© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Μαρτυρία από την περίοδο της Μάχης της Κρήτης και της γερμανικής κατοχής στο Δαράτσο Χανίων

Istorima Code
10083
Story URL
Speaker
Χαρίκλεια Φουρναράκη (το γένος Γιακουμάκη) (Χ.Φ.)
Interview Date
23/05/2021
Researcher
Μαρία Λατινάκη (Μ.Λ.)

[00:00:00] 

Μ.Λ.:

Λοιπόν, καλησπέρα, θα μας πείτε ολόκληρο το ονοματεπώνυμό σας;

Χ.Φ.:

Ναι. Χαρίκλεια, τώρα να πω, μα δεν ξέρω αν πρέπει… Το γένος να πω όμως ή το...

Μ.Λ.:

Πείτε όποιο θέλετε, το ονοματεπώνυμό σας, ολόκληρο.

Χ.Φ.:

Αυτό εχθές έκαμα λάθος και έπρεπε, που έδινα συνεντεύξεις, που έζησα στο Δαράτσο, εκεί γεννήθηκα, παιδί μου, παντρεύτηκα εδώ, κι έπρεπε... με ρώτησε ο πρέσβης να του πω πώς με λένε, πού γεννήθηκα, την ημερομηνία που γεννήθηκα, τη χρονολογία, όλα αυτά. Τους είπα όμως… μου λέει το όνομά σου, είπα Χαρίκλεια Φουρναράκη, ενώ είμαι το γένος Γιακουμάκη. Τώρα…

Μ.Λ.:

Μπορείτε να το πείτε ολόκληρο, Χαρίκλεια Φουρναράκη, το γένος Γιακουμάκη.

Χ.Φ.:

Αυτό έπρεπε και δεν τους το ‘πα, αυτό το γένος δεν τους είπα. Λοιπόν, εγώ γεννήθηκα στο Δαράτσο. Την 1η Νοεμβρίου του 1926. Το όνομά μου, να το πω;

Μ.Λ.:

Ναι.

Χ.Φ.:

Το όνομά μου είναι Χαρίκλεια Φουρναράκη, το γένος Γιακουμάκη.

Μ.Λ.:

Υπέροχα.

Χ.Φ.:

Έζησα ωραία παιδικά χρόνια, ήμαστε μια πολυμελής οικογένεια, 9 παιδιά, 5 κορίτσια και 4 αγόρια. Ο πατέρας μας ήταν πολύ εργατικός, ήταν οικοδόμος, ζήσαμε… Δεν είναι τα πράγματα όπως τώρα, υπάρχει τόσα, πλούτος, αλλά δεν πεινάσαμε ποτέ, είχαμε το ψωμάκι μας, ό,τι θέλαμε. Μεγαλώσαμε, πήγαμε σχολείο, αλλά, εμένα μ’ αρέσανε πάρα πολύ τα γράμματα, δηλαδή τα ‘παιρνα πολύ, αλλά ο πατέρας μου είχε πολλές ελιές, περιουσία, κι έπρεπε να μη βάζει ξένους, να τις μαζεύουμε εμείς τις ελιές. Εγώ πήγα μέχρι Ε΄ δημοτικού. Κι αν σου πω ότι μ’ ένα βιβλίο διάβαζα εγώ κι ο αδερφός μου που ήμαστε σχεδόν στην ίδια, κάθε δυο χρόνια, κάθε ένα χρόνο, ένα βιβλίο ήταν η Ε΄ κι η ΣΤ΄, έκανα την ίδια ανάγνωση κι είχα ένα βιβλίο με τον αδερφό μου. Κι ένα δωδεκάφυλλο τετράδιο, αυτό θα σου πω, όλα που ήξερα τα μάθαινα από την παράδοση του δασκάλου, μ’ άρεσε πολύ. Πολλές φορές, αλήθεια σου λέω, μ’ έβαζε να διαβάζω ανάγνωση, Β΄ τάξη, να τ’ ακούει η Ε΄ τάξη, η Δ΄ τάξη. «Έλα, βρε Χαρίκλεια» μου λέει «διάβασε λίγη ανάγνωση, να σ’ ακούσουνε πώς διαβάζεις». Μ’ είχε παράδειγμα στο διάβασμα, πολλές φορές μου έλεγε: «Θα μου πεις, Χαρίκλεια, πόσες φορές διάβασες αυτό το ανάγνωσμα, την ανάγνωση». Του έλεγα: «Κύριε, μόνο την ώρα που έγραφα την αντιγραφή». Τα 'παιρνα πολύ τα γράμματα. Από παράδοση του δασκάλου μου μάθαινα, αν σου πω ότι θυμάμαι θρησκευτικά και ελληνική ιστορία απ’ την παράδοση του δασκάλου μου, τώρα στα 95 χρονών. Τέλος πάντων, περάσαμε πολύ ωραία. Ε, μετά, ήρθε και ο πόλεμος. Το ’40 πήγανε τρία μου αδέρφια στον πόλεμο. Σκοτώθηκε ένας στην Αλβανία, το πρώτο παιδί της μαμάς μου. Κι ήταν παντρεμένο κι είχε κι ένα παιδί, κι ήταν, άφησε έγκυος τη γυναίκα του όταν πήγε, 27 χρονών ήτανε. Και πήγαν τρία αδέρφια στην Αλβανία. Και μετά που έγινε κι ένας ανταρτοπόλεμος, αν θυμάσαι, δεν ξέρω αν έχετε ακούσει, πήραν και τον μικρό μου αδερφό. Όταν σκοτώθηκε ο πρώτος μου αδερφός, η μαμά μου αρρώστησε, έπαθε εγκεφαλικό απ’ τη στεναχώρια της και σε λίγα, δυο μήνες, σε λίγο πήραν και τον μικρό μου αδερφό και λέει η μαμά μου τώρα: «Ε, τώρα θα σκοτωθεί κι αυτό». Κι απ’ τη στενοχώρια της ξαναπαθαίνει εγκεφαλικό και πέθανε τότες. Ε, έγινε, ας πούμε, τέλειωσε η Αλβανία, μπήκαν οι Γερμανοί, έναν μου αδερφό τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο κι όταν ήρθε σπίτι δεν τον γνωρίσαμε. Δεν γνωριζόταν απ’ την πείνα που τράβηξε. Εν τέλει τα τρία μου αδέρφια, ο ένας σκοτώθηκε, τα άλλα ζήσανε, ήρθανε κι όταν μπήκαν οι Γερμανοί, τ’ αδέρφια μου ήτανε. Και μάλιστα τους είπα, θυμούμαι τη μέρα που πέσανε… Θέλετε να συνεχίσω, έτσι;

Μ.Λ.:

Όπως θέλετε.

Χ.Φ.:

Εσείς λέτε μου, θέλετε ή να κόψω, για άλλο να με ρωτήσετε;

Μ.Λ.:

Πείτε μου για τη μέρα που πέσανε.

Χ.Φ.:

[00:05:00]Ναι, οι Γερμανοί επέσανε. Κι εγώ τους είπα και το: «Ο μήνας είχε 20 κι η μέρα ήταν Τρίτη που πέσανε οι Γερμανοί στο νησί της Κρήτης. Την Τρίτη το ξημέρωμα οπλιταγωγά φανήκαν και σ’ όλα τα περίπτερα τους Γερμανούς αφήναν και με τα πολυβόλα τους τον θάνατο σκορπούσαν». Εγώ τώρα, μου φάνηκε ένα ωραίο πράγμα που έβλεπα τα αλεξίπτωτα, δε φοβόμουνα, δεν ξέραμε ούτε τι είναι οι αλεξιπτωτιστές, κι έστεκα έξω και μου φώναζε η μαμά μου: «Βρε παιδί μου, μπες μέσα, θα σκοτωθείς, πάμε στο καταφύγιο». Βόμβες, πολυβόλα τα αεροπλάνα, γιατί ήτανε κι οι Νεοζηλανδοί, είχανε στο σπίτι μας έναν μεγάλο καταυλισμό, στα ‘σώχωρά μας, εκεί στους κήπους μας, έναν μεγάλο καταυλισμό. Και βέβαια, χτυπούσαν να σκοτώσουν τους αλεξιπτωτιστές. Κράτησε αυτό δύο μέρες συνέχεια, τρεις... να πέφτουν οι Γερμανοί. Αυτοί οι αλεξιπτωτιστές, δεν πιστεύω να έζησε κανένας, ούλους τους σκότωναν από κάτω, γιατί ήταν το στρατό το δικό μας, κι ήταν στρατό Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Κύπριοι, πολλά… Και γύρω γύρω σπίτι μας, είχανε δυο-τρεις καταυλισμούς. Στο Δαράτσο μιλώ τώρα, ε; Αποφασίσαμε. «Πρέπει να μπείτε στα καταφύγια, θα σκοτωθείτε» φωνάζανε, κι όλη η γειτονιά εκεί είχαμε κάμει ένα πολύ μεγάλο καταφύγιο, κι είμαστε όλη η γειτονιά, 20-25 άτομα. Ένας Νεοζηλανδός –και θυμάμαι, παιδιά μου, και τον λέγανε David, αλήθεια– αυτός έμενε εκεί στη γειτονιά μας, στον καταυλισμό, μας γνώριζε, του δίναμε καμιά φορά κρασί, λάδι, έτσι κι έστελνε στη... στα σπίτια τους. Και στεκότανε εκεί στην πόρτα του καταφυγίου και μας φύλαγε. Μια στιγμή βλέπουμε έναν αλεξιπτωτιστή κι έπεφτε 100 μέτρα από το καταφύγιο που είμαστε. Και κατεβάζει το πολυβόλο, του παίζει, αφού κι αυτόν τον λυπήθηκα τον κακόμοιρο, τον σκοτώνει, το αλεξίπτωτο σκέπασε όλη την ελιά κι αυτός κρεμόταν σκοτωμένος. Σαν να τα βλέπω αυτή τη στιγμή, αλήθεια σου λέω. Λέω αυτά που είδα, ε, παιδί μου; Και πηγαίνει ο Νεοζηλανδός αυτός, του παίρνει το πολυβόλο που κρατούσε, ήταν σκοτωμένος, δεν ανάπνεε και του παίρνει κι ένα σακίδιο που κρατούσε γεμάτο σοκολάτες, μπισκότα, τα κρατούσε –ξηρούς καρπούς– για να φάει αυτός, αν ζούσε. Και μας το φέρνει στο καταφύγιο και μας είπε αυτός, ο Νεοζηλανδός: «Τα παιδιά, όλοι, να φάτε απ’ αυτά». Αλλά κάτι μεγάλοι λέγανε: «Βρε παιδιά, μήπως έχει και δηλητήριο και πάθομε τίποτα;» Και λέει, μας λέει ο Νεοζηλανδός: «Αυτός» λέει «τα κρατούσε να τα φάει, δε έχουν τέτοιο πράμα. Και να ξέρετε ότι, αν δεν τον σκότωνα, θα ερχόταν, θα σας πετούσε μια χειροβομβίδα, να σας σκότωνε όλους». Πολέμησαν πάρα πολλοί Νεοζηλανδοί η αλήθεια, πολέμησαν πάρα πολλοί! Τώρα τι να συνεχίσω, την ίδια ιστορία;

Μ.Λ.:

Εκείνη την πρώτη μέρα, που είπατε βγήκατε έξω και τα βλέπατε σαν να’ ναι κάτι...

Χ.Φ.:

Ε, μου φάνηκε τόσο...

Μ.Λ.:

Φοβερό.

Χ.Φ.:

Μ’ άρεσε που έβλεπα τα αλεξίπτωτα έτσι και κρεμότανε απ’ τα… δεν ξέραμε τότες τι ήτανε. Αλλά μετά μας βάλανε οι γονείς μας, μας πήρανε, μας κλείσανε στο καταφύγιο, μέρα-νύχτα, δυο-τρεις μέρες δεν βγήκαμε καθόλου. Μετά όμως είπανε, πρέπει να φύγουμε απ’ τα σπίτια μας, να εγκαταλείψουμε το χωριό. Και ξέρεις πού πήγαμε; Στους Αγίους Αποστόλους, είχανε σπηλιές, ωραία, εκεί είχανε αποθήκες οι Νεοζηλανδοί. Τρόφιμα, μέλια, μπισκότα! Ήταν η αποθήκη, αλλά μένανε και Νεοζηλανδοί στρατιώτες εκεί, ήταν μεγάλες οι σπηλιές στους Αγίους Αποστόλους. Και μπήκαμε, τι να δούμε; Γεμάτο! Κούτες, κουζίνες να μαγειρέψεις, καλάθια αυγά! Ε, αφού ήταν αποθήκη. Τέσσερις μέρες καθίσαμε, ώστε να καταλάβουν όλο το νησί οι Γερμανοί, δε μας αφήκανε να πάμε σπίτια μας. Είχαμε όμως τρώγαμε, πίναμε εκεί, ήτανε… Ένας μόνο ήτανε, ένας που σκοτώθηκε το παιδί του κι έκλαιγε μέρα νύχτα, φώναζε, έκλαιγε το παιδί του το [00:10:00]σκοτωμένο, 10 χρονών, δεν ξέρω, μικρό, έτσι στο δημοτικό σχολείο πήγαινε. Ε, μετά 3 μέρες, έρχονται τρεις Γερμανοί και μας λένε ότι τώρα μπορείτε να γυρίσετε στα σπίτια σας. Κατέληξε, δηλαδή όλη η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Γερμανών και, πραγματικά, πήραμε και κάτι μέλια, πήραμε κάτι τυράκια, λέω δηλαδή από το, εκεί ήταν, οι Γερμανοί θα τα βρίσκανε μετά. Όσο πηγαίναμε με τα πόδια από τους Αγίους Αποστόλους στο Δαράτσο, στο σπίτι μας, δεν θα ξεχάσω όμως τα πτώματα που ήτανε στους δρόμους, στις ελιές από κάτω, κρεμότανε απ’ τα αλεξίπτωτα οι Γερμανοί, κόσμος σκοτωμένος, παιδί μου! Αφού είπαμε να πετάξουμε κι αυτά που κρατούσαμε απ’ τη στενοχώρια μας. Γεμάτο! Κι ένας Ματθαίος απ’ το Δαράτσο και το ‘δα σκοτωμένο, κι έτσι είμαστε φίλοι, συμμαθητές, και το ‘δα κι αυτό σκοτωμένο. Νεοζηλανδοί, Γερμανοί αμέτρητοι, πάρα πολλοί. Μετά αυτό, πήγαμε στο σπίτι μας, κι όταν πήγαμε σπίτι μας, ήτανε δυο Γερμανοί, στην αποθήκη είχε ο πατέρας μου, πάντα έβανε πολύ κρασί, κι ήτανε στο βαρέλι και μόλις μας είδανε, φωνάξαν τον μπαμπά μου, του λένε «ποτήρι», να πιούνε κρασί. Πηγαίνει ο πατέρας μου μέσα, πήρε ένα ποτήρι, τους βάζει και του λένε: «Πρώτα θα πιεις εσύ και μετά εμείς!» γιατί φοβηθήκανε μήπως έχει τίποτα δηλητήριο. Ο πατέρας μου κάνει έτσι μία, πίνει τα… Ερχότανε, παιδιά, κάθε μέρα, γεμίζανε παγούρια, μέχρι που αδειάσαν το βαρέλι! Μπορούσαμε να τους μιλήσουμε; Δεν μπορούσαμε.

Χ.Φ.:

Όλοι αυτοί τώρα, οι Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί, οι δικοί μας Έλληνες, τους είχανε στρατόπεδο, αιχμαλώτους. Σ’ όλο το νησί έτσι γύρω γύρω, στους Αγίους Αποστόλους, είχανε συρματοπλέξει γύρω γύρω και τους είχανε αιχμαλώτους. Κι είχα κι έναν πρώτο ξάδερφο, του πατέρα μου τ’ αδερφού γιος, αξιωματικός της αεροπορίας και πιλότος, και τον είχαν πιάσει και τον είχαν βάλει εκεί μέσα. Του πηγαίναμε εμείς φαγητό κι απ’ όλα, είχαμε πολλά αμπέλια εκεί δίπλα στους Αγίους Αποστόλους, όπως είναι ο δρόμος για την Κίσσαμο κι από πάνω ήταν όλες οι περιουσίες αυτές των αδερφιών του πατέρα μου. Αμπέλια, σταφύλια κι ήταν η εποχή που ήταν τα σταφύλια τότες, Αύγουστος, ναι. Και κόβαμε πολλά σταφύλια και τα πηγαίναμε στους αιχμαλώτους. Και μια μέρα, όπως περνούσα απ’ το στρατόπεδο, άκουσα έναν Νεοζηλανδό, αυτόν τον λέγανε Les, θυμάμαι το όνομά του, «Καρίκλεια, Καρίκλεια». «Αχ, βρε Les» του λέω «είσαι αιχμάλωτος;» κι έπιασα δυο σταφύλια να του τα δώσω. Κατεβάζει το πολυβόλο ο Γερμανός ο σκοπός, θα με σκότωνε, αλήθεια, τόση λύσσα, με ύβριζε! Δεν θέλανε να δώσουμε τίποτα στους Νεοζηλανδούς. Στους δικούς μας να δώσουμε, όχι στους ξένους. Τους μισούσανε πάρα πολύ τους Νεοζηλανδούς οι Γερμανοί. Εγώ τα 'πα κι αυτά χθες του Πρέσβη και τα, είχε μηχάνημα και τα… ναι. Και φώναζε αυτός ο καημένος, του φώναζε: «No, no, μην τη σκοτώσεις!» στη γλώσσα του. Επήγαμε τώρα πιο πέρα, είδαμε Έλληνες, τους δώσαμε, επήγαμε πολλά κορίτσια, πολλές και οι αδερφές μου με καλάθια σταφύλια, και εκεί είδαμε και τον ξάδερφό μου, τον αεροπόρο, δεν το ξέραμε ότι ήταν… Αχ! Εστεναχωρεθήκαμε, πρώτα ξαδέρφια! Σε ένα αμπέλι μας, ο διοικητής του στρατοπέδου, ο Γερμανός, είχε μια σκηνή μες στο αμπέλι μας, που κόβαμε εμείς τα σταφύλια. Και μας καλομιλούσε, ήξερε και λίγα ελληνικά. Και μια μέρα λέει ο μπαμπάς μου: « Αφού είναι ο διοικητής του γερμανικού στρατοπέδου, κράτα του…» μας έδωσε κρασί, λίγο κρασί, λίγη τσικουδιά σ’ ένα μπουκαλάκι να τα κρατούμε, λέει, του αξιωματικού αυτουνού. Αλλά φαίνεται να ‘τανε και καλούτσικος, δε θα ‘τανε πολύ αυστηρός. Και μια μέρα του είπαμε ότι –ήξερε και λίγα ελληνικά– ότι έχομε έναν αδελφό μας, είναι αιχμάλωτος, τον έχουνε εδώ, γιατί είχαμε το ίδιο επίθετο, κι αν μπορούμε να του πηγαίνουμε ώντε θέλουμε φαΐ, ρούχα κι αυτό. Και μας είπε, λέει: «Εγώ θα παίρνω τον φρουρό, τον Γερμανό, να σας αφήνει, να τον βγάζει έξω να του δίνετε». Αυτό έγινε δύο μέρες. Την τρίτη μέρα που πήγαμε μας λέει: «Αύριο, π[00:15:00]ου θα ‘ρθετε, θα κρατάτε πολιτικά ρούχα, θα κρατάτε…» τι και τι «κι εγώ θα ειδοποιήσω τον φρουρό, θα τον βγάλει έξω να μιλήσετε. Θα τον πάρετε, θα τον πάτε –είχε ένα χαλασμένο σπίτι πιο πέρα– θα τον βάλετε εκεί, θα τον ντύσετε με τα πολιτικά ρούχα όλα και θα τον πάρετε να φύγετε». Ήταν καλοσύνη, ε; Δεν ήταν καλοσύνη;

Μ.Λ.:

Ναι.

Χ.Φ.:

Μεγάλη. Τον ευχαριστήσαμε. Ποιος; Ο διοικητής του στρατοπέδου, ο Γερμανός! Μεγάλη χάρη! Η χαρά του του καημένου του ξαδέρφου μου τότες που τον πήραμε! Γιατί τους κακομεταχειριζόταν οι Γερμανοί. Ε, μετά έκατσε σπίτι μας, τον είχαμε στο σπίτι μας αυτό, το στρατόπεδο υπήρχε, καμιά φορά βγαίναν από το στρατόπεδο, το σκούσανε οι Νεοζηλανδοί στρατιώτες, ερχότανε μπροστά στο σπίτι μας, έτσι, κι εγώ είχα, ό,τι είχαμε να τους προσφέρομε, να τους δώσουμε. Κάποτε ήρθε ένας και εζήτα τράπουλα, και μας έκανε έτσι, θέλει λέει τράπουλα, χαρτιά να παίζουνε, λέει, να περνούνε η ώρα τους, λέει, να περνάει η ώρα τους. Κι εγώ, από τον καταυλισμό τους, είχα μαζέψει δεν ξέρω πόσες τράπουλες χαρτιά. Και κάτι άλλο. Πολλά. Και ρούχα, εσώρουχα που τα ‘χανε στον καταυλισμό στα κρεβάτια τους, όλα αυτά τους τα δίναμε. Αλλά φοβότανε μην τους δει και κανείς Γερμανός, γιατί εμάς θα τιμωρούσε. Μια μέρα τους είχαμε δώσει, ήταν δύο Νεοζηλανδοί και τους είχαμε πάρει, δεν ξέρω τι είχαμε… τους αρέσαν οι τηγανιτές πατάτες… και πριν δηλαδή να μπουν οι Γερμανοί, εμείς τους δίναμε, τηγανίζαμε πατάτες, αλλά ήτανε πλούσιο κράτος, βρε παιδί μου, οι Άγγλοι δηλαδή. Και την ώρα που τρώγανε σ’ ένα δεντρό από κάτω που τους είχαμε πάει στο σώχωρο, στο σπίτι, άκου, ερχότανε τρεις αξιωματικοί Γερμανοί. Κι ευτυχώς το καταλάβαμε εμείς, πως ήτανε Γερμανοί, αφήκαν και το φαΐ οι καημένοι και εξαφανιστήκανε, φύγανε, ευτυχώς! Γιατί εμάς θα τιμωρούσανε μετά. Κι άλλη φορά τους περιθάλψαμε. Πάλι μια μέρα, μετά λίγες μέρες, ένα τσούρμα Νεοζηλανδών, όλοι ήταν Νεοζηλανδοί, 10-15 άτομα ήτανε, είχανε ψηλά τα χέρια με στρατιωτική στολή όπως ήτανε, το 'χαν, είχαν φύγει απ’ το στρατόπεδο, με ψηλά τα χέρια, κι ήρθαν, τους είπαν ότι στην πίσω γυαλιά, λέει, δεν ξέρω, υπήρχανε καΐκια και τους παίρνανε για να γλιτώσουν. Τώρα, πήγανε, δεν πήγανε; Εγώ πάλι τι είδα, από το σπίτι μας, απ’ τη μια πόρτα, απ’ το δρόμο που περνούσανε, είχαμε το παράθυρο της μιας κάμερας, και έβλεπα. Κι ήταν απ’ έξω ένα βαρέλι γεμάτο νερό με τόσα σκουλήκια, αλήθεια σου λέω, Μαρία μου, παίρναν έτσι και τα βάζανε, ζέστη! Ιούνιος, Ιούλιος, ζέστη! Τους λυπήθηκα! Λίγο πιο πάνω ήταν ένα, μια στέρνα, ξέρεις τι είναι η στέρνα με νερό. Παίρνω έναν κουβά με σκοινί και τρέχω, η μάνα μου να με... «Πού πας βρε, θα σε σκοτώσουνε! Δεν βλέπεις τ’ αεροπλάνα;» συνέχεια πολυβολούσαν. Εγώ τους λυπήθηκα, ας ήμουνα και 14 χρονών, πήγα, πάω, τους πάω στη στέρνα εκεί, αλλά αυτοί πήραν και τραβούσανε νερό, λουζότανε, πίνανε, τους λυπήθηκα, μα δεν είχαμε ούτε φαΐ να τους δώσω, ήτανε και πολλοί ανθρώποι. Και μια στιγμή, παιδιά, περνάει ένα αεροπλάνο, φαίνεται τους είδε, τόσο χαμηλά, και πολυβόλα, οι σφαίρες πέφτανε γύρω γύρω. Κι αυτοί οι κακόμοιροι φοβηθήκανε μη σκοτωθώ, Μαρία, σου λέω αλήθεια, κάμανε ετσά ένα καταφύγιο, έτσι τα χέρια τους και οι 15 και με βάλανε από κάτω και μου λέει: «Εμείς να σκοτωθούμε, όχι εσύ» αλήθεια. Κι αυτά τα ‘πα όλα! Ε, δεν έδειξε τίποτα απ’ αυτά, ρε παιδί μου. Δεν αξίζει να πεις ένα τέτοιο, παιδί μου, πες μου;

Μ.Λ.:

Ναι.

Χ.Φ.:

Ναι. Τέλος πάντων. Εφύγανε και μου πετούσαν φιλιά! «Αδελφή φχαριστούμε!» με φχαριστούσανε, δηλαδή ευχαριστηθήκανε μόνο που τους πήγα κι ήπιανε νερό. Αυτό. Κι άλλο ένα μια φορά, ήρθε στο σπίτι κι ήθελε να φύγει κι αυτό στα βουνά. Το ‘χε σκάσει απ’ το στρατόπεδο και μας ζητούσε ρούχα, να τον ντύσομε πολιτικά. Και παίρνω κι εγώ τ’ αδερφού μου ρούχα, ό,τι είχε, παντελόνι, σακάκι, ένα πουκάμισο και του δίνουμε και μια [00:20:00]τραγιάσκα, ξέρεις τι είναι η τραγιάσκα;

Μ.Λ.:

Καπέλο.

Χ.Φ.:

Ελληνίδα, Κρητικιά είσαι;

Μ.Λ.:

Ναι.

Χ.Φ.:

Ε, οπότε τα ξέρεις. Και του δίνουμε και σ’ ένα σακούλι χωριάτικα, όπως πηγαίνανε οι εργάτες μας να δουλέψουνε, ένα σκαπέτι, στο σκαπέτι του κρεμάσαμε μια τσάντα, υφαντή ήτανε έτσι, του βάλαμε λίγο ψωμί, ελιές, δεν ξέρω τι και τι και του είπαμε ότι: «Θα λες ότι…» και να τον δουν οι Γερμανοί θα πούνε αυτός πάει για δουλειά. Και πήγα λίγο πιο πάνω εγώ και του λέω: «Απ’ αυτόν το δρόμο…» προς το νεκροταφείο μας «αυτόν τον δρόμο» λέω «και θα τραβήξεις…» Τώρα τι έγινε ο άνθρωπος αυτός. Φχαριστήθηκε! Ήξερε και κάτι λέξεις ελληνικές και μια στιγμή μου λέει, με χαιρετούσε: «Αδελφή, αδελφή, φχαριστώ, αδελφή, φχαριστώ!» και σταματά δύο λεπτά και μου λέει: «Άμα τελειώσει…» ήξερα κι εγώ, γιατί αυτοί είχανε καταυλισμό και μου μαθαίναν αγγλικά, οι ίδιοι οι Νεοζηλανδοί, «Άμα τελειώσει ο πόλεμος, θα γυρίσω απ’ τη Νέα Ζηλανδία και θα σε πάρω στη Νέα Ζηλανδία, κι η μαμά, θα μας δει και θα μας λέει: "Ω! Γκρέκο δεσποινίς, γκρέκο δεσποινίς!"». Αυτό ήτανε πραγματικά, το λέω δηλαδή έτσι, όχι ότι... δηλαδή τόσο ευχαριστήθηκαν αυτοί οι άνθρωποι.

Χ.Φ.:

Ε, οι Γερμανοί καθότανε στο σπίτι μας, μετά, μετά που φύγανε οι Νεοζηλανδοί κι αυτό, μας επιτάξανε ένα μεγάλο δωμάτιο. Καθόντουσαν τέσσερις στρατιώτες, δίπλα σ’ ένα άλλο σπίτι πέντε, δηλαδή όλοι η γειτονιά εκεί είχανε επιτάξει τα σπίτια τους. Εμείς είχαμε στην αρχή, γιατί ο πατέρας μου, εμείς φουρνίζαμε, κάναμε το ψωμί μας, 10-12 ψωμιά, έβανε τόσα ο φούρνος μας, ήμαστε μεγάλη οικογένεια, αλλά, όσο να ‘ναι, έναν χρόνο, δύο χρόνια, εξαντλήθηκαν αυτά. Μετά δεν είχαμε ούτε ψωμί να φάμε. Κι ένα μεσημέρι, χτυπά –όπως είναι τώρα εδώ η κουζίνα κι απ’ το άλλο δωμάτιο μπαίνανε οι Γερμανοί– χτυπά η μεσόπορτα κι ανοίγει ο μπαμπάς μου και μπήκε ένας Γερμανός. Κι όπως μας είδε –γιατί ο πατέρας μου είχε αυτό το καλό κι η μάνα μου, καθίζαμε εννιά παιδιά κι οι δυο οι γονείς, όλοι στο τραπέζι όταν τρώγαμε– κι άνοιξε ο Γερμανός, μας είδε και τρώγαμε. Τρώγαμε σκέτα χόρτα, ελιές και κρεμμύδι, αυτά θυμούμαι, δεν είχαμε ψωμί καθόλου. Στάθηκε έτσι λίγο κι έβλεπε και λέει του μπαμπά μου: «Baba, mama, nichts ψωμί;» Όπως σ' το λέω, «Nichts ψωμί;» Του λέει ο μπαμπάς μου: «Δεν έχομε». Μπαίνει μέσα και λέει στους άλλους τρεις, λέει: «Εμείς είμαστε τέσσερις, παίρνουμε τέσσερις σαΐτες –κουραμάνες τις λέγανε αυτοί– να τρώμε τις τρεις και να δίνουμε στα πίκουλα –πίκουλα μας λέγανε– στα πίκουλα» λέει, που τους είδα και τρώγανε χόρτα και δεν είχανε ψωμί. Συμφώνησαν κι οι άλλοι τρεις και κάθε μέρα, κάθε μεσημέρι που παίρνανε τέσσερις σαΐτες, μας δίνανε μία σαΐτα ψωμί και έστω τρώγαμε μία φέτα ψωμί με τα χόρτα. Θέλω να πω για την καλοσύνη, που ήταν Γερμανοί, που να ‘ταν άλλοι «Άσ' τους» να πει. Ήτανε όμως και μερικοί δηλητήριο, δεν σου λέγανε, να σε δούνε δεν θέλανε. Αυτοί, κι οι τέσσερις που ήταν σπίτι μας και δίπλα, ήταν πάρα πολύ καλά παιδιά, δεν μας κακομεταχειριστήκαν, ούτε να μας υβρίζουνε, τίποτα. Τους δίνει κι ο πατέρας μου πολλές φορές κρασί, ζητήσανε λίγο λάδι, τα κάναν έτσι κάτι πακέτα να τα στείλουνε, λέει, στα σπίτια τους, στη Γερμανία δηλαδή. Έτσι, αλλά αυτός ο Αλφρέντος, ειδικά από τους τέσσερις, ήτανε ο πιο εκλεκτός. Και φαίνεται να 'τανε και από πλουσιόσπιτο. Κάθε εβδομάδα ένα πακέτο τόσο του στέλνανε γεμάτο με γλυκά, διάφορα, ό,τι οι Γερμανοί τρώγανε. Μόλις τ’ άνοιγε γέμιζε ένα πιάτο, ένα δισκάκι τόσο, να φέρει στα πίκουλα, να φάμε κι εμείς. Κάθε εβδομάδα που θα, μας έφερνε. Δηλαδή σαν να μας λυπότανε. Ε, ήρθε η ώρα, κάτσανε, αυτό, ήρθε η ώρα, φύγανε.

Μ.Λ.:

Πόσον καιρό κάτσανε, α, συγνώμη...

Χ.Φ.:

Ναι.

Μ.Λ.:

Πόσον καιρό κάτσανε;

Χ.Φ.:

Θα κάτσαν δυο χρόνια στα σπίτια μας, πρέπει να κάτσανε. Ναι. Τώρα, ακρίβεια δε μπορώ να θυμηθώ.

Μ.Λ.:

Εντάξει...

Χ.Φ.:

Αλλά δυο χρόνια σίγουρα. Γιατί θυμούμαι κάτι γιορτές που [00:25:00]κάνανε, κάτι… και γλεντούσανε, τραγουδούσανε. Ναι, δυο χρόνια κάτσανε, τώρα το παραπάνω ή το λιγότερο δεν μπορώ να σ' το πω. Ε, ήρθε η συνθηκολόγηση, αυτό, εφύγανε. Μια μέρα μάλιστα ο μπαμπάς μου καθότανε στην αυλή, πριν φύγουνε στα, καθότανε ακόμα. Μου λέει: «Καρίκλεια, Μπαμπά, να σας βγάλω μια φωτογραφία». Κι όπως καθότανε ο μπαμπάς μου, τον αγκάλιασα και μας πήρε μια φωτογραφία. Αυτή τη φωτογραφία, Μαρία μου, την κρατούσε μαζί του κι ύστερα –τον θυμάσαι;– ύστερα από 45-50 χρόνια; Σκέψου, αν ήμουνα εγώ 14 στο ’40, φύγανε, κάτσανε 2-3 χρόνια, ήμουνα 16-17 χρονών όταν φύγανε. Εγώ παντρεύτηκα, έκαμα παιδιά, είχα εγγόνια, πιστεύω να ‘τανε το ΄85 με το ΄90. Μια κυρία εδώ μου φωνάζει: «Βρε Χαρίκλεια, κάποιος κρατά μια φωτογραφία και σαν να είσαι εσύ με τον μπαμπά σου». Μας γνωρίζανε, εγώ απ’ το Δαράτσο, παντρεύτηκα και καθόμουνα εδώ. «Και σας ζητά, σας θυμάται» λέει «στον πόλεμο». Κι ακριβώς ήμουνα εδώ κι είχα ανοιχτό το παράθυρο, παιδιά, να τον γνωρίσω κι εγώ, Μαρία μου! Ήτανε με πολύ κόκκινα μαλλιά και πολλές φακίδες.

Μ.Λ.:

Ο ίδιος, ο Αλφρέντο;

Χ.Φ.:

Ο Αλφρέντο. Ναι. Ήρθε μετά από πόσα χρόνια, κράταγε τη φωτογραφία, να ‘ρθει, λέει, να μας δει. Ε, δεν ήτανε, δηλαδή όλοι λέγαμε: «Γερμανός, και να θυσιάσει να ‘ρθει και κράτα τη φωτογραφία» και μου την άφησε μετά κιόλας και την έχω. «Αχ, ο Αλφρέντος!» Ε, όσο και να ‘ναι, 16-17 χρονών, θυμόμουνα. Και ξέρεις ήτανε το σημείο που είχε πολλές φακίδες και κατακόκκινα τα μαλλιά του. Αν σου πω την αλήθεια, έκλαιγε, τόσο τρέχαν τα μάτια του. Κι είχε κι έναν διερμηνέα μαζί του την πρώτη φορά που ήρθε και μας έλεγε: «Πόσο σας αγάπησε αυτός ο άνθρωπος, όλη την οικογένεια…» μας είπε πολλά. Έκατσαν, τους περιποιήθηκα, δεν ξέρω τι και τι, ό,τι είχα. Ναι, ε, μας χαιρέτησε, έφυγε. Του χρόνου έρχεται με τον γιο του, με τη γυναίκα του. Θυμάσαι όταν ήρθε με τη γυναίκα του, όχι, με τον γιο του. Είχε μία πολύ ωραία γυναίκα! Ήρθανε [Δ.Α.], τους περιποιηθήκαμε, μαγειρέψαμε και τους είχα δώσει και κάτι κρητικές πετσέτες, έτσι για ενθύμιο, φύγανε κατενθουσιασμένοι. Τους φέρει δώρα, κάτι κορνίζες ωραίες, ζωγραφική, ήταν ζωγράφος, δεν ξέρω τι ήτανε. Τον τρίτο χρόνο, έξι χρόνια ερχότανε. Και κάθε Πάσχα, ήρθε με τον γιο του, ήρθε με κάτι φίλους του, έστειλε και φίλους έναν χρόνο που δεν ήρθε: «Θα πάτε στον Γαλατά, στην Κρήτη, στα Χανιά. Θα ζητήσετε τον Γαλατά, θα πάτε να βρείτε την τάδε οικογένεια». Κι ήρθανε δυο αντρόγυνα, με γραμμένα, είχαν τα ονόματα μας, και θυμούμαι κάτσανε, τους έκανα πιλάφι, έξω στην αυλή, ήτανε καλοκαίρι. Πήγανε, φαίνεται, και του λέγανε πόσο τους περιποιηθήκαμε. ‘Ήτανε πολύ ευχαριστημένοι. Κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα μας έστελνε, έχω κάρτες, γράμματα, με τόση αγάπη! Αυτό το σπίτι που έμενε φαίνεται να ‘τανε παλάτι, γιατί έδειχνε τον κόσμο, Χριστούγεννα, Πάσχα, που διασκεδάζανε. Και τα είδε εχθές ο Πρέσβης της Ολλανδίας και έμεινε άφωνος, αλήθεια. Σου λέει, Γερμανός… Ε, μετά η αδελφή μου η Θεοφίλη, στο Δαράτσο, ήξερε και γερμανικά και συνενογιόντουσαν στο τηλέφωνο, εγώ πού και λέξη; Ε, μετά χάσαμε, ούτε αλληλογραφίες, ούτε τηλέφωνα έπαιρνε, ε, θα ‘τανε 100 χρονών, πέθανε. Ε, αυτό εκεί σβήνει ο πόλεμος.

Χ.Φ.:

Μετά για την οικογένεια, δηλαδή οικογενειακά, εγώ στο σχολειό δεν πήγαινα, πήγαινα στο κατηχητικό, μ’ άρεσε πολύ το κατηχητικό. Ερχόταν απ’ τις φυλακές της Αγυιάς ένας φύλακας, ήτανε πολύ θρήσκος, μας έκανε… θέλω να πω, τη ζωή μου τώρα θέλω να σας πω, ε;

Μ.Λ.:

Ναι, να μου πείτε, να μου πείτε.

Χ.Φ.:

Ναι. Ο παππούς, ο άντρας μου, μ’ είχε αγαπήσει, κάθε Κυριακή που κάναμε κατηχητικό ερχόταν στο Δαράτσο με τον παπά που [00:30:00]συμμετείχε κι αυτός στο κατηχητικό. Και λέγανε όλες οι φίλες μου: «Τι έρχεται αυτός ο Γαλατιανός κάθε μέρα, κάθε Κυριακή στο κατηχητικό;» Και ρωτάω μαθητές και μου λέει: «Μάθαμε πως έρχεται για σένα». Κι εγώ γέλασα, μη ρωτάς. Πραγματικά μ’ είχε αγαπήσει τόσο πολύ. Ε, στο τέλος αρραβωνιαστήκαμε, παντρευτήκαμε, κάμαμε τέσσερα παιδιά, έκαμα έξι εγγονές, ένα δισέγγονο, είμαι πολύ ευτυχισμένη με τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, με λατρεύουνε, τα λατρεύω πραγματικά. Αν σου… δες αυτή, αυτή, η Νατάσα την έχει, δες τι γράφει από πίσω, το Πάσχα, τη μέρα του Πάσχα, η Παναγίτσα...

Μ.Λ.:

«Στη γιαγιά μου, που η παρουσία της στη ζωή μου μ’ έκανε καλύτερο άνθρωπο. Σε λατρεύω γιαγιάκα μου. Νατάσα». Το ξέρουμε πόσο πολύ σας αγαπάνε.

Χ.Φ.:

Η αδερφή της η Ειρήνη, αυτή άμα είναι να διαβάσεις τις μαντινάδες που μου έχει στείλει, μόνο μία θα πω: «Στα χέρια σου μεγάλωσα, κι αυτό έχει σημασία που μ’ έμαθες να αγαπώ σ’ αυτή τη κοινωνία.» Και συνέχεια 20, 30 μαντινάδες αλλά εγώ την πρώτη σου λέω, που όπου και να την είπα… άμα σου πω ότι δυο παπάδες τη γράψανε;

Μ.Λ.:

Φοβερή.

Χ.Φ.:

Τους το ‘λεγα και τη γράψανε. Ε, αυτή η ζωή μου. Όλα αυτά, πήρα πολλές πίκρες, έχασα γονείς, πεθάνανε όλα μου τα αδέρφια, από εννιά είμαι μόνο εγώ, παιδί μου, όλοι έχουν πεθάνει. Τα αγόρια, τα αδέρφια μου, κανένα δεν έφταξε τα 80. Οι δυο μου αδερφές, μία αδερφή μόνο, να εκεί που είμαι μαζί με μία και κεντά, στα 103 έφυγε. Μόνο αυτή, οι άλλοι δε φτάξανε καθόλου ούτε τα 80. Κι έχω μείνει μόνη εγώ. Είμαι 70 χρόνια εδώ στον Γαλατά.

Μ.Λ.:

Εδώ πέρα, σ’ αυτό το σπίτι;

Χ.Φ.:

Ε;

Μ.Λ.:

Εδώ πέρα;

Χ.Φ.:

Παντρεύτηκα, κι είμαι, δηλαδή, είμαι 70 χρόνια… Κι ο άντρας μου έχει φύγει 20 χρόνια, το 2000 έφυγε. Αρρώστησε. Τράβηξα πολλά, μ’ ένα μου παιδί που κάηκε, αλλά τι να σου πω, είναι μεγάλη ιστορία, μήπως δεν πρέπει να λέω τέτοια; Δε πρέπει να τα πω, να σας…

Μ.Λ.:

Εσείς, εσείς, αν θέλετε να πείτε να το πείτε.

Χ.Φ.:

Μόνο θα σου πω ότι κάηκε, έπεσε σ’ ένα λάκκο ασβέστη που σβήνανε εδώ στη γειτονιά με το κεφάλι, ερχότανε πρώτη δημοτικού απ’ το σχολείο. Ο ασβέστης έβραζε, κι έπεσε με το κεφάλι μέσα. Εγώ ήμουνα στις ελιές. Το βγάλανε, καλά που το είδε η γιαγιά του την ώρα που έπεφτε και μίλησε σ’ αυτούς –τρώγανε οι ευλογημένοι ανθρώποι– κι αφήκανε ακάλυπτο το λάκκο αυτό. Το βγάλανε, όταν το βγάλανε, ήτανε… ο ασβέστης έσβησε απάνω του, γιατί δεν είχε σβήσει καθόλου. Αλλά αμέσως ετοιμαστήκαμε, αυτό το φύγαμε, το πήγαμε στον οφθαλμίατρο κι ο οφθαλμίατρος… τα μάτια του ήταν τόσα! Ο σβέρκος του, τι να σου πω; Όλο πληγές! Αυτό, ξέρεις τι του κάμανε; Του ρίξανε νερό κι ο ασβέστης δεν είχε σβήσει κι έσβησε απάνω του. Κι έφυγαν όλα τα κομμάτια. Κρέατα, τίποτα! Το ένα του πόδι μόνο κόκκαλο και το ένα, το δεξί του χέρι μόνο το κόκκαλο είχε μείνει. Απ’ τις ελιές που ήρθα, ήρθανε, η μαμά της μου λέει: «Έλα, ο Γιώργος μας έχει πέσει στον ασβέστη και τον πήγανε στην Αθήνα». Ο μπαμπάς του κι ένας θείος του πήγαν στην Αθήνα, το είδανε, είπανε δύο μερών με πολύ τριών μερών ζωή, δεν είχε ζωή. Μετά πήγα κι εγώ, εφτά χρόνια, τρία στο Αρεταίειο κι άλλα τέσσερα χρόνια στη Βούλα. Αλλά δοξάζω το θεό που έζησε! Ένα ολόκληρο χρόνο ψυχομαχούσε, κάθε μέρα περίμεναν οι γιατροί τον θάνατο. Κάθε μέρα! Κι άμα…σ’ ένα χρόνο, μια μικροβιολόγος από τα Χανιά, Φραγκιεδάκη νομίζω λεγότανε, ήτανε στο Αρεταίειο νοσοκομείο και επειδής ήτανε Χανιωτάκι, τ’ αγάπα, μας αγαπούσε πάρα πολύ, έκανε τα πάντα για να το βοηθήσει κι όλο έλεγε στις νοσοκόμες που μου περιποιόνταν το παιδί μου: «Παιδιά, πάει ο Φουρναράκης, το αίμα του έχει γίνει νερό, τα νεφρά του άχρηστα», δηλαδή η έρμη κάθε μέρα περίμενα. Αφού σε ένα χρόνο που πέρασε, είδανε, λέει, μια λίγη καλυτεράδα στα νεφρά και στο αίμα. Και μπήκε ένας γιατρός που πολύ το περιποιούντανε και μου λέει: «Κυρία Φουρναράκη, σήμερα πιστέψαμε ότι ο Γιωργάκης κέρδισε τον θάνατο». [00:35:00]Τέλος πάντων, έζησε, έκαμε τρία χρόνια στο ένα, πήγε στη Βούλα, εγχειρήσεις, του ‘χει μείνει μια αναπηρία μεγάλη, αλλά περπατεί χωρίς μπαστούνι, με ανύψωση παπούτσι. Σπούδαξε, ήρθε εδώ, όταν το φέραμε, ερχότανε δάσκαλος από το δημοτικό το… στη Βούλα έμαθε όλο το δημοτικό σχολείο, στη Βούλα. Μετά που ήρθε εδώ να δυναμώσει λίγο, γιατί το πόδι του είχε γυρίσει έτσι, απ’ τα εγκαύματα, ερχότανε από το σχολείο εδώ, στο σπίτι και του κάνανε μαθήματα, γύρισε στη Βούλα, του κάμαν εγχείρηση, του φέραν ίσιο το πόδι του, έκαμε όσο ήταν, το φέραν εδώ, μετά δίνει στο γυμνάσιο, στο 1ο γυμνάσιο στα Χανιά και περνά με 19 και ¾. Ένα θαύμα! Ήταν ο δεσπότης ο Ειρηναίος τότες, βγάλανε λόγους, δηλαδή εξέρανε για το παιδί. Γιατί ο άντρας μου είχε πολύ φιλίες με τους δεσποτάδες και τους παπάδες. Μετά έβγαλε το γυμνάσιο, δεν ήτανε λύκειο τότες, και δίνει στο Ηράκλειο, στη Νομική. Και περνά. Τη Νομική. Αλλά όταν έφευγε μου λέει: «Μαμά, δεν θέλω να στεναχωριέσαι, μόνο να προσεύχεσαι για μένα». Σήμερα πιστεύει, Μαρία μου, ότι έζησε εκ θαύματος. Λέει: «Μαμά, εγώ, από 7,5 χρονών έπρεπε να έχω πεθάνει». Μετά δεν του άρεσε η δικηγορική και ήθελε δημοσιογραφία. Διάβασε, έγινε δημοσιογράφος, δούλεψε στις εφημερίδες, με τον Βιτώρο, αν τον έχεις ακούσει. Τηλεφωνιόντουσαν με τον Βιτώρο, έμαθε, εδούλεψε σε εφημερίδες, σε περιοδικά. Κι έκαμε και πόσα χρόνια, η Νατάσα θα θυμάται, ως προϊστάμενος στο… ήταν άριστος. Και τώρα απολύθηκε, παίρνει τη σύνταξή του, πήρε σπίτι δικό του στην Αθήνα. Έχασε, γιατί αυτό θα γινόταν πολύ υψηλό παιδί, αλλά του κόψανε την ύψωση, γιατί το ένα πόδι έπαιρνε και τ’ άλλο ήτανε τελείως άχρηστο, ούτε μπαστούνι, που μου λέγανε οι γιατροί: «Κυρία Φουρναράκη, κι αν ζήσει ο Γιωργάκης θα ‘ναι πάντοτε σε νευρολογική κλινική και με καροτσάκι θα περπατεί». Όταν το ‘δε ένας γιατρός κάποτε, ότι περπατούσε και τους είπα ότι, με ρωτήσανε, και τους είπα ότι είναι και δημοσιογράφος, αλήθεια σου λέω, τα χάσανε, δεν το πιστεύανε. Κι ένας Μαράκης, γιατρός απ’ το Ηράκλειο, μου λέει: «Κυρία Φουρναράκη, ο Γιωργάκης έζησε εκ θαύματος κι όχι απ’ την επιστήμη τη δικιά μας». Δεν άφησα έναν άγιο, κι ακόμα χρωστώ στους αγίους, το 'ταζα παντού, το 'ταζα, βοήθησε ο θεός, παιδί μου. Και σήμερα, μια χαρά, παίρνει τη συνταξούλα του, του ‘χει μείνει μια αναπηρία, έχει 7 πόντους ανύψωση στο… αλλά τα λογικά του, τέλεια. Αυτό τελειώνω εδώ. Τώρα τι άλλο θέλεις να σου πω; Τη δική μου περιπέτεια σου είπα. Όλη τη ζωή μου. 

Μ.Λ.:

Και σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Θέλετε να γυρίσουμε λίγο στα παιδικά σας χρόνια; Πριν, πριν γίνει η εισβολή από τους Γερμανούς. Εσείς μένατε στο Δαράτσο;

Χ.Φ.:

Στο Δαράτσο.

Μ.Λ.:

Ναι.

Χ.Φ.:

Περνούσα πολύ καλά, είχα καλές φίλες, είχαμε αγάπη, αλλήλων μας είχαμε αγάπη, αν σου πω τι αγάπη μου είχαν οι δασκάλοι μου δεν θα το πιστέψεις. Είχα μια δασκάλα, τη λέγανε Νίτσα Σπαντιδάκη, Α΄ δημοτικού με είχε και Β΄, αλλά την αγάπη που μου είχε αυτή η δασκάλα, τι να σου πω; Και κάποτε που εκάναμε γιορτή, «Θα βάλω στην Χαρίκλεια ένα ποίημα, επειδής την αγαπούμε πολύ». Και θυμούμαι που λέει: «Δεν είμαι, καθώς βλέπετε, σαν τα κορίτσια τ’ άλλα, γιατί έχω θείο δάσκαλο, έχω και θεια δασκάλα!» Ωραίο αυτό το ποίημα. Επειδής μ’ αγαπούσαν τόσο, μου το βάλανε και το θυμάμαι όλο και θυμάμαι και της Β΄ τάξης και όλου του δημοτικού σχολείου, ό,τι μου λέγανε οι δασκάλοι μου, όλα τα θυμάμαι, όλα τα θυμάμαι.

Μ.Λ.:

Πώς ήταν τότε η καθημερινότητα, τι τρώγατε, τι...

Χ.Φ.:

Να σου πω, ο πατέρας μου, σου είπα, ήτανε τότε οικοδόμος, εδούλευε, είχε όμως και πολλή περιούσια, ελιές, αμπέλια, τέτοια… Δουλεύαμε, δουλεύαμε, τις ελιές μας, τ’ αμπέλια μας. Αλλά είχαμε άφθονο λάδι, άφθονο κρασί. Ο πατέρας μου, δε μας λείφτηκε ποτές, μπορώ να σου πω πως δεν τρώγαμε κάθε μέρα κρέατα που τρώνε τώρα κι αυτό, αλλά δύο φορές την εβδομάδα απαραιτήτως. Αλλά είχαμε και κοτόπουλα πολλά, είχαμε κατσικούλες, είχαμε κατσικάκια, ξέρεις στα χωριά. Και δεν υστερηθήκαμε πολλά, αλλά είχαμε μια αγάπη, είχα φίλες… Αφού [00:40:00]σμίγαμε πολλά, μετά το σχολείο θέλω να πω, σμίγαμε σε σπίτια, κάθε Κυριακή ειδικά, χορεύαμε, τραγουδούσαμε, πέρασα πολύ ωραία τα παιδικά μου χρόνια. Το λέω πολλές φορές κι η Νατάσα μπορεί να το θυμάται που το λέω, πέρασα ωραία παιδικά χρόνια. Είχαμε αγάπη, παιδί μου, εμένα μ’ άρεσε από μικρή η αγάπη. Η μαμά μου πάντα έλεγε, με έπαιρνε στο λαιμό κι ό,τι, όπου και να πάω λέει, θα κάμω:. «Ως και με πεθερά» έλεγε «θα κάμει, γιατί έχει αγάπη». Είχα αγάπη. Δεν μάλωσα ποτέ με άνθρωπο στον κόσμο. Να, 70 χρόνια είμαι εδώ, ρώτησε. Προχθές είπε μια, που ‘μουνα πολύ άρρωστη, πως: «Αν πεθάνει η Χαρίκλεια, θα φτωχάνει η γειτονιά μας». Κι όλο το χωριό, έχομε αγάπη. Αυτό είναι το θέμα, αυτό είναι δηλαδή για μένα, η αγάπη νικά τα πάντα.

Μ.Λ.:

Γι' αυτό τρέχατε και σώζατε τους Νεοζηλανδούς, χωρίς να φοβάστε για τον εαυτό σας.

Χ.Φ.:

Δε φοβούμουνα. Δεν είχα φόβο! Αλήθεια σου λέω. Δε φοβούμουνα. Κι η μαμά μου μου φώναζε «Βρε παιδί μου, θα σε σκοτώσει κανείς Γερμανός». Γιατί οι Γερμανοί ήτανε, ήταν και καλοί, αλλά… όπως το ‘πα του Πρέσβη, που με ρώτησε αν… Του είπα: «Εγώ γνώρισα και καλούς, γνώρισα και κακούς». Κάποτε μας είχανε, του μεγάλου αγιασμού, μας πήραν, ως και τον παπά από την εκκλησία, όλο το εκκλησίασμα, κι όλο το χωριό, άντρες, γυναίκες στου σχολείου την πλατεία, γιατί χάσανε κάτι, λέει, απ’ το πολυβολείο τους οι Γερμανοί. Και νομίζανε ότι, αυτοί οι στρατιώτες που ‘τανε του πυροβολικού, πήγε κάποιος και το πήρε. Θα σκοτώνανε, κι ήτανε τρία μου αδέρφια μέσα, ένας σκοτώθηκε στην Αλβανία τα άλλα τρία τα 'χανε στη γραμμή με 50 άλλα παιδιά στο Δαράτσο. Η μαμά μου η καημένη παρ' ολίγο να… από τότες… Αλλά ήτανε σύμφωνοι όλοι, ρωτούσαν οι Γερμανοί: «Ποιος το πήρε; Θέλω να πει ο ένας, ποιος το πήρε; Πώς βρέθηκε...» ιστορίες που δεν ξέρω να τα πω. Όλοι φωνάζανε: «Όχι, δεν είδαμε, δεν μπορούμε να πούμε». Και να λένε, «Από 1 έως 10 λεπτά». Σε 10 λεπτά είχαν τα πολυβόλα στέσει οι Γερμανοί. Δεν θα εκτελούσανε γυναίκες, όλους τους άντρες. Και τι μάθαμε μετά, είχαν έναν Γερμανό, σαν να τον βλέπω ένα κακουδέρικο κι είχανε προβατάκια και τα ‘βοσκε. Γιατί κάτσαν οι Γερμανοί πολύ στο Δαράτσο. Αυτός, λέει, είχε βγάλει το κλειδί από ένα κανόνι, για να ενοχλήσει το χωριό. Κι ευτυχώς που το είπε, αλλιώς... γιατί όλοι οι δικοί μας φωνάζανε. Σκεφτείτε όταν είπε το «9», όταν είπε «10», τα πολυβόλα έτοιμα, οι Γερμανοί στη σκανδάλη. Τώρα εκείνη την ώρα έγινε κάτι και πάψανε οι Γερμανοί, είπανε: «Εντάξει». Φχαριστηθήκανε που ήταν όλοι σύμφωνοι με ένα όχι, όλοι, κι έτσι μας αφήσανε ελεύθερους. Παιδιά μου, οι Γερμανοί που καθότανε σπίτι μας, αυτός ο Αλφρέντος έκλαιγε κι έλεγε: «Αυτός ο Χίτλερ, τι ήθελε να μας φέρει» λέει, «να καταστρέψουμε τα παιδιά εδώ του κόσμου;» Μαρία, το ‘πε καθαρά, μας λυπήθηκε. Μας λυπήθηκε όταν μας… και φέρανε από άλλα χωριά Γερμανούς, δεν φέρανε αυτούς που είχαμε στα σπίτια μας, για να μη μας υπερασπιστούνε. Αλήθεια σου λέω. Και βλαστημούσε γερμανικά τον Χίτλερ. Πολλές στεναχώριες τραβήξαμε. Κάμανε πολλές εκτελέσεις. Εκτελέσεις! Είχανε, λέγεται Γολγοθάς ένα εδώ στην Αγιά, θα έχεις ακούσει για το Γολγοθά; Μπορώ να σου δείξω φωτογραφίες, εγώ κατάθετα και στέφανο. Ήμουνα πρόεδρος Συλλόγου Κυρίων και Δεσποινίδων και έχω καταθέσει… και τώρα εχθές την Παρασκευή που… Τι μου 'καμε ο πρόεδρος του συλλόγου; Μου λέει: «Χαρίκλεια, εσύ θα καταθέσεις το στέφανο». Λέω: «Όι» του λέω «εγώ δεν πάω να καταθέτω τώρα στέφανα». Δεν ήμουνα και ντυμένη, εγώ πήγα έτσι. «Εγώ θα σου βρω» λέω «μια», την Ελένη τη Γερογιάννη που πολέμησε κι αυτή στον πόλεμο, έτσι βρέθηκε. Ναι, αλλά, θέλανε δηλαδή πάρα πολύ να καταθέσω. Στον Γολγοθά είχαν έναν στύλο και δέσανε δεν ξέρω πόσους, μάλιστα έχεις ακούσει Πατσουμαδάκηδες καθόλου στον Μακρύ Τοίχο;

Μ.Λ.:

Πατσουμαδάκηδες;

Χ.Φ.:

Εσύ τώρα δεν είχες, μπορεί να μην είχες γεννηθεί.

Μ.Λ.:

Ναι, ναι.

Χ.Φ.:

Τι να πω, εγώ τώρα στα μικρά μου χρόνια. Ένα παλικάρι, 2 μέτρα. Και το δέσανε σ’ αυτό το στύλο και τον σκοτώσανε. 70! Δέναν έναν-έναν, τους δέναν τα μάτια και τους εκτελούσανε. Μάλιστα ένας, πήγε ο Γερμανός να του δέσει τα μάτια. «Δε θέλω!» του [00:45:00]λέει και του παίζει και μια κλωτσιά του Γερμανού και τον πετά 2-3 μέτρα, γιατί ήτανε κατηφόρα. Αυτόν τον κάμανε κομμάτια στον στύλο. Επειδής κλώτσησε τον Γερμανό. Και θυμούμαι κι άλλο ένα περιστατικό, στην Αγιά, έχεις πάει καμιά φορά στις φυλακές; Δεν είναι ένα μνημείο σε μία γωνία της Αγιάς, αν το ‘χεις δει, στις φυλακές; Στον περίγυρο της Αγιάς στήσανε 40 παλικάρια, νέα, μιας θείας μου ήτανε ένα, που το ΄χε αναθρέψει και το χε παιδί τζη ένα παλικάρι και το σκοτώσανε εκεί. Τα βάλανε 40, τους πιάσανε, τους βάλανε κι ανοίξανε τον λάκκο, έναν λάκκο μεγάλο, όπως είναι τώρα… και τους θέσανε απάνω στον λάκκο, στη γραμμή γύρω γύρω τα 40 παλικάρια και με μια τσεκούρα τόση ο δήμιος έπαιζε μια τσεκουριά εδώ και πέφτανε, ένας-ένας και πέφτανε στον λάκκο, παιδί μου. Αν το χες ακούσει αυτό, δεν ξέρω αν το ‘χες ακούσει; Το 'χεις ακούσει;

Μ.Λ.:

Δεν είχα ακούσει το συγκεκριμένο περιστατικό.

Χ.Φ.:

Ναι. Αυτό αλήθεια, γιατί ήτανε απ’ τη γειτονιά μας στο Δαράτσο ένας φύλακας και ήτανε στην Αγιά φύλακας και έβλεπε τους… αστυφύλακας. Κι ήταν κι ένας Γαλατιανός πολύ γνωστός μας. Και τα διηγήθηκε. Γιατί εργαζότανε στις φυλακές αυτοί οι άνθρωποι. Σκέψου, 40 παλικάρια και μια τσεκούρα τόση, μια στο κεφάλι και πέφτανε κάτω. Ζωντανοί κι αυτό και γυρίσανε και τους κουκουλώσανε όλους, αυτό είναι αλήθεια, γιατί τα… Κι αυτή την τσεκούρα μετά, την πήρε αυτός ο φύλακας και την έχουνε στο μουσείο. Είναι αλήθεια αυτό δηλαδή, δεν είναι… Τα ‘πα αυτά του Πρέσβη εχθές, τα πίστεψε, αλλά δεν πίστεψε ότι ήταν 180 είπα εγώ, 150 ότι στο στύλο, αλλά πραγματικά έτσι άκουσα εγώ, 150. Μου λέει: «Θυμάσαι καλά;» Του λέω: «Εγώ δεν τους είδα, άκουσα και λέγανε». Και όμως ήτανε μόνο 70. Λέω, την καλή ώρα. Εκτελέσεις κάμανε, άσ' τα, πήραμε πολλές στεναχώριες. Άλλη μια φορά μαζεύαμε, κοντά στην Αγιά, στον δρόμο, είχαμε κάτι ελιές και περνούσε ένα μαύρο κατάμαυρο αυτοκίνητο, σαν ένα λεωφορείο αλλά κατάμαυρο, κλειστά παράθυρα, όλα. Μια στιγμή ακούσαμε φωνές, άλλοι τραγουδούσανε «Σε γνωρίζω από την κόψη», άλλοι φωνάζανε «Παιδιά μου, παιδιά μου». Τ’ ακούσαμε, γιατί είμαστε δίπλα στον δρόμο. Πηγαίνανε να τους εκτελέσουνε. Άλλος φώναζε τη γυναίκα του, άλλοι πάλι, ποιος, ο Θεός ξέρει πώς τραγουδούσανε «Σε γνωρίζω από την κόψη». Δε πέρασε, παιδιά, ένα τέταρτο εκεί που μαζεύαμε κι ακούσαμε τα πολυβόλα. Στο Πατελάρι; Εκεί κάπου τους εκτελέσανε αυτούς. Δηλαδή γίνανε πολλά. Στου Αλικιανού τη γέφυρα 270! 270. Και μια μάνα εκεί στ’ Αλικιανού είχε τρία παιδιά στη γραμμή. Γιατί ήτανε κι ένα τραγουδάκι κι ελέγανε: «Η μάνα τους» λέει «έτρεχε» λέει «για να τα σώσει, κι ο Γερμανός της φώναζε πως θα την εσκοτώσει». Ήτανε ένα τραγούδι, το ΄ξερα μα δε το θυμάμαι. Τους σκοτώσανε όλους. Εκάμανε, εκάμανε, σκοτώσανε πολύ. Έναν Γερμανό σκοτώνανε, 10 δικούς μας. Η αλήθεια, κάμανε πολλά. Είπα, εγώ αυτούς που γνώρισα στα σπίτια μας, ήταν άνθρωποι. Δηλαδή μας προστατεύανε κανονικά. Ήταν όμως άλλοι που σε βλέπανε, ούτε καλημέρα δεν σου λέγανε. Του Χίτλερ, αυτοί ήτανε χιτλερικοί, πραγματικά. Σου είπα η ζωή μου, μικρά παιδιά, καλά, και σπουδαγμένη, ο παππούς ήταν έτσι, ο άνδρας μου ήτανε άνθρωπος του Θεού, ήταν άνδρας καλός, με λάτρευε, με τόση αγάπη με πήρε, με λάτρευε. Λέω την αλήθεια, αλλά, έφυγε κι αυτός γρήγορα, δεν πειράζει, ήθελε ο Θεούλης.

Μ.Λ.:

Θέλετε να μου δείξετε κάποιες φωτογραφίες που μου είπατε;

Χ.Φ.:

Που καταθέτω στέφανα; Τέτοια...

Μ.Λ.:

Ναι.

Χ.Φ.:

Τώρα, κι αυτόν τον Γερμανό αν θέλετε, μα δεν ξέρω πού τις έβαλα εχθές.