© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
«Το μπαράκι του Κλέαρχου»: Το πρώτο μπαρ στη Σύρο
Istorima Code
10160
Story URL
Speaker
Κλέαρχος Καραγιαννίδης (Κ.Κ.)
Interview Date
19/11/2021
Researcher
Νατάσα Σπινθουράκη (Ν.Σ.)
[00:00:00]
Είναι Παρασκευή, 19/11, είμαστε στη Σύρο, στο Επισκοπειό, εγώ είμαι η Νατάσα Σπινθουράκη, ερευνήτρια στο Istorima και βρίσκομαι με τον Κλέαρχο Καραγιαννίδη και ξεκινάμε. Καλησπέρα Κλέαρχε.
Καλησπέρα.
Θέλεις να μας πεις μερικά πράγματα για εσένα;
Ωραία! Θα σας πω, θα αρχίσω από την προ - προηγούμενη γενιά, γύρω στο 1920, στη Συμφερούπολη, ο παππούς μου, ο Κλεάνθης ο Κωνσταντινίδης από την Τραπεζούντα, Πόντιος ήταν δάσκαλος σε ελληνικό σχολείο της Συμφερούπολης, στην Ουκρανία τη σημερινή και έτρωγε στο εστιατόριο του πατέρα της γιαγιάς μου και η γιαγιά μου καθόταν στο ταμείο, ξανθιά με γκρίζα μάτια, όμορφη και μια στιγμή ο παππούς του άρεσε και πήρε μια καρδιά από τη μαρουλοσαλάτα και πήγε στο ταμείο και της λέει: «Σου χαρίζω την καρδιά μου, μου χαρίζεις τη δικιά σου;» και έτσι έγινε το κονέ και παντρευτήκανε, μείνανε εκεί, κάνανε δύο παιδιά και μετά κατεβήκανε στην Αθήνα και κάνανε άλλα δύο παιδιά. Η μάνα μου είναι η Ιφιγένεια η τρίτη και έτσι εξαιτίας ενός μαρουλιού, μάλλον υπάρχω.
Τέλεια!
Λοιπόν, μετά ο πατέρας μου, από την Αλεξανδρούπολη, είχε κατέβει στην Αθήνα, είχε έναν κολλητό, τον Γιώργο τον Χόπτιλ που έπαιζε hawaiian και είχαν ένα συγκρότημα στον Κολωνό που παίζανε σε ένα καμαράκι, η μάνα μου πήγαινε εκεί σάντουιτς στον αδερφό της, στο Γιώργο τον Κωνσταντινίδη που έπαιζε κιθάρα, ομορφόπαιδο και είχε και ένα συγκρότημα αυτός «Τα γαλάζια πουλιά» με ένα κουστούμι άσπρο με μπλε ρίγα, παίζανε εκεί διάφορα τέτοια με «χαβάγιες». Έτσι γνωρίστηκε με τον πατέρα μου που πήγαινε και αυτός να δει το φίλο του τον Χόπτιλ, πάλι μουσική δηλαδή στην αιτία, αυτά είναι δύο βασικά από τις προηγούμενες γενιές.
Μετά στο σχολείο, πάντα ζήλευα τα παιδιά που μου λέγανε: «Ήμουνα το Πάσχα στο χωριό, ήμουν το καλοκαίρι στο χωριό», εγώ δεν είχα χωριό γιατί δεν είχε κρατήσει ο πατέρας μου από την Αλεξανδρούπολη σχέσεις κλπ. και ονειρευόμουν από πιτσιρικάς ένα σπίτι στο βουνό με θέα σε νησί. Κάποια στιγμή, όντας φαντάρος στην Τρίπολη, μια φίλη μου είπε ότι - ααα με τη φίλη μου την Νίτσα τότε που ήμασταν μαζί στην Κόρινθο, αυτή είχε κατέβει με τους σεισμούς το ’81 και επισκεύαζε πολυκατοικίες στην Κόρινθο, εγώ ήμουν φαντάρος στην Τρίπολη, τα σαββατοκύριακα πήγαινα και την έβλεπα και λέγαμε να ανοίξουμε ένα μπαράκι σε νησί, τότε ήταν η μόδα από τη Θεσσαλονίκη, όλοι κατεβαίναν στις Κυκλάδες και ανοίγανε μπαράκια, Σαντορίνη κλπ. - και πάνω στην κουβέντα, μια φίλη που είχε σχέσεις με Σύρο, λέει: «Γιατί δεν πάτε στη Σύρο που δεν έχει τίποτα;» δεν είχε τίποτα τότε πραγματικά, είχε κάτι καφετέριες τελείως decadence.
Πότε;
Το 1983.
Οκ.
Και ερχόμασταν μια βόλτα με ένα φίλο εδώ, βρήκα αυτό το μαγαζί στην πλατεία που ήταν ερείπιο και ακατοίκητο 50 χρόνια και το νοίκιασα, απ’ ό,τι έμαθα μετά, αυτό ήταν το διοικητήριο της Σύρου επί Καποδίστρια και εκεί γινόντουσαν τα συμβούλια των προυχόντων και αποφάσιζε για τον Έρατο στην Επανάσταση και μπλα μπλα διάφορα τέτοια και βρέθηκα να το νοικιάζω αυτό, έγινε ένα μπαράκι με πιάνο και βουκαμβίλιες και «Χατζηδάκια» μου, «Θεωδωράκια» μου και πήγε καλά και κόλλησα εδώ. Ήρθα για καλοκαίρι και βρέθηκα να είμαι ακόμα εδώ.
Από πότε;
Από το ’84.
Και ήρθες περιστασιακά δηλαδή.
Ναι, ήρθα να δω τι γίνεται, βρέθηκε ο χώρος, άνοιξα το μαγαζί, πήγε τέλεια, δεν είχε και άλλα, ήταν και καλή η ατμόσφαιρα, ο κόσμος ήταν πιο χαλαρός πιο έτσι δεκτικός και πιο μαλακός και γλυκός, δεν ήταν σκληρός όπως τώρα και αυτό ήρθε και κούμπωσε με τις συριανές ανάγκες και πήγε μια χαρά.
Οπότε, εσύ έρχεσαι, με το που τελείωσες το στρατό~
Ναι.
Έρχεσαι κατευθείαν εδώ με σκοπό να ανοίξεις το μπαρ.
Ναι, ναι ήδη το είχα νοικιάσει, 3-4 μήνες πριν απολυθώ.
Οκ! Αλλά είχες ξανάρθει στο νησί;
Όχι, ποτέ!
Ποτέ!
Ποτέ! Ήρθα, νοίκιασα το χώρο, πήγα, απολύθηκα, ήρθα και 24 Απριλίου, το ’84 ήμουν με φτυάρι και τσουγκράνα και έβγαζα ξερά χόρτα από την αυλή και 1 Ιουνίου άνοιξα.
Πώς τον βρήκες τον χώρο εκεί πέρα;
Λοιπόν! Μέναμε εκεί στο «Νησάκι», σε ένα ξενοδοχείο στην παραλία, λέω στη φίλη μου: «Πάω να βρω μαγαζί». Δίπλα σε αυτό [00:05:00]που νοίκιασα στην πλατεία, παλιά τώρα που είναι το αστυνομικό αρχείο ήταν η αστυνομία, ήταν νοικιασμένο το από κάτω, είχε κάτι τραπέζια, καρέκλες, το είχανε ΚΨΜ οι χωροφυλάκοι και λέω αυτό. Ρώτησα και το περίπτερο, μια γριούλα μου λέει ένας δικηγόρος το διαχειρίζεται, αυτή νόμιζε ότι εννοούσα το διπλανό, εγώ δεν το είχα δει το διπλανό και πάω βρίσκω το δικηγόρο και με πάει στο διπλανό που ήτανε αυλή, που ήτανε με δέντρα, ένας καταπληκτικός χώρος και βρέθηκα με αυτό.
Οκ! Ενώ εσύ πήγαινες για άλλο!
Εγώ πήγαινα για άλλο, ναι.
Και σε τι κατάσταση το βρήκες;
Σου λέω με 2 μέτρα τσουκνίδες μέσα, με ψόφιες γάτες, με σκουπίδια, μάζευα, επί ένα μήνα μάζευα σκουπίδια. Αυτό ήταν μιας γριάς που λεγότανε Μαρία Σαλάχα από την οικογένεια των «Σαλαχαίων», που είχαν κατέβει από την Άνω Σύρο και ήταν το πρώτο ή δεύτερο οίκημα στην Ερμούπολη το 1823. Τότε, απ’ ό,τι μου είχε πει η κυρία Μαρία η συγχωρεμένη, η μέση της πλατείας ήταν παραλία, δεν υπήρχε η παραλία, το οικιστικό κομμάτι από την πλατεία και κάτω δεν ήταν χτισμένο, δεν ήταν καν χτισμένο το Δημαρχείο, το οποίο χτίστηκε το 1876.
Αλήθεια;
Ναι! Και υπάρχει και φωτογραφία της πλατείας το 1876 που φαίνεται ο ΟΤΕ, φαίνεται η βιβλιοθήκη, φαίνονται πολλά νεοκλασικά χωρίς να υπάρχει το Δημαρχείο που είναι λόφοι.
Και πας και αρχίζεις και ξεκινάς τα μερεμέτια, νέος τώρα εσύ.
28 χρονών.
28 χρονών.
Ναι, έβαλα το πιάνο μέσα, φύτεψα κάτι βοκαμβίλιες που είχα φέρει από την Κόρινθο και ξεκίνησε η ιστορία, πιανάκι, Χατζηδάκη.
Μου είπες πριν ότι τότε οι άνθρωποι ήταν πολύ πιο μαλακοί και-
Ναι.
Αλλά φαντάζομαι ότι ~
Τότε δεν υπήρχε, το πλαίσιο είναι τώρα ότι τότε δεν υπήρχε κανένα άλλο μπαράκι στο νησί.
Ναι.
Έρχεσαι εσύ από Αθήνα. Θες να μου δώσεις λίγο το πλαίσιο, τι γίνεται; Οι ντόπιοι~
Οι ντόπιοι, ναι, μου λέγανε: «Τι όνειρο είδες, θα πετάξεις τα λεφτά σου, τι θα κάνεις εδώ πέρα;». Είδαν ότι αγόρασα κάτι πολυθρόνες σκηνοθέτη, με άσπρο πανί και θα της έβαζα στην πλατεία και μου λέγανε: «Θα στις φάνε, θα στις κατουρήσουν οι γάτες» και κάτι τέτοια. Είχε κάτι πλαστικές καρεκλίτσες μοβ και πορτοκαλί, ένα πολύ άσχετο αισθητικά ύφος με την πλατεία. Εμείς βάλαμε κλασική ψάθινη καρέκλα καφενείου, ένα τελείως μίνιμαλ πράγμα, χαλικάκι κάτω στην αυλή, χωρίς υπερβολές, χωρίς τίποτα, με τα ελάχιστα πράγματα που υπήρχανε και βγήκε ένα μαγαζί. Θυμάμαι ότι είχε έρθει, τότε Νομάρχης η Ελισάβετ Παπαζώη, την πρώτη μέρα και της λέω: «Πώς σας φαίνεται το μαγαζί;» και μου λέει: «Ξεπερνάει πολύ τις προσδοκίες μου για τη Σύρο». Ήταν έτσι μια ώθηση, εντάξει.
Και τους έκανε φαντάζομαι τώρα να έχει και μουσική ζωντανή~
Ναι. Κάθε βράδυ πιανάκι, τραγούδι, ερχόντουσαν και θαμώνες και λέγανε ένα τραγούδι, γενικά υπήρξε ένα δέσιμο.
Υπήρξε ένα δέσιμο, αυτό.
Ναι. Και ερχόντουσαν όλοι, δηλαδή όλων των ειδών άνθρωποι -δεν είχε άλλα- και για κάποιο μαγικό τρόπο συνυπήρχανε πολύ ωραία, πολύ αρμονικά, όλων των κοινωνικών τάξεων, μόνες τους γυναίκες, μόνοι τους άντρες, ποτέ δεν ενοχλούσε ο ένας τον άλλον, ήταν ένα κλίμα αρμονικό και μαγικό θα έλεγα.
Φοβερό αυτό θα ε;
Ναι, δηλαδή θα μπορούσε να έρθει μια γυναίκα να κάτσει μόνη της να πιεί το ποτό της και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Πράγματα που τώρα, ίσως και τώρα να μοιάζουνε ξέρω ΄γω περίεργα και ζητούμενα.
Αυτό ίσως λες ότι οφείλεται και στο ότι δεν υπήρχαν άλλες επιλογές;
Όχι, ίσα–ίσα το ότι δεν υπήρχαν άλλες επιλογές ήταν πρόβλημα, αν υπήρχαν ο καθένας θα πήγαινε στο στέκι του, εκεί αναγκαστικά ερχόντουσαν όλοι. Αλλά νομίζω το κλίμα ήτανε, τους δεχόνταν όλους και του έκανε όλους ένα. Δηλαδή όλοι γινόντουσαν μία παρέα και τραγουδάγανε και διασκεδάζανε και φλερτ και όλα.
Πώς το έλεγες το μέρος;
Το μπαράκι.
Το μπαράκι.
Ναι.
Και πόσα χρόνια-
Κάτω στην αυλή κράτησε 10 χρόνια. Κάποια στιγμή, έπεσε η στέγη του από πάνω, παρέσυρε την κουζίνα και το πάτωμα και εκεί που δούλευε το μαγαζί, ξαφνικά ακούστηκε ένα … καταστροφή και να πέφτουνε ταβάνια και να πέφτουνε αυτά, πήρα τηλέφωνο την ιδιοκτήτρια του από πάνω που το είχε [00:10:00]κληρονομήσει μια ξαδέρφη της Σαλάχας, της λέω: «Έπεσε το ταβάνι, πρέπει να το επισκευάσετε», λέει «δεν σκέφτομαι να το επισκευάσω, δεν έχω λεφτά», αυτή είχε μια βιοτεχνία με χρώματα, ήταν χρεωμένη κάπου στο Κορωπί, μπας περιπτώσει έφτασα σε ένα σημείο, της λέω: «Να μου το πουλήσετε μήπως;» «Ναι» και δέχτηκε και συμφωνήσαμε ένα ποσό 10.000.000 τότε το ’90 που έβαλε επιταγές τον Μάιο, το συμφωνήσαμε και το Δεκέμβριο, με τη δουλειά του καλοκαιριού, το είχα ξοφλήσει. Και πήγα και στην Ταϋλάνδη ένα ταξιδάκι και ναι δούλεψα άλλα 3 χρόνια και μου είχε κάνει ένα συμβόλαιο αυτή, οι δικηγόροι λίγο μου την φέρανε εκεί και βγήκα το ’93, άνοιξα ένα άλλο μαγαζί στην παραλία για 2 χρόνια και επισκεύασα εντωμεταξύ το πάνω, αυτό που αγόρασα και το ξανάνοιξα το ’96 τον Φεβρουάριο μέχρι το 2004 και έκλεισα. Σχετικά χρεωμένος, είχε αλλάξει τελείως το πράγμα, εκεί που βγαίνανε χρήματα σε ένα καλοκαίρι να έχεις και για του χρόνου, μετά δούλευες και χρεωνόσουνα.
Τι άλλαξε;
Άλλαξαν τα φορολογικά, αλλάξαν όλα. Ανεβήκαν οι τιμές, υπερφορολόγηση.
Εσύ είχες και τα δύο; Διαχειριζόσουνα παράλληλα;
Όχι, μέχρι το ’93 δούλεψα το κάτω και από το ’93 μέχρι το ’96 επισκεύαζα το πάνω και το ’96 ανέβηκα πάνω και συνέχισα, πάλι με το πιανάκι αλλά δεν ήταν η ίδια ατμόσφαιρα ενώ το κάτω ήταν πολύ απλό, πολύ μίνιμαλ και σεμνό και ταπεινό που λέμε ας πούμε, το πάνω βγήκε λίγο πιο κυριλέ, λίγο πιο προσεγμένο και δεν έκανε την ίδια «γκέλα» στον κόσμο όπως το κάτω.
Άλλαξε ο χαρακτήρας.
Άλλαξε λίγο ο χαρακτήρας, ναι.
Θες να μου δώσεις λίγο την εικόνα του μαγαζιού για κάποιον που δεν έχει δει καθόλου. Είναι στο κέντρο της Ερμούπολης, στην πλατεία πάνω.
Ναι, είναι μια αυλή, με το που έμπαινες υπήρχε ένα πεύκο και από κάτω ένα πηγάδι που το είχα κάνει εγώ μπαρ με ένα στρογγυλό -σαν ακριβώς αυτό- το είχα φέρει από εκεί που καθόταν γύρω-γύρω κόσμος και μπορούσαν να κάτσουν δύο παρέες, τρείς παρέες, ένας μόνος του και γινόταν ένα παιχνίδι και ναι υπήρχε το πιάνο, υπήρχε κληματαριά, ελιές, βοκαμβίλια, χαλικάκι κάτω, ένα μπαρ υπαίθριο.
Και μετά άνοιξες και πάνω~
Μετά άνοιξα το πάνω, όταν άνοιξα το πάνω δεν το είχα πια το κάτω, με είχανε βγάλει, το κλείσανε και έμεινε για 18 χρόνια ακατοίκητο. Δεν το ξανά νοικιάσανε.
Άρα εσύ όταν είχες, εγώ έτσι όπως το ακούω, σκέφτομαι ότι σαν να είχες στο μυαλό σου όταν το έφτιαξες λίγο το να έχει σαν σκοπό να φέρεις τους ανθρώπους κοντά.
Ναι, βέβαια!
Από τη διαρρύθμιση κιόλας.
Βέβαια, βέβαια! Όχι μόνο αυτό, με τη φίλη μου την Νίτσα την Ιωαννίδου που ήταν αρχιτεκτόνισσα και πολύ «μερακλού», καθόμασταν ώρες ολόκληρες και υπολογίζαμε που θα μπει το φώς ώστε να τον ομορφαίνει τον άλλο, να μην του κάνει σκιές στη μύτη, να μην είναι από πάνω, να του κάνει από κάτω, να είναι flat, τα φωτιστικά να μην είναι σκληρά, να είναι «μασκαρισμένα» ώστε να είναι διάχυτος ο φωτισμός. Δηλαδή, το βράδυ στις επισκευές, ας πούμε, καθόμουνα μέχρι τις 5:00 το πρωί και έπαιζα με τα φώτα, που θα κάτσει ο άλλος και πώς θα πέφτει το φως επάνω του ώστε να μην, ήταν δηλαδή, είχε πολύ μελέτη, αυτό, ώστε να βγαίνει πίνακας μετά.
Και έπιασε κιόλας.
Ναι, ναι ο άλλος χωρίς να καταλαβαίνει γιατί ένιωθε καλύτερα και φαινόταν και καλύτερα.
Τέλειο!
Δεν είχε λάθη οπτικά, ας πούμε, το φως τη νύχτα είναι το α και το ω.
Αυτό ήταν ανοιχτό συνέχεια;
Ανοιχτό ναι.
Χειμώνα, καλοκαίρι.
Το χειμώνα δούλευε ένα εσωτερικό κομμάτι, ένα μικρό και το καλοκαίρι άνοιγε η αυλή.
Θυμάσαι να μου πεις, έτσι μερικές καλές στιγμές του μαγαζιού;~
Ναι. Ήτανε μία κοπέλα που είχε έρθει από τον Καναδά, ξανθιά με ένα ροζ φόρεμα σαν την Marilyn περίπου, είχε ένα φίλο Συριανό, αυτός την είχε φέρει, αυτή ήταν τραγουδίστρια, είχε μία κασέτα που πήγαινε στα μαγαζιά, την έβαζε στο κασετόφωνο σε [00:15:00]συνεννόηση με τον καταστηματάρχη και τραγούδαγε καραόκε, κάποια κομμάτια που είχε έτοιμα, στο στυλ της Marilyn. Έχει έρθει, μου το έχει πει, της έχω κανονίσει να ανέβει πάνω στο μπαρ, στην αυλή, έχω ρίξει κάτι προβολείς, έχω βάλει και έναν ανεμιστήρα από κάτω να φυσάει το φουστανάκι να γίνει όλο το σκηνικό και εκεί που τραγουδάει και γίνεται αυτή η κατάσταση, σηκώνεται ένας τύπος από την άκρη της αυλής, ανοίγει ένα βαλιτσάκι, βγάζει ένα σαξόφωνο και πάει από κάτω και παίζει ακριβώς το κομμάτι πάνω της.
Τέλειο, τέλειο!
Και έκατσε, ναι, ούτε παραγγελία να ΄τανε. Κατά καιρούς ερχότανε, ήτανε μια φίλη, η Kathleen Korga, μια Αμερικάνα που τραγούδαγε καμπαρέ και είχε έρθει εκεί στο μαγαζί και τραγουδάγαμε κάθε βράδυ, έπαιρνε το μικρόφωνο, πήγαινε στα τραπέζια, έκανε την «ντιζέζ» έτσι μία πλάκα πολύ ωραία. Έχουν γίνει πολλές καταστάσεις. Είχα και μία μαϊμού μία εποχή~
Αλήθεια;
Την οποία, υπήρχε κάποιος Παριζιάνος στη Φωκίωνος Νέγρη και είχε μια μαϊμού και είχα πάθει πλάκα που καθόταν η μαϊμού στον ώμο του και είχε ένα μπαρ αυτός και γενικά άγνοια κινδύνου, κάποια στιγμή βρέθηκα με μια μαϊμού. Είχα πάει σε ένα μαγαζί να αγοράσω κρύσταλλα για ενυδρείο με το φίλο μου τον Θανάση τον γιατρό τον Κρίνο, είχε μια μάινα ο τύπος εκεί, μίλαγε η μάινα, του λέω: «Την πουλάς;», «Όχι δεν την πουλάω», να βρίσκαμε καμία μαϊμού, αυτό. Δεν παρήγγειλα καμία μαϊμού. Μετά από έξι μήνες είμαι στην Αθήνα και με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε: «Σου φέραμε μία μαϊμού». Το οποίο την είχαν σε ένα κλουβί, την πήγα στη φίλη μου την Νίτσα στο μαγαζί, άνοιξε την πόρτα να την ταΐσει, έφυγε η μαϊμού, κυνηγούσε κόσμο στην πλατεία, πήγε στα ταξί, μπήκε, πήρε μία μακαρονάδα από ένα εστιατόριο και έτρεχε, έγινε ένας κακός χαμός. Φωνάζουμε το φίλο μου τον γιατρό, «Τι να κάνουμε;», λέει: «Πάρτε ένα μήλο, βάλετε μέσα χαπάκια Tavor, να φάει η μαϊμού το μήλο να κοιμηθεί να την πιάσουμε. Η μαϊμού, έπιανε τα Tavor, τα πέταγε, έτρωγε και το μήλο. Μπας περιπτώσει με τα πολλά την πιάσανε τη μαϊμού, τη βάλανε σε ένα κλουβί και ένας φίλος, δικαστικός τότε, μου την έφερε στην Αθήνα και έτσι βρέθηκα με τη μαϊμού, την ξανά έφερα εγώ Σύρο, την είχα στο μαγαζί, είχε εξοικειωθεί, είχαμε μία αλυσιδίτσα απ’ έξω, κάποια στιγμή την πειράξανε κάτι παιδάκια, λύθηκε, πήρε στο κυνήγι κάνα δύο παιδιά, δάγκωσε και ένα παιδάκι, ευτυχώς ελαφριά. Λέγανε εκεί: «Αυτός εδώ είναι αυτός που έχει τη μαϊμού που ξεκοίλιασε τη γριά, που τύφλωσε το παιδί».
Ιστορίες.
Ναι, νέος τώρα με μαϊμού στην Αθήνα, από την Αθήνα, με μπαρ, νύχτα, εγκληματίας.
Αυτό είναι αντιφατικό με αυτό που μου είπες στην αρχή μεταξύ, γιατί όντως μου κινεί λίγο το ενδιαφέρον το πώς σε καλοδέχτηκαν.
Λοιπόν, ναι, κοίτα υπήρχαν και τα δύο, δηλαδή υπήρχαν οι άνθρωποι που ερχόντουσαν στο μαγαζί, το γουστάρανε, το είχαν εκτιμήσει, είχαν γίνει φίλοι, ήταν υποστηρικτικοί και γενικά είχα νιώσει ότι ήταν πιο υποστηρικτικοί με ξένο που είχε μαγαζί εδώ από ότι με ντόπιο γιατί ο ντόπιος στο σχολείο μπορεί να τους πείραζε, μπορεί να τους έκανε και έτσι κι αλλιώς, εγώ ήμουνα ξένος, δεν ξέρανε τίποτα, δεν είχαμε παλιές ιστορίες να λύσουμε αλλά υπήρχε και κόσμος που δεν το συμπαθούσε το μαγαζί, δεν είχε έρθει ποτέ και που λέγανε. Υπήρχανε και τα δύο. Πάντως, γενικά η αίσθηση ήτανε ότι με καλοδέχτηκαν και δεν είχα προβλήματα που σε άλλα μέρη, στην Κρήτη, ας πούμε, θα με είχανε φάει ζωντανό, να έχω δουλειά πριν γεμίσουν τα συριανά τα μαγαζιά, ας πούμε, ναι.
Αυτό είναι ένα, πως το έχεις βάλει στο μυαλό σου; Ότι είναι πιο ανοιχτοί οι Συριανοί;
Ναι, ναι είναι! Είναι και εκτιμάνε και την ποιότητα μπας περιπτώσει, εντός εισαγωγικών, ήταν ένα κλίμα πολιτισμένο, δεν ήταν ένα μαγαζί νύχτα, σκληρή. Ήταν μπαρ αλλά όπως τα είχα μάθει εγώ στη Σαλονίκη τα μπαρ, με ωραία ατμόσφαιρα, πολιτισμό, τέχνη, με κουλτούρα και με κουβέντες.
Θα σε πάω όμως λίγο πίσω γιατί εσύ ήρθες στη Σύρο, αλλά δεν, ήθελα έτσι να μου πεις λίγο πιο είναι το δικό σου background, παίζεις μουσική, για τους γονείς σου που έχουν πολύ σχέση με τη μουσική ~
Ναι.
Οι γονείς σου που έχουν σχέση με τη μουσική~
Κοίτα, ο αδερφός της μάνας μου, ο Γιώργος ο Κωνσταντινίδης, σου είχα πει και πριν, είχε ένα συγκρότημα, νοίκιαζε στο Ωδείο [00:20:00]της Γλυφάδας κάποια δωμάτια που ήταν στο ισόγειο και η Μαρίδακη, η Κική Μαριδάκη που είχε το Ωδείο, είχε μικρά δωματιάκια με ένα πιάνο για να μελετάνε οι μαθητές που δεν είχαν πιάνο σπίτι τους. Η Γλυφάδα ήταν ένα τουριστικό θέρετρο τότε, πηγαίνανε για μπάνιο οι άνθρωποι εκεί. Το καλοκαίρι που ήταν κλειστό το Ωδείο, έβαζε ένα κρεβατάκι μέσα σε αυτά τα δωμάτια με το πιάνο και το νοίκιαζε σε τουρίστες. Ο θείος μου, είχε ενοικιάσει δύο δωμάτια εκεί με την οικογένεια για να κάνουμε μπάνια και εμείς κατεβαίναμε, μας έπαιρνε ένα φορτηγό από τα Σούρμενα που ήταν λίγο παραπάνω από το Ελληνικό και πηγαίναμε να τους συναντήσουμε, να πάμε για μπάνιο. Αλλά εγώ, είχα ανακαλύψει το πιάνο, τα πιάνα που είχανε στα δωματιάκια, οι άλλοι πηγαίνανε για μπάνιο και εγώ έπαιζα στο πιάνο, είχα βρει, κάτι μου ‘κανε. Ήμουνα ξέρω ΄γω, 8–9 χρονών. Και η δασκάλα τότε, αυτή η κυρία που είχε το Ωδείο, του λέει: «Γιατί δεν τον γράφετε; Αφού του αρέσει», ας πούμε και έτσι γράφτηκα. Όπου δεν ήμουνα πολύ, δεν διάβαζα πολύ, ενώ μου άρεσε, δεν διάβαζα, πήγαινα σχετικά αδιάβαστος αλλά με κάποιο τρόπο, ξεχνούσα το κομμάτι αλλά έβαζα ένα δικό μου μέρος και το συμπλήρωνα και αυτό της άρεσε της καθηγήτριας και στις εξετάσεις, το ίδιο. Έπαιζα Μπαχ, ας πούμε και ξεχνούσα το κομμάτι, δεν είχα διαβάσει καλά αλλά δεν σταματούσα, συνέχιζα να παίζω κάτι άλλο μέχρι να ξαναθυμηθώ τι.
Που να κολλάει στη-
Που να κολλάει, ναι. Έβαζα, δηλαδή, λίγο δικό μου μέρος, ναι, αυτό. Κάποια στιγμή, ναι έκανα κάπου 8 χρόνια Ωδείο και μετά μπήκα Θεσσαλονίκη στο Πανεπιστήμιο και το παράτησα το Ωδείο και μετά ήρθε η εποχή των μπαρ όπου ανοίξαν κάποια μπαράκια πάνω, ζητάγανε πιανίστα, πήγα και άρχισα να παίζω σε μπαράκια πάνω, με ότι ήξερα στην αρχή και μετά μου λέγανε: «Ξέρεις το τάδε κομμάτι;», «Όχι», «Σφύριξέ το μου» μου το «Σφυράγανε» και το έβγαζα και έτσι βρέθηκα σε λίγο καιρό να έχω και ρεπερτόριο ας πούμε-
Χωρίς να το έχεις εσύ, έτσι απλά-
Τίποτα, απλά έγινε, έτσι ναι.
Και τι, πήγες σε σχολή, τι σχολή;
Γεωλογία.
Oκ.
Αλλά να σου πω τι έγινε τώρα. Και εγώ και στο σχολείο δεν διάβαζα πολύ, ήθελα να δώσω να μπω στο Φυσικό, έδωσα Φυσικό, Μαθηματική, εξετάσεις αλλά δεν μπήκα στο Φυσικό, με λιγότερες μονάδες που έπιασα, μπήκα σε ένα τμήμα που λεγόταν φυσιογνωστικό που δεν είχε όμως επαγγελματικά δικαιώματα σαν φυσιογνώστης να δουλέψεις κάπου έξω, πλην στο Γυμνάσιο να κάνεις τον καθηγητή σε Φυσικοχημεία, Βιολογία, τέτοια πράγματα. Και όταν πήγα στο Πανεπιστήμιο, οι φοιτητές του φυσιογνωστικού, κάνανε αποχή να διαλυθεί το τμήμα και να πάμε σε άλλα, στο Μαθηματικό, στο Φυσικό, στο Χημικό, αυτά, οπότε πηγαίνοντας Θεσσαλονίκη, για τέσσερα χρόνια είχα αποχή, μπήκα στο Πανεπιστήμιο δηλαδή και έκανα τέσσερα χρόνια αποχή. Οπότε, κάτι έπρεπε να κάνω και έτσι άρχισα να δουλεύω σε μπαράκια.
Και άρχισες και εσύ να παίρνεις πιο ζεστά τη σχέση σου με τη μουσική.
Ναι. Ναι και άρχισε και γινότανε καλή κατάσταση, πήγαινε ωραία αυτό το, πέρναγα καλά, ο κόσμος πέρναγε καλά, βγαίναν και χρήματα, νοίκιασα και διαμέρισμα πιο κυριλέ στις 40 εκκλησιές, φοιτητής τώρα και μετά, όταν αρχίσαμε να κάνουμε μαθήματα, μας είπανε: «Μπορείτε να πάτε σε όποιο τμήμα θέλετε» αλλά εγώ είχα κάνει κάτι εργαστήρια γεωλογίας γιατί τα είχα με μία κοπέλα που ήταν στο Γεωλογικό και έτσι και συνέχισα με τη Γεωλογία αλλά δεν πρόκειται να ασχοληθώ ποτέ και τελείωσα τη Γεωλογία, στα 7,5 χρόνια.
Οκ! Το οποίο το έχεις ασκήσει καθόλου σαν-
Στα 55, άνοιξε μια θέση εδώ στην Περιφέρεια και έκανα χαρτιά και με πήρανε, δεν πήγε άλλος και έκατσα και 10 χρόνια, έκανα το Γεωλόγο στο Δημόσιο, «Ο Καραγκιόζης αστροναύτης». Και κάποια στιγμή μου λέει: «Παίρνεις σύνταξη» ας πούμε και τώρα είμαι συνταξιούχος.
Και έγινε το τελευταίο-
Ναι, έκανα και τον Γεωλόγο δηλαδή.
Φοβερό! Και τι όργανα παίζεις Κλέαρχε;
Πιάνο παίζω βασικά και λίγο ακορντεόν γιατί το ’67, επί Χούντας τον πατέρα μου τον είχανε στείλει στην Καλαμάτα με μετάθεση. Τα καλοκαίρια πήγαινα εκεί με τη μάνα μου και την αδερφή μου και δεν υπήρχε πιάνο. Ο πατέρας μου είχε ένα ακορντεόν γιατί έπαιζε και το ξάπλωνε η μάνα μου στο κρεβάτι και φύσαγε και από τη μία μεριά και εγώ μελετούσα από την άλλη πιάνο και κάποια στιγμή τη λυπήθηκα και λέω: «Άστο θα φυσάω μόνος μου», ας πούμε και το πήρα και άρχισα να παίζω λίγο ακορντεόν. [00:25:00]Δεν έμαθα ποτέ καλά αλλά για να το κουβαλάω στις παρέες, εντάξει.
Φοβερό, Οκ.
Δηλαδή δεν…
Ακούγεται, εντωμεταξύ, λίγο σαν να είναι μοναχικό, σαν να παίζεις μοναχικά, αλλά~
Ναι.
Αναρωτιέμαι, ποια~
Μοναχικά έπαιζα πάντα, έπαιζα solo πιάνο πάντα στα μαγαζιά, δηλαδή πολύ με ορχήστρες δεν έχω παίξει, αν εξαιρέσεις με, στο φίλο μου στον Βασίλη τον Νικολαΐδη που ήμασταν από πάνω φίλοι και συγκάτοικοι, που έκανε κάποιους δίσκους σε έναν έπαιξα, στην Ελλάδα, αλλιώς με ορχήστρες και στη Θεσσαλονίκη κάποια γκρουπάκια είχαμε αλλά κυρίως έπαιζα μόνος μου, solo πιάνο, one man show που λένε.
Αλλά αυτό για να, φαντάζομαι, χρειάζεται, απαιτεί και κάποια skills, για να κρατήσεις τον άλλο.
Ναι.
Τα οποία εσύ πως το ~
Δεν ξέρω, βγήκανε από μόνα τους.
Φυσικά.
Ναι. Έχει να κάνει με την οικογένεια, δηλαδή έχει να κάνει ότι ο θείος μου αυτός, της μάνας μου ο αδερφός, ο Γιώργος Κωνσταντινίδης -αυτός είναι άλλη περίπτωση, αυτός ήταν λογιστής στα υπερκαταστήματα Δραγώνας, ο Δραγώνας τον γούσταρε πολύ και πηγαίνανε και τα πίνανε μαζί και του είχε χαρίσει μία Κάντιλακ, αυτές τις αμερικανικές, με τα φτερά τα μεγάλα, που είχε ένα πορτμπαγκάζ 2Χ2 και ο θείος μου το είχε γεμάτο με όργανα, ενισχυτές, μικρόφωνα, μπουζούκια, ακορντεόν, κιθάρες και κάθε Απόκριες και Πάσχα, τα έφερνε στο σπίτι, τα αραδιάζαμε στον κήπο, γινόταν μία ορχήστρα κάτω από τα δέντρα, μαζευόταν όλη η γειτονιά και παίζαμε όλοι μαζί και έπρεπε να γίνει ο κακός χαμός, ας πούμε, οπότε παίζαμε.
Τέλειο. Από μικρός, είσαι πάρα πολύ εκτεθειμένος στη μουσική.
Ναι, ναι δηλαδή ο Κουστορίτσα θα ζήλευε εκείνα τα γλέντια.
Φοβερό! Για πες λίγο για αυτό, θυμάσαι λίγο να μου πεις την κατάσταση;
Στην αυλή;
Ε σκέψου τώρα, δέντρα, λεύκες, όργανα από κάτω, δίπλα κοκορέτσια, σκύλοι, κότες, όλη η γειτονιά, μέχρι κατσαρόλες να βαράνε οι θείες.
Τώρα αυτό το, θυμάσαι χρονολογία;
Αυτά γινόντουσαν το ΄65, ΄67, ’70, εκεί, μέχρι το ’75;
Και όταν έκλεισε το μαγαζί, ποια ήταν τα συναισθήματα σου μετά, δηλαδή, μετά μπήκες στη δουλειά~
Όταν έκλεισε το μαγαζί, όχι από τη μια στενοχωρήθηκα, από την άλλη απελευθερώθηκα γιατί είχε αρχίσει και με ζόριζε πολύ. Μου αλλοίωνε πολύ την αίσθηση που είχα και τη σχέση μου με τον κόσμο. Δεν ήθελα να είναι πελάτης, ήθελα να είναι φίλος. Αν πήγαινα σε ένα μαγαζί που ήταν συνηθισμένο τότε, έβλεπες τους πελάτες και τους κέρναγες, λέγανε: «Μας κερνάει για να πάμε στο μαγαζί», δεν τους κέρναγες, λέγανε: «Δεν κερνάει». Μου αλλοίωνε αυτό, ήθελα να είμαι εγώ και ο φίλος μου, να μην έχω αυτή την επαγγελματική σχέση, με είχε κουράσει αυτό το πράγμα. Και άρχισα και έπαιζα σε άλλα μαγαζιά πιανάκι, με άλλους φίλους, με τη Χρυσούλα την Κεχαγιόγλου, με τον Ηλία το Θεοδωρόπουλο, με μπουζουκάκια, με τέτοια και ήταν ωραία. Κάποια στιγμή, στης «Μαρίτσας» το μαγαζί, το Αρχονταρίκι είναι να παίξουμε, η τραγουδίστρια έχει αρρωστήσει, παίζω με τον Ηλία τον Θεοδωρόπουλο και έχει έρθει η γυναίκα του που είναι Πολωνέζα να τραγουδήσει αυτή στη θέση της τραγουδίστριας και θα παίζαμε ρεμπέτικα, λαϊκά, τέτοια διάφορα. Έχει ένα συνέδριο αστροφυσικών από όλο τον κόσμο 70 άτομα, ξεκινάμε να παίζουμε και έρχεται η Μαρίτσα και λέει: «Ρε παιδιά, αυτοί δεν θέλουν ρεμπετιέν και τέτοια, θέλουν international πρόγραμμα». «Τι να κάνουμε τώρα;». Του λέω του Ηλία: «Παίζε μπαλαλάικα, το μπουζούκι», της λέω της Τερέζας -παρένθεση η Τερέζα Φόλγκα, ήτανε έκτη στις κορδέλες και στους Ολυμπιακούς στη Σεούλ και έχει τώρα τη σχολή μπαλέτου εδώ-της λέω: «Ξέρεις κανένα [00:30:00]ρώσικο;», λέει: «Ξέρω 2-3». «Ωραία, ξεκίνα τον πρώτο στίχο». Εγώ τα τελευταία χρόνια, παριστάνω τον Ρώσο όταν τραγουδάω -αφού δεν έμαθα ρωσικά από τη γιαγιά μου- και με βολεύει γιατί μπορώ να πω όλα τα τραγούδια στα ρώσικα χωρίς να είναι ρώσικα.
Αυτό πώς;
Δεν ξέρω, έτσι βγήκε.
Έτσι βγήκε ε;
Επειδή δεν θυμάμαι στίχους, κάνω πως τους λέω, ας πούμε, στα ρώσικα. Και ξεκινάμε και επί δυόμιση ώρες παίζαμε αυτοσχέδιο πρόγραμμα με ρωσικά τραγούδια όπου οι αστροφυσικοί ήταν πάνω στα τραπέζια και χορεύανε.
Τέλειο.
Συγγνώμη. Και δεν υπήρχαν αυτά τα τραγούδια, ήταν σε πρώτη και τελευταία παγκόσμια εκτέλεση, δυόμιση ώρες πρόγραμμα.
Και αυτοσχέδιο.
Αυτοσχέδιο, ναι, ναι.
Και έτσι πάντρεψες και λίγο το ρώσικο μετά;
Ναι, ναι.
Και τώρα, είσαι εδώ, στο Επισκοπειό, πως θα το έλεγες, ήσυχα εδώ~
Ναι, ήσυχα. Προσπαθώ να φάω τη σύνταξή μου αλλά δεν τελειώνει, τόσο μεγάλη!
Συνειδητά, μου είπες πριν ότι ήθελες πάντα να έχεις ένα χωριό, σε βουνό και θάλασσα και το κάνες αυτό.
Ναι, βρέθηκε αυτό το σπίτι.
Από όταν ήρθες στη Σύρο επιδίωξες να βρεις αυτό το σπίτι;
Ναι, αυτό έτυχε. Αφού άλλαξα δύο τρία σπίτια, κάποια στιγμή μου είπε ο φίλος μου ο Θανάσης που μένει δίπλα ότι άδειασε ένα σπίτι, ήρθα το είδα, έπαθα πλάκα με τη θέα και το νοίκιασα.
Όχι Ερμούπολη.
Όχι.
Καλύτερα. Και τι, τώρα ζεις περίπου Κλέαρχε, πόσα χρόνια στη Σύρο;
37, 38 περίπου.
Έχεις βγάλει κανένα απόφθεγμα για το τι αλλαγές έχεις δει εδώ να συμβαίνουν, σε σχέση με εσένα όμως. Δηλαδή μου είπες λίγο για τη σχέση σου με το μαγαζί που είναι πολύ προσωπικό βίωμα και σε σχέση με το πώς έχει αλλάξει γενικά το νησί, τι έχεις παρατηρήσει;
Θα σου πω ένα μικρό παράδειγμα που μου είχε κάνει πολύ εντύπωση. Το 2000 με το millennium, μου την είχε δώσει να βγω έξω στο δρόμο να παίζω ακορντεόν. Υπήρχε ένας καστανάς εκεί στη διασταύρωση, τον είχα γνωρίσει, του λέω: «Την Πρωτοχρονιά θα ‘ρθω να σου κάνω support, να παίζω ακορντεόν δίπλα σου, να κάνουμε φασαρία». Και πήγα, σταματούσε κόσμος εκεί που έπαιζα, με ρωτούσανε: «Να σου πάρω μία τυρόπιτα;», μου αφήνανε κάποια χρήματα, ρωτάγανε αν κρυώνεις, αν είσαι καλά, ακούγανε -έπαιζα ακορντεόν στη διασταύρωση, ναι- τον επόμενο χρόνο τα ίδια, μετά από αυτό, το έκανα ξανά το 2012 που είχε άρχισε η κρίση, περνούσε κόσμος με κλειστά τα τζάμια και δεν κοιτούσε πουθενά, ήταν τόσο, κοιτούσανε μπροστά, δεν τους ενδιέφερε τίποτα.
Μετά από δύο χρόνια~
Μετά από 10 χρόνια μέσα στην κρίση δηλαδή, εκεί στο ’12, ’13.
Και αυτό;
Έδειχνε μια σκληρότητα, μια αδιαφορία πια, άρχισε ο κόσμος να κλείνετε.
Έρχομαι με ερώτηση, έτσι από μια μικρή διακοπή που κάναμε, να σε ρωτήσω, μου έκανες μία αναφορά για το πώς μάζεψες τα χρήματα για να φτιάξεις το μαγαζί.
Ωραία. Λοιπόν, ήμουν φαντάρος στην Τρίπολη, μετά τη βασική εκπαίδευση, αρχίσαμε βγαίναμε έξω. Στην Τρίπολη υπήρχε ένας φιλοτεχνικός όμιλος, έτσι τον λέγανε, σε ένα όροφο, που είχε μέσα ένα πιάνο με ουρά και τότε επειδή χαρμάνιαζα άμα δεν έπαιζα πιάνο για λίγο καιρό, το είχα ανακαλύψει και πήγαινα και έπαιζα εκεί. Πήγα ένα απόγευμα, πήγα δεύτερο, φώναξα και κάτι φιλαράκια από το στράτευμα, άρχιζαν και μαζευόταν κόσμος. Μετά από καμιά δεκαριά μέρες, γέμιζε ο χώρος με κόσμο, έπαιζα εγώ, γέμιζε ο χώρος. Ο καντινιέρης μου λέει: «Δόκιμε, να έρχεσαι κάθε βράδυ, κερασμένα όλα από μένα, φέρνε και φίλους». Έπαιρνα εγώ φίλους, πήγαινα, έπαιζα, τα πίναμε και δύο Τριπολιτσιώτες πήγαν και νοίκιασαν ένα διώροφο, με τη λογική να το κάνουνε μπαράκι με πιάνο και να με βάλουν να παίζω αλλά στην μια εβδομάδα, ο ιδιοκτήτης με άλλον ένα φίλο του, κατάλαβαν το επιτυχές του εγχειρήματος και τους βγάλανε για να το κάνουν αυτοί. Οι δύο πρώτοι, λοιπόν, έρχονται και μου λένε: «Ξέρεις τι θέλαμε να κάνουμε αυτό και μας τη φέρανε και θα ‘ρθουν να σου πούνε» και έρχονται μετά από κάνα μήνα, δύο Τριπολιτσιώτες, λέει: «Ανοίξαμε ένα μπαράκι, βάλαμε και ένα πιάνο, να‘ρθεις να παίζεις», λέω: «Εντάξει». Πήγα, λέει: «Τι θα μας ζητήσεις;» λέω: «Ρε παιδιά, δυόμιση χιλιάρικα είναι καλά, νομίζω». Μα, μου, σου, ξου, λέω: «Άμα δεν τα βγάλετε, θα τα βρούμε». Το [00:35:00]μαγαζί γέμιζε κάθε βράδυ, τα βγάλανε με το παραπάνω και έτσι ξεκίνησε η ιστορία. Πότε βρέθηκα φαντάρος να βγάζω του κόσμου τα λεφτά, ας πούμε.
Είναι φοβερό, τα περισσότερα πράγματα που έχουν συμβεί στη ζωή σου είναι κατά τύχη, κάπως.
Κατά τύχη, ναι.
Είναι τέλειο αυτό. Βασικά νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει και με τη δική σου οπτική ζωής λίγο.
Παντού υπάρχουν όλα αρκεί να περάσεις από εκεί και να τα μυρίσεις.
Ναι, σωστό αυτό. Ήθελα να, συζητούσαμε πριν και ήθελα σε ρωτήσω, θα σου κάνω την ίδια ερώτηση, πώς σου φαίνεται το τώρα, αυτό που συμβαίνει τώρα στην κοινωνία, ας το τοποθετήσουμε στη Σύρο, αφού ζούμε εδώ, σε σχέση με τα μαγαζιά, τη διασκέδαση,
Ναι. Κοίτα υπήρχε κάποτε στην Αθήνα ένα μαγαζί, το “bright shoe”, στο Παγκράτι, κάπου εκεί, που ήταν τέσσερις άσπροι τοίχοι αλλά γινόταν ο χαμός επειδή είχε καλή μουσική και επειδή γινόταν κάτι. Δηλαδή δεν είναι ο χώρος που κάνει την κατάσταση αλλά οι άνθρωποι και αυτό που γίνεται. Στη Θεσσαλονίκη που δούλευα σε μαγαζιά και ένιωθες αυτό το πράγμα, ότι υπάρχει ψυχή, ότι πρέπει ο κόσμος να‘ρθει κοντά, πρέπει να περάσει καλά, πρέπει να επικοινωνήσει, πρέπει να ερωτευτεί πρέπει μπλα μπλα μπλα, όλα αυτά, αυτό τώρα έχει χαθεί, ξοδεύονται εκατομμύρια, φτιάχνονται χώροι υπερεξοπλισμένοι, υπερδιακοσμημένοι, περιμένουν ότι ο κόσμος θα περάσει καλά επειδή είναι οι χώροι με πολλά χρήματα αλλά δεν γίνεται κάτι. Αυτό, δεν υπάρχει ψυχή, υπάρχει ένα: «Ρίξαμε λεφτά και περιμένουμε να κονομίσουμε», δεν είναι έτσι τα πράγματα.
Σε μια ακριβή διακόσμηση.
Ναι, ναι. Και να πας περάσεις ωραία οκ αλλά τότε υπήρχε ψυχή, δηλαδή υπήρχε κάτι που έπρεπε να γίνει, να κάνεις πλάκα, να βάλεις τον κόσμο να τραγουδήσει, να τους κάνεις διάφορες φάρσες, δηλαδή τι να σου πω. Είχα, μία από τις βλακείες που είχα κάνει, ας πούμε, είχα πάρει ένα παλιό κασετόφωνο, είχα ανοίξει μία κασέτα, είχα βγάλει την ταινία από μέσα και είχα αφήσει μία στροφή, μία ταινία, ένα κομμάτι ταινίας που απλά γύριζε, ένα κομμάτι, μία στροφή και είχα γράψει από το τραγούδι που λέει: «Θα ξανάρθεις, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα ξανάρθεις» και στην κασέτα είχε χωρέσει μόνο το «Θα ξανάρθεις, θα ξανάρθεις». Το είχα συνδέσει αυτό, λοιπόν, το χα βάλει μέσα το κασετόφωνο, το χα βάλει με ένα καλώδιο στην πόρτα και όταν άνοιγες την πόρτα, έκανε μία επαφή και φεύγοντας από το μαγαζί, άκουγες: «Θα ξανάρθεις, θα ξανάρθεις». Έφευγε ο κόσμος, τραγουδώντας αυτό το κομμάτι. Κάτι τέτοια, ας πούμε, με το τίποτα, γινόταν πλάκα.
Φοβερό. Είναι αυτό, βασικά είχες τη διάθεση, είναι αυτό που λέγαμε πριν, ότι δεν είναι επιχειρηματικό, δηλαδή να σκεφτώ το business plan, πως αυτό θα πλουτίσει, αλλά βγαίνει από την ανάγκη, τη δική σου μάλλον, για το συνδέομαι ~
Ναι, δεν είναι, όχι, καθόλου επιχειρηματικό. Και ήταν και πιο χαλαρά τα πράγματα, οικονομικά δηλαδή, εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν έλεγχοι, δεν υπήρχε εφορία, δεν υπήρχε ΙΚΑ, δεν υπήρχε τίποτα, δηλαδή για 4, 5 χρόνια, είχα ανοίξει το μαγαζί 15 και δεν είχε έρθει κανένας έλεγχος. Δουλεύαμε σαν να είναι σπίτι. Μετά τα γκαρσόνια βγάζανε ό,τι βγάζανε, μου φέρνανε ό,τι θέλανε, ούτε μέτραγα, ούτε τίποτα και έμεναν και χρήματα. Οι τιμές ήταν χαμηλές, ο κόσμος μπορούσε, ερχόντουσαν υπάλληλοι, εργάτες του Νεωρίου, πίναν 4-5 ποτά, κερνάγανε και μία γύρα την παρέα, φεύγανε και πηγαίναν στα μπουζούκια, κάνανε και τον κακό χαμός στα μπουζούκια, με το μεροκάματο του Νεωρίου. Τώρα δεν γίνεται αυτό το πράγμα, τώρα άμα κεράσεις δύο ποτά, έχεις μπει μέσα, οπότε σε αναγκάζει να είσαι πάνω στο ταμείο, να είσαι σκληρός, να μην κερνάς, να μη γίνεται όλο αυτό που γινότανε. Έχει ακριβύνει πάρα πολύ το πράγμα, σε βαθμό να κινδυνεύεις να χρεωθείς ανά πάσα στιγμή.
Οπότε αυτό, στην ψυχολογία του μαγαζάτορα-
Αυτό, άλλαξε την ψυχολογία και του μαγαζάτορα και του πελάτη και ολονών.
Όταν εσύ έκλεισες το μαγαζί, δεν μπορώ να φανταστώ ότι δεν είχε κόστος και στους ανθρώπους, ας πούμε τους θαμώνες του μαγαζιού.
Ναι είχε, είχε και για αυτό προσπάθησα να το ξανανοίξω, -για το πρώτο μαγαζί μιλάω τώρα, το ‘93 που έκλεισα-, πήγα άνοιξα στην παραλία με έναν τύπο εδώ για δύο χρόνια ένα μαγαζί, που επειδή το μαγαζί μου ήταν πολύ [00:40:00]ρομαντικό, αυτός ήρθε και μου είπε: «Έχουμε 5,5kw ηχεία, να κάνουμε κλαμπάρα, να κάνουμε μεγαλεία και αυτά», δεν πήγε, ήταν εκτός της ιδιοσυγκρασίας μου, δούλεψε κάνα χρόνο και δεν. Τσακωθήκαμε και άνοιξα το άλλο, το πάνω μετά, το δικό μου ναι και το 2004 που έκλεισα, άρχισα να δουλεύω σε άλλα μαγαζιά, πιανάκι, μουσικούλα και.
Αλλά ένιωθες ότι είχε κλείσει και ο κύκλος;
Ναι και είχε χαλάσει και η ατμόσφαιρα του μπαρ, όπως μου άρεσε εμένα, της ρομαντικής κατάστασης και της καλοζωίας και της ηρεμίας, χωρίς να είναι το κέρδος και η χασούρα πάνω από το κεφάλι σου σαν ~
Εγώ ακούγοντας αυτό, χωρίς να είχα την ευκαιρία να προλάβω αυτό το μαγαζί, μου φαίνεται ότι, πώς θα το σκεφτόμουνα σαν Νατάσα, ότι ένα χώρο που, άμα έπαιζα και ένα όργανο, ας πούμε, θα πάω μόνη μου, χωρίς να χρειάζεται να κανονίσω.
Έτσι ακριβώς.
Θα πάρω και το όργανό μου γιατί κατά πάσα πιθανότητα θα παίξει μουσική και μουσική σύμπνοια κυρίως, θα γνωρίσω και πέντε ανθρώπους ή και όχι ή θα έρθω πιο κοντά με αυτούς που ήδη ξέρω. Δηλαδή, εμένα αυτό μου-
Έτσι ακριβώς, έτσι και καλούσα και άλλους φίλους, ερχόντουσαν και φίλοι καλλιτέχνες, ο Βασίλης ο Λέκκας ερχότανε πολύ συχνά, ο Γιάννης ο Σπάθας ο συγχωρεμένος είχε παίξει αρκετές φορές. Με τον Κώστα τον Ζαχαράκη που τον χάσαμε και αυτόν, είχαμε για πολλά χρόνια φτιάξει ένα πρόγραμμα, ένα cabaret show, πιάνο, φωνή όπου ο Κώστας είχε μία βαλίτσα που είχε μέσα όλα τα αξεσουάρ μιας ντίβας, άνοιγε τη βαλίτσα, μασκαρευότανε, βαφότανε, έβαζε αυτά, έβαζε τη γόβα τη 50 νούμερο τη λευκή και όπως ήταν κρυμμένος, με ένα φουστάνι κόκκινο, είχε ένα σκαμπό, καθόταν πάνω στο σκαμπό και όταν σηκωνόταν ήταν 2,5 μέτρα μία τραγουδίστρια ξανθιά, με κόκκινο φουστάνι και 50 νούμερο γόβα άσπρη. Ξεκινούσε το πρόγραμμα με το «la vie en rose» όπου αυτός κρατούσε, ο Κώστας, μία αγκαλιά τριαντάφυλλα που είχαν ένα βελάκι στην άκρη και πετούσε ένα βελάκι στο πάτωμα, καρφωνότανε, έπαιζα εγώ μια νότα «ταααν», πετούσε δεύτερο βελάκι «ταααν», τρίτο «τααααν» και πετούσα σιγά-σιγά όλα τα τριαντάφυλλα που καρφωνόντουσαν και είχα παίξει αναλυτικά τις πρώτες νότες από το la vie en rose», «τααααν, τααααν, ταααααν, τααααν» και όταν τελείωνε και είχε γίνει αυτός ο κήπος, έκανα ένα «μπάσιμο» και, γινόταν αυτό. Το κάναμε πολλά χρόνια αυτό, το κάναμε από τη Θεσσαλονίκη, στο «Μπανάλ», ένα μπαρ στη Θεσσαλονίκη στην Προξένου Κορομηλά του Ηρακλή που ήταν έτσι πολύ καλλιτεχνικό στέκι και μετά από πολλά χρόνια το κάναμε και εδώ που το παίζαμε κάθε βράδυ στο μαγαζί, υπήρχαν άνθρωποι που το είχαν δει 50 - 60 φορές το ίδιο πρόγραμμα, είχε περίπου 37 κομμάτια ήταν το πρόγραμμα. Ο Κώστας καμιά φορά επίτηδες, καμιά φορά αυθόρμητα, νευρίαζε είτε με κάποιο κινητό είτε γιατί ο άλλος άναψε ένα πούρο και σταματούσε το πρόγραμμα: «Πηγαίντε έξω».
Τους έδιωχνε.
Τους έδιωχνε, ναι και βρισκόμουνα εγώ να παίζω μόνος μου μετά, ό,τι μπορούσα να παίξω. Υπήρχε πολύς κόσμος, λοιπόν, που το είχε δει το πρόγραμμα 50 – 60 φορές και καθόταν στον προθάλαμο γιατί βαριόταν να ακούει τα ίδια τραγούδια αλλά παίζαν τζόγο, αν θα τελειώσει το πρόγραμμα ή αν θα μείνει στη μέση και σε ποιο τραγούδι ήταν, παίζανε νούμερο, δηλαδή ήταν κόκκινο, μαύρο το αν θα παίξει το πρόγραμμα μέχρι το τέλος ή αν θα σταματήσει και σε ποιο τραγούδι θα σταματήσει, ήτανε τα νούμερα και έτσι παίζανε τζόγο και παίζανε λεφτά κανονικά.
Τέλειο.
Ναι και κάτω εκεί, κάτω από τη σκάλα, είχα φτιάξει τα καμαρίνια, τα είχα γράψει «Καναρίνια» και καθότανε εκεί και φτιαχνόταν, του είχα βάλει φωτάκια και είχε και καθρέφτη, καμαρίνι κανονικά θεάτρου. Κάποια στιγμή οι μπάτσοι είχανε μάθει ότι είναι cabaret show και νομίζανε ότι θα έχει πουτάνες και ήρθαν, κάτσανε πρώτο τραπέζι πίστα και περιμένανε να βγουν τα κορίτσια. Βγαίνει ο Κώστας, φωνάζει το γκαρσόνι ο μπάτσος λέει: «Πού είναι τα κορίτσια;», λέει: «Ποια κορίτσια;», λέει: «Cabaret είπατε», λέει: «Nα το, εδώ είναι» σηκώθηκαν και φύγανε. Άλλη μία φορά ένας τουρίστας, βγήκε από τις τουαλέτες, τον είδε εκεί να [00:45:00]φτιάχνεται και του άφησε ένα κατοστάρικο, νόμιζε ότι ήταν η κοπέλα που καθάριζε τις τουαλέτες.
Οκ. Τρελό. Επίσης μου κάνει πολύ εντύπωση πως το ότι τους έδιωχνε αλλά οι πελάτες δεν, καθόντουσαν να βάζουν στοιχήματα έξω και αυτό είναι μεγάλη επιτυχία, να το φέρεις έτσι.
Όχι, γινόταν πλάκα.
Οκ, οπότε το μαγαζί λειτουργούσε και λίγο ως show παράλληλα, ανεξάρτητα;
Ναι, ναι. Κάθε βράδυ, κάτι θα γινόταν, κάτι θα γινότανε που ήτανε πολύ λίγο προσχεδιασμένο, συνήθως ήταν αυθόρμητο αλλά κάτι γινότανε υπήρχε μία. Κάποια στιγμή, έσκασε μια Αγγλιδούλα ακροβάτρια, είχε κρεμάσει κάτι μονόζυγα από την οροφή και ανέβαινε πάνω και στεκόταν πίσω από ένα δοκάρι και περίμενε εκεί και κάποια στιγμή ανάβανε κάτι φωσφοριζέ φώτα και κατέβαινε από εκεί που χόρευε ο κόσμος από κάτω, κατέβαινε από ταβάνι μία Αγγλιδούλα με στρας και με πούλιες και με τέτοια, από το πουθενά κατέβαινε κάτω.
Άρα, σαν να πούμε, ποτέ δεν ήξερες τι θα σου συμβεί μπαίνοντας.
Ναι, αυτό.
Πολύ ωραίο.
Και έπρεπε κάτι να γίνει κάθε μέρα, δηλαδή κάτι έπρεπε να γίνει.
Χωρίς στρες ωστόσο, ήταν όπως πάει.
Χωρίς, ναι. Ένα, ας πούμε, που είχε γίνει, θυμάμαι για πλάκα, είχαν ανοίξει το δρόμο απ’ έξω και περνούσαν σωλήνες ύδρευσης και είχαν παρκάρει ένα φορτωτάκι ο δήμος, έξω το μαγαζί, πάνω σε ένα λόφο από χώματα, όπως στο καζίνο τότε που βάζανε ένα αυτοκίνητο σε μία μπάρα κεκλιμένη και το κληρώνανε. Ένα βράδυ κλήρωσα εγώ το φορτωτάκι του δήμου, έγινε η κλήρωση και το κέρδισε ένας εφοπλιστής που ήταν πελάτης, τέτοια, σε δουλειά να βρισκόμαστε.
Κλέαρχε, τώρα θα σκεφτόσουν τη ζωή σου εκτός του νησιού;
Θα την σκεφτόμουνα και την έχω σκεφτεί πολλές φορές, βέβαια όσο ήταν η κόρη μου μικρή και πήγαινε σχολείο εδώ δεν το σκεφτόμουνα γιατί μου άρεσε που ζούσε εδώ αλλά μετά, το είχα σκεφτεί πολλές φορές, ήθελα λίγο πόλη, έτσι λίγο πιο πολύ ζωή και φασαρία, την Αθήνα δεν θα την σκεφτόμουνα γιατί είναι σκληρή και πολύ δύσκολη αλλά μία άλλη πόλη «στεργιανή» που να έχω πρόσβαση σε δρόμους, να μπορώ να παίρνω τη μηχανή και να φεύγω, να κάνω ξέρω ‘γω 150 - 200 km, μία εκδρομούλα, θα το θελα. Καμιά Καλαμάτα, μέρη που να έχω πρόσβαση σε στεριά, να μπορώ να φεύγω εύκολα γιατί εδώ είμαστε εγκλωβισμένοι στον παράδεισο, όπως συνηθίζω να λέω. Παρόλα αυτά, όχι ωραία είναι και εδώ, τώρα που δεν έχω και δουλειά μπορώ να φεύγω όποτε θέλω.
Δημιουργεί λίγο η θάλασσα το εμπόδιο, το κάνει όλο λίγο πιο μακρινό, στην πρόσβαση.
Ναι και σου δίνει και ασφάλεια όμως, δηλαδή άμα έχεις απαγορευτικό, δεν πρόκειται να έρθει και κανείς, οπότε λες αράζουμε.
Δεν ξέρω αν θες να προσθέσεις κάτι παραπάνω σε αυτά που έχουμε πει, αν κάτι σου έρχεται. Εγώ θα, σε ένα έτσι απόφθεγμα που θα έβγαζα λίγο από αυτά που έχουμε πει όλα, μου σκάει η λέξη λίγο «αυθεντικότητα», αυτή μου σκάει, το οποίο, θα μιλήσω προσωπικά για μένα, λείπει πολύ, λείπει πολύ και όχι μόνο στο αστικό κέντρο, το οποίο λες: «Έχει πολύ πληροφορία, χάνεται», λείπει πολύ και στα μικρά μέρη πλέον, είναι οι ταχύτητες της εποχής. Και παρατηρούσα πέρυσι, με τις ειδικές συνθήκες που ζούσαμε, καραντίνα και όλους αυτούς τους περιορισμούς, ότι κάπως αυτή η συνθήκη, μας έφερνε με έναν τρόπο, πάλι κοντά, φτιάχνοντάς το εμείς και να επιλέξουμε εμείς τον τρόπο που θέλουμε να περάσουμε καλά και όταν ακούω αυτό, μου επαναφέρει πολύ αυτό και αναρωτιέμαι αν είναι και τάση του ανθρώπου, να θέλει, να έχει αυτή την ανάγκη και τελικά αλλοιώνεται με επιταγές της κοινωνίας που της φέρνει.
Ναι γιατί νομίζω η επαφή του κόσμου είναι το Α και το Ω, αυτό θέλει κόσμος, ο άνθρωπος, να μπορεί να επικοινωνήσει, να ‘ρθει κοντά με άλλους ανθρώπους, ό,τι τον απομονώνει είναι εναντίον του και ό,τι γίνεται τα τελευταία χρόνια νομίζω ότι απομονώνει τον κόσμο, θέλει να τον κλείσει στο σπίτι για λόγους που ξέρουν αυτοί που το θέλουν. Κάπου διάβασα ότι είναι δύο τα [00:50:00]στρατόπεδα, το ένα στρατόπεδο είναι αυτό που θέλει τον κόσμο έξω, που είναι οι μεγάλες πετρελαϊκές βιομηχανίες, οι αεροπορικές εταιρείες, η διασκέδαση, όλα αυτά θέλουν τον κόσμο έξω, να κυκλοφορεί, να ταξιδεύει, να ξοδεύει και μπλα μπλα μπλα. Το άλλο στρατόπεδο είναι τα netflix, είναι τα τζακούζι, είναι η τηλεόραση που θέλουν τον κόσμο μέσα, να μπορεί να ξοδεύει από εκεί, με το delivery να εξυπηρετείται και από ό,τι είχα δει η έξω mobile, η μεγαλύτερη πετρελαϊκή εταιρία, είχε πέσει η μετοχή της στα «τάρταρα», ενώ έχει ανέβει την ίδια εποχή, netflix στα ουράνια. Αυτά τα δύο στρατόπεδα είναι δηλαδή, το αν θα βγούμε έξω ή αν θα μείνουμε μέσα είναι ποιοι θα νικήσουν.
Πάλι καταλήγει σε αυτούς τους δύο-
Ναι, αλλά πάνε να μας κλείσουν μέσα, πολύ το φοβάμαι αυτό. Ήδη ο κόσμος αρχίζει και γίνεται άτομο και μονάδα.
Ναι, αλλά αυτό, αυτό παρατηρώ κάπως, ότι η τάση του ανθρώπου, πιο βαθιά δεν είναι-
Όχι, δεν είναι, δεν είναι. Και το βλέπεις ότι κάπου κάνει έκρηξη, κάπου σκάει αυτό και βγαίνει σαν μεγαλύτερη ανάγκη δεν μπορεί να παγιδευτεί αυτό το πράγμα. Σίγουρα θα γίνει κάτι, το βλέπεις να γίνεται, ειδικά οι νέοι τους βλέπεις που αντιδρούν και έρχονται κοντά ό,τι και να γίνει.
Εμένα μου δίνει πολύ ώθηση τώρα αυτό που άκουσα για το ότι ήρθες, χωρίς να είσαι από εδώ με αυτή τη διάθεση, άνοιξες αυτό, χωρίς κάποιος ντόπιος να έχει ήδη σκεφτεί να γίνει αυτή η δράση στο χώρο αυτό, παρόλο που απ ό,τι καταλαβαίνω, υπήρχε αυτή η ανάγκη του να συνυπάρξουν με έναν τέτοιο τρόπο οι άνθρωποι και νομίζω ότι ή θέλω νομίζω ότι ανεξάρτητα τις συνθήκες, βαθιά μέσα στον άνθρωπο υπάρχουν οι ανάγκες του «συνυπάρχω» και θα βρίσκουμε τον τρόπο να μην χάνεται αυτή. Αν και θα αλλοιώνεται, λόγω των επιταγών της εκάστοτε εποχής.
Ναι, ο Νίκος ο Κυπουργός, ο πολύ γνωστός και μη εξαιρετέος φίλος, είχε πει κάποια στιγμή να ανοίξουμε ένα μαγαζί που να μην έχει μουσική, εννοώντας προφανώς να μην έχει μουσική σαν τη μουσική που υπάρχει τώρα και δεσπόζει στο χώρο και σε αναγκάζει σε μία βία και σε μία ρυθμική στρατιωτική κατάσταση. Δεν έχει μουσική, να μπορείς να μιλάς, να μπορείς να βρίσκεσαι σε ένα χώρο και να είσαι με ανθρώπους χωρίς να υπάρχει μουσική που σε υποχρεώνει. Δηλαδή, κάποια στιγμή η μουσική άρχισε να γίνεται και εκβιαστική. Άρχισε ο DJ να μην είναι καλός DJ αν κάνει ένα κενό, άρχισε να μην είναι, να είναι λάθος αν δεν μπεις στο σωστό στο byte, στο επόμενο τραγούδι και κάνει κενό, αν προλάβει δηλαδή ο άνθρωπος να έχει κενό και κατέβει από το άρμα της κατανάλωσης που τον έχεις βάλει. Αυτό εμένα άρχισε και μου έσπαγε τα νεύρα κάποια στιγμή, δηλαδή θεωρούσα ότι είναι εκβιαστικά, χρησιμοποιείται η μουσική για να υπάρξει κατανάλωση ενώ δεν είναι αυτή.
Οπότε αυτό, ότι συνυφαίνεται με την κατανάλωση.
100%, ναι. Και τα μπαρ γίνανε όρθιοι, με δυνατή μουσική, να μην μπορείς να μιλήσεις, δηλαδή γιατί να πάω στο μπαρ να μην μπορώ να μιλήσω, να ακούω κάτι πολύ δυνατά που με υποχρεώνει να σταθώ σε ένα χώρο όρθιος, να μην έχω που να ακουμπήσω, να μην μπορώ να μιλήσω, τι είναι αυτό; Απλά να μπορώ να καταναλώσω, είναι απόλυτος εκβιασμός. Δηλαδή εγώ όταν ξεκίνησα να βάζω μουσική, έβαζα μία κασέτα που τελείωνε, βάζαμε την άλλη μετά, υπήρχε κενό, πράγματα που τώρα θεωρούνται εξωπραγματικά. Έπαιζες με βινύλια που είχε κενό, μπορεί να είχε από τραγούδι σε τραγούδι, είχε κενό. Αυτό που δεν υπάρχει κενό στη μουσική είναι πολύ εκβιαστικό.
Πολύ ωραίο αυτό που λες.
Έχει λόγο, είναι καταναλωτικός εκβιασμός.
Και η ένταση οπότε.
Και η ένταση.
Αλλά όταν συνέβη αυτό το μετρό πέρυσι, του όχι μουσική;
Μια χαρά ήτανε, μια χαρά ήτανε.
Μια χαρά. Απλά μάλλον επειδή επιβάλλεται, μπορεί να μην είναι-
Ναι, ναι. Αλλά άμα κάνεις μία βόλτα εδώ στη Σύρο το χειμώνα, το καλοκαίρι, κάνεις μία βόλτα και ακούς τι μουσική βγαίνει από τα [00:55:00]μαγαζιά, θα δεις ότι δεν είναι και η καλύτερη ποιοτικά, οπότε καλύτερα να μην υπάρχει για μένα.
Σωστό.
Δηλαδή εγώ σαν ρομαντικός, θα 'θελα να πάρω ένα φορτηγάκι με μία ντουντούκα το πρωί, να βγω με ένα Χατζηδάκη, με το χαμόγελο της Τζοκόντας και να κάνω την καθαρίστρια στους δρόμους από αυτό το πράγμα.
Θα μοιράζεις και μουσική στο-
Δεν είμαι, δεν κατακρίνω, οκ εκεί πήγε η μουσική αλλά δεν ξέρω είναι πια βιομηχανία δεν είναι τέχνη.
Και πώς το βλέπεις το κάλεσμα να παίξεις μουσική στα μαγαζιά, live, ας πούμε, αυτό πως το αντιλαμβάνεσαι τώρα, με τον τρόπο που γίνεται τώρα.
Θέλει λίγο ειδικό κοινό, δηλαδή δεν μπορώ να παίξω πράγματα πολύ σύγχρονα, τα mainstream με τίποτα και λίγο τα έχω παρατήσει, δεν μελετάω, δεν βγάζω καινούργιο πρόγραμμα, κάποια στιγμή μπορεί να γίνει.
Ούτως ή άλλως, αυτά έρχονται μόνα τους.
Ναι, ναι.
Όπως πάνε. Κλέαρχε σε ευχαριστώ πάρα πολύ!
Να 'σαι καλά και πάμε για καλύτερα!
Και αυθεντικότητα, με ειλικρίνεια. Ευχαριστώ πολύ!
Να 'σαι καλά!