Μια γυναίκα ναυτικού για τη ζωή, τα ταξίδια της και τις περιπέτειες της
Segment 1
Η γνωριμία με τον άντρα της και η κοινή τους ζωή
00:00:00 - 00:16:20
Partial Transcript
Λοιπόν, χαίρετε. Σήμερα είναι 31 Μαρτίου του 2021. Είμαστε στους Αμπελοκήπους με την κυρία Μάντω και η κυρία Μάντω θα μας πει την ιστορ…η λέξη. Όταν είδα τι τραβάνε δηλαδή για να μπορέσουνε να επιβιώσουνε μέσα στο βαπόρι. Και τέλος πάντων. Τώρα, να πελαγοδρομήσω σε ταξίδια;
Lead to transcriptSegment 2
Το πρώτο μικρό ταξίδι στη Σαβόνα
00:16:20 - 00:20:23
Partial Transcript
Αμέ. Θέλετε να μας πείτε ποια ήταν η πρώτη φορά που πήγατε; Δεν άκουσα. Η πρώτη φορά που πήγατε στο πλοίο; Στην πρώτη φορά που πή…κι όλα γαλάζια στο πρώτο, αλλά στο δεύτερο τα βάζω στην άκρη και κάνω ροζ. Μέχρι το νυχτικό, τη λιζέζ, όλα ροζ. Και τελικά κάνω δεύτερο γιο.
Lead to transcriptSegment 3
Τα μεγάλα ταξίδια
00:20:23 - 00:47:06
Partial Transcript
Όταν ήτανε ο γιος μου ο δεύτερος, θα έκλεινε τα δύο στις 14 Μαΐου, του κάνανε, τον είχε αναλάβει η αδελφή μου, τα δύο παιδιά μάλλον, με την…τσε και κάτσε. «Άντε -λέω- να κάτσω». Και πώς παθαίνει… Μεταξύ των ταξιδιών που κάναμε κάτω Νιγηρία και τέτοια, κολλάει μαλάρια. Ποιος;
Lead to transcriptSegment 4
Η ζωή από μακριά
00:47:06 - 00:53:04
Partial Transcript
Ο παππούς. Ο άντρας μου. Κολλάει μαλάρια. Στο γραφείο, συμπωματικά, να είναι αρχικαπετάνιος ένας φίλος μας που είχαμε κάνει, υποπλοίαρχος …μία στιγμή στην άλλη, δεν, η ζωή σου ήτανε ένα σκαμπανέβασμα. Εκεί που ήσουνα απόλυτα ευτυχισμένη, εκεί πήγαινες στα μαύρα χάλια, που λένε.
Lead to transcriptSegment 5
Τα τελευταία χρόνια
00:53:04 - 01:01:22
Partial Transcript
Αλλά, αυτό λέω, έφυγε 75 χρονών και ήτανε κοτσονάτος. Πολύ καλά. Που μπορούσαμε να χαρεί… Ευτυχώς πρόλαβε και χάρηκε τα εγγόνια του. Η Ισμήν… Έχω εκεί, όπως είναι εκεί τα άλμπουμ. Αυτό είναι αφιερωμένο μόνο, έχει και τον γάμο του. Δεν ξέρω αν το είδες. Όχι, θα το δω τώρα.
Lead to transcript[00:00:00]
Λοιπόν, χαίρετε. Σήμερα είναι 31 Μαρτίου του 2021. Είμαστε στους Αμπελοκήπους με την κυρία Μάντω και η κυρία Μάντω θα μας πει την ιστορία της. Εγώ είμαι η Μαριάννα Σταθάκη ερευνήτρια στο Ιstorima και είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε. Γεια σας κυρία Μάντω. Θέλετε να μας πείτε που γεννηθήκατε και μερικά πράγματα για την παιδική σας ηλικία;
Γεννήθηκα στην Καστέλλα, στον Πειραιά. Τώρα συγγνώμη, αλλά είμαι πολύ ευσυγκίνητη και που και που η φωνή μου θα... Που λες, γεννήθηκα στην Καστέλλα το 1926. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια και τα νεανικά μου, μέχρι που παντρεύτηκα. Σαν παντρεμένη έμεινα εκεί μέχρι που γέννησα και τα δύο μου παιδιά. Όταν μεγαλώσανε λίγο, εκεί βέβαια πέρασα και τα νεανικά μου και τα πρώτα μου χρόνια σαν παντρεμένη, ας το πούμε. Τα πρώτα, τους πρώτους αποχωρισμούς για τα ταξίδια που είχα πάρει ναυτικό. Και μετά από αυτό κατέβηκα Πασαλιμάνι, γιατί δεν μας χωρούσε πια το σπίτι. Είχανε μεγαλώσει τα παιδιά και θέλανε τα δωμάτια τους, να διαβάζουν και τα λοιπά. Από κει και έπειτα τι άλλο;
Πώς γνωρίσατε τον άντρα σας;
Τον άντρα μου τον γνώρισα στα Σελήνια. Είναι ένα μικρό, πώς να το πούμε; Παραθεριστική περιοχή της Σαλαμίνας, που έτυχε να έχουμε πατρικό σπίτι και εγώ, από την οικογένειά μου και ο άντρας μου. Γνωριστήκαμε τυχαία με μία κοινή άλλη παρέα, καθώς και η αδελφή μου με τον μετέπειτα άντρα της που ήτανε φίλοι με τον άντρα μου. Και είχανε κάνει και ναύτες μαζί, ήταν, είχαν σπουδάσει και οι δύο, όχι σπουδάσει. Τέλος πάντων, είχαν παρακολουθήσει Σχολή Μηχανικών και έγινε η παρέα από κει και έπειτα εξελίχθηκε σε αίσθημα. Ήτανε να φύγει ο άντρας μου για το πρώτο ταξίδι λοιπόν και εντωμεταξύ άρχισε τώρα, ήθελε να μου αποσπάσει την υπόσχεση ότι θα τον περιμένω, γυρίζοντας από το πρώτο ταξίδι, το οποίο έπρεπε να μείνει αρκετά, για να ‘ρθει να πάρει, πήγαινε σαν δόκιμος τότε. Δεν είχε καν βαθμό, ας το πούμε.
Πόσο χρονών ήσασταν;
Τότε πρέπει να ήμουνα 24-25 εκεί. Όταν πριν, σε συζητήσεις που κάναμε και τύχαινε στη διαδρομή που κάναμε από Πειραιά-Σελήνια, ήταν ένα μικρό καραβάκι που εκτελούσε τη συγκοινωνία, μου τριβίλιζε το μυαλό, ας το πούμε, ότι αυτό, και οι γυναίκες των ναυτικών, οι άντρες τους τις αγαπάνε, τούτο, είναι έτσι, είναι αλλιώς», ξέρω γω τι. Εγώ όμως ανένδοτη. Του έλεγα: «Τι λες; Εγώ ναυτικό δεν πρόκειται να πάρω. Να παίρνω τα παιδιά μου Χριστούγεννα και Πάσχα στην εκκλησία και να πηγαίνουμε σαν να είναι ορφανά; Να μην έχουν τον πατέρα τους να χαίρονται και εκείνα. Και ότι να μου τυχαίνει να μην έχω έναν άντρα να ακουμπήσω δίπλα του κτλ.». Όχι εκείνος τα δικά του, ας το πούμε. Έφυγε το πρώτο μπάρκο, μου στέλνει μία φωτογραφία. Αλληλογραφούσαμε εντωμεταξύ βέβαια, φιλικά. Μου στέλνει μία φωτογραφία, λοιπόν, που την είχανε βγάλει, είχανε πάει στο Los Angeles. Πήγανε σε ένα φωτογραφείο στο οποίο έβγαζε φωτογραφίες αστέρων. Και μου τον βγάζει, λοιπόν, έναν τόσο παχύ και τα λοιπά, μου τη στέλνει λοιπόν. Του λέω: «Ωραία η φωτογραφία σου, αλλά παρά, παρά είσαι λέω παχουλός». Μου απαντάει: «Για πες μου κανένα φάρμακο, για να αδυνατίσω». Του λέω: «Κοίταξε να δεις, το μόνο θετικό και σίγουρο είναι να προσπαθήσεις να κολλήσεις το μικρόβιο του έρωτα. Αυτό- του λέω- να δεις πόσο θα σε αδυνατίσει». Μου απαντάει: «Θα το ήθελα να το κολλήσω, αλλά στην πατρίδα μου όχι εδώ στην ξενιτιά». Και λες και το χάψε και άρχισε και έπινε, στις σαλάτες έβαζε ξύδι και βούταγε το ψωμί, γιατί του ‘χαν πει ότι το ξύδι αδυνατεί. Το αποτέλεσμα ήταν να πάθει αναιμία και να του πάν’ τα ερυθρά θυμάμαι 1.900 εκατομμύρια, από 3-4 πρέπει να είναι στους άντρες. Τέλος πάντων. Όταν γύρισε από το μπάρκο, λοιπόν… Ξέχασα να σας πω ότι την ημέρα που έφυγε φτάνοντας στο αεροδρόμιο, δεν είχαμε εμείς τηλέφωνο τότε. —Ακούγεται η φωνή μου καλά;— Και μία κυρία δίπλα που είχε, είχε μία κοπέλα στο σπίτι, βγαίνει και μου φωνάζει: «Έλα στο τηλέφωνο, ο κύριος Νίκος από το αεροδρόμιο». Και με παίρνει και μου λέει: «Ήθελα να σου πω το αντίο και πριν να μπω στο αεροπλάνο». Λέω: «Άντε στο καλό και καλά ταξίδια και τα λοιπά. Τι ώρα φεύγετε;» μου λέει: «11:00 η ώρα πετάμε», από το Ελληνικό. Ήταν εκεί το αεροδρόμιο τότε. Θυμάμαι ανέβηκα στην ταράτσα κάτι να απλώσω και βλέπω. Τότε τα αεροπλάνα ήταν ένα κάθε μία ώρα, που λέει ο λόγος, από το αεροδρόμιο. Και βλέπω από την Καστέλλα τώρα είχαμε ορατότητα μεγάλη και βλέπω ένα αεροπλάνο «Α -λέω- λες να είναι αυτό;». Και εκείνη την ώρα έκανα έτσι με το χέρι, αλλά κάτι σαν να ένιωσα μέσα μου, κάτι ένα, σαν να ξεκόλλαγε κάτι από την ψυχή μου μέσα. Και λέω: «Μπα, τι συναίσθημα είναι αυτό;- Λέω- δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα». Προσπαθούσα να αντιδράσω, να πάω κόντρα σε αυτό που ένιωθα για να μην υποκύψω και πάρω ναυτικό. Για αυτό λέω άμα είναι το τυχερό. Όταν γύρισε, τέλος πάντων, κάναμε πιο πολύ παρέα ξέρω ‘γω. Ξαναφεύγει άλλο μπάρκο και είχε υποσχεθεί στην αδελφή μου ότι: «Θα σας παντρέψω εγώ» με το φίλο του «και αν δεν είμαι εγώ θα στείλω λεφτά να σας παντρέψει η αδερφή σου». Οπότε περάσανε τα χρόνια… Μου λέει, μου έλεγε η μητέρα μου λοιπόν: «Κοίταξε να δεις, έχεις τώρα αλληλογραφία, φαίνεται το παιδί ότι το έχει πάρει πολύ σοβαρά, ας το πούμε. Αυτό που κάνεις δεν είναι σωστό. Ή πες του ναι ή κόφτου το. Να ξέρει τι θα ….». Μου απαντάει κάποτε ότι: «Η μητέρα μου πέθανε, ο πατέρας μου πέθανε, τα αδέρφια μου τα άλλα ήταν μεγάλα, μία αδελφή είναι παντρεμένη, δεν με κρατάει τίποτα πια στην Ελλάδα. Εάν δεν πεις εσύ το “ναι” θα μείνω με τον αδερφό του το μεγάλο και θα κάνουμε ταξίδια μόνο εξωτερικό και θα μείνουμε έξω πια. Και θέλω να μου απαντήσεις ένα ναι ή ένα όχι». Εκεί με έπιασε η μητέρα μου και μου είπε ότι: «Δεν είναι σωστό αυτό που κάνεις, πες ή ναι ή όχι». Και εκεί αποφάσισα και του είπα το «Ναι» επιτέλους. Είχαν περάσει πόσα χρόνια, ούτε θυμάμαι ακριβώς. Όταν ήρθε λοιπόν… Η αδερφή μου παντρεύτηκε 29 Οκτωβρίου. Και εκείνοι, με τον αδελφό του ήρθανε γύρω στις... Του Αγίου Δημητρίου 26 εκεί. Έρχεται λοιπόν και μου λέει: «Τώρα θα στεφανώσω, θα είμαι κουμπάρος. Στους συγγενείς σου, εκτός από κουμπάρο τι άλλο θα με συστήσετε; Φίλο; Θέλω να αρραβωνιαστούμε» «Πότε βρε παιδάκι μου;» του λέω. «Τώρα έχουμε γάμο, έχουμε αυτά». «Δεν έχει σημασία -μου λέει- πάμε να πάρουμε βέρες». Ανεβήκαμε στο «Ζολώτα», πήραμε τις βέρες και έρχεται και ο κουνιάδος μου, που είχαν έρθει, που ήτανε ναυτικός κι αυτός και μεταξύ μας, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, εκείνος και ο μεγάλος αδερφός και βάλαμε τις βέρες. Οπότε στον γάμο ήμαστε αρραβωνιασμένοι. Η ημέρα των αρραβώνων μας. Του γάμου της αδελφής μου μάλλον.
Πολύ όμορφη φωτογραφία. Πολύ όμορφη. Και μετά;
Μετά λοιπόν μου λέει, εγώ εργαζόμουνα στο Δήμο. Μου λέει: «Κοίταξε να δεις ο αρραβώνας δεν θα κρατήσει πολύ, θα παντρευτούμε, θα μείνω», είχε μείνει αρκετά έξω αρκετά χρόνια [00:10:00]«έχω φέρει λεφτά αρκετά, θα παντρευτούμε, θα παραγγείλουμε ό,τι νομίζεις πιο επείγον, ας το πούμε. Και για να έχουμε καιρό να μείνω, αρκετό, πριν μπαρκάρω στο, σαν παντρεμένοι δηλαδή». Και πραγματικά 29, πόσο σου είπα, του Οκτώβρη παντρεύτηκε η αδερφή μου, 16 του Γενάρη παντρεύτηκα εγώ, παντρευτήκαμε εμείς. Και έφυγε 22-23 Μαΐου, από 16 Ιανουαρίου. Όταν έφυγε είχα μείνει έγκυος, τέλη Μαΐου, και ήταν το πρώτο μπάρκο πια που ήμουνα παντρεμένη και θυμάμαι ότι είχε βγει ένα τραγούδι Πάρ’ το πρώτο πλοίο και έλα γιατί νομίζω θα κάνω καμιά τρέλα, κάτι τέτοιο και όταν τα άκουγα εγώ, να τα δάκρυα! Και η αδερφή μου προσπαθούσαν να με παρηγορήσουν, τέλος πάντων. Λίγο λίγο με την αυτή της εγκυμοσύνης μου, έριξα το ενδιαφέρον μου εκεί, να ετοιμάσουμε τα του μωρού τα μωρουδιακά, ξέρω ‘γω. Ζούσε η μητέρα μου, αλλά αρχίσανε μετά τα δύσκολα. Ήρθε η εποχή να γεννήσω, ο άντρας μακριά. Η μητέρα μου είχε την καρδιά της, δεν μπορούσε να με συνοδεύσει. Ο καημένος ο αδερφός μου, λοιπόν, θυμάμαι καθόμουνα το βράδυ στον καναπέ και η κοιλιά μου ήταν τόση μεγάλη και έκανε… Γεννήθηκε ο πρώτος μου γιος 7 Μαρτίου. Έκανε ένα ψοφόκρυο και γυρίζει και μου λέει, ότι είχε έρθει απέξω όπως: «Κάτσε εκεί, κάτσε εκεί απόψε, μην κάνεις τίποτα και κουνηθείς, γιατί κάνει ένα ψοφόκρυο έξω που δεν είναι να ξεμυτίσεις». Σημειωτέον τότε ούτε τηλέφωνο είχαμε, για να βρεις ταξί έπρεπε να κατέβεις από την Καστέλλα στο Πασαλιμάνι, να βρεις και να φέρεις. Οπότε λες και ήτανε… Τ’ άκουσε. Μία παρά, σπάνε, μου σπάνε τα νερά. Αμέσως η μητέρα μου: «Σήκω». Είχαμε μία κουμπάρα στη γειτονιά και πολύ, εκεί από τα Σελήνια πάλι φίλη, την παίρνει τηλέφωνο όχι την παίρνει τηλέφωνο, έστειλε και τη φωνάξανε και ήρθε μαζί μου στην κλινική. Γεννάω τον πρώτο μου γιο, μόνη, χωρίς τον άντρα μου. Στα 4 χρόνια που έκανε τα ταξίδια, γυρίζοντας απ’ τη Σαβόνα ήμουνα έγκυος. Έρχεται η εποχή να γεννήσω τον πατέρα τους. Πάλι μόνη. Είχε πεθάνει η μητέρα μου εντωμεταξύ. Πάλι ο αδερφός μου ο καημένος με πήγε στην κλινική. Πάλι η κουμπάρα στάθηκε πάλι δίπλα μου. Επίσης, εκεί που αισθανόμουνα… Πάντα αισθάνεσαι την έλλειψη του συντρόφου σου, αλλά περισσότερο όταν τον έχεις ανάγκη. Όταν αρρώσταιναν τα παιδιά, επειδή ο πατέρας μου τώρα, δεν ήτανε και άνθρωπος που να είχε ασχοληθεί. Την εποχή τότε εκείνη, δεν ασχολούντο με τα παιδιά τους πολύ πολύ, με τις αρρώστιες τους, με τους γιατρούς, τους παιδιάτρους, τα εμβόλια, τα μπήξε, τα δείξε, είχε άγνοια από αυτά. Και ήμουνα τελείως μόνη μου. Η αδερφή μου δεν είχε κάνει παιδιά, έμενε και στην Καλλίπολη, έπρεπε δύο συγκοινωνίες, αυτοκίνητο δεν είχαμε, τέλος πάντων. Και όταν μου αρρώσταιναν τα παιδιά, καθόμουνα στο κρεβάτι καθιστή, ακούμπαγα την πλάτη μου και έπαιρνα το μωρό αγκαλιά, σκεπαζόμουνα με το πάπλωμα αλλά κουτούλαγα, αλλά δεν κοιμόμουνα. Φοβόμουνα μην τυχόν και με πάρει ο ύπνος και πάθει κάτι το παιδί, από τον πυρετό και δεν το πάρω χαμπάρι. Όταν ερχόταν ο άντρας μου έλεγα: «Τώρα Θεέ μου, ό,τι θέλεις δώσε». Είχα άλλη, δηλαδή δεν στερείται η γυναίκα του ναυτικού τον άντρα της, σαν σύντροφο, τον στερείται λες και χάνει τα πάντα όταν δεν τον έχει. Τα πάντα! Δεν ξέρω αν ήμουνα έτσι πολύ συναισθηματικώς, δειλή. Δεν ξέρω. Και επίσης είχα μεγάλη, πώς να το πω τώρα; Να το πω… Δεν ήμουνα η μοναδική γυναίκα που αγαπούσε τον άντρα της. Και μάλιστα όταν κάποια στιγμή πάθανε μία ζημιά, και έτυχε να είμαι στο βαπόρι, και είμαστε στον ασυρματιστή, είχαμε κατέβει. Και ακούνε τη σειρήνα, το συναγερμό και σηκώνονται. Και απέναντι από την καμπίνα του ασυρματιστή ήταν η πόρτα της μηχανής και κάνουμε έτσι κι οι δύο να δούμε τι γίνεται και είδα τους τρίτους μηχανικούς, οι οποίοι δεν κατεβαίνανε με τις σκάλες, κάνανε τσουλήθρα για να κατέβουν γρήγορα. Βουή, κακό. Κάτω να τρέχουνε, εντωμεταξύ με τη μηχανή δεν ακούνε και με τα νοήματα και είπα εκείνη την ώρα, λέω: «Γυναίκα πού απιστεί τον άντρα της, ναυτικού, είναι το χειρότερο ζώο», ας το πω έτσι, να μην πω άλλη λέξη. Όταν είδα τι τραβάνε δηλαδή για να μπορέσουνε να επιβιώσουνε μέσα στο βαπόρι. Και τέλος πάντων. Τώρα, να πελαγοδρομήσω σε ταξίδια;
Αμέ. Θέλετε να μας πείτε ποια ήταν η πρώτη φορά που πήγατε;
Δεν άκουσα.
Η πρώτη φορά που πήγατε στο πλοίο;
Στην πρώτη φορά που πήγα ήτανε αυτό το μικρό ταξίδι στη Σαβόνα, που σου είπα. Δεν τα είπαμε, ξέχασα. Όταν ήταν ο μεγάλος μου γιος τριών ετών, μου τηλεφώνησε, με ειδοποίησε μάλλον ότι: «Θα ‘ρθει το βαπόρι στη Σαβόνα της Ιταλίας. Θα μείνουμε περίπου μία εβδομάδα και άμα θέλεις έλα». Τέλος πάντων, πήρα το μικρό και η γυναίκα του υποπλοιάρχου και πήγαμε. Από κει και έπειτα χάσαμε το ναύλο και ταλαιπωρία το ταξίδι, γιατί ήτανε καλοκαίρι. Αύγουστος και ο πράκτορας δεν μας είχε βγάλει αεροπορικό εισιτήριο κατευθείαν Ιταλία από Πρίντεζι που ήτανε, να αλλάξουμε αεροπλάνο και μετά, παρά μας είχε βγάλει σιδηροδρομικώς να πάμε από Πρίντεζι Σαβόνα. Δηλαδή όλη νύχτα. Ταλαιπωρηθήκαμε με παιδί στην αγκαλιά, όλη νύχτα στο τρένο. Και μάλιστα μας λέει, ήταν ένας Έλληνας μέσα στο τρένο, ο οποίος ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος και έκανε συχνά ταξίδια και πιάσαμε την κουβέντα, μας λέει: «Δεν θα πάμε κατευθείαν. Δεν θα πάτε κατευθείαν Σαβόνα, θα πιάσουμε Ρώμη, γιατί εγώ εκεί θα βγω, στη Ρώμη. Αλλά θα φτάσουμε γύρω στις 12:00. Εάν φτάσουμε 12:00 ακριβώς, θα προλάβετε την ανταπόκριση του άλλου τρένου. Αλλά για να το προλάβετε πρέπει να βγείτε από την πλατφόρμα εκείνη, να ανεβείτε, να πάτε στην άλλη γραμμή και παίζετε σε δευτερόλεπτα το περιθώριο που έχετε. Σκεφτείτε από τώρα εάν δεν το προλάβω, έχει καθυστερήσει λίγο το τρένο και δεν το προλάβετε, τι θα κάνετε; Εγώ έχω ξενοδοχείο που μένω τακτικά επειδή πάω. Θέλετε να ρθείτε, να σας αναλάβω εγώ να...;» Κοιτάω τη διπλανή την κοπέλα, της λέω: «Τώρα τι κάνουμε; Να τον εμπιστευτούμε;» μου λέει: «Έχουμε κι άλλη λύση; Ότι είναι αν… Φαίνεται καλός άνθρωπος. Αν δεν είναι -μου λέει- δεν έχουμε και άλλη λύση». Αλλά ευτυχώς προλάβαμε. Αλλά μας φέρθηκε! Μου λέει: «Εσύ κρατά μόνο το παιδί αγκαλιά. Τίποτα άλλο». Βουτάει τις βαλίτσες μου, η άλλη ξέρω γρήγορα, αυτά, μας εξυπηρέτησε πάρα πάρα πολύ και φτάσαμε στη Σαβόνα. Ήταν το πρώτο μου ταξίδι, μικρό. Και από κει στη Μάλτα για δεξαμενισμό. Γυρίζοντας από τη Μάλτα ήτανε— Νομίζω ότι στα ‘χω πει τώρα πριν και… Γυρίζοντας από τη Μάλτα είχα μείνει έγκυος στην Ιταλία και μάλιστα επειδή είχα μεγάλη, πώς να το πω τώρα; Επιθυμία να κάνω κορίτσια, επειδή το πρώτο ήταν αγόρι ήθελα να είναι το δεύτερο κορίτσι. Και υπολόγιζα ότι μάλλον έμεινα έγκυος στη Μάλτα. Και όπως το έγραψα στον άντρα μου, του ‘στειλα φωτογραφίες και του λέω: «Πήγαμε, ήρθαμε δύο αλλά γυρίσαμε τρεις, από τη Σαβόνα και από τη Μάλτα». Και με την ιδέα ότι έχω [00:20:00]μείνει στη Μάλτα έγκυος, ο άντρας μου: «Η μαλτεζούλα» μου ‘λεγε και «η μαλτεζούλα». Και είχα κάνει κεντητά μωρουδιακά και σεντονάκια κι όλα γαλάζια στο πρώτο, αλλά στο δεύτερο τα βάζω στην άκρη και κάνω ροζ. Μέχρι το νυχτικό, τη λιζέζ, όλα ροζ. Και τελικά κάνω δεύτερο γιο.
Όταν ήτανε ο γιος μου ο δεύτερος, θα έκλεινε τα δύο στις 14 Μαΐου, του κάνανε, τον είχε αναλάβει η αδελφή μου, τα δύο παιδιά μάλλον, με την κοπέλα που είχα και τους είχε αναλάβει στο σπίτι της, ας το πούμε. Και του κάνανε τα γενέθλια την παραμονή, εγώ ήρθα την επόμενη. Και μία παρένθεση τώρα. Το βαπόρι αυτό ήτανε του Νιάρχου και θα πήγαινε, θα έκανε ένα τουρ, ας το πούμε δύο μηνών. Ξεκινήσαμε από Μέγαρα, πήγαμε Ρωσία. Θυμάμαι ήταν 25 Μαρτίου πήγαμε Ρωσία, πιάσαμε Νοβοροσίσκι, ξεφορτώσαμε, μάλλον από κει και κατεβήκαμε νύχτα όλη τη Μεσόγειο και φτάσαμε Πόρτ Σάιντ ξημερώματα. Εντωμεταξύ όταν ξεκινήσαμε από κει είχαμε το air condition αναμμένο, ξέρεις ζεστό, κουβέρτες. Τα ξημερώματα έλεγα στον άντρα μου: «Πω, πω- λέω- κλείσε. Ζέστη». Μου λέει: «Αφού φτάνουμε Πόρτ Σάιντ» μου -λέει- τώρα άλλαξε το κλίμα εκεί» και μείναμε για να πιάσουμε σειρά στο κομβόι, που λέγεται, να μπούμε μες στο κανάλι θα διανυκτερεύαμε εκεί, στο βαπόρι βέβαια, αλλά έξω από το κανάλι. Και πήγαμε το βράδυ και φάγαμε σε ένα ξενοδοχείο που λέγεται «Accra». Ήτανε στην ταράτσα ενός μεγάλου κτιρίου δηλαδή και έβλεπες όλο το Πόρτ Σάιντ εκεί. Και θυμάμαι έβαλα εγώ μία φούστα και ένα μπλουζάκι μου λέει: «Πάρε ζακέτα» λέω: «Γιατί;» μου λέει: «Μωρέ πάρε ζακέτα -μου λέει- γιατί το βράδυ να δεις τι υγρασία έχει εδώ». Τέλος πάντων και την άλλη μέρα μπήκαμε στο κανάλι. Σε ορισμένα σημεία το κανάλι είναι τόσο στενό που μιλάς. Ήτανε παιδάκια μαύρα εκεί στο, τριγύρω ας το πούμε και τους πετάγαμε σοκολάτες, μπισκότα, ξέρω ‘γω τι και τα αρπάζανε, τόσο κοντά. Και μετά ανοίγει πάλι και ξανά πάλι. Μετά φύγαμε από κει πιάσαμε Άντε νομίζω για πετρέλαιο και φτάσαμε Ιαπωνία ξημερώματα. Στο ενδιάμεσο, σημειωτέον το βαπόρι ήταν 72.000 τόνους, πολύ μεγάλο και ήτανε η γέφυρα του καπετάνιου μπροστά με το διαμέρισμά του και από κάτω ο υποπλοίαρχος, μαρκόνης κτλ. Και πίσω ήτανε στη γέφυρα, στην τσιμινιέρα, στο φουγάρο που λέμε από κάτω, ήταν το διαμέρισμα του μηχανικού, που ήτανε ένα μεγάλο γραφείο με καναπέδες κτλ., μεσολαβούσε ένα σαν office με… Τέλος πάντων, λεπτομέρειες. Και είχε την κρεβατοκάμαρα με διπλό κρεβάτι κομπλέ και από δεξιά μεριά κατέβαινες, είχε και πισίνα. Όταν φτάσαμε λοιπόν στην Ιαπωνία όμως, είχανε πάθει μία ζημιά στο δρόμο. Και μου λέει: «Πάω να ρίξω μία ματιά να δούμε τι είναι. Εσύ ξάπλωσε -μου λέει- και θα ανέβω». Περίμενα να ανέβει, περίμενα να ανέβει τίποτα με πήρε ο ύπνος και όπως ξύπνησα κάποια στιγμή τον βλέπω. Είχε μία μεγάλη πολυθρόνα και καθόταν, είχε κρεμάσει τα χέρια δεξιά και αριστερά και το κεφάλι έτσι και τον είχε πάρει ο ύπνος, κατάκοπος, ξημερώματα πια. Από τι… Και εκείνη την ώρα ένιωσα πραγματικά και μετά από την άλλη ζημιά που κατέβηκε και είδα τι τραβούσαν ειδικά, και οι καπεταναίοι δε λέω έχουν ευθύνη, αλλά οι μηχανικοί έχουν και την σωματική κόπωση, ας το πούμε. Οπότε φτάσαμε ξημερώματα μέχρι να επικοινωνήσουν Λονδίνο για τη ζημιά κτλ., κτλ., πέρασε η ώρα και βγήκαμε απόγευμα πια. Είχα κατάστιχο λοιπόν γράψει τι θα ψωνίζαμε στην Ιαπωνία, μου είχε τάξει και ένα δαχτυλίδι μαργαριτάρι. Του έλεγα: «Δεν θέλω να μου το φέρεις εσύ, εγώ θα, άμα θα τύχει, θέλω να το διαλέξω μόνη μου.» Βγήκαμε 18:00 η ώρα, 18:30 κλείνανε τα πάντα, δεν προλάβαμε. Γυρίζοντας, πήγαμε φάγαμε κάπου, γυρίζοντας μου λέει: «Αύριο θα ξαναβγούμε με τον καπετάνιο, θα 'ρθεις εσύ;» Λέω: «Καλά θα δω». Ξυπνάμε το πρωί κάνω έτσι από την κουπαστή, τι να δω; Το βαπόρι εκεί πάνω η προβλήτα εκεί κάτω. Λέω: «Πώς;», λέει: «Ξεφορτώσαμε. Και όταν ξεφορτώνει το βαπόρι ανεβαίνει. Εάν έρθεις όμως -μου λέει- στο γυρισμό θα ανέβεις με ανεμόσκαλα, γιατί θα έχει πάει ακόμα πιο ψηλά». «Ανεμόσκαλα;- του λέω- ούτε μαργαριτάρι θέλω, ούτε τίποτα. Θα κάτσω εδώ χάμω». Συμπωματικά ένας Τρίτος μηχανικός ήτανε και δόκιμος μάλλον, ήταν έτσι πολύ καλλιεργημένο παιδί κτλ., και όταν γυρίσαμε πιάσαμε πάλι Μέγαρα. Ήρθανε λοιπόν η αδερφή μου με τα δύο παιδιά, ο πατέρας της ήταν 2 ετών, του ‘χανε κάνει τα γενέθλια την προηγούμενη. Και πλεύρισε το βαπόρι, αλλά ο τελωνειακός δεν επέτρεπε ούτε να μπούνε, ούτε να βγω. Οπότε από την κουπαστή εγώ τώρα, να βλέπω τα παιδιά και να μην… Ειδικά το μικρό που ήταν μωρούλι, μικρούλι ακόμα και τα λοιπά. Οπότε τα ακούει ο Δεύτερος μου λέει: «Κάτσε στην άκρη» κατεβαίνει, λέει στον τελωνειακό «Εγώ θα πάρω το μωρό και θα το πάω στη μάνα του που έχει να το δει δύο μήνες και ό,τι θέλεις κάνε μου», του λέει. Και τον αρπάζει και μου τον φέρνει επάνω. Ο οποίος ξέρεις στην αρχή με κοίταξε έτσι καλά-καλά, δεν θυμόταν τώρα μικρό ξέρεις, είχε συνηθίσει άλλα με την αδερφή μου, το γαμπρό μου. Πέρασαν χρόνια, χρόνια, χάσαμε την επικοινωνία με αυτό το ζευγάρι τον Τρίτο ή παντρεύτηκε. Οπότε είχα ανέβει εγώ εντωμεταξύ στην Αθήνα από τον Πειραιά και πώς βρήκε το κινητό του γιου μου του μικρού που είχανε μαγαζί στον Πειραιά. Τον παίρνει μία μέρα τηλέφωνο του λέει: «Είσαι ο Σπύρος;» λέει: «Ναι», «Ο Ζουρντός;» «Ναι» «Του Νίκου και της Μαντούλας;». «Ναι», «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» «Ποιος είσαι; Δεν ξέρω». «Είμαι αυτός -του λέει- που πριν τόσα χρόνια σε πήρα και σε ανέβασα στη μάνα σου στον παπόρι». Σκέψου μετά από πόσα χρόνια ας το πούμε. Πέρασαν τα χρόνια και άλλα ταξίδια. Βέβαια άλλη μία φορά, άλλους δύο μήνες που πήγαμε σου είπα νότιο Αφρική. Τα μέρη αυτά ήτανε σκέτη απογοήτευση, να βλέπεις τη φτώχεια εκεί που έβλεπες τα χαμόσπιτα να βλέπεις κάτι κτίρια με 15 ορόφους, 20 ορόφους. Δίπλα να είναι κάτι χαμοκέλες και να πουλάνε, ειδικά εκεί στις προβλήτες των βαποριών, να πουλάνε μαλλί της γριάς και καρπούζια, φέτες καρπούζι και ξέρω ‘γω. Φτώχεια και πλεονασμός πλούτου, δηλαδή από την άλλη μεριά. Αλλά στα μέρη αυτά, δυστυχώς, μέναμε πολύ, αλλά δεν είχες… Βγαίναμε, πηγαίναμε στο ξενοδοχείο να κάτσουμε να φάμε. Τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε; Ούτε αξιοθέατα, τίποτα μπορούσες να δεις. Κακομοιριά και κλεψιά και τέτοια πράγματα. Το μόνο που ήταν ωραίο και ήτανε σαν αποικία αγγλική νομίζω ήταν το Αμπιτζάν. Αλλά συνέπεσε να βγούμε βράδυ, να είναι τα πάντα κλειστά αλλά και πολύ ληστείες, πολλές. Ο καπετάνιος δεν ήθελε. Εκεί ήταν… Είχα και γυναίκα μέσα στο βαπόρι, στο πρώτο δεν είχα. Και ανένδοτος ο καπετάνιος: «Δεν θα βγούμε -της έλεγε- θα μας ληστέψουν. Τι θα δεις; Είναι όλα κλειστά». «Όχι, εγώ θέλω και μία βόλτα να κάνουμε, να πάμε.» Τελικά ήρθε ένα τζιπ με ένα μαύρο και μας πήγε. Δεν βγήκαμε πουθενά, [00:30:00]παρά σε ένα, γύρω στις 23:00-23:30 περίπου το βράδυ φάγαμε ένα παγωτό νομίζω και μας πήγε στην πώς να το πω τώρα; Στη συνοικία, ας το πούμε, την Ευρωπαϊκή που είχε κάτι μαγαζιά. Βέβαια τα είδαμε μέσα από το τζιπ, δεν μπορέσαμε να βγούμε, γιατί ήταν κλειστά κι όλα. Αλλά ακόμα είχαν και σχολείο μέσα και είχανε μάντρα γύρω-γύρω με φύλακα. Καταλαβαίνεις τι κλεψιές γινόντουσαν, που ακόμα και τα παιδιά τους, που ήταν μες στα σχολεία τα είχανε μαντρωμένα. Και ήτανε δηλαδή άσχημα όλα αυτά τα… Μετά έκανα κι άλλα σποραδικά ταξίδια 10 ημερών 15, ανάλογα.
Τι έχει χαραχτεί στη μνήμη σας από αυτά τα δύο μεγάλα ταξίδια, από μέσα από το πλοίο;
Από μέσα;
Από το πλοίο.
Από το πλοίο. Κοίταξε να δεις, στο μεν πρώτο που δεν είχα γυναίκα, είχα πέσει με την καθαριότητα. Θυμάμαι όταν πήγα δηλαδή και αρχίσαμε και κατεβαίναμε τα ζεστά μέρη, έβλεπα τα πόδια μου και πρηζόντουσαν και λέω: «Παναγία μου. Τι είναι τα πόδια;». Εν τω μεταξύ, επειδή ήμουνα μόνη γυναίκα έλεγε στον καμαρωτό και μου ανέβαζε το πρωινό με το δίσκο επάνω. Ξέρεις τώρα μπέικον, αυγά και ομελέτες και σούπα και μου πες και βούτυρα και… Βλέποντας τα πόδια μου έτσι εγώ να: «Τι να φάω;» έλεγα τώρα. «Να φάω τούτο, να φάω κείνο; Δεν θα κάνει. Έχω τίποτα λεύκωμα και ξέρω γω τι…». Έτρωγα πολύ λίγο, δίαιτα. Αλλά επίσης από την ένταση, υπερένταση που είχα με τα δύο παιδιά και με το ένα, με το άλλο, ξέρω ‘γω τι, έπεσα στη τελεία ακινησία και στην περιποίηση, ας το πούμε, και αυτό που κάνε… Ίσως ήταν και τα κλίματα που πηγαίναμε προς τα κάτω, μία κατάπτωση. Έφτασε σε σημείο να κάθομαι, όταν έκανε πολλή ζέστη μέσα στην κρεβατοκάμαρα, να κεντάω και να με παίρνει ο ύπνος. Ερχόταν ο άντρας μου λέγε: «Έλα, σήκω. Βγάλε τη ρόμπα και ντύσου να κατέβεις να φάμε». «Δεν πεινάω», του ‘λεγα. «Τι θα πει δεν πεινάς;» «Δεν πεινάω». «Καλά θα στείλω απάνω». Δεν τα ‘τρωγα. Μετά, με πίεσε μία μέρα, μου λέει: «Όχι θα κατέβεις!». Είχε μία σκαλίτσα από την τραπεζαρία για να ανέβουμε πάνω στο δωμάτιο περίπου 10 σκάλες. Οι σκάλες στα βαπόρια είναι λίγο απότομες. Παιδιά δεν μπορούσα να ανέβω τη σκάλα από την αποχαύνωση που είχα και του ‘λεγα: «Σπρώξε με από πίσω για να ανέβω». Οπότε κάθισα και τα έβαλα κάτω και λέω: «Για κάτσε ρε παιδί μου, μήπως είναι από τη μεγάλη αδράνεια;». Οπότε λέω στον άντρα μου: «Στείλε μου απορρυπαντικά -δεν είχαν τότε vettex και σου 'πα, μου 'πες- και στουπιά και κουβά με νερό». Μου λέει: «Τι θα κάνεις;» Λέω: «Στείλ’ τα μου εσύ και τι σε νοιάζει;». Είχα πάρει παντελόνι λινό και μπλούζα και αυτά, αλλά δεν είχα πάρει και κανένα σορτσάκι ας το πούμε για μέσα. Είχα ρομπίτσες που… Και τι κάνω. Έβαζα θυμάμαι αυτό που φόραγα εδώ μέσα στην κιλότα μου και με τα γόνατα, όπως ερχόντουσαν οι ναύτες από τη μηχανή για να του φέρουν το ημερολόγιο που λέγανε να δει την κίνηση της μηχανής, είχανε κάνει ένα μαύρο διάδρομο κάτω στις πλάκες απ’ τα παπούτσια. Λοιπόν με τα γόνατα εγώ εκεί και με τα στουπιά να, να, να, έρχεται με βλέπει, να μου τρέχει ο ιδρώτας. «Τρελάθηκες;» μου λέει. «Έφυγες από το σπίτι για να κάτσεις να ξεκουραστείς…» «Κάνε δουλειά σου» του λέω. Γιατί θα μου έστριβε. Αφού τελείωσα αυτά έκανα μετά το μπάνιο, έκανα τα αυτά. Είχε ωραία φινιστρίνια μπρούτζινα από μέσα ήταν καλά, απ’ έξω όμως η θάλασσα ξέρεις… «Στείλε μου brasso και τέτοια». Οπότε με βλέπει ο καπετάνιος από τη γέφυρα, του λέει: «Τι κάνει η γυναίκα σου; Τρελάθηκε; Τι ήρθε να καθαρίσει το βαπόρι του Νιάρχου;» Του λέω: «Πες του θα πάω και σε αυτόν να του τα καθαρίσω». Είδα τη γιατρειά μου έτσι. Ξαναζωντάνεψα. Βγαίναμε βέβαια το βράδυ και κάναμε δυο-τρεις φορές βόλτα το βαπόρι, το οποίο ήτανε σου είπα 75 μέτρα ξέρω γω πόσο. Αλλά όσο να 'ναι αυτό, μετά τσουπ πάλι κάτσε, φαΐ και καθισιό. Τα άλλα τα μικρότερα ταξίδια ήτανε… Πήγα 2 φορές Νοβοροσίσκι. Στην δεύτερη φορά έδινε ο γιος μου ο δεύτερος, ο πατέρας της, έδινε εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Και μου λέει ο πατέρας του: «Θα περάσουμε με το βαπόρι Λαύριο. Θα αφήσουμε πλήρωμα, θα πάρουμε πλήρωμα, και στον γυρισμό, θα πάμε Ρωσία και στο γυρισμό θα ξαναπιάσουμε πάλι. Είναι μία ευκαιρία. Δεν έρχεσαι; Ούτε αεροπλάνα θα πληρώσεις, ούτε ναύλα, ούτε τίποτα.» «Να ‘ρθω. Αλλά πού να αφήσω το παιδί -λέω- τώρα θα δώσει εξετάσεις». Τ' ακούει ο πατέρας της: «Πήγαινε, πήγαινε στον πατέρα μου. Δεν σε θέλω. Φύγε, φύγε», μου λέει. Και έφυγα, πήγα. Πόσο κάναμε; Ένα μήνα και κάτι. Γιατί φτάσαμε στο λιμάνι και δεν μπορούσαμε να μπούμε γιατί ήτανε άλλο ξέρω γω τι και κάτσαμε, ράδα λέγεται, έξω από το λιμάνι με κλειστό ασύρματο, να μην μπορείς, να βλέπεις τη στεριά και να λες, να είναι μία ακριβώς πώς είναι ο Λιμνιώνας στα Σελήνια, ένα κάβος σε μεγαλύτερη βέβαια έκταση. Ένα, ένα αυτό… Να βλέπεις τη θάλασσα, να του λέω: «Θα κατέβω να κάνω μπάνιο». «Βρε είσαι καλά; Ακόμα εδώ είναι ανοιχτά μην το βλέπεις ότι είναι κάβος. Έχει σκυλόψαρα, έχει αυτά. Που θα κατέβεις να κάνεις μπάνιο;». Να μην περνάει η μέρα. Κάτσαμε σου λέω ένα μήνα εκεί στη ράδα και όταν γυρίσαμε, ξαναπιάσαμε βέβαια και βγήκα, είχε δώσει εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Άλλα ταξίδια, που είχα πάει;
Όταν φεύγατε τα παιδιά σας, σας έλειπαν;
Κοίταξε να δεις, στην αρχή όπου ήταν τα δύο, το μεγάλο ταξίδι που ήταν μικρά τα είχε η αδελφή μου. Μετά όταν ήτανε μεγαλύτερα είχα πάντα και κοπέλα. Ή αν ήταν καλοκαίρι ερχόταν η συννυφάδα μου στα Σελήνια στο εξοχικό μας, με τον παππού, τον πατέρα μου και με τον άντρα της και τα κράταγε. Είτε η αδελφή μου πάλι. Και επίσης άλλη μία φορά, που είχα πάει; Δεν θυμάμαι σε ποιο ταξίδι ήτανε. Αμερική! Αμερική αλλά δεν θα κάναμε, θα κάναμε μικρό ταξίδι και ήταν η γυναίκα του καπετάνιου μέσα, για πρώτη φορά. Και άλλη μία φορά, ξέχασα άλλη μία φορά πάλι πήγαμε βόρειο Ιταλία αλλά όχι προς τα… Τώρα θυμήθηκα. Πήγα, έχω πάει και Μπορντώ, Νάντη, Μπιλμπάο, Ισπανία δηλαδή. Αλλά ξέρεις, όλα αυτά με την ψυχή στο στόμα, να μην έχεις να πάρεις τηλέφωνα, την αγωνία, τα παιδιά είχαν μεγαλώσει. Άλλη μία φορά περάσανε, έφυγε και από Ρότερνταμ και παίρνοντας το Καλαί τους πήρε, ήτανε σαν... Πώς να το πω τώρα; Όπως ήταν τα δεξαμενόπλοια, τα γκαζάδικα που λέμε, αλλά ήταν φορτηγό. Και είχε αμπάρια μεγάλα και αυτά τα αμπάρια κλείνανε. Την ώρα που φεύγανε από το Ρότερνταμ να περάσουν το Καλαί, να φύγουν να κατέβουν Αμερική νομίζω. Έτυχε ένας κυκλώνας και τους παίρνει το ένα καπάκι. Οπότε, με παίρνει τηλέφωνο μου λέει: «Ήταν οι γυναίκες εδώ, του καπετάνιου, του δευτέρου μηχανικού κτλ. και οι οποίες φύγανε. Αλλά τώρα ξαναγυρίζουμε πάλι Ρότερνταμ για να κάνουμε επισκευή και ξαναγυρίζουνε. Δεν έρχεσαι και εσύ;» «Ρε χριστιανέ μου τώρα έφυγες». 30 Νοεμβρίου θυμάμαι. «Πως θα ξανάρθω; Θα ‘ρθω πάλι;». «Τώρα αμαρτία δεν είναι -μου λέει- θα κάτσουμε τόσο καιρό εκεί μέχρι να κάνουν την επισκευή». Γύρισε η συννυφάδα μου, θεός συγχωρέσει την και ο άντρας της. Χειμώνας τώρα. Πήγανε σπίτι, ήτανε μάλιστα του Αγίου Νικολάου πλησίαζε, μου λέει: «Θα κάνω τη γιορτή μου μόνος μου;» μου λέει. «Δεν θα ρθεις;». «Άντε πήγαινε», με στέλνανε. Πήγα. Πραγματικά πέρασα… Είχα κάτι φωτογραφίες, αυτές δεν μπορώ να θυμηθώ τι τις έχω κάνει, επέρασα τα ωραιότερα Χριστούγεννα εκεί στο Ρότερνταμ. Εκείνη την [00:40:00]ομορφιά… Από το βαπόρι έκανε δεξαμενισμό και ήταν έξω από την πόλη. Είχε λοιπόν ένα μικρό σαν χωριό με λίγα σπίτια που μένανε συνήθως οι εργάτες που δούλευαν στο καρνάγιο ας το πούμε, στην επισκευαστική μονάδα. Κατεβαίναμε λοιπόν από κει παραμονές Χριστουγέννων, έπιανε το κατάστρωμα τέτοιο πάγο που ήταν την εποχή που ήταν τα ψηλοτάκουνα πάλι και θυμάμαι πήγαινα, εγώ δεν φόραγα βέβαια, φόραγα πιο χαμηλά αλλά η γυναίκα του υποπλοιάρχου, του Δευτέρου μηχανικού ήτανε μπροστά και έσπαγε ο πάγος απ’ τα τακούνια της και άκουγες «κρακ, κρακ, κρακ» για να κατέβεις κάτω στη προβλήτα, ας το πούμε. Αλλά εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν η διαδρομή από το χωριουδάκι εκείνο, μέχρι το Ρότερνταμ μέσα την πόλη. Που έβλεπες σαν πολυκατοικίες τα σπίτια, χωρίς εξώφυλλα τα παράθυρα και οι κουρτίνες με την κιπούρ τη δαντέλα τελείωμα και από κάτω οι γλαστρούλες. Εκεί πρωτοείδα χαμηλά χριστολούλουδα. Αυτά τα κόκκινα. Ενώ εδώ είδες είναι μεγάλα, εκεί ήταν κάτι μικρούλια τόσα. Και όταν πηγαίναμε σε εκείνα τα σπιτάκια με τους πασσάλους, ένα σαν περιβολάκι μικρό δηλαδή μπροστά και εκεί είχανε πάντα το χριστουγεννιάτικο δέντρο απέξω και στα περβάζια. Και όταν γυρίζαμε πήγαινα εγώ και κοίταγα. Μου ‘λεγε: «Θα βγει καμιά ώρα κανάς Ολλανδός θα σου βάλει κατσάδα». Μου άρεσαν που τα ‘βλεπα αυτά. Μείναμε εκεί μέχρι, πήγα 30 Νοεμβρίου σου είπα και γύρισα παραμονές Πρωτοχρονιάς. Καταλαβαίνεις φάγαμε σχεδόν ένα μήνα, αλλά ήμαστε πέντε γυναίκες. Πήγαμε του Αγίου Νικολάου στην εκκλησία την ελληνική στο Ρότερνταμ και οι άλλες οι κοπέλες ήταν άλλες τρεις ή και εγώ τέσσερις, ή τέσσερις και εγώ πέντε; Τέλος πάντων. Ήτανε νέες γυρίζει…— Ο πατέρας σου πρέπει να ήταν 14-15.— Πόσο πρέπει να ήμουνα τότε εγώ; Τον έκανα 34. Τέλος πάντων.
48;
Παραπάνω. Πήγαμε λοιπόν στην εκκλησία και ακούσαν που μιλάγαμε ελληνικά. Έρχεται μία κυρία λοιπόν από κει από το παγκάρι. Μας λέει: «Ελληνίδες είσαστε;» Λέμε: «Ναι -λέμε- από βαπόρι ελληνικό», κτλ. Λέει: «Κοίταξε, θα φύγουμε τώρα και θα πάμε στην πρεσβεία την ελληνική να γιορτάσουμε τον Άγιο Νικόλα. Αν θέλετε ελάτε να σας κεράσουμε». Λέμε: «Όχι, γιατί πρέπει να γυρίσουμε να φάμε με τους άντρες μας». Γιόρταζε κιόλα και ο άντρας μου. Γυρίσαμε θυμάμαι. Αλλά τα Χριστούγεννα τα περάσαμε… Ήμαστε, σου λέω στο φλου, να φύγουμε, γιατί περιμένανε το ok από το Λονδίνο, θα γίνει επισκευή στο Ρότερνταμ ή θα πάνε κάτω πάλι. Είχαν ξεσηκωθεί όλοι να μείνουμε, θα κάνουμε, θα μπήξουμε, θα δείξουμε. Είχανε βγει έξω, είχανε ψωνίσει ξέρεις χριστουγεννιάτικα. Λέει ο καπετάνιος: «Μία και είσαστε τόσες γυναίκες, δε μας στολίζετε και τα δέντρα; Να φύγουμε τουλάχιστον και να έχουμε από γυναικείο χέρι στολισμένο;». Ένα στολίσαμε, ένα στου καπετάνιου το γραφείο, ένα στο σαλόνι του πληρώματος και ένα στο σαλόνι των αξιωματικών. Τρία δέντρα χριστουγεννιάτικα αλλά πριν να τα στολίσουμε τους έβαλα και σαπούνισαν τους τοίχους εκεί κτλ. Τέσσερις, εγώ τις έκανα τη δασκάλα δηλαδή. Περάσαμε πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία. Πρέπει κι άλλα ταξίδια έτσι μικρά, δηλαδή μικρά. Μικρά… Αυτό ήταν απ’ τα μικρά τα πιο μεγάλα ας πούμε. Τα άλλα ήτανε μικρότερα. Αυτό που πήγα Γαλλία και μετά κατεβήκαμε Μπιλμπάο. Εκεί πάλι θα έφευγα από το Μπιλμπάο, είναι των Βάσκων, το Μπιλμπάο. Θα έφευγα από κει βράδυ με τρένο και θα πήγαινα Μαδρίτη. Ήταν πάλι παραμονές, όχι δεν ήταν Χριστούγεννα τότε, άλλη φορά ήταν. Λέει ο καπετάνιος: «Να της βγάλεις κουκέτα στο τρένο, να μην…». Πραγματικά μου έβγαλε την κουκέτα λοιπόν και ήτανε η πρώτη και από πάνω ήτανε ένα ωραίο, σαν ζωγραφική ένα ταμπλό το οποίο όμως έπεφτε και γινόταν δεύτερη κουκέτα. Και όπως καθόμουν ήταν το μαξιλάρι έτσι απέναντι ήτανε το φινιστρίνι, το φινιστρίνι, το παράθυρο του τρένου και περνάγαμε κάθε λίγο και λιγάκι, δηλαδή κάθε τέταρτο έπιανε χωριουδάκια, χωριουδάκια, χωριουδάκια, βγαίνανε άλλοι ψωνίζανε, μέχρι που νύχτωσε και έφτασα την άλλη μέρα. Άλλη μια φορά είμαστε Αλγέρι. Πλησίαζε του Αγίου Νικολάου πάλι μου λέει: «Δεν έρχεσαι;» Το Αλγέρι ήτανε, το λιμάνι στο Οράν, είναι κοντά στην Ισπανία απέναντι, ας το πούμε. Αλλά με το αεροπλάνο πολύ κοντά. «Δεν έρχεσαι -μου λέει- να κάνουμε τη γιορτή εδώ;» «Να ‘ρθω», του λέω. Πήγα πραγματικά και με ψήνανε όλοι τώρα: «Θα φύγεις παραμονιάτικα να μας αφήσεις μόνους μας. Δεν κάθεσαι να κάνουμε και Χριστούγεννα» από το πλήρωμα όλοι ξέρω ‘γω τι. Είχε ένα πάρα πολύ καλό μάγειρα ο οποίος μαγείρευε, ούτε γυναίκα δεν μαγείρευε τόσο ωραία. Κάτσε και κάτσε και κάτσε. «Άντε -λέω- να κάτσω». Και πώς παθαίνει… Μεταξύ των ταξιδιών που κάναμε κάτω Νιγηρία και τέτοια, κολλάει μαλάρια.
Ποιος;
Ο παππούς. Ο άντρας μου. Κολλάει μαλάρια. Στο γραφείο, συμπωματικά, να είναι αρχικαπετάνιος ένας φίλος μας που είχαμε κάνει, υποπλοίαρχος τότε εκείνος και μηχανικός, αρχιμηχανικός, ένας πρώην γείτονας του ανδρός μου και πολύ φίλος. Είπε ο καπετάν… Όταν πήγε στο γιατρό με τον καπετάνιο, πριν να φύγουνε από το Αμπιτζάν, νομίζοντας ότι έχει γρίπη να τον ακροαστεί και να του δώσει αντιβίωση. Του λέει: «Δεν σε αφήνω να φύγεις, θα μπεις στο νοσοκομείο. Έχεις μαλάρια». Η μαλάρια ήταν η τοπική τους αρρώστια εκεί. Λέει ο καπετάνιος: «Πρώτος μηχανικός. Τι θα κάνω;» «Δεν ξέρω τι θα κάνεις -του λέει- εγώ σαν ασφάλεια δεν το επιτρέπω να ταξιδέψει». Τους λέει λοιπόν: «Μην τυχόν και πείτε τίποτα στη γυναίκα μου. Από το γραφείο όταν εγώ συνέλθω θα την πάρω τηλέφωνο να τα πούμε». Ανέβηκε ο πυρετός 39 και. Πέρασε κάμποσο διάστημα. Είχαν ο πράκτορας με το γραφείο επικοινωνία καθημερινή με τηλεγραφήματα και τέτοια. Γυρίζει ο αρχιμηχανικός από ταξίδι, μαθαίνει το γεγονός, με παίρνει τηλέφωνο. Μου λέει: «Τι έμαθα με τον Νικολάκη;» Λέω «Τι;». Του κάνανε οι άλλοι νοήματα «Μη, μη, μην πεις τίποτα». Αυτός είχε κάνει την γκάφα όμως λέει: «Να μωρέ -λέει- μας πήρε -λέει- σήμερα ο πράκτορας και μας είπε ότι του έπεσε ο πυρετός» «Γιατί; -λέω- Τι πυρετός;». Αναγκάστηκαν και μας το ‘πανε. Συμπωματικά στην περιφέρεια είχαμε ένα, στο Πασαλιμάνι που μέναμε, είχε ένα φαρμακείο και πηγαίναμε τακτικά και λόγω του πατέρα μου και λόγω των παιδιών. Είχα ακούσει ότι κάποιος από κει από την περιφέρειά μας ναυτικός είχε πάθει τη μαλάρια και πέθανε. Μόλις το άκουσα εγώ, μαλάρια, το μυαλό μου όλη μέρα στο τηλέφωνο. Να μου λέει λοιπόν: «Μην ανησυχείς, έχουμε κάθε επικοινωνία. Έλα, στείλε το Σπύρο να του δώσω τα τηλεγραφήματα να τα διαβάσεις μόνη σου». «Βγάλτε μου εισιτήριο -τους λέω- να κατέβω κάτω». «Βρε είσαι καλά; Που θα πας κάτω στην αραπιά; Νομίζεις τα νοσοκομεία ότι είναι όπως εμάς εδώ να πας δίπλα στον άνθρωπό σου; Είσαι καλά;», να μου λένε. Από τα πολλά μου λένε: «Έλα τώρα επειδή έχεις τραβήξει όλη αυτή την αγωνία, θα τον στέλναμε στην Ιταλία που έρχεται το βαπόρι από κάτω, να πάρει, να μπει στη θέση του. Αλλά για να σου κάνουμε το [00:50:00]χατίρι δεν θα τον στείλουμε στην Ιταλία θα τον στείλουμε στην Ελλάδα να κάτσει 10 μέρες μέχρι να ‘ρθει το Βαπόρι. Έτσι μόνο και μόνο για να ησυχάσεις». Παιδιά μέχρι να τον δω στο αεροδρόμιο να ανέβει, νόμιζα ότι θα τον φέρουνε με το καροτσάκι. Τέτοια αγωνία. Δηλαδή εκείνη την ώρα μου χαρίσανε τον κόσμο όλο που λένε. Άλλη μία φορά μου λέει: «Ερχόμαστε» έκανε σε ένα βαπόρι πάλι με καπετάνιο αυτό το γνωστό, κάτω δεν θυμάμαι τώρα Μαρόκο πάλι, δεν θυμάμαι τί, Ιταλία. Ώρες δηλαδή ταξίδι. Μου λέει: «Δεν έρχεσαι έτσι κάνα» καλοκαίρι τώρα. Τα παιδιά ήταν μεγάλα. Λέω: «Να ‘ρθω». Ο γιος μου ο μεγάλος έδινε εξετάσεις για το Πολυτεχνείο. Φεύγω από τα Σελήνια. Μάλιστα τους λέω ότι έκανα μπάνιο στη θάλασσα, λέω: «Ούτε ντους δεν θα κάνω. Θα πάω μέσα. Απόγευμα θα ‘ρθει ο Νίκος -λέω- να κάνω και το μπάνιο μου στο σπίτι». Με το που ανεβαίνω επάνω λέω στον γιο μου, διάβαζε αυτός, του λέω: «Δεν μου λες, να πάρω -λέω- την Alitalia να δω τι ώρα έχει για να πάω στο αεροδρόμιο». Μου λέει. «Μη. Δεν θα πας στο αεροδρόμιο». Λέω: «Γιατί;» «Γιατί ο μπαμπάς ήρθε», μου λέει «Ήρθε; Πώς ήρθε;». Είχε πάθει γαστρορραγία. Καταλαβαίνεις. Και μάλιστα «Έχει φτάσει -μου λέει- στο αεροδρόμιο, παίρνει ένα ταξί και έρχεται». Ώσπου να το πει, «Ντρουν» το θυροτηλέφωνο μου λέει: «Μην τρομάξεις ό,τι δεις». Ανοίγω την πόρτα εγώ, τι να τον δω; Πώς είναι η μάσκα σου, κάτασπρος, με γένια βγαλμένα ξέρεις από την… Δεν είχε ξυριστεί. «Τουαλέτα», μου λέει. Τον πάμε στην τουαλέτα και η τουαλέτα από άσπρη έγινε κατάμαυρη και μας λιποθυμάει κι όλα. Αμέσως του λέω: «Ταξί». Πρώτα ποιο νοσοκομείο ήτανε, δεν θυμάμαι τώρα ποιο ήταν, αυτό που έχει γίνει Γεννηματά τώρα. Τον πάμε εκεί. Φεύγοντας από Σελήνια οι άλλοι δεν ξέραν τίποτα. Όταν πήγαμε εκεί και του είπαν: «Είσαι παρά τρίχα να σου κάνουμε μετάγγιση. Αν τη γλιτώσεις» και παίρνω τηλέφωνο και τους λέω: «Ξέρετε πού βρίσκομαι;» «Έλα -μου λέει- πού είσαι; Ήρθε ο Νικόλας;» «Στου Γεννηματά», στο δεν θυμάμαι πώς το λέγανε τότε. «Τι; Πώς;» Τρελαθήκαν οι άλλοι. Δηλαδή από τη μία στιγμή στην άλλη, δεν, η ζωή σου ήτανε ένα σκαμπανέβασμα. Εκεί που ήσουνα απόλυτα ευτυχισμένη, εκεί πήγαινες στα μαύρα χάλια, που λένε.
Αλλά, αυτό λέω, έφυγε 75 χρονών και ήτανε κοτσονάτος. Πολύ καλά. Που μπορούσαμε να χαρεί… Ευτυχώς πρόλαβε και χάρηκε τα εγγόνια του. Η Ισμήνη ήταν 5 και ο Νίκος 7 όταν έφυγε και τα χάρηκε. Αλλά μπορούσε να ζήσει. Μπορούσε. Μπορούσε. Εγώ δηλαδή γιατί τα κατάφερα με τόσα; Και μου λένε καμιά φορά: «Αχ -λέει- μπράβο διατηρείσαι καλά». Λέω: «Και αν ξέρατε τι χαστούκια έχω φάει στη ζωή μου. Τι χαστούκια! Το ένα πίσω από το άλλο». Αλλά φαίνεται ο άνθρωπος σκληραίνει. Του δίνει ο Θεός αντοχές, τι να πω δεν ξέρω, τι να πω δεν ξέρω. Τι άλλο θες να σου πω; Να με ρωτήσεις παιδάκι μου; Σε έπιασα μονότερμα.
Όχι. Ήταν πολύ ωραία αυτά που μας είπατε. Δεν έχω να σας ρωτήσω κάτι άλλο, άμα θέλετε εσείς να προσθέσετε κάτι. Ό,τι θέλετε ή όχι. Ό,τι θέλετε.
Κοίτα να τώρα χαίρομαι τα εγγόνια μου, τη νύφη μου. Έφαγα και αλλά χαστούκια, έχασα και τον γιο μου, έχασα και τον άντρα μου, το μεγάλο δηλαδή μέσα σε 45 μέρες. Πριν από σχεδόν 2 χρόνια έχασα και τον άλλο μου γιο. Αλλά καταπίνεις. Προσπαθώ να τους κάνω τη γενναία, όσο γίνεται.
Είστε γενναία.
Θέλεις δεν θέλεις γίνεσαι γενναία, θέλεις δεν θέλεις. Όταν έχασα τον πρώτο μου γιο και μετά σε 45 μέρες, ήμαστε στο νοσοκομείο και ήρθε ο πατέρας της, όταν έφυγε και ενώ ήταν καλά και θα βγαίναμε τη Δευτέρα να πάμε στα Σελήνια κτλ. Ήρθε ο δεύτερος γιος μου, με το γιατρό, να δείξει κάτι εξετάσεις στο γιατρό και τα λοιπά και μπήκαν μέσα και βγήκαν. Εγώ δεν είχα προλάβει, μπαίνω μέσα και τον βλέπω κάτασπρο έτσι και να τρέμει. «Τι είναι βρε παιδάκι μου;» του λέω «Κρυώνω -μου λέει- κρυώνω». «Τι κρυώνεις;» λέω. Του ρίχνω, καλοκαίρι, του ρίχνω τη λινή κουβέρτα, τον έτριβα, βγαίνω έξω, φωνάζω τον πατέρα της «Σπύρο τρέχα, το γιατρό -του λέω- ο πατέρας σου δεν καλά». «Τι δεν είναι καλά; Τώρα βγήκαμε» μου λέει. «Τρέχα που σου λέω». Όταν είχα βγει εγώ εκείνη την ώρα έξω και τον είδε και βγήκε και με πιάνει από δω, τους ώμους και εκεί θέλω να καταλήξω. Με ταρακουνάει έτσι αυτός και μου λέει: «Μάνα μη μου κάνεις και εσύ κανένα εγκεφαλικό τώρα, γιατί δεν έχω άλλες αντοχές». Αυτή η λέξη μου χτύπησε μέσα στην καρδιά μου και είπα εκείνη την ώρα. Σκέψου 45 μέρες τώρα να χάσεις το γιο και να χάνεις και τον άντρα σου. Και του λέω: «Παιδί μου μη φοβάσαι -του λέω- δεν θα σου κάνω τίποτα. Θα αντέξω», του λέω. Είπα εκείνη την ώρα, λέω: «Τι φταίει αυτό το παιδί τώρα; Να μη χαρεί την οικογένειά του; Και να ‘χει εμένα σε κανένα, σε καμία καρέκλα εκεί να με ταΐζουν και να με αυτώνουνε». Σαν να κατάπια έτσι ένα μπαστούνι και είπα: «Όχι, θα αντέξεις γιατί το χρωστάς σε αυτό σου το παιδί». Σημειωτέον ότι επειδή ο μεγάλος μου γιος ήτανε της διανόησης που λέγαμε, δεν πήγαινε σε νοσοκομεία, δεν πήγαινε σε κηδείες, δεν πήγαινε μόνο… Ποιητής και ξέρω γω και ξέρω γω. Αχ, στα δείχνω για να δεις τι έχω τραβήξει. Πρώτα, πρώτα το πτυχίο του. Και έτσι που λες κατάπια τα αυτά, είπα: «Όχι, θα αντέξεις γιατί αυτό». Και τράβαγε ο γιος μου — αυτό θέλω να πω— ο μικρός όλες τις μπόρες επειδή εκείνος ήταν ο πιο δυνατός δήθεν. Και θυμάμαι κάποια στιγμή αρρώστησε ο γαμπρός μου και του το 'πα έτσι με τρόπο και γυρίζει και μου λέει: «Ρε μάνα γιατί μου το έφερνες έτσι; Και δεν μου το πες κατευθείαν;», λέω: «Ρε παιδάκι μου 23:00 η ώρα και εσύ τώρα σχόλασες. Να φας με την οικογένειά σου και να τη δω ακόμα». Γυρίζει και μου λέει: «Δεν ξέρεις ότι και εγώ είμαι σαν και σένα», μου λέει. Όταν μου είπε αυτή την κουβέντα «Δεν έχω άλλες αντοχές», λέω μέχρι εδώ ήταν δεν χωράει αλλά να τραβήξει το παιδί και του λέω: «Όχι παιδάκι μου». Με παίρνει από τον Πειραιά κατευθείαν, με φέρνει εδώ, έκατσα με τα εγγόνια μου ακόμα πηγαίνανε, πώς το λένε; Πες το, νηπιαγωγείο; Έπεσα με τα μούτρα εκεί να τους μιλάω, να τους μαγειρεύω, όχι να τους μαγειρεύω, να τα παρακολουθώ, γιατί δούλευε η μαμά τους και —Δόξα τω Θεώ— περάσανε 21 χρόνια. 21 χρόνια. Λέει: «Μη μου δώσεις όσα μπορώ να αντέξω». Κάνεις τον Καραγκιόζη και τα αντέχεις. Κάνεις τον Καραγκιόζη και τα αντέχεις. Αλλά το τελευταίο χτύπημα του πατέρα της ήτανε… Σε κατάθλιψη κορίτσι μου και σένανε τώρα.
Όχι μην λέτε τέτοια. Η ιστορία σας ήταν πολύ ωραία. Είναι πολύ [01:00:00]αισιόδοξο με έναν τρόπο που είστε τόσο δυνατή.
Γίνεσαι. Δεν είσαι.
Δεν μπορούν όλοι όμως.
Γίνεσαι. Εάν θέλεις να βοηθήσεις τους άλλους σου, αγαπημένους, τα παίρνεις απάνω σου και γίνεσαι.
Ναι αυτό όμως, αυτή την αίσθηση της αυτοθυσίας και τόσο… Δεν την έχουν όλοι οι άνθρωποι για τους άλλους. Πρέπει να τους αγαπάς πολύ και να μη σε νοιάζει ο εαυτός σου για να μπορείς να το κάνεις αυτό. Είναι μία… Θέλει ιδιαίτερη ευαισθησία με ένα τρόπο.
Εγώ νομίζω ότι άμα βάλεις θέληση, όλα τα πετυχαίνεις. Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Άμα θέλεις μπορείς. Άμα θέλεις μπορείς.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Έχω εκεί, όπως είναι εκεί τα άλμπουμ. Αυτό είναι αφιερωμένο μόνο, έχει και τον γάμο του. Δεν ξέρω αν το είδες.
Όχι, θα το δω τώρα.
Photos

Το ζευγάρι στη Γαλλία
Το ζευγάρι σε ταξίδι στη Γαλλία

Ενθύμιο από την Ιαπωνία
Πιάτο με τυπωμένη φωτογραφία στην επιφάνει ...

Με φόντο το πλοίο
Με φόντο το πλοίο.

Το πορτραίτο της στο γρα ...
Ο σύζυγος της στο πλοίο και το πορτραίτο τ ...
Summary
Μια γυναίκα, μεγάλης πια ηλικίας, αφηγείται πώς κατέληξε, ενώ ήταν το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε, να ερωτευτεί και να παντρευτεί ναυτικό. Βιώνουμε μέσα από τα λόγια της τη ζωή στο πλοίο και τη μοναχική ζωή στη στεριά, όπως μια γυναίκα ναυτικού έχει βιώσει.
Narrators
Μαντούλα Τζουρντού-Λεμπέση
Field Reporters
Μαρία Ιωάννα Σταθάκη
Tags
Interview Date
31/03/2021
Duration
61'
Summary
Μια γυναίκα, μεγάλης πια ηλικίας, αφηγείται πώς κατέληξε, ενώ ήταν το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε, να ερωτευτεί και να παντρευτεί ναυτικό. Βιώνουμε μέσα από τα λόγια της τη ζωή στο πλοίο και τη μοναχική ζωή στη στεριά, όπως μια γυναίκα ναυτικού έχει βιώσει.
Narrators
Μαντούλα Τζουρντού-Λεμπέση
Field Reporters
Μαρία Ιωάννα Σταθάκη
Tags
Interview Date
31/03/2021
Duration
61'