Η ζωή στα Λιχαδονήσια τότε και σήμερα
Segment 1
Η καταγωγή, τα παιδικά χρόνια και η Κατοχή στα Λιχαδονήσια
00:00:00 - 00:09:23
Partial Transcript
Καλησπέρα. Θα μου πείτε το όνομά σας; Ναι. Κώστας Λυμπέρης. Ωραία. Ναι. Είναι Πέμπτη 13 Μάιου 2021. Είμαι με τον κύριο Κώστα Λυμπέρ…δώσω να καταλάβεις. «Λοιπόν, εγώ θα σου δώσω 100 να το καθαρίσεις, να το φτιάξεις και θα στο πάρω». Κατάλαβες; Και μαζέψαμε αυτό το ποσόν.
Lead to transcriptSegment 2
Η καθημερινότητα στα Λιχαδονήσια, συνθήκες διαβίωσης και μνήμες από τους Γερμανούς
00:09:23 - 00:25:54
Partial Transcript
Ωραία. Αλλά, τρεις οικογένειες ήμαστε μέσα. Δεν ήτανε παραπάνω. Και μένανε εκεί πέρα. Αλλά, αυτές απομείνανε μέχρι γύρω στο… κοντά στο ’75…Ήτανε… Να φανταστείς ότι ζούσε κόσμος απ’ το νησί. Ζούσε πολύς κόσμος μ’ αυτές τις δουλείες που κάναμε. Δεν είχαμε τίποτα άλλο το περίεργο.
Lead to transcriptSegment 3
Ο Εμφύλιος, η ζωή στα Λιχαδονήσια και η αγάπη για τη θάλασσα
00:25:54 - 00:52:28
Partial Transcript
Αλλά, είχαμε τον ανταρτοπόλεμο. Τον φοβάστανε, τον εφοβάστανε. Ξέρεις πόσοι δείρανε εδώ πέρα και τους βάζανε στα τουλούμια, στα δέρματα απ’ …α βρίσκουμε», κατάλαβες; Έτσι ήταν το νησί. Έτσι ήτανε το νησί, που λες. Ήτανε άλλο… Ωραία, δεν είχαμε προβλήματα. Δεν είχαμε προβλήματα.
Lead to transcriptSegment 4
Η τουριστική αξιοποίηση
00:52:28 - 00:54:57
Partial Transcript
Τα καλοκαίρια είπατε ότι είχε πολύ κόσμο. Ναι, στο νησί, το νησί απάνω. Πολύς κόσμος. Βγήκε μια μέρα ο Γιάννης έξω και έβαλε τα χέρια πίσω…ι σκάφη, τέτοια πράγματα, και την πήρε τηλέφωνο και του ετοιμάσανε και τη φορτώσανε σε ένα καράβι που έρχεται στην Ελλάδα και το στείλανε.
Lead to transcriptSegment 5
Η φυγή από το νησί, η νοσταλγία και ο Άγιος Γεώργιος σήμερα
00:54:57 - 01:03:51
Partial Transcript
Πώς πήρατε την απόφαση να φύγετε απ’ το νησί; Η απόφαση ήτανε διότι μας περιόρισε πολύ το σχολείο για τα παιδιά μας. Πήγαμε γίναμε ψαράδες…ψοράχη, τα μαγαζιά εδώ πέρα δηλαδή. Και προς τα πάνω είναι Παλιοχωριώτες. Αϊ-Γιωργήτες είναι εδώ μέσα, η γούρνα αυτή εδώ. Δεν έχει τίποτα.
Lead to transcriptSegment 6
Περιστατικά από τον «ανταρτοπόλεμο»
01:03:51 - 01:10:44
Partial Transcript
Έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο σχετικά με την εποχή εκείνη που μου είπατε, με την Κατοχή, με τον πόλεμο; Δεν ξέρω, έχετε κάτι, θυμάστε κάτι, …ι τίποτα άλλο. Δεν θυμάμαι και τίποτα άλλο να σου πω. Εντάξει, κύριε Κώστα. Σας ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ. Τι με ευχαριστάς, κοπέλα μου;
Lead to transcript[00:00:00]
Καλησπέρα. Θα μου πείτε το όνομά σας;
Ναι. Κώστας Λυμπέρης.
Ωραία.
Ναι.
Είναι Πέμπτη 13 Μάιου 2021. Είμαι με τον κύριο Κώστα Λυμπέρη. Βρισκόμαστε στον Άγιο Γεώργιο Λιχάδος. Εγώ ονομάζομαι Αλεξάνδρα Λαδά, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, και ξεκινάμε. Κύριε Κώστα, από πού είστε;
Από πού είμαι; Ο πατέρας μου είναι από δω, απ’ τη Λιχάδα είναι, το οποίο πήγε στο νησί μέσα και έμενε εκεί πέρα χρόνια ολόκληρα. Ναι. Από το ‘12. Να σου δώσω να καταλάβεις ότι τον χάσαμε το ‘72. Κατάλαβες; Τον πήρε η Κατοχή μέσα μέχρι που το κάνανε εξαγορά επί Βαρβαρέσο, υπουργός ο Βαρβαρέσο, και άνοιξε τον παρά και του πήρανε 500.000, που δεν υπήρχε φράγκο, κατάλαβες; Λοιπόν, στο καράβι αυτό, που είναι βουλιαγμένο εκεί πέρα, είχε μέσα τέσσερις Γερμανούς, το οποίο αυτοί οι Γερμανοί για ‘μάς στην Κατοχή απάνω ήτανε οι πατέραδες μας. Μας ζήσανε εκεί πέρα. Φορτώνανε πράγματα απ’ τη Στυλίδα για Χαλκίδα, γιατί τότε ήταν ο ανταρτοπόλεμος, για να τα στείλουν στο… Αλλά, ήταν αντάρτες στο δρόμο και αναγκαστικά τα περνάγανε με τα καΐκια, τα περνάγανε και τα πηγαίνανε στη Χαλκίδα, το οποίο τους πιάσανε στο μαγαζί μέσα οι αντάρτες, μέσα στο μαγαζί το δικό μας εκεί πέρα στο νησί, και τους εκτελέσανε στην Αιδηψό, σε ένα βουνό εκεί πέρα, κατάλαβες; Εμείς, ναι, εμείς… Εγώ τη στιγμή αυτή από… Βούλιαξε το σκάφος αυτό. Δεν τρακάρισε ούτε έγινε σαμποτάζ ή τίποτα, αλλά τρακάρισε απάνω. Το σκάφος, το σκαρί του ήταν από τσιμέντο και τρακάρισε απάνω σε κάτι πέτρες, κοπάνησε και έκανε ρήγματα και βούλιαξε εκεί πέρα, κατάλαβες; Αλλά, εμάς μας ζήσανε αυτός ο κόσμος εκεί πέρα, τέλος πάντων. Κτηματική περιουσία είχαμε πολλή επάνω και την οποία την έχουμε ακόμα. Ναι. Τα παιδιά τώρα έχουν τα σκάφη και τα ρέστα.
Εσείς μεγαλώσατε πού;
Εδώ, στον Αϊ-Γιώργη. Όταν φύγαμε απ’ το νησί το ‘56 —Σεπτέμβριο ήτανε; Μάλλον το Σεπτέμβριο του ‘56—, βγήκαμε έξω απ’ το νησί και ήρθαμε εδώ πέρα. Εγκατασταθήκαμε εδώ και κάναμε αυτή την προκοπή και την πήραν τα παιδιά μας τώρα. Αυτή ήτανε, ναι. Αλλά, τη στιγμή που βούλιαξε το καράβι αυτό, απάνω, η στρογγυλή, απάνω ο φάρος έχει κάτι πέτρες. Εγώ ήμουνα απάνω στο φάρο μαζί με έναν φαροφύλακα και κοιμόμασταν απάνω στις πέτρες, γιατί είναι οι πλάκες, και κοιμόμαστε και ήμαστε εκεί πέρα. Τους Γερμανούς τούς πιάσανε στο μαγαζί μας μέσα οι αντάρτες. Κατεβήκανε και δεν είχανε και οπλισμό. Ήταν ένα σπιτάκι εκεί πέρα που είχαν φέρει τα πράγματά τους από μέσα απ’ το σκάφος αυτό και τα είχανε βάλει για να τα πάρουν προτού τους πιάσουν. Και πήγανε οι αντάρτες, αυτή η οργάνωση της Λιχάδος, και λέει ο πατέρας μου: «Πού πάτε ρε;». Λέει «Ναι», λέει, έτσι και έτσι, λέει, «Πού είναι οι Γερμανοί;». «Οι Γερμανοί…», λέει, «Μην κάνετε τίποτα», λέει, «γιατί θα μας σκοτώσουν οι Γερμανοί». «Μην κάνετε τίποτα», λέει, «και κάτω στο σπιτάκι», λέει, «έχουν τον οπλισμό τους. Άμα θέλετε, τραβάτε πάρτε τον οπλισμό». Και πήγανε, που λες, η οργάνωση της Λιχάδος και πήρε τον οπλισμό απ’ το σπιτάκι και πήγανε εκεί πέρα. Αντισταθήκανε οι Γερμανοί. Όταν είδανε τους αντάρτες, τραβάει ένας το καπέλο του κάτω και λέει «Nicht partisano», ναι, «Δεν παραδινόμαστε στους αντάρτες εμείς». Και λένε οι άλλοι «Εσύ δεν βλέπεις ότι αυτοί έχουν πάρει τα όπλα μας;», λέει, «Δεν βλέπεις;» λέει. «Τι ‘‘Nicht partisano’’ και τέτοια, τι συζητάς τώρα;» του λέει. Ναι. Ε, παραδόθηκαν ύστερα. Τι να κάνουν; Αλλά, τους εκτελέσανε εδώ στην Αιδηψό. Αυτά ήτανε.
Κάτι άλλο που να θυμάστε απ’ το Δεύτερο Παγκόσμιο;
Από τον… Παγκόσμιο Πόλεμο εμείς είχαμε τραβήγματα με αυτούς, γιατί ο Έλληνας είναι πάντα ενοχλητικός, δεν είναι όπως είναι… Αμόρφωτος κόσμος είναι. Τέλος πάντων. Όταν ζήσαμε την Κατοχή εκεί πέρα και βγήκαμε έξω, πήγαμε στο Βόλο, γιατί ήταν η δουλειά μας τέτοια, ψαράδες, και πήγαμε να βγάλουμε δολώματα για τα παραγάδια που πηγαίναμε. Και είχα και τον αδερφό μου. Ο αδερφός μου είναι στον Άγιο Κωνσταντίνο. Λοιπόν, ήρθαμε και μαζί με τον αδερφό μου και πήγαμε. Και πήγαινε ψηλά απ’ το δρόμο. Είχε ένα μονοπάτι από κάτω ο δρόμος και κάτω από το μονοπάτι ήταν η θάλασσα που πηγαίναμε. Και είχαμε έναν απ’ τα Καμένα Βούρλα, κάποιος Φαλάρας εκεί πέρα. Τον πήραμε για να του βγάλουμε και αυτού λίγο δόλωμα εκεί πέρα, να πάρει κανένα μεροκάματο, γιατί είχε οικογένεια και αυτός, κατάλαβες; Ναι, και ότι πηγαίναμε εκεί πέρα, που λες, λέει ο Χαράλαμπος Φαλάρας… Εμείς πηγαίναμε χαμηλά το μονοπάτι, αλλά ο Βαγγέλης, ο αδερφός μου, που είναι στον Άγιο Κωνσταντίνο, πήγαινε ψηλά, από Βούρλα. Ήτανε άγριο το μέρος και πήγαινε από ψηλά εκεί πέρα. Και λέει ο Χαράλαμπος «Ρε συ», λέει, «κατέβα από κάτω να μην σε πιάσει κανένας αντάρτης», έτσι, στο καλαμπούρι. Ναι. «Να μην σε πιάσει κανένας αντάρτης». Και πετιέται ο αντάρτης μέσα από τις μουριές και λέει «Πηγαίντε στη δουλειά σας και να μη λέτε πολλά». Κατάλαβες; Μετά πιάστηκε ο πόλεμος μέσα με την αστυνομία. Έλληνες με Έλληνες τώρα, ε; Έλληνες με Έλληνες. Η αστυνομία με τους αντάρτες. Πιαστήκανε, που λες, κάτι το οποίο την άλλη τη μέρα το πρωί τούς κουβαλήσαν όλους στη Στυλίδα για Λαμία και καθέναν για το χωριό τους. Τους σκότωσαν όλους τους αστυνομικούς. Δεν έμεινε κανένας. Αυτά ήτανε. Εμείς ύστερα εγκατασταθήκαμε εκεί μέσα στο νησί. Όπως το ‘πα, ο πατέρας μου είχε το μαγαζάκι. Είχε δουλειά μεγάλη. Να φανταστείς, μέχρι από τη Μάνη απάνω ερχόντουσαν. Μέναν εκεί, ψαρεύανε, γιατί παλιά δεν είχαν μηχανές και τα ρέστα. Ήταν με τα κουπιά και με τα πανιά. Για να ‘ναι κοντά στη δουλειά τους μέναν εκεί πέρα. Αυτή ήταν η ζωή μας εκεί πέρα, εμάς στο νησί, όχι παραπάνω.
Από πότε μένατε στα Λιχαδονήσια; Από πότε; Εσείς πού γεννηθήκατε;
Στα Λιχαδονήσια. Το ‘31 γεννηθήκαμε στα Λιχαδονήσια. Και εγώ να σου δώσω να καταλάβεις ότι είμαι δίδυμος. Είμαστε δίδυμοι με τον αδερφό μου από τον Άγιο Κωνσταντίνο, κατάλαβες;
Πόσοι κάτοικοι ήσασταν;
Κάτοικοι ήτανε έξι: ο Βασίλας… Και σχεδόν άλλοι έξι ήμαστε εμείς, τέσσερις τα παιδιά και δυο οι γονείς μας. Ο Λυμπέρης, που σου ‘πα, ο Γιάννης, ήταν ο πατέρας μου, κατάλαβες; Αυτοί ήμασταν.
Και τα Λιχαδονήσια τότε πώς ήτανε;
Τα Λιχαδονήσια ήτανε ένα μέρος το οποίο ήτανε όλο κτηματική περιουσία απάνω, την οποία την είχε ο πατέρας μου, γιατί είχε εδώ πέρα περιουσία πολλή. Αλλά, επειδή έμενε στο νησί μέσα και το αγαπούσε το νησί τόσο πολύ, το οποίο το πήραν τα παιδιά του τώρα, το αγαπούσε τόσο πολύ το νησί και πούλαγε την περιουσία του εδώ πέρα έξω, την έκανε ανταλλαγή. Όχι ότι την πούλαγε, την έκανε ανταλλαγή. Έδινε την περιουσία του από δω και έπαιρνε στο νησί μέσα. Αλλά, τον καιρό που έπαιρνες την περιουσία στο νησί είχες έναν χώρο εσύ που το νοίκιαζες —δεν ξέρω αν σας αφορά αυτό—, είχες έναν χώρο εσύ και πήγαινες και έλεγες: «Μπαρμπα-Γιάννη, εγώ το πουλάω το κτήμα μου που θες». «Το πουλάς;». «Ναι». «Πόσο θες;». «50 ευρώ» δραχμές τότε, να σου δώσω να καταλάβεις. «Λοιπόν, εγώ θα σου δώσω 100 να το καθαρίσεις, να το φτιάξεις και θα στο πάρω». Κατάλαβες; Και μαζέψαμε αυτό το ποσόν.
Segment 2
Η καθημερινότητα στα Λιχαδονήσια, συνθήκες διαβίωσης και μνήμες από τους Γερμανούς
00:09:23 - 00:25:54
Ωραία.
Αλλά, τρεις οικογένειες ήμαστε μέσα. Δεν ήτανε παραπάνω. Και μένανε εκεί πέρα. Αλλά, αυτές απομείνανε μέχρι γύρω στο… κοντά στο ’75. Μείναν εκεί πέρα στο νησί μέσα αυτοί οι άλλοι. Εμείς μέναμε πιο πίσω τρία τέσσερα χρόνια.
Και, ας πούμε, πόσα νησιά είναι τα Λιχαδονήσια;
Τα Λιχαδονήσια πόσα νησιά είναι… Είναι ένα… Έξι. Πού είναι ο [00:10:00]Κώστας; Ο Κώστας, τα ξέρει, ο Κώστας. Έξι.
Εσείς σε ποιο μένατε;
Εμείς μέναμε στο μεγάλο το κομμάτι απού είναι απέναντι από την Εύβοια, μέναμε εμείς. Τα άλλα ήταν όλο κομμάτια, διαλυμένο το νησί όλο. Δεν κατοικούσανε απάνω σ’ αυτό το νησί. Μόνο ψαρεύανε οι ψαράδες, κατάλαβες; Και όπως σου ‘πα, ο πατέρας μου ήτανε ψαρομανάβης εκεί πέρα. Τους έπαιρνε τα ψάρια αυτά όλα, ναι, τα πήγαινε στη Στυλίδα. Είχε δυο καΐκια, τα οποία τα κάνανε ανταλλαγή. Τα παίρνανε το ένα το καΐκι, τα πήγαινε στις Ράχες —δεν ξέρω αν έχεις υπόψη σου τις Ράχες—, ναι, τα πήγαινε στις Ράχες και ο άλλος από κει τα έπαιρνε και τα πήγαινε στη Στυλίδα και τα βάζαν στο τρένο και τα στέλνανε στην Αθήνα. Ήτανε ένας Ανάργυρος Μάρκος εκεί πέρα. Μόλις μπαίνουμε μέσα στη μεγάλη αγορά, δεξιά μας, ήταν αυτός εκεί πέρα, ο οποίος συνεργαζότανε με τον πατέρα μου, κατάλαβες;
Και τα Λιχαδονήσια από πού πήραν το όνομά τους;
Αυτό δεν το ξέρω. Αυτό δεν το ξέρω. Αλλά, για να το πάρουν το όνομα τα Λιχαδονήσια ήταν ένα κομμάτι της Λιχάδος, γιατί εμείς εδώ που μένουμε υπαγόμαστε στη Λιχάδα απάνω, όπως η Αιδηψός τώρα. Η Αιδηψός, να σου δώσω να καταλάβεις, η Αιδηψός γράφεται… Τα Λουτρά Αιδηψού —έτσι δεν είναι;— υπάγονται στην Αιδηψό. Δεν είναι τα Λουτρά. Τα Λουτρά ασχέτως ότι έχει τον τουρισμό, αλλά είναι ένα κομμάτι της Αιδηψού.
Πώς ήταν το σπίτι σας στα Λιχαδονήσια;
Το σπίτι μας… Είχαμε ένα σπιτάκι στο οποίο μέναμε εκεί πέρα μαζί με το μαγαζί. Εκεί πέρα μέναμε. Αλλά, το ‘48 δεν το βρήκαμε. Πήγαμε στη Στυλίδα εμείς. Πήραμε δυο ανθρώπους από δω πέρα και σπάζανε πέτρα και πήγαμε στη Στυλίδα και πήραμε κάτι, οι οποίοι ήταν χτίστες αυτοί, χτίζανε πέτρες και τα ρέστα, και τους φέραμε στο νησί και το φτιάξαμε το ‘48. Το φτιάξαμε εμείς τα παιδιά. Δεν το βρήκαμε από τον πατέρα μας αυτό. Εμείς τα παιδιά το φτιάξαμε. Το είχαμε αναλάβει και το φτιάξαμε. Είχαμε πάρει τους μαστόρους. Αυτά είναι.
Και πώς ήτανε;
Το νησί παλιά;
Το σπίτι.
Το σπίτι; Ε, στο σπίτι ήτανε πέντε δωμάτια, πέντε δωμάτια. Τώρα για τετραγωνικά ποιος λογάριαζε τετραγωνικά και τα ρέστα τότε; Εκείνη την εποχή δεν είχαμε τετραγωνικά και τέτοια. Αλλά, ήτανε μια ζωή ευχάριστη, γιατί ήμαστε κοντά στα Καμένα Βούρλα, κοντά στη Στυλίδα, Λαμία, ναι. Από εκεί μεριά όλο η Πελασγία και τα ρέστα ήτανε. Όλα γινήκανε εκεί πέρα. Ναι. Όλος ο κόσμος ήτανε εκεί πέρα. Το μαγαζί εκεί πέρα εμάς δούλευε σχεδόν με γιατρούς, τραπεζίτες, αστυνομίες, όλη δηλαδή η μεγάλη τάξη, να σου δώσω να καταλάβεις. Είχε πολύ τουρισμό παλιά το νησί επάνω. Είχανε φτιάξει κάτι μπουκάλες όπως είναι το μπουκάλι και στη μπάντα το μπουκάλι αυτό είχε μία θήκη η οποία έπαιρνε ένα τέταρτο πάγο μέσα. Και απ’ τα Καμένα Βούρλα οι τουρίστες αυτοί, που είχανε τα μπάνια Ρ1, Ρ3, Ρ4, Ρ5 και τα μπάνια απάνω, τα ξενοδοχεία —μην κοιτάς τώρα που είναι το «Γαλήνη». Παλιά δεν υπήρχε «Γαλήνη» και τα ρέστα. Ναι. Λοιπόν, ερχόντουσαν οι τουρίστες, τραπεζίτες και τα ρέστα, μεγάλες τάξεις, εφοπλισταί κι αυτά στο νησί απάνω, γιατί βρίσκανε και τρώγανε τα πάντα. Τα πάντα. Μπαίνανε μέσα στην παράγκα στον πατέρα μου και παίρνανε ό,τι ψάρια θέλανε και τα φτιάνανε η μάνα μου με τη γυναίκα μου, ας υποθέσουμε, παλιά που ήρθε κι η γυναίκα μου ύστερα μέσα στο νησί, ναι. Άλλα ψητά, άλλα τηγανητά, βραστά, ναι. Και στα τελευταία φτιάνανε και ένα δυο κοτόπουλα. Αλλά, θα στο πω κι αυτό. Πιάναν δυο κοτόπουλα και τα φτιάναν, τα μαδάγανε μόνοι τους, βγάζανε τα φτερά, τα ξεφτερίζανε και βγάζανε και τα βάζανε σε μια κατσαρόλα με λάδι και τα βουτάγαν μέσα στο βραστό το λάδι και τα βγάζανε και ρίχνανε πιπέρι και αλατάκι και τέτοια από πάνω και πίνανε κρασάκι. Γινόντανε στουπί στο μεθύσι εκεί πέρα. Ήτανε η ζωή αυτή απάνω στο νησί. Αλλά, ήταν όλη η μεγάλη τάξη. Και εγώ στρατιώτης που πήγα και είχα πάει —γιατί υπηρέτησα στη Διοίκηση Φάρων μέσα στον Πειραιά—, αυτός που ‘χα εκεί πέρα ήτανε ένας ηλικιωμένος, ηλικιωμένος. Μπακόπουλος λεγότανε αυτός και ήτανε Ναύαρχος, μεγάλη τάξη. Και είχε και μία θεότρελη μια κοπέλα, κόρη του δηλαδή, η Βάνα, εκεί πέρα. Και πήγα στρατιώτης και πήγα στη Διοίκηση Φάρων. Με πήρε αυτός και με πήγαν στη Διοίκηση Φάρων εκεί πέρα και εκεί υπηρέτησα τρία χρόνια συνέχεια. Δεν έφυγα από κει πέρα. Με προσέχανε αυτός ο κόσμος.
Το μαγαζί αυτό ποιος το είχε που μου είπατε;
Στο νησί μέσα; Ο πατέρας μου το είχε φτιάξει. Ο πατέρας μου. Έπιανε το χέρι του για τέτοια και το ‘φτιαξε το μαγαζάκι αυτό και το εκμεταλλευότανε. Είχε κάνει στοίβες. Μέχρι 7.000 οκάδες τότες κρασιά έβαζε μέσα, αλλά τι; Ανοίγαν το βαρέλι το κρασί το πρωί, τα τριακοσάρια. Έπαιρνε 300 οκάδες το κάθε βαρέλι μέσα. Το ανοίγαν το πρωί και το βράδυ δεν υπάρχει ούτε το ξύλο. Τα πίναν όλα.
Πώς περνούσατε εσείς σαν παιδί στο μαγαζί εκεί;
Εμείς ήμαστε… Ψαρεύαμε. Ήμαστε τέσσερα αδέρφια. Είχαμε δύο σκάφη και ψαρεύαμε και τα ψάρια τα ‘παιρνε ο πατέρας μου. Τα ‘παιρνε, τα ‘στελνε στη Στυλίδα μέσα. Ήτανε τέσσερις μανάβηδες στη Στυλίδα. Τα ‘στελνε στη Στυλίδα, στους μανάβηδες, ναι, και του κόβαν το μπολέτο και σε δεκαπέντε, σε δέκα μέρες μάς βγάζανε λογαριασμό απ’ τη Στυλίδα και μας πληρώνανε, κατάλαβες;
Απ’ το μαγαζί έχετε μια όμορφη ανάμνηση, κάτι που να θυμάστε;
Όχι, τι ανάμνηση να ‘χουμε; Το μαγαζί αυτό ο πατέρας μου είχε… Όπως το ‘πα, δεν είχε μεγάλη… να ‘ναι μεγάλο το μαγαζί, να ‘χει χώρους και τέτοια, δωμάτια και τα ρέστα. Ήταν μόνο το μαγαζί αυτό. Δεν είχε τίποτα άλλο. Ύστερα εμείς το φτιάξαμε, όπως σου ‘πα προηγουμένως. Το ‘48 ξεκινήσαμε και το φτιάχναμε, ναι, και φτιάξαμε και σπιτάκια πάνω που μέναμε, που δεν είχαμε τέτοια πράγματα, δεν έχει ο πατέρας μου. Ήτανε… Όχι δεν είχε λεφτά. Να φανταστείς ότι στο Τρικέρι… Έχεις πάει στο Τρίκερι; Α, έχεις πάει στο Τρίκερι. Στο Τρίκερι πολλές οικογένειες τούς είχε δώσει λεφτά και παντρευόντουσαν, φτιάνανε καΐκια, φτιάνανε εργαλεία. Τους χρηματοδοτούσε ο πατέρας μου απ’ το νησί και ερχόντουσαν ο κόσμος μέσα στο νησί μετά και ψαρεύανε και ξεχρεώναν το χρέος το οποίο παίρνανε. Παντρεύανε και τα κορίτσια τους, γιατί το Τρίκερι όλοι οι γάμοι και όλες οι προξενιές τότε γινόντουσαν τις γιορτές. Πάσχα, Χριστούγεννα, Απόκριες, ναι, γινόντουσαν, γιατί ο κόσμος εκεί δούλευε. Είχε πολύ σφουγγαράδες. Βγάζαν τα σφουγγάρια, κατάλαβες; Λοιπόν, και ερχόντουσαν στο νησί μέσα, γιατί είχε παραγωγή από αυτά τα πράγματα εκεί πέρα, και δουλεύαν εκεί πέρα και το βράδυ μέναν εκεί στο νησί μέσα. Τα καταγράφεις τώρα αυτά;
Ναι.
Καταγράφονται, ε;
Πώς περνούσε ο χρόνος σας εκεί;
Δεν είχε τίποτα. Δεν είχε χρόνο το νησί απάνω. Ο χρόνος ήτανε κάθε πέντ’ μέρες έξι, ξέρω ‘γώ τι, τις βδομάδες που περνάγανε, για το δεκαπενθήμερο για στο μήνα απάνω, πηγαίναμε στη Στυλίδα, πηγαίναμε στα Καμένα Βούρλα. Πηγαίναμε εκεί πέρα, καθόμασταν, τρώγαμε, πηγαίναμε το βραδάκι σινεμά, αυτά όλα κει πέρα. Οικογενειακώς. Είχαμε και ρούχα μαζί στα καΐκια μέσα τη νύχτα για να μη φύγουμε από κει πέρα και φεύγουμε και ταλαιπωριόμαστε. Κοιμόμασταν στα καΐκια και το πρωί με το ξημέρωμα βάζαμε μπρος, πηγαίναμε, αφήναμε τις γυναίκες στο [00:20:00]νησί και εμείς πηγαίναμε για ψάρεμα, στη δουλειά μας, κατάλαβες; Αυτή ήτανε. Αλλά, είχε και απέναντι τ’ Αχλάδι. Ήτανε αυτό το μέρος συνοικισμός, πρόσφυγοι. Δεν ξέρω αν το ξέρεις αυτό με τ’ Αχλάδι, Στυλίδα. Είχε ο Άγιος Κωνσταντίνος, η Αιδηψό. Αυτά τα μέρη είχανε πρόσφυγες πολλοί.
Είχατε δυσκολίες στη διαβίωση;
Δυσκολίες με την Κατοχή. Άλλες δυσκολίες όχι. Με την Κατοχή είχαμε πολύ, πολύ μεγάλη δυσκολία. Ήταν το πιο κοντινό μέρος. Θέλαν απέναντι να περάσουνε οργανώσεις ολόκληρες, όχι… Απ’ το φάρο του Βασιλίνας —το ξέρεις το φάρο Βασιλίνας; Το ξέρεις—, απέναντι με το Γαρδίκι, με την Πελασγία. Ναι, το ‘χανε, παρακολουθάγανε τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Πηγαίνανε στα υψώματα απάνω και τους παρακολουθάγανε κι όταν βρίσκανε κενό μέρος μπαίνανε μέσα στις βάρκες και με τρία τέσσερα κουπιά, που λες —γιατί μηχανές δεν είχαν παλιά—, λοιπόν, με τα κουπιά, που λες, πηγαίνανε, τους περνάγαν απέναντι στην Τάπια, που λέμε, προτού να πάμε στο Πελασγία. Είναι ένας κάβος εκεί πέρα. Βγαίνανε έξω και φεύγανε. Απ’ το νησί πηγαίναν πάνω στη Στρογγυλή, βγαίναν πάνω στο φάρο και κοιτάγαν δεξιά-αριστερά. Μόλις βρίσκανε κενό απ’ αυτού κοπανάγαν, περνάγαν απέναντι στο Ασπρονέρι, που λέμε, κοντά στα Καμένα Βούρλα δηλαδή, από δω μεριά, που είναι το φαναράκι εκεί πέρα και αυτό, ναι. Πηγαίνανε εκεί πέρα και δεν είχαμε θύματα και τέτοια καθόλου. Αλλά, τα θύματα ήταν με τους Έλληνες εδώ, τις οργανώσεις. Δεν είδες που σου ‘πα προηγουμένως ότι του πατέρα μου του κάνανε… Τον επήγανε στη γούρνα μέσα. Είχανε γούρνα φτιάξει και τον βάλανε εκεί πέρα, που λες, και του λέγανε: «Για δως μας 15.000 αλλιώς θα σε χώσουμε εδώ πέρα». Κατάλαβες; Και έκανε δάνειο ο πατέρας μου σε φίλους και τέτοια από πέντε, από δέκα, ό,τι μπόρεσε, και βρήκε, μάζεψε τα λεφτά και τους τα ‘δωσε και του χαρίσανε τη ζωή. Κατάλαβες. Αυτά ήτανε η ζωή εδώ πέρα, γιατί στο ‘πα, ο κόσμος εδώ πέρα ήτανε άλλη… Φύγανε. Δεν τη ζήσανε ύστερα μετά εδώ πέρα. Σηκωθήκανε φύγανε. Δεν τους χώραγε το… τα έργα τους που κάνανε. Κατάλαβες; Αυτά.
Θυμάστε κάτι άλλο απ’ την Κατοχή; Είχατε πείνα;
Πείνα όχι πολλή. Είδες που σου είπα ότι είχαμε τους Γερμανούς και παίρναμε τροφοδοσία. Ερχόντουσαν, παίρνανε… Πηγαίνανε απ’ τη Στυλίδα και φορτώνανε τα πάντα, τα πάντα, φασόλια, μακαρόνια, ό,τι, ό,τι, ό,τι, ό,τι να βάλει το μυαλό σου. Τα φορτώνανε στα καΐκια. Στις καταδιώξεις είχανε κάτι… Επιταγμένα ήταν αυτά και στο δρόμο τα πουλάγανε όλα. Φουντέρνανε και στο… Απ’ έξω απ’ το νησί έχει μια ξερίτσα, εκεί πέρα συγκεκριμένα, και το λέμε στο Λιβαναταίο εκεί πέρα, γιατί είναι αντίκρυ με τη Λιβανάτα. Λοιπόν, και το λένε στο Λιβαναταίο. Και φουντέρνανε τα καΐκια τα επίτακτα αυτά τα γερμανικά, φουντέρνανε εκεί πέρα και ερχότανε όλος ο κόσμος και ό,τι ήθελες να πάρεις, οτιδήποτε ήθελες να πάρεις, κονσέρβες, τέτοια πράγματα, τροφήματα, ναι… Έπαιρνες τις βάρκες, πήγαινες απάνω και κανόνιζες, πόσο κάνει αυτό, πόσο κάνει εκείνο και τα ‘παιρνες. Ναι. Δεν πεινάσαμε, δεν πεινάσαμε, αλλά εμείς εκεί πέρα είχαμε πολύ λάδι. Πολύ λάδι. Και ερχόντουσαν καΐκια από πάνω απ’ τη Λουδία, από Θεσσαλονίκη δηλαδή, λοιπόν, ερχόντουσαν καΐκια στο νησί και ξεφορτώνανε, παίρνανε λάδι και ξεφορτώνανε τροφήματα, ναι: καρπούς, στάρια, καλαμποκιά, τέτοια πράγματα, ό,τι ήθελε ο καθένας, κατάλαβες; Και δεν πεινάσαμε, δεν τραβήξαμε πεινά μεγάλη, να πούμε ότι πεινάσαμε. Όχι. Ήμαστε… Μια χαρά περνάγαμε εκεί πέρα. Αυτά είναι. Τίποτα. Τι να σου πω άλλο; Αλλά, η ζωή μας ήτανε μόνιμη αυτή. Ήτανε… Η δουλειά μας ήτανε κλεισμένη, να σου δώσω να καταλάβεις. Εγώ έχω από 17 χρονών, από 17 χρονών, που σήμερα δεν είναι σε θέση ούτε να ορίζει τον εαυτό του, από 17 χρονών δούλευα με ξένους ανθρώπους. Εδώ είχα σκάφος το οποίο το πούλησα στην Τουρκία απάνω και… μεγάλο. Και το ‘χα το καϊκάκι αυτό φτιαγμένο. Το ‘χα φτιάξει εγώ, όχι ότι το αγόρασα φτιαγμένο και τέτοια. Στη Σκιάθο το ‘χα παραγγείλει και το ‘φτιαξα και είχα περάσει και τη μηχανή μέσα και έκανα αυτή τη δουλειά, το ψάρεμα. Ύστερα πήρε και ο αδερφός μου και είχαμε δυο καΐκια δικά μας που κάναμε αυτή τη δουλειά. Δεν είχαμε τέτοια πράγματα, να πεινάσουμε κι αυτά. Ήτανε… Να φανταστείς ότι ζούσε κόσμος απ’ το νησί. Ζούσε πολύς κόσμος μ’ αυτές τις δουλείες που κάναμε. Δεν είχαμε τίποτα άλλο το περίεργο.
Αλλά, είχαμε τον ανταρτοπόλεμο. Τον φοβάστανε, τον εφοβάστανε. Ξέρεις πόσοι δείρανε εδώ πέρα και τους βάζανε στα τουλούμια, στα δέρματα απ’ τα ζώα μέσα; Όπως τώρα λένε η τηλεόραση απάνω. Είδες, με την κοπελίτσα που σκοτώσανε αυτοί, ψάχνουνε να τους βρούνε; Αυτοί… Έτσι γινόντουσαν και τότες. Όταν σου ‘πα για το μόλο μέσα που πιαστήκανε, που βγήκαν από τις μουριές μέσα αυτοί, ο διοικητής… Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος είχε μεγάλες γνωριμίες και συνεργαζόταν με ξένο κόσμο και με καλοί. Δασάρχηδες, λιμενικούς, δηλαδή ανθρώποι οι οποίοι ήτανε κλειδιά, κατάλαβες τι γίνεται; Συνεργαζότανε με αυτούς και δεν του εκόλλαε ο νόμος. Καλό ήτανε αυτό, αλλά ένα μέρος άλλο σε απειλούσανε και οι ψαράδες. Σε απειλούσανε και οι ψαράδες ύστερα —κατάλαβες;— άμα δεν γίνοταν η δουλειά τους. Ήταν ένα παιδάκι εδώ πέρα που σκοτώθηκε. Τον πλάκωσε το τρακτέρι και τον κουβάλαγαν οι αντάρτες από δω, από πέρα… Παίρνανε κι εμάς με τα κουπιά, γιατί δεν είχαμε και μηχανές τότε για να πεις ότι «Άντε, κοντά είναι. Σε ένα τέταρτο θα περάσουμε πέρα να δέσουμε». Όχι, ήτανε με τα κουπιά να πας. Με τα κουπιά δεν έφτανες εύκολα. Ήτανε ζόρικα τα πράματα, γι’ αυτό ήτανε περίεργη η δουλειά μας, περιορισμένα τα πάντα. Και αν είχες και πέντε ψάρια—. Πιάναμε τότε. Ήτανε αλλιώς η θάλασσα. Πιάναμε, πολλά ψάρια μαζεύαμε. Μαζευόντουσαν οι μανάβηδες, μας βρίσκανε σχεδόν πεθαμένοι δηλαδή. Σου λέει: «Τι θα τα κάνουνε; Θα τα φάνε;». Κατάλαβες; Αυτό είναι.
Στον ανταρτοπόλεμο που είπατε τι ακριβώς έγινε τότε;
Ποιο;
Στον ανταρτοπόλεμο που είπατε.
Τον ανταρτοπόλεμο ήτανε απ’ το ‘43 και μετά. Πιαστήκανε, φύγανε δηλαδή οι Γερμανοί, φύγανε οι Ιταλοί, οι Αυστριακοί, αυτοί οι κερατάδες όλοι, και πιαστήκανε οι δικοί μας ύστερα με την αστυνομία. Πήγαμε στο μόλο. Ήταν ένας. Νίτσο τον ελέγανε. Ήταν διοικητής στο μόλο της Λάμιας και ήτανε στο νησί. Ήταν φίλοι με τον πατέρα μου, έτρωγε εκεί πέρα και αυτά. Ήμασταν στο μόλο εμείς. Είχαμε πάει για να βγάλουμε, που σου ‘πα, με το Φαλάρα το Χαράλαμπο εκεί πέρα που… Ναι, και πήγαμε σε έναν. Μπαρμπα-Νίκο τον λέγανε εκεί πέρα. Είχε μια ψησταριά και έψηνε γουρνοπούλες, τέτοια πράγματα, τα ‘κανε… Τέλος πάντων, πήγαμε να φάμε εκεί πέρα, που λες. Και τη στιγμή που τρώγαμε μπήκε ο Νιτσος, αυτός ο διοικητής της αστυνομίας, και μόλις μας είδε «Βρε βρε, και τα Λυμπεράκια! Τι γίνεται, ρε παιδιά; Τι κάνετε, τι φτιάνετε; Νίκο, δώσε ένα κιλό κρασί ρε στα παιδιά εδώ πέρα». Και μας έδωσε, που λες, το κρασί. Το ‘πιαμε το κρασί και απάνω που ήπιαμε το κρασί πήγαμε να βγάλουμε το δόλωμα που σου ‘πα. Και λέει ο Χαράλαμπος ο Φαλάρας στον αδερφό μου το Βαγγέλη «Ρε πέρνα κάτω μη σε πιάσει κανένας αντάρτης» και βγήκανε από μέσα. Μόλις είδαμε μέσα εμείς, λέμε: «Τώρα πας για δόλωμα;». Σηκωθήκαμε και φύγαμε, να περάσουμε, να φύγουμε να πάμε στο νησί, γιατί στο νησί μέναμε, να πάμε στο νησί, που λες. Δεν προλάβαμε να φύγουμε να πιάσουμε το φανάρι, το χιλιομίλι που λέμε μέσα, πιαστήκανε αντάρτες με την αστυνομία. Το πρωί η αστυνομία δεν υπάρχει κανένας. Τους [00:30:00]είχανε εκτελέσει όλους οι αντάρτες και τους κουβαλάγανε. Συγκεκριμένα, ένα καΐκι από δω πέρα, θείος μου ήτανε αυτός, είχε το καΐκι και του ‘πανε: «Πάρ’ το καΐκι σου και σήκω φύγε και μη ζητάς πολλές εξηγήσεις τώρα. Φύγε. Πάρ’ το καΐκι και φύγε». Αυτός δεν έφυγε… Μπήκε βαθιά, έριξε ένα σίδερο στο καΐκι, φουντάρισε, λιμιτζάρισε και κάθισε εκεί πέρα, που λες, και το πρωί κουβάλαγε τα πτώματα στη Στυλίδα, την αστυνομία όλη. Και συγκεκριμένα δεν τους προλάβαινε όλους και σε ένα σπιτάκι που ‘χε ένα παλιομαγαζάκι που ήταν εκεί πέρα —Κούλα τη λέγαν αυτή που το ‘χε—, από πάνω ακριβώς απ’ το ντουβάρι της ανοίξανε μια γούρνα και ρίξανε δεκαεπτά άτομα μέσα, αστυνομικοί.
Τώρα, όσον αφορά το νησί, είχε νερό, είχε ρεύμα;
Ρεύμα δεν είχε. Είχαμε λουξ λάμπες, τις οποίες τις ανάβαν με πετρέλαιο. Τις ανάβαμε τη νύχτα και τις βαστάγαμε μέχρι το 12, 1, 2 η ώρα, ναι. Πολλές φορές ξημέρωνε κιόλα. Γινότανε γλέντια πάνω στο νησί. Όποιος ήθελε να γλεντήσει στο νησί ‘θελα να ‘ρθει. Δεν ερχόντουσαν στον Αϊ-Γιώργη, γιατί ο Αϊ-Γιώργης δεν είχε τίποτα. Εδώ τίποτα δεν είχε. Το νησί είχε ζωή. Ήταν άλλο το… Μέναν εδώ πέρα. Ήτανε άλλα τα πράγματα, ήτανε άλλη η ζωή τότες. Δεν ταίριαζε με το δω με τίποτα και ακόμα. Και μένω ευχαριστημένος γι’ αυτό το πράμα, γιατί τα εγγόνια μου, ο Κώστας, ο Γιώργος —τα ξες τα παιδιά—, λοιπόν, ανοίξαν μια δουλίτσα απάνω και αξιοποιήσαν το μέρος και μένει και ο πατέρας μου αναπαυμένος και ο γιος μου, γιατί ο γιος μου πέθανε, ο πατέρας του Κώστα. Πέθανε από καρκίνο. Κατάλαβες;
Είπατε για τα γλέντια, ότι γινόντουσαν γλέντια στο νησί.
Ναι.
Μπορείτε να μου περιγράψετε τι ακριβώς γινότανε στο γλέντι;
Γλέντι ήτανε… Ερχόντουσαν και κομπανίες απάνω, ερχόντουσαν κομπανίες απάνω, κάτι από δω, απ’ τα Γιάλτρα, ναι, από Λαμία, Στυλίδα, από Λιβανάτες εδώ απάνω. Ναι, ερχόντουσαν κομπανίες απάνω και κάνανε γλέντια, γιατί είχε κονόμα, είχε λεφτά αυτή η δουλειά. Ναι. Ερχόντουσαν. Και να φανταστείς ότι εδώ δεν είχε τίποτα για… Ούτε για να φας δεν έβρισκες εδώ, ούτε για ένα ποτήρι νερό, κατάλαβες; Εμείς είχαμε εκεί πέρα. Είχαμε τα πάντα. Και εξυπηρετούσαμε όλον τον κόσμο. Δυο καΐκια ερχόντουσαν, ένα απ’ τις Ράχες και ένα από δω απ’ τον Άγιο Κωνσταντίνο. Κουβαλάγανε κόσμο απάνω στο νησί και ερχόντουσαν στο γλέντι. Ερχόντουσαν στα γλέντια. Είδες που σου ‘πα προηγουμένως ότι άνοιγε ο πατέρας μου το τρακοσάρι το βαρέλι το κρασί το πρωί και το βραδύ δεν είχε; Για σκέψου να δεις. Μεγάλη δουλειά.
Εσείς πώς περνούσατε εκεί;
Τι ‘χα γίνει;
Πώς περνούσατε εκεί στο γλέντι;
Α, στο γλέντι; Εγώ βοηθάγαμε τον πατέρα μας εκεί πέρα που είχε το μαγαζάκι, τον εβοηθάγαμε. Αλλά, η κύρια δουλειά μας ήτανε τα ψαρέματα με τα καΐκια. Δεν είχαμε… Αλλά, ήταν τα λεφτά, ναι, που είχαμε λεφτά και γυρίζαμε και αυτά. Και όπου πηγαίναμε, ναι, περνάγαμε καλά. Δεν ήμαστε φουκαράδες, εδώ που τα λέμε, κατάλαβες; Και εδώ αυτό έξω… Να, έχω κι από πάνω σπίτια. Είδες απάνω; Έχω τρία σπίτια από πάνω. Λοιπόν, αυτά τα πράματα τα φτιάξαμε. Δεν τα βρήκαμε απ’ τον πατέρα μας και αυτά. Αυτά τα φτιάξαμε εμείς. Είναι δικά μας. Αυτά είναι δικά μου τα πάνω. Τα έχω δώσει στα παιδιά όλα και τούτο δω. Τούτο δω ήτανε που ο συγχωρημένος ο Γιώργης ο γιος μου στρατιώτης και έλεγε η Γεωργία, η γυναίκα μου: «Κώστα, το παιδί θα απολυθεί και θα ‘ρθει στον Αϊ-Γιώργη και δεν θα το πάρεις μες στο καΐκι πάλι. Όχι, δεν στο δίνω εγώ το παιδί στο καΐκι μέσα. Θα κοιτάξουμε να βγάλουμε μια δουλειά». Και πιάσαμε και φτιάξαμε το μαγαζί αυτό, τούτο δω, να βγάζει ένα μεροκάματο. Και από τότε βρίσκεται το μαγαζί αυτό. Απ’ το ‘72.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία στο νησί;
Ποιο;
Τι σας δυσκόλευε περισσότερο στο νησί, στη ζωή;
Στη ζωή; Δεν είχαμε δυσκολίες. Δυσκολίες δεν είχαμε. Ξένος κόσμος ερχόταν απάνω, έμενε, έπαιρνε, γιατί είχαμε και κάτι δωματιάκια που ‘χαμε, γιατί αυτά τα δωμάτια τα ‘χαμε και βάζαμε ελιές. Είχαμε μεγάλη ελαιοπαραγωγή, πολύ μεγάλη, και, ξέρεις, του νησιού οι ελιές είχανε πολύ λάδι, πάρα πολύ. Δεν ήταν όπως ήταν άλλα μέρη που βγάζαν λάδι. Εκεί οι ελιές χωρούσαν δύο δυόμιση… Ναι, είχε πολύ… Να φανταστείς ότι όταν πηγαίναμε και βγάζαμε τις ελιές, το λάδι, τα βγάζαμε τα βαρέλια, αυτά που είναι σαν και αυτά που βάζουμε πετρέλαια μέσα, που είναι 200 λίτρα, 220, τα τυλίγαμε και τα βγάζαμε έξω. Ήτανε άλλη η ζωή αυτή. Είχε λεφτά. Είχε λεφτά αυτή η δουλειά. Ερχόντουσαν δώδεκα δεκατέσσερα κορίτσια και μαζεύανε ελιές στο νησί και δεν θέλανε… γιατί δεν υπάρχει ελιά εδώ πουθενά, ναι. Και ερχόντουσαν και δουλεύανε και δεν παίρνανε λεφτά. Τους έδινες λεφτά και δεν θέλανε τα λεφτά, θέλανε λάδι. Και δουλεύανε με λάδι.
Πώς παίρνατε τις πρώτες ύλες;
Ποιο;
Τις πρώτες ύλες, δηλαδή το φαγητό. Πώς προμηθευόσασταν φαγητό για το νησί μέσα;
Φτιάνανε. Μαγειρεύανε μέσα. Δεν περιμέναμε να μας στείλουν από δω για να βγούμε να ψωνίσουμε και τα ρέστα. Παίρναμε απ’ τη Στυλίδα. Ήτανε ψαροπούλες, ήτανε τέσσερις ψαροπούλες, αλλά οι δύο ήτανε μόνιμες στο νησί μέσα. Και τους έλεγες ότι «Θα φέρεις 20, 30, 50 κιλά ψωμί να δώσουμε», γιατί παίρναν και τα καΐκια το ψωμί, τι ‘θελα να φάνε οι ψαράδες όπου ήταν εκεί πέρα, κατάλαβες; Πηγαίναν στη Στυλίδα αυτοί μέσα και παίρνανε τους φούρνους εκεί πέρα το ψωμί και το φέρνανε στις Ράχες και με τ’ άλλο το καΐκι τα ‘φερνε στο νησί. Και τσιγάρα, άλλα πράματα, μέχρι ξυραφάκια να ξυρίζονται οι ψαράδες δηλαδή. Ερχόνταν οι μανάβηδες που παίρνανε τα ψαριά, τους έδινες την παραγγελία εσύ, τα ‘γραφες τι ήθελες και τους τα ‘δινες, πάνε στη Στυλίδα αυτός, τα ψαριά έπαιρνε και τα ψώνια του και ερχόταν και τα ‘φερνε όλα στο νησί μέσα, κατάλαβες; Δεν περιοριστήκαμε πουθενά, δεν είχε περιορισμό. Αφού δεν σου ‘πα ότι με το νερό; Εδώ στην [Δ.Α.] όξω, στον κάβο, μόλις γυρίζουμε απ’ τον κάβο παραπάνω, ήταν ένα πηγάδι δίπλα, σε μια ελιά δίπλα. Και αυτό το πηγάδι, άμα έπινες νερό, πέτρες να ‘τρωγες διαλούσανε. Τόσο πολύ. Χωνευτικό νερό, πολύ ωραίο. Και ερχόντουσαν μέσα στο νησί αυτοί απ’ τα Καμένα Βούρλα οι μεγάλοι, τέλος πάντων —μην τους πούμε κερατάδες—, λοιπόν, και ερχόντουσαν απ’ τα Καμένα Βούρλα και έπιανε ο πατέρας μου τον πάγο και τον έκοβε στα τέσσερα, τον έκοβε στη μέση και τον έκοβε και έτσι και έβγαζε τέσσερα κομμάτια και βάζανε μέσα στη θήκη τη γυάλινη ένα τέταρτο πάγο μέσα και το παίρναν στα Καμένα Βούρλα και παίρνανε κρύο νερό να πίνουνε στα Καμένα Βούρλα, γιατί τα Καμένα Βούρλα δεν είχαν νερό, δεν είχαν νερό τα Καμένα. Για να είχανε, πάνε στη θάλασσα, αλλά δεν είχανε εγκαταστάσεις, τίποτα, τίποτα, δεν υπάρχει, γιατί τα Καμένα Βούρλα —εγώ το θυμήθηκα— με τέσσερα πέντε σπιτάκια που είχανε, ναι, η παραλία εκεί πέρα μέσα των Καμένων Βούρλων, ναι, δεν είχαν τίποτα άλλο. Μετά γίναν τα Καμένα Βούρλα. Τα Καμένα Βούρλα τώρα τελευταία γίνανε με τον τουρισμό, πήρανε δρόμο.
Τι τρώγατε συνήθως;
Οτιδήποτε, αλλά επί το πλείστον ψάρια. Και ακόμα ψάρια. Εμείς ψάρια τρώμε. Και τώρα εγώ, αν σε περίπτωση δεν έκανα μια μέρα [00:40:00]δυο να φάω ψάρια, γυρίζω την παραλία —γιατί τώρα τα καΐκια το πούλησα. Έχω πουλήσει μέχρι τώρα τέσσερα καΐκια, κατάλαβες. Λοιπόν, από 17 χρονών παιδάκι. Πήγαινες και έλεγες σε έναν άνθρωπο εκεί πέρα να τον επάρεις στο καΐκι και γύριζε και σε κοίταζε, σε ήλεγχε, πιτσιρίκος, «Τι να πάρει αυτό και τι να δουλέψει αυτός;». Αλλά, δεν ήταν έτσι όμως, ήταν το αντίθετο. Ήταν το αντίθετο.
Πώς νιώθατε εσείς που ζούσατε στο νησί, που είναι ένα μέρος απόμερο;
Απόμερο, ε;
Πώς νιώθατε σαν παιδί;
Φεύγαμε. Δεν είδες που σου ‘πα ότι πηγαίναμε σινεμάδες, πηγαίναμε τέτοια, Καμένα Βούρλα, Στυλίδα; Πηγαίναμε, δεν στεκόμασταν στο νησί.
Σας άρεσε που ήσασταν εκεί;
Ναι, αμέ, πολύ, πολύ, γιατί το νησί είχε κίνηση. Είχε μεγάλη κίνηση. Άμα μιλάμε για μεγάλη κίνηση, μεγάλη κίνηση. Και ερχότανε μεγάλες τάξεις, μεγάλες τάξεις. Έβγαζε και ψωμί η μάνα μου εκεί πέρα. Είχαμε φτιάξει φούρνο δίπλα στο σπίτι, είχαμε φούρνο. Είχαμε μέσα στο μαγαζί, που είναι, άμα πας εκεί πέρα και το δεις, είχαμε μια στέρνα που έπαιρνε μέσα 20-30 κυβικά νερό, αλλά ήτανε βροχόνερο. Το μάζευες απ’ τα ‘κείνα, όπως έχουνε στους φάρους. Οι φάροι δεν έχουνε στέρνες μέσα; Ακριβώς έτσι είχαμε και εμείς μέσα στο νησί. Ήτανε άλλη… Είχαμε κάνει, ο καθένας είχε κάνει τον τρόπο της ζωής. Αλλά, εμείς είμαστε… Εγώ επί τον πλείστον… Να, κι εδώ στον Αϊ-Γιώργη όποιος θέλει να κάνει εργαλείο και τέτοιο, έρχεται και ρωτάει: «Μπαρμπα-Κώστα, έτσι κι έτσι σκέφτομαι. Πώς θα το κάνουμε και πώς θα γίνει;». Θέλει να πάρει μια ιδέα, κατάλαβες; Γιατί γέρασα στη δουλειά μέσα, μες τη θάλασσα. Και δεν δούλευα δω, δούλευα μέχρι απάνω, Ζαγορά, Χαλκίδες, κέρατα, αυτά όλα. Κατάλαβες;
Τι ήταν αυτό που σας άρεσε απ’ τη θάλασσα, δηλαδή γιατί την αγαπήσατε τόσο πολύ;
Την αγαπήσαμε γιατί είχε καλή ζωή. Είχε καλή ζωή. Πολύ καλή ζωή. Δεν κωλώναμε με τίποτα. Λεφτά, είχε λεφτά. Είδες που σου ‘πα προηγουμένως για τα Τρίκερι; Ο πατέρας μου έφτιανε περιουσίες απάνω στο Τρίκερι και ερχόντουσαν ο κοσμάκης. Ευκολίες τούς έκανε, κατάλαβες; Αλλά, τι ευκολίες; Ερχόντουσαν και δουλεύανε και τους άρμεγε μετά ύστερα και τους έπαιρνε τα ψάρια. Τα παίρνανε οι μανάβηδες και τα λεφτά του τα μάζευε. Αν έδινε, ας πούμε, 10-20 χιλιάδες, ας πούμε, τότε, μέσα σε είκοσι μέρες, σε έναν μήνα δυο το πολύ τα λεφτά τα ‘παιρνες. Δουλεύαν ο κοσμάκος, τα βρίσκαν. Και του λέγανε και ευχαριστώ, εδώ που τα λέμε, γιατί πού ‘θελαν να τα βρούνε αυτά τα λεφτά, να έχεις το κορίτσι σου αρραβωνιασμένο και παντρεμένο; Γιατί, ξέρεις, στο Τρίκερι άμα δεν έχεις σπίτι, κορίτσι δεν παντρεύεις. Το ξέρεις αυτό το πράγμα; Ναι. Ο γαμπρός θα ‘ρθεί στο κορίτσι και θα κρεμάσει το σακάκι του μέσα στεγνός, με τίποτα, αλλά άμα έχει αδερφή πρέπει να την ακριβοπροικίσει, ναι, με πολλά λεφτά για να την παντρέψει, ναι, γιατί είναι και πλούσιο μέρος —ήτανε παλιά, όχι τώρα. Δεν έχει αυτή τη δουλειά που είχε παλιά το Τρίκερι, γιατί το Τρίκερι δουλεύανε με τη λίρα, ξέρεις. Τις λίρες στο Τρίκερι με την περικεφαλαία τις μετράγανε, χύμα μέσα. Ερχόντουσαν και παίρνανε σφουγγάρια και τέτοια, γιατί είχε πέραση το σφουγγάρι, και πληρώνανε με λίρες. Δεν πληρώνανε με λεφτά, κατάλαβες; Και πάντα ήτανε ματσωμένοι, ναι, και ερχόντουσαν στο νησί μέσα και καθόντουσαν και δουλεύαν τα σφουγγάρια. Κει τα φτιάνανε, γιατί έχει διεργασία βαριά για να το φτιάξεις, ναι. Θέλει να το πατήσεις, να το κρεμάσεις στη θάλασσα, την άλλη μέρα το πρωί να το ξύσεις, να το ρίξεις πάλι στη θάλασσα μέσα. Θέλει πολλή δουλειά για να γίνει αυτό το πράγμα.
Τους χειμώνες πώς τους περνούσατε εκεί στο νησί;
Το χειμώνα μέναμε μόνοι μας σχεδόν, σχεδόν. Όχι ότι μέναμε και πολύ μόνοι μας. Αλλά, μέναμε μόνοι μας, γιατί ο κόσμος έφευγε, πήγαινε στα σπίτια του. Ξεκίναγε η δουλειά τις Απόκριες, άνοιγε πάλι το νησί. Το Γενάρη μήνα και το Φλεβάρη ήτανε… Δεν είχαμε κίνηση και τέτοια πράγματα πάνω. Ό,τι κάναμε κάναμε αναμεταξύ μας, μοναχοί μας, που δουλεύαμε τα καΐκια μοναχοί μας. Τις άλλες μέρες δεν είχε δουλειά. Φεύγαν ο κόσμος απάνω. Το πρόβλημα ήταν… Δεν ήταν σ’ εμάς, ήταν στις γυναίκες. Να έχεις μια γυναίκα τώρα και την έχεις κλείσει απάνω στο νησί, ήτανε λίγο… έτσι δεν είναι; Ήταν λίγο σοβαρό το θέμα. Αυτό ήτανε. Τη γυναίκα μου εγώ την άφησα το ‘62. Εγώ πήγα στρατιώτης. Στο νησί την είχα αφήσει μαζί με τον πατέρα μου, τη μάνα μου. Από δω είναι, απ’ τον Αϊ-Γιώργη ήτανε, αλλά ήτανε καλή κοπέλα. Είχε πάει και κοίταε και τον πεθερό και την πεθερά εκεί πέρα, τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Τι να κάνουμε; Έτσι.
Τι έκαναν οι γυναίκες εκεί στο νησί, πώς περνούσαν το χρόνο τους;
Πώς τον περνούσαν το χρόνο; Ο πατέρας μου ήταν κτηματίας. Είχε και εκατόν σαράντα πρόβατα τότε στο νησί μέσα, τα οποία είχε τσοπάνηδες, είχε δυο ανθρώπους και τα φυλάγανε. Τα ‘χε για να κόβουνε τα χορτάρια απ’ τα κτήματα. Δεν τα πάαινε σε άλλα κτήματα μέσα ξένα. Τα είχε επί τούτου τα για τα κτήματα δικά του, για να τρώνε τα χορτάρια αυτά. Είδες που σου ‘πα για τα λάδια, για τα… Πέρναγε, ο πατέρας μου την πέρναγε έτσι. Τώρα, η μανά μου εκεί, στο σπίτι, αυτά, τέλος πάντων, κανέναν καφέ, κανένας περαστικός, εντάξει. Δεν είχε προβλήματα άλλα.
Οι πιο όμορφες αναμνήσεις που έχετε απ’ τα Λιχαδονήσια ποιες είναι; Έχετε σίγουρα…
Σαν νέοι ανθρώποι είχαμε… Εδώ που τα λέμε, το γλεντάγαμε, πότε στη Λιχάδα απάνω, πότε στα Καμένα Βούρλα, πότε στον Άγιο Κωνσταντίνο, Αιδηψό, κέρατα. Με τα καΐκια μας, ε; Με τα καΐκια. Πήγαινες, έπαιρνες τα ρούχα σου μέσα, πήγαινες για στα Καμένα Βούρλα για στη Στυλίδα, καθόσουνα εκεί πέρα μια μέρα δυο τρεις. Είχαμε και συγγενείς και αυτά και πηγαίναμε, που λες, και την αράζαμε, πέρναγε. Το πρόβλημα ήτανε στη γυναίκα το πολύ. Εμείς ξεφεύγαμε γιατί ήταν η δουλειά μας τέτοια. Πηγαίναμε στο Λιβάρι της Στυλίδας και καθόμασταν και δουλεύαμε μια βδομάδα μέσα στη Στυλίδα. Αλλά, δεν ήταν ένα κιλό ψαριά και δυο που πιάνουνε τώρα κι αυτά. Ήτανε ψάρια, όχι ψάρια... Προπάντων με τα πυροφάνια που δουλεύαμε μέσα και 50 και 100 και 150 κιλά ψάρια, κατάλαβες; Πιάναμε ψάρια πολλά. Ήταν το Λιβάρι μέσα στη Στυλίδα. Είχε παραγωγή μεγάλη την οποία δεν την είχε αλλού, κατάλαβες;
Και οι γυναίκες που μου λέτε ότι είχανε τόσο μεγάλο πρόβλημα…
Όχι, μεγάλο πρόβλημα δεν ήτανε, αλλά όσο και να πεις ήτανε περιορισμένη. Να κάθεσαι τώρα μέσα στο νησί με δύο γερόντια ήταν μπελάς. Ερχότανε, ήτανε… Καθότανε μια μέρα δυο στο νησί, ερχόταν όξω, κάθεται στον πατέρα της και στη μάνα της όταν δεν ήμουνα εγώ εδώ. Όταν ήταν ο πατέρας και η μάνα της εδώ πέρα, ερχότανε, καθότανε εδώ τέσσερις πέντε μέρες, «Θα πάω να δω και τα πεθερικά μου», πήγαινε στο νησί μέσα. Ερχόταν ο πατέρας μου και την έπαιρνε με τη βάρκα και πηγαίνανε μέσα. Δεν είχε [00:50:00]προβλήματα, δεν είχε προβλήματα σοβαρά, τίποτα. Ήταν τιποτένιο, γιατί το γλεντούσε ο άλλος που ερχότανε. Δεν έλειπε ο κόσμος εκεί πέρα, απ’ το νησί δεν έλειπε. Και χειμώνα-καλοκαίρι κόσμος είχε. Αλλά, το καλοκαίρι ήτανε πολύς ο κόσμος. Δεν μπορούσες να τον εξυπηρετήσεις. Ερχόντουσαν και μπαίνανε μέσα στην παράγκα στον πατέρα μου και τραβάγανε και βγάζανε, να υποθέσουμε, 20 κιλά ψάρια, 30 κιλά ψάρια, 10 κιλά ψάρια. Τάιζε τις οικογένειες. Και τα δίναν εκεί πέρα και «Άντε, Κυρά Κατερίνη» —Κατερίνη τη λέγανε τη μάνα μου, ναι— «καθάρισέ τα». Παίρνανε αυτοί εκεί, βγάζαν βραστά, βγάζαν τηγανητά, βγάζαν για ψητά, ο καθένας τι ήθελε να φάει. Άναβε φωτιά η Γεωργία εδώ, η γυναικά μου, εδώ με τη μάνα μου και τους τα φτιάχνανε. Πληρωνόντουσαν, όμως, πληρωνόντουσαν. Αλλά, ήταν τραπεζίτες όλοι, τραπεζίτες και λεφτάδες ο κόσμος. Δεν το υπολόγιζε. Εγώ παρακολούθαγα τώρα το… Όταν πήγα στο νησί μέσα, ανοίξαμε το μαγαζί στο νησί μέσα με το Γιάννη το γιο μου και πήγαμε εκεί πέρα. Λογαριασμό δεν ζητάγανε ο κόσμος. Λογαριασμό καμία φορά δεν είχανε ζητήσει. Καθότανε, τρώγανε πίνανε, αυτά όλα. Πηγαίναμε, τους παίρναμε θαλασσινά στα καΐκια πάνω, που βγάζαν αυτοί οι κοχυλάδες εκεί πέρα, θαλασσινά και τους ανοίγαμε. Λέει ο συγχωρημένος ο Γιάννης: «Μπαμπά, βγάλε δέκα πιάτα, δεκαπέντε, είκοσι πιάτα θαλασσινά». Τους τα βγάζαμε, τα τρώγανε και το βράδυ που νύχτωνε πετάγαν τα λεφτά απάνω στο τραπέζι και λέγανε «Άντε, γεια σας παιδιά. Αύριο τα βρίσκουμε», κατάλαβες; Έτσι ήταν το νησί. Έτσι ήτανε το νησί, που λες. Ήτανε άλλο… Ωραία, δεν είχαμε προβλήματα. Δεν είχαμε προβλήματα.
Τα καλοκαίρια είπατε ότι είχε πολύ κόσμο.
Ναι, στο νησί, το νησί απάνω. Πολύς κόσμος. Βγήκε μια μέρα ο Γιάννης έξω και έβαλε τα χέρια πίσω και έκανε βόλτες στην παραλία. Και τον πείραζα εγώ. Λέω: «Ρε τι σκέφτεσαι; Τι ονειρεύεσαι;». «Μπαμπά, είσαι πολύ νυχτωμένος» λέει. «Τι ρε;». «Θα δεις» μου λέει. Και σηκώθηκε και πήγε στην Αθήνα και παίρνει ένα μπαράκι μ’ αυτό το κινέζικο το καλάμι το ψιλό και το φέρνει στο νησί μέσα και κάτι μαστόροι εδώ πέρα και το φτιάξανε. Κάτω του βάλανε σανίδια για την άμμο και τα ρέστα και το στρώσανε κάτω. Στην πρώτη χρονιά ήταν λίγο περιορισμένη —όχι περιορισμένη, αλλά ήταν λίγο κάπως περιορισμένη. Αλλά, μετά, από δεύτερη χρονιά, δεν ξέραμε τι να τους κάναμε. Είχα το καΐκι το ένα που είχα εγώ και πήγαινα στα Καμένα Βούρλα. Έκανα δρομολόγια 11:00 η ώρα απ’ τα Καμένα Βούρλα, μία από Ράχες, κατάλαβες; Από δω απ’ τον Άη Γιώργη το πρωί 10:00 η ώρα είχα δρομολόγια. Και κουβάλαγα με το καΐκι. Γι’ αυτό είχαμε το καΐκι, που είχε δουλειά, και βγάλαμε αυτό και το πούλησα το καΐκι, το ‘δωσα ύστερα, το ‘δωσα 8,5 εκατομμύρια στην Τουρκία απάνω και φτιάξαμε μετά τα καΐκια τα μεγάλα που έχουμε τώρα. Έχουμε πέντε καΐκια, πέντε βάρκες. Τρία μεγάλα, ένα ο Κώστας και δυο ο Κώστας με τον —μαζί τα ‘χουνε όλα… και δυο βάρκες. Τη μία τη βάρκα την πήραμε απ’ την Αμερική, την έφεραν απάνω. Ο Κώστας έχει μια φιλενάδα εκεί πέρα στην Αμερική που πουλάει σκάφη, τέτοια πράγματα, και την πήρε τηλέφωνο και του ετοιμάσανε και τη φορτώσανε σε ένα καράβι που έρχεται στην Ελλάδα και το στείλανε.
Πώς πήρατε την απόφαση να φύγετε απ’ το νησί;
Η απόφαση ήτανε διότι μας περιόρισε πολύ το σχολείο για τα παιδιά μας. Πήγαμε γίναμε ψαράδες. Θα έχουμε και τα παιδιά μας ψαράδες; Έπρεπε κι αυτά να… έτσι δεν είναι; Και μας έκανε η ανάγκη για τα σχολεία και σηκωθήκαμε και φύγαμε από μέσα. Ποιος θα ‘ρθει δάσκαλος στο νησί μέσα; Να κάνει τι; Αυτό ήτανε. Γι’ αυτό φύγαμε κιόλα.
Συνεχίσατε να πηγαίνετε μετά;
Ναι, αμέ. Εμείς περνάγαμε γιατί έμενε κι ο πατέρας με τη μάνα μου εκεί πέρα. Όταν πέρναγα από κάτω, πέρναγα εγώ να δω τι κάνουνε, αυτά, να τους δώσω ψάρια να φάνε, αυτά, τα πάντα όλα. Και ερχόμουν εδώ πέρα. Πέντε λεπτά είναι.
Τι σας λείπει περισσότερο τώρα απ’ το νησί;
Τι έγινε;
Τι σας λείπει, τι σας λείπει περισσότερο;
Τώρα δεν μας λείπει τίποτα. Τώρα, αυτή τη στιγμή, δεν μας λείπει τίποτα, γιατί έχουμε κανονίσει τη ζωή μας και είμαστε ξένοιαστοι από τέτοια πράγματα. Δεν έχουμε τίποτα, γιατί και εδώ πέρα όλα αυτά απάνω τα έχω αγορασμένα μέχρι τον απάνω το δρόμο. Όλα αγορασμένα είναι. Λοιπόν, δεν μας λείπει τίποτα.
Όχι, εννοώ τι νοσταλγείτε από το νησί, με αυτή την έννοια.
Με την έννοια αυτή; Το ψάρεμα. Το ψάρεμα, γιατί τώρα τελευταία είχα πάθει κι ένα μικρό εγκεφαλικό, έπαθα ένα έμφραγμα απ’ το νησί. Και το έμφραγμα και το εγκεφαλικό το ‘παθα απ’ τις φωτιές απού ψήναμε ψάρια και χταπόδια, καλαμάρια, κέρατα, τέτοια, τυριά, κρέατα, σουβλάκια δηλαδή, τέτοια πράγματα και ήτανε μέσα στον ήλιο. Δεν είχαμε σκιές και τέτοια. Τώρα έχουνε κάνει σκιές. Μέσα στον ήλιο. Και μας έλειψε αυτό το πράγμα. Δηλαδή, απ’ τον καιρό που πήγαμε μέσα και έφυγα απ’ το νησί και βγήκα έξω στενοχωρέθηκα πραγματικά πολύ. Πρώτο και κύριο, άφησα το παιδί μου μέσα σε ξένα χέρια. Δεν μπορούσα να πάω ύστερα μετά εγώ μέσα στο νησί, περιορίστηκα, γιατί ήτανε μέσα στην άμμο την καυτερή, γιατί δεν είναι χαλίκι, όπως είναι τούτη εδώ η άμμος εδώ πέρα. Την έχεις προσέξει την άμμο του νησιού; Άμα την πιάσεις δεν έχει ούτε το μισό βάρος απού έχει εδώ το χαλίκι. Είναι άλλα τα… Καλώς τον Κωσταντή μου. Είναι άλλη η θάλασσα εκεί πέρα, άλλη η θάλασσα εδώ. Δεν είναι η ίδια. Είναι ίχνος από όστρακο ψιλό. Δεν είναι χαλίκι. Εδώ, άμα πάρεις μια χούφτα άμμο, να υποθέσουμε 1 κιλό εκεί, από εδώ θα είναι 2-3 κιλά. Εκεί δεν θα βγαίνει… ούτε ένα κιλό δεν θα βγαίνει, γιατί είναι ελαφριά, είναι κοχυλάκι.
Και αυτό τι σημασία έχει;
Δεν έχει σημασία τίποτα. Είναι η φύση. Είναι η φύση, είναι η παραγωγή του αυτή, κατάλαβες; Εδώ δεν έχει τέτοιο πράγμα εδώ πέρα, δεν ζει αυτό εδώ πέρα δηλαδή. Και ήτανε ένα παιδί από δω απ’ το… Το ‘χαμε στο νησί δώδεκα χρόνια μέσα, φύλακα μες στο νησί. Και έπιανε ένα μπουκάλι απ’ αυτά, να υποθέσουμε, ένα μεγάλο, μια φρουτιέρα, οτιδήποτε και έπιανε με τα κοχυλάκια και έπαιρνε βενζινόκολλα και άρχιζε και είχε την υπομονή και έφτιανε κάτι πραματάκια με το κοχύλι αυτό. Τα κένταγε αυτά όλα. Μη συζητάς, κάτι πράγματα! Ξέρεις πώς πέφταν απάνω; Μόλις βγαίναν το βράδυ πηγαίναν απάνω στο Γιώργο —Γιώργο το λένε το παιδί— και κοιτάγαν εκεί πέρα. Που λες, τα εξαφανίζαν όλα, δεν έμενε κανένα. Κι εκείνος πάαινε στην άμμο και μάζευε κοχυλάκια διάφορα, που βγάζει η θάλασσα έξω, και έπιανε ύστερα και τα κένταγε με το τσιμπιδάκι που βγάζουν τα φρύδια, κατάλαβες
[01:00:00]
Σήμερα πάτε καθόλου;
Πού; Στο νησί; Δεν πάμε, δεν πάμε. Έχω να πάω στο νησί μέσα… Μόνο κάθε 25 Ιουλίου γίνεται λειτουργία στο νησί μέσα. Το νησί είχε ένα εκκλησάκι απάνω, τον Αϊ-Γιώργη. Έχεις πάει, ε; Έχει ένα εκκλησάκι, τον Αϊ-Γιώργη. Ήταν έτοιμο να πέσει. Πέρναγε ο Γιάννης μέσα —και ο Κώστας τώρα και ο Γιώργος περνάνε μέσα—, περνάγανε με τα καΐκια μέσα και ήτανε ετοιμόρροπο το εκκλησάκι αυτό. Ήτανε αμαρτία, κατάλαβες; Και σηκώνεται ο Γιάννης, που λες, προτού πεθάνει φυσικά, και πηγαίνει στην Ωρεοί, στον Καΐρη, και παίρνει τα τούβλα, τσιμέντα, ξυλεία, κεραμίδια, κέρατα, τα πάντα όλα. Και βάζει μαστόρους και το φτιάξανε το εκκλησάκι. Το χτίσανε, το σκεπάσανε, το κάνανε κομπλέ, ναι, και καθόρισε κάθε 25 Ιουλίου, 25 Ιουλίου να ανοίγει και να πηγαίνει ο παππάς μέσα με δωρεάν τα καΐκια τη μεταφορά τον κόσμο για να πηγαίνουν να ανάψουν ένα κεράκι στον Αϊ-Γιώργη, κατάλαβες; Και πηγαίνει κάθε χρόνο 25 Ιουλίου ένα καΐκι. Είναι ταγμένο. Πηγαίνουνε. Πότε ο Κώστας πηγαίνει, πότε ο Γιώργος. Φορτώνει κόσμο από δω απ’ τον Αϊ-Γιώργη χωρίς λεφτά, χωρίς τίποτα, όχι ότι πάει και πάει και παίρνει εισιτήρια και τέτοια. Δεν έχει τέτοια πράγματα. Είναι δωρεάν τα πάντα όλα. Άμα θες να πιείς έναν καφέ. Άλλος πίνει, του φτιάνεις πίνει. Άλλος πληρώνει, άλλος δεν πληρώνει, άλλος θέλει και πετάει απλώς ένα δίφραγκο απάνω, κατάλαβες;
Και πάτε και εσείς;
Ναι, πηγαίνω. Κάθε χρόνο πηγαίνω. Πάει η Γεωργία και παραγγέλνει λειτουργιά στο φούρνο —κατάλαβες;— και μου δίνει εκείνα που είναι, λάδι, το λαδάκι, τη λειτουργιά του, τα πάντα όλα και τα παίρνω και μπαίνω στο καΐκι. Και πηγαίνω μέσα, κάθομαι. Αλλά, τις άλλες μέρες δεν πηγαίνω γιατί το βαρέθηκα, γιατί είναι… Μείναμε και απ’ τα ποδάρια, μείναμε… Έχουμε γκλίτσα τώρα και εγώ και η γυναίκα μου. Είμαστε 90 χρονών άνθρωποι. Πού να πας τώρα;
Νιώθετε τυχερός που περάσατε τα παιδικά σας χρόνια εκεί;
Ναι, ναι, γιατί εδώ δεν είχε τίποτα. Εδώ έπρεπε να φύγεις. Πού να πας; Δεν είχε τίποτα εδώ πέρα. Να, δυο τρία σπιτάκια ήτανε. Τώρα γίνανε κι ο Αϊ-Γιώργης. Και το Παλιοχώρι από πάνω, ένα χωριό από πάνω, κατέβηκαν όλοι στον Αϊ-Γιώργη, κάνανε σπίτια στον Αϊ-Γιώργη. Η Λιχάδα απάνω, άμα δεν ήταν οι Γερμανοί, θα ήτανε… Θα είχε κλειστεί και η Λιχάδα. Όπως έγινε το Παλιοχώρι θα ήτανε και η Λιχάδα και θα ήθελε να φύγει ο κόσμος. Όποιος παντρεύεται και όποιος είναι νέος φτιάχνει σπίτι στον Αϊ-Γιώργη. Δεν πάει να φτιάξει σπίτι στη Λιχάδα να μείνει. Και το παιδί του ακόμα. Από δω, απ’ το περίπτερο και κάτω είναι Λιχαδιώτες. Όλο Λιχαδιώτες μέχρι μακριά είναι. Είναι όλο Λιχαδιώτες, από δω μεριά, απού είναι το Καψοράχη, τα μαγαζιά εδώ πέρα δηλαδή. Και προς τα πάνω είναι Παλιοχωριώτες. Αϊ-Γιωργήτες είναι εδώ μέσα, η γούρνα αυτή εδώ. Δεν έχει τίποτα.
Έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο σχετικά με την εποχή εκείνη που μου είπατε, με την Κατοχή, με τον πόλεμο; Δεν ξέρω, έχετε κάτι, θυμάστε κάτι, έτσι, που θέλετε να το πείτε, κάτι που έγινε;
Τι να γίνει; Εδώ ήτανε… Ένα ξαδερφάκι μου ήτανε, ναι. Ήταν ο ανταρτοπόλεμος εδώ. Εδώ ήταν ανταρτοπόλεμος. Όποιος ήθελε να περάσει από δω για απέναντι ή για την Πελασγία και τα ρέστα ερχότανε από δω και πέρναγε. Να σου πω και ένα τώρα. Ήταν ο αδερφός μου, αυτός που πέθανε, ο Γιώργος… Ποιος είναι αυτός… Ένας ξάδερφός μου, που λες. Kαι ψαρεύαμε και περάσαμε απ’ το νησί από μέσα και λέει αυτός ο… Η μάνα μου λέει: «Τώρα, μία και είστε εδώ πέρα, δεν κάθεστε να φάμε;». Ήταν μεσημέρι. «Δεν κάθεστε να φάμε για να μη χαλάσει το φαΐ; Και πάτε μετά να ψαρέψετε». Και καθόμαστε, που λες. Αλλά, τι έγινε μ’ αυτό; Αυτό θα στο πάρω απ’ την αρχή για να στο πω. Πήρανε κάτι όμηρους στον Κάβο κάτω, στον Κάβο κάτω κάτι ομήρους, και τους είχανε εκεί στα σχοινιά από πάνω. Και έρχεται ένας από δω Αγιωργήτης. Ήτανε στο αντάρτικο αυτός, ο Λάμπρου Λεωνίδας και λέει—. Ήτανε πενήντα κομμάτια καΐκια, εκατό μέσα στο νησί. Δεν το χώραγε, δηλαδή. Τέλος πάντων. Λέει: «Τίνος είναι το σκάφος αυτό;». Πετιόνται δυο παιδιά εκεί πέρα. Λέει: «Δικό μας». Λέει: «Επιτάσσεται». «Γιατί, ρε παιδί;». «Επιτάσσεται για τον αγώνα». Δεν μπορείς να κάνεις και διαφορετικά, γιατί ο άλλος θα ‘βγαζε πιστόλι και θα σε σκότωνε, κατάλαβες; Και πού θα δώσει απολογία; Λοιπόν, ένας που ήταν μέσα στο καΐκι, το είχε ναυλώσει το καΐκι αυτό, ήτανε στο νησί έξω, έμενε έξω. Δεν πήγε μέσα στο καΐκι που το πήρε αυτός και πήρε τους ομήρους να τους περάσει απέναντι. Ήρθαν τη νύχτα. Φύγαν το μεσημέρι και ήρθαν τη νύχτα απ’ τον Άγιο Κωνσταντίνο. Λοιπόν, ήταν αυτός, που λες, και πήγαινε πέρα-δώθε μέσα εκεί στα σπίτια μπροστά. Λέει ο πατέρας μου, λέει: «Κώστα, για παρακολούθα αυτόνε». Λέω: «Τι να τονε κάνω;». «Να, κοίτα. Αυτός», λέει, «μπορεί να είναι κάτι», λέει, «Κάτι πρέπει να είναι αυτός». Λοιπόν, τι έγινε, που λες; Πάει ο πατέρας μου και του λέει «Φίλε, μπορώ να σου πω κάτι; Εδώ που ήρθες πρέπει να φας, να πιείς και να φύγεις. Δεν θέλουμε ούτε τα λεφτά σου ούτε τίποτα. Είναι υποχρέωσή μας να σου δώσουμε κάτι να φας». Λέει «Δεν θέλω, θείο», λέει. Λέει «Σε κατάλαβα», λέει, «τι άνθρωπος είσαι. Δεν θέλω», λέει, «τίποτα», λέει, «αλλά δεν θέλω να μη λείψει το τσαντάκι μου», λέει, «από μέσα απ’ το σκάφος γιατί θα ξεμπερδέψουμε πολύ άσχημα» λέει. Λέει: «Δεν ξέρω πού ανήκεις και τι είσαι. Δεν το ξέρω αυτό». Τέλος πάντων, που λες, ήρθε το καΐκι κατά τις 10-11 η ώρα τη νύχτα, ήρθε το καΐκι απ’ τον Άγιο Κωνσταντίνο. Απαγορευότανε η απόπλους, να φύγει τη νύχτα να ταξιδέψει δηλαδή. Αυτός μπήκε μέσα, έβαλε μπρος, σηκώθηκε έφυγε. Τώρα, τι ήτανε αυτός... Τέλος πάντων. Την άλλη τη μέρα το μεσημέρι, κατά τις 11 η ώρα, ξεκινάει μέσα στο νησί να ‘ρθούνε τα αεροπλάνα. Όσα καΐκια ήτανε βαθιά και ψαρεύανε δεν έμεινε κανένα. Τα βουλιάξανε όλα. Να περνάνε τα αεροπλάνα μέσα από κάτω, απ’ το στενό μέσα —εφόσον το ξέρεις το νησί—, από κάτω, απ’ το στενό μέσα, και να βγαίνουνε απάνω, που λες, μες το στενό και να μην κάνει «μπαμ» ένας, ένα βλήμα, τίποτα. Όσα βρίσκανε στη θάλασσα μέσα και ψαρεύανε για άλλες δουλείες ή αν περνάγανε στον Άγιο Κωνσταντίνο. Σκοτώσανε κόσμο, δηλαδή. Ναι, βουλιάξανε. Εδώ στο σχολείο, στην εκκλησία μπροστά, ρίξανε τρεις βόμβες η μια πάνω απ’ την άλλη και δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Λοιπόν, άραγε αυτός που έκανε τα περίπατα τι ήτανε; Δεν ήταν ύποπτος; Άσε. Εμείς τότε είχαμε απηυδύσει, απηυδύσει. Και πώς γλιτώσαμε και δεν έγινε θύμα κανένα. Δεν έγινε θύμα κανένα απ’ τους αντάρτες και από τους ρουφιάνους. Είχαμε και ρουφιάνους, ναι. Σου ‘λεγε ο άλλος «Εγώ ανήκω στο κόμμα», να υποθέσουμε, «και δεν πηγαίνω πουθενά. Να, τράβα πάρε το Λυμπέρη, ορίστε». Και ερχότανε και σου ‘λεγε να πας να πάρεις τρία άτομα απ’ το τάδε μέρος και να τα περάσεις απέναντι. Τώρα, πού θα το περάσεις [01:10:00]εσύ κανόνισε την πορεία σου. Τι ‘θελα να κάνεις; Δεν ‘θελα να πας; Ο άλλος είχε πάει στο φανάρι της Βασιλίνας και είχε μια κόφα να την περάσει στην Πελασγία. Και ξέρεις τι είχε μέσα; Αχλαδιά στην κόφα. Είχε αχλάδια. Έκανε εμπόριο. Να, έτσι ήτανε.
Ωραία. Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Όχι. Τι άλλο; Δεν θυμάμαι και τίποτα άλλο. Δεν θυμάμαι και τίποτα άλλο να σου πω.
Εντάξει, κύριε Κώστα. Σας ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ.
Τι με ευχαριστάς, κοπέλα μου;
Photos

Η οικογένεια Λυμπέρη στα ...
Η οικογένεια Λυμπέρη στα Λιχαδονήσια.
Summary
Ο κύριος Κώστας γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Λιχαδονήσια του Νομού Ευβοίας. Εκεί, μέσα στο πανέμορφο και ήσυχο φυσικό τοπίο, έζησε και σε μεγάλο βαθμό συνδιαμόρφωσε με την οικογένειά του το μέρος σε τουριστικό παράδεισο. Ψαράς ο ίδιος, βγήκε στο μεροκάματο από τα 17 του με τον αδερφό του, ενώ οι γονείς του διατηρούσαν εξοχική ταβέρνα για τους εύπορους τουρίστες της Αιδηψού και των Καμένων Βούρλων. Σήμερα, τα παιδιά και τα εγγόνια του συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση όχι με το ψάρεμα αλλά με τον τουρισμό. Θυμάται με νοσταλγία πόσο όμορφα περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του στο νησί, που στιγματίστηκε μόνο από τα άσχημα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Narrators
Κώστας Λυμπέρης
Field Reporters
Αλεξάνδρα Λαδά
Tags
Interview Date
12/05/2021
Duration
70'
Summary
Ο κύριος Κώστας γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Λιχαδονήσια του Νομού Ευβοίας. Εκεί, μέσα στο πανέμορφο και ήσυχο φυσικό τοπίο, έζησε και σε μεγάλο βαθμό συνδιαμόρφωσε με την οικογένειά του το μέρος σε τουριστικό παράδεισο. Ψαράς ο ίδιος, βγήκε στο μεροκάματο από τα 17 του με τον αδερφό του, ενώ οι γονείς του διατηρούσαν εξοχική ταβέρνα για τους εύπορους τουρίστες της Αιδηψού και των Καμένων Βούρλων. Σήμερα, τα παιδιά και τα εγγόνια του συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση όχι με το ψάρεμα αλλά με τον τουρισμό. Θυμάται με νοσταλγία πόσο όμορφα περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του στο νησί, που στιγματίστηκε μόνο από τα άσχημα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Narrators
Κώστας Λυμπέρης
Field Reporters
Αλεξάνδρα Λαδά
Tags
Interview Date
12/05/2021
Duration
70'