© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Εξπρές Σάμινα: «Προτιμούσα να πνιγώ εγώ, παρά να αφήσω τον πατέρα μου...»

Istorima Code
10381
Story URL
Speaker
Απόστολος Γιαννιός (Α.Γ.)
Interview Date
18/11/2021
Researcher
Δήμητρα Ξηροφώτου (Δ.Ξ.)
Δ.Ξ.:

[00:00:00]Καλησπέρα Αποστόλη.

Α.Γ.:

Καλησπέρα.

Δ.Ξ.:

Είμαι η Δήμητρα Ξηροφώτου ερευνήτρια στο Istorima, σήμερα θα κάνουμε μια ωραία συνέντευξη με τον Αποστόλη Γιαννιό. Αποστόλη, πού γεννήθηκες;

Α.Γ.:

Στον Βόλο, καταγωγή από Μηλιές το 1982, λέω και χρονιά.

Δ.Ξ.:

Πώς είναι μεγαλώνει κανείς στις Μηλιές, στον Βόλο;

Α.Γ.:

Ωραία μια χαρά, ωραία παιδικά χρόνια γενικά, ήρεμα, ανέμελα και με καλές παρέες.

Δ.Ξ.:

Τι θυμάσαι έτσι πιο πολύ από κείνα τα χρόνια, είναι κάτι που σου έχει μείνει έτσι;

Α.Γ.:

Τις παρέες, ότι παίζαμε όλη μέρα, κάθε μέρα έξω το βράδυ χωρίς να σκεφτόμαστε τίποτα. Μπάλα συνέχεια, από το πρωί μέχρι το βράδυ και η ανεμελιά γενικά. Η ανεμελιά, αυτό της επαρχίας το χαλαρό, εκείνες οι εποχές 80- 90 ήταν διαφορετικές λίγο.

Δ.Ξ.:

Τι διαφορετικό είχανε;

Α.Γ.:

Μεγαλύτερη σιγουριά, μεγαλύτερη ασφάλεια, θεωρητικά, θεωρητικά πάντα, έτσι φαίνεται, γιατί θυμάμαι τον εαυτό μου να βγαίνω έξω και να γυρνάω 12.00- 13.00 η ώρα το βράδυ και να μην με ψάχνει κανένας, εντάξει, υπήρχε η άνεση του ότι «Εντάξει, κάπου εδώ θα ‘ναι, θα ‘ρθει».

Δ.Ξ.:

Ήσουνα σε κάποια ομάδα έτσι, που έπαιζες μπάλα;

Α.Γ.:

Στην ομάδα του χωριού, στον «Άνθιμο Γαζή» ιστορικό σωματείο και μετά, στη Σάμο στο Πανεπιστήμιο, σαν φοιτητές είχαμε κατεβάσει ομάδα στο τοπικό πρωτάθλημα της Σάμου.

Δ.Ξ.:

Φοιτητής τώρα που το ανέφερες που ήσουνα;

Α.Γ.:

Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Θετικών Επιστημών, Σάμος, Τμήμα Στατιστικής και Αναλογιστικών Χρηματοοικονομικών.

Δ.Ξ.:

Ήταν αυτό που σκεφτόσουν, αυτό που έτσι ονειρευόσουνα σαν παιδί;

Α.Γ.:

Δεν θα το 'λεγα. Η αλήθεια είναι άλλα είχα στο μυαλό μου, αλλά ήταν μια επιλογή μέσα στις πρώτες δέκα, που τελικά πέρασα εκεί πέρα και δεν το μετάνιωσα.

Δ.Ξ.:

Τι είχες στο μυαλό σου;

Α.Γ.:

Σαν πρώτη Σχολή;

Δ.Ξ.:

Ναι

Α.Γ.:

 Ευελπίδων, απλά έτυχε να ανέβει εκείνη τη χρονιά, ανέβηκε αρκετά και τελικά τώρα έτσι που τα βλέπω τα πράγματα. Καλύτερα, που δεν πέρασα Ευελπίδων. Πιο καλά μου φαίνεται.

Δ.Ξ.:

Άρα ήταν μια Σχολή τελικά, που σου άρεσε, που ήταν έτσι-

Α.Γ.:

Ήταν γενικά ένα μέρος και μια Σχολή και το όλο σκηνικό αυτό που μου άρεσε, το φοιτητικό, αλλά σε μια μικρή επαρχιακή πόλη και όχι σε μια μεγάλη όπως είναι η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Γιατί κάναμε παρέες που κρατήσανε και κρατήσανε μέχρι τώρα, δηλαδή στον χρόνο αναλλοίωτες.

Δ.Ξ.:

Ποια χρονιά ήταν αυτό;

Α.Γ.:

Το 2000 πέρασα.

Δ.Ξ.:

Το 2000. Θες να μου πεις λίγο για αυτό; Όταν πας πρώτη φορά… πρώτη φορά που φεύγεις από τον Βόλο, οι γονείς εδώ πέρα τι… η οικογένεια από πόσα μέλη είναι;

Α.Γ.:

Πενταμελής, είμαστε τρία αδέρφια. Εγώ ο πρώτος, η αδερφή μου δεύτερη και ο αδερφός μου ο μικρός, ο τρίτος, ο Βενιαμίν. Εντάξει, το πρώτο παιδί που πέρασε στο Πανεπιστήμιο εγώ ήμουνα, τέλος πάντων της οικογένειας, χαρούμενοι οι γονείς. Εντάξει, η μάνα μου πάντα, όπως κάθε μάνα, λίγο προβληματίστηκε, ήταν λίγο προβληματισμένη «Φεύγει μακριά το παιδί» Ελληνίδα μάνα, τώρα κλασικά, γνωρίζεις. Φεύγει, προβληματισμένη, πάει το παιδί μακριά και πολύ μακριά κιόλας, γιατί είχε καράβι δώδεκα ώρες ταξίδι, πέντε ώρες μέχρι Αθήνα, τέσσερις, πόσο ήταν, τέλος πάντων, δεν θα έχω και την άνεση να πηγαίνω όποτε θέλω. Για μένα καλύτερα, η αλήθεια είναι, πιο άνετα. Αλλά εντάξει, ήταν μια ωραία χρονιά γενικά. Ωραία, όταν δώσαμε Πανελλήνιες και μετά, που πέρασε το άγχος του διαβάσματος και τα λοιπά, το καλοκαίρι ήτανε σχετικά ένα ανέμελο καλοκαίρι, με δουλειά και προσμονή για το πού περνάμε.

Δ.Ξ.:

Τι δουλειά;

Α.Γ.:

Συνήθως στον πατέρα μου δούλευα, στην οικοδομή, γιατί οικοδόμος είναι ο άνθρωπος ή βοηθούσα εκεί πέρα ή δούλευα σερβιτόρος σε κάποιο μαγαζί. κάτι…κάτι απ' όλα, ένα καλοκαίρι έτσι, ένα καλοκαίρι αλλιώς.

Δ.Ξ.:

Όταν φεύγεις από εδώ, πώς αισθανόσουνα που θα φύγεις έτσι και θα αλλάξεις παραστάσεις, που ενηλικιώθηκες 18 χρόνων, τώρα, αλλάζει η ζωή σου.

Α.Γ.:

Προσμονή. Είχα δηλαδή μία έτσι… το ανέμενα, το περίμενα πώς και πώς. Πώς θα είναι η φοιτητική ζωή, που όλοι λέγανε για τη φοιτητική ζωή. Εντάξει, το μέρος με προβλημάτιζέ λιγάκι, η αλήθεια είναι, λόγω του ότι είναι νησί και λέω: «Τι θα βρω εκεί πέρα;» χειμώνα σε νησί, όλοι το έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν έχει τίποτα, θα είναι απομονωμένα και τα λοιπά. Δεν ήταν έτσι τελικά, ναι μεν αλλά. Δηλαδή ναι μεν μικρό μέρος, αλλά με αρκετή νεολαία. Γιατί τώρα, φαντάσου τώρα, σχεδόν 1000 φοιτητές σε ένα μέρος πώς είναι η Αγριά –ξέρω ‘γω- οκτώ-δέκα χιλιάδες κόσμος; Το Καρλόβασι τόσο έχει, δέκα χιλιάδες, οκτώ με τα γύρω χωριά δέκα χιλιάδες. 1000 φοιτητές κάνανε εκεί ζωή, γενικά, ήταν ωραία…

Δ.Ξ.:

Μια χαρά!

Α.Γ.:

Ήταν ωραία ναι.

Δ.Ξ.:

Πώς πήγες, πήγες με τους γονείς σου, το ταξίδι που ξεκίνησες για να πας.

Α.Γ.:

Πρώτο ταξίδι με τον πατέρα μου και τη μάνα μου, εντάξει 18 χρόνων, για να πάμε να τα βρούμε, να δούμε σπίτι και πού θα μείνουμε, να νοικιάσουμε, να πάρουμε έπιπλα, να πάρουμε καμιά κουζίνα, δεν ξέραμε αν θα μείνουμε στην εστία, γιατί υπήρχε η option για εστία, αλλά δεν το γνωρίζαμε ακόμα. Είχαμε κάνει ήδη μια συνομιλία με το Πανεπιστήμιο, λέει: «Μπορεί να μείνετε και στην εστία, είστε και μακριά, επειδή είναι και αγρότης ο πατέρας και με τα αγροτικά ασχολείται, πιθανό να μπορέσετε  να έχετε ένα επιπλέον πλεονέκτημα, για να μείνετε στην εστία» αλλά πήγαμε έτσι να δούμε γενικά το μέρος, να δούμε πού θα πάμε, πώς θα κινηθούμε, πού θα μείνουμε. Εντάξει, πήγα με τους γονείς, θέλαν να έρθουν και οι δυο, πού να ξέρανε…

Δ.Ξ.:

Εσένα, πώς σου φάνηκε;

Α.Γ.:

Πώς μου φάνηκε;

Δ.Ξ.:

Ο χώρος, αυτά όλα, το Πανεπιστήμιο…

Α.Γ.:

Μια χαρά, εντάξει, δεν υπήρχε συγκροτημένο μέρος, δηλαδή μια πανεπιστημιούπολη εδώ πέρα. Ήτανε κτίρια σε διάφορα μέρη του Καρλοβάσου, από το λιμάνι μέχρι το κέντρο και μέχρι το Νέο Καρλόβασι και τα λοιπά. Γενικά, οργανωμένα αρκετά τα πράγματα για νησί, για μικρό μέρος, δηλαδή, οργανωμένα, μια χαρά. Το Καρλόβασι είχε Πανεπιστήμιο από το… ή ‘87 ή το ‘88 το πρώτο Τμήμα του Μαθηματικού που άνοιξε. Μετά από δέκα χρόνια, μετά από δέκα-εννιά χρόνια άνοιξε το Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Συστημάτων, υπολογιστές και τα λοιπά και το 2000 ήταν η πρώτη χρονιά, που άνοιξε η δικιά μου η Σχολή, Στατιστική και Αναλογιστικά Χρηματοοικονομικά. Ήμασταν οι πρώτοι που πήγαμε, πρώτη φουρνιά. Σαν μέρος εντάξει, συνηθισμένος στην επαρχία, ήμουν εγώ, ούτως ή άλλως στις Μηλιές μεγάλωσα, πήγαινα απλά σχολείο στην Αγριά, φροντιστήριο στον Βόλο, κατέβαινα στον Βόλο συνέχεια, αλλά σε χωριό μεγάλωσα, οπότε δεν με προβλημάτισε ιδιαίτερα η διαμονή, δεν είχα κανένα ιδιαίτερο θέμα. Εντάξει, παιδιά που ερχόντουσαν από Αθήνα, από Θεσσαλονίκη και τα λοιπά, τους φαινόταν χωριό. Χωριό ήταν ουσιαστικά, εντάξει ο καθένας με τα βιώματά του, εμένα μια χαρά μου φάνηκε.

Δ.Ξ.:

Ωραία. Μετά τι γίνεται εκεί, η φοιτητική ζωή εκεί πέρα, πώς πάει;

Α.Γ.:

Η φοιτητική ζωή πάει καλά, πάει πολύ καλά και η αλήθεια είναι ότι από το δεύτερο έτος πάει ακόμα καλύτερα, γιατί είχαμε κάνει και ένα συγκρότημα μουσικό, παίζαμε έτσι. Εγώ παίζω λίγο μπουζούκι, ένας φίλος μου, γνώρισα έναν φίλο από την Αθήνα που έπαιζε κιθάρα, γνωρίσαμε έναν άλλον Βολιώτη από εδώ πέρα που έπαιζε μπαγλαμά, μια άλλη Βολιώτισσα που έπαιζε ακορντεόν, έναν άλλο φίλο από εδώ έναν άλλο φίλο από εκεί, λίγο από εδώ λίγο από εκεί, και κάναμε ένα συγκρότημα και κάναμε μια πρώτη συναυλία, την δεύτερη χρονιά βέβαια, όταν είχαμε έτσι γνωριστεί και κάναμε κάποιες πρόβες, στην Φοιτητική Λέσχη, έτσι μια φοιτητική ρεμπέτικη λαϊκή κομπανία και είχε επιτυχία. Και σιγά-σιγά, γίναμε γνωστοί και αρχίζαμε να παίζουμε σε μαγαζιά, σε νυχτερινά μαγαζιά. Είναι η φάση που λίγο που παρατάς έτσι τη φοιτητική ζωή και αρχίζεις άλλα πράγματα, αλλά εντάξει, το συμμάζεψα σχετικά γρήγορα.

Δ.Ξ.:

Ωραία.

Α.Γ.:

Το συμμάζεψα σχετικά γρήγορα.

Δ.Ξ.:

Μετά επέστρεψες στον Βόλο, μετά τις σπουδές;

Α.Γ.:

Μετά τις σπουδές, έναν χρόνο στρατό και μετά Βόλο. Μετά ναι, μετά Βόλο, ήμουνα σε μία φάση Βόλο -Αθήνα, γιατί έστελνα βιογραφικά και στην Αθήνα, έψαχνα και στον Βόλο δουλειά και τα λοιπά. Δούλευα και κανα μεροκάματο μέχρι να βρω κάτι. Πηγαινοερχόμουνα, μία Αθήνα, μια Βόλο, μία Αθήνα, μια Βόλο για κανα εξάμηνο-εφτάμηνο, ώσπου προέκυψε μια δουλειά μέσω ενός γνωστού σε μια ασφαλιστική, στο πωλησιακό κομμάτι… και από τότε μέχρι τώρα είμαι εδώ. Δηλαδή από το 2009 τον Φεβρουάριο-Μάρτιο που μπήκα, μέχρι τώρα συνεχίζω κανονικά.

Δ.Ξ.:

Πολλά χρόνια.

Α.Γ.:

Στο δέκατο τρίτο είμαι. Το κλείνω, πάω για το δέκατο τέταρτο τον Μάιο. Με το καλό.

Δ.Ξ.:

Μια χαρά. Σταθερός πολύ είσαι.

Α.Γ.:

Σταθερός αρκετά, όσο μπορώ.

Δ.Ξ.:

Ωραία, θέλω να μου πεις λίγο, αν θέλεις να μοιραστείς μαζί μου, για την χρονιά του 2000 τον Σεπτέμβρη, τότε που ήσασταν στην Πάρο, μάλλον στην Αθήνα, για να πάτε για να πάτε στην Πάρο, έτσι δεν είναι; Διόρθωσέ με, αν κάνω λάθος.

Α.Γ.:

Στον Πειραιά ναι. Από Πειραιά για Σάμο φεύγαμε, στην Πάρο μείναμε…

Δ.Ξ.:

Ναι, ήταν να πάτε στη Σάμο, ξεκινάτε από Πειραιά, πες μου λίγο. Θέλεις να μου πεις πώς ήταν εκείνη μέρα, τι ήταν να κάνετε;

Α.Γ.:

Κοίτα, θυμάμαι ότι είχαμε φύγει πρωί από εδώ, δεν είχαμε πάρει αμάξι μαζί μας, για να μην μετακινούμαστε με αμάξι και τα λοιπά, το αφήσουμε εδώ πέρα, πήγαμε με λεωφορείο κάτω, μείναμε το προηγούμενο βράδυ σε κάτι φίλους, βγήκαμε έξω, φάγαμε, περάσαμε ωραία και τα λοιπά. Και το απόγευμα γύρω στις 5.00-5.30 πήγαμε στον Πειραιά, γιατί τα ταξίδια για Σάμο, γενικά όλα τα ταξίδια για Σάμο, Χίο Μυτιλήνη και τα λοιπά, είναι συνήθως βραδινά, είναι ολονύχτια. Δηλαδή ξεκινάνε 6.00 ή 7.00 το απόγευμα, το βράδυ και φτάνεις 8.00 η ώρα το πρωί στο νησί, αναλόγως με τι καράβι πας και σε ποιο νησί πας. Τώρα θυμάμαι, γύρω στις 5.30 η ώρα το βράδυ που φτάσαμε στον Πειραιά, μπορεί να φτάσαμε λίγο νωρίτερα και γύρω στις 5.30 με 6.00 πρέπει να έφευγε το καράβι από Πειραιά για Σάμο. Πιάναμε Πάρο, Νάξο, λογικά θα πιάναμε Ικαρία, Φούρνους και θα καταλήγαμε στη Σάμο. Φεύγοντας, νοικιάσαμε και μια καμπίνα για να είμαστε και σίγουροι, να είμαστε λίγο πιο χαλαροί. Πήγαμε, βολέψαμε τα πράγματα, κάναμε μια βόλτα στο κατάστρωμα, μετά από κάνα δίωρο και τα λοιπά, έτσι στο τριγύρω, για να δούμε τι γίνεται και τα λοιπά, πήγαν και στο εστιατόριο ο πατέρας μου και η μάνα μου φάγανε κιόλας, ήταν έτοιμοι. Και η μάνα μου αργότερα πήγε στο δωμάτιο να διαβάσει ένα βιβλίο και να ξαπλώσει. Εμείς πρέπει με τον πατέρα μου-αν θυμάμαι καλά-να βλέπαμε μπάλα, γιατί εκείνη τη μέρα έπαιζε ο Παναθηναϊκός, είμαστε Παναθηναϊκοί εμείς, οπότε όπως καταλαβαίνεις, θέλαμε να δούμε το ματς. Και δεν βρίσκαμε και τηλεόραση καλή να παίζει, γιατί ήταν όλο χιόνια και ψάχναμε γύρω-γύρω στο [00:10:00]κατάστρωμα. Τι ώρα ήτανε; Πρέπει να ήτανε γύρω στις 10; 9.50; Είχε αρχίσει το ματς, επομένως, εφόσον θυμάμαι το Champions League ξεκινούσε 9.45, ήταν κοντά στις 10.00 το βράδυ. Το γκολ δεν προλάβαμε να το δούμε, μπήκε γύρω στα 20. Οπότε γύρω στις 10.00 το βράδυ, απ' ό,τι θυμάμαι, ακούσαμε έναν θόρυβο δυνατό σαν να συγκρούεται –ξέρω ‘γω- πώς μια σύγκρουση δυνατή και σύρσιμο, όπως πήγαινε το καράβι από τη δεξιά πλευρά. Θόρυβο και σύρσιμο σαν να έχει χτυπήσει πάνω σε βράχια και να σκίζεται η λαμαρίνα, να σκίζεται το σίδερο, βλέπουμε και τα βράχια που περνούσαν από δίπλα, γιατί τα βράχια είχανε πάνω -από ό,τι θυμάμαι- φάρο, δηλαδή ήταν εμφανές το σημείο, οπότε βλέποντας και τα βράχια από δίπλα, λέμε ότι «Κάτι έγινε, κάτι έχει συμβεί». Πήρε αμέσως κλίση και το καράβι, δηλαδή τρεις-τέσσερις-πέντε μοίρες, εντάξει, καταλαβαίνεις ότι εκεί που ήσουνα στο επίπεδο, κατευθείαν πήραμε μια μικρή κλίση. Οι πιο πολλοί άρχισαν τα αστεία και τα λοιπά, εντάξει δεν φανταζόμασταν το 2000 να συμβεί κάτι. Και μετά από λίγη ώρα, ενώ ήταν και κάποιοι εκεί πέρα, τώρα καμαρότοι, δεν ξέρω τους βαθμούς και τα λοιπά, που μας λέγανε: «Εντάξει, ηρεμήστε, όλα καλά, μην αγχώνεστε» λέμε: «Πάμε να πάρουμε τη μάνα μας από κάτω» τη μάνα μου από κάτω, για να δούμε τι συμβαίνει. Γιατί εντάξει, δηλαδή κάτι συνέβαινε, αλλά χωρίς να την έχουμε καταλάβει ακριβώς τι θα γινόταν -ας πούμε- σε κανα σαραντάλεπτο από εκείνη την ώρα. Κατεβαίνοντας εμείς, αν θυμάμαι καλά, πρέπει να ήταν ένα κατάστρωμα κάτω από εκεί που ήμασταν εμείς, στο σαλόνι δηλαδή, ένα κατάστρωμα από κάτω καθόταν η μάνα μου. Μέχρι να φτάσουμε ανέβαινε κόσμος πολύς δηλαδή και ανεβαίναν και τρέχοντας και μέχρι να φτάσουμε πρέπει να παίξαμε αρκετό ξύλο με πολύ κόσμο και στις σκάλες και στον διάδρομο, σπρωχτήκαμε με πολλούς. Φτάσαμε, η μάνα μου είχε σηκωθεί, είχε πάρει τη βαλίτσα, περίμενε να δει τι γίνεται, για να βγει έξω. Την παίρνουμε, ανεβαίνουμε πάνω, ανοιχτά τα φώτα κανονικά μέχρι στιγμής. Ανεβαίνουμε πάνω, είχε μαζευτεί όλος ο κόσμος πάνω στο κατάστρωμα, αν και πολύς κόσμος -από ό,τι έμαθα μετά και λογικό είναι- ήταν στα αμάξια κάτω, γιατί βγαίναμε, ήμασταν δύο μίλια ναυτικά από την Πάρο, δηλαδή σε ένα τέταρτο προσεγγίζαμε λιμάνι, δέναμε. Ανεβαίνουμε πάνω και απλά περιμένουμε οδηγίες, να δούμε τι γίνεται. Η κλίση άρχισε γενικά να φαίνεται, δηλαδή από ό,τι είπανε μετά, εφόσον το καράβι άνοιξε σχεδόν 50 μέτρα ρήγμα, από ό,τι είπανε μετά, προφανώς τα νερά μπαίναν μέσα γρήγορα, με ορμή, οπότε η κλίση είχε αρχίσει σιγά-σιγά να φαίνεται πιο έντονη. Εγώ απ' ό,τι είδα, δυο-τρεις καμαρότους που μας καθησύχαζαν, ότι όλα καλά και προσπαθούσαν να βοηθήσουν και τον κόσμο τα παιδιά, η αλήθεια είναι, υψηλόβαθμο δεν είδα, να μην λέω ψέματα, προσωπικά εγώ. Τώρα ακούγονται πολλές ιστορίες, ότι είδαμε μια βάρκα να πέφτει με τους αξιωματικούς μέσα και τα λοιπά, αν το είδε κάποιος, δεν ξέρω, μπορεί να το επιβεβαιώσει ο ίδιος, εγώ δεν το είδα, τη βάρκα, αυτά που είδα μόνο. Σπάσαμε μια ντουλάπα με τον πατέρα μου, γιατί ήταν κλειδωμένη. Ο πατέρας μου βασικά την έσπασε, για να πάρουμε τα σωσίβια και ευτυχώς βρήκαμε καινούργια που είχανε και σφυρίχτρα και το φωτάκι, αυτό ήταν σωστό, ήμασταν τυχεροί σ' αυτό το κομμάτι, γιατί πολλοί είχανε παλιά, πολλοί δεν είχαν καν. Και σιγά-σιγά, έτσι όπως ήταν η κατάσταση, βγαίναμε προς την πίσω πλευρά. Πώς λέγεται το πίσω του καραβιού;

Δ.Ξ.:

Είναι μπροστά η πλώρη και πίσω είναι;

Α.Γ.:

Πίσω η πρύμνη; Οπότε στην πρύμνη του καραβιού και εκεί μαζευόντουσαν... Φαντάζομαι μπροστά δεν ξέρω αν βγήκε κόσμος, από την πίσω πλευρά βγήκαν πάρα πολύ τουλάχιστον. Ανεβήκαμε στο πάνω κατάστρωμα με τον πατέρα μου εγώ και αρκετοί άντρες, γιατί είχαν πέσει ήδη κάτι βάρκες και βλέπαμε και κάποια μπαλονάκια γύρω, μπαλονάκια λέγονται; Τα φουσκωτά, αυτά που τα πετάς στη θάλασσα, ανοίγουνε και σκάνε και μπαίνεις μέσα, σαν σχεδίες, σαν αυτοσχέδια σωσίβια, αλλά μεγάλα, που παίρνουνε δέκα-δώδεκα άτομα, ξέρω ‘γω. Προσπαθήσαμε να ξεβιδώσουμε, δεν ξέραμε κιόλας, τι να ξεβιδώσουμε, μπας και ρίξουμε καμιά βάρκα ακόμα, αλλά από την μια πλευρά, γιατί απ’ την άλλη είχε μπατάρει το καράβι, οπότε οι βάρκες οι από εδώ πέφτανε μέσα, δεν μπορούσαν να πέσουν στη θάλασσα, δηλαδή είχε γύρει έτσι, οπότε αυτές πλέον πέφτανε, χτυπούσαν κατάστρωμα. Από την από εκεί πλευρά μπορούσε να πέσει κάτι, αλλά ήταν -από ό,τι είδαμε κιόλας- βαμμένες βίδα πάνω στη βίδα, βάψιμο πάνω στο βάψιμο, δεν ξεβιδώνανε και δεν είχαμε και εργαλεία να ξεβιδώσουμε εμείς και δεν ξέραμε, ειδικά εμείς από το βουνό τώρα χαμπάρι, πρώτη φορά, να πάω να ξεδώσω βάρκα, δεν ήξερα. Ήταν όμως καμιά τριανταριά-σαράντα άντρες προσπαθούσανε παντού να ξεβιδώσουνε, να κάνουν ό,τι μπορούν, να ρίξουν κανένα μπαλονάκι κάτω, δεν γινόταν κάτι. Ξαναγυρνάμε στο κάτω κατάστρωμα, που ήταν η μάνα μου, είχε αρχίσει η κλίση βέβαια, εντάξει, είχε αρχίσει να γίνεται από τους 5-10 πόντους στην αρχή, είχε φτάσει 30- 40, δηλαδή το καράβι σιγά-σιγά άρχισε να βουλιάζει. Εντάξει, το μόνο παρήγορο ήταν ότι έβλεπες και τα φώτα, δηλαδή έβλεπες ότι ήμασταν κάπου ανάμεσα σε νησιά, γιατί βλέπαμε, λογικά η Πάρος ήταν αυτή που βλέπαμε, τα φώτα σε κάποια, σε κάποιους λόφους, σε κάποιο βουνό της Πάρου, βλέπαμε φώτα και τα λοιπά και βλέπαμε και βάρκες, είχε και καΐκια γύρω-γύρω και πολύς κόσμος, δηλαδή ιδιώτες με δικές τους βάρκες ή ιστιοπλοϊκά ή δεν ξέρω ‘γω τι είχανε, βγήκαν οι άνθρωποι, γιατί δόθηκε σήμα και βγήκαν πολλοί έξω. Το παρήγορο ήταν αυτό, το κακό ήταν ότι είχε σηκώσει πολύ κύμα, δηλαδή εκείνη την ώρα πρέπει να είχε -από ό,τι λέγανε- κανα εξάρι-εφτάρι, που τώρα σε ανοιχτά… έχει κυματισμό, είναι λίγο αυτό και το σκοτάδι. Δηλαδή το σκοτάδι ότι δεν ξέρω που πέφτω, πέφτω μέσα σε ένα μαύρο, έχει άνθρωπο από κάτω; Εντάξει, θεωρητικά, εκείνη την ώρα βλέπαμε, είχε και φώτα από τα γύρω καΐκια και σχετικά βλέπαμε, τα φώτα απ’ το καράβι σβήσανε μετά από 10 λεπτά με ένα τέταρτο, μετά κόπηκαν εντελώς. Δεν θυμάμαι, μπορεί να έσβησαν, να ξανανάψανε λιγάκι, δεν το θυμάμαι αυτό, και μετά από ένα τέταρτο σβήσαν εντελώς και ήμασταν στα σκοτάδια, σχετικά σκοτάδια -ας πούμε- μόνο με τα φώτα γύρω-γύρω απ’ τα καράβια είχαμε και τα φώτα από το λαμπάκι του σωσίβιου, όσοι είχανε λαμπάκι στο σωσίβιο. Τι άλλο; Εντάξει, βασικά μου 'χει μείνει η εικόνα χαραγμένη, ότι ήταν μερικοί με παιδάκια, δηλαδή τώρα παιδάκια μιλάμε βρέφη 1-2-3 χρονών, από ό,τι είδα. Αυτό εμένα με φόβισε πολύ, από την άποψη πώς θα πέσει, τι θα κάνει, μέσα στη θάλασσα με το παιδί και από την άλλη, πώς θα ανταπεξέλθουν και οι γονείς μου. Γιατί ο πατέρας μου δεν είναι και δεινός κολυμβητής, όχι ότι εγώ είμαι, αλλά εντάξει, κολυμπάω καλύτερα από τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου γενικά δεν είναι, είναι άνθρωπος του βουνού, δεν του αρέσει η θάλασσα, δεν πολυπάει για μπάνιο. Δεν του αρέσει, δεν έχει κανα κόλλημα ιδιαίτερο. Φαντάσου ότι μπάνιο έμαθε -από ό,τι μας έχει πει- σαν καταδρομέας, που τους πετάξανε στη θάλασσα απλά για να μάθουν να κολυμπάνε. Δηλαδή, με το έτσι-θέλω, τους ρίξανε μέσα. Ναι με το νερό δεν τα πήγαινε καλά, τα πήγαινε καλά με το βουνό, φαντάσου έπεφτε με τα αλεξίπτωτα, δεν είχε θέμα, στο νερό μην τον βάλεις μόνο, δεν ήθελε θάλασσα και τι του 'τυχε; Τέλος πάντων, αυτό. Και από τη στιγμή που έχει πάρει κλίση το καράβι, μεγάλη, εντάξει, λέει ο πατέρας μου «Ας πηδήξουμε, αφού δεν υπάρχει άλλη σωτηρία». Βούλιαζε, δηλαδή έμπαινε μέσα, σιγά-σιγά έβλεπες ότι βυθιζότανε. Όχι γρήγορα, όχι ακαριαία, «μπαμ και κάτω» είχαμε το περιθώριο να σκεφτούμε και να συσκεφτούμε μεταξύ μας, αλλά ήτανε μονόδρομος το να πηδήξεις, δεν γινόταν κάτι άλλο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Γιατί και τα καράβια γύρω-γύρω ναι μεν τα έβλεπες και αισθανόσουν ασφάλεια, λες ότι θα με μαζέψουνε, αλλά μες στο νερό και έτσι όπως σε χτυπάει το κύμα ή θα σε μαζέψει ή θα σε πάρει από κάτω, γιατί υπήρχαν κι αυτά, γίνανε κι αυτά. Και λέει ο πατέρας μου «Πηδάω εγώ πρώτος, άμα είναι να χτυπήσω, ας χτυπήσω εγώ και ακολουθάτε». Πηδήξαμε από –ξέρω ‘γω;- από τα 3μέτρα, δεν μπορώ να υπολογίσω, ήταν βράδυ, ήταν σκοτάδι, φαντάζομαι ήταν 3-4 μέτρα, που πηδήξαμε από την πίσω πλευρά. Πηδάει ο πατέρας μου, μας φώναζε ότι είμαστε εντάξει. Η χαζομάρα μου που έκανα ήταν ότι δεν έριξα τη μάνα μου πρώτα, γιατί λέω θα πηδήξει η μάνα μου με το νερό, εντάξει, με το κολύμπι είναι πιο εξοικειωμένη. Και εγώ πάνω στον πανικό μου, πηδάω και εγώ και κοιτάω γύρω-γύρω -ας πούμε- και βλέπω τον πατέρα μου, βλέπω τη μάνα μου, βλέπω… δεν βλέπω τη μάνα μου, πήγα σε μια φάση… τώρα ασυναίσθητα, πας από κάπου να πιαστείς και είχε ένα βαρελάκι δίπλα και πάω να μπω μέσα, απλά επειδή δεν έβλεπα τον πατέρα μου ούτε τη μάνα μου δίπλα, το ξανάφησα και ξαναέπεσα στο νερό. Βρίσκω τον πατέρα μου, αλλά δεν βρίσκω τη μάνα μου εκείνη την ώρα, δηλαδή την χάσαμε και είχε σκοτάδι και δεν μπορούσα να καταλάβουμε ούτε που είναι ούτε να φωνάξουμε και να φωνάξουμε δεν ακουγόταν τίποτα, γιατί υπήρχε πανικός γύρω-γύρω από κόσμο. Εμείς απλά καθόμασταν, κολυμπούσαμε μέσα στον πανικό και σιγά-σιγά το ρεύμα-το ρεύμα ξέρω ‘γω- το κύμα μας έπαιρνε προς τα μέσα. Δηλαδή απομακρυνόμασταν και σιγά-σιγά από το καράβι, αλλά χωρίς να ξέρουμε πού η μάνα μου. Με τα λίγα με τα πολλά, απομακρυνθήκαμε καμιά 30- 40μέτρα από το καράβι, εκείνη την ώρα άρχισε να βουλιάζει, σχεδόν να βυθίζεται κι εμείς απλά τίποτα, κολυμπούσαμε, για να κρατηθούμε στην επιφάνεια. Πόσο κολυμπήσαμε; Πρέπει να κολυμπήσαμε κοντά στις δύο ώρες, αν υπολογίζω σωστά, με βάση με το πότε έγινε το ναυάγιο και πότε μας βγάλανε έξω στο Κέντρο Υγείας, στην Παροικιά. Από το εικοσάλεπτο-μισάωρο και μετά, μπορεί να σου λέω και πολύ, ήμασταν σχεδόν, κολυμπούσαμε σχεδόν μόνοι μας.

Δ.Ξ.:

Μόνοι σας, τι εννοείς;

Α.Γ.:

Εγώ με τον πατέρα μου, δεν βλέπαμε κανέναν άλλον γύρω-γύρω. Εκεί στα είκοσι λεπτά με μισή ώρα θυμάμαι, αυτό μου έχει μείνει χαραγμένο πραγματικά στο μυαλό, βλέπαμε επιπλέανε κάποια ξύλα, κάποια αντικείμενα, οτιδήποτε και τα λοιπά, σε κάποια φάση, βλέπω δύο ή τρία άτομα, μάλλον τρεις δεν θυμάμαι τώρα, δεν είμαι σίγουρος, είχαν πιαστεί από ένα-τώρα αυτό ήτανε σαν σανίδα, τώρα τι σανίδα, σπασμένη σανίδα, από βάρκα, κουπί, δεν ξέρω- κάτι ήτανε πάντως κάτι που επέπλεε και ήταν δυο-τρεις, που μπορούσες να ακουμπήσεις πάνω και με τα πόδια λίγο λίγο λίγο όσο μπορείς, μπας και βγεις προς τα έξω ή μπας και πας κάπου προς σε ένα καράβι, προς σε ένα φως και τα λοιπά. Και ήμασταν τώρα σε απόσταση 10-15 μέτρα, δεν ήμασταν μακριά δηλαδή, βλεπόμασταν και να τους φωνάζω «Παιδιά, ελάτε να μας βοηθήσετε, να πιαστούμε κι εμείς». Και σηκωθήκανε και φύγανε. Εντάξει, λέμε: «Τώρα μείναμε εδώ πέρα, ό,τι γίνει ας γίνει».

Δ.Ξ.:

[00:20:00]Ο σώζων εαυτόν σωθήτω, κάπως έτσι;

Α.Γ.:

Δεν είναι ακριβώς έτσι, η αλήθεια είναι, γιατί όταν μπορείς να βοηθήσεις κάποιον, τον βοηθάς, αλλά τι να πω τώρα, πάνω στον πανικό του ο καθένας, τι να τους πω, εντάξει, OK. Από εκεί και πέρα τίποτα, απλά επιπλέαμε τίποτα άλλο, γιατί και με το κύμα που είχε σηκωθεί, δεν μπορούσαμε ούτε να κολυμπήσουμε προς τα έξω, οι γονείς μου είχανε φάει και ο πατέρας μου είχε φάει και αρκετά κιόλας -

Δ.Ξ.:

Ο μπαμπάς σου, την μαμά σου δεν την έχεις βρει ακόμα.

Α.Γ.:

Τη μάνα μου, την βρήκαμε κατευθείαν νοσοκομείο, στο Κέντρο Υγείας, εκεί βρεθήκαμε, θα σου πω πώς φτάσαμε μέχρι εκεί. Εμείς το μόνο που κάναμε απλά επιπλέαμε, δηλαδή δυο-τρεις φορές μας πήρε το κύμα από κάτω, μας πήρε δηλαδή, μέχρι να βγούμε πάνω, είπα: «Παναγιά μου». Τώρα μπορεί να μας πήρε και 2μέτρα, αλλά μέχρι να βγεις μες στα σκοτάδια και να πάρεις ανάσα, όταν κολυμπάς και ήδη μια-δυο ώρες, θες να πάρεις και μια ανάσα, είσαι και στρεσαρισμένος, είναι πιο δύσκολο, σου φαίνεται μεγαλύτερος ο χρόνος μέχρι να βγεις πάνω. Και ο πατέρας μου είχε φάει κιόλας και φορούσαμε και τα ρούχα μας, αυτό είναι το κακό, γιατί δεν περιμέναμε ότι θα πηδήξουμε, λέμε: «Θα μπούμε σε καμιά βάρκα, σε κανα βαρελάκι, σε κανα καΐκι, μπορεί να πλεύριζε και να μπαίναμε μέσα» ξέρω ‘γω; Και φορούσαμε και τα ρούχα και ο πατέρας μου φορούσε και το μπουφάν, οπότε όλο αυτό τον τραβούσε προς τα κάτω. Οπότε έβαζε διπλάσια δύναμη, για να κρατηθεί. Εγώ σε μια φάση, άφησα και τα παπούτσια, έκανα λίγο έτσι και τα άφησα να φύγουνε, για να μπορώ να χτυπάω ποδιές πιο γρήγορα. Και θυμάμαι δυο-τρεις φορές που μας πήρε από κάτω και λέω: «Μάλλον είμαστε για…» Τουλάχιστον ο πατέρας μου, τον έβλεπα, δεν ήταν στα καλά του. Είχε φάει πάρα πολύ, σου λέει ότι «Άμα γίνει τίποτα, άσε με, φύγε και ό,τι γίνει». Εντάξει, δεν τον αφήνεις. Τέλος πάντων, και τι να σου πω; Τώρα μετά από σχεδόν, μπορεί να πέρασαν και δυο ώρες, βλέπαμε εντωμεταξύ και αεροπλάνα, βλέπαμε και ελικόπτερα που πετούσαν, αεροπλάνα δηλαδή, που πετούσαν και κάποιες φωτοβολίδες, αλλά προφανώς είχαν δώσει ή λάθος συντεταγμένες ή είχαμε φύγει τόσο μακριά εμείς, γιατί τις πετούσαν στον γάμο του Καραγκιόζη, κανονικά, δεν… καμία σχέση. Εκτός-τι να πω- αν τις πετούσανε στις συντεταγμένες στις Πόρτες, γιατί οι Πόρτες απ' τη στιγμή που χτυπήσαμε, το καράβι προχώρησε, μπορεί να προχώρησε και κανα 500- 800μέτρα, δηλαδή φύγαμε αρκετά από το σημείο. Επομένως μπορεί να δώσανε συντεταγμένες για τις Πόρτες και να ρίχνανε εκεί πέρα φωτοβολίδες, δεν ξέρω. Μετά από κάνα δίωρο, βλέπω σαν κάτι να πλησιάζει, βλέπω ένα ιστιοπλοϊκό να έρχεται και να περνάει καμιά τριανταριά-σαρανταριά μέτρα από εμάς. Ευτυχώς δεν πέρασε πάνω από εμάς, γιατί πέρασε σφαίρα με τον αέρα. Τους φωνάζω, σηκώνω το λαμπάκι, μας είδανε, γιατί ήτανε δυο- τρεις πάνω, κοιτούσανε προς την πλευρά μου, τους έβλεπα ότι κοιτούσανε, ήτανε ευδιάκριτο, έβλεπα φάτσα να κοιτάει προς εμάς και ήμασταν και μόνοι, δεν έβλεπα κάποιον άλλον γύρω-γύρω, λογικά εμάς είχαν δει. Και προφανώς, αυτός έδωσε σήμα σε κάποια βαρκούλα, σε ένα φουσκωτό που ήταν λίγο πιο χαμηλό και κυλούσε πιο απαλά στα κύματα, έρχεται μας παίρνει, δηλαδή μετά από 5-10 λεπτά ήρθε το φουσκωτό. Ξαφνικά, μέσα από ένα κύμα βλέπω ένα φουσκωτό να 'ρχεται, λέω: «Αυτό ήταν, σωθήκαμε». Μπαίνουμε μέσα, μετά από καμιά σαρανταριά-πενήντα μέτρα, κάπου εκεί κοντά, ήτανε ζευγάρι, που εγώ δεν τους έβλεπα καν ότι ήταν εκεί πέρα γύρω-γύρω, παίρνουμε και ένα ζευγάρι, θυμάμαι η κοπελίτσα, ήταν μία κοντούλα κοπελίτσα με ξανθό μαλλί κοντό, η οποία ήταν εντελώς αναίσθητη, γιατί όταν μπήκε μέσα και είδε ότι είναι εντάξει ή λιποθύμησε ή παρέδωσε πνεύμα. Δηλαδή ήταν κουρασμένη από το κολύμπι. Και το θυμάμαι αυτό- τώρα είναι τραγικό το γελάω έτσι χαριτολογώντας- γιατί σε μια φάση, έτσι όπως μας έπαιρνε, έβαλε την κοπέλα μέσα, χτυπούσε το κεφάλι της, άκουγα ένα «γκουπ» λέω: «Τι γίνεται; Κάτι βαράει». Χτυπούσε το κεφάλι της πάνω στο ξύλο, εκεί πέρα που κάθεσαι είχε ένα ξύλο κάπου εκεί πέρα και τα λοιπά και βαρούσε το κεφάλι της, ήτανε τόσο αναίσθητη, που δεν καταλάβαινε τίποτα. Και της είχα πιάσει το κεφάλι απλά να μην ανοίξει κιόλας. Μας προσεγγίζει το Λιμενικό, πάει να μας βάλει μέσα, απλά επειδή είχε πολύ κύμα και ήταν πολύ χαμηλή η βάρκα η δική μας και είχε πάρα πολύ κύμα, ξεκινήσαμε πάλι να μπάζουμε νερά, λέω: «Δεν ξανακολυμπάω –λέω- ή θα μας βγάλετε ή δεν ξέρω ‘γω, βρείτε έναν τρόπο». Και τελικά, μας έβγαλε το φουσκωτό αυτό έξω σχεδόν, πήρε κάνα τέταρτο να φτάσουμε στη στεριά, οπότε λογικά ήταν απόσταση, ήταν 1,5-2 μίλια, πρέπει να ήτανε. Μας έβγαλε στη στεριά και πήγαμε αμέσως στο Κέντρο Υγείας, στην Παροικιά. Κόσμος, πανικός, δηλαδή φωνές, κακό… Μπήκαμε μέσα και ψάχναμε να βρούμε τη μάνα μου. Μπαίνοντας μέσα, η μάνα μου μας είδε πρώτη, ήταν σε μια γωνία, με το που μας βλέπει-τώρα το λέω και γελάω, δεν είναι για γέλια βέβαια- σηκώνεται πάνω και άρχισε -κάτω ήτανε στρωματσάδα ο κόσμος, δηλαδή ξαπλωμένοι, άλλος κοιμότανε από την υπερπροσπάθεια, άλλος… μιλάμε καταβεβλημένοι από το κολύμπι και τα λοιπά, άλλος μπορεί να είχε λιποθυμήσει κιόλας, μπορεί να τα ‘χε δει όλα- και άρχισε να τρέχει και πατούσε πάνω σε-δεν ξέρω- πάνω σε ανθρώπους, σε πόδια, σε χέρια, όπου έβρισκε, για να έρθει να μας δει. Εντάξει, εκεί χαλαρώσαμε λιγάκι και μετά, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε το τι χάος είχε συμβεί, γιατί βλέπαμε τα φορεία να έρχονται, με τους νεκρούς… Και μετά μάθαμε ότι ο πρώτος νεκρός -τα μάθαμε όταν βγήκαμε έξω- ήταν ο υπολιμενάρχης της Πάρου, ο οποίος ήταν ο πρώτος που πέθανε από καρδιά… στη φάση του συντονισμού της όλης επιχείρησης, έμεινε από ανακοπή.

Δ.Ξ.:

Ήταν έξω και συντόνιζε το-

Α.Γ.:

 Συντόνιζε την όλη προσπάθεια. Δίνει, προφανώς, σε αυτές περιπτώσεις, αν θυμάμαι καλά, δίνει σήμα το καράβι, SOS το καράβι, πάει στο Λιμεναρχείο και το Λιμεναρχείο προφανώς, προσπαθεί να συντονίσει και με το Λιμενικό και με όλα τα σκάφη που είναι εκεί πέρα, γιατί έχει την δικαιοδοσία -απ' ό,τι κατάλαβα- να το κάνει, να επιτάξει σκάφη και να τους πει: «Πηγαίνετε για βοήθεια». Νομίζω ότι πάνω προσπάθεια έμεινε, έμεινε από ανακοπή δηλαδή, είναι στάνταρτ. Είναι το πρώτο θύμα του ναυαγίου αυτός, θεωρητικά.

Δ.Ξ.:

Δεν μπόρεσε να το αντέξει.

Α.Γ.:

Ναι, αυτά.

Δ.Ξ.:

Λοιπόν, θέλω να σε πάω λίγο πίσω. Όταν ξεκινάς και ακούς αυτόν τον ήχο, τον μεγάλο θόρυβο, ο κόσμος πώς είναι; Πώς αντιδράει; Μου είπες ότι δεν το πήραν και τόσο πολύ σοβαρά, αλλά ήταν 15-20 λεπτά, μου είπες, δεν ήτανε πολλή ώρα μέχρι να ξεκινήσει να γέρνει.

Α.Γ.:

Μέχρι να ξεκινήσει να γέρνει, σχεδόν αμέσως έγειρε, μέσα σε λεπτό άρχισε να φαίνεται ότι παίρνει κλίση, μπορεί να μην το κατάλαβε κάποιος την αρχή, αλλά μέσα σε 5 λεπτά, είχες καταλάβει ότι μπαίνει νερό. Δεν γίνεται να πάρει κλίση, μέχρι τώρα πήγαινε μια χαρά, να πω ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα στην πλοήγησή του και ήτανε γυρτό σε κάποια φάση, εντάξει. Λέγανε τώρα, δεν ξέρω, είχα δει και ένα ντοκιμαντέρ του National Geographic, που είχε βγάλει και αυτό ένα πόρισμα για το ναυάγιο, ότι συνήθως, σε αυτές τις περιπτώσεις, ανοίγουνε κάποια πτερύγια εντός του νερού, κάπως να ισοσταθμίζει, για να μην παλαντζάρει πάρα πολύ το καράβι, θεωρητικά… αλλά έβλεπες ότι το καράβι πήγαινε μια χαρά, δηλαδή από τη στιγμή που κάπου χτύπησες και άρχισε να γέρνει, έχει πάρει νερά, τι στο καλό; Τι άλλο να έχει συμβεί; Θυμάμαι το ‘χαν ρίξει στον χαβαλέ –ξέρω ‘γω- τότε ποιος ήταν υπουργός; Πρέπει να ήταν ο Λαλιώτης ΥΠΕΧΩΔΕ, θυμάμαι έναν που έλεγε για τον Λαλιώτη ότι «Δεν έστρωσε καλά τον δρόμο, όλο λακκούβες έχει». Λέω: «Καλά, εντάξει, έγινε». Το ρίξαν στον χαβαλέ, αλλά μετά προσγειωθήκαμε απότομα στην πραγματικότητα.

Δ.Ξ.:

Αυτό σε πόση ώρα ξεκίνησε δηλαδή, ξεκινάει ο κόσμος να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά.

Α.Γ.:

Κοίταξε, όσοι ήτανε κάτω-κάτω, απ’ την τρομάρα τους, κατευθείαν, αμέσως ανέβηκαν επάνω, για να δουν βασικά τι γίνεται. Όσοι ήταν επάνω, οι πιο πολλοί το ψυλλιάστηκαν αρχικά, κάποιοι ίσως ήταν λίγο πιο αφηρημένοι, ήταν λίγο στον κόσμο τους -δεν ξέρω- αλλά μέσα σε 2-3 λεπτά βλέποντας τον πανικό και βλέποντας γενικά και τα μέλη του πληρώματος λίγο ανήσυχα, κάποιους απ' αυτούς, άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι κάτι συμβαίνει. Μέσα σε 1-2 λεπτά, νομίζω ότι όλοι είχαν καταλάβει -3 λεπτά- ότι κάτι γίνεται, γιατί είναι μεν ακούς τον θόρυβο, ναι μεν βλέπεις τα βράχια, το περνάς στον χαβαλέ, αλλά μέσα σε 1 λεπτό έχεις ήδη γύρει, δηλαδή το καταλάβαινες ότι κάτι δεν πάει καλά. Βλέποντας και τον κόσμο να τρέχει, δεν χρειάζεται κάτι άλλο. Ο πανικός έρχεται από μόνος του, βλέποντας άλλοι να ανεβαίνουν, άλλοι να κατεβαίνουν, άλλοι να φωνάζουν, άλλοι να βγαίνουν έξω, εκεί νομίζω ότι όλοι καταλάβαμε τι γίνεται, μέσα σε 2-3 λεπτά όλοι είχαν καταλάβει τι συμβαίνει.

Δ.Ξ.:

Εσύ πώς αισθάνθηκες;

Α.Γ.:

Δεν είχα –ξέρεις- πολύ χρόνο να αισθανθώ κάτι, απλά έπρεπε να λειτουργήσουμε γρήγορα. Το βασικό είναι να πάμε να βρούμε τη μάνα μου, να την ανεβάσουμε πάνω και να βρούμε έναν τρόπο, να δούμε τι γίνεται και αν όντως δηλαδή συμβεί το χειρότερο σενάριο, να δούμε πώς θα διαφύγουμε. Κοίταξε αν ήμουν μόνος μου, έτσι όπως βλέπω τώρα την κατάσταση, δεν θα είχα άγχος, δεν θα είχα κάποιο θέμα. Μπορεί να λέω και μεγάλα λόγια, αλλά ένας δεκαοκτάχρονος είναι και λίγο επιπόλαιος στη σκέψη, αλλά είναι και λίγο… εντάξει, όσον αφορά τις σωματικές δυνάμεις, είχα εντάξει και δόξα τω Θεό και έχω ακόμα, δηλαδή δεν είχα πρόβλημα και να κολυμπήσω και πέντε ώρες και επτά. Θεωρητικά, το θέμα είναι να μην έχεις κάποιον άλλον, που τον προσέχεις και τον βοηθάς λιγάκι, υπάρχει μία υποβοήθηση στο κολύμπι έτσι ώστε να μην φύγει κατευθείαν μέσα, ειδικά όταν δεν ξέρει κιόλας, εκεί είναι το ζήτημα, ότι έχεις το άγχος του άλλου. Στην αρχή είχαμε το άγχος του τι θα κάνουμε, πού θα πηδήξουμε, πού θα μπούμε. Μετά, όταν ήμαστε με τον πατέρα μου μόνοι μας στη θάλασσα, είχαμε το άγχος πού είναι η μάνα μου. Είχα και το άγχος του πατέρα μου, η αλήθεια είναι, γιατί εντάξει, από ό,τι…. έκανε την επόμενη μέρα, γιατί κάνουν όλοι εξετάσεις, εγώ δεν έκανα εξετάσεις, ήμουνα μια χαρά θεωρητικά, απλά με ακροάστηκε ένας γιατρός και μια χαρά, έγινε. Ο πατέρας μου είχε δύσπνοια λίγο και έκανε ακτινογραφία την επόμενη μέρα και όντως, είχε πιει πολύ νερό. Δηλαδή, τα πνευμόνια του μέσα φαινόταν ότι -τώρα από ό,τι λέγανε οι γιατροί- είχανε πολλά λευκά στίγματα, προφανώς απ’ το νερό, από το αλάτι που είχε πιει και τα λοιπά. Δηλαδή, μπορεί σε κάποια φάση να έμενε και στον τόπο από το νερό, να μην μπορούσε να πάρει ανάσα, να έχει σκάσει, να έχει πάθει ανακοπή, [00:30:00]είχε φάει, είχε τώρα… φαγωμένος με ρούχα, να κολυμπάς και δυο ώρες, δεν είναι και τόσο εύκολο, εντάξει. Ήταν και πριν από 21 χρόνια, ο πατέρας μου είναι 64, ήταν 43 εντάξει, γερός βέβαια, αλλά με τα στοιχεία της φύσης είναι λίγο δύσκολο να τα βάλεις.

Δ.Ξ.:

Εκείνη την ώρα που ξεκίνησε να γέρνει το καράβι και κατάλαβες ότι κάτι δεν πάει καλά, τι σκεφτόσουνα; Ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη;

Α.Γ.:

Τώρα να σου πω την αλήθεια, είναι λίγο θολά μες στο μυαλό όλα αυτά, γιατί δεν θυμάμαι ακριβώς τι σκέψεις μπορεί να έκανα. Οι σκέψεις –ξέρεις- εναλλάσσονται. Η πρώτη σκέψη ήταν να είμαστε όλοι μαζί, για να δούμε πώς θα κινηθούμε, η δεύτερη σκέψη ήτανε στα αδέρφια, στα μικρά, στην οικογένεια και η τρίτη σκέψη ήτανε πώς θα καταφέρουμε ή να βρούμε έναν τρόπο να μπούμε σε μια βάρκα ή να ρίξουμε μια βάρκα μέσα και να σου να σώσουμε και αν μπορούμε και κανέναν άνθρωπο. Δηλαδή η επιβίωση ουσιαστικά είναι αυτό που σου βγαίνει εκείνη την ώρα, το ένστικτο της επιβίωσης. Τώρα τι να σου πω; Σκέψεις πολλές εκείνη την ώρα, εντάξει, άλλος μπορεί να κάνει, εγώ δεν θυμάμαι εκεί εκείνη την ώρα να κάνω σκέψεις εκείνη την ώρα, παρά μόνο να τρέχω, έτσι ώστε να βρω μια λύση, για να ξεφύγω από τον κίνδυνο τον επερχόμενο.

Δ.Ξ.:

Ήταν πιο πολύ ένστικτο.

Α.Γ.:

Ήταν ένστικτο, δεν ξέρω, εντάξει, δεν έχω ζήσει άλλη παρόμοια στιγμή, αλλά φαντάζομαι ότι πιο πολύ εκείνη την ώρα, ειδικά όταν κινδυνεύεις, πιο πολύ λειτουργεί το ένστικτό πάρα η σκέψη. Ναι, είχα χρόνο να σκεφτώ μέσα θάλασσα, όταν κολυμπούσα, που είχα φύγει από όλη την όλη κατάσταση, από το καράβι που βούλιαζε, που δεν ήξερα τι να κάνω, να πηδήξω; Γιατί ξέρεις, είσαι συνέχεια διχασμένος, είσαι συνέχεια σε σταυροδρόμι, να κατέβω κάτω, να ανέβω πάνω, να μπω στο βάρκες, να μείνω, εδώ να πηδήξω, να μπω στο μπαλονάκι, να κολυμπήσω, να βγω στη θάλασσα. Δηλαδή είσαι συνέχεια μέσα σε διλήμματα, οπότε πιστεύω ότι όσο περισσότερο σκέφτεσαι εκείνη την ώρα ίσως… μάλλον περισσότερο οργανισμός το αποβάλλει. Σταματάς να σκέφτεσαι και λειτουργείς με το ένστικτο. Όταν πλησιάζει η ώρα, μάλλον ίσως της σωτηρίας, τότε ναι, αρχίζει να λειτουργεί το μυαλό, για να σκεφτείς το πώς θα καταφέρω να αποφύγω κάτι ή να γλιτώσω από αυτό που είμαι μέσα, αλλά πιο πολύ το ένστικτο λειτουργούσε. Όταν ήμουνα μες στη θάλασσα, η σκέψη ήτανε πάντα πού είναι η μάνα μου, να μπορέσω να κρατήσω τον πατέρα μου λιγάκι, μην μείνει, μην μου μείνει και βασικά και με τα αδέρφια μου τι γίνεται πίσω. Η αδερφή μου ήτανε, εγώ 18, η αδερφή μου ήτανε-πόσο είναι η Μαρία; -πρέπει να ήταν 11 η αδερφή μου και αδερφός μου 6. Καλά, 6 χρονών δεν είχε καταλάβει τίποτα ότι γίνεται, ήταν εντάξει, ήταν με τη γιαγιά μου, τη συγχωρεμένη, ήτανε στο σπίτι πάνω. Στις ειδήσεις βέβαια, μετά από ό,τι έμαθα, δεν είπαν κατευθείαν για ναυάγιο. Άκουσα ότι είπαν για προσάραξη πλοίου, οπότε μέχρι να βγει το τι συμβαίνει, γιατί κάποιοι πήραν και τηλέφωνο από μέσα, επικοινώνησαν με το κινητό με κάποιον γνωστό και τα λοιπά, και ενημέρωσαν ότι όντως βουλιάζουμε και μέσα σε κανα μισάωρο, αρχίσανε να λένε τα κανάλια ότι όντως τελικά, δεν προσάραξε, έχει αρχίσει να βυθίζεται, κάτι τέτοιο, επομένως τότε άρχισαν να καταλαβαίνουν τι γίνεται. Η γιαγιά μου ήξερε και σε πιο καράβι ήμασταν, οπότε άρχισε να παίρνει τηλέφωνο. Εντάξει, τηλέφωνο, όπως καταλαβαίνετε, δεν είχαμε μαζί μας, είχανε φύγει όλα στον πάτο. Αλλά ξέρεις, όσο πιο μικρός είσαι, το μυαλό λειτουργεί διαφορετικά. Φαντάσου ότι εμείς είχαμε μια βαλίτσα μαζί μας όλο και όλα με ρούχα. Την είχαμε μαζί μας και την πήραμε μαζί μας και έξω, για να την ρίξουμε πάνω στη βάρκα που θα βγαίναμε. Σε μια φάση, έτσι όπως κρατιόμασταν από την πάνω πλευρά του καραβιού, της πρύμνης, γλιστράει η βαλίτσα και πέφτει κάτω και φεύγει απ’ την άλλη πλευρά στο νερό μέσα και λέω: «Φεύγω, πάω να πάρω τα πράγματα» και η μάνα μου να ουρλιάζει, να τραβάει τα μαλλιά της «Άσε τα πράγματα, έλα εδώ». Δηλαδή δεν έχεις τόσο πολύ ξεκάθαρη σκέψη, ειδικά όταν είσαι και μικρός, είσαι και λίγο επιπόλαιος στη σκέψη. Εγώ –λέω- εντάξει, πάω να πάρω τα πράγματα, έχουμε μέσα ταυτότητες, έχουμε διάφορα στο Πανεπιστήμιο τι θα πάρουμε, αυτά και λέει: «Άστα αυτά, παράτα τα και έλα εδώ να σωθούμε». Εντάξει, για αυτό σου λέω, το ένστικτό πιο πολύ λειτουργούσε πάρα η σκέψη, ήμασταν λίγο στα χαμένα…

Δ.Ξ.:

Ανέφερες πριν ότι σας καθοδηγούσανε και σας ηρεμούσανε λίγο, κάποιοι από το προσωπικό στο πλοίο, υπήρχαν οδηγίες;

Α.Γ.:

Όχι, οδηγίες ούτε καν. Επειδή από τότε που ξεκίνησα να κάνω τα ταξίδια στην Σάμο, κάθε φορά ταξίδευα και με πλοίο σχεδόν, μετά αρχίσανε όποτε μπαίναμε στο καράβι, να γίνεται μετά από ένα τέταρτο, 20 λεπτά, προβολή στις τηλεοράσεις και τα λοιπά, για τα σωστικά μέσα, για τον τρόπο διαφυγής… Δηλαδή μετά το κακό που έγινε, αρχίσαν να το βάζουν πιο επιτακτικά στο πρόγραμμα, ας το πούμε έτσι. Δηλαδή να το έχουνε πάντα σε κάθε δρομολόγιο του καραβιού, να το έχουν και αυτό μέσα στις πρώτες… τι πρέπει να κάνεις σε περίπτωση ναυαγίου, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης και τα λοιπά και τα λοιπά, πού είναι τα σωστικά μέσα, ποιοι είναι οι έξοδοι διαφυγής, πώς ρίχνουμε τις βάρκες κάτω, πώς πέφτουν τα μπαλονάκια και τα λοιπά και τα λοιπά. Δηλαδή μέχρι τότε, νομίζω ήταν λίγο τα πράγματα χύμα, εντελώς στο κύμα, όπως γίνεται στην Ελλάδα, όλα χύμα μέχρι να συμβεί κάτι. Εντάξει, άμα είναι παθαίνουν 81 άτομα, για να γινόμαστε πιο σοβαροί, εντάξει, συνήθως έτσι το πάμε. Από μέλη του πληρώματος πάντως, είδα, για να είμαι δίκαιος, δύο παιδιά νεαρής ηλικίας, προφανώς ήταν δόκιμοι, καμαρότοι, κάτι χαμηλόβαθμοι και τα λοιπά, οι οποίοι όντως προσπαθούσα να ηρεμήσουν και βοηθούσαν τον κόσμο. Αυτούς τους δυο είδα εγώ, κανέναν άλλον, εκεί που ήμουνα, που ήτανε το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου ήτανε εκεί πέρα, στο σαλόνι πάνω. Τώρα, αν βγήκαν οι υπόλοιποι έξω με βάρκα ή αν βγήκανε στεγνοί, ή αν δεν κάτι, δεν ξέρω, δεν μπορώ να ξέρω. Ξέρεις, αυτά είναι πράγματα, που αν τα δεις και τα αναπαράγεις, καταντάει να γίνεται κουτσομπολιό μετά, κακό κουτσομπολιό, πρωινάδικο, πάρα αντικειμενική ιστορία με βάση του τι έχεις δει. Εγώ αυτό που είδα είναι αυτό, δύο νεαρούς χαμηλόβαθμους λογικά, δεν μπορώ να ξέρω, μάλλον χαμηλόβαθμοι ήτανε, οι οποίοι όντως βοηθήσανε τον κόσμο σε κάποια πράγματα, με τα σωσίβια και τα λοιπά, μετά βγήκα έξω, δεν είδα κανέναν άλλον.

Δ.Ξ.:

Δίπλα σου όταν ήτανε να πηδήξεις από το καράβι το βράδυ, είδες, υπήρχε άλλος κόσμος δίπλα σου, πώς ήτανε;

Α.Γ.:

Από την πίσω πλευρά πάρα πολλοί και ανεβασμένοι από την  πλευρά που ήμασταν εμείς και στο πάνω κατάστρωμα βέβαια και εκεί που ήμασταν εμείς και πολλοί βέβαια είχαν πηδήξει μέσα στη θάλασσα ήδη. Άλλοι ήτανε μέσα μπαλονάκια, δύο βάρκες, εγώ από ό,τι είδα καλά, μέσα στη θάλασσα υπήρχανε, δεν ξέρω πόσο κόσμο είχαν μέσα και πολλοί κολυμπούσανε, γιατί έβλεπα κόσμο να κολυμπάει. Κάποιοι είχαν μπει ήδη μέσα στις βάρκες, κάποιοι είχαν μπει ήδη στα καΐκια, που είχαν έρθει γύρω-γύρω, αλλά από την πίσω πλευρά, ναι ήμασταν πολλά άτομα, ήτανε συνωστισμός μεγάλος. Kαι σου είπα, και πολλές οικογένειες, εγώ θυμάμαι να είναι δίπλα μου -ας πούμε- έναn πατέρα με ένα παιδάκι αγοράκι-κοριτσάκι δεν θυμάμαι ή 2 ή 3 χρονών, που δεν ήξερε πώς να ανοίξει το λαμπάκι και του το άναψα εγώ -ας πούμε- ήμασταν ακριβώς δίπλα. Αυτό το θυμάμαι. Είχε πολύ κόσμο εκεί πέρα γύρω-γύρω ναι, τώρα πόσοι ήταν και τα λοιπά… φαντάζομαι ότι ο κύριος όγκος του κόσμου ήταν στην πίσω πλευρά, από την έξω που ήμασταν εμείς και σιγά-σιγά έπεφτε. Προφανώς, εγκλωβίστηκαν και κάποιοι κάτω, αν κατάλαβα καλά, προφανώς κάποιοι ήταν και στο γκαράζ, έτσι έτοιμοι να βγούνε, να βάζανε μπρος το αμάξι, για να βγουν στην Πάρο.

Δ.Ξ.:

Αυτό μου το είπες και πριν, αυτό πώς κάποιος μπορεί να σκέφτηκε, να μπω μέσα στο αμάξι;

Α.Γ.:

Όταν πλησιάζεις, σε κάθε λιμάνι που πλησιάζαμε δίνεται σήμα ένα τέταρτο πριν, ότι προσεγγίζουμε το λιμάνι της τάδε, της Πάρου της Νάξου, οτιδήποτε, οι επιβάτες που είναι έτοιμοι να αποβιβαστούν να ετοιμαστούνε για να κατέβουν, όσοι είναι οδηγοί και όσοι είναι επαγγελματίες κιόλας, κατεβαίνουν νωρίτερα κάτω, γιατί μπορεί να έχουνε ξεφορτώσουν, μπορεί να έχουν δυο-τρία ρυμούλκα μέσα, να ξεφορτώσουν το πρώτο, να ξαναμπούν να ξεφορτώσουν το δεύτερο, ή να ξεφορτώσουν το ένα, να φορτώσουν ένα άλλο, τώρα παίζουν διάφορα τέτοια, οπότε αυτοί κατεβαίνουν σχετικά νωρίς, για να πάρουν θέση, προφανώς είναι μέρος της δουλειάς τους, είναι ένας τρόπος, έτσι λειτουργούσανε, πήγαινε λίγο νωρίτερα για να ναι έτοιμοι να κατέβουν, να αποβιβαστούν. Ήμασταν κοντά, δηλαδή πλησιάζαμε, στο ένα τέταρτο ήμασταν στην Πάρο, οπότε σιγά-σιγά ναι, όλοι ετοιμαζόντουσαν αυτοί που ήτανε για Πάρο, να κατεβούνε. Το μόνο θετικό που θυμάμαι όλα αυτά ήτανε ότι το νερό ήτανε σχετικά ζεστό, δεν είχε κρύο, ευτυχώς, γιατί ήταν ακόμα καλοκαίρι, ήταν Σεπτέμβριος, δεν είχε κρυώσει το νερό, δηλαδή εντάξει, την πρώτη κρυάδα την έπαιρνες όταν έπεφτες μες στο νερό, μέσα στο μαύρο, μετά συνήθιζες, το ξεχνούσες. Εγώ το ξέχασα κιόλας, δηλαδή στο δευτερόλεπτο, μες στον πανικό. Δηλαδή το τέταρτο αν ήταν κρύο ή ζεστό μπορεί να μην το κατάλαβα καθόλου, μόνο την επαφή με το νερό ένιωσα, μετά σκοτάδι, μετά τίποτα. Απλά είπαμε, είναι το ένστικτο της επιβίωσης.

Δ.Ξ.:

Όταν είσαι στο καράβι πάνω και θέλεις να πηδήξεις, κάτω είναι μαύρο, πηδάς στο νερό;

Α.Γ.:

Και ό,τι γίνει. Δεν μπορεί να κάνεις κάτι άλλο, ό,τι βγει. Γιατί λες, αν μείνω μέσα, δεν ξέρω τι βάθος έχει εδώ πέρα, αν κάνει καμιά δίνη, θα με πάρει κάτω και να μην με πάρει κάτω, μπορεί να με πάρει κάποια μέτρα κάτω, μέχρι να βγω, ξέρω ‘γω. Είχα θυμάμαι, συμφοιτητή, ο οποίος -δεν ξέρω πώς του ήρθε- έμεινε μέσα στο καράβι και τον έβγαλε προφανώς, το νερό με ώθηση έξω, είχανε σπάσει πόρτες, μπήκε το νερό μέσα, δεν ξέρω, σάστισε; Δεν μου το είπε ο ίδιος, μου το ‘παν φίλοι του που μιλούσαν και είχανε πει τις ιστορίες τους, ότι τον έβγαλε το νερό έξω και βγήκε και κολύμπησε. Και λέω: «Μάλλον είχε τυχερό αυτός». Γιατί το να μείνεις μέσα ήτανε αυτοκτονία, δεν καθόσουνα μέσα. Αφού βλέπεις ότι βουλιάζει, πρέπει να απομακρυνθώ, να φύγω. Καλύτερα να κολυμπήσω, καλύτερα ας μπω κάτω από το καΐκι, απ’ το να μπω κάτω από το καράβι… πιο ελαφρύ μου φαίνεται το [00:40:00]καΐκι, ό,τι και να ‘ναι, τέλος πάντων.

Δ.Ξ.:

Άρα λοιπόν είναι σκοτάδι, κολυμπάς, με το νερό αρχίζει να εξοικειώνεται το σώμα σου-

Α.Γ.:

Αμέσως-

Δ.Ξ.:

Βλέπεις τον μπαμπά σου δίπλα.

Α.Γ.:

Βασικά, πήγα να μπω σε ένα βαρελάκι, είδα κάτι αγνώστους μέσα, ξαναβγαίνω έξω, βλέπω τον πατέρα μου λίγο παραπέρα, πιανόμαστε για να είμαστε μαζί, να βλεπόμαστε και να είμαστε κοντά, γιατί είχε εκείνη την ώρα, πολύ κόσμο γύρω-γύρω, παλεύανε, κολυμπούσανε, μπορεί να χτυπούσε και ένας τον άλλον, ξέρω ‘γω; Και η μάνα μου, ψάχναμε να την βρούμε, αλλά με τόσο κόσμο που είχε γενικά πάνω και τα σκοτάδια που είχε, δεν βλέπαμε κάτι. Τώρα, η πρώτη κίνηση που κάνεις δεν είναι να μείνεις από κάτω να περιμένεις, πρέπει να φύγεις το καράβι. Γιατί λες: «Μπορεί να πήδηξε και να είναι κάπου γύρω-γύρω και να μην την βλέπω» γιατί και τον πατέρα μετά από λίγο τον είδα, με τις φωνές ακουστήκαμε. Με τη μάνα μου δεν μπορούσαμε ούτε να την ακούσουμε ούτε να την δούμε. Και μετά, σιγά-σιγά, έτσι όπως κολυμπούσαμε, για να είμαστε λίγο πιο απομακρυσμένοι, μετά από κανα μισάωρο μας πήρε το κύμα, μόνους μας μέσα, δεν βλέπαμε κάτι άλλο, εκεί μείναμε μόνοι και έρημοι και ό,τι γινότανε… ευτυχώς έγινε, πάλι καλά!

Δ.Ξ.:

 Η μαμά σου τελικά τι έγινε;

Α.Γ.:

Η μάνα μου ήτανε μέσα στον πολύ κόσμο, στην πολυκοσμία, εκεί πέρα στον πανικό τον μεγάλο. Δεν έπεσε από ψηλά, γιατί φοβήθηκε μην χτυπήσει, φοβόταν γιατί ήταν και σκοτάδια κάτω, δεν ήθελε και σχεδόν γλίστρησε στο νερό. Δηλαδή έπεσε ο πολύ χαμηλό ύψος, γλίστρησε και κολύμπησε να φύγει μακριά. Και μετά από κάμποση ώρα, μπορεί και καμιά ωρίτσα, δεν ξέρω, μπορεί και μισή μπορεί και μια ώρα, την μάζεψε ένα καΐκι. Δηλαδή την τραβήξανε με σκοινί και την ανεβάσανε πάνω, κάτι τέτοιο, αν θυμάμαι καλά, μου είχε πει. Δεν είμαι βέβαια σίγουρος, αλλά σε καΐκι την βάλανε. Η μάνα μου βέβαια, μες στον κόσμο εκεί, είδε και πολλούς νεκρούς, είδε άτομα να τα παίρνει από κάτω το καΐκι -ας πούμε- με το κύμα να μπαίνουν από κάτω, τώρα ήταν νεκροί, αν είχαν χάσει τις αισθήσεις τους, αν ήτανε ζωντανοί, δεν το ξέρει, αλλά πολύς κόσμος, εντάξει, μπορεί να χτύπησε και από τα καΐκια. Οι άνθρωποι δεν μπορούσα να ελέγξουν ένα τεράστιο πράγμα μέσα σε εφτά μποφόρ, ήρθαν να βοηθήσουν, να κάνουν ό,τι μπορούν. Προφανώς κάποιοι μπήκανε και από κάτω. Αλλά αν δεν υπήρχανε οι Παριανοί και οι τουρίστες, δηλαδή οι άνθρωποι που ήταν και επισκέπτες με ιστιοφόρα και τα λοιπά και οι ντόπιοι με τα καΐκια και τα σκάφη και τα λοιπά, θα είχαμε τουλάχιστον διπλάσιους, τριπλάσιους νεκρούς. Δηλαδή κινητοποιήθηκαν άμεσα. Και όχι μόνο αυτοί. Και με τα σπίτια και με τα ξενοδοχεία να μας φιλοξενήσουν, να μας ταΐσουν, να μας δώσουν ρούχα, δηλαδή ήτανε φοβερά φιλόξενοι, μας βοηθήσανε σε όλα. Η μάνα μου έχει κρατήσει επαφές με την κυρία που είχαμε… σε ένα ξενοδοχείο μέναμε εμείς, με την κυρία αυτή και μιλάνε και για Χριστούγεννα, Πάσχα, στέλνουν ευχές και τα λοιπά. Ήθελε να την καλέσει κιόλας, σε κάποια φάση, να έρθει να τους δούμε, πιθανόν κάποια στιγμή, να έρθει, να γίνει. Θυμάμαι ότι μου είχε δώσει, εγώ είχα χάσει τα παπούτσια και μου είχε δώσει κάτι παπούτσια του γιου της και φόραγα και τα πήρα μαζί. Και τους παίρνω τηλέφωνο και τους λέω: «Ξέχασα, πήρα τα παπούτσια». Λέει: «Πάρ’ τα δεν πειράζει, μην αγχώνεσαι». Αλλά ήτανε πολύ φιλόξενοι, οι άνθρωποι πραγματικά ήταν φοβεροί, βοηθήσανε πολύ κόσμο.

Δ.Ξ.:

Ο μπαμπάς σου τον έβλεπες ότι ήταν σε καλή κατάσταση; Δεν είχες το άγχος να μην –

Α.Γ.:

Σε καλή κατάσταση ήταν στην αρχή, μετά από αρκετή ώρα και παίρνοντάς μας μια, δυο, τρεις φορές το κύμα από κάτω και φαγωμένος και με νερό που είχε πιει και με τα ρούχα που φορούσε, που ούτως ή άλλως τον τραβούσαν και δεν τον βόλευαν, τον δυσκόλευαν στην κολύμβηση, όχι στην κολύμβηση, στο να επιπλέει βασικά, γιατί ναι μεν το σωσίβιο βοηθάει, αλλά εντάξει, όπως και να το κάνεις, μέσα σε τέτοια τρικυμία με εφτά μποφόρ και με τα ρούχα μαζί, που το μπουφάν μόνο που φορούσε, που πήγαμε την άλλη μέρα να το ξεπλύνουμε και ζύγιζε καμιά εικοσαριά κιλά, μόνο αυτό, από το νερό που είχε πάρει, καταλαβαίνεις ότι είναι σαν να κουβαλούσε κι έναν άνθρωπο ακόμα μαζί του. Μετά από μία ώρα δεν ήταν και τόσο στα καλά του. Όχι εννοώ δεν είχε τις αισθήσεις του, τις είχε, αλλά είχε αρχίσει να κουράζεται, να ταλαιπωρείται αρκετά και δεν ήμασταν σε φάση… γιατί το σωσίβιο το είχαμε βάλει μόνοι μας και το είχαμε δέσει… Δηλαδή το κόψαμε με μαχαίρι, αν θυμάμαι καλά, με ψαλίδι μετά, γιατί έκανε κόμπο ο πατέρας μου, δεν λυνότανε, δεν ήμασταν σε φάση να βγάλω το σωσίβιο, να βγάλω τα ρούχα και να το ξαναβάλω. Εκεί τίποτα, άμα σταματούσες να κολυμπάς για λίγο, σε είχε πάρει από κάτω. Έπρεπε να κολυμπάς, δηλαδή δύο ώρες, όση ώρα ήμασταν μέσα, όλη την ώρα κολυμπούσαμε, για να επιπλέουμε απλά.

Δ.Ξ.:

Δύο ώρες είναι πάρα πολλή ώρα, δεν είναι λίγο.

Α.Γ.:

Είναι, αλλά ξέρεις τι; Και εγώ τώρα το βλέπω ότι είναι πολύ, αλλά όποιος και να ήταν στη θέση αυτή, δηλαδή σου βγαίνουν τέτοιες δυνάμεις από μέσα, που ούτε καν… πιθανόν να βγεις και να μην νιώθεις κουρασμένος. Μπορεί μετά να εξαντληθείς, να πέσεις για ύπνο και να ξυπνήσεις μετά από δέκα ώρες, αλλά εκείνη την ώρα με τέτοια αδρεναλίνη που χτυπάει το σώμα, δεν το καταλαβαίνεις και τόσο. Δηλαδή εκείνη την ώρα, για να πνιγώ, έπρεπε κάπου να χτυπήσω, θεωρητικά, έτσι όπως νιώθω τον εαυτό μου, δεν ένιωθα ότι είχα κουραστεί, δεν ένιωθα ότι θα με πάρει το κύμα από κάτω. Αλλά σου λέω, αυτό μπορεί να ήταν στο μυαλό μου μέσα, μπορεί να ήταν η αδρεναλίνη, μπορεί να ήταν χίλια δυο. Είναι το ένστικτο της επιβίωσης, είναι σημαντικό.

Δ.Ξ.:

Άρα λοιπόν, εσείς ουσιαστικά, έχετε πάει μακριά απ' το καράβι προς τα μέσα.

Α.Γ.:

Θεωρητικά, εμάς μας είχε πάρει το κύμα προς τα μέσα, φεύγουμε λογικά από την Πάρο, πηγαίναμε ανοιχτά, ή ήμασταν, μπορεί να ήμασταν και στο ίδιο περίπου σημείο, λίγο προς τα εκεί, δεν μπορούσα –ξέρεις- να καταλάβω ακριβώς πού είμαστε. Πάντως ήμασταν μακριά από τον κόσμο, δηλαδή σε μια φάση για μία ώρα κολυμπούσαμε και δεν βλέπουμε κανέναν.

Δ.Ξ.:

Εκείνη την ώρα τι σκεφτόσουν; Σκεφτόσουν κάτι;

Α.Γ.:

Βασικά, εκείνη την ώρα σκεφτόμουνα μπας και δω κανέναν, να έρθει να μας βοηθήσει, να μας πάρει, γιατί κολυμπούσα με το ένα, γιατί βοηθούσα και τον πατέρα μου που κρατιόμασταν ο ένας με τον άλλον ή σήκωνα τον φακό και τα λοιπά. Σκέψου ότι από την πολλή την ανάσα που παίρναμε, δεν είχα και τόσο πολλή ανάσα, για να σφυρίξω. Σφυρούσα μερικές φορές, αλλά δεν έχεις και τόσο πολλή ανάσα όλη την ώρα αυτή. Μια φορά κιόλας, πήγα να το κάνω και πήρα και νερό μέσα, οπότε λέω: «Άστο, ας κρατάω μόνο το φωτάκι». Τίποτα, απλά παρακαλούσα, απλά να περάσει κάποιος από κοντά μας, να δώσει ένα σήμα να μας δει, να μας μαζέψουνε. Είχε αρχίσει μετά από δυο-τρεις ώρες το φως να εξασθενεί, θεωρητικά, τουλάχιστον το δικό μου από ό,τι είδα, είχε αρχίσει να χάνει την φωτεινότητα και του πατέρα μου. Λέω: «Εντάξει, άμα σβήσει και το φως, ζήτω που καήκαμε, μάλλον το επόμενο πρωί θα μας βρούνε». Ήμασταν τυχεροί όμως, εντάξει, εκείνη την ώρα, σου λέω, πέρασε, μετά από… δηλαδή αυτές τις σκέψεις τις έκανα και μετά από κανα τέταρτο-εικοσάλεπτο πέρασε αυτό το ιστιοφόρο που μας είδε και έδωσε σήμα μετά σε μια βάρκα και ήρθε μετά από λίγο και μας πήρε το βαρκάκι αυτό. Τι να σου πω; Εντάξει, εκείνη την ώρα, αυτό που σκεφτόσουνα ήτανε βασικά να είναι καλά οι δικοί σου και να μπορέσεις να βγεις ζωντανός από αυτό.

Δ.Ξ.:

Άρα λοιπόν βλέπεις τη βάρκα και λες-

Α.Γ.:

Σωθήκαμε, δόξα τω Θεώ! Ναι, εντάξει, εκεί πέρα τουλάχιστον, βλέπεις τη βάρκα να έρχεται, με το που μπήκαμε μέσα και πατήσαμε σε κάτι στέρεο, εκεί εντάξει, τότε αγκαλιαστήκαμε με τον πατέρα μου και λέμε: «Εντάξει, ευτυχώς, να δούμε τώρα που η μάνα μου» του λέω. «Να δούμε τι γίνεται, να δούμε πού είναι η μάνα σου». Δεν γινόταν να κάνουμε κάτι, να ξαναπέσουμε πάλι μέσα ούτε να γυρίσουμε, μας πήγαιναν στο Κέντρο Υγείας. «Μακάρι-λέει- να είναι εκεί πέρα, να την έχουν βρει» εντάξει τώρα, τι να σου πω; Καλά, ο πατέρας μου το είχε πάρει μάλλον, την είχε ψυλλιαστεί τη δουλειά, ότι δεν θα τη βγάλει άλλο, άμα συνεχίζαμε καμιά δυο ώρες ακόμα, μάλλον θα κατέρρεε από το νερό που είχε πιει, οπότε άρχισε να μου λέει: «Εντάξει, άμα γίνει κάτι, άσε με, απλά πρόσεχε τα αδέρφια σου».

Δ.Ξ.:

Δύσκολο πάντως και για εκείνον…

Α.Γ.:

 Ναι, τι να πεις;

Δ.Ξ.:

Μετά όμως βλέπεις τη μαμά-

Α.Γ.:

 Μετά βλέπεις τη μαμά και ηρεμείς μια και καλή.

Δ.Ξ.:

Φαντάζομαι είναι δύσκολο και αυτό, να έχεις την έννοια, τι μπορεί να έχει συμβεί δίπλα, γιατί οι συνθήκες ήταν δύσκολες, βλέπεις ανθρώπους που δεν-

Α.Γ.:

Κοίταξε, μέσα στο νοσοκομείο εκείνη την ώρα θεωρητικά, ήταν όλοι ζωντανοί, απλά έβλεπες σιγά-σιγά να έρχονται και πτώματα, που βγάζανε έξω, οπότε λες… αν δεν την βλέπαμε εκείνη την ώρα, πάει το μυαλό σου συνήθως στο κακό σε τέτοιες περιπτώσεις. Οπότε ευτυχώς, με το που μπήκαμε μέσα, την βρήκαμε, ήταν ήδη εκεί πέρα και εντάξει, τουλάχιστον απ’ την πλευρά μας, εμείς ηρεμήσαμε, αλλά τώρα πόσες οικογένειες χάσανε γνωστούς. Και η Σάμος δηλαδή… που στην Σάμο εντάξει, μετά από έξι-εφτά χρόνια που ήμουν εκεί πέρα, συνολικά, είχα αποκτήσει επαφές με τον ντόπιο πληθυσμό και τα λοιπά, πολλά άτομα γνώρισα, που χάσανε δικούς τους. Δυο παιδιά -ας πούμε- που παίζαμε μαζί μπάλα, το έμαθα μετά ότι χάσανε τη μάνα τους μέσα στο ναυάγιο, δύο δίδυμα, Σαμιωτάκια από εκεί πέρα, από το Καρλόβασι. Ένας φίλος μου, φίλος, γνωστός, που παίζαμε και με αυτόν μπάλα, απ' τη Λαμία το παιδί, έμαθα ότι μετά από ενάμιση χρόνο, ενώ μιλούσαμε, πίναμε κανα καφέ μαζί και τα λοιπά, δεν κάναμε παρέα, αλλά βρισκόμασταν μια στο τόσο -ας πούμε-λέγαμε ένα «γεια» παίζαμε και μπάλα μαζί, έμαθα μετά από ενάμιση χρόνο ότι η αδερφή του είχε πνιγεί μέσα στο ναυάγιο. Έτσι μου είπανε, εντάξει, δεν του έκανα ποτέ κουβέντα γι' αυτό, αλλά ναι, πολύς κόσμος. Και πολλοί γνωστοί μου που επιβιώσανε και ήμασταν συμφοιτητές μετά, από το ναυάγιο που ήμασταν μετά συμφοιτητές στην Σάμο, δηλαδή, γνωριστήκαμε. Η κοπέλα που παίζαμε ακορντεόν μαζί, ήτανε μέσα στο ναυάγιο με το αγόρι της, η Νατάσα μαζί με τον Αλέξη, η οποία κιόλας, χτύπησε, γιατί γλίστρησε, χτύπησε, όταν είχε γύρει το πλοίο, έπεσε πάνω σε μια κολόνα, γιατί κάπου παραπάτησε και έσπασε και τα τρία δόντια εδώ πέρα μπροστά, οπότε μέσα σ' όλα τα άλλα είχε και τον πόνο αυτό, ακόμα πιο τραγικά τα πράγματα.

Δ.Ξ.:

Μετά, στο νοσοκομείο εκεί πέρα, πώς σας περιθάλψανε, τι [00:50:00]συνέβη; Οι πρώτες βοήθειες;

Α.Γ.:

Κοίτα, οι πρώτες βοήθειες, βασικά όσοι βλέπανε ότι ήταν οk, απλά περνούσαν μέσα, τους κάνανε ίσως έναν έλεγχο. Κοίτα, δεν είχανε και πολύ χρόνο για να εξετάσεις κάποιον ο οποίος φαινόταν ότι ήταν καλά ή κάποιος, που απλά είχε λιποθυμήσει ή ήταν λίγο ζαλισμένος, λίγο κουρασμένος. Εκεί έπρεπε να βοηθήσεις άλλους που ήτανε πνιγμένοι ή να τους επαναφέρεις, ή άλλους που είχαν χτυπήσει, άλλους που είχανε σπάσει χέρι, πόδι, οτιδήποτε, άλλους που θέλανε ράμματα, γιατί μπορεί να είχε ανοίξει το κεφάλι τους. Δηλαδή επικρατούσε ένας πανικός. Τώρα μέσα εκεί, πόσα άτομα να έχει το Κέντρο Υγείας; Κέντρο Υγείας, δεν ήταν νοσοκομείο, της Παροικιάς, να έχει και δέκα, να έχει είκοσι, πόσους να έχει; Γιατρούς και νοσηλευτές –ξέρω ‘γω- και τα λοιπά. Μέσα στα 450 άτομα, που ήμασταν μες στο καράβι, από τους οποίους οι 81-82 ήταν νεκροί,  πες, από τους τριακόσιους τόσους τι να πρωτοκοιτάξεις; Δηλαδή εμένα, την πρώτη μέρα ούτε καν… δεν χρειαζόταν να μου δώσουν βοήθεια, ήμουν μια χαρά. Τον πατέρα μου -ας πούμε- που είχε πιει νερό και ήταν λίγο πριν τον πνιγμό, την επόμενη μέρα τον βάλαν μέσα, για να του κάνουν εξετάσεις, γιατί όσο μας βλέπαν ότι ήμασταν οk, σου λέει: «Σειρά προτεραιότητας» κατάσταση πανικού.

Δ.Ξ.:

Έγινε μια διαλογή, ας πούμε.

Α.Γ.:

Ναι, όπως γίνεται σε έναν πόλεμο, όταν ο ένας είναι χτυπημένος στο πόδι και ο άλλος στην κοιλιά, στην κοιλιά θα πας να κοιτάξεις, να βοηθήσεις πρώτα και μετά στο πόδι τον άλλον. Πάει με σειρά προτεραιότητας, εμείς ήμασταν με τους δεύτερους, τρίτους και λογικό, εντάξει οι άνθρωποι είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Την επόμενη πήγαμε κάναμε τις εξετάσεις μας, δώσαμε κατάθεση και στο Αστυνομικό Τμήμα εκεί πέρα. Καλά, είχαν μαζευτεί όλα τα ελληνικά κανάλια CNN BBC, Deutcshe Welle, [Δ.Α.] όλοι, παγκόσμιος τύπος εκεί πέρα. Είχε πολλούς τουρίστες μέσα, πολλούς ξένους και από τους ξένους, κάποιοι πέθανε κιόλας, δηλαδή  θυμάμαι στα ονόματα των νεκρών, έβλεπα και ξένα ονόματα. Και απ' ό,τι έμαθα, μάλλον, από ό,τι μου είπανε μετά από μερικές μέρες πνιγήκανε και δύο ή τρία βρέφη πνίγηκαν ναι με το ναυάγιο τα παιδιά. Εντάξει, σίγουρα ηλικιωμένοι που δεν μπορέσανε, δεν ξέραν μπάνιο και πνιγήκανε σχετικά γρήγορα, άλλος που μπορεί να χτύπησε, να έσπασε κάτι. Ένας, μου είπαν μια ιστορία από κάποιον που είχε σπάσει,  μπορεί να ήταν και Άγγλος αυτός, είχε σπάσει χέρι, είχε κάταγμα στη σπονδυλική στήλη, και όμως την γλίτωσε, δηλαδή τα κατάφερε και βγήκε αλώβητος, αλώβητος… εντάξει, ζωντανός. Φαντάσου ότι εμείς ήμασταν μια χαρά και κολυμπούσαμε, δεν είχαμε σπάσει τίποτα, φαντάσου άλλοι ήταν σε χειρότερη κατάσταση από εμάς και κατάφεραν και σωθήκανε. Γι' αυτό σου λέω, το ένστικτο υπάρχει, της επιβίωσης.

Δ.Ξ.:

Η μαμά σου κολύμπησε για να πάει στο καράβι, στο βαρκάκι αυτό που την πήρε τελικά;

Α.Γ.:

Τα βαρκάκια ήταν γύρω-γύρω, η μάνα μου απλά επέπλεε για κάμποση ώρα, απλά μέχρι να βρεθεί κάποιο καράβι εκείνη την ώρα κοντά, για να την πάρει, πρέπει να κολυμπούσε γύρω στη μία ώρα. Δηλαδή επέπλεε και απλά τους μαζεύανε έναν-έναν και με προσοχή, για να μην τους χτυπήσουν κιόλας και μετά από μία ώρα την βάλαν εκεί πέρα και την βγάλανε έξω, από ό,τι θυμάμαι, από ό,τι μας είπε. Κολύμπησε κάμποση ώρα, όχι όσο εμείς, γιατί βγήκε νωρίτερα από ό,τι είχαμε βγει εμείς έξω, πρέπει να κολύμπησε μία ώρα λιγότερη, θεωρητικά, να βγήκε κατά τις 11.00 και, εκεί, κι εμείς βγήκαμε κατά τις 12.00 και φαντάζομαι κάτι τέτοιο ήτανε.

Δ.Ξ.:

Φαντάζομαι την αγωνία της…

Α.Γ.:

Τη φαντάζομαι, δεν μπορώ να τη νιώσω, μόνο να την φανταστώ. Εντάξει, φαινόταν ότι δεν ήτανε… Αφού και το πρώτο βράδυ δεν πρέπει να κοιμήθηκε, κοιμόταν -ας πούμε- ενδιάμεσα από εμάς, μας είχε πιάσει και τα χέρια και το πρωί που σηκωθήκαμε, μας είχε γραπωμένους, λες και… εντάξει, είχε φάει σοκ, είχε φάει φρίκη τρελή. Λογικό είναι κι εμείς φάγαμε, απλά για μια γυναίκα είναι πιο δύσκολο, γιατί αυτή δεν είχε και κανέναν, εμείς ήμασταν μαζί, παρηγορεί ο ένας τον άλλον. Τώρα όταν είσαι και μόνος σου και δεν ξέρεις τι έχει συμβεί στους άλλους δύο, συνήθως ο νους σου πάει πάντα στο κακό ή αν δεν πάει στο κακό, πάντα υπάρχει στο υποσυνείδητο, ότι μπορεί να έχει συμβεί το κακό και σιγά-σιγά προετοιμάζεσαι κιόλας. Γιατί αλλιώς να σου έρθει κατακέφαλα κι αλλιώς να το 'χω λίγο επεξεργαστεί και να πω ότι πιθανόν και να έχει γίνει, επεξεργαζόμασταν και το κακό, η αλήθεια είναι, στο κεφάλι μας. Όχι μόνο για τη μάνα μου, εγώ, η αλήθεια είναι, φοβόμουνα και τον πατέρα μου, γιατί εντάξει, το έβλεπα ότι δεν θα βγάζε άλλες δυο-τρεις ώρες κολύμπι, ήταν δύσκολα, ευτυχώς την γλιτώσαμε.

Δ.Ξ.:

Τα καταφέρατε.

Α.Γ.:

Πάλι καλά, δόξα τω Θεώ, δεν ξέρω, πρέπει, μπορεί να υπήρχαν κι άλλες οικογένειες, δεν ξέρω αν υπήρχαν τριμελείς οικογένειες, γιατί εμείς ήμασταν και μάνα και πατέρας και παιδί μέσα και θυμάμαι… γιατί δώσαμε δύο φορές κατάθεση και στον Άρειο Πάγο που πήγαμε, εδώ πέρα όταν ξαναγυρίσαμε, πήγαμε στα δικαστήρια, δώσαμε κατάθεση, δηλώσαμε για τα απολεσθέντα για αντικείμενα και τα λοιπά, αλλά μας πήραν τηλέφωνο και από διάφορες εκπομπές. Θυμάμαι -ας πούμε-δεν θυμάμαι, από μια εκπομπή, τέλος πάντων, μας παίρναν τηλέφωνο, για να πάμε να βγούμε στην εκπομπή, για να πούμε την ιστορία μας σαν οικογένεια για το ναυάγιο, αλλά δεν… επί πληρωμή, κανονικά, δηλαδή, βγες πες τον πόνο σου, για να κάνουμε τηλεθέαση, δεν ασχοληθήκαμε. Δεν είμαστε της τηλεόρασης. Δεν μας αρέσει.

Δ.Ξ.:

Άρα λοιπόν, όταν είσαι…  έχετε σωθεί, ήσαστε στην Παροικιά, έχετε πάρει τις πρώτες βοήθειες, μετά τι έγινε; Πού μείνατε;

Α.Γ.:

Μετά μείναμε τρεις μέρες -αν θυμάμαι καλά-πρέπει να μείναμε ένα τριήμερο στην Πάρο, στην Παροικιά εκεί πέρα, σε ένα ξενοδοχείο, ενοικιαζόμενα δωμάτια -ξενοδοχείο κάτι τέτοιο ήταν αυτό. Την πρώτη μέρα, την επόμενη που ξημερώσαμε πήγαμε στο νοσοκομείο, στο Κέντρο Υγείας για τις εξετάσεις μας, ή την ίδια μέρα ή την επόμενη μέρα πήγαμε να δώσουμε κατάθεση στο Τοπικό Αστυνομικό Τμήμα, γιατί δηλώναμε και απολεσθέντα, αντικείμενα που χάσαμε και οτιδήποτε άλλο, γενικά αυτοί παίρνανε μια πρώτη κατάθεση όσον αφορά το ποιοι ήμασταν μες στο καράβι, να υπογράψουμε, τι κουβαλούσαμε μαζί μας, τι έχει χαθεί, προφανώς ήταν μια πρώτη αναφορά, που έπρεπε να συνταχθεί, να δοθεί και στην εταιρεία και τα λοιπά και τα λοιπά. Τι άλλο κάναμε, δηλαδή οι επόμενες μέρες απ' τη στιγμή που τελείωσε… γιατί το ναυάγιο το θυμάμαι ακριβώς, δηλαδή λεπτό προς λεπτό, τα πάντα. Μετά, οι επόμενες μέρες ήταν τόσο flat, τόσο χαλαρές, που δεν τις πολυθυμάμαι. Πήγαμε στο νοσοκομείο, δώσαμε την κατάθεσή μας στην Αστυνομία, είχε πολύ κόσμο το νησί, είχε πολλά κανάλια το νησί, δηλαδή κάμερες και δημοσιογράφοι παντού. Μας περνάνε όλοι τηλέφωνο, για να δούνε αν είμαστε καλά, τουλάχιστον όσοι μας πήραν έδωσαν τα νέα, τα μαντάτα στο χωριό, ότι εντάξει, ευτυχώς είμαστε καλά, γιατί μαθεύτηκε το νέο, μέσα το βράδυ την επόμενη μέρα το πρωί είχε μαθευτεί. Και οι άλλες μέρες πέρασαν πολύ χαλαρά, πολύ ήρεμα για εμένα. Μην σου πω ότι τις έχω ξεγράψει και από το μυαλό μου, τόσο ανιαρές, τόσο ήρεμες και βαρετές σε σύγκριση με αυτό που ζήσαμε. Ναι, αυτό, το μόνο θέμα είναι ότι πήγαμε στο νοσοκομείο, να κάνουμε εξετάσεις, κατάθεση στην Αστυνομία, αυτά θυμάμαι. Και θυμάμαι ότι πήγαμε και στην εκκλησία -πώς την λένε την εκκλησία;- Παναγία Εκατονταπυλιανή, πήγαμε μια φορά, να ανάψουμε ένα κεράκι, την επόμενη μέρα, να κάνουμε τον σταυρό μας, για να… τουλάχιστον ότι τη γλιτώσαμε, ότι είμαστε εντάξει, αυτά… Αυτά θυμάμαι κατά κύριο λόγο και τους ανθρώπους που ήταν εκεί πέρα και μας φιλοξένησαν και με το παραπάνω οι άνθρωποι. Και στο σπίτι τους και να φάμε και να μας βοηθήσουν και χρήματα θέλαν να μας δώσουν, να αγοράσουμε κάτι, ό,τι θέλουμε και τα λοιπά. Δηλαδή πολύ έτσι φιλόξενοι άνθρωποι.

Δ.Ξ.:

Μας τιμά αυτό, έτσι;

Α.Γ.:

Μας τιμά, θέλω να πιστεύω ότι είμαστε και στα κακά και στα καλά έτσι, γιατί στα κακά ναι, όταν βλέπεις τον άλλο να υποφέρει, συνήθως είσαι, όταν βλέπεις τον άλλον να-πώς να το πούμε;- να προοδεύει και να προχωράει μπροστά στη ζωή του, είσαι το ίδιο χαρούμενος γι’ αυτόν; Δηλαδή είναι και αυτό ένα θέμα. Στα κακά ναι και εγώ σκέφτομαι ότι θα βοηθήσω τον άλλον, θα του δώσω κάτι να φάει, αλλά όταν το βλέπω τον άλλον να προοδεύει, είμαι το ίδιο χαρούμενος ή τον ζηλεύω και φθονώ -ας πούμε- την… όχι τα πλούτη απαραίτητα, αλλά τη δόξα και την αναγνωσιμότητά του και την επιτυχία του. Και εκεί φαίνεται, η αλήθεια είναι, το αν είσαι φιλότιμος και πώς σκέφτεσαι γενικά σαν λαός. Δεν ξέρω, στα κακά πάντως ναι, οι άνθρωποι ήτανε πραγματικά εξαιρετικοί, δηλαδή τους βγάζω το καπέλο. Αν δεν ήταν οι Παριανοί, θα είχανε πολλούς περισσότερους νεκρούς το ναυάγιο, ειλικρινά.

Δ.Ξ.:

Είπες ότι ήταν και τουρίστες που σας βοήθησαν με τα καΐκια, με τα σκάφη. Ήτανε πολύς κόσμος.

Α.Γ.:

Θεωρητικά, αν κατάλαβα καλά, το ιστιοφόρο που πέρασε και μας είδε και έδωσε σήμα, προφανώς ήταν τουρίστες. Τώρα δεν ξέρω αν ήταν ξένοι ή Έλληνες ή οτιδήποτε, οι οποίοι κάνανε τις διακοπές τους στην Πάρο προφανώς, οι άνθρωποι, και βγήκαν να βοηθήσουν και αυτοί. Δηλαδή τα καΐκια ναι, είχε και ντόπιο πληθυσμό, αλλά είχε και πολλούς με δικά τους σκάφη και μηχανοκίνητα προφανώς, ιστιοφόρα, που είδα εγώ δυο-τρία -ας πούμε- το ένα που πέρασε από μπροστά μας κιόλας, που βγήκαν όλοι, δηλαδή και Έλληνες και ξένοι, όλοι όσοι ήταν με καΐκι και μπορούσανε εκείνη την ώρα, βγήκαν όλοι να βοηθήσουν, ευτυχώς. Και αυτοί σώσανε και πολύ κόσμο,, η αλήθεια είναι, μαζί με το Λιμενικό δηλαδή, όλοι μαζί συντονίστηκαν, όσο συντονισμένος μπορεί να είσαι, γιατί δεν είναι διάσωση πέντε ατόμων, εδώ είναι διάσωση 450 ατόμων, είναι κατάσταση πολέμου, δεν είναι… δεν είναι κάτι που το ζω κάθε μέρα. Αν δεν κάνω λάθος, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο ναυάγιο στην Ελλάδα, μετά τη Φαλκονέρα, το ’68, πότε ήτανε; Αν θυμάμαι καλά, το δεύτερο μεγαλύτερο ήταν το Σάμινα, δηλαδή τα πιο γνωστά που γίνανε, Φαλκονέρα, Σάμινα, Δύστος, αυτά τα τρία ήταν τα πιο μεγάλα.

Δ.Ξ.:

Μου είπες ότι τα βεγγαλικά πήγανε σε άλλη κατεύθυνση, δεν ήταν εκεί που ήσασταν εσείς.

Α.Γ.:

Προφανώς λάθος συντεταγμένες. Για αρχή τουλάχιστον, είχαν δοθεί λάθος συντεταγμένες, πιθανόν μετά, όσο ήμουνα εγώ εκεί πέρα, δεν είδα κάτι. Πιθανόν μετά να συντονιστήκαν λίγο καλύτερα και να δώσαν πιο σωστά συντεταγμένες, έτσι ώστε τα βεγγαλικά να πέφτουν σε σωστό σημείο, αλλά η αλήθεια πάντως, [01:00:00]να μην λέμε ψέματα, η κινητοποίηση ήταν άμεση. Δηλαδή και το Λιμενικό –από ό,τι είδα-και οι ντόπιοι όλοι αμέσως βγήκαν βοηθήσανε. Ήταν μαζική, όχι… μαζική η κινητοποίηση, από όλους πραγματικά. Και ευτυχώς που ήταν και τουριστική περίοδος και είχε τόσο κόσμο το νησί. Τώρα θα μου πεις, μπορεί να μην είχε τόσο κόσμο το καράβι μέσα αν δεν ήτανε τουριστική περίοδος, θα πηγαίνανε λιγότεροι, αλλά όπως και να ‘ναι, όσο περισσότεροι ήταν εκεί πέρα, τόσοι περισσότεροι βγήκανε και βοηθήσανε.

Δ.Ξ.:

Ήθελα να σε ρωτήσω τώρα το εξής, τι σας είπανε μετά για τον λόγο; Ήταν απροσεξία –ξέρω ‘γω- του καπετάνιου;

Α.Γ.:

Κοίταξε, για το δικαστήριο μιλάμε τώρα, για τη φάση του δικαστηρίου ή γενικά;

Δ.Ξ.:

Γενικά. Τι επικρατούσε;

Α.Γ.:

Το τι επικρατούσε στο κουτσομπολιό της ημέρας, ας πούμε… Ο αστικός μύθος -ας πούμε- ήτανε ότι ο καπετάνιος έβλεπε τον Παναθηναϊκό και δεν ήταν κανένας πάνω στη γέφυρα. Τώρα αυτό, νομίζω ότι είναι τραβηγμένο, δεν γίνεται να πλησιάζεις σε λιμάνι και να μην είναι κάποιος πάνω στη γέφυρα. Εγώ ούτε κάποιον απ' αυτούς είδα να βλέπει τον αγώνα, ούτε προφανώς πιστεύω ότι δεν ήτανε κάποιος στη γέφυρα. Τώρα τι έγινε, δεν ξέρω. Άλλος-ας πούμε- παράδειγμα, αυτό που είχα δει το ντοκιμαντέρ, γιατί λέω: «Ας δούμε τι λέει και το National Geographic,  τι πόρισμα έβγαλε» λέει το πόρισμα που έβγαλε το National Geographic, είναι ότι σε περίπτωση θαλασσοταραχής, ανοίγουνε πτερύγια από κάτω, για να χαλαρώνει λίγο το παλαντζάρισμα του πλοίου και πιθανόν, λόγω παλαιότητας και πιθανόν το ένα από τα δύο να μην άνοιξε τόσο πολύ και να παρέκκλινε λίγο της πορείας του, αλλά δεν ξέρω, μου φαίνεται λίγο κουφό για το συγκεκριμένο, γιατί δεν πας στον αυτόματο, όταν πλησιάζεις σε λιμάνι. Δηλαδή είσαι στη γέφυρα πάνω, δεν βλέπεις ότι παρεκκλίνεις; Οι Πόρτες είναι χαρτογραφημένη βραχονησίδα χρόνια τώρα, δηλαδή έχει φάρο πάνω και εγώ που δεν ξέρω από βάρκα, άμα έβλεπα κάτι που έχει πάνω φάρο, καταλαβαίνω ότι έχει στεριά, θα φύγω. Δεν είμαι τόσο χαζός, δεν ξέρω, δεν μπορώ τώρα να πω πολλά, δεν θέλω να βγάλω πόρισμα. Εμείς κινηθήκαμε δικηγορικά με ένα γραφείο που αναλάμβανε τις υποθέσεις μαζικά, ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο των Αθηνών, απλά κινηθήκαμε έτσι, από ό,τι είδα στον Άρειο Πάγο που δώσαμε δυο φορές κατάθεση, απ’ τη μια πλευρά σαν κατηγορούμενοι ήταν τα μέλη του πλοίου, τα μέλη του πληρώματος, πλοίαρχος, υποπλοίαρχος, πρώτος μηχανικός, δεύτερος μηχανικός και τα λοιπά και τα λοιπά, δεν θυμάμαι. Και θυμάμαι ότι κάποια ναι, κάποια χρόνια φυλακής είχαν φάει. Ο πρώτος, ο δεύτερος πήγαιναν προφανώς ανά σειρά βαθμού, νομίζω ότι ο πρώτος είχε φάει 13, ο άλλος είχε φάει 11 και ούτω καθεξής και τα λοιπά και τα λοιπά. Θυμάμαι, αν κατάλαβα καλά από όλο το σκηνικό που το τι γινόταν εκεί πέρα, γιατί εμείς ήμασταν ούτως ή άλλως θύματα στην όλη υπόθεση, η εταιρεία πήγαινε τα ρίξει στον πλοίαρχο ή στο προσωπικό, τώρα δεν ξέρω αν ισχύει αυτό, το προσωπικό, από ό,τι είδα τουλάχιστον, δεν τους είδα να καταθέτουνε, δεν ξέρω τι καταθέσανε, όσο ήμουν εκεί πέρα… σιγή ιχθύος, δεν ξέρω τι καταθέσαν και τι είπανε, προφανώς, κάποια άλλη ιστορία θα είχαν να μας πουν αυτοί εκεί πέρα. Τώρα πιο είναι το πόρισμα; Κανένας δεν ξέρει. Η εταιρεία τα έριξε στο πλήρωμα.

Δ.Ξ.:

Υπήρχε αποζημίωση για αυτούς τους ανθρώπους;

Α.Γ.:

Υπήρξε, ναι. Εννοείται για τους πνιγμένους υπήρξε αποζημίωση, αλλά και για εμάς υπήρξε αποζημίωση, ψυχικής οδύνης νομίζω, ναι νομίζω είναι ψυχική οδύνη, γιατί δεν θυμάμαι αν είναι ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, πώς το ξεχωρίζουν νομικά.

Δ.Ξ.:

Δεν είμαι σίγουρη.

Α.Γ.:

Αν πεθάνει κάποιος είναι ψυχική οδύνη, δεν θυμάμαι, κάπως έτσι. Πήραμε μια κάποια αποζημίωση, όλοι μας. Ντάξει, αυτό είναι το λιγότερο, απ’ στιγμή που βγήκαμε ζωντανοί, αυτό είναι το λιγότερο που μπορούσαμε να πάρουμε, εντάξει, ok κανένα θέμα. Το θέμα είναι να μην ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, να μην ξαναγίνει κάτι τέτοιο, γιατί εντάξει είναι τραγικό το να πεθαίνουν 81 άτομα, τώρα δηλαδή από 450 οι 81 είναι σχεδόν ένας στους έξι. Δηλαδή, φαντάσου, έξι άτομα ο ένας να πνίγεται, είναι λίγο ρωσική ρουλέτα. Είναι πολλά τα άτομα, ναι, τι να πω δεν ξέρω.

Δ.Ξ.:

Πάντως εσύ δεν ξαναφοβήθηκες να μπεις σε καράβι;

Α.Γ.:

Σε καράβι, μετά από τρεις μέρες γυρίσαμε στον Πειραιά, να σε πληροφορήσω, η αλήθεια είναι. Γιατί υπήρχαν σκέψεις να γυρίσουμε με αεροπλάνο και τα λοιπά, μπήκαμε σε καράβι και γυρίσαμε στον Πειραιά. Μετά τα πρώτα ταξίδια που έκανα στην Σάμο, τα πρώτα δύο δηλαδή με το που ξαναπήγα στην Σάμο Σεπτέμβριο, γύρισα για γιορτές Χριστουγέννων, ξαναπήγα μετά τις γιορτές Σάμο, τα πρώτα τρία ταξίδια πηγαινέλα γίνανε με αεροπλάνο, στο τέταρτο ταξίδι γυρνώντας την πρώτη χρονιά για Πάσχα δηλαδή, είπα: «Θα μπω σε καράβι, δεν έγινε κάτι». Βέβαια δεν κοιμήθηκα, ήμουνα με το μάτι ανοιχτό, γιατί ήταν χειμώνας, είχε πάλι μία «άλφα» θαλασσοταραχή και εντάξει, ήμουνα λίγο, σε εγρήγορση, να το πούμε έτσι, να μην πούμε τίποτα άλλο, για να δω πού είναι τα σωσίβια, πού βρισκόμαστε. Εντωμεταξύ όλοι ήθελαν να ταξιδέψουν μαζί μου, γιατί και στατιστικά, σου λέει, ένα ναυάγιο το έζησες, στατιστικά πόσες πιθανότητες έχεις να ζήσεις και δεύτερο ναυάγιο; Οπότε όλη η παρέα θέλαν να έρθουν με μένα και δεύτερον σου λέει είσαι και έμπειρος, θα μας πεις και πώς να κινηθούμε, άρα δύο σε ένα, μαζί ταξιδεύαμε παρέα όλοι και ήμασταν όλοι μαζί παρεούλα γύρω-γύρω. Μετά ταξιδεύαμε όλοι μαζί παρεούλα, με  περιμένανε όλοι για το ταξίδι, ψάχνανε να βρούνε πότε είχα κλείσει εισιτήρια, να φύγουμε παρέα. Ναι, έτσι που λες, ναι, μετά από ένα σημείο και μετά, ταξίδεψα και εγώ με καράβι. Η μάνα μου, για να ‘ρθει Σάμο, που είναι των ταξιδιών δηλαδή, με 1000 η μάνα μου πάει ταξίδια, δεν… όποτε της πεις: «Πάμε ταξίδι» λέει: «Φύγαμε!» ήρθε, φαντάσου, που ήθελε να έρθει από το πρώτο έτος, ήρθε στο τέταρτο έτος στη Σάμο, ξαναμπήκε σε καράβι με φίλη της μαζί, γιατί μόνη της δεν έμπαινε, πέρασαν τέσσερα χρόνια, για να ξαναμπεί. Σου λέει: «Θα φύγει απ' τη Σάμο, δεν θα μπορέσω να δω και το νησί, κομμάτια να γίνει, θα μπω και ό,τι γίνει». Τα καταφέρετε, ήρθε τελικά, με το που πάτησε στεριά, την είδα ήταν λίγο εντάξει, ok. Τι να κάνεις; Δεν ξέρω. Η μάνα μου μπορεί να μην το έχει ξεπεράσει, ίσως ακόμα, να μην ξεπεράσει, μπορεί ακόμα να το σκέφτεται, να το βλέπει. Εγώ δεν το σκέφτομαι, η αλήθεια είναι. Είναι μια παλιά ανάμνηση, είναι μια παλιά ανάμνηση, επειδή βγήκαμε όλοι ζωντανοί. Αν χάναμε κάποιον, δεν θα ήταν μια παλιά ανάμνηση, θα ήταν «η» ανάμνηση, αλλά δεν ξέρω, εγώ απλά το θυμάμαι σαν ιστορία. Μπορεί να είναι άμυνα του οργανισμού, σου λέει, αυτά τα τραγικά γεγονότα θυμήσου τα έτσι. Τα βάζεις στο υποσυνείδητό σου, σκέψου τα σαν μια ιστορία που πέρασε και τελείωσε, αυτό.

Δ.Ξ.:

Τι σου έχει μείνει όμως; Σου έχει μείνει έτσι σαν γεύση-

Α.Γ.:

Σίγουρα, εντάξει, όπως και να έχει,  ήταν η πρώτη φορά που λες μάλλον πεθαίνω ή μάλλον πιθανό να πεθαίνω ή μάλλον πιθανό να δω κάποιον δικό μου να πεθαίνει μπροστά μου ή να τον δω νεκρό στο νοσοκομείο, αντιστοίχως αν ήταν χτύπα ξύλο, αν ήταν η μάνα μου -ξέρω ‘γω- είναι από τα πιο τραγικά γεγονότα, έρχεσαι αντιμέτωπος με τον θάνατο, όπως και να το κάνεις; Απλά αυτό είναι που σε κάνει να βρίσκεις και δυνάμεις μέσα σου, που δεν ξέρεις ότι υπάρχουν. Δηλαδή το ότι σου λέω εγώ τώρα, ότι κολύμπησα δύο ώρες, εσένα μπορεί να σου φαίνεται βουνό, εγώ επειδή το έζησα, χτύπα ξύλο, αν το ζούσες κι εσύ, θα καταλάβαινες ότι αυτό που έζησα, δεν είναι τόσο θέμα δύναμης και κουράγιου όσο θέμα ενστίκτου, επιβίωσης. Δηλαδή κι εσύ στη θέση μου, το ίδιο θα έκανες. Κι εσύ στη θέση μου αν είχες τη μαμά σου, τον μπαμπά σου μαζί, θα τον κρατούσες, θα τον βοηθούσες, δεν θα τον άφηνες, εννοείται. Δηλαδή προτιμούσα να πνιγώ εγώ παρά να πνιγεί ο πατέρας μου. Αυτό μου 'χει μείνει, αυτό το… βασικά ότι δυνάμεις μπορεί να έχουμε, όταν ερχόμαστε λίγο πριν το τέλος ή όταν αντιμετωπίζουμε το τέλος ή τέλος πάντων δεν ξέρω, λίγο πριν; Λίγο περισσότερο πριν; Όταν έρχεσαι απλά αντιμέτωπος με τον θάνατο ναι είναι… είναι αυτό το ένστικτο δυνατό, κινεί τοίχους, κινεί κτίρια. Αλλά υπάρχει δύναμη μέσα στον άνθρωπο, απ' ό,τι καταλαβαίνω δηλαδή, απ’ ό,τι βλέπω, υπάρχει μεγάλη δύναμη που δεν την καταλαβαίνεις και προφανώς, όλα πηγάζουν απ’ το μυαλό. Δηλαδή δίνει τέτοιες εντολές, που ίσως, δεν μπορούμε να τις αντιληφθούμε σε κατάσταση ήρεμη, σε ηρεμία, αλλά σε κατάσταση πανικού, εκεί καταλαβαίνεις τι μπορεί να βγει.

Δ.Ξ.:

Θεωρείς ότι σε επηρέασε κάπως αυτό στη ζωή σου;

Α.Γ.:

Δεν είμαι σίγουρος, δεν είμαι σίγουρος, αν με επηρέασε; Ίσως να με έκανε να σκέφτομαι λίγο διαφορετικά, δηλαδή αν και δεν το τηρώ πάντα, γιατί καλό να το λέμε, αλλά δεν το τηρώ πάντα, γιατί καλό είναι να το λέμε, αλλά δεν το τηρούμε, ζεις την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία, σαν να είναι ξεχωριστή. Να μου πεις, το τηρείς; Όχι, δεν το τηρώ πάντα, η αλήθεια είναι αυτή. Πολλές φορές, πιάνω τον εαυτό μου να προβληματίζομαι ή να στεναχωριέμαι ή να –ξέρω ‘γω- να θυμώνω με πράγματα, τα οποία δεν έχουν κανέναν λόγο ούτε να θυμώσεις, ούτε… δεν έχουν καν λόγο ύπαρξης. Και μετά όταν σκέφτεσαι ότι μπορεί να έχεις περάσει κάτι τέτοιο, που έμεινε ζωντανός, λες ότι εφήμερα είναι καμιά φορά όλα, δηλαδή πιο χαλαρά πρέπει να τα βλέπουμε τα πράγματα και λίγο πιο ανοιχτά, πιο ανοιχτόμυαλα. Αυτό, αυτό και ότι πρώτη φορά φοβήθηκα για την οικογένειά μου τόσο πολύ, ότι κάποιος μπορεί να… όχι μόνο για τους γονείς μου και για τους γονείς μου, γιατί ήμασταν μαζί, όσο για τα αδέρφια μου, γιατί ήτανε μικρά. Και αν έμενα μόνος μου εγώ πίσω, θα έπρεπε να αναλάβω μια ευθύνη, να μεγαλώσω μια αδερφή 11 και έναν αδερφό 6. Και πώς το λες στον μικρό; Εντάξει, η αδερφή μου καταλάβαινε, του μικρού πώς του το λες; Εντάξει, μετά θα είχε [01:10:00]πάρει μια άλλη τροπή η ζωή μου. Ήταν ένα γεγονός, που αν συνέβαινε αυτό, θα γινόταν αυτό. Αν συνέβαινε το άλλο, θα είχε πάρει μια άλλη τροπή η ζωή μου. Δηλαδή προφανώς, δεν θα σπούδαζα, προφανώς θα γυρνούσα, πίσω προφανώς θα είχα μια άλλη ζωή, δεν ξέρω τι εξέλιξη μπορεί να είχα, αλλά θα βάδιζα σε ένα άλλο μονοπάτι, διαφορετικό. Δεν το ξέρω κι ευτυχώς που δεν το ξέρω, να σου πω την αλήθεια

Δ.Ξ.:

Το νόμισμα γύρισε απ’ τη σωστή πλευρά.

Α.Γ.:

Μάλλον ναι, ήμασταν τυχεροί, στο 50-50 έπεσε απ' τη δικιά μας πλευρά. Ναι, τι να πω; Μάλλον. Πάντως όλα είναι ένα «τσακ». Δηλαδή…

Δ.Ξ.:

Είπες πριν ότι σκέφτεσαι τα πράγματα λίγο πιο ανοιχτά, τι εννοείς, δηλαδή;

Α.Γ.:

Κοίταξε, αυτό που σου είπα πριν. Υπάρχουν… πιάνω τον εαυτό μου, πολλές φορές, να θυμώνω, να στεναχωριέμαι με πράγματα τα οποία δεν έχουν καμία ουσία, δεν υπάρχει λόγος να στεναχωρηθείς με κάτι, όταν βλέπεις ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή, τώρα είσαι και αύριο δεν είσαι. Δηλαδή πήγαινες κάπου και ξαφνικά μπορεί να βρισκόσουνα στον πάτο της θάλασσας. Σε κάνει να σκέφτεσαι, δηλαδή σε κάνει να προσπαθείς να σκέφτεσαι, αν το φέρεις πάλι στο μυαλό σου και δεις ότι έχουμε περάσει κάποια πράγματα, έχω περάσει κάποιες δυσκολίες, ή απ’ την άλλη, και τα εμπόδια που βρίσκονται κάθε μέρα στη ζωή, στη δουλειά, στις σχέσεις, στις φιλικές σχέσεις, στη σχέση μεταξύ… τις συζυγικές, την σχέση μεταξύ εμού και της κοπελιάς που μπορεί να έχω, οποιαδήποτε κοπελιά που μπορεί να είχα παλιότερα και τα λοιπά, το πώς ένα πρόβλημα μπορεί  να ξεπεραστεί, όταν έχεις ξεπεράσει κάτι, που ήτανε πολύ τραγικότερο και πολύ πιο δύσκολο στην επίλυσή του. Στην επίλυση του… στο να ανταπεξέλθεις-ας το πούμε έτσι- δηλαδή εντάξει, κάποια πράγματα είναι και εφήμερα, καλύτερα να τα ζούμε και όπως είναι να τα ζούμε και να μην στεναχωριόμαστε για πράγματα, οποία δεν υπάρχει και λόγος να στεναχωριέσαι, δηλαδή ας το ζήσουμε και λίγο πιο χαλαρά, πιο ήρεμα, υπάρχουν και πιο σοβαρά θέματα. Έφερνα και τον εαυτό μου στη θέση, παράδειγμα, δηλαδή όταν μου έλεγε ο άλλος ότι έχασε την αδερφή του, έχασε τη μάνα του, έφερνα και τον εαυτό μου στη θέση του. Δηλαδή, αν ήμουν στη θέση του; Εγώ ήμουνα απ’ τη σωστή μεριά, ήμουν από την μεριά των τυχερών, αυτός ήταν από τη μεριά των άτυχων, που δεν ήταν και… ήταν και πολλές οι πιθανότητες να ήμουν και από την από εκεί πλευρά, δηλαδή ένας στους έξι. Δεν και λίγο και ήμασταν τρεις μέσα. Βλέπεις τα πράγματα ίσως λίγο πιο διαφορετικά, προσπαθώ, όχι πάντα, δεν τα καταφέρνω, δεν είμαι τόσο καλός ψυχολόγος του εαυτό μου. Με πιάνουν και εμένα καμιά φορά τα δικά μου, αλλά ναι, σε γενικές γραμμές, δύο-τρία πράγματα, το πόσο δυνατός είναι ο άνθρωπος σε δύσκολες καταστάσεις, το πόσο φοβάσαι όταν νιώθεις κάποιον δικό σου να χάνεται ή να πάει να χαθεί ή να έχεις την ευθύνη κάποιων άλλων, που είναι ανήμποροι και αδύναμοι από πίσω και τα λοιπά… είναι πράγματα, τα οποία τα σκέφτεσαι και σε κάνει γενικά, ίσως να σκέφτεσαι πιο ώριμα πολλά πράγματα στη ζωή. Νομίζω δεν είναι μόνο αυτό, γενικά η κάθε μέρα σε κάνει να σκέφτεσαι πιο ώριμα, αλλά ήτανε ένα γερό έτσι χαστούκι, ήταν ένα γερό crash test το συγκεκριμένο …

Δ.Ξ.:

Συνομιλώντας τώρα μαζί σου, μου ήρθε η εξής ερώτηση. Μετά από αυτήν την εμπειρία αλλάξανε οι σχέσεις σου με τους γονείς σου, με το πώς τοποθετείς την οικογένεια μέσα σου;

Α.Γ.:

Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το κρίνω. Νομίζω ότι πάνω-κάτω είμαστε στα ίδια. Εντάξει, εγώ δεν ήμουνα και γενικά σαν άνθρωπος, ο –ξέρεις- βλέπω και φίλους μου που έχουν μια διαφορετική σχέση με τους γονείς τους και καλό είναι, δεν είναι και άσχημο, δηλαδή που έχουνε πιο… ας το πούμε εγκάρδια. Δηλαδή πιο εύκολο να αγκαλιαστούν, να φιληθούν, να κάνουνε και τα λοιπά. Εγώ με τους γονείς μου έχω μια σχέση λίγο ναι μεν ok, πατέρας με γιο, μάνα με γιο, αλλά όχι τόσο πολύ να την πάρω αγκαλιά, να τη φιλήσω, να τη ζουλήξω και τα λοιπά. Δεν ξέρω, είμαι ίσως λίγο πιο… συζητώντας και με φίλους μου, πολλοί φίλοι μου είναι έτσι, αγόρια! Τα κορίτσια εντάξει είναι πιο ανοιχτά και πιο εύκολα εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους στους γονείς τους, εγώ είμαι λίγο πιο κλειστός χαρακτήρας. Αν άλλαξα, δεν ξέρω, δεν είμαι σίγουρος, δεν μπορώ να το κρίνω. Νομίζω ότι πάνω-κάτω σχεδόν ίδιες είναι οι σχέσεις μας και πάλι. Δεν νομίζω ότι με επηρέασε, ξέρω ‘γω; Δεν νομίζω, δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει κάτι, νομίζω ότι πάνω-κάτω, εντάξει μπορεί και λόγω χαρακτήρα, μπορεί να είμαι και εγώ κλειστός σαν χαρακτήρας. Δηλαδή δεν είμαι εύκολα… δεν ανοίγομαι εύκολα, δεν δείχνω τα συναισθήματά μου εύκολα ή τι να σου πω; Εντάξει, βλέπω, βρε παιδί μου, είναι ωραίο, καμιά φορά το ζηλεύω κιόλας, η αλήθεια είναι, αδέρφια, αγκαλιά, φιλιά. Ναι μεν, αλλά. Εγώ δηλαδή, ναι, δεν είμαι τόσο πολύ στην αγκαλιά. Ας πούμε τον αδερφό μου, που είναι 26 χρονών και εγώ είμαι 38, αν μας δεις πώς χαιρετιόμαστε, θα πεις: «Αυτοί είναι αδέρφια;» Αγκαλιαζόμαστε, αλλά είμαστε στο πιο –ξερω ‘γω- «Πώς είσαι; Καλά; «Όλα καλά» «Μπράβο». Δεν έχω αυτό το «γούτσου-γούτσου» -ας το πούμε- να σου δώσω να καταλάβεις, που μπορούν να έχουν άλλα αδέρφια μεταξύ τους. Ναι είναι λίγο πιο αντρική η συζήτησή μας, ανδρική με την έννοια κατάλαβες, λίγο πιο… όχι να υπάρχει κάτι ανάμεσα, αλλά δεν είμαστε τόσο πολύ εγκάρδιοι, το αφήσω τα συναισθήματά μου να ξεχυθούν και τα λοιπά. Ναι, είναι θέμα χαρακτήρα, έτσι είναι ο χαρακτήρας μου εμένα. Και στις σχέσεις μου, κατά κάποιον τρόπο, δεν είμαι τόσο ανοιχτός όσο μπορεί να είναι άλλοι φίλοι μου. Είμαι, αλλά ως έναν βαθμό. Είναι θέμα χαρακτήρα, δεν ξέρω, μπορεί τα βιώματά μου να με έχουν κάνει έτσι, μπορεί έτσι να μεγάλωσα , δεν ξέρω μπορεί από την παιδική μου ηλικία να ήμουνα ίσως… να μεγάλωσα και να ήμουνα πιο κλειστός σαν χαρακτήρας. Πιο κλειστός... είμαι πολύ γενικά επικοινωνιακός και πολύ έτσι στις δημόσιες σχέσεις δεν έχω θέμα, γνωρίζω κόσμο και εύκολα μπορεί να πιάσω φιλίες-κουβέντα, φιλία όχι, είναι άλλο πράμα η φιλία- αλλά δεν εκδηλώνω τόσο εύκολα τα συναισθήματά μου. Δηλαδή, πολλές φορές, μου έχουν πει κάποιοι, ότι «Γνωρίζοντάς σε την πρώτη φορά -ας πούμε- έτσι όπως σε έβλεπα να με κοιτάς, νόμιζα ότι ήθελες να με δείρεις, ότι με μισούσες». Και λέω: «Όχι δεν έχω έκανα θέμα, μην αγχώνεσαι». Είναι ο χαρακτήρας μου, μπορεί να είναι και άμυνα του οργανισμού, δεν ξέρω, έτσι είμαι σαν άνθρωπος.

Δ.Ξ.:

Αυτό που λες έχει δύο επίπεδα. Είναι άλλος ο τρόπος που αισθάνομαι, και άλλος ο τρόπος που λειτουργώ. Ο κλειστός άνθρωπος απλά δεν εκδηλώνει αυτό που αισθάνεται. Εγώ πιο πολύ τοποθετήθηκα για το πώς αισθάνθηκες, αν μέσα σου, αν όντως μέσα σου άλλαξε κάτι σε σχέση με την οικογένειά σου και πώς βλέπεις το πλαίσιο της οικογένειας αυτό…

Α.Γ.:

Κοίταξε, όσο πιο κοντά στο συμβάν είσαι, τόσο πιο εύκολα και ευδιάκριτα είναι τα συναισθήματα και αυτά που αισθάνεσαι. Περνώντας τα χρόνια, δεν ξέρω, νομίζω ότι είμαι στο επίπεδο –ή τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια- είμαι στο… τα συναισθήματά μου είναι τα ίδια. Δηλαδή το συναίσθημα αγάπης και τα λοιπά πάντα υπάρχει, αλλά ο τρόπος που εκδηλώνεται, είναι πάντα ο τρόπος που εκδηλωνόταν από πάντα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Άρα δεν νομίζω ότι με επηρέασε το ναυάγιο όσον αφορά τη σχέση μου με τους γονείς μου. Δεν νομίζω ότι με επηρέασε σε κάτι. Άλλα πράγματα ίσως να με επηρέασαν στη σχέση μου με τους γονείς μου, βιώματα  μετέπειτα ή προηγούμενα και τα λοιπά, αυτά μπορεί, όχι δεν νομίζω ότι το ναυάγιο, τουλάχιστον εμένα προσωπικά, να με επηρέασε. Μπορεί να με επηρέασε και να μην το ξέρω, κάποιος ψυχολόγος μπορεί να μου το πει αυτό. Εγώ δεν νομίζω, δεν ξέρω, νομίζω πως όχι, έτσι αισθάνομαι.

Δ.Ξ.:

Λοιπόν, τελειώνει αυτό, το κλείνεις σε ένα κουτάκι, το αφήνεις κάπου να υπάρχει-

Α.Γ.:

Σαν ανάμνηση-

Δ.Ξ.:

Όχι και πολύ θετική, από ό,τι μου περιγράφεις.

Α.Γ.:

Δεν είναι θετική, αλλά δεν είναι και αρνητική, δεν έχω κανένα θέμα να το συζητήσω με τον οποιονδήποτε, γιατί πολλές φορές, βγαίνεις για καφέ, για φαγητό και γνωρίζεις κάποια άλλα παιδιά και τα λοιπά, ή κοπέλες φίλων μου ή οτιδήποτε και μαθαίνουνε ότι ήμουνα μέσα –οι πιο μεγάλοι σε ηλικία, γιατί οι πιο μικροί σε ηλικία δεν ξέρουνε καν ότι υπάρχει κάτι τέτοιο- τυχαίνει -ας πούμε- να έχω φίλους ή από το χορευτικό να χορεύουμε μαζί με άτομα, τα οποία είναι 21-22 χρονών, τα οποία τότε ήταν ή 2 ή 3 χρονών, οπότε δεν ξέρουν τι έχει γίνει, δεν έχουν αναμνήσεις από τότε. Οπότε και να τους πεις τι είναι το Σάμινα, σου λέει: «Δεν το ξέρω, θα ρωτήσω τον μπαμπά μου». Αλλά με μεγαλύτερα άτομα ναι, τυχαίνει να συνομιλούμε και δεν έχω κανένα θέμα να πω και την ιστορία –συγνώμη- και κάθε λεπτομέρεια, δεν έχω κανένα ζήτημα.-

Δ.Ξ.:

Να σε ρωτήσω-

Α.Γ.:

Αποφεύγω-συγνώμη σε διακόπτω- βέβαια, σαν βιωματική έτσι κατάσταση, λέω τα πράγματα σαν να τα αφηγούμαι σαν εξωτερικός παρατηρητής, δηλαδή δεν βάζω συναίσθημα μέσα. Δεν θα πω ούτε αν ήμουνα με τον πατέρα μου ή μόνος μου, ούτε τι μπορεί να μου λέει ο πατέρας μου, ούτε σε εσένα τα 'χω πει όλα, ναι, ούτε ότι τι μπορεί να αισθανόμουνα. Και είναι κάτι που εντάξει, δεν θα ήθελα να το πω, ούτε θα 'θελα να αναφέρω περαιτέρω πράγματα, γιατί ήταν συζητήσεις που γίναν ανάμεσα σε εμένα και τον πατέρα μου και μείνανε ανάμεσα σε μένα και πατέρα μου, είναι κάτι που δεν θα το μοιραστώ με κανέναν.

Δ.Ξ.:

Είναι σεβαστό.

Α.Γ.:

Γιατί και εγώ δεν αισθάνομαι έτσι άνετος να τα πω αυτά τα πράγματα, αλλά έτσι όπως τώρα -καλή ερώτηση αυτή που μου έκανες- έτσι όπως τα διηγούμαι, ναι είναι σα να τα διηγείται ένας εξωτερικός παρατηρητής, χωρίς συναίσθημα. Δηλαδή σαν να λέω ειδήσεις, αυτό το πράγμα,  ίσως να είναι και άμυνα του οργανισμού, ίσως κι εγώ να αποφεύγω να βάλω συναίσθημα μέσα, γιατί δεν θέλω. Μπορεί και εγώ να το ‘χω βάλει σε ένα κουτάκι πίσω και να μην το σκέφτομαι, αλλά να μην το σκέφτομαι, γιατί δεν θέλω να αισθανθώ πράγματα που αισθάνθηκα ίσως, εκείνη τη μέρα. Το άγχος ή την πίεση ή το τι γίνεται με τους άλλους ή τι γίνεται με την οικογένεια, με τα αδέρφια. Οπότε πιθανόν και αυτό να είναι μια άμυνα του οργανισμού και, πώς λέει [01:20:00]ο Χατζηνικολάου τις ειδήσεις; Σαν να το διηγούμαι με αυτόν τον τρόπο « παπ παπ παπ». Και πολλοί με ρωτάνε «Είσαι πολύ ψυχρός» «Ναι- λέω- εντάξει». Δεν βάζω συναίσθημα, η αλήθεια είναι, σε αυτά που λέω για το συγκεκριμένο κομμάτι. Μπορεί να είναι και άμυνα του οργανισμού, δεν ξέρω. Σαν ψυχολόγος μπορεί να τα ξέρες καλύτερα εσύ, να με βοηθήσεις περισσότερο.

Δ.Ξ.:

Εντάξει, είναι ένας υγιής μηχανισμός άμυνας, ο καθένας… εγώ προσωπικά δεν ξέρω, γιατί τώρα σε γνωρίζω. Ωστόσο, θα ήθελα σε ρωτήσω τώρα το εξής, υπάρχει κάτι, που μπορεί να σου έχει μείνει θετικό από αυτήν την εμπειρία τη δύσκολη, γιατί πρόκειται για μια πολύ δύσκολη εμπειρία, σκληρή εμπειρία, κάτι θετικό που θα μπορούσε να είχες αποκομίσει για σένα;

Α.Γ.:

Σίγουρα το θετικό είναι ότι αν βάλω στόχους, μπορώ να τους πετύχω. Δηλαδή, αν μπορείς να πεις ότι κάτι θετικό μένει, είναι ότι αν θελήσεις, τα μπορείς όλα. Όλα όχι, γιατί πρέπει να υπάρχουν και οι συγκυρίες. Γιατί κι εμείς, ίσως, από συγκυρία σωθήκαμε, γιατί και η τύχη παίζει, ο παράγοντας τύχη παίζει μεγάλο ρόλο στο όλο θέμα, γιατί αν δεν περνούσε κάποιος εκείνη την ώρα, να μας δει, και περνούσε μετά από δέκα ώρες, μπορεί να μην είχαμε βρεθεί καν, να ήμασταν στον πάτο. Αλλά θεωρώ ότι αν θέλεις κάτι και έχεις πείσμα και θέληση και το πιστέψεις, μάλλον θα το πετύχεις. Δηλαδή αν μου έμεινε κάτι απ' όλα αυτό, είναι αυτό. Και το άλλο που μου που μου έμεινε, είναι ότι έχω μέσα μου-μέσα μου… ο καθένας- δυνάμεις, που πιθανόν με κάποιον τρόπο, ίσως, μπορώ να τις βγάλω έξω, όχι φυσικές δυνάμεις, ακόμα και του μυαλού, δηλαδή μπορεί και ο τρόπος σκέψης, ο μοχλός πίεσης που μπορεί να ασκεί το μυαλό στο σώμα να κάνεις κάτι, οτιδήποτε –ξέρω ‘γω- να σε κάνει να πετύχεις πράγματα, που αν δεν έχεις περάσει κάτι τέτοιο, μπορεί να σου φαινόταν βουνό να το περάσεις. Δεν ξέρω, ίσως αυτό να μου 'χει μείνει, ίσως κάτι τέτοιο.

Δ.Ξ.:

Αυτό είναι κάτι πολύ θετικό για σένα, να ξέρεις ότι μπορείς να καταφέρεις πολλά πράγματα. Είναι κάτι…

Α.Γ.:

Θεωρώ ότι επειδή είμαι και λίγο εγωιστής σαν χαρακτήρας, αυτό ίσως, δεν ξέρω, μπορεί να σφυρηλάτησε λίγο παραπάνω τον εγωισμό μου, γιατί έβγαλα και εγωισμό εκείνη την ώρα, δεν ήθελα ούτε να πνιγώ ούτε να αφήσω τον διπλανό μου να πνιγεί. Αυτό το πράγμα να σφυρηλάτησε και ένα «άλφα» κομμάτι του εγωισμού μου, που κάποιες φορές μπορεί να μου βγαίνει και σε κακό, μπορεί κάποιες άλλες φορές να μου βγαίνει και σε καλό, θέλοντας να πετύχω κάποια πράγματα. Πάντως σίγουρα δεν με έκανε πιο συναισθηματικό ή μπορεί και να με έκανε και να μην το ξέρω. Πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι γενικά τα συναισθήματά μου δεν θέλω να τα δείχνω στον κόσμο, δηλαδή αν αισθάνομαι κάτι, θέλω να το αισθάνομαι μόνος μου. Δηλαδή αν στεναχωρηθώ για κάποιον φίλο μου, που μπορεί να έπαθε κάτι-χτύπα ξύλο- μου έχει συμβεί να έχει κάποιος… να έχει να έχει συμβεί σε κάποιον, δεν θέλω να κλάψω μπροστά στην παρέα. Προτιμώ να το κάνω μόνος μου, δεν ξέρω. Μπορεί να μην θέλω να… δεν ξέρω, να είναι θέμα του χαρακτήρα, να μην θέλω να δείχνω ευάλωτος στους άλλους, να μην θέλω να ανοίξω αυτήν την πτυχή του εαυτού μου να την δούνε οι άλλοι; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το κρίνω. Είμαι όμως γενικά, λίγο κλειστός χαρακτήρας.

Δ.Ξ.:

Λοιπόν, μετά από όλη αυτή την εμπειρία που είχες, που έχεις επιβιώσει και τα λοιπά, η ζωή σου έχει εξελιχθεί έτσι καλά, έχεις τη δουλειά σου και τα λοιπά, πώς σκέφτεσαι τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;

Α.Γ.:

Μετά από δέκα χρόνια από σήμερα; Σίγουρα με παιδιά, γιατί περιμένουμε ήδη το πρώτο. Κοίτα, επαγγελματικά σχέδια δεν θέλω να κάνω. Εντάξει, πάντα η δουλειά θα εξελίσσεται και θα εξελίσσεται, θα προχωράει. Και αν δεν προχωράει κάτι, θα προχωράει κάτι άλλο, σίγουρα. Θέλω να σκέφτομαι τον εαυτό μου μέσα μια αγαπημένη οικογένεια με χαρούμενα παιδάκια, να τρέχουν γύρω-γύρω και να κάνουν αταξίες, αλλά να με ακούνε που και που και λιγάκι, να μην κάνουν μόνο αταξίες… Και δεν ξέρω, αυτό που προσμένω, η αλήθεια είναι, εκτός από το να είμαστε αγαπημένοι και να περνάμε καλά και να το νιώθουμε μεταξύ μας, να κάνω πράγματα με την οικογένεια και κυρίως με τα παιδιά. Δηλαδή να παίρνω τον γιο μου -ας πούμε- που έρχεται με το καλό, να βγαίνουμε βόλταμαζί έξω, να πηγαίνουμε, να κάνουμε πράγματα μαζί, να παίζουμε μπάλα μαζί, να χορεύουμε μαζί, γιατί χορεύω κιόλας, στα παραδοσιακά, να τον παίρνω και αυτόν μαζί, δηλαδή να κάνουμε πράγματα μαζί. Να με βλέπει σαν παράδειγμα εμένα και να ακολουθεί τα βήματά μου, ό,τι θέλει, όχι με το ζόρι, όπου έχει κλίση να προχωράει. Δεν ξέρω, μία οικογένεια αγαπημένη και ωραία. Και επαγγελματικά, που έρχεται δεύτερο σε σχέση με την προσωπική ευτυχία και οικογενειακή ευτυχία… σημαντικό, αλλά εντάξει, πάνω απ' όλα βάζω την οικογένεια, να προχωρήσει η δουλειά μας, να είμαστε σε μια καλή οικονομική κατάσταση. Γενικά, να πηγαίνει όπως πάει τώρα, να πηγαίνει καλά, να ακολουθεί έναν καλό δρόμο, γιατί μ’ αρέσει δουλειά μου, αλήθεια είναι αυτή. Αυτό, ξέρω ‘γω; Δύο-τρία πραγματάκια, αλλά κατά κύριο λόγο, μια έτσι χαρούμενη οικογενειακή ζωή. Έτσι με ευτυχία, με παιδάκια να τρέχουν, να πηγαίνω να τα βλέπω να κάνουν τις δραστηριότητές τους, να είμαι από κάτω εγώ, να τους βλέπω. Δεν ξέρω, το περιμένω αυτό, ήθελα να κάνω οικογένεια, μ’ άρεσε, μ’ άρεσε πάντα, απλά εντάξει, ήρθε τώρα η ώρα.

Δ.Ξ.:

Με το καλό.

Α.Γ.:

Να 'σαι καλά, ευχαριστώ πολύ.

Δ.Ξ.:

Χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα.

Α.Γ.:

 Και εγώ.

Δ.Ξ.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ που μοιράστηκες την ιστορία σου μαζί μου.

Α.Γ.:

 Να είσαι καλά.

Δ.Ξ.:

Ευχαριστώ.