, αλλά αυτές Στέλλα μου, δεν είχανε κλώσσα με κλωσσόπουλα στην ποδιά τους. Και αφού τελειώνει το φαγητό, σηκώνεται ο βασιλιάς και λέει: «Εμπρός! Τώρα όλοι, να χορέψουμε!». Και σηκώνεται η Τρουλίτα να χορέψει και ρίχνει την ποδιά της. Και πέφτει η χρυσή κλώσσα με τα κλωσσόπουλα και τη συνοδεύουν στο χορό. Και έλαμπε ολόκληρη! Και σηκώνονται και οι άλλες οι δυο οι νυφάδες να χορέψουνε. Και δίνουν μια με τα φουστάνια τους και πέφτουνε τα κόκκαλα, τα λάδια και τα ψίχουλα στα κεφάλια των ανθρώπων και ρεζίλι γίνανε. Και όσο τις βλέπανε, τόσο γελούσανε. Και όσο γελούσε η Τρουλίτα που χόρευε, τόσο βγαίναν από το στόμα της τα άνθη και μοσχοβολούσε ο τόπος. Και αφού τέλειωσε ο χορός, την πήρε ο βασιλιάς και την κάθισε στο θρόνο και είπε: «Η Τρουλίτα θα γίνει βασίλισσα. Και ο γιος μου βασιλιάς!». Και ζήσαν αυτοί καλά που ξέραν την αλήθεια. Αλλά ζήσαν ακόμα πιο καλά, όσοι πιστέψανε στα παραμύθια! 

Σ.Π.:

Συγκινήθηκα! Πολύ ωραίο!

Κ.Σ.:

Άντε καλέ! Λοιπόν, εμένα σ’ αυτό το παραμύθι, ξέρεις τι μ’ αρέσει; 

Σ.Π.:

Τι; 

Κ.Σ.:

Εντάξει, ναι. Είναι η Τρουλίτα, που κάνει τα πάντα, που κάνει ό,τι μπορεί, που την αγαπάει ο άντρας της, που την αγαπάει ο βασιλιάς, που έχει το μειονέκτημα κτλ. Λοιπόν εμένα σε αυτό το παραμύθι αυτό που μου άρεσε και ισχύει βέβαια μετά αν το ψάξεις, σε πολλά παραμύθια, είναι ότι τα δώρα τα πήρε, γιατί -ναι εντάξει ήταν και ατρόμητη και και και- τα πήρε γιατί έδωσε χαρά, γελάσαν οι νεράιδες. Δεν τα πήρε γιατί έκανε ένα κατόρθωμα φοβερό. Εμένα αυτό, σαν στοιχείο, πάρα πολύ μου αρέσει, το να δώσεις χαρά, να κάνεις και ένα... Να είσαι γενναίος, να έχει κάποια χαρακτηριστικά, πάντα στο παραμύθι για να πάρεις ένα δώρο. Αλλά αυτό τώρα που γελάνε συνήθως, αυτό το μοτιβάκι στα παραμύθια είναι πως, είναι ας πούμε οι νεράιδες, οι νύμφες, είναι τέλος πάντων οι μοίρες όλες αυτές, που η μια πάντα, είναι αγέλαστη. Πάντα ας πούμε είναι οι αδερφές, και μια από τις αδερφές, συνήθως η μικρότερη που δεν γελάει ποτέ. Και κάνει κάτι ο ήρωας, ή η ηρωίδα, και καταφέρνει να γελάσει η αγέλαστη, και παίρνει το δώρο γι'αυτό. Είναι ωραίο στοιχείο.

Σ.Π.:

Ωραία! Λοιπόν, σε ευχαριστώ πάρα πολύ…

Κ.Σ.:

Παρακαλώ! 

Σ.Π.:

Να είμαστε καλά, να μεταδίδουμε χαρά και παραμύθια! 

Κ.Σ.:

Να είμαστε καλά, να τα ξαναπούμε, να πούμε κι άλλα!

Σ.Π.:

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ! Ήταν πολύ ωραία!

Κ.Σ.:

Κι εγώ. Κι εγώ!