© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Από τα ανθρακωρυχεία στα γλέντια με τις γκάιντες

Istorima Code
10242
Story URL
Speaker
Eυστράτιος Γιαγτζίδης (E.Γ.)
Interview Date
04/08/2021
Researcher
Κατερίνα Πιστόλα (Κ.Π.)
Κ.Π.:

[00:00:00]Καλημέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας;

E.Γ.:

Λέγομαι Γιαγτζίδης Ευστράτιος.

Κ.Π.:

Είναι Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021, είμαι με τον Γιαγτζίδη Ευστράτιο στην Καρωτή Έβρου. Εγώ είμαι η Κατερίνα Πιστόλα, ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε.

E.Γ.:

Όπως σας είπα, γεννήθηκα το ‘32. Το Δημοτικό το έβγαλα, το τελείωσα στο Μαρούσι. Για να πάμε όμως στις παιδουπόλεις τότε, επειδή ήταν ο Εμφύλιος Πόλεμος, πηγαίναμε από δω στο Διδυμότειχο για να μην μας πάρουν στα αντάρτικα, πάνω. Εγώ πήγα. Άφησα τρία αδέρφια εδώ και εγώ τέταρτος. Ο μπαμπάς μου τον πήραν στα αντάρτικα, η μάνα μου έμεινε εδώ. Η μάνα μου με τέσσερα παιδιά και μία η γιαγιά είχα, που ήταν τυφλή, δεν έβλεπε. Αφού ήμαν μεγαλύτερος εγώ κι έφυγα, πήγα στο Διδυμότειχο, χωρίς να ξέρουν η μάνα μου. Πήγα στο Διδυμότειχο, από κει. Κάποιος λέει: «Πηγαίνουν τα παιδιά στο σταθμό, στο τρένο για να πάνε κάτω, να φύγουν». Χωρίς να πω κανέναν, μας δίνουν ψωμιά εκεί, ένα ψωμί, στην πλατεία μέσα πηγαίνουμε, παίρνουμε από ένα ψωμί. Λέω τώρα εγώ δεν πηγαίνω στο τρένο; Κανένας, ούτε μάνα, ούτε κανένας. Πηγαίνω στο τρένο. Ανεβαίνουμε στο τρένο: Αλεξανδρούπολη. Δύο μέρες πηγαίναμε, κατεβαίναμε, το τρένο το σκουντούσαμε κιόλα, δεν πήγαινε. 2-3 ώρες πηγαίναμε για να φτάσουμε Αλεξανδρούπολη. Μπαμ-μπαμ-μπουμ-μπαμ με τα κάρβουνα και με αυτά! Λοιπόν, πηγαίναμε στην Αλεξανδρούπολη. Μας βάζουν σε ένα καράβι. Τώρα «ο Κολοκοτρώνης» ήταν; Πολύ παλιό! Κάτω έδεναν ζώα που κουβαλούσαν με σίδερα χάλκινα, που δένουν τα ζώα, από κάτω κοπριές... Μας δώσαν από μία κουβέρτα ξαπλώνουμε εκεί. Στο καράβι ήμασταν γύρω στα 800 παιδιά, full! Τώρα, πόσες μέρες πηγαίναμε; Δύο μέρες για Αθήνα; Δύο μέρες πηγαίναμε για Αθήνα... Πηγαίνουμε στον Πειραιά. Έρχονται τώρα οι διευθυντές των παιδουπόλεων που ήθελαν παιδιά. Έρχεται σε εμάς ένας Ζάχος, ήταν γραμματέας της παιδοπόλεως του Αμαρουσίου. Έρχεται μας λέει, μας χωρίζει: «Εσύ, εσύ, εσύ…». Μας χωρίζει 80 παιδιά μας ανεβάζουν σε ένα φορτηγό. Όχι λεωφορεία τέτοια και... Μην πάθει το παιδί και να μην κάνει το παιδί… Σε ένα φορτηγό! Πηγαίνουμε στο Μαρούσι. Αποκατασταθήκαμε εκεί σε ένα σπιτάκι μικρό, δύο θάλαμοι ήταν δίπλα. Τα κρεβάτια σειρά. Μας έβαλαν, τακτοποιηθήκαμε εκεί. Από κει ξεκινήσαμε ύστερα, τι θα μας κάνουν; Έπρεπε να πάμε σχολείο. Εδώ η διαφορά. Πηγαίνουμε στο σχολείο στο δημοτικό και να πάμε μεικτά παιδιά! Εμείς οι ανταρτόπληκτοι με τα υπόλοιπα παιδιά του Αμαρουσίου. Τα δημοτικά σχολεία, δεν ξέρω τώρα άμα είναι, πήγα εγώ μία φορά δεν μπόρεσα να τα γνωρίσω. Τα δημοτικά σχολεία πηγαίναμε μεικτά, κορίτσια παιδιά και ανταρτόπληκτοι μαζί. Κάναμε πόσο; Γύρω στα δύο χρόνια κάναμε και... Εκεί που βγάλαμε το σχολείο, αφού τελειώσαμε το σχολείο, ο διευθυντής Πάλλας Γεώργιος μας λέει, δυο παιδιά ήμασταν που ήμασταν καλοί μαθηταί, λέει: «Παιδιά πηγαίνετε στο γυμνάσιο!». Μάλιστα πριν, να το πω αυτό, ήρθε ένας αξιωματικός και μας ζήτησε να πάμε στο Γουδί, στρατιωτικό. Εκεί να πηγαίνουμε νυχτερινή και σχολή στρατιωτική σχολή. Εμείς δεν πήγαμε. Άλλα παιδιά πήγαν. Πήγαν, αλλά δεν πήγαν για να σπουδάσουν. Πήγανε σχεδόν ήταν για τον στρατό. Μάλιστα έναν τον πήραν και στο στρατό, κατευθείαν από την παιδόπολη.  Τελειώσαμε από κει, δεν πήγαμε. Γυρίζουμε στην Καρωτή. Στην Καρωτή ερχόμασταν μία εβδομάδα πάλι. Πάλι με τρένο και τα ίδια, με καράβι. Τώρα ήρθαμε εδώ με τα πόδια. Απ’ το Διδυμότειχο με τα πόδια. Είχα μία βαλιτσούλα, ήρθα στο σπίτι. Τέσσερα αδέρφια, καμιά τριανταριά πρόβατα είχαμε… Τα φάγανε κι εκείνα με τον Εμφύλιο. Άλλος από δω έπαιρνε, άλλος από κει. Εμείς τα ορφανά, που λέμε, χωρίς πατέρα. Τέλος πάντων, ψευτοζούσαμε.

E.Γ.:

Τώρα αφού ήρθαμε το ‘50, ‘51, ‘52 πρόβατα-κατσίκια... Πηγαίναμε εμείς για να ζήσουμε. Το ‘53 παντρεύομαι, με χρειάζονταν και η γυναίκα τώρα, δεν μας έφταναν τα άλλα! Κάνουμε με την κυρά-Αθανασία δύο παιδιά και δουλειά στα χωράφια. Αφήσαμε τα πρόβατα εμείς. Τα άλλα τα αδέρφια, εμείς αρχίσαμε τη γεωργική. Η γυναίκα μου, ο παππούς που την είχε, είχε λίγα κτηματάκια. Πήγαμε. Τώρα μέχρι το ‘61. Το ‘54 κάναμε τον γιο, περνούν τα χρόνια με τη δουλειά, τη γεωργική δουλειά, χειρωνακτικά όλα. Το ‘59 κάνω ένα σπιτάκι χωμάτινο, με χώμα όπως είναι κάτω τώρα, βλέπεις; Αλλά και ακόμα χώμα έχει. Το ‘61 κάνουμε το δεύτερο παιδί, η κόρη. Γιαγτζίδου Αγγελική την είπαμε. Από 'κει τελειώσαν τα ψέματα. Φεύγουμε για Βέλγιο! Λοιπόν, για να πάμε στο Βέλγιο πήγαμε στον Πειραιά. Μας περάσαν από γιατροί. Από κει φύγαμε για Βέλγιο. Κατεβήκαμε στο Μιλάνο. Εκεί μας δώσανε το κρέας που λέμε το γαϊδούρι! Λέμε: «Τι κρέας είναι αυτό;». Και αυτοί δεν καταλάβαιναν. «Esel, esel», λέει. Και λέει: «Αααα», μας κάνεις μία φορά και φεύγαμε από τα τραπέζια. Τελείωσε κι αυτή η ιστορία. Εκεί στο Βέλγιο, φτάσαμε στη Λιέγη. Αφού φτάσαμε στη Λιέγη, εκεί πάλι άλλο σκλαβοπάζαρο, που το έλεγαν τότε. Έρχεται κάθε ανθρακωρύχος εργοστασιάρχης, διευθυντές ήταν αυτοί που μας χώριζαν. Ήρθε, μας χωρίζει εκεί, ήμασταν εφτά από το χωριό, στο Βέλγιο. Μας βάζει σε ένα θάλαμο και ξεκινάμε δουλειά αμέσως. Την επόμενη μέρα κάτω! Εμείς, τώρα να κατεβείς 800 μέτρα κάτω; Τα συκώτια και τα άντερα βγαίνουν απάνω! Μπαμ, κάτω σε δευτερόλεπτα! Από εκεί με πόδια! Άιντε με τα πόδια μισή ώρα μέσ' το ανθρακωρυχείο. Τα ανθρακωρυχεία είναι πολύ βαριά δουλειά, πολύ σκληρή δουλειά, ανθυγιεινή δουλειά, σκοτώστρα. Κάθε μέρα σκοτώνονταν παιδιά. Κάνω εκεί γύρω στα δύο χρόνια. Από κει λέμε: «Δεν φεύγουμε; Πάμε στη Γερμανία». Έρχεται ένας... Μάλιστα πριν να πάμε σε αυτό, φύγαμε από τη Λιέγη, από εκεί πήγαμε σε ένα χωριό το τελευταίο χωριό του Βελγίου, που ενώνονταν με τη Γερμανία. Η πρώτη πόλη της Γερμανίας το Άαχεν. Εκεί, για να μην μας χτυπήσουν zurück, επιστροφή, σφραγίδα στο διαβατήριο, με ένα άλλο παιδί από δω, πέθανε Θεός σχωρέστον. Κατεβαίνουμε από το τρένο και πηγαίνουμε, σιτάρια ήταν και κάτι σύρματα. Περνάμε [00:10:00]από κει, τα σιτάρια από μέσα, πηγαίνουμε μπροστά, στο μπροστινό βαγόνι του τρένου. Περάσαμε από εκεί! Τέλος πάντων, φύγαμε. Ξεκίνησε το τρένο, δεν μας χτύπησαν zurück. «Τώρα που θα πάμε;» «Θα πάμε να βρούμε εργοστάσιο». Πηγαίνουμε σε ένα μέρος, που ήταν τα κλωστοϋφαντουργεία. Πήγαμε εκεί «Τι θέλετε ρε παιδιά;» Βγήκε ένας Έλληνας διερμηνέας. «Θέλουμε δουλειά». «Θέλετε δουλειά; -λέει- Θα 'ρθείτε 15 Αυγούστου». 15 Αυγούστου. Ναι, αλλά οι Βέλγοι τα έγραφαν αυτά. Εμείς, αφού τακτοποιηθήκαμε, λέμε τώρα 15 Αυγούστου θα πάμε στη Γερμανία. Πηγαίνουμε... Όταν πήγαμε εκεί, βγαίνει αυτός: «Παιδιά δεν μπορούμε να σας πάρουμε γιατί -λέει- δεν μπορεί να ανοίξει πόλεμο το Βέλγιο και η Γερμανία…». Γιατί πηγαίναμε με συμβάσεις, με κοντράτα, τα έξοδα των Βέλγων φεύγανε, πήγαιναν έτοιμοι οι εργάτες. «Τους παίρνετε εσείς, εμείς τους περάσαμε γιατρούς, τους φέραμε…» Χαλάει η δουλειά, γυρίζουμε πίσω από κει πάλι στο Βέλγιο. Πήγαμε εκεί σαν βρεγμένες γάτες, που λέμε. Την άλλη μέρα πάλι στη δουλειά να πάμε. Μας παίρνουνε... Δημοκρατία πολλή! Μας παίρνουν πάλι δουλειά. Εμείς λέμε τώρα... Ερχότανε ένας, λαθραία, λαθροεπιβάτες που είναι. Έρχεται από τη Γερμανία ένας Έλληνας με αμάξι, λέει: «Ποιος θέλετε να πάμε στη Γερμανία;». «Εμείς!». Σηκωνόμαστε δύο παιδιά, τον πλερώνουμε, φεύγει. Φεύγουμε για τη Γερμανία 800 χιλιόμετρα πηγαίνουμε. Περνούμε Μόναχο, περνούμε Κολωνία, Ντόρτμουντ. Πριν να φτάσουμε εκεί, πώς λέγεται μια πόλη; Στο Βούπερταλ, βλέπαμε αλλά ντουγρού πηγαίναμε. Μεταξύ Ντόρτμουντ και Μπίλιφεστ, στο ενδιάμεσο μια πόλη, κωμόπολη ήταν Άαχεν, στο Άαχεν. Εκεί πηγαίνουμε σε ένα σπίτι που ήταν 25 Έλληνες! 25 Έλληνες τους είχε αυτή, επιχείρηση έκανε. Είχε κρεβάτια, νοίκιασε. Αφού κοιμηθήκαμε με μία γουρούνα, τα γουρουνάκια ήταν κάτω! Αλλά τι θα κάνεις; Μέχρι να πάρουμε παραμονή, πηγαίνουμε στην αστυνομία δηλωθήκαμε. Δεν υπήρχε σαν εδώ, ξέφραγο αμπέλι. Πηγαίναμε, αφού δηλωθήκαμε, πήγαμε, τακτοποιηθήκαμε. Μας βρίσκουν δουλειά στο Kaldewei. Έφτιαχνε είδη υγιεινής το εργοστάσιο αυτό. Δουλέψαμε εκεί δύο-τρία χρόνια. Τρία χρόνια δουλέψαμε. Εδώ οι ανάγκες, η οικογένεια, οι παππούδες να λέμε: «Τώρα είμαστε για την Καρωτή». Έφυγα, ήρθα στην Καρωτή, ξεκίνησα τη γεωργία, αλλά δημιουργήθηκαν θέσεις για αγροφύλακες. Έκανα τα χαρτιά μου, επειδή ήμαν, λίγο-πολύ κοιτάζαν για γράμματα. Σχεδόν όλα τα παιδιά αγράμματα! Δεν! Ούτε δημοτικό, μόνο της νυχτερινής ύστερα να βγαίνουν. Κάνω τα χαρτιά, με παίρνουν αγροφύλακα. Μπήκα αγροφύλακας στο Διδυμότειχο. Έκανα 33 χρόνια στο Διδυμότειχο και από 'κει βγήκα συνταξιούχους μετά τα 33 χρόνια και μένω στην Καρωτή. Μέχρι εδώ αυτά. Να εξηγήσουμε με τον Εμφύλιο τώρα;

Κ.Π.:

Βεβαίως.

E.Γ.:

Ο Εμφύλιος, που Γερμανοί ακόμα το ‘40-’41 που ήρθαν οι Γερμανοί. Εμείς μικροί πιτσιρικάδες κοιτάζαμε. Τότε βάζανε σε υψώματα, κάθε μέρα, πήγαιναν δύο άντρες από το χωριό. Κάθε μέρα, δύο εδώ, δύο εδώ. Και ήταν στο δικό μου σπίτι. Ένα χαράκωμα είχαν και ήταν στο δικό μου σπίτι. Και εγώ, εκεί που έπαιζα, και παρακολουθούσαν να μην ‘ρθουν οι Γερμανοί. Και όταν οι Γερμανοί έρχονταν, εγώ τους είδα. Έρχονταν Γερμανοί με τα άλογα. Εδώ είχαμε, όπως λέμε τώρα. Ούτε ήξερα εγώ. Είχαμε αντάρτες, κρυβόταν εδώ, στον Εμφύλιο που ήταν. Και εγώ φωνάζω μικρός: «Θείο! Θείο! Γερμανοί έρχονται!». Οι άλλοι κοιμούνταν εδώ πάνω στο ύψωμα και δεν τους είδαν... Αμέσως τρέχουν, ειδοποιούν, φεύγουν αυτοί, ήρθαν οι Γερμανοί. Τελείωσε το παραμύθι, δεν βρήκαν τίποτα, φύγανε. Με τα ανταρτικά. Αλλά μετά που ξεκίνησε ο Εμφύλιος, ύστερα ήταν το δράμα. Με τον Εμφύλιο μας έβαζαν ένα μαύρο τηγάνι, κάθε ένας που ήταν στο βουνό. Κάθε άντρας που έφευγε στο βουνό. Κάθε άντρας που έφευγε στο βουνό, μία μαύρη μπουγιά ένα τηγάνι έβαζαν για να ξέρουν ότι αυτοί είναι Αντάρτες, είναι κομμουνισταί. Τι να κάνουμε τώρα; Έρχονται παίρνουνε τη μάνα μας εξορία. Τέσσερα αδέρφια εμείς. Παίρνουν τη μάνα μας εξορία. Ήταν θείος μας, μας προστάτευε... Αφού την πήραν τη μάνα μας εξορία, την πήγαν στον Άγιο Ευστράτιο. Στον Άη Στράτη που λέμε. Έκανε 6 μήνες. Εδώ εμείς. Η γιαγιά τυφλή... Από εκεί ξεκινήσαμε, άλλος εδώ, άλλος εκεί να βρούμε την τύχη μας. Άλλος πρόβατα, άλλος αυτά. Αφού τελείωσαν τ’ ανταρτικά το ‘50, που είπαμε, γυρίσαμε από την παιδόπολη. Από κει και πέρα άρχισα τη γεωργία που σας αφηγήθηκα. Τώρα γύρω από αυτά να μην πούμε περισσότερα, δεν τελειώνουν. Έχει πολλά πράγματα. Τώρα άλλο τι θέλετε; 

Κ.Π.:

Ήταν και ο πατέρας σας εξορία;

E.Γ.:

Όχι, ο πατέρας μου ήταν στο αντάρτικο.

Κ.Π.:

Συμμετείχε;

E.Γ.:

Συμμετείχε.

Κ.Π.:

Και είχατε νέα από αυτόν; 

E.Γ.:

Γιατί λέω έχω πολλά; Ο πατέρας μου που πήγε στο αντάρτικο, είχε αδερφή. Αδερφή. Ο γαμπρός μου σκοτώθηκε στη Μέση Ανατολή με τον πόλεμο. Από δω πήγαν στη Μέση Ανατολή, πήραν πολύ κόσμο και πολεμούσαν με τον Άξονα, που λέμε, με τους Γερμανούς. Πήγε στη Μέση Ανατολή στο Κάϊρο, σκοτώθηκε. Την Κυριακή παντρεύτηκε η θεία μου, αδερφή του μπαμπά μου, την Κυριακή παντρεύτηκε, τη Δευτέρα επιστράτευση, το ‘40. Τη Δευτέρα επιστράτευση! Πήγε αυτός! Πήγε, σκοτώνεται. Η θεία μου μένει ελεύθερη. Τώρα άρχισαν οι Μάυδες, που ήταν τα εθνικά αντάρτικα, από δω κάτι από τα χωριά που ήταν. Άρχισαν να γυρίζουν στα χωριά, να κλέβουν, να παίρνουν κότες. Να σου λέει 8 χρονών, 10 χρονών παιδί: «Που είναι οι αντάρτες;». «Πήγαινε βρες τους!». Και ξύλο τρώγαμε.. Τώρα, για να πάρουν, ένας από τη [00:20:00]Μάνη ήθελε να πάρει του μπαμπά μου την αδερφή. Ήρθε, δεν τη βρήκε. Ήρθαν αυτοί το βράδυ, εκεί που κοιμόμασταν εμείς στην ψάθα έξω, δεν την βρήκαν. Από εκεί έφυγαν, δεν έδωσαν περισσότερο συνέχεια. Αυτά είναι, να μην πούμε πολλά γιατί θίγουμε και ανθρώπους. Φτάνει. Τώρα, άλλο;

Κ.Π.:

Στη συνέχεια;

E.Γ.:

Η συνέχεια η ζωή αυτά είναι, η ζωή μετά που βγήκα συνταξιούχος. Ερχόμαστε στο άλλο θέμα. Αφού βγήκα συνταξιούχος, άρχισα πάλι τη γεωργία. Κανά δυο χρόνια δούλεψα, αφού τακτοποιήθηκε η σύνταξή μου τώρα είμαι συνταξιούχος πλέον, στα τελευταία μου, γιατί τα χρόνια παραφορτώθηκαν. Αυτά. 

Κ.Π.:

Με τι ασχοληθήκατε; Τι καλλιεργούσατε;

E.Γ.:

Βαμβάκια, σιτάρια, καλαμπόκια... Η περιοχή μας αυτές τις παραγωγές κάνει, γιατί δεν… Είναι το κλίμα μας τέτοιο που όλα τα ξηραίνει. Ειδικά δυο- τρία χωριά εδώ, εδώ είναι… Ο τόπος είναι δυνατός, ξηρασία πολλή. Αν δεν είναι νερό, δεν κάνεις τίποτα.

Κ.Π.:

Οπότε ήτανε μακριά από τον Ερυθροπόταμο; 

E.Γ.:

Ναι, μακριά. Στον Ερυθροπόταμο ποτίζανε. Ποτίζαμε και καλαμπόκι και ζαχαρότευτλα βάζαμε στην αρχή. Όλες τις παραγωγές, γεωργικές παραγωγές. Τότε πηγαίνανε είχε και τα σιτάρια. Βγάζαμε σιτάρια, βγάζαμε. Τώρα όμως, τώρα τελειώσαμε. Τα χωράφια τα νοικιάσαμε, έχουμε καμιά 50-60 στρέμματα και από κει και πέρα… Τέρμα.

Κ.Π.:

Και πότε ξεκινήσατε την ενασχόληση σας με τη μουσική; 

E.Γ.:

Αυτή είναι άλλη ιστορία. Τη μουσική την γκάιντα την ξεκίνησα μικρός. Πόσο θα ήμαν; 10 χρονών; Αλλά δεν ήταν τότε γκάιντες. Παίζανε πολλοί γκάιντα μες στο χωριό, είχαν γκάιντες, αλλά δεν μας προωθούσαν. Όπως εμείς τώρα διδάξαμε παιδιά που έρχονταν και τα λέγαμε: «Αυτό έτσι, αυτό έτσι...». Τότε δεν μας δείχνανε, μια η ζήλεια... Παίζανε γκάιντα, παίζανε. Εγώ έκοβα καλάμι, έβαζα ζαμπονάκια. Κάποτε μια θεία, ο παππούς της έπαιζε γκάιντα, είχε γκάιντα. Πέθανε εκείνος και λέει η θεία μου, αδερφές με τη μάνα μου: «Βρε αδερφή, βλέπω εκείνο το παιδί τυραννιέται με κάτι. Ο παππούς μου άφησε μία γκάιντα εδώ…». Πηγαίνει η μάνα μου, τη φέρνει κι άρχισα να παιδεύομαι με εκείνη. Λίγο-πολύ την έμαθα. Την έμαθα, αλλά τότε, και τώρα τα ίδια είναι, υποτιμητικό να παίζεις γκάιντα. Ντρεπόμασταν. Ντρεπόμασταν να παίξουμε, ντρεπόμασταν να τραγουδήσουμε ή τραγουδούσαν μόνο γυναίκες στο χορό. Αλλά η γκάιντα όμως, όταν έβγαιναν αυτοί, γκάιντα και γυναίκα, τραγουδούσε η γυναίκα η γκάιντα ακολουθούσε και γινόταν οι χοροί. Εγώ αφού ξεκίνησα με εκείνη την γκάιντα, μέχρι… Αφού είπαμε μετά την παράτησα. Μέχρι το ‘47. Δυο-τρία χρόνια κάπως άρχισα να παίζω. Τέλη του ‘47 έφυγα, πήγαμε, την παράτησα. Γυρίζω από Αθήνα, για την γκάιντα μιλούμε. Γυρίζω από Αθήνα στην Καρωτή πηγαίνω να παίξω κάνα δυο φορές, με γελούσαν, με κορόιδευαν: «Τώρα εκείνο με την γκάιντα!». Την παρατάω την γκάιντα, πηγαίνω στο εξωτερικό, γυρίζω, γίνομαι αγροφύλακας. 45 χρόνια γκάιντα δεν έπιασα στο χέρι! Όταν βγήκα συνταξιούχος το 1963-'64, εδώ που καθόμουνα, στο σπίτι, καμιά φορά κοιτάζω ένας με μερσεντές έρχεται. Έρχεται, κορνάρει, λέει : «Εσύ είσαι Γιαγτζίδης;». «Εγώ είμαι Γιαγτζίδης, τι θέλεις;» λέει: «Σ’ έφερα ένα δώρο!». «Μπα -λέω- τι δώρο;» «Έλα», λέει. Αυτός την είχε την γκάιντα, επειδή πέρασε από τη Βουλγαρία. Τα αδέρφια μου ήταν κι εκείνα, δεν το είπαμε, όλα στο εξωτερικό είναι ακόμα. Ο μικρός αδερφός μου πέρασε από το Ντίσελντορφ, σε ποια πόλη ήταν; Πέρασε ο Ιωαννάκης. Ο Ιωαννάκης έκανε δήμαρχος της Ξυλαγανής, τότε εκείνο τον καιρό αυτός φαίνεται ήταν στη Βουλγαρία, σπούδασε εκεί. Ήξερε γκάιντα και εκείνος. Πέρασε, με φωνάζει «Έλα να δεις τι σε φέρνω». Κοιτάζω, γκάιντα! Την παίρνω, κάνω να τη φουσκώσω, δεν μπορώ να φουσκώσω, τα χείλια δεν πιάνουν. Μία εβδομάδα τα χείλια μου πρήστηκαν! Τα δάχτυλα κοκάλωσαν! Τα δάχτυλα 45 χρόνια δεν έπιασαν γκάιντα. Αρχίζω κάθε μέρα. Η γυναίκα με μάλωνε: «Με τρέλανες με αυτή την γκάιντα!». Κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα, άρχισε κάπως να παίζω. Αφού αρχίσαμε ύστερα τις συγκεντρώσεις εδώ, άκουσα άλλα παιδιά. Τους παλιούς άκουσα, γιατί νέοι δεν υπήρχαν τότε. Είχαμε παλιούς 5-6: Χρηστίδης, Σιδέρης, Θεοδόσης, Πασχάλης από την Παταγή. Αυτοί οι 3-4 ήταν. Και ο Γιάννης από τον Λαγό, που ήμασταν μεγάλοι, μια ηλικία. Αρχίσαμε να παίζουμε, συνήθισα. Άρχισα από τότε να παίζω μέχρι σήμερα, μέχρι που μας πλάκωσε ο ιός και τα παρατήσαμε όλα και δεν ξέρουμε τι θα γίνει. Και τα χρόνια πέρασαν… Οι άλλοι συνάδελφοι όλοι με άφησαν μόνο. Πήγαν στην ώρα τους την καλή και τώρα αυτό περιμένω. Αυτά. 

Κ.Π.:

Οπότε αυτοδίδακτος και;

E.Γ.:

Αυτοδίδακτος! 

Κ.Π.:

Και μικρός και μεγάλος;

E.Γ.:

Και μικρός και μεγάλος... Αυτοδίδακτος! Ερχόταν καθηγηταί, ο Χάρης Σαρρής και ο Πατακάκης Στέλιος. Καθηγηταί με μουσική που δίδασκαν παιδιά και έβγαλαν παιδιά. Όλα τα παιδιά πέρασαν απ' αυτές τις σχολές. Όσοι νέοι παίζουν. Πόσα ξέρω; Γιώργης Μπεζιργιαννίδης, Στράτος, Γιάννης, πολλά παιδιά. Αφού ήρθαν και... Ερχόταν εδώ. Είπαμε κάθε 17 Αυγούστου, ερχόταν. Οι καθηγηταί αυτοί φέρνανε παιδιά, 25-30 παιδιά και κάναμε μαθήματα στο σχολείο, εδώ στο Διδυμότειχο. Στου Γερματζή το χάνι, στο 1ο Δημοτικό κάναμε τα μαθήματα εκεί. Όλοι μικροί εδώ σπούδασαν και μουσική και γκάιντα και μάθανε. Τα συγχαίρω, τα καμαρώνω και όσα θα με βλέπουν θα λένε: «Ο Μπάρμπα-Στράτος ακόμα ζει!». Αυτά.

Κ.Π.:

Θυμάστε πότε παίξατε πρώτη φορά γκάιντα, μπροστά σε κόσμο; 

E.Γ.:

Εδώ έπαιζα στο Σύλλογο. Ναι. Στο Σύλλογο έπαιζα, τραγουδούσαν γυναίκες, τα χριστουγεννιάτικα ένα χρόνο έπαιξα. Συνήθως γκάιντα τα χριστουγεννιάτικα ήταν το πρώτο όργανο. Τα χριστουγεννιάτικα να σου πω. Παίζαμε τα χριστουγεννιάτικα, [00:30:00]τραγουδούσαν οι άντρες και η γκάιντα συνόδευε. Τρεις μέρες, δύο μέρες γυρίζαμε, μία μέρα... Τότε δεν δίναν λεφτά, δεν είχαν λεφτά να δώσουν, αλλά είχαν όλοι γουρούνια. Κόβανε τα γουρούνια και μάζευαν κρέας. Όπου πηγαίναμε, μάζευαν κρέας. Και είχαμε το έθιμο, αυτό ήταν το έθιμο, αφού γυρίζαμε από γειτονιά σε γειτονιά, μαχαλά σε μαχαλά που λέμε, κάθε ένας λίγο που είχε και μεγάλο γουρούνι και κρατιούνταν λίγο καλύτερα: «Αύριο θα ρθείτε σε μένα, στο σπίτι μου». Η παρέα μας έκανε τραπέζι, λέγαμε τα τραγούδια, χορεύανε εκεί. Από κει σε άλλο σπίτι, το γυρίζαμε όλο το χωριό. Και την τρίτη μέρα, εκείνο το κρέας το βγάζαν σε δημοπρασία. Χτυπούσε ένας, ανάλογα πόσα κιλά ήταν και το αγόραζε ένας. Εκείνα τα λεφτά τα δίνανε στην εκκλησία κι άλλες ανάγκες. Κανένας που ήταν, δεν είχε ζώα, φτωχός. Φτώχεια ήταν τότε, όλος ο κόσμος φτώχεια. Και τα υπόλοιπα τα λεφτά που περίσσευαν, κάναμε γλέντι, εμείς που γυρίζαμε. Μες στο χωριό, όσα παιδιά ήταν, κάναμε γλέντι! Και βγαίναμε. Τότε γινόταν την τρίτη μέρα τα Χριστούγεννα γινόταν μες στην πλατεία όλο το χωριό. Και τότε ήταν κόσμος! Ήταν πολύς κόσμος, πολλοί άνθρωποι. Ο δικός μας συνοικισμός είχε γύρω στα 100 παιδιά, 130 παιδιά ήταν. Τώρα δεν υπάρχει ψυχή. Τότε γινόταν χορός. Από το πρωί το πιάνανε οι γυναίκες! Και βγαίνανε οι γιαγιές γύρω-γύρω στην πλατεία. Και τότε λάσπη; Βροχές και χιόνια, τότε πιάναν τα χιόνια πρώιμα. Όλο τον Οκτώβριο μας χιόνιζε! Χιόνια, λάσπες, βροχές! Και να μην έχεις και παπούτσια! Να μην έχεις και παπούτσια! Τσαρούχια! Και εκείνα τι τσαρούχια; Από κάτω κομμένα, από κάτω κομμένα, το πόδι από κάτω δεν φαίνονταν, μόνο δήθεν ήσαν ποδημένος και μεσ' τις λάσπες! Και χορό από το πρωί μέχρι το βράδυ! Αυτά, έτσι περνούσε ο κόσμος, έτσι γλεντούσε. Δεν είχαν το άγχος, γιατί όλοι ήταν φτωχοί. Κανένας δεν ήταν. Άμα είχε κανένας τα πολλά κτήματα; «Εκείνος είναι πλούσιος! Εκεί θα δώσω την κόρη μου. Από τον τάδε θα πάρω νύφη, να έχει λίγη προίκα!». Έτσι γινόταν τότε.

Κ.Π.:

Τι τραγούδια τραγουδούσατε εκεί στα πανηγύρια; Τι χορούς;

E.Γ.:

Χορούς; Ήταν χριστουγεννιάτικα. Κάθε εποχή είχε τα τραγούδια. Η εποχή ήταν από τον Άη Δημήτρη. Δεν παντρεύονταν κόσμος τώρα το καλοκαίρι. Μέχρι τον Μάιο γινόταν αρραβώνες, παντρειές. Από εκεί Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος, μέσα του Σεπτεμβρίου, σε αυτούς τους 3,5 μήνες, ούτε αρραβώνες, ούτε παντρειές. Τότε ήταν δουλειά, ήταν ζέστα και όταν ερχόταν ο Αη-Δημήτρης τότε αρχινούσαν. «Κινάει Αη Δημήτρης έρχεται, αρραβωνιάζουν τα παιδιά. Αρραβωνιάζουν τα παιδιά, αρραβωνιάζει κι η Θωμαή». Ύστερα άλλο τραγούδι, όταν βγαίναν: «Σήμερα είναι Κυριακή πουλί μ', κι αύριο είναι Δευτέρα, το πουλί μου, τ’ αγαπημένο». Αυτό, άλλο. Πολλά τραγούδια, πολλά! Ύστερα έρχονταν και Αποκρέας. Απόκριες αρχινούσε το Πάσχα, άλλο εκείνο. Άλλα τραγούδια, άλλα έθιμα. 

Κ.Π.:

Τα Χριστούγεννα; Ποια τραγούδια;

E.Γ.:

Τα Χριστούγεννα ήταν: «Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες η Παναγιά μας κοιλοπονούσε. Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε τους Αποστόλους, τους Ιεράρχες». Και συνέχεια. «Απόψε γεννήθηκε ο Χριστός κι ο κόσμος δεν το ξέρει. Ο κόσμος και τα [Δ.Α.] κι ο βασιλιάς Ηρώδης. Τα δέντρα ήταν ο Χριστός κι οι κλώνοι μαθητάδες» και συνέχεια...

Κ.Π.:

Και αργότερα Αποκριές;

E.Γ.:

«Κι είναι Απόκριες μωρ’ Θωμαή, και είναι Απόκριες ερχόντουσαν». Δεν τα θυμάμαι όλα, Αποκριές αυτές, είναι για τα Χριστούγεννα. Το Πάσχα είναι: «Τρεις μέρες έχει η Πασχαλιά,και μιαν έχει Άη Γιώργης». Αυτό είναι το πανηγύρι 21 Απριλίου, που γιορτάζει και η εκκλησία. Ύστερα, άλλο; Είναι: «Μια Πασχαλιά, μια Πασχαλιά. Μια Πασχαλιά και μια γιορτή...» Αυτά με τη γκάιντα! Αχ, πάνε…

Κ.Π.:

Μαζευόσασταν πολλοί με γκάιντα ή ήταν ένας πάντα; 

E.Γ.:

Στο χωριό ένας. Στο χωριό ένας. Τώρα που πηγαίναμε, τώρα παίζουν όλοι μαζί. Στο χωριό αυτά γινόταν, ένας γκαϊντατζής. Άμα ήταν και δεύτερος, εμείς είχαμε και δεύτερο αλλά ζηλεύαν τότε. Η ζήλεια παντού ήταν. Αλλά ένας γκαϊντατζής απαραίτητος. Η γκάιντα ήταν όλο, όλα τα γλέντια γινόταν με την γκάιντα. Τα κλαρίνα άργησαν να βγουν. Τα κλαρίνα μετά το ‘50 άρχισαν. Βέβαια ακούγαμε κλαρίνα. Παρακάτω ήταν, αλλά εδώ σε μας ένα συγκρότημα ήταν, από τα Λάβαρα ήταν, μία φορά ήρθαν. Αλλά ούτε τους θυμάμαι ποιοι ήτανε και τι παίζανε. Άλλο.

Κ.Π.:

Και πάντα τραγουδούσε ο γκαϊντατζής ή τραγουδούσαν μόνο οι γυναίκες;

E.Γ.:

Μόνο γυναίκες. Συνήθως δεν τραγουδούσαν οι γκαϊντατζήδες εδώ. Σε άλλα χωριά τραγουδούσαν, όπως είναι το Ασπρονέρι, εδώ η Παταγή αυτοί τραγουδούσαν. Αλλά στο χωριό μας δεν τραγουδούσαν από ό,τι θυμάμαι. Τον πιο παλιό Μπαρμπα-Δημήτρης Γκαϊντατζή τον λέγαμε, πολύ γκάιντα έπαιζε. Και ο Κώστας Τζιογκίδης αυτός ήταν ανάπηρος που έχω ακόμα τη γκάιντα του, την έχω. Αυτός έπαιζε πολύ γκάιντα, παίζανε. Ωραία, με γυναίκες. Αυτό, όταν πηγαίνανε στην πλατεία και αρχινούσαν οι γυναίκες ψιλή φωνή. Εδώ το χωριό μας είχε ψιλή φωνή, για αυτό και έχω ψιλή φωνή εγώ, ψιλή γκάιντα. Έχω και στο ΛΑ που λέμε, ΛΑ-ΣΟΛ εκεί παίζεται τώρα συνήθως. Από μουσικά δεν γνωρίζουμε εμείς, οι νέοι τα ξέρουνε όλα. Εκείνος είναι [00:40:00]τραγουδιστής Δημούδης πηγαίνει από εδώ, αυτός με το μαύρο... Αυτά.

Κ.Π.:

Τα δικά σας αγαπημένα τραγούδια ποια ήταν; 

E.Γ.:

Αγαπημένα τραγούδια αυτά τραγουδούσαμε. Της Καρωτής τα τραγούδια. «Εδώ πατώ κι εκεί πατώ και πάλι πίσω βρίσκομαι πίσω στην τριανταφυλλιά». Χορευτικά! Πολλά, πολλά, πολλά!

Κ.Π.:

Πείτε μας κι άλλα...

E.Γ.:

Αμ, δεν τα θυμάμαι. Άμα τα έχω γραμμένα, άμα το βλέπω το τραγουδάω.

Κ.Π.:

Και τι θυμάστε από το πανηγύρια που χορεύατε λέτε με τα τσαρούχια; 

E.Γ.:

Όλο τσαρούχια!

Κ.Π.:

Πώς ακριβώς ήταν φτιαγμένα;

E.Γ.:

Φτιαγμένα, να σε φτιάσω τσαρούχια εγώ! Από δέρμα, από γουρούνια δέρμα, με σκοινί γύρω γύρω. Που δεν έχει τσαρούχια αυτός εδώ; Χρήστο, τσαρούχια δεν έχεις; Εδώ, έλα να δούμε. Εδώ είμαι εγώ. Ωπα.

Κ.Π.:

Μάλλον αυτά εδώ;

E.Γ.:

Να τα, να τα, να τσαρούχια! Κόβονταν αυτό από κάτω, μόνο το κασνάκι, που λέμε, μόνο αυτό κι ήμασταν ποδημένοι. Να, αυτά είναι τα τσαρούχια. Να, εδώ είμαι εγώ; 

Κ.Π.:

Ναι. 

E.Γ.:

Εδώ είμαι. Έχω φωτογραφίες, αλλά τώρα θα με βγάλεις μια φωτογραφία καλή, με γκάιντα για να την έχω στον πεθαμό μου. Εδώ ήταν, αυτός είναι ο γκαϊντατζής ο παλιός που σου λέω, αυτός πήρε τη δικιά μου γκάιντα. Ύστερα ο Δημούδης που σου λέω εδώ. Ο Χρόνης... Και ο Δοϊτσίδης με τις κόρες του. Εδώ είναι Τσιτσιλίδης, αυτός είναι στην Αθήνα, πέθανε κι αυτός. Με αυτόν μαζί σχεδόν μαθαίναμε. Ύστερα καμπόσο τη συνέχισε αυτός αλλά την παράτησε μετά, αρρώστησε. 

Κ.Π.:

Αυτός είχε μεγαλύτερη γκάιντα. Έχει διαφορά το μέγεθος;

E.Γ.:

Όχι το μέγεθος να έχει διαφορά; Θα πάρεις μικρό κατσικάκι, μικρή γκάιντα. Μεγάλο θα πάρεις, μεγάλη. Φτάνει να μπορείς να την αγκαλιάσεις. Αυτά.

Κ.Π.:

Και ως προς τη δουλειά σας εκεί στο Βέλγιο είπατε ήτανε σκοτώστρα... Τι θυμάστε; Φοβόσασταν; 

E.Γ.:

Κοίταξε, λες φοβούμασταν; Αφού σηκωνόμασταν. Τις κουβέρτες δεν τις μαζεύαμε, λέμε: «Για βγούμε, για δεν βγούμε». Αυτή την έννοια είχαμε. «Μπαίνουμε. Θα βγούμε; Άστα τα στρώματα, άμα 'ρθούμε και τα βρούμε, θα τα διπλώσουμε και θα σκεπαστούμε πάλι». Αυτό είναι αν φοβούμασταν ή δεν φοβούμασταν… Μες στον χάρο μπαίνεις. Δεν υπάρχει χειρότερο επάγγελμα! Έχει φάει... Τα ανθρακωρυχεία έχουν φάει κόσμο. Αλλά τι να κάνει ο άλλος; Βρήκαμε Πολωνοί που ήταν εκεί μέσα 40-50 χρόνια εκεί. Εκεί παίρνανε τη σύνταξη, την άφηναν, εκεί τους ταΐζανε, εκεί πάλι μέσα στο βάθος. Βέβαια. Ο κόσμος δεν είχε δουλειά. Ιταλοί, Ισπανοί, ύστερα άρχισαν Τούρκοι. Γέμισαν τα ανθρακωρυχεία. Ευτυχώς τα κατήργησαν και γλίτωσε ο κόσμος από σκόνη... Σκόνη; Αφού συναντιόμασταν με τον θείο, δεν γνωρίζονταν. Κατάμαυροι! Κατάμαυροι! Όπως είναι «αράπηδες» που λέμε, έτσι ήμασταν. Μπαίναμε στα μπάνια, κρύα νερά... Ζεστά νερά δεν υπήρχαν. Το κάρβουνο είναι βούτυρο, λίπος. Το κάρβουνο ρίχνεις νερό και δεν σταματάει, δεν πιάνει νερό. Αφού μας έλεγαν ότι: «Αυτή η μαργαρίνη -λέει- βγαίνει από το κάρβουνο!». Άρα έτσι θα ήταν! Αφού ήταν βούτυρο ρε παιδί μου. Και βγάζαμε πράμα... Πόσα 1.000 βαγόνια το εικοσιτετράωρο βγάζαμε! Βαγόνια λέγοντας, μπερλίνες! Ήταν βαγονάκια μικρά και τα σκουντούσαμε. Αυτά είναι…

Κ.Π.:

Είχατε ποτέ κανένα ατύχημα εσείς; 

E.Γ.:

Ένας φίλος από τη Μυτιλήνη, Λευτέρης, όταν πήγαμε στη Γερμανία και πήγαμε να πάρουμε κάτι καθυστερούμενα, τον βρήκαμε πεθαμένο. Αυτός από τη Συκιά Βεροίας ήταν. Όταν πήγαμε, την πρώτη φορά που πήγαμε και τον είδαμε πεθαμένο... Εκεί να δεις κλάμα! Άσε! Κατεβαίνουμε κάτω στη Λιέγη. Έλληνες πολλοί, τα ανθρακωρυχεία ήταν πάνω στην ακμή. Τα καφενεία εκείνα γεμάτα. Καπνός... Χαρτιά... Τάβλι... Τα τραγούδια Καζαντζίδης, δρούσε τότε, βούιζε η Λιέγη, όπου να πήγαινες. «Τα μουτζουρωμένα χέρια». Ωχ, ωχ, ωχ! Κλάμα! Άλλος από δω, ο άλλος από κει, μεθυσμένοι…. Όταν μπαίνεις μέσα. Ήταν πολλοί δεν άντεχαν. Εμείς πήγαμε να βγάλουμε κανένα φράγκο και να γυρίσουμε στις οικογένειες. Αυτά ήταν. 

Κ.Π.:

Είχατε χρόνο να διασκεδάσετε εσείς; Πόσο συχνά;

E.Γ.:

Πόσο; Όταν δεν πηγαίναμε στη δουλειά. Ούτε μία ώρα λείπαμε από τη δουλειά. Το οκτάωρο. Έμπαινες μέσα, οκτάωρο. Έβγαινες έξω. Δεν θα μαγειρέψεις; Θα μαγειρέψεις. Δεν θα κοιμηθείς; Θα κοιμηθείς. Κι άμα σου περισσέψει πήγαινε να γλεντήσεις. Αυτό ήταν το ωράριο μας, όχι τώρα που κάνουν τις απεργίες και αδικημένοι όλοι. 

Κ.Π.:

Και πως αισθανθήκατε όταν πρωτοπήγατε εκεί; Όταν το είδατε;

E.Γ.:

Πως να αισθανθείς βρε κορίτσι μου; Στεναχώρια! Αφού μια μέρα… Δεν σκεφτόσουν άλλο τίποτα από το θάνατο! Αφού μπαίνεις, μες στο θάνατο μπαίνεις! Ένα σίδερο είχαν, μπαλέτες. Εγώ ήμαν στα ξύλα μπάζωνα και πιστολέτο έκοβα. Μία μπαλέτα, ένα σίδερο έσπασε, 40 να πεθάνουν, θα το βγάλουν! Δεν τ' αφήνουν! Αυτό που λέει, ο Λευτέρης από τη Μυτιλήνη πήγε να βγάλει αυτό το σίδερο... Δύο μέρες παιδεύονταν άλλοι, πήγε αυτός, τον καπάκωσε και άιντε! Λευτέρη, αντίο! 

Κ.Π.:

Είχατε δει και μπροστά σας;

E.Γ.:

Και μπροστά μας! Τον πηγαίναμε λουλούδια. Πως; Μαύρες μέρες. Αλλά και διαφορετικά δεν ήταν εδώ. Δουλειά δεν υπήρχε τίποτα, δεν υπήρχε. Τι θα κάνεις; Ανάγκες... Από ανάγκη πήγαινε ο κόσμος. Λες: «Θα πάω και ό,τι βγει».

E.Γ.:

Κοίταξε, πρώτα για να συντηρηθεί χρειάζεται να την προσέχεις. Να μην τη βάζεις βρεγμένη, να μην την τυλίγεις. Γιατί αυτό δίδασκα στα παιδιά: «Παιδιά, δεν θέλω να σας βλέπω με λερωμένες γκάιντες». Γιατί πολλά παιδιά τα έβαζαν έτσι. Παίζεις, αφού παίζεις, ιδρώνει αυτή. Ή τα βράδια, αν πας σε ένα χωριό που είναι ρεματιά και είναι νερά κοντά, γίνεται μούσκεμα αυτή. Βρέχεται όλη. Κι άμα τη βάλεις έτσι, την τυλίξεις και τη βάλεις μέσα, την άλλη μέρα θα είναι κατάμαυρη. Θα την απλώσεις, θα την φουσκώσεις, θα την αφήσεις έτσι μέχρι να στεγνώσει. Εγώ πάντα έτσι την έχω, τώρα δεν μπορώ να την τυλίξω όμως και την έβαλα σε νάιλον. Δεν μπορώ να την τυλίξω γιατί θα σκάσει, θα σπάσει αυτό το δέρμα οπότε τελειώνεις. Χρειάζεται για να διατηρηθεί θα είναι πάντα στον αέρα, αφού παίζεις. Όταν ξεραθεί ύστερα δεν μπορείς να τη βάλεις και μέσα. Υποχρεωτικά την [00:50:00]αφήνεις σε ένα μέρος και την συντηρείς για άσπρη. Τώρα να παίξουμε;

Κ.Π.:

Βεβαίως. Την δικιά σας ποιος την έχει φτιάξει;

E.Γ.:

Αυτή την έχει ο Γκότσιος ο Χρήστος. Αλλά μου έκανε και ο Ντομπρίδης. Έχω και βουλγάρικη. Αμ, δεν πήρα του Κώστα του Τζιογκίδη εκείνη την ψιλή. 

Κ.Π.:

Ποια προτιμάτε;

E.Γ.:

Κοίταξε οι γυναίκες προτιμούν τις ψιλές. Την έχω την ψιλή στο αμάξι, να την πάρω κι εκείνη; Αλλά άντε, αυτή φτάνει.

( 00:51:02 - 00:59:58 Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΠΑΙΖΕΙ ΓΚΑΪΝΤΑ)

Κ.Π.:

Υπέροχος! Είστε υπέροχος. [01:00:00]

Κ.Π.:

Συγχαρητήρια! 

E.Γ.:

Για να τ’ ακούσω. 

Κ.Π.:

Είναι εδώ. Θα μας πείτε και ποια τραγούδια παίξατε;

E.Γ.:

Ναι. Είναι: «Σαρανταπέντε Κυριακές...»

Κ.Π.:

Σε τι αναφέρεται;

E.Γ.:

«Σαρανταπέντε Κυριακές και εξήντα δυό Δευτέρες δεν είδα την αγάπη μου». Αγάπης… Το άλλο: «Σήμερα ή Σήμερα είναι Κυριακή πουλί μου». Το άλλο είναι: «Τα περιστέρια». «Τα περιστέρια πετούνται κλαίει η καρδιά μου κι αναστενάζει». Το άλλο είναι ένα επιτραπέζιο. Αυτό είναι που το λένε στο τραπέζι για κέφι, κάνει… Δηλαδή είναι για την παρέα, να ξεσηκώνεται ο κόσμος να ακούσει γκάιντα... Είναι δηλαδή σαν νανούρισμα. Άλλο ποιο είπαμε ύστερα; «Γιάννου, Γιάννου μ’, Γιάννου μ’... Γιάννου μ’ Γιάννου μ’,  Γιάννου μ’ για νερό πααίνει».  Ναι αυτά είναι, άλλο. 

Κ.Π.:

Θυμάστε κάποιο γλέντι έτσι, που να σας έχει μείνει στο μυαλό πολύ χαρακτηριστικά;

E.Γ.:

Όλα τα γλέντια! Γλέντια, χαρές... Σε αυτά τα χρόνια με τις γκάιντες και με τις παρέες και με τα μαθήματα που κάναμε τα παιδιά. Ξέρεις τι θα πει να διδάσκεις τα μικρά παιδιά και να τα βλέπεις σήμερα να είναι αριστούχοι; Βλέπω τον Στράτο Αλεξανδρούπολη. Βλέπω τον Θανασάκη έξω από την Κομοτηνή ένα παιδάκι, πάντα κοντά μου. Βλέπω τον Γιώργο τον Μπεζιργιαννίδη που παίζει σε όλα τα συγκροτήματα, με το Χρόνη, με όλους. Και άλλα, όλα τα παιδιά, κάτω από την Κομοτηνή είναι 2-3 παιδιά, είναι το κάτι άλλο. Από τον Πειραιά, από την Αυστραλία δύο, ήρθαν από την Αυστραλία να μάθουν πρακτική γκάιντα! Καθηγητής ένας από τον Πειραιά ήταν αυτός, σπούδαζε, στην Αγγλία διδάσκει κι ήρθε να μάθει πρακτική γκάιντα. Να διδάσκεις καθηγητή και τι θα τον πεις; «Αυτό είναι έτσι, αυτό είναι έτσι. Αυτά κάνουμε, αυτά τα τραγούδια είναι…». Εκείνος τα ξέρει, τα ξέρει και μουσικά. Αλλά σε ευχαριστεί, λες κάτι δίνω, δώσαμε κάτι. Όπως τα λένε και 2, καθηγηταί Σαρρής Χάρης και Ματακάκης. Διδάσκουν ανθρώποι τα παιδιά. Και τώρα θα τον πάρω τηλέφωνο τώρα μετά από σένα αν θα ρθούν φέτος δεν ξέρω, λόγω του κορονοϊού σταμάτησαν τα πάντα. Αυτά. 

Κ.Π.:

Κάθε Αύγουστο μόνο κάνετε τα μαθήματα ;

E.Γ.:

Ναι, τον Αύγουστο. Μαθήματα εδώ ύστερα σχεδόν κάθε 15, κάθε μήνα μαζευόμαστε. Στο Διδυμότειχο μαζευόμαστε. Ερχόταν παιδάκια από την Ορεστιάδα, μαζευόμασταν. Αλλά ο κορονοϊός μας σταμάτησε την γκάιντα, σταμάτησαν και τα δάχτυλα, σταμάτησαν και...

Κ.Π.:

Πότε ξεκινήσατε να κάνετε τα μαθήματα;

E.Γ.:

Τα μαθήματα μόλις έμαθα λίγο την γκάιντα... Γιατί δεν ήξερα και εγώ και τα έλεγα τα παιδιά: «Παιδιά δεν ξέρω και εγώ» Αλλά επειδή είχα μία ιδέα από μικρός, τα έπαιρνα καλύτερα δηλαδή, τα δάχτυλα πήγαιναν λίγο... Αλλά έλα ντε που ήταν χοντρά, μουδιασμένα... Και σιγά-σιγά μαθαίνανε, ερχόταν παιδιά, κάναμε μαθήματα πολλά. Ο Δεντσίδης, ο Δεντσίδης με τον Δημήτρη τον Σιναπίδη ένα χειμώνα μες στα χιόνια ερχόταν εδώ, κάναμε τρέλες. Ο Σαρσάκης είχε το δικό του, Σαρσάκης Γιάννης, είχε το δικό του, εκεί Διδυμότειχο είναι, πήγαιναν παιδιά. Πήγα και εγώ κάνα δυο φορές... Τι κάνα δυο φορές; Πολλές φορές πήγα! Πήγα στον Μανάκα. Εκείνος είχε σχολή μουσικών. Πήγα κι εκεί ένα μήνα πήγα και εκεί έκανα μαθήματα. Αλλά από εδώ από το Διδυμότειχο δεν βγήκαν παιδάκια. Μόνο ο Σαρσάκης και αυτοί... Σιναπίδης και Δεντσίδης αυτοί μεγάλοι ξεκίνησαν κι αυτοί, δεν ήξεραν καθόλου και αυτοί. Ήταν Χρηστίδης παλιός, εκείνος κράτησε την γκάιντα φυσικά! Και Θεοδόσης από τους Ασβεστάδες, Γιώργης από το Ασπρονέρι, Γιάννης από δω, Πασχάλης παίζει ωραία γκάιντα, από την Παταγή. Αυτοί μαζευόμασταν, γινόταν χαμός! Ερχόταν και οι [01:10:00]μικροί ύστερα και…

Κ.Π.:

Θα πείτε και τα ονόματά τους, τα επίθετα τους;

E.Γ.:

Ποιους; Τους παλιούς; Χρηστίδης Πασχάλης. Θεοδόσης… Το επίθετο δεν το ξέρω, Θεοδόσης. Γιώργης, ούτε εκείνο το επίθετο. Άλλος Γιάννης εδώ, πώς λέγεται; Δεν τους ξέρω τα επίθετα... Σιδέρης από την Δοξιπάρα. Αυτοί οι μεγάλοι και λίγο μεγαλύτεροι από μένα και γινόταν χαμός! Οι χάρες από τη ζωή μας αυτές, εκ μέρους μου. Γιατί χάρες δεν γνωρίσαμε, όλο βάσανα και λύπες. Αυτά. 

Κ.Π.:

Υπέροχα, ευχαριστώ πάρα πολύ. 

E.Γ.:

Κι εγώ. 

Κ.Π.:

Θέλετε κάτι άλλο να προσθέσετε, κάποια σκέψη;

E.Γ.:

Όχι, τι να… Σκέψεις πολλές, πάρα πολλές. Έλεγα τον καθηγητή: «Ρε Χάρη, να ρθεις μία μέρα και να με πιάσεις από το πρωί και να γράφεις και να γράφεις και να μην τελειώνεις». Αλλά… «Θα το κάνουμε -μου λέει- θα το κάνουμε». Αλλά δεν μπορούμε, δεν προλάβαμε, ο ιός μας πρόλαβε. Υγεία! Όσα μας δίνει ο Αλλάχ, ο Θεός…

Κ.Π.:

Θα γίνει και αυτό.

E.Γ.:

Θα γίνει. Άλλο.

Κ.Π.:

Θέλετε να προσθέσετε πως φτιάξατε το χωμάτινο το σπίτι;

E.Γ.:

Το σπίτι πώς… Κόβαμε κερπίτσια τότε. Κερπίτσια τα λέμε, με λάσπη. Κόσμος, σε όλη την Αφρική τέτοια. Λάσπη είχαμε σανίδια καλούπια. Και με τη γυναίκα μου βάζαμε τη λάσπη, βγάζουμε το καλούπι γινόταν τετράγωνο. Η λάσπη γινότανε τετράγωνη. Βάζαμε άχυρο για να μην σπάζει. Για να κάνεις χωμάτινο σπίτι και κάνεις τη λάσπη αυτήν θα βάλεις άχυρο. Άχυρο ξέρεις ποιο είναι; Από τα αλώνια που αλωνίζαμε με ντουκάνες, έτσι… Με καβραμά, δρεπάνι. Ναι! Αυτά είναι. Και όταν είναι τετράγωνο, ύστερα οι μαστόροι στο φτιάχνουν. Άλλο έτσι, άλλο έτσι... Ακόμα γέρνουν, πέφτουν ακόμα και το έχω χτισμένο ξανά από μέσα όλο. Αλλά τα άφησα εκείνα, τα άφησα για να είναι παραδοσιακό, έτσι.

Κ.Π.:

Λάσπη και άχυρο; 

E.Γ.:

Λάσπη και άχυρο! Βέβαια.

Κ.Π.:

Και το έχετε κρατήσει!

E.Γ.:

Χωμάτινο δυο τοίχους έχω κρατήσει, αλλά από μέσα το ‘χω χτισμένο όλο ξανά. Λέω: «Θα μείνει εδώ αυτό γιατί χύσαμε ίδρω με τη γυναίκα μου». Δουλειά... Άλλο. Το όνομά σου; Σε ξεχνώ... 

Κ.Π.:

Κατερίνα.

E.Γ.:

Κατερίνα, Κατερίνα...

Κ.Π.:

Ωραία. Ευχαριστώ πολύ.

E.Γ.:

Και εγώ.