© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Αιχμάλωτοι πειρατών στα Αραβικά Εμιράτα

Istorima Code
10147
Story URL
Speaker
Ιωάννης Πολύζος (Ι.Π.)
Interview Date
27/10/2021
Researcher
Ευαγγελία Τακτικού (Ε.Τ.)
Ε.Τ.:

[00:00:00]Ωραία, είμαστε έτοιμοι. Θα μας πεις το όνομά σου;

Ι.Π.:

Ναι, λέγομαι Πολύζος Ιωάννης του Κωνσταντίνου.

Ε.Τ.:

Τέλεια. Βρισκόμαστε στη Γλώσσα Σκοπέλου με τον Ιωάννη Πολύζο, είναι 27/10, ονομάζομαι Τακτικού Ευαγγελία, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Πες μας μερικά πράγματα για εσένα πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες;

Ι.Π.:

Γεννήθηκα στη Γλώσσα Σκοπέλου, μεγάλωσα εδώ μέχρι τα 12 μου χρόνια, μετά πήγα Βόλο, πήγα στο Γυμνάσιο, μετά Αθήνα, τελείωσα Λογιστικά μία Σχολή και δούλευα στην «Ελλενίτ». Μετά απ’ το στρατιωτικό έφυγα και πήγα στα πλοία, στα βαπόρια. Στα βαπόρια ήμουνα τζόβενο, δούλευα ματσακόνι και λοιπά, μέχρι τρία χρόνια, όπου συμπλήρωσα την υπηρεσία και γύρισα στη Σχολή. Πήρα το δίπλωμα του ανθυποπλοιάρχου. Συνέχισα να ταξιδεύω και μετά από ένα διάστημα δεκαπενταετίας στην Αμερική, επανήλθα στην πρότερή μου δουλειά, η οποία ήταν στα πλοία. Έκανα υπηρεσία έναν χρόνο και γύρισα και πήρα το δίπλωμα του υποπλοιάρχου, που με αυτό έφυγα κιόλας, συνταξιοδοτήθηκα. Κατά τη διάρκεια της καριέρας μου -τέλος πάντων, ας πούμε- στα βαπόρια, είχα πολλές εμπειρίες από θάλασσες, από νηνεμίες, από γυναίκες και λοιπά και λοιπά. Η κυριότερη όμως ήταν στο τελευταίο μου ταξίδι πριν συνταξιοδοτηθώ, που μας πιάσανε οι πειρατές της Σομαλίας. Φορτωμένοι, γυρίζοντας απ’ τον κόλπο του Ιράν, μέσα εκεί στα Αραβικά Εμιράτα, κοντά στην Ινδία, μας πιάσανε οι πειραταί. 3.30 η ώρα, ενώ ετοιμαζόμουν να ανέβω για τη βάρδια μου 4.00-8.00, χτύπησε το αλάρμ, ανέβηκα επάνω και μου λέει ο ανθυποπλοίαρχος ότι οι πειρατές έρχονται πίσω. Κοίταξα το ραντάρ, πραγματικά ερχόντουσαν δυο βάρκες, δυο ταχύπλοα, τα οποία έτρεχαν πολύ, ήρθαν δίπλα με ό, τι μέσα μπορούσαν με [Δ.Α. 00:02:23], με διάφορα άλλα, με νερό, προσπαθούσαμε να τους απωθήσουμε, ζιγκ ζαγκ προσπαθούσαμε να τους απωθήσουμε, το οποίο κατέστη αδύνατο. Όταν τελείωσαν οι φωτοβολίδες μας, ήρθαν δίπλα, βάλαν μία σκάλα αλουμινένια κι ανέβηκαν απάνω. Φυσικά το πανηγύριζαν, γιατί νίκησαν. Μετά από μία ώρα, ήρθαν απάνω στη γέφυρα και διέταξαν εμένα και τον λοστρόμο να κατέβουμε, να ανεβάσουμε τις βάρκες απάνω. Ανεβάσαμε τις βάρκες απάνω και μετά ανέβηκα εγώ. Κλείσανε όλες τις πόρτες του πλοίου και διέταξαν τον πρώτο μηχανικό, να βρίσκεται συνέχεια κάτω στο κοντρόλ της μηχανής, να ανεβαίνει απάνω για  φαγητό και να κατεβαίνει. Εμένα προσωπικά, να μένω πάνω στη γέφυρα συνέχεια και να κατεβαίνω μόνο για φαγητό, εκεί να κοιμάμαι και να κατεβαίνω μόνο για φαγητό, το οποίο ήταν κοτόπουλο βραστό και πατάτες βραστές για τρεις μήνες που κράτησε η πειρατεία. Τελικά, κάθε 10 μέρες αλλάζανε βάρδιες. Ερχόντουσαν δέκα απ’ αυτούς κι ένας αρχηγός. Περιμέναν τα λεφτά, μιλάγανε συνέχεια για τα λεφτά, επικοινωνούσε ένας διαπραγματευτής -τι να διαπραγματευτεί; Μ’ ένα σορτσάκι βρόμικο κι ένα μπλουζάκι- και παίρναν το γραφείο και κάναν διαπραγματεύσεις, εν πάση περιπτώσει, αυτή δεν ήταν δουλειά δική μου. Και τελικά, τα λεφτά ήρθαν κάποια στιγμή, μετά από τρεις μήνες περίπου, μ’ ένα αεροπλάνο, το οποίο ήμουνα στη γέφυρα, μου είπε ότι πρέπει να παραταχτεί όλο το πλήρωμα κάτω στο αμπάρι το 4, για να τους μετρήσει, μήπως λείπει κανείς και μετά να ρίξει τα λεφτά. Όντως κι έτσι έγινε, μας μέτρησε και μετά έκανε μία στροφή γύρω απ’ το πλοίο το αεροπλάνο, έριξε τα λεφτά μέσα σε δύο σάκους, οι οποίοι μένουν στην επιφάνεια της θάλασσας μόνο πέντε λεπτά, μετά βυθίζονται, ρίξαν τις βάρκες αυτοί, ρίξαν τις βάρκες τους και έπεσε ο σάκος ανάμεσα στις δύο βάρκες. Τον πήρανε, ανεβήκαν απάνω, εκείνη την μέρα ήταν περίπου 100 άτομα απάνω στο βαπόρι. Κι αρχίζαν να μοιράζουν «Πάρε 50, πάρε 100, πάρε 50, πάρε 100, πάρε 200» και αυτό ήταν όλο κατά τις 9.00 η ώρα το βράδυ, φύγαν όλοι και μου λέει ο καπετάνιος, ο οποίος ήτανε άρρωστος, ήτανε απ’ την Άνδρο, είχε τρία bypass και του είχανε δώσει μια καμπίνα και κοιμόταν και κάθε μια ώρα τον ελέγχαν, ανοιχτή την πόρτα. Μου λέει ο καπετάνιος «Πάμε να σηκώσουμε άγκυρα». Σηκώσαμε άγκυρα και φύγαμε, πηγαίναμε για Μομπάσα. Αυτά είναι όλα. Φτάσαμε στη Μομπάσα, μετά όλο το πλήρωμα έφυγε.

Ε.Τ.:

Πώς νιώθατε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας;

Ι.Π.:

Τι να νιώθεις; Τώρα τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Τι να ένιωθα… Αυτοί ήτανε μαύροι, είχαν όπλα, είχαν πολυβόλα, είχαν πολυβόλα, είχαν καλάζνικοφ, ρουκέτες. Τι να ένιωθα; Να, έκανες αυτά που σου λέγανε και τελείωνε. Το πώς να νιώθεις, δεν μπορώ να στο περιγράψω εγώ τώρα, είναι αδύνατο να περιγράφει αυτό το πράγμα. Είναι ανάμεικτα συναισθήματα «θα βγω, θα ζήσω, θα [00:05:00]πεθάνω»;

Ε.Τ.:

Πόσα χρόνια ήσουνα πιο πριν στα καράβια που συνέβη αυτό το γεγονός;

Ι.Π.:

13 χρόνια.

Ε.Τ.:

Δεν το περίμενες φαντάζομαι.

Ι.Π.:

Ε, όχι βέβαια! Το τελευταίο μπάρκο ήταν. Τι να κάνουμε, συμβαίνουν.

Ε.Τ.:

Πες μου όμως, πριν πας στα καράβια, πώς πήρες την απόφαση να δουλέψεις εκεί;

Ι.Π.:

Απλά η δουλειά που έκανα σαν λογιστής, δεν μου άρεσε. Δεν μπορούσα να δω τον εαυτό μου πίσω από ένα γραφείο, μία καρτέλα τότε, ένα μηχανογραφικό σύστημα μετά, ένα κομπιούτερ σήμερα. Δεν μπορούσα να δω τον εαυτό μου εκεί πέρα, ήμουν ανήσυχο πνεύμα. Γι’ αυτό έφυγα. Μετά απ’ το στρατιωτικό έφυγα, πήγα στα βαπόρια. Ξεκίνησα απ’ το μηδέν πάλι.

Ε.Τ.:

Ήταν τόσο αυθόρμητη δηλαδή απόφαση; Το αποφάσισες και πήγες;

Ι.Π.:

Ναι, ναι, ναι. Δεν μπορούσα να δω τον εαυτό μου μία ζωή πίσω από ένα γραφείο. Ήταν αδύνατο.

Ε.Τ.:

Δεν ανησυχούσες με τη δουλειά αυτή γιατί φαντάζομαι τότε, ο ναυτικός είχε πιο πολλές δυσκολίες σε σχέση με τώρα.

Ι.Π.:

Όχι τόσες πολλές όσο είχανε οι πρώτοι ναυτικοί που κουβαλούσαν ακόμη το κουτάλι τους και το πιρούνι τους και το κυπελάκι για νερό. Τώρα τα βαπόρια ήταν διαφορετικά, υπήρχανε... όπως πας σ’ ένα εστιατόριο να φας, έτσι ήταν και τα βαπόρια. Βέβαια το φαγητό δεν ήταν σαν του εστιατορίου, αλλά ήταν υποφερτό, τρωγόταν δηλαδή, πώς να στο πω; Και πολύ καλά μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, αν ο μάγειρας ήταν καλός.

Ε.Τ.:

Έκανες εκεί φίλους μέσα στο καράβι;

Ι.Π.:

Βέβαια κι έκανα φίλους και φίλους με τους οποίους ακόμα μιλάμε, με τους οποίους... μερικοί φύγαν απ’ τη ζωή βέβαια, μεγαλύτεροι από εμένα, καπεταναίοι, το ένα το άλλο, έχουν φύγει από τη ζωή, εν πάση περιπτώσει, μ’ όσους υπάρχουν καμιά φορά μιλάμε.

Ε.Τ.:

Όταν το αποφάσισες δεν έχεις κάποια σχέση, κάτι να σε κρατάει εδώ πέρα στην Ελλάδα;

Ι.Π.:

Όχι. Είχα μια σχέση, η οποία είχε διαλυθεί και δεν, δεν με κρατούσε τίποτα. Μα δεν ήταν το να με κρατάει στην Ελλάδα κάτι, ήταν ότι δεν το μπορούσα να δω τον εαυτό μου πίσω από ένα γραφείο όλη μου τη ζωή. Δεν το μπορούσα αυτό, δεν το ανεχόμουνα. Γι’ αυτό και έφυγα. Δεν είχε σχέση, η σχέση μπορεί να είχα, αλλά δεν με ενοχλούσε αυτό το πράγμα. Απλά.

Ε.Τ.:

Στο καράβι λοιπόν, ένα μπάρκο -ας πούμε- πόσο κρατούσε και κάθε πότε βγαίνατε σε λιμάνι;

Ι.Π.:

Ανάλογα, ανάλογα το ταξίδι. Τα βαπόρια δεν έχουνε στάνταρ ταξίδια. Μπορεί να πας, σήμερα να βγεις στην Αγγλία, να γυρίσεις στην Ελλάδα και από εκεί να φύγεις για την Κορέα. Δεν έχουν στάνταρ ταξίδια, το μεγαλύτερο ταξίδι ήταν 42 μέρες. Λόγω και της ταχύτητας του πλοίου βέβαια. Από Νέα Ορλεάνη-Αμερική στις Φιλιππίνες.

Ε.Τ.:

Στο λιμάνι που βγαίνατε, τι κάνατε; Με το που πατούσατε δηλαδή, το πόδι στο λιμάνι, ποια ήταν τα πρώτα πράγματα;

Ι.Π.:

Ε, δεν ήταν… τα πρώτα πράγματα δεν ήταν να βγεις έξω, υπήρχαν διαδικασίες στα λιμάνια, Τελωνεία, Αρχές και δεν συμμαζεύεται. Μετά, όταν καθάριζες και σου δίναν τα πάσα… για να βγεις έξω σε μία χώρα ξένη, πρέπει να έχεις κάτι ή βίζα, δεν είχαμε βίζα, απλά μας δίναν ένα πάσο το Τελωνείο, οι Αρχές και μ’ αυτό βγαίναμε έξω το οποίο επιδεικνύαμε σε πρώτη ζήτηση. Κατάλαβες;

Ε.Τ.:

Και τι κάνατε;

Ι.Π.:

Τώρα τι κάναμε έξω. Άλλοι πηγαίνανε να δουν τα αξιοθέατα, αν είχε, άλλοι πηγαίνανε στα μπαρ, άλλοι από εδώ άλλοι από εκεί, ο καθένας με την προτίμησή του.

Ε.Τ.:

Εσύ τι έκανες;

Ι.Π.:

Εγώ τι έκανα, εντάξει, εγώ πήγαινα έβλεπα αξιοθέατα, χωρίς να λέω ότι δεν πήγαινα και στις γυναίκες, αλίμονο. Δεν είμαι Θεός! Άνθρωπος είμαι, υπάρχουν ανάγκες, κατάλαβες;

Ε.Τ.:

Ποιο μέρος σου άρεσε περισσότερο απ’ όσα πήγες;

Ι.Π.:

Ε, δεν βαριέσαι... Η Ελλάδα! Χώρα σαν την Ελλάδα δεν υπάρχει, πουθενά! Και όποιος πει το αντίθετο, θα λέει ψέματα.

Ε.Τ.:

Η Ελλάδα ε;

Ι.Π.:

Ναι. Η Ελλάδα. Και οι Ελληνίδες.

Ε.Τ.:

Άλλες γυναίκες που ήτανε πολύ ωραίες;

Ι.Π.:

Εντάξει, γυναίκες ωραίες υπάρχουν παντού, αρκεί να τις βρεις. Τώρα πού να πω; Πολωνία, Μαρόκο, Καζαμπλάνκα, Βραζιλία, Αργεντινή, παντού, παντού υπάρχουν ωραίες γυναίκες, δεν είναι... Αυτό δεν είναι συγκεκριμένο.

Ε.Τ.:

Σ’ όλα αυτά τα μέρη πήγες;

Ι.Π.:

Γύρισα όλο τον κόσμο σχεδόν. Είδα φτώχεια, είδα δυστυχία, είδα πλούτη, είδα τα πάντα. Τι να τα κάνεις;

Ε.Τ.:

Απ’ όσα πράγματα είδες στις άλλες χώρες, τι σου έκανε πάρα πολλή εντύπωση;

Ι.Π.:

Τι να μου κάνει, δεν βαριέσαι «ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» Τι να... Και στις πυραμίδες πήγα, και στους Ίνκας πήγα, κάτω εκεί στο Πίτσου Μίτσου -πώς το λένε αυτό, δε θυμάμαι, Πίτσου Μίτσου νομίζω, ναι- τι να τα κάνεις; Τα είδες, μένουν μια εικόνα και μία ωραία πρωία φεύγεις και τελειώνει η ιστορία.

Ε.Τ.:

Είναι όμως εμπειρίες όλα αυτά.

Ι.Π.:

Ε, ναι, όσο ζεις είναι εμπειρίες, να τις διηγείσαι στα εγγόνια σου, τα παιδιά σου και τώρα, καλή ώρα, σε εσένα-ας πούμε- ή σ’ αυτήν την εταιρία, τι είναι ξέρω 'γω.

Ε.Τ.:

Εκεί λοιπόν στα λιμάνια ή σε κάποιο μέρος, έχεις να διηγηθείς κανένα περιστατικό, να κινδυνέψατε, κάτι να ‘γίνε;

Ι.Π.:

[00:10:00]Όχι ποτέ, ποτέ. Ποτέ, γιατί δεν μπλέκαμε σε βρόμικες ιστορίες και... Πηγαίναμε, βγαίναμε έξω να πιούμε το ποτό μας, να καθίσουμε, να φύγει, να ξεκάνει το μάτι μας και το μυαλό μας από το νερό, τη θάλασσα και το βράδυ πηγαίναμε στο πλοίο και κοιμόμασταν.

Ε.Τ.:

Αγόραζες τίποτα απ’ τα μέρη που πήγαινες;

Ι.Π.:

Αγόρασα, απ’ την Ιταλία αγόρασα τον πύργο της Πίζα, πήρα πολλά πράγματα, τώρα τι να το κάνεις; Δεν βαριέσαι. Απ’ την Κίνα πήρα κάτι, ένα σερβίτσιο τσαγιού, διάφορα πράματα.

Ε.Τ.:

Είχε ωραία φαγητά στα μέρη που πήγαινες;

Ι.Π.:

Να σου πω, δεν έτρωγα ποτέ έξω, δεν το είχα σαν συνήθειο, δεν έτρωγα έξω.  Βγαίναμε, πάντα βγαίναμε μετά τις 5.00 η ώρα, οπότε είχαμε φάει. Τι να φάω έξω; Την ημέρα έχει δουλειά στο βαπόρι, δεν κάθεσαι στο λιμάνι. Έχει φορτοεκφόρτωση, έχει άλλες δουλειές, έχει... είναι και αυτή η δουλειά. Πρέπει να κάνεις τις δουλειές του πλοίου. ISM, διάφορα-πώς να στο πω τώρα-χαρτιά, χαρτιά. Πλέον είχαμε καταντήσει γραφείς, δεν ήμασταν αξιωματικοί.

Ε.Τ.:

Άρα δεν σου άρεσε μετά κι εκεί;

Ι.Π.:

Πώς;

Ε.Τ.:

Δεν σου άρεσε;

Ι.Π.:

Όχι, πώς δε μου άρεσε, μου άρεσε, κι αν δεν ήταν η πειρατεία, θα ταξίδευα ακόμα δυο τρία χρόνια, αλλά εντάξει, μετά βαρέθηκα. Είπα: «Δεν αξίζει ούτε εδώ τελικά». Και βγήκα στη σύνταξη.

Ε.Τ.:

Μετά που βγήκες στη σύνταξη, τι έκανες; Γιατί φαντάζομαι ότι είχες και την ευχέρεια να κάνεις κάποια πράγματα.

Ι.Π.:

Τι να κάνω; Τίποτα δεν έκανα. Τίποτα απολύτως. Διασκεδάζω τη ζωή μου. Βγαίνω το πρωί, πάω πίνω το καφεδάκι μου, περπατάω, γυρίζω το μεσημέρι, τρώω, ξαπλώνω, το απόγευμα ή θα βγω έξω να πάω με κάνα φίλο καμιά βόλτα ή θα κάτσω να δω τηλεόραση, ανάλογα. Δεν κάνω τίποτα απολύτως. Κτήματα δεν έχω για να ασχολούμαι κι έτσι...

Ε.Τ.:

Το καλύτερο.

Ι.Π.:

Η ζωή κυλάει ήρεμα.

Ε.Τ.:

Πες μου για τα μπάρκα, όταν γινόντουσαν λοιπόν, πώς επικοινωνούσες με αυτούς που είχες αφήσει πίσω;

Ι.Π.:

Παλιά υπήρχε ο ασύρματος, υπήρχε ο ασυρματιστής στο βαπόρι, ο οποίος στεκόταν εκεί πέρα στον ασύρματο με τις ώρες και καλούσε το Hellas radio. Το Hellas radio ήτανε ξακουστό εδώ στην Ελλάδα, υπηρεσία στις ακτές και όταν το έπιανε, έλεγε -ας πούμε- ότι θέλω να μιλήσω με το τάδε τηλέφωνο και όταν μιλούσε με το δικό μου, το ‘παιρνα εγώ και μιλούσα με τη μητέρα μου ή με τη φίλη μου, που είχα αφήσει πίσω, στις αρχές.

Ε.Τ.:

Για πες μου γι’ αυτά τα τηλέφωνα. Δηλαδή όταν το σήκωνε η μητέρα σου, ποια ήταν η συνομιλία;

Ι.Π.:

«Τι κάνεις, μανούλα;» «Γεια σου αγόρι μου, πού είσαι; Τι κάνεις και λοιπά, πώς περνάς;» «Καλά, πρέπει να μιλήσουν κι άλλο μητέρα, γεια σου». Περίμεναν απέξω ουρά όλοι να μιλήσουν, όταν έπιανε Αθήνα ράδιο. Τώρα τελευταία υπήρχε τηλέφωνο δορυφορικό μες στο βαπόρι, έπαιρνες την καρτούλα σου απ’ τον καπετάνιο, 15 ανάλογα 20 ευρώ, πήγαινες την έβαζες και μιλούσες.

Ε.Τ.:

Ήτανε μικρές οι συνομιλίες.

Ι.Π.:

Στην αρχή ναι. Δεν μπορούσες να μιλήσεις όσο εσύ ήθελες, υπήρχαν και άλλοι πίσω.

Ε.Τ.:

Γράμματα στέλνατε;

Ι.Π.:

Το γράμμα είχε καταργηθεί κατά κάποιον τρόπο. Όταν μιλάς-ξέρω 'γω- τρεις -τέσσερις φορές τον μήνα ή τελευταία με το δορυφορικό κάθε μέρα σχεδόν, τι να στείλεις γράμμα; Να γράψεις τι; Να πεις τι;

Ε.Τ.:

Μάλιστα. Και με την κοπέλα σου που μιλούσατε τα ίδια, έτσι τόσο σύντομα;

Ι.Π.:

Ναι, ναι «Γεια σου, είμαι καλά, τι κάνεις, καλά. Πώς... τα πράματα όλα καλά; Καλά, γεια σου. Σε φιλώ, γεια σου».

Ε.Τ.:

Εσύ δεν ήθελες να πεις, ν’ ακούσεις ένα γλυκό λόγο -ας πούμε- απ’ την κοπέλα, να σου δώσει δύναμη; Ή δεν έχεις και ανάγκη γιατί –εντάξει- καλά περνούσες στο κάτω- κάτω;

Ι.Π.:

Τώρα τι να πεις; Να σου πει τι; «Αγάπη μου καλό ταξίδι, σε φιλώ» και λοιπά; Να το κάνεις τι; «Είμαι καλά, σε φιλώ. Γεια σου» «Πού πάτε μετά;» «Πάμε εκεί. Εντάξει θα σε πάρω τηλέφωνο απέξω». Αυτό ήταν.

Ε.Τ.:

Λοιπόν, εκεί στα λιμάνια δεν ερωτεύτηκες καμία κοπέλα;

Ι.Π.:

 Όχι, γιατί οι γυναίκες αυτές δεν είναι του έρωτα. Εις γνώση σου, ξέρεις ότι οι γυναίκες αυτές έρχονται κοντά σου να κάνουν ό, τι κάνουν για να πληρωθούν, είναι της δουλειάς, πώς το λένε; Οι γυναίκες δεν πουλάνε έρωτα αυτές. Τώρα θα μου πεις, δεν βρήκες έξω καμιά; Βεβαίως και βρήκα! Βεβαίως και βρήκα γυναίκα, η οποία δεν πληρωνόταν και πέρασα καλά, στη Βερακρούς, στο Μέξικο. Η οποία ήταν δικηγόρος.

Ε.Τ.:

Και πώς έγινε η γνωριμία;

Ι.Π.:

Ε, τυχαία. Περνούσα κάτω από ένα κτίριο, αυτή ήταν απάνω στο κτίριο, δούλευε πάνω, κατέβηκε 5.00 η ώρα, εγώ ήμουνα από κάτω εκεί «Γεια σου, τι κάνεις;» -στα μεξικάνικα βέβαια- «Καλά ευχαριστώ» «Θες να πάμε να πιούμε έναν καφέ ή ένα ποτό;» την πρώτη μέρα «Όχι» τη δεύτερη μέρα «Όχι» την τρίτη «Ναι». Ε, απ’ το ποτό συνέχισε το θέμα και εντάξει.

Ε.Τ.:

Αυτή την ερωτεύτηκες;

Ι.Π.:

Όχι, δεν θα το ‘λεγα.

Ε.Τ.:

[00:15:00]Άρα γενικά εσύ δεν ερωτεύτηκες καμία-

Ι.Π.:

Δεν είπα τέτοιο πράμα.

Ε.Τ.:

Απ’ αυτές εκεί.

Ι.Π.:

Δεν είπα τέτοιο πράγμα. Πώς δεν ερωτεύτηκα; Ερωτεύτηκα. Αλλά όχι στα βαπόρια.

Ε.Τ.:

Οπότε-

Ι.Π.:

Είναι δύσκολο εκεί πέρα να ερωτευτείς, διότι... Πολλοί ναυτικοί λένε ότι: «Εγώ μ’ αγαπούσε...». Δεν σ’ αγαπούσε καθόλου, ερχόταν για το συμφέρον της, για να ζήσει το παιδί της, για να ζήσει η ίδια και το ξέρεις αυτό. Αυτό είναι εις γνώση σου. Τώρα αγάπες και λουλούδια, αυτά είναι έτερα εκάτερα, αλλά όποιος τα πίστευε αυτά, ήτανε… Δεν ξέρω, δεν θέλω να κατονομάσω τίποτα.

Ε.Τ.:

Είχες κανέναν φίλο που να την πάτησε; Δηλαδή να περίμενε έξω η γυναίκα και εν τέλει να μην τον περίμενε ή κάτι;

Ι.Π.:

Αυτά ήταν σύνηθες, τώρα τι να πεις, φίλους κι αυτά. Αυτά ήταν σύνηθες... Άμα έβρισκε κάποιο άλλο βαπόρι, πήγαινε με κάποιον άλλο, τελείωσε. Τι; Θα περιμένει εσένα; Αυτές οι γυναίκες δουλεύουν στα λιμάνια. Δεν υπάρχουν αγάπες και λουλούδια και τραγούδια μ’ αυτές τις γυναίκες, εις γνώση σου. Τώρα όποιος λέει ότι τον ερωτεύτηκε, δικό του πρόβλημα.

Ε.Τ.:

Ήσουν όμως συνειδητοποιημένος.

Ι.Π.:

Ακριβώς, τώρα τι να λέμε δηλαδή. Αυτές οι γυναίκες έρχονται να πάρουν τα λεφτά, να ζήσουν το παιδί τους, να ζήσουν οι ίδιες, να ζήσουν τη μάνα τους, ανάλογα, ποιον έχουν πίσω.

Ε.Τ.:

Η δουλειά του ναυτικού φημίζεται ότι δεν... μάλλον δεν φημίζεται για ανθρώπους που μπορούν να κάνουν οικογένεια ή να έχουν σχέσεις, δεν είναι και τόσο εύκολο να συνδυαστεί. Εσύ τι λες;

Ι.Π.:

Μία χαρά κάνανε οικογένειες. Θα μου πεις, η γυναίκα πίσω ήταν άντρας, γυναίκα, είχε παιδιά, μάνα. Συμφωνώ. Αλλά έλα όμως που τα λεφτά είναι γλύκα και δεν είναι για τα λεφτά που παντρεύτηκε ένας ναυτικός μία κοπέλα, την είδε, αγαπήθηκαν, την πήρε. Είναι ναυτικός, τι έπρεπε να κάνει; Να κάνει πίσω; Όχι. Όταν ερχόταν όμως το τσεκ των πέντε-έξι χιλιάδων ευρώ, τότε τι να πει; Ήταν όλα ρόδινα. Και όταν ερχόταν ο άλλος και καθόταν τέσσερις-πέντε μήνες... Ε, θα έφευγε και εφτά μήνες, πες πώς πήγε σε μια άλλη πόλη της Ελλάδος και δουλεύει. Εφτά μήνες είναι τελευταία, τα βαπόρια. Εφτά μήνες μέσα, τρεις μήνες έξω, τέσσερις, ανάλογα, όσο θες, κάθεσαι.

Ε.Τ.:

Στην Αμερική τώρα που έζησες, 15 χρόνια δεν είπες;

Ι.Π.:

Ε, σχεδόν 15 χρόνια.

Ε.Τ.:

Εκεί τι έκανες;

Ι.Π.:

Ήμουνα παντρεμένος.

Ε.Τ.:

Και τι δουλειά έκανες;

Ι.Π.:

Ξεκίνησα μια δουλειά δική μου εκεί πέρα, δούλευα πρώτα για Αμερικάνους, μετά έκανα ένα εστιατόριο δικό μου, τέλος πάντων, δεν θέλω να επεκταθώ σ’ αυτή τη συζήτηση, έχω δύο παιδιά πανέμορφα. Πολύ καλά παιδιά, τα οποία ερχόντουσαν όταν ήταν μικρά, τώρα θα ‘ρθουν του χρόνου. Εργάζονται και οι δύο. Αυτά.

Ε.Τ.:

Εντάξει, ας μην πούμε λεπτομέρειες, αλλά η ζωή στην Αμερική σου άρεσε;

Ι.Π.:

Όχι. Όχι. Η Αμερική δεν είναι Ελλάδα. Στην Αμερική δεν έχεις διασκέδαση. Στην Αμερική έχεις δουλειά-σπίτι-σπίτι-δουλειά και μία Κυριακή να βγεις, να πας κάπου με τα παιδιά και τη γυναίκα σου. Αυτό είναι Αμερική. Η Αμερική είναι για μερικοί… έτσι που λένε, αυτό που λένε. Κι αυτά που λένε ότι πλουτίσαν στην Αμερική, όσοι πήγαν πριν απ’ το ’70. Μετά το ‘70 δεν πλούτισε κανείς. Υπήρχαν ευκαιρίες πολλές, όσοι πήγαν πριν το ‘70, ‘60, ‘65, ‘66 κάνανε λεφτά, οι υπόλοιποι μεροδούλι μεροφάι, όπως και στην Ελλάδα άλλωστε.

Ε.Τ.:

Το εστιατόριο πότε το άνοιξες;

Ι.Π.:

Το άνοιξα το 1999. Ιταλικό φαγητό.

Ε.Τ.:

Πώς και ιταλικό;

Ι.Π.:

Αυτό τραβούσε η πόλη εκείνη, αυτό άνοιξα, τι να κάνουμε;

Ε.Τ.:

Αυτή η δουλειά δεν σου άρεσε, που είχε επαφή και με κόσμο;

Ι.Π.:

Καλή ήταν, αλλά τελικά χωρίσαμε και πούλησα το μαγαζί κι έφυγα.

Ε.Τ.:

Δεν ήταν ο λόγος ότι δεν σ’ άρεσε-

Ι.Π.:

Όχι, όχι.

Ε.Τ.:

Μάλιστα, και μετά ξαναγύρισες στα καράβια-

Ι.Π.:

Ναι.

Ε.Τ.:

Πόσο χρονών ήσουν, όταν πέρασαν αυτά τα 15 χρόνια της Αμερικής και-

Ι.Π.:

45.

Ε.Τ.:

Σκεφτόσουνα να κάνεις καριέρα στα καράβια;

Ι.Π.:

Αν δεν πήγαινα Αμερική, βεβαίως θα έκανα καριέρα. Θα ‘μουνα συνταξιούχος καπετάνιος τώρα, πολλά χρόνια πριν.

Ε.Τ.:

Τι όνειρα είχες όταν μπήκες στο καράβι, εκεί στα 45 χρόνια που είπες.

Ι.Π.:

Κανένα όνειρο. Να βγάλω μια σύνταξη και να τελειώνω. Τι όνειρο να ‘χεις στα 45; Μετά τα 30 δεν έχεις.... Εδώ στο χωριό μας, το δικό σου και το δικό μου, που είναι, λένε ένα, δεν είναι ρητό, είναι κάπως... Λένε κάτι: «Στα 20 δεν καζάντησες, -που λένε, δεν έκανες προκοπή, καζάντησες- στα 30 όχι, απ’ τα 40 κι ύστερα λεν’, άστο». Τι να κάνεις απ’ τα 40 και μετά; Απλά κάθισα στα βαπόρια μέχρι το ’58, 13 χρόνια, τα οποία δεν 13, είναι μέσα έξω, 7-10 μέσα, 5 έξω -ξέρω ‘γω- δεν είναι 13, άμα τα υπολογίσεις, είναι λιγότερα. Κι έβγαλα τη σύνταξή μου, απλά. Τίποτα παραπάνω. Τι να ‘χεις μετά απ’ τα 45; Τι να βλέπεις μετά απ’ τα 45; Μετά τα 50 η ζωή σιγά-[00:20:00]σιγά βαίνει προς το τέλος. Τι να δεις;

Ε.Τ.:

Εντάξει, δεν είναι απόλυτο αυτό.

Ι.Π.:

Δεν είναι απόλυτο, αλλά μετά τα 50 τι να κάνεις, πες μου. Άνθρωποι δημιουργούν, ναι. Αλλά πρέπει να ‘χεις και δύναμη. Όταν έχεις περάσει τέτοιες καταστάσεις, τι δύναμη να ‘χεις; Να φτιάξεις τι; Και παρόλα αυτά, εδώ πέρα μέσα έχω ρίξει 100.000 απ’ τη μέρα που ήρθα, το ‘58 που βγήκα στη σύνταξη.

Ε.Τ.:

Και πώς αποφάσισες να γυρίσεις στο χωριό, γιατί είπες ότι πήγες σχολείο στην Αθήνα, έτσι δεν είναι;

Ι.Π.:

Ναι, δεν την μπορώ εγώ την Αθήνα σήμερα, όχι. Όταν ήμουνα με τη μητέρα μου στην Αθήνα 15 χρόνια, το ’70, όχι το ’72, ψέματα. Πότε γυρίσαμε εδώ; Το ‘76, ’77, της λέω: «Μάζεψέ τα και φεύγουμε, πάμε στο χωριό» «Τι λες μωρέ;» «Ναι, φεύγουμε-της λέω-στο χωριό πάλι». Δεν είναι, η Αθήνα έχει γίνει χάος. Τότε! Σκέψου σήμερα τι γίνεται. Πού να πας; Να κάνεις τι στην Αθήνα; Τι; Ν’ αναπνεύσεις καθαρό αέρα; Pollution συνέχεια. Τι; Να κινηθείς; Σημειωτόν. Πού να πας;

Ε.Τ.:

Ενώ τότε τι έκανες;

Ι.Π.:

Βέβαια έχει, έχει και καλά, δεν είναι τα κακά μόνο. Θα πας ένα θέατρο, θα πας ένα σινεμά, θα βγεις έξω, θα πας κάπου να πιείς ένα ποτό, να περάσεις καλά, συμφωνώ. Αλλά τα υπέρ είναι λιγότερα απ’ τα κατά. Οπότε...

Ε.Τ.:

Τότε ως παιδί τι έκανες στην Αθήνα;

Ι.Π.:

Ως παιδί; Δούλευα στην «Ελλενίτ» δεν σου είπα;

Ε.Τ.:

Μεγαλύτερος δεν ήσουνα;

Ι.Π.:

Τι μεγαλύτερος; 19 χρονών ήμουνα. Στα 21, όχι, 18 πήγα Αθήνα, τρία χρόνια τελείωσα τη Σχολή κι άρχισα να δουλεύω.

Ε.Τ.:

Μαζί με τη μητέρα σου πήγατε;

Ι.Π.:

Μαζί, ναι. Η μητέρα μου ήρθε εκ των υστέρων. Εγώ πήγα πρώτος.

Ε.Τ.:

Εσύ μεγάλωσες με τη μητέρα σου;

Ι.Π.:

Ναι.

Ε.Τ.:

Και μένατε στο χωριό, στη Γλώσσα.

Ι.Π.:

Ναι, βεβαίως.

Ε.Τ.:

Ήσασταν οι δυο σας δηλαδή;

Ι.Π.:

Εντάξει ναι, έμενα με τη μητέρα μου, ναι.

Ε.Τ.:

Ωραία. Και πώς ήταν αυτά τα χρόνια; Ήταν δύσκολα; Γιατί σίγουρα-

Ι.Π.:

Πού; Τα 6 χρόνια, τα 12 χρόνια τα πρώτα;

Ε.Τ.:

Ναι.

Ι.Π.:

Δύσκολα, τότε ήταν δύσκολα χρόνια. Το ‘52 υπήρχε φτώχεια μετά τον πόλεμο. Τι να περάσεις, πώς να περάσεις;

Ε.Τ.:

Ναι, ήταν η μεταπολεμική περίοδος, σίγουρα ήταν-

Ι.Π.:

Ακριβώς.

Ε.Τ.:

Άρα θυμάσαι κάποια πράγματα από εκεί;

Ι.Π.:

Δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα.

Ε.Τ.:

Γιατί;

Ι.Π.:

Ε, αυτές είναι δυσάρεστες... Εντάξει, με τους φίλους μου παίζαμε, κάναμε, δείχναμε, αλλά δεν ήταν και το πιο ευχάριστο θέμα, τα πιο ευχάριστα χρόνια για να θυμάσαι.

Ε.Τ.:

Ναι, σίγουρα. Αν λες ότι ήτανε τόσο φτωχικά;

Ι.Π.:

Ε, βέβαια τι; Γιατί δε σου έχει πει η γιαγιά, ο παππούς, δεν σου ‘χει πει ποτέ;

Ε.Τ.:

Για τον καθένα είναι αλλιώς όμως.

Ι.Π.:

Ε, τι για τον καθένα; Τότε ο παππούς σου –Θεός σχωρέσ’ τον- τι έκανε το ’52; Τι; Εδώ πέρα υπήρχε φτώχεια, δυστυχία!

Ε.Τ.:

Θυμάσαι καθόλου απ’ την εποχή της Χούντας; Ζούσες εδώ στο χωριό ή ήσουνα στην Αθήνα;

Ι.Π.:

Όχι το ‘67 ήμουνα Βόλο, όταν έγινε η Χούντα. Το ’70 τελείωσα, κατέβηκα Αθήνα... Βεβαίως θυμάμαι, βεβαίως θυμάμαι πορείες και σου ‘πα- μου ‘πες και όλα. Εν πάση περιπτώσει, αυτό είναι έτερον εκάτερον, δεν θέλω να το συζητήσω. Ήμουνα μες στο Πολυτεχνείο.

Ε.Τ.:

Αλήθεια; Πες μου για το Πολυτεχνείο!

Ι.Π.:

Τι να σου πω τώρα, άστο, μια άλλη φορά θα τα πούμε οι δυο μας, δεν...

Ε.Τ.:

Δύσκολα ε;

Ι.Π.:

Εντάξει.

Ε.Τ.:

Πω! Πω! Αυτό πρέπει να ήτανε συγκλονιστικό. Μάλιστα. Θα ήθελες να μας διηγηθείς κάτι άλλο;

Ι.Π.:

Δεν έχω, τι άλλο να διηγηθώ, δεν ξέρω.

Ε.Τ.:

Τόσες ιστορίες έχεις.

Ι.Π.:

Εντάξει είναι όλα αυτά, καλά είναι, φτάνουν.

Ε.Τ.:

Μάλιστα.

Ι.Π.:

Δεν φτάνουν, τι λες εσύ;

Ε.Τ.:

Δεν ξέρω, εγώ πιστεύω ότι θα μπορούσες να μας πεις και μία περιπέτεια ακόμα.

Ι.Π.:

Δεν έχω άλλες περιπέτειες, εντάξει είναι. Σου είπα τις περιπέτειες για τις γυναίκες, την πειρατεία... Τι άλλο να σου πω;

Ε.Τ.:

Καμία γυναίκα εκεί πέρα στα λιμάνια, όπως με αυτή την Μεξικάνα, μετά κρατούσατε επαφή ή με το που έφευγες, τέλος;

Ι.Π.:

Ε, όταν έφυγα εντελώς απ’ το Μέξικο και δεν ξαναπήγε το βαπόρι, χαιρετηθήκαμε «Γεια σου, ευχαριστώ για όλα, πέρασα καλά, πέρασες καλά;» «Ευχαριστώ, ναι, γεια σου». Μήπως δεν υπάρχει άλλος να βρει μετά από ‘μένα; Τι ήμουνα εγώ, μοναδικός, ανεπανάληπτος ή αναντικατάστατος; Δεν υπάρχει κανείς αναντικατάστατος. Όλοι αντικαθιστούνται και αυτό να το θυμάσαι. Αντικατάστατος δεν υπάρχει κανείς, αναντικατάστατος συγγνώμη. Αναντικατάστατος ουδείς!

Ε.Τ.:

Η μητέρα σου ζούσε καθόλου στην Αμερική;

Ι.Π.:

Ναι ήρθε μερικά χρόνια, ναι.

Ε.Τ.:

Μαζί σου;

Ι.Π.:

Ναι, βεβαίως.

Ε.Τ.:

Εμένα μου κάνει εντύπωση, πώς ένα παιδί που είναι απ’ τη Γλώσσα Σκοπέλου, σαφώς πήγες μετά και στον Βόλο και στην Αθήνα, είδες κάποια πράγματα, αλλά μετά πώς πήρες μία τέτοια απόφαση να πας να μείνεις στην Αμερική και πώς ένιωσες, όταν πρωτοέφτασες σε μία τέτοια μεγαλούπολη;

Ι.Π.:

Αφού σου είπα, παντρεύτηκα, κορίτσι μου.

Ε.Τ.:

Ναι πώς ένιωσες εκεί με το μέρος όμως;

Ι.Π.:

Δεν ένιωθα, παντρεύτηκα, πήρα τη γυναίκα μου, μετά πήραμε απόφαση να πάμε σ’ ένα άλλο state να δουλέψουμε και να καθίσουμε, πήγαμε στο Τέξας, στο Όστιν, στην πρωτεύουσα, μας άρεσε. Μείναμε εκεί, δουλέψαμε, έτσι αλλιώς, έκανα το μαγαζί, τελείωσε, χωρίσαμε, πάπαλα.

Ε.Τ.:

[00:25:00]Στο Τέξας;

Ι.Π.:

Ναι. Στο Όστιν, στην πρωτεύουσα.

Ε.Τ.:

Έχει έρημο εκεί πέρα, στο Τέξας;

Ι.Π.:

Όχι, όχι, όχι. Αυτά που γράφανε παλιά είναι... Ναι, το Τέξας δεν έχει έρημο, όχι. Έχει έρημο, όταν πας για την Καλιφόρνια. Τώρα...

Ε.Τ.:

Αυτά δεν είναι ωραία μέρη εκεί;

Ι.Π.:

Τέλος πάντων, καλά είναι, ναι. Μία χαρά είναι όλα.

Ε.Τ.:

Δεν τρελάθηκες πουθενά.

Ι.Π.:

Δεν βαριέσαι...

Ε.Τ.:

Πες μου για τους ανθρώπους εκεί στα ταξίδια. Πού ήταν οι πιο φιλικοί; Εκτός απ’ τους Έλληνες, που ξέρουμε εντάξει, ότι είμαστε φιλόξενοι. Πού ήταν-

Ι.Π.:

Παντού ο κόσμος σε καλοδεχόταν, δεν είναι, δεν υπάρχουν αφιλόξενοι και φιλόξενοι. Σε καλοδεχόταν σαν ναυτικό, εντάξει, να βγεις έξω. Άλλωστε τα λεφτά σου θέλανε όλοι. Πήγαινες εδώ, πήγαινες εκεί. Λεφτά θέλανε, ν’ αφήσεις λεφτά, να ψωνίσεις, να κάνεις, να δείξεις. Τι να σε καλοδεχτούν; Σε ξέρανε και χτες;

Ε.Τ.:

Συνάντησες πουθενά κάποιον που να φοβηθείς, κανένα περιστατικό έτσι να...

Ι.Π.:

Μπα, ποτέ όχι. Δεν φοβόμουνα ποτέ.

Ε.Τ.:

Ωραία. Θέλεις κάτι άλλο να πεις;

Ι.Π.:

Όχι κορίτσι μου, ευχαριστώ.

Ε.Τ.:

Εγώ σ’ ευχαριστώ.