© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Μεγαλώνοντας μέσα στη λουκουμόσκονη στο λιμάνι της Σύρου

Istorima Code
10062
Story URL
Speaker
Κωνσταντίνα Συκουτρή Ανδρειωμένου (Κ.Σ.)
Interview Date
03/04/2021
Researcher
Ζουστίν Αρβανίτη (Ζ.Α.)
Ζ.Α.:

[00:00:00]Είναι 3 Απριλίου του 2021, είμαι η Αρβανίτη Ζουστίν, ερευνήτρια στο Istorima, και βρισκόμαστε στη Βιοτεχνία Λουκουμιών «Συκουτρής» στην Ερμούπολη της Σύρου με την κυρία Ντίνα Συκουτρή, η οποία μας κάνει την τιμή και για δεύτερη φορά δίνει συνέντευξη για το Istorima και την ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτό. Η θεματολογία αυτής της συνέντευξης έχει να κάνει με το λουκούμι, στον χώρο μέσα στον οποίο βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. Κυρία Ντίνα, ξεκινήστε! Πως εσείς βρίσκεστε εδώ και για ποιον λόγο;

Κ.Σ.:

Σας ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνετε και εσείς, να με διαλέξετε να μιλήσω για αυτό το υπέροχο μικρούλι γλυκό, που έγινε παγκοσμίως γνωστό. Θέλω λοιπόν, να πω ότι εδώ μέσα, στο εργαστήριο λουκουμιών του μπαμπά μου, που δεν ήτανε σε αυτόν τον χώρο, αλλά κάτω στην παραλία, Ακτή Πέτρου Ράλλη 44, εκεί που είναι τώρα το μεγάλο κατάστημα «Κρητικός» όλο κάτω το ισόγειο ήταν το πρατήριό μας και στη μέσα πλευρά ήτανε το εργαστήριο. Αυτό το οίκημα είναι ένα παραδοσιακό οίκημα του 1880 περίπου, μέσα στη δεκαετία του ‘80-‘90, ανήκει στην Ιερά Μονή Κεχροβουνίου Τήνου, που το δώρισε μία πολύ πλούσια Συριανή, η οποία αποφάσισε κάποια στιγμή να μην παντρευτεί και να γίνει μοναχή. Και έτσι, βρέθηκε αυτό το οίκημα να νοικιάζεται κατά καιρούς, απ’ το 1800-είπαμε ‘80-‘90- άρχισε να νοικιάζεται σαν καφενείο ο κάτω χώρος και πάνω σαν ξενοδοχείο. Πληρούσε τις προϋποθέσεις για την εποχή εκείνη για ανθρώπους που έμπαιναν στο λιμάνι και ήθελαν να μείνουν για λίγο και περνώντας τα χρόνια, έφτασε το 1940. Φτάνω στον χρόνο του πολέμου. Ο πατέρας μου είχε νοικιάσει, επί της παραλίας πάντα, δυο-τρία μαγαζιά. Μικρό, μεγαλύτερο και ύστερα αυτό το μεγάλο. Το νοίκιασε αυτό σαν λουκουμοποιείο για δεύτερη φορά, 20 Οκτώβρη του 1944. Την ημέρα που γεννήθηκα εγώ. Γεννήθηκα εγώ στις 05.00 η ώρα το πρωί, έγινε η απελευθέρωση τότε και αμέσως ο μπαμπάς κατέβηκε στην παραλία να μπορέσει να ξαναπάρει το μαγαζί του και το ξανανοίκιασε. Από τότε μείναμε εκεί 72 χρόνια. Πριν λίγα χρόνια φύγαμε γιατί έπρεπε να επισκευαστεί και η Μονή το διέθεσε κάπου αλλού. Λοιπόν, η ζωή μου εκεί μέσα. Ήτανε … τώρα που αναπολώ εκείνα τα χρόνια και επαναφέρω εικόνες και στιγμές, θεωρώ ότι είναι μοναδικές. Και οι καλές στιγμές και οι κακές. Είναι σαν κινηματογραφική ταινία, είναι σαν ένα σενάριο που δεν μπορεί πάντα κανείς να το γράψει έτσι όπως το θέλει, γιατί η ζωή προπορεύεται. Θα πω λοιπόν τι έζησα εκεί μέσα. Κατέβηκα το 1956 στην παραλία, στο σπίτι μας πια, κάτω. Έφυγα απ’ το καρνάγιο. Απ’ τη μια θάλασσα … απ’ το ένα λιμανάκι στο μεγάλο λιμάνι. Και πήγα στο γυμνάσιο όπως έχουμε προείπει και για δύο χρόνια δούλευα και στο μαγαζί κάποιες ώρες και τις πρωινές ώρες στο σχολείο.

Ζ.Α.:

Οι πρώτες σας, πρώτες αναμνήσεις από τον χώρο;

Κ.Σ.:

Ναι.

Ζ.Α.:

Δηλαδή, άμα μπορείτε να ανατρέξετε στην πρώτη-πρώτη ανάμνηση που μπορεί να έχετε.

Κ.Σ.:

Ναι, ναι το πρώτο ήτανε η διαφορά της μυρωδιάς. Έφυγα από το καρνάγιο που μύριζε βρασμένο πεύκο, που μύριζε κατράμι από τη θάλασσα, μύριζε… μύριζε κάπως η άμμος, τα ξύλα που ήτανε που ερχόταν απ’ τα άλλα νησιά, είχε μία … τα ψάρια. Εκεί στο καρνάγιο κρεμότανε, βάζανε και ψάρια που τα περνούσανε στα σκοινάκια, τους τσίρους και ήτανε απλωμένα, ξεραινότανε και τα κατεβάζαμε μετά, τα πουλούσανε για να είναι μεζές για το κρασί και το ούζο. Ήτανε, δηλαδή, κάποιες μυρωδιές καθαρά γύρω από την αλιεία. Και μ’ αυτές μεγάλωσα μέχρι τα 12. Κατεβαίνοντας λοιπόν, στην παραλία και μπαίνοντας στο μαγαζί του μπαμπά, 12 χρονών πια, το πρώτο που αισθάνθηκα, ήτανε ότι σαν να άλλαζα χώρα. Διότι το εργαστήριο μέσα μύριζε ζάχαρη, και μύριζε κιόλας καμένη ζάχαρη, γιατί ήτανε με ξύλα τα τζάκια. Έπεφτε ζάχαρη και αυτή καιγότανε και έβγαζε μία ιδιαίτερη μυρωδιά. Μύριζε άρωμα από το λουκούμι, εγώ δεν μπορούσα ακόμη να τα ξεχωρίσω αυτά. Το μέλι… Δηλαδή, ήτανε μια τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα. Και για εμένα ήτανε, έτσι, κάτι το ιδιαίτερο. Αυτό σιγά-σιγά, πολύ σιγά, άρχισα να το συνηθίζω γιατί δούλευα μ’ αυτά τα υλικά.

Ζ.Α.:

Όταν πρωτοπήγατε εκεί, τι δουλειές σας έδωσε ο μπαμπάς σας να κάνετε;

Κ.Σ.:

Εκεί άρχισα να ανοίγω κουτάκια. Τα κουτιά που ήτανε χειροποίητα -όπως νομίζω, έχουμε προείπει- ήταν χειροποίητα, τα έφτιαχναν εδώ στη Σύρο, έφερναν χαρτόνια απ’ τις πολύ μεγάλες χαρτοποιίες τότε της Αθήνας. Και ήτανε χαρτόνια, είχανε ένα απαλό γκρι σκληρό χαρτόνι και τα κουτιά γινόταν σε δυο… δεν ήτανε κασετίνες να ανοίγουνε μονοκόμματα, ήτανε καπάκι και πάτος. Λοιπόν, φέρνανε χαρτόνια εδώ από τις μεγάλες εταιρείες χαρτοποιίας των Αθηνών και των Πατρών, απ’ ό,τι θυμάμαι, και αυτά πήγαιναν στους κουτάδες. Η Σύρος είχε αρκετούς κουτάδες. Εγώ πρόλαβα … τον Στρογγύλη, τον Τρουμπετάκη και κάποιους άλλους που τους έχω γράψει μέσα στο δελτίο, μπορείτε να τους δείτε εκεί. Οι οποίοι έκοβαν μόνοι τους τα χαρτόνια στα μεγέθη των κουτιών που θέλαμε και τους … οι τυπογράφοι εδώ στη Σύρο τύπωναν τις ετικέτες.

Ζ.Α.:

Εσείς, δηλαδή, σαν παιδί πηγαίνατε από κάπου να πάρετε το χαρτόνι;

Κ.Σ.:

Όχι, εμείς δεν πηγαίναμε. Ερχότανε το χαρτόνι και πήγαινε στους κουτάδες. Εμείς, εμάς οι κουτάδες μας φέρνανε τα κουτιά έτοιμα. Τα φτιάχνανε. Αλλά επειδή ήτανε όλα αυτά, ό,τι είχε σχέση με το λουκούμι, όλα ήτανε κοντά. Δηλαδή, τα εργαστήρια λουκουμιών, τα εργαστήρια κυτιοποιίας, τα τυπογραφεία, όλα ήτανε ανάμεσα σε έναν-δυο δρόμους. Και πηγαίναμε παντού. Πηγαίναμε παραγγέλναμε τα κουτιά, πηγαίναμε εμείς τα παιδιά και βλέπαμε πώς τα φτιάχνανε. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί μέσα τώρα στο μυαλό μας, εμείς, ξέρουμε πώς γινότανε. Βλέπαμε πώς κατεβάζανε τη μεγάλη μαχαίρα και τεμαχίζανε τα χαρτόνια. Βλέπαμε τις λευκές κόλλες που ήτανε για να το κάνουνε μέσα να φοδράρουνε κάποια καλά κουτιά για τα πολυτελείας. Βλέπαμε πώς περνούσανε με κόλλα από πάνω τα καπάκια και κολλούσαν τις ετικέτες, οι οποίες ετικέτες των λουκουμιών είχανε μία ιδιαιτερότητα ενδιαφέρουσα. Κάθε λουκουμοποιός, από τα παλιά χρόνια, απ’ το 1822 και μετά, ό,τι βρέθηκε κουτί, έβλεπες ότι μέχρι και το 1970 διατηρούσανε ακριβώς το ίδιο σκεπτικό οι λουκουμοποιοί. Οι ετικέτες τους, είχανε ό,τι πιο δυνατό υπάρχει στη φύση. Δηλαδή, ο Σταματελάκης είχε τον δικέφαλο αετό, ο [00:10:00]Πάσσαρης είχε το λιοντάρι, ο Συκουτρής είχε τον Ερμή. Αυτά συνόδευαν και τις χαλβαδόπιτες. Ή έβαζαν τα αρχικά του ονόματός τους όπως ήτανε ο Λειβαδάρας ο κυρ-Αντώνης το 1923, έλεγε «Α. Λ.». Ήτανε ο Αργυρίου. Και τα έβαζαν μέσα σε ένα άστρο. Δηλαδή, τόνιζαν αυτό που μπορούσε ο άλλος να καταλάβει από πού προέρχεται και τι αξία έχει για τον παραγωγό. Αργότερα έκαναν κάποια κουτιά, στεναχωριέμαι που το λέω, γιατί δεν το κράτησαν αυτό ως το τέλος και μετά, με την μαζική παραγωγή και τα λοιπά, κάποιοι που αγόραζαν -πολύ μεγάλα καταστήματα, ας πούμε, σούπερ μάρκετ και αυτά- επέβαλαν σε κάποιους -όχι σε όλους- επέβαλαν να αλλάξουνε κουτιά και βάλανε λουλουδάκια, βάλανε διάφορα άλλα. Αλλά η παλιά μαγεία, που παραμένει ακόμα σε κάποια, δείχνει αυτό που ένοιωθαν μέσα τους οι λουκουμοποιοί, υπερασπιζότανε το προϊόν τους και το προέβαλαν και δεν δεχόταν κάτι λιγότερο. Επίσης, ήτανε τα … ερχότανε από την Αθήνα ή από το εξωτερικό, αν δεν βρίσκαμε εδώ αυτά τα ωραία χαρτιά που θέλαμε για τα μεγάλα σκαφάτα κουτιά, βάζαμε χρυσόχαρτο.

Ζ.Α.:

Εννοείτε από μέσα;

Κ.Σ.:

Απέξω.

Ζ.Α.:

Απέξω.

Κ.Σ.:

Τα κουτιά από μέσα ήτανε τα χάρτινα. Απέξω όμως, ήτανε χρυσόχαρτα. Κόκκινα, κίτρινα, ήτανε εξαιρετικές παλιές ετικέτες. Πολύ ωραίες.

Ζ.Α.:

Δηλαδή, εσείς έπρεπε αν είχατε αυτά τα χρυσόχαρτα-

Κ.Σ.:

Τα δίναμε στους κουτάδες.

Ζ.Α.:

-τα δίνατε στους κουτάδες και οι κουτάδες τα φτιάχνανε.

Κ.Σ.:

Ναι, οι κουτάδες κι αυτά. Εμείς τα φέρναμε, ο καθένας τα δικά του, τα χρυσά χαρτιά και τις ετικέτες που μας τυπώνανε οι τυπογράφοι εδώ -εξαιρετικοί τυπογράφοι, μοναδικοί- και τα βάζαμε και έτσι όταν παρουσιαζότανε το λουκούμι, ήτανε πραγματικά κάτι το εκλεκτό. Και ας είναι το πιο, πιο, πιο απλό γλυκό του κόσμου. Τίποτα δεν είναι. Δεν δείχνει την αξία του όπως είναι, νερό, ζάχαρη και άμυλο.

Ζ.Α.:

Αυτά τα κουτιά πολυτελείας, ας τα πούμε-

Κ.Σ.:

Ναι.

Ζ.Α.:

-τα δίνατε πού;

Κ.Σ.:

Στα κουτιά πολυτελείας μέσα… Για να καταλάβετε, τα κουτιά που μας έφτιαχναν οι κουτάδες, τα απλά, που ήτανε όλα ίδια για όλους εκτός από την ετικέτα που έβαζε ο καθένας τη δική του, ήτανε ορισμένων γραμμαρίων. Και ήτανε 100 δράμια, μισή οκά και μία οκά. Μετά έγινε ένα κιλό, μισό κιλό, ένα τέταρτο. Τώρα επικρατεί μόνο το κιλό και το μισό κιλό. Κάνουνε κάποια αλλά τώρα κουτάκια, για τουριστικούς λόγους, τα οποία δεν έχουν, έτσι, καμία ιδιαίτερη βαρύτητα στο προϊόν. Λοιπόν, μέσα σ’ αυτά τα κουτιά, που ήτανε όλα του ιδίου μεγέθους, έμπαινε το λουκούμι το σκέτο. Το οποίο όμως, ξεχώριζε από το άρωμά του. Μοναδικές στιγμές όταν έπεφτε το άρωμα μέσα στο λουκούμι την ώρα που έβραζε, λίγο πριν κατέβει πώς μύριζε όλο το εργαστήριο και όλο το μαγαζί. Όλη η παραλία έτσι μύριζε τότε. Και εκεί άλλη μία ιδιαιτερότητα, θα την πούμε σε λίγο. Λοιπόν, ύστερα είχαμε τα κουτιά αμυγδάλου, τα κουτιά που δεν έπαιρναν μέσα τα ραχάτ λουκούμ, τα μεγάλα λουκούμια, τα βάζαμε σε πολυτελείας κουτιά, αυτά που είχανε καρύδι με μέλι μπαίνανε σε πολυτελείας κουτάκια, όπως με το φιστίκι Αιγίνης,  η ινδική καρύδα. Τώρα, μπαίνουνε στα μισόκιλα, τα οποία γράφουνε από πάνω τι είναι και στο πλάι, γιατί τώρα δεν υπάρχουνε κυτιοποιοί, να κάνουνε κουτιά.

Ζ.Α.:

Θέλω να πω, τα πολυτελείας, θυμάστε ποιοι τα αγοράζανε ή πού τα στέλνατε;

Κ.Σ.:

Ναι, τα είχαμε πάντοτε εις περίοπτον θέση απάνω στη βιτρίνα. Η βιτρίνα ήτανε ένας πολύ μακρύς πάγκος που στη μέση είχε ένα κρύσταλλο και εκεί μέσα βάζανε τις χαλβαδόπιτες. Από πάνω είχε μάρμαρο, σε μία γωνίτσα είχε μία ζυγαριά, ή και αν δεν είχε, την είχαμε κάπου αλλού και εκεί πάνω βάζαμε τα λουκούμια. Επίσης, όπως -δεν το δείχνει εδώ, θα σας βρω- υπήρχανε και τα σκαμπό, τα οποία ήτανε έτσι και έτσι και πάνω σ’ αυτές τις τρεις θεσούλες βάζαμε τα λουκούμια και τα κάναμε όπως είναι οι δύο λόφοι της Σύρου. Τώρα, αυτό ενστικτωδώς έγινε; Κάπως έγινε. Αλλά όλα τα μαγαζιά είχανε αυτό. Λοιπόν, τα πολυτελείας τα είχαμε απάνω στο μάρμαρο εκεί ή σε κάποιο υψηλό βάθρο και ερχότανε οι πελάτες και αγοράζανε. Περισσότερο, βέβαια, τα θέλανε για δώρα που παγαίνανε, φεύγανε από ‘δω, πηγαίνανε Αθήνα και παίρνανε τα πολυτελείας. Θα πηγαίνανε για τους πολιτικούς, για γιατρούς, για υπουργεία, όπου νομίζανε ότι θα ήτανε, έτσι, πολύ ωραίο να εμφανιστεί ένα κουτί ιδιαίτερο. Αν και πάρα πολλοί -αυτό εγώ κατάλαβα- τους άρεσε ιδιαίτερα το κουτί το απλό, γιατί έδειχνε ακριβώς … Πρώτα-πρώτα όλα … οι ετικέτες όλες που ήτανε για τα σκέτα λουκούμια και για τα αμυγδάλου είχανε τα περισσότερα, να μην πω το 90%, είχανε πάνω τους δυο λόφους και ήτανε με χαρακτική. Όλα τα κουτιά έδειχναν τους δύο λόφους. Και ανάλογα, αριστερά, έβαζε ο καθένας το λογότυπό του, το έμβλημά του.

Ζ.Α.:

Θυμάστε, εσείς σαν παιδί, κουβέντες του μπαμπά σας με κάποιον τυπογράφο ή-

Κ.Σ.:

Πολύ συχνά.

Ζ.Α.:

Δηλαδή, τι συζητούσαν; Συζητούσαν το σχέδιο; Πώς θα-

Κ.Σ.:

Ναι, το σχέδιο. Ο τυπογράφος ήθελε πάντα να ξέρει πώς θα είναι το χρώμα. Γιατί υπήρχε το χρώμα. Είναι, όπως είναι αυτό εκεί το κόκκινο, που είναι -θα το δείτε επάνω εκεί- οι ετικέτες που είναι οι κόκκινες. Αν ήτανε να βάλει κάποιο άλλο μέσα, αντί να είναι κόκκινο, γινότανε κίτρινο ή λίγο γαλάζιο. Είχε ο καθένας το χρώμα που ήθελε ανάλογα με το λουκούμι που έβαζε μέσα. Αυτό το συζητούσανε με τους … ερχότανε ο τυπογράφος και έλεγε του μπαμπά μου «Μαστρό Γιώργη, πόσο θέλεις να … πόσα κουτιά θέλεις σκέτα τριαντάφυλλο;» Και έδειχνε με το μελάνι που έβαζε πώς ήτανε. Τότε ήταν και διαφορετικά. Τώρα μπορεί να πετύχεις το χρώμα σε χιλιάδες κουτιά ακριβώς το ίδιο. Τότε έπρεπε να το φτιάξει με τα χέρια του ο τυπογράφος. Να λιγώσει το μελάνι και να πετύχει.

Ζ.Α.:

Εσείς, δηλαδή, πηγαίνατε στους κουτάδες, τα παίρνατε και τα πηγαίνατε στον τυπογράφο ή οι κουτάδες τα πηγαίνανε στον τυπογράφο;

Κ.Σ.:

Όχι. Ο τυπογράφος εκτύπωνε τις ετικέτες, τις έφερνε σε εμάς και εμείς πηγαίναμε στον κουτά. Και του λέγαμε «Θέλομε 100 κουτιά, 200 κουτιά».

Ζ.Α.:

Και ο κουτάς έβαζε την ετικέτα.

Κ.Σ.:

Ναι, ο κουτάς. Την είχε ήδη τυπώσει ακριβώς ο τυπογράφος.

Ζ.Α.:

Οπότε είχαμε μείνει στο ότι εσείς όταν ξεκινήσατε στο μαγαζί, κάνατε τα κουτιά.

Κ.Σ.:

Εδώ. Λοιπόν, τα κουτιά, τι έκανα; Τα έφερνε ο κουτάς. Τα έφερνε σε στοίβες δεμένες με σπάγκο και μας τα ακουμπούσε. Ανοίγαμε εμείς το σπάγκο και αρχίσαμε να ανοίγουμε ένα-ένα τα κουτάκια. Πρώτα-πρώτα εάν ήτανε με φρέσκια κόλλα, τα ανοίγαμε να στεγνώσουνε. Μετά κόβαμε χαρτί στον κουτά, του πηγαίναμε το μέγεθος, ήξερε αυτός πόσο χαρτί θέλει μέσα το κουτί και βάζαμε εμείς μέσα το λευκό χαρτί που ακουμπούσε το λουκούμι απάνω και το κάλυπτε με δύο φυλλαράκια, ένα-δυο, και μετά το κλείναμε με το …

Ζ.Α.:

Καπάκι.

Κ.Σ.:

Καπάκι του. Το γυρίζαμε ανάποδα, το βάζαμε ανάποδα το κουτί. Γέμιζε το λουκούμι. Να! Να σας δείξω εδώ. Αυτό είναι. Να, δείτε. Λοιπόν, ήτανε έτσι. Κάναμε αυτό, αυτό, βάζαμε το [00:20:00]λουκούμι, το κλείναμε, εδώ. Είχαμε, πάντοτε είχαμε πανάκια, ξεσκονίζαμε και αυτά όλα προερχότανε από τα τσουβαλάκια της ζάχαρης. Τα έκοβαν οι λουκουμοποιοί, συνήθως οι γυναίκες τους, τα ‘κοβαν σε κομμάτια σαν πετσέτες, τα γάζωναν γύρω-γύρω και μας τα ‘φερναν στο μαγαζί. Τα ξεσκονίζαμε πολύ καλά, τα γυρίζαμε ανάποδα.

Ζ.Α.:

Αυτό, γιατί;

Κ.Σ.:

Διότι για να τυλίξεις το κουτί, δεν μπορείς να το τυλίξεις έτσι. Το τυλίγεις μ’ αυτό τον τρόπο. Έτσι, τότε δεν βάζαμε παλιά ημερομηνίες. Οι ημερομηνίες ήρθανε μαζί με την ένταξή μας στην Ευρώπη το-πότε ήτανε;- Τέλος του ‘70, όχι του ’80. Εκεί μέσα στο ’80, αρχές του ‘80. Λοιπόν.

Ζ.Α.:

Απλά, περιγράψτε μου παράλληλα γιατί αυτοί που θα ακούνε την συνέντευξη δεν μπορούν να δουν αυτό που βλέπω τώρα εγώ.

Κ.Σ.:

Λοιπόν, βάζομε ένα. Τα κουτιά τα τυλίγαμε πάντοτε με σελοφάν. Σελοφάν γνήσιο, όχι με νάιλον. Λοιπόν, βάζεις το σελοφάν κάτω και είναι … το μεγαλύτερο μέρος το έχεις μπροστά σου. Βάζεις το κουτί-

Ζ.Α.:

Ανάποδα.

Κ.Σ.:

-ανάποδα. Και γυρίζεις το ένα μέρος, βάζεις εδώ κόλλα, το ακουμπάς, το κλείνεις, παίρνεις το άλλο φύλλο, το κλείνεις εδώ. Άλλωστε όλοι μπορούνε να το δούνε όταν πάρουνε ένα κουτί λουκούμι και αποφασίσουνε να το ανοίξουνε. Όταν έχει, βέβαια, σελοφάν, γιατί άλλο κάνουν τώρα. Λοιπόν, μετά το σηκώνεις όρθιο το κουτί, βάζεις τα δυο σου δάχτυλα εδώ στις δυο άκρες και έχεις μπροστά σου δύο τριγωνάκια, ένα-δύο. Κλείνεις το πρώτο τρίγωνο σφιχτά, του βάζεις κόλλα «τακ-τακ» και το κλείνεις έτσι. Το ίδιο κι απ’ την άλλη πλευρά, το ακουμπάς πλέον στον πάγκο, τα κάνεις στοίβα και τότε βάζανε τις εξαιρετικές ετικέτες. Δεν ήτανε γραμμένα όπως είναι τώρα. Υπήρχε μόνο η ετικέτα. Εδώ έμπαινε αν είναι αμυγδάλου ή όχι και ξέραμε ή είχαμε τέτοιες σφραγιδούλες που βάζαμε εδώ «μαστίχα» στο πλάι και ξέραμε τι ήτανε. Αλλά όλα ξεχωρίζανε πιο πολύ απ’ το κουτί. Δηλαδή, αν έβλεπες ένα τέτοιο κουτί, ήξερες είναι μαστίχα. Αν ήταν αμυγδάλου, το έγραφε. Αν ήταν πράσινο, περγαμόντο. Αν ήτανε κόκκινο, ήτανε τριαντάφυλλο. Στα χρυσά κουτιά όμως επάνω είχε περίτεχνες ετικέτες που έλεγαν «μαστίχα αμυγδάλου» «φιστίκι Αιγίνης» και διάφορα άλλα.

Ζ.Α.:

Οπότε, εσείς μικρή, όταν το κλείνατε το κουτί ήσασταν και εσείς που βάζατε τα λουκούμια μέσα στο κουτί;

Κ.Σ.:

Όχι, όχι. Εμείς δεν μπορούσαμε ακόμα, ήμαστε μικρά. Το λουκούμι πρέπει να … αυτό πρέπει να το μάθετε με την παρασκευή του λουκουμιού. Ήτανε τα τζάκια που ήτανε από πυρότουβλα και πυρόχωμα φτιαγμένα και απάνω ήτανε αλειφωτά με κόκκινα. Από κάτω είχε μεγάλο άνοιγμα και βάζανε τα ξύλα. Εκεί στα ξύλα λοιπόν, που βάζανε μέσα και άναβε η φωτιά, απάνω στο μπακιρένιο καζάνι ρίχνανε τα υλικά: το νερό, τη ζάχαρη, το άμυλο και λίγο ξινό. Αυτό το ταράζαμε με τη ξύλινη μεγάλη κουτάλα επί μιάμιση ώρα αυξομειώνοντας τη φωτιά. Μετά από χρόνια στη δεκαετία του… τέλος του ‘70, ναι ‘70 ναι εκεί, ήτανε πια είχε σταματήσει το να φέρνουνε ξύλα, δεν υπήρχανε δάση τώρα, τέλος πάντων. Και δεύτερη μορφή ενεργείας ήτανε το πετρέλαιο. Και τώρα, μετά από πολλά χρόνια, είναι το αέριο. Λοιπόν, εμείς πάμε στο παραδοσιακό, αυτό που έζησα εγώ. Λοιπόν, ετοιμαζόταν το λουκούμι, ο τεχνίτης το δοκίμαζε με έναν μοναδικό τρόπο που το δοκιμάζει και τώρα, όταν είναι παραδοσιακό το λουκούμι και δεν περιέχει τίποτα άλλο μέσα...

Ζ.Α.:

Ο μπαμπάς σας, δηλαδή, το δοκίμαζε;

Κ.Σ.:

Ο μπαμπάς μου ναι και οι τεχνίτες που είχε δίπλα του. Λοιπόν, την ώρα που βράζει και κοχλάζει το λουκούμι, κάνουνε με την κουτάλα, ανεβάζουνε λίγο λουκούμι απάνω και βάζουν το δάχτυλό τους. Τον δείκτη και τον αντίχειρα. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο, σε αυτά τα δύο δάχτυλα, μπαίνει μία μικρή ποσότητα λουκουμιού βραστού. Δηλαδή, εγώ, μέχρι να το συνηθίσω όταν μεγάλωσα, κάθε μέρα καιγόμουνα, κάθε μέρα. Λοιπόν, γίνεται αυτή η κίνηση απάνω-κάτω και από ‘δω καταλαβαίνεις αν είναι έτοιμο ή όχι το λουκούμι. Ανάμεσα, λοιπόν, αν είναι έτοιμο το λουκούμι, δημιουργείται μία οτρά όπως είναι η κλωστίτσα. Αν είναι έτοιμο, στο χέρι εδώ, κρυώνει την ώρα που το κάνεις έτσι. Φεύγει το ένα κομμάτι και κολλάει στο άλλο, είναι έτοιμο το λουκούμι. Αν όμως ξεχωρίσει και μείνει και στα δύο δάχτυλα λουκούμι και δεν δημιουργηθεί οτρά, κλωστίτσα, το λουκούμι δεν είναι έτοιμο. Στο χέρι του τεχνίτη είναι για να βγει καλό. Αν δεν βγει, πάει. Λοιπόν, όταν το κατεβάζουμε αυτό, το κατεβάζαμε κάτω, απάνω σε ένα βαρέλι που περιείχε μέσα, πάντοτε ήτανε μισοβάρελο ξύλινο-όπως θα δείτε στη φωτογραφία- γεμάτο με άμμο. Η άμμος αυτή ήτανε και να στερεώνεται το-πως το λένε;- η καμπύλη του βαρελιού, του καζανιού, αλλά ήτανε ότι αν παρ’ ελπίδα έπαιρνε φωτιά το τζάκι ή συνέβαινε κάτι εκεί απάνω, είχαμε δίπλα και ένα μικρό φτυάρι και παίρναμε από ‘κει την άμμο και τη ρίχναμε μέσα στο τζάκι, για να σβήσει η φωτιά. Ήτανε τότε αυτά τα πρωτόγνωρα συστήματα. Λοιπόν, όταν το κατεβάζαμε το καζάνι, όπως και τώρα, το κατεβάζουμε και το αδειάζουμε σε ξύλινες λαμαρίνες οι οποίες είναι στρωμένες με αλεύρι. Στο μόνο υλικό που δεν κολλάει το λουκούμι, είναι το αλεύρι. Αν το βάλεις οπουδήποτε αλλού, θα τα πετάξεις και το λουκούμι και το σκεύος. Είναι τετράγωνες λαμαρίνες περίπου 70 εκατοστά-ίσως είναι και λίγο πιο μεγάλες, θα τις μετρήσουμε-πέφτει μέσα το λουκούμι, είναι καθαρισμένες, στρωμένες με αλεύρι και μένουνε 24 ώρες. Στις 24 αυτές ώρες, όταν περάσουνε, το λουκούμι είναι έτοιμο να κοπεί. Κόβεται λοιπόν, σε τέσσερα τεταρτημόρια, σε τέσσερα τέταρτα και ο τεχνίτης έχει έτοιμο τον πάγκο κοψίματος που είναι ξύλινος και στρωμένος με άχνη-ζάχαρη, τη λουκουμόσκονη. Η λουκουμόσκονη δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από αλεσμένη ζάχαρη που βάζουμε στο λουκούμι. Είναι αγνή ζάχαρη, δεν περιέχει τίποτα. Κάποιοι ρίχνουνε μέσα λίγη κόλλα, αυτά είναι δικές τους, τέλος πάντων, τεχνικές. Το καθαρό λουκούμι έχει καθαρή άχνη-ζάχαρη. Λοιπόν, όταν του κόψεις το τέταρτο μέσα στη λαμαρίνα, μες στη λαμαρίνα το γυρίζεις ανάποδα. Έχεις μία σκληρή βούρτσα και καθαρίζεις όλο το αλεύρι το οποίο δεν μένει τίποτα απάνω στο λουκούμι, φεύγει μόλις το σκουπίσεις. Το παίρνεις λοιπόν, έτσι ανάποδα, πας το τέταρτο και το τοποθετείς απάνω στην άχνη ζάχαρη. Και το καλύπτεις κι απ’ τη μια κι απ’ την άλλη, γύρω-γύρω του ρίχνεις ζάχαρη, στο πλάι το καλύπτεις, και αρχίζεις με σιδερένιες μαχαίρες να το κόβεις στο μέγεθος που θέλεις. Μπορεί να είναι πολύ μεγάλο, μέτριο, να είναι μπουκίτσες. Που οι μπουκίτσες, βέβαια, ήρθανε στο τέλος της δεκαετίας του ‘60. Ήτανε που περισσεύαν τα λουκούμια και αποφασίσανε να τα κάνουνε και αυτά λουκουμάκια. Και τώρα πια όμως, γίνονται ολόκληρες καζανιές μόνο μπουκιές. Τους αρέσει, γιατί τρώνε διάφορα σε μικρά σχήματα.

Ζ.Α.:

Εσείς, σε όλη αυτή τη διαδικασία, βλέπατε τον μπαμπά σας; Βοηθούσατε;

Κ.Σ.:

Βεβαίως.

Ζ.Α.:

Μπαίνατε στον πειρασμό να δοκιμάσετε κάτι; Τόση ζάχαρη παντού!

Κ.Σ.:

Συνέχεια τρώγαμε. Όταν έμεναν λουκουμάκια, έτσι, [00:30:00]αποκόμματα στην άκρη, πηγαίναμε τσακ και παίρναμε. Και όχι μόνο εμείς. Και δίναμε και στους άλλους και όσοι άνθρωποι ήταν εκεί, τρώγανε. Εγώ σε όλες αυτές τις … σιγά-σιγά μετά τα 12, πήγα 2 χρόνια στο γυμνάσιο. Στη δευτέρα γυμνασίου συνέβη κάτι οικογενειακό πολύ άσχημο, αρρώστησε πάρα πολύ η μητέρα μου και είχα πίσω από εμένα, δύο αδέρφια, τον Κώστα και τον Αχιλλέα, που ήτανε δύο και τέσσερα χρόνια πιο μικρά από εμένα. Η αδελφή μου η μεγάλη, η Άννα, ήτανε λίγο άρρωστη -εντάξει ήταν και εκείνη στο μαγαζί- εκείνη σταθερά τύλιγε κουτάκια, είχε γίνει ειδική. Λοιπόν, έπρεπε ξαφνικά, βέβαια δεν το ήξερα εγώ, ξαφνικά έπρεπε να σταματήσω να πηγαίνω στο σχολείο, διότι αρρώστησε πάρα πολύ. Ήτανε μια πολύ δύσκολη περίοδος για την οικογένεια, πάρα πολύ, η οποία όμως έπρεπε κάτι να γίνει. Δεν γινότανε. Λοιπόν, έμεινα εγώ πίσω. Δηλαδή, όταν πήγα, ήρθε Σεπτέμβριος και είπα ότι «Μαμά, πρέπει να πάω στο σχολείο να πάμε να με πας να με γράψεις γιατί πήγαν οι συμμαθήτριές μου» μου είπε «Ντίνα, δεν θα πας, γιατί δεν μπορούμε να πας». Για εμένα αυτό ήτανε μεγάλο πλήγμα. Την πρώτη μέρα που έγινε ο αγιασμός, το θυμάμαι έτσι σαν όνειρο, έβαλα την ποδιά μου και πήγα και εγώ στον αγιασμό. Κι όταν τελείωσε για να μπούνε μέσα στις τάξεις, δεν με έβαλαν. Μου είπανε ότι «Δεν μπορείς, Ντίνα, να μπεις, γιατί δεν είσαι γραμμένη». Λοιπόν, εγώ έκλαιγα, έφυγα και πήγα στο μόλο, πολύ μακριά. Κάτω εκεί, δεν ήταν έτσι βέβαια. Και έκλαιγα και σκεφτόμουνα, μετά χρόνια, ότι λέω ότι η θάλασσα θα έγινε σίγουρα πιο αλμυρή απ’ τα δάκρυά μου, διότι δεν μπορούσα να σταματήσω. Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι δεν πήγα στο σχολείο. Βέβαια, ήμουνα πολύ μικρή για να καταλάβω πόσο σοβαρό ήταν αυτό που συνέβαινε στην οικογένεια. Τα άλλα τα αγόρια πηγαίναν στο Δημοτικό, δεν ήτανε εύκολο. Και ήτανε μια πολύ δύσκολη περίοδος. Τότε -αυτό αξίζει να το πω, έτσι για να ξέρουνε και άλλοι νέοι άνθρωποι- είπα στον εαυτό μου ότι «100 χρονών να πας Ντίνα, θα τελειώσεις το γυμνάσιο και θα τελειώσεις και το πανεπιστήμιο». Το έλεγα μέσα στην απελπισία μου για να δώσω στον εαυτό μου κουράγιο και να κάνω τις δουλειές που έπρεπε. Δεν πίστευα ότι θα το πραγματοποιήσω. Αλλά το έκανα. Λοιπόν, είναι μια πολύ δύσκολη -δεν χρειάζεται να ταλαιπωρήσομε μ’ αυτό τους ακροατές-

Ζ.Α.:

Απλά για ένα παιδί που, κατά κάποιον τρόπο, η βιοτεχνία λουκουμιού των γονιών του, κατά κάποιον τρόπο του έχουνε στερήσει το όνειρο κι αυτό που θέλει να κάνει εκείνη τη στιγμή, για εσάς δεν ήτανε δυσάρεστο να μπαίνετε μέσα στη βιοτεχνία και να δουλεύετε;

Κ.Σ.:

Εγώ έπαθα κάτι άλλο. Ότι μες στο μυαλό μου είπα αυτό ότι «Εγώ θα πάω κάποια στιγμή στο σχολείο. Θα το τελειώσω ό,τι και να γίνει». Και προσπάθησα να βρω διέξοδο και τη βρήκα, περιέργως, μέσα στο λουκούμι, γιατί; Γιατί ανακάλυψα ότι μου άρεσε να φτιάχνω λουκούμι. Και όταν το ανακάλυψα αυτό, ότι μπορώ να ετοιμάσω τα κουτιά, σιγά-σιγά άρχιζα να βάζω τα υλικά, να πηγαίνω στον πάγκο, να κάνω κάποιες άλλες δουλειές μεγαλώνοντας βέβαια, δεν μπορούσα να κατεβάσω καζάνι, σιγά-σιγά όμως το ‘κανα κάποτε και αυτό. Την ώρα που τάραζα το λουκούμι, σκεφτόμουνα … δεν σκεφτόμουνα ότι «Ωραία, θα τελειώσει τώρα το λουκούμι και εγώ πρέπει να πάω στο σπίτι να μαγειρέψω ή να κάνω κάτι άλλο που πρέπει για να ‘μαστε έτοιμοι για αύριο». Σκεφτόμουνα «Πόσο ωραίο θα είναι να μπορώ να γράψω μια ωραία έκθεση. Ωραίο θα είναι να πάω να κάνω κάτι άλλο την ώρα που δεν έχω λουκούμι να κάνω». Και έτσι πήγα αμέσως στις καθολικές καλόγριες και άρχισα να μαθαίνω γαλλικά. Ήτανε κάτι το … για εμένα μία διέξοδος, γιατί ήρθα πολύ γρήγορα σε επαφή με τα βιβλία. Αυτό το κατάλαβαν οι γονείς μου και με άφησαν να πάω στα γαλλικά. Αλλά αυτό, δεν ήξεραν εκείνοι όμως ότι εγώ μες στο μυαλό μου άρχισα να θέλω να πηγαίνω στις χορωδίες. Και πήγα και γράφτηκα στις χορωδίες εδώ στη Σύρο που είχαμε! Πήγα μετά στις θεατρικές ομάδες. Η πρώτη μου παράσταση, μετά το λουκουματζίδικο που κάναμε τις δουλειές, τα λουκούμια μόλις τελειώναμε, πήγαινα στα γαλλικά το απόγευμα και εκεί θυμάμαι τη Soeur Marie η οποία μου είπε να παίξω ένα ρόλο σε ένα θεατρικό έργο και ήτανε ο «Φάουστ» του Γκαίτε. Και έκανα το Μεφιστοφελή. Καλά αυτό ήτανε … δεν λέγεται! Έχω και τη φωτογραφία βρει. Λοιπόν, όλα αυτά σιγά-σιγά μ’ έκαναν να αφήνουν να καταλαγιάζει η οργή που μπορεί να έχει ένα παιδί, ο πόνος, όλα αυτά, το ότι δεν έκανα εύκολα συντροφιά όπως οι φίλες μου, γιατί δεν είχα χρόνο. Πέτυχα όμως κάτι άλλο, που για μένα είναι σημαντικό. Ερχότανε οι φίλες μου και με βλέπανε στο μαγαζί και για μένα ήτανε παρηγοριά. Δηλαδή, δεν με ξεκόψανε. Τώρα, δεν ξέρω ακριβώς πώς έγινε αυτό. Ήτανε γιατί με βλέπανε που αρκετό καιρό έτρεχα κι έκλαιγα; Γιατί ερχότανε και με παίρνανε, με μαζεύανε ή έξω απ’ το σχολείο κάθε πρωί που πήγαινα. Τον πρώτο καιρό πήγαινα κάθε μέρα. Και δεν το αντέχανε οι καθηγητές. Και ύστερα έφευγα, πήγαινα έκλαιγα και γύριζα στο μαγαζί. Λοιπόν, ήτανε μια δύσκολη περίοδος. Με βοήθησε όμως το λουκούμι. Γιατί; Γιατί ο χώρος που γινότανε η παραγωγή του, δεν ήμαστε μόνο εμείς. Έβγαινα έξω στο πρατήριο, από το εργαστήριο, που ήτανε μια πορτίτσα, και αμέσως έβγαινα στην παραλία και έβλεπα όλο το διαφορετικό που υπάρχει. Άρχισα να ξεχωρίζω πόσο διαφορετικό είναι το λιμάνι απ’ τα σκαλάκια του Μιαούλη. Μπροστά απ’ την εξέδρα και πίσω ήτανε ένας άλλος κόσμος. Και άρχισε το μυαλό μου να ψάχνει να βρει τις διαφορές τι ήτανε και αυτό με κρατούσε, κρατούσε έτσι ζωντανό το ενδιαφέρον μου για ό,τι γινότανε γύρω μου. Και πιστεύω ότι -και πρέπει να το ομολογήσω- ότι με βοήθησαν πάρα πολύ οι τελείως οι απλοί άνθρωποι του λιμανιού. Δηλαδή, οι καβοδέτες, οι φορτοεκφορτωτές, οι ναυτικοί. Καθετί, κάθε άνθρωπος που είχε σχέση με τη θάλασσα. Οι άνθρωποι των καϊκιών. Όλοι ερχόταν έξω απ’ το μαγαζί μας που είχε τρία μεγάλα καφενεία, ήτανε τα «Βαλκάνια» ήτανε του Αγγέλου και ήταν και το Μυκονιάτικο του κυρ Νίκου του Βαρδαλάχου. Οπόταν, εκεί μαζευότανε όλοι αυτοί οι διαφορετικοί άνθρωποι, ήτανε όμως μέσα στο γενικό σύνολο το θαλασσινό. Αυτό εμένα που ήμουνα από τα πολύ λίγα παιδιά, κορίτσια, της παραλίας γιατί άλλα είχανε, οι άλλοι λουκουμοποιοί είχανε και αγόρια. Είχαμε και εμείς δύο, αλλά ήταν μικρά ακόμη. Με έκαναν να προσεγγίζω αυτούς τους ανθρώπους με σεβασμό από μικρή. Και αυτό όταν μεγάλωσα πια, μεγάλη, έγινα μεγάλη γυναίκα, κατάλαβα ότι ο σεβασμός που τους έδειχνα, μου τον ανταπέδιδαν. Δηλαδή, δεν ένιωσα στην παραλία ποτέ φόβο απέναντι στον ανδρικό πληθυσμό. Με αντιμετώπιζαν σαν ένα παιδί της παραλίας όπως ήτανε όλα. Και για μένα αυτό, αργότερα, ήταν πολύ σημαντικό. Όταν καθίσεις να αναλύσεις αυτό το πράγμα, βλέπεις ότι οι κοινωνίες έχουνε ομάδες ανθρώπων οι οποίες λειτουργούν πολύ σωστά, αλλά που δεν αφήνουνε όλο αυτό, έτσι, να φανεί καθαρά. Εγώ το ‘νιωσα και μέχρι τώρα που είμαι 76 και μισό! Για εμένα ήτανε σπουδαίο. Επίσης, κάναμε πολλή παρέα με όλα τα παιδιά των [00:40:00]ζαχαροπλαστών και των λουκουμοποιών.

Ζ.Α.:

Πριν πάμε σ’ αυτό το κομμάτι-

Κ.Σ.:

Ναι.

Ζ.Α.:

-, στο προηγούμενο, θυμάστε καμιά ιστορία που μπορεί να σας λέγανε αυτοί οι άνθρωποι του λιμανιού;

Κ.Σ.:

Ναι, ναι.

Ζ.Α.:

Είχατε ακούσει, σαν μικρό παιδί, θυμάστε κάποια ιστορία που σας είχε μείνει στο μυαλό;

Κ.Σ.:

Ναι, κοίταξε. Τότε εδιηγούντο αν -και είχανε γίνει αρκετά τότε- είχανε γίνει κάποια ναυάγια, είχανε χαθεί κάποιοι ναυτικοί. Και όλα αυτά, ό,τι γινότανε, καλό ή κακό, τα συζητούσανε. Και τα συζητούσανε όπως βλέπουμε τώρα στις τηλεοράσεις που κάθονται στους καναπέδες και συζητούν το κάθε γεγονός, αυτοί το ζούσανε. Λέγανε-ξέρω ‘γω- «Ναυάγησε αυτό το καράβι, ήτανε μέσα και ο τάδε Συριανός». Προσπαθούσανε, κι αυτό το είχα δει πολλές φορές, να πάνε να συντρέξουνε την οικογένεια. Οι αυτοί οι άνθρωποι όλοι οι ναυτικοί. Μπορούσανε να διηγούνται πάρα πολύ με ωραίο τρόπο την φόρτωση και εκφόρτωση προϊόντων όταν φέρνανε. Λέγανε «Σήμερα φέρανε από την Ικαρία ξύλα. Φέρανε από την Μυτιλήνη …» άλλο υλικό. Λοιπόν, όλα αυτά τα λέγανε μέσα στα καφενεία ή απέξω μεταξύ τους. Εκείνο δε που έμαθα, είναι… έμαθα γεωγραφία. Όχι τη γεωγραφία που μαθαίναμε στο σχολείο. Την έμαθα απ’ τα τσουβαλάκια της ζάχαρης. Εγώ, με το πρώτο κράτος που ήρθα σε επαφή εξωτερικού, ήτανε η Κούβα. Περίεργο μεν, αληθινό δε. Διότι τότε, ερχότανε όλη η ζάχαρη από την Κούβα. Δεκαετία, τώρα, του ’50. Πιο μπροστά ερχότανε, αλλά εγώ άρχισα να το καταλαβαίνω όταν κατέβηκα στην παραλία, το ‘56. Που φέρνανε τεράστια φορτηγά, ερχότανε και καράβια και αδειάζανε και τεράστια και μεγάλα φορτηγά, πώς το λένε; Τα αυτοκίνητα δεν ήταν τόσο μεγάλα, ερχότανε τα καράβια πιο πολύ. Τα ξεφορτώνανε, τα βάζανε στα μεγάλα αυτοκίνητα ή στα κάρα. Στην παραλία πρωτοείδα κάρα με τις μεγάλες ξύλινες, με σίδερο γύρω-γύρω, ρόδες που ήτανε οι καροτσιέρηδες απάνω. Δεν ήτανε σκεπαστά. Ήτανε μόνο οι τάβλες, οι τέσσερις τεράστιες ρόδες και τα άλογα-

Ζ.Α.:

Και σας τα φέρνανε στο λουκουμοποιείο-

Κ.Σ.:

Και τα φέρνανε στο μαγαζί. Λοιπόν, και το πρώτο που διάβασα -είχα αρχίσει να μαθαίνω και τα γαλλικά- διάβασα το «Κούβα».

Ζ.Α.:

Θέλετε να μου περιγράψετε το τσουβαλάκι πώς ήτανε;

Κ.Σ.:

Ναι, ήτανε ένα τσουβαλάκι -θα σας δείξω κιόλας να τα φωτογραφίσετε κιόλας, γιατί έχω κρατήσει για μουσειακούς λόγους, για ιστορικούς- ήτανε τσουβαλάκια από καθαρό βαμβάκι, καθαρό βαμβάκι, λευκά και είχανε επάνω στρογγυλά, είχανε ένα στρογγυλό ή παραλληλόγραμμα γράμματα που έλεγε «Sucre de Cuba» απ’ τη μια και κάτω κάποια -αυτό ήτανε για λίγο καιρό- που έγραφαν τη λέξη «Κούβα» ελληνικά. Συνήθως ήτανε όλα αγγλικά ή γαλλικά. Και ήτανε γαζωμένα, αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήτανε όλα είχανε ένα ειδικό γαζί που όταν τραβούσες την άκρη του, το τραβούσες ανάποδα, αντίθετα από ‘κει που τελείωνε και άνοιγε όλο το σακί χωρίς εσύ να κόψεις τίποτα. Και αυτή ήτανε όπως είναι η κλωστή η φλος που είναι γυαλιστερή. Και αυτές τις μαζεύαμε και της δίναμε. Άλλες κεντούσανε μ’ αυτά, λίγο ήτανε, αλλά ήτανε πολύ ωραίες κλωστές. Εξαιρετικές. Η φλος κλωστή, όπως λέγανε, και αυτά ήταν τα τσουβαλάκια από την Κούβα. Εγώ την Κούβα πρωτοέμαθα ως παραγωγό χώρα ζάχαρης και που η ζάχαρη της Κούβας ήτανε η καλύτερη μακρά όλων. Η μόνη ζάχαρη που μπόρεσε να την ανταγωνιστεί ήτανε η ζάχαρη η ελληνική από τα ζαχαρότευτλα, ενώ εκείνη ήτανε με ζαχαροκάλαμο, καθαρή. Μετά, σιγά-σιγά, όταν άρχισαν να γίνονται οι διάφορες πολιτικές ανακατατάξεις και αυτά, άρχισε να μειώνεται της Κούβας, ιδιαίτερα με τον αποκλεισμό της ζάχαρης που έγινε τον μεγάλο της Κούβας και δεν μπορούσαν οι άνθρωποι να φτάσουνε μέχρι εδώ, δεν επιτρέπανε, άρχισαν να μας φέρνουνε -μαζί ερχότανε και απ’ την Αίγυπτο- μετά άρχισε να φέρνει η Αγγλία. Βέβαια, από την κοινοπολιτεία. Δεν είχε η Αγγλία ζαχαροκάλαμα, όπου είχε κτήσεις. Από τη Γερμανία. Αλλά καμιά δεν ήτανε σαν της Κούβας που ήτανε αυθεντική και η Κούβα δεν είχε και άλλο προϊόν, αυτό ήτανε.

Ζ.Α.:

Και ήτανε ζάχαρη και εσείς την κάνατε άχνη;

Κ.Σ.:

Ναι, ναι. Τη ρίχναμε κανονική ζάχαρη μέσα στο καζάνι, αλλά στη μηχανή που κόβομε τη ζάχαρη, πάλι τη ρίχναμε και έβγαινε άχνη, πούδρα. Και ήτανε η λουκουμόσκονη και βάζαμε αυτά. Ήτανε εξαιρετική. Απ’ αυτά τα τσουβαλάκια -εδώ πρέπει να πω ότι οι λουκουμοποιοί της Σύρου, νομίζω το ξαναείπα αυτό, δε θυμάμαι, δεν έχει σημασία- οι λουκουμοποιοί της Σύρου θεωρώ ότι ήτανε οι πρώτοι που ακούσια έκαναν ανακύκλωση. Γιατί; Όλα τα τσουβαλάκια της ζάχαρης δεν τα πετούσαμε. Οι γονείς μας εμάς, όσοι ήτανε λουκουμοποιοί, παίρνανε τα τσουβαλάκια τα δίνανε στις γυναίκες τους, όπως η μαμά μου που ήτανε μοδίστρα και μας έκανε εσώρουχα. Κανονικά. Όλα μας τα εσώρουχα ήτανε από τσουβαλάκια ζάχαρης. Και αν είχανε και χρόνο, μπορούσανε να τους βάλουνε και ένα μπιμπιλάκι ωραίο με βελονάκι και γινότανε, έτσι λίγο πιο ωραία. Ήτανε γερά, καθαριζότανε πολύ εύκολα. Αυτά πηγαίνανε και τα βγάζανε τα γράμματα από πάνω απ’ τα τσουβαλάκια στον Δημήτρη τον Κατεβάτη και τον αδερφό του, οι οποίοι ήτανε βαφείς... και ξεβαφείς! Βγάζανε και τα γράμματα.

Κ.Σ.:

Απ’ αυτά τα τσουβαλάκια, το 1940, όταν οι Γερμανοί εδώ στη Σύρο, μόλις ήρθανε το ’40, ναι το ’41, που μπήκανε μέσα και μαζέψανε όλες τις σημαίες, βρέθηκε μία σημαία την οποία την έχομε και έχει εκτεθεί κιόλας, μία σημαία ελληνική, η οποία έγινε από τσουβαλάκια ζάχαρης. Έγινε η σημαία της θαλάσσης με τέσσερις και πέντε λωρίδες, λευκές γαλάζιες. Και είναι τσουβαλάκια ζάχαρης που τα πήγε η μητέρα μου, τα έδωσε, κάνανε πιο άσπρα το άσπρο και βγάλανε τα γράμματα και βάψανε γαλάζια τα κομμάτια που έπρεπε να κάνουνε τη σημαία και τον σταυρό. Και ήτανε η σημαία που τη σηκώσανε στην παραλία και την τρέξανε γύρω-γύρω όσο μπορούσανε μέσα στη Σύρο, όπου μπορούσανε και την μαζέψανε, διότι ειδοποιήσανε τους Γερμανούς. Αλλά προλάβανε και την βγάλανε και δείξανε ότι τίποτα δεν χάνεται. Ότι αν θέλει κάποιος να κάνει κάτι και να υπερασπιστεί, το κάνει με όποιο κόστος, βέβαια. Και αυτή βρέθηκε η σημαία μετά πάρα-πάρα πολλά χρόνια, ατέλειωτα, κρυμμένη μέσα σε… η μαμά μου εκεί που, επειδή έραβε και έβαζε τα διάφορα αυτά, την είχε κρύψει γιατί φοβότανε μην την πιάσουνε.

Ζ.Α.:

Εσείς, σαν παιδί θυμάστε να σας λένε, δηλαδή, αυτή την ιστορία;

Κ.Σ.:

Βεβαίως. Διότι όταν το ξέραμε, μας το ‘πανε βέβαια μεγάλα, ναι, εντάξει, αλλά όταν μεγαλώσαμε και τη βρήκαμε, μας τα είπαν ακριβώς. Διότι δεν υπήρχε σημαία στη Σύρο. Αυτή κυκλοφόρησε απ’ το τσουβαλάκι της ζάχαρης. Δεν είναι να ‘τανε μόνο η σημασία του ότι κάνανε τη σημαία, θα μπορούσαν να την κάνουνε και με οτιδήποτε άλλο. Δεν την κάνανε όμως. Και αυτοί που είχανε τα τσουβαλάκια, την ετοιμάσανε και κυκλοφόρησε. Και έτσι οι λουκουματζήδες, πρωτοπόροι, σηκώσανε την ελληνική σημαία την οποία μαζέψανε γρήγορα. Αυτό ήτανε, δεν μπορούσανε.

Ζ.Α.:

Και την οποία πού την έχετε δώσει τώρα;

Κ.Σ.:

Τώρα αυτή την έδειξα στο Υπουργείο Πολιτισμού και τώρα [00:50:00]πρέπει να αποφασίσομε αν θα πάει στο Πολεμικό Μουσείο, αν θα μείνει στη Σύρο, αυτό δεν το ξέρω. Προτιμώ να τη βλέπει πολύς περισσότερος κόσμος παρά… Δεν ξέρω αν είναι σωστό αυτό. Νομίζω ότι πρέπει να είναι με τα … Γιατί εδώ δεν έχουμε καν τίποτα που να δείχνει τι έγινε στην Κατοχή. Δεν υπάρχει ούτε ένα μουσείο. Γιατί υπάρχουνε πράγματα εδώ. Αλλά δυστυχώς, δεν έχουν… Τέλος πάντων, θα δούμε. Θα βρει τη θέση της. Βρήκαν τα τσουβαλάκια τη θέση τους όταν έπρεπε, δε θα χαθούνε τώρα. Όπως και τότε, το ραδιόφωνο το … Πάλι είναι κι αυτό μια ιστορία την οποία μας εδιηγείτο και ο πατέρας μου και η μητέρα μου και άλλοι λουκουμοποιοί. Γιατί ήταν όλοι μαζί, όλοι ξέρανε και ιδιαίτερα αυτοί που ήτανε πρόσφυγες. Ήταν όλοι φίλοι. Όταν μαζευτήκανε μαζί με τις σημαίες, μαζευτήκανε και όλα τα ραδιόφωνα της Σύρου. Τα επίταξαν οι Γερμανοί, δεν άφησαν ούτε ένα και το μόνο ένα και μοναδικό ραδιόφωνο που κυκλοφόρησε. ήτανε αυτό που είχε ο μπαμπάς μου, ένα μικρό. Αυτό το έχομε. Και το οποίο επειδή ήτανε κουτσός και πουλούσε και γιαούρτια, είχε ένα καλαθάκι και τέτοιο. Το κυκλοφορούσανε μέσα σε ένα καλάθι που είχε από πάνω γιαούρτια. Και όπως ήτανε κουτσός, βέβαια, δεν τον παίρνανε οι άλλοι και τόσο στα σοβαρά τον μπαμπά και επειδή είχε γίνει μία μεγάλη ομάδα αντικατασκοπίας στη Σύρο -όχι μόνο στη Σύρο, στις Κυκλάδες- στη Σύρο παίρνανε τα μηνύματα απ’ αυτό το ραδιόφωνο κάθε βράδυ από το BBC. Όλη αυτή η ιστορία είναι καταγεγραμμένη. Αν θέλετε θα σας τη δώσω έτσι όπως είναι, να μην λέω. Λοιπόν, λέω μόνο το κομμάτι που κυκλοφορούσανε μέσα απάνω εκεί από τα γιαούρτια ή που το κατέβαζε κάτω εκεί που μπορούσε να ‘χε λουκούμι ή κάτι τι απάνω. Και μ’ αυτό τον τρόπο παίρνανε όλες τις πληροφορίες από Μέση Ανατολή μέσω του BBC. Όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα, τα έχουνε διηγηθεί και ο πατέρας μου και οι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι απέδειξαν αυτό το γεγονός. Και βλέπουμε ότι τα λουκουματζίδικα έπαιξαν σπουδαίο ρόλο και στην Κατοχή, διότι ούτε μία μέρα δεν σταμάτησε να παράγεται λουκούμι. Αν δεν ήτανε στου μπαμπά μου, ήτανε στου Κεχαγιά, ήτανε στου Λειβαδάρα. Κάπου ήτανε. Μια καζανιά λουκούμι έβγαινε, πολύ δύσκολα, διότι βέβαια, δεν υπήρχε και ζάχαρη. Τη ζάχαρη, με τους Γερμανούς υπέφεραν πάρα πολύ, αλλά με τους Ιταλούς οι οποίοι, όπως έλεγε ο μπαμπάς, όταν τους έδινες λουκούμι που τους άρεσαν αυτά δεν ήτανε τόσο κακοί αυτοί. Δεν ήταν τόσο μοχθηροί. Ήτανε, αλλά όχι αυτό το χάλι το άλλο των Γερμανών. Τους δίνανε, με αντάλλαγμα βέβαια, τους έδιναν κανά-δυο τσουβάλια ζάχαρη, προλαβαίνανε και κάνανε καμιά καζανιά λουκούμι. Είχανε και μ’ αυτό πέρα από ‘κει, μέσα στο λουκουμοποιείο, στα λουκουμοποιεία, κάνανε ό,τι μπορούσανε, κάποιο άλλο γλυκό, κάνανε κανένα σαν παντεσπάνι, σαν διάφορα τέτοια, για να μπορούνε να τα δίνουνε στους ανθρώπους. Κάνανε ωραία σταφιδόψωμα. Είχανε τον τρόπο. Βρίσκανε αλεύρι, να απ’ τις λαμαρίνες, να εδώ, να εκεί, προσπαθούσανε να κάνουνε.

Ζ.Α.:

Οπότε γλυκαίνανε τους Ιταλούς-

Κ.Σ.:

Ναι.-

Ζ.Α.:

Με λουκουμάκι.

Κ.Σ.:

Ναι, όσο μπορούσανε, ναι. Τους άρεσαν των Ιταλών πάρα πολύ. Οι Γερμανοί ήτανε πολύ σκληροί, δεν χαριζότανε. Τώρα, εντάξει βέβαια, τι γινόταν περισσότερο δεν μπορώ να πω. Εγώ λέω αυτά που ξέρω. Εκείνο που θέλω να πω και που είναι σημαντικό, ότι όλα τα παιδιά εμείς των λουκουμοποιών, όπως ήτανε του Κεχαγιά, που ήτανε και αυτά 4 όπως εμείς, ήτανε η Έφη, η Πόπη, ο Σταύρος, ο Δημήτρης. Ήτανε του Αργυρίου, που ήτανε ο Γιάννης, η Αννούλα. Εμείς, ήτανε η αδερφή μου η Άννα, εγώ η Ντίνα, ο Κώστας ο αδελφός μου, ο Αχιλλέας. Παραπέρα ήτανε του Ραγκούση, ήτανε του Σανούδου η ανιψιά, ήτανε πολλά παιδιά στην παραλία. Μετά ήτανε της Ρόζας της Δαλεζίου αλλά ήτανε πολύ μετά αυτό. Ήτανε του Σταματελάκη, ήτανε του Λειβαδάρα -το είπαμε-. Όλα αυτά τα παιδιά το μεσημέρι, ιδιαίτερα τα Καλοκαίρια, να είσαι μέσα στα καζάνια να βράζουνε και έξω ο ήλιος να καίει την πέτρα, μόλις κλείναμε τα καζάνια, φεύγαμε όπως ήμαστε και τρέχαμε στα Κύματα. Και πέφταμε όλα μέσα και κολυμπούσαμε! Και τότε, ήτανε αυτή η αίσθηση που ένιωσα, ότι η θάλασσα πραγματικά γλύκαινε απ’ τη ζάχαρη που είχαμε επάνω μας όταν πέφταμε μέσα. Πολλές φορές όταν πέφταμε και τα μαλλιά μας ήτανε κάτασπρα από τη ζάχαρη, έκανες έτσι και γύρω-γύρω γινότανε ένα πολύ ελαφρό άσπρο, γαλακτώδες. Έφευγε, βέβαια, αμέσως. Και έλεγα ότι η θάλασσα γλύκαινε εκείνη την ώρα. Ήτανε αλλιώτικο. Ένα μπάνιο που το θυμάμαι, έτσι, σαν όνειρο. Ξεκουραζόσουνα, μου ‘φευγε εμένα απ’ το μυαλό μου όλη η στεναχώρια, όλα-όλα. Ήταν αλλιώτικα.

Ζ.Α.:

Είναι πολύ όμορφη εικόνα.

Κ.Σ.:

Πάρα πολύ. Και ύστερα εξακολουθούσα εγώ να πηγαίνω να είμαι στις ομάδες τις θεατρικές, έπαιξα σε 5-6 θεατρικά έργα… Αυτό που ήτανε σπουδαίο για μένα και δεν το ξεχνώ ποτέ, ήτανε ότι τα περισσότερα παιδιά ήτανε εργαζόμενα. Ήτανε και κάποια μόλις είχανε μπει στο δημόσιο τότε, δεν είχανε και χρόνο πολύ. Εγώ δούλευα όλο το πρωί στο μαγαζί και πολλές φορές και το απόγευμα και την ώρα που έπρεπε να κάνουμε πρόβα εγώ δεν μπορούσα. Και εγώ χρωστάω χάρη σε όλους αυτούς, διότι πηγαίνανε την ώρα πρόβας πίσω, για να προλάβω να πάω και εγώ, δεν μ’ αφήνανε έξω. Ένιωσα αυτή την αλληλεγγύη που ήτανε αυθόρμητη, δεν τους το επέβαλε κανείς, αλλά θέλανε να παίζω μαζί τους. Και με περιμένανε και κάναμε πρόβες ως αργά και εγώ έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς, αλλά δεν μ’ ένοιαζε, γιατί ήξερα ότι την άλλη μέρα το πρωί πάλι θα δουλέψω, αλλά θα πάω πάλι για το θέατρο. Αυτό κράτησε πολλά χρόνια. Επίσης, θέλω να αναφέρω ότι μία πολύ αγαπημένη μου φίλη που μέχρι τώρα που είμαστε τόσο χρονών, ήτανε η Χριστίνα η Λιγοψυχάκη, η σημερινή πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων της Σύρου, η οποία προέρχεται από μία οικογένεια μεγαλοαστή για τη Σύρο τότε και η οποία ήξερε ότι δεν πήγαινα σχολείο, ότι δούλευα στο μαγαζί και μόλις τελείωνε τα μαθήματά της και τα εξωσχολικά ό,τι ήτανε, ερχότανε στο μαγαζί και με βοηθούσε να κάνουμε κουτάκια. Αυτό δεν το ξεχνώ ποτέ. Είδα δηλαδή, άνθρωπο που-ας πούμε-που ήτανε η οικογένειά του πάνω από την πλατεία, σε έτσι σε πολύ αυτό, να κατεβαίνει στην παραλία και να δουλεύει μαζί μου και να χαίρεται. Και δεν χωρίσαμε ποτέ μέχρι σήμερα μ’ αυτή την γυναίκα, που είχαμε και τελείως διαφορετικούς δρόμους, τελείως.

Ζ.Α.:

Εκείνη επιτρεπόταν να έρθει να βουτήξει μαζί σας στα Κύματα;

Κ.Σ.:

Αυτό δεν το είδα! Εμείς, η ώρα που τρέχαμε εμείς, ήτανε η ώρα που τα άλλα παιδιά είχανε άλλες ασχολίες, δεν ήτανε. Όμως άλλες φορές, αν ήτανε κάποια Κυριακή, αυτό, μπορεί να συναντιόμαστε αλλού. Δεν χανόμαστε. Τα παιδιά δεν χάνονται εύκολα. Και τα παιδιά δεν έχουνε-πως το λένε;- τις διαχωριστικές γραμμές των μεγάλων. Κάπως τις ξεπερνούν. Μετά, βέβαια, όταν προχωρεί ο χρόνος, εντάξει, εντάσσονται και αυτά στον στενό περίγυρο.

Ζ.Α.:

Απ’ τα παιδιά των υπόλοιπων λουκουμοποιών, υπήρχανε παιδιά στην ηλικία σας που χρειάστηκε και αυτά να αφήσουνε το σχολείο για να δουλέψουν;

Κ.Σ.:

[01:00:00]Όχι, όχι. Τα περισσότερα τελείωσαν κανονικά γυμνάσια, λύκεια, σπουδάσανε, γίνανε πολιτικοί μηχανικοί, γίνανε πλοίαρχοι, γίνανε μηχανικοί. Αυτό που κάναμε το κάναμε στα παιδικά χρόνια. Στα άλλα, ναι. Αλλά και πολλοί ξαναγυρίσανε στις δουλειές. Όταν ήρθανε στη Σύρο, βοηθούσανε με τον ένα ή άλλο τρόπο. Έχω την αίσθηση ότι αυτή η ζάχαρη είναι μαγεία, δεν σ’ αφήνει να χαθεί να φύγεις, το μυαλό σου να φύγει μακριά της, σε κρατάει. Εγώ αυτό νιώθω εγώ για μένα, γιατί, θα σας πω γιατί. Διότι όταν είπα ότι εγώ κάποτε θα το τελειώσω το γυμνάσιο και θα πάω στο πανεπιστήμιο, το βρήκα μπροστά μου. Γιατί όταν η μητέρα μου, όταν ήμουνα εγώ 25 χρονών και η μητέρα μου… άφησα το γυμνάσιο στα 14. Εκεί υπήρξε και μία-πως το λένε;- υπήρξε μία περίοδος τέλος πάντων που ήτανε και τα Γιούρα, ήταν μια δύσκολη περίοδος. Πήγα εκεί 14 χρονών, είπαμε για άλλους λόγους, στα Γιούρα. Κατάλαβα ότι έπρεπε να προσπαθήσω σιγά-σιγά να κάνω αυτό που ονειρεύτηκα. Και αυτό … Την μεγάλη απόφαση την πήρα το 1969, όταν πάτησε ο πρώτος άνθρωπος το πόδι του στο φεγγάρι. Είπα του πατέρα μου… η μαμά μου είχε αρχίσει, ήταν καλύτερα, τα παιδιά πηγαίνανε γυμνάσιο, ο Αχιλλέας και ο Κώστας. Λοιπόν, όχι ο Κώστας δούλευε μαζί. Δεν ήθελε εκείνος να πάει, ήθελε να συνεχίσει ναυτικός και στο μαγαζί και ήταν η Άννα και ο Αχιλλέας και εγώ. Και τους λέω ότι «Εγώ το Σεπτέμβριο θα πάω, θα φύγω». Και του το ‘πα του μπαμπά μου μες στο λεωφορείο την ώρα που ένα τρανζιστοράκι έλεγε ότι πάτησε ο άνθρωπος στο φεγγάρι. Σημαδιακό ήτανε; Δεν ξέρω! Το είπα και κατέβηκα το είπαμε στη μαμά μου, αλλά εγώ από καιρό πριν, είχα κανονίσει με τις καλόγριες που έκανα γαλλικά, που είχανε στη Σίνα 2β στην Αθήνα, ήταν η Λεόντειος Σχολή την οποία χρησιμοποιούσανε για οικοτροφείο. Και κανόνισα να πάω εκεί πριν το πω στους γονείς μου, γιατί ήθελα να είμαι προετοιμασμένη ό,τι θα πω. Λες και έκανα λουκούμι, μην τυχόν χαλάσει. Τους το είπα, ο μπαμπάς μου τα ‘χασε, η μαμά μου, μου λέει «Πού πας;» Με είχανε ζητήσει τότε και κάποια παιδιά να παντρευτώ κι αυτά, αλλά εγώ είχα βάλει στόχο και το έκανα συνειδητά ότι εάν δεν τελειώσω εγώ το σχολείο, δεν πρόκειται να παντρευτώ. Τέλειωσε. Αυτό. Και στόχευα εκεί. Λοιπόν, τέλος πάντων, έγινε αυτό και έφυγα από τη Σύρο με το καράβι «Οία» 1η Σεπτέμβρη του ’69. Και πήγα ολομόναχη στην Αθήνα. Και πήγα στις καλόγριες. Και μπήκα στο Γυμνάσιο 11 χρόνια μετά που έφυγα απ’ τη Σύρο. Ήτανε νυχτερινό βέβαια, δούλευα όλη μέρα. Μία δύσκολη, πολύ δύσκολη, περίοδος για πέντε χρόνια, δύσκολα πολύ, αλλά όλες τις γιορτές, τα καλοκαίρια και την παραμικρή μέρα που περίσσευε, ερχόμουνα και δούλευα στο εργαστήριο εδώ στα λουκούμια. Δεν μπορούσα να τ’ αφήσω. Με τίποτα. Τελείωσα το Γυμνάσιο, 1974, γιατί είχε και έναν χρόνο περισσότερο, επειδή ήτανε νυχτερινό, και 8 ή 16 Ιουνίου του 1974 έδωσα το τελευταίο μάθημα που ήτανε αρχαία, για να πάρω το πτυχίο μου, να πάρω το απολυτήριο Γυμνασίου. Ήταν τότε τα εξατάξια, τα μεγάλα αυτά. Και 30 Ιουνίου του ‘74 παντρεύτηκα.

Ζ.Α.:

Υπήρχε σχέση από πριν να φανταστώ-

Κ.Σ.:

Ναι!

Ζ.Α.:

-ή τον βρήκατε σε δύο εβδομάδες;

Κ.Σ.:

Όχι, όχι. Τον βρήκα, βρεθήκαμε, το ‘71 αλλά ο μπαμπάς μου, μου έλεγε ότι «Δε θέλω να μου πεις ότι παρατάς τα γράμματα. Έφυγες απ’ τη Σύρο και τα παράτησες. Αν δεν τελειώσεις, δεν θα κάνεις τίποτα». Και «Εντάξει-του έλεγα-μπαμπά, εγώ θα τελειώσω». Και κάθε χρόνο του πήγαινα το απολυτήριο! Τέλος πάντων, ήτανε πολύ δύσκολα, παντρεύτηκα. Ακόμα και τότε και μέχρι τώρα, ούτε μία φορά δεν έλειψα από τη Σύρο, ούτε Καλοκαίρια ούτε Πάσχα, μόνο όταν γέννησα τα μωρά μου. Παντρεύτηκα με τον Μάνο Ανδρειωμένο, που κατάγεται από τη Σάμο και τη Μικρά Ασία ήρθε ο μπαμπάς του. Η μαμά του από τη Σάμο. Και κάναμε δύο παιδιά, την Αγγελική και τον Γιάννη. Και τα δυο μου παιδιά αγάπησαν το λουκούμι, πάρα πολύ. Και η Αγγελική και αυτή τώρα ασχολείται με το λουκούμι εδώ.

Κ.Σ.:

Όμως δεν άφησα το όνειρό μου για το πανεπιστήμιο και το 2004 κληρώθηκα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. 30 χρόνια μετά. Από το ’74-2004, 30 χρόνια ακριβώς πήγα στο πανεπιστήμιο που διάλεξα συνειδητά, το Τμήμα Ανθρωπιστικών Σπουδών, τον «Ελληνικό Πολιτισμό». Δεν ήθελα να κάνω «Ευρωπαϊκό» γιατί ήμουνα πλέον 60 χρονών και ήθελα να ασχοληθώ με ό,τι είχε σχέση με τον τόπο μου με την Ελλάδα την οποία δεν γνωρίζουμε. Και λέω «Οι νεότεροι να ασχοληθούνε με την Ευρώπη, αλλά εγώ θα ασχοληθώ με τον τόπο μου» και ειδικά, μου άρεσε περισσότερο, γιατί άνοιξαν οι ορίζοντες, ο τρόπος μελέτης και ο τρόπος κατανόησης κάποιων πραγμάτων με το πανεπιστήμιο. Διότι πρέπει να πω -αυτό είναι το κυριότερο για εμένα- ότι δεν έκανα τίποτα τυχαία ούτε το έκανα από πείσμα ότι «Να, εγώ δεν … Εγώ έμεινα μέσα στα λουκούμια και μου στερήσανε να πάω αλλού». Έκανα συνειδητά ό,τι έκανα και θεωρώ αυτό είναι σημαντικό, ότι μπορεί κάποιος, κάθε άνθρωπος ακόμα και στα τρις χειρότερα, να βρει διέξοδο, να κάνει αυτό που νομίζει. Εκείνο που με έσωσε επίσης, ήτανε ότι ο πατέρας μου όλα τα χρόνια στο μαγαζί, όταν κατέβηκα εγώ 12 χρονών κάτω στο εργαστήριο, ερχότανε με καροτσάκια σε τακτά διαστήματα, που ήτανε γεμάτα βιβλία απάνω και τα φέρνανε σε όλα τα λουκουμοποιεία. Του λέγανε «Συκουτρή, θες κάτι βιβλία να κάψεις; Εσύ; Ο άλλος; Ο άλλος; Ο άλλος;» Ήτανε γεμάτη η παραλία. Αδειάζανε τα παλιά σπίτια με τις υπέροχες βιβλιοθήκες -μοναδικές εκδόσεις- τα κατεβάζανε και τα καίγανε, τα βάζανε προσάναμμα. Ο πατέρας μου δεν δέχτηκε να κάψει ούτε ένα. Τα ‘παιρνε. Τα ανέβαζε στο πατάρι του μαγαζιού και τα έβαζε μέσα στα κασάκια από τα λουκούμια, τα ξύλινα, και τα ‘κλεινε από πάνω. Εγώ ήξερα πού ήτανε, δεν ήξερα την αξία τους. Δεν ήξερα τι ήτανε. Μου άρεσε να τα βλέπω με αυτά τα περίεργα γράμματα, με αυτά τα κοτσωμένα εξώφυλλα που ήτανε μοναδικά, ήτανε χρυσοτυπίες. Λοιπόν, όλα αυτά μαζευτήκανε. Απ’ αυτά μάζεψα πάρα πολλά. Όσο περνούσε ο χρόνος και φέρνανε σιγά-σιγά άρχισαν να βγαίνουνε οι παλιατζήδες που τα μαζεύανε και τα πουλούσανε κι αυτά. Όσα προλάβαμε να μαζέψομε. Κάηκαν δεκάδες βιβλιοθήκες. Όταν το λέμε αυτό … εγώ πήγαινα σε άλλους λουκουματζήδες και τους έλεγα, αν έχουνε χάμω και μου λέγανε «Έλα πάρε, να τα». Ήτανε εκεί στη γωνίτσα, τα ‘παιρνα και τα έκρυβα.

Ζ.Α.:

Γιατί αδειάζανε τις βιβλιοθήκες;

Κ.Σ.:

Γιατί όλοι οι παλιοί οι μεγάλοι άνθρωποι, αυτοί που ήτανε … πάρα πολλά σπίτια μεγάλων ευεργετών που τ’ αφήσανε με τις τεράστιες βιβλιοθήκες, δεν ένοιαζε κανένανε. Γι’ αυτό τ’ αφήσανε και έχουνε όλα γκρεμιστεί. Αν θέλανε να τα σώσουνε, θα υπήρχανε βιβλιοθήκες με συγγράμματα μοναδικά, που δεν υπάρχουνε. Καήκανε. Και ό,τι μπορέσαμε και μας φέρνανε τα [01:10:00]σώσαμε. Εγώ λοιπόν, δίπλα σ’ αυτά τα βιβλία ένιωσα ότι κάτι έπρεπε να κάνω. Και άρχισα να μαζεύω ό,τι είχε σχέση με τη Σύρο και από έντυπο υλικό, γραμμένα, παλιές αλληλογραφίες, παλιά αρχεία εργοστασίων και αυτά. Έμπαινα μέσα και τα μάζευα όλα. Όπου ήτανε γκρέμια, όπου γινότανε χαμός κυρίου, μέσα εγώ. Και μάλιστα, όταν του Βαρδάκα άρχισε να χωρίζεται και το γκρεμίζανε και βρήκα όλο το μεγάλο αρχείο του, που όλοι νομίζανε ότι δεν υπήρχε και πήγα εγώ και το βρήκα, είχανε περάσει όλοι από ‘κει. Ιστορικοί, Ιστορικό Αρχείο, όλοι, ό,τι τους δώσανε, ό,τι βρήκαν, λέει «Δεν υπάρχει τίποτα». Εγώ επέμενα μες στο μυαλό μου και το βρήκα σε ένα διπλανό χώρο, πάλι του εργοστασίου, που δεν είχε μπει μέσα κανείς, γιατί είχε ποντίκια, γάτες, φίδια, δεν ξέρω τι, και πήγα και τα σήκωσα και τα βρήκαμε όλα. Και τα πήγα όλα στο Ιστορικό Αρχείο. Ό,τι έχω βρει, το έχω πάει εκεί. Και νομίζω ότι αυτό το Ιστορικό Αρχείο της Ερμουπόλεως, της Σύρου, είναι κιβωτός γνώσης. Μοναδικό. Τώρα, βέβαια, το ίδιο είναι και αυτό που προϋπήρχε στην Άνω Σύρο. Και εκεί είναι εξαιρετικό, αλλά εδώ κάτω ήταν όλη η ιστορία της Ερμούπολης. Λοιπόν, αυτό με έκανε να λέω ότι «Εγώ θα πάω στο πανεπιστήμιο και θα συνεχίσω μετά να δουλεύω για το νησί μου. Μόνη μου. Όποιος θέλει ας το πιστεύει. Όποιος δε θέλει, δεν με νοιάζει». Και το ‘κανα.

Ζ.Α.:

Και τελικά και «πανεπιστήμιο» και «λουκούμι».

Κ.Σ.:

Λοιπόν, και τελείωσα το πανεπιστήμιο και το πιο ωραίο και το -για μένα- το πιο συγκινητικό είναι ότι τελείωσα το πανεπιστήμιο με την κόρη μου. Πήγαμε στην Πάτρα να ορκιστούμε, γιατί εκεί ανήκει το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, και λένε «Ανδρειωμένου Αγγελική» την κόρη μου. Και ανέβηκε απάνω, πήρε το πτυχίο της. Και βλέπω τον Πρύτανη και λέει «Ανδρειωμένου Κωνσταντίνα» και ξανακοιτούσε ο άνθρωπος. Σου λέει «Δυο φορές είναι;» Και γύρισε και κοίταξε, σήκωσα το χέρι μου και του λέω «Εδώ, η μαμά»! Ήταν πολύ συγκινητικό για εμένα. Και τελείωσα το 2016. Από το ’04. Γιατί ήτανε 12 μαθήματα και είχα δικαίωμα να παίρνω ένα έως τρία μαθήματα. Στην αρχή πήρα ένα, γιατί ήτανε ξένο για εμένα, δεν ήξερα. Μετά 30 χρόνια, ποια σχέση είχε το πανεπιστήμιο τότε με τώρα; Έπρεπε να κάτσω να μελετήσω, να δω τι γίνεται. Μη με περάσουνε και ότι δεν είμαι στα καλά μου. Και μετά πήρα δύο χρονιές τρία-τρία μαθήματα και συνέβησαν πάλι τρεις πολύ δύσκολες καταστάσεις στην οικογένεια με πολύ βαριές αρρώστιες και πράγματα, τέλος πάντων και τα ‘χασα αυτά τα μαθήματα. Αλλά για να μην το χάνω, τα πλήρωνα, έκανα πάλι επανεγγραφή και το 2016 τελείωσα. Και τελείωσα με την Αρχαιολογία.

Ζ.Α.:

Για τη μικρή Ντίνα…

Κ.Σ.:

Τη μικρούλα. Τώρα, αυτά ήταν της μεγάλης.

Ζ.Α.:

Όχι, όχι, άλλο θέλω να σας πω. Για τη μικρή Ντίνα 14 χρονών τότε που της στερήσανε να πάει στο Γυμνάσιο και βρισκότανε στο μόλο και έκλαιγε και τα δάκρυά της είχανε αλμυρίσει τη θάλασσα. Πως αισθανθήκατε; Γιατί όλοι μέσα μας έχουμε το μικρό παιδί.

Κ.Σ.:

Βέβαια.

Ζ.Α.:

Πώς αισθανθήκατε; Έχοντας αυτή την εικόνα και αυτό το συναίσθημα βιώσει, εσείς σαν μικρό κορίτσι, τη στιγμή που φωνάξανε το όνομά σας για να πάτε να πάρετε το πτυχίο του πανεπιστημίου.

Κ.Σ.:

Τώρα, τι να πω; Συγκινήθηκα τώρα. Μου φαινότανε σαν να ήμουνα μια μικρή φοιτήτρια που τελείωσε, έτσι, μέσα μου ένιωσα μικρή, δικαιωμένη ότι η επιθυμία μου έγινε πραγματικότητα, αλλά ήρθε σε σύγκρουση με το έξω μου. Δηλαδή, μ’ αυτό που ήμουνα. Ήμουνα μια γιαγιά. Είχα και τα εγγόνια μου, την κόρη μου. Και προσπαθούσα εκείνη τη στιγμή να συνδυάσω αυτό το πράγμα. Το όνειρο ενός παιδιού που φτάνει στο πανεπιστήμιο, το τελειώνει, που το τελειώνει κανονικά, που είναι-πως να το πω;- που σαν μεγάλο άτομο, τόσο μεγάλο άτομο, δηλαδή το αισθάνεται… δεν το κουράζει αυτό που έγινε. Εγώ ένιωθα ανάλαφρη, εκείνη τη στιγμή, ένιωθα σαν παιδί, σαν τελειόφοιτη, σαν πτυχιούχος πλέον, ανάλαφρη ότι μπορώ να συνεχίζω κοιτάζοντας όμως, έτσι, πίσω μου ότι είμαι μεγάλη. Όλα αυτά που ως τώρα έκανα, θα μπορώ όλα αυτά να τα δικαιώσω; Ήθελα να … και το νιώθω ακόμα ότι δε θέλω να πάνε χαμένα, γιατί για μένα είναι λίγος ο χρόνος της ζωής μου. Δεν μπορεί να είσαι αυτό που είναι ένα παιδί που τελειώνει το πανεπιστήμιο 22, άντε 25, χρονών. Να του δώσομε και λίγο αέρα. Έτσι; 25 χρονών. Είσαι 72 και έχεις … είχα, έτσι, εκείνη τη στιγμή, πρώτα-πρώτα, είχα την ανάγκη να μπορούσα να αγκαλιάσω όλο τον κόσμο!

Κ.Σ.:

Και μέσα στο μυαλό μου, δεν το κρύβω, μου ήρθε η εικόνα που μου έρχεται πάντα και που έτσι θα είναι σε όλη μου τη ζωή. Να είμαι έξω από την πόρτα του μαγαζιού μας στην παραλία, έξω απ’ το λουκουμοποιείο. Είχε τέσσερις πόρτες το μαγαζί, τρεις και μία μεγάλη βιτρίνα. Να είμαι εκεί στην πόρτα και να κοιτάζω τα καράβια και να νιώθω όπως ένιωθα πριν ξεκινήσω για το νυχτερινό Γυμνάσιο της Αθήνας. Και έλεγα «Κάποιο καράβι θα με πάρει, δεν μπορεί να μείνω εδώ». Ή όταν ερχότανε το καράβι, έλεγα ότι «Στο επόμενο, όταν αυτό φύγει, θα πρέπει να βρω και εγώ τρόπο να πάω μαζί του». Και αυτό που πιστεύω και αυτό που εγώ αγάπησα, το λουκούμι, τώρα, βέβαια ήτανε σκηνές που δημιουργεί μέσα το μυαλό για να μην τρελαθεί κιόλας. Όταν τάραζα το λουκούμι, κανονικά, μιάμιση ώρα συνεχώς και για χρόνια ατέλειωτα, είχα την αίσθηση ότι κάθε κίνηση που έκανα, ήτανε σαν να έβλεπα ένα κυματάκι που έσκαγε. Όλα τα είχα προσωποποιήσει. Όλα. Για μένα ό,τι κινείτο σε νερό, στη ζάχαρη, στο λουκούμι, ήτανε σαν να ήτανε κάτι που ταξίδευε. Και όταν έσβηνε η φωτιά και έβγαινα έξω, να δω έξω στην παραλία πώς ήτανε και έβλεπα τη θάλασσα … Νομίζω ότι η θάλασσα μ’ έσωσε. Η θάλασσα και το λουκούμι. Τίποτα άλλο. Μου δώσανε την ευκαιρία να δω τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος. Όχι εύκολα, πολύ δύσκολα. Αλλά μπορείς! Και χιλιάδες ιστορίες άλλες της παραλίας. Ήτανε … πόσο όμορφα ήτανε στολισμένα τα λουκουμοποιεία όταν γινότανε οι ναυτικές εβδομάδες. Που τα στολίζανε τα μαγαζιά, φτιάχναμε τις βιτρίνες, ανάβαμε όλα τα φώτα, άσπριζε η παραλία, πλέναμε έξω, βγαίναμε όλα τα παιδιά έξω με μεγάλες σκούπες και βούρτσες και τρίβαμε τα μάρμαρα. Γιατί η παραλία είχε μάρμαρα, δεν ήταν έτσι. Είχε καθαρό μάρμαρο. Και κάθε ένας έξω απ’ το μαγαζί του, μόλις τελείωνε, γιατί φέρνανε ζάχαρες, φέρνανε ξύλα, βγάζανε κάρβουνα, αυτά, μαυρίζανε όλα αυτά. Εμείς θα έπρεπε όμως να έχουμε μία παραλία πανέμορφη. Και βγαίναμε όλα τα παιδιά και καθαρίζαμε. Γυρίζανε τα αγόρια τα παντελόνια τους, εμείς ακόμη δεν φορούσαμε παντελόνια, τα καημένα, και δουλεύαμε. Ξυπόλητα, αυτά. Και επίσης, όταν στολιζότανε όλη η Σύρα ήτανε πανέμορφη η παραλία, [01:20:00]μαζευότανε και όλος ο κόσμος, κατέβαινε και η πλατεία! Που να την πάμε στην πλατεία; Ναι, δεν την αναφέρω πολύ, γιατί δεν της είχα και ιδιαίτερη συμπάθεια. Μου άρεσε η εξέδρα που είχε τις μούσες και που τώρα έχουνε αρχίσει και πέφτουνε… μία-μία. Λοιπόν, μου άρεσαν τα παλιά τα σπίτια που πήγαινα, όταν αρχίσανε και κλείνανε σπίτια και γκρεμίζανε, έμπαινα μέσα να δω αν έχει χαρτιά. Βρήκα. Πολλά χαρτιά και όπως ήτανε τα πήγαινα, τα πάω στο Ιστορικό Αρχείο. Όπως πήγα και πάρα πολλά αντικείμενα, ιδιαίτερα και του λιμανιού, στο Βιομηχανικό Μουσείο. Εκεί πρέπει να πηγαίνουν όλα, για να έχουνε ταυτότητα και τόπο καταγωγής. Πάντα οι γονείς μας -αυτό το θυμάμαι- όταν ήταν οι μεγάλες γιορτές, έβαζαν σημαιοστολιζότανε όλη η παραλία. Κάθε μαγαζί απέξω είχε το κοντό το κοντάρι, το οποίο ήτανε άσπρο-γαλάζιο, ήταν σαν φιδάκι άσπρο-γαλάζιο-άσπρο-γαλάζιο και είχανε τη σημαία την ελληνική. Όλη η παραλία έλαμπε. Ήταν πολύ ωραίο αυτό. Γινότανε και πάρα πολλά-πως τα λένε;- εκεί με τους μανάβηδες με τους … που ήτανε στην άκρη της παραλίας, απ’ του Αθυμαρίτη και πέρα. Νομίζω αυτά τα είπα. Τα έχω πει, νομίζω, ναι. Ήτανε οι ψαράδες. Και όλοι αυτοί -αυτό ήταν το ωραίο- ότι όλοι αυτοί περνούσαν απ’ τα λουκουματζίδικα. Γιατί όλοι ήτανε φίλοι. Δεν ήτανε αυτό το απόμακρο που είχε η αστική κοινωνία και η μεγαλοαστική. Πόσο μεγαλοαστική μπορούσε να ήτανε. Υπήρξε και ‘δω, βέβαια, στη Σύρο, αλλά η αστική κοινωνία είχε τους δικούς της κανόνες, οι οποίοι δεν ήτανε πάντα… δεν ήτανε ταυτόσημοι με της παραλίας. Που εκεί είχε άλλα. Επίσης, αυτό που ήτανε πολύ εξαιρετικό για εμένα, ήτανε που ερχότανε όλα τα πληρώματα απ’ τα φορτηγά καράβια, που ερχόταν απ’ το εξωτερικό, που κατέβαιναν απ’ τη Μαύρη Θάλασσα, Ελλήσποντο, περνούσανε ερχότανε εδώ στο Νεώριο και έφευγαν και πήγαιναν αλλού. Ήτανε πολύ συγκινητικές οι στιγμές αυτές - έζησα αρκετές- όταν τα καράβια που αράζανε εκεί μπροστά στου Σταματελάκη, στου Λειβαδάρα που ήταν τότε κάτω. Εκεί που είναι οι «Χαλανδριανές» εκεί ήτανε όλα, εκεί αράζανε τα καράβια, εκεί ήτανε οι μεγάλες μοναδικές σκάλες σφυρήλατες με τα νύχια που γραπωνότανε απ’ το πλοίο κι ανεβαίνανε. Ήτανε πολύ συγκινητικές οι στιγμές όταν φεύγανε ναυτικοί και ήταν οι οικογένειές τους κάτω ή όταν ερχότανε και μαζευότανε. Κι αυτά τα ζούσαμε από κοντά, γιατί ήμαστε δίπλα.

Ζ.Α.:

Δηλαδή, όταν επέστρεφε ένας ναυτικός, είχε βγει-

Κ.Σ.:

Ναι, ξέρανε οι δικοί του κι ερχότανε να τον προϋπαντήσουνε. Ήτανε πάρα πολύ ωραίο αυτό. Και ήτανε … εκεί έβλεπες και μία διαφορά, ως προς τι; Αν ήτανε πλοίαρχος, μηχανικός αυτός ήτανε κάπως έτσι. Αν ήτανε ένα παιδί απλό, ένας ναύτης, ένας λοστρόμος, κατέβαινε όλη η γειτονιά, οι φίλοι του. Έβλεπες -αυτό εγώ αποκόμισα απ’ όλα αυτά- τη διαφορετικότητα της κάθε στιγμής από κάθε άτομο. Και όλα αυτά τα οφείλω στο λουκούμι. Όλα. Γιατί αν δεν ήταν εκεί το μαγαζί, δεν θα ‘χα κάνει … δεν θα ‘χα δει και δεν θα ‘χα κάνει τίποτα.

Ζ.Α.:

Αυτό πήγα να πω τώρα. Ότι τελικά ίσως αν είχατε πάει Γυμνάσιο-

Κ.Σ.:

Δεν θα τα ‘χα ζήσει αυτά.

Ζ.Α.:

-να μην τα είχατε δει ποτέ όλα αυτά.

Κ.Σ.:

Τίποτα. Όχι. Όπως αναγκάστηκα -εδώ θέλω να πω- αναγκάστηκα όταν μ’ έβγαλε η… όταν έφυγα από το σχολείο και δεν πήγα στη δευτέρα, να πάω στην τρίτη, η μαμά μου σοφά σκεπτόμενη κατά το δικό της αυτό και όπως τώρα το βλέπω τώρα που μεγάλωσα εγώ. Είπε ότι «Ντίνα, δεν μπορείς να μείνεις μια ζωή μέσα στα λουκούμια. Μπορεί να μείνεις, αλλά πρέπει να μάθεις και μία άλλη τέχνη». Η μαμά μου ήτανε απ’ τις καλύτερες μοδίστρες. Σου τα ‘χω πει αυτό, νομίζω. Και μου λέει «Θα κάτσεις να μάθεις ράψιμο». Και της λέω «Τι ράψιμο δεν μαθαίνω. Θα κάνω το λουκούμι και θα διαβάζω». Και μου λέει «Όχι, θα κάνεις και λουκούμια, αφού θες, θα διαβάζεις αφού θες, ό,τι ώρα θες, τη νύχτα» -γιατί διάβαζα με φακό μικρό κάτω απ’ το πάπλωμα. Γιατί μου έλεγε «Κοιμήσου να ξεκουραστείς» ήμουνα μικρό παιδί. Εγώ έπαιρνα το φακό και από κάτω διάβαζα. Και μου είχε φέρει και ένας ξάδερφός μου ναυτικός ένα τόσο τρανζιστοράκι μικρό και άκουγα. Πολύ ωραία αυτά. Λοιπόν, και μου λέει «Θα μάθεις ράψιμο». Είδα ότι έπρεπε να τη βοηθήσω κάποια στιγμή, είχαμε πάρει και κάποιους ανθρώπους να βοηθάνε στο μαγαζί. Δεν μπορούσε εκείνη και αναγκαστικά έμαθα ράψιμο. Και της είπα ότι «Εγώ θα μάθω τέλειο ράψιμο, αλλά μόλις πάω στο γυμνάσιο, όταν πάω, δεν θα ράψω ούτε κουμπί». Και το τήρησα. Παντρεύτηκα και δεν ήθελα να ράψω κουμπί! Βέβαια, πολύ αργά, έτσι, άρχισα να λέω «Τι θα κάνει τώρα ο άντρας μου και τα παιδιά μου;» Αλλά όσο δεν είχα τέτοια υποχρέωση, δεν ξανάπιασα βελόνα. Και θέλω να πω, σ’ όλα αυτά τα χρόνια που έραβε η μαμά μου, έραβε τις μεγάλες τις κύριες, στο είπα αυτό, που ήταν οι πλούσιες, που ήτανε οι επιφανείς οικογένειες, που διέθεταν αυτά. Και εκεί έμαθα και κάτι άλλο. Αυτό που είπε η μητέρα μου και που είπε και τότε ο … τότε το είπε και στη μητέρα μου ο κύριος Γεννάδιος, ο παππούς των παιδιών αυτών, ο οποίος είχε ένα πολύ μεγάλο, εξαιρετικό, εμπορικό απέναντι από του Λεμονάκη. Ξέρεις πού ήτανε του Λεμονάκη; Όχι. Εκεί που είναι το … λίγο πριν το «Σελεφαΐς» προς τα ‘δω. Απέναντι ήταν αυτό. Εκεί που είναι του Παπαφίγκου. Αυτά ήτανε … λοιπόν, εκεί δίπλα. Λοιπόν, και εκεί πηγαίνανε οι πλούσιες κυρίες και παίρνανε τα μεταξωτά, τα βελούρ-σιφόν και όλα αυτά! Το είδες «Βελούρ-σιφόν». Έτσι μου είπανε οι καλόγριες να το λέω. Και έγινε το εξής… Έλεγε στη μητέρα μου -και η μητέρα μου το διαπίστωσε- ότι οι γυναίκες, οι κοινές γυναίκες, οι οποίες δούλευαν στους οίκους ανοχής, εδώ στα μπουρδέλα, να το πούμε όπως ήτανε, έτσι τα λέγανε κι αυτές και έτσι τα λέγανε και μέσα στην αγορά και παντού. Αυτές οι γυναίκες ήτανε πολύ πιο φερέγγυες στους λογαριασμούς τους απέναντι στους εμπόρους από ό,τι ήταν οι κυρίες οι πλούσιες. Οι έμποροι είχανε τεφτέρια, που οι κυρίες οι πλούσιες τους -βρήκα τέτοια και τα έχω δώσει στο Ιστορικό Αρχείο- τέτοια που έγραφαν τι τους χρωστούσανε. Δεν βρέθηκε ούτε ένας λογαριασμός στους εμπόρους που να τους χρωστάνε οι κοινές γυναίκες. Το ‘ψαξα. Επίσης, δεν ξέρω αν το είπα αυτό. Επίσης, εδώ που είναι ο «Διογένης» που ήτανε όλο το τετράγωνο -το είπα στην προηγούμενη φορά; Όχι.- Εδώ που είναι ο «Διογένης» ήτανε ένα από τα μεγαλύτερα μπουρδέλα, ένας οίκος ανοχής και είναι… αυτή είναι η Φολεγάνδρου, πίσω είναι η οδός Αφροδίτης. Όλο αυτό το τετράγωνο γύρω-γύρω με τα τεράστια κτίρια ήταν όλοι οίκοι ανοχής. Όλοι. Και μέσα εκεί είχε πάρα πολλές κοπέλες. Η μία απ’ αυτές τις … που είχε το «Διογένη» -δεν θα ‘θελα τώρα να πω το όνομά της, γιατί ζούνε τα εγγόνια της και δεν είναι σωστό- έκανε κάτι. Τις έπαιρνε, τις έστελνε στη μητέρα μου μία-μία με την άμαξα. Τότε δεν είχε ταξί κι αυτά. Και έλεγε του αμαξά «Θα κάθεσαι απέξω από της Χρυσάνθης να κάνουνε πρόβα και θα την πάρεις και θα μου τη φέρεις. Δεν θα βγει, δεν θα κατέβει κάτω απ’ το κεφαλόσκαλο και θα φύγει». Και τους έραβε η μαμά φορέματα που ήτανε μόνο λαιμόκοψη, μασχάλη και χωρίς τσέπες. Και της λέει «Κυρία τάδε, γιατί δεν τους κάνεις μια τσέπη να βάζουν ένα μαντηλάκι;» Και λέει «Όχι, γιατί όταν τους βάλω αυτά τα φουστανάκια και έχουνε αυτά, θα τους βάζουνε λεφτά οι πελάτες, θα τις εκμεταλλεύονται για άλλη μια φορά» -και δεν [01:30:00]ξέρω τι, πώς το σκεφτόταν- «Δεν θα βάζεις». Και δεν τους έκανε τσέπες. Και της ξαναλέει η μητέρα μου. Της λέει «Γιατί δεν… Αυτές τις κοπέλες πώς τις έχεις εκεί μέσα;» Της λέει «Άκουσε να σου πω Χρυσάνθη. Δεν πάω να τις πάρω εγώ από τα σπίτια τους-γιατί οι περισσότερες ήταν ξένες, δεν ήταν Συριανές. Ελάχιστες ήταν οι Συριανές, ελάχιστες. Ήτανε ξένες-Έρχονται και μου χτυπάνε. Και είναι ή κουρεμένες με την ψιλή ή έγκυες που χάσανε το μωρό τους και τις πετάξαν απ’ το σπίτι ή ξυλοδαρμένες». Δηλαδή, όλες ήτανε, είχανε κάποιον λόγο. Ελάχιστες ήτανε αυτές που θέλανε το επάγγελμα. Οι άλλες όλες ήτανε πανσπερμία, από παντού. Και επειδή εδώ ήτανε λιμάνι και επειδή εδώ είχε καράβια-φορτηγά και ερχότανε συνέχεια, αυτοί είχανε πάντα δουλειά. Λοιπόν, τι έκανε αυτή η γυναίκα; Από αυτό που πλήρωνε ο πελάτης, έπαιρνε αυτή το δικό της το μερίδιο, έβγαζε το μερίδιο της κοπέλας, αλλά από το μερίδιο της κοπέλας δεν της το ‘δίνε όλο. Της έδινε ένα μέρος να κάνει ό,τι θέλει, αυτή έραβε τα φορέματά τους, αυτή τις τάιζε όλα αυτά και το ένα κομμάτι τους, τους έκανε … άνοιγε λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα μόνο στο όνομά τους. Αυτό δεν είχε ξαναγίνει. Τους έβαζε λοιπόν, ένα κομμάτι και τα ‘λεγε τη μητέρα μου. Και της λέει «Άκου Χρυσάνθη, αυτές καλώς ή κακώς κάνουνε αυτή τη δουλειά. Θα ‘ρθει κάποια στιγμή που θα σταματήσουνε. Δεν ξέρω πότε θα ‘ναι. Πρέπει να ‘χουνε κάτι. Ή θέλουνε να φύγουνε από εμένα. Όταν φύγουνε, θα πάρουνε μαζί τους το βιβλιάριό τους». Και έκανε και κάτι άλλο σημαντικό. Από αυτές τις γυναίκες, οι οποίες δεν ήτανε όλες ούτε άσχημες ούτε αυτές. Ήτανε ωραίες γυναίκες. Αυτές που είδε η μητέρα μου, που έβλεπε, ήτανε πολύ όμορφες, νέες. Πολύ νέες. Μετά που μεγαλώνανε, γινότανε … ο Θεός να φυλάει. Εάν κάποια ήτανε να παντρευτεί -γιατί πολλές πήρανε ναυτικούς και Συριανούς και ξένους και μείνανε και εδώ- αυτή η γυναίκα, τους έκανε την προίκα τους. Απ’ τα δικά της τα λεφτά όμως, όχι απ’ τα δικά τους. Τους το ‘κανε σαν δώρο. Σαν ένας που δουλεύει σε μια επιχείρηση, φεύγει και ο εργοδότης του λέει «Πάρε και το δωράκι σου τώρα και άντε στο καλό». Αυτές παίρνανε αν παντρευότανε αυτό, την προικούλα τους, μια μικρή προίκα και αν φεύγαν και το βιβλιαράκι τους. Αν δεν παντρευότανε, τους έδινε το βιβλιαράκι και φεύγανε. Εγώ, επειδή τ’ άκουσα αυτό και τ’ άκουσα κι απ’ αλλού, πήγα στην Εθνική Τράπεζα. Και μου είπε ένας πολύ παλιός ότι «Ναι, Ντίνα, έτσι γινότανε. Αλλά εδώ όταν πλημμύρισε η Εθνική Τράπεζα, που είχε όλο το αρχείο κάτω, χαθήκανε». Εκτός, να είναι κάπου που δεν το ξέρει κανείς. Αλλά δεν βρεθήκανε. Δεν βρέθηκε κανένα βιβλίο -όχι αυτό- με τους αριθμούς και τα ονόματα όλων αυτών των γυναικών.

Ζ.Α.:

Η μαμά σας, σας έλεγε δηλαδή, αυτές τις ιστορίες.

Κ.Σ.:

Ναι, εγώ τις άκουσα αυτούσιες απ’ τη μητέρα μου όπως και άκουσα και από άλλες γυναίκες. Λοιπόν, πίσω ακριβώς από το λουκουματζίδικο ήτανε η πόρτα του ξενοδοχείου απάνω. Εκεί πηγαίνανε κανονικά οι άνθρωποι, δεν ήτανε … ήταν πολύ εντάξει ξενοδοχείο. Όμως, εκεί πίσω ερχότανε μία γυναίκα ή μάλλον, δύο γυναίκες, οι οποίες και οι δύο ήτανε κοινές γυναίκες. Τις ήξερα. Τις έβλεπα καθημερινά. Δεν έπαιρναν πελάτες εκεί, τίποτα. Απλά ερχότανε, κατέβαιναν κάτω, κατέβαιναν και στην παραλία και σε πάρα πολλά παιδιά λέγανε «Μην τις πλησιάζετε, μη μιλάτε» προσπαθούσανε τα αγόρια του γυμνασίου τότε και λυκείου-ας πούμε-να τα συγκρατήσουνε, να μην πάνε και αυτά μ’ αυτές τις γυναίκες. Αλλά εμείς, τα παιδιά της παραλίας, που δεν ξέραμε και τότε, μιλούσαμε σε όλες. Βλέπαμε ότι τους μιλούσανε και οι άνθρωποι των καφενείων. Κάνανε πειράγματα, βέβαια, είχαν έναν άλλο αέρα, άμα της πειράζανε άσχημα, απαντούσανε, δεν χαρίζανε. Αλλά είχανε είχανε κι αυτές τον ελάχιστο σεβασμό που τους όφειλε η κοινωνία, διότι δεν προκαλούσανε. Εγώ τα ‘ζησα αυτά και όχι μόνο εγώ και άλλα παιδιά τώρα της ηλικίας μου, αν τα ρωτήσετε, αυτό θα σας πούνε.

Ζ.Α.:

Δηλαδή, από μικρό παιδί ζήσατε όλες τις εμπειρίες ενός λιμανιού.

Κ.Σ.:

Όλοι. Ναι. Και αυτό χάριν -επαναλαμβάνω- στο λουκούμι. Το αγαπημένο μου.

Ζ.Α.:

Ξεκινήσαμε με αλμυρά δάκρυα.

Κ.Σ.:

Ναι!

Ζ.Α.:

Και τελειώνουμε -εγώ θεωρώ- με γλυκιά συγκίνηση.

Κ.Σ.:

Πολλή. Πάρα πολλή.

Ζ.Α.:

Γιατί τελικά, αυτό που είπατε. Ότι κάτι έχει το λουκούμι, κάτι έχει στη ζάχαρη που δεν σ’ αφήνει.

Κ.Σ.:

Δεν σ’ αφήνει, όχι. Περνάει στο αίμα σου. Είναι άλλο … ξέρω ‘γω, τι να πω; Για μένα είναι αυτό που είπα. Δεν μπορείς να ξεφύγεις απ’ αυτό. Και εγώ δε θέλω να ξεφύγω. Και ό,τι κι αν κάνω τώρα για το λουκούμι, το κάνω με πολύ μεγάλη χαρά. Να αναδείξομε στον τόπο μας ότι αξίζει τον κόπο αυτό το προϊόν που τον έκανε διάσημο, που έγινε πριν, διάσημος με το λουκούμι, πριν καν γίνει το Νεώριο. Πριν καν γίνουνε τα μεγάλα εργοστάσια. Το λουκούμι ήτανε αυτό που πρωτοβγήκε.

Ζ.Α.:

Ένα τόσο απλό υλικό, εντωμεταξύ;

Κ.Σ.:

Ναι, δεν υπάρχει πιο απλό. Τι άλλο πιο απλό από το να ανακατέψεις νερό, ζάχαρη και κόλλα και λίγο ξινό; Τίποτα. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο. Αλλά είναι τόσο δύσκολο να το κάνεις και να το πετύχεις αυτό το απλούστατο, που σε βασανίζει πολλές φορές. Γιατί πάντα δεν το πετυχαίνεις. Μπορεί ν’ αλλάξει λίγο το νερό, μπορεί να σου φέρουνε μια σκάρτη ζάχαρη και να μην το ξέρεις εσύ. Και τι θα κάνεις;

Ζ.Α.:

Εσείς, όταν περνάτε τώρα από τη παραλία που και τώρα είναι το σούπερ μάρκετ «Κρητικός» όταν έχετε ζήσει, που δεν έχει να κάνει με το ποιο σούπερ μάρκετ είναι-

Κ.Σ.:

Όχι βέβαια.

Ζ.Α.:

Αλλά θέλω να πω, όταν περνάτε απ’ αυτό το κομμάτι γης της Σύρου που έχετε ζήσει τόσα πράγματα.

Κ.Σ.:

Στέκομαι απέναντι και κοιτάζω τις πόρτες και βλέπω τον εαυτό μου σε μια απ’ αυτές τις πόρτες και δίπλα τα αδέρφια μου, τον πατέρα μου. Αλλά βλέπω, έτσι, εμένα ολόκληρη εκεί. Σαν να με κοιτάζω. Αυτό που είναι στην πόρτα να με κοιτάζει και να το κοιτάζω κι εγώ. Δεν μπορώ να… δεν μπορώ να το βγάλω απ’ το μυαλό μου. Και πάντα το κοιτάζω σαν λουκουμοποιείο, δεν μπορώ να το δω κάπως αλλιώς. Πιο μπροστά ήταν το «Hondos Center» δεν μπορούσα να το δω έτσι. Καθόλου. Είναι … είναι περίεργη η ψυχοσύνθεση του ανθρώπου. Και το μυαλό παίζει, έτσι, παιχνίδια περίεργα, αλλά αν είναι … αν έχεις ζήσει όλες αυτές τις εμπειρίες και τις δέχτηκες, τις άντεξες, αυτά, αυτό σου κάνει καλό. Δεν παθαίνεις κάτι κακό. Νιώθεις ότι εξακολουθείς να ζεις. Δεν μπορείς να το αγγίξεις, αλλά το νιώθεις.

Ζ.Α.:

Να μου επιτρέψετε να μοιραστώ μια σκέψη μου.

Κ.Σ.:

Βεβαίως!

Ζ.Α.:

Ότι το λουκούμι σας έφερε στο λιμάνι και επειδή ήσασταν στο λιμάνι, εσείς αγναντεύατε τη θάλασσα και σκεφτόσασταν τα όνειρά σας που τελικά, η θάλασσα και η θέλησή σας, σας φέρανε στο σημείο να κατακτήσετε το δικό σας φεγγάρι. Και πιστεύω ότι δεν είναι τυχαίο που αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη Βιοτεχνία του λουκουμιού και έχετε επιστρέψει εδώ πέρα και εν τέλει, εάν δεν υπήρχε το λουκούμι στη ζωή σας, ίσως να μην είχατε κάνει και όλα αυτά που κάνατε στην πορεία.

Κ.Σ.:

Σωστά το περιέγραψες. Ακριβώς. Και χαίρομαι που είσαι νέος άνθρωπος και καταλαβαίνεις αυτά που έγιναν πριν από δεκάδες χρόνια. Γιατί δεν είναι ούτε πέντε ούτε δέκα. Είναι πάρα πολλά. Εγώ νομίζω ότι εδώ είναι ο τόπος μου, εδώ θα τελειώσω ελπίζω [01:40:00]παρέα με τα καζάνια, με τις κουτάλες, με τις ζάχαρες! Και παραδίπλα θα έχω ένα βιβλίο, θα έχω το Ιστορικό Αρχείο, θα έχω το Βιομηχανικό Μουσείο που, έτσι, με ολοκληρώνουν αυτά. Χωρίς μέσα σε όλα αυτά, να αφήσω απέξω την οικογένειά μου. Γιατί ήτανε ένας άλλος τομέας που για να τα συνδυάσεις όλα αυτά μαζί, ήτανε δύσκολο, αλλά για εμένα ήτανε όπως είναι η θάλασσα. Με φουρτούνες, τρικυμίες, με γαλήνη και με όνειρο. Και μπόρεσα και τα βίωσα όλα όπως νομίζω μπορεί να τα βιώσει ένας άνθρωπος. Με την οικογένειά μου και την οικογένειά μου του πατέρα μου και με την προσωπική μου οικογένεια. Που οφείλω να πω -εδώ πρέπει να το πω- ότι ο σύζυγός μου, ο άντρας μου, ο σύντροφός μου, αυτός ο άνθρωπος με άντεξε. Γιατί δεν … αυτά που έκανα, δεν ήτανε εύκολα. Εκείνος όμως το άντεξε. Και μέσα στο λουκούμι να βρίσκομαι συνέχεια και με τα παιδιά και με τις σπουδές να ξενυχτάω χρόνια ολόκληρα, για να κάνω τις εργασίες μου, ήτανε… και του οφείλω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» και το λέω τώρα. Όπως και στα παιδιά μου που μου έλεγαν πάντα «Έλα βρε μαμά. Άντε, τελείωσέ το αυτό. Μη στεναχωριέσαι, καλά θα πας». Για όλα μου το έλεγαν. Και με χαροποιεί πιο πολύ που τους αρέσει αυτό με το λουκούμι και που ακολουθήσανε κι αυτά τη δική τους πορεία. Τελειώσανε το πανεπιστήμιο, η Αγγελική το ίδιο με εμένα, και ο γιος μου τελείωσε την Σχολή Καλών Τεχνών και τώρα είναι καθηγητής της. Είναι καθηγητής εκεί.

Ζ.Α.:

Τελικά, η λουκουμόσκονη έκανε τη μαγεία της.

Κ.Σ.:

Ναι, ναι. Η λουκουμόσκονη μας επηρέασε οικογενειακώς.

Ζ.Α.:

Θέλω να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ για δεύτερη φορά, γιατί είναι η δεύτερη φορά που δίνετε συνέντευξη για το Istorima και θέλω να σας ευχαριστήσω και σαν ερευνήτρια, αλλά και σαν Ζουστίν, σαν Συριανή, για τη συμβολή σας, πραγματικά, στο να διασωθεί πολύ σημαντικό κομμάτι της τοπικής μας ιστορίας. Θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό και χίλια «ευχαριστώ» και να πω, δεν νομίζω να είναι αρκετά.

Κ.Σ.:

Δεν χρειάζεται «ευχαριστώ» καθόλου. Γιατί κάνεις κάτι που με έναν άλλο τρόπο εγώ το έκανα. Εγώ μάζευα τα χαρτιά, μάζευα τα βιβλία, μάζευα τα παλιά σκουριασμένα αντικείμενα. Εσύ μαζεύεις τώρα τη γνώση που μας έδωσαν αυτά εμάς και την αποτυπώνεις. Το ίδιο κάνεις κι εσύ. Και θα το θυμάσαι αυτό που σου λέω. Όταν μεγαλώσεις, με το καλό, πολύ-πολύ-πολύ, θα καταλάβεις την αξία του να παρουσιάζεις στον κόσμο την ιστορία σου. Και να μην περιμένεις να την παρουσιάσουνε άλλοι. Αυτό που βιώνεις, αυτό θα λες. Αυτό έμαθα! Θα ονειρεύεσαι με πράγματα που δεν μπορεί να τα αγγίξει κανείς. Εγώ ονειρεύτηκα με τη θάλασσα. Δεν μου την άγγιξε ποτέ κανείς. Και ήτανε σπουδαίο πράγμα. Αυτή με ταξιδεύει ακόμα. Είναι λίγο αλμυρή, βέβαια, αλλά εντάξει, εδώ βοηθάει το λουκούμι να το ξεπερνώ!

Ζ.Α.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κυρία Ντίνα.

Κ.Σ.:

Να είσαι καλά, εσύ, να κάνεις πάντα το καλύτερο και εύχομαι σ’ αυτούς τους ανθρώπους που σου έδωσαν αυτή την ευκαιρία να μαζέψεις ιστορία, να κάνουνε πάντα και αυτοί το καλύτερο για τον τόπο μας. Γιατί η Ελλάδα είναι μια θάλασσα και ουρανός. Και αν προσπαθήσεις να γράψεις πάνω σ’ αυτά τα δυο και τα κατορθώσεις, δεν θα σου τα σβήσει κανείς. Και ας λένε ότι χάνονται στο νερό όλα ή στον αέρα. Τίποτα δεν χάνεται. Αυτά.

Ζ.Α.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ.

Κ.Σ.:

Να ‘σαι καλά!