© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Γλυτώνοντας την εκτέλεση: αναμνήσεις από τη μάχη της Κρήτης

Istorima Code
10103
Story URL
Speaker
Βασίλης Παπαδόπουλος (Β.Π.)
Interview Date
02/07/2021
Researcher
Αγγελική Λυγινού (Α.Λ.)

[00:00:00] 

Α.Λ.:

Είναι Παρασκευή 2 Ιουλίου του 2021 και βρισκόμαστε μαζί με τον κύριο Βασίλη Παπαδόπουλο στα Περιβόλια Ρεθύμνου. Είμαι η Αγγελική Λυγινού για το Istorima. Κύριε Βασίλη, σας ακούμε.

Β.Π.:

Ονομάζομαι Βασίλης Παπαδόπουλος. Γεννήθηκα στα Μισίρια 1η Ιανουαρίου 1934 από γονείς που ήρθαν από τη Μικρά Ασία 1922, παντρεύτηκαν εδώ και κατοίκησαν στα Μισίρια, και με πολλούς πρόσφυγες που ήρθαν από τη Μικρά Ασία. Ζούσαμε με μια εξαμελή οικογένεια, πατέρα, μητέρα, γιαγιά, θεία και τον αδερφό μου. Περνούσαμε φτωχικά αλλά ήρεμα. Είχαμε αμπέλια, ελιές, περιβόλια και περνούσαμε καλά, αλλά δυστυχώς ήρθε ο πόλεμος και η μεγάλη καταστροφή της Κρήτης και της Ελλάδος. Από δω αρχίζει η ιστορία του Βασίλη Παπαδοπούλου, από την πρώτη μέρα που ξεκίνησαν οι Γερμανοί να καταλάβουν το Ρέθυμνο... Ήμουν 8 χρόνων όταν ήρθαν τα βομβαρδιστικά από το πέλαγος και άρχισαν να βομβαρδίζουν την περιοχή που είχαν επιλέξει για να ρίξουν τους αλεξιπτωτιστές. Ήταν μία περιοχή 2000 τετραγωνικών ανατολικά των Μισιρίων και μετά έφυγαν. Τότε το χωριό όλο σχεδόν ξεκίνησαν για τα βουνά, για τις σπηλιές, έτσι, παίρνοντας ό,τι μπορούσαν μαζί τους. Αλλά, έμειναν και πολλοί που δεν μπορούσαν να φύγουν. Αυτό συνέβη και με τη δική μου οικογένεια. Πήραμε λίγη τροφή και φύγαμε μακριά απ’ τα σπίτια, πάνω από 600 μέτρα, και κρυφτήκαμε σ’ ένα γεφυράκι που περιμέναμε να βραδιάσει, να φύγουμε και εμείς. Το γεφυράκι είναι ακόμα στην θέση του. Είναι στην είσοδο του «Elizabeth», κάμπινγκ «Elizabeth». Αλλά, δυστυχώς δεν βράδιασε. 15:30 άρχισαν τα αεροπλάνα να ρίχνουν τους αλεξιπτωτιστές και πολλά κιβώτια με πυρομαχικά, τρόφιμα και υγειονομικό υλικό, εφοδιάζοντας τους αλεξιπτωτιστές. Στο σημείο που ήμασταν κρυμμένοι δεν μπορώ να περιγράψω πόσοι αλεξιπτωτιστές μάς κύκλωσαν χωρίς να αντιληφθούν, γιατί είχαμε σκεπάσει το γεφυράκι με ξερά κλαδιά και δεν φαινόταν καθόλου ότι ήταν μέσα άνθρωποι. Στο σημείο που ήμασταν έπεσε ένας αλεξιπτωτιστής πολύ κοντά, περί τα 15 μέτρα. Εγώ από περιέργεια ενός παιδιού έβλεπα τον αλεξιπτωτιστή μέσα από τα καλάμια που είχαμε ρίξει πάνω από το γεφυράκι χωρίς να φαίνομαι. Ο Γερμανός είχε μπλέξει πάνω σε κλαδιά και προσπάθησε να ξεμπλέξει. Αφού τα κατάφερε, έβγαλε από μια τσέπη κάτι και το έβαλε στο στόμα του. Αργότερα μάθαμε ότι όταν έπεφταν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές έπαιρναν αυτό το χάπι για να ξεζαλίζονται και να παίρνουν θάρρος. Το χάπι αυτό ονομαζόταν Pervitin.

Α.Λ.:

Θέλετε να μου περιγράψετε λίγο τον αλεξιπτωτιστή; Το θυμάστε τι φορούσε και…

Β.Π.:

Κοίταξε να δεις, αυτοί ήταν κομπλέ. Είχανε τα πάντα, ήταν κομπλέ. Η στολή του αλεξιπτωτιστή… Τα πάντα φορούσανε. Με το αλεξίπτωτο είχανε μαζί τους πολυβόλα, είχανε χειροβομβίδες, ό,τι φάνηκε αργότερα. Και πέφτανε χωρίς να ανησυχούνε ότι δεν θα βρούνε οπλισμό. Έρχονταν τα αεροπλάνα από πίσω και έριχναν. Το ένα έριχνε τους αλεξιπτωτιστές και το άλλο τα πολεμοφόδια. Και βολεύτηκαν μία χαρά ως τις 18:00 περίπου.

Α.Λ.:

Για το χάπι λέγαμε.

Β.Π.:

Αφού πήρε το χάπι, έρχεται στο σημείο που βρισκόμαστε. Εγώ προσωρινά τον έχασα, αλλά αυτός ήρθε πίσω από κάτι κλαδιά και τότε με πήρε το μάτι του. Και σήκωσέ το πολυβόλο εναντίον μου φωνάζοντας πολύ δυνατά. Με ρώτησε δύο φορές πού English, [00:05:00]πού English. Εγώ δεν φοβήθηκα, γιατί δεν γνώριζα ούτε πολυβόλο ούτε τι θα πει Γερμανός. Τότε φώναξα τους γονείς μου, που βγήκαν από το γεφυράκι, και αφού είδε ο Γερμανός ότι δεν υπάρχει Εγγλέζος μέσα στο γεφυράκι μάς είπε να κρυφτούμε πάλι και έφυγε. Δεν πέρασε μία ώρα και έρχεται ένα αεροπλάνο βομβαρδιστικό, περνώντας πάνω από το γεφυράκι, και πέφτει 50 μέτρα από εμάς και παίρνει φωτιά. Εδώ είδαμε το Χάρο με τα μάτια μας. Λίγο έλειψε να καούμε με τους καπνούς, αλλά το χειρότερο: Ήταν το χωράφι σπαρμένο στάχια και πήρε φωτιά τα σπαρμένα. Ερχότανε προς το μέρος μας η φωτιά. Για καλή μας τύχη σταμάτησε η φωτιά, γιατί το χωράφι ήταν ακαλλιέργητο, που συνέχιζε τα σπαρμένα. Και έτσι σωθήκαμε από τη φωτιά, που σταμάτησε περίπου 10 μέτρα από μας. Εντωμεταξύ, οι αλεξιπτωτιστές συνεχίζουν να πέφτουν και αρχίζουν οι μάχες από συμμάχους που ήταν στην ανατολική…

Α.Λ.:

Ήταν στα σπαρμένα, εκεί πέρα που είχε το χωράφι…

Β.Π.:

Εντωμεταξύ, οι αλεξιπτωτιστές συνεχίζουν να πέφτουν και αρχίζουν οι μάχες από συμμάχους από την ανατολική μεριά του Ρεθύμνου. Αυστραλοί, Εγγλέζοι, Νεοζηλανδοί. Το βράδυ, περίπου 19:00, επιτεθήκαν οι σύμμαχοι έχοντας και δύο μεγάλα άρματα στη διάθεσή τους, αλλά δυστυχώς οι Γερμανοί μέχρι να βραδιάσει είχαν εφοδιαστεί με βαρύ οπλισμό που τους έριχναν τα αεροπλάνα από τον αέρα. Και όχι μόνο αυτό. Έπεσαν στο σημείο που ήταν για αλεξιπτωτιστές δύο μεγάλα αεροπλάνα με βαρύ οπλισμό, για αυτό οι Γερμανοί αντιστάθηκαν και οπισθοχώρησαν οι σύμμαχοι. Την επόμενη μέρα κατεβαίνουν όλες οι επαρχίες, Μυλοπόταμος, Αμάρι, Άγιος Βασίλειος, επαρχία Ρεθύμνου, σχολή χωροφυλακής, Ρεθυμνιώτες πολίτες. Και τότε οι σύμμαχοι και οι πολίτες και οι σύμμαχοι όλα όσα όπλα παλιά είχαν επιτέθηκαν εναντίον των Γερμανών. Οι απώλειες ήταν μεγάλες και από τις δύο πλευρές. Αυτό δεν το περίμεναν οι Γερμανοί. Τα έχασαν βλέποντας το ρεθυμνιώτικο λαό να πολεμά με τόση μανία. Και τότε άρχισαν τα αντίποινα. Αρχίζουν να εκτελούν τους ομήρους που είχαν αιχμαλωτίσει. Από την πρώτη μέρα σκοπός ήταν Γερμανών να αναγκάσουν τους Ρεθυμνιώτες να σταματήσουν να τους πολεμούν. Οι Γερμανοί αρχίζουν ομαδικές εκτελέσεις αμάχων, αιχμαλώτων, άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά. Αυτοί ήταν οι «ναζί ιππότες αλεξιπτωτιστές» του Χίτλερ και του κυρίου Ρίχτερ, όπως τους ονόμασε ο Ρίχτερ. Εγώ είχα την τύχη να γλυτώσω από την τρίτη εκτέλεση των γυναικόπαιδων, αλλά έχασα τη μισή μου οικογένεια: μάνα, γιαγιά και θεία. Τελειώνοντας εύχομαι να μην ξανάρθουν τέτοιες εποχές. Κλείνω με το παρακάτω στιχάκι: «Ποτέ να μην ξεχάσουμε των Γερμανών τα βόλια γιατί εκαταστρέψανε Μισίρια και Περβόλια». Άλλο ένα: «Ποτέ να μην ξανάρθουνε τέτοιες κακές ημέρες γιατί εμείναμε ορφανά άλλα από μάνα και άλλα από πατέρες».

Α.Λ.:

Αυτά, κύριε Βασίλη, τώρα είναι όλα όπως ακριβώς τα θυμάστε.

Β.Π.:

Όπως ακριβώς τα θυμάμαι. Δεν λέω τίποτα… Δηλαδή, λιγότερα είναι κι όχι περισσότερα.

Α.Λ.:

Τώρα εγώ θα σας ρωτήσω πιο συγκεκριμένα κάποια πράγματα.

Β.Π.:

Ναι.

Α.Λ.:

Εσείς πώς αντιληφθήκατε ότι θα σας βομβάρδιζαν οι Γερμανοί; Είχατε κάποια πληροφόρηση; Πώς γίναν τα πράγματα;

Β.Π.:

[00:10:00]Στις 20 του Μάη, για να σου πω την… Γράφει αυτό;

Α.Λ.:

Ναι, ναι, ναι.

Β.Π.:

Στις 20 του Μάη ήρθαν τα βομβαρδιστικά απ’ το πέλαγος και κατευθείαν βομβάρδισαν την περιοχή που είχαν στοχοποιήσει, δηλαδή το μέρος που είχανε βρει για να πέσουν οι αλεξιπτωτιστές, ένα σημείο 2.000 τετραγωνικών μέτρων χωρίς να υπάρχουν σπίτια, ανοιχτή περιοχή. Και έριξαν πολλές βόμβες, οβίδες, πολυβολισμούς και στο δεκάλεπτο μέσα έφυγαν. Οι Γερμανοί δεν μας ειδοποίησαν. Ήρθαν αιφνιδιαστικά και έτσι δεν πήραμε χαμπάρι. Μόλις ήρθανε κρυφτήκαμε όσοι μπορούσαμε, αλλά ευτυχώς ο βομβαρδισμός έγινε από τα Μισίρια, 500 μέτρα πιο μακριά από εκεί που ήταν οι κάτοικοι, απ’ τα Μισίρια.

Α.Λ.:

Αυτό πώς έγινε;

Β.Π.:

Δεν είχαν σκοπό να ρίξουν τις βόμβες πάνω στα σπίτια. Σκοπός ήτανε να ανοίξουνε την περιοχή, που ήταν ανοιχτή, για να μην υπάρχει τίποτα—

Α.Λ.:

Στρατός.

Β.Π.:

—στρατός, τίποτα αυτά από κάτω. Να τους βομβαρδίσουνε και να ‘ναι ανοιχτή η περιοχή, να βρουν έδαφος ανοιχτό να πέσουνε οι αλεξιπτωτισταί. Και έτσι ακριβώς έγινε.

Α.Λ.:

Εκείνη την περίοδο που ήταν οι Γερμανοί θυμάστε πώς ήταν τα φαγητά; Νομίζω κάποια στιγμή είχατε αναφέρει ότι πείναγε πολύ ο κόσμος.

Β.Π.:

Να σου πω τώρα. Οι Γερμανοί, μόλις τελείωσαν οι μάχες, αρχίσανε οι Γερμανοί και μαζεύανε από όλα τα σπίτια, από όλα τα χωριά ό,τι υπήρχε φαγώσιμο, δηλαδή πατάτες, κρεμμύδια, όσπρια, ζώα, κοτόπουλα. Ό,τι υπήρχαν τα κάνανε αυτά, τα μαζεύανε και τα ψήνανε και τα τρώγανε αυτοί και εμείς πεινούσαμε. Δεν τρώγαμε τίποτα γιατί δεν βρίσκαμε. Εντωμεταξύ, οι Γερμανοί έχουνε στην περιοχή μου, στην περιοχή τη δικιά μου, ένα πολυβολείο στα 50 μέτρα απ’ το σπίτι μου. Το πολυβολείο αυτό περνούσε κάθε μεσημέρι ένας με τη μοτοσικλέτα και έφερνε φαγητό. Τότες εμείς τα παιδιά τρέχαμε όταν ήρθε το φαΐ να πάρουμε τα αποφάγια τους, δηλαδή ό,τι άφηναν οι Γερμανοί μες στην κατσαρόλα, μια δυο πατάτες, δυο φασόλια, δυο ρεβίθια, δυο φακές δηλαδή, πολύ ελάχιστα. Και το κάνανε εξεπίτηδες, γιατί εμείς τα παιδιά, για να πάρουμε αυτά τα αποφάγια, που ήταν για μας σημαντικό να πάρουμε με κάτι λάδι, φαγητό ζουμερό, αποφάγια, ζουμιά, τα παίρναμε, για δεν υπήρχανε να [Δ.Α.] τίποτα εμείς. Αυτά τα αποφάγια, λοιπόν, τα παίρναμε αλλά με αντάλλαγμα. Δηλαδή, τι αντάλλαγμα; Οι Γερμανοί, για να πάρεις τα αποφάγια, να τα δώσουν στα παιδιά, τους φέρναμε, σταφύλια, σταφίδες, κρασί, ρακή και πολλές φορές και αυγά, τα οποία, βέβαια, ήταν… Δηλαδή, τους φέρναμε αυτά τα αντικείμενα και μας έδιναν τα αποφάγια. Όχι ότι μας λυπόνταν. Τα παίρναμε με αντάλλαγμα. Κι έτσι περνούσαμε κακά. Πείνα. Δεν υπήρχε. Όπου κι αν πηγαίναμε να ζητιανέψουμε… Στα χωριά τι να πάρεις; «Εγώ δεν έχω», «Εγώ δεν έχω», «Εγώ δεν έχω», «Να πάτε… Τι να σας πω, ρε παιδιά; Σας λυπάμαι, άλλα δεν έχω». Και περάσαμε μεγάλη δυστυχία, πολλή καταστροφή. Και έτσι, οι Γερμανοί κάναν τη δουλειά τους παίρνοντας ό,τι υπήρχε —κάναν επίταξη, επίταξη λέγεται—, ό,τι υπήρχε τρόφιμα σε όλη την περιοχή, σε όλα τα χωριά. Βόδια, αρνιά… Θυμάμαι μία μέρα εδώ στα Μισίρια, που είναι το γηροκομείο, είχανε φέρει περίπου δύο χιλιάδες —λέγαμε ίσως και παραπάνω, ίσως και παρακάτω— αιγοπρόβατα. Τα ‘χανε φέρει, τα ‘χαν επιτάξει από όλα τα χωριά. Τα ‘χανε φέρει εδώ και τα βοσκίζανε στον κάμπο εδώ των Περιβολίων. Τα βοσκήσανε για να πάνε να τα σφάξουνε να τα φάνε. Δηλαδή, δεν είχαν αφήσει τίποτα. Ο κόσμος πεινούσε, και τα χωριά και εμείς. Και περάσαμε κακές μέρες.

Α.Λ.:

Και πώς δώσανε σήμα στα χωριά και άρχισαν και κατεβήκανε; Μου ‘πατε πριν ότι κατέβηκαν απ’ τα χωριά οι άντρες.

Β.Π.:

Κατεβήκαν απ’ τα χωριά την επόμενη μέρα, δηλαδή το πρωί.

Α.Λ.:

Πέσαν οι βομβαρδισμοί, δηλαδή…

Β.Π.:

Μετά που σταμάτησαν οι βομβαρδισμοί αρχίξανε οι σύμμαχοι από τα ανατολικά να πολεμούνε. Πήρανε χαμπάρι τα χωριά, κατεβήκανε. Ό,τι είχανε, ψεύτικα όπλα, δηλαδή γκράδες, τουφέκια πολύ παλιάς εποχής.

Α.Λ.:

Και τσουγκράνες και τέτοια, που λένε στην Ιστορία;

Β.Π.:

Κατεβήκαν… Δηλαδή, αυτοκτονήσαν οι άνθρωποι. Δεν είχαν τίποτα να… Και αυτά που σκοτώσανε ήτανε περίεργο που σκοτώσαν. Να μη στα πολυλογώ, έγιναν μεγάλες μάχες. Δεν το περίμεναν οι Γερμανοί. Χάσανε πολλές. Εδώ υπάρχει νεκροταφείο με τετρακόσια περίπου άτομα. Εκεί που είναι το [00:15:00]γηροκομείο είναι ακριβώς όλο το κτίριο γερμανικό νεκροταφείο, το οποίο το ‘ζησα εγώ από παιδί. Εδώ, εδώ, αυτό το γηροκομείο, πιο πέρα δηλαδή.

Α.Λ.:

Κατάλαβα, ναι.

Β.Π.:

Που είναι το… Τέλος πάντων. Εδώ πιο πέρα που είναι το γηροκομείο.

Α.Λ.:

Και αυτοί ήταν, τώρα, Γερμανοί που πέφτανε με τα αλεξίπτωτα και τους σκοτώνανε.

Β.Π.:

Αυτοί ήταν. Έντεκα μέρες ήταν αλεξιπτωτιστές εδώ. Δεν ήταν άδεια. Όσοι πέσαν εδώ… Έντεκα μέρες γινότανε μάχες με τους αλεξιπτωτιστές. Δεν είχαμε άλλοι Γερμανοί. Ύστερα, στη 1 του Μάη, ήρθαν απ’ τα Χανιά πολλοί Γερμανοί, γιατί είχαν καταλάβει τα Χανιά και είχαν παραδοθεί τα Χανιά. Ήρθανε πάρα πολλοί Γερμανοί με πολλά αυτοκίνητα και τότες παραδόθηκε το Ρέθυμνο. Δεν μπορούσανε. Ήτανε πολλοί Γερμανοί και τότες παραδόθηκαν. Φύγαν κι οι σύμμαχοι και έτσι παραδοθήκαμε.

Α.Λ.:

Θυμάστε… Δηλαδή, πέφταν τώρα οι αλεξιπτωτιστές. Αυτοί, φαντάζομαι, πέφταν μαζικά, πολλοί μαζί δηλαδή.

Β.Π.:

Αυτοί πέφτανε από το αεροπλάνο ανά εφτά άτομα, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά. Δηλαδή, η απόσταση ήταν πολύ μικρή, για να πέφτουν στο ίδιο σημείο όλοι. Το σημείο που πέφταν οι Γερμανοί ήταν 500 τετραγωνικά περίπου. Εκεί τους έριχναν όλους, δηλαδή σε αυτή την περιοχή.

Α.Λ.:

Εδώ στα Περβόλια πάλι.

Β.Π.:

Εδώ στα Μισίρια.

Α.Λ.:

Μισίρια.

Β.Π.:

Στα Μισίρια γινήκαν όλες αυτές. Και έτσι, τους έριχναν όλους μαζί και ξανά πάλι άλλο αεροπλάνο και ξανά ανά εφτά, για να πέφτουν ακριβώς στο ίδιο σημείο.

Α.Λ.:

Και οι δικοί μας τους πιάνανε κατευθείαν με το που πέφτανε και τους…

Β.Π.:

Ό,τι μπορούσανε σκοτώνανε, όσοι μπορούσανε. Εδώ τώρα ήταν… Εδώ γινήκανε δυο μικρά λάθη από πλευράς συμμάχων, διότι εμείς έτσι και αλλιώς δεν είχαμε οπλισμό οι Κρητικοί. Οι σύμμαχοι, που είχαν οπλισμό, είχανε πληροφορίες —το ‘χω γράψει— ότι θα έρθουν οι Γερμανοί από τη θάλασσα με αποβίβαση που θα γίνει 100% στο ανατολικό μέρος του Ρεθύμνου, δηλαδή στα «Αδελοπήγια», Πηγιανό Κάμπο, Αδελιανό Κάμπο, παραθαλάσσιο, και από κει θα γίνει αποβίβαση. Κι είχανε πολλοί απ’ αυτούς τους συμμάχους κάνει καταφύγια, είχαν κάνει παραχώματα για να αντισταθούνε στην αποβίβαση. Και εκεί ήτανε τώρα το λάθος το μεγάλο, διότι δεν περίμεναν οι σύμμαχοι ότι θα ‘ρθουνε τα αεροπλάνα να πέσουν αλεξιπτωτιστές. Περιμένανε ότι θα πάνε απ’ τη θάλασσα. Και εντωμεταξύ, ένα μέρος… Πολλοί σύμμαχοι είχανε καλυφτεί περιμένοντας τους Γερμανούς από τη θάλασσα. Εκεί, τώρα, ήταν το μεγάλο λάθος, που δεν επιτέθηκαν όλες οι συμμαχικές δυνάμεις τη μέρα που πέφταν οι Γερμανοί, γιατί οι Γερμανοί πέφταν μόνο με τα μικρά όπλα, τα οποία αυτά δεν πιάνουν παραπάνω από 150 μέτρα η βολή τους. Και αν πηγαίναν όλοι να επιτεθούνε την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, 16:00 η ώρα περίπου, ο πόλεμος θα είχε διαλύσει εναντίον των Γερμανών. Αλλά, δυστυχώς έγινε αυτό το λάθος και δεν επιτεθήκαν αμέσως. Αλλά, το βράδυ που ήρθανε, οι Γερμανοί είχανε πέσει από τα αλεξίπτωτα και τα πολεμοφόδια είχαν εφοδιαστεί. Και αντισταθήκαν το βράδυ, που έγινε η επίθεση, άλλα ήταν αργά. Ήρθανε τα τανκς, ήρθαν από κει Εγγλέζοι, σύμμαχοι όλοι, όσοι ήτανε, αλλά δυστυχώς οι Γερμανοί είχαν πάρει βαρύ οπλισμό και από τα αεροπλάνα, που ήρθανε και πέσανε κοντά τους, και από τον αέρα που ήρθανε. Και αντισταθήκαν και δεν μπορούσαν να αντέξουν. Και οπισθοδρομήσαν οι σύμμαχοι απ’ όταν πιάσαν τα τανκς αιχμάλωτα, γιατί τα τανκς κάναν το λάθος. Τα τανκς όταν ήρθαν να βρούνε τους συμμάχους τα φέρανε 16 και 17 του Μάη. Γράφει κάποιος ότι τα φέρανε 16 και 17 του Μάη να ενισχύσουν τους συμμάχους. Τα τανκς αυτά δεν ήτανε κανονικά οι ίδιοι χειριστές που τα δουλεύανε. Τα φέρανε χωρίς να είναι οι ίδιοι χειριστές. Για αυτό βάλανε…. Έτσι μου είπαν και εμένα συγγραφείς που έχουν γράψει όλη την ιστορία για τη μάχη. Αυτά ήταν το λάθος. Τα τανκς αυτά δεν ήταν οι ίδιοι χειριστές, και αντί να κάτσουνε 200 μέτρα, 300 μέτρα, να ρίχνουνε οβίδες εναντίον των Γερμανών, ήρθαν και πέσανε πάνω στους Γερμανούς και τα οπλίσαν με 500-600 [Δ.Α.]. Και τ’ αφοπλίσανε και φύγαν οι δικοί μας και έτσι σταμάτησαν. Μετά [00:20:00]συνεχίσαν ο πόλεμος μεταξύ συμμάχων, Ελλήνων, και γινήκανε μεγάλες μάχες για έντεκα μέρες. Μεγάλες καταστροφές οι Γερμανοί αλλά και οι δικοί μας. Έτσι σταμάτησε η μάχη 31 Μαΐου, σταμάτησε η μάχη στη Κρήτη. Έντεκα μέρες πολεμούσαν οι άνθρωποι εδώ. Λοιπόν, τι να σου πω;

Α.Λ.:

Τη μέρα που ακούσατε τους βομβαρδισμούς ήσασταν στο σπίτι, ήσασταν εδώ δηλαδή. Εδώ ήταν το πατρικό σας, ε;

Β.Π.:

Όχι. Εμείς εδώ το χτίσαμε αργότερα.

Α.Λ.:

Το πατρικό σας πού ήτανε; Εδώ πάλι.

Β.Π.:

Το σπιτικό μου το πατρικό ήτανε εδώ παρακάτω. Είναι το Ηρώον και λίγο πιο αριστερά απ’ το Ηρώον ήταν το σπίτι μας το παλιό. Αλλά, εγώ…

Α.Λ.:

Πού ήσασταν τη μέρα που γίναν οι βομβαρδισμοί;

Β.Π.:

Να στα πω. Τη μέρα που ξεκίνησαν να ρίχνουνε οι βομβαρδισμοί εγώ ήμουν με μια θεία μου στο περιβόλι και ποτίζαμε. Ακριβώς. Οι γονείς μας στα σπίτια. Άλλοι είχαν πάει στη δουλειά. Όταν αρχίξανε, λοιπόν, οι βομβαρδισμοί, εμείς ήμασταν με μία θεία μου στο περιβόλι, το οποίο, βλέποντας το βουητό των αεροπλάνων, τρέξαμε και μπήκαμε σε μια στέρνα μέσα. Και τότες, όταν μπήκαμε στη στέρνα μέσα, ήτανε πάνω από 1 μέτρο στο ύψος, και πάχος πόσο είναι το αυτό εδώ. 1 μέτρο. Αυτό μας έσωσε. Οι σφαίρες περνούσαν από απάνω από τη στέρνα, πέφταν μες στη στέρνα, αλλά εμείς είχαμε πάει στο βορινό μέρος της στέρνας και δεν μας έβρισκαν. Πέτρες, βλήματα, διάφορα αυτά ερχότανε μέσα στη στέρνα και εμείς ήμαστε κρυμμένοι και γλυτώσαμε. Ύστερα, αφού φύγανε τα αεροπλάνα, σμίξαμε όλη—

Α.Λ.:

Η οικογένεια.

Β.Π.:

—η οικογένεια και πήρε ο καθένας την απόφαση και άλλοι φύγαν στα χωριά, άλλοι κρυφτήκαμε εκεί. Κι έτσι…

Α.Λ.:

Στο φαράγγι των Μύλων, λέει, πήγανε κάμποσοι.

Β.Π.:

Εκεί απάνω ήταν σε σπηλιές. Και σε άλλα.

Α.Λ.:

Εσείς, όμως, πήγατε, μου είπατε, στο γεφυράκι.

Β.Π.:

Πρώτη μέρα πήγαμε εκεί. Μετά, στις έντεκα μέρες, αναγκαστήκαμε κι εμείς και μας αφήσαν οι Γερμανοί και φύγαμε για τα βουνά.

Α.Λ.:

Και μετά, μου λέτε, γίνανε τρεις εκτελέσεις εδώ στα Περιβόλια. Αρχίζουν τώρα οι Γερμανοί και μαζεύουν κόσμο, λογικά.

Β.Π.:

Οι Γερμανοί μαζεύουνε κόσμο από την πρώτη μέρα που πέσανε, από το απόγευμα. Ήταν ο κόσμος εδώ, πήρανε φόρα απ’ το χωριό εδώ μέχρι…

Α.Λ.:

Και τους έπαιρναν όλους;

Β.Π.:

Ε;

Α.Λ.:

Όλους, όποιους να ‘ναι;

Β.Π.:

Όσους βρήκανε, όσοι δεν είχαν φύγει.

Α.Λ.:

Μόνο άνδρες; Αυτό εννοώ.

Β.Π.:

Και γυναίκες και παιδιά. Άντρες και γυναίκες και παιδιά.

Α.Λ.:

Αρά, πήραν όλους. Όποιον βρίσκανε μπροστά τους τον παίρνανε.

Β.Π.:

Όσοι μείνανε εδώ αιχμαλωτιστήκαν. Τους κλείσανε σε δυο σπίτια μέσα. Στο ένα σπίτι μεγάλο κτίριο, πολύ μεγάλο, 150 τετραγωνικά, μαγαζί, βάλανε όλα τα γυναικόπαιδα, αλλά εμείς που ήμασταν στο ανατολικό μέρος μπήκαμε σε άλλο σπίτι. Δηλαδή, δύο παρτίδες ήτανε. Άλλοι ήτανε εδώ κι άλλοι ήτανε στο άλλο σπίτι. Εμείς ήμαστε περίπου σαράντα άτομα στο ανατολικό μέρος και εδώ ήταν πάνω από εκατόν πενήντα, [Δ.Α.].

Α.Λ.:

Και εκεί πέρα πώς ήταν οι συνθήκες;

Β.Π.:

Στο σπίτι μέσα που ήμαστε τις πρώτες μέρες δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε το κεφάλι μας στο σπίτι μέσα. Ήταν τα παράθυρα ανατολικά και χαμηλό το σπίτι. Οι σφαίρες από το ανατολικό μέρος που βάνανε οι Εγγλέζοι και οι Αυστραλοί ερχότανε προς τα μας. Δεν ήτανε σφαίρες των Γερμανών. Ήταν Εγγλέζοι και Αυστραλοί. Βάνανε μόνο αυτοί εναντίον των Γερμανών, αλλά οι Γερμανοί ήμασταν μαζί εμείς, ανακατεμένοι. Το σπίτι ήταν εδώ, οι Γερμανοί ήταν πιο κάτω, και έτσι οι σφαίρες πέφτανε μέσα στο σπίτι, μέσα στο… Ακόμα υπάρχει ένα κάγκελο το οποίο έχει πάρει τη σφαίρα και περνούσαμε. Ακόμα υπάρχει. Και από κει μπαίνανε μέσα στον τοίχο. Αλλά, εμείς πηγαίναμε όλο με την κοιλιά κάτω και περάσαμε δύο μέρες τρεις με αυτή την ταλαιπωρία. Και μετά μας πήραν οι Γερμανοί, μας έφεραν εδώ που είναι το ηρώον, στις 24 του Μάη, 16:00 η ώρα το απόγευμα, αφού είχανε κάνει δύο εκτελέσεις των ανδρών.

Α.Λ.:

Ανδρών αρχικά.

Β.Π.:

Πρώτα τους άνδρες. Είχανε δυο φορές τους άντρες και μετά την τρίτη μέρα, την τρίτη φορά ήτανε η δική μου ιστορία, η δικιά μας εκτέλεση. Μας έφεραν από το σημείο που ήμαστε κρυμμένοι, πάνω από 500 μέτρα μακριά από το Ηρώον, μας έφεραν 16:00, 17:00 η ώρα το απόγευμα όλα τα γυναικόπαιδα. Μόνο δύο άντρες [00:25:00]ήταν εκεί. Δύο άντρες είχαν σωθεί. Οι άλλοι τους είχαν εκτελέσει, απ’ το άλλο σπίτι.

Α.Λ.:

Δεν είχε ζήσει κανείς, δηλαδή, απ’ τις πρώτες εκτελέσεις.

Β.Π.:

Ζήσανε, αλλά... Θα τα πω. Όταν γίναν οι πρώτες δυο εκτελέσεις των ανδρών, έγινε, γλυτώσανε τέσσερα άτομα τη πρώτη εκτέλεση, διότι πάλι βομβάρδιζαν οι σύμμαχοι και πάλι πέσανε δίπλα στους εκτελεστές οβίδες, όλμοι. Και φύγανε και τους αφήσανε. Ήτανε βράδυ, βραδινή ώρα. Και τους αφήσανε χωρίς να τους εκτελέσουν. Και φύγανε τέσσερις, διασωθήκαν και φύγανε για το Ρέθυμνο και σώθηκαν, τα οποία τα θυμάμαι τα ονόματά τους μια χαρά.

Α.Λ.:

Ποιοι ήταν; Θέλετε να τους πείτε; Γιατί είναι ήρωες.

Β.Π.:

Από αυτούς ήτανε: Δημήτριος Λαδιάς ένας, Ιωάννης Τερζεδάκης δύο, Μανούσος Μανουσάκης τρεις και Λαγός… Μανώλης —δεν θυμάμαι—, και ένας Λαγός ο οποίος είχε τραυματιστεί και πέθανε αργότερα. Οι τέσσερις αυτοί σωθήκαν.

Β.Π.:

Εντάξει, ήρθανε, λοιπόν… Εμείς στο σημείο που είναι τώρα το Ηρώον ήτανε μόνο άμμο. Όλη η πλατεία αυτή ήτανε άμμος σκέτη. Ξαπλώσαμε κάτω στην άμμο χωρίς να γνωρίζουμε τι συμβαίνει, τι θα γίνει. Δεν θα πέρασε πολλή ώρα. Μία ώρα; Και έρχεται ένας αγγελιοφόρος με τη μηχανή και κρατά ένα σημείωμα το οποίο το σημείωμα αυτό ήτανε εντολή να μας πάνε για εκτέλεση εμάς τα γυναικόπαιδα που ήμασταν εκεί. Ξεσηκώνονται οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί παίρνουν το σημείωμα απ’ τον αγγελιοφόρο και το σημείωμα έγραφε πάμε για εκτέλεση. Σηκώνονται οι Γερμανοί με τα όπλα. Με τα παπούτσια, με τις κλοτσιές, ντάγκα, ντούγκα, ντάγκα, ντούγκα, σηκώνονται τα γυναικόπαιδα όλα. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, κάπου 85 με 90 χρόνων, ήρθαν μαζί μας αλλά δεν μπορούσαν να συνεχίσουνε. Οι Γερμανοί, βλέποντας ότι δεν συνεχίζουν, τακ, τακ και τους εκτελούν επιτόπου. Τότες καταλάβαμε και εμείς ότι πάμε για εκτέλεση. Παίζουνε, λοιπόν, οι πρώτες κλωτσιές, τα πρώτα χτυπήματα. Το καταλάβαμε και εμείς. Παίρνει στην αγκαλιά η μάνα μου εμένα —όχι εμένα, τον αδερφό μου—, ο πατέρας μου εμένα, η γιαγιά μου, η θεία μου και όλα τα γυναικόπαιδα, βαδίζοντας προς τη θάλασσα. Όταν σηκωθήκαμε απάνω μας αγκάλιασε η μητέρα μου και είπε, η τελευταία λέξη που άκουσα από τη μάνα μου, «Αν σωθεί κανείς από την εκτέλεση, να προσέξει τα παιδιά» είπε στον πατέρα μου και στη θεία μου, σαν να το ‘ξερε. Να μη στα πολυλογώ, φιληθήκαμε. Αυτοί μας φίλησαν. Πήγαμε στη θάλασσα όπως ακριβώς το είπε. Ρίξαν οι Γερμανοί, πέσαμε κάτω. Μετά βάλαν οι Γερμανοί τα πολυβόλα και σκοτώθηκαν τέσσερα άτομα. Τρία ήταν τα δικά μου και άλλες δύο γυναίκες σκοτωθήκαν. Το πρωί… Όλη νύχτα κάτσαμε και φωνάζανε. Εντωμεταξύ, την ώρα πριν να βάλει ο Γερμανός —γιατί οι Γερμανοί καθυστερήσαν να μας πυροβολήσουν. Δεν ξέραμε το λόγο. Δηλαδή, περιμέναν να βραδιάσει για… να μη φαίνονται οι εκτελέσεις; Το σκοπό δεν ξέραμε. Στο διάστημα αυτό —μπορεί να πέρασε και μισή ώρα, μια ώρα— ανοίγει έναν λάκκο ο πατέρας μου στην άμμο μέσα, άμμο σκέτη, όσο βάνει μια χελώνα, και μας ρίχνει εμένα και τον αδερφό μου. Και στην πάνω μεριά έριξε την άμμο και πέφτει και αυτός απ’ τη μεριά που ήτανε οι Γερμανοί. Σου λέει: «Αν τυχόν και βάλουνε να γλυτώσουν τα παιδιά και να την πάρω εγώ». Έτσι έγινε. Ρίξανε μια βολή οι Γερμανοί. Πρώτη ριπή και σταματάνε. Αλλά, το κακό είχε γίνει για εμάς. Εγώ έχασα τη μισή μου οικογένεια. Άλλοι χαθήκανε, άλλοι τραυματιστήκαν. Αποτέλεσμα ήτανε όλη νύχτα να περιμένουν οι γονείς μας, να φωνάζουν τραυματισμένοι, ξεψυχώντας: «Βοήθεια! Νερό! Βοήθεια!». Τι να φέρεις; Εμείς δεν είχαμε τίποτα. Μόνο στην άμμο, ό,τι έχει η θάλασσα κοντά. Στα 3 μέτρα ήταν η θάλασσα. Κι η ζέστη... Τέλος πάντων. Πήγαμε κοντά στους γονείς. Αγκομαχούσανε, ξεψυχούσανε, κλάματα, φωνές, να βοηθήσουμε τίποτα. Περιμένοντας να ξεψυχήσουν ο ένας με τον άλλον. Έτσι και έγινε. Το πρωί σηκωθήκαμε κατά τις 9:00. Πού να βρεις… [Δ.Α.] πως ήτανε νοτιά κι η νοτιά έριχνε άμμο στα αντικείμενα. Είχανε σκεπάσει τα πρόσωπα των δικών μας κι ο πατέρας μου τα σκούπισε τα πρόσωπά τους. Τους νεκροφιλήσαμε και φύγαμε. Αυτοί, οι τρεις γυναίκες, οι δικοί μου δεν τους πήραμε εμείς, γιατί δεν μπορούσαμε να τους πάρουμε να φύγουμε. Τον πατέρα μου έπιασε εμένα τα παιδιά να πάμε. Τότε, λοιπόν, αφήσαμε τους νεκρούς και φύγαμε. Τι απογίνανε; Η θάλασσα τούς πήρε; Τους [00:30:00]ρίχναν στη θάλασσα οι Γερμανοί; Δεν γνωρίζουμε.

Α.Λ.:

Δεν τους ξανάδατε.

Β.Π.:

Δεν τους βρήκαμε. Εμείς φύγαμε μετά. Πήγαμε για τα βουνά. Ο πατέρας μου κατόρθωσε και ήρθε μ’ έναν Γερμανό. Δεν τους βρήκαμε. Εμείς φύγαμε μετά. Πήγαμε για τα βουνά. Ο πατέρας μου κατόρθωσε και ήρθε με έναν Γερμανό μαζί να δει, αλλά είχανε φύγει. Τους θάψαν οι Γερμανοί πουθενά; Τους ρίξαν στη θάλασσα; Δεν τους βρήκαμε. Εκεί που είναι τώρα τα οστά των σκοτωμένων εμείς δεν έχουμε, δεν [Δ.Α.].

Α.Λ.:

Σώθηκε κι ο αδερφός σας, ε; Και τα δύο παιδιά σωθήκατε.

Β.Π.:

Ο αδερφός μου ήταν το ‘37 γεννηθείς, εγώ το ‘34, τρία χρόνια πιο… Τότες αρχίζει η πείνα, η στεναχώρια, η ορφάνια. Να ξέρεις, τα παιδιά μένουν ορφανά από μάνα και όχι από πατέρα. Όλες οι οικογένειες που είχανε χάσει τους άντρες όλοι τα παιδιά σπουδάσανε, τα πήγαιναν στα σχολεία. Εμείς σαν γονείς δεν είχαμε μάνα, πατέρα που ξάνοιγε να βγάλει ένα μεροκάματο, και εμείς πεινούσαμε. Τέλος πάντων. Κακές εποχές, γιατί τα παιδιά μένουν ορφανά από μάνα, όχι από πατέρα. Έτσι λέει η ιστορία. Λοιπόν, οι ιστορίες είναι πάρα πολλές, αλλά τι να σου πω;

Α.Λ.:

Ήταν η τρίτη εκτέλεση που ήτανε μόνο γυναικόπαιδα και, μου είπατε, ένας άντρας, μόνο ένας άντρας;

Β.Π.:

Δύο άντρες ήταν.

Α.Λ.:

Δύο άντρες. Αυτοί οι άνδρες τι; Απλά τους βρήκανε μετά.

Β.Π.:

Αυτοί ήμαστε μαζί εμείς. Μαζί παραμείναμε. Σταματήσαν οι εκτελέσεις των γυναικόπαιδων, σταμάτησαν όλα.

Α.Λ.:

Ήταν ο πατέρας σας ο ένας απ’ τους δύο.

Β.Π.:

Ήμασταν σε αυτή την εκτέλεση ξεχωριστά οι δύο άνδρες.

Α.Λ.:

Ήταν ο μπαμπάς σας ο ένας.

Β.Π.:

Ο μπαμπάς μου ήταν ο ένας και ένας άλλος. Λοιπόν, και τότες μας φέρανε σε ένα σπίτι, μας κλείσανε μέσα. Γι’ αυτό σου λέω, άμα έχω τις ερωτήσεις απαντάω [Δ.Α.].

Α.Λ.:

Κύριε Βασίλη, δεν πειράζει. Τα θυμάστε πάρα πολύ καλά όλα. Μη στεναχωριέστε καθόλου.

Β.Π.:

Αυτοί οι δύο άντρες…

Α.Λ.:

Αυτοί οι δυο άντρες τι ήταν; Ήταν μαζί σας και τους βρήκανε μετά.

Β.Π.:

Ήρθανε… Μείναμε μαζί μέχρι τέλους.

Α.Λ.:

Δεν ήτανε, δηλαδή, στα σπίτια που… Ήταν στα σπίτια που μου είπατε πριν.

Β.Π.:

Αυτοί οι δυο άντρες ήταν ο πατέρας μου και ένας άλλος, οι οποίοι ήμαστε μαζί με τους σαράντα [Δ.Α.].

Α.Λ.:

Και γιατί δεν τους πήρανε με τους άλλους;

Β.Π.:

Ε, γιατί αυτοί πήραν αυτούς που βρήκαν εκεί, στο άλλο σπίτι. Όσοι ήταν τους πήραν. Μετά σταματήσαν οι εκτελέσεις. Μάλλον είχανε σκοπό, όπως λένε τώρα, οι Γερμανοί να… Τέλος πάντων, αυτοί οι δυο ήτανε ο πατέρας μου κι άλλος ένας, οι οποίοι… Μείναμε έντεκα μέρες σε ένα σπίτι μαζί με τα γυναικόπαιδα που είχαν αφήσει ορφανά απ’ τις εκτελέσεις των ανδρών. Εκεί μείναμε, τώρα, έντεκα μέρες μέσα στη μάχη, στο σπίτι μέσα, διώροφο. Οι μάχες συνεχιζότανε. Οι αντάρτες, οι σύμμαχοι κάθε μέρα, νύχτα-μέρα πόλεμο, μάχες, μάχες, μάχες. Έντεκα μέρες κράτησαν. Λοιπόν, στις έντεκα μέρες, μέσα που ήμαστε εμείς τα παιδιά, μας φέραν, λέει, μια μέρα φαΐ να φάμε. Το φαΐ τι ‘τανε; Οι Γερμανοί, ξέρεις, τρώνε και τα ζώα. Kαι μας φέρανε, Αγγελικούλα, ένα καζάνι μεγάλο, τόσο δα μεγάλο, που βράζανε οι άνθρωποι τα τσίκουδα, τέλος πάντων, μεγάλο, και μας είχανε μέσα κομμάτια μισά-μισά αλόγων με όσπρια μπαμιόσπορο. Ο μπαμιόσπορος είναι ένα πράγμα που δεν ψήνεται. Μόνο όταν τον βάλεις στο νερό γίνεται μαύρος, τελείως μαύρος, δηλαδή βγάζει... Ε, πήγαμε τα παιδιά απ’ την πείνα μας τώρα κει να πάμε… Μας φέραν οι Γερμανοί φαΐ. Πού να φάμε —συγγνώμη— τα κεφάλια τόσο μεγάλα, βρασμένα; Να μη στα πολυλογώ, φύγανε. Εκεί συνεχίζονται τώρα οι μέρες που καθόμαστε μέσα. Οι Γερμανοί μάς έχουνε περικυκλώσει —έτσι;— και δεν μας αφήνουνε να κουνηθούμε. Ορισμένοι παίρναν καμιά τρόπον άδεια, οι γυναίκες προπαντός, και κάνανε καμιά βόλτα. Εμείς τα παιδιά κατεβαίναμε από κάτω, που ήταν ένα περβόλι, βρίσκαμε για φαΐ. Τι βρήκαμε; Βρήκαμε σκόρδα και το στο σπίτι μέσα, το από κάτω σπίτι είχε ελιές. Ε αυτό, ελιές και τα σκόρδα ήταν το φαγητό μας στις δέκα μέρες που ‘μαστε. Τίποτα. Πότε τρώγαμε; Εκεί, τώρα, στις δέκα μέρες, έντεκα, οι Γερμανοί έχουνε μεγάλες [00:35:00]απώλειες —έχουμε το νεκροταφείο εδώ— και φέρνουνε κάθε μέρα και θάβουν ανθρώπους. Αυτόν, τον πατέρα μου και τον άλλονε, το Μανώλη τον Τζώτη —και μετά βρήκαμε και έναν φαντάρο εκεί απ’ τους άλλους, τον οποίο τον είχανε σκοτώσει οι Γερμανοί σαν στρατιώτη, τον είχαν αφήσει. Και γινήκανε τρεις οι άντρες. Αυτούς τους άντρες οι Γερμανοί τούς έπαιρναν κάθε μέρα, κάθε πρωί 7:00 η ώρα, και πηγαίναν αγγαρεία. Αγγαρεία είναι να πας να κάνεις έργα χωρίς να πληρώνεσαι. Αυτό πάει να πει αγγαρεία. Πήγαιναν, λοιπόν, και ανοίγανε τους λάκκους άπου βάναν τους Γερμανούς. Και δεν υπήρχαν άλλοι άνδρες. Τους είχαν σκοτώσει τους υπόλοιπους. Kαι μείναν μόνο αυτοί οι τρεις άντρες και πληρώσανε αυτοί. Να μη στα πολυλογώ, όταν βγήκανε μια μέρα να πάνε για αγγαρεία, ο ένας πήρε μια βολή, ο ένας απ’ τους τρείς, και σκοτώθηκε. Kαι μείναν οι δυο, ο πατέρας μου και ένας άλλος, ο [Δ.Α.]. Αυτοί οι δύο, τώρα, οι Γερμανοί τούς έπαιρναν για αγγαρεία, αλλά είχανε και φιλευτεί. Ένα δυο μέρες, τα βρήκαν, τέλος πάντων, και συνεννοούνται με τους Γερμανούς. Οι δύο Γερμανοί ανακαλύψαν… Το ‘χω γράψει αυτό ξεχωριστό. Οι δύο Γερμανοί σκεφτήκαν να κάνουν μια συμφωνία, δηλαδή να στείλουνε μεταξύ των ανδρών των δικών μας, των αιχμαλώτων, και να βρούνε καμιά γριούλα να τη στείλουνε στο βουνό, να πάει να βρει τους αντάρτες που είχανε μείνει, να τους ειδοποιήσει. Οι Γερμανοί το κάναν για δικό τους συμφέρον πρώτα, να μη σκοτώνουνε τους Γερμανούς, γιατί κάθε μέρα γινόταν και… Και να πει η γριά αυτή στους αντάρτες ότι «Εφόσον συνεχίσετε να πολεμάτε τους Γερμανούς, έχουμε ακόμα ογδόντα γυναικόπαιδα. Θα τα εκτελέσουμε». Και τώρα…Αυτή η συμφωνία είναι ιστορική. Την έχω πει εγώ πολλές φορές, αλλά δεν μπορώ να τα γράψω, έτσι, σε… Αυτή η συμφωνία για μένα είναι ιστορική συμφωνία, διότι έγινε μια συμφωνία… Στείλαν τη γριά. Την πήραν από δω, μέσα απ’ τους Γερμανούς, γιατί οι Γερμανοί… Οι δικοί μας δεν τους ένοιαζε πού πάει η γριά και πού πάνε... Περάσανε μέσα από το στρατόπεδο των Γερμανών. Ήταν γεμάτο Γερμανοί. Την πήραν από δω απ’ το ποτάμι και την πήγανε στα 2 χιλιόμετρα μακριά, που ήτανε τα υψώματα των ανταρτών —όχι όλοι μαζί. Την αφήσανε και της είπανε: «Πήγαινε να πεις στους αντάρτες ότι εδώ έχουνε γίνει τρεις εκτελέσεις και υπάρχουν και ακόμα ογδόντα γυναικόπαιδα περίπου, τα οποία θα εκτελέσουν αν δεν σταματήσετε εσείς». Αυτή ήταν μια καλή ιστορία, αλλά δεν βρήκα τον άνθρωπο… Την ξέρω μόνο εγώ. Δεν βρήκα τον άνθρωπο να τα γράψει. Αποτέλεσμα: Της είπανε: «Θα πας φωνάζοντας ‘‘Βοήθεια! Βοήθεια!’’, να σε ακούσουν πως είσαι Ελληνίδα. Θα πας, θα τους βρεις και θα πεις αυτά κι αυτά, ότι έχουν τη σκοτώσει τα γυναικόπαιδα, ότι είναι ακόμα ογδόντα γυναικόπαιδα περίπου και θα τα εκτελέσουν αν δεν σταματήσετε εσείς να πολεμάτε τους Γερμανούς». Οι Γερμανοί το κάναν για δικό τους αλλά και για το καλό το δικό μας. Για μας ήταν συμφωνία κανονική. Αυτό τώρα μπορεί να φανεί σαν παραμύθι αλλά ήταν γεγονός. Πήγε η γριούλα, φώναζε από μακριά «Βοήθεια», είπε τα καθέκαστα όπως τα είχαν ορμηνεύσει, να πει ότι είναι εκτελέσεις και θα εκτελέσουν τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα. Οι αντάρτες κάνανε μια διακοπή. Από την ώρα που πήγε αυτή μέχρι την επόμενη μέρα το βράδυ δεν κάνανε μάχες. Ίσως και μισή μέρα παραπάνω. Δεν ξέρω, μιάμιση μέρα; Δηλαδή, όλο το διάστημα αυτό. Εντωμεταξύ, σταμάτησαν και οι Γερμανοί να παίρνουν να εκτελέσουν και οι μάχες, για μία μέρα, μιάμιση; Δεν ξέρω ακριβώς. Σταματήσαν. Εντωμεταξύ, πλακώνει την επόμενη μέρα οι Γερμανοί απ’ τα Χανιά και γίνεται μεγάλη αυτή και φύγαν κι οι αντάρτες, φύγανε και οι σύμμαχοι και έτσι γλυτώσαν τα παιδιά. Αλλά, για μένα αυτοί που κάνανε αυτή τη συμφωνία ήτανε ήρωες. Γλυτώσαν παιδιά. Δεν ήταν προδοσία, δηλαδή ότι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί, πάλι, αυτό που κάνανε… μεγάλο πράμα. Δηλαδή, αν είχα εγώ μπροστά μου το Γερμανό και τους δικούς μας θα τους βράβευα, που λέει ο λόγος, θα τους έδινα βραβείο, γιατί κάνανε μια δουλειά. Γλύτωσαν άνθρωποι, και Γερμανοί και Έλληνες. Και έτσι, σταμάτησε η μάχη [00:40:00]και πιαστήκαμε... Μετά πηγαίναμε στα βουνά και μείναμε για πολλές μέρες στα βουνά, έντεκα μέρες. Σταματήσαμε εδώ και ύστερα πήγαμε για έναν μήνα στα βουνά.

Α.Λ.:

Και πώς ήταν η ζωή σας μετά, από κει και πέρα; Η ζωή σας μετά, από κει και πέρα; Μεγαλώσατε, ξέρω ‘γώ, ντάξει… Πόσο ήσασταν όταν φύγαν, δηλαδή, οι Γερμανοί;

Β.Π.:

Εμείς περάσαμε κακές μέρες γιατί δεν υπήρχε τίποτα. Δεν υπήρχε τροφές, δεν υπήρχε ψωμί. Ψωμί πού να βρεις; Θυμάμαι μες στην Κατοχή κι έχει βρει ο πατέρας μου… Επειδή τους βοηθούσε λίγο-λίγο, του δώσαν μια φρατζόλα οι Γερμανοί για τα παιδιά, για μας. Τόση δα, όσο είναι το ψωμί του τοστ, τόσο ήταν. Το πήρε ο πατέρας μου και μας έκοψε ένα κομματάκι για να περάσουμε κάθε μέρα. Το κλείδωσε σε ένα κιβώτιο μέσα, μάλλον σ’ ένα… Μπαούλο το λέγαμε εμείς τότε, μπαούλο. Το κλείδωσε μέσα με λουκέτο. Εμείς, τώρα, απ’ την πείνα μας, πώς θα ανοίξουμε το μπαούλο να φάμε ψωμί. Και κατορθώσαμε και βρήκαμε κι ανοίξαμε το… εγώ. Ανοίξαμε το λουκέτο και πήραμε το ψωμί, αλλά έλα που το ανακάλυψε ο πατέρας μου! [Δ.Α.]. Και εμείς παιδιά, ξανοίγαμε να φάμε. Τέλος πάντων, έφαγα ξύλο πολύ, γιατί ήτανε για πολλές μέρες. Δεν ήταν για μια. Αυτή ήτανε μεγάλη ιστορία. Το βράδυ κλεινόμαστε μέσα. Μας έκλειναν οι Γερμανοί από τις 16:00 η ώρα το απόγευμα μέχρι την επόμενη μέρα στις 08:00. Πώς περνούσαμε το βράδυ; Πού να πας τουαλέτα τη νύχτα; Οι τουαλέτες τότες δεν υπήρχανε. Υπήρχαν στα χωράφια μέσα, κάποιο φράχτη, και κάναμε στο περβόλι μέσα. Όλες οι οικογένειες, δεν είχανε τίποτα... Αλλά, για να πας εκεί ήταν, ας πούμε, 50 μέτρα. 50 μέτρα ήταν απέναντι οι Γερμανοί με τα πολυβόλα και περιμένανε. Απαγορευότανε. Εκεί έπρεπε να κάτσεις το βράδυ στην τουαλέτα στο σπίτι μέσα και δεν πηγαίναμε το βράδυ. Τι τρώγαμε; Είχαμε πάρει από νωρίς από ένα μαγαζί δω —ο λόγος το λέει—, είχε χαρούπια. Τα χαρούπια αυτά τα διαλέγαμε χοντρά-χοντρά, τα παίρναμε, τα βάναμε το βράδυ στο κάρβουνο και γινότανε όπως είναι η σοκολάτα. Τα κόβαμε και τα τρώγαμε. Αλλά, δεν μπορούσες να φας και πολλά. Αν έτρωγες πολλά, δεν μπορούσες να ενεργηθείς. Άλλο πρόβλημα. Τέλος πάντων, περνούσαν οι μέρες σιγά-σιγά. Ήρθε η… να πούμε τώρα. Οι Γερμανοί ξεκουμπιστήκαν, φύγανε το ‘44 και μετά άρχισε ο Εμφύλιος Πόλεμος.

Β.Π.:

Άρχισαν στο μεταξύ οι αντάρτες, Έλληνες με Έλληνες, Κρητικοί με Κρητικοί να κατασκοτωθούν. Άρχιξαν τα ΕΑΜ, άρχιξε η [Δ.Α.], άρχιξε η ΕΠΟΝ. Δηλαδή, γινήκαμε μαλλιά κουβάρια. Ήταν χειρότερα από το γερμανικό πόλεμο. Και έτσι, σταματάει, λοιπόν, και το ‘48 ο πόλεμος. Τότες πήγα και εγώ για πρώτη φορά στο σχολείο. Μες στην Κατοχή δεν πήγα. Πήγα 10 χρονών. Καταλαβαίνετε, τώρα, 10 χρονών. Τα άλλα παιδιά ήτανε μικρά. Δεν μπορούσα να συνεργαστώ με τους δασκάλους. Ήμουν μεγάλος. Δεν έπαιρνα και τα γράμματα. Και για κακή μου τύχη λέω ότι στο σχολείο η δασκάλα που μου ‘κανε την πρώτη τάξη ήταν μαζί μας στην εκτέλεση. Άλλο τώρα. Αυτή, τώρα, με γνώρισε και με λυπότανε. Ούτε μ’ άφηνε διαβάσω, τέτοια. «Πήγαινε. Να πας ψήσεις του αδερφού σου, του πατέρα σου», να κάνω το μάγειρα. Τι να ψήσεις τώρα; Τέλος πάντων. Με προβίβαζε η γυναίκα μ’ 6, 7 βαθμούς και πέρασα κάνα δυο χρόνια. Εντωμεταξύ, αυτή, πάλι, το έλεγε και στις άλλες τις δασκάλες κι οι άλλες οι δασκάλες πάλι με σεβόντουσαν χωρίς να μπορώ να κάνω μάθημα καλό ούτε και να… Αλλά, δεν τα ‘παιρνα κιόλας. Μη λέω ψέματα. Αποτέλεσμα: Τελειώνει ο πόλεμος, φεύγουμε απ’ το σχολείο, τώρα είναι η σειρά να πάμε πώς θα ζήσουμε. Εμάς ο πατέρας μου αποφάσισε να πηγαίνει μ’ ένα γαϊδουράκι στα χωριά. Τα χωριά, παίρναμε από δω ό,τι είχαμε, κάτι πατάτες, ντομάτες, ό,τι είχαμε, περβολάκια μικρά, τα παίρναμε εδώ παραπάνω στα δύο χωριά, Χρωμοναστήρι, Ρουσσοσπίτι και Καπεδιανά, και τα πουλούσαμε όπως-όπως, ό,τι παίρναμε, πότε όσπρια, πότε κάνα φράγκο. Όχι, λεφτά δεν υπήρχανε. Τέλος πάντων, αυτό ήταν το επάγγελμα. Εμένα μετά ο πατέρας μου τα [00:45:00]παράτησε και έπιασα και έκανα το μανάβη εγώ το ‘52. ‘52 γύριζα τα χωριά. Σηκωνόμουνα νύχτα, 00:00 η ώρα, 1:00 η ώρα. Να πας από δω στο Χρωμοναστήρι θέλει έξι ώρες με το γάιδαρο. Και πήγαινα νύχτα, στο σκοτάδι, χωρίς να υπάρχει άνθρωπος να προχώραγε, να μου κάνει παρέα. Μόνο ο γάιδαρος και εγώ. Φόβο; Μη ρωτάς. Λαχτάρες; Μη ρωτάς. Και έτσι, λοιπόν, πήγαινα στα χωριά. Ας είναι καλά οι ανθρώποι και με λυπόσανε, παίρναν κατιτίς και κουτσοπερνούσαμε. Τελειώνει η ιστορία αυτή. Πάω φαντάρος, κάνω έναν χρόνο και μετά αποφασίζω και έρχομαι εδώ πέρα. Αλλά, έλεγα όταν θα έρθω να βρω οπωσδήποτε γυναίκα να παντρευτώ. Είχα ζήσει με μητριά μία, είχα ζήσει με μητριά δύο και μη ρωτάς τι τράβηξα. Αποτέλεσμα ήταν ότι αποφασίζω να ψάξω για να βρω μια γυναίκα. Ξεβράκωτοι ήμασταν. Δεν είχαμε τίποτα. Δηλαδή, μιλάμε τώρα, ούτε φράγκο στην τσέπη. Αλλά, έλεγα: «Θα βρω μια γυναίκα θα την παντρευτώ». Και κατά τύχη με ‘βρισκε ένας μπάρμπας μου. Με βρίσκει, λοιπόν, με πάει σε ένα χωριό, στης γυναίκας το χωριό, με το στρατιωτικό παντελόνι και το χακί πουκάμισο που είχαμε στο στρατό, Μάιος μήνας, ευτυχώς. Και πάμε —«Να ‘τανε κακή η ώρα που σμίξαμε» θα λέει η γυναίκα μου! Τέλος πάντων. Ο πεθερός μου ήτανε σώνει και καλά να βρει ένα παιδί να παντρέψει την πρώτη. Είχε τρείς κοπελιές. Ε, τα ‘παμε εκεί χάμω. Πιάστηκε με τα λόγια μου, με συμπάθησε, τέλος πάντων, κι η πεθερά μου —ο Θεός να τη συγχωρέσει. Αλλά, η γυναίκα μου δεν ήθελε να παντρευτεί, γιατί είχε σκοπό να σπουδάσει καθηγήτρια, και με το δίκιο της. Εντωμεταξύ, τα ‘βαλε με τα πεθερικά μου… Τέλος πάντων, ακούσαμε τη μάνα και τον πατέρα και παντρευτήκαμε με μεγάλες δυσκολίες, με μεγάλες φτώχειες, με μεγάλες πείνες. Ταλαιπωρία πολλά χρόνια, πολλά χρόνια. Δουλεύω σε ένα μανάβικο και πήγαινα και πουλούσα λαχανικά στα χωριά το ‘61. ‘58 παντρευτήκαμε. το ‘61 έχω δίπλωμα εγώ, έχω βγάλει απ’ το στρατό, και πήγαινα στα χωριά και πουλούσα λαχανικά του αφεντικού, που ήτανε για εμπορομανάβικο κι είχε και διάφορα. Παίρναμε και πηγαίναμε. Αυτή η δουλειά συνέχισε, τώρα, κάμποσα χρόνια, μέχρι το ‘66. Το ‘66, πριν το τέλος του καλοκαιριού, το ‘66… Σεπτέμβριο, Αύγουστο, κλείναμε τα εμπορομανάβικα —όχι. Σταματούσα εγώ και έβγαινα ταμείο ανεργίας και δεν πήγαινα. Τέλος πάντων, σταματάμε εκείνη τη χρόνια, αλλά το αφεντικό —ο Θεός να το συγχωρέσει, θα σου πω γιατί— έχει το αυτοκινητάκι αυτό το μικρό και αναγκάζεται να παίρνει πορτοκάλια, σταφύλια από δω, απ’ την Αθήνα.

Β.Π.:

«Έλα να πηγαίνουμε στην Αθήνα. Θα κάνουμε δυο τρία δρομολόγια το μήνα, τέσσερα πέντε, ό,τι μπορούμε». Εντωμεταξύ, κάναμε την πρώτη χρονιά, κάναμε τη δεύτερη. ‘64, ‘65… Το ‘66 έρχεται εδώ πέρα το… Σεπτέμβριος ήτανε; Λέει της γυναίκα μου, λέει: «Ετοιμάσου με το Βασίλη να πάμε Αθήνα, να πηγαίνουμε Αθήνα». «Πού να πάμε; Εγώ», λέει, «φοβάμαι. Έχω παιδιά και δεν μπορώ να…». «Μωρέ, αμάν» τση λέει. «Εγώ πού θα πάω να βρω οδηγό;». Δεν υπήρχαν τότες οδηγοί. Να μη στα πολυλογώ, δεν δέχεται η γυναίκα μου. Λέει: «Εγώ φοβάμαι. Έχω μικρά παιδιά. Ο χειμώνας θα μπει όπου να ‘ναι και δεν θέλω να πηγαίνετε. Δεν θέλω». Λέει «Μωρέ, αμάν», της λέει. Λέει: «Όχι, δεν μπορώ». Εγώ τι να κάνω; Άκουσα τη γυναίκα μου. Ο Θεός να τον συγχωρέσει, γιατί είχα φάει ψωμί. Και είχαμε από δω έναν φράχτη για να μη μπαίνουν και σταματά έξω απ’ το φράχτη και λέει επί λέξη: «Άμε, μωρέ, να βάλεις φουστάνια και να βγάλεις τα παντελόνια, γιατί άκουσες τη γυναίκα σου». Αν το λέω ψέματα… Μεγαλύτερη προσβολή δεν μου ‘κανε άνθρωπος. Αλλά, αφού είχα φάει ψωμί χρόνια μαζί του, τι να του πεις; Και 70 χρονών [00:50:00]άνθρωπος, 65, 70 «έφυγε». Αποτέλεσμα; Να βρει άλλον οδηγό να πάνε στην Αθήνα και το ‘66, που πνίγηκε το «Ηράκλειο», ήτανε μέσα. Δεν το ‘χεις ξανακούσει αυτό, το «Ηράκλειο» που πνίγηκε.

Α.Λ.:

Τη ξέρω την ιστορία.

Β.Π.:

Ναι… Στο «Ηράκλειο» μέσα… Είχανε δρομολογήσει και πριν να πάνε στην Αθήνα —δεν ξέρω σε ποιο μέρος— πνίγηκε το «Ηράκλειο» και ήτανε μέσα και αυτός και το παιδάκι, ο οδηγός. Ο Θεός να συγχωρέσει ολονών. Εμένα μου έδωσε ψωμί, αλλά τότες…

Α.Λ.:

Πεθάνανε, δηλαδή, πνιγήκανε.

Β.Π.:

Πνιγήκανε. Το παιδάκι, για την ακρίβεια, σώθηκε και πήγε απέναντι σε ένα βουνό, αλλά απ’ το κρύο πέθανε. Εμένα, εν τω μεταξύ, τα παιδιά που πήγαινα στα χωριά, οι ανθρώποι, πριν γίνει το ναυάγιο ξέραν ότι εγώ δούλευα σ’ αυτό το αυτοκίνητο, γιατί είπανε: «Πνίγηκε του Χατζηγιώργη το αμάξι μαζί με τον οδηγό του». Οδηγός ήμουν χρόνια εγώ, πέντε χρόνια δούλευα. Και νόμιζαν ότι ήμουνα εγώ. Και όταν πήγα στα χωριά μετά με το δικό μου αυτοκίνητο και πουλούσα λένε: «Εσύ δεν πνίγηκες;». Δηλαδή, νομίζαν ότι είχα πνιγεί. Ο Θεός να τους συγχωρέσει. Ο άνθρωπος δεν έφταιγε σε τίποτα. Εγώ… Το απόρριψε η γυναίκα μου και τι έπρεπε να κάνω;

Β.Π.:

Και έτσι, ξεκίνησα αυτό το επάγγελμα εγώ για πολλά χρόνια. Μεγάλωνα την οικογένειά μου με το αυτοκινητάκι. Με υποστήριξε ο κόσμος γιατί έλεγα πάντα την αλήθεια και πάντα δεν παρακαλούσα τον κόσμο να πάρει οπωσδήποτε αυτό το πράγμα. Είχα τον τρόπο μου, «Αυτά είναι. Δεν βρήκα άλλα. Πάρ’ τα», και ο κόσμος έχει φιλότιμο. Σου λέει: «Αφού δεν βρήκε, θα πάρω μισό κιλό. Δεν παίρνω ολόκληρο». Δηλαδή, η αλήθεια καμιά φορά βοηθάει —και πολλές φορές. Ε, περάσαν, λοιπόν, τα χρόνια. Βοηθούσαμε… Πέρασαν πέντ’ έξι χρόνια. Παίρνω αυτοκίνητο, ξαναπαίρνω, ξαναπαίρνω. Εντωμεταξύ, άρχισα και έκανα εδώ το μανάβικο, με το αυτοκίνητο και μια αποθήκη εδώ. Ό,τι έφερνα απ’ τα χώρια, ό,τι έβρισκα πουλούσαμε. Και βολευτήκαμε και χτίσαμε τα σπίτια. Όπως-όπως κάναμε αυτά τα δωμάτια και μεγαλώσαμε τα παιδιά το ένα πίσω απ’ το άλλο και κατορθώσαμε και κάναμε οικογένεια: τρία παιδιά και με τη δύναμη του Θεού έξι εγγόνια και δύο δισέγγονα. Και έτσι, η ιστορία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, βλέποντας τα παιδιά και τα εγγόνια αυτά που μας άφησε ο Θεός και ζήσαμε. Εύχομαι να ‘χεις καλές επιτυχίες στο έργο σου. Έχω πολλά —και πού να ξεκινήσω;—, αλλά αρκετά.

Α.Λ.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Βασίλη. Απ’ την καρδιά μου σας ευχαριστώ.

Β.Π.:

Να είσαι καλά.

Α.Λ.:

Και σεις να ‘στε καλά.

Β.Π.:

Ό,τι επιθυμείς. Και αν χρειαστείς πράμα, πάλι εδώ είμαστε.

Α.Λ.:

Ευχαριστώ πολύ, να είστε καλά. Είναι Τρίτη 6 Ιουλίου του 2021 και βρισκόμαστε στα Μισίρια Ρεθύμνου μαζί με τον κύριο Βασίλη Παπαδόπουλο για μία συμπληρωματική συνέντευξη. Κύριε Βασίλη, σας ακούμε.

Β.Π.:

Τελειώνοντας την αληθινή και προσωπική μου ιστορία θα ήθελα να ευχαριστήσω το Θεό για τα ογδόντα χρόνια που μου χάρισε αλλά και τους συμμάχους, Εγγλέζους, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς, γιατί με τις βολές που έριχναν εναντίον των Γερμανών έφυγαν οι εκτελεστές και σωθήκαμε. Επίσης, ένα μεγάλο ευχαριστώ στη σύζυγό μου για όλα τα χρόνια που με βοήθησε σε όλες τις δύσκολες στιγμές μου. Περάσαμε δύσκολες στιγμές. Σε όλες τις δύσκολες στιγμές που ζήσαμε μαζί ήταν στο πλευρό μου. Κάναμε οικογένεια, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Και πάλι ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Θεό για όλα αυτά.

Α.Λ.:

Θέλατε, λοιπόν, να ευχαριστήσετε όλους τους ανθρώπους που σας έχουν σταθεί.

Β.Π.:

Είχα πολλά, αλλά…

Α.Λ.:

Πείτε μου, πείτε μου. Ό,τι θέλετε να μου πείτε εγώ εδώ είμαι.

Β.Π.:

Όχι… Για τα παιδιά, για… Τέλος πάντων. Είναι αρκετά.

Α.Λ.:

Ωραία. Ευχαριστώ και πάλι, κύριε Βασίλη.

Β.Π.:

Να ‘σαι καλά. Απλώς, αυτά δεν τα… Ξεκινήσαμε και δεν τα είπαμε.

Α.Λ.:

Ναι, ναι, έχετε δίκιο. Ντάξει, τώρα τα γράψαμε και αυτά και ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ για ακόμα μια φορά.