«Τα χέρια είχανε βγάλει αίμα»: μετανάστευση στη Γερμανία τη δεκαετία του '60 και οι αγώνες για ένα καλύτερο αύριο
Segment 1
Φτωχικά χρόνια στο Γριζάνο Τρικάλων, η απόφαση για μετανάστευση και το ταξίδι στη Γερμανία
00:00:00 - 00:07:06
Partial Transcript
Ωραία, ξεκινάμε. Πείτε μου το όνομά σας. Λέγομαι Ντίνος Μιλτιάδης. Όνομα Μιλτιάδης, Ντίνος το επώνυμο. Ωραία. Εγώ είμαι ο Αλέξανδρος Π…ρθαν το πρωί, μας πήραν, μας έβαλαν στα τρένα για τη Στουτγάρδη. Κατεβήκαμε Στουτγάρδη. Μας περίμεναν άλλοι εκεί. Μας πήγαν στο εργοστάσιο.
Lead to transcriptSegment 2
Εργασιακές συνθήκες και ζωή στη Γερμανία
00:07:06 - 00:15:09
Partial Transcript
Υπήρχαν δωμάτια, Ηeim, πώς τα λέμε, ας πούμε. Έτσι τα λένε εκεί, Ηeim, που μέναν οι εργάτες. Έξι άτομα σε κάθε δωμάτιο, όπως οι στρατιώτες. … ξύλινα. Με το φορείο με πάνε απάνω. Στα χέρια με κατέβαζαν, γιατί με είχαν βάλει εδώ ένα σίδερο. Όχι γύψο, σίδερο. Τέλος πάντων, ντάξει.
Lead to transcriptSegment 3
Αρραβώνας, γάμος, παιδιά και επιστροφή στην Ελλάδα
00:15:09 - 00:29:48
Partial Transcript
Εν τω μεταξύ, εκεί στο σπίτι που μέναμε μέναν κι άλλοι από την Πάτρα, ένα ανδρόγυνο. Και είχε ένα δωμάτιο που έμενε η Ευδοξία. Πήγα εγώ, την…ξί είκοσι εφτά χρόνια και τώρα παίρνω σύνταξη. Πήρε σύνταξη και νωρίτερα και η κυρία Ευδοξία. Αυτά είναι τα νέα. Κάτι άλλο να με ρωτήσεις;
Lead to transcriptSegment 4
Φτωχικά χρόνια στο Γριζάνο, η απόφαση για μετανάστευση και το ταξίδι στη Γερμανία
00:29:48 - 00:40:45
Partial Transcript
Ωραία. Κύριε Μιλτιάδη, θέλω να πάμε πίσω, να μου πείτε πώς αρχίσατε να σκέφτεστε να φύγετε για τη Γερμανία. Σκεφτόμασταν, γιατί τι να κά…ι την αδερφή μου εκεί τη μικρή να τον πλένει κάνα ρούχο, ξέρω ‘γώ, εκεί πέρα, και παντρεύτηκε κι αυτή εκεί. Και έμεινε εκεί. Η Πέρη. Αυτά.
Lead to transcriptSegment 5
Η σκληρή δουλειά και η καθημερινότητα στη Γερμανία
00:40:45 - 00:47:22
Partial Transcript
Κύριε Μιλτιάδη, πόσος καιρός πέρασε από τη στιγμή που το είπατε μέχρι να παντρέψετε την αδερφή και μετά να παντρευτείτε κι εσείς; Αφού δώσ…άζει. Σιγά-σιγά. Σήμερα θα χαλάσεις τόσα, αύριο θα χαλάσεις λιγότερα, αφού είσαι μαθητευόμενος στα μεταλλικά. Βίδωμα και τα τοιαύτα. Αυτά.
Lead to transcriptSegment 6
Κοινωνικές σχέσεις στη Γερμανία
00:47:22 - 00:52:30
Partial Transcript
Κύριε Μιλτιάδη, φιλίες και κοινωνικές σχέσεις εκεί πέρα στη Γερμανία; Φιλίες είχαμε μ’ αυτήν την οικογένεια που ήμαστε απ’ την Πάτρα και έ…ε χαρές εκεί. Άρχισαν να κλαίνε εκεί οι παλιοί εργάτες που μας είδαν, «Πότε και εμείς θα ‘ρθούμε στην Ελλάδα. Τι καλά εσείς». Ε, αυτά όλα.
Lead to transcriptSegment 7
Ο επαναπατρισμός και η εργασία στο ταξί
00:52:30 - 00:56:58
Partial Transcript
Εσείς, κύριε Μιλτιάδη, τι σκεφτόσασταν όταν επιστρέφατε; Τι δουλειά θα κάνω. Χαιρόσασταν; Λυπόσασταν που φεύγατε απ’ τη Γερμανία; Κοίτ…σαμε, τα παντρέψαμε. Όλα αυτά με τα χέρια τα δικά μου και της κυρίας Ευδοξίας. Ωραία. Κύριε Μιλτιάδη, ευχαριστώ. Και εμείς ευχαριστούμε.
Lead to transcriptSegment 1
Φτωχικά χρόνια στο Γριζάνο Τρικάλων, η απόφαση για μετανάστευση και το ταξίδι στη Γερμανία
00:00:00 - 00:07:06
[00:00:00]Ωραία, ξεκινάμε. Πείτε μου το όνομά σας.
Λέγομαι Ντίνος Μιλτιάδης. Όνομα Μιλτιάδης, Ντίνος το επώνυμο.
Ωραία. Εγώ είμαι ο Αλέξανδρος Ποταμιάνος, ερευνητής στο Istorima. Είναι 19 Νοεμβρίου 2021. Βρισκόμαστε στη Λάρισα. Απέναντί μου είναι ο Μιλτιάδης Ντίνος και ξεκινάμε. Πείτε μου κάποια λόγια για σας.
Λοιπόν, τα παιδικά μας χρόνια φτωχικά. Πολλά παιδιά. Εφτά παιδιά ο πατέρας μου. Οχτώ είχε, ο ένας πέθανε μικρός, μείναμε τα εφτά. Ο πατέρας μου έπαιζε όργανο, κλαρίνο. Είχαμε ένα μαγαζί εμπορικό μαζί με τον αδερφό της μάνας μου στο χωριό. Τότε το ‘48, με τον Εμφύλιο, ήρθαν οι αντάρτες και… σκούπα. Τα πήραν όλα. Και χτυπήσανε και το θείο μου, τον αδερφό της μάνας μου. Το κεφάλι έγινε τόσο. Και τον πήγαν με μια σούστα, που λέμε, με ένα άλογο, που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα τότε, τον πήγαν στη Φαρκαδόνα. Εκεί είχε ιατρείο ένας γιατρός. Ε, τον έδωσε τι τον έδωσε εκεί πέρα. Μείναμε ταπί, φτώχεια. Ο πατέρας μου πώς να μεγαλώσει τα παιδιά; Εφτά παιδιά συν δύο αυτοί, εννιά, και μια γιαγιά που είχαμε, δέκα, η μάνα του πατέρα μου. Μετά ύστερα, σιγά-σιγά, μεγαλώναμε κι εμείς. Ανοίξαμε ένα μαγαζί στο σπίτι, ένα μικρό μπακάλικο. Και εκεί κάναμε μεζεδάκια, πηγαίναμε στα άλλα τα καφενεία έξω, τα πουλούσαμε. Λοιπόν, ωραία μεζεδάκια. Μας προτιμούσαν, στο δρόμο ακόμα ποιος και ποιος να πάρει. Ε, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά και λίγο με το κλαρίνο που έπαιζε ο πατέρας μου. Μετά εγώ έμαθα βιολί. Πήγα στο Βλαχογιάννι εδώ πέρα, αν έχεις υπόψιν, εδώ ένα χωριό, και είχε έναν γνωστό που έπαιζε βιολί εκείνος εκεί. Και με λέει: «Θα σε στείλω εκεί να μάθεις βιολί». Πήγα έναν μήνα, έμαθα πρακτικά βιολί και παίζαμε σε γάμους, σε πανηγύρια, σε άλλες γιορτές, Πρωτοχρονιά, Απόκριες. Πηγαίναμε και σε άλλα χωριά για να βγάλουμε το προς το ζην. Λοιπόν, μόλις έγινα 18 χρονών έκανα τα χαρτιά και πήγα στην Αεροπορία εθελοντής. Πήγα στον [Δ.Α.] δυο μήνες, δύο Θεσσαλονίκη, στο ΣΕΔΕΣ, και είκοσι τέσσερις μήνες εδώ, εκατόν δέκα. Μόλις απολύθηκα, τι να κάνουμε τώρα; Εκτός τα βαμπάκια που πηγαίναμε στη… Αυτά έγιναν νωρίτερα, που πηγαίναμε στα βαμπάκια και μεγαλώναμε. Μαζεύαμε βαμπάκια.
Αυτό σε τι ηλικία γινότανε;
16, 17, 15, κάπου εκεί μέσα. Είχαμε τρία τέσσερα χρόνια που πηγαίναμε και μαζεύαμε, μέχρι τα Χριστούγεννα, με μπότες μέσα στις λάσπες, κρύο. Μέχρι που μας είχε φάει και στο ζύγι ο εργοδότης εκεί. Και ζύγιζε με το καντάρι και εγώ είδα εκεί πέρα ότι αντί 100, 90. Του λέω: «Αφού 100 έχει. Γιατί 90;». Με δίνει μια σφαλιάρα. Λοιπόν, υπομονή. Τι να κάνουμε; Μετά είχε και ένα πτηνοτροφείο αυτός εκεί πέρα. Και έφευγε ο προηγούμενος υπάλληλος και μετά έμεινα εγώ ένα διάστημα. Δεν θυμάμαι τώρα πόσο χρονικό διάστημα. Κάναν χρόνο; Περιποιούμουν τις κότες: τροφή, νερά, καθαριότητα, πουλάκια. Έβγαζε πουλάκια. Βγάζαμε τα αυγά, τα σφραγίζαμε, τα πουλούσε στη Λάρισα. Τέλος πάντων, πάει απ’ αυτού. Μετά τι θα γίνει; Πρέπει να φύγουμε για τη Γερμανία. Είχε τότε ροή προς τη Γερμανία, πολλή μετανάστευση. Κάνω τα χαρτιά μόνος μου, όχι όπως τώρα, παίρνουμε το παιδί και πάμε εκεί να το βοηθήσουμε τι πρέπει να κάνει. Του Δημοτικού είμαι. Λοιπόν, στα Τρίκαλα, στο γραφείο ευρέσεως εργασίας να κάνουμε, να βγάλουμε ταυτότητες, να γραφούμε με τη σειρά. «Ελάτε μετά από έναν μήνα». Μας ειδοποιούν εκεί, πάμε εκεί. «Ανθρακωρυχεία», με λέει, «στη Γερμανία ή στο Βέλγιο». Λέω «Εγώ δεν πάω στα ανθρακωρυχεία. Θέλω να πάω κοντά στη Στουτγάρδη», γιατί ήταν και η αδερφή μου εκεί νωρίτερα. Είχε πάει νωρίτερα αυτή, το ‘61. Λοιπόν, με λέει: «Κατά ώρας δεν έχει. Έλα μετά από έναν μήνα». Πάω εκεί, με λέει: «Βρήκα μια δουλειά σε κεραμοποιείο». Βγάζουν κεραμίδια, τούβλα. Εκείνα τα χρόνια [00:05:00]δεν υπήρχε με ρεύμα. Ήταν το κάρβουνο, τα ‘καιγαν δηλαδή με το κάρβουνο. Πήγαμε εκεί πέρα. Α, όταν ξεκινήσαμε πήγαμε στον Πειραιά. Πήραμε το καράβι, κατεβήκαμε στο Μπρίντιζι, στην Ιταλία. Δύο μερόνυχτα με το καράβι. Δεν άφησε νησί για νησί. Και αργό-αργό, πότε να φτάσουμε εκεί. Φτάσαμε στο Μπρίντιζι. Μας πήρανε εκεί οι ειδικοί, οι διερμηνείς. Μας βάλαν στο τρένο για τη Γερμανία. Φτάσαμε στο Μόναχο μετά τα μεσάνυχτα, πρωινές ώρες. Σου λέει: «Περιμένετε εδώ από κάτω». Περιμένουμε, περιμένουμε. Ήρθαν το πρωί, μας πήραν, μας έβαλαν στα τρένα για τη Στουτγάρδη. Κατεβήκαμε Στουτγάρδη. Μας περίμεναν άλλοι εκεί. Μας πήγαν στο εργοστάσιο.
Υπήρχαν δωμάτια, Ηeim, πώς τα λέμε, ας πούμε. Έτσι τα λένε εκεί, Ηeim, που μέναν οι εργάτες. Έξι άτομα σε κάθε δωμάτιο, όπως οι στρατιώτες. Ένα κρεβάτι απάνω, ένα κάτω. Έξι άτομα. Μαγείρεμα… Εκεί μαθαίναμε… μακαρόνια, πατάτες τηγανητές. Παίρναμε κάνα κοτόπουλο να το μαγειρέψουμε ρεφενέ, μαζί. Ένας απ’ τα Τρίκαλα λέει «Εγώ», λέει, «δεν θα τρώω… Θα τρώω μόνο τα μακαρόνια. Δεν βάζω λεφτά για το κοτόπουλο, πόσο με πέφτει», παράδειγμα. «Ε, εντάξει. Αφού δεν έχεις… Όλοι φτωχοί είμαστε». Εάν ήταν να δώσει ένα μάρκο, έδωνε μισό στο ρεφενέ για το φαγητό, ας πούμε. Τέλος πάντων, εννιά χρόνια.
Στο κεραμοποιείο;
Στο κεραμοποιείο. Όταν πήγα εκεί ήταν Αύγουστος μήνας. Ζέστη! Μέσα είχε 150 βαθμούς θερμοκρασία στο φούρνο. Βάζουν απάνω ανεμιστήρα για να τραβάει την θερμοκρασία, να βγαίνει έξω. Εγώ άμαθος. Γλώσσα: Γερμανοί, Ιταλοί, Ισπανοί, Γιουγκοσλάβοι. Αυτές οι φυλές. Σου μιλούσαν γερμανικά, δεν ήξερα. Με μιλούσε ιταλικά ο Ιταλός, δεν ήξερα. Με μιλούσε ισπανικά ο Ισπανός. Βέβαια, μιλούσαν γερμανικά και οι Ισπανοί, λίγα που μαθαίνανε. Κούραση, δουλειά. Πηγαίναμε το βράδυ… Εντωμεταξύ, φαγητό πού να φας απ’ την κούραση. Τσάγι, μια μεγάλη αυτό… Πίναμε τσάι και πορτοκαλάδες. Μας έλεγαν: «Το νερό δεν είναι καλό». Ε, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά. Πηγαίναμε το βράδυ. Εγώ είχα γίνει πετσί και κόκαλο. Αν σου δείξω μια φωτογραφία… Δεν ξέρω πού βρίσκονται. Πήγαινα το βράδυ. Πόνο τα χέρια εδώ. Ξάπλα. Ούτε φαΐ ήθελα ούτε τίποτα. Εν τω μεταξύ, δουλεύουμε με έναν απ’ την Αθήνα. Ήταν και διερμηνέας αυτός, πιο γεμάτος. Του λέω «Αυτό… Δεν μπορώ», λέω, «να δουλέψω στους φούρνους». Στους φούρνους δουλεύαμε. Πηγαίναμε μέσα βάζαμε και πετσιά εδώ πέρα γιατί μας καίγανε. Και εδώ κάτω είχαμε κάτι ξύλινα κι από πάνω είχε [00:10:00]ένα μείγμα, πέφταν τα τούβλα, να μην σε χτυπάν. Ξυπόλητοι, δηλαδή. Και με λέει «Κάνε υπομονή», μου λέει. «Όταν ήρθα κι εγώ», λέει, «και μένα με πονούσαν», λέει. «Θα συνηθίσεις», μου λέει, «και θα δεις». Και έτσι έγινε. Έκανα υπομονή, έμαθα τη δουλειά. Άρχισα λίγο με τη γλώσσα. Λίγα γερμανικά, λίγα ιταλικά. Και ξέρεις, εμείς οι Έλληνες, άμα πάμε κάπου, θέλουμε να μαθαίνουμε τη γλώσσα. Όχι όπως οι Ιταλοί. Οι Ιταλοί έχουν τη γλώσσα τους όπου και να πάνε. Πέρασε ένας χρόνος, πέρασε δεύτερος χρόνος. Και ήταν η δουλειά τέτοια, που μερικές φορές φεύγουμε απ’ το καφενείο —πηγαίναμε στο καφενείο, ας πούμε, παίζαμε καμιά κολτσίνα εκεί, ξέρω ‘γω— και πηγαίναμε κατευθείαν στο εργοστάσιο τη νύχτα. Υπήρχαν τα βαγόνια άδεια και πηγαίναμε εμείς και τα φορτώναμε. Μας έλεγε ο υπεύθυνος ότι «Σήμερα θα βγάλετε δυο κάμαρες» ή «τρεις κάμαρες» τα δυο άτομα ή τέσσερα άτομα. Πηγαίναμε, τα φορτώναμε. Το πρωί, 08:00 η ώρα, εμείς φεύγαμε, ερχόταν οι άλλοι να τα καθαρίσουν, να τα βάλουν σε παλέτες. Ήταν Akkord δουλειά, πώς να το πω; Akkord λέγεται στα γερμανικά, βέβαια. Κουτουρού, δηλαδή, να το πούμε έτσι. Αυτό θα βγάλεις ένα… Κρεμούσαμε και μια μάρκα. Πίσω είχε ένα τσιγκελάκι έτσι. Κάθε βαγόνι ένα μάρκο. Και παίρναμε τότε 800 μάρκα. Είχαν αξία. 800. Ε, γλυκαθήκαμε λίγο. Καλά λεφτά. Οικονομίες τεράστιες, στο ρουχισμό επί το πλείστον. Πηγαίναμε στη Στουτγάρδη να ψωνίσουμε από τα παλιατζίδικα κουστούμια, ρούχα. Πώς πουλάνε εδώ, παράδειγμα, στη λαϊκή; Εκεί πηγαίναμε σε καταστήματα. 280, 60 κουστουμάκι ωραίο. Για να κάνουμε οικονομίες. Λέγαμε: «Θα δουλέψουμε λίγα χρόνια εδώ πέρα, να κάνουμε οικονομίες, να κάνουμε κάνα σπίτι στη Λάρισα και θα δούμε τι θα κάνουμε». Λοιπόν, έκατσα εννιά χρόνια στο κεραμοποιείο. Kι αν δεν… Ήρθαμε λίγο σε ρήξη με τον υπεύθυνο εκεί, με το μαέστρο. Είχα φέρει κι εγώ τις αδερφές μου και τον μπατζανάκη μου εκεί. Λοιπόν, λέω «Θα φύγω», τον λέω το μαέστρο, τον υπεύθυνο. Αυτός, λίγο χιτλερικός, μου λέει: «Παρακαλώ». Πάω στο διευθυντή επάνω. Του λέω: «Θα φύγω». «Γιατί, κύριε Ντίνο; Είσαι καλός εργάτης. Έφερες το γαμπρό σου. Έφερες την αδερφή σου εδώ πέρα. Γιατί να φύγεις;». Λέω «Αυτό κι αυτό. Με κατηγόρησε ο μαέστρος ότι εμείς παρακινούμε τους άλλους να ζητήσουμε αύξηση στο βαγόνι», παράδειγμα. Και, ε, με παρακάλια πολλά, αλλά τελικά έφυγα. Η κυρία Ευδοξία είχαν δυο εργοστάσια που βγάζανε γυαλιά ηλίου. Λέγονταν Filiz. Το ένα τ’ εργοστάσιο που είχε ήταν δίπλα απ’ το κεραμοποιείο το δικό μας, κολλητά δηλαδή. Άλλα, ήταν τεράστια απόσταση. Λέω «Θα φύγω» την κυρία Ευδοξία. «Πες εκεί να με πάρουν». Λέει εκεί «Θα ‘ρθει και ο άντρας μου εδώ». «Εντάξει, να ‘ρθει» λέει. Έφυγα από κει. Εντωμεταξύ, κάθε βράδυ μπάνιο. Βγαίναμε με τα σορτσάκια έξω στα χιόνια, να πάρουμε τα βαγόνια, να τα γεμίσουμε και να τα βγάλουμε πάλι έξω. 20 βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν. Να μπαίνεις μέσα στο φούρνο 100-150 βαθμούς. Αυτά έβγαζαν αίμα. Αν δεν έβαζες πετσιά εδώ, αυτά έβγαζαν αίμα, τα χέρια. Μια φορά έπεσε κι ένα τούβλο πάνω στο πόδι μου. Πρήστηκε το πόδι μου, αίματα, κακό. Με ‘κοψε το νεύρο εδώ. Λοιπόν, ήρθε το ασθενοφόρο, με πήγαν στο νοσοκομείο, με το ‘ραψαν εκεί. Αγκαλιά η… γιατί το σπίτι ήταν διώροφο και είχε σκαλιά, όχι πέτρινα, ξύλινα. Με το φορείο με [00:15:00]πάνε απάνω. Στα χέρια με κατέβαζαν, γιατί με είχαν βάλει εδώ ένα σίδερο. Όχι γύψο, σίδερο. Τέλος πάντων, ντάξει.
Εν τω μεταξύ, εκεί στο σπίτι που μέναμε μέναν κι άλλοι από την Πάτρα, ένα ανδρόγυνο. Και είχε ένα δωμάτιο που έμενε η Ευδοξία. Πήγα εγώ, την πήρα από κει —στα ‘πε και η Ευδοξία αυτά—, που δούλευε με σύμβαση έναν χρόνο, όταν ήρθε αυτή μετά από έναν χρόνο. Το ‘64 ήρθε. Πήρα εγώ διερμηνέα, πήγαμε στο εργοστάσιο να πω να σπάσουμε τη σύμβαση. Με λέει «Δεν γίνεται», λέει. «Μα είμαστε αρραβωνιασμένοι» και ξέρω ‘γώ «μακριά ο ένας με τον άλλο». Λέει «Έλα στις δέκα μήνες», μου λέει. «Κάτι θα γίνει. Αντί δώδεκα, έλα στις δέκα μήνες». Πήγα και τελικά εντάξει, την άφησαν. Ήρθε εκεί πέρα και έμεινε σ’ αυτό το δωμάτιο το ένα. Κρύο. Ούτε θέρμανση ούτε τίποτα. Δίπλα, όμως, το δωμάτιο που είχαν αυτοί οι Πατρινοί είχαν σόμπα, σόμπα με κάρβουνα. Ήταν κάτι κάρβουνα, ξέρω ‘γώ… πώς τα λένε αυτά; Κάτι γυαλιστερά. Λοιπόν, και μ’ αυτά ζεσταίνονταν αυτοί. Εμείς βάζαμε ένα ηλεκτρικό μικρό και στα σεντόνια βάζαμε θερμοφόρες για να ζεσταθεί τα σεντόνια, για να πέσουμε. Αλλά, δεν μας άφηναν εκεί. 22:00 η ώρα ο καθένας θα πάει. Εγώ κοιμόμουν στο εργοστάσιο και η κυρία Ευδοξία στο δωμάτιο αυτό. Έφυγαν το αντρόγυνο το άλλο μετά ύστερα, πήγαν αλλού και μείναμε εμείς εκεί και είχαμε και θέρμανση μετά. Μετά από κάμποσο καιρό… Εντωμεταξύ, ερχόμασταν και με άδεια. Ήρθα εγώ με άδεια και είχαμε ένα φλερτ όταν απολύθηκα απ’ την αεροπορία. Είχαμε ένα φλερτ, λοιπόν. Και γειτονιά εκεί, μια ξαδέρφη μου, «Είναι καλό παιδί», αυτό. Η κυρία Ευδοξία, επειδής είχα εγώ τέσσερις αδερφές, λέει: «Πότε θα παντρευτώ εγώ; Αυτός θα τις παντρέψει όλες». Τέλος πάντων, ήρθα με άδεια, βγήκαμε έξω, μιλήσαμε. Τίποτα, όχι… Σοβαρά θέματα, όχι… Ένα φιλάκι μοναχά! Τα λέμε έτσι!
Ακριβώς.
Λοιπόν, «Ήρθα εγώ στη Γερμανία» λέω. «Να ‘ρθεις κι εσύ στη Γερμανία». Έκανε τα χαρτιά και η κυρία Ευδοξία, ήρθε. Την πήγανε εκεί μακριά που είπαμε. Πέρασε ένας μήνας. Εγώ… Τότε ήταν με τα γράμματα. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα. Πότε να ‘ρθει το γράμμα; Τι έγινε; Ήρθε, δεν ήρθε; Καμιά φορά με είπε από δω αυτή η ξαδέρφη μου ότι «Έφυγε», λέει, «η Ευδοξία». Έμαθα εγώ πού είναι. Ένα πρωί πήγα εκεί. Είχε κι άλλες δυο χωριανές. Λοιπόν, πάω εκεί, λέω: «Θέλω την Ευδοξία». Πάνε, τη λένε: «Σας ζητάει κάποιος κύριος έξω». Εντωμεταξύ, ήθελε να φύγει. Έκλαιγε, δεν της άρεσε η Γερμανία. Πήρανε τηλέφωνο έναν αδερφό της μάνας του που ήταν μακριά, απάνω στην Κολωνία, ξέρω ‘γώ πού ήταν: «Έλα. Δεν μπορώ. Θα πεθάνω. Θα φύγω, να φύγω!». Ε, την έκανε υπομονή κι αυτός: «Κάτσε, θα συνηθίσεις», το ένα τ’ άλλο. Ε, μόλις πληρώθηκε τον πρώτο μήνα γλυκάθηκε. Οι Γερμανοί ήταν διπλωμάτες. Λέει «Κάνε υπομονή και όταν ‘ρθουν τα Χριστούγεννα να φύγεις», ξέρω ‘γώ, ας πούμε. Μόλις πήρε το φάκελο, κάθε μήνα, γλυκάθηκε. Α, και σιγά-σιγά. Α, και λίγο τη γλώσσα, μερικά πράγματα. Εγώ στο τέλος εκεί στο [Δ.Α.] μπορώ να πω ότι, αφού δούλευα με Ιταλούς και με Γερμανούς, μάθαινα και λίγα γερμανικά και λίγα ιταλικά. Μερικές φορές ερχόταν μία από την Ιταλία —κοπέλες, άνδρες, λοιπόν— και με φώναζαν εμένα σαν διερμηνέα. Δηλαδή, τι διερμηνέα… Βασικά πράγματα απάνω στη δουλειά, τι πρέπει να κάνει, ας πούμε. Μετά, αφού έφυγα από κει και πήγα στο εργοστάσιο δίπλα, εκεί ήταν μια χαρά, το κάθισμα, τη μηχανή [00:20:00]εδώ πέρα. Μας έφερναν τα ανταλλακτικά. Ανταλλακτικά… Ήταν αυτό το πλαστικό και μας έλεγε με τα χαρτιά: «Θα το κόψεις τόσο στρογγυλά, τόσο στο μάκρος, τόσο εκείνο εκεί». Και δουλέψαμε τέσσερα χρόνια κι εκεί. Μετά, πριν γίνουν αυτά, ήρθαμε στην Ελλάδα και παντρευτήκαμε και ξαναφύγαμε πάλι. Κάναμε δυο παιδιά, τον Αλέξανδρο και τη Γλυκερία. Τώρα πού να αφήσουμε τον Αλέξανδρο; Δουλεύαμε και οι δυο. Τον φέραμε στην Ελλάδα. Έκατσε 8 χρονών. Πέρασαν και χρόνια τώρα και δεν θυμόμαστε. Ήρθαμε, τον πήραμε. Φτάνει η μάνα μου με μια θεία. «Θέλω το παιδί πίσω! Θα πέσω στο τρένο!» να σε λέει. Λοιπόν, ε, με τα πολλά εκεί τον πήρε πάλι πίσω. Όταν τον πήραμε εμείς, όμως, τον Αλέκο, είχαμε αυτοκίνητο… όχι. Πήραμε το ταξί και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη να πάρουμε το τρένο. Στο δρόμο αυτό να κλαίει. Κλάμα! «Δεν θέλω! Δεν θέλω!». Τον πήραμε στη Γερμανία. Τον αφήσαμε δίπλα, σε μια Γερμανίδα γιαγιά, και πήγαμε στη δουλειά εμείς. Κλάμα ο Αλέξανδρος, κλάμα. Δεν καταλαβαίνει γλώσσα. Η γιαγιά ξένη. Παίρνει τηλέφωνο στο εργοστάσιο που δούλευε η κυρα-Ευδοξία: «Έλα. Κλαίει το παιδί». Κάθισε κάμποσες μέρες και το ‘φερε εδώ στην Ελλάδα πάλι. Μετά στο τέλος ξανά τα πήραμε πάλι. Γεννήθηκε κι η Γλυκερία. Η Γλυκερία στην αρχή την κοιτούσε μια Ελληνίδα. Μετά την αφήσαμε σε μια Γερμανίδα και έμαθε τα γερμανικά μια χαρά. Μικρό, ε; Δεν θυμάμαι πόσο χρονών ήταν. Δεν είχε πάει σχολείο ακόμα. Και έμαθε τρόπους εκεί η Γλυκερία. Γερμανικά. Το ‘στελνε με τη σακούλα η Γερμανίδα στο φούρνο με το σημείωμα μέσα τι είναι να πάρει. Πήγαινε, πήρε ψωμί, κουλούρια, ξέρω ‘γώ, τα ρέστα και όλα. Και ερχόταν και μας έλεγε η Γλυκερία στα γερμανικά: «Μου επιτρέπεις, μαμά, να βγω έξω, να πάω να παίξω λίγο;». Στα γερμανικά, ε; Μια σταλιά ήταν. Και η μάνα μου, όταν ήρθαμε εδώ και όταν ήρθαμε για πάντα στο χωριό, λέει, μιλούσε γερμανικά. «Άντε ρε», λέει η μάνα μου, «άντε καλέ μάθε το ελληνικά το παιδί. Δεν καταλαβαίνουμε τι λέει!». Ε πολλά, πολλά γεγονότα, ας πούμε. Και φύγαμε το ‘76. Αλλάξαμε σπίτι, γιατί είχαμε τα παιδιά εκεί και δεν εύκολα σε έβαζαν μέσα άμα είχες παιδιά. Θέλανε ησυχία. Καμιά φορά μαζευόμασταν. Είχε τηλεόραση μέσα αυτός εκεί και μαζευόμασταν να δούμε τηλεόραση και ερχόταν και κάνας άλλος φίλος. Ερχόταν το αφεντικό: «Τι γίνεται εδώ; Σινεμά έχουμε εδώ;» με αυστηρό τρόπο. «Αυτό δεν θα ξαναγίνει άλλη φορά». Επιφυλακτικά κατέβαινες τα σκαλιά σιγά-σιγά πρωί-πρωί που φεύγαμε για δουλειά, μην τους ξυπνήσουμε. Εντάξει, στη δουλειά οι Γερμανοί μάς φέρθηκαν πολύ καλά. Δεν ήταν εχθρικοί μαζί μας. Εργασία κανονικά. Όλα εντάξει. Μετά πήγαμε στο άλλο το σπίτι, που είχε εστιατόριο αυτός και λέει «Θα ‘ρθεις, θα δουλεύεις, να βοηθάς την κουζίνα», λέει, «εσύ για να σου δώσουμε το σπίτι». Σαββατοκύριακο, δηλαδή. Και δεχτήκαμε. Μετά ύστερα… Είχα αυτοκίνητο εγώ. Ήρθαμε μια χρονιά με τ’ [00:25:00]αυτοκίνητο απ’ τη Γερμανία. Παλιό αυτοκίνητο, όχι… Μετά από δέκα χρόνια πήρα αυτοκίνητο, για να κάνουμε οικονομίες. Κάναμε το σπίτι εδώ. Τον πρώτο όροφο. Τότε ήταν Δικτατορία. Λαθραία χωρίς άδεια, κατάλαβες; Κυνηγούσαν τους μαστόροι. Έδωναν το δικό μου το όνομα: Ντίνος Μιλτιάδης. «Ποιανού είναι το σπίτι;». «Ντίνος Μιλτιάδης». Τρία δικαστήρια, συγχώνευση: σαράντα πέντε μέρες φυλακή. Επί πληρωμή. Λοιπόν, μετά ύστερα ήρθαμε εδώ, είχε πάει όμως η Ευδοξία και έμαθε το κομμωτήριο ανάμεσα Μόναχο, στο Ουλμ, και Στουτγάρδη. Τρεις μήνες. Ήρθε εκεί και δούλευε σε ένα κομμωτήριο γερμανικό, βοηθός. Λοιπόν, και λέει… Φύγαμε με την προϋπόθεση… Εγώ ήθελα να καθίσουμε κάνα δυο χρόνια ακόμα να τελειώσουμε το σπίτι, γιατί ρίξαν απάνω το γιαπί. Και λέμε: «Να το τελειώσουμε κι αυτό και μετά». Αλλά, μας πίεζε το αφεντικό, γιατί είχε αρρωστήσει ένα διάστημα η Ευδοξία —ήταν μια γρίπη— και δεν πήγαινε να βοηθήσει εκεί πέρα. Και λέει: «Τι θα γίνει; Άμα δεν έρχεστε, να σηκωθείτε να φύγετε». «Να φύγουμε; Να φύγουμε». Η Ευδοξία ήθελε. Δεν της άρεζε τόσο πολύ επάνω. «Να φύγουμε». Φύγαμε. Λεφτά πολύ ελάχιστα, δηλαδή. Και εν τω μεταξύ, ξέχασα να σου πω ότι είχαμε έναν αδερφό εκεί πέρα. Τώρα, γιατί… Ήταν αυτό. Ενώ ήταν μια χαρά, δουλεύαμε μαζί, έγινε μια παρεξήγηση με έναν Ιταλό και τον χτύπησε μια γροθιά στο κεφάλι και έπεσε κάτω και αργότερα παρουσιάστηκε καρκίνος στο κεφάλι. Και λέγαμε τώρα: «Είναι απ’ το χτύπημα; Είναι από τύχη;». Πέθανε ο αδερφός μου τελικά. Ήρθε εδώ και τον θάψαμε εδώ. Είχα πάρει το αεροπλάνο εγώ και ήρθα στην κηδεία. Και μετά, αφού ήρθαμε εδώ, τι δουλειά θα κάνουμε; Είχαμε αγοράσει, εντωμεταξύ, κάτω, στη Γεωργίου Σεφέρη εκεί, ένα μαγαζάκι. Το είχε μπακάλικο αυτός και πήρε σύνταξη μετά αυτός και ένα παλιό σπιτάκι πίσω. Φέραμε τα πράγματα, του βάλαμε τα πράγματα, με φορτηγό από κει, φορτωτική, τα πράγματα εκεί πέρα. Και διορθώσαμε λίγο το κομμωτήριο εκεί, το φτιάξαμε λίγο το μαγαζί και άνοιξε το κομμωτήριο εκεί. Δούλευε κομμώτρια η κυρα-Ευδοξία. Εγώ έκατσα δέκα μήνες. Σκεπτόμουν τώρα τι δουλειά να κάνω. Με λέει ένας… Ήταν απ’ τη Φαρκαδόνα δυο αδέρφια. Είχαν ταξί. Ήρθε αυτός ο μπατζανάκης και με λέει «Να πάρουμε, να δουλέψουμε ταξί», λέει, «να πας να δουλέψεις ταξί;». Το σκέφτηκα κι εγώ. Είχαμε έναν γνωστό που ήταν οδηγός στο στρατηγό. Ο γαμπρός μου αυτός απ’ την αδερφή μου την Αναστασία είχαν σχέσεις μ’ αυτόν που είχε… Είχε και ταξί αυτός ο οδηγός. Τον είχαν δώσει άδεια. Τότε δίνανε άδειες. Λοιπόν, και δούλεψα εκεί έναν χρόνο. Του λέω: «Εγώ δεν θέλω λεφτά. Θέλω μόνον να ασφαλιστώ για να μπορώ να αγοράσω την άδεια». Και πράγματι, δούλεψα έναν χρόνο. Με βοήθησε ο άνθρωπος. Στην αρχή δεν ήθελα καθόλου εγώ λεφτά. «Ό,τι βγάζω δικά σου» του λέω. «Να μάθω την πόλη, τις οδούς, όλα, τα πάντα». Και μετά, αφού έγινε αυτή η δουλειά, πήρα τα συντάξιμα εγώ και της Ευδοξίας και αγοράσαμε την άδεια ταξί και δούλευα ταξί είκοσι εφτά χρόνια και τώρα παίρνω σύνταξη. Πήρε σύνταξη και νωρίτερα και η κυρία Ευδοξία. Αυτά είναι τα νέα. Κάτι άλλο να με ρωτήσεις;
Segment 4
Φτωχικά χρόνια στο Γριζάνο, η απόφαση για μετανάστευση και το ταξίδι στη Γερμανία
00:29:48 - 00:40:45
Ωραία. Κύριε Μιλτιάδη, θέλω να πάμε πίσω, να μου πείτε πώς αρχίσατε να σκέφτεστε να φύγετε για τη Γερμανία.
[00:30:00]Σκεφτόμασταν, γιατί τι να κάνουμε εκεί πέρα; Δεν είχε μέλλον εδώ στην Ελλάδα και στο χωριό, που λες τώρα να μάσεις τα μπαμπάκια, ένα αυτό. Μέλλον; Σπίτι; Πολλά αδέρφια ήμασταν. Να στείλω λεφτά να παντρευτούν οι αδερφές μου. «Στείλε ψυγείο. Να φτιάξουμε μια πόρτα. Στείλε λεφτά». Όλα αυτά απ’ τη Γερμανία, με τη δουλειά. Και λέμε να φύγουμε Γερμανία. Δεν γίνεται αλλιώς. Τότε μπουλούκια, τρένα! Όταν να ‘ρθουμε στην Ελλάδα, με άδεια για παράδειγμα, το καλοκαίρι συνήθως, ερχόταν το τρένο από πάνω απ’ την Κολωνία, Φρανκφούρτη, Στουτγάρδη, Μόναχο και μετά ερχόταν Ελλάδα. Όταν πηγαίναμε εμείς, βαλίτσες, πράγματα πολλά. Βαλίτσες. Να έρχεται το τρένο για δυο τρία λεπτά, να γίνεται σκοτωμός στο σταθμό του τρένου. «Γρήγορα! Απ’ τα παράθυρα!», «Πού είναι;», «Ποιο βαγόνι είναι το δικό μας;», «Ποιο νούμερο έχουμε;». Χαμός! «Άνοιξε το παράθυρο! Μπες μέσα!». Να δίνουμε τις βαλίτσες απ’ το παράθυρο. «Γρήγορα! Μη φύγει το τρένο!». Και να σφυρίζει το τρένο. Αγωνία. Μη συζητάς. Και εκεί, πότε να φτάσουμε στην Ελλάδα. Όχι κρεβάτια, στο κάθισμα. Ύπνο λίγο, ξύπνα. Ταλαιπωρία, μεγάλη ταλαιπωρία. Περάσαμε πολλά.
Δεν μείνατε ποτέ στο σταθμό. Τα προλαβαίνατε πάντα.
Όχι, τα προλαβαίναμε. Πηγαίναμε πάντα νωρίτερα εμείς και το περιμέναμε. Αλλά, γινόταν χαμός εκείνη την ώρα. Τούρκοι, Γιουγκοσλάβοι… Χαμός, χαμός. Θυμάμαι μια φορά που είχαμε έρθει με άδεια με τ’ αυτοκίνητο και φύγαμε μετά. Μόλις φτάσαμε Γιουγκοσλαβία, στο Βελιγράδι, να ρίχνει μια βροχή! Με κάηκε το μοτέρι απ’ τους υαλοκαθαριστήρες. Να περνάν τα φορτηγά, να ρίχνουν λάσπη απάνω με νερό και να μη βλέπουμε καθόλου! Ευτυχώς πιάσαμε στην άκρη εκεί πέρα και βρήκαμε ένα ηλεκτρολογείο ανοιχτό και μ’ άλλαξαν το… για να… Αλλιώς δεν μπορούσα. Πού να πας; 100 Μάρκα. Μωρέ 100, παρ’ τα. Αρκεί να γίνει η δουλειά. Και φύγαμε ξανά πάλι. Αυτά.
Κύριε Μιλτιάδη, όταν φεύγατε για τη Γερμανία σκεφτόσασταν να γυρίσετε ή πηγαίνατε και λέγατε…
Με πρόγραμμα. Θα πάμε εκεί να δουλέψουμε, να κάνουμε οικονομίες για να γυρίσουμε στην Ελλάδα, να κάνουμε μια δικιά μας δουλειά. Γιατί είναι άλλοι πολλοί που γύρισαν, που πήγαν σε εργοστάσια. Αλλά, αφού η Ευδοξία έμαθε το κομμωτήριο και είχε το κομμωτήριο, κι εγώ ζητούσα μια δικιά μου δουλειά. Δεν ήθελα να πάω στο εργοστάσιο. Και κατέληξα στο ταξί μετά.
Η επικοινωνία με Ελλάδα ποια ήτανε;
Με τα γράμματα. Δεκαπέντε μέρες πότε θα ‘ρθει το γράμμα. Στείλε εσύ το γράμμα μετά από δεκαπέντε μέρες να το λάβουν αυτοί, να στείλουν. Κάθε μήνα σχεδόν μια απάντηση. Περάσαμε πολλά: οικονομίες, φτώχειες. Αλλά, η υπομονή κερδίζει τα πάντα, λέει.
Όταν πήγατε εκεί περιμένατε και την κυρία Ευδοξία ή μετά το συνεννοηθήκατε;
Όταν πήγα εγώ εκεί πέρα, είχαμε πει από δω όμως ότι «Να ‘ρθεις στη Γερμανία κι εσύ». Και λέει: «Εντάξει θα ‘ρθω». Πήγα εγώ εκεί πέρα, έκανε τα χαρτιά κι αυτή. Την πήγαν μακριά από μένα. Δεν την έφεραν κοντά στη Στουτγάρδη. Πιο μακριά. Δεν θυμάμαι πόσες ώρες τώρα. Schwarzwald λέγονταν, Μαύρο Δάσος. Λοιπόν, και πήγαινα εγώ εκεί πέρα. Έπαιρνα το τρένο. Αφού πήγα την πρώτη φορά, πήγαινα και ξανά. Πήγαινα εκεί, βγαίναμε στο άλλο το χωριό, μέναμε στο ξενοδοχείο το βράδυ. Στην αρχή δεν μας έβαζαν μέσα, αλλά βρήκαμε έναν κύριο, έτσι, ηλικιωμένο εκεί και λαθραία, όπως λέμε ότι… «Δεν επιτρέπεται, γιατί δεν είστε παντρεμένοι». «Είμαστε αρραβωνιασμένοι» λέγαμε. Δίναμε τις ταυτότητες εκεί πέρα και μας άφηναν. Κοιμόμασταν, ας πούμε. Αυτά. Κάτι άλλο, αν θυμήθηκες τίποτα; Χιόνια;
[00:35:00]
Στο ταξίδι τι είχατε πάρει μαζί;
Στο ταξίδι;
Ναι.
Τι να πάρεις;
Λεφτά, ρούχα… Όταν πηγαίνατε.
Κοίταξε, κοίταξε. Πριν φύγω για τη Γερμανία —ξέχασα να το πω αυτό— είχα έναν φίλο. Θεός σχωρέστον. Πέθανε πριν έξι μήνες. Φιλαράκια από το χωριό, σαν αδέρφια. Πήγε αυτός στο Μεγάλο Πεύκο. Υπηρετούσε εκεί πέρα και με λέει: «Γνώρισα εκεί μια οικογένεια». Με λέει «Εκεί», λέει, «θες να ‘ρθεις κάτω ώσπου να φύγεις για τη Γερμανία;», μου λέει. «Έχει κάτι περιβόλια με φιστίκια εκεί» λέει. «Να έρχεσαι εκεί να κάνεις γύρω-γύρω τα αυλάκια και να τα ποτίζεις. Θα βάζεις το μοτέρ και να τα ποτίζουν». Στην αρχή πήγα σ’ αυτό το κτήμα εκεί. Λοιπόν, μετά ύστερα δεν ήθελα άλλο εκεί πέρα. Τελείωσε, ας πούμε. Εκεί ήτανε υπηρεσιακά, ας πούμε. Πήγα σε μια οικοδομή. Έκανα ένα σπίτι εκεί μικρό, έτσι, ιδιόκτητο, όχι πολυκατοικία. Κάποιος με προξένεψε εκεί. Δεν θυμάμαι: «Έλα να δουλέψεις εδώ πέρα». Πήγα εκεί πέρα. Εγώ δεν ήξερα από οικοδομή τίποτα. Ε, μ’ έδειξαν εκεί πώς να κάνω το χαρμάνι, τα τσιμέντα, τ’ ασβέστης, άμμο και να κουβαλάω στη σκάλα τον τενεκέ με το χαρμάνι για να δίνω τα μαστόρια για να χτίζουν τα τούβλα. Τι τράβηξα! Ταλαιπωρία μεγάλη. Ήρθε μετά η ειδοποίηση για να φύγω Γερμανία και έφυγα. Πήγαμε στον Πειραιά, στο καράβι. Χαμός! Όπως τα είπα και νωρίτερα. Στο Μπρίντιζι. Αγράμματα παιδιά, ξένα, άβγαλτα, από χωριό. Αλλά, υπομονή και υπακοή. Περάσαμε τα χρόνια αυτά. Καλά περάσαμε.
Στο καράβι πόσοι ήσαστε;
Ουυ… Δεν θυμάμαι τώρα. «Κολοκοτρώνης» ήτανε; Πώς λέγονταν; Πέρασαν χρόνια. Δεν θυμάμαι τώρα. Φουλ. Φουλ μέσα. Βγαίναν και λίγο στο κατάστρωμα εκεί, κάνα κουλούρι. Είχε και καντίνα εκεί, ό,τι ήθελε ο καθένας. Και πήγα εκεί για να φύγω για τη Γερμανία. Υπήρχαν έξοδα, έτσι; Εισιτήρια, το ένα, τ’ άλλο. Γι’ αυτό πήγα και δούλεψα εκεί πέρα, να πάρουμε τα εισιτήρια κι ό,τι άλλο. Να έχεις και μια δεκάρα πάνω, που λέμε, ας πούμε. Φτώχεια, φτώχεια. Αφού πήραμε τα πρώτα λεφτά, οι γονείς εδώ περίμεναν, «Στείλε κανένα φράγκο». Στέλναμε καμιά επιταγή μες στο γράμμα, κανένα εικοσάρικο, κανένα πενηντάρικο. Μετά παντρέψαμε την αδερφή μας την πρώτη. Αφού αρραβωνιαστήκαμε εμείς —πιστεύω να στα ‘πε η Ευδοξία αυτά, πώς έγινε ο αρραβώνας και γράψαμε γράμμα, που φοβόνταν να μην τη μάθουν στο χωριό απ’ τις χωριανές ότι τα ‘χει φτιαγμένα με τον κύριο Μιλτιάδη και ξέρω ‘γώ—, έγραψα γράμμα εγώ και στον πατέρα μου και στον πεθερό μου, ότι εγώ αγαπώ την Ευδοξία και θέλω να παντρευτούμε, να αρραβωνιαστούμε. Τον αρραβώνα τον κάναμε στη Γερμανία. Εντωμεταξύ, οι γονείς μου δεν έφεραν καμιά αντίρρηση. «Αφού», λέει, «θέλει το παιδί. Μόνο», λέει, «να παντρέψουμε την πρώτη». Η πρώτη ζητούσε λεφτά ο γαμπρός. 100.000 τότε. Πού θα τα βρεις τα 100.000; Εντωμεταξύ, σπουδάζαμε και τον αδερφό μου. Δούλευα εγώ τότε και οι αδερφές μου οι άλλες. Σπουδάζαμε τον αδερφό μου, τον συγχωρεμένο. Συγχωρέθηκε. Έχει πέντε έξι χρόνια τώρα. Έγινε δάσκαλος. Δεν ξέρω αν στα ‘χει πει η Βούλα. Λοιπόν, ποιος θα τον σπουδάσει; Εντωμεταξύ, μου λέει κι εμένα ο πατέρας μου «Να σε στείλουμε κι εσένα», λέει, «να πας χωροφύλακας;». Λέω: «Αν πάω εγώ χωροφύλακας, ποιος θα [00:40:00]δουλέψει εδώ, να σπουδάσουμε τον Κώστα;». Στην αρχή πήγαινε στα Τρίκαλα στο Γυμνάσιο, μετά πήγε στα Γιάννενα. Πέρασε στην Ακαδημία στα Γιάννενα. Ε, λεφτά. Λέω: «Δεν πάω εγώ χωροφύλακας. Θα καθίσουμε τώρα να σπουδάσω τον αδερφό μας και έχει ο Θεός». Έγινε δάσκαλος, διορίστηκε στην Κομοτηνή απάνω και πήρε και την αδερφή μου εκεί τη μικρή να τον πλένει κάνα ρούχο, ξέρω ‘γώ, εκεί πέρα, και παντρεύτηκε κι αυτή εκεί. Και έμεινε εκεί. Η Πέρη. Αυτά.
Κύριε Μιλτιάδη, πόσος καιρός πέρασε από τη στιγμή που το είπατε μέχρι να παντρέψετε την αδερφή και μετά να παντρευτείτε κι εσείς;
Αφού δώσαμε τα λεφτά…
Τα μαζέψατε και τα δώσατε…
Έκανα οικονομίες, ε βέβαια. Εγώ έπεσα να πεθάνω. Δεν θυμάμαι. 20.000 τώρα, 30; Βάλανε κι άλλοι από λίγα-λίγα, λίγα ο πατέρας μου, ξέρω ‘γώ, να συμπληρώσουμε τις 100.000, αυτά. Να βγάζουν αίμα τα χέρια. Να τρως κάρβουνο. Παίρνεις τα βαγόνια, να ρίχνεις αυτό, εκείνο. Κάρβουνο, φωτιά μέσα ακόμα. Η φωτιά υπήρχε μέσα απ’ το κάρβουνο. Και σε ‘παιρνε η μπόχα. Έχω φάει εγώ… Τσιγάρο δεν κάπνισα, αλλά έχω φάει κάρβουνο στη Γερμανία εκεί, μες στους φούρνους. Και κάθε βράδυ μπάνιο. Και να βγαίνεις έξω και όταν πήγαινα στο σπίτι που μέναμε μαζί με την Ευδοξία, τώρα τελευταία δηλαδή, το κεφάλι πάγωνε. Πάγωνε το κεφάλι, πάγος κάθε βράδυ. Αλλά, δόξα τω Θεώ, δεν έπαθα τίποτα, ας πούμε. Ούτε…
Πόσες ώρες την ημέρα;
Κοίταξε, εμείς δεν είχαμε ωράριο. Τελείωσες στους φούρνους. Πώς; Τέσσερις ώρες; Πέντε ώρες; Έξι ώρες; Τρεις ώρες; Βγάλ’ τους και φευγάστε. Αλλά, συνήθως φεύγαμε τ’ απόγευμα, λίγο νωρίτερα απ’ τους άλλους, γιατί ήταν κουτουρού η δουλειά. «Θα βγάλετε αυτά τα κεραμίδια. Πόσα βαγόνια έβγαλες; Ογδόντα βαγόνια. 80 μάρκα». Τα μάζευε ο μαέστρος, τ’ έλεγε στους… λογαριασμούς, την κατάσταση στο γραφείο, και ξέραμε ότι αυτόν το μήνα βγάλαμε οχτακόσια βαγόνια, γιατί ήταν και κεραμίδια, ήταν και τούβλα. Δεν ήταν μόνο… Και «Βάλ’ τα έτσι τα τούβλα!» κι εγώ να μην καταλαβαίνω. «Βάλ’ τα έτσι! Βάλ’ τα έτσι!». Να φωνάζει ο Ιταλός. Είχανε κάτι Ιταλοί εκεί πέρα, πολλοί, απ’ τη Σικελία. Άτιμα, παιδιά, άτιμα! Να τον έβλεπες, μια σταλιά ήταν, λοιπόν, αλλά είχε νεύρο και δύναμη απάνω, να παίρνει αγκαλιά τα κεραμίδια, τόση μεγάλη, και να τη φορτώνει απάνω στο βαγόνι! Αλλά, μετά έγινα κι εγώ τέτοιος. Απορούσαν όλοι. Δουλειά, σκληρή δουλειά. Αλλά, εκεί στο Filiz, στα γυαλιά που πήγα μετά, ήταν ξεκούραστη δουλειά εκεί πέρα. Ε, βέβαια, με την ποδιά, τη φόρμα. Δουλεύαμε, κάναμε ό,τι κάναμε. Οχτάωρο. Θες να καθίσεις και υπερωρία; Κάτσε και υπερωρία. Πληρώνονταν έξτρα η υπερωρία. Υπήρχε εστιατόριο μέσα το μεσημέρι για φαγητό. 9:00 η ώρα καθόμασταν είκοσι λεπτά για κολατσιό. Πήγαινες στην καντίνα, έπαιρνες τι ήθελες εκεί: σαλάμι, κάνα… Ό,τι άλλο ήθελες εκεί πέρα τρώγαμε. Αλλά, ένα παιδί απ’ τη Μυτιλήνη, που καθόμασταν μαζί, πήγε να καθαρίσει την πρέσα που έκανε τα κεραμίδια. Και εκεί δεν πρόσεξε άλλος, πήγε έβαλε εμπρός και τον έκοψε τα δάχτυλα. Άσ’ τα, έμεινε χωρίς δάχτυλα το παιδί. Πήρε σύνταξη, αλλά τι να το κάνεις; Είχε και τα καλά, είχε και τα άσχημα.
Κύριε Μιλτιάδη, στο κεραμοποιείο ζητήσατε κι αύξηση. Ήσασταν απ’ αυτούς.
[00:45:00]
Κοίταξε, ζητήσαμε αύξηση, ναι. Αφού έπαιρναν οι άλλοι αύξηση, ζητούσαμε κι εμείς αύξηση. Έπαιρναν οι άλλοι που έκαναν άλλες δουλειές. Στο οχτάωρο, παράδειγμα, αυτοί δουλεύαν οχτάωρο με το μήνα, παράδειγμα, με το μεροκάματο. Αφού έπαιρναν αύξηση. Εμείς είχαμε 1 ευρώ. Να μην ζητήσουμε 10 λεπτά παραπάνω, ας πούμε; Κι εκεί έγινε η παρεξήγηση με το μαέστρο ότι εγώ τους βάζω να ζητήσουν αυξήσεις, ένα, τ’ άλλο. Και εκεί έγινε η σύγκρουση και έφυγα από κει μετά, αλλιώς θα καθόμουνα ακόμα εκεί. Είχε καλά λεφτά, πιο καλά από κει που… Απλώς, ήταν ξεκούραστη δουλειά εκεί που δούλευε η Ευδοξία. Μάλιστα, μερικές φορές εμείς ήταν… Εκεί που δουλεύαμε δεν ήταν μεταλλικά. Στα μεταλλικά δούλευε η Ευδοξία, στο άλλο το εργοστάσιο. Ήταν 700 μέτρα μακριά από το άλλο το εργοστάσιο, και λιγότερο. Μερικές φορές με ‘λεγε: «Θα πας στο άλλο το εργοστάσιο, κύριε Ντίνο». Ε, πρώτη φορά: «Θα πάω». Δεύτερη φορά: «Θα πάω». Με λέει «Ό,τι βγάλεις. Εσύ θα πληρώνεσαι κανονικά όσα παίρνεις εδώ», με λέει, «αλλά επειδή έχει ελλείψεις από άτομα, θα πας εκεί». Μια, δυο, τρεις… Του λέω: «Κύριε μαέστρε, γιατί στέλνεις εμένα και δεν στέλνεις και τον άλλο;». Είχαμε έναν άλλον απ’ τον Έβρο, από πάνω. «Εσένα», λέει, «κόβει καλύτερα το κεφάλι». Δηλαδή, αυτό μπορεί να το ‘πε και λίγο έτσι για να με καλμάρει, κατάλαβες; Εκείνος είχε πιο πολλά από μένα χρόνια στο εργοστάσιο αυτό. Αλλά, σε ρίχνει στο φιλότιμο, πας εκεί. Και πήγαινα. Ό,τι βγάλεις. Χαλούσαμε κιόλας. Μερικά τα χαλούσαμε. Δεν πειράζει. Σιγά-σιγά. Σήμερα θα χαλάσεις τόσα, αύριο θα χαλάσεις λιγότερα, αφού είσαι μαθητευόμενος στα μεταλλικά. Βίδωμα και τα τοιαύτα. Αυτά.
Κύριε Μιλτιάδη, φιλίες και κοινωνικές σχέσεις εκεί πέρα στη Γερμανία;
Φιλίες είχαμε μ’ αυτήν την οικογένεια που ήμαστε απ’ την Πάτρα και έχουμε ακόμα σχέσεις. Τώρα πέθανε η γυναίκα του πέρυσι. Δεν μπορούσαμε να πάμε λόγω του lockdown, που δεν άφηναν να πας σε κηδείες και το ‘να και τ’ άλλο. Και είχε αρρώστιες πολλές κι αυτή. Δούλεψε πάρα πολύ. Κάνανε περιουσία. Πάντρεψε τα παιδιά κι αυτή. Εκεί τι κάναμε: Μια Κυριακή: «Ελάτε στο σπίτι μας να μαγειρέψουμε, να φάμε, να πιούμε». Όλα καλά. Την άλλη Κυριακή πηγαίναμε σ’ αυτόν. Την άλλη Κυριακή πηγαίναμε στην αδερφή μου. Την άλλη Κυριακή πηγαίναμε στη Στουτγάρδη στον ξάδερφο. Περνούσε έτσι. Γίνονταν χοροί τις Απόκριες, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα. Δυο τρεις φορές το χρόνο σε ένα διπλανό χωριό υπήρχε μουσική ελληνική. Συγγνώμη. Την κυρα-Ευδοξία εγώ πηγαίναμε, χορεύαμε, περνούσαμε καλά. Αλλά, δεν ήταν το τακτικό αυτό. Δυο τρεις φορές το χρόνο, άντε να σου πω τέσσερις. Αυτό ήτανε. Πηγαίναμε στη Στουτγάρδη. Πληρωνόμασταν, πηγαίναμε στη Στουτγάρδη για ψώνια. Ό,τι ήθελε. Χρυσαφικά, ρούχα, το ένα, τ’ άλλο. Παίρναμε το τρένο, ψωνίζαμε, ξαναγυρίζαμε πάλι. Εκεί πιο πολύ με τα τρένα εκεί. Τα λεωφορεία εκεί ήταν για χωριαδάκια, έτσι, ενώ σε γραμμές μεγάλες όλο με το τρένο. Το τρένο έγραφε 08:23; 08:23 θα ‘τανε στο σταθμό. Δεν είχε κει μια ώρα, δυο ώρες, πώς κάνει εδώ. Στάνταρ. Και τα δρομολόγια αυτά, υπήρχε πίνακας μεγάλος που έγραφε τα δρομολόγια, πότε ξεκινάει, πόσα δρομολόγια έχει, πού πηγαίνει. Τα μάθαμε όλα αυτά, αφού μάθαμε τα γερμανικά μετά. Και παίρναμε τα τρένα, γυρίζαμε. Θέλαμε να πάμε στη διπλανή κωμόπολη. Είχε είκοσι χιλιάδες. Pforzheim λέγονταν. Το τρένο, ψωνίζαμε, ξαναγυρίζαμε. Καθόμασταν, είχε και εστιατόρια μέσα. Είχε εστιατόρια πάνω. Ψωνίζαμε, τρώγαμε ή να πιείς καφέ, [00:50:00]ό,τι ήθελες. Είχε ωραίο σύστημα. Αν πεις κι από περίθαλψη; Γλώσσα να μην ήξερες, σε εξυπηρετούσαν τα πάντα. Είχαμε βγάλει βιβλιάρια, πηγαίναμε στο γιατρό. Οδοντίατρο, παθολόγο, ό,τι ήθελες. Νοσοκομείο. Πάρα πολλά συστήματα. Ωραία συστήματα αυτά. Ήρθαμε εδώ. Πήγαμε σε έναν γιατρό μια φορά να… Και βγαίνει έξω, που έχουν συμβάσεις οι γιατροί, παράδειγμα με το ΙΚΑ. Πηγαίνουμε εκεί, βγαίνει έξω ο γιατρός: «Σαν πολλοί δεν μαζευτήκαμε εδώ;». Μόλις άκουσα έτσι εγώ… Ήμασταν μαθημένοι εμείς εκεί. Εξυπηρέτηση. Γλώσσα δεν ήξερες, στην εφορία πήγαινες, σε εξυπηρετούσαν με το παραπάνω, όχι «Έλα αύριο». Δεν έχει αύριο εκεί. Εκείνη την ώρα. Εδώ όλο νεύρα ήμασταν με το σύστημα το υγειονομικό.
Την πόλη που μένατε πώς την λέγανε;
Mühlacker. Από κει που πήγα εγώ από κει έφυγα. Δεν άλλαξα πόλη. Η Ευδοξία μόνο που πήγε εκεί και γύρισε σε μένα μετά, μετά από έναν χρόνο. Δεκατρία εγώ και δώδεκα η Ευδοξία.
Τη γλώσσα τη μάθατε καλά;
Κοίταξε να δεις. Η Ευδοξία την έμαθε καλύτερα τη γλώσσα, γιατί έβλεπε γερμανικά στην τηλεόραση έργα και την έμαθε πιο καλά, ας πούμε. Ήταν και πιο νέα. Είναι και θέμα θυμητικό, να θυμάσαι, κατάλαβες; Αλλά, έτσι για να… Μόνο που δεν ξέραμε να γράψουμε. Για να συνεννοηθείς, να πας, όπου θέλεις. Μετά από δέκα χρόνια, μετά ύστερα πήγαμε τουρίστες. «Πάμε», λέω, «να δούμε τα παλιά λημέρια». Πήγαμε στο εργοστάσιο μέσα εκεί. Μας καλοδέχτηκαν με χαρές εκεί. Άρχισαν να κλαίνε εκεί οι παλιοί εργάτες που μας είδαν, «Πότε και εμείς θα ‘ρθούμε στην Ελλάδα. Τι καλά εσείς». Ε, αυτά όλα.
Εσείς, κύριε Μιλτιάδη, τι σκεφτόσασταν όταν επιστρέφατε;
Τι δουλειά θα κάνω.
Χαιρόσασταν; Λυπόσασταν που φεύγατε απ’ τη Γερμανία;
Κοίταξε να δεις. Φύγαμε, έτσι, λίγο εκτάκτως, όπως σου είπα νωρίτερα. Ήθελα κάνα δυο χρόνια ακόμα να δουλέψουμε, να τελειώσουμε το σπίτι απάνω. Και… Αλλά, αφού μετά δεν μας άφηναν, είχαμε τα παιδιά και δεν μας άφηνε, «Θα φύγετε από το σπίτι» μας έλεγε, και η κυρία Ευδοξία: «Να φύγουμε, να φύγουμε», φύγαμε. Μετά, εντάξει, η Ευδοξία είχε κανονίσει, είχαμε τα μαγαζί κάτω εκεί. Θα το λειτουργεί. Εγώ σκέφτομαι για να ανοίξω σουβλατζίδικο. Είχα έτσι μεράκι, ας πούμε. Η κυρα-Ευδοξία δεν ήθελε να ακούσει. «Σε θέλει εκεί ώρες πολλές» και ξέρω ‘γώ. Αλλά, αφού είχε τη δουλειά της... Και καταλήξαμε στο ταξί μετά ύστερα και είχαμε τις δουλειές και οι δυο. Δουλειές το ταξί είχε τότες. Βγάζαμε λεφτά, δεν λέω, γιατί δεν υπήρχαν πολλά Ι.Χ.. Πηγαίναμε Τρίκαλα, Λάρισα, χωριά εδώ γεμάτο. Πολλή δουλειά. Θεσσαλονίκες. Μετά όσο πήγαινε έβγαιναν Ι.Χ., μειώνονταν η εργασία. Άσε τώρα. Ψοφάνε της πείνας έξω τα ταξί. Στο χωριό δουλεύουν καλύτερα. Είναι τρία ταξί στο χωριό μας. Δουλεύουν πάρα πολύ καλά, αλλά είναι και καλοί επαγγελματίες. Θα πεις «Πάρε να πληρώσεις το ρεύμα στη Φαρκαδόνα. Κράτησε κι εσύ πόσο αντιστοιχεί. Πλήρωσε και εκεί, το νερό να το πληρώσεις», γιατί τώρα γίνονται ηλεκτρονικά. Δεν είναι όπως ήτανε παλιά, πήγαινες. Έκλεισαν τώρα οι τράπεζες εκεί. Πας στα Τρίκαλα. Παλιά πηγαίναμε στη Φαρκαδόνα. Είναι δυο τράπεζες εκεί πέρα: Πειραιώς, Θεσσαλίας. Και αναγκαστικά πηγαίνουμε τώρα εκεί και κρατάν κι αυτοί 2.5 ευρώ για να βγάλεις απ’ αυτήν την τράπεζα.
[00:55:00]
Κύριε Μιλτιάδη, το όνομα του χωριού δεν μου είπατε ποτέ.
Γριζάνο. Γριζάνο. Είναι μόλις φθάνουμε μέσα στη Φαρκαδόνα. Στρίβουμε μέσα στη Φαρκαδόνα, περνάμε ένα μικρό χωριαδάκι. Παναγίτσα λέγεται. Παλιά τη Φαρκαδόνα τη λέγανε Τσιότι. Τσιότι ή Τσιοτούλι έλεγαν το χωριαδάκι μετά. Και μετά είναι το Γριζάνο. Το Γριζάνο είναι μεγάλο. Μπορώ να πω μεγαλύτερο κι από τη Φαρκαδόνα. Είχε πολύ κόσμο τότε, αλλά φύγαν Γερμανία, πέθαναν πάρα πολύς κόσμος και τώρα το χωριό ρήμαξε.
Πόσους έχει;
Τι να σου πω; Τότε είχε δυόμιση χιλιάδες κατοίκους. Τώρα είναι χίλιοι; Πέθανε, πολύς κόσμος πέθανε. Αλλά, δεν σου λείπει τίποτα. Ταβέρνες, καφετέριες, φούρνοι. Τα πάντα, ό,τι θέλεις. Σούπερ μάρκετ.
Δεν ξέρω, κύριε Μιλτιάδη. Θέλετε κάτι να προσθέσετε, να πείτε κάτι ακόμα;
Όχι. Τώρα, εάν ξέχασα κάτι… Τώρα δεν με ‘ρχεται στο μυαλό μου. Αυτά όλα γενικώς: πώς ξεκινήσαμε, πώς γυρίσαμε, πώς παντρευτήκαμε. Κάναμε τα παιδιά μας. Τα σπουδάσαμε, τα παντρέψαμε. Όλα αυτά με τα χέρια τα δικά μου και της κυρίας Ευδοξίας.
Ωραία. Κύριε Μιλτιάδη, ευχαριστώ.
Και εμείς ευχαριστούμε.
Summary
Ο Μιλτιάδης Ντίνος είναι συνταξιούχος εργάτης και οδηγός ταξί με καταγωγή από το Γριζάνο Τρικάλων. Εδώ θυμάται τις εμπειρίες που έζησε ως μετανάστης στη Γερμανία, όπου κατέφυγε για βιοποριστικούς λόγους. Εκεί εργάστηκε σε κεραμοποιείο και εργοστάσιο γυαλιών ηλίου. Οι εργασιακές συνθήκες ήταν δύσκολες, όπως θυμάται, όμως σύντομα προσαρμόστηκε, έμαθε τη γλώσσα και έκανε τη δική του οικογένεια. Κάποια στιγμή ήρθαν στον κόσμο και τα δύο παιδιά, τα οποία μεγάλωσαν ανάμεσα σε δύο χώρες, τη Γερμανία και την Ελλάδα. Τέλος, ο κύριος Ντίνος θυμάται την επιστροφή στην Ελλάδα και τη νέα επαγγελματική σελίδα στη ζωή του ως οδηγός ταξί στη Λάρισα.
Narrators
Μιλτιάδης Ντίνος
Field Reporters
Αλέξανδρος Ποταμιάνος
Tags
Interview Date
19/11/2021
Duration
56'
Interview Notes
Η συγκεκριμένη συνέντευξη μπορεί να ακουστεί από κοινού με την #10158.
Summary
Ο Μιλτιάδης Ντίνος είναι συνταξιούχος εργάτης και οδηγός ταξί με καταγωγή από το Γριζάνο Τρικάλων. Εδώ θυμάται τις εμπειρίες που έζησε ως μετανάστης στη Γερμανία, όπου κατέφυγε για βιοποριστικούς λόγους. Εκεί εργάστηκε σε κεραμοποιείο και εργοστάσιο γυαλιών ηλίου. Οι εργασιακές συνθήκες ήταν δύσκολες, όπως θυμάται, όμως σύντομα προσαρμόστηκε, έμαθε τη γλώσσα και έκανε τη δική του οικογένεια. Κάποια στιγμή ήρθαν στον κόσμο και τα δύο παιδιά, τα οποία μεγάλωσαν ανάμεσα σε δύο χώρες, τη Γερμανία και την Ελλάδα. Τέλος, ο κύριος Ντίνος θυμάται την επιστροφή στην Ελλάδα και τη νέα επαγγελματική σελίδα στη ζωή του ως οδηγός ταξί στη Λάρισα.
Narrators
Μιλτιάδης Ντίνος
Field Reporters
Αλέξανδρος Ποταμιάνος
Tags
Interview Date
19/11/2021
Duration
56'
Interview Notes
Η συγκεκριμένη συνέντευξη μπορεί να ακουστεί από κοινού με την #10158.