Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Un clochard céleste: Η ιστορία ενός Γάλλου αγγειοπλάστη των Μαργαριτών
Segment 1
Παιδικά χρόνια
00:00:00 - 00:06:20
Partial Transcript
Όχι, πρέπει να κάνω εισαγωγή, να πω που είμαστε. Είμαστε στις Μαργαρίτες Ρεθύμνου, είμαι ο Χαράλαμπος Λεοντίδης και είναι 12 Μαΐου του …κρός σαν εμένα, σκούρο δέρμα και ήτανε άντρας πως το λένε, un coureur, un homme à femmes. Άνδρας που πήγαινε με γυναίκες. Είχε πολύ σουξέ.
Lead to transcriptSegment 2
Χαμένος αδερφός
00:06:20 - 00:15:09
Partial Transcript
Α, ναι, θυμάμαι ένα πράγμα που κοίταζα μια ντουλάπα και πολλές φορές με προβλημάτιζε, γιατί έβλεπα πολλά γράμματα και με γραμματόσημα από τη…, μαυρίζουμε πολύ εύκολα. Και μια κόρη μου είναι και αυτή, μαυρίζει κι αυτή πολύ εύκολα. Η Μαρία; Όχι, η Ιουλία. Αυτά για τα παλιά.
Lead to transcriptSegment 3
Νεανικά χρόνια
00:15:09 - 00:19:51
Partial Transcript
Μετά πότε έφυγες από το σπίτι; Αυτό το θέμα για να φύγω απ΄ το σπίτι έπρεπε να βρω… Δηλαδή δεν ήμουνα καλός στο σχολείο καθόλου και μετά…αλός. Και μετά το τελευταίο ήταν να κάνουμε μια εξέταση. Σωματική. Σωματική, ναι, ναι, αν είναι όλα καλά. Και μου βρήκανε φυματίωση.
Lead to transcriptSegment 4
Σανατόριο, πρώτη επαφή με την Πήλο
00:19:51 - 00:24:34
Partial Transcript
Και σε 15 μέρες ήμουνα σε σανατόριο στις Άλπεις. Από το πουθενά. Ναι, κι εκεί πέρασα καλά. Ώ! Τι ωραία ήτανε. Για πες. Βουνά, … και έφτιαχνε μια φλιτζάνα, έτσι με τα χέρια του. Και λέω: «Τί είναι αυτό;» κι από εκεί κόλλησα τον ιό της κεραμικής. Μου άρεσε πάρα πολύ.
Lead to transcriptSegment 5
Αγγειοπλάστης στη Γαλλία
00:24:34 - 00:43:45
Partial Transcript
Και είχα εκεί ένα φίλο που ζούσε στη Νίκαια. Όταν έφυγα από το σανατόριο που με διώξανε, γιατί μάθανε για την κοπέλα και δεν ‘θελαν κάτι τέτ…με να ταξιδέψουμε και να δούμε την Κρήτη. Που ο πατέρας του ήταν από Κορφές στο Ηράκλειο. Μετά τη Μασσαλία ήταν η Κρήτη λοιπόν. Oui.
Lead to transcriptSegment 6
Περιπλάνηση στη Γαλλία με το άλογο και τον σκύλο
00:43:45 - 00:58:37
Partial Transcript
Πες μου αυτή την ωραία ιστορία που μου είχες πει με το άλογο, που είχες ένα άλογο, πότε είχε συμβεί αυτό; Πότε είχες πάρει το άλογο; Ότα…ό το Posophe και ήτανε από τα γονίδια του Ιγκόρ, του πατέρα του, Posophe, Ιγκορ, όλα καλά! Αρχοντικό όνομα. Ναι, ναι, entre Posophe.
Lead to transcriptSegment 7
Mετακόμιση και πρώτη περίοδος στις Μαργαρίτες
00:58:37 - 01:10:32
Partial Transcript
Στην Κρήτη λοιπόν πώς κατέληξες; Πώς ήρθες πρώτη φόρα στην Κρήτη και πώς ήρθες να μείνεις στην Κρήτη; Με αυτό τον Ανδρέα, τον Ανδρέα. Πήρ…ίχαμε τους παραδοσιακούς πάγκους και τα ενώσαμε έτσι, δυο καναπέδες. Και ο ένας ήτανε πιο μικρός και με σφήνες από κάτω να τα κάνουμε ίσια.
Lead to transcriptSegment 8
Εφιάλτες - ψυχές
01:10:32 - 01:22:08
Partial Transcript
Και αυτό που σου έχω πει για τα φαντάσματα, τους εφιάλτες, τις ψυχές που κάθε, κάθε νύχτα μας έκανε επίσκεψη στον ύπνο μας. Δεν ήτανε μόνο ό…α την εγκυμοσύνη της Σοφίας αφού ήμουνα στην φυλακή. Και στο τσακ έγινε η γκάστρωση, πως το λένε αυτό. Δεν είναι ωραία έκφραση, αλλά ναι.
Lead to transcriptSegment 9
Φυλακή
01:22:08 - 01:47:30
Partial Transcript
Πες μου, πώς έγινε και βρέθηκες στη φυλακή εδώ πέρα; Νόμιζα από τους ρεμπέτες πως καπνίζανε όλοι κι εγώ είχα πετάξει σποράκια στην αυλή …άδες μέσα στις φυλακές. Εσύ δεν έχεις καβγαδίσει ποτέ; Ποτέ στη φυλακή ή ποτέ στη ζωή μου; Στη φυλακή. Όχι, ποτέ, ποτέ, ποτέ.
Lead to transcriptSegment 10
Έξοδος από τη φυλακή, οικογένεια, επιστροφή στη Γαλλία
01:47:30 - 01:58:53
Partial Transcript
Πως ήτανε; Η ελευθερία; Καλά, καλά! Ήρθε η κουμπάρα μου απ’ το γάμο. Α, ναι και η δίκη είχε γίνει μεγάλη ιστορία εδώ στο χωριό. Μεγάλη. …εις πιο πέρα, κοντά στου Bourges, Orleans, κοντά στον Λύγερη, ποταμό Λύγερη. Μέχρι να φτάσουμε σε ένα χωριό πάλι παραδοσιακό με τα πήλινα.
Lead to transcriptSegment 11
Επιστροφή στις Μαργαρίτες, clochard céleste
01:58:53 - 02:01:09
Partial Transcript
Και δεν ξέρω πόσο χρόνο είμαι εδώ τώρα. Λένε κάποιοι πως είμαι 10, άλλου λένε πως είμαι 11, δεν ξέρω ακριβώς. Αλλά από το ’95, γύρισα το ’09…shard céleste. Καταλαβαίνεις clochard céleste; C éleste είναι ουράνιος. Clochard είναι αλήτης. Ένας ουράνιος αλήτης. Ναι. Αυτά.
Lead to transcript[00:00:00]
Όχι, πρέπει να κάνω εισαγωγή, να πω που είμαστε. Είμαστε στις Μαργαρίτες Ρεθύμνου, είμαι ο Χαράλαμπος Λεοντίδης και είναι 12 Μαΐου του 2021.
Ώρα;
Ώρα, τη γράφει, εσύ ποιος είσαι;
Είμαι ο Daniel Didier, Daniel είναι το όνομά μου και Didier το επίθετό μου και όπως λέμε όταν, δηλαδή το Didier είναι και πάλι όνομα. Και όταν έχουμε δύο ονόματα, σημαίνει πως μάλλον ένας πρόγονός μου τον έχουνε βρει αφημένο μπροστά σε μία εκκλησία, παρατημένο, αλλά μάλλον με το καλό για να το πάρουνε οι καλόγριες και τα λοιπά και δώσανε το όνομα του άγιου της ημέρας.
Ήταν του Αγίου Didier δηλαδή.
Ναι.
Ναι, κατάλαβα. Που γεννήθηκες;
Στο Metz. Εμείς σε αυτή την περιοχή το λέμε: «Μες», αλλά όπως είναι Ταφ Ζήτα, όλοι οι υπόλοιποι στη Γαλλία λένε: «Ά, μένεις στο Μετς;». Αλλά εμείς δεν το θέλουμε, γιατί θα μας πάνε προς τους Γερμανούς και εμείς είμαστε γεροί, έτσι, για τη Γαλλία, όχι με τους Γερμανούς. Η περιοχή λέγεται Lorraine. Alsace Lorraine. Και αυτή η περιοχή έχει περάσει τρεις φορές στα χέρια των Γερμανών, από το 1870 και μετά στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά στον Β' .
Αλλά δεν τους θέλουνε τώρα τους Γερμανούς στην Lorraine.
Loraine, είναι και ωραίο όνομα. Είναι όνομα γυναικείο, υπάρχουνε πολλά στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκεί, Lorraine, sweet sweet Lorraine.
Πότε γεννήθηκες;
’51. Γενάρη ’51.
Πως ήτανε, λίγα πράγματα, όπως θυμάσαι σαν παιδί. Από τα παιδικά σου χρόνια στην Lorraine, δηλαδή μέχρι που πήγαινες σχολείο, πως ήταν το σχολείο, πως πέρναγες.
Θυμάμαι, ήμασταν λίγο έξω από το Metz, που υπήρχαν ακόμα χωράφια μεγάλα, θυμάμαι πηγάδια, και παίζαμε με τα παιδιά για να πιάσουμε κάτι σαν σαύρα, αλλά που είναι στα tritons, salamandres, τέτοια. Εκεί και είχε μια ταινία που μου άρεσε, ήτανε «Le dernier des Mohicans». Κι εγώ είχα μια στολή έτσι για τα Χριστούγεννα με ουρά αλεπούς, ναι, ναι, μια στολή έτσι, ήμουνα πολύ περήφανος να έχω αυτή τη στολή. Και τα άλλα, οι γονείς μου, αρκετά αυστηροί και ήμουνα το μόνο παιδί μέχρι τα 7 και μετά ήρθε ένας αδερφός και ακόμα ένα χρόνο μετά μία αδερφή.
Στο σχολείο πως ήτανε; Σου άρεσε το σχολείο; Περνούσες καλά;
Το σχολείο... Η πρώτη μου αγάπη ήτανε η δασκάλα μου. Μου άρεσε, madamme Sarah, την θυμάμαι, πολύ πολύ καλή. Και μετά ξέρεις, ήτανε πολλά τα παιδιά που δεν μου κάναν μπούλινγκ αλλά δεν ήμουνα και στην πρώτη γραμμή με τους άλλους, ήμουνα λίγο, ναι...
Η madamme Sarah, της εκδηλώθηκες ποτέ; Δηλαδή να της δείξεις ότι την αγαπάς την madamme Sarah.
Oui, αφού την θυμάμαι ακόμα, ναι, ναι.
Με τα αδέρφια σου πώς περνάγατε; Ήταν πολύ μικρά; Κάνατε παρέα καθόλου;
Καθόλου, καθόλου. Και ούτε τώρα. Δηλαδή περάσανε 50 – 60 χρόνια που δεν έχουμε επαφές. Δηλαδή σαν οικογένεια δεν είχαμε σχέσεις. Οι γονείς μου δεν είχανε φίλους. Η μάνα μου στο σπίτι, μετά με τρία παιδιά. Ο πατέρας μου σαν επιχειρηματίας, με τα υδραυλικά είχε μια μικρή, έτσι επιχείρηση. Ωραίος άνδρας, φαλακρός σαν εμένα, σκούρο δέρμα και ήτανε άντρας πως το λένε, un coureur, un homme à femmes. Άνδρας που πήγαινε με γυναίκες. Είχε πολύ σουξέ.
Α, ναι, θυμάμαι ένα πράγμα που κοίταζα μια ντουλάπα και πολλές φορές με προβλημάτιζε, γιατί έβλεπα πολλά γράμματα και με γραμματόσημα από τη Γερμανία, που ήτανε στάνταρ το προφίλ του καγκελάριου και έλεγα «Τί είναι αυτό; Τί είναι αυτό;». Και το έμαθα μετά, όταν πέθανε ο πατέρας μου, αυτοκτόνησε και έμαθα έτσι στο τσικ, γιατί θα μπορούσα να μην το ξέρω ποτέ. Ήμουνα με την μάνα μου την ώρα που έγινε αυτό. Ούτε 20 ώρες μετά ήρθα στο σπίτι να βλέπω τη μάνα μου και ήμασταν καθισμένοι χάμε με πολλά γράμματα και τα λοιπά και βλέπω ένα μικρό γράμμα και από κάτω έγραφε, στην πρόσοψη ήτανε η διεύθυνση της οικογένειάς μου. Και από πίσω ποιος το ‘στειλε και ήτανε Alain Didier. Ρωτάω τη μάνα μου: «Ποιος είναι ο Alain Didier;». Τίποτα. Και βλέπω και ένα άλλο γράμμα, αλλά ποιος είναι αυτός ο Alain Didier; Κι έμαθα πως ο πατέρας μου είχε ένα γιο με μια Γερμανίδα, όταν ήτανε αιχμάλωτος στη Γερμανία. Δούλευε σαν travail obligatoire.
Υποχρεωτική.
Ναι. Τον είχανε πιάσει την χρονιά που θα έκανε σαν τα πανελλήνια.
Πανελλήνιες. 18 χρονών.
Ναι, και τον πιάσανε και τον στείλανε στην Γερμανία. Κι εκεί, πάντα, από μικρός ήτανε home a femmes και έκανε αυτό το παιδί και δεν ήθελε αυτός εμείς να το μαθαίναμε ποτέ. Και έτυχε αυτό που η μάνα μου δεν μπορούσε να το κρατήσει και μου το ‘πε. Αυτό μου ‘κανε να κάνω φλας μπακ, γιατί όταν ήμουνα μικρός πάθαινα από άσθμα. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω και καθόμουνα στο κρεβάτι αντί να κοιμηθώ ξάπλα. Ήμουνα καθισμένος για να μπορέσω να αναπνεύσω και μάλλον είναι αυτό. Δηλαδή να ξέρω κάτι χωρίς να το ξέρ[00:10:00]ω. Και το ‘μαθα μετά, μετά, μετά, μετά..
Πόσων χρονών ήσουν όταν το ‘μαθες, όταν αυτοκτόνησε ο πατέρας σου;
Ξέρω ‘γω, ήμουν 60 χρονών.
Και τον έψαξες ποτέ;
Ναι, τον έψαχνα κι όταν πήγαμε στο συμβολαιογράφο, το ‘πα στον αδερφό μου και στην αδερφή μου και αφήσαμε σαν μια μερίδα για ένα άγνωστο αδερφό. Αλλά ψάχναμε και δεν τον βρήκαμε. Ναι, είναι λίγο σκοτεινή αυτή η ιστορία. Έμαθα λίγο απ’ την μάνα που δεν ήθελε να τα λέει όλα, ότι ήταν κι αυτή η γυναίκα ερωτευμένη μ’ αυτό τον άνθρωπο. Πάλι μετά με τα χρόνια, και πως την άφησε αλλά ο πατέρας μου της έστελνε λεφτά γι’ αυτό το παιδί. Κι όταν το παιδί ήτανε 18, είχε παρουσιαστεί με ένα θείο του στο γραφείο του πατέρα μου κι αυτός τον έδιωχνε, δεν ήθελε καν να τον δει. Δηλαδή είναι σαν να το σκοτώνει, σαν αυτό το παιδί να μην θέλει ο ίδιος ο πατέρας του να το δει. Θα έπρεπε να είναι πολύ πολύ δύσκολο.
Σαν να του λέει: «Δεν έχεις πατέρα».
Και έψαχνα, έψαχνα για τους Didier στη Γερμανία και βρήκα ένα αριθμό και αυτό μου έκανε πολύ εντύπωση, γιατί μου απάντησε μια γυναίκα ηλικιωμένη στα Γαλλικά, με αυτή τη φωνή, παράξενη φωνή, προφορά, που έχουν οι Γερμανίδες. Και έτσι με κλειστά τα μάτια στο τηλέφωνο βρισκόμουνα σε ένα πολύ bourgeois κι αυτή μου ‘πε: «Όχι, δεν ξέρω για τον Alain Didier». Αλλά ήτανε! Ήτανε Alain Didier! Και κόπηκε η γραμμή, αλλά νομίζω πως ήτανε, ήτανε σ’ αυτή την περιοχή. Και τώρα έχω μια ανιψιά που ψάχνει για την ιστορία της οικογένειας, που δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα. Ξέρουμε πως μία προγιαγιά, τη λέγανε, το ‘χα ακούσει δυο φορές απ’ τη γιαγιά μου κι αυτή ήτανε η γιαγιά απ’ τον άντρα της και τη λέγανε La Noiraude. Noiraude είναι όχι μαύρη αλλά κάτι έτσι…
Μαυριδερή.
Ναι. Και είχανε φτάσει στο Besançon. Besançon, ο Βίκτωρ Ουγκώ το λέει πως είναι μια παλιά Ισπανική πόλη. Λοιπόν μπορεί αυτή η μαυριδερή να έχει έρθει από την Ισπανία και μπορεί να είναι και ή γύφτισσα ή Moresque, Μαροκινή. Για αυτό ο πατέρας μου σαν κι εμένα, για μιας στον ήλιο, μαυρίζουμε πολύ εύκολα. Και μια κόρη μου είναι και αυτή, μαυρίζει κι αυτή πολύ εύκολα.
Η Μαρία;
Όχι, η Ιουλία. Αυτά για τα παλιά.
Μετά πότε έφυγες από το σπίτι;
Αυτό το θέμα για να φύγω απ΄ το σπίτι έπρεπε να βρω… Δηλαδή δεν ήμουνα καλός στο σχολείο καθόλου και μετά κατάλαβα πως έπρεπε να τελειώσω το σχολείο για να μπορέσω να φύγω. Λοιπόν, πως λέγεται όταν κάνεις δύο φορές την ίδια τάξη;
Κόβεσαι, έχεις κοπεί και επαναλαμβάνεις την τάξη.
Ναι, το ‘καμα σε δυο τάξεις. Δυο φορές. Αλλά ξεκίνησα μια χρονιά πριν, δεν ήμουν πολύ αργός, αλλά εντάξει. Και στα τρία τελευταία χρόνια του λυκείου πέταγα και πήρα το Baccalauréat με mention. Assez bien. Καλό! Και λέω: «Που να πάω;». Κι είχα ένα φίλο και ήτανε στο Στρασβούργο κι έκανε πολιτικές επιστήμες και λέω: «Θέλω να πάω εκεί». Και πήγα. Λοιπόν, ήμουνα 19 περίπου.
Δηλαδή γράφτηκες στις πολιτικές επιστήμες;
Ναι, ναι.
Και τέλειωσες τη σχολή; Έκατσες στο Στρασβούργο όσο χρειάστηκε;
Όχι, έκανα ένα χρόνο, δεν ήτανε για μένα. Ήτανε ξέρεις, ήτανε με αυτοκίνητο, ήτανε με κουστούμι, ήτανε άλλος κόσμος για ‘μένα. Και αυτή την εποχή ήτανε, ξέρεις, μετά το ’68, τον Μάη ’68 και ήτανε και αυτή η ελευθερία των χίπηδων και τα λοιπά. Και έπεσα στις ταβέρνες με μπύρες και LSD και μπάφο και όλα αυτά. Και δεν ήμουνα καλός σίγουρα. Στα οικονομικά, δεν σκαμπάζω γρι στα οικονομικά. Τίποτα! Και το κατάλαβε ο πατέρας μου και μου λέει: «Έχω βρει μια αγγελία που ψάχνουνε στο Air France να γίνεις steward».
Αεροσυνοδός, μες στ’ αεροπλάνο.
Ναι ναι, γιατί όχι; Πήγα και μου αγοράσανε το πρώτο μου κουστούμι, velour, έτσι καφέ σαν πούρο το χρώμα. Και πήγα εκεί, πέρασα στο γραπτό και μετά κατευθείαν μπροστά σε δυο τρεις ανθρώπους που σε κοιτάζανε πως καθόσουν, πως έκανες τις κινήσεις σου. Δηλαδή θέλανε να σε πιάσουνε. Κι εγώ τότε ήμουνα ερωτευμένος με τον Bachelard, που είναι ένας φιλόσοφος με μια μεγάλη γενειάδα που τα λέει για την επιστήμη. Ωραίος. Και: «Τι μπορείτε -ξέρω γω- να πείτε σε μια πτήση για να συνοδέψετε κάποιον;» «Θα τους μιλήσω για τη φιλοσοφία του Bachelard». Νομίζω πως ήμουνα καλός, και στα αγγλικά ήμουνα καλός. Και μετά το τελευταίο ήταν να κάνουμε μια εξέταση.
Σωματική.
Σωματική, ναι, ναι, αν είναι όλα καλά. Και μου βρήκανε φυματίωση.
Και σε 15 μέρες ήμουνα σε σανατόριο στις Άλπεις.
Από το πουθενά.
Ναι, κι εκεί [00:20:00]πέρασα καλά. Ώ! Τι ωραία ήτανε.
Για πες.
Βουνά, που δεν γνώριζα πριν βουνά. Όταν ήρθα μάλλον δεν είχανε θέση, γιατί ήτανε τα τέλη των σανατόριων γιατί μετά όταν ήρθα και ήτανε στο γύρισμα να δώσουνε αντιβιοτικά φάρμακα. Πριν η θεραπεία ήτανε μόνο ξάπλα, καλό φαγητό και τίποτα άλλο. Εκεί έγινε η τούμπα αυτών των μεγάλων σανατόριων.
Εσύ πρόλαβες το ξάπλα καλό φαγητό.
Όχι, ήτανε στο γύρισμα. Ξεκινήσανε να μου δίνουνε και αντιβιοτικά. Αλλά ακόμα ήτανε κουλ. Πολύ κουλ.
Έκατσες καιρό στο σανατόριο;
Ναι, δεν θυμάμαι πόσο, πάνω από έξι μήνες μάλλον και με διώξανε. Με είχανε διώξει. Γιατί για την αλλαγή, δεν είχανε πια πολλούς ασθενής με φυματίωση, γιατί ξεκινήσανε να την γιατρεύουνε με τα φάρμακα και παίρνανε και ατυχήματα, τρακαρίσματα. Είχε και παιδιά που είχανε σκλήρυνση κατά πλάκας. Κι εγώ είχα κάνει φιλία με μια κοπέλα, που όταν γεννήθηκε δεν είχε πάρει το αίμα και σωματικά δεν πήγαινε καλά. Το μυαλό της μια χαρά. EMC το λέμε, infirme moteur cerebral. Και φίλοι είμαστε και της έβαλα να καπνίσει μπάφο. Αυτή δεν μπορούσε να καπνίσει, αλλά με ένα σήμα με τα μάτια έκανε αναπνοή κι εγώ φυσούσα, αυτό που είχα τραβήξει. Γέλια! Γέλια! Παπαπαπαπα! Κι εγώ να οδηγώ το καροτσάκι της και φύγαμε νύχτα για να δούμε την πανσέληνο σε άλλο μέρος με το καροτσάκι περνώντας απ΄ τον τοίχο για να φύγουμε. Δεν ήτανε φυλακή, αλλά ήτανε ένα κτήμα κλειστό. Κολλάνε πολλά πράγματα εδώ, γιατί μάλλον, δεν ξέρω πόσα άτομα θα είχε μέσα, εκατοντάδες σίγουρα. Γιατί δεν ήτανε μόνο ένα ίδρυμα, ήτανε δυο τρία σανατόρια που ήτανε πάνω από ένα χωριό και παλιά όταν θέλανε τα παιδιά να πάνε στο χωριό, έπρεπε να δηλώσουν πως δεν μπορούσαν να κολλήσουν πάλι την ασθένεια.
Ήθελες να πας εσύ στο χωριό;
Όχι, ήτανε πολλά παλιά άτομα και είχε ένα μεγάλο εργαστήριο για τα κεραμικά.
Στο χωριό;
Όχι, μέσα στο σανατόριο. Και μπήκα, το είδα, θυμάμαι πως ήταν μεγάλο, δεν ήταν τεράστιο. Και είχε έναν, τον λέω Κινέζο, αλλά μάλλον ήταν από το Βιετνάμ που ήταν μια γαλλική αποικία και έφτιαχνε έναν μικρό άνθρωπο, μικρό σώμα και έφτιαχνε μια φλιτζάνα, έτσι με τα χέρια του. Και λέω: «Τί είναι αυτό;» κι από εκεί κόλλησα τον ιό της κεραμικής. Μου άρεσε πάρα πολύ.
Και είχα εκεί ένα φίλο που ζούσε στη Νίκαια. Όταν έφυγα από το σανατόριο που με διώξανε, γιατί μάθανε για την κοπέλα και δεν ‘θελαν κάτι τέτοιο, πήγα να ζήσω δυο τρεις μήνες σ’ αυτό τον φίλο. Αλλά να κάνω κάτι. Και κοντά στη Νίκαια έχει μία μικρή πόλη που λέγεται Vallauris και εκεί έκανε για δέκα χρόνια ο Πικάσο τα κεραμικά του. Και ήτανε παραδοσιακό χωριό κεραμικών και πολλά τα εργαστήρια. Ακόμα με ξυλοκάμινο και είχε μια μεγάλη ποικιλία. Και ο Jean Marais έχει κάνει κεραμικά εδώ, εκεί.
Κι εκεί εσύ έπιασες τον πηλό καθόλου;
Αυτή η χρυσή εποχή, πήγαμε με τον φίλο μου το πρωί, βρήκα δουλειά σ’ ένα εργαστήριο, βρήκα ένα δωμάτιο και ξεκίνησα να είμαι μόνος μου. Και μάλλον πρώτη φορά που ήμουν μόνος μου και δούλευα εκεί, αυτά.
Την κοπέλα από το σανατόριο την ξαναείδες ποτέ;
Ναι, μια φορά ήρθε. Μετά το Vallauris πήγα κοντά στο Aix-en-Provence, σ’ένα μικρό χωριό κι έκανα εκεί κεραμική και ήρθε. Και ευτυχώς ήτανε και η αδερφή μου που θα μπορούσε να την περιποιηθεί. Εγώ θα μπορούσα να είμαι σαν νοσοκόμος και να την βοηθήσω στην τουαλέτα και τα λοιπά. Αλλά έγινε να είναι η αδερφή μου εκεί κι αυτή έκανε την δουλειά. Και πήγαμε στο festival d’ Avignon μ’ ένα ντεσεβό και πάλι γέλια! Από τότε όχι, εξαφανίστηκε, δεν ξέρω.
Στο Aix-en-Provence έμεινες καιρό εκεί κι έκανες μαθήματα κεραμικών;
Όχι, είμαι αυτοδίδακτος. Όλα που ξέρω τα ‘μαθα από μένα. Όταν πέρασα στο Vallauris εγώ ζωγράφιζα πεταλούδες και τα λοιπά σε δοχεία, διάφορα κι έμαθα τον τροχό εκεί. Εκτός απ τις ώρες δουλειάς. Ποδότροχο. Και έμαθα να φτιάχνω καλούπια, που πήγα σε ένα άλλο μάστορα που έφτιαχνε με καλούπια και τα ‘μαθα εκεί.
Οπότε μετά δούλευες στο Aix-en-Provence πιο μετά δηλαδή, έφτιαχνες δικά σου πράγματα, είχες παραγωγή.
Ναι, ναι αλλά πάλι ήτανε η εποχή των χίπηδων. Δηλαδή δούλευες μεροκάματο, το ‘βρισκες κάθε μέρα, αν δεν ήθελες να δουλέψεις σταματούσες, αλλά ήξερε ότι σε λίγο θα μπορούσες να ξαναπιάσεις. Να κάνεις le vendange, τον τρύγο. Αυτά, δηλαδή λίγα λεφτά, πολλή ελευθερία και ξεκίνησα, γιατί είχα συναντήσει κάποια παιδιά που πηγαίνανε στις λαϊκές και πουλάγανε tableaux, πίνακες, είχα μάθει αυτή την τέχνη και έφτιαχνα και πήγαινα στις λαϊκές και ξεκίνησα τα κεραμικά. Αλλά δεν είχα τίποτα, ούτε καμίνι ούτε τίποτα και ξεκίνησα να κάνω, τα λέμε taraillettes, είναι τα μικρά χρηστικά αγγεία για τις κούκλες. Έφτιαχνα αυτό και βρήκα έναν αγγειοπλάστη που μπορούσε να μου τα ψήσει, μία καλή παραγωγή σε ένα βάζο. Δηλαδή δεν πήρα χώρο στο κ[00:30:00]αμίνι. Ναι, αυτά έκανα και πήγαινα σε λαϊκές με δύο τρία καλάθια που ανοίγουνε, το καπάκι, το άλλο μέσα και είχα ένα μικρό σταντ, πολύ εύκολο και είχα καφετιέρες, είχα απ’ όλα και πήγαινε καλά. Και μετά μια φορά ένας φίλος μου έδωσε μια οκαρίνα. Είχε έρθει από τα νησιά κοντά στο Formentera, Ibiza και τα λοιπά και μου ‘φερε μία οκαρίνα. «Τί είναι αυτό; Πώς δουλεύει;» το κοίταγα και έψαχνα πως να βγάλω ήχο από ένα αγγείο. Και στην αρχή ήτανε λίγο σαν όχι καλές πατάτες, ήτανε όλα παραμορφωμένα αλλά βγάζανε ήχο. Και αυτή την εποχή όλα πουλιόνταν. Δηλαδή ήτανε πολύ εύκολο. Πήγαινες ένα άσχετο πράγμα, το πούλαγες και προχώρησα σ’ αυτό το χωριό, που λέγεται Jouques που είναι λίγο πιο βόρεια από το Aix-en-Provence. Και πήγαινα στο Aix-en-Provence για την λαϊκή.
Οπότε έτσι ξεκίνησες να φτιάχνεις κεραμικά που κάνουν ήχο. Από την οκαρίνα του φίλου.
Ναι, ναι, που δεν την έχω πια, δεν ξέρω τι την έκανα.
Εκείνη την εποχή τι άλλο έκανες; Δηλαδή πως ήταν η ζωή εκείνα τα χρόνια, μέχρι που μεγάλωσες κι άλλο και γνώρισες τη γυναίκα σου. Αυτό το διάστημα.
Δουλειά, παραγωγή πολύ, στα κεραμικά μέχρι να βρω μια ευκαιρία να αλλάξω χωριό, να πάω πέρα προς το Montpellier πάλι μ΄ ένα φίλο. Αγγειοπλάστης αυτός, είχε ένα ωραίο μαγαζί στο Pézenas, λέγεται και αυτός ήθελε να τραγουδήσει. Έγραφε τραγούδια, καλός ήτανε, αλήθεια, έβαλε πολύ δύναμη για να βγει αλλά αυτό είναι σαν κλίκα, είναι πολύ δύσκολο να βγούνε. Έστω και οι άλλοι, οι επαγγελματίες ‘ξεραν πως ήτανε καλός αλλά δεν τον θέλανε. Έχω ακόμα ένα δίσκο ή δυο. Κι αυτός λοιπόν πήγαινε Παρίσι, έκανε, Μασσαλία για να παρουσιαστεί στα κανάλια, στα ραδιόφωνα, έκανε συναυλίες, δηλαδή πολύ ζόρι. Και μου άφησε το εργαστήριο, το μαγαζί, το κυριλέ. Είχε αρκετά στοκ και εγώ έφτιαχνα τα δικά μου και πήγαινε καλά. Έκατσα τρία χρόνια εκεί. Και μετά, πήγαμε μία φορά να κάνουμε μία συναυλία στο Leeds, πάνω, πάνω, πάνω, πάνω στην Αγγλία. Κοντά στη Σκωτία. Είχα μία Lada, το ξέρεις;
Το τζιπ εννοείς, το μεγάλο.
Όχι, δεν ήτανε τζιπ. Ήτανε κούρσα, αλλά που είναι πιο μεγάλη από πίσω που μπορείς να βάλεις πράγματα και κάναμε αυτό το ταξίδι μέχρι το Leeds χωρίς να σταματήσουμε. Εκτός να πάρουμε το ferry.
Από το Montpellier μέχρι το Leeds.
Όχι, από Μασσαλία. Ή από Pézenas; Όχι, μάλλον Μασσαλία ήτανε και κάναμε αυτή τη συναυλία, πολύ ωραία και γυρίσαμε πάλι από το Leeds και πάλι στη Μασσαλία που χιόνιζε, τρέχοντας χωρίς να σταματήσουμε. Δηλαδή εγώ κοιμήθηκα, αυτός οδήγησε. Μπράβο τα Lada! Κάνω διαφήμιση για Lada, ήτανε πολύ καλό, πολύ γερό αμάξι.
Πόσες ώρες;
Όχι μέρες.
Καμία μέρα θα ήτανε.
Αυτή την εποχή μπορούσε να οδηγήσεις 100 και πάνω. Τώρα είναι 90 και φοβάσαι. Τότε 100 και τα λοιπά. Πόσα χιλιόμετρα; Μπορεί να είναι 1800 χιλιόμετρα. Δηλαδή σε μια εικοσαριά ώρες.
Μετά τα τρία χρόνια που κάθισες στο αγγειοπλαστείο του φίλου;
Ναι και μετα βρήκα, γιατί μετά λέω: «Θα μου άρεσε πολύ να ξέρω πως είναι η πόλη, η πολιτεία» δηλαδή δεν ήξερα. Από μικρός στο Μετς αλλά δεν ήμουνα και πολύ μέσα στην πόλη και λέω: «Να πάω στο Lyon ή να πάω στη Μασσαλία;». Και βρήκα μια ευκαιρία για να πάω στη Μασσαλία. Ξέρεις Μασσαλία είναι μαφιόζοι και τα λοιπά… Να σταματήσω να λέω: «Και τα λοιπά» παρακαλώ, ναι. Ήτανε ένα παιδί που ήθελε να μετακομίσει από ένα ωραίο μέρος στο κέντρο της Μασσαλίας παλιό, από το Luis XIV. Πως λέγονται στα Χανιά αυτά που βάζανε τις γαλέρες μέσα;
Τα νεώρια.
Τα νεώρια, ναι ναι. Ήτανε τα νεώρια του Luis XIV στο παλιό λιμάνι της Μασσαλίας.
Έμενε εκεί αυτός.
Ναι, κι εγώ μετά. Και το νοίκι ήτανε πολύ φτηνό. Παλιά κτήρια -μην πεις τα λοιπά- αλλά για να μπορέσω να έχω αυτό το συμβόλαιο, να είμαι επίσημος κάτοικος, ήθελε τότε 3.000.000 φράγκα.
Αφού νοίκιαζες, δεν αγόραζες.
Όχι, αλλά αγόραζα να είμαι και εγώ...
Μασσαλιώτης.
Tο να πάρω αυτή τη σάλα που νοικιάζεται. Δεν κατάλαβες;
Όχι.
Αυτός νοίκιαζε ένα ωραίο…
Κτήριο.
Όχι κτήριο, μέσα ήτανε τεράστιο αλλά μέσα είχε σάλες, δεν ξέρω, και αυτός ήθελε να πάει αλλού. Αλλά για να αφήσει κάποιον να μπει μέσα έπρεπε να του δώσω λεφτά. Και αυτός μετά σαν μεσολαβητής με πήρε στο γραφείο και έγινα μόνιμος κάτοικος σε αυτό το μέρος. Κατάλαβες;
Κατάλαβα τώρα.
Και μετά όταν έφυγα μετά από 10 χρόνια, έψαχνα να κάνω το ίδιο. Βρήκα κάποια και μετά σε 10 χρόνια δεν έκανα λεφτά μόνο τα ξαναγύρισα, δηλαδή ζήτησα στην κοπέλα 6.000 ευρώ που ήτανε τα ίδια που έδωσα στην εποχή πριν.
Δηλαδή εσύ έφυγες από εκεί μετά από 10 χρόνια
Ναι.
Και μπήκε μια κοπέλα...
Ναι, δηλαδή έψαχνα και βρήκα μία κοπέλα που ήθελε να μείνει εκεί. Δηλαδή ήτανε ωραίο μέρος στο κέντρο. [00:40:00]Και της λέω: «Θέλω 6.000».
Στα ‘δωσε;
Ναι, με πολύ άγχος, γιατί θα μου τα δώσει πώς; Και θα συμφωνήσει ο άλλος. Ο άλλος που είναι στο γραφείο, ξέρεις πως το λένε, emballeur, η δουλειά του ήτανε μόνο να διαχειριστεί όλα τα κτήρια που έχει σε ένα γραφείο. Δηλαδή emballeur.
Διαχειριστής που λέμε.
Voila, διαχειριστής.
Κι εκεί πέρα πόσο έκατσες;
Μια δεκαριά.
Πολλά χρόνια έκατσες, και τι έκανες στη Μασσαλία;
Η Μασσαλία, ωραία πόλη. Μου άρεσε πολύ. Και δούλευα και έβγαζα λεφτά με τα κεραμικά μου και ήμουν και είμαι ακόμη της νύχτας. Δηλαδή σηκώθηκα αργά, πήγα στο καλύτερο καφενείο στο παλιό λιμάνι, πέρασα πριν να αγοράσω κρουασάν. Croissant beurre! Και έκατσα από τις 10:30 το πρωί ως τη μία ώρα. Δηλαδή πολλά λεφτά έδινα κάθε μέρα, 20 φράγκα για καφέδες και κρουασάν. Αλλά ήμουνα άνετος, είχα ένα σκύλο και το νοίκι μου ήτανε χαμηλό, έβγαζα λεφτά και ήτανε έτσι μία απόλαυση. Και όταν οι υπάλληλοι που δουλεύανε στο δημαρχείο και όλο γύρω γύρω μπήκανε σ’ αυτό το ωραίο, μια βεράντα rotonde.
Στρογγυλή.
Ναι, για να πάρουνε το μεσημεριανό τους, εγώ έφυγα.
Α, εννοείς ότι καθόσουν από το βράδυ μέχρι το μεσημέρι δηλαδή. Α, εννοείς ότι όταν άρχισαν να έρχονται εσύ σταμάτησες να πηγαίνεις.
Όχι, έφυγα, τέλειωσα το πρωινό μου και γύρισα σπίτι. Οι ψαράδες βγάζουνε τους πάγκους τους στο παλιό λιμάνι και ήτανε κι αυτό μία απόλαυση να βλέπεις τα ψάρια, πολλές φορές αγόραζα κάτι για φαγητό.
Ωραία χρόνια στη Μασσαλία λοιπόν. Και γιατί έφυγες αφού περνούσες έτσι ωραία στη Μασσαλία;
Α, γιατί έναν χρόνο, τον τελευταίο, ήρθε ο Ανδρέας, φίλος μου, κρητική καταγωγή. Και μου λέει, έλα να πάμε να ταξιδέψουμε και να δούμε την Κρήτη. Που ο πατέρας του ήταν από Κορφές στο Ηράκλειο.
Μετά τη Μασσαλία ήταν η Κρήτη λοιπόν.
Oui.
Πες μου αυτή την ωραία ιστορία που μου είχες πει με το άλογο, που είχες ένα άλογο, πότε είχε συμβεί αυτό; Πότε είχες πάρει το άλογο;
Όταν ήμουνα στο χωριό Jouques, δηλαδή πάνω από το Aix-en-Provence, πριν από αυτή την εκστρατεία με το άλογο, το είχα κάνει με τα πόδια. Να πάω στα Saumande De Grande Randonnée, το Ε4, τέτοια. Και είχα κάνει ένα μεγάλο ταξίδι μόνος μου. Με μία κάπα, πολύ ωραία κάπα ήτανε! Ήταν παλιών ταχυδρόμων, σαν αυτή που έχουν οι βοσκοί απάνω, που δεν τρέχει νερό μέσα. Έχει μια ονομασία, που το κάνεις έτσι το μαλλί, ναι δεν θυμάμαι πως, που κάναν και τα καπέλα.
Τα τσόχινα.
Τα τσόχινα, ένα τέτοιο. Και θυμάμαι μία μέρα να έχω κάνει 70 χιλιόμετρα μία μέρα περπατώντας. Μία τρέλα. Και μετά ήμουνα με μια γυναίκα που συνάντησα στο Aix-en-Provence και αυτή είχε την τρέλα της και εγώ αγόρασα ένα άλογο, λέγεται διπλό πόνι. Είναι ανάμεσα στο πόνι που είναι μικρό και στο άλογο, αλλά καλή ράτσα, πολύ καλό άλογο και το έλεγα Petit Βeau, είναι το μικρό και beau είναι ωραίο. Αλλά ήτανε Petit Beau, και πάει σαν τα πόδια του, πτιμπο, πτιμπο, πτιμπο. Και αυτή αγόρασε ένα μουλάρι, τεράστιο. Και είχε αγοράσει και ένα τροχόσπιτο, από ένα μέρος νότια που έχουνε συγκέντρωση κάθε χρόνο γύφτοι και αγοράσαμε εκεί ένα παλιό τροχόσπιτο, που ήτανε για τα άλογα. Και είχε και μία σόμπα μέσα, ήτανε πολύ ωραίο. Και είχα αυτό πάρει το άλογο, το έβαλα σαν σε αυτό το λαγκό, δηλαδή σ’ όλα τα χωράφια που ήτανε εγκαταλελειμμένα και το είχα εκεί γι’ αρκετό χρόνο. Ελεύθερο σε μια μεγάλη έκταση, αλλά δεν μπορούσε να φύγει και το βράδυ όταν πήγαινα να του φέρω νερό ερχόταν και κουβεντιάζαμε και του έλεγα συνέχεια την ίδια ιστορία πως θα κάναμε μια βόλτα. Δηλαδή έκανα όνειρα αλλά λέγοντάς τα στο άλογο. Δεν υπάρχει πιο μαλακό από αυτό του προσώπου του, τι μαλακό είναι! Είναι σαν de la soie, μετάξι! Τα λέω, τα λέω πολλές φορές και μία φορά με δάγκωσε. Όχι γερά αλλά είναι σαν: «Κάνε κάτι, τώρα το λες, το λες, το λες, να το κάνουμε!» και λίγο καιρό μετά φύγαμε. Ήτανε Οκτώβρης μήνας και ποτέ δεν έχω πάθει τόσο κρύο. Έχουμε στην νότια Γαλλία ένα άνεμο που λέγεται mistral και σε τρυπάει μέχρι τα κόκκαλα. Είχα κάποιες δυσκολίες, γιατί δεν ήξερα καλά, είχα φτιάξει δύο κούτες, είχε ένα σαμάρι που είχε μέσα διάφορα και τα δικά του και τα δικά μου, μια τέντα, αυτή την αλυσίδα γι’ αυτόν, διάφορα, και φαγητά. Και περάσαμε στα πρώτα βουνά και μου ε[00:50:00]ίχε ξεφύγει. Δηλαδή απότομα έβαλε galope και έφυγε κι εγώ ήμουν από κάτω έτσι να το κρατήσω αλλά τόσο γερό! Και τα άφησα όλα και το βρήκα 500 μέτρα μετά ήσυχο με τις κούτες όλα χαμέ και έτρωγε.
Πείνασε το καημένο.
Όχι, καθόλου. Αλλά τι γίνεται; Και βρήκα κάποιον και μου λέει: «Εκεί πάνω στα βουνά υπάρχει ένας που εκπαιδεύει τα άλογα, ξέρει πολλά» και πήγα εκεί και μου εξήγησε, πως έφταιγαν οι λουρίδες που έδεσε το σαμάρι πάνω στην κοιλιά του και κάτι του εμπόδιζε ή πέρασε πιο κάτω στο πέος του, ξέρω ‘γω, αλλά μάλωσε και τα πέταξε όλα κάτω. Ωραίος ο τύπος, ένα μικρό ανθρωπάκι, που έκανε τσακ κι ένα τεράστιο άλογο, αυτό έκανε κούρμπα. Δηλαδή άνοιγε τα μπροστινά και τα πισινά πόδια κι έκανε μια καμπύλη κι αυτός σαν να πήγαινε πάνω σε μια μηχανή και μετά ξαναμάζευε τα πόδια το άλογο κι ήτανε ψηλό! Και συνεχίσαμε.
Πες μου που πήγες για να ‘χω μια εικόνα, από πού ξεκίνησες και προς τα ποιυ πήγες;
Από το Jouques, πέρασα Pertuis και μετά είναι ένα βουνάκι που λέγεται Luberon, βουνάκι, πάει 1.100. Συνεχίσαμε Apt, λέγεται η πόλη και μετά μικρά χωριά που κατοικούνε επίσημοι άνθρωποι, καλλιτέχνες και τα λοιπά. Συνεχίσαμε, περάσαμε τον ποταμό Rhone και ανεβήκαμε στη Cévennes που είναι πάλι προπύλαιο του Massif Central, δεν ξέρω στα ελληνικά πως είναι. Είναι ένα πολύ μεγάλο βουνό, δεν είναι ένα βουνό, ήτανε και ηφαίστεια παλιά εκεί. Χειμώνα ε! Χειμώνα.
Με το κρύο πως τα καταφέρατε;
Βροχή, περπατώντας. Το βράδυ έψαχνα, δηλαδή αυτό το άλογο ήτανε το πρώτο θέμα, να βρω ένα μέρος που θα μπορούσε να φάει και εγώ κοντά έστηνα την τέντα, σε ερείπια ή αναλόγως τι έβρισκα. Ένα παλιό σπίτι σαν μιτάτο, κάτι τέτοιο. Και αν ήτανε σε ένα σπίτι ή φαινότανε πως καμιά φορά έρχονται οι ιδιοκτήτες, άφηνα κι ένα μικρό αστροναύτη που έκανα σφυρίχτρα πήλινα από εμένα.
Να ευχαριστήσεις.
Ναι, ναι. Ωραία ήτανε. Και το ‘καμα με το σκύλο μου. Αυτό είναι μία ερωτική ιστορία με τον Posophe.
Γιατί Posophe;
Γιατί πήγα μια φορά να ακολουθήσω ένα σεμινάριο για την ανθρωποσοφία. Με αυτό τον σημαντικό, τον Rudolf Steiner. Τον ξέρεις;
Ακουστά τον έχω.
Ναι, και έχει μία σοφία, εκπαίδευση για τους αγρότες, για την υγεία, ήτανε σαν ένα drone που πέρασε σε όλα τα θέματα και έδωσε μερικές πληροφορίες και μετά είχε πολλούς οπαδούς και ψάχνανε έτσι τις λεπτομέρειες. Και πήγα σε ένα σεμινάριο ανθρωποσοφίας και πριν να πάω στο χωριό είχε μια σκυλίτσα μίας φίλης που ο σκύλος του γείτονά μου τηνε πήδηξε μπροστά στην πλατεία που έμενα. Και είπα στην φίλη μου: «Θα ‘θελα ένα κουτάβι από αυτή τη γενιά, αν γίνεται». Γιατί αυτή καλή ήτανε, αλλά ήτανε μπαστάρδι αλλά αυτός ήτανε Setter Irlandes. Κόκκινο, ωραίος, Ιγκόρ! Έτσι λίγο σαν αυστηρός, ράτσα. Και όταν γέννησε η Μελού, την λένε Μελού, ήτανε τρία κόκκινα και τρία μαύρα και πήρα ένα κόκκινο αρσενικό. Και μετά όταν πήγα στο σεμινάριο, γύρισα και ήτανε όλα τα κουτάβια που σαν τα μικρά σκυλάκια παίζουνε. Αυτός ήταν ο μόνος, έκανε παρέα με τους άλλους αλλά ναι, ήτανε καθισμένος στον κώλο του και κοίταζε τους άλλους, έτσι, πολύ ήσυχος. Και έκατσα, είχε μια μικρή φάρμα με τον φίλο της και όταν ήταν η ώρα για να φύγω του λέω στο κουτάβι έλα Posophe, έλα μαζί μου και με ακολούθησε σαν να ξέρει πως είμαι εγώ.
Και γιατί τον είπες Posophe;
Α, το Posophe είναι γιατί αν θες να μπει μέσα πρέπει να του πεις entre, come in, go inside, entre. Αλλά ήτανε εύκολο, entre Posophe – antroposophe. Και το Posophe μ’ άρεσε αυτό το Posophe και ήτανε από τα γονίδια του Ιγκόρ, του πατέρα του, Posophe, Ιγκορ, όλα καλά!
Αρχοντικό όνομα.
Ναι, ναι, entre Posophe.
Στην Κρήτη λοιπόν πώς κατέληξες; Πώς ήρθες πρώτη φόρα στην Κρήτη και πώς ήρθες να μείνεις στην Κρήτη;
Με αυτό τον Ανδρέα, τον Ανδρέα. Πήραμε ένα εισιτήριο και φτάσαμε, δεν ξέρω, Καλαμάτα ήρθαμε.
Τότε ήσουνα με τη γυναίκα σου μαζί.
Όχι, όχι, είχα adventures. Καλαμάτα σε στρατιωτικό αεροδρόμιο. Παράξενο για πρώτη φορά που βλέπεις την Ελλάδα. Και ήρθαμε Χανιά, πως ήρθαμε Μαργαρίτες, αυτός σίγουρα ήθελε να μου δείξει τις Μαργαρίτες για τα κεραμικά. Είχαμε νοικιάσει ένα μηχανάκι οι δυο μας ή ήρθαμε με το λεωφορείο, δεν θυμάμαι. Πιο μετά είχαμε πάρει μηχανάκι και ήρθαμε Μαργαρίτες. Συνάντησα τα παιδιά, τον Νίκο τον Δάνδολο, κάτσαμε στο Γιατροβασίλη που νοίκια[01:00:00]ζε, που είναι τώρα η Έμα, ο Άρης, είχε δυο δωμάτια εκεί, τρία. Πήγαμε να δούμε τον Συραγόπουλο τον Μανώλη και συνεχίσαμε και πήγαμε Ηράκλειο. Δεν θυμάμαι την διαδρομή που κάναμε. Αλλά αυτός ήθελε βούι βούι, ήθελε dancing και εγώ όχι. Και μαλώσαμε και λέω εγώ ξαναγυρίζω στις Μαργαρίτες, μου άρεσε και θέλω να... Και πήραμε ραντεβού στην Καλαμάτα για να ξαναφύγουμε και μετά τα ξαναβρήκαμε όταν σμίξαμε πάλι.
Κι εσύ όταν γύρισες στις Μαργαρίτες τις έκανες; Εννοώ από όταν τον άφησε στο Ηράκλειο και ήρθες πίσω.
Ναι, αλλά δεν είχαμε και πολλές μέρες, ξαναγύρισα και θυμάμαι πως Αύγουστος, Σεπτέμβρης, Σεπτέμβρης μάλλον ήτανε. Και πήγα πάνω στο τσικαλαριό του Μανώλη και έλειπε και έκατσα εδώ να βλέπω τη θέα, ξέρεις πως είναι τόσο όμορφα και λέω: «Να κάνω ένα αγγείο εδώ και να ποθάνω!». Αυτό είχα στο μυαλό μου.
Έκατσες κι έφτιαξες ένα αγγείο εκεί, στου Μανώλη;
Όχι, όχι, μάλλον όχι. Ξάφνιαζα τα παιδιά, γιατί είχα πάρει και τα δικά μου, μπανάνες και τα λοιπά. Και τα παιδιά λένε: «Τι είναι αυτός, τί είναι αυτή η παραγωγή; Κεραμικά είναι». Και τα παιδιά, για αυτούς ήτανε ένας εξωγήινος που παίζει με μπανάνες κεραμικές. Και γυρίσαμε Μασσαλία, συνάντησα τη Σοφία και πολύ γρήγορα, παντρευτήκαμε.
Γρήγορα γρήγορα.
Ναι, σε τρεις μήνες νομίζω
Τρεις μήνες την ήξερες και παντρευτήκατε;
Ναι, ναι. Ή μάλλον και δύο, παντρευτήκαμε τέλος Νοέμβρης και αν ήτανε Σεπτέμβρη που πήγαμε στην Κρήτη. Α, μάλλον την ήξερα και λίγο πριν, την ήξερα και λίγο πριν. Και μετά αυτή έμενε σε μια άλλη μπάντα του παλιού λιμανιού της Μασσαλίας και μετά έμεινε μαζί μου, παντρευτήκαμε, αλλά είχε γίνει μια μεγάλη αλλαγή στην πλατεία που έμενα. Γιατί παλιά στην πλατεία είχε ένα πάρκιν που κάνει έτσι πάνω, ξέρει που γυρίζει και ήτανε μια πλατεία κι ένα άσκημο τσιμεντένιο πράγμα και θέλανε να κάνουνε μία ανακαίνιση και το βάλανε υπόγειο. Και έγινε μια πλατεία κι ανοίξανε εστιατόρια, ντισκοτέκ και για μένα ξεκίνησε να γίνετε λίγο βαρετό, για μένα. Και ψάχναμε για να μετακομίσουμε. Ψάχναμε σε χωριά γύρω γύρω, δεν βρήκαμε τίποτα, γιατί όσο πηγαίναμε σε χωριά, στο Νομό Vars, είναι πανάκριβα πρώτο και είχε μια μυρωδιά ακροδεξιά. Παντού. Και δεν μας άρεσε σίγουρα, να μπεις σε ένα χωριό σαν ξένος, να μην είσαι χωριανός. Δύσκολα.
Ποια εποχή τώρα;
Ποια εποχή; Το ’90, ’89, εκεί.
Και που βρήκατε;
Δεν βρήκαμε, αλλά μου λέει η Σοφία: «Σου άρεσε η Κρήτη, γιατί να μην πάμε Κρήτη;». Εγώ είμαι πολύ του σπιτιού, φοβάμαι λίγο να κάνω adventures, το κάνω, αλλά έχω το λίγο έτσι μέσα, είμαι του σπιτιού. Και λέω: «Γιατί όχι;». Ο Ανδρέας είχε κρατήσει τον αριθμό του Γιατροβασίλη, τον παίρνει τηλέφωνο: «Πριν 3 – 4 μήνες περάσαμε, θυμάσαι τον Ντανιέλ; Θέλει να νοικιάσει ένα σπίτι, ξέρεις κάτι;» και ο ίδιος λέει: «Ναι, έχω ένα σπίτι». Εμείς είπαμε για το νοίκι πόσα θα μπορούσαμε να δώσουμε και συμφωνήσαμε. Βάλαμε όλα τα πράγματα σε ένα αυτοκίνητο, Talbot, Peugeot Talbot, και ταξιδέψαμε, ήρθαμε Κρήτη και ήρθαμε τελευταία μέρα του Δεκέμβρη ’89. Την επόμενη μέρα ήτανε πρωτοχρονιά. Και ήμασταν, έχω πάρει μια φωτογραφία τη Σοφία, που κάθεται στο ρολόι της ΔΕΗ του Μάνταλου. Έχει δεξιά στο Μάνταλο, στο καφενείο ένα ρολόι για τη ΔΕΗ. Και έχει ένα τραπεζάκι, έκατσε εκεί και μετά από 5 χρόνια, την ίδια φωτογραφία, μάλλον την ημέρα που φύγαμε, πάλι Σεπτέμβρη – Οκτώβρη του ’95, στην ίδια θέση, η Σοφία με τα δυο κορίτσια. Αυτό ήτανε η διαμονή μας στην Κρήτη.
Πώς ήτανε ο πρώτος καιρός που φτάσατε στο χωριό;
Ο πρώτος καιρός; Έβρεχε κάθε νύχτα, κάθε νύχτα και έλιαζε απίστευτα, ξαστεριά, την ημέρα. Πολύ εντυπωσιακό. Και μάλλον πρώτη φορά που ένας Κρητικός το έχει ζήσει αυτό. Αλλά κάθε νύχτα βροχές, βροχές, βροχές και την ημέρα ήλιο!
Καλή χρονιά.
Ναι, εδώ κάθε χρονιά είναι διαφορετική, κάθε χρονιά. Είναι κάποιες χρονιές που κάνει μπουμ εδώ ε, με πολλούς νοτιάδες, να σπάσουνε και τις χαρουπιές.
Το σπίτι που μένατε πώς ήτανε; Που νοικιάσατε τελικά με τη Σοφία.
Είναι καλό σπίτι, το είχανε μοιράσει στην οικογένεια. Ήτανε πιο μεγάλο το σπίτι, αλλά το είχανε μοιράσει στα δύο, αλλά είχε κοτέτσι απάνω, σαν κοτέτσι. Και για πόσο κράτησε, δυο, δυόμιση μήνες κάναμε καθαριότητα. Και στην αυλή και απάνω, και στη σκάλα και δεν είχαμε νερό. Μόνο στην αυλή, ένα μικρό βρυσάκι με νερό. Είχαμε την παραστιά, λοιπόν ζεστό νερό, το ζεσταίναμε σε λαΐνες, ντόπιες λαΐνες, τι ωραία! Το βάζαμε κοντά στην παραστιά και κάναμε ντους σε μια λεκάνη. Ωραία ήτανε! Έκαμα μέσα στην αυλή ζαρντινιέρες, αλλά φυσικές ζαρντινιέρες που έσκαβα μέσα στο έδαφος, στη γη της αυλής και φυτέψαμε. Και τι δε φυτέψαμε. Κ[01:10:00]αι έγινε το σπίτι καλό. Τη νύχτα όμως, δεν είχαμε κρεβάτι, αλλά είχαμε τους παραδοσιακούς πάγκους και τα ενώσαμε έτσι, δυο καναπέδες. Και ο ένας ήτανε πιο μικρός και με σφήνες από κάτω να τα κάνουμε ίσια.
Και αυτό που σου έχω πει για τα φαντάσματα, τους εφιάλτες, τις ψυχές που κάθε, κάθε νύχτα μας έκανε επίσκεψη στον ύπνο μας. Δεν ήτανε μόνο όνειρο, ήτανε στην ίδια ένταση με εφιάλτες. Όταν ζεις ένα εφιάλτη, είσαι μέσα, δεν γλιτώνεις. Την ίδια δόνηση μας έκανε η επίσκεψη από γυναίκες. Προπαντός γυναίκες. Και ήτανε τόσο έντονο που την ημέρα, εκτός που έκανε ξαστεριά και ήτανε καλά και δούλευα και μου άρεσαν όλα αυτά, κρατούσα μέσα μου την αίσθηση που έζησα κάθε νύχτα. Και το ίδιο κι η Σοφία. Δεν ήτανε τα ίδια πρόσωπα, αλλά και αυτή είχε επίσκεψη από ψυχές. Και τότε δεν ήξερα, με τα ελληνικά δεν μπορούσαμε να συζητήσουμε, να κουβεντιάζουμε, γιατί δεν ξέρουμε. Μόνο η Σοφία μου ‘πε να μην φοβάσαι, είναι σαν χαμένες ψυχές που μάλλον δεν έχουνε θάψει, στην έρημο του θάνατου ήτανε.
Πώς ήταν αυτά τα όνειρα δηλαδή; Τι βλέπατε;
Μας ζητούσανε κάτι, έβρισκα τον εαυτό μου μαζί τους, ή μάλλον αυτοί ήρθανε και με πλησιάζανε σαν να ζητιανεύουνε, να θέλουνε κάτι και δεν ήξερα.
Σε ποιο χώρο διαδραματιζότανε το όνειρο αυτό;
Στο όνειρό μου, δεν θυμάμαι αν είχε περιβάλλον. Το τελευταίο που θυμάμαι καλά, ήμουνα σε καφενείο με τραπεζάκια, τραπεζάκια, έτσι, στη σειρά. Και ξαφνικά βλέπω μια καλόγρια, πολύ ηλικιωμένη, τυφλή, που την είχανε αγκαλιά δύο νεαρές καλόγριες και την είχανε έτσι αγκαλιά και ήρθε κοντά μου, εγώ σηκώθηκα, μου ζήτησε το χέρι, της έδωσα το χέρι μου έτσι, και μου ΄βαλε μια σταλέ νερό αλλά η σταλέ ήτανε σαν μια μπάλα πινγκ πονγκ. Τεράστια!
Το έψαξες μετά τι είχε γίνει στο σπίτι;
Όχι, αφού δεν είχαμε την γλώσσα, δεν μπορούσαμε.
Πότε σταμάτησαν αυτά; Πώς σταμάτησαν;
Όταν τελειώσαμε το καθάρισμα του σπιτιού. Όταν βγάλαμε, ξέρεις, πως στα πελέκια του παράθυρου είναι ντρέτα οι γωνιές και με τα χρόνια κάνουνε στροφή. Όταν τελειώσαμε όλο αυτό, να καθαρίσουμε, να το βάψουμε πάλι με ασβέστη, ήρθε ο Κωστής ο Πιθαρούλιος και μας έκανε απ’ έξω κάτι σοβάδες, μαζί με τον Μανώλη τότε, ο Γεράσιμος, που κουβαλούσε το τσιμέντο. Ναι, όταν τελειώσαμε φύγανε. Αλλά πολύ εντυπωσιακό.
Και τι μου ‘πες που σου ‘πε η Αθηνούλα;
Η Αθηνούλα μου ‘πε πως έγινε κάτω στο Λαγκό, πιο πέρα από το Γεραρχάκη. Εκεί έχουνε γίνει μακελιό, έχουνε σφάξει και γυναίκες και ανθρώπους. Είναι μια πηγή, δεν ξέρω, μου είπε το όνομά της, Βυρσινή, κάτι τέτοιο. Και παλιά λένε πως οι άνθρωποι άκουγαν και φωνές από τα παλιά. Γιατί αυτό παλιά έχει γίνει. Όταν ήρθανε οι Τούρκοι.
Α, αυτό λες ότι μπορεί να έχει σχέση με το σπίτι. Έχουν γίνει τέτοια πράγματα στο σπίτι.
Ναι, το κουβέντιασα λίγο, γιατί μετά πέρασε μια παρέα και σταματήσαμε. Θέλω να το ψάξω και ψήνεται η Αθηνά για τέτοια. Γιατί ήτανε χαμένες ψυχές, κάτι που δεν είναι normal, που δεν εξηγιέται με το δικό μας μυαλό, το τωρινό. Είναι κάτι που μπορεί πολλοί να μην το δέχονται. Να λένε «Αυτά είναι μπούρδες». Και θυμάμαι μια φορά να δω τον αδελφό μου και σαν να κοιμάται ή νεκρός ήτανε, δεν ξέρω, και του κάνω έτσι, τον ακουμπάω και ξαφνικά γίνεται σαν μούμια. Και αυτή την εποχή ποτέ δεν είχα δει film d’ horreur. Αλλά αυτός έγινε μούμια.
Μετά το χωριό σας δέχτηκε; Σας αγκάλιασε; Ήσασταν δυο Γάλλοι τώρα που δεν μιλάτε και ελληνικά. Πως ήταν η επαφή με τους ντόπιους τον πρώτο καιρό; Τους χωριανούς;
Μας είχανε αγκαλιάσει όλοι. Η θεία η Ειρήνη, του Παπαδάκη η γιαγιά, τι ωραία γυναίκα! Δηλαδή μόνο να την δούμε με τα άσπρα της μαλλιά, τα μπλε μάτια, και μας έφερνε χίλια δυο, δηλαδή για την νηστεία της Λαμπρής βρίσκαμε κάθε μέρα αυγά. Τα μετρήσαμε και είχαμε φτάσει να ‘χουμε καβάτζα 100 αυγά. Δηλαδή όλο το χωριό μας έδινε τα αυγά, αφού δεν τρώγανε αυγά. Συνέχεια, και μαρούλια. Και είχαμε αυτή τη γειτόνισσά μας, την Ειρήνη και είχαμε την Ελένη πιο πέρα με τον Μανώλη, κι αυτός Δάνδολος. Και ήτανε και η Μαργαρίτα. Αυτή θα ήθελα να την τραβήξω φωτογραφία αλλά αυτή είχε πάντα μία βέργα και μου έλεγε: «Μη!» και δεν τόλμησα ποτέ να την πάρω φωτογραφία.
Γιατί δεν σ’ άφηνε;
Δεν ήθελε να μπει σε κουτί. Ποτέ δεν είχε σηκώσει τα μανίκια της. Ποτέ στη ζωή της. 80 χρονών ήτανε, δεν είχε αφήσει ο ήλιος να δει τα χέρια της. Αλλά π[01:20:00]ήρε και την Μαρία στην αγκαλιά και της τραγούδησε για εμάς παράξενα τραγούδια. Πολύ ωραία περάσαμε. Πάρα πού ωραία.
Πότε γεννήθηκε η Μαρία η μεγάλη;
το ’93.
Και πώς ήταν να την μεγαλώνετε εδώ στο χωριό; Πώς ήταν ο πρώτος καιρός;
Λοιπόν, είχαμε έρθει και ήμασταν ήδη ηλικιωμένοι, εγώ ήμουνα 40. Η Σοφία είναι πιο μικρή δυο χρόνια από ‘μενα, τρία. Και: «Δεν έχετε παιδιά; Γιατί;» και είχε κάνει δύο αποβολές η Σοφία πριν να ‘ρθουμε στην Κρήτη και μας είπανε: «Θα δείτε, το νερό εδώ είναι καλό, θα κάνετε παιδιά». Και όντως το νερό ήτανε από το παλιό δίκτυο, που στα Τζανακιανά έρχεται το νερό του Αρκαδίου. «Θα δείτε το νερό είναι καλό» και όντως ήτανε καλά. Μόνο μόνο που δεν έζησα την εγκυμοσύνη της Σοφίας αφού ήμουνα στην φυλακή. Και στο τσακ έγινε η γκάστρωση, πως το λένε αυτό. Δεν είναι ωραία έκφραση, αλλά ναι.
Πες μου, πώς έγινε και βρέθηκες στη φυλακή εδώ πέρα;
Νόμιζα από τους ρεμπέτες πως καπνίζανε όλοι κι εγώ είχα πετάξει σποράκια στην αυλή και βγήκανε και μετά να ‘χω κόψει, δεν ξέρω. Αφού έκανα, πως το λένε αυτό…
Έσπερνες;
Ναι, 100 ξέρω ‘γω! Και βγήκανε όλοι και μετά ήτανε γεμάτο σαν ζούγκλα, μόνο με χασίσια και λέω δεν γίνεται, και τα ‘κοψα, τα ξεπάτωσα και είχαν μείνει δυο. Και μου κάρφωσε ένας, αυτό δεν λέγεται αλλά τον ξέρω και ξέρει πως το ξέρω αλλά δεν μιλάμε, έτσι είναι. Και μία μέρα μου χτυπάει αστυνομία και ήτανε γύρω γύρω αστυνομικοί απάνω, που φαίνονται, στους τοίχους, από κάτω. Και είχε μία κυρία εισαγγελέας και βρήκανε τα δύο δενδρύλλια, μας φέρανε στο Πέραμα και μετά στο Ρέθυμνο αλλά μέχρι να φύγουμε από το Πέραμα, οι ασφαλίτες είχανε πάρει όλες τις τρούλες των φυτών. Ήτανε σπανός μετά, δεν είχε τίποτα. Τα ‘χουνε κλέψει οι γαμημένοι. Και μετά πήγαμε τρεις μέρες στο Ρέθυμνο, είχανε δύο κελιά. Ήτανε ξένοι, Αλβανοί και τους βάλανε στο ένα και μας αφήσανε το άλλο για τους δυο μας.
Με τη Σοφία μαζί δηλαδή.
Ναι, ναι.
Η Σοφία πόσων μηνών ήταν έγγυος;
Της στιγμής. Και το ‘ξεραν τα παιδιά, γιατί πάνε γρήγορα εδώ οι ειδήσεις, αλλά κανείς δεν τόλμησε να πάει να μας δει. Όλα τα παιδιά ήτανε και μικρά, δηλαδή 16, 18 χρονών. Και είναι ο γιος της Ελένης, Δάνδολος, που μέναν εκεί που είναι επιχειρηματίας, είχε ένα μαγαζί πλακακιών και υδραυλικά στο Ρέθυμνο. Και αυτός ήρθε με τη γυναίκα του να μας κάνει επίσκεψη αλλά μετά από 48 ώρες χωρίς εμείς να έχουμε τίποτα. Ούτε πετσέτα και απαγορευόταν να πάρουμε τηλέφωνο. Σκληρά πράγματα, μία ώρα έξω για να κάνουμε άσκηση και πάλι μέσα. Και αυτός ήρθε και μας έφερε και σεντόνια, οδοντόβουρτσα, σαπούνι, λίγο να ζούμε σαν άνθρωποι. Και μας έστειλε έναν δικηγόρο, έπρεπε να πει η Σοφία πως δεν ήξερε και όντως, αυτή δεν καπνίζει και δεν κάπνιζε ποτέ, αλλά τα πότιζε τα λουλούδια. Και ούτε αυτό δεν έπρεπε να το πει και την αφήσανε ελεύθερη κι εγώ με στείλανε στα Χανιά που έκατσα 9 μήνες πριν να γίνει δικαστήριο. Έπιασα και δουλειά, δηλαδή στα τελευταία μπορούσα να καθαρίζω την καντίνα, καλό ήτανε, γιατί θα μπορούσα να κάνω ντους μόνος μου, γιατί ήτανε χάλια το κτήριο, οι ντουζιέρες ήτανε 2 που δουλεύανε για 200 άτομα. Και είναι κρατητήριο, δεν είναι φυλακή και περνάει ο ένας κι ο άλλος από άλλες φυλακές για να δικαστούνε στα Χανιά και κάθονται 2 μέρες και φεύγουνε.
Εσύ έκατσες 9 μήνες ας πούμε.
Ναι, εκεί ναι.
Αυτή είναι η φυλακή που βλέπουμε στο δρόμο, πηγαίνοντας προς Χανιά δεξιά;
Είναι στα Χανιά, μέσα. Πέρασα πέρυσι όταν πήγα σε ένα γιατρό στα Χανιά. Έκανα μία μικρή βόλτα που ποτέ δεν ήξερα πως ήτανε και λέω: «Μάλλον εδώ ήτανε», θυμάμαι κάποιες εικόνες, από το παράθυρο είδα ένα θόλο εκκλησίας και λέω: «Μάλλον ήτανε από εκεί». Όχι, ήτανε λίγο δύσκολο. Πολύ ζόρι. Δηλαδή τηλεόραση μέχρι αργά, φουλ. Εγώ μου έδωσαν και ακουστικά και έβαλα και σαρίκι γύρω γύρω να μην εακούω φασαρίες γύρω γύρω. Δηλαδή τηλεόραση, που ποτέ δεν είχα τηλεόραση. Και εκεί σταμάτησα να καπνίζω αλλά ντουμάνι μέσα. Όλοι καπνίζανε πολύ, χύμα στα λέω.
Στο κελί ήσουνα με άλλους μαζί ε;
Ω! Ένας θάλαμος με 30 άτομα. Πως φυτέψαμε τα κρεμμύδια; Δηλαδή, 2 κολλημένα έτσι και μετά ένα διάδρομο, πάλι δύο, ένα διάδρομο, δύο, έτσι. Και δεν σου λέω τι στρώματα[01:30:00] ήτανε, να μην τα βλέπεις. Έβαζες μια κουβέρτα, ένα σεντόνι απάνω. Και μία τουαλέτα για 30 άτομα, και θυμάμαι: «Τι κολόνια; Μυρίζει κολόνια;» Και ήτανε ένας δυο που ήτανε στο φόντο και καπνίζανε χασίσια, αλλά βάζανε κολόνια γύρω γύρω για να μην τον ακούμε. Μπήκα μάλλον τέλος Αυγούστου και κάπνισα τον πρώτο μου μπάφο στη φυλακή για τα Χριστούγεννα.
Και με τους υπόλοιπους εκεί μέσα πως ήταν η σχέση σου; Με τους υπόλοιπους ανθρώπους στη φυλακή; Μιλάγατε; Περνάγατε χρόνο μαζί;
Εκεί ξεκίνησα να μάθω τα ελληνικά, που δεν τα κατάφερα καλά αλλά ναι. Και είχα μερικούς φίλους, ένας Αλγερινός που μου ‘δειξε, γιατί μου ‘φερε η Σοφία, έγγειος ήτανε σιγά σιγά, το ‘μαθα και την έβλεπα στο επισκεπτήριο, μου έφερε λάδι, τυρί από την θεία την Ελένη στο λάδι, και αυτός ο Αλγερινός μου έδειξε πως να κάνουμε ένα πιάτο: λάδι, λίγο ζάχαρη και να το πανίσουμε με ψωμί. Αλλά με ζάχαρη, λάδι με ζάχαρη, πολύ ωραίο! Εντάξει, δεν τα πήγαινα καλά με τους Γερμανούς, γιατί υπήρχανε και Γερμανοί μέσα. Υπήρχανε και Ρώσοι που φτιάχνανε τράπουλες, τι ωραία! Μου ζητήσανε να αγοράσω αυτό το μικρό που γράφεις απάνω, το μικρό. Και με την κόλλα που βγάζανε από το αλεύρι ανάποδα κολλούσανε, δυο, τρεις, πέντε, έξι, μάλλον ήτανε εννιά στρώσεις χαρτί και τα κόβανε και ήτανε σκληρό σαν αληθινό τραπουλόχαρτο. Και μετά με μία πατάτα κάνανε τα σήματα, τον άσσο το εννιά και τα λοιπά. Τράπουλα ωραία. Οι Ρώσοι το κάνανε αυτό. Και ήτανε ένας άλλος, γιατί λίγα επιτρέπονται μέσα, με καλαμάκια, που τα ‘ψηνε, γιατί είχε όχι κουζίνα, αλλά είχε δυο τρία μάτια περτογκάζ και τα ‘ψηνε με λάδι στο τηγάνι και γίνονται μαύρα. Και μετά τα κόλαγε και έκανε κορνίζες. Ωραίες κορνίζες έκανε. Έτσι γιατί αυτός ήτανε Ρουμάνος και δεν είχε καν λεφτά και έπρεπε να αγοράσεις και τσιγάρα, να πάρει και τον καφέ του το πρωί. Δηλαδή ο καφές πληρωνότανε. Και αυτός που έκανε καφέ είχε πάρει 30 ίσως ισόβια, γιατί τον πιάσανε με ένα πλοίο γεμάτο με όπλα, χασίσια από το λίβανο, αλλά καλός άνθρωπος, ήτανε δυο αδέρφια. Σιγά σιγά περάσανε αυτά τα χρόνια.
Πόσο καιρό κράτησε αυτό;
Εγώ 9 μήνες κάθισα εκεί. Και μετά πήγα δικαστήριο, αλλά ήτανε φάση γιατί ήτανε τα κελιά έτσι σε ένα corridor και πολλές φορές γυρίζανε από το δικαστήριο αυτοί που δίκασαν το πρωί και γύριζαν, είμαστε κλειστοί μέσα, γιατί φεύγαμε το πρωί λίγο και μετά το απόγευμα που είμαστε ελεύθεροι στις αυλές. Και είχε τις πόρτες με, ξέρεις, ένα μικρό παραθυράκι με σίδερα και όταν ήτανε η ώρα να γυρίσει κάποιος από το δικαστήριο όλοι τον κοιτάζανε: «Πόσα; Τι πήρες;». Και ήτανε ένας τύπος που ήτανε στον θάλαμό μας, τον είχανε πάρει, ήτανε Έλληνες από πάνω και είχαν νοικιάσει με την κοπέλα του ένα σπίτι, ο πατέρας της κοπέλας general ήτανε.
Στρατηγός.
Ναι, και τους πήρανε με 15 ξέρω ‘γω φυντάνια, αλλά το εντυπωσιακό λένε, από 10 έως 40 πόντους μαζί με τις ρίζες. Μία τρέλα! Μία τρέλα! Και έρχεται, μπαίνει στον θάλαμό μας, πάει στο κρεβάτι του. Μιλιά. Και όλοι που είχαν ενδιαφέρον τον πλησίαζαν και περίμενε, δηλαδή σαν θεατρική παράσταση. Ήθελε να έχει το κοινό γύρω του και είπε πως έφαγε 11 χρόνια και η κοπέλα του 10, φυλακή. Κι εγώ θυμάμαι πως τα γόνατά μου κάνανε κλακ κλακ κλακ κλακ μεταξύ τους. 11 χρόνια! Απίστευτο. Δηλαδή σαν τα ρεβίθια πέσανε οι ποινές. Και στην αυλή ήτανε δύο έτσι Χανιώτες με τα μαύρα, ωραίοι άνθρωποι. Και τον έναν τον είχανε πάρει με 800 δενδρύλλια, ο άλλος ήτανε πάνω από 2.000 και ο ένας του λέει του άλλου: «Α, εσύ είσαι για ισόβια κι εγώ θα φύγω πιο νωρίς από ‘σενα». Ναι, τέτοια πλάκα κάναμε μεταξύ μας. Αλλιώς ήτανε κάμψεις, ήτανε γυμναστική. Τίποτα άλλο.
Εσένα στο δικαστήριο πόσο καιρό σου είπανε;
Με δικάσανε τρία χρόνια, ένα για χρήση, ένα για καλλιέργεια και το άλλο δεν ξέρω. Αφού ήτανε για προσωπική μου χρήση. Δεν θυμάμαι τώρα το τρίτο. Και μόλις δικάστηκα με στείλανε στην Πάτρα. Αλλά εκεί ήτανε φυλακή, σκληρή φυλακή αλλά είχε μια discipline, μια πειθαρχία. Ήτανε ένας μάγκας μέσα στο θάλαμο, φονιάς ήτανε, δεν ξέρω, είπε τηλεόραση από τις 10 χωρίς φωνή. Καλό! Τι καλό.
Έκανε κουμάντο αυτός δηλαδή;
Ναι, ναι, αλλά με το καλό του. Δηλαδή δεν ήτανε στραβός, τρελός, ήτανε ντρέτος ο άνθρωπος. Και μέναμε σε κρεβάτια με δυο πάνω ο ένας απ΄ τον άλλο. Στην αρχή ήμουνα[01:40:00] πάνω και δεν είναι το καλύτερο. Το καλύτερο είναι από κάτω που μπορείς να στήσεις και σεντόνια, να κλείσεις σαν να είσαι σε ένα μικρό δωμάτιο. Έφτιαχνα και ντουλάπες με χαρτόνια και καλαμάκια, συρτάρι και τα λοιπά.
Κι είχες ένα μικρό σπιτάκι στην κουκέτα.
Ναι, ναι.
Και πως περάσαν αυτά τα τρία χρόνια; Έκατσες τρία χρόνια;
Όχι, στη Γαλλία κάνανε έρανο μεταξύ τους αγγειοπλάστες, το ‘χε πάρει ένας φίλος μου στα χέρια του και μου στείλανε από Γαλλία από αγγειοπλάστες που δεν γνώρισα, αλληλογραφία, πολλά. Και κάνανε κι έναν έρανο και στείλανε, δεν θυμάμαι πόσα, αλλά καλά λεφτά για να επιβιώσει η Σοφία που ήτανε έγγειος, που γέννησε, αφού έκανα 9 μήνες, την ημέρα σχεδόν που δικάστηκα και έπρεπε να φύγω στην Πάτρα ήτανε η Σοφία με την Μαρία. Και πάντα ήμασταν ανάμεσα σε κάγκελα, κάτι λίγο άσχημο, γιατί δεν την έβλεπα καλά. Αλλά όταν γέννησε, μας έχουνε επιτρέψει να συναντηθούμε σε ένα δωμάτιο, σίγουρα με τον αρχιφύλακα γύρω, αλλά μπορούσα να φιλήσω την Σοφία μου και να πάρω την Μαρία στην αγκαλιά μου. Και μετά όταν με στείλανε στην Πάτρα, η Σοφία υπόφερε πάρα πολύ, γιατί ήτανε μόνη της στα Τζανακιανά. Πριν οι γιαγιάδες γύρω γύρω: «Μη σηκώνεις τα χέρια σου, θα σου πέσει το μωρό!», απ’ την κοιλιά ξέρεις. Και όταν ήτανε να πάει από ‘δω Χανιά, να πάει στο πλοίο, να φτάσει στην Αθήνα, να νοικιάσει κι ένα δωμάτιο, μετά ήτανε ρουτίνα όλα αυτά. Και να πάει με το λεωφορείο στην Πάτρα, να μου κάνει επίσκεψη. Επιτρέπεται μια φορά την εβδομάδα και πήγε κατευθείαν να με δει το Σάββατο, γύρισε Αθήνα, έκατσε μια μέρα, ξαναγύρισε τη Δευτέρα, ξαναπήρε το πλοίο, Πειραιά, Χανιά, Μαργαρίτες. Και το ‘κανε δύο φορές το μήνα αυτό το ταξίδι. Με το μωρό.
Για πόσο καιρό; Όλα τα τρία χρόνια;
Όχι, δεν έκανα, γιατί πάντα υπάρχει το εφετείο. Και στο εφετείο μου το είχανε κάνει 19 μήνες, έκατσα.
Αλλά αυτούς τους 19 μήνες, δύο φορές το μήνα το έκανε αυτό η Σοφία.
Για μάλλον έξι μήνες, μάλλον, γιατί από Γαλλία μου στέλνανε αυτοί αλληλογραφία, είχανε μαζέψει τα λεφτά, και τελικά με στείλανε στην Αγιά. Αγιά είναι η αγροτική φυλακή των Χανίων. Που μάλλον έκανα 3-4 μήνες εκεί. Μπορεί να έκατσα πιο λίγο στην Πάτρα, μπορεί να έκατσα τέσσερις πέντε μήνες και πάλι τέσσερις πέντε μήνες στην Αγιά.
Άρα έκατσες δέκα μήνες περίπου συνολικά. Πέντε στην Πάτρα και πέντε στην Αγία.
Ναι, ναι, και εννιά μήνες στο πρώτο. 19 μήνες έκανα. Και στην Αγιά καλά ήτανε, δηλαδή να βλέπεις και να μπορείς να περπατήσεις πάνω στα γρασίδια, να βλέπεις φυτά! Κι εγώ είχα πιάσει μια δουλειά που έπρεπε να μαζεύω τις γόπες και να σκουπίσω τους ντενεκέδες τους πλαστικούς απ’ το γάλα. Γιατί είναι φάρμα, έχουνε γάλα, έχουνε διάφορα. Και εγώ τα μεγάλα δοχεία τα πλαστικά έπρεπε να τα καθαρίσω, αυτή ήταν η δουλειά μου εκεί. Εκεί ήτανε διαφορετική αυτή η ζωή. Αλλά πάντα λέω καλύτερα να ‘μουνα στη φυλακή εδώ στην Κρήτη, ή στην Ελλάδα, αφού πήγα Πάτρα, παρά να κάνω το ίδιο στη Γαλλία. Θα ήτανε δέκα φορές χειρότερα. Σίγουρα.
Γιατί;
Να πάω στις φυλακές της Γαλλίας; Μπα! Στη Μασσαλία; Le Baumette που λέγεται, δηλαδή άθλια κατάσταση, άθλια. Και εκεί, μεταξύ μας υπήρχε, δεν ξέρω, αλληλεγγύη όχι και πολύ αλλά σεβασμός μεταξύ των ανθρώπων. Κατάλαβες; Δεν είχε φασαρία, δεν υπήρχε. Σπάνια. Σχεδόν ποτέ, δεν έχω ζήσει καβγάδες μέσα στις φυλακές.
Εσύ δεν έχεις καβγαδίσει ποτέ;
Ποτέ στη φυλακή ή ποτέ στη ζωή μου;
Στη φυλακή.
Όχι, ποτέ, ποτέ, ποτέ.
Πως ήτανε;
Η ελευθερία; Καλά, καλά! Ήρθε η κουμπάρα μου απ’ το γάμο. Α, ναι και η δίκη είχε γίνει μεγάλη ιστορία εδώ στο χωριό. Μεγάλη. Ήρθε και ο πρόεδρος που ήτανε τότε ο Διονύσης, ήρθε ο παπάς, ήρθανε πολλοί που υποστηρίζανε πως ήμουνα καλό παιδί και ίσως γι’ αυτό δεν με έχουνε καταδικάσει με τα τρελά ρεβίθια που ακούστηκαν στη φυλακή με 10, 15 χρόνια, ίσως για αυτό. Αλλά είχανε μαζέψει και υπογραφές στο χωριό. Και μου είπε ένας: «Για ‘σενα το κάνανε, για ένα από μας δεν θα το κάνανε». Ναι, μεγάλη υπόθεση. Και το πιο σημαντικό ήτανε όταν ήμουνα στα Τζανακιανά και κάπνιζα, κανείς δεν το ‘ξερε, κανείς. Και πάντα είχα καλές σχέσεις με παιδιά και ήρθανε πολλά παιδιά και από τις Μαργαρίτες που παίζαμε μπουγέλο κάτω, ήρθανε αν θέλανε κανένα εργαλείο, ο ένας για το μηχανάκι του, το άλλο με το ποδήλατο, και ήτανε ανοιχτό και το εργαστήριο και είχα σαν μαθητή τον Ιάκωβο, που έκανε ωραία πράγματα, μόνο γουρούνια έκανε ο Παπαδάκης ο Ιάκωβος. Το είχα κάθε μέρα. Δηλαδή είχα παρέα με παιδιά κι εγώ ήμουνα 40 και. Κι όταν γύρισα απ’ τη φυλακή ξαναήρθανε τα παιδι[01:50:00]ά. Στη Γαλλία αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ, οι γονείς θα λέγανε: «Να μην πας εκεί, είναι επικίνδυνος, είναι χασικλής», τίποτα, και άκουσα καλά λόγια. «Αυτή είναι μια περιπέτεια της ζωής». Αυτό chapeau, πως το λέμε στη Γαλλία.
Βγάζεις το καπέλο.
Ναι, ναι, αυτό μου έκανε πολύ καλό
Και οι πρώτες μέρες της ελευθερίας έξω πως ήτανε όταν βγήκες;
Ήρθε η κουμπάρα μου και πήγαμε στον Κουρνά, περάσαμε ωραία. Και μετά λίγο αγχώθηκα, για κάθε υπόθεση ναρκωτικών τότε η ελληνική κυβέρνηση έπαιρνε λεφτά από την Αμερική. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όποτε δίκαζε μια υπόθεση έπαιρναν λεφτά;
Ναι, ναι. Και ήτανε σαν κανόνας, όποιος ξένος ήτανε για ναρκωτικά έπρεπε να απελαθεί. «Φύγε!». Κι εγώ ζήτησα την χάρη να κάτσω στην Ελλάδα, δεν ήθελα να με απελάσουνε, γιατί ούτε καν δεν θα είχα γυρίσει από το χωριό. Θα πήγαινα αμέσως απ’ την φυλακή. Ελεύθερος είσαι αλλά να πας πουφ, Γαλλία. Αυτό δεν το ‘θελα. Ήθελα να κάτσω εδώ. Να μείνω εδώ πάλι. Και το ζήτησα και στην δίκη, στο εφετείο, δεν θυμάμαι καν, πήραν τα πράγματα που έφτιαχνα, τα δείξανε στην έδρα, πως ήμουνα ένας καλός αγγειοπλάστης, καλλιτέχνης και τα λοιπά.
Και μετά πόσο έκατσες αφού βγήκες; Πόσο έκατσες ακόμα στην Κρήτη;
Μετά γεννήθηκε η Ιουλία και τι ωραία ήτανε, η γέννηση της Ιουλίας, πολύ ωραία!
Πως ήτανε;
Αύγουστο μήνα, βλέπεις τις βραδιές που είναι έτσι παχιές, με μυρωδιές γύρω γύρω. Και η Σοφία είχε μια αύρα γύρω της, μυρωδιές σαν τον παχύ αέρα, με την κοιλιά της και ήτανε η ώρα της. Δεν είχαμε πια αυτοκίνητο, μας το είχε κλέψει η ελληνική αστυνομία, τελωνείο. Είχαμε πολλά ζήσει, και καλά και άσχημα εδώ. Και ανέβηκα πάνω πάνω, στον Νίκο τον Δάνδολο, του λέω: «Ώρα είναι». Και μας επήγε στο Ρέθυμνο. Νύχτα, ίσως 02:00 η ώρα το πρωί. Πήγα απάνω, τον ξύπνησα, είχαμε λίγο κανονίσει να γίνει κάτι τέτοιο και μας πήγε Ρέθυμνο και τι ωραία ήτανε! Πολύ ωραία.
Κι η Ιουλία μεγάλωσε εδώ πέρα τον πρώτο καιρό;
Έξι μήνες και μετά φύγαμε. Η Μαρία έκατσε σχεδόν δυόμιση χρόνια. Και ήξερε τα ελληνικά και έκανε μεταφράσεις για την μάνα της που αυτή δεν τα πήγαινε καλά με τα ελληνικά. Μάζευε ελιές, έκανε παρέα με τις κοπελιές, την Κατερίνα, την Όλγα, νομίζω για ενάμιση χρόνο δεν είχε, ήξερε να περπατήσει πολύ πολύ νωρίς, κανονικά για ένα κορίτσι, στους 10 μήνες περπάτησε. Όταν γύρισα από τη φυλακή ήταν 11 μήνες, δεν θυμάμαι ακριβώς. Ήταν αρκετά μεγάλη. Και δεν είχε ακουμπήσει χαμέ η Μαρία, πάντα στην αγκαλιά. Και στο πλοίο όταν πήγαινε μαζί με την Σοφία να μου κάνουνε επίσκεψη στην Πάτρα, πάντα έβρισκε ξέρει, μία γιαγιά, μία κυρία που: «Α, το μωρό, το μωρό». Συνέχεια σε μια αγκαλιά. Αυτό ήτανε σαν δώρο και γι’ αυτή ήταν το καλύτερο. Δηλαδή παιδί να είναι σε αγκαλιές συνέχεια. Τι ωραία! Η τρελή η Κατερίνα, μαζί χορεύανε, τι ωραία, τι ωραία!
Γιατί φύγατε;
Φύγαμε γιατί το σπίτι δεν ήταν καλό, είχε γίνει σεισμός και έτρεχε νερό μέσα και δεν ήθελε να το φτιάξει ο άλλος. Και δεν ξέρω, κάποιοι Γάλλοι είχανε κάνει κάποια μαλακία γύρω γύρω, βρήκανε ένα αυτοκίνητο με ένα διαβατήριο Γάλλων και κατευθείαν ήρθαν στο σπίτι μου. Πάλι: «Γιατι, το διαβατήριο, οι άλλοι, τους γνωρίζεις;». Και εκεί η Σοφία έσπασε μια ασφάλεια. «Δεν μπορώ, δεν τους μπορώ», δεν ήθελε πια να κάτσει. Και οικονομικά δεν τα πηγαίναμε πολύ καλά. Δηλαδή με τα κεραμικά καλά αλλά λίγο απόμερα ήμασταν από το χωρίο. Ούτε καν δεν ήξερα το χωριό. Πήγαινα κάθε μέρα να πάρω ψωμί, αλλά δεν ήξερα τους ανθρώπους. Μου λέει χθες η Μαρία πως με ήξερε αλλά δεν είχαμε...
Γνωριστεί.
Ναι.
Και ποια χρονιά έφυγες;
’95.
Και πόσο έκατσες στην Γαλλία πριν ξανάρθεις;
Πολύ, γυρίσαμε στην Μασσαλία, μετά μετακομίσαμε πιο βόρεια στην Γαλλία, κάναμε πάλι δυο μετακομίσεις πιο πέρα, κοντά στου Bourges, Orleans, κοντά στον Λύγερη, ποταμό Λύγερη. Μέχρι να φτάσουμε σε ένα χωριό πάλι παραδοσιακό με τα πήλινα.
Και δεν ξέρω πόσο χρόνο είμαι εδώ τώρα. Λένε κάποιοι πως είμαι 10, άλλου λένε πως είμαι 11, δεν ξέρω ακριβώς. Αλλά από το ’95, γύρισα το ’09 δηλαδή 15 χρόνια μετά. Που μεγάλωσαν τα παιδιά και δεν τα πηγαίναμε καλά με τη Σοφία και με ξεσπίτωσε και έγινε μπάχαλο, γιατί τώρα είμαι στο απέραντο. Δεν δικαιούμαι ούτε σύνταξη, ούτε ελληνική, είμαι, όπως το σκεφτόμουν όταν ήμουν 16 χρονών, έτσι, un closhard céleste. Καταλαβαίνεις clochard céleste;
C[02:00:00]éleste είναι ουράνιος.
Clochard είναι αλήτης.
Ένας ουράνιος αλήτης.
Ναι. Αυτά.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο αφηγητής μιλάει για τα παιδικά του χρόνια στη Γαλλία, για την οικογένειά του και τον χαμένο του αδερφό. Αναφέρεται στους τόπους διαμονής που άλλαξε και στη ζωή στη Νότια Γαλλία, μετά τον Μάη του '68 καθώς και το ξεκίνημα και την εξέλιξη της πορείας του ως κεραμίστας. Στη συνέχεια περιγράφει το πώς βρέθηκε με την οικογένειά του στις Μαργαρίτες και την εμπειρία του στην φυλακή.
Narrators
Daniel Didier
Field Reporters
Χαράλαμπος Λεοντίδης
Tags
Interview Date
12/05/2021
Duration
120'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο αφηγητής μιλάει για τα παιδικά του χρόνια στη Γαλλία, για την οικογένειά του και τον χαμένο του αδερφό. Αναφέρεται στους τόπους διαμονής που άλλαξε και στη ζωή στη Νότια Γαλλία, μετά τον Μάη του '68 καθώς και το ξεκίνημα και την εξέλιξη της πορείας του ως κεραμίστας. Στη συνέχεια περιγράφει το πώς βρέθηκε με την οικογένειά του στις Μαργαρίτες και την εμπειρία του στην φυλακή.
Narrators
Daniel Didier
Field Reporters
Χαράλαμπος Λεοντίδης
Tags
Interview Date
12/05/2021
Duration
120'