© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Είναι τρόπος ζωής το αυτοκινούμενο και άμα τον μάθεις, δεν τον αλλάζεις

Istorima Code
10256
Story URL
Speaker
Άγγελος Πλιάκος (Ά.Π.)
Interview Date
18/02/2022
Researcher
Λουκία Λιάπη (Λ.Λ.)

[00:00:00]

Λ.Λ.:

Καλησπέρα, θα μας πεις το όνομά σου;

Ά.Π.:

Άγγελος Πλιάκος

Λ.Λ.:

Είναι Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022, είμαι με τον Άγγελο Πλιάκο στη Θεσσαλονίκη, εγώ ονομάζομαι Λουκία Λιάπη και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε. Πες μας λίγα λόγια αρχικά για τη ζωή σου.

Ά.Π.:

Η ζωή μου. Όπως θα έχεις καταλάβει, βλέποντάς με, όντας 23 χρονών, δεν θα περίμενες κάτι τρομερό, στα 23 τι να έχω ζήσει; Παρόλα αυτά, μπορώ να σου πω ότι σπουδάζω ακόμη Δημοσιογραφία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τελειώνω την πτυχιακή μου, για να πάρω το πτυχίο μου, δεν το έχω πάρει ακόμα. Και τι άλλο να σου πω;

Λ.Λ.:

Πού γεννήθηκες;

Ά.Π.:

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, αλλά μεγάλωσα σε ένα χωριό της Χαλκιδικής, το οποίο δεν πιστεύω να το γνωρίζεις, Μαραθούσα λέγεται. Είναι γύρω στους 250-300 κατοίκους το πολύ και είναι ένα ήσυχο χωριό. Δεν πιστεύω καν να το έχεις δει στον χάρτη - ας πούμε - τόσο μικρό.

Λ.Λ.:

Πώς είναι να μεγαλώνει κανείς εκεί;

Ά.Π.:

Κοίταξε, να μεγαλώνεις σε χωριό, θα σου πω για το δικό μου χωριό, γιατί τα χωριά διαφέρουν από χωριό σε χωριό. Το δικό μου χωριό δεν είχε ούτε φούρνο και δεν έχει ακόμα, δεν είχε ούτε φαρμακείο και δεν έχει ακόμα. Για να καταλάβεις, δεν πήγα καν σχολείο στο χωριό μου. Πήγα σχολείο στο διπλανό χωριό. Είχε σχολείο, νηπιαγωγείο, έκλεισε. Οπότε εγώ πήγα στο διπλανό χωριό. Δημοτικό στο διπλανό χωριό, Γυμνάσιο στο διπλανό χωριό, Λύκειο στην Αρναία. Το να ζεις σε ένα χωριό, που να μην έχεις φίλους στην ηλικία σου, γιατί ήμασταν του ’98 μετρημένα άτομα, εγώ, ο δίδυμος αδερφός μου, ο Αλέξανδρος, και άλλα δυο-τρία παιδιά. Δυο-τρία παιδιά από κάθε έτος και αυτά ήταν όλα. Δεν είχα παρέα - ας πούμε - στο χωριό. Οπότε με τους γονείς, με τη γιαγιά με τον παππού στην αυλή, αυτό ήταν η παιδική ηλικία.

Λ.Λ.:

Ποια είναι η σχέση που έχεις με τα ταξίδια;

Ά.Π.:

Με τα ταξίδια, είναι μεγάλο κεφάλαιο τα ταξίδια. Και είναι κεφάλαιο μεγάλο, γιατί ξεκίνησε από τους γονείς μου. Ξεκίνησε από τους γονείς, γιατί πήγαιναν από μόνοι τους ταξίδια πριν κάνουν εμένα και τον αδερφό μου και τον μεγαλύτερο αδερφό, μεγαλύτερος κατά τρία χρόνια. Και αναγκαστικά, το λέω αναγκαστικά γιατί κόλλησα κι εγώ το «μικρόβιο» -σε εισαγωγικά- ξεκίνησα κι εγώ κοντά στους γονείς. Και είναι, νομίζω, για μένα τουλάχιστον, η καλύτερη διέξοδος, το καλύτερο χόμπι που θα μπορούσε να έχει κάποιος, τα ταξίδια, ο τουρισμός.

Λ.Λ.:

Με τι μέσο συνηθίζεις να ταξιδεύεις;

Ά.Π.:

Κοίταξε, θα περίμενες να σου πω αεροπλάνο. Αεροπλάνο σίγουρα όχι. Το μέσο με το οποίο ταξιδεύω και ίσως είναι σπάνιο, όχι ίσως, σίγουρα είναι σπάνιο, είναι το αυτοκινούμενο τροχόσπιτο. Και λέω αυτοκινούμενο τροχόσπιτο - να το ξεκαθαρίσω από τώρα - γιατί υπάρχουν δύο κατηγορίες: είναι το τροχόσπιτο, το οποίο το κοτσάρεις, το σέρνεις με ένα αυτοκίνητο και το αυτοκινούμενο τροχόσπιτο, που έχω εγώ, το οποίο είναι - που έχω εγώ, η οικογένεια- το οποίο είναι ενιαίο. Είναι η καμπίνα του οδηγού μαζί με το υπόλοιπο τροχόσπιτο, το υπόλοιπο σπίτι, ας πούμε.

Λ.Λ.:

Πώς πήρε η οικογένειά σου την απόφαση να αποκτήσει τροχόσπιτο;

Ά.Π.:

Άκου να σου πω, τροχόσπιτο πήρε την απόφαση να αποκτήσει η οικογένεια, γιατί είχε την τρέλα ο μπαμπάς. Είχαμε, έχουμε μάλλον, και τροχόσπιτο και αυτοκινούμενο, πρέπει να ‘μαστε - δεν το ‘χω ψάξει να σου πω- αλλά ίσως οι μοναδικοί στην Ελλάδα που έχουνε ταυτόχρονα και τροχόσπιτο και αυτοκινούμενο, για πάνω από είκοσι χρόνια τροχόσπιτο και τα τελευταία δεκατρία-δεκατέσσερα χρόνια αυτοκινούμενο. Είμαστε, πρέπει να είμαστε οι μόνοι που το έχουμε αυτό το πράγμα. Και τώρα τελευταία και κάποιοι φίλοι μας που εμείς τους πείσαμε να πάρουν και αυτοκινούμενο έχοντας ήδη τροχόσπιτο. Ποια ήταν η ερώτηση;

Λ.Λ.:

Πώς πήρε η οικογένειά σου την -

Ά.Π.:

Ναι αυτή -

Λ.Λ.:

την απόφαση;

Ά.Π.:

Αυτή η τρέλα. Είχαμε τρέλα με το τροχόσπιτο, το είχαμε σταθερά σε ένα μέρος και λέμε: «Θα κάνουμε το επόμενο βήμα». Στην αρχή, μάλλον, λέγαμε να πουλήσουμε το τροχόσπιτο, αλλά εν τέλει μείναμε και με το τροχόσπιτο και με το αυτοκινούμενο.

Λ.Λ.:

Ποια είναι τα πλεονεκτήματα που έχει ένα αυτοκινούμενο πέρα από το ότι μπορεί να είναι ο οδηγός μέσα και να μην το ρυμουλκεί;

Ά.Π.:

Το νούμερο ένα πλεονέκτημα, που θα σου έλεγα εγώ, είναι ότι μπορείς τώρα που μιλάμε να αποφασίσεις, να σου τη βιδώσει, θέλω να πάω μια εκδρομή μια ώρα από δω και να μείνω το βράδυ. Για να το κάνεις αυτό αλλιώς, έπρεπε να ετοιμαστείς, να βάλεις στο αυτοκίνητο πράγματα, όλα, τα πάντα όλα, να κλείσεις ξενοδοχείο, να μπεις σε μια τέτοια διαδικασία. Με το αυτοκινούμενο, το ‘χω παρκαρισμένο στην αυλή, ανοίγω το παίρνω, φεύγω. Όπου με νυχτώσει κάθομαι μία ώρα, σταματάω δεξιά, σταματάω αριστερά, όπου βρω σε βενζινάδικο, οπουδήποτε σε κάποιο χώρο. Το παρκάρω, κοιμάμαι και συνεχίζω από κει τη μέρα μου. Νομίζω αυτό είναι το νούμερο ένα πλεονέκτημα.

Λ.Λ.:

Με ποιον συνηθίζεις να ταξιδεύεις;

Ά.Π.:

Συνηθίζω να ταξιδεύω ,βασικά, μόνο πλέον με την οικογένειά μου. Με τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και τα δύο αδέρφια μου. Από μικροί έτσι το κάναμε και ακόμα τώρα το κάνουμε και είναι για μένα ο ιδανικός τρόπος ταξιδιού. Δηλαδή, όπου και να μου πεις να πάω, προτιμώ, πρώτα θα ψάξω να βρω πώς θα πάει αυτοκίνητο εκεί και μετά θα ψάξω αεροπλάνο. Οπότε, ναι, με την οικογένειά μου.

Λ.Λ.:

Υπάρχει κάποιο άλλο κίνητρο για τα ταξίδια σου πέρα από την αναψυχή;

Ά.Π.:

Κοίταξε, πέρα από την αναψυχή. Όπως σου είπα, έτσι έχω μάθει, δηλαδή αυτό μου αρέσει, όταν έχω ελεύθερο χρόνο σκέφτομαι πως θα κάνω ταξίδια. Ίσως αν το προχωρήσω λίγο, να το σκεφτόμουν και κάτι σαν να το κάνω όχι για δουλειά, να το συνδυάσω κάπως με τη δουλειά. Δεν ξέρω ακριβώς πως - μη με ρωτήσεις γιατί δεν ξέρω να σου πω. Αλλά κάτι να κάνει με δουλειά. Τώρα θα είναι ταξιδιωτικός πράκτορας, θα είναι travel journalist, κάτι τέτοιο; Δεν μπορώ να σου πω, αλλά κάτι τέτοιο θα μου άρεσε πάρα πολύ. Δεν έχω βρει τον τρόπο, αν τον βρω, θα στον πω.

Λ.Λ.:

Μπορείς να μου περιγράψεις τι βλέπει κανείς μπαίνοντας στο εσωτερικό του αυτοκινούμενου;

Ά.Π.:

Ωραία, λοιπόν, μπαίνοντας στο αυτοκινούμενο στην ευθεία είναι μία κουκέτα με δύο κρεβάτια, πάνω και κάτω. Στα αριστερά έχει μία ντουλάπα, σχετικά μεγάλη και από κάτω ένα ντουλαπάκι για, εμείς βάζουμε παπούτσια. Δεν ξέρω γιατί το έχει κάνει ο κατασκευαστής. Έχει το μπάνιο αριστερά, που είναι η τουαλέτα και η ντουζιέρα. Μη φανταστείς τίποτα μεγάλο, μικρό αλλά βολικό, μια χαρά. Στα δεξιά είναι ο πάγκος της κουζίνας, που έχει δύο μάτια. Με υγραέριο λειτουργούν, όχι με ρεύμα. Συνεχίζοντας έχει δύο τραπεζάκια δεξιά και αριστερά. Και τα δύο τραπεζάκια γίνονται κρεβάτια, για να κοιμόμαστε. Και πάνω από την καμπίνα του οδηγού είναι το λεγόμενο alkoven. Alkoven είναι ο χώρος – αυτό που είπα – πάνω από την καμπίνα του οδηγού, στον οποίο βρίσκεται το βασικό κρεβάτι, πες η κρεβατοκάμαρα, κάπως έτσι. Αυτός είναι ο βασικός χώρος. Έχει ψυγείο, έχει ντουλάπια, έχει πάρα πολλούς χώρους για αποθήκευση, έχει τηλεόραση. Τι άλλο έχει; Αυτά νομίζω.

Λ.Λ.:

Μπορείς να μου περιγράψεις το πρώτο ταξίδι σου με το τροχόσπιτο; Πώς σε έκανε να νιώσεις;

Ά.Π.:

Λοιπόν, το πρώτο μου ταξίδι με το τροχόσπιτο. Το πρώτο μου έγινε το 2008. Το 2007 το πήραμε, το 2008 ξεκινήσαμε. Και ήταν στην Πάτρα για το καρναβάλι. Ναι, στο εσωτερικό. Την πρώτη, όταν το πήραν οι γονείς μου από τη Γερμανία, το έφεραν, όταν μπήκαμε μέσα με τον αδερφό μου τον δίδυμο, ενθουσιαστήκαμε. Ναι, γιατί είχαμε τροχόσπιτο, αλλά ήταν διαφορετικό το αυτοκινούμενο από το τροχόσπιτο. Γιατί το τροχόσπιτο το είχαμε και το έχουμε μόνιμα σε ένα σημείο, ενώ το αυτοκινούμενο δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε τότε ότι μπαίνουμε μέσα και κινούμαστε, οδηγάει - ο μπαμπάς οδηγούσε και οδηγάει συνήθως - κι εμείς πίσω κοιμόμαστε, βλέπουμε τηλεόραση, βλέπουμε ταινίες. Οπότε αυτό, όταν ήμασταν 10 χρονών, μας έκανε να ενθουσιαστούμε. Όταν πήγαμε, δηλαδή όταν ξεκινήσαμε από το χωριό, απ’ τη Μαραθούσα για να πάμε στην Πάτρα, που είναι μία μέρα ταξίδι με το αυτοκινούμενο, γιατί δεν μπορείς να πας με 150 όπως θα πήγαινες με αυτοκίνητο, κάναμε μία μέρα με στάσεις, για να πάμε. Ήταν λες και πηγαίναμε -ξέρω ‘γω- στο λούνα παρκ. Ήταν τρομερό. Και ακόμη και τώρα έτσι είναι, γιατί ακόμη και τώρα δεν πολυοδηγάω το αυτοκινούμενο. Οπότε για μένα και τώρα το ίδιο πράγμα είναι, κάθε φορά που πάω, όπου πάω, είτε εσωτερικό είτε στο εξωτερικό. Και ήταν νομίζω το ιδανικό, το καλύτερο δώρο που μπορούσα να έχω στην παιδική ηλικία.

Λ.Λ.:

Πώς ένιωθες-μου δίνεις πάσα τώρα- πώς ένιωθες όταν ήσουν μικρός που η οικογένειά σου είχε τη δυνατότητα να κάνει διακοπές με τροχόσπιτο, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά ακολουθούσαν το συμβατικό μοντέλο διακοπών;

Ά.Π.:

Κοίταξε, εγώ δεν μπορούσα να το καταλάβω τότε, τώρα μπορώ να το καταλάβω. Γιατί τότε ούτε κι εγώ ήξερα τη ζωή αυτή, δεν ήξερα να σου πω ότι «Α εγώ έχω αυτοκινούμενο, δεν έχουν οι άλλοι». Τώρα όπως το βλέπω - για τότε και για τώρα ακόμα - όλοι μου λένε - ας πούμε - «Μακάρι να έκανα εγώ τη ζωή σου», βλέποντας μόνο τις εκδρομές που έχουμε κάνει, ότι είναι κάτι μοναδικό. Όλοι θα ήθελαν να το ζήσουν. Και είναι όντως ιδιαίτερο, γιατί -σου είπα και πριν- παίρνεις το αυτοκινούμενο τώρα, φεύγεις από εδώ, πας μια ώρα, σταματάς, κοιμάσαι. Την άλλη μέρα το πρωί κάνεις δυο ώρες, τρεις ώρες ξανά σταματάς. Οπότε αυτό είναι το ιδανικό αν αντέχεις, γιατί δεν αντέχουν όλοι, αν αντέχεις. Είναι ο ιδανικός τρόπος, για να ταξιδέψεις.

Λ.Λ.:

Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείς για την προετοιμασία ενός ταξιδιού με τροχόσπιτο;

Ά.Π.:

Ναι, λοιπόν, θα σου πω, γιατί απ’ την οικογένεια εγώ είμαι ο πιο τελειομανής. Οπότε αν αφήσω τα αδέρφια μου και τους γονείς μου να ετοιμάσουν το αυτοκινούμενο πριν από μια εκδρομή, πάντα κάτι θα βρω και θα πω: «Δεν είναι έτσι, ας το ξανακάνω σωστά. Δεν είναι καθαρό, ας το ξανακαθαρίσω». Οπότε αναλαμβάνω συνήθως εγώ τα του καθαρίσματος, να πλύνω, μέσα να καθαρίσω το αυτοκινούμενο. Να το φορτώσω, γιατί για να πάμε ταξίδι με το αυτοκινούμενο πρέπει κάποια πράγματα να είναι έτοιμα, για να μη μας βρουν στον δρόμο και μείνουμε – ας πούμε. Το βασικό είναι να έχεις νερό, γιατί χωρίς νερό δεν μπορούμε. Δε γίνεται να ζήσεις χωρίς νερό. Το δεύτερο που είναι βασικό να έχεις, είναι να είναι φορτισμένη η μπαταρία του αυτοκινούμενου. Δηλαδή για να έχεις ρεύμα όσο κινείται το αυτοκινούμενο ή και εκεί που θα σταματήσει, πρέπει να έχεις φορτίσει τη μπαταρία. Οπότε αυτό το κάνουμε πάντα πριν από κάθε ταξίδι, το νερό και το ρεύμα. Τα υπόλοιπα είναι να καθαρίσω, να συγυρίσω, να κατεβάσω - όταν πάμε χειμώνα - τις κουβέρτες από το σπίτι, να τις βάλω μέσα, να τις τακτοποιήσω στα ντουλάπια. Να ψωνίσουμε τα πράγματα, να εφοδιαστούμε, όπως το λέμε εμείς. Να βάλουμε μέσα ό,τι μπορείς να φανταστείς από φαγώσιμα και ξεκινάμε.[00:10:00]

Λ.Λ.:

Τον προορισμό πώς τον επιλέγεις;

Ά.Π.:

Κοίταξε, αυτό είναι μεγάλο θέμα το πώς τον επιλέγουμε, γιατί δεν τον επιλέγω μόνο εγώ. Συνήθως μέχρι τώρα, εντάξει, πολλές φορές σκεφτόμαστε πού να πάμε για καλοκαίρι και αποφασίζουμε όλοι μαζί. Πολλές φορές, βασικά, μεγάλος παράγοντας στο πού θα πάμε, μεγάλο ρόλο έχει παίξει ο ΠΑΟΚ. Ναι, γιατί πολλά απ’ τα ταξίδια μας έχουν γίνει ή έχουν ξεκινήσει με αφορμή τον ΠΑΟΚ και έχουν καταλήξει σε εκδρομές δύο εβδομάδων. Ναι, βασικός λόγος πολλές φορές σε πολλά ταξίδια είναι ο ΠΑΟΚ, αλλιώς είναι η βόλτα. Ψάχνουμε έναν προορισμό, που δεν έχουμε πάει, αποφασίζουμε και πάμε έτσι. Δεν είναι κάτι, δεν τον ψάχνουμε δηλαδή τόσο πολύ αναλυτικά. Πάμε και βλέπουμε. Μπορεί τη μία μέρα να σταματήσουμε εκεί, αν δε μας αρέσει να πάμε πιο κάτω. Δεν είναι ότι ψάχνουμε συγκεκριμένο προορισμό, όπου μας βγάλει.

Λ.Λ.:

Θέλεις να μας μιλήσεις για αυτόν τον προορισμό που είπες δύο εβδομάδων, που κατέληξε να είναι δύο εβδομάδων;

Ά.Π.:

Ναι, δύο εβδομάδες πηγαίναμε παλιά - όχι τώρα - τότε που ή δεν είχαμε κρίση ή δεν είχαμε καταλάβει ότι έχουμε κρίση. Δηλαδή στις αρχές, στα τέλη μάλλον, της δεκαετίας του 2000. 2008, ‘09 και ‘10 εκεί πέρα, αφού το πήραμε τα πρώτα χρόνια. Το πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό ήταν στην Αυστρία για το Euro του 2008, δύο εβδομάδες, στο Σάλτσμπουργκ. Αλλά το πιο εντυπωσιακό - αυτό που πάντα λέω σε κάθε κουβέντα για το αυτοκινούμενο- είναι η εκδρομή που κάναμε το 2010, όταν καταλήξαμε στο Άμστερνταμ για τον ΠΑΟΚ, αλλά δεν ξεκινήσαμε για να πάμε στο Άμστερνταμ. Ξεκινήσαμε για να πάμε στο Παρίσι, δεύτερη χρονιά, σερί μάλιστα.  Οπότε θα σου πω. Το 2009 ξεκινήσαμε να πάμε στο Παρίσι, ως παιδιά και οι τρεις, τι καλύτερο από το να πάμε στη Disneyland. Πάντα τότε τα ταξίδια μας ήτανε δύο εβδομάδες. Γιατί ξεκινούσαμε, το καλοκαίρι ξεκινούσαμε -ας πούμε -1 Ιουλίου και πηγαίναμε σιγά-σιγά, κάναμε κάθε μέρα 300-400 χιλιόμετρα όσο θέλαμε. Σταματούσαμε σε μία πόλη, το βράδυ εκεί πέρα μέναμε, την άλλη μέρα το πρωί ξανά το ίδιο. Οπότε το 2009 ξεκινήσαμε να πάμε στο Παρίσι, στη Disneyland, και στη Βαρκελώνη. Τώρα, μη μου πεις πως είναι από Παρίσι Βαρκελώνη, έχουμε το λεγόμενο βλάψιμο που λέω εγώ, δηλαδή είναι τρέλα αυτό, άμα πάρεις το αυτοκινούμενο λες: «Α τι είναι μωρέ εδώ, τι είναι λίγο πιο δω, τι είναι λίγο πιο κει». Και ξεκινήσαμε να πάμε Βαρκελώνη και Παρίσι. Τώρα τι άκρη μπορείς να βγάλεις, δεν μπορώ να σου πω εγώ. Πήγαμε στη Disneyland και λέμε, πηγαίνουμε για να βγάλουμε εισιτήρια στη Disneyland και βλέπουμε τις τιμές, βλέπουμε τα διαρκείας που είχαν τότε και είμαστε πέντε. Έχει στη Disneyland τότε - δεν ξέρω τώρα τι ισχύει - είχανε κάρτες διαρκείας, κάπως έτσι, οι οποίες κόστιζαν 105 ευρώ. Κι ήταν κάρτα διαρκείας για έναν χρόνο. Τα άλλα εισιτήρια, που ήτανε μίας βδομάδας, ήτανε οι τιμές κάτι αντίστοιχο, κάπως κοντά, οπότε σκεφτήκαμε - δεν ξέρω τώρα αν κάναμε σωστά ή λάθος, μάλλον σωστά κάναμε - να πάρουμε πέντε διαρκείας γύρω στα 500 ευρώ, αν θυμάμαι καλά ήτανε. Σου λέω τότε ή είχαμε κρίση και δεν το καταλαβαίναμε ή δεν ξέρω τι να σου πω. Πήραμε πέντε εισιτήρια διαρκείας και πήγαμε μία εβδομάδα στη Disneyland, φύγαμε. Οπότε λέμε: «Τώρα έχουμε ένα διαρκείας για την άλλη χρονιά, τι θα το κάνουμε, δεν θα πάμε άλλη μία φορά;». Και ξεκινάμε το 2010 να ξαναπάμε στο Παρίσι. Πάμε στο Παρίσι, πάμε στη Disneyland. Στη διαδρομή πριν φτάσουμε στο Παρίσι, βλέπουμε γίνεται η κλήρωση για το πού θα αγωνιστεί ο ΠΑΟΚ για το Champions League. Και βγαίνει ο Άγιαξ στο Άμστερνταμ. Και όντας τρελοί με τον ΠΑΟΚ, λέμε: «Θα πάμε στο Άμστερνταμ», τι πιο φυσιολογικό να πάμε άλλα 1000 χιλιόμετρα μακριά, άλλα 500 πήγαινε 500 γύρνα. Πάμε στη Disneyland  και μετά αντί να ξεκινήσουμε να γυρνάμε προς τα πίσω, ανεβαίνουμε προς τα πάνω. Φτάνουμε Άμστερνταμ και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Λ.Λ.:

Θέλεις να μας μιλήσεις και για κάποια άλλα ταξίδια σου στο εξωτερικό που σου έχουν μείνει;

Ά.Π.:

Ναι, τα ταξίδια στο εξωτερικό είναι πάρα πολλά. Είναι - να μη σου πω - περισσότερα από όσα στο εσωτερικό, τουλάχιστον για μένα. Γιατί μεγαλώνοντας προτιμούσα τα ταξίδια στο εξωτερικό. Σε κάποια στο εσωτερικό δεν πήγα με τους υπόλοιπους. Στο εξωτερικό οι ιστορίες είναι αμέτρητες. Είναι, δηλαδή θα μπορούσα να γράψω βιβλίο γι’ αυτά που έχω ζήσει και με αυτούς που έχω βρεθεί τυχαία. Κατ’ αρχάς να ξεκινήσω από αυτό. Στο εξωτερικό όπου και να έχουμε πάει με το αυτοκινούμενο, έχουμε πετύχει Έλληνα. Δεν υπάρχει μέρος να μην έχουμε πάει και να έχουμε βρει Έλληνα. Παντού, όπου μιλάς, όπου σταθείς, όπου βρεθείς, θα ακούσεις μία ελληνική φωνή. Αυτό είναι δεδομένο. Και μαγαζί ελληνικό με γύρο, με μαγειρευτά, με ό,τι μπορείς να φανταστείς. Το βασικό είναι αυτό. Τώρα για ταξίδι, πέρα από αυτά που σου είπα στο Παρίσι και στο Άμστερνταμ. Ιστορία. Μου ‘χει μείνει χαρακτηριστικό, το πιο χαρακτηριστικό, μάλλον η πιο συγκλονιστική εμπειρία που έχω κάνει με το αυτοκινούμενο είναι όταν πήγαμε στη Γερμανία, στο Νταχάου, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Γερμανών. Ήταν συγκλονιστικό να βλέπω -πόσο χρονών ήμουν 12, 13- τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους φούρνους, τους θαλάμους αερίων, ήταν λες και έβλεπες μπροστά σου τι γινόταν πριν πόσα χρόνια, ήταν συγκλονιστική εμπειρία και νομίζω αυτό δε θα το ξεχάσω με τίποτα. Άλλη ιστορία. Στην Ουγγαρία - θα σου πω - στη Βουδαπέστη, στην οποία Βουδαπέστη έχω πάει πιο πολλές φορές και από ό,τι έχω πάει -πού να σου πω;- στις Σέρρες-ας πούμε- που είναι 50 χιλιόμετρα. Στη Βουδαπέστη, μία από τις πολλές φορές που πήγαμε, τον Νοέμβριο του 2018, για τον ΠΑΟΚ και τότε, φτάσαμε αργά το βράδυ, ξεκινήσαμε νωρίς το πρωί από εδώ, από τη Θεσσαλονίκη και φτάσαμε αργά το βράδυ. Οδηγήσαμε, 1000 χιλιόμετρα περίπου είναι η Βουδαπέστη, φτάσαμε στη Βουδαπέστη. Έχουμε πάει κι άλλες φορές, οπότε ξέραμε πού να πάμε. Αλλά είπαμε να δοκιμάσουμε ένα, συνήθως πάμε και μένουμε σε κάμπινγκ ή σε πάρκινγκ, αναλόγως την τιμή και την κατάσταση, αν φοβόμαστε -ας πούμε- αν δε φοβόμαστε. Μείναμε, αποφασίσαμε να μείνουμε σε ένα κάμπινγκ. Απλά φτάσαμε, τώρα 12.00 ήταν; 1.00 ήταν; Ήταν αργά. Και ήτανε κλειστό το κάμπινγκ. Είχε μία πόρτα, η οποία πόρτα άνοιγε με κάποιο κλειδί μαγνητικό, δεν θυμάμαι ακριβώς. Προσπαθήσαμε να βρούμε τρόπο να μπούμε. Δεν τα καταφέραμε. Και μετά από κάποια ώρα, έρχεται ένας κύριος Ούγγρος, ο οποίος δούλευε στο κάμπινγκ απ’ ό,τι καταλάβαμε μετά, ο οποίος όμως δεν ήξερε όχι αγγλικά να μιλήσει, δεν ήξερε καν -πώς να σου πω;- ήτανε σχεδόν αναλφάβητος. Δεν ήξερε καν να μιλάει ουγγρικά, σε τέτοια κατάσταση. Με νοήματα, με συνθήματα, με τρόπους καταφέραμε να του πούμε να μας ανοίξει να μπούμε μέσα. Τουλάχιστον να αφήσουμε από μέσα μεριά το αυτοκινούμενο, να είναι σε ασφαλές χώρο και το πρωί βλέπουμε τι θα κάνουμε, να τον πληρώσουμε πόσο είναι η βραδιά κλπ.. Μας ανοίγει και προσπαθούμε να συνεννοηθούμε πώς συνδέουμε το ρεύμα, πώς θα πληρώσουμε, πόσο είναι η βραδιά. Ο άνθρωπος όμως -όπως είπα- δεν ήξερε όχι αγγλικά, δεν ήξερε να συνεννοηθεί καθόλου, με νοήματα. Οπότε μας δείχνει το τηλέφωνό του, κάνει να πάρει κάποιον τηλέφωνο, παίρνει τηλέφωνο και μου το δίνει να μιλήσω. Με το που το σηκώνω, λέω εγώ «ναι» στα αγγλικά, λίγα ελληνικά, προσπάθησα να συνεννοηθώ. Ήταν η υπεύθυνη που ήτανε στο κάμπινγκ, δεν ξέρω τι συνεννόηση βγάλαμε, δεν βγάλαμε, πιθανότατα δεν βγάλαμε συνεννόηση. Κλείσαμε το τηλέφωνο, μας άφησε ο κύριος αυτός να μείνουμε μέσα. Αλλά θέλω να σου πω, ότι έχω έρθει σε επαφή με κόσμο στο εξωτερικό που… τώρα με αυτόν τον τύπο που σου λέω τον Ούγγρο δεν μπόρεσα ούτε μία κουβέντα να συνεννοηθώ. Είναι, ναι, είναι εμπειρία που την κρατάω και γελάμε μεταξύ μας, όταν τη λέμε. Άλλες ιστορίες, έχω πάρα πολλές να σου πω. Άλλη ιστορία είναι -ας πούμε- όταν πήγαμε στη Ρουμανία πριν κάποια χρόνια, για Πάσχα στο Βουκουρέστι, το 2015 νομίζω, δεν είμαι σίγουρος. Κάναμε να μπούμε στα σύνορα της Ρουμανίας. Μπήκαμε κάποια χιλιόμετρα και μας σταμάτησαν κάποιοι αστυνομικοί. Όχι στην εθνική οδό, σε κάποιο παράδρομο είχαμε στρίψει. Μας σταμάτησαν οι αστυνομικοί. Μας ζητάν τα χαρτιά, ήμασταν πέντε μέσα. Βλέπουν τα χαρτιά, την άδεια κυκλοφορίας, μας λένε: «Λάθος είναι, έχετε παρανομήσει». Προσπαθούμε να συνεννοηθούμε… Το κοινό γνώρισμα - πριν συνεχίσω την ιστορία - είναι για πολλές χώρες Βαλκανίων είναι ότι δεν μιλάνε, αν δεν μιλάνε αγγλικά, ή καθόλου ή ελάχιστα. Δεν μπορείς να συνεννοηθείς εύκολα. Οπότε προσπαθούσαμε, όχι εμείς, κυρίως ο μπαμπάς και ο μεγαλύτερος αδερφός, ο Βασίλης, να συνεννοηθούν στα αγγλικά. Δεν βγάζαμε άκρη ακριβώς με τα αγγλικά τους, με τα αγγλικά μας, δεν ξέρω τι έφταιγε στη συνεννόηση! Καταλαβαίνουμε, εν πολλοίς, ότι η άδεια κυκλοφορίας έγραφε ανώτατο όριο ατόμων μέσα στο αυτοκίνητο, ήταν διορθωμένο και σφραγισμένο από την ελληνική κυβέρνηση, από τις αρχές, δεν ξέρω από ποιον, ότι επιτρέπεται μέχρι έξι άτομα. Αλλά αυτοί θεώρησαν ότι έχει γίνει από πάνω -επειδή το είδαν διορθωμένο- ότι έχει γίνει, το κάναμε εμείς -ας πούμε-και ότι είναι παράνομο και μας λέει: «Είστε παράνομοι, δεν γίνεται να σας αφήσουμε, πρέπει να ‘ρθειτε μαζί μας». «Βρε παιδιά-λέμε εμείς-δεν είναι, δείτε το κανονικά, είναι σφραγισμένο, δεν παρανομήσαμε, δεν κάναμε τίποτα λάθος». Και μας λένε, μας κάνουν νόημα να τους χρηματίσουμε, να τους δώσουμε λεφτά. Λέει ο μπαμπάς μου «Αυτό αποκλείεται, δεν παίζει να γίνει αυτό το πράγμα. Θα ‘ρθουμε μαζί σας». Στο τέλος, μας άφησαν να φύγουμε, γιατί ήξεραν κι αυτοί, κατάλαβαν ότι δεν υπάρχει κάτι για να πούνε, οπότε συνεχίσαμε κανονικά και πήραμε τον δρόμο μας. Επόμενη ιστορία και είναι από πόλη, επίσης εκεί γύρω, στην Ουγγαρία, όχι ψέματα, στην Τσεχία, όχι στην Ουγγαρία. Το 2017 πηγαίνουμε πάλι για τον ΠΑΟΚ στη  Γερμανία στο Gelsenkirchen (Γκελζενκίρχεν) για τον αγώνα με τη Σάλκε. Πηγαίνοντας σταματάμε, ή στην επιστροφή θα σε γελάσω, σταματάμε σε ένα χωριό, το Český Krumlov (Τσέσκι Κρούμλοβ). Είναι ένα χωριό το οποίο αν το πατήσεις στο Google, θα σου βγάλει ότι είναι «τοπ πέντε κρυμμένα διαμάντια στην Τσεχία», «πρέπει να το επισκεφθείτε», «είναι τρομερό», «είναι σαν παραμύθι». «Ωραία - λέμε - θα πάμε, αφού βρεθήκαμε εδώ». Απλά βρεθήκαμε εκεί βράδυ, δεν βρεθήκαμε μέρα, οπότε λέμε: «Θα έχει κάτι να δούμε, δεν μπορεί, τόσα πολλά λόγια λεν». Σταματάμε, παρκάρουμε σε ένα πάρκινγκ, δεν έχει άλλο αυτοκίνητο δίπλα κανένα. Και βλέποντας δεξιά-αριστερά, όταν πάμε να το αφήσουμε το αυτοκινούμενο, πάλι δεν βλέπουμε κανέναν. Λέμε: «Ε θα έπεσαν για ύπνοι οι άνθρωποι». 10.00 η ώρα, όχι -ας πούμε- 1.00 και 2.00 τα ξημερώματα. Φτάνουμε εκεί πέρα, κατεβαίνουμε, αφήνουμε το αυτοκινούμενο. Μας θορύβησε λίγο ότι δεν υπήρχε κανένας εκεί και φοβηθήκαμε να τ’ αφήσουμε, αλλά το αφήσαμε εν τέλει. Κάναμε μία πρώτη βόλτα στο χωριό, τίποτα δεν συναντήσαμε. Ήτανε μία πόλη φάντασμα. Μας έλεγε, ήμασταν, δεν ήταν η μαμά, ήμουν εγώ, ο δίδυμος αδερφός και ο μεγαλύτερος και με τον μπαμπά, οι τέσσερίς μας. Λέμε: «Δεν μπορεί, κάτι λάθος θα ‘χουμε κάνει, κάπου αλλού θα είναι το κέντρο». Αρχίζουμε να κοροϊδεύουμε - εγώ με τα αδέρφια μου - τον μπαμπά. Να τον [00:20:00]κοροϊδεύουμε, γιατί μας έλεγε: «Αυτή η πόλη είναι τρομερή και θα δούμε, έχει απίστευτη ομορφιά». Ε λέμε εμείς: «Εντάξει». Όταν φτάνουμε εκεί και δεν βλέπουμε κανέναν, ούτε έναν. Πάμε προς το κέντρο, περπατάμε. Δεν συναντήσαμε ούτε σκύλο, όχι, σου λέω, δεν συναντήσαμε άνθρωπο. Ναι, και ήτανε σαν να παίζεις σε θρίλερ. Είχε αέρα, είχε βροχή, είχε ένα -τι να σου πω- χάλι μαύρο θα έλεγε κανείς. Ναι αυτή ήταν μία ακόμη και τώρα το λέω σαν ιστορία, γιατί ακόμη και τώρα, όταν πάμε σε μέρη που είναι έτσι απομονωμένα, που είναι απόμερα, δεν έχουνε πολύ κόσμο, είναι σημείο αναφοράς - ας πούμε - και το αναφέρουμε συνέχεια. Τώρα μία άλλη. Βασικά θα κάνω μια μίξη ιστοριών, για να θίξω το θέμα της ασφάλειας με το αυτοκινούμενο στο εξωτερικό. Όσες φορές έχουμε ταξιδέψει στο εξωτερικό, κυρίως στο εξωτερικό, σχεδόν ποτέ δεν νιώσαμε φόβο, ότι μπορούν να μπουν -ας πούμε- μέσα στο αυτοκινούμενο, να σπάσουν την πόρτα, να σπάσουν το τζάμι ή να μας γράψει η Αστυνομία. Δεν αισθανθήκαμε ποτέ φόβο, γιατί ήμασταν… δεν ξέρω γιατί. Ήμασταν αφελείς; Ήμασταν σίγουροι; Όπως θες παρ’ το. Οπότε, λοιπόν, η μία ιστορία έχει να κάνει με ένα χωριό στην Αυστρία, πάλι στον δρόμο για το Gelsenkirchen (Γκελζενκίρχεν) για τη Γερμανία το 2017. Στο οποίο πήγαμε μετά από παρότρυνση γνωστών, που είχανε πάει, ότι είναι τρομερό χωριό εκπτωτικό, είναι ένα μέρος -ας πούμε- που έχει πάρα πολλά μαγαζιά. Έχει εμπορικά, έχει ό,τι θες. Οπότε λέμε: «Δεν μπορεί, αφού είναι στον δρόμο μας, θα σταματήσουμε κι εμείς». Βάλαμε το GPS, πήγαμε στο χωριό αυτό το εκπτωτικό. Αφήσαμε το αυτοκινούμενο, όπως πάντα το ασφαλίζουμε στο πάρκινγκ και λέμε: «Θα είναι ασφαλές». Τόσα αυτοκίνητα είχε γύρω, φαινομενικά, θεωρητικά είχε ασφάλεια, είχε Αστυνομία, είχε security, λέμε θα είναι ασφαλές, δεν μπορεί. Πάμε μέσα να κάνουμε τα ψώνια μας στο τέτοιο -τι ωραία τι καλά-, δεν πήραμε και τίποτα εν τέλει, γιατί δεν ήταν και πολύ εκπτωτικό -τώρα σας το λέω αυτό- άμα θέλετε να πάτε, άμα θέλετε να μην πάτε. Parndorf (Πάρντορφ) λέγεται το χωριό στην Αυστρία. Και γυρνώντας, βλέπουμε παραβιασμένη τη μία την κλειδαριά του οδηγού. Δεν είχαν καταφέρει να ανοίξουν την πόρτα. Προσπάθησαν να ανοίξουν. Είχανε χαλάσει την κλειδαριά. Είχανε χαλάσει τη λαμαρίνα γύρω απ’ την κλειδαριά, προσπαθώντας να ανοίξουνε έτσι την πόρτα. Είχαν προσπαθήσει να παραβιάσουν την πίσω την πόρτα, που ούτε αυτή άνοιξε και εν τέλει έφυγαν έτσι, άπραγοι. Αλλά θέλω να σου πω τότε - νομίζω τότε το ‘17 - ήταν η πρώτη φορά που αισθανθήκαμε ότι… Και φαντάσου πού αισθανθήκαμε; Στην Αυστρία που είναι αν όχι η πιο ασφαλής, μία από τις πιο ασφαλείς χώρες της Ευρώπης. Ήτανε στο εκπτωτικό χωριό, αυτό που είχε ακριβές μάρκες και είχε security, είχε ασφάλεια, που λες: «Εντάξει τι διάολο, δεν μπορεί να με κλέψουνε εδώ μέσα μέρα μεσημέρι με τόσο κόσμο γύρω τριγύρω». Παρόλα αυτά, ήταν η πρώτη φορά που αισθανθήκαμε κάπως έναν φόβο. Νωρίτερα βέβαια -για να πω- πριν το ’17, όταν είχαμε πάει μία από τις πολλές φορές είχαμε περάσει από το Βελιγράδι, δεν θυμάμαι χρονολογία, ψάχναμε αργά το βράδυ, αλλά πολύ αργά, 3.00-4.00 η ώρα. Τότε περάσαμε, μας έβγαλε να περάσουμε μέσα από το Βελιγράδι, αργά. Ψάχναμε πού να αφήσουμε το αυτοκινούμενο. Βρήκαμε, εν τέλει, αργά το βράδυ έναν κύριο σε ένα βενζινάδικο, ο οποίος μας είπε να το αφήσουμε εκεί. Καλοσύνη του κιόλας, αν μας ακούει, να του δώσω τα χαιρετίσματά μου. Μας είπε να το αφήσουμε εκεί χωρίς χρέωση, χωρίς τίποτα, οπότε λέμε: «Τι ωραίος κύριος, θα το αφήσουμε εδώ». Εκεί βέβαια, που το αφήσαμε, δίπλα είχε ένα κλαμπ, νυχτερινό κλαμπ, μπαράκι, το οποίο είχε πάρα πολύ δυνατά μουσική. Ξεπεράσαμε το κομμάτι ότι ήταν δυνατά η μουσική και δε θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Απλά τι έγινε; Κατά τις 4.00-5.00 η ώρα τα ξημερώματα, αφού το αφήσαμε και προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε, ακούσαμε φασαρίες έξω από το αυτοκινούμενο και κάποιον να προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα. Πάλι την πόρτα του οδηγού μπροστά. Δεν είχαμε προλάβει να κοιμηθούμε, γιατί ήτανε πολύ αργά. Η παρέα αυτουνού που ήταν απέξω, προφανώς ήτανε μεθυσμένοι, δεν ξέρω τι ήτανε και προσπάθησαν τώρα για πλάκα; Είχανε σκοπό να μπούνε να κλέψουνε; Δεν ξέρω ακριβώς να σου πω. Προσπαθήσανε να ανοίξουν το αυτοκινούμενο. Οπότε και τότε ήταν ένα σημάδι ότι κάτι μάλλον να σφίξουμε κι εμείς λίγο, να είμαστε πιο υποψιασμένοι τουλάχιστον. Και το τρίτο και πιο έντονο στοιχείο αυτό για την ασφάλεια, είναι αυτό που έγινε τώρα το 2021 στη Δανία στην Κοπεγχάγη, όταν πήγαμε. Πάλι για τον ΠΑΟΚ, τον Οκτώβριο. Όταν πηγαίναμε για να μπούμε στη Δανία, στην Κοπεγχάγη, σταματήσαμε το προηγούμενο βράδυ σε ένα μέρος απόμερο εντελώς, το οποίο είναι αν το δεις στον χάρτη, ένα νησάκι στη μέση του πουθενά, κάτω από τη Δανία, εκεί πέρα στο όριο της Δανίας. Και είχαμε διαβάσει -γιατί τα ψάχνουμε πριν πάμε πού θα μείνουμε, τα κάμπινγκ, τα camper stop τα λεγόμενα, που είναι στάσεις για campers για αυτοκινούμενα - και βρήκαμε αυτό στο ίντερνετ, το ψάξαμε, λέμε, ο μπαμπάς μάλλον λέει: «Είναι στα τοπ πέντε, τοπ δέκα καλύτερα κάμπινγκ στην Ευρώπη» λόγω της θέας. Όχι ότι είχε τίποτα, μην φανταστείς. Λόγω της θέας, γιατί ήταν μπροστά -σιγά τώρα- ήταν μπροστά σε λίγη θάλασσα, λίγο μια γέφυρα. Σιγά τη θέα, τέλος πάντων. Ήταν στο τοπ ten, για κάποιον λόγο. Φτάσαμε πάλι αργά το βράδυ. Το αφήνουμε μαζί με άλλα, είχε κι άλλα γύρω τριγύρω, κι άλλα αυτοκινούμενα. Το αφήνουμε το βράδυ και κοιμόμαστε εκεί πέρα. Ωραία. Την άλλη μέρα το πρωί, όπως σηκωνόμαστε, βλέπουμε ανοιχτή την πόρτα, την πίσω πόρτα του αυτοκινούμενου. Λέμε, επειδή μας έχει ξανασυμβεί η πίσω πόρτα να μην κλείνει, δεν κλείνει καλά, δεν είναι πολύ ασφαλείας «Μπορεί να την άνοιξε – λέμε - ο αέρας», γιατί είχε αέρα. Λέμε: «Ο αέρας την άνοιξε σίγουρα». Βλέπουμε μετά, βλέπει ο Αλέξανδρος, μάλλον, που κοιμότανε ακριβώς μπροστά στην πόρτα, δηλαδή -όπως σας είπα πριν- είναι η πόρτα, μπαίνοντας μπροστά στα δύο βήματα είναι η κουκέτα. Ο Αλέξανδρος κοιμόταν στην κάτω κουκέτα, στην πάνω κουκέτα είχαμε πράγματα, μπουφάν και τέτοια. Βλέπει ο Αλέξανδρος μπροστά του, πάνω στον πάγκο της κουζίνας, δίπλα ακριβώς απ’ την πόρτα, αφημένο το πορτοφόλι του και πεσμένη κάτω μία τσάντα μπροστά του. Και λέει: «Τώρα αυτό ο αέρας αποκλείεται να το έκανε. Κάτι δεν πάει καλά». Σηκώνεται να δει, βλέπει το πορτοφόλι του εκεί και τα λεφτά μέσα και όλα μέσα. Βλέπει την τσάντα εκεί, αλλά άντε το πορτοφόλι το άφησαν εκεί πάνω, το κινητό είναι δίπλα ακριβώς, το βλέπει όλα καλά, φαντάζεται, βλέπει την τσάντα. Η τσάντα πώς έπεσε από πάνω; Τι είχε γίνει λοιπόν; Προφανώς, μας άνοιξαν το βράδυ την πίσω πόρτα του αυτοκινούμενου, μπήκανε μέσα, πήρανε τα μπουφάν μας. Δεν πήρανε το πορτοφόλι που ήτανε πάνω και το κινητό που ήτανε ακριβώς στη γωνία. Πήρανε μόνο τα μπουφάν, τρία μπουφάν. Ευτυχώς είχαμε άλλα και δεν παγώσαμε στη Δανία. Αλλά θέλω να σου πω, ότι αυτός που μπήκε/αυτοί που μπήκανε, πρώτον δεν τους πήραμε χαμπάρι σε έναν χώρο που είναι, πόσα τετραγωνικά είναι; 5; 6; Τόσα τετραγωνικά, παραπάνω δεν είναι. Είναι πολύ μικρός χώρος. Πάτησε μπροστά στον Αλέξανδρο που κοιμότανε κι εμείς -μη φανταστείς- ήμασταν δίπλα, πολύ κοντά και δεν πήραμε χαμπάρι, δεν καταλάβαμε τίποτα. Και πήρανε αυτό και φύγανε. Σε μία χώρα πάλι, που θεωρητικά, όχι απλά είναι ασφαλής, είναι νούμερο ένα ασφάλεια και δεν υπάρχει εγκληματικότητα και τι να σου πω. Δηλαδή, σε δύο χώρες τις οποίες τις θεωρούνε ως πιο ασφαλείς, πιο καλές για να ζεις - δεν ξέρω πως να το πω - μας κλέψαν σε αυτές τις δύο χώρες και αισθανθήκαμε ότι μάλλον κάτι πρέπει να αλλάξουμε, κάποια ασφάλεια παραπάνω, κάτι πρέπει να αλλάξουμε, για να μην έχουμε ξανά τέτοια θέματα. Αυτή ήταν η πιο έντονη. Έντονη; Δεν τρομάξαμε να σου πω, γιατί... Δεν ξέρω γιατί δεν τρομάξαμε να σου πω, δεν ξέρω. Απλά μετά μου ‘μεινε - εμένα μόνο, μου ‘μεινε - μία ξενέρα, μία πικρία. Απλά μου κλέψαν, μπήκαν στον χώρο μου και δεν το πήρα χαμπάρι. Οπότε λες, τι φάση εδώ πέρα, μπορεί να μπει ο καθένας; Κι όμως, μπορεί να μπει ο καθένας απ’ ό,τι φαίνεται. Μία επόμενη τώρα ιστορία που μου ‘ρχεται στο μυαλό, πάω πάλι πίσω. Είναι στη Ρώμη όταν είχαμε πάει για Πάσχα. Στη Ρώμη για Πάσχα πήγαμε το ’13; το ’12; Θα σε γελάσω, κάπου εκεί είναι η χρονολογία. Το βράδυ πήγαμε για Πάσχα και αφήσαμε το αυτοκινούμενο σε ένα κάμπινγκ, σε πάρκινγκ μάλλον, όχι σε κάμπινγκ. Πήραμε το μετρό, πήγαμε στην εκκλησία, στην Ορθόδοξη Εκκλησία τότε, στο κέντρο της Ρώμης. Κάναμε Ανάσταση εκεί πέρα και πήραμε μάλλον, δεν γυρίσαμε, πήραμε το λεωφορείο για να γυρίσουμε πίσω στο κάμπινγκ, για να φάμε, ως είθισται το βράδυ, μαγειρίτσα. Επειδή μην φανταστείς, επειδή είμαστε στο εξωτερικό, εμείς τα έθιμα τα τηρούμε. Μαγειρίτσα; Μαγειρίτσα! Είχε ετοιμάσει η μαμά στο αυτοκινούμενο μαγειρίτσα, κοτόσουπα για εάας που δεν τρώμε μαγειρίτσα. Ήτανε όλα στην εντέλεια. Έτοιμη μαγειρεμένη από πριν, απ’ το μεσημέρι, για να βγούμε χαλαρά το βράδυ. Να μην έχουμε όταν γυρίσουμε να μαγειρέψουμε. Πήραμε το λεωφορείο για να γυρίσουμε πίσω στο τροχόσπιτο, στο αυτοκινούμενο, και όπως το πήραμε, πηγαίνουμε, πηγαίνουμε, πηγαίνουμε. Κάποια στιγμή λέμε: «Πολύ φτάσαμε ρε παιδιά». Ήτανε αργά το βράδυ, ήτανε μετά τις 12.00, σου λέω μετά την Ανάσταση. 1.00; Δεν ξέρω τι, αργά. Παίρνουμε το λεωφορείο να γυρίσουμε. Γυρνάμε και πηγαίνουμε και πηγαίνουμε και πηγαίνουμε και πού θα φτάσουμε; Καταλαβαίνουμε ότι έχουμε χάσει τη στάση του λεωφορείου μας, έχουμε κάνει - γιατί ήτανε προς τα έξω το πάρκινγκ αυτό - έχουμε κάνει βόλτα όλα τα περίχωρα και όλα τα χωριά γύρω, έξω απ’ τη Ρώμη. Και λέμε: «Τι να κάνουμε; Θα περιμένουμε, θα μείνουμε πάνω στο λεωφορείο». Ρωτήσαμε και τον οδηγό και μας είπε να περιμένουμε να πάμε, να γυρίσουμε μαζί του, με το ίδιο δρομολόγιο. Οπότε πήραμε το ίδιο, παραμείναμε πάνω στο ίδιο. Εμείς, εγώ και τα αδέρφια μου σκουντουφλούσαμε απ’ τη νύστα, σχεδόν κοιμόμασταν, μόνοι μας μέσα στο λεωφορείο. Και εν τέλει, γυρίσαμε και ούτε τη μαγειρίτσα φάγαμε ούτε τη σούπα φάγαμε. Αυτό ήθελα. Εκεί ήθελα να καταλήξω, ότι ήτανε μία επεισοδιακή νύχτα για Πάσχα στη Ρώμη και μου ‘χει μείνει πολύ έντονα. Κάτι ακόμα που έχω να προσθέσω ως ιστορία είναι στην Κωνσταντινούπολη. Στην Κωνσταντινούπολη έχουμε πάει δύο φορές με το αυτοκινούμενο και έχουμε περάσει φανταστικά. Έχουμε πατήσει και στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, οπότε μπορώ να λέω ότι έχω πατήσει σε δύο ηπείρους, και στην Ευρώπη και στην Ασία. Ναι και είναι μοναδική. Δηλαδή απ’ τους προορισμούς που έχουμε πάει στο εξωτερικό με το αυτοκινούμενο, θα έλεγα ότι είναι μία απ’ τις τοπ [00:30:00]επιλογές, η τοπ - ας πω - πέντε, που είναι παραπάνω. Ας πω η τοπ πέντε είναι η Κωνσταντινούπολη. Και είχαμε πάει επίσης, εκεί πέρα για Πάσχα και είχαμε αφήσει το αυτοκινούμενο μπροστά στον Βόσπορο, σε ένα πολύ ωραίο πάρκινγκ. Και περπατήσαμε προς την Αγιά Σοφιά, πήγαμε βόλτες μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Στην επιστροφή στο αυτοκινούμενο, αφού κάναμε τη βόλτα μας και γυρίσαμε στο αυτοκινούμενο, περπατούσαμε εγώ με τον Αλέξανδρο και τη μαμά μου; Τον μπαμπά μου; Θα σε γελάσω. Και ο Βασίλης με τον άλλον απ’ τους γονείς. Και όπως περπατούσαμε στον δρόμο, δίπλα, στο πεζοδρόμιο, ο Αλέξανδρος κουνούσε, είχε μία ομπρέλα και την είχε περάσει στο χέρι του το λουράκι και το γυρνούσε γύρω-γύρω, γύρω-γύρω, γύρω-γύρω, όπου κάποια στιγμή - λουράκι είναι αυτό - λύθηκε και έφυγε η ομπρέλα μέσα στη μέση του δρόμου. Αλλά μες στη μέση του δρόμου, όχι δρόμος στενάκι που δεν περνούσε ποτέ κανείς. Στον κεντρικό δρόμο μέσα. Οπότε όπως του έφυγε η ομπρέλα, περνούσε ένα λεωφορείο. Πάτησε κόρνα. Πάτησε την ομπρέλα, την έκανε θρύψαλα και αυτό ήτανε. Μας έμεινε χαραγμένο και σε μένα και στον Αλέξανδρο, γιατί και ήμασταν πιο μικροί και όντας δίδυμοι, αισθανθήκαμε μια -πώς να το πω- την ίδια τρομάρα, ας πούμε. Αν και το ‘κανε ο Αλέξανδρος - να το τονίσω αυτό - το έκανε ο Αλέξανδρος το λάθος, ένιωσα κι εγώ -ας πούμε- την ίδια τρομάρα. Ακόμη μία ιστορία, από θέμα που προέκυψε. Γενικά με το αυτοκινούμενο όπου έχουμε πάει, φροντίζουμε πάντα να είναι όλα προσεγμένα από λάδια, από φίλτρα, από μηχανικά. Όλα φροντίζουμε να είναι προσεγμένα. Όταν είχαμε πάει στο Μιλάνο, στη Ρώμη και είχαμε κάνει στάση στο Μιλάνο; Δεν θυμάμαι ακριβώς να σου πω. Όταν ήμασταν έξω απ’ το Μιλάνο, κάτι ανάβει, κάποιο θέμα έχει το αυτοκινούμενο και λέμε: «Τώρα τι κάνουμε; Θα μας αφήσει εδώ μες στη μέση! Ποιος θα μιλήσει ιταλικά; Ποιος θα συνεννοηθεί; Πού να έρθει τώρα έξω στον περιφερειακό δρόμο πάνω; Ποιος να ‘ρθει και πώς να μας μαζέψει;». Εν τέλει, μετά από πολλή ώρα που ψάχναμε να βρούμε κατ’ αρχάς, τι φταίει; Γιατί άναψε λαμπάκι, τι πρόβλημα έχει το αυτοκινούμενο; Τι με τηλέφωνα στην Ελλάδα στο συνεργείο να μας πουν να μας κατατοπίσουν τι να κάνουμε, πού να το πάμε, κάλεσε ο μπαμπάς την οδική βοήθεια, η οποία κάλυπτε το αυτοκινούμενο και είναι ευρωπαϊκή. Δεν ξέρω ακριβώς πως να σου πω λεπτομέρειες, αλλά είναι κάπως έτσι. Κάλεσε βοήθεια για να ‘ρθει να μας πάρει από εκεί, να δούμε τι θα κάνουμε. Το είχε σβήσει το αυτοκίνητο. Όταν το ξανανάβει έτσι απλά να δει πριν έρθει η βοήθεια, έσβησε το λαμπάκι αυτό που είχε και λειτούργησε κανονικά. Οπότε η πρώτη τρομάρα και η μοναδική -νομίζω- που πήραμε με το αυτοκινούμενο από θέμα μην μας αφήσει, μην μείνουμε, μην έχουμε κάποιο πρόβλημα μηχανικό, ήτανε εκεί και δεν έχει ξαναυπάρξει. Χτύπα ξύλο, να μην ξαναυπάρξει! Ναι, αυτή ήταν μία ιστορία που μας θορύβησε.

Λ.Λ.:

Από τις χώρες που έχεις ταξιδέψει στην Ευρώπη, ποια πιστεύεις ότι ευνοεί περισσότερο έναν ταξιδιώτη με τροχόσπιτο;

Ά.Π.:

Λοιπόν, θα σου πω. Θεωρώ ότι η Γερμανία είναι η νούμερο ένα χώρα φιλική σε τροχόσπιτα, σε αυτοκινούμενα, σε βανάκια τέτοιου στιλ και θα σου πω γιατί. Στην Ελλάδα, αν κυκλοφορήσεις και πάρεις τον δρόμο να πας από την Αλεξανδρούπολη μέχρι την Αθήνα, δεν θα βρεις, άντε θα σου πω εγώ, θα βρεις δύο βενζινάδικα όλα κι όλα, που να είναι πλήρως εξοπλισμένα με το να σου βάλει νερό στο αυτοκινούμενο, να πάρεις ρεύμα για το αυτοκινούμενο, να αδειάσεις τα λύματα, που είναι πολύ βασικό. Τα λύματα είναι τα νερά, τα γκρίζα νερά, αυτά που φεύγουν από την κουζίνα και από το μπάνιο. Αυτά στην Ελλάδα τότε -και τώρα – νομίζω ότι δεν υπάρχουν -ας πούμε- δυο-τρία βενζινάδικα σε όλη την Εθνική Οδό. Στη Γερμανία, σε όποιο βενζινάδικο, όπου και να σταματήσεις πάνω στην Εθνική Οδό, έχει παντού και για να παραμείνεις με το ρεύμα σου για το αυτοκινούμενο και να βάλεις νερό και να αδειάσεις λύματα και μίνι μάρκετ 24 ώρες ό,τι χρειαστείς, και να προμηθευτείς νερό, τα πάντα όλα. Οπότε, θέλω να σου πω οι Γερμανοί είναι πολύ ψαγμένοι σε αυτό το επίπεδο. Και οι Ολλανδοί και οι Βέλγοι. Εκεί κεντρικοευρωπαϊκοί αυτοί και προς τα πάνω Ολλανδία είναι πολύ ψαγμένοι σε αυτά. Η Ελλάδα - εν αντιθέσει με αυτά που σου είπα - είναι πάρα πολύ πίσω και σε θέμα νομοθεσίας για τα αυτοκινούμενα και σε θέμα παροχών σε στάσεις. Γιατί η Γερμανία όχι μόνο σε βενζινάδικα. Υπάρχουν χώροι δεξιά-αριστερά στην Εθνική στην Οδό, στην κεντρική οδό, που έχει και να σταματήσεις το αυτοκινούμενο για να πάρεις ρεύμα, να πάρεις νερό. Εδώ στην Ελλάδα δεν έχουν ούτε τα βενζινάδικα. Οπότε είμαστε πάρα πολύ πίσω και αυτό είναι πολύ παλιακό, πολύ αναχρονιστικό. Έχουμε μείνει πάρα πολύ πίσω και στη νομοθεσία.

Λ.Λ.:

Θέλεις να μας αναφέρεις κάποιο περιστατικό που σου έχει συμβεί στην Ελλάδα, ας πούμε;

Ά.Π.:

Στην Ελλάδα. Δεν έχει συμβεί σε μένα. Έχει συμβεί στον αδερφό μου τον Βασίλη, όταν το οδηγούσε πέρυσι το καλοκαίρι, πρόπερσι. Όταν πήρε το αυτοκινούμενο και έκανε τη βόλτα, το γύρο της Χαλκιδικής, πάρκαρε μπροστά σε μια παραλία. Πάρκαρε όμως ως επιβατικό αυτοκίνητο, δηλαδή δεν άνοιξε ούτε τα παράθυρα, δεν άνοιξε γιατί αυτά -που σου έλεγα πριν για τη νομοθεσία- όταν δουν ένα αυτοκινούμενο να σταματήσει, να ανοίξει το παράθυρο ή να βγάλει μια καρέκλα έξω, το θεωρούν κάμπινγκ. Και το κάμπινγκ απαγορεύεται. Το ελεύθερο κάμπινγκ, που είναι το λεγόμενο, στην Ελλάδα δεν υπάρχει, δεν επιτρέπεται πουθενά. Οπότε ο Βασίλης -και εμείς- γνωρίζοντας αυτή τη νομοθεσία - ας το πούμε έτσι - δεν άνοιξε το παράθυρο, δεν έκανε κάτι παράτυπο, δεν έκανε κάτι παράνομο. Ούτε την καρέκλα του έβγαλε. Ήταν όλα με το νόμο. Την επόμενη μέρα το πρωί… και να πω ότι είχε και δίπλα παρκαρισμένα και άλλα αυτοκινούμενα και άλλα βανάκια μάλλον. Την επόμενη μέρα το πρωί, αφού σηκώθηκε, βρήκε κλήση της Αστυνομίας στο τζάμι. Και με το που τη βλέπει, του λέει ο γείτονας ο απέναντι που ήταν, που είδε τι έγινε, που ήρθε ο αστυνομικός και μίλησε με τον αστυνομικό. Του λέει: «Μα δεν είναι, δεν κάνει κάτι ο άνθρωπος, είχε να αφήσει το αυτοκίνητό του όπως θα άφηνες εσύ το αυτοκίνητό σου, δεν έχει ανοίξει κάποιο παράθυρο όπως εσύ δεν θα άνοιγες παράθυρο, δεν έχει βάλει καρέκλα, ξαπλώστρα να ψήσει, να κάνει το οτιδήποτε που παραπέμπει σε κάμπινγκ και να πεις ότι παρανόμησε». Και άμα παρανόμησε δικαίως, εγώ σου λέω ότι άμα… που κακώς, σου λέω, είναι έτσι η νομοθεσία. Αν το έκανε ωστόσο και άνοιγε και έκανε κάμπινγκ με κάποιον τρόπο, δικαίως, αφού έτσι είναι η νομοθεσία να του δίνανε και πρόστιμο. Παρόλα αυτά, δεν έκανε τίποτα απ’ αυτά. Η Αστυνομία όντας δεν ξέρω τι. Χρόνια πίσω, δεκαετίες πίσω απ’ τον κόσμο μας. Τώρα φταίει ο αστυνομικός ο συγκεκριμένος; Φταίει - τι να σου πω; - δεν ξέρω ποιος φταίει. Προσπαθούσε εν πάση περιπτώση, να βγάλει άκρη ο γείτονας πριν σηκωθεί ο Βασίλης και δει την κλήση με τον αστυνομικό, εξηγώντας του ότι «Κι εγώ το ίδιο κάνω - είπε ο γείτονας -σε μένα δεν έχεις βγάλει, δεν έβγαλες κλήση, γιατί δεν κάνω τίποτα, δεν κάνω κάμπινγκ. Στον άλλον γιατί κόβεις κλήση;» «Γιατί έτσι είναι». Οπότε πήρε την κλήση ο Βασίλης, προσπάθησε να πάει, όχι προσπάθησε, πήγε στην Αστυνομία στον Πολύγυρο, να τους εξηγήσει αυτό και αυτό, ότι «Δεν έκανα κάτι, ορίστε». Πήγε και μαζί του ο γείτονας. «Ορίστε και ο άνθρωπος που λέει ότι δεν έκανα, δεν παρανόμησα». Κι όμως, το πρόστιμο το πληρώσαμε κανονικά. Για να σου πω, τώρα μου θύμισες άλλο. Κάτι αντίστοιχο με την Αστυνομία, με -πως να το πω- με το παράνομο πάρκινγκ. Στη Δανία συνέβη, τώρα στην Κοπεγχάγη που πήγαμε, πριν τρεις μήνες τέσσερις. Την τελευταία μέρα πριν ξεκινήσουμε από Κοπεγχάγη, να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, παρκάραμε το αυτοκινούμενο σε έναν χώρο, στον οποίο… εκεί στη Δανία, στην Κοπεγχάγη, κυρίως στους δρόμους που είναι κοντά στον αστικό ιστό, στο κέντρο της Κοπεγχάγης, είναι με πληρωμή. Και αναλόγως πόσο κοντά στο κέντρο, είναι και ανάλογα και η πληρωμή. Εμείς το γνωρίζαμε αυτό. Την προηγούμενη μέρα είχαμε κόψει κανονικά, πήραμε για πέντε ώρες, πληρώσαμε θέση πάρκινγκ. Κάτι αντίστοιχο πήγαμε να κάνουμε και την επόμενη μέρα. Το κάναμε κανονικά και φεύγουμε, πληρώνουμε το εισιτήριο για το πάρκινγκ, φεύγουμε όλοι από το αυτοκινούμενο και επιστρέφουμε μετά από τρεις-τέσσερις ώρες και βλέπουμε μπροστά κλήση. Λέμε: «Κάτι, δεν μπορεί, κάτι κάναμε λάθος. Ήρθαμε λίγη ώρα μετά;». Γιατί στη Δανία, στην Κοπεγχάγη έχεις τη δυνατότητα ηλεκτρονικά - το είχαμε κόψει ας πούμε εμείς για δύο ώρες - αν βλέπεις ότι αργείς μπαίνεις ηλεκτρονικά με τις πινακίδες σου και λες: «Άλλη μία ώρα θέλω να κάτσω κι άλλη μία ώρα». Εμείς είχαμε κόψει άλλη μία ώρα έξτρα, γιατί ξέραμε ότι θα αργήσουμε. Επιστρέφουμε στο αυτοκινούμενο και βλέπουμε κλήση. Η ώρα, είμαστε μες στα χρονικά πλαίσια. Λέμε: «Κάτι λάθος έχει γίνει, δεν μπορεί». Βλέπουμε το χαρτί της κλήσης τι γράφει. Γράφει ότι «Δεν πληρώσατε το αντίτιμο». Γιατί ήρθε ο αστυνομικός - ή ο οποιοσδήποτε, όποιος ελέγχει δεν ξέρω - χτύπησε τις πινακίδες στο σύστημά του, πώς το ελέγχουν δεν ξέρω και έβγαλε ότι «Δεν έχει πληρώσει ηλεκτρονικά το εισιτήριο», αυτό, την τιμή για το πάρκινγκ. Ε λέμε, προσπαθούμε να βρούμε τρόπους, για να έρθουμε σε επαφή μαζί τους, αφού δεν είναι δυνατόν. Και μας έχει έρθει και απόδειξη ηλεκτρονικά κατευθείαν ότι πληρώσαμε και είναι όλα νόμιμα. Βρίσκουμε το email παραπόνων, τους στέλνουμε κατευθείαν mail, μας απαντάν κατευθείαν και μας λένε ότι «Θα ελέγξουμε, θα τσεκάρουμε την καταγγελία που μας κάνατε. Στείλτε μας το αποδεικτικό του πάρκινγκ». Στέλνουμε το αποδεικτικό του πάρκινγκ και μας λεν κατευθείαν σε απάντηση: «Από οκτώ έως δώδεκα εβδομάδες θα σας απαντήσουμε». Και πριν από ένα μήνα, μας ήρθε χαρτί το οποίο μας λέει: «Είχατε δίκιο. Οι πινακίδες ήτανε σωστές. Το θέμα ήταν δικό μας. Το πρόστιμο -που ήτανε γύρω στα 100 ευρώ, θα σε γελάσω, γιατί ήτανε σε κορόνες Δανίας - διαγράφεται, δεν ισχύει». Και «Μας συγχωρείτε για το λάθος». Θέλω να σου πω τώρα, σκέψου στην Κοπεγχάγη και σκέψου τώρα στη Χαλκιδική, πως αντιλαμβάνονται και πως συμπεριφέρονται σε οδηγούς. Όχι μόνο σε αυτοκινουμένων, στον οδηγό. Ναι, οπότε είναι, δεν μπορείς να συγκρίνεις. Αυτή είναι η διαφορά.

Λ.Λ.:

[00:40:00]Μπορείς να μας μιλήσεις για το κόστος ενός ταξιδιού με αυτοκινούμενο όχημα;

Ά.Π.:

Τώρα χτύπησες φλέβα, το κόστος. Θα σου πω. Από όταν πήραμε το αυτοκινούμενο από το 2008 που ξεκινήσαμε να το κυκλοφορούμε, το ’07 το πήραμε, η πάγια τακτική μας και το σχέδιό μας και το πλάνο μας λέει ότι συνήθως πάνω-κάτω, όσα χιλιόμετρα κάνουμε, πήγαινε-έλα, άλλα τόσα θα είναι και τα λεφτά που θα πληρώσουμε. Δηλαδή πήγαινε-έλα για Άμστερνταμ θα μας βγει 5000 χιλιόμετρα; 5000 ευρώ. Για Βουκουρέστι θα μας βγει 1500 χιλιόμετρα; Ε όχι 1500, 2000 ευρώ. Κάπως έτσι το αντιλαμβανόμαστε, αν και το ‘χουμε τσεκάρει ότι πολλές φορές είναι όντως έτσι ακριβώς. Δηλαδή, όταν πήγαμε Βαρκελώνη-Παρίσι - που επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά ή είχαμε κρίση και δεν το καταλαβαίναμε ή δεν ξέρω τι να σου πω - ήταν ένα ταξίδι, που ήταν πολλά, πάρα πολλά χιλιόμετρα και για δύο εβδομάδες - όπως σου είπα, αναγκαστικά τα έξοδα… Γιατί να σκεφτείς ότι τα πετρέλαια του αυτοκινούμενου είναι πολλά παραπάνω από όσα θα ήτανε για ένα επιβατικό, το οποίο και παραπάνω χιλιόμετρα βγάζει και με λιγότερο κόστος γεμίζει το ρεζερβουάρ. Γιατί να σκεφτείς ότι το αυτοκινούμενο ένα γέμισμα στο ρεζερβουάρ είναι με πλέον -εντάξει τώρα πλέον δε λέω με τις τιμές που έχουμε σήμερα- αλλά ήταν μέχρι πρότινος με 80,90,100 ευρώ. Το ένα αυτοκίνητο, επιβατικό απλό, γέμιζε με τα μισά. Και με τα μισά, με τα 50 ευρώ -ας πούμε - το επιβατικό μπορεί να έβγαζε 650,700,800 χιλιόμετρα. Το αυτοκινούμενο επειδή έχει και μεγάλο όγκο και καταναλώνει πολλή περισσότερη καύσιμο στη διάρκεια του ταξιδιού, οπότε θέλει παραπάνω γεμίσματα και παραπάνω χρήματα σε κάθε γέμισμα. Οπότε θα ΄λεγα ότι είναι ένα ακριβό σπορ, είναι ακριβό λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας ότι είναι το γέμισμα του αυτοκινούμενου, θέλει πολλά λεφτά. Αν πας ταξίδι μεγάλο. Αν πας ταξίδι μικρό, μέσα -ας πούμε- στο εσωτερικό, όπου και να πας, είναι… Αν ξεκινήσεις από Θεσσαλονίκη, για να πας -σου είπα πριν- στην Πάτρα, ό,τι κάψεις στα πετρέλαια και πολύ παραπάνω θα χρειαζόταν να πληρώσουμε πέντε άτομα, για να μείνουμε σε ξενοδοχείο -λέω εγώ- στην Πάτρα. Κάτι αντίστοιχο γίνεται και με το εξωτερικό, να το σκεφτόμαστε. Για παράδειγμα, τώρα που πήγαμε στη Δανία, στην Κοπεγχάγη, Σάββατο πρωί φύγαμε, ξεκινήσαμε. Μέχρι την Παρασκευή το βράδυ δεν ξέραμε αν θα φύγουμε γενικά και αν φεύγαμε, αν θα πηγαίναμε με αεροπλάνο ή με το αυτοκινούμενο. Το είχαμε ετοιμάσει τις προηγούμενες ημέρες, το είχαμε εφοδιάσει πλήρως, τα πάντα όλα και λέμε: «Αν το πάρουμε απόφαση, ξεκινάμε Σάββατο πρωί και φεύγουμε. Αν δεν το πάρουμε απόφαση, παίρνουμε το αεροπλάνο Τρίτη απόγευμα και φεύγουμε». Έχει αυτήν την ευκολία που σου είπα εξ’ αρχής, το αυτοκινούμενο. Και το υπολογίσαμε πόσο θα μας έβγαιναν για τέσσερα άτομα όχι για πέντε, για τέσσερα άτομα Κοπεγχάγη και με το αυτοκινούμενο και με το αεροπλάνο. Σε πληροφορώ ότι οι φίλοι, τέσσερα άτομα, που πήγανε Κοπεγχάγη ίδιες μέρες, σχεδόν ίδια έξοδα και με εμάς τέσσερα άτομα με το αυτοκινούμενο ήτανε - μπορώ να σου πω - και πιο φθηνό βγήκε το αυτοκινούμενο. Γιατί να σκεφτείς, ότι γλιτώνεις για τέσσερα άτομα τα λεφτά που βγαίνουν ουσιαστικά από μία τσέπη, γιατί μία είναι η οικογένεια. Γλιτώνεις τα ξενοδοχεία. Γλιτώνεις τα αεροπορικά, τα φαγητά. Γιατί όταν πας σε ξενοδοχείο στην Κοπεγχάγη και πρέπει να φας τρία γεύματα τουλάχιστον έξω, σκέψου ότι εντάξει, στην Κοπεγχάγη πήγες, δεν πήγες στο Κιλκίς, για να είναι φτηνά. Πήγες στην Κοπεγχάγη που έχει το γεύμα 15 και 20 ευρώ. Οπότε είναι μία ή άλλη. Εμείς προτιμούμε πάντα το αυτοκινούμενο, οπότε πήγαμε με το αυτοκινούμενο.

Λ.Λ.:

Από τα ταξίδια σου στην Ελλάδα, ποιο σου έχει μείνει;

Ά.Π.:

Στην Ελλάδα - όπως σου ’χω πει -γενικά είμαι φαν του εξωτερικού. Όχι ότι δε μ’ αρέσει η Ελλάδα, κάθε άλλο. Και έχω πάει σε πάρα πολλά μέρη στην Ελλάδα λόγω του αυτοκινούμενου, να το πω κι αυτό. Ότι αν δεν είχαμε το αυτοκινούμενο, δεν υπήρχε περίπτωση να πάω με το αυτοκίνητο -τουλάχιστον μέχρι τώρα, μέχρι τα 23 μου- να έχω πάει στις περισσότερες πόλεις που έχω πάει στην Πελοπόννησο, όταν κάναμε τον γύρο της Πελοποννήσου, το καλοκαίρι του ’16, που είναι νομίζω και το πιο έντονο ταξίδι που μου έχει μείνει στην Ελλάδα. Δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω όλη την Πελοπόννησο με το αυτοκίνητο και να το κάνω όπως το ήθελα εγώ. Δηλαδή, πήγαμε ξεκινήσαμε, κάναμε μία εβδομάδα τουλάχιστον, ταξίδι και πήγαμε το βράδυ -ξέρω ‘γω- στην Καλαμάτα. Μείναμε το βράδυ εκεί. Την άλλη μέρα το πρωί στο Γύθειο. Την άλλη μέρα το πρωί στην Τρίπολη. Αυτό το πράγμα δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω με το αυτοκίνητο. Οπότε το ταξίδι που μου ‘χει μείνει στην Ελλάδα πιο έντονο είναι αυτό στην Πελοπόννησο, τον γύρο της Πελοποννήσου, που ήταν και το καλοκαίρι που τελειώσαμε το Λύκειο, που δώσαμε τις Πανελλήνιες και περιμέναμε τα αποτελέσματα. Οπότε ήταν και το πιο -πώς να το πω;- απελευθερωτικό, το πιο… δεν είχα ούτε μία έγνοια, ούτε τίποτα να σκεφτώ. Ήταν το πιο ωραίο. Στο οποίο ταξίδι, παρεμπιπτόντως, -για να πω και μια ιστορία για το ταξίδι- συναντήσαμε ανθρώπους απ’ την Αγγλία, ένα ζευγάρι απ’ την Αγγλία, οι οποίοι είχανε κι αυτοί αυτοκινούμενο. Ταξίδευαν στον κόσμο όλο, στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο. Είχαν ξεκινήσει από την Τουρκία, πέρασαν στην Ελλάδα, θα περνούσανε στην Ιταλία, θα έκαναν τον γύρο της Ευρώπης. Ταξίδευαν για δυόμιση χρόνια, δεν ξέρω πόσο. Τους πετύχαμε στο Γύθειο -αν δεν κάνω λάθος- και την πρώτη φορά που τους είδαμε, απλά χαιρετηθήκαμε. Δώσαμε ένα γεια, ένα hello και φύγαμε, συνεχίσαμε την πορεία μας. Την επόμενη μέρα το πρωί, εκεί που έχουμε παρκάρει, έρχονται, τους ξαναβλέπουμε εκεί χωρίς να ξέρουμε ότι θα ‘ρθουν. Ε λέμε, είναι σημαδιακό. Εγώ όντας πιο μικρός -εντάξει, δεν δικαιολογείται αυτό για την ηλικία των 18, αλλά παρόλα αυτά, όντας πιο μικρός από ότι είμαι τώρα- ντρεπόμουν να πάω να τους, όχι ντρεπόμουν, δεν ήξερα και τι να τους πω, δεν ξέρω πως -τώρα που το σκέφτομαι- από βλακεία μάλλον, ντρεπόμουν να τους μιλήσω, να τους ξαναπώ «Ξέρετε είμαι εγώ που ήμουν εχτές κλπ.». Όχι ότι κάτι θα γινόταν, ίσα-ίσα με το αυτοκινούμενο έχω γνωρίσει πάρα πολύ κόσμο έτσι, που ακόμα έχουμε κρατήσει και φιλίες. Και με αυτό το ζευγάρι όπως θα σας πω, έχουμε κρατήσει φιλίες. Τους ξαναπετύχαμε εκεί και δεν ήθελα να πάω να τους μιλήσω, οπότε λέω: «Τι θα κάνω, τι θα κάνω; Θα τους γράψω ένα γράμμα». Τους έγραψα, λοιπόν, ένα γράμμα στα αγγλικά. Τους το άφησα μπροστά στο παρμπρίζ του αυτοκινούμενου. Και την επόμενη μέρα το πρωί, αυτοί είχανε φύγει από εκεί, αλλά μας είχαν αφήσει κι εμάς ένα γράμμα στο αυτοκινούμενο. Και πως, γιατί τους είχα πει εγώ να κρατήσουμε επαφή, τους είχα βάλει τα social media, το email, δεν θυμάμαι τι είχα βάλει. Και τους είπα, να με βρουν, για να έχουμε επαφή. Και μου απάντησαν αυτοί «Πάρα πολύ χαρήκαμε που θέλετε να κρατήσουμε επαφή και είστε τρομεροί άνθρωποι». Οπότε θέλω να σου πω ότι αναπτύξαμε μία σχέση από τότε και μετά που γίναμε φίλοι στο Facebook και βλέπουμε τι κάνει ο ένας, που πάει ο άλλος και ακολουθιόμαστε. Είναι μία σχέση που κράτησε από τότε και κρατάει μέχρι τώρα και επικοινωνούμε τακτικά.

Λ.Λ.:

Είπες ότι έχεις αποκτήσει φίλους μέσω όλης αυτής της ενασχόλησης και των ταξιδιών με το αυτοκινούμενο. Θέλεις να μου μιλήσεις λίγο γι‘ αυτό;

Ά.Π.:

Ναι, ο τρόπος ταξιδιού αυτός με το αυτοκινούμενο είναι - νομίζω - ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσεις πέρα από ξένες -σου λέω για το εξωτερικό- πέρα από ξένες κουλτούρες, από ξένες κουζίνες, μουσικές, παραδόσεις κλπ., είναι ένας τρομερός τρόπος να έρθεις σε επαφή με κόσμο από όποια γωνιά του πλανήτη φανταστείς. Για παράδειγμα, όταν ήμασταν ακόμα πολύ μικροί, τα πρώτα χρόνια που κάναμε τα ταξίδια με το αυτοκινούμενο, το 2009, όταν είχαμε πάει στη Βαρκελώνη, το 2009 ναι, ήμασταν στο κάμπινγκ στη Βαρκελώνη που είχαμε βρει εκεί πέρα και παίζαμε. Παίζανε κάτι άλλα παιδιά μάλλον που ήτανε -θα σε γελάσω δεν κράτησα επαφή- ήτανε απ’ την Ολλανδία; Δε θυμάμαι από που ήτανε. Παίζανε μπάσκετ και πήγαμε οι τρεις μας, εμείς τα τρία αδέρφια και παίζαμε μαζί τους. Τότε δεν ξέραμε και πολύ καλά αγγλικά, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι και πως συνεννοούμασταν. Αλλά θέλω να σου πω ότι ήρθαμε σε επαφή με τα παιδιά αυτά, κάναμε πλάκα, γελάσαμε. Δεν κρατήσαμε επαφές με αυτούς, γιατί ήταν τότε παλιά χρόνια, ούτε social media ούτε τίποτα. Αλλά θέλω να σου πω, ότι αναπτύξαμε σχέσεις με άτομα από πάρα πολλές μεριές του κόσμου. Ή ένα άλλο παράδειγμα για τα αυτοκινούμενα θα σου πω τώρα. Πριν τρία χρόνια, μπορεί και παραπάνω, στο χωριό στη Μαραθούσα που έχουμε το αυτοκινούμενο, το χωριό – όπως σας είπα και πριν - είναι τόσο μικρό, που γνωριζόμαστε ο ένας με τον άλλον, είναι όπως σε όλα τα χωριά. Και βλέπουμε να περνάει από μπροστά απ’ το σπίτι, να περνάνε δύο αυτοκινούμενα. Λέμε: «Ώπα, δικοί μας!» Περιττό να σου πω ότι όποτε βλέπουμε αυτοκινούμενο, αισθάνομαι σαν να είναι αδερφός μου, φίλος μου, γνωστός μου. Και περνάνε από μπροστά μας δύο αυτοκινούμενα. Λέμε: «Πού να πάνε αυτοί; Χάθηκαν σίγουρα». Δεδομένο, για να βρεθούν στη Μαραθούσα αποκλείεται να ήρθαν επί τούτου, γιατί τι να δουν στη Μαραθούσα; Όχι ότι δεν είναι όμορφο το χωριό. Αλλά θέλω να σου πω, ότι είναι τόσο μικρό που δεν έχει κάποιο αξιοθέατο. Βλέπουμε να περνάνε από εκεί, από μπροστά, κάνουν τον κύκλο του πάρκου που έχει μπροστά απ’ το σπίτι και λέμε θα φύγουνε. Και ξαναγυρνάνε. Και σταματάν μπροστά σε εμάς. Λέμε: «Εδώ είμαστε, ήρθανε για μας». Κατεβαίνει να συζητήσει ο μπαμπάς μου μαζί τους, αν χάθηκαν -που μάλλον χάθηκαν- τι κάνουν, πώς είναι. Και πιάνουν την κουβέντα ότι «Κι εμείς έχουμε αυτοκινούμενο. Ελάτε μέσα να το δείτε πού είναι - και - πού πάτε; Τι κάνετε;» Αυτοί δεν χάθηκαν, ήθελαν κάπου να διανυκτερεύσουν. Και βρήκαν τη Μαραθούσα. Και σταμάτησαν από εκεί -για να καταλήξω- σταμάτησαν μπροστά στο σπίτι στις 9.00 η ώρα και μέχρι τις 2.00 η ώρα το βράδυ καθόμασταν έξω στην αυλή, μπροστά στο σπίτι, εμείς και δυο οικογένειες Ιταλών με τους οποίους κρατήσαμε επαφές και μας είπανε τότε «Ελάτε να σας φιλοξενήσουμε εμείς στην Ιταλία, στο Μποτσουόλι» -κάπου κοντά στη Νάπολη. «Ελάτε να σας φιλοξενήσουμε, όποτε θέλετε». Και την άλλη μέρα το πρωί τους κεράσαμε καφέ, μας κεράσανε, όχι αυτοί μας κεράσανε espresso, εμείς τους κεράσαμε σπανακόπιτα. Θέλω να σου πω αναπτύξαμε σχέσεις. Μέχρι κι η γιαγιά μου που δε μιλάει αγγλικά, ήρθε σε επαφή με τους Ιταλούς, με κόσμο ξένο και ήτανε  τι να σου πω! [00:50:00]Αυτοί μας κέρασαν espresso, εμείς σπανακόπιτα. Έγινε μία μίξη πολιτισμών. Κι ήταν πάρα πολύ ωραίο και αυτή είναι η ουσία, ότι έρχεσαι σε επαφή με τόσο κόσμο, που υπό άλλες συνθήκες ούτε καν θα γνώριζες! Και αυτό είναι το ωραίο.

Λ.Λ.:

Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία αυτή. Τι ενθύμια συνηθίζεις να παίρνεις από τις χώρες που επισκέπτεσαι;

Ά.Π.:

Λοιπόν, πέρα από τα μαγνητάκια τα απλά, τα οποία έχουμε γεμίσει το ψυγείο μας. Περίπου πενήντα; Εξήντα; Δεν ξέρω να σου πω πόσα είναι. Από πόλεις, χώρες, ομάδες, συνηθίζουμε, επειδή είμαστε φαν και του ΠΑΟΚ και του ποδοσφαίρου, να παίρνουμε από όποια πόλη πάμε, το κασκόλ της αντίστοιχης ομάδας. Ας πούμε, έχουμε συλλέξει από όσες χώρες έχουμε πάει, περίπου είκοσι πέντε-τριάντα κασκόλ ομάδων. Ναι είναι αυτό… Ή και κούπες παίρνουμε από πολλές χώρες. Κάποιο καπέλο, κάποιο μπρελόκ, αυτά. Όχι κάτι ιδιαίτερο.

Λ.Λ.:

Σκέψου ότι ταξιδεύεις, για παράδειγμα, στη Βόρεια Ευρώπη, στο ραδιόφωνο τι μουσική παίζει, τι μουσική ακούτε;

Ά.Π.:

Αυτό με το ραδιόφωνο είναι ένα θέμα συζήτησης μονίμως στο αυτοκινούμενο, με το που ξεκινάμε και μπαίνουμε σε ξένη χώρα. Δηλαδή, φεύγοντας από Ελλάδα συνήθως ο δρόμος που παίρνουμε είναι μέσω Σερβίας ή Βουλγαρίας - Σερβίας και προς τα πάνω για βόρεια. Όταν ξεκινάμε από εδώ προς τα πάνω, λέμε: «Ε θα αντέξουμε, θα ακούσουμε τη μουσική της κάθε χώρας, για να δούμε πώς είναι». Πρώτον, να σου πω ότι πολλές φορές στις βαλκανικές χώρες, εδώ πέρα κάτω, παίζουν ελληνικά τραγούδια στα ραδιόφωνα. Δηλαδή έχει τύχει να ακούσουμε Κωνσταντίνο Αργυρό στη Σερβία, έξω από το Βελιγράδι. Ή παραλλαγή Πάνου Κιάμου στη Βόρεια Μακεδονία και να είναι -ας πούμε- υπερ-cult στιγμή. Και προς τα πάνω, προς τα βόρεια, είναι μία μουσική την οποία -ας πούμε- δεν θα πρότεινα σε κάποιον να ακούσει για να ηρεμήσει, σε καμία περίπτωση. Ναι, δηλαδή να ακούσεις γερμανικά να σου τραγουδάει ρομαντικό τραγούδι, δεν θα καταλάβεις ότι είναι ρομαντικό. Ή στη Δανία, που είναι πιο έτσι παράξενη η γλώσσα, ναι είναι πολύ περίεργο, ακούγεται πολύ περίεργο σε εμάς. Παρόλα αυτά, όπου και να πάμε, παντού, ακούμε το τοπικό ραδιόφωνο.

Λ.Λ.:

Αν σου ζητούσα να μου περιγράψεις ένα αστείο περιστατικό σε ταξίδι σου με το αυτοκινούμενο, ποιο θα ήταν αυτό;

Ά.Π.:

Ένα αστείο; Αστείο περιστατικό; Έχω πολλά αστεία περιστατικά. Ένα αστείο είναι στην Ιταλία πριν χρόνια, όταν είχαμε πάει, δεν θυμάμαι χρονολογία να σου πω. Ήτανε στην Βενετία, όταν είχαμε πάει. Δεν είχαμε πάει για το καρναβάλι, είχαμε πάει καλοκαίρι νομίζω. Προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε, για να πάμε σε ένα χωριό, έξω κάπου. Προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε, για να πάμε. Είχαμε βρεθεί έξω από τη Βενετία και στην προσπάθεια να συνεννοηθούμε με τον άνθρωπο, τον Ιταλό που δεν μιλούσε αγγλικά ούτε εμείς πολυμιλούσαμε αγγλικά πριν χρόνια. Πάνω στην κουβέντα, τον ρωτούσαμε «Is it, Is it, Is it μακριά;» Θέλαμε να πούμε far away, αλλά δεν μας έβγαινε και λέμε: «Is it μακριά;» Και από τότε έχει μείνει σαν αστείο μεταξύ μας, όταν δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, το λέμε συνέχεια. Ή άλλη ιστορία -αυτή που σου είπα- που δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με τον Ούγγρο εκεί στη Βουδαπέστη. Μία άλλη ιστορία από Ιταλία πάλι, Φλωρεντία, τώρα αστεία τη βλέπουμε εμείς. Για τον άνθρωπο που του κατέστρεψα το έργο του, δεν ήτανε αστεία. Γιατί τότε - πιο μικροί που ήμασταν - στην Ιταλία, όταν είχαμε πάει στη Φλωρεντία, είχε πάρα πολλούς street artists, οι οποίοι… Απ’ τους πολλούς, οι περισσότεροι μάλλον, ζωγράφιζαν με σπρέι πάνω σε χαρτιά, έκαναν τρομερά έργα. Εγώ όμως, πιο μικρός -τώρα δεν ξέρω αν έφταιγε η ηλικία ή ότι δεν έβλεπα στο μέτρο ας πούμε- είχανε τις ζωγραφιές τους στο πάτωμα, κάτω στο έδαφος, για να τις βλέπει ο κόσμος, δεν τις είχανε κι αυτοί πάνω σε ένα καδράκι κάπου για να τις βλέπει ο κόσμος. Τις είχανε κάτω. Εγώ δεν κοιτούσα κάτω. Κοιτούσα μπροστά, για να μην πέσω. Και άθελά μου, πάτησα κατά λάθος, κάνα δυο έργα τέχνης ενός καλλιτέχνη, χωρίς να το θέλω. Δηλαδή τώρα, αν μας ακούει ο θείος αυτός, του ζητάω συγγνώμη, δεν το ήθελα. Θέλω να σου πω ναι, ήταν μια αστεία ιστορία. Μετά με κορόιδευαν τα αδέρφια μου, αλλά δεν το ‘κανα επίτηδες, το ‘κανα κατά λάθος. Οπότε δεν έχω να απολογούμαι για κάτι. Τι άλλο; Άλλο περιστατικό αστείο. Καλά, αστεία περιστατικά έχουμε πολλά με φίλους του ΠΑΟΚ στο εξωτερικό - ας πούμε - που προσπαθούμε να συνεννοηθούμε με τους ανθρώπους σε μπαρ, καφέ. Γιατί συνήθως, όπου πάμε, την πρώτη μέρα εμείς, μαζί έρχονται και πολλοί ΠΑΟΚτζήδες από παντού και βρίσκεται εκεί πέρα πολύ ελληνικό στοιχείο. Αστεία περιστατικά είναι αυτά που προσπαθείς να συνεννοηθείς στα αγγλικά με τον σερβιτόρο, με τον οποιοδήποτε και πετάγεται ο άλλος ο Έλληνας: «Ρε φιλαράκι, να σου πω, να σε κάνω, να σε αυτό». Αυτά είναι αστεία περιστατικά και μένουνε.

Λ.Λ.:

Ποια είναι τα συναισθήματα που έχεις στον δρόμο του γυρισμού;

Ά.Π.:

Στο, δρόμο του γυρισμού, αυτό είναι - δεν θα ‘λεγα δύσκολο κομμάτι - θα σου πω γιατί. Ας πούμε, τώρα που πήγαμε στην Κοπεγχάγη, στον δρόμο του γυρισμού είδαμε σε τρεις μέρες τέσσερις διαφορετικές πόλεις. Το ένα βράδυ σταματήσαμε στην Βουδαπέστη, το άλλο βράδυ σταματήσαμε στην Πράγα και στην Μπρατισλάβα. Θέλω να σου πω ότι στην επιστροφή πάντα βλέπεις, είτε όταν πας σε έναν προορισμό -ας πούμε- στην Κοπεγχάγη ή όταν πας στο Παρίσι, στην επιστροφή πάλι σταματάς και βλέπεις. Δεν το παίρνεις με τη μία να επιστρέψεις μέσα σε μία μέρα και να οδηγάς συνέχεια. Οπότε πάντα κάτι θα βλέπεις καινούριο. Το χειρότερο απ’ όλα είναι όταν φτάνεις και μπαίνεις -και το πιο δύσκολο για μας- όταν φτάνεις και μπαίνεις στην Ελλάδα και πρέπει να ξαναμπείς στους ρυθμούς. Καλά, θα μου πεις τώρα «Εσύ όντας 10 χρονών και 12 σε τι ρυθμούς διαφορετικούς θα έμπαινες;» Ενώ οι γονείς μου το καταλάβαιναν πιο πολύ. Παρόλα αυτά, κι εμάς, μας κακοφαινόταν τότε ότι θα επιστρέψουμε από δύο εβδομάδες που είχαμε δει τόσα, πίσω στην Ελλάδα. Αυτό ήτανε ένα δύσκολο κομμάτι. Αλλά από τα πάντα κάτι κρατάς. Στην επιστροφή, στον δρόμο της επιστροφής, πάντα βλέπεις κάτι καινούριο, όπως κάτι που δεν έχεις ξαναδεί.

Λ.Λ.:

Όταν επιστρέφεις στο σπίτι σου, τώρα όντας μεγαλύτερος, ποια διαδικασία ακολουθείς για την επιλογή του επόμενου προορισμού;

Ά.Π.:

Λοιπόν, όπως σου είπα, πέραν τους αγώνες του ΠΑΟΚ, που πάντα κοιτάς πού θα παίζει ο ΠΑΟΚ στην Ευρώπη, κοιτάω συνήθως προορισμούς, που δεν έχω ξαναπάει. Ας πούμε - όπως σου είπα - Βουδαπέστη, Πράγα, Μπρατισλάβα, Βιέννη έχω πάει πάρα πολλές φορές. Ή έχω σταματήσει για βράδυ, στην επιστροφή -συνήθως έτσι γίνεται- ή στο Βελιγράδι. Οπότε θα κοιτάξω να βρω σε ένα μέρος ιδανικά και σε μία χώρα, που δεν έχω πάει. Γιατί αν τις μετράω σωστά, έχω πάει πέραν της Ελλάδας σε 23 -και η Ελλάδα 24- χώρες. Ψάχνω να βρω σε χώρα ένα μέρος -εντάξει, δεν θα σου πω να πάω στη Ρωσία, στην άλλη άκρη- να πάω σε ένα μέρος που δεν έχω πάει. Να είναι ένας διαφορετικός πολιτισμός, διαφορετική κουλτούρα. Ναι αυτό, έτσι συνήθως ψάχνω και επιλέγω προορισμούς.

Λ.Λ.:

Έχεις μετανιώσει για κάποιο ταξίδι που δεν έχεις κάνει, που δεν έκανες, που έχασες την ευκαιρία;

Ά.Π.:

Ναι, να σκεφτώ. Δεν νομίζω, να σου πω. Γιατί ό,τι ταξίδι σκεφτόμαστε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είτε το σκεφτούμε για αυτό το καλοκαίρι είτε για το επόμενο, συνήθως τα κάνουμε. Δεν είναι ότι κάπου μας έχει μείνει απωθημένο. Στην Κωνσταντινούπολη έχουμε πει να πάμε, πήγαμε δύο φορές. Όποιον στόχο βάζουμε σαν ταξίδι, στην Disneyland τότε -ας πούμε- ήτανε όνειρο ζωής. Πόσο μάλλον να πας δεύτερη χρονιά στη Disneyland ή φαντάσου τώρα, για παιδί 10- 12 και 9 χρονών πόσο ωραίο είναι! Αλλά για απωθημένο δεν έχω κάτι. Όχι δεν νομίζω.

Λ.Λ.:

Ποια είναι η πιο όμορφη εμπειρία που έχεις αποκομίσει από τα ταξίδια σου με το τροχόσπιτο και θέλεις να μοιραστείς μαζί μας;

Ά.Π.:

Η πιο όμορφη εμπειρία; Είναι πάρα πολλές. Τώρα θα πω το κλισέ, που λένε όλοι. Είναι όλες οι αναμνήσεις όλες οι εμπειρίες -όπως λένε όλα τα τραγούδια είναι παιδιά μου- όλες οι αναμνήσεις είναι γεμάτες και έντονες και πάρα πολύ ωραίες. Αλλά νομίζω ότι η νούμερο ένα, έτσι μου έχει μείνει στο μυαλό, είναι η εικόνα της Disneyland την πρώτη φορά που πάω και βλέπω το κάστρο αυτό που έβλεπα σε παιδικά, σε παιδικά της Disney και σε όλα αυτά. Είναι αυτή η πρώτη εικόνα ενός χαοτικού πάρκου με αμέτρητα παιδιά, αμέτρητα χρώματα. Μία απίστευτη εμπειρία. Να έχεις από κοντά, από εκεί που έβλεπες τότε, πιο μικρός, τον Buzz Light Year στο Toy Story, ήσουνα μέσα στο τρενάκι του Buzz Light Year! Τι να σου πω… Από τη Lilo και τον Stitch, που τους έβλεπες στην ΕΡΤ1, τους βλέπεις και έχεις και φωτογραφίες αγκαλιά μαζί τους! Τότε που εγώ -για μένα θα μιλήσω- πίστευα ότι -φαντάσου πίστευα στον Άγιο Βασίλη- πίστευα ότι ο Mickey που έβλεπα μπροστά μου, είναι αυτός ο Mickey. Η Minnie είναι αυτή η Minnie και όταν έβγαινα φωτογραφίες, έλεγα: «Ουάου βγήκα φωτογραφία με τον Mickey και τη Minnie». Αυτό ήταν συγκλονιστικό. Και  για την προηγούμενη ερώτηση που μου έκανες, για τους συμμαθητές πώς το εκλάμβαναν τότε αυτοί, πώς εγώ. Αυτό τότε με τη Disneyland ήτανε κάτι που ήταν και για τους συμμαθητές, για τους φίλους εκείνη την ηλικία, ήτανε κάτι τρομερό. Γιατί όλοι -και της Disney να μη σου αρέσουν πολύ οι χαρακτήρες- όλοι έχουνε δει Mickey, όλοι έχουνε δει Minnie, Donald. Εγώ τότε όταν έδειχνα τις φωτογραφίες με τέτοιες φιγούρες, όλοι πάθαιναν σοκ. Περιττό να σου πω ότι -θα την πω αυτήν την ιστορία, γιατί είναι μία αλλόκοτη ιστορία-την πρώτη χρονιά που πήγαμε στη Disneyland το 2009, αφού κάναμε αυτό που σου είπα με την κάρτα διαρκείας για έναν χρόνο, ήμασταν μια εβδομάδα στη Disneyland μπαίναμε-βγαίναμε σε όλα τα πάρκα, σε όλα τα εκθέματα μέσα κλπ., λέμε: «Θα πάρουμε και κάποια δώρα, για να επιστρέψουμε πίσω στους φίλους μας και για εμάς». Για εμάς πήραμε… Όντας τρία παιδιά, τρία μικρά παιδιά, φαντάσου πόσο δύσκολο είναι για τους γονείς, να πούνε: «Φτάνει τόσο» και «Όχι άλλο, όχι άλλο» κι εμείς λέγαμε: «Ε λίγο ακόμα, ε κι αυτό, ρε μαμά, ε κι αυτό, ρε μπαμπά». Και δύσκολα λέγανε «όχι». Και πήραμε για εμάς και λέμε: «Να πάρουμε κάτι για τους φίλους μας». Ε πόσους φίλους μας να πάρουμε; Και πήραμε κι ένα στυλό, πήραμε κι ένα καπέλο, πήραμε και μια κούπα και μία κονκάρδα. Και πήραμε και πήραμε και πήραμε. Η σακούλα στο τέλος που [01:00:00]πήραμε ήτανε -τι να σου πω- τέτοια σακούλα δεν έχω ξαναδεί, τόσο μεγάλη και τόσο φουσκωμένη. Δεν χωρούσανε μέσα στο αυτοκινούμενο. Γιατί είναι ένα θέμα αυτό με τη χωρητικότητα. Πόσα να πάρεις και πού να τα χωρέσει; Με πέντε άτομα κι άλλα πράγματα και ρούχα μες στο αυτοκινούμενο, πώς θα χωρέσουνε; Παρόλα αυτά, χωρέσανε, γιατί είχαμε καλή θέληση! Κι όταν επιστρέψαμε, μοιράζαμε δώρα, λες και ήμασταν -τι να σου πω- ο Άγιος Βασίλης! Μοιράσαμε δώρα σε φίλους, που δεν ήταν φίλοι μας. Απλά ήμασταν συμμαθητές. Ήμασταν στο ίδιο κάμπινγκ. Ήταν σουρεάλ η κατάσταση! Είχαμε πάρει τόσα πολλά δώρα, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πήραμε τόσο πολλά δώρα! Ναι, αυτή είναι μία ιστορία που τη λέμε ακόμα με τα αδέρφια μου και λέμε: «Πόσο μας έκοβε τότε;» και πήραμε και τι δεν πήραμε. Ναι, αυτό ήτανε μία συγκλονιστική στιγμή.

Λ.Λ.:

Πριν κλείσουμε, να αναφέρω το περιστατικό που μας μίλησες πριν, για την Κωνσταντινούπολη, για την ομπρέλα που είπες ένιωθες μία σύνδεση. Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια γι’ αυτό;

Ά.Π.:

Ναι, κοίταξε, με τον Αλέξανδρο τον δίδυμο αδερφό, κατ’ αρχάς πολλοί είναι αυτοί που λένε: «Α, χτύπησες εσύ, πονάει και ο…» Πολλοί μας το λεν αυτό. Πονάω εγώ - ας πούμε - χτύπησα στο γόνατο «Πονάει και ο αδερφός σου στο γόνατο;» Αυτό είναι ένας μύθος, να το καταρρίψουμε. Να πούμε ότι δεν ισχύει ασφαλώς, ασφαλέστατα. Ή πολλοί που δεν μας βάζουνε στην ίδια ομάδα, όταν παίζουμε ξερή, όταν παίζουμε tichu, όταν παίζουμε ένα παιχνίδι τέτοιο, γιατί σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλον τα φύλλα ή δεν ξέρω τι. Τώρα αυτοί είναι μύθοι, οι οποίοι, παιδιά, πρέπει να εκλείψουν, ας μην πάμε παραπέρα. Παρόλα αυτά, ότι και σε παιχνίδια άλλα -ας πούμε- παντομίμας ή taboo και σε άλλες συνθήκες, γίνεται ένα περιστατικό και σκεφτόμαστε και οι δύο το ίδιο πράγμα. Ή κάνεις μια αναφορά εσύ σε ένα πρόσωπο και λέμε και οι δύο, σκεφτόμαστε και πολλές φορές το λέμε και ταυτόχρονα και αυτό είναι και το πιο παράξενο, το πιο ανατριχιαστικό, θα έλεγε κανείς. Ότι σκεφτόμαστε την ίδια στιγμή και το λέμε και την ίδια στιγμή! Αυτό το έχουμε. Τη σύνδεση. Αλλά τώρα όλα τα άλλα που λένε δε νομίζω. Ή ότι τα δίδυμα αδέρφια έχουνε τα ίδια, κοινά ενδιαφέροντα. Αυτό δεν ισχύει. Μπορώ να στο πω με βεβαιότητα. Αλλά ότι έχουμε μία σύνδεση, έχουμε. Μπορώ να στο επιβεβαιώσω!

Λ.Λ.:

Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να προσθέσεις και να μοιραστείς μαζί μας για το αυτοκινούμενο, για τις εμπειρίες σου απ’ τα ταξίδια, για να κλείσουμε;

Ά.Π.:

Ναι, θα ‘θελα να πω για το αυτοκινούμενο ότι -όπως το κατάλαβες από τις ιστορίες που σου ‘χω πει- ότι είναι ένας τρόπος μοναδικός, για να δημιουργήσεις αναμνήσεις, εμπειρίες. Είναι εμπειρίες ζωής αυτές που παίρνεις με το αυτοκινούμενο. Εμείς ταξιδεύουμε συχνά και πάντα σκεφτόμαστε τρόπους, πώς να πάμε με το αυτοκινούμενο όπου… Και στο εσωτερικό, δεν λέω μόνο για το εξωτερικό. Ό,τι και να κάτσει και να χρειαστεί να πάμε -ας πούμε- στην Αθήνα, σκεφτόμαστε να πάμε με το αυτοκινούμενο. Πρώτα σκεφτόμαστε αυτό και μετά λέμε να πάρουμε το αεροπλάνο. Για παράδειγμα, όταν πήγαμε στο Λονδίνο το ’19, πάλι για τον ΠΑΟΚ, η πρώτη μας σκέψη ήτανε «Όχι Λονδίνο, γιατί δεν μπορεί να πάει το αυτοκινούμενο». Μετά εντάξει, ψάξαμε πολύ έτσι για πλάκα πώς γίνεται να πάμε με το αυτοκινούμενο στο Λονδίνο και στην Αγγλία, αλλά καταλάβαμε ότι είναι ανέφικτο. Και πήγαμε με το αεροπλάνο. Για να καταλάβεις, έχω πάει σε όσες χώρες σου είπα, είκοσι τρεις- είκοσι τέσσερις, έχω κάνει πόσα ταξίδια και έχω πάρει αεροπλάνο στη ζωή μου δύο φορές. Μία φορά, για να πάω στην Κρήτη στην πενταήμερη και μία φορά που πήγα στο Λονδίνο τότε. Δεν έχω ξαναμπεί σε αεροπλάνο. Και στην Αθήνα όσες φορές έχω πάει, έχω πάει είτε με το αυτοκινούμενο είτε με το αυτοκίνητο. Όπου και να πάω στο εξωτερικό, η ιδανική συνθήκη, η ιδανική λύση είναι πάντα το αυτοκινούμενο. Και η πρώτη σκέψη. Οπότε είναι τρόπος ζωής το αυτοκινούμενο. Και δεν τον αλλάζεις. Άμα τον μάθεις, δεν τον αλλάζεις. Δεν τίθεται θέμα να διαλέξεις μεταξύ αεροπλάνου ή αυτοκινούμενου, όταν μπορεί να πάει το αυτοκινούμενο εκεί που θες. Είναι δεδομένο αυτό. Και το λέω σε όποιον μου μιλάει για αυτοκινούμενα. Γιατί μου λεν πολλοί ότι «Ναι, αλλά με το αυτοκινούμενο…» να ξεκαθαρίσω βασικά κάτι και το είπα και πριν. Ότι δεν το πολυοδηγάω, οπότε το θέμα αυτό, ναι, να το ξεκαθαρίσουμε. Απλά όταν με ρωτάνε για το αυτοκινούμενο «Ναι, αλλά δεν είναι κουραστικό; Δεν είναι πολλή ώρα να πας από εδώ στη Βιέννη, όπου θες να πας;» Αυτά που βλέπεις με το αυτοκινούμενο στον δρόμο για να πας στη Βιέννη, όπου και να πας, δεν πρόκειται να τα δεις ποτέ και με κανέναν άλλο τρόπο. Δηλαδή δεν υπάρχει περίπτωση να πάρεις το αυτοκίνητο και να πας ένα μακρινό ταξίδι. Θα είσαι, και να πας με το αυτοκίνητο, θα είσαι δέκα ώρες μέσα στο αυτοκίνητο, για να πας από εδώ στον προορισμό σου και δεν θα δεις τίποτα στη μέση. Ενώ με το αυτοκινούμενο μπορείς να δεις ό,τι θες, αν έχεις χρόνο και μπορείς να κάνεις στάσεις και να δεις πόλεις, χωριά. Γιατί κι αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο. Δεν είναι μόνο οι μεγάλες πόλεις. Γιατί έχουμε δει πολλές μεγάλες πόλεις, πρωτεύουσες και μη, αλλά ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι έχουμε δει και πάρα πολλά χωριά, πολλή ύπαιθρο ξένης χώρας. Ας πούμε, στην Αυστρία, μία φορά που πήγαμε, που περάσαμε, περάσαμε από κάτι χωριά στις Άλπεις, που ήτανε μαγευτικά. Δεν πρόκειται να τα ξαναδείς ποτέ. Ούτε με αυτοκίνητο ούτε με αεροπλάνο πρόκειται να πας σε αυτά τα χωριά. Ή σε άλλες περιπτώσεις στην Γαλλία στην επιστροφή από Παρίσι περάσαμε από το Λουξεμβούργο ή άλλη φορά περάσαμε από το Μονακό. Αυτά δεν υπήρχε περίπτωση αλλιώς να τα δεις. Οπότε είναι μοναδικός τρόπος και δεν τον αλλάζω με τίποτα.

Λ.Λ.:

Όλες αυτές οι εμπειρίες σου δίνουνε κίνητρο να αρχίσεις κι εσύ να το οδηγείς;

Ά.Π.:

Εννοείται ότι μου δίνουν κίνητρο και μου δίνεις καλή πάσα. Δεν είναι ότι είναι κάτι διαφορετικό. Με ένα απλό δίπλωμα αυτοκινήτου οδηγάς αυτοκινούμενο. Το θέμα είναι ο όγκος του, τον οποίο δεν μπορείς να συνηθίσεις εύκολα. Ας πούμε, το ‘χω πάρει να το οδηγήσω σε έναν επαρχιακό δρόμο στο χωριό. Η αίσθηση που έχεις οδηγώντας ένα αυτοκίνητο, ο οποίος έχει τόνους πίσω και είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθείς μες στον δρόμο πού βρίσκεσαι. Όπως παίρνεις -ας πούμε- για πρώτη φορά, όταν παίρνεις το δίπλωμα και οδηγάς το αυτοκίνητο, την πρώτη φορά, σου είναι δύσκολο να αντιληφθείς πώς να το κρατήσεις στην ευθεία και πατάς λίγο δεξιά, πατάς λίγο αριστερά. Φαντάσου να οδηγάς ένα αυτοκινούμενο τόσων τόνων, τόσο μεγάλου όγκου και ύψους, πόσο μάλλον να έχεις και συνθήκες αέρα, λέω τον αέρα, γιατί όταν φυσάει, λόγω του όγκου του, πολλές φορές κουνιέται, σου δημιουργεί μία αίσθηση ότι μπορεί να σου φύγει από την ευθεία και το πας λίγο πιο σιγά. Αυτό είναι το πιο δύσκολο και γι’ αυτό μέχρι τώρα το φοβάμαι και δεν το έχω πάρει σε μεγάλα ταξίδια. Αλλά είναι δεδομένο ότι για να συνεχίσουμε και να κάνουμε τόσο μεγάλα ταξίδια «αναγκαστικά» -σε εισαγωγικά- θα πρέπει να το οδηγήσω κι εγώ. Είναι κάτι που είναι στα άμεσα πλάνα μου.

Λ.Λ.:

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την τόσο ωραία αφήγηση που μας χάρισες. Καλή συνέχεια σου εύχομαι και καλά ταξίδια!

Ά.Π.:

Να είσαι καλά, σε ευχαριστώ πολύ.