© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

«Δεν ξέραμε καν τι είναι τσουνάμι»: Τρεις φίλοι ταξιδεύουν στην Ταϊλάνδη τον Δεκέμβρη του 2004

Istorima Code
10348
Story URL
Speaker
Κωνσταντίνος Αυλωνίτης (Κ.Α.)
Interview Date
10/05/2021
Researcher
Μαρία Μακρή (Μ.Μ.)

[00:00:00] 

Μ.Μ.:

Καλησπέρα!

Κ.Α.:

Καλησπέρα!

Μ.Μ.:

Θα μας πεις το όνομά σου;

Κ.Α.:

Αυλωνίτης Κώστας λέγομαι, είμαι 44, χωρισμένος με δύο παιδιά. Μένω στους Μακράδες, Κέρκυρα.

Μ.Μ.:

Σήμερα, λοιπόν, είναι Τρίτη 11 Μαΐου του 2021 και βρίσκομαι με τον Κώστα Αυλωνίτη την Παλαιοκαστρίτσα, στην Κέρκυρα. Εγώ είμαι η Μαρία Μάκρη είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε.

Κ.Α.:

Ωραία! 

Μ.Μ.:

Κώστα πώς αποφάσισες να κάνεις το ταξίδι στην Ινδονησία τον Δεκέμβρη του 2004;

Κ.Α.:

Ήταν απόφαση καλοκαιριού. Έίχαμε καθίσει εγώ με τους δύο φίλους μου και κουβεντιάζαμε ότι θέλουμε να κάνουμε ένα ταξίδι κάποια στιγμή μαζί, κάπου να πηγαίναμε, πριν κάποιος από τους τρεις παντρευτεί, κάνει οικογένεια ή οτιδήποτε. Και εκείνη την εποχή ήταν, η Ταϊλάνδη, ήταν λίγο στα πάνω της, δηλαδή πολύ κόσμος πήγαινε Ταϊλάνδη και είχε ακουστεί πάρα πολύ για Ταϊλάνδη. Και είχαμε πει να κοιτάξουμε κάποια στιγμή να πάμε Ταϊλάνδη, αφού είχαν πάει και κάποιοι, είχαν κλείσει και κάτι άλλοι φίλοι μας να πάνε πιο πριν τον Δεκέμβρη. Εμείς βρήκαμε εισιτήρια, μάλλον ο φίλος μου βρήκε εισιτήρια, μέσω Αιγύπτου. Θα πηγαίναμε Αθήνα – Αίγυπτο, Κάιρο, Κάιρο – Μπανγκόκ και επιστροφή. Τα βρήκε τα εισιτήρια στα 700-750 ευρώ, νομίζω, πήγαινε-έλα το άτομο και έτσι τα κλείσαμε. Απόφαση στιγμής, ήταν «Μπαμ – μπαμ». Ναι ήταν «Μπαμ – μπάμ».

Μ.Μ.:

Τι όνειρα είχες για το ταξίδι πριν ξεκινήσετε; Πώς το σκεφτόσουν;

Κ.Α.:

Ότι θα κάνω διακοπές καλοκαίρι! Γιατί όλα τα χρόνια, εδώ στην τουριστική περιοχές που είμαστε, δεν είχαμε κάνει ποτέ διακοπές. Δηλαδή να πάμε για μπάνιο, με ήλιο, αυτό που κάνουν όλοι οι τουρίστες που έρχονται και απλά ξυπνάνε ό,τι ώρα θέλουν, πάνε το καλοκαίρι, κάνουν το μπάνιο τους, πάνε για φαγητό, γυρνάνε τις 10:00 το βράδυ σπίτι,  βγαίνουν έξω… Όλο αυτό, δηλαδή, δεν το ΄χαμε, δεν το έχουμε γνωρίσει εμείς, σαν τουριστικό νησί, να το κάνουμε καλοκαίρι. Και έτσι είχαμε πολύ… Ήμασταν πολύ ενθουσιώδεις. Ότι θα πάμε, θα κάτσουμε εκεί, θα πάμε Ταϊλάνδη, Πι Πι Λι, στα Πατάγια, Πουκέτ. Θα τα γυρνούσαμε, τέλος πάντων, όλα αυτά και φυσικά δεν ξέραμε τι μας περιμένει. Δηλαδή, είχαμε πάει τελείως αλεξιπτωτιστές, χωρίς να κλείσουμε ξενοδοχείο, χωρίς να κλείσουμε δωμάτιο. Μόνο τα μόνα που είχαμε κλείσει ήταν τα εισιτήρια και είχαμε και ένα σακβουαγιάζ με κάποια ρούχα μαζί μας, μια κάμερα και μ’ αυτά. Ήμασταν πολύ… Δηλαδή, ούτε καν βαλίτσες δεν είχαμε μαζί μας. Ναι, ναι! Τα ρούχα μας ήταν πολύ μετρημένα. 

Μ.Μ.:

Ποιο ήταν το πρόγραμμα που είχατε στο μυαλό σας;

Κ.Α.:

Δεν είχαμε πρόγραμμα, δεν είχαμε πρόγραμμα. Είπαμε θα πάμε, θα πηγαίναμε Μπανγκόγκ -εννοείται- θα καθόμασταν δύο, μία-δύο μέρες, μετά θα πηγαίναμε Πουκέτ και δεν ξέραμε, ήταν για ένα μήνα το ταξίδι. Δεν είχαμε… δεν ξέραμε καν πού θα πάμε, είχαμε πάρει κάποιες πληροφορίες από κάποιους φίλους, για Πουκέτ, για Πι Πι, για το Κράμπε, για το Full moon party. Kαι δεν το είχαμε καν στο μυαλό μας το πόσες μέρες θα καθίσουμε, πού, πώς, τι, δεν, τίποτα! Απλά είπαμε: «Πάμε και βλέπουμε!» Τελείως, τελείως χωρίς πρόγραμμα, μηδέν!

Μ.Μ.:

Και ξεκινάτε και είναι η πρώτη μέρα του ταξιδιού. Ποια ήταν; Που φύγατε;

Κ.Α.:

Η πρώτη ψυχρολουσία του ταξιδιού ήταν όταν κάναμε check-in. Έκανα πρώτος εγώ, δεύτερος ο Μαρίνος, ο δεύτερος φίλος μου. O τρίτος ο Γιώργος πήγε να κάνει check-in και στο check-in, δυστυχώς, του είπαν ότι έχει λήξει το διαβατήριό του εδώ και ένα χρόνο και αναγκαστικά έμεινε πίσω. Το κλείσαν για την επόμενη πτήση, εμείς φύγαμε Τρίτη, η επόμενη πτήση ήταν Παρασκευή με τα ίδια χρήματα, με το ίδιο εισιτήριο, μέσω δηλαδή, πάλι μέσω Καΐρου. Και έτσι, αντί για τρεις φύγαμε δύο. Ναι, μας ήρθε λίγο… Δηλαδή, μας έπιασε τελείως απροετοίμαστους. Ενώ είμαστε και οι τρεις εκεί στο αεροδρόμιο, να φύγουμε, περνάει ο πρώτος, δίνει το σακβουαγιάζ, πέρνάει ο δεύτερος, πάει να περάσει και ο τρίτος, ενώ έχουμε περάσει check in, τα πάντα όλα εμείς, ο τρίτος έμεινε εκεί! Μιλήσαμε, μίλησαν, συνεννοήθηκα να του στείλουν τα χαρτιά Αθήνα για να κάνει ανανέωση στο διαβατήριο και να πετάξει την Παρασκευή. Αποχαιρετιστήκαμε στο αεροδρόμιο και δύο φύγαμε, ο ένας έμεινε πίσω. Αυτή ήταν η πρώτη ψυχρολουσία. Μάλλον το πρώτο δείγμα, κάτι μας έλεγε να μην πάμε, κάπως -μπορεί να το πει και κάποιος έτσι- ότι σαν ένα σημάδι: «Ωπ, μην, μην το κάνετε». Ή αν κάποιος το βλέπει, είναι κάποιος προληπτικός και μπορεί να το δει έτσι. Εμείς απλά το είδαμε: «Οκέι, πάμε, φύγαμε, έρχεσαι όταν τελειώσεις με το διαβατήριο», κάπως έτσι. 

Μ.Μ.:

Και φτάνεις στο Κάιρο…

Κ.Α.:

Ναι, φτάνουμε στο Κάιρο. Εν τω μεταξύ στην πτήση, η πτήση ήταν της EgyptAir, δεν ήταν γυναίκες αεροσυνοδοί, ήταν μόνο άντρες, απ’ ό,τι ξέρω, γιατί απαγορεύονται οι γυναίκες αεροσυνοδοί τότε. Δεύτερη ψυχρολουσία που έφαγα εγώ στο αεροπλάνο, ψυχρολουσία οκ, είναι λίγο… Ήθελα να πάω στην τουαλέτα. Προφανώς έπεσα την ώρα της προσευχής και πίσω από τις τουαλέτες είναι το παραβάν που κάθονται οι αεροσυνοδοί. Ήταν λίγο ανοιχτό το παραβάν και τους είδα να κάνουν την προσευχή τους. Με έπιασε ένα σοκ λίγο! Γιατί λέω: «Αμάν! Τι έγινε; Γιατί κάνουν προσευχή;». Ξέρεις, πανικοβλήθηκα με την έννοια: «Είμαστε καλά; Δεν είμαστε καλά; Γιατί κάνουν προσευχή;». Αλλά μετά -ξέρεις- λειτούργησε ότι, ναι, οκέι. Πήγα τουαλέτα, επέστρεψα, το είπα στον φίλο μου τον Μαρίνο, γελάσαμε λίγο, αλλά η αλήθεια είναι ότι μέσα μας είχαμε μία -ξέρεις- μία κρυάδα ότι: «Και αν δεν είναι προσευχή; Και αν δεν μας έχουν πει τίποτα;» Ναι, τέλος πάντων, όλα καλά.

Κ.Α.:

Προσγειωθήκαμε στο Κάιρο. Μας περίμεναν από το αεροπλάνο, μας πήραν με το λεωφορείο στον σταθμό στο αεροδρόμιο. Εκεί ήταν γύρω καμία δεκαριά, δεκαπέντε στρατιώτες στη σειρά. Όσοι ήταν να φύγουν την επόμενη μέρα με πτήση, γιατί ήταν πτήση ανταπόκριση για Μπανγκόκ, μας πήραν τα διαβατήρια και μας είπαν: «Θα πάτε σε αυτό το ξενοδοχείο, θα σας πάνε. Εκεί θα μείνετε μέχρι την άλλη μέρα το πρωί, που θα έρθουν να σας πάρουν στην πτήση, απαγορεύεται να βγείτε εκτός ξενοδοχείου». Εντάξει, μας έκατσε λίγο περίεργα, γιατί θέλαμε να δούμε το Κάιρο. Όχι ότι μας σταμάτησε, έτσι; Δηλαδή, πήγαμε στο ξενοδοχείο, αφήσαμε τα πράγματά μας. Εντάξει τώρα, είχαμε σχεδόν μία μέρα, δηλαδή όλο το βράδυ και την άλλη μέρα το μεσημέρι -νομίζω- πετούσαμε, κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι ακριβώς. Πήραμε ένα ταξί και κατεβήκαμε Κάιρο. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι είναι η πόλη του «Μπιπ-μπίπ». Δηλαδή, πραγματικά, διασταυρώσεις, απ’ τα αμάξια πηγαίναν από όποια κατεύθυνση θέλεις, όλα τα αμάξια κορνάρανε, «μπιπ» από εδώ, «μπιπ» άκουγες, έλεγες: «Τι…» ξέρεις.  Με το ταξί, ο ταξιτζής όμως ήρεμος, πήγαινε κανονικά. Εγώ με τον Μαρίνο κοιταζόμασταν λέγαμε: «Οκέι, κάπου θα τρακάρουμε δεν γίνεται». Ο ένας σταμάταγε, ο άλλος πέρναγε, ο άλλος… δεν υπήρχαν διαβάσεις, δεν υπήρχε τίποτα εκεί που μας πήγε. Και πήγαμε στην παλιά αγορά. Εκεί φτιάχνανε αρώματα. Πήγαμε εκεί, γυρίσαμε λίγο, είχε ψιλονυχτώσει. Μετά αποφασίσαμε ότι θέλουμε να πάμε να δούμε τις πυραμίδες. Αφού ήρθαμε μέχρι εδώ, θα πάμε να δούμε στις πυραμίδες. Όμως, ήταν λίγο αργά, γιατί υπήρχε κάποιο ωράριο, το οποίο ξεκινάνε τα γκρουπ, που τα παίρνουν στις πυραμίδες και μετά επιστρέφουν, γιατί είναι αρκετή απόσταση και είναι μες στην έρημο. Τέλος πάντων, εμείς σαν Έλληνες, έτσι Οδυσσέας, πολυμήχανοι, βρήκαμε κάτι παλικάρια, που μας είπαν ότι μπορούν να μας βάλουν από τη δίπλα, από κάποια περίεργη πόρτα, να μπούμε και ότι θα μας παίρνανε αυτοί. Δεν υποψιαστήκαμε κάτι λέμε: «Οκέι πάμε, θα δούμε». Μόλις περάσαμε, γιατί έχει και δίπλα έχει τοίχος, δεν μπαίνεις έτσι εύκολα μέσα, με λαμαρίνες. Άνοιξαν από μία μεριά τις λαμαρίνες, μπήκαμε μέσα. Ήταν άλλος ένας από μας, θα μας περιμένει με δύο καμήλες. Σκοτάδι εντωμεταξύ, είχε νυχτώσει. Στη μία καμήλα ο Μαρίνος, στην άλλη εγώ. Έναν οδηγό ο Μαρίνος, έναν εγώ. Σκοτάδι, δεν βλέπαμε τίποτα! Είχαμε μία συζήτηση με τον φίλο μου ότι: «Όποιος προλάβει!» Δηλαδή μας είχε μία εντύπωση ότι εκεί που πάμε, ίσως να μην ξαναγυρίσουμε. Δεν ξέραμε τι γινόταν, δεν βλέπαμε φώτα, δεν βλέπαμε τίποτα! Πηγαίναμε στην έρημο, έτσι; Ότι: «Εδώ είναι η μοίρα μας!». Το είχαμε ρίξει λίγο στο αστείο, αστείο και σοβαρό, αλλά το σκεφτόμασταν κιόλας, ότι ναι… γιατί [00:10:00]μπορούσε να γίνουν τα πάντα, δηλαδή δεν θα μας έβρισκε κανείς, δεν υπήρχε περίπτωση. Τέλος πάντων, μετά από λίγη ώρα είδαμε άλλο ένα γκρουπ που ερχόταν από τις πυραμίδες λέμε: «Οκέι, να δούμε». Προχωρήσαμε λίγο, πήγαμε στις πυραμίδες. Ήταν φανταστικά με τα φώτα το βράδυ, γιατί ρίχνανε τους προβολείς πάνω. Ωραία ήταν, περάσαμε όμορφα. Βγάλαμε τις φωτογραφίες μας, τραβήξαμε με τις κάμερες και μετά επιστρέψαμε πάλι από τη μυστική πύλη. Έτσι; Πήραμε ταξί και πήγαμε στο ξενοδοχείο. Στο ξενοδοχείο είχε ένα σόου με χορεύτριες, με belly dancers. Κάτσαμε στο μπαρ, ήπιαμε τα ποτάκια μας. Δεν θυμάμαι, νομίζω είχαμε φάει, νομίζω φάγαμε στο Κάιρο, δεν το θυμάμαι αυτό.  Πήγαμε για ύπνο, ξυπνήσαμε την άλλη μέρα. Εντάξει, πώς πήγαμε για ύπνο! Γιατί καταλαβαίνεις, ήπιαμε λίγο, έτσι; Ήπιαμε, κάτσαμε εκεί στο μπαρ, βλέπαμε τις χορεύτριες, χορεύανε, πειράζαμε τον κόσμο. Το ΄χαμε στον χαβαλέ. Είχαμε πάρει και κάτι αρωματάκια από αυτά τα χειροποίητα που φτιάχνανε. Την άλλη μέρα πήγαμε στο αεροπλάνο. Μας πήρανε στο αεροπλάνο, στο αεροδρόμιο, πήραμε τα διαβατήριά μας και ξεκινήσαμε το ταξίδι για Μπανγκόκ.

Μ.Μ.:

Τι είναι το πρώτο πράγμα που κάνατε όταν φτάσατε στη Μπανγκόκ;

Κ.Α.:

Το πρώτο πράγμα που κάναμε. Θυμάμαι με το που φτάσαμε Μπανγκόκ είχε πάρα πολλή ζέστη! Πάρα πολλή ζέστη. Πάρα πολλή κίνηση! Το πρώτο που κάναμε ήταν κοιτάξαμε να βρούμε ένα ξενοδοχείο, για να κάτσουμε να δούμε τι θα γίνει και να πάρουμε τηλέφωνο πίσω, να δούμε τι κάνει ο Γιώργος με τα διαβατήρια, αν όλα εντάξει με τα χαρτιά και αν θα ΄ρθει την Πέμπτη, την Παρασκευή, και να δούμε αν θα τον περιμέναμε εκεί ή θα πηγαίναμε Πουκέτ για να μας βρει. Πήγαμε στο ξενοδοχείο. Είχαμε πάρει τηλέφωνο πίσω. Ήταν Τετάρτη; Τετάρτη βράδυ; Και μας είπε ότι όλα καλά, περιμένει τα χαρτιά και Παρασκευή πετάει και να τον περιμένουμε στη Μπανγκόκ, γιατί μετά δεν θα μας έβρισκε, ναι, κάτω. Ήταν και λίγο με τα ταξίδια, ο Γιώργος , λίγο δεν το ΄χε με τα αεροδρόμια, με αυτά. Και έτσι είπαμε: «Οκέι, θα κάτσουμε τρεις μέρες, τέσσερις μέρες, Μπανγκόκ», θα ΄ρθει ο Γιώργος και μετά θα φεύγαμε για Πουκέτ. Και κάτσαμε Μπανγκόκ. Δεν μου άρεσε καθόλου, όχι, πάρα πολλή βρωμιά. Πάρα πολλή βρωμιά. Εντάξει επικίνδυνα, οκέι, είναι από τις πιο επικίνδυνες πόλεις. Τότε γίνονταν πάρα πολλά. Δεν έχω πολλά… Όχι, ψέματά μου. Δεν πήγαμε Μπανγκόκ, κάτσαμε Μπανγκόκ αλλά πήγαμε Πατάγια. Να πάμε δύο μέρες Πατάγια και θα επιστρέφαμε να πάρουμε τον Γιώργο από τη Μπανγκόκ. Και το θυμάμαι γιατί είχαμε νοικιάσει δύο μηχανές. Είχαμε νοικιάσει μηχανάκια, ναι, και κατεβαίναμε βόλτα με τα μηχανάκια. Και αυτή η φωτογραφία που σου λέω που υπάρχει είναι από την Πατάγια. Δεν μου άρεσε καθόλου η Πατάγια! Πάρα πολύ «Ladyboys» -να στο πω έτσι- πάρα πολύ όμως! Kανονικά μας χούφτωναν στο δρόμο. Ναι, μας τράβαγαν να μπούμε μέσα στα μπαρ. Ναι, ναι! Πάρα πολύ, πάρα πολύ! Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Εντάξει, πήγαμε στην παραλία. Θυμάμαι μία εμπειρία με τις μηχανές. Είχαμε κάτσει κάτω από ένα φοίνικα, είχαμε πάρει δύο καρύδες από έναν που ήταν στο δρόμο, για να πιούμε. Και εκεί που καθόμασταν έσκασε και μία καρύδα δίπλα μας! Ναι, θυμάμαι γελούσαμε γιατί ήταν ακριβώς δίπλα μας. Δηλαδή ναι, ναι, πέρασε -εντάξει ξυστά δεν ήταν- αλλά πέρασε στο μετρό από δίπλα μας, να μείνουμε εκεί δηλαδή. Αυτά θυμάμαι. Ο Γιώργος είχε έρθει Μπανγκόκ, είχαμε πάει στο αεροδρόμιο, τον πήραμε. Δεν θυμάμαι αν κάτσαμε μία μέρα -νομίζω- Μπανγκόκ και φύγαμε για Πουκέτ.

Μ.Μ.:

Στο Πουκέτ πήγατε και οι τρεις λοιπόν.

Κ.Α.:

Στο Πουκέτ ήμασταν και οι τρεις, ναι. Πήγαμε Πουκέτ, βρήκαμε ένα δωμάτιο. Μας είχαν δώσει κάποιες οδηγίες κάτι γνωστοί μας που είχαν έρθει πριν, ότι υπάρχει ένας Έλληνας στο Πουκέτ, υπάρχει ένα ελληνικό μαγαζί, ένα ελληνικό μπαρ, το Red Tiger νομίζω; Aν θυμάμαι καλά κάτι με Tiger, Tiger Tiger; Kάπως έτσι το λέγανε. Να πάμε να… Που είναι Έλληνας και να μας εξυπηρετήσει, ό,τι θέλουμε να βρούμε τα πάντα όλα.  Στο Πουκέτ αυτό που… Εντάξει, βγαίναμε το βράδυ. Εκεί είναι νυχτερινή ζωή πάρα πολλή. Πάρα πολλά κλαμπ. Ωραία ήταν, όμορφα ήταν. Το πρωί πηγαίναμε για ύπνο 4:00, 5:00, 6:00! Ξυπνούσαμε μεσημεράκι, πηγαίναμε παραλία. Γύρω στις 18:00-19:00 πηγαίναμε για φαγητό. Τώρα όλοι καλοντυμένοι να πάνε για φαγητό, εμείς οι Ελληνάρες χωρίς μπλούζα, με παντόφλες, με βερμούδα και θέλαμε να μπούμε και σε εστιατόριο να φάμε θαλασσινά, έτσι; Και πάμε σε ένα μαγαζί, το οποίο ήταν πάρα πολύ νόστιμα! Είχε ένα εξωτερικό, εξωτερική βιτρίνα, με ψάρια, γαρίδες τα πάντα όλα! Και το έψηνε εκείνη τη στιγμή. Από τη μέσα μεριά είχε πισίνα, είχε τραπέζια γύρω-γύρω, ήταν λίγο πιο -δεν θα πω «κυριλέ»- αλλά ήταν λίγο πιο δύο κατηγορίες πάνω από τα κανονικά, από τα άλλα μαγαζιά που ήταν εκεί, που ήταν ναι εκεί στην παραλία. Και περιμέναμε στην ουρά να μας φωνάξει για να κάτσουμε στο τραπεζάκι. Ενώ όλοι στην ουρά ήταν καλοντυμένοι, ξέρεις, εμείς κανονικά από μπάνιο, με τις άρμες, με άμμους. Τέλος πάντων, μας κοίταγε λίγο παράξενα, μας έβαλε. Βάλαμε τις μπλούζες μας, καθίσαμε, φάγαμε κάτι όστρακα, γαρίδες είχαμε πάρει. Είχαμε παραγγείλει -τέλος πάντων- για 7-8 άτομα είχαμε παραγγείλει. Ξέρεις πώς είμαστε εμείς! Ειδικά ο ένας ο φίλος μου είναι και λίγο εύσωμος, είναι και 1,95. Ναι τέλος πάντων, φάγαμε και φέρε και φέρε και φέρε και φέρε και φέρε.  Αν θυμάμαι καλά είχαμε πληρώσει γύρω στα 20 με 22 ευρώ το άτομο. Για αυτούς είναι τώρα έτσι, είχαμε κάνει 6.000… 1.000 μπατ -νομίζω- ότι ήταν 10 ευρώ; Νομίζω 10 ευρώ τα… Όχι 10 ευρώ -συγγνώμη- τα 100 ευρώ ήταν 10.000 μπατ, τα 100 ευρώ. Και είχαμε κάνει γύρω στις 7.000 μπατ λογαριασμό. Τέλος πάντων, φάγαμε, σηκωθήκαμε, φύγαμε, πήγαμε κοιμηθήκαμε δύο ωρίτσες και μετά βγήκαμε το βράδυ έξω. Την άλλη μέρα θέλαμε να φάμε πάλι θαλασσινά. Στο λέω γιατί θυμάμαι τη συγκεκριμένη σκηνή. Λέμε: «Θα πάμε πάλι εκεί που φάγαμε ωραία, ήταν όμορφα». Πάμε βλέπουμε μία ουρά μέχρι τον δρόμο: «Αμάν -λέμε- πολύ κόσμος!» Εμείς είχαμε αφήσει τότε 1.000, είχαμε αφήσει -ξέρεις- είχαμε δώσει 100 ευρώ τρία άτομα, είχαμε αφήσει και πουρμπουάρ. Μόλις μας βλέπει ο τύπος που έμπαζε τον κόσμο, που μας είδε πίσω, εντάξει κι ο Γιώργος είναι και λίγο… 1,90, φαινόταν από μακριά, μας έβαλε από δίπλα! Μας πέρασε όλη την ουρά και μας έβαλε από δίπλα και μας έβαλε και σε τραπέζι δίπλα στην πισίνα. Είχαμε δύο άτομα από πάνω μας. Μόλις τρώγαμε, «παπ» μας παίρναν το πιάτο. Σε ένα συγκεκριμένο πιάτο, που ήταν κάτι γυαλιστερές με σαλτσούλα, ένα περίεργο βουτυράκι που έχουνε, ήταν πάρα πολύ νόστιμο! Μόλις τρώμε την πρώτη μερίδα και τρώμε το τελευταίο, «παπ» μας παίρνει το πιάτο! Αλλά είχε το ζουμί. Την κοίταξε λίγο παράξενα ο φίλος μου, γιατί αυτός ήθελε να κάνει βούτα. Ναι, την κοίταξε λίγο παράξενα -τέλος πάντων- παραγγέλνουμε άλλο ένα. Μόλις το φέρνει -θυμάμαι την κουβέντα του: «Αν μου το ξαναπάρει, θα την πετάξω την πισίνα!». Μου λέει: «Αν μου ξαναπάρει το ζουμί, θα την πετάξω στην πισίνα». Τέλος πάντων, είχαμε φάει τρία-τέσσερα πιάτα από αυτά είχαμε φάει. Πάλι τα ίδια, τον ίδιο λογαριασμό. Αφήνουμε τα ίδια και φεύγουμε. Την άλλη μέρα είχαμε κανονίσει να πάρουμε μηχανές και να πάμε να γυρίσουμε. Βρήκα μια παραλία τελείως ερημική. Ο φίλος μου έχει φωτογραφίες από εκεί. Είχε ένα μονόζυγο περίεργο που το είχανε φτιάξει, πρέπει να το είχανε φτιάξει Ταϊλανδοί.  Μαϊμουδάκια -τέλος πάντων- την είχαμε δει λίγο hippie Style. Γυρίσαμε το βράδυ και θέλαμε να πάμε στο Κράμπι. Στο Κράμπι θα πηγαίναμε για Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά. Εκεί γίνεται το full moon party. Είχε πάρτι με πολύ κόσμο και θέλαμε να πάμε. Έλα όμως που το βράδυ, είχαμε κλείσει εισιτήρια να ΄ρθουμε την άλλη μέρα το πρωί, 7:30 η ώρα να πάμε με το λεωφορείο να φύγουμε. Το συγκεκριμένο βράδυ, όμως, είχαμε βρει και τον [00:20:00]Έλληνα εκεί: «Τελευταίο σας βράδυ και πιείτε και έτσι κι αλλιώς…». Είχε πάει γύρω στις 6:00-6:30 νομίζω. 7:00 η ώρα χτύπαγε ο καημένος Ταϊλανδός την πόρτα «τουκ», «τουκ», «τουκ», «τουκ»: «Φύγε - να του λέμε- φύγε θα πάρουμε το επόμενο, φύγε, φύγε!». Τέλος πάντων, δεν ξυπνήσαμε, δεν σηκωθήκαμε και την άλλη μέρα λέμε: «Τώρα τι κάνουμε;». Είχαμε πάει, είχαμε περάσει από κάτι μαγαζάκια και κάνανε μονοήμερες εκδρομές στα Πι Πι  Island. Εκεί πού είχε γυριστεί Η παραλία με τον Ντι Κάπριο, του James Bond το νησί… Πώς την λένε ταινία; Κάπως τη λένε.

Μ.Μ.:

Η παραλία.

Κ.Α.:

Ναι, είναι και μία ταινία που έχει γυριστεί με τον James Bond -νομίζω- εκεί. Τέλος πάντων, ναι anyway. Και λέμε: «Οκέι, θα πάμε μονοήμερη εκδρομή. Αφού έγινε έτσι πάμε μονοήμερη εκδρομή». Δεν -σου λέω- δεν είχαμε τι θα κάνουμε, δηλαδή, αύριο. Ξυπνάμε και βλέπουμε. Δεν υπήρχε πρόγραμμα. Το μόνο που με χάλασε εκεί στο Πουκέτ ήταν ότι η μυρωδιά πολλή! Από υπονόμους, από βρωμιά. Εννοείται και πάρα πολλή πορνεία, έτσι; Πάρα πολλή! Δηλαδή, μέχρι εσχάτων.

Μ.Μ.:

Τι βλέπατε;

Κ.Α.:

Τα πάντα, δηλαδή δεν, να κάτσεις να πιείς ποτό ήρεμα, δεν υπήρχε περίπτωση. Θα ερχόνταν, θα σε τραβάγανε σου την πέφταν στο δρόμο. Πολύ Thai massage, αυτό το ευχαριστηθήκαμε. Aκόμα μας έχει μείνει το: «Thai massage, one thousand bhat». Γιατί μιλάνε κάπως έτσι, λίγο οι Ταϊλανδοί. 1000 baht, νομίζω είναι 20 ευρώ. Δεν το θυμάμαι –

Μ.Μ.:

Δεν πειράζει, καθόλου. –

Κ.Α.:

Δεν το θυμάμαι, με τις ισοτιμίες δεν τα πηγαίναμε καλά. Θυμάμαι ότι ο Μαρίνος κράταγε τα λεφτά, εμείς του δίναμε και του λέγαμε: «Πλήρωνε». Δηλαδή είχαμε, ξέρεις, βάζαμε, είχαμε βάλει ένα χρηματικό ποσό ο καθένας και ό,τι ήτανε τα πλήρωνε, ήταν σαν να τον πληρώνει διά τρία. Εκτός αν ήθελε κάποιο άλλο, έξτρα έξοδο ο καθένας, είχε την κάρτα του και μπορούσε να πάρει ό,τι θέλει. Μπαίνουμε στο καραβάκι και πάμε στα Πι Πι. Η απόλυτη ευφορία! Ένα τρομερό νησάκι, ένα beach bar με αιώρες. Συγκεκριμένα, έπαιζε ένα τραγούδι της Τracy Chapman. Μας έχει μείνει πάρα πολύ. Κάθε φορά που το ακούμε το θυμόμαστε. Και είχαμε αράξει στην παραλία. Δεν υπήρχε αμάξι, αμάξια δεν υπήρχαν στα Πι Πι. Και είχαμε αράξει στην παραλία και ήταν ένα πράγμα, δηλαδή, φανταστικό! Ησυχία, έπαιζε λίγο η μουσικούλα. Δεν είχε πολύ κόσμο, δεν ήταν αυτό το πράγμα που είχαμε συνηθίσει στο Πουκέτ. Δηλαδή, που κατέβαινες παραλία και γινόταν ένας χαμός. Ήταν παράδεισος! Πραγματικά παράδεισος. Και λέμε, εκεί μας γύρισε, λέμε: «Οκέι, εδώ θα έρθουμε να κάνουμε Χριστούγεννα». «Μπαμ, μπαμ». Γυρνάμε πίσω το βράδυ, ετοιμάζουμε, καθόμαστε το βράδυ εκεί, κάνουμε ένα τελευταίο ξενύχτι, όχι μεγάλο, για να ξυπνήσουμε την άλλη μέρα, παίρνουμε το καραβάκι και πάμε στα Πι Πι.

Μ.Μ.:

Τι μέρα ήταν τότε;

Κ.Α.:

Πρέπει να ‘ταν προπαραμονή Χριστουγέννων, πρέπει να ‘ταν προπαραμονή Χριστουγέννων ή προπαραμονή ή παραμονή. Νομίζω ήταν παραμονή, δύο μέρες πριν το τσουνάμι. Δεν είχαμε κοιτάξει για δωμάτιο, εμείς απλά πήγαμε. Λέμε: «Θα βρούμε». Έλα όμως που εκείνη την εποχή εκεί δεν υπήρχε ούτε καρφίτσα! Δεν υπήρχαν σπίτια, ήταν όπως είναι εδώ τον Αύγουστο, δηλαδή πάρα πολύ δύσκολα. Και βρήκαμε, τέλος πάντων, πίσω-πίσω στην παραλία, ήταν η πόλη, πιο πίσω ακόμη, ήταν κάτι μπανγκαλόους τα οποία ήταν μία γραμμή με δέκα από τη μία μεριά, δέκα από την άλλη, γύρω-γύρω είχανε τοίχο και εμείς μέναμε στο 8, από τη μία μεριά. Δεν είχε ούτε ερκοντίσιον, δεν είχε τίποτα μέσα. Τώρα φαντάσου ένα διπλό κρεβάτι, ένα μονό κρεβάτι, μία τουαλέτα με κουβά απέξω νερό. Ναι, εντάξει. Ναι, οκέι, δεν μας ενδιέφερε, δεν… Εμείς θέλαμε απλά ένα κρεβάτι να κοιμηθούμε, δεν πήγαμε για τον ύπνο, πήγαμε για να δούμε, να κάνουμε… Την πρώτη μέρα θέλαμε να γυρίσουμε. Εντάξει, γυρίσαμε λίγο εκεί το νησάκι, αλλά δεν είχε πολλά πράγματα να δούμε. Δηλαδή, Thai massage είχαν, κάτι σχολές με diving, με τατουάζ. Αλλά ήταν πολλά τουριστικά με πουκάμισα, με βερμούδες, με απ’ όλα. Εμείς δεν θέλαμε να κάτσουμε στην κεντρική παραλία. Θέλαμε να περπατήσουμε, να δούμε τι γίνεται και στο υπόλοιπο νησί, γύρω-γύρω με τα πόδια. Εντάξει, γύρω-γύρω δεν θα το κάναμε, αλλά όσο φτάναμε. Είχαμε δει κάτι καβούρια πράσινα, κάτι καβούρια μπλε, κυνηγούσαμε καβούρια. Φτάσαμε σ’ ένα χωριουδάκι, μικρό χωριουδάκι, από Ταϊλανδούς. Και αυτοί κάτι παστώνανε, κάτι ψάρια πάνω στις πέτρες. Τα οποία δοκιμάσαμε. Εντάξει, οκέι, απλά δοκιμάσαμε, μέχρι εκεί. Δεν ήταν του γούστου μας, αλλά ήταν πάρα πολύ ευγενικοί, πάρα πολύ φιλόξενοι: «Sawadika, sawadika!» Πολύ, πάρα πολύ όμορφα! Δηλαδή νιώσαμε πραγματικά, εκεί, υπέροχα! Και βρήκαμε μία παραλία πιο κάτω, θυμάμαι. Ήταν μία παραλία μικρή, είχε ένα δίχτυ του βόλεϊ και παίζαν βόλεϊ. Μέσα από την παραλία είχε κάτι σαν βιλλίτσες, σπιτάκια -δέκα-δώδεκα θα ήταν;- και είχαν μαζευτεί εκεί και παίζαν βόλεϊ. Κάτσαμε και εμείς εκεί, παίξαμε το βόλεϊ μας, περάσαμε όμορφα, κάναμε και τις γνωριμίες μας. Ήταν Σουηδοί αυτοί που μένανε εκεί. Και είχαμε κλείσει και ένα ραντεβού για την επόμενη, για τη μεθεπόμενη μέρα, είχαμε κλείσει ραντεβού, για μετά τα Χριστούγεννα. Ναι, έμεινε εκεί. Μετά ξυπνήσαμε Χριστούγεννα, κάναμε τα δικά μας. Τώρα Χριστούγεννα πρώτη φορά σε μας με σορτσάκι. Εγώ είχα καεί από τον ήλιο, είχα τον Μαρίνο και μου έβαζε κρέμα, αμάθητος! Ναι, εκεί είχαμε μείνει. Είχαμε πάει σε μία άλλη παραλία που είχε κάτι πιθήκους, πιθηκάκια. Είχαμε βρει έναν Ιταλό και μας είχε πει: «Προσέχετε τα πράγματά σας. Οτιδήποτε λάμπει, τα πιθηκάκια το παίρνουν». Δεν τα προλαβαίνεις καν, έτσι; Δηλαδή, σε μία διπλανή της πήραν το τηλέφωνο «τα, τα, τα». Δεν τα προλαβαίνεις, «μπαμ-μπαμ», και το δίνουν στον πρώτο Ταϊλανδό που θα βρούνε. Δεν ξέρω πώς το έχουν κάνει αυτό, το έχουν εκπαιδεύσει, δεν ξέρω τι γινότανε. Κάτσαμε εκεί στην παραλία, πήραμε τρία κανό. Μάλιστα, το ένα το βουλιάξαμε κιόλας. Κάπου βρήκε, σε κάποιο σέκο ο Γιώργος. Κάναμε το μπάνιο μας, πολύ ωραίοι βυθοί, με κοράλλια, όμορφα, πάρα πολύ ωραία! Χριστούγεννα μετά είχαμε πάει για φαγητό. Τώρα λεπτομέρειες δεν θυμάμαι, φαγητό τι είχαμε φάει. Πάντως θυμάμαι ότι το βράδυ, επειδή ήταν Χριστούγεννα, είχα κανονίσει ένα παρτάκι ήταν, μικρό γκρουπ. Ήταν από Βραζιλία τρεις κοπέλες, ήταν ένα ζευγάρι από Ιταλία. Τέλος πάντων, γύρω στα δέκα άτομα ήταν. Είχαν ανάψει φωτιά στην παραλία: «ΧΟ! ΧΟ! ΧΟ! Merry Christmas!». Είχαμε πιει τις βότκες μας. Είχαμε μάθει, στο συγκεκριμένο νησί, μέσα σε δύο μέρες μάθαμε έναν Ταϊλανδό να κάνει φραπέ! Ναι, ναι, ναι ναι! Μπήκα από μέσα, μας έβαλε από μέσα να του δείξουμε πώς κάνουμε φραπέ. Γιατί του είχαμε ζητήσει φραπέ: «Καφέ», «Φραπέ!», «Καφέ», «Φραπέ!», «Τι είναι αυτό;», «Να μπω μέσα;», «Μπες από μέσα». Και κάναμε φραπέ. Καμία σχέση εντάξει, νομίζω ήταν κάποιος άλλος καφές, δεν ήταν Nescafe κάτι άλλο ήταν, αλλά εμείς λέμε: «Εντάξει, οκέι, θα τον πιούμε!» Αυτό το βράδυ είχαν βάλει -πως το λένε;- όχι αράχνες, αυτό που βάζουμε στα χριστουγεννιάτικα δέντρα, όχι τη βροχή-

Μ.Μ.:

Γιρλάντες!

Κ.Α.:

Το άσπρο, χιόνι, όχι, ναι. Εμείς ήμασταν τώρα, είχαμε πιει τις βότκες μας, είχαμε πιει τα ποτά μας, χορεύαμε γύρω-γύρω από τη φωτιά. Εγώ τα ΄χα πάρει αυτά, τα ΄χα κάνει σαν μουστάκι και μούσι. Είχα βάλει και ένα καπέλο του Άη Βασίλη, είχα βγάλει και τη… Χωρίς μπλούζα ήμασταν και γυρνούσα τώρα από παρέα σε παρέα και έκανα: «ΧΟ! ΧΟ! ΧΟ! Merry Christmas!». Τέλος πάντων, είχαμε ωραίο σκηνικό! Είχαμε κοιτάξει πάνω στον ουρανό, με είχε φωνάξει ο Μαρίνος και μου λέει: «Κοίτα, ρε φίλε, βλέπω κάτι το ασυνήθιστο». Και όντως, κοιτάζαμε πάνω ήταν κάτι σαν πολύ πιο λαμπερό από αστέρι, το οποίο για αρκετό διάστημα έκανε μία συγκεκριμένη πορεία σαν Γ. Δηλαδή, ανέβαινε προς τα πάνω, πήγαινε δεξιά, ξαναγυρνάνε πίσω, ξανά έκανε, έκανε αυτή τη [00:30:00]διαδρομή. Είχα πάρει την κάμερα, το είχα φέρει πάρα πολύ κοντά, όσο μπορούσα να το ζουμάρω με την κάμερα. Δεν φαίνονταν κάτι, ήταν πάρα πολύ, πάρα πολύ φωτεινό. Τέλος πάντων, δεν δώσαμε και πολλή σημασία. Εμείς συνεχίσαμε εκεί το πάρτι μας Χριστούγεννα βράδυ, όμορφα! Θυμάμαι όταν γυρίσαμε πίσω στο σπίτι, ο Μαρίνος είχε μείνει κάτω. Είχε γνωρίσει μία κοπέλα, τέλος πάντων, και είχε μείνει εκεί στην παραλία. Βρήκαμε κάτι Ταϊλανδούς που καθόταν έξω από τα σπιτάκια εκεί και συζητούσαν. Κάτσαμε και εμείς μαζί τους «Χα-χα-χα, χου-χου». Αυτοί δεν μιλούσαν αγγλικά, εμείς δεν μιλούσαμε ταϊλανδέζικα. Είχαμε σηκωθεί πάνω, τους δείχναμε -ξέρεις- με χειρονομίες, με χορούς, με τέτοια. Τέλος πάντων, γελάσαμε πάρα πολύ και μετά πήγαμε για ύπνο. Ήρθε και ο Μαρίνος και πήγαμε για ύπνο. Χριστούγεννα βράδυ.

Μ.Μ.:

Και ξημερώνει η επόμενη μέρα;

Κ.Α.:

Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Στο δωμάτιο ήταν ένα διπλό κρεβάτι και ένα μονό. Το μονό κρεβάτι ήταν ακριβώς κάτω το παράθυρο, κοιμόμουνα εγώ εκεί και στο διπλό ήταν ο Μαρίνος με τον Γιώργο. Το μονό το κρεβάτι, ήταν από πάνω το παράθυρο και μπροστά, δηλαδή εκεί που τελειώνει το κρεβάτι, ήταν η πόρτα. Φαντάσου τώρα 10:00 η ώρα το πρωί και είχε 40 βαθμούς. Έτσι με χτύπαγε ο ήλιος, πού να κοιμηθούμε; Μέσα ήταν λες και ήταν φούρνος! Κάπως κάνω «έτσι», σηκώθηκα και έκανα «έτσι» το κεφάλι, μου και είδα τον Ταϊλανδό που ήμασταν χθες το βράδυ και τα πίναμε ακριβώς έξω, ένα τρελό τρέξιμο και φωνές! Πριν συνειδητοποιήσουμε, συνειδητοποιήσω τι γίνεται, ακούσαμε έναν υπόκωφο θόρυβο. Αυτό είναι ένα πράγμα σαν ένα «ββββ», ένα βουητό. Ο Γιώργος από δίπλα σηκώθηκε από το κρεβάτι, λέει: «Σίφουνας!». Υπέθεσε αυτό. Εγώ σηκώθηκα από το κρεβάτι, ανοίξαμε την πόρτα. Είχα βγάλει εγώ το κεφάλι μου έξω, ο Γιώργος από πάνω το κεφάλι του. Τώρα ήταν δέκα δωμάτια εμείς ήμασταν στο 8. Αυτό που είδαμε ήταν ένα καφέ πράγμα. Ήταν γύρω στο 1-1,5 μέτρο, το οποίο ερχόταν με φόρα. Νερό, νερό. Δεν καταλάβαμε καν τι έχει γίνει! Τι είναι αυτό που έρχεται; Πώς έρχεται; Τα σπίτια γύρω-γύρω ήταν κλεισμένα με τοιχίο και οι δύο δεκάδες ήταν γύρω-γύρω τοιχία και στη μέση ήταν ο διάδρομος με κάτι δεντράκια. Μέχρι να καταλάβουμε τι έχει γίνει-πώς-τι, το νερό έχει φτάσει μέχρι τα γόνατα! Δηλαδή ερχόταν σιγά, ανέβαινε πάρα πολύ γρήγορα και ερχόταν και από πίσω. Γιατί είχε ήδη πάει πίσω και ερχόταν και από την πίσω μεριά. Δηλαδή, ήταν και από «κει» και από «κει» και από τις δύο μεριές. Σηκώθηκε και ο Μαρίνος. Μέχρι να σηκωθεί να βγει έξω ο Μαρίνος το νερό μας είχε φτάσει μέχρι το στήθος! Δηλαδή, τώρα μιλάμε για δευτερόλεπτα, έτσι; Δεν μιλάμε ούτε καν για λεπτό! Η πρώτη κίνηση που κάναμε, που σκεφτήκαμε, αφού ανέβαινε το νερό και ερχόταν, στο μπαλκόνι έξω υπήρχαν κάτι φράχτες, ξύλινος φράχτης. Ανεβήκαμε πάνω στον φράχτη και πιαστήκαμε από το δοκάρι το πάνω που ήταν το… η σκέπη. Πιαστήκαμε και οι τρεις από εκεί, το νερό ανέβαινε. Εκεί συνειδητοποιήσαμε ότι κάτι γίνεται και λέμε: «Όσο ανεβαίνει, αν το δούμε και ανεβαίνει κι άλλο, θα ανέβουμε στη σκέπη». Δεν είχαμε καταλάβει καν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει ούτε σπίτι, ούτε καν. Δηλαδή, ήταν πάρα πάρα πολύ γρήγορο, ήμασταν και εμείς ξάγρυπνοι, συνεννοούμασταν με ματιές, με φωνές. Δηλαδή, κάτι που δεν μπορώ να στο εξηγήσω. Δηλαδή, ήταν πολύ γρήγορο.  Τέλος πάντων, το νερό ανέβηκε, αν θυμάμαι καλά, μέχρι τον λαιμό. Ανέβηκε μέχρι ένα σημείο, εκεί λέει ο Γιώργος: «Παιδιά ανεβαίνουμε πάνω στη σκέπη!». Μέχρι να το πει, είχε περάσει τον φράχτη από πίσω, δηλαδή ο φράχτης που έκλεινε, είχε περάσει το νερό από πάνω σε ύψος και μετά ξαφνικά το αισθανθήκαμε να κατεβαίνει. Αλλά πάλι κατέβαινε, δεν κατέβαινε αργά, δηλαδή κατέβαινε πάλι γρήγορα. Δηλαδή, σαν να αισθάνεται κάτι να σε ρουφάει, αυτό το πράγμα. Αυτό ήταν πολύ πιο δύσκολο να κρατηθούμε απ’ όταν ήρθε το νερό! Ήμασταν πολύ τυχεροί, γιατί; Δεν μας χτύπησε τίποτα. Δηλαδή, όλο το νερό αυτό, ό,τι είχε φέρει μαζί του και ό,τι πήρε μετά, δεν μας χτύπησε πουθενά, τίποτα. Δεν μας χτύπησε πάνω μας, από λαμαρίνες μπορεί να ήταν, από το οτιδήποτε, ακόμα από κρεβάτι, από οτιδήποτε υπήρχε μπροστά από τα σπίτια. Τα σπίτια τα δικά μας βρίσκονταν πίσω, δεν βλέπανε θάλασσα. Μπροστά υπήρχαν πάρα πολλά ωραία μικρά μπανγκαλόους, τα οποία εμείς, όταν πρωτοπήγαμε, θέλαμε να μείνουμε. Γιατί; Aνοίγαμε το παράθυρο και θα βλέπαμε θάλασσα. Και μόλις κατέβηκε το νερό και έφυγε, κοιταχτήκαμε μεταξύ μας: «Είμαστε καλά;». «Ναι!». «Είσαι καλά;». «Ναι». «Είσαι καλά; Είμαστε καλά;». «Ναι». Μπαίνω μέσα στο δωμάτιο, λάσπη μέχρι πάνω! Τα πράγματά μας όλα χάλια, διαβατήρια, τσαντάκια, πορτοφόλια, η κάμερα μες στο νερό: «Πάει η κάμερα!». Εγώ να φωνάζω για την κάμερα. Ο άλλος μου λέει: «Που φωνάζεις για την κάμερα; Εδώ δεν ξέρουμε τι έχει γίνει!». Τέλος πάντων, πήρε λίγο χρόνο μέχρι να καταλάβουμε, να δούμε τι κάνουμε τώρα, πού πάμε, τι, πώς. Ακούγαμε φωνές. Βγήκαμε έξω από το δωμάτιο, κοιτάξαμε, βλέπαμε θάλασσα: «Αμάν! Πού είναι τα σπίτια; Κάτι έγινε εδώ! Τι έγινε;». Προχωρήσαμε προς την παραλία, είδαμε… Καλά πάρα πολύ κόσμος φώναζε, με αίματα, ένας χαμός. Ένας χαμός, έτσι, από τον κόσμο που ήταν εκεί. Μόλις φτάσαμε στην παραλία, είχε ένα πεζουλάκι. Πάνω στα σπίτια, δίπλα στην πόλη είδαμε καράβι να είναι επάνω στη σκέπη! Δηλαδή, κόσμος… Η προβλήτα δεν υπήρχε, διαλυμένα τα πάντα! Υπήρχε ένα εστιατόριο, το οποίο είχε δύο ορόφους. Δηλαδή από τη μία παραλία για να πας να συνεχίσεις έκανε, έκανε ένα δρομάκι «έτσι» και κατέβαινε στην άλλη μεριά, σαν μία παραλία κομμένη στα δύο. Και εκεί επάνω βρισκόταν ένα εστιατόριο. Ο πρώτος όροφος δεν υπήρχε, τα έχει πάρει όλα. Στον δεύτερο όροφο, όμως, είχε τραπεζάκια, δηλαδή δεν τα είχε πειράξει. Και λέει ο Γιώργος, λέει: «Θα πάμε να καθίσουμε εκεί, να δούμε». Από κει μπορούσες να δεις και τις δύο μεριές της παραλίας, ολόκληρη. Μία παραλία είναι, απλά θα μπορούσες να δεις και τα δύο κομμάτια και πήγαμε εκεί. Εκεί υπήρχε ένα δρομάκι που ανέβαινε πάνω στο βουνό, λέμε: «Ότι και να γίνει, “παπ” παίρνουμε το δρομάκι, αανεβαίνουμε στο βουνό», κάτι στη χειρότερη περίπτωση. Με ρούχα τώρα… Τα παιδιά είχανε τις παντόφλες εγώ δεν είχα παντόφλες. Ήμουν με μία βερμούδα, ούτε με βερμούδα δεν ήμουνα, με μποξεράκι νομίζω ήμουνα. Δεν είχα ρούχα και ακριβώς δίπλα, εκεί που κατέβαινε, είχε κάτι τουριστικά, τα οποία είχαν μείνει στο ράφι πάνω, κάτι βερμούδες, πουκαμισάκια. Λέω: «Πάω να πάρω κάτι». Γιατί και τα πόδια από κάτω είχαν ψιλοκοπεί λίγο. Γιατί πατούσαμε σε συντρίμμια, έτσι; Πατούσαμε σε… Δεν υπήρχαν ούτε πέτρα να πατήσουμε, πετρούλες δηλαδή, ούτε γκαζόν, ούτε τίποτα. Υπήρχαν μόνο συντρίμμια! Δηλαδή, προσπαθούσαμε να πατήσουμε, ώστε να μην κοπούν τα πόδια μας. Κατέβηκα εκεί, πήρα ένα πουκαμισάκι, πήρα ένα ζευγάρι παντοφλίτσες, μόνο που ήταν και οι δύο αριστερές! Και μία βερμούδα χαβανέζικη. Αυτή τη… που ακόμα, νομίζω, την έχω, νομίζω. Εκεί είχε τραβηχτεί πάλι το νερό, είχε τραβηχτεί πάλι και βλέπαμε το νερό και ερχόταν πάλι σε μικρά κυματάκια. Δηλαδή, είναι όταν φυσάει και έρχεται το κύμα, αλλά δεν σταματάει. Και ερχόταν κύμα, κύμα, κύμα και ανέβαινε σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, ανέβηκε το πεζουλάκι και ανέβηκε και από πάνω. Εκεί πήραμε τα πράγματα και ανεβήκαμε, λέμε: «Πάμε πάνω». Ανεβήκαμε πάνω στο εστιατόριο, τέλος πάντων, ανέβηκε λίγο, το είδαμε που ανέβηκε λίγο, ξανακατέβηκε. Έφυγε και μετά έμεινε κανονικά η στάθμη της θάλασσας. Ήμασταν πάνω στο εστιατόριο, σε αυτά τα τραπεζάκια, τέλος πάντων, που είχαν μείνει και σε κάποια στιγμή μου λέει ο Μαρίνος: «Πήρε και τις κούκλες από τα μαγαζιά!» Ήταν κάτω μας δυο-τρεις κούκλες. Μόνο που δεν ήταν κούκλες… Ναι, ήταν πτώματα. Συγκεκριμένα το ένα, έπεσε ένας Ταϊλανδός, έδεσε ένα σκοινί στη μέση του, έπεσε μες στα νερά. Τη βγάλαμε έξω τη γυναίκα. Το θέαμα, εντάξει, δεν μπορώ να το… Ήταν μελανιασμένη, ήταν φουσκωμένη από τα νερά, ξέρεις πώς είναι ένας νεκρός. Εκεί μας ψιλοκοπήκαν τα γόνατα. Καταλάβαμε ότι έχει γίνει κάτι πολύ άσχημο. Εντωμεταξύ, έρχονταν πολλοί Ταϊλανδοί και μας λέγανε: [00:40:00]«Ανεβείτε πάνω γρήγορα, έρχεται κι άλλο, πολύ πιο μεγάλο! Σωθείτε και και…» Σαν Έλληνες είμαστε λίγο δύσπιστοι σε αυτή την περίπτωση. Και όντως, μετά είδαμε τους Ταϊλανδούς ότι κατέβαιναν κάτω σε κάποια μπανγκαλόους που είχαν μείνει δεξιά-αριστερά, κάνανε ριφιφί. Δηλαδή, πηγαίναν στα χρηματοκιβώτια, κανονικά παίρναν πράγματα. Αυτό που σκεφτήκαμε είναι ότι, οκέι πρέπει να ειδοποιήσουμε πίσω. Πώς θα ειδοποιήσουμε όμως;  Τηλέφωνα άλλα δεν υπήρχαν. Και έτσι βρίσκουμε έναν Ιταλό, του οποίου του ζητήσαμε το τηλέφωνο να στείλουμε ένα μήνυμα πίσω, ότι είμαστε εντάξει. Μας έδωσε το τηλέφωνό του, έλα όμως που δεν θυμόμαστε, κανείς, αριθμούς! Θυμόνταν ένα παιδί από ένα θείο του, γιατί είχε κάτι τρεξίματα και τον έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο και θυμόταν τον αριθμό του. Και έστειλε ένα μήνυμα: «Είμαστε καλά, μην ανησυχείτε». Μόνο αυτό στείλαμε. Μετά φώναζαν πάλι πάρα πολλοί, εκεί: «Βοήθεια! Ελάτε να μας βοηθήσετε». Δηλαδή ήταν πολύ κόσμος, άλλοι ψάχνανε τα μέλη της οικογένειάς τους, ένας χαμός! Κόσμος να κλαίει, κόσμος να φωνάζει, κόσμος τραυματισμένος, με αίματα. Ναι, αυτό που είδαμε μετά, μας χάλασε αρκετά. Δηλαδή, μας προβλημάτισε πάρα πολύ από αυτά που βλέπαμε από τον κόσμο να φωνάζει, να κλαίει. Και εντάξει, κάπως έτσι πέρασε η μέρα. Γιατί δεν μπορούσαμε να πάμε κάπου. Η άλλη μας είναι τι θα φάμε και τι θα πιούμε; Γιατί οκέι, 40 βαθμούς, έτσι; Δηλαδή, έπρεπε να βρούμε κάτι να πιούμε. Υπήρχαν κάποια μαγαζάκια πιο πίσω, τα οποία δεν ήταν τελείως διαλυμένα, είχαν κάποια ψυγεία. Βρήκαμε κάποια νεράκια, να φάμε, αυτά τα μπικινίκια για να τσιμπήσουμε και να δούμε τι θα κάνουμε, να δούμε τι… Δεν ξέραμε καν τι έχει γίνει, πού είμαστε, τι, τι… Δηλαδή, θα φύγουμε; Δεν θα φύγουμε; Μπορούμε να φύγουμε; Πόσο καιρό θα κάτσουμε; Από το απόγευμα είδαμε ότι μαζευόταν καραβάκια για να ΄ρθουνε, για να μας πάρουνε. Αλλά δεν μπορούσαν να βγουν έξω, γιατί ακόμη είχε αυτές τις παλίρροιες και έτσι δεν ήταν σταθερό το να βγουν έξω να μαζέψουν κόσμο, να πάρουν κόσμο. Το βράδυ είδαμε όλο τον κόσμο και ανέβαινε πάνω στο βουνό, για να κοιμηθούν. Προφανώς πάνω στο βουνό, γιατί φοβόνταν μήπως γίνει και κάτι άλλο. Δεν ξέραμε τι έχει γίνει, δεν είχαμε μιλήσει με έξω από το νησάκι κόσμο ή να βρούμε κάποιον που έχει μιλήσει και να ξέρουμε τι έχει γίνει. Απλά ξέραμε ότι εκεί είχε γίνει αυτό. «Δεν ξέραμε καν τι είναι τσουνάμι», έτσι; Δεν υπήρχε αυτή… Δεν το ‘χαμε δει, μπορεί να το ‘χαμε δει στην τηλεόραση, απλά δεν ξέραμε καν τι έχει γίνει.

Κ.Α.:

Ανεβήκαμε το βράδυ στο βουνό. Μας διέλυσαν τα κουνούπια! Πραγματικά όμως, πραγματικά πάρα πολύ! Κοιμηθήκαμε, όσο μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Tώρα φαντάσου πάνω σε πέτρες, έτσι; Εκεί που ήταν πολύ κόσμος, καθίσαμε και εμείς. Να κρυώνουμε, γιατί το βράδυ είχανε κρύο. Eγώ είχα κάποιες πληγές στα πόδια μου, με πονούσανε, με τσούζανε. Βλέπαμε τα καραβάκια μέσα και λέμε: «Οκέι, πρωί-πρωί αύριο θα κατέβουμε “μπαμ” κάτω, για να φύγουμε». Υπήρχε μία προβλήτα η οποία είχε μείνει και το πρωί με το ξημέρωμα, σηκωθήκαμε «μπαμ» για να κατέβουμε, να βγουν τα καραβάκια, γιατί είδαμε το ένα καραβάκι που ερχότανε: «Πάμε να φύγουμε!». Το πρώτο σοκ που είδα μόλις κατεβήκαμε κάτω ήταν σοροί με σεντόνια, έτσι; Καταλαβαίνεις, ήταν πτώματα, νεκροί τέλος πάντων. Τους είχαν σκεπασμένους με σεντόνια, γιατί με 40 και 42 βαθμούς και 45 που έχει, είναι πάρα πολύ επικίνδυνο και για αρρώστιες, με τα κουνούπια που τσιμπάνε και και… Και έτσι θέλαμε να φύγουμε όσο το γρηγορότερο δυνατόν. Μας φωνάζαν εκεί κάποιοι να μείνουμε, να βοηθήσουμε πίσω κόσμο, ότι θέλουνε βοήθεια και χρειάζονται άτομα. Εκεί δεν μας… Δεν το σκεφτήκαμε να μείνουμε, γιατί ήταν πάρα πολλά τα προβλήματα που… Δεν ξέραμε τι φάμε, δεν είχαμε φάει όλη μέρα, κάτι μπισκότα και κάτι τέτοια είχαμε φάει και θέλαμε να φύγουμε. Γιατί δεν ξέραμε ούτε αν οι δικοί μας, αν είμαστε καλά, τι έχει γίνει. Τέλος πάντων, σε αυτό το καραβάκι, απ’ το νησί δεν νομίζω να φύγαν πάνω από 150 άτομα. Από ένα νησάκι το οποίο έπαιρνε γύρω στα 1000 άτομα. Δεν νομίζω να φύγανε πάνω από 150. Στο καραβάκι που πήγαμε, το καραβάκι αυτό, εντωμεταξύ μπορεί να έπαιρνε 30 άτομα; Είχε 60 μέσα και βάλε! Εμείς κάτσαμε μπροστά. Από πίσω μου ήταν ο καπετάνιος, είχε το τζάμι του ο καπετάνιος, κανονικά. Έλα, όμως, που με το που ξεκινήσαμε πιο μέσα είχε λίγο θαλασσίτσα και να κάνει «βουφ» να μπαίνει μέσα, τα νερά να ανεβαίνουν από πάνω. «Αμάν -λέω- θα μας φάνε οι καρχαρίες! Γλιτώσαμε, από τι γλιτώσαμε, θα μας φάνε οι καρχαρίες!». Να κοιτάω πίσω μου, να βλέπω τον καπετάνιο να κάνει τον ιδρώτα «έτσι» και να τόνε βλέπω αγχωμένο: «Αμάν παιδιά ετοιμαστείτε -λέω- εδώ θα μείνουμε, δεν την γλιτώνουμε!» Τέλος πάντων, μετά πιο κάτω είχε πιο ηρεμία και πηγαίναμε για Πουκέτ. Φτάσαμε… Πουκέτ πήγαμε; Πουκέτ ή Μπανγκόκ; Νομίζω Πουκέτ. Πουκέτ πήγαμε, αυτό δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι πάντως εκεί που αράξαμε στην προβλήτα, μια κατεστραμμένη προβλήτα, κατεστραμμένο λιμάνι, έμπαινε ένα καραβάκι, κατέβαινε κόσμος, αστυνομία πάρα πολλή από Ταϊλανδούς να βοηθάνε, να, να... Βρήκαμε και κάποιους άλλους Έλληνες. Τα οποία διαβατήρια μας εμάς ήταν κατεστραμμένα και θα μας παίρνανε στην πρεσβεία. Θα πηγαίναμε στην πρεσβεία και από εκεί, θα μας παίρναν με λεωφορείο κανονικά στο αεροδρόμιο. Πρέπει να ΄ταν Μπανγκόκ, δεν θυμάμαι. Είναι ένα μικρό κενό, δεν είναι τίποτα, είναι λόγω ηλικίας. Και χρόνια! Πήγαμε στην πρεσβεία, ήμασταν αρκετοί Έλληνες: «Τι έχει γίνει; Τι έχει γίνει;». Εκεί ήταν η πρώτη φορά που είδαμε τηλεόραση και είδαμε το τι έχει γίνει. Εννοείται ότι μείναμε με το στόμα ανοιχτό! Έτσι; Δεν… Το Πουκέτ κατεστραμμένο όλο! Έδειχνε φωτογραφίες από… Φωτογραφίες έδειχνε από ρεπορτάζ εκείνη τη στιγμή και ήταν το ένα Πουκέτ κατεστραμμένο, τα Πι Πι κατεστραμμένα.  Από εκεί φύγαμε, μπήκαμε στο λεωφορείο να πάμε στο αεροδρόμιο. Στο αεροδρόμιο, όμως, φτάσαμε μεσημεράκι, απογευματάκι. Το πρώτο αεροπλάνο που προσγειώθηκε ήταν της Ολυμπιακής Αεροπορίας, το πρώτο αεροπλάνο που ήρθε να πάρει κόσμο. Εμείς, όμως, περιμέναμε στην ουρά, όπως όλοι, σε τρία καρτοτηλέφωνα, νομίζω, δύο-τρία καρτοτηλέφωνα, για να πάρουμε τηλέφωνο, να ακούσουμε τους δικούς μας και να μας ακούσουν ότι είμαστε οκέι. Όλη η συνομιλία μας ήταν ένα μήνυμα. Αυτό το μήνυμα έχει άλλη ιστορία. Μιλήσαμε, από το απόγευμα, πρέπει να ΄ταν 02:00-03:00 το πρωί, 04:00, που μιλήσαμε, που πήραμε τηλέφωνο, αργά το βράδυ. Τέλος πάντων μιλήσαμε: «Όλα καλά;». « Ναι, ναι, ναι. Εντάξει, περιμένουμε να δούμε πότε θα φύγει το αεροπλάνο». Γιατί περίμενε κόσμο και από άλλες περιοχές, Έλληνες να ΄ρθούνε, που δεν είχαν φτάσει ακόμη στο αεροδρόμιο.  Την άλλη μέρα μπήκαμε σε ένα αεροπλάνο τεράστιο. Πήραμε πέντε θέσεις ο καθένας, πήραμε και ένα μπουκάλι Jack ο καθένας και ένα μπουκάλι βότκα. Ήταν η πιο όμορφη πτήση που έχω κάνει, επιστροφής. Όταν φτάσαμε αεροδρόμιο ήτανε κάποιες κυρίες μπροστά μας, οι οποίες τρέχανε να φτιαχτούνε: «Και να φτιαχτούμε» και «έτσι» και «μα και μου». Τι έγινε; Περιμέναν κάμερες έξω και θέλανε να βγούνε στη κάμερα όμορφα. Τέλος πάντων, μόλις ανοίγουν οι πόρτες του αεροδρομίου, φλας! Κάμερες! Δημοσιογράφοι! «Αμάν!», εμείς τρομάξαμε! Φύγαμε από τη γωνία. Οι κυρίες μπροστά να πάρουν συνέντευξη και: «Τι κάναμε και…». Εμείς «τουκ τουκ τουκ», φύγαμε από τη γωνία.  Τέλος πάντων, φτάσαμε στο αεροδρόμιο. Βγήκαμε έξω, κάτσαμε, τα λέγαμε μεταξύ μας λίγο. Και αποφασίσαμε τι θα κάνουμε. Τα παιδιά θέλαν να μείνουνε, θα γυρνούσανε με αμάξι με έναν ξάδερφο του Γιώργου. Εγώ ήθελα να φύγω. Με είχε… Αισθανόμουνα πολύ παράξενα με όλα αυτά που είχα δει, δεν είχα καθόλου διάθεση για κόσμο, δεν είχα διάθεση για πολλά πράγματα, ήμουνα πολύ… Με είχε πειράξει πάρα πολύ η όλη αυτή-

Μ.Μ.:

Τι ένιωθες;

Κ.Α.:

[00:50:00]Ήθελα να φύγω! Ήθελα να φύγω να πάω κάπου ασφαλής! Ήθελα να ξέρω ότι θα πάω κάπου και θα ΄μαι, θα ΄μαι σπίτι μου, θα με ασφαλής, θα ΄μαι εκεί. Δηλαδή, είχα αυτόν τον φόβο, αυτόν τον τρόμο, αυτό το πράγμα. Εντάξει, δεν ήταν και λίγο αυτό που βιώσαμε. 

Κ.Α.:

Με το μήνυμα. Όταν έλαβε το μήνυμα ο θείος, ο συγχωρεμένος ο θείος του Γιώργου, ο Κώστας, έψαχνε να πάρει τηλέφωνο. Σπίτι μου εντωμεταξύ υπήρχε διακοπή ρεύματος. Όταν έγινε το τσουνάμι στην Ταϊλάνδη 10:00 η ώρα το πρωί, εδώ ήταν νομίζω απόγευμα; Nομίζω το απόγευμα. Και είχαν διακοπή ρεύματος και δεν δούλευε το τηλέφωνο. Την άλλη μέρα, την άλλη μέρα που είχαν ανοίξει την τηλεόραση και είδαν όλον αυτόν τον χαμό στη Ταϊλάνδη, ψαχνόταν οι οικογένειές μας, τι έχει γίνει; Τι είναι; Τα παιδιά είναι καλά; Αν…; Δεν είχαν καθόλου νέα. Και τέλος πάντων, είχαν έρθει σε επικοινωνία ο Κώστας με την αδερφή μου, που έμενε στον Αφιώνα: «Τα παιδιά στείλαν μήνυμα ότι είναι καλά. Αλλά τίποτα άλλο, μόνο ότι “είμαστε καλά, μην ανησυχείτε”, τίποτα άλλο». Εμείς φτάσαμε μετά από δύο μέρες. Δηλαδή, έγινε το τσουνάμι πρωί, εδώ ήταν βράδυ. Eμείς επικοινωνήσαμε μετά από μιάμιση μέρα στο τηλέφωνο. Μιάμιση μέρα τίποτα νέα, μηδέν! Δηλαδή είχανε… τους είχαμε κόψει αρκετά χρόνια ζωής πιστεύω, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Δεν είχαμε δυνατότητα να πάρουμε τηλέφωνο από αλλού. Από Αθήνα πήρα το αεροπλάνο, επιστρέφαμε μαζί με… Ήταν και ένα ζευγάρι, νομίζω, το οποίο επιστρέφαμε μαζί και καθόμασταν και δίπλα. Δηλαδή, εγώ ήμουνα από τη μία μεριά του αεροπλάνου, το άλλο το ζευγάρι ήταν από την απέναντι μεριά. Επιστρέφαμε από Ταϊλάνδη και κάπως τα λέγαμε. Είχαμε και μία περίεργη προσγείωση εδώ στην Κέρκυρα. Η γυναίκα εντωμεταξύ από δίπλα, με όλα αυτά που είχε περάσει η καημένη, την πιάσαν τα κλάματα και: «Όχι τώρα εδώ!» και «Να πάμε σπίτι μας!» και «Όχι!». Γιατί το αεροπλάνο πήρε μία παράξενη κλήση «έτσι», για να το προσγειώσει. Λέω: «Αν είναι τύχη μου τουλάχιστον να είναι εδώ στο νησί!» Τέλος πάντων, φτάσαμε, όλα καλά, όλα ωραία. Μπορεί να έχω ξεχάσει και κάποια κομμάτια, γιατί ήταν πολύ περιληπτικά. Είναι και κάποια μικρά, που ξέρεις, μικρά κομμάτια που σου έρχονται μετά. Κάναμε και αυτό, είχαμε πάει και στο νησί του James Bond, που είναι τα δύο τα βουνά, είχαμε πάει και εκεί. Είχαμε κάνει snorkeling, ξέρεις, diving με τα ψαράκια. Έχουν μείνει κάποιες εμπειρίες, κάποια γεγονότα που δεν μπορώ να πω!

Μ.Μ.:

Τι σου είπαν μόλις σε είδαν οι δικοί σου;

Κ.Α.:

Τρελάθηκαν από τη χαρά τους, τρελάθηκαν! Εντάξει, είχαμε μιλήσει και από Αθήνα βέβαια, ότι προσγειωθήκαμε. Τρελάθηκαν εντάξει. Μετά είχα έρθει, είχα πάει στον γιατρό, γιατί είχα κάποια κοψίματα κάτω τα πόδια. Δεν ήταν κάτι, κάποια μόλυνση ή οτιδήποτε. Μετά μου πήρε καμιά βδομάδα να πάω κοντά στη θάλασσα. Δηλαδή, τα πρώτα βράδια θυμάμαι ότι ξύπναγα στον ύπνο μου, ξύπναγα. Δηλαδή, κατέβαινα κάτω στον Άη Γιώργη, στη θάλασσα, αν είχε φουρτούνα καθόμουν από απόσταση. Είχε μείνει κάτι ψυχολογικό.

Μ.Μ.:

Με τι ρούχα επέστρεψες; 

Κ.Α.:

Επέστρεψα με ένα πουκάμισο που είχα κατεβάσει από το τουριστικό, μία βερμούδα και με δύο αριστερές παντόφλες. Αυτά ήταν. Αυτά, το τσαντάκι μου που είχε μέσα βρεγμένο διαβατήριο και την κάμερα την οποία ήθελα να την πάρω, γιατί ήθελα να δοκιμάσω την κασέτα που είχε μέσα, όλα, ό,τι είχαμε τραβήξει, τα πάντα όλα και να δω και αυτό το πράγμα που… το γυαλιστερό, αυτό το φωτεινό πράγμα, το οποίο ήταν στον ουρανό. Τέλος πάντων, είχα πάει σε κάνα-δύο εδώ με την κασέτα, που είχε τότε η κάμερα, αλλά και οι δύο μου είχαν πει ότι: «Να την καθαρίσουμε, αλλά αν μείνει έστω και μικρό ίχνος από θάλασσα -γιατί ήταν στη θάλασσα μέσα- υπήρχε περίπτωση στην καινούρια κάμερα να της κάψει τον εγκέφαλο». Γιατί ήταν high definition, νομίζω; Kαι έτσι δεν το δοκίμασα. Δεν ξέρω καν πού βρίσκεται, δυστυχώς. Αν και μπορεί να τη βρω, δεν ξέρω. 

Μ.Μ.:

Θα σε γυρίσω λίγο πίσω. Τον σεισμό τον καταλάβατε;

Κ.Α.:

Όχι, τίποτα! Τίποτα, τίποτα δεν καταλάβαμε τίποτα, τίποτα! Κοιμόμασταν, ήμασταν οριζοντιωμένοι. Δηλαδή, αχνά θυμάμαι το πώς μπήκαμε και πήγαμε για ύπνο. Δεν θυμάμαι καν, δεν καταλάβαμε σεισμό.

Μ.Μ.:

Μου είπες ότι είδατε ένα καφέ πράγμα να έρχεται.

Κ.Α.:

Ναι.

Μ.Μ.:

Πόσο μακριά ήταν; Πού ακριβώς το είδατε;

Κ.Α.:

Φαντάσου ένα συγκρότημα από δέκα δωμάτια, εμείς ήμασταν στο 8, αυτό είχε περάσει το πρώτο και πήγαινε στο δεύτερο; Δηλαδή, ήτανε σε απόσταση 12-15 μέτρα και σε ύψος γύρω στο 1-1,5 μέτρο και ερχόταν. Δηλαδή, τι να σου πω; Δηλαδή, ήτανε… Μέχρι να το δούμε και το πώς μας κάλυψε μέχρι πάνω, ήταν δευτερόλεπτα! Δεν ήταν, δηλαδή, ότι πήγαινε σιγά-σιγά,. Ήταν ήδη αρκετά ψηλά και εκτονωνόταν. Δεν ήταν, δηλαδή, ότι είχε εκτονωθεί και έρχονταν σιγά-σιγά, ήταν ήδη ψηλά. Ήταν πάνω από ένα μέτρο.

Μ.Μ.:

Τι σκέφτηκες;

Κ.Α.:

Τίποτα. Δεν θυμάμαι, δεν νομίζω να σκέφτηκα κάτι. Δεν νομίζω να πρόλαβα να σκεφτώ κάτι, γιατί μέχρι να κάνω «έτσι» και ήρθε από δω, είχε έρθει και από την άλλη μεριά. Είχε ήδη βγει και ο Μαρίνος, μέχρι να βγει, το νερό έχει ανέβει ήδη αρκετά ψηλά, ώστε να… Ο  Γιώργος ήταν ο πιο ψύχραιμος από όλους και μας είπε να πιαστούμε από ‘κει και να πιαστούμε από το δοκάρι. Δηλαδή, δεν ξέρω καν αν θα το σκεφτόμασταν εκείνη τη στιγμή να πιαστούμε ή αν θα πιαστούμε από μία κολώνα και αν θα μας κάλυπτε το νερό. Δηλαδή, ο πιο ψύχραιμος εκείνη τη στιγμή ήταν ο Γιώργος, ο οποίος μας είπε να ανέβουμε πάνω και να πιαστούμε από το δοκάρι. Και πάλι ήταν αυτός που είπε ότι, αν ανέβει κι άλλο το νερό, να ανέβουμε λίγο πιο… Να ανέβουμε πάνω στη σκέπη.

Μ.Μ.:

Τα συναισθήματά σου την ώρα που κρατιόσουνα και το νερό σε είχε καλύψει, ποια ήταν;

Κ.Α.:

Δεν θυμάμαι συναισθήματα. Ήταν ανάμεσα από: «Τι έγινε;», «Πώς;», «Τι να κάνουμε;». Ήταν όλα, όλα αυτά δηλαδή να έγιναν σε ένα-ενάμιση λεπτό. Όλα αυτά, που ήρθε και έφυγε, να έγινε σε ένα-ενάμιση λεπτό. Τα λόγια του Γιώργου ακόμα τα ακούω στο μυαλό μου: «Αν ανέβει κι άλλο το νερό, να σκαρφαλώσουμε πάνω και να ανέβουμε στη σκέπη». Τον Μαρίνο δίπλα μου να κοιτάει και αυτός τρομαγμένος. Εγώ να ΄μαι στη μέση και να κοιτάω: «Τώρα τι κάνουμε;». Δεν ξέρω, σαν να ‘χεις παγώσει, σαν να ΄σαι παγωμένος. Αγουροξυπνημένοι, όπως ήμασταν, δηλαδή μας είχε βρει πάνω στον ύπνο. Ούτε καν να κάτσουμε πέντε λεπτά, να έχουμε σηκωθεί πέντε λεπτά, να πούμε: «Οκέι, ναι» και να το καταλάβουμε. Ήταν τελείως, τελείως αναπάντεχο, τελείως ξαφνικό.

Μ.Μ.:

Τι ήταν το πιο τρομακτικό πράγμα που είδες εκείνες τις μέρες;

Κ.Α.:

«Τρομακτικό» εννοείς να με φοβίσει ή κάτι το οποίο να δω και να με τρομάξει; Με την έννοια ότι: «Αμάν, τη γλιτώσαμε!». Το πιο τρομακτικό που είδα, πιστεύω ότι ήταν αυτό το, μου έχει μείνει, είναι αυτό το βουητό και αυτό που άνοιξα την πόρτα και είδα αυτό το καφέ πράγμα. Αυτή η σκηνή ακόμα, ακόμα… Δηλαδή, με το που ανοίγω την πόρτα και βγάζω το κεφάλι μου έξω και βλέπω αυτό το καφέ, μου έχει μείνει! Είναι σαν φωτογραφία. Αλλά μόνο αυτό! Τα υπόλοιπα έχουν φύγει όλα. Και μετά ήταν αυτά που είδαμε, όλα, με τους ανθρώπους. Ακόμα μου έχουν μείνει κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι τρέχαν, μας λέγανε: «Βοήθεια!», μία γυναίκα έχει μία φωτογραφία από ένα κοριτσάκι, τις κούκλες που είπε ο Μαρίνος, τη γυναίκα αυτή ακόμα τη θυμάμαι μελανιασμένη και πρησμένη. Εντάξει, και μία σκηνή που μου έχει μείνει είναι το καράβι που κάναν diving που ήταν πάνω σε μία σκέπη. Δηλαδή, είχε ανέβει πάνω στη σκέπη αυτό το καράβι. Και μετά αυτό που είδαμε στο αεροδρόμιο, έτσι; Δηλαδή, στο αεροδρόμιο γινόταν ένας χαμός! Χαμός! Φαντάσου μία ουρά να κάνει 6-7 ζικ ζακ, για να ΄ρθει η σειρά σου να πάρεις τηλέφωνο. Κόσμος να κλαίει, [01:00:00]κόσμος να κοιμάται, να ξυπνάει από τον ύπνο του. Εμείς να ΄μαστε ξαπλωμένοι, να προσπαθούμε να μην κοιμηθούμε. Δεν είχαμε κοιμηθεί ούτε ένα βράδυ ούτε το επόμενο βράδυ που περιμέναμε στο αεροδρόμιο. Κανένα από τα δύο βράδια δεν είχαμε κοιμηθεί. Και ήμασταν 8 ώρες, νομίζω που έκανε η πτήση; Γιατί ήρθε απευθείας από Μπανγκόκ. Είχαμε πιεί και τα ουίσκια μας και τις βότκες μας, αλλά δεν κατάλαβα, δεν κατάλαβα πτήση. Δηλαδή, ήμασταν νεκροί τελείως! Είχαμε πέντε θέσεις ο καθένας, μία-δύο-τρεις σειρές στη μέση και κοιμόμασταν.

Μ.Μ.:

 Όταν φτάσατε κάτω στην πόλη, τι είπατε μεταξύ σας; 

Κ.Α.:

 Στην πόλη;

Μ.Μ.:

Όταν φύγατε από το κατάλυμα και κατεβήκατε στο μαγαζί που μου είπες-

Κ.Α.:

Και κατεβήκαμε-

Μ.Μ.:

Τι λέγατε μεταξύ σας; 

Κ.Α.:

Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι έχει γίνει, ότι έχει γίνει όντως κάτι άσχημο. Και αυτό που μας ήρθε στο μυαλό είναι να… δύο, δυο-τρία πραγματάκια: Tο πώς θα φύγουμε, το να ειδοποιήσουμε πίσω και να βρούμε τροφή και νερό. Γιατί είχε πάρα, πάρα πολλή ζέστη! Είχε πάνω από 40 βαθμούς. Και μετά αυτό που σκεφτόμασταν πάνω στο βουνό είναι ότι έπρεπε να φύγουμε το συντομότερο δυνατόν, λόγω των κουνουπιών και λόγω των πολλών πτωμάτων που υπήρχαν εκεί. Γιατί ξέραμε ότι μετά από μία μέρα με τόση ζέστη, την επόμενη, δεύτερη μέρα, με τόση ζέστη, αν δεν μαζευτούν, αν δεν καλυπτούν -ξέρεις- μετά ξεκινάνε αρρώστιες. Και επειδή δεν θέλαμε κάτι τέτοιο, αυτά κουβεντιάζαμε εκεί στο βουνό. Τι έχει γίνει, πώς θα ειδοποιήσουμε πίσω, πώς θα φύγουμε. Κάναμε πλάνα για το πώς θα κατέβουμε πρώτοι γρήγορα κάτω, για να μπούμε στο καραβάκι και να φύγουμε.

Μ.Μ.:

Σήμερα όταν σκέφτεσαι εκείνες τις μέρες, πώς νιώθεις;

Κ.Α.:

Τυχερός; Πλέον μου ΄χει… Δεν το σκέφτομαι και πάρα πολύ, γιατί -εντάξει- είναι και αρκετά χρόνια που έχει γίνει. Έχουν περάσει κι άλλες εμπειρίες στη ζωή μου. Πλέον το βλέπω σαν μία… είναι λίγο πολύ μακρινό, είναι λίγο πολύ μακρινό. Εννοείται ότι κάθε 26 Δεκέμβρη τηλεφωνιόμαστε μεταξύ μας και λέμε: «Χρόνια Πολλά» και οι τρεις! Γιατί σου λέω, ότι αυτά που είδαμε εκεί στο νησάκι ήταν πραγματικά σαν κάποιος να έβαλε το χέρι του, να μας σήκωσε και να μας ξανάφησε κάτω μόλις τελείωσε. Δηλαδή, σκέφτομαι πολλές φορές πόσο τυχεροί ήμασταν που ανεβήκαμε πάνω εκεί. Όλα τα συντρίμμια από μπροστά, όλα τα σπίτια, ήρθαν πίσω και ξανακατέβηκαν και δεν μας χτύπησε τίποτα! Δηλαδή, ούτε καν να περάσει κάτι να μας γρατζουνίσει. Πραγματικά λες και υπήρχε κάτι γύρω μας και δεν μας ακούμπησε τίποτα! Από τα δέκα σπίτια, στο νούμερο 8, τα πρώτα τρία-τέσσερα, είχαν καταστραφεί τελείως τα δωμάτια. Εντάξει, μην φανταστείς ότι ήτανε τοίχοι. Δηλαδή, με το κατσαβίδι έκανες «έτσι» και πέρναγε από την άλλη μεριά. Δεν ήταν, μπανγκαλόους ήταν. Τι να πεις; Δεύτερη ευκαιρία; Δεύτερη ζωή; Σίγουρα είναι κάτι, ήτανε κάτι, που σαν κάποιος να μας έλεγε: «Δεν σταματάει το καντήλι σας εδώ». Aυτό.

Μ.Μ.:

Από όσα μας αφηγήθηκες, τι κρατάς; Τι σου μένει εντονότερα;

Κ.Α.:

Τι μου μένει; Θυμάμαι, προσπαθώ να θυμάμαι τις καλές στιγμές από αυτό το ταξίδι. Γιατί υπήρχαν και ωραίες στιγμές. Και με τις μηχανές που ήμασταν και με τα ηλιοβασιλέματα και με το φαγητό. Από εξόδους δεν θυμάμαι πολλά γιατί, οκέι, πίναμε! Και κάποιες στιγμές, κάποια σκηνικά που είχαν γίνει μεταξύ μας. Αυτά προσπαθώ να θυμάμαι, αλλά δεν… είναι πολύ πίσω στο μυαλό μου. Έχουν γίνει τόσα πολλά και είναι τόσα άλλα που με απασχολούνε, που αυτό είναι… Το σκέφτομαι, μπορεί να το σκεφτώ κάποιες στιγμές, που θα δω κάτι στην τηλεόραση. Δεν το σκέφτομαι πλέον.

Μ.Μ.:

Θες να προσθέσεις κάτι;

Κ.Α.:

Δεν μου έρχεται κάτι τώρα. Δεν μου έρχεται κάτι, αλήθεια. Ξέρεις, έχουν μείνει κομμάτια, δηλαδή ολόκληρη ιστορία δεν μπορώ να τη συναρμολογήσω. Και δεν μπορώ να τη συναρμολογήσω, γιατί εγώ πιστεύω ότι το μυαλό μου έχει κρατήσει κάποια συγκεκριμένα κομμάτια, τα οποία τα ΄χει, έχει μείνει μέσα, έχουν μείνει μέσα. Είναι πολλά, είναι και κάποιες προσωπικές εμπειρίες εκεί που κάναμε με τα παιδιά, γέλιο στο δωμάτιο. Ένα συγκεκριμένο ήταν, ας πούμε, στην Πατάγια έκαψα δύο τζετ σκι. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό! Δηλαδή και το πρώτο και το δεύτερο, δύο τζετ σκι. Αφού μου λέει ο Ταϊλανδός: «Δεν σου δίνω άλλο». Δεν έφταιγα εγώ βέβαια, έτσι; Το τζετ και είναι για να κάνεις ότι είναι να κάνεις. Παίρνω το πρώτο «βου-βου» λίγο, έμεινε. Μου φέρνει δεύτερο, «βου-βου» λίγο, έμεινε και αυτό.  Μου κάνει ο Ταϊλανδός «έτσι», του κάνω και εγώ: «Τι να σου κάνω;». Κάποιες στιγμή δηλαδή που καθόμασταν στην παραλία και μας φέρνανε, μας… Το μόνο σπαστικό ήταν ότι ανά πέντε λεπτά περνούσαν, μήπως θέλουμε κάτι, μήπως θέλουμε Thai massage, μήπως θέλουμε να φάμε κάτι, μήπως θέλουμε να πιούμε κάτι, αυτό. Είναι, ξέρεις, πρέπει να κάτσεις να το σκεφτείς πάρα πολύ, δηλαδή το πώς έχουν γίνει όλα. Γιατί πολλά κομμάτια δεν τα θυμάμαι. Ειδικά μετά, σου λέω, δεν θυμάμαι καν αν πήγαμε Πουκέτ ή αν πήγαμε Μπανγκόγκ. Δεν το θυμάμαι, δεν θυμάμαι δηλαδή την όλη διαδρομή. Θυμάμαι αυτό στο καραβάκι, θυμάμαι στο λιμάνι και ξαφνικά μου έρχεται η εικόνα του αεροδρομίου! Ούτε καν το πώς πήγαμε στο αεροδρόμιο δεν θυμάμαι. Δεν ξέρω, κενό; Βlackout; Δεν ξέρω.

Μ.Μ.:

Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ, να ‘σαι πάντα καλά!

Κ.Α.:

Ευχαριστώ και ελπίζω, ξέρω 'γω, με την ιστορία μου, τι να πω; Να έχει ενδιαφέρον για κάποιους να την ακούσουνε.

Μ.Μ.:

Έχει σίγουρα, πολύ!

Κ.Α.:

Ήταν μία μεγάλη εμπειρία, μεγάλη εμπειρία!

Μ.Μ.:

Ευχαριστούμε πολύ!

Κ.Α.:

Παρακαλώ, εγώ ευχαριστώ!