«"Να σε δώκουμε, ας είσαι μικρή" εγώ κλάψε… "Εγώ θέλω να πάω στο σχολείο"»: Θύμησες από την Δερβιτσάνη
Segment 1
Αναμνήσεις από την παιδική ηλικία και τον γάμο της αφηγήτριας
00:00:00 - 00:20:44
Partial Transcript
Ονομάζομαι Κώτσια Φυλάνθη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και σήμερα είναι 17 Δεκεμβρίου 2021, βρισκόμαστε στη Δερβιτσάνη. Καλησπέρα σας…τικά κέντρα, ενώ εδώ, κατόπιν, την εκκλησία μας την έκαναν αποθήκη και στην αποθήκη βάναν τα λιπάσματα, ό,τι ανάγκες είχε ο συνεταιρισμός.
Lead to transcriptSegment 2
Γάμος κι έθιμα
00:20:44 - 00:27:32
Partial Transcript
Για τον γάμο… Πώς έγινε; Ο γάμος έγινε το 1969 στις 26 ήταν Σεπτεμβρίου; Έγινε κανονικά με τα εθίματα τα χωριάτικα. Ξημερώνοντας η εβδομάδ…ο έθιμο ήταν να γένονταν την Πέμπτη. Ο γαμπρός έφτιαχνε τις μπουγκάτσες και η νύφη έφτιαχνε το γιούκι. Εγώ αυτά συνάντησα στην ηλικία μου.
Lead to transcriptSegment 3
Παραδοσιακή φορεσιά
00:27:32 - 00:43:12
Partial Transcript
Μας είπατε πριν και για παραδοσιακή φορεσιά. Παραδοσιακή φορεσιά τώρα, τα νυφιάτικα που μου φόρεσε η μαμά μου δεν ήταν δικά μου, αλλά τώρ…α φλουριά στη σκούφια, τα θυμούμαι σαν να είναι τώρα. Σκούφια και τραχήλια είχε πενήντα έξι φλουριά, αλλά ήταν από καλά. Δεν ήταν ψεύτικα.
Lead to transcriptSegment 4
Αναμνήσεις από το γεύμα του γάμου και το γιούκι
00:43:12 - 00:54:13
Partial Transcript
Όταν παντρευτήκατε εσείς, πήγατε και στο σπίτι του συζύγου σας; Ναι. Ήταν η πρώτη φορά που βλέπατε το σπίτι του, που πηγαίνατε; Όχι. …ή. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε και τον χρόνο σας και την ιστορία σας. Να είστε καλά. Ευχαριστώ κι εγώ.
Lead to transcript[00:00:00]
Ονομάζομαι Κώτσια Φυλάνθη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και σήμερα είναι 17 Δεκεμβρίου 2021, βρισκόμαστε στη Δερβιτσάνη. Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα σας, καλώς ορίσατε.
Καλώς σας βρήκαμε. Θα θέλατε να μας πείτε το όνομά σας;
Γιατί όχι; Λέγομαι Βασιλική Κυριακού.
Είστε από εδώ;
Είμαι κοπέλα απ’ το χωριό Δερβιτσάνη και παντρεμένη πάλι στο χωριό Δερβιτσάνη.
Έχετε γεννηθεί εδώ;
Έχω γεννηθεί εδώ. Έχω γεννηθεί στις 4 Νοέμβρη 1953 στη Δερβιτσάνη Αργυροκάστρου, γιατί πηγαίνανε στο νοσοκομείο του Αργυροκάστρου και γεννούσαν οι μάνες.
Έχετε γεννηθεί σε νοσοκομείο δηλαδή;
Ναι ναι. Σε νοσοκομείο. Το νοσοκομείο αυτό, πίσω τον πόλεμο όλοι οι Δροπολίτες δούλεψαν εθελοντικά και το κράτος βοήθησε κι έφτιακαν ένα μεγάλο νοσοκομείο, το οποίο ισχύει και σήμερα. Είναι φτιασμένο κι από άποψης τεχνικής πολύ σίγουρο κι από ένα μεγάλο νοσοκομείο που αντιπροσώπευε και την πόλη του Αργυροκάστρου και τα χωριά της Δρόπολης όλα, που είναι σαράντα ένα χωριό. Το νοσοκομείο αυτό ακόμα και σήμερα λειτουργάει. Έχουν βγει γιατροί Δροπολίτες και απ’ το Αργυρόκαστρο και βοηθούν κι εξυπηρετούν τον λαό στις διάφορες ανάγκες, που τους συμβαίνουν στη ζωή.
Το σπίτι σας πώς ήταν στο χωριό;
Εγώ στο σπίτι το πατρικό μου σπίτι, ένα μικρό σπίτι, φτωχόσπιτο. Δύο κάμαρες. Μια κάμαη, που τη λέγαμε το «χειμωνικό» με το τζάκι στην κορυφή και ο οντάς έτσι το έλεγε η μητέρα (ενν. τη γιαγιά) μου και η μαμά μου και στην κορυφή είχαμε τον κομό της μαμάς που τον είχε προίκα και πάνω στον κομό η μαμά μου έβανε το γιούκι. Έτσι, το λέγανε αυτά τα χρόνια, το γιούκι της νύφης. Μ’ αυτό το γιούκι ήταν η προίκα της μάνας μου, που είχε σαν στήριγμα στη ζωή της, που έπαιρνε απ’ τη μάνα, απ’ τα πατρικά της σπίτια και παντρεύονταν με το γιούκι και αυτά είχαμε εκείνα τα χρόνια. Κι όταν μεγάλωσα και γίνηκα 6 χρονών, αποφάσισε το σχολείο κι είπανε: «Θα πάρουμε κάτι μαθητές από 6 χρόνια να δοκιμάσουμε, αν είναι σε θέση να έχουν γνώσεις». Και πήρε εμένα και μια άλλη κοπέλα, την Κωνσταντούλα του Ράιδου τη λέγανε και για δοκιμή. Καλά, αλλά εγώ προόδεψα πολύ στα μαθήματα, ήμουν πρώτη. Πήρα φύλλο επαίνου, πήρα φύλλο επαίνου και σ’ όλες τις τάξεις ήμουν πάντα πρώτη. Έπαιρνα εννιά, δέκα, οκτώ. Μα ήθελα πολύ τα ελληνικά, την ελληνική λογοτεχνία, την ορθογραφία… ήμουν υπέρ, ιστορία την αγαπούσα πολύ, που θυμούμαι ακόμα και σήμερα πολλά, πολλά μαθήματα.
Γενικά το σχολείο σας άρεσε;
Μου άρεσε μέσα απ’ την ψυχή μου. Όχι μόνο που είχα τόσο μανία για να μάθω, που τότε έχουν πρωτοέρθει τα φώτα, πριν το 1960 ήρθαν τα φώτα κι όταν κόβονταν τα φώτα, ήλεγα της μαμάς: «Φέξε μου με το καντήλι». Τότε ήταν τα καντήλια και η μαμά έριχνε πετρέλαιο στο καντήλι και μου έφεγγε κι έγραφα. Έγραφα, δεν είναι μόνο ότι έγραφα και διάβαζα, αλλά βοηθούσα και την παρέα, τις συντρόφισσες που είχαν στον μαχαλά. Ίσα βγαίναμε απ’ το σχολείο, καθομάσταν σ’ ένα προσήλιο, γιατί η μαμά έφευγε, πήγαινε στο μεροκάματο, το τζάκι σπίτι ποιος θα μου το άναφε, το γιόμα; Ήμασταν τρεις αδερφές, εγώ ήμουν η μεγαλύτερη. Οι άλλες ήταν μικρές και καθόμασταν σ’ ένα τοίχο, που ήταν προσήλια και γράφαμε τα μαθήματα και βοηθούσα και την παρέα. «Κασσιανή, Βίτα (υποκοριστικό του ονόματος Βικτωρία), Γούλω (υποκοριστικό του ονόματος Γεωργία) ελάτε εδώ, θα σας τα γράψω εγώ». Αυτή είναι η αλήθεια, δεν τα έπαιρναν τα μαθήματα. Τις βοηθούσα τόσο πολύ, που τις ένιωθα σαν αδερφές κι ακόμα σήμερα συνεχούμε. Αυτές οι φτωχές κοπέλες, αυτουνού του φτωχού του μαχαλά, έχουμε τόση αγάπη, τόση αδερφοσύνη, που δεν μας ένοιαζε η φτώχεια. Μέσα μας [00:05:00]ήμασταν χορταμένες απ’ όλα και από φαΐ κι από αρμάτα (=ρούχα) κι από όλα τα καλά, γιατί είχαμε την αγάπη, μεγάλο πράγμα, εμείς τότε.
Οι δάσκαλοι ήταν καλοί; Σας βοηθούσαν;
Πάρα πολύ καλοί. Οι δάσκαλοι ήταν τόσο καλοί, τόσο σεβαστοί, που άμα θα περνούσε ο δάσκαλος στον δρόμο, κοκκίνιζα και θα σηκωνόμουν όρθια στο πόδι, για να σέβομουν τον δάσκαλο, να του έλεγα: «Καλημέρα» είτε «Καλησπέρα, δάσκαλε» αλλά κοκκίνιζα να έβρισκα τον Λάκη Μάνο το δάσκαλο, αλλά ήταν δασκάλοι, δασκάλοι που μας ένιωθαν κι αυτοί σαν παιδιά δικά τους. Ήμασταν… ήταν πολυκοσμία τότε. Ήταν από δύο τάξεις. Η πρώτη Α, η πρώτη Β, είκοσι έξι η μία η τάξη κι είκοσι έξι η άλλη, γενομάσταν το όλον πενήντα δύο άτομα στην πρώτη τάξη κι αυτά τα πενήντα δύο τώρα, φαντάσου, συνεχούσαν στη δεύτερη, στην τρίτη, στην πέμπτη, στην έκτη, στην έβδομη, εγώ είχα την τύχη έκανα και την όγδοη τάξη. Κατάλαβες; Αλλά ήταν… η μανία μου ήταν μεγάλη προόδεψα πολύ στα μαθήματα, εγώ έπαιρνα φύλλα επαίνου και τα έχω και στη μάνα μου, τα έχουμε στο αυτό, ντοκουμέντα και ήθελα να συνεχούσα το σχολείο και η μανία η δική μου ήταν να έβγαινα διερμηνέας. Αφού ήμουν τέταρτη τάξη κι ήξερα τ’ αλβανικά νερό, στην τετάρτη τάξη. Να απάγγελα ποιήματα εγώ, Φυλάνθη, τα έλεγα από μέσα απ’ την ψυχή μου και θυμούμαι ακόμα: «Τρέξε μαραθωνομάχε, τρέξε ως άνεμος γοργός, μαραθωνομάχε μπρος, τρέξε, δώσε για τη νίκη το μεγάλο σιχαρίκι» . Έπαιρνα το δεκάρι κι όταν κάναμε τις εξετάσεις στην όγδοη τάξη, έγραψα εκθέσεις και στην αλβανική και στην ελληνική, που μου τις έβαλαν παράδειγμα, στο τραπέζι. Στην αλβανική που έγραψα, τότε ήταν για τους ήρωες, για τους ηρωισμούς κι έγραψα εγώ, να τα πω αλβανικά; Όχι. «Ατελείωτη είναι η ζωή-είπα εγώ στ’ αλβανικά-Ατελείωτοι είναι και οι ηρωισμοί του λαού σε τούτη τη ζωή». Το έγραψα εγώ. Τι να σου πω… Τι έκθεση, που την έβαλαν στο τραπέζι κατόπιν.
Εσείς παράλληλα με τα μαθήματα όμως, θα είχατε να κάνετε και δουλειές στο σπίτι.
Παράλληλα με τα μαθήματα θα σου πω και θα γελάσεις. Αφού έβγαιναμε απ’ το σχολείο, καθομάσταν στο προσήλιο έγραφα. Τα μαθήματα τα έπαιρνα από τον δάσκαλο, αλλά όχι ότι δεν θα διάβαζα πάλι. Το πιο τακτικό μου διάβασμα ήταν σηκωνόμουν το πρωί, αφού πλενόμουν και χτένιζα τα μαλλιά μου, τα είχα τα μαλλιά μακριά, διάβαζα ένα φρέσκο διάβασμα τα μαθήματα που είχα για τη σημερινή ημέρα. Κατάλαβες τώρα; Γιατί τ’ απόγευμα που έβγαινα απ’ το σχολείο, αφού έτρωγα κι είχα δύο αδερφές μικρότερες, τις επρόσεχα, σκούπιζα το σπίτι, γιατί η μαμά ήταν κάθε μέρα στο μεροκάματο. Δεν έμενε μέρα για να κάθονταν η μαμά στο σπίτι. Μια Κυριακή που κάθονταν, τι θα πρωτόκανε; Θα μας έλουζε εμάς τις τρεις τις αδερφές; Να καθάριζε το σπίτι; Τι θα έκανε; Κι έτσι εγώ, το απόγευμα, που έβγαινα, σκούπιζα το σπίτι, έπλενα τα πιάτα και το κακό ήταν που δεν είχαμε νερό τα παλιά χρόνια. Αυτό το πηγάδι, που είναι το παλιό πηγάδι που είναι στη μέση το χωριό, πήγαιναν οι μάνες μας κι οι μητέρες μας ζαλωμένες με τη βαλέρα, να έπαιρναν μια βαλέρα νερό ή άμα είχαν καιρό, φορτώνανε τα γαϊδούρια δύο βαλέρες. 25 κιλά έπαιρνε η μία, 25 κιλά έπαιρνε η άλλη κι έρχονταν το φόρτωμα με το νερό στο σπίτι κι εγώ τώρα, η μαμά μου έρχονταν, έφευγε το πρωί στις 7.00 ή 8.00 το πρωί -να πούμε- γύριζε τ’ απόγευμα, ώρα 5.00 κι ώρα 6. 00.Τι θα πρωτόκανε; Έπρεπε να μαγείρευε, να μαγείρευε και πώς να μαγείρευε; Στη φωτιά με ξύλα μαγείρευε. Εγώ έπαιρνα έναν κουβά- στα λέω αληθινά τούτα από την καρδιά μου- έπαιρνα έναν κουβά πήγαινα στο πηγάδι κι ένα κουβά, δυο, τρεις, όσους μπορούσα, το έριχνα στη βαλέρα, να έρχονταν η μαμά να έφτιαχνε φαΐ. Ήταν και μέρες που δεν μπορούσα να την βοηθούσα, καλά, αλλά γενικώς είχα μια έγνοια, ότι πρέπει κάτι να βοηθήσω τη μαμά, για να μπορούσαμε να ξημέρωνε η αυριανή μέρα, να πηγαίναμε πάλι, ο μπαμπάς μου στη δουλειά του, η μαμά στον συνεταιρισμό πήγαινε αυτή και εμείς να πηγαίναμε στα [00:10:00]σχολεία, στο σχολείο οι αδερφές μου οι μικρότερες κι αυτές κι έτσι συνεχούσε η ζωή ως που γινήκαμε 14-15 χρόνια. Τότε εμένα ήταν και… πήγαινες δεκαπέντε, έρχονταν στην πόρτα σου σε ζητούσαν «Να μου δώκεις την κοπέλα, νύφη. Να μου δώκεις την κοπέλα νύφη» με γύρευαν και μένα, τούτοι οι ανθρώποι μου άρεσαν, τον άνδρα που έχω σήμερα «Να σε δώκουμε, ας είσαι μικρή» εγώ κλάψε… «Εγώ θέλω να πάω στο σχολείο». «Παντρευτείτε» «Όχι, είναι καλό παιδί και πρέπει να σε δώσουμε και το σχολείο συνέχισέ το». Και μ’ αρραβώνιασαν, μ’ αρραβώνιασαν τον σημερινό άντρα που έχω σήμερα, αλλά όπως μου λέγανε, με τα σωστά, ήταν ο καλύτερος άνθρωπος. Πρώτα από όλα, ήταν τακτικός, γνωμικός και ήταν πρώτος τεχνίτης. Όταν λέμε πρώτος τεχνίτης, μηχανικός και το 1969 κάναμε τον γάμο, τη «χαρά» που λέγαμε τότε, παντρεύτηκα. Το 1970 απόκτησα το πρώτο μου παιδί. Η εξουσία του χωριού τώρα, ξέροντας που ήμουν στα γράμματα, έρχονταν στην πεθερά μου και μου πρότειναν σχολεία. «Βασίλω, να πας στην Αυλώνα, να κάμεις ένα σχολείο, για να γίνεις νοσοκόμα, για βρεφοκομείο για τα παιδιά» και μου είπε η συγχωρεμένη πεθερά μου «Νύφη, να πας!» «Πώς να πάνω μωρ’ μαμά -της λέγω- το παιδί το έχουμε μικρό-έξι μήνες είχα τον Μιχάλη μου, το πρώτο παιδί, πώς να πας; -πώς να πάνω;» της είπα εγώ. «Σύρε το κρατώ εγώ το παιδί» μου λέει αυτή. «Δεν πάνω, μαμά» της είπα. Το βύζανα το παιδί, μου ήρθε κρίμα να το αποκόψω κι έτσι, μεγάλωνα το παιδί και δούλευα στον συνεταιρισμό. Δεν έπαθα τίποτα. Άμα έχεις υγεία, ολούθε, δουλεύεις, αρκεί να είσαι συνειδητή στη δουλειά, να έχεις υπομονή και υγεία. Όλα πάνουνε μπροστά με τον καιρό.
Δεν σκεφτήκατε ποτέ να σπουδάσετε;
Το ήθελα πολύ, αλλά δεν μπορούσα να αφήκω το παιδί, να το απόκοβα και να πήγαινα. Δεν είχε και τόση εξύψωση η κοινωνία τότε, να πω εγώ «Τώρα να το αφήκω το παιδί, θα τους δώκει το μπιμπερό στο στόμα κι εγώ να φύγω να πάω να σπουδάσω». Δεν ήθελα να άφηνα ούτε τον άνδρα μου να τον άφηνα ούτε και το παιδί μου. Για ποιον λόγο; Δεν ξέρεις τι θα μου συνέβαινε στη ζωή παρακάτω και ζώντας σ’ έναν άλλον κόσμο κατόπιν. Εγώ εκεί ήταν το τυχερό μου κι εκεί το έζησα ως τον πάτο.
Σκεφτόσαστε ποτέ τι θα μπορούσε να είχε αλλάξει στη ζωή σας, αν είχατε σπουδάσει τότε;
Πάντα το σκεφτόμαστε και το συζητούμε με τον άνδρα μου, αλλά πάλι είμαστε ευχαριστημένοι, γιατί το καλό στη ζωή δεν σώνεται, δεν σώνεται το καλό, αλλά είναι καλά αυτό που σου βγαίνει μπροστά στη ζωή να το ζήσεις όπως πρέπει. Ζήσαμε αγαπημένα με τον άντρα, αγοράσαμε σπίτι, φτιάξαμε σπίτι καινούργιο, μεγαλώσαμε τα παιδιά μας, τα παντρέψαμε, μεγάλωσα τα εγγόνια και συνεχίζουμε ακόμα σήμερα, με τον ρυθμό της ζωής έτσι όπως μας ηύρε και την ηύραμε τη ζωή μπροστά, κατάλαβες; Να βοηθούμε τα παιδιά μας, να μεγαλώσουμε τα εγγόνια και να ζούμε όπως μπορούμε μ’ εκείνο που έχουμε στο σπίτι μας, με τη δουλειά μας και με την τιμή μας. Χωρίς να χρωστούμε κανενός, χωρίς να κλέψουμε από κανέναν, χωρίς, χωρίς, μόνο βοηθήσαμε όλους.
Με προξενιό παντρευτήκατε;
Με προξενιό! Με προξενιό παντρευτήκαμε, προξενιό έτσι λέγεται, αλλά εδώ τα παιδιά και οι κοπέλες γνωρίζονταν. Ήμουν και πολύ όμορφη. Τι θειάμα (=κάτι το εξαιρετικό)! Πούθε έβγαινε αυτή η ομορφιά;
Για πείτε.
Από τη φτώχεια κι από… να δεις τη φωτογραφία, θα πεις: «Εδώ είσαι εσύ; Εσύ είσαι εδώ, θεία Βασίλω; Δεν είσαι». Ήμουν [00:15:00]όμορφη και ο άντρας και ο Μίλης (υποκοριστικό του ονόματος Μιλτιάδης) ήταν όμορφος, καλός κι αυτός, καλός. Να πω πώς ζήσαμε; Αυτός δούλευε μηχανικός στο Αργυρόκαστρο κι εγώ πήγα στ’ αμπέλια και δούλευα. Τ’ αμπέλια είχαν και μια δουλειά, έρχονταν πιο σπεσιαλιστική, κατάλαβες τώρα; Μάθαμε να κλαδέψουμε τα κλήματα, να κλαδέψουμε τα δέντρα όλα αυτά γένονταν με γνώσεις από βιβλίο, κατάλαβες τώρα; Δεν γένονταν η δουλειά όπως θέλαμε. Κάμαμε παρτσέλες(=καλλιεργήσιμες εκτάσεις) ακέραιες νέα, νέα αμπέλια, παρτσέλες, παρτσέλες. Τη γη τη χωρίζαμε σε τετράγωνα, τα χωρίζαμε ευθεία κάθε δύο μέτρα η… Με σύστημα τ’ αμπέλια, ενώ τα παλιά τα χρόνια όταν πήγα εγώ το 1972 στ’ αμπέλια, ήταν παλιό σύστημα, που είχαν οι χωριάτες, είχαν τ’ αμπέλια σπαρμένα κάθε 80πόντους και κλήμα και τετράγωνα έτσι εδώ, κατόπιν κάναμε συστήματα. Κάθε 2μέτρα και μία αράδα, κάθε αράδα 200μέτρα μάκρος. Ήμουν και σωστή στη δουλειά, έκανα πικετίμι, το λέγαμε. Πικετίμι θα πει την ευθεία. Να έβανες το κλήμα ένα πίσω το άλλο, ούτως ώστε να το κοίταζες με το μάτι, να έβλεπες ένα ριζάρι ως τον πάτο. Να μην ήταν άλλα απ’ έδω κι άλλα απ’ έκει, ανωμαλία. Ήταν με συστήματα. Τα βάναμε με κολώνες, τα γυαρώναμε, ρίχναμε φάρμακα, το θειάφι, το γυάρι, γαλαζόπετρα τη λένε αυτό, εμείς το λέμε γυάρι εδώ, χωριάτικα. Κι έτσι δουλεύαμε τα παιδιά μου, μου τα κρατούσε η πεθερά. Με την πεθερά, με τη συννυφάδα, με τις αντραδέρφες, ζήσαμε ειρηνικά κι αγαπημένα. Άφηνα τα παιδιά μου στην πεθερά μου, στη μαμά, «μαμά» της έλεγα και έφευγα το πρωί η ώρα 7.00 και γύριζα το βράδυ η ώρα 7.00. Κι έτσι συνέχισε η δουλειά, τα μεγάλωσα τα παιδιά, πάνε στο οχτάχρονο σχολείο, έκαμαν και το Γυμνάσιο. Ο Μιχάλης το πρώτο παιδί πάει και στρατιώτης δύο χρόνια, βγήκε από τον στρατό και πάει στην Ελλάδα.
Ήταν δύσκολη η δουλειά που κάνατε;
Τώρα η δουλειά του κάμπου και… συνήθως είναι σκληρή η δουλειά αυτή, γιατί θα δουλέψεις στον ήλιο, στον αγέρα, στο κρύο, αλλά ο νέος δεν λογαριάζει, δεν μου φαίνονταν σκληρή. Δεν μου φαίνονταν, ήμουν νέα, δυνάμεις είχα, δουλεύαμε για να ζούσαμε. Δεν διακόνεψαμε ποτέ σε κανέναν, να του πούμε: «Δώ μας ένα κομμάτι ψωμί είτε δω μας» ήτανε… πληρωνόμασταν κάθε δεκαπέντε μέρες. Εκείνα τα λίγα που παίρναμε, αλλά παίρναμε κάθε δεκαπέντε μέρες. Κι απέ οι μισθοί στη γεωργία πάντα ήταν χαμηλότεροι από τους κρατικούς υπάλληλους. Αν ο άντρας μου ήταν κρατικός υπάλληλος έπαιρνε 6-7.000 –έτσι τα λέγαμε τότε- τον μήνα, εγώ έπαιρνα 4.000 εδώ -να πούμε- είτε 3.000, ανάλογα τις εργατοημέρες που έκανες. Κάθε μέρα εκεί είχε το μεροκάματό της. Έξι μήνες εμείς δουλεύαμε στ’ αμπέλια, έξι μήνες πηγαίναμε στον κάμπο. Το καλοκαίρι πηγαίναμε στα καπνά. Έπαιρνα τα δυο τα παιδιά τα μεγαλύτερα και τη γομάρα και μάζευα καπνό, τον βελονιάζαμε, αρμαθιάζαμε, παίρναμε το μεροκάματό μας. Κάναμε και περισσότερο από τον καπνό, πηγαίναμε εκεί για να παίρναμε λίγα περισσότερα λεφτά στον μηναίο που παίρναμε.
Τα παιδιά δούλευαν μαζί σας;
Τα παιδιά τα έπαιρνα κοντά μου, τα δυο.
Δούλευαν;
Δούλευαν. Θα μου πεις τι δούλευαν; Αρμάθιαζαν. Πέντε αρμάθες τις έκαναν κι εγώ τα είχα κοντά μου, γιομάτιζαμε αντάμα, γυρίζαμε το βράδυ πάλι στο σπίτι αντάμα. Μόνο στα καπνά γένονταν αυτή η δουλειά. Όταν είχαν ανάπαυση του σχολείου τους, Ιούνη, Ιούλη, ως μέση Αύγουστο, κατόπιν ξεκουράζονταν τα παιδιά, 1η Σεπτεμβρίου πήγαιναν στο σχολείο.
Εσείς όταν παντρευτήκατε, κάνατε πολιτικό γάμο;
Θα σου πω τώρα. Όταν παντρευτήκαμε, κάναμε γάμο τον κανονικό γάμο, θρησκευτικό γάμο δεν υπήρχε σε εμάς. Το 1967 [00:20:00]απαγορεύτηκε η θρησκεία. Εγώ σαν Βασίλω δεν την πρόλαβα τη θρησκεία ποτέ, γιατί πόσα χρόνια ήμουν τότε; Αλλά θυμούμαι που ήμασταν και στο σχολειό και δεν ήταν η εκκλησία. Άρχισαν και την απαγόρευαν την εκκλησία, τα έκλεισαν τις εκκλησίες, τα ό,τι βακούφια υπήρχαν, τα έκλεισαν και με το σκεφτικό ότι να μέναμε σαν ιστορικά κέντρα όπου κι αν υπήρχαν και θρησκευτικά κέντρα, ενώ εδώ, κατόπιν, την εκκλησία μας την έκαναν αποθήκη και στην αποθήκη βάναν τα λιπάσματα, ό,τι ανάγκες είχε ο συνεταιρισμός.
Για τον γάμο… Πώς έγινε;
Ο γάμος έγινε το 1969 στις 26 ήταν Σεπτεμβρίου; Έγινε κανονικά με τα εθίματα τα χωριάτικα. Ξημερώνοντας η εβδομάδα της χαράς -που λέγονταν τότε- ήρθε η Πέμπτη. Η Πέμπτη ήταν στην εβδομάδα της χαράς, την Πέμπτη ήταν το έθιμο να φτιάκουν το γιούκι. Μου έφτιακε ο πατέρας μου γιούκι. Το γιούκι τι περιείχε; Είχε εφτά προσκέφαλα, δυο γιοργάνια (=παπλώματα), δύο στρώματα, τρία- τέσσερα σεντόνια, είχε μια κουβέρτα μεταξωτή, καλή, κίτερη (=κίτρινη) μεταξωτή, να στόλιζα το κρεβάτι, δύο γωνίες άσπρες, ασπροκέντι στη μηχανή κι αυτές να στόλιζα το κρεβάτι και το γουστόδικο το άλλο ήταν, που εμένα θα με φορούσαν νύφη στ’ άσπρα με τη σκούφια και με στεφάνι, αλλά πίσω από… πίσω, την Κυριακή που θα ήμουν φορεμένη στ’ άσπρα, έπρεπε να είχα και μια στολή. Και ήρθε η μέρα της Κυριακής, με φόρεσαν εμένα στ’ άσπρα κι ήρθαν τα απόγευμα και με πήρανε η ώρα 3.00, η ώρα 2.00 τ’ απόγευμα με τα κλαρίνα. Ο γαμπρός ήταν με κοστούμι μαύρο, άσπρο πουκάμισο με το ψείκι του. Έτσι λέγονταν, ψείκι ήλεγαν το σόι και σορολούπι του γαμπρού, έρχονταν όλοι να πάρουν τη νύφη. Και άλλοι έπαιρναν το γιούκι και οι πιο συγγενείς κάθονταν με τον γαμπρό, για να καρτερούσαν τη νύφη. Η νύφη τώρα, με στόλισαν, η μάνα μου, η μητέρα μου, οι θείοι μου, είχα οχτώ θείους και θείες εγώ, ήταν μεγάλο το σόι. Με τραγούδια μ’ έβγαλαν, μ’ έβγαλαν με τραγούδια: «Έβγα θύγω μου, έβγα, Βγαίνω τάτα (=πατέρας) βγαίνω και, πώς να… έβγα θύγω μου, έβγα, Πώς να αφήκω τους καλούς γονείς μου». -Που λέει το τραγούδι και- «Πώς να αφήκω την καλή μου μάνα και τις αδερφές μου». Τραγουδώντας αυτά, το έπαιρνε ο θείο-Δήμος και το γύριζε ο θείο-Γιάννης και όλοι… Οι θείες μου τραγουδούσαν και μ’ έβγαλαν με τραγούδι ως παρακάτω, να σου πω τώρα, 100μέτρα τραγουδώντας και με πήρε το σόι του γαμπρού τώρα. Ο γαμπρός είχε τον βλάμη, ο βλάμης έπρεπε να σου φορούσε τα παπούτσια, αλλά για να φορούσε τα παπούτσια, έκαναν οι άλλοι παραπίσω «Πλέρωσε για να πάρεις τη νύφη. Ρίξε λεφτά στα παπούτσια. Δεν σου δίνουμε τη νύφη έτσι». Εκεί γένονταν κάτι αστεία τέτοια και μέσα στην αυτή, την ανακατωσιά, τα ξέπαιρναν. Η νύφη… Εγώ η μαύρη έκλαιγα, έκλαιγα «Μην κλαις, μην κλαις, μην κλαις. Θα χαλάσεις, θα σου φύγει η ομορφιά» έκαναν οι μάνες από πίσω, να σου έδιναν κουράγιο και αυτό ήταν. Βγήκαμε στην πιάτσα και χορέψαμε. Έτσι ήταν το έθιμο. Έπρεπε να βγαίναμε στην πιάτσα του χωριού, να παίρναμε την κορυφή η νύφη, ο γαμπρός και το σόι του. Κατόπιν, ήταν ο βλάμης που έδινε τους χορούς με την αράδα. Θα έπαιρνε ο αδερφός του γαμπρού και οι αδερφές του και καταλαβαίνεις τώρα, όλο, τα ξαδέρφια… από έναν χορό στην πιάτσα ως ότου νύχτωνε η μέρα και πηγαίναμε στο σπίτι της πεθεράς κατόπιν και στο σπίτι του ανδρός. Πάμε εκεί πέρα, η πεθερά θα σου έριχνε το ρύζι. «Έβγα πεθερά στη σκάλα, με το [00:25:00]μέλι με το γάλα». Έλεγε η ιστορία και σου ‘βαναν το πιάτο με το μέλι έτσι και έκαμα τον σταυρό στην πόρτα. «Ρίξε ρύζι να ριζώσει, ρίξε ρύζι να προκόψει». Βουρ το ρύζι και το μέσα στο ρύζι καραμέλες και λιανώματα, χρήματα λιανά, σιδερένια κι έριχναν, σε ρίζωναν, γιατί τότε είχε κλείσει η εκκλησία, δεν πήγαιναν στην εκκλησία να σου ρίξουν ρύζι, το έριχναν στο σπίτι το ρύζι και συνεχούσαν τα τραγούδια, τα καζάνια έβραζαν με κρέατα, με φαγιά... Πήγαινε η ώρα 12.00 τη νύχτα, βάνανε τραπέζι, τρώγαν όλοι, ευχιόνταν όλοι «Να προκόψουν τα παιδιά» και τραγουδούσαν κιόλας. «Εψές με την αστροφεγγιά, να προκόβουν τα παιδιά». -Τραγουδούσαν διάφορα- «Με το λαμπρό φεγγάρι, να ζει ο γαμπρός κι η νύφη». Κατάλαβες τώρα; Τραγουδούσαν, γλεντούσαν, χόρευαν όλη νύχτα, αλλά δεν σου είπα τούτο, που όταν εκτός του ρύζι που πηγαίναμε, ρίχναμε και την μπουγκάτσα. «Ρίξε νύφη την κουλούρα και η πεθερά το ρύζι». Κι έριξα την κουλούρα, θυμούμαι, την σταύρωσα «τακ, τακ, τακ» και στα χέρια της πεθεράς. Τρεις φορές αυτή η δουλειά και κατόπιν με πήρανε μέσα στην κάμαρη και αυτό ήταν το έθιμο της παντρειάς. Κατόπιν ξεκουράζοσουν λίγο κι έβγαινες, χόρευες όπως το είχαμε έθιμο εμείς εδώ οι Δροπολίτες, γενικά έτσι το έχουμε. Βάνουν την νύφη στην κορυφή και χορεύει, αρχή η νύφη και κατόπιν, παρακάτω όλοι οι συγγενείς με την αράδα.
Την κουλούρα πότε την φτιάχνατε;
Την κουλούρα την φτιάχναμε την Πέμπτη. Πώς στολίζουν την Πέμπτη που έφτιαχναν τις κουλούρες τραγουδούσαν κιόλας «Πώς στολίζουν τις μπουγκάτσες παλικάρια. Πώς…» -Τα έχω γραμμένα γιατί τα ξεχνώ πέρασαν χρόνια- «Πώς στολίζουν τις μπογκάτσες παλικάρια;» Έκαναν και μαζεύονταν, στο σπίτι του γαμπρού φτιάχνανε την κουλούρα. Μαζεύονταν τρεις- τέσσερις νέες κι έφτιαχναν την κουλούρα. Την έψηναν και δεν πάθαινε τίποτα αυτή ως την Κυριακή, το έθιμο ήταν να γένονταν την Πέμπτη. Ο γαμπρός έφτιαχνε τις μπουγκάτσες και η νύφη έφτιαχνε το γιούκι. Εγώ αυτά συνάντησα στην ηλικία μου.
Μας είπατε πριν και για παραδοσιακή φορεσιά.
Παραδοσιακή φορεσιά τώρα, τα νυφιάτικα που μου φόρεσε η μαμά μου δεν ήταν δικά μου, αλλά τώρα την εβδομάδα την πρώτη, που θα ήμουν νεοπαντρεμένη και η πρώτη χρονιά «Τι να ντύσει η κοπέλα;-λέει η μαμά-Θα της φτιάκω ένα κοστούμι κόκκινο». Σακάκι, φουστανέλα, ένα μαντήλι, γιλέκι, το οποίο το έχω ακόμα σήμερα, το ζωνάρι και μου αγόρασε και ποδιά. Για να τα είχα αυτά, έχω φωτογραφία με το κοστούμι το κόκκινο και με σκούφια, με το μαντήλι μέσα τώρα. Όταν παντρευόσουν, έβανες στεφάνι. Κατόπιν, την πρώτη χρονιά, σου έδεναν τη σκούφια με μαντήλι και να έβγαινες την Κυριακή περίπατο με τον άνδρα σου, γιατί τότε βγαίναμε περίπατο στην πιάτσα. Πηγαίναμε στο γήπεδο τα καλοκαίρια περισσότερο, καταλαβαίνεις, πάνω-κάτω και μου έφτιακε η μαμά μια στολή, το κοστούμι το κόκκινο. Η σκούφια είχε η μητέρα μου, το μαντήλι, στείλαμε και μας έστειλαν πάκο από την Αμερική. Είχε η μητέρα μου τον αδερφό της εκεί. Η μητέρα είναι η μάνα του πατέρα μου, όχι η γιαγιά. Γιαγιά εμείς λέγαμε της μάνας της μαμάς. Μητέρα έλεγαν εκείνα τα χρόνια και το άλλο κατόπιν, μου έφτιακε κι άλλη μία φουστανέλα η μαμά, με ποδιά ουρανένια, γιλέκι κόκκινο και μαλλιά είχα, τα πλέκαμε δυο πλεξίδες και βάζαμε την κορδέλα, για να πήγαινα για νερό στο πηγάδι, θα μου φόρτωνε η πεθερά τη γομάρα με τις βαλέρες και πηγαίναμε στο πηγάδι. Το πηγάδι, καταλαβαίνεις τώρα, γιομάτο φορτώματα. Δεν είχε νερό, καθόμασταν αράδα πολλοί. Η φουστανέλα ήταν λινή, το λέγαμε, καλοκαιρινή με τις πιέτες της, να φαινόμουν ότι ήμουν νεοπαντρεμένη νύφη και πήγαινα για νερό με τη γομάρα και γύριζα. Μάζευα την ποδιά, την τσίτωνα εδώ, όπως έβλεπα τις μεγαλύτερες, έκανα κι εγώ. Για να μην τη λέρωνα την ποδιά. Αυτό συνέβαινε όσο ήσουν έτσι νεοπαντρεμένη, όσο μπορούσες κι είχες καιρό για να κοιτάξεις τον εαυτό σου, αφού κατόπιν φαμίλιασα, έκανα το πρώτο παιδί, πήγαινα στο μεροκάματο. Όλο και μάζευαν αυτά τα [00:30:00]προβλήματα. Αυτές οι στολές, τις βάναμε με ευκαιρίες. Παντρεύοταν ο σύντροφος του ανδρός μου, παράδειγμα, θα έβανα τη στολή να πήγαινα και μας ήθελαν να γενομάσταν και βλάμηδες, μας πρότειναν: «Μίλη, σε θέλω να γίνεις βλάμης στη χαρά μου». Χαρά μου το λέγαμε χωριάτικα «στον γάμο μου». Άμα μπορούσαμε γενομάσταν βλάμηδες. Βλάμης ξέρεις τι θα πει τώρα. Κρατούσαμε τη χαρά, είχαμε όλη την ευθύνη της χαράς. Πώς θα στρώνονταν το τραπέζι, πώς θα δίνανε, θα δίναμε τους χορούς με την αράδα, να μην γένονταν φασαρία, να κάναμε τα χατίρια ολονών όπως τα ήθελε ο καθένας, όπως έπρεπε. Όμορφα, τακτικά ούτως ώστε τον γάμο να τον ευχαριστιόνταν οι συγγενείς. Ξόδευε ο νοικοκύρης, αλλά έπρεπε οι συγγενείς να ευχαριστιόνταν, να έφευγαν ευχαριστημένοι από τον γάμο του μεν ή του δε όποιον σύμβαινε, παράδειγμα, όποιον τύχαινε ο γάμος. Γένονταν πολλοί γάμοι τότε. Το καλοκαίρι μια φορά κάθε Κυριακή, βαρούσαν κλαρίνα στην πιάτσα. Τώρα…
Εσείς δηλαδή δεν φορέσατε παραδοσιακή φορεσιά, για να παντρευτείτε;
Φόρεσα τα άσπρα, σου είπα. Με φόρεσαν την Κυριακή με τ’ άσπρα. Άσπρα εννοώ, άσπρο φουστάνι, άσπρη ποδιά, κόκκινο γιλέκι, τη σίτα, τη σκούφια με το στεφάνι, τα μανίκια όλα άσπρα. Τις έχω τις φωτογραφίες αυτές.
Η ποδιά ήταν κι αυτή λευκή; Για περιγράψτε μας.
Λευκή, η ποδιά ήταν λευκή. Στα χρόνια τα δικά μου ήταν λευκή η ποδιά. Θέλεις να σου πω πώς ήταν της μαμάς μου; Της μαμάς μου που την έχω ακόμα σήμερα, την έχω περιποιήσει κι άμα πάω να την φέρω να τη δεις «Αλήθεια -θα πεις- έχει τόσα χρόνια;» Aλλά εγώ την έχω κρατήσει, γιατί θέλω, αγαπώ πολύ το παλιό! Η ποδιά που φόρεσα εγώ, ήταν έτσι. Μια γλάστρα με τριαντάφυλλα και δυο παγώνια μεγάλα, κατάλαβες τώρα; Η νύφη κι ο γαμπρός στα λουλούδια μέσα, γιατί κι ο νέος, είδες, είσαι νέος κι ωραίος, σου λέει: «Είσαι λουλούδι». Έτσι είναι φτιαγμένη κι η ποδιά με συνέχεια και η φρούδα (=πιέτες) της ποδιάς με λουλούδια είναι. Έχω, εγώ από τη μανία μου που είχα, έχω μπάσει και στις εγγονές μου αυτή τη μανία, για να φορέσουν τη φορεσιά την άσπρη, τους τα κέντησα. Ποδιές, μαντήλια, μανίκια, σκούφια τα έφτιακα όλα με τα χέρια μου, αλλά μιλούμε για άριστα φτιασμένα.
Τότε ποιος τα έφτιαχνε;
Τότε τα πήρε η μαμά μου σε μια ξαδέρφη της όσο για την Κυριακή. Και να σου πω, την ποδιά την κέντησα μοναχή μου, την άσπρη την ποδιά. Μου την ξεσήκωσε (=σημάδεμα της ποδιάς για να την κεντήσουν) μια γειτόνισσα, έχει πεθάνει τώρα, η Φιλάνθη του Μελίγκα «Μω Φιλάνθη -της είπα εγώ- να μου ξεσηκώσεις λίγο την ποδιά;» «Θα στην ξεσηκώσω εγώ, μωρή καρδιά μου» μου λέει αυτή και μου την ξεσήκωσε, αλλά «Καλά -της είπα εγώ- δεν ξέρω να την κεντήσω!» «Θα σου δείξω» μου είπε. Ήμουν ακριβώς16 χρόνια. Και την κέντησα την ποδιά, αλλά πώς την κέντησα; Είχα εκεί τη μανία να κεντήσω, που δεν κοίταζα να ανοίξω το ντουλάπι να φάγω. Ανέβαινα στη συκιά έτρωγα δυο-τρία σύκα κι αστοχούσα να έτρωγα το φαΐ που άφηνε η μαμά, το γιόμα, για να τρώγαμε το γιόμα. Είχα τη γνώμη να την κεντούσα την ποδιά, την εκέντησα! Ποδιά, γιλέκι και ζωνάρι, τ’ άλλα κατόπιν, τα δανειστήκαμε, τη σίτα, τη σκούφια είχε η μητέρα μου, το μαντήλι το κέντησα μοναχή μου, το μαντήλι για τη σκούφια. Ήμουν μικρή και τα κέντησα, αλλά επειδή είχα μανία, τα κέντησα, δεν τα πέρασα από την αράδα.
Τα υφάσματα αυτά για να κεντήσετε, πού τα βρίσκατε;
Θα σου πω τώρα, το ατλάζι υπήρχε στον τόπο, το μετάξι, μετάξι άσπρο γένονταν η ποδιά. Τις λάμπες και το χρυσό έπρεπε να τις έπαιρνες… Να έρχονταν από την Αμερική. Από την Αμερική στείλαμε στον αδερφό της μητέρας μου, που ήταν τότε στην Αμερική το 1968- ‘69 τότε η χρονιά που τα κεντούσα και μας έστειλε πάκο. Έστειλε πάκο και μέσα είχε λάμπες και χρυσό. Καλά, αλλά ήταν λίγο λιγοστά και της λέω της Φιλάνθης, [00:35:00]της γειτόνισσας «Μου φαίνονται λίγα, μωρ’ Φιλάνθη-της λέω-Θα με φτάκουν να κεντήσω τη ποδιά;» και μου λέει εμένα η Φιλάνθη «Βασίλω, -μου λέει εμένα- ας γένουν πιο ανάραια. Θα τα έχεις δικά σου. Θα τα έχεις μέσα στον κομό σου και δεν θα γυρέψεις τα δικά μου, που είναι πιο πλούσια κεντησμένα-μου είπε-Θα ορίσεις την ποδιά σου». Κατάλαβες; «Θα τα κάνεις λάμπα-κομπολόι-μου είπε εμένα αυτή-και θα τα γιομίσεις και θα γένει όμορφη και πολύ καλή» μου λέει κι έτσι κάμαμε. Μ’ εκείνα που έστειλαν απ’ την Αμερική έφτιακα εγώ αυτά τα δυο τα ενδύσματα, έφτιακα την ποδιά, τα μανίκια και το γιλέκι με χρυσό και το μαντήλι ήταν ένα, δυο, τρία, ήθελαν λάμπα και κομπολόι. Το γιλέκι ήταν να το κεντούσες χρυσό και τα έφτιακα και τα είχα δικά μου κι όταν ήρθε η ώρα τώρα, να κεντήσω στις εγγονιές μου, που γίνηκαν και… όπως με ρωτάς εσύ τώρα, ρωτούσαν κι αυτές κι ήβλεπαν τις φωτογραφίες και τους άρεσε «Α γιαγιά, πού σε έχουν πάρει εδώ; Τι είναι τούτη η καλή φωτογραφία;» «Εδώ με έχουν πάρει -τις έλεγα εγώ- όταν έρχονταν ντελιγκατσιόνια» (=γκρουπ τουριστών ή αντιπροσωπειών κάποιου κρατικού φορέα ή κάποιων ξένων επιχειρήσεων) κινέζοι, διάφορα έρχονταν από κράτος σε κράτος και μας έβγαζαν στο χωριό να τους περιμέναμε. Βαρούσαν τα κλαρίνα κι εμείς, οχτώ νυφάδες, ποιες ήταν παντρεμένες εκείνη τη χρονιά νεονυφάδες, σου έλεγε η εξουσία του χωριού «Θα βγούμε να περιμένουμε το ντελιγκατσιόνι από την Κίνα» είτε από κάποιο άλλο μέρος και φοριόμασταν με τα παραδοσιακά, με τα ρούχα αυτά τα νυφιάτικα και μ’ έπαιρναν φωτογραφία και μια τόση φωτογραφία την έχουν στείλει στη σάλα του χωριού, στη λέσχη, που τη λένε, και ήταν εκεί βαλμένη κι όταν χάλασε, μου την έδωκαν. Την έχω εγώ πάνω, ή στις εφημερίδες μ’ έπαιρναν φωτογραφία πολύ. Και τα έλεγα των κοπελών μου αυτά, ότι φοριόμασταν που ήμασταν νέες και περιμέναμε και μας έπαιρναν φωτογραφίες και «Θα σας φτιάκω κι εσάς, θα πάτε στο σχολείο, θα κάμετε προγράμματα». Έκαναν προγράμματα στο σχολείο «Θα σας κάμω κι εσάς» «Να μας φτιάκεις, γιαγιά». «Καλά, αλλά θα μάθετε κι εσείς να κεντήσετε. Όπως θα βλέπετε τη γιαγιά, θα κάμετε κι εσείς». «Να μας δείξεις, γιαγιά» οι δίδυμες μια φορά. Εδώ είναι η Βασιλική του Μιχάλη, για οι δίδυμες, για η ποδιά που σου λέω, και τους εκέντησα τις στολές. Και οι δυο οι δίδυμες, όταν ήρθε ο Παπούλιας, βγήκαν και τον περίμεναν αυτές με το αυτό, του είπαν τα καλωσορίσματα ντυμένες στ’ άσπρα. Έστραφε η σκηνή και δώδεκα- δεκατρείς κοπέλες ντυμένες στ’ άσπρα χόρευαν, για να περίμεναν τον Παπούλια, τότε ήταν υπουργός εξωτερικός, ο Κάρολος Παπούλιας, Έλληνας.
Πότε έγινε αυτό;
Αυτό που περιμέναμε τον Παπούλια; Τώρα θα ήταν ‘93; Τι να σου πω τώρα; Ήταν τότε αρχή. Μπορεί και ‘92 και κατόπιν ξανάρθε ο Παπούλιας, μεγάλωσαν οι κοπέλες. Όταν ήρθε ο Παπούλιας, πήγα κι εγώ σαν διακεκριμένη συνεταιρίστρια. Από το αμπέλι μας έδωκαν κάλεσμα και περιμέναμε τον Παπούλια. Κατόπιν ο Παπούλιας ξανάρθε και ξανάρθε, ώσπου που μεγάλωσαν οι κοπέλες και τον περίμεναν κι αυτές νυφάδες ντυμένες.
Με αυτόν τον συγγενή σας, που είχατε στην Αμερική, πώς επικοινωνούσατε;
Με τα γράμματα. Ο θείο Μίχος. Επιτρέπονταν τα γράμματα. Αχ, του έγραψα κι εγώ ένα ποίημα που ήμουν μικρή «Θέλω να έρθω…» Πώς το ξέχασα; Του έγραψα ένα ποίημα εγώ του θείου Μίχου, αδερφός της μητέρας «Να έρθω σαν η σφαίρα, να σε βρω, θειο Μίχο μου, να σου πω την καλημέρα» του είπα. Κατάλαβες; Γιατί τότε ήμουν πρώτη τάξη και μάθαινα να έγραφα κι αυτός ενθουσιάστηκε και λέει: «Μικρή μου -λέει- εσύ θα προοδέψεις πολύ στα μαθήματα, γι’ αυτό σου στέλνω…» λέει. Μου έστειλε μολύβια, πένες, σβηστάρια, τα οποία εδώ δεν παραυπήρχαν τότε. Τότε γράφαμε στα χρόνια μου, είχαμε την ξυλόπενα, ένα μπουκάλι μιτσό με μελάνι και γράφαμε σαν που βλέπουμε στα φίλμια. Έτσι γράφαμε στην αρχή, κατόπιν μου [00:40:00]έστειλε εμένα ο θείο Μίχος αυτά. Τούτα τα που γράφετε εσείς τώρα, τότε το ‘60 τόσο που έστειλε αυτός, ήταν μεγάλο πράγμα κι έγραφα μ’ εκείνο. Τα έδινα και στις συντρόφισσες, έγραφαν, δεν ήμουν για τον εαυτό μου. Ήθελα κι αυτές να χαίρονταν που είχαμε μια πένα στην τάξη τέτοιου είδους.
Πού πηγαίνατε για να τα στείλετε αυτά τα γράμματα;
Στο Αργυρόκαστρο, ήταν πόστα. Πόστα…
Ταχυδρομείο;
Ταχυδρομικός σταθμός, να το πούμε τώρα. Εκεί, η Δρόπολη όλη εκεί έστειλε τα γράμματα, γιατί γενικά ήταν πολλοί ξενιτεμένοι, ο κόσμος τότε. Όχι στη… στα χρόνια μας δεν υπήρχε ξενιτιά, το σύνορο ήταν κλεισμένο, δεν έφευγε κανένας. Η ξενιτιά έγινε τότε, ως το ‘45, όσοι πρόλαβαν κι έφυγαν, ξενιτεύτηκαν, έμειναν στις Αμερικές και χωρίστηκαν. Δεν είχε και συγκοινωνίες τότε, να πήγαιναν, να έρχονταν.
Πόσο καιρό νωρίτερα έπρεπε να γράψετε στον θείο σας στην Αμερική, για να σας στείλει κάτι, όπως τώρα, μου είπατε, για να σας στείλει να παντρευτείτε.
Έπρεπε να το έγραφες έναν μήνα, δύο μήνες. Εξαρτάται, πώς θα έρχονταν το δέμα. Θα έρχονταν αεροπορικώς ή θα έρχονταν με το πλοίο. Όσο να έρχονταν στα Τίρανα, από τα Τίρανα στο ταχυδρομείο του Αργυροκάστρου. Το πλήρωναμε και το παίρναμε, δεν το παίρναμε δωρεάν. Το πλήρωναμε το δέμα που έρχονταν, ας το αγόραζαν στην Αμερική και τα πλήρωναν οι ανθρώποι μας. Εδώ το πλήρωναμε στο κράτος πάλι, τα έξοδα που έκανε το κράτος, τα πληρώναμε.
Ήταν ακριβό για να έρθει;
Τώρα ακριβό, ακριβό ήτανε, κοστολογιόνταν τι είχε το πάκο μέσα και κοστολογιόνταν αυτό, ανάλογα τις αξίες που είχε μέσα.
Γενικά, κοιτούσαν και τα δέματά σας; Πώς το έλεγχαν αυτό;
Το έλεγχαν, δεν ξέρω, ήμουν και μικρή κοπέλα, αλλά όπως ήκουγα τους μεγάλους, τα έλεγχαν. Τα άνοιγαν, τα κοίταζαν και σου έλεγε: «Εσύ το πάκο θα το πάρεις τόση τιμή». Δεν το… δωρεάν δεν το παίρναμε. Θυμούμαι έδωκαμε τότε 9.000 λεκ, τότε ήταν πολλά τα λεφτά, αλλά επειδή δεν είχες πού να το έβρισκες αυτό το υλικό που γύρευες, έστελνες ως εκεί να έρχονταν, ενώ τώρα το ‘90 που άνοιξαν οι δρόμοι, αυτά τα υλικά όλα τα βρήκαμε στην Ελλάδα. Πήραμε στην Ελλάδα ό,τι θελήσαμε και χρυσά και μετάξια και γκατιφέδες (=κοτλέ) και όλα και φλουριά, τα ψεύτικα τα φλουριά, που τα λέμε, όχι τα γνήσια και φτιάχνουμε τις σκούφιες, ενώ τότε, τα χρόνια εκείνα οι σκούφιες ήταν μετρητές στο χωριό, ήταν γνήσια τα φλουριά. Η μητέρα μου τα είχε γνήσια τα φλουριά στη σκούφια, τα θυμούμαι σαν να είναι τώρα. Σκούφια και τραχήλια είχε πενήντα έξι φλουριά, αλλά ήταν από καλά. Δεν ήταν ψεύτικα.
Όταν παντρευτήκατε εσείς, πήγατε και στο σπίτι του συζύγου σας;
Ναι.
Ήταν η πρώτη φορά που βλέπατε το σπίτι του, που πηγαίνατε;
Όχι. Πηγαίναμε κι αρραβωνιασμένοι στο σπίτι. Όταν είχαν κάποιο τραπέζι να κάνανε, πήγαινα με τον σύντροφό μου, με τον άντρα μου αντάμα στο σπίτι της πεθεράς. Δεν πήγα αρχή τότε, ενώ πριν πριν, έτσι το είχαν. Θα πήγαινες στο σπίτι του συζύγου, όταν παντρευόσουν, ενώ στα χρόνια μου πήγαιναν στο σπίτι του αρραβωνιαστικού. Το ίδιο έρχονταν κι ο αρραβωνιαστικός σε εμάς. Δυο φορές την εβδομάδα, Τετάρτη και Κυριακή.
Τι μαγειρεύατε για έναν γάμο;
Μαγειρεύαμε από όλα. Μεζέδες για το τραπέζι. -Να τους πω τους μεζέδες; Κιοφτέδες, τας κεμπάπ, κοκκινιστό το λέγανε εκείνα τα χρόνια, τυρί, τουρσί, ψητό έσφαζαν, ως το 1975 είχανε το βιος στο κατώι ο κάθε νοικοκύρης και έσφαζε για τη χαρά. Θα έσφαζε δυο αρνιά, δυο ζυγούρια, ό,τι είχε ο καθένας, άλλος έσφαζε μοσχάρι και εγένονταν, έφτιαχναν καζάνια φαί. Έφτιαχναν κοκκινιστό, έφτιαχναν πατάτα στη γάστρα ή στον φούρνο, ρύζι πιλάφι, κρέατα, αυτά ήταν τα κύρια που γένονταν στη χαρά, με [00:45:00]ούρλια, τζατζίκι που το λέμε σήμερα. Τότε το λέγαμε ούρλια, ούρλιες.
Γλυκά;
Γλυκά. Τώρα… Πρώτο και κύριο ήταν η μπογκάτσα, που την λέγαμε αυτήν η κουλούρα. Την κόβαμε, την έκανε κομματάκια, κομματάκια κι εδίναμε στο τεψί κι έπαιρναν όλοι. Το λουκούμι, το πιοτό. Αυτά ήταν τα γλυκά στη χαρά, συνήθως. Δεν γένονταν τίποτα, δεν θυμούμαι τίποτα γλυκά εξαιρετικά. Κατόπιν, με τα πέρασμα του χρόνου, ο κόσμος προόδευε καλύτερα, έφτιαχνε και καλύτερα και περισσότερα. Άρχισαν γίνονταν τραπέζια πιο μεγάλα, με σύστημα, τον μπουφέ που άρχεψε αρχή κι αρχή που θυμούμαι, λέγανε: «Θα το κάνει μπουφέ». Και τον μπουφέ είχε καθένας το πιάτο του, σου έβαζαν εκείνο που χρειάζονταν, το ψητό σου, το ό,τι είχε ο καθένας και γένονταν στο πιάτο του. Κατάλαβες; Περνώντας τα χρόνια και ανοίγονταν η ζωή, μάθαινες περισσότερα, γένονταν καλύτερα. Οι παλιότεροι το είχαν με καζάνια, γιόμιζαν τα πιάτα, παίρναμε μάγειρα, κάναμε γάμο της αδερφής. Εμείς είχαμε τον μάγειρα στο σπίτι και αυτός διηύθυνε όλη τη μαγειρική και βάνανε τους νέους τα σέρβιραν. Δεν σου είπα που έφτιαχνανε και φουτάδες. Στις χαρές εφτιάχναμε και φουτά. Τριανταφυλλένιους και ουρανένιους φουτάδες και πήγαινες στη χαρά ο πρώτο ξάδερφος, του έβαναν τον φουτά, του έδιναν φουτά. Έφτιακα κι εγώ στων παιδιών μου, στου Λέκου μου, τη χαρά φουτάδες. Την έκανα τη χαρά παλιακιά, όλα τα… Φουτά ξέρεις ποιον λέγανε; Ένα κομμάτι, τριανταφυλλί ή ουρανί ή ποδίτσα, στις γυναίκες και στις κοπέλες βάναμε από μία ποδίτσα, στους άνδρες φουτάδες, κυρίως αυτοί που δούλευαν στο κελάρι, γίνονταν πιο μακρύς ο φουτάς και δούλευαν στο κελάρι, σέρβιραν, λιάνιζαν το κρέας, έπλεναν πιάτα και οι γυναίκες που ήταν να έπλεναν τα πιάτα είτε να βοηθούσαν στις δουλειές, τους έδιναν φουτά. Φουτά έτσι το έλεγαν. Φουτά, λέγεται η ποδιά, ποδίτσα. Ποδίτσα λέγαμε για τις γυναίκες, φουτά λέγαμε στον άνδρα.
Το τραπέζι το κάνατε μαζί οι νεόνυμφοι;
Κάθε νοικοκύρης έκανε το τραπέζι στο σπίτι του. Η μεριά της κοπελιός, που εγώ στα χρόνια μου δεν θυμούμαι να κάνανε χαρές μεγάλες στις κοπέλες. Η χαρά η μεγάλη γένονταν στα παιδιά, κατάλαβες τώρα; Η κοπέλα έφτιαχνε το γιούκι την Πέμπτη. Αυτοί που ήταν κι έφτιαχναν το γιούκι, τους έκαναν ένα γιόμα και την Κυριακή έκαναν γιόμα και τρώγανε αυτοί που ήταν όλοι μέσα, αλλά δεν έχω θύμηση, να κάμουν χαρά μεγάλη σαν που γένονται τώρα και λένε: «Ο τάδε παντρεύει την κοπέλα του κι έχει γάμο». Κάνει γάμο σπίτι της κι αύριο κάνει ο γαμπρός γάμος ή κι άλλαξαν κιόλας τα εθίματα, τώρα τα κάνουν και κοινά, μια μεριά του γαμπρού, η μεριά της νύφης και γλεντούν όλοι ένα βράδυ παράδειγμα.
Ενώ τότε ήταν ξεχωριστά; Δύο βράδια;
Ήταν ξεχωριστά. Καθένας έκανε σπίτι του, με τον συγγενή του, με τα κλαρίνα του. Ο γαμπρός έκανε δική του χαρά κι η νύφη έκανε δική της χαρά. Και το θέμα ήταν εδώ που καλούσε η νύφη στο τραπέζι, ίσα με δέκα άτομα, πάει να πει καλούσε τον γαμπρό, τα αντραδέρφια, τις συννυφάδες, τους κυριότερους. Άμα έκανε η νύφη το τραπέζι της, καλούσε, το Σαββάτο βράδυ έκανε η νύφη και καλούσε απ’ τη μεριά τους ανδρός μέχρι δέκα άτομα, όχι περισσότερους. Δεν θυμούμαι γιατί δεν είχε πολύ, ήταν έξοδο μεγάλο να καλούσε όλους τους συγγενείς, δεν το μπορούσε, δεν απαντούσε κι έτσι καλούσε τους κυριότερους, μέσα για μέσα του σπιτιού, η νύφη, ενώ ο γαμπρός αύριο έκανε τη χαρά και καλούσε από το σόι της νύφης κι ο γαμπρός μόνο δέκα. «Όσους κάλεσες εσύ, τόσους θα καλέσω κι εγώ». Έτσι γένονταν.
Δεν γινόταν δηλαδή ένα κοινό τραπέζι;
[00:50:00]Όχι, όχι δεν γινόταν ένα κοινό τραπέζι. Τώρα γίνονται αυτά, ένα κοινό τραπέζι ποτέ δεν γινόταν. Κάθε σπίτι έκανε τη δική του προετοιμασία για την κοπέλα του κι αύριο ήταν… Το Σάββατο βράδυ γίνονταν της κοπελός κι αύριο γένονταν του γαμπρού η χαρά η κανονική.
Το σπίτι το στόλιζαν;
Το στόλιζαν τώρα, να συγκρίνω τα στολίδια τα σημερινά με το τότε, καθόλου. Άλειφαν, πλένανε, γένονταν μία γενική καθαριότητα, αλλά για να θυμηθώ στολές, εγώ δεν θυμούμαι.
Το ασβεστώναν όμως.
Το ασβεστώναν, πώς! Το ασβέστωναν, ναι, γένονταν γενική καθαριότητα. Πώς! Ασβεστώνονταν οι αυλές, το σπίτι, κάθε μεριά πρόσεχε την καθαριότητα. Όσο μπορούσαν. Μην κοιτάζεις, η καθαριότητα η σημερινή με το τότε, δεν είχε, δεν μπορούσε να συγκρίνονταν, δεν είχε και τα δέξα. Σου είπα, έπρεπε να κουβαλούσε το νερό με τις βαλέρες, για να εφοδιάσει το σπίτι, να εφοδιάσει αύριο για τη χαρά, να πλυθούν, να κάνουν. Ήταν δύσκολα τα πράγματα, δεν ήταν ευκολίες που είναι σήμερα. Δεν μπορείς να συγκριθούν ευκολίες, περνώντας τα χρόνια και πότε με εθελοντισμό ο κόσμος, πότε με… έφτιακαν και ταξιαρχίες που δούλευαν, παράδειγμα, για το καθετί που έπρεπε να γένει και για την ευκολία και για το καλό όλων.
Το γιούκι πώς το μετέφερε η νύφη στο σπίτι;
Το γιούκι εντάξει. Έρχονταν ο γαμπρός, πριν έρθουν να πάρουν τη νύφη, έστελναν τα παλικάρια, τα παιδιά, τα φιντάνια με το άλογο, με δυο τρεις γυναίκες ψημένες, με το άλογο και το γιούκι το φτιάχναμε, το δέναμε με φιόγκους, κατάλαβες; Διπλώνονταν το πάπλωμα, μέσα στο πάπλωμα ένα προσκέφαλο. Οι δυο οι άκρες τα δέναμε με κορδέλες, κόκκινη κορδέλα και άσπρη, κόκκινη κορδέλα και κίτρινη, κόκκινη κορδέλα και ουρανένια από τις δυο τις μεριές και γένονταν αυτά έτσι. Τι όμορφα! Κι έρχονταν με το άλογο, τα φορτώναμε και τα πηγαίναμε στο σπίτι του γαμπρού «Έχετε άλλα να πάρουμε; Τι έχετε άλλα να πάρουμε;» έκαναν η μεριά του γαμπρού «Όλα έτοιμα». Αυτά που είναι όλα για τη νύφη. Αυτό ήταν της νύφης το στήριγμα, το γιούκι!
Οι γειτόνισσες έβγαιναν να δουν το γιούκι της νύφης;
Πώς δεν έβγαιναν οι γειτόνισσες! Αλίμονο, η γειτόνισσα, όχι μόνο που έβγαιναν, αλλά ήταν σαν νοικοκυρές, μέσα άμα πας, άμα είσαι με τη γειτόνισσα αγαπημένη, δεν είναι άλλο καλύτερο, γιατί και από τον αδερφό καλύτερος είναι ο γείτονας. Αυτός βρίσκεται στις καλές τις ώρες και τις άχαμνες. Αν τα έχεις χαλασμένα κι αν έχεις φασαρίες, δεν είναι καλά πράγματα, ενώ τις γειτόνισσες τις αισθανόμασταν σαν δεύτερες μάνες, εγώ έτσι το αισθάνομαι. Κι ακόμα σήμερα με τις γειτόνισσες κι αυτές που να με βρουν, το ίδιο και η μαμά μου για τις κοπέλες τους. Ζούσαμε αγαπημένα σου λέω.
Ή τα παιδιά να δουν τα προικιά της νύφης-
Όλοι, όλοι, όλοι έβγαιναν και γιατί το στιούσαμε το γιούκι από την Πέμπτη. Από την Πέμπτη κι ως το Σάββατο το βράδυ έρχονταν το χωριό όλο, χωριανές, παρέα, γειτονιά, δικές και ήβλεπαν το γιούκι και κερνούσαν την κοπέλα ό,τι μπορούσαν. Άλλος χρήματα, άλλος ένα κομμάτι πράγμα, άλλος μία αράδα κομπολόγια, άλλος… κάτι τέτοια γένονταν.
Ωραία, κυρία Βασιλική. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε και τον χρόνο σας και την ιστορία σας. Να είστε καλά.
Ευχαριστώ κι εγώ.
Photos

Σίτα
Πίσω μέρος σίτας

Γιλέκο
Μπροστινό μέρος γιλέκου

Γιλέκο
Λεπτομέρεια

Γιλέκο
Πίσω μέρος

Ζωνάρι
Το ζωνάρι έχει μήκος περίπου 80 εκατοστά

Το ένα από τα δύο μανίκια
Στα μανίκια διακρίνεται γαλάζια, σατέν φόδ ...

Σκούφια

Σκούφια
Πίσω μέρος σκούφιας

Ποδιά
Το υλικό της ποδιάς ονομάζεται «χρυσαλίδα» ...

Ποδιά
Λεπτομέρειες της ποδιάς

Νυφιάτικη φορεσιά της Κά ...
Η παραδοσιακή φορεσιά της νύφης είναι της ...

Νυφιάτικη φορεσιά της Κά ...
Λεπτομέρεια του άνω μέρους της ποδιάς. Απε ...

Νυφιάτικη φορεσιά
Το κάτω μέρος την ποδιάς. Λεπτομέρεια της ...

Σίτα
Το μπροστινό μέρος της σίτας

Λεπτομέρεια σίτας
Summary
Η κ. Βασιλική μιλάει για τη μεγάλη αγάπη που είχε για τη μάθηση και το σχολείο. Ωστόσο, δεν συνέχισε τη φοίτησή της σε κάποια σχολή μετά το οκτατάξιο, καθώς παντρεύτηκε. Περιγράφει τα έθιμα του γάμου, το γιούκι, το τραπέζι και φυσικά, περιγράφει με λεπτομέρειες την παραδοσιακή, δροπολίτικη φορεσιά της νύφης. Ακόμα, αναφέρει πώς για να μπορέσει να κεντήσει τη φορεσιά της, έπρεπε να της στείλει ο θείος της από την Αμερική τα απαραίτητα.
Narrators
Δέσποινα Ντόκου
Field Reporters
Φυλάνθη Κώτσια
Tags
Interview Date
17/12/2021
Duration
54'
Interview Notes
Η παραδοσιακή φορεσιά της νύφης είναι της Κάτω Δρόπολης και όχι της Άνω. Η διαφορά έγκειται κυρίως στην ποδιά, καθώς η ποδιά της Άνω Δρόπολης έχει χρώματα, ενώ της Κάτω είναι λευκή.
Summary
Η κ. Βασιλική μιλάει για τη μεγάλη αγάπη που είχε για τη μάθηση και το σχολείο. Ωστόσο, δεν συνέχισε τη φοίτησή της σε κάποια σχολή μετά το οκτατάξιο, καθώς παντρεύτηκε. Περιγράφει τα έθιμα του γάμου, το γιούκι, το τραπέζι και φυσικά, περιγράφει με λεπτομέρειες την παραδοσιακή, δροπολίτικη φορεσιά της νύφης. Ακόμα, αναφέρει πώς για να μπορέσει να κεντήσει τη φορεσιά της, έπρεπε να της στείλει ο θείος της από την Αμερική τα απαραίτητα.
Narrators
Δέσποινα Ντόκου
Field Reporters
Φυλάνθη Κώτσια
Tags
Interview Date
17/12/2021
Duration
54'
Interview Notes
Η παραδοσιακή φορεσιά της νύφης είναι της Κάτω Δρόπολης και όχι της Άνω. Η διαφορά έγκειται κυρίως στην ποδιά, καθώς η ποδιά της Άνω Δρόπολης έχει χρώματα, ενώ της Κάτω είναι λευκή.