© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Ο «Χρυσοδάχτυλος Ανανίας»: Συνέντευξη με τον μουσικό και ταχυδακτυλουργό της πόλης της Καβάλας
Istorima Code
10140
Story URL
Speaker
Ανανίας Καραπαπάζογλου (Α.Κ.)
Interview Date
08/09/2021
Researcher
Βασίλης Αναστασίου (Β.Α.)
[00:00:00]Καλησπέρα σας, θέλω να μου πείτε το όνομά σας.
Καλημέρα σας. Είναι πρωί ακόμα, δεν πειράζει, ναι. Κύριε Βασίλη, να σε καλωσορίσω εδώ στην κατοικία μου. Εδώ μένω, για 55 χρόνια εδώ μένω, ναι. Ας αρχίσουμε από τότε που γεννήθηκα και πού γεννήθηκα.
Πείτε μας πρώτα το όνομά σας, για να γραφτεί.
Ονομάζομαι Ανανίας Καραπαπάζογλου.
Τέλεια. Θέλω να μου ξεκινήσετε από την αρχή. Πότε, πού γεννηθήκατε…
Γεννήθηκα 15 Σεπτεμβρίου το 1941, είμαι 80 ετών, τώρα, σε μία εβδομάδα κλείνω, θα γίνω 81 ετών.
Να τα εκατοστήσετε.
Το Λυκοδρόμιο βρίσκεται κοντά στην Σταυρούπολη Ξάνθης, ένα ορεινό χωριό, πάρα πολύ ωραίο. Μες στην καταπράσινη φύση. Εκεί γεννήθηκα, μέχρι 18 χρονών ήμουνα στο χωριό. Εκείνα τα χρόνια δουλειά, σκληρή δουλειά, μόνο καπνά. Και τα χωράφια μας ήταν άγονα. Πηγαίναμε πρωί πρωί και γυρνούσαμε βράδυ, νύχτα. Και όσοι δεν ξέρουνε τη δουλειά του καπνού, ο χρόνος έχει 365 μέρες, όλες τις ημέρες έχει δουλειά. Η δουλειά του καπνού. Τον χειμώνα μήνες ολόκληρους πασταλιάζαμε. Το καλοκαίρι, όλη νύχτα, με ένα φανάρι, σπάζαμε τον καπνό. Όταν ξημέρωνε πηγαίναμε στο σπίτι, μέχρι το ηλιοβασίλεμα βελονιάζαμε, εκατομμύρια φύλλα, να τα περάσεις σε κάποιο σχοινί, να τα απλώσεις, λέγαμε εναλίκια, τα βάζαμε εκεί, ξεραινόταν και τον χειμώνα, για να τα πασταλιάσουμε.
Η οικογένειά σας πόσα μέλη ήτανε; Οι γονείς σας; Άμα θέλετε να μας πείτε τι δουλειά κάνανε;
Ναι. Καταρχήν οι γονείς μου γεννηθήκανε στην Τουρκία, είναι πρόσφυγες από την περιοχή του Πόντου, συγκεκριμένα από την Μπάφρα. Εκεί είχανε τότες, άρχοντα, δήθεν άρχοντας, ο σκληρός ο Τοπάλ Οσμάν, που δεν άφηνε τους χριστιανούς να μιλάνε ελληνικά. «Όποιος μιλάει ελληνικά, θα του κόψω τη γλώσσα. Διαλέξτε και αποφασίστε. Ή γλώσσα θα μιλάτε τουρκικά ή θα εγκαταλείψετε τη θρησκεία σας, θα 'στε μουσουλμάνοι». Και οι γονείς μας επέλεξαν να είναι χριστιανοί, παρά να μιλάνε ελληνικά. Όταν ήρθανε οι γονείς μας, το 1922, ελληνικά δεν ήξεραν ούτε «καλημέρα» να πούνε. Γεννήθηκα εγώ. Είχα και άλλα αδέρφια, θα πω και για τα αδέρφια μου. Μας μιλούσαν τουρκικά. Εγώ τα πρώτα ελληνικά, δυστυχώς, τα έμαθα στο Δημοτικό σχολείο, όταν ήμουνα 6 χρονών, πήγαινα στην πρώτη τάξη. Τα δυο αδέρφια ήταν μεγαλύτερα, αυτά μάθανε, εφόσον πήγαν 2-3 χρόνια νωρίτερα στο Δημοτικό, μάθανε καλούτσικα ελληνικά, ναι. Εγώ, ένα μεσημέρι που σχόλασα από το σχολείο, μου φαίνεται σαν παραμύθι, με χαρά λέω στα αδέρφια μου: «Έμαθα τρεις ελληνικές λέξεις». «Τι έμαθες, βρε αδερφέ Ανανία;» «Σήμερα μας είπε ο δάσκαλος τι θα πει πρωί στα ελληνικά, τι θα πει μεσημέρι στα ελληνικά και τι θα πει απόγευμα». Και για να καταλάβουμε τόσο καλά, ο δάσκαλος μας έλεγε: «Παιδιά, πρωί θα πει όταν ο ήλιος βγαίνει από εκείνο το βουνό, μας έδειχνε κιόλας. Μεσημέρι θα πει όταν ο ήλιος είναι πάνω από το κεφάλι μας περίπου, και βράδυ θα πει όταν από κείνο το βουνό κρύβεται ο ήλιος…» Τόσο απλά μας τα 'λεγε, για να καταλαβαίνουμε, εκεί εμάθαμε τα ελληνικά. Σκεφτείτε τι δύσκολα χρόνια περάσαμε. Επαναλάμβανα και πάλι με τα καπνά, είχαμε αγελάδια, είχαμε ένα μουλάρι, γαϊδούρι, μοσχάρια, σκυλί, γάτες. Σκληρή δουλειά με τα καπνά.
Και οι γονείς δηλαδή δούλευαν εκεί, στα καπνά.
Στα καπνά, ναι. Στα καπνά, ναι.
Εσείς, πώς θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια, πέρα απ’ τη δυσκολία, πώς ήτανε;
Μέχρι 18 χρονών ήμουνα στο χωριό. Όταν πρωτοάνοιξε στην Ξάνθη μια δημόσια τεχνική σχολή… – Να σας πω και κάτι άλλο, τα αδέρφια μου τα μεγαλύτερα, ο ένας πήγαινε στο Γυμνάσιο και ο άλλος σε Εκκλησιαστική σχολή. Κάθε Σεπτέμβριο, που ανοίγαν τα σχολεία, εγώ έμενα στο σπίτι. Ο πατέρας μου με κρατούσε: «Ένα αγόρι να έχω κοντά μου». Δεν με έστελνε πουθενά. Ε ρε κλάματα εγώ, «να πάω και εγώ Γυμνάσιο, να πάω Εκκλησιαστική σχολή». Και με είχε υποσχεθεί ο πατέρας μου – ακουγόταν ότι θα ανοίξει μια δημόσια τεχνική σχολή στην Ξάνθη: «Όταν ανοίξει η σχολή, θα σε στείλω, γιε μου, εκεί πέρα, μην στεναχωριέσαι». Μετά το Δημοτικό, έμεινα είπαμε μέχρι 18 χρονών, άλλα 4 χρόνια, περίπου 5 χρόνια, στο χωριό. Δούλευα στα καπνά. Βοηθούσα τους γονείς μου. Όταν πρωτοάνοιξε η δημόσια τεχνική σχολή, ήμουνα από τους πρώτους. Πήγα, γράφτηκα στη σχολή. Η σχολή αυτή ήταν τετραετούς φοιτήσεως, 4 χρόνια για να πάρεις το πτυχίο. Ήτανε βραδινή.
Όλη την ημέρα ήμουν ελεύθερος, ενώ από την σκληρή δουλειά στα χωριά, στην Ξάνθη σαν να παραθέριζα εγώ. Και εφόσον η σχολή ήταν βραδινή, όλη μέρα άρχισα με τις διάφορες ποικίλες δραστηριότητες. Αγοράζω ένα ακορντεόν, ένα μικρό, παλιό. Κλειδώνομαι σε ένα δωμάτιο, παίζω νύχτα μέρα, παίζω, παίζω, έμαθα ακορντεόν. Μετά 1-2 χρόνια, έγινα σχεδόν επαγγελματίας, έπαιζα σε [00:05:00]γάμους, σε αρραβώνες και έβγαζα τα έξοδά μου για να μην επιβαρύνω τους γονείς μου, που ήταν στο χωριό, στο Λυκοδρόμιο. Μετά άρχισα, οι δραστηριότητές μου πάλι άρχισαν να επεκτείνονται, έγινα καραγκιοζοπαίχτης. Μαζεύαμε παιδιά από την γειτονιά, στήναμε έναν μπερντέ, είχαμε και στο σπίτι – είχε ένα αγορασμένο σπίτι ο πατέρας μου, ένα μεγάλο σπίτι, παλιό βεβαία, εκεί ήμουνα εγώ. Βάζαμε τον μπερντέ, μαζεύονταν όλη η γειτονιά, έκανα τον καραγκιοζοπαίχτη. Μετά είχαμε στην Ξάνθη, ήτανε ένας ταχυδακτυλουργός, συγχωρέθηκε, πέθανε φυσικά. «Γάτος» το λέγαν το ψευδώνυμό του. Κάθε Σάββατο στο παζάρι έστηνε μια σκηνή στο παζάρι της Ξάνθης, έπαιρνε εκεί ο κόσμος με 3 δραχμές εισιτήριο και έβλεπε τα νούμερα. Για πρώτη φορά που τον είδα, λέω: «Αυτός άνθρωπος είναι; Από άλλο πλανήτη ήρθε; Θεός είναι;» Έτσι μου φαινότανε, εγώ μικρό παιδάκι τώρα, 13-14 χρονών, τον θαύμαζα. Άρχισα, από τότε να αρχίζω κι εγώ, λέω: «Τα ίδια προσόντα… Τι είχε αυτός παραπάνω; Δυο χέρια, δυο πόδια, ένα κεφάλι, κι εγώ τα έχω. Γιατί αυτός να κάνει, να μην μπορώ να κάνω;» Ο αδερφός μου ο μεγάλος, από την Αθήνα έφερε κάτι μικρά τρικ, μικρά νουμεράκια, σε ένα βαλιτσάκι. Εκεί ήταν το ερέθισμα. Εκεί άρχισα και κλειδωνόμουνα στο δωμάτιο, εκτός του ακορντεόν, και άρχισα να μαθαίνω και την ταχυδακτυλουργία. Και εκεί και στο ακορντεόν είμαι αυτοδίδακτος. Δεν έχω πάει σε σχολή, μόνος μου. Σήμερα, εδώ και 80 χρόνια περίπου, ασχολούμαι και με τη μουσική ακόμα. Και σε λίγη ώρα θα δοθεί η ευκαιρία να σας παίξω δύο τραγουδάκια με το ακορντεόν και μερικά πρωτότυπα, αυτοσχέδια νουμεράκια, που τα 'χω κατασκευάσει και εγώ. Είναι νούμερα που δεν παίζονται στον πλανήτη γη. Εφόσον είναι κατασκευή δική μου, δεν τα κάνουνε άλλοι, δεν μπορούν.
Σε πρώτη παγκόσμια μετάδοση θα τα δούμε.
Ναι.
Να σας πάω λίγο πάλι από την αρχή, να το πιάσουμε το πράμα. Εσείς πότε ανακαλύψατε πως έχετε μια κλίση κάπως στα καλλιτεχνικά πράγματα; Μικρός, έτσι, είχατε κάποιες ανησυχίες καλλιτεχνικές;
Όταν ήμουνα στην Ξάνθη, ναι.
Στο σπίτι σας υπήρχε κάποιος που να είχε μια καλλιτεχνική δραστηριότητα–
Οι γονείς μου με τα καπνά, πού να είχανε τέτοια ευκαιρία;
Τέλος πάντων, τραγουδούσανε στο–
Σε όλα ήμουνα αυτοδίδακτος. Στη μουσική, επειδή μ’ άρεζε πάρα πολύ. Όλα τα όργανα. Έπαιζα και λύρα. Λύρα, φυσαρμόνικα, κλαρίνο. Στο σπίτι, εκεί στην Ξάνθη, είχα ένα δωμάτιο, η μία πλευρά του τοίχου κρεμασμένα όλα τα όργανα, απ’ όλα τα όργανα είχα. Όλη μέρα έπαιζα μουσική. Πάρα πολύ μ’ άρεζε η μουσική. Και σήμερα ακόμη μ’ αρέσει. Η ταχυδακτυλουργία, και με τον καραγκιοζοπαίχτη. Να πω και ένα ιστορικό που συνέβη τότε. Τότε ήμουν περίπου 17 χρονών παλικάρι, στην Ξάνθη που πήγαινα στην τεχνική σχολή. Πήγα γράφτηκα στην φιλαρμονική μουσική του Δήμου Ξάνθης. Ο μαέστρος λέει ότι την πρώτη μέρα που πήγα: «Παλικάρι μου, τι όργανο θέλεις να μάθεις; Έχουμε σαξόφωνα, διάφορα όργανα» λέει «τρομπέτες, κρουστά όργανα...» Εγώ, πονηρός, λέω: «Δάσκαλε, να μάθω ένα όργανο που μεθαύριο, όταν αρχίσω και παίζω καλά, να μπορώ να βγάλω και μεροκάματο». «Το μόνο όργανο» λέει «το κλαρίνο» λέει. «Αυτό» λέει «μπορείς να παίζεις σε ορχήστρες». Δέχτηκα εγώ να μάθω κλαρίνο. Σε 15 μέρες άρχισα και θεωρία, ντο ρε μι φα σολ λα σι. Ντο ρε μι φα σολ λα σι. Εγώ δεν είχα τέτοια διάθεση να μάθω, ντο ρε μι φα σολ λα σι... Κλειδώνομαι σε ένα δωμάτιο. Νύχτα μέρα έπαιζα. Τότε είχε βγει το τραγούδι Πω πω πω Μαρία, Πω πω πω Μαρία. Το μαθαίνω αυτό σε 2 ώρες μέσα, σε ένα δωμάτιο, καλύτερα από τους σούπερ επαγγελματίες. Το ‘μαθα μόνο αυτό το τραγούδι. Το ‘μαθα καλά, και ο δάσκαλός μου 'δωσε, λέει: «Πάρε, κοίταξε, το κλαρίνο να το προσέχεις, μην πάθει τίποτα. Σαββατοκύριακο να το ‘χεις στο χωριό σου και όταν γυρίσεις την Δευτέρα αυτά τα κομμάτια, τις παρτιτούρες να μου πεις αν έμαθες τις νότες». Παίρνω το κλαρίνο εγώ, εφόσον έμαθα και πρακτικά το τραγούδι Πω πω πω Μαρία, πάω στο χωριό να κάνω σαλτανάκια, φιγούρες στο χωριό. Εκείνο το διάστημα έπαιζα φυσαρμόνικα, λύρα και διάφορα άλλα όργανα. Μαντολίνο έπαιζα. Πήγα σε ένα καφενείο, είχα το κλαρίνο, τις μουσικές, σε ένα βαλιτσάκι. Ήταν ένας μπαρμπα-Αβραάμ, τύφλα μεθυσμένος, εκεί πέρα έπινε: «Βρε Ανανία, τι έχεις μέσα στο βαλιτσάκι;» Λέω: «Κλαρίνο». «Παίζεις κλαρίνο; Πότε άρχισες να παίζεις;» «Παίζω», λέω. «Παίξε ένα, θα σε πληρώσω», λέει. Πόσες δραχμές δεν θυμάμαι, μου ‘δωσε λίγες δραχμές. Παίζω Πω πω πω Μαρία. Απόρησε αυτός. «Βρε αγόρι μου» λέει «πολύ ωραία παίζεις» λέει «παίξε κι ένα άλλο». Λέω: «Θείο Αβραάμ, άλλο τραγούδι δεν ξέρω» λέω «μόνο αυτό». Δεν το πιστεύει, δεν ξέρω. «Όχι, θα παίξεις κι άλλο». «Δεν ξέρω» λέω «σε παρακαλώ» λέω «μόνο αυτό έμαθα, ναι». Ήταν και η μέρα 14 Σεπτεμβρίου, ένα παλικάρι που γιόρταζε, [00:10:00]ήταν του Σταυρού, με την παρέα του ήρθε εκεί πέρα και με άκουσαν που έπαιζα το τραγούδι Πω πω πω Μαρία πολύ καλά. «Ανανία, πάρε το κλαρίνο, πάρε τη λύρα, τη φυσαρμόνικα και έλα στο σπίτι μου, θα κάνουμε γλέντι, σήμερα γιορτάζω». Σηκώθηκα να φύγω, ο μεθυσμένος ο μπαρμπα-Αβραάμ: «Τον Ανανία τον έχω αγκαζέ, δεν θα πάει πουθενά» λέει «τον πλέρωσα, το δικό μου κέφι θα κάνει» λέει «όχι το δικό σου». Ο Σταύρος, που γιόρταζε το παλικάρι, λέει: «Έλα, βρε Ανανία, ακούς τον μεθυσμένο και δεν έρχεσαι μαζί μας;» Τι ήθελε και είπε αυτή τη κουβέντα; Παίρνει το κλαρίνο απ’ τα χέρια μου και κοπάνησε το τραπέζι. Κάθε φορά που χτυπούσε πεταγόταν κομμάτια. Και ήταν της φιλαρμονικής μουσικής. Εγώ τα χρειάστηκα, δεν μπορούσα να το πιάσω. Το καφενείο, που ήταν νονός μου εμένα, αυτός, με είχε βαφτίσει και ήταν συγγενής με τον μπαρμπα-Αβραάμ, ήταν συγγενείς. «Βρε Αβραάμ, τι έκανες» λέει «έσπασες το όργανο του παιδιού; Αυτό το όργανο» λέει «δεν ήταν δικό του, ήταν της μουσικής» λέει. Με συμβουλεύει ο νονός μου: «Πάρ’ τα κομμάτια και πάνε στην Σταυρούπολη, να κάνεις καταγγελία ότι σου ‘σπασε και εγώ τη Δευτέρα πρέπει να πάω με όργανο στην μουσική». «Τώρα είναι κομμάτια, κομμάτια, τι θα κάνω;» έκλαιγα. Πήρα τον δρόμο, 10 χιλιόμετρα είναι στην Σταυρούπολη, με τα πόδια στην αστυνομία. Είπα όλο το ιστορικό, πως «ο Αβραάμ μεθυσμένος, έσπασε το όργανο και το κλαρίνο ήταν της μουσικής». Τον παίρνουν τηλέφωνο, στο Λυκοδρόμιο τότε ήταν ένα τηλέφωνο, το τηλέφωνο ήταν στο σπίτι του προέδρου. Είχαν έναν πρόεδρο. Λέει: «Ειδοποίησε τον Αβραάμ –ο αστυνόμος τα λέει κοντά μου– να ξεμεθύσει και να ‘ρθει. Αν δεν έρθει» λέει «θα ‘ρθουμε με την κλούβα να τον πάρουμε, να τον πάμε στο κρατητήριο» λέει «μέσα». Μετά από 2,5 ώρες ήρθε εκεί πέρα, άλλαξε πολιτική. «Έλα, βρε Ανανία, σου ‘σπασα το… Θα σου πάρω καινούργιο όργανο, ξένος είμαι; Δικό μας παλικάρι είσαι», το ένα το άλλο. Λέει: «Άσε τα πολλά λόγια» ο αστυνόμος, ο αστυνόμος τον ήξερε καλά, ότι πάντα μεθούσε αυτός. «Άσ' τα λόγια» λέει «και δώσε το αντίτιμο». «Πόσα θέλεις, Ανανία;» Λέω: «1.000 δραχμές αν δώσεις» λέω «συμφωνώ» λέω. «Αν είναι παραπάνω» λέω «εγώ, θα δώσω τα παραπάνω εγώ και την Δευτέρα θέλω να πάω στην μουσική με όργανο» λέω «ξένο ήταν το κλαρίνο, της μουσικής». Αυτός λέει: «Δεν έχω, πάμε στο χωριό, στο σπίτι, θα σου δώσω» λέει «1.000 δραχμές». Ο αστυνόμος λέει: «Αν πάτε» λέει «σίγουρα θα δώσεις;» «Βεβαίως. Το ορκίζομαι» λέει «θα δώσω. Έχω λεφτά». Ο αστυνόμος κάνει, για να με βοηθήσει κι εμένα: «Όχι» λέει «τώρα θα δώσεις» λέει. «Τώρα δεν έχω αστυνόμε». «Θα πας στην Σταυρούπολη, όλο και θα ‘χεις συγγενείς και φίλους, να δανειστείς ένα χιλιάρικο» λέει «να δώσεις το παιδί» λέει «να πάτε μαζί στο χωριό, στην ευχή του Θεού να πάτε». «Ε τώρα ζητιάνος θα γίνω; Θα πάω στο χωριό, στην Σταυρούπολή θα ζητάω χίλιες...» «Όχι, θα μείνεις εσύ εδώ» λέει «στο κρατητήριο» λέει. «Θέλω το χιλιάρικο για τον Ανανία». Τελικά πήρε τηλέφωνο ο αστυνόμος τον νονό μου, ήξερε πως είναι ξαδέρφια, και ήρθε ο νονός μου και εγγυήθηκε πως θα έρθει στο χωριό, θα πληρώσει αυτός απ’ την τσέπη του. Πήγα τελικά στο χωριό, πού να έχει αυτός 1.000 δραχμές να μου δώσει; Ο νονός μου μου έδωσε 1.000 δραχμές. Δευτέρα πρωί πρωί πηγαίνω σε ένα κατάστημα, Καρπενίδης λεγόταν, μουσικά όργανα, παίρνω ένα κλαρίνο εγώ, το αγοράζω, ήταν 1.100, έδωσα και 100 δραχμές εγώ. Πάω στην μουσική την Δευτέρα απόγευμα, βλέπει ο μαέστρος, ο αρχιμουσικός: «Τι είναι αυτό» λέει «το κλαρίνο;» λέει. Εγώ, πονηρός, για να τον ξεγελάσω ήθελα. «Το κλαρίνο» λέω «που είχατε εσείς ήταν μες στα λάδια, τη βρομιά, σκόνη» λέω. «Το καθάρισα» λέω «το περιποιήθηκα, το καθάρισα». «Αυτά τα κόλπα» λέει «νεαρέ, δεν πιάνουν εμένα» λέει «αλλού να τα πας. Αυτό είναι εντελώς από βιτρίνα αγορασμένο». Τελικά είπα την περίπτωση, όλο το ιστορικό. «Ήθελες να μάθεις κλαρίνο για να βγάζεις λεφτά» λέει. «Τα κλαρίνα έχουν και αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα» λέει.
Οπότε έτσι ξεκινήσατε και με τη μουσική.
Με τη μουσική, ναι.
Και αργότερα; Πότε αρχίσατε και πιο επαγγελματικά να παίζετε;
Με το ακορντεόν τελικά… Είχα πολλά όργανα εγώ, και λύρα, αλλά το ακορντεόν ήτανε ένα όργανο που παιζόταν… Ακούγεται και σήμερα ακόμα πλούσιο. Όταν τραγουδάς κιόλα, είναι τα μπάσα, πλήκτρα, σαν ορχήστρα ακούγεται. Κατέληξα στο ακορντεόν, όλα τα άλλα τα παράτησα, κατέληξα στο ακορντεόν. Σε ένα χρόνο περίπου ήμουν έτοιμος να παρουσιάζω προγράμματα, να πάω σε γάμους. Τότε είχαν το έθιμο να στολίζαν την νύφη να πάει, Παρασκευή απόγευμα, προεόρτιο για του γάμου, όταν στολίζαν έπαιζα τραγούδια του γάμου, την επομένη Σάββατο, όταν πηγαίναμε στην εκκλησία το γαμπρό, τη νύφη, τον κουμπάρο, συνοδεύαμε με το ακορντεόν. Μόνο με το ακορντεόν έβγαζα πάρα πολλά λεφτά.
Πολλά λεφτά πρέπει να είχατε βγάλει–
Πολλά λεφτά, ναι. 4 χρόνια τελείωσα τη δημόσια τεχνική σχολή Ξάνθης, ήμουνα στο τμήμα μηχανοτεχνιτών. Πήρα το πτυχίο. Μετά ήρθε η ηλικία να πάω φαντάρος. Να πω και λίγα λόγια για τη ζωή στον στρατό. Πήγα στο κέντρο Τριπόλεως 3 μήνες. Όλα τρίμηνα ήταν, [00:15:00]ένα μυστήριο πράμα. 3 μήνες στο κέντρο Τριπόλεως, ήμουν υποψήφιος λοχίας, ναι. Μετά 3 μήνες ήρθα στην Καβάλα, στα ΛΥΒ Καβάλας, πήγαινα Λοχίας. Μετά 3 μήνες κέντρο εκπαίδευσης στην Δράμα, στο 519 Τάγμα Πεζικού. Πήγα εκεί πέρα άλλους 3 μήνες, ήμουν εκπαιδευτής εκεί πέρα, Λοχίας. Μετά από κει πήγα 3 μήνες στο Κιλκίς, στο 504 τάγμα πεζικού, στο Κιλκίς. Μετά από κει πήρα μετάθεση στα Γιάννενα, πιο ψηλά, ναι, στους Φιλιάτες Ιωαννίνων. Εκεί πήγα στο 628 Τάγμα Πεζικού. Ο διοικητής ήταν φιλόμουσος, πολύ φιλόμουσος: «Ποιοι ξέρουν να παίζουν όργανα;» Σηκώνω και εγώ. «Τι όργανα παίζεις;» «Ακορντεόν και κλαρίνο». «Ακορντεόν έχουμε. Κλαρίνο». Λέω: «Κύριε διοικητά, δεν ξέρω καλά να παίζω κλαρίνο». «Ξέρεις, λοχία» λέει «ξέρεις εσύ» λέει. «Δεν ξέρω καλά. 2-3 τραγούδια, και έχω και ιστορικό» λέω «μου σπάσανε ένα όργανο» λέω. «Εντάξει, δεύτερο ακορντεόν». Ήμουν και Λοχίας εκεί πέρα και κάθε Σαββατοκύριακο, πολύ ωραία περάσαμε εκεί πέρα, κάθε Σαββατοκύριακο με ένα Ρέο στρατιωτικό αυτοκίνητο έμπαινε η ορχήστρα. Ήμουν επικεφαλής της ορχήστρας. Γυρνούσαμε όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της Ηπείρου. Σαββατοκύριακο πηγαίναμε εκεί πέρα στην πλατεία, παίζαμε διάφορα τραγούδια, περισσότερο ηπειρώτικα, τρώγαμε πίναμε, γλεντούσαμε και γυρνούσαμε. Αυτά γίναν στο στρατό.
Μετά τον στρατό ήρθατε, στην Καβάλα πότε ήρθατε;
Μετά το στρατό, όταν απολύθηκα, ήρθα και πήγα στην σχολή εργοδηγών Καβάλας. Μετά το στρατό πήγα σχολή εργοδηγών Καβάλας. Η Ξάνθη τέτοια σχολή εργοδηγών δεν είχε. Τελείωσα και την σχολή εργοδηγών, το τμήμα ηλεκτρολόγων. Πήρα πτυχίο ηλεκτρολόγου, πήγα στην γενέτειρά μου την Ξάνθη, στη ΔΕΗ, έπιασα δουλειά στη ΔΕΗ, αλλά ήμουν συμβασιούχος, δεν ήμουν μόνιμος υπάλληλος. Συμβασιούχος. Ένα χρόνο δούλεψα στη ΔΕΗ. Μετά, εκείνα τα χρόνια ο αδερφός μου ο μεγάλος ήταν Αρχιλοχίας στρατιωτικός μόνιμος, εδώ στην Καβάλα, στον 11ο Λόχο Επισκευών. Με παίρνει τηλέφωνο: «Αδερφέ, θα πάρουν πολιτικό προσωπικό εδώ στον στρατό, παράτα την ΔΕΗ και έλα, θα είμαστε και μαζί, θα έχει και εξέλιξη». Λέω: «Αφού είμαι στην ΔΕΗ». «Και εδώ ζητάνε ηλεκτρολόγο. Έλα, έλα». Επέμενε ο αδερφός μου και ήρθα τελικά εδώ, στον 11ο ΕΛΕ. Μετά λέγεται 11ο Τάγμα Τεχνικού, όπου βγήκα στην σύνταξη. 32 χρόνια ήμουν στο στρατόπεδο Ασημακόπουλου εκεί πέρα, εκεί ήταν η έδρα μου. Ο μοναδικός ηλεκτρολόγος στην 11η Μεραρχία. Πήγαινα τακτικά για δουλειές, Νευροκόπι, Παρανέστι, Ελευθερούπολη, Δράμα, όλα αυτά υπάγονται στην 11η Μεραρχία της Καβάλας, εδώ ήτανε η ηγεσία, ο μοναδικός πολίτης μόνιμος υπάλληλος ηλεκτρολόγος, μέχρι τα οχυρά του Μεταξά πήγαινα έκανα συντήρηση. 32 χρόνια βγήκα σύνταξη από εδώ πέρα.
Ωραία. Πάμε πάλι ξανά πίσω. Να πάμε πάλι στην ιδιότητά σας ως ταχυδακτυλουργός.
Ναι, ναι.
Είπατε ότι τον πρώτο ταχυδακτυλουργό τον είδατε στην ηλικία των 14 ετών. Τότε πώς; Άλλοι ερχόντουσαν εκεί στο χωριό ή στην Ξάνθη; Πώς ερχόντουσαν οι ταχυδακτυλουργοί; Βλέπατε;
Κανείς δεν υπήρχε τότε. Μόνο στην Ξάνθη ήταν ένας, ο Γάτος, ψευδώνυμο, Θανάσης το κανονικό, πέθανε. Αυτός κάθε Σάββατο στο παζάρι. Το παζάρι της Ξάνθης είναι ξακουστό μέχρι και σήμερα. Σε μια γωνιά έστηνε μια σκηνή με τρεις δραχμές εισιτήριο, μπαίνανε μέσα στην σκηνή. Κόβαν–
Αυτός τι κόλπα έκανε εκεί;
Διάφορα έφτιανε.
Τι σας έκανε εντύπωση;
Θυμάμαι έφτιανε την κοπέλα που την κοίμιζε σε ένα φέρετρο, στο τραπέζι απάνω και σηκώνονταν απάνω.
Είχε βοηθό μαζί;
Αλλά τώρα όλα γνωστά είναι, πώς γινότανε. Αλλά τότε, τότε τον εθαύμαζε ο κόσμος. Η κοπέλα στο φέρετρο, όλο το φέρετρο σηκωνότανε πάνω, ένα ενάμισι μέτρο ψηλά στον αέρα. Τι πράγμα ήτανε; Από άλλο πλανήτη ήταν αυτός ο άνθρωπος; Τον θαύμαζα.
Εσείς τον προσεγγίσατε αυτόν; Μιλήσατε μαζί του;
Πάρα πολύ εντυπωσιάστηκα. Πάρα πολύ μ’ άρεσαν. Και όταν μετέπειτα ο αδερφός μου, ο αδερφός μου ο μεγάλος, ήτανε στην Αθήνα, έφερε ένα βαλιτσάκι με τρικ, απλά νουμεράκια, και σήμερα πουλάνε τέτοια. Εκεί ήταν το πρώτο ερέθισμα. Κλεινόμουν στο σπίτι, έπιανα, έπιανα συνέχεια. Τώρα ειδικά, έπειτα από τόσα χρόνια, ό,τι κάνω, όλα είναι αυτοσχέδια νουμεράκια. Νούμερα που τα κάνω. Που δεν τα κάνουν άλλοι.
Τότε υπήρχανε σχολές; Για ταχυδακτυλουργούς;
Όχι. Σχολή επίσημη μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει. Ο κάθε ταχυδακτυλουργός αν έχει κανένα παιδί παίρνει σαν μόνιμο βοηθό το παιδί του ή τον ανιψιό του. Από χέρι σε χέρι πάει. Επίσημη σχολή δεν υπάρχει μέχρι σήμερα–
Οπότε εσείς, πόσο δύσκολο ήτανε; Πού τα βρίσκατε αυτά τα κόλπα;
Και ένα επάγγελμα που κάνει ο καθένας δεν θέλει να πει τα μυστικά. Οποιονδήποτε. Τώρα βγαίνω έξω, με παρακαλάνε, παιδιά μικρά και μεγάλα: «Δείξε μας, δείξε μας».[00:20:00] Άμα το δείξω το νουμεράκι πώς γίνεται, πρώτα από όλα αυτός, από θαυμασμό θα το πει σε όλο τον κόσμο, θα το διαδώσει. Σαν να προδίδουμε το επάγγελμά μας. Εκείνο το νουμεράκι που το εξήγησα δεν μπορώ να το κάνω επίσημα πλέον. Αφού το ξέρουν. Για αυτό λέω είμαστε θαυματοποιοί. Θαυματοποιός θα πει να κάνεις κάτι που να μην το καταλαβαίνει ο άλλος πώς γίνεται, για να σε θαυμάσει, άμα το ξέρει, δεν θα σε θαυμάσει.
Χάνεται και όλο το μυστήριο.
Ναι, ναι.
Εσείς τότε που κάνατε, είπατε κλεινόσασταν σε ένα δωμάτιο.
Ναι, συνέχεια εξάσκηση. Πάρα πολύ.
Πώς; Έτσι; Από μόνος σας δηλαδή τα βρίσκατε τα κόλπα;
Μουσική, ακορντεόν και αυτά.
Τα ταχυδακτυλουργικά πώς τα εμπνεόσασταν;
Μια παροιμία λέει Το αγώι ξυπνά τον αγωγιάτη. Άμα ξεκινήσεις μια φορά απ’ τα απλά και σου αρέσει και συνεχίζεις, συνέχεια, όλο και κάτι. Την άλλη μέρα κάνω κάτι άλλο, την άλλη μέρα κάτι άλλο. Ή και το ίδιο νούμερο, όσες περισσότερες το κάνεις, όση εμπειρία αποκτάς, το κάνεις πιο ωραία. Ένα νουμεράκι, ένα συγκεκριμένο, αν παρουσιαστούν δέκα ταχυδακτυλουργοί και κάνουν το ίδιο νουμεράκι στον κάθε ένα, θα θαυμάσεις περισσότερο. Λιγότερο ή περισσότερο. Είναι η δεξιοτεχνία και εμπειρία, η μαεστρία. Τι λόγια θα πεις, πώς θα είναι η κίνηση των δακτύλων.
Εσείς θυμάστε ποιο ήταν το πρώτο που κάνατε το δικό σας; Το αυτοσχέδιο δικό σας νουμεράκι, όταν ήσασταν μικρός.
Με τα ξυραφάκια. Με τα ξυραφάκια ήμουν ο μοναδικός στην Ελλάδα που πήρε και το πρώτο βραβείο απ’ την εκπομπή «Να η Ευκαιρία», πριν 42 χρόνια. Τότε δεν υπήρχαν τα ιδιωτικά κανάλια, μόνο ΕΡΤ1, ΕΡΤ2, και η ΥΕΝΕΔ, στρατιωτικό κανάλι, ναι. Πήγα στην εκπομπή «Να Η Ευκαιρία», ήταν πενταμελή επιτροπή, η Σώκου, η Ντάριο, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Κατσαρός και ο Γρηγορίου. Όλοι βάλανε «Άριστα» 10. Είχα φάει 35 ξυραφάκια Gillette, εκείνα που ξυριζόμασταν, ναι, και μετά 2 μέτρα κλωστή και έπαιζε και μια μουσική, τα είχα ηχογραφήσει εγώ. Ακουγόταν η μουσική, όταν έτρωγα τα 5 ξυραφάκια: «Ανανία, πρόσεχε μην κοπείς και πάλι θα μας χρειαστείς» ακουγόνταν η φωνή. Χειροκροτήματα. Θυμάμαι καλά η επιτροπή και οι 5, άμα σου πω, με ανοιχτό στόμα βλέπανε, με ανοιχτό στόμα με κοιτάζαν. Όταν έφαγα καμιά 18-20 ξυραφάκια, κάτι άλλα έλεγε: «Γεια σου χρυσοδάκτυλε ταχυδακτυλουργέ Ανανία, εσύ που χαρίζεις το γέλιο και τη χαρά σε όλη τη κοινωνία». Τελείωσε το νουμεράκι και όλοι δεκάρια βάλαν, δεκάρια, άριστα. Στην Ελλάδα τώρα, να πάρεις τέτοιο βραβείο, πανελλήνια... Ναι. Όταν έφευγα, στα παρασκήνια λέω: «Εγώ» λέω «παίζω και ακορντεόν». «Και δεν μας το 'πες αυτό;» λέει. «Να κάνεις μια αίτηση» λέει «και να φύγεις στην Ξάνθη, θα σε ειδοποιήσουμε σύντομα να 'ρθεις και να εμφανιστείς για δεύτερη φορά». Θυμάμαι, σε ένα χρόνο μέσα με κάλεσαν, δηλαδή σε ένα χρόνο μέσα πήρα δύο πρώτα βραβεία, ένα ως ταχυδακτυλουργός και ένα ως μουσικός. Με το ακορντεόν είχα παίξει ένα θρακιώτικο τραγούδι Δω στα λια- κι αμάν αμάν. Σε λίγο θα το παίξω κιόλα, ναι. Είχα πάρει δύο βραβεία.
Τέλεια. Όταν ξεκινήσατε, που ήσασταν στο δωμάτιό σας και κάνατε τα πρώτα σας σχέδια, τα πρώτα σας κόλπα–
Απλά ήτανε, απλά, απλά. Με τα μαντίλια–
Σε ποιους τα δείχνατε; Ποιο ήταν το πρώτο σας κοινό;
Στην Ξάνθη, όταν ήμουν σε μικρή ηλικία, καλούσα, καλούσα παιδιά από την γειτονιά. Όταν γινόταν ονομασία, όταν κάποιος γιόρταζε, μας καλούσε εκεί πέρα. Εγώ πήγαινα σαν επισκέπτης και σαν ταχυδακτυλουργός. Έπαιρνα ένα μικρό βαλιτσάκι, εκεί εξελίχθηκα πολύ. Και κάτι άλλο–
Τι σας λέγανε; Είχανε εντυπωσιαστεί;
35 χρόνια είχα μια ορχήστρα. Όταν έπαιζα καμιά 5 χρόνια μόνος μου ακορντεόν, σε πανηγύρια, σκέφτηκα μετά να κάνω μια ορχήστρα να βγάλουμε και περισσότερα να είμαστε και πιο επώνυμοι και πιο ξακουστοί. Για 35 χρόνια είχα μια πενταμελή λαϊκή ορχήστρα. Όπου γινόταν γάμος, πανηγύρι, αρραβώνες, δεξιώσεις, χοροεσπερίδες, οι πρώτοι. Τα ηχεία γράφανε «Μουσικό συγκρότημα Ανανίας».
Και αυτό το συγκρότημα πώς ήτανε; Τι όργανα είχατε;
Βιολί, μπάσο, κιθάρα, ντραμς, μπουζούκι και κρουστά. Τζαζ. Εγώ τα πρώτα χρόνια έπαιζα αρμόνιο, μετά πήραμε αρμονίστα για να είμαστε 5, και εγώ έπαιζα μπάσο και κιθάρα. Έβγαζα περισσότερα χρήματα, παρά που ήμουν μόνιμος υπάλληλος εδώ στον στρατό. Σαββατοκύριακα ξενυχτούσαμε, και μάλιστα δουλειά πολλή. Γλεντούσανε πολύ εκείνα τα χρόνια. Και γάμους, και ο γάμος, χαράματα τελείωνε ο γάμος. Ερχόμουνα πρωί πρωί στη δουλειά. Δεν προλάβαινα να έρθω εδώ στο σπίτι να αλλάξω, τα ρούχα της δουλειάς τα ‘παιρνα μες στο αμάξι. Κατευθείαν πήγαινα στη δουλειά και ο καημένος νύσταζα. Είχα και μαθητές,[00:25:00] στην δουλειά μου είχα μαθητευόμενα παιδιά. Αυτά τα παιδιά πηγαίναν στον «Πυθαγόρα» και –νυχτερινή ο «Πυθαγόρας»– την ημέρα ερχόταν στο στρατό για εξάσκηση, πληρωνόνταν κιόλα, τρώγανε και εκεί στο στρατό. Είχα και πολλούς μαθητευόμενους, έβλεπαν που νυστάζω: «Μάστορα, σήμερα νυστάζεις;». Λέω: «Παιδιά μου» λέω «όλη νύχτα παίζαμε Σάββατο και δύο νύχτες έχω να κοιμηθώ».
Τότε πού παίζατε; Εδώ στην περιοχή ή πηγαίνατε και–
Ξάνθη. Περισσότερο στην Ξάνθη, αλλά παίζαμε παντού. Και στα χωριά της Καβάλας, μέχρι απάνω στο Σουφλί, Ορεστιάδα, ήμασταν πολύ ξακουστοί, δώσαμε πολύ καλό όνομα από την αρχή στα 35 χρόνια.
35 χρόνια, πάρα πολλά χρόνια–
Το ‘74, εγώ επειδή ήμουν πτυχιούχος της σχολής εργοδηγών, τότε με την επιστράτευση, δόθηκε μια εντολή ότι όσοι τελειώσουν σχολή εργοδηγών μπορεί να είναι εκπαιδευτές στην ίδια, στον «Πυθαγόρα», και έκανα και 2 χρόνια ως εκπαιδευτής καθηγητής, πρακτικές ασκήσεις στον «Πυθαγόρα». Εκεί ήταν ακόμα χειρότερα. Την Δευτέρα, ενώ παίζαμε σε γάμο, ξενυχτούσαμε, πήγαινα στη δουλειά κατευθείαν, δεν μπορούσα να κοιμηθώ στη δουλειά, και μόλις σχολούσα απ’ τη δουλειά απόγευμα ήμουνα στον «Πυθαγόρα», πήγαινα απόγευμα. Σκέψου τώρα, 24 ώρες να μην κοιμηθείς και να δουλεύεις συνέχεια;
Δύσκολο–
Πολύ δύσκολα, πέρασα πού δύσκολα χρόνια. Αλλά και ευχάριστα. Άντεχα, αντέχαμε.
Με τα ταχυδακτυλουργικά πάλι, τότε πώς αρχίσατε; Πού κάνατε τις παραστάσεις;
Τις πρώτες παραστάσεις είπαμε, η γειτονιά. Μετά, λίγο, όταν εξελίχθηκα, πήρα ένα αυτοκίνητο, έβαλα και μια κόρνα πάνω, ένα μεγάφωνο, μικρόφωνο μέσα, γυρνούσα τα χωριά της Ξάνθης. 2 μέρες νωρίτερα έβαζα μια αφίσα στην πλατεία του χωριού, έβαζα μια μεγάλη αφίσα «Την τάδε μέρα θα παρουσιαστεί ο Ανανίας –έβαζα και παχιά λόγια– ο μεγαλύτερος ταχυδακτυλουργός στον πλανήτη Γη, ο Ανανίας ο ταχυδακτυλουργός ο ινδοφακίρης». Έμπαινα μες στο αμάξι, την ημέρα που ήταν να παρουσιαστώ, από νωρίς 2 ώρες νωρίτερα, έκανα μια γύρα με το μεγάφωνο, ήταν καλά: «Ελάτε να δείτε τον Ανανία τον ταχυδακτυλουργό, φέρτε χαρτοπετσέτες θα τα πάρετε χρήματα, λεφτά». Είχα κι έναν πιτσιρικά, αυτός – πηγαίναμε στο πιο μεγάλο καφενείο του χωριού, το νοίκιαζα το καφενείο για δυο ώρες, έπαιρνε κι αυτός ποσοστά. Έλεγα: «Αν πάρω 100 δραχμές, οι 10 δικές σου». Δεχότανε. Θα ‘βλεπαν και παραστάσεις, γέμιζε και το καφενείο από κόσμο. Όλο και θα έπαιρναν κανένα καφέ, ναι. Πήγαινα στα καφενεία, έβαζα την αφίσα, ο μικρός έκοβε, είχα κουπονάκια μικρά, εισιτήριο έκοβε. Εκεί εξελίχθηκα πολύ, στα χωριά. Τότε ήταν και στα μεγάλα χωριά υπήρχαν κινηματογράφοι. Έρχομαι στην Καβάλα, μετά από την Ξάνθη έρχομαι στην Καβάλα. Παντρεύτηκα και τα πρώτα χρόνια πήγαινα στην Πέραμο, στο Ελαιοχώρι, μεγάλοι κινηματογράφοι, γέμιζε ο κινηματογράφος από κόσμο. Έλεγα: «Είμαι επαγγελματίας ταχυδακτυλουργός, απόψε δεν θα προβάλεις έργο». Κάθε μέρα παίζαν διάφορα, έργα, ελληνικά έργα. Θα το νοικιάσω εγώ, ό,τι είναι θα σε πληρώσω». Ο κινηματογράφος γέμιζε, έκανα μια γύρα, με το μεγάφωνο και ο κάθε κινηματογράφος είχε μεγάφωνα μεγάλα, έμπαινα εκεί μέσα και έπαιζα και ακορντεόν. «Ελάτε να ακούσετε τον μουσικό τον Ανανία, παραδοσιακά τραγούδια. Τον ταχυδακτυλουργό μεγάλο. Προσέχετε» λέω «να μην έχετε λεφτά στην τσέπη γιατί θα εξαφανιστούν. Αντιθέτως θα γεμίσουν οι τσέπες με λεφτά», γέμιζε ο κινηματογράφος.
Τότε δεν υπήρχαν και τηλεοράσεις, και όλα αυτά, οπότε εσείς φαντάζομαι, ειδικά για τα χωριά, πρέπει να σας περιμένανε πώς και πώς.
Με αγωνία, ναι. Στα χωριά όλοι γεμίζαν. Άδειαζαν τα σπίτια. Τα καλοκαίρια υπαίθρια στην πλατεία έβγαινα.
Και τότε πόσο διαρκούσε μια παράστασή σας; Πόση ώρα;
Μια ώρα και ένα τέταρτο. Ανά 20 λεπτά έπαιζα και 2-3 τραγούδια με ακορντεόν, να φανεί και εκεί.
Θυμάστε κάποιες ιστορίες; Κάποιο απρόοπτο που να έγινε σε κάποια… Κάποια ιστορία έτσι που να σας έμεινε;
Σε όλα τα χωριά άφηνα τις καλύτερες εντυπώσεις.
Κάποιο αστείο έτσι που να ‘γινε; Κάποιο σκηνικό; Θυμάστε κάποια ιστορία;
Ιδιαίτερα όχι.
Αυτό; Κάνατε πάλι εδώ στη περιοχή;
Περισσότερο στα χωριά της Ξάνθης. Εφόσον έμεινα στα χωριά της Ξάνθης τότε. Μετά που ήρθα εδώ πέρα, άρχισα στα χωριά της Καβάλας. Όπως είπαμε, Ελαιοχώρι, Πέραμο. Στα ορεινά χωριά ακόμα περισσότερο ερχόντανε εκεί... Τα μεγάλα χωριά ερχόντανε κινηματογραφικά έργα, παίζανε, ήτανε πιο κοντά σε… Δήθεν πιο εξελιγμένα. Στα ορεινά χωριά, σπίτι λουκέτο βάζανε, όλα τα σπίτια ήταν κλειστά, την ώρα της παραστάσεως όλα τα σπίτια ήταν κλειστά.
Όλοι ερχόντουσαν να δούνε.
Στη Λεκάνη, θυμάμαι, είχα πάει και με φιλοξενούσαν, ήταν να φύγω. Είχα αυτοκίνητο αγορασμένο, με το μεγάφωνο. Απόψε φιλόξενοι άνθρωποι, στη Λεκάνη «Δεν θα πας πουθενά,[00:30:00] όλα τα σπίτια του χωριού είναι δικά σου, διαλέγεις σε όποιο σπίτι θέλεις να πας», με φιλοξενούσαν στα χωριά. Και Λεκάνη, Πλαταμώνα…
Και όλα αυτά τα χρόνια βγάζατε και καινούργια κόλπα;
Ναι, ναι. Συνέχεια. Κάθε μέρα έκανα και πρόβες στο σπίτι, έκανα καινούργια νουμεράκια. Δηλαδή κάθε μέρα που περνούσε έκανα και πρόσθετα και κάτι στο πρόγραμμα, να ανανεώνεται. Ήδη αυτά που κάνω, να τα κάνω πιο καλύτερα–
Να το τελειοποιήσετε–
Τι λόγια να πω, ναι, να ‘ναι πιο καλύτερα, ναι, ναι–
Τι χρειάζεται για να γίνει κάποιος ένας καλός ταχυδακτυλουργός; Τι είναι αυτό που…;
Η εμπειρία παίζει πολύ ρόλο και τα λόγια που θα πεις. Η προσοχή για να βρεις τα μάτια του θεατή, να αποσπάς την όραση αυτουνού, τα μάτια να κοροϊδεύεις, ενώ τα χέρια να κάνουν άλλη δουλειά–
Να τον παραπλανείς κάπως;
Φαινόταν πως έτρωγα μια λάμπα, πως δούλευα τα δάχτυλα. Φάνηκε ότι έτρωγα, ενώ δεν τρώγεται η λάμπα. Αλλά ο άλλος νόμιζε ότι έφαγα. Παίρνει μαχαίρι. Αυτό είναι κουτάλι, θα ρίξω και λίγο σιρόπι και θα το φάω. «Η κοιλιά μου πονάει, αμάν αμάν. Τι ήθελα και το ‘φαγα. Νόστιμο το άτιμο στη γεύση, δυσκολοχώνευτο. Λες και βγαίνει απ’ την κοιλιά. Εσύ είσαι κάμεραμαν;»
Κάμεραμαν.
«Βασίλη σε λένε; Να αλλάξεις κουρέα. Αυτή την τρίχα που βλέπω στα μαλλιά σου, ο προκομμένος ο κουρέας σου ξέχασε να την κόψει. Δεν την βλέπεις, θα την δεις τώρα. Θα σε βοηθήσω με το κουτάλι, πάνω κάτω, πάνω κάτω, πάνω κάτω. Ε τώρα, με τρίχες θα ασχολούμαι εγώ τώρα; Εγώ είμαι καλλιτέχνης, φυσάω μια φορά, Βασίλη μου, κουταλάκι; Σε μιλάω δεν μ’ ακούς; Αλήθεια σε μιλάω. Ο κύριος Βασίλης, κάμεραμαν, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, έκανε φου. Σε παρακαλώ, χωρίς τρίχα, κάνε το ίδιο κόλπο. Όταν θα λέω: “Σήκω”, θα σηκώνεσαι, και όταν λέω "κατέβα", θα κατεβαίνεις. Είσαι έτοιμος; Σήκω πάνω. Σηκώνεται, ρε Βασίλη, κατεβαίνει χωρίς τρίχα. Σηκώνεται, κατεβαίνει, σηκώνεται, ε αλλού το πας το σηκώνεται, ντροπή, ρε Βασίλη! Ανήλικα παιδιά περνάν το δρόμο». Α στο καλό Βασίλη…»
Ωραία. Αυτό είναι ένα κόλπο τώρα, δεν φάνηκε, αλλά μετά θα το κάνουμε με κάμερα, να το δει και ο κόσμος. Αλλά εγώ σας θυμάμαι, κύριε Ανανία–
Αυτό το νουμεράκι δεν το κάνει άλλος. Υπάρχουν χιλιάδες ταχυδακτυλουργοί στην Ελλάδα, στο εξωτερικό, σε άλλες χώρες, αυτό δικό μου είναι και τα αλλά τώρα που θα δεις δικά μου είναι–
Εσείς τα έχετε εφεύρει, εσείς τα παρουσιάζετε;
Κάθομαι τώρα να κοιμηθώ, 2 ώρες αφιερώνω… Δεν με πιάνει ύπνος. Σκέφτομαι και λέω: «Τι άλλο να κάνω;»
Πόσα; Έχετε μετρήσει; Πόσα είναι τα δικά σας τα κόλπα;
Ατέλειωτα. Τώρα όπως είμαι, κατεβαίνω στην παραλία στη βόλτα, είμαι σε θέση να παρουσιάσω μία ώρα πρόγραμμα, χωρίς να έχω σύνεργα μαζί μου, τίποτα, έτσι. Μπορώ να κάνω νούμερα της τσέπης, στο πεζοδρόμιο που λέμε, ναι. Στην Αθήνα άλλοι επαγγελματίες, άμα τους δεις στο δρόμο και τους πεις: «Κάνε κανένα κολπάκι», είναι ανίκανοι να, δεν το κάνουνε. Πρέπει να έχουν τα μπαούλα, την παρτενέρ, τους βοηθούς, σπαθιά, που είναι αυτά ειδικά κατασκευασμένα όλα τα μπαούλα αυτά–
Πάνω σε αυτό που λέτε–
Καμιά φορά στην Αθήνα κάνουμε σεμινάριο. Μαζευόμαστε όλοι οι συνάδελφοι ταχυδακτυλουργοί. Έχω και μια φωτογραφία, θα σου δείξω τώρα όλοι οι ταχυδακτυλουργοί και τρέχουν από πίσω μου. Οι ίδιοι οι συνάδελφοι. Εγώ θαυμάζω αυτά που κάνουνε αυτοί, βέβαια, τα κάνουν πολύ ωραία. Αυτά σε θέατρο. Αυτοί θαυμάζουν εμένα που τα κάνω στον δρόμο. Νούμερα τσέπης–
Ωραία, και έτσι γίνεται μια συγκέντρωση;
Ναι, ναι. Κάνουν τακτικά στην Αθήνα, μαζευόμαστε. Μια χρονιά ήρθαν κι εδώ στην Καβάλα. Θα σου δείξω τώρα, μετά, μια φωτογραφία. Μαζεύτηκαν, ήρθαν να με δουν εδώ στην έδρα μου, εμένα. Πήγα ήπιαμε καφέ, τους τρέλανα εδώ πέρα με, με κάτι αυτοσχέδια νουμεράκια δικά μου. Πού; Ιδέα δεν έχουν.
Εγώ πάντως σας θυμάμαι στην Καβάλα–
Τους πείραζα κιόλα. «Εσείς» λέω «συνάδελφοι, είστε απ’ τη γη, εγώ ήρθα από άλλο πλανήτη» λέω. «Εμείς είμαστε πιο προχωρημένοι ταχυδακτυλουργοί, σ’ άλλα αστέρια» λέω, γελάνε.
Θυμάμαι ότι ερχόσασταν και στα σχολεία και κάνατε κόλπα, σε πάρτι γενεθλίων. Ήσασταν πάντα ένας άνθρωπος–
Στο κλείσιμο της σχολικής χρονιάς, πολλοί δάσκαλοι με ήξεραν, από μικρά παιδιά με ξέρουν, και με καλούσαν. Σχεδόν σε όλα τα σχολεία της Καβάλας. Στην Καρβάλη ειδικά, πολλές φορές πήγαινα. Ήταν παπα-δάσκαλος ο πάτερ Κωνσταντίνος, Διευθυντής, με καλούσε συνέχεια. Όταν πηγαίναν εκδρομή κάπου, με καλούσε: «Θα 'ρθεις, θα πάρεις το ακορντεόν και την βαλίτσα με τα νούμερα και να διασκεδάσουν τα παιδιά».
Πάντως αυτό που είπατε πριν, ότι είστε στην παραλία τα βράδια και–
Ναι ναι. Εκεί περνάω τα καλοκαίρια.
Σας βλέπω εκεί, όπως σας είδα και τις προάλλες, είστε πάντα ανοιχτός για να κάνετε κόλπα σε παιδιά και σε παρέες που περνάνε… Αυτό πρέπει να… Σας δίνει χαρά–
Προχθές πέρασε μια γιαγιά [00:35:00]με την εγγονούλα. Η εγγονούλα τι ήταν; 12 χρόνων, Δημοτικό. Και μου είπε, και απόρησα, θαύμασα τον εαυτό μου θαύμασα: «Κύριε Ανανία, όταν ήμουν 12 χρονών ήρθες στα γενέθλιά μου, ήρθες». Σκέψου μια γιαγιά να πει: «Στα γενέθλιά μου…», αυτό με ανεβάζει.
Βέβαια, σας δίνει χαρά αυτό, να κάνετε τα κόλπα…
Ναι, ναι. Ναι, πολλά χρόνια.
Εσείς, πιο πολύ αισθάνεστε ότι είστε μουσικός ή ταχυδακτυλουργός;
Ταχυδακτυλουργός περισσότερο...
Πιο πολύ ταχυδακτυλουργός.
Ναι, ναι. Ως μουσικός, δεν μου δίνεται ευκαιρία πολύ. Δεν γίνεται να βγεις στην παραλία να έχεις ακορντεόν να παίζεις… Ενώ τα μαγικά κόλπα, ανά πάσα στιγμή, ναι. Ζητάνε τα παιδιά… Και λένε: «Κάνε». Μικροί, μεγάλοι: «Κάνε». Χατίρια δεν χαλάω, κάνω. Και για μένα είναι και ένας τρόπος εξάσκησης. Το ίδιο νουμεράκι, όσο περισσότερο το κάνεις τόσο καλύτερα το δουλεύεις, πιο καλύτερα δηλαδή.
Τώρα, τα νέα παιδιά...
Όλα είναι στα κινητά τους, μικροί μεγάλοι. Αφού έχω εγγόνια, και το ‘χω παράπονο. Να μη μάθουν αυτά που κάνω εγώ–
Δεν έχει έρθει κάποιο παιδί να σας πει: «Ξέρετε, να μου μάθετε την τέχνη;»
Έλεγα στα εγγόνια μου, έχω 6 εγγονάκια–
Να σας ζήσουνε–
Ναι, ευχαριστώ. Όταν ήταν πολύ μικρά τα εγγόνια μου τους έλεγα το μυστικό, πως φτιάχνονταν, απορούσαν, τα ‘βλέπαν, τα θαυμάζαν… Τώρα, αφού σήμερα είναι με τα κινητά τους, μάθαν και το μυστικό. Άμα το μάθεις το μυστικό, δεν τους εντυπωσιάζει, σου λέει: «Το ξέρουμε». Τα παιδιά, επειδή ήταν εγγόνια μου, τα ‘λεγα. Δεν μπορούσες να τα αποκρύψεις, τα μάθαινες.
Στην πόλη υπάρχει κάποιος άλλος; Δεν υπάρχει κάτι άλλο ε;
Όχι. Είναι ένας στο Φάληρο, άνοιξε ένα μαγαζί, τώρα έκανε ξεκίνημα, Γιώργος. Και αυτό, από μικρός, είναι από την Θάσο, του έδειξα μερικά νουμεράκια. Τώρα άρχισε καλά, καλά, καλούτσικος. Άνοιξε και ωραίο μαγαζί, στο Φάληρο, εκεί πέρα.
Τα παιδιά τώρα, είναι συνέχεια όπως είπατε και εσείς, στα κινητά. Βλέπουνε βίντεο, μπορούν να δουν τα πάντα. Εντυπωσιάζονται πλέον με εσάς ή τους είναι αδιάφορο;
Όλα. Τα πάντα βλέπουνε. Τα δείχνει κιόλα. Άμα ψάξεις ταχυδακτυλουργοί Ελλάδος ή και εσύ τώρα, άμα πληκτρολογήσεις εδώ πέρα, ταχυδακτυλουργός δείχνει ένα σωρό που πήγαινα από πάρτι, συλλόγους.
Θέλω να πω, τώρα που τα παιδιά τα βλέπουν όλα, εντυπωσιάζονται τόσο με τα κόλπα σας; Ή πλέον είναι πιο πολύ ότι: «Ξέρεις; Το ‘χω δει εγώ αυτό». Ενώ παλιότερα, όπως είπαμε, ερχότανε ο ταχυδακτυλουργός στο χωριό, μια φορά το εξάμηνο.
Άλλο να το δεις στην τηλεόραση και άλλο ζωντανά, εντυπωσιάζονται. Τους αρέσει περισσότερο από κοντά, να παίζει ζωντανά. Ναι, ναι, ναι, είναι περιζήτητα. Τα ζητάνε. Και αυτοί που έχουνε και… Πριν 11 χρόνια είχα πάει στην εκπομπή «Ελλάδα έχεις ταλέντο», τώρα με ξανακαλέσανε. «Ελλάδα έχεις ταλέντο», ναι, ναι. Και εκεί είχα πάρει το πρώτο βραβείο. Είχα φάει ένα πάκο βαμβάκι και τι δεν έβγαζα από τη κοιλιά; Κορδέλες, κόκκινες, κίτρινες, πράσινες. Μέτρα… Δεκάδες μέτρα.
Τους εντυπωσιάσατε…
Ναι, ναι. Τώρα ξανά με καλέσανε. Τώρα θα παρουσιάσω, το ιπτάμενο τραπεζάκι. Ένα τραπέζι πάνω μ' ένα μπουκάλι, θα το κάνω, θα το δεις. Πετάει, ανεξήγητα πράγματα.
Γίνονται κάποιοι διαγωνισμοί μεταξύ ταχυδακτυλουργών; Στην Ελλάδα υπάρχουν δηλαδή...
Καλοί. Καλοί. Άλλοι είναι επαγγελματίες, αυτή είναι η δουλειά τους.
Εσείς; Δεν είναι δουλειά σας…
Εγώ χίλιες δουλειές. Με τη μουσική, δούλεψα ηλεκτρολόγος και με την ιεροψαλτική. Κάθε πρωί και βράδυ πάω στις εκκλησίες, ψέλνω–
Είστε και καλλίφωνος;
Καλά, αρκετά καλά.
Ωραία. Τώρα δηλαδή για πείτε μας, τώρα η ζωή σας πως είναι εδώ στην Καβάλα;
Έχω 24 χρόνια συνταξιούχος. Καλά είναι, με το καβαλιώτικο κοινό, με αγαπήσανε, τους αγαπώ. Περνάω πολύ ευχάριστα, τις ώρες.
Και είστε συνέχεια έξω στο… Όποιος θέλει, μπορεί να έρθει να σας δει… Να σας ζητήσει να του κάνετε ένα κολπάκι να χαρεί.
Τώρα, λόγω του κορωνοϊού. Πριν, τακτικά πήγαινα σε γενέθλια, με καλούσανε. «Έχουμε τα γενέθλια του παιδιού μας, ελάτε, ελάτε». Γινόταν εκδηλώσεις σε συλλόγους, πήγαινα. Αυτά τώρα κοπήκανε όλα. Αραιά και πού.
Τώρα ελπίζουμε να τελειώσει αυτό το πράγμα, να επανέλθουμε. Κύριε Ανανία, εγώ σας ευχαριστώ.
Παρακαλώ.
Άμα θέλετε κάτι εσείς συμπληρώσετε, να πείτε, που ξέχασα εγώ να σας ρωτήσω, θέλετε κάτι εσείς να μου πείτε; Κάτι που αφήσαμε ίσως; Υπάρχει;
Στην εκπομπή «Ελλάδα έχεις ταλέντο» είχα κάνει τότε με τα μαντίλια. Άλλο στην εκπομπή εκεί με τα ξυραφάκια, είχα κάνει... Στην επιτροπή «Ελλάδα έχεις ταλέντο» πήρα το πρώτο βραβείο, ήταν τριμελή επιτροπή, ναι. Είχα φάει ένα πάκο βαμβάκι και έβγαζα κορδέλες. Η Μανωλίδου είπε: «Κλωστοϋφαντουργείο έχει στην κοιλιά του αυτός;». [00:40:00]Τώρα με ξαναρωτήσανε…
Και; Καινούργιο κόλπο θα κάνετε;
Ναι, ναι, καινούργιο. Το ιπτάμενο τραπεζάκι είναι. Το έστειλα σε βίντεο, Τώρα, υπάρχει μια περίπτωση να πάω στο κανάλι το δικό μας, να βγάλω ένα βίντεο, να το στείλω, να μην χρειαστεί να πάω στην Αθήνα, αν γίνεται. Αλλά η επιτροπή πρέπει να μιλάει κιόλα, ζωντανά. Τώρα βαριέμαι να κατέβω, είχαν πει 17, 17 με 18, εκεί μέσα. Θα πάω, συνεννοήθηκα με το κανάλι, θα βάλουμε βίντεο, θα πούμε ότι είναι δύσκολη, θα ‘ναι καλά, εντάξει. Τώρα, 9 ώρες στο λεωφορείο, με μάσκα...
Ταλαιπωρία.
Αν δεχτούν, να στείλω βιντεάκι να τελειώσει. Αν και έχω χορτάσει, ας πούμε, τις δόξες. Πολλές φορές παρουσιάστηκα στην τηλεόραση, πολλές φορές. Και στην Βόρειο Ελλάδα μια φορά.
Κάνατε τα μαγικά σας. Σε όλη αυτή τη καριέρα, ποιο είναι το καλύτερό σας; Το καλύτερό σας κόλπο; Τα ξυραφάκια; Ποιο είναι αυτό που σας καθιέρωσε; Που σας ζητάν πάντα, σε κάθε σόου σας;
Με τα ξυραφάκια είναι και επικίνδυνο νούμερο, πολύ, ναι, ναι. Έχω χρόνια να το κάνω. Δεν το κάνω τώρα. Έβγαλα άλλα. Εμένα με εντυπωσιάζουν περισσότερο το ιπτάμενο τραπέζι, κάτι άλλα έκανα, ένα σωρό, όλα αυτοσχέδια.
Οπότε πάμε να δω τα βιντεάκια σας. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Παρακαλώ.