© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Ιστορίες από την Απείρανθο και μια ιστορία από την Κάρπαθο.

Istorima Code
10023
Story URL
Speaker
Εμμανουήλ Μπαρδάνης (Ε.Μ.)
Interview Date
16/01/2021
Researcher
Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου (Ε.Π.)

[00:00:00] 

Ε.Π.:

Σήμερα βρισκόμαστε στα Εξάρχεια, η ημερομηνία είναι 16 Ιανουαρίου του 2021, εγώ είμαι η Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και θα μιλήσω μ’ έναν εκλεκτό Απεραθίτη, τον Μανόλη Μπαρδάνη. Ο λόγος στο Μανόλη.

Ε.Μ.:

Καλημέρα λοιπόν, δεν ξέρω γιατί «καλημέρα» κι όχι «καλησπέρα», πότε θα ακουστεί αυτό…; Πότε θ’ ακουστεί αυτό για να ‘ναι το «καλημέρα» ή το «καλησπέρα», Μανόλης Μπαρδάνης, 60 ετών παρακαλώ, γέννημα-θρέμμα της Απειράνθου, μέχρι τα 18 μου μεγάλωσα εκεί, 18 χειμώνες σ’ αυτό το χωριό, έχω πάρα πολλές αναμνήσεις, μνήμες, παιδικές, εφηβικές. Αλλά θα σου πω μια ιστορία αυτή τη στιγμή Έφη, «Ευθυμία» θες να σε λέω ή «Έφη»;

Ε.Π.:

Ό,τι θες.

Ε.Μ.:

Μια ιστορία που δεν έχει σχέση με την Απείρανθο, μ’ ένα άλλο νησί που είναι η πιο συγκλονιστική ιστορία που έχω ζήσει εκτός Νάξου. 1983, φεύγω, γύριζα δεν άφηνα νησί για νησί, ήμουνα φοιτητής, δεν είχα δώσει ποτέ εξεταστική περίοδο Σεπτέμβρη και Ιούνη, μόνο το Φλεβάρη. Έφευγα από το Μάη και γύριζα Οκτώβρη, με τη σκηνή στον ώμο, διακοπές ατέλειωτες, απένταρος, χωρίς δραχμή στην τσέπη, τα κατάφερνα σιγά-σιγά. Έχω πάει 1983 να κάνω Πάσχα στην Κάρπαθο, άκου τώρα, Κάρπαθο… 50 ώρες ταξίδι από καράβι σε καράβι, ν’ αλλάζουμε μέσω Κρήτης, από Κρήτη, από Σητεία ανεβήκαμε στην Κάρπαθο και τα λοιπά, τέλος πάντων, πάμε σ’ ένα καταπληκτικό χωριό που λέγεται Όλυμπος, «η» Όλυμπος. Ένα ορεινό χωριό της Καρπάθου που μοιάζει πάρα πολύ με την Απείρανθο, πάρα πολύ. Αλλά είναι, μόνο γυναίκες υπάρχουν εκεί, δεν υπάρχουν άντρες, διότι έχουν φύγει όλοι για ναυτικοί. Όλοι ήταν ναυτικοί. Η γυναίκα δηλαδή έκανε τα πάντα. Οπότε υπήρχε και μία μητριαρχία, ούτως ή άλλως, διότι δεν υπήρχαν άντρες. Καθημερινές, οι γυναίκες, καθημερινές μέρες δηλαδή, ήταν ντυμένες με τη στολή την κανονική, δηλαδή αυτή που λέμε, που φοράνε στις εθνικές γιορτές και τα λοιπά, όλες οι γυναίκες ντυμένες έτσι. Μου είπες πριν ότι στη Σχοινούσα η κυρία τάδε ας πούμε, φορούσε 3-4 φουστάνια το ένα πάνω απ’ τ’ άλλο,  αυτές φορούσαν 14! Δηλαδή για να θες να τη γδύσεις δεν μπορούσες, θα σου τρωγε μία δύο ώρες! Απίστευτο πόσα φουστάνια και πως, τις μπότες τους, όλες έτσι. Και κάναν τις δουλειές τους έτσι.   Πάσχα όμως στην Όλυμπο, πάμε Μεγάλη Παρασκευή να ακούσουμε τα εγκώμια, να δω πώς είναι σε ένα τόσο ορεινό χωριό τα εγκώμια. Έχω πάει από νωρίς, έχω καθίσει στο στασίδι, στολισμένος ο Επιτάφιος στη μέση της εκκλησίας. Αρχίζονται και μαζεύονται γυναίκες, μαυροφορεμένες, όλες, νομίζω ότι το μαντήλι που φορούσαν ήταν άσπρο, δεν είμαι σίγουρος για το χρώμα του μαντηλιού, όλα μαύρα και το μαντήλι άσπρο, μπορεί να ήταν και μα- Άσπρο! Τώρα το θυμήθηκα ήταν κάτασπρο το μαντήλι.  Δυάδες μπροστά στον επιτάφιο. Να μαζεύονται, να μαζεύονται και βγαίνουν έξω στην αυλή της εκκλησίας, πρέπει να ήταν δηλαδή γύρω στις 40 γυναίκες που μαζευόταν έτσι δυάδες…   Τώρα τι θα γίνει εδώ πέρα…;  Ξεκινάει ο παπάς, έψελνε εκεί πέρα «ον παίδες ευλογείτε» και τα λοιπά, σε κάποια φάση πέφτει το πρώτο εγκώμιο,  «Η ζωή εν τάφω». Φεύγει η πρώτη γυναίκα, βγάζει απ’ τον κόρφο της μία ασπρόμαυρη φωτογραφία και την αφήνει πάνω στο στολισμένο Επιτάφιο. Και αρχίζει, κάνει έτσι το μαντήλι και το βγάζει απ’ τα μαλλιά και το αφήνει πάνω στον ώμο και προφέροντας ένα όνομα, που το πρώτο που άκουσα ήταν «Κωνσταντή»,  «Κωνσταντή!», να ξεμαλλιάζεται και να πετάει τα μαλλιά πάνω στον Επιτάφιο, «Κωνσταντήηη! Κώστα…» Συγκλονισμένος. Δεν ξέρω πόσο κράτησε, αυτό το συγκεκριμένο που έκανε. Ξέρω πως όλες οι γυναίκες κάνανε το ίδιο πράγμα μέχρι που να τελειώσουν τα εγκώμια. Και τι; Σου είπα ναυτικοί στην Όλυμπο, οι περισσότεροι ήταν χαμένοι, πνιγμένοι. Και βρήκανε την ευκαιρία, στο μεγαλύτερο θρήνο της Ορθοδοξίας, να θρηνήσουν μαζί με το Χριστό, το δικό τους τον άνθρωπο νομίζοντας ότι έτσι η ενέργεια θα πάει και θ’ ακουστεί πάνω και θα γίνει ένα… Αυτό ήτανε ό,τι πιο συγκλονιστικό έχω νιώσει εκτός Νάξου, σε τέτοια ιστορία. 

Ε.Μ.:

Έζησα λοιπόν και μεγάλωσα σε ένα χωριό, λένε πως είναι πολύ όμορφο και μάλλον είναι, είναι πέτρινο, όλο. Είναι από τα ελάχιστα χωριά που δεν μπαίνει αυτοκίνητο μέσα, παρκάρουν όλα έξω. Και δεν μ’ αρέσει μέσα στο χωριό, όσο ωραίο που να ‘ναι, να περνάει τ’ αυτοκίνητο μέσα από την πλατεία, να κάθεσαι εσύ να πίνεις τον καφέ σου να περνάει να σου αφήνει τη… Δεν είναι ωραία η άσφαλτος, δεν μου αρέσει μέσα στον τόπο. Αυτό το χωριό λοιπόν είναι πέτρινο όλο, χτισμένο με πέτρα. Τα καλντερίμια του ανηφορικά, βέβαια δύσκολα για έναν που ζορίζεται να ανεβαίνει τις σκάλες για να φτάσει στην κορυφή αλλά έχει την ομορφιά του. Μέσα σε αυτό το χωριό λοιπόν γεννήθηκα και μεγάλωσα και έχω ζήσει απίστευτες στιγμές. Το σπίτι το είχε φτιάξει ο παππούς μου από την αρχή και το άφησε προίκα στην κόρη του, τη μάνα μου. Η μάνα μου ήταν η Αννεζάρα, η Αννεζάρα  του Λαφαζάνη. Ο Λαφαζάνης ήταν ο πάππος ο Μιχάλης, ο φοβερός, ένας γίγαντας δύο μέτρα, γίγαντας. Καθόμαστε το βράδυ στην καμινάδα στο τζάκι να μας λέει ιστορίες, να μας ψήνει κυδώνια, κάστανα και να μας λέει ιστορίες. Συνήθως έβγαινε ηττημένος από τις ιστορίες και συνήθως απ’ τους Ιταλούς κατακτητές, έλεγε ιστορίες ότι έτρωγε γροθιές, ότι του φύγαν τα δόντια. «Πώς μπορεί αυτός ο γίγαντας…;», εγώ τώρα 7-8 χρόνων ν’ ακούω ότι ο πάππος, αυτός ο γίγαντας, έτρωγε γροθιές από τους Ιταλούς και δεν τους κατατρόπωνε… Μου είπε βέβαια μία ιστορία συγκλονιστική. Καταρχάς δεν πήγε ποτέ φαντάρος ούτε συμμετείχε σε κανένα πόλεμο. Αυτός ήταν, όταν περνούσαν από περιοδεύον, άκου τώρα να δεις, γιατί τότε περνούσανε στα 18 τους, μαζευότανε όλα τα αγόρια της περιοχής της Νάξου που ήτανε καμιά εκατοστή, ας πούμε, η ηλικία η συγκεκριμένη που θα πάει φαντάροι - γιατί δεν υπήρχαν φοιτητές, αναβολές και τα λοιπά, όλοι στα 18 έπρεπε να πάνε, μπορεί να ‘ταν και πιο πριν, δεν ξέρω, στα 17. Και τραβούσε ένα κλήρο κάποιος. Ένας κλήρος, εάν του έπεφτε -ο παππούς μου έλεγε, ο «πάππος», δεν το λένε «παππού», ο «πάππος»- ότι ήταν το «Α», «Και μου ‘πεσε εμένα το Α» και όποιος τραβούσε τον κλήρο του δίνανε χάρη, να μην πάει φαντάρος. Και τότε το να μην πας φαντάρος ήταν κάτι πολύ σπουδαίο, διότι ήταν εργατικό χέρι, όλη η οικογένεια περίμενε απ’ το αγόρι να δουλέψει, το 18άρη, να τρέφεται η οικογένεια. Και τότε πηγαίναν φαντάροι, δεν ήταν ένα και ενάμισι χρόνο που πάνε τώρα, πηγαίνανε τρία, πέντε και δέκα χρόνια άμα τύχει και σε πόλεμο, οπότε περιοδεύον, δεν πάει φαντάρος. Ανεβαίνει πάνω, τεχνίτης φοβερός, και το μαθαίνει ο διευθυντής που είχε το γκάζι στην Πειραιώς, που τότε ήταν η φάση που άνοιγε το εργοστάσιο με το γκάζι. Κι ήταν τόσο καλός τεχνίτης που τον κράτησε και τον έκανε αρχιμάστορα και τον συμπαθούσε και πολύ γιατί το όνομα του πατέρα του, λέει, το λέγαν Φραγκίσκο και ο παππούς μου ήταν Φραγκίσκος το επώνυμο και τον συμπάθησε και γι’ αυτό. Οπότε έκατσε. Και γίνονται οι επιστρατεύσεις των Βαλκανικών, του Πρώτου Παγκοσμίου και τα λοιπά, δυο-τρεις επιστρατεύσεις γίνανε και δεν πήγε σε καμία, γιατί λέει ο ίδιος ο διευθυντής του γκαζιού που τον είχε ανάγκη η Ελλάδα, είπε στον Βασιλιά: «Το Φραγκίσκο θέλω να τον κρατήσετε να μην πάει φαντάρος», στο Βασιλιά! Και δεν πήγε φαντάρος. Κατεβαίνει όμως, παντρεύεται, κατεβαίνει στο χωριό εκεί γύρω στο ‘16 και ζει τη φάση του μεγάλου Εμφυλίου του Βασιλιά με τα βενιζελικά που γινόταν τότε, με το Βενιζέλο, που ήρθαν να κατακτήσουνε τα νησιά οι βενιζελικοί, και η Απείρανθος δεν παραδιδόταν με τίποτα, μόνο η Απείρανθος, χωρίς να είναι βασιλικοί, δεν ξέραμε το λόγο, απλώς «όχι, δεν υποκύπτουμε, δεν υπογράφουμε ρε φίλε», έτσι με τσαμπουκά, «όποιοι και να ‘στε εμείς δεν υποκύπτουμε». Κι έγινε ένας χαμός π[00:10:00]άνω στην Ψάρη Πλάκα στην κορυφή του χωριού. Τους θερίσαν οι βενιζελικοί, σκοτώναν εν ψυχρώ. Σκοτώσανε 47 άτομα. Για σκέψου τώρα, σ’ ένα χωριό τα 47 άτομα ήταν πάρα πολλά. Και λέει, θυμάμαι λέει: «Είδα νεκρό τον κουνιάδο μου τον Βασίλη». Νιόπαντρος ο παππούς μου, τον αδερφό της γυναίκας του, τον Βασίλη. «Τον είδα κάτω» λέει, «να τρέχει το αίμα και ορμάω και τον παίρνω στην αγκαλιά μου» κι έρχεται ένας Κρητίκαρος 2 μέτρα με την ξιφολόγχη και μου λέει «Άσ’τον κάτω», λέει: «Τον περιμένει η μάνα του να τον μοιρολογήσει» του κάνω, τον κοίταξα λέει στα μάτια με τόσο μίσος και: «Τον περιμένει η μάνα του να τον μοιρολογήσει. Κι αρχίζω» λέει, «να τρέχω τα σκαλιά, να κατεβαίνω και ο Βασίλης ήταν» λέει «γίγαντας κι αυτός, 2 μέτρα, και νόμιζα ότι κρατάω πούπουλα κι έτρεχα» λέει «και πάω στο σπίτι και τον αφήνω πάνω σε ένα κρεβάτι. Το αίμα του άχνιζε κι έρχεται η μάνα του και τον βλέπει και λέει το φοβερό μοιρολόι την ώρα που τον είδε: "Από την άχνα που βγάλε το αίμα σου Βασίλη Κατακλυσμός να γεννηθεί και να πνιγούν οι σκύλοι” Από την άχνα να γίνει Κατακλυσμός… Τέλος πάντων. Αυτός ήταν ένας άνθρωπος που εγώ τον γνώρισα μετά τα 80 του, τον παππού μου, σκέψου, πέθανε 105. Πρόφθασε ένα χρόνο με τον Κανάρη, δηλαδή ζούσε ο Κανάρης όταν γεννήθηκε ο παππούς μου, για να καταλάβεις σε τί κατάσταση, ο Δαρβίνος ζούσε, τέτοια πράγματα. Λοιπόν οπότε είχε ένα σπιτάκι δίπλα στο δικό μας που ήταν το εργαστήριο του, έκανε, ήταν χρυσοχέρης, ό,τι έπιανε το έκανε τέλειο, παρότι ήταν μυλωνάς στο επάγγελμα, ήταν ο μόνος μύλος που είχε τότε το χωριό που ήταν ο περιβόητος μυλωνάς ο παππούς μου. Και πηγαίναν τα σιτάρια να τ’ αλέσει να πάρουν το αλεύρι, είχε κι ένα εργαστηριάκι, που έφτιαχνε μινιατούρες, ας πούμε, ανέμες, αλέτρια, τέτοια πράγματα, όλα που χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι σαν εργαλεία τα έκανε μινιατούρες και τα ‘παιρνε ο άλλος να τα κάνει δώρο στην Αθήνα σε κάποιον, ας πούμε. Είχε το εργαστήριο του που κοιμότανε κι εκεί μέσα, είχε ένα κρεβάτι και κοιμότανε. Όλες τις άλλες ώρες ερχόταν στο σπίτι και καθότανε με τις ιστορίες του και τα λοιπά. Ο γιος του, ο Γιάννης, ήταν ο φούρναρης του χωριού κι ερχότανε φορτωμένος με ξύλα, με μουλάρια, τα ξεφόρτωνε εκεί μπροστά στην αυλή, στο καμαράκι, έτσι το λέγαμε, για να τα σκίσει για να τα πάει στο φούρνο. Ερχόταν μαζί κι ο γιος του, ένας πρώτος μου ξάδερφος ο Γιώργης που τον βοηθούσε. Ο παππούς μου τότε ήταν 94-95, όταν γινόταν αυτή η φάση. Εγώ ας πούμε όταν ο παππούς μου ήταν 95, εγώ ήμουνα 10-12, εκεί, και κάθομαι και παρακολουθώ τη σκηνή, τον παππού μου που έχει ανοίξει τη δίφυλλη πόρτα, ήταν δίφυλλη το καμαράκι, και παρακολουθεί τον γιο του με τον εγγονό του να σκίζουνε τα ξύλα. «Ω ‘ιάννη, όχι εκεί! Ω ‘ιώργη, όχι εκεί τη σφήνα! Μωρέ τη μικρή! Όχι, πιο πάνω!», φυσικά τσαντιζότανε τώρα ο θείος μου όσο τον άκουγε, αλλά τον σεβότανε και δεν του έλεγε τίποτα του παππού. Αλλά εκείνος συνέχεια να κάνει παρατηρήσεις και τα λοιπά! Σε κάποια φάση θυμάμαι, δεν βλαστημούσε ποτέ, το τίποτα που έλεγε «γαμώ τη φέδα, γαπώ τη φέδα σου», το «μι» δεν το χρησιμοποιούσε πότε, έβαζε το «πι». Δηλαδή και «αγαπώ» μπορούσε να ‘ναι, το έκανε μία παράφραση. «Τη φέδα σου», η φέδα ήταν το σόι, η καταγωγή σου να το πούμε έτσι. Τίποτα αυτοί να μην βάζουνε μυαλό, να κάνουμε, σε κάποια φάση δεν αντέχει και γυρίζει και λέει: «Α, ρε και να ‘μουν 80 χρονών να τα σκίσω μοναχός μου!». Το πίστευε, το είπε, 80! Και νόμιζε ότι λέει 18, «Α, ρε να ήμουνα 18…», «80, θα τα κατάφερνα». Αυτός ήταν ο πάππος, ο οποίος είχε ένα εξοχικό, που λεγόταν μία περιοχή, ήταν ο Καρκός, που ήταν έξω από το χωριό. Ανατολικά, νοτιοανατολικά, στην Κορακιά εν πάση περιπτώσει, προς τον Άη-Γιάννη που βγαίνουμε απ’ το χωριό, είχε ένα σπιτάκι, πολύ ωραίο σπιτάκι και είχε τα ποτιστικά του που έβαζε τις πατάτες, τα κρεμμυδάκια, τις ντομάτες, ήτανε μια εκδρομή φοβερή, κάναμε δηλαδή μία ώρα να πάμε με τα πόδια από το χωριό, κι εγώ θυμάμαι την άνοιξη και το φθινόπωρο δηλαδή Μάη, Ιούνη και Σεπτέμβρη, τα Σάββατα μας που πήγαινα πάντα να τον βοηθάω. Ήταν μια μαγεία για μένα αυτό το πράγμα. Θυμάμαι ότι ήτανε καβάλα στο γάιδαρο ο παππούς, έβαζε τη μαγκούρα έτσι ανάμεσα στη μασχάλη, η μάνα να μας σταυρώνει, να μας δίνει και το φαΐ μας να το παίρνουμε μαζί, να μας σταυρώνει και τον έβλεπα και τον θαύμαζα! Αγέρωχος! Νόμιζα πως ήταν ο Δον Κιχώτης έτσι όπως τον έβλεπα. Μετά με τις βράκες ίδιος ο Ανδρέας Μιαούλης. Είχε ένα μούσι άσπρο, άσπρο μαλλί σγουρό, ας πούμε έτσι και τα λοιπά. Τι κάναμε τώρα; Πηγαίναμε στον Καρκό, εγώ νυσταγμένος γιατί ξυπνούσαμε 6:00 το πρωί τώρα, 6:00 το πρωί… Πήγαινα, είχε μία τεράστια συκαμιά, μουριά που καθόμουν από κάτω, μπροστά στο σπιτάκι, πέφταν τα συκάμινα, τα μούρα, πάνω μου, άσπρα ήτανε, δε λερώναν, εκεί που φυσούσε λίγο ο αέρας ερχόταν τα συκάμινα πάνω μου και έτρωγα όπως ήμουνα. Αλλά με παίρνει ο ύπνος. Αυτός τώρα τι κάνει. Ακούω σε κάποια φάση μία φασαρία και ξυπνάω και γυρίζω και είναι το μαγγανοπήγαδο το λέμε, έχει βάλει το μαγγανοπήγαδο σε λειτουργία δηλαδή να αντλεί νερό από το πηγάδι και την κίνηση στη φτερωτή να τη δίνει ο γάιδαρος. Αυτός ο φοβερός γάιδαρος που είχε και γύριζε γύρω γύρω, του μιλούσε, του μιλούσε κι αυτός γύριζε. Κι ανεβαίναν τα κουβαδάκια και χυνότανε σ’ ένα μεγάλο αγωγό που πήγαινε στη στέρνα, για να κάνει το πότισμα του. Σηκώνομαι, το παρακολουθώ έτσι με πολλή χαρά και ευχαρίστηση που είδα αυτό το πράγμα, ας πούμε, μου άρεσε πάρα πολύ και μου αναθέτει και μία δουλειά.  Μόλις γεμίσει η στέρνα, έχει ένα καλόγερο που λέγεται, ένα ξύλο που κλείνει την τρύπα για να πάει στα ποτιστικά το νερό, εγώ θα έπιανα με τα δυο μου χέρια τον καλόγερο, να τον βγάλω για να φύγει το νερό, θα τον κρατάω όμως ψηλά, όχι πολύ κοντά στην τρύπα, διότι έχει μεγάλη πίεση το νερό και θα τον ξανατραβήξει να το κλείσει, και να προσέχω πώς θα τον τραβήξω να μη χτυπήσω, γιατί θα βάλω πολλή δύναμη για να τον τραβήξω και μου είπε: «Από τη μέση και κάτω ο καλόγερος», αυτό το ξύλο, ήταν πιο κάτω από την επιφάνεια του νερού, έπρεπε να βάλω τα χέρια μου μέσα. Κάθομαι λοιπόν και περιμένω πότε θα ανοίξει ο παππούς τους διαδρόμους, για να πάει το νερό να ποτίσει και παρακολουθώ, σκύβω το κεφάλι μου και κρατάω με τα δυο μου χέρια τον καλόγερο. Και παρακολουθώ κι είναι μέσα βατραχάκια, γυρίνοι, κάτι παράξενα ζώα που πετάνε σαν ακρίδες μέσα μαύρα, «Ω ρε γαμώτο, τι ειν’ αυτό το πράγμα;», ένας καινούργιος κόσμος υδρόβιος ας πούμε και ξαφνικά ακούω: «Τράβα», ο παππούς. Και μου είπε: «Πρόσεχε! Πρόσεχε να μη χτυπήσεις». Βάζω δύναμη, τραβάω το κεφάλι μου πίσω να μη χτυπήσω, το τραβάω και άκουσα το «χρρρρ» του νερού, «χρρρ»...! Ο παππούς να ποτίζει, να πηγαίνει το νερό, να ποτίζει. Σε κάποια φάση- άρχισα όμως να παίζω, μου άρεσε πάρα πολύ όσο το πλησίαζα που μου τραβούσε η πίεση το… να μου το ξανακλείσει. Ανέβαζα, κατέβαζα... Σε κάποια φάση μου το κατεβάζει και σταματάει η ροή του νερού. «Ωχ» λέω, «ο παππούς τώρα» κι ακούω τη φωνή του θυμωμένη να μου λέει: «Γιατί; Γιατί το έκανες;» και το ξανατραβάω αλλά δεν πρόσεξα, το τράβηξα με πολύ δύναμη και μου έρχεται το κεφάλι πάνω στο μέτωπο μου, όπως έσκυβα με φοβερή δύναμη και πέφτω μέσα στη στέρνα. Εμένα με πιάνει πανικός ότι -είχα δει και ένα νερόφιδο, άκου τώρα, μέσα στη στέρνα, είχα δει κάτι σα νερόφιδο και πήγαινε- και με πιάνει ο πανικός ότι θα με φάνε τα ζώα μες στη στέρνα. Βάζω τα ουρλιαχτά, ο πάππος παρατάει το πότισμα κι έρχεται να με σώσει, με τραβάει, με βγάζει έξω αλλά έχει χυθεί η μισή στέρνα, ώσπου να βρούμε, είχε χαθεί κι ο καλόγερος, είχε χαθεί, ώσπου να το βρει να το βάλει… Θυμάμαι τον παππού, τον πάππο, να κοιτάζει την καταστροφή που έχει γίνει και να χτυπάει τα χέρια του τρεις φορές, δεν είπε [00:20:00]τίποτα άλλο, τρεις φορές πάνω στα γόνατα του, να κάνει αυτό το πράγμα. Εγώ να ξέρω ότι θ’ αρχίσει πάλι, όχι αυτός δεν με είχε μαλώσει ποτέ αλλά ξέρω ότι έχω κάνει μία μεγάλη καταστροφή, όλα έχουν πλημμυρίσει κι είμαι πάλι εγώ η αιτία επειδή δεν πρόσεξα. Βάζει το πουκάμισο του, μου σκουπίζει τα αίματα, έχει ανοίξει η μύτη μου πάρα πολύ, μου σκουπίζει τα αίματα, «Δεν σε νοιάζει παιδί μου, πήγαινε να ξεκουραστείς και να πλυθείς κι ώσπου να ‘ρθω να φάμε, θα τα ‘χω όλα έτοιμα πάλι». Κι ήρθε η ώρα του φαγητού, Έφη. Το φαγητό μας ήτανε δύο κονσέρβες σαρδέλα, η μία ήταν πάντα με πιπέρι μέσα, με πιπεριά για τον πάππο, εμένα χωρίς πιπέρι κι ελιές. Το ψωμί θυμάμαι, το μισό καρβέλι πάντα βουτούσε μέσα στο λαδάκι με τις ελιές και το τελευταίο ίχνος, την τελευταία σταγόνα λαδιού και το ποτήρι με το κρασί. Έπινε ένα το μεσημέρι, ένα το βράδυ, έλεγε ότι του δίνει υγεία το κόκκινο το κρασί.  Εγώ τότε, εκεί γύρω στα 12, πιστεύω ότι είναι το ελιξίριο του, αυτό που θα τον κάνει αθάνατο γιατί ποτέ μου δεν πίστευα ότι θα πεθάνει αυτός ο γίγαντας. Μόλις τελειώναμε το φαΐ, πήγαινε και ξάπλωνε πάνω στο κρεβάτι με τα ρούχα, έβγαζε τα παπούτσια κάτω κι έβγαζε και το φέσι, το φέσι ήταν πάντα που το φορούσαν οι γέροντες στο χωριό και φαινόταν το σγουρό το κάτασπρο μαλλί και κατέβαινε, ίδιος ο Μωυσής. Αλλά εγώ νόμιζα πραγματικά πως ήταν ο ίδιος ο Θεός, ο Θεός μου, ο πάππος για μένα ήταν ο Θεός μου.   Ο πάππος λοιπόν μας είχε χτίσει το σπίτι μόνος του, αυτό που μέναμε το σπίτι που είχε το μαγερειό που ‘ταν η είσοδος, το σαλόνι ας το πούμε, που ήταν πάντα μέσα η κρεβαταριά της μάνας, ο αργαλειός, ήταν η καμινάδα, το τζάκι, που από πάνω ήτανε όλα τα μπακιρένια του κόσμου που μπορείς να φανταστείς αραδιασμένα και πάντα φρεσκοτριμμένα να γυαλίζουνε, να τα βλέπεις. Εμείς, η καμινάδα ήτανε εστία κανονική που έμπαινες από κάτω κι ήταν σαν ξεχωριστό σπιτάκι με μία είσοδο, ήτανε ο παππούς κρατούσε, ο πάππος κρατούσε τη μία την αριστερή πλευρά και 2-3, άντε γιατί ήταν γίγαντας σου λέω, με τις βράκες του με τ’ αυτά του και τα δύο παιδιά -ο αδερφός μου δεν έχει γεννηθεί ακόμη όταν στο λέω- εγώ με την αδερφή μου και η μάνα στην δεξιά πλευρά. Ένα μικρό τραπεζάκι για να τρώμε όλοι μαζί, πολύ μικρό τραπέζι, με τα σκαμνάκια να καθόμαστε. Η μάνα πάντα τη θυμάμαι στον αργαλειό, στην κρεβαταριά, να μοιρολογάει και μου είχε κάνει εντύπωση, ποτέ δεν είχε πει ένα ένα τραγούδι κανονικό, όλο μοιρολόι και πάντα με μαύρα και μοιρολογούσε τώρα τη μάνα της, που είχε πεθάνει πολλά-πολλά χρόνια πριν. Κι όμως εκεί. Δώδεκα χρόνια η μάνα πεθαμένη , δεκατέσσερα ας πούμε, να την μοιρολογάει. Μετά ήταν η κρεβατοκάμαρα των γονιών, ένα μικρό δωματιάκι όπως πηγαίναμε και μετά ήταν η σάλα, το σαλόνι μας, αλλά που ήταν και η κρεβατοκάμαρα η δική μας. Ήτανε λοιπόν, Έφη μου, ένα παράθυρο που δίπλα του στο παράθυρο ήταν ένα μπαουλοντίβανο που ήτανε το δικό μου το κρεβάτι, κάθετα ήταν ένας καναπές, που εκεί κοιμόταν ο αδερφός μου από ένα σημείο και μετά, έχουμε διαφορά 7 χρόνια, μικρούλης δηλαδή όταν ήτανε κοιμόταν στον καναπέ, και απέναντι από μένα ήταν ένα ντιβάνι που ήταν της αδερφής μου. Σχημάτιζαν ένα πι τα τρία κρεβάτια που σου λέω, μπροστά μας ήταν μία τεράστια ξύλινη ντουλάπα και μια συρταριέρα δίπλα στην ντουλάπα, ένα τραπέζι μεγάλο -παίζουν ρόλο στην ιστορία που στα λέω-  ένα τραπέζι μεγάλο τετράγωνο, με τέσσερις μασίφ καρέκλες, έτσι να κάθονται, που ήταν και το γραφείο μας να διαβάζουμε και τα λοιπά. Το χειμώνα η ζεστασιά μας ήτανε εκεί που κοιμόμαστε ένα μαγκάλι που το ‘βαζε η μάνα μου κάτω απ’ το τραπέζι και πραγματικά απορώ και σήμερα, πώς δεν είχαμε δηλητηριαστεί, πώς δεν είχαμε πεθάνει από τις αναθυμιάσεις από το μαγκάλι, καμία προστασία, τίποτα. Δίπλα λοιπόν στο παράθυρο που ήμουνα, κρεμόταν ένα πανέμορφο υφαντό στόρι από τη μάνα μου ραμμένο. Το στόρι είχε 16 γωνίες που κατεβαίνανε, που στην άκρη τους είχε κρεμαστεί μία φούντα που είχε φτιάξει η μάνα μου και την είχε ράψει, όλα με το χέρι της μάνας. Πριν κοιμηθώ λοιπόν –συγγνώμη- μου άρεσε να κρατάω τη φούντα και να τη χαϊδεύω –τι αίσθηση! Και μ’ έπαιρνε ο ύπνος και με έπαιρνε… Σε κάποια φάση, στη φάση που ετοιμάζομαι να κοιμηθώ, δεν την κράτησα καλά τη φούντα, δεν την πρόσεξα, «τακ» και κόβεται η φούντα… Νιώθω μία απίστευτη αίσθηση, μία ηδονή καταπληκτική, έχω πάθει πλάκα, τί ήταν αυτό το «κλακ» και την κρατάω στο χέρι, δική μου η φούντα πλέον, όχι να έχω το χέρι μου να κρε… Σε δευτερόλεπτα έχω ξεριζώσει όλες τις φούντες και τις έχω βάλει, η αλήθεια είναι ότι τις έβαλα στην αγκαλιά και τις έσφιγγα και τις χάιδευα, δεν με ένοιαζε το τι θα γίνει εκείνη τη στιγμή μπροστά στην ηδονή αυτή που ένιωθα. Σε κάποια φάση καταλαβαίνω: «Ωχ, αν τις δει η μάνα έχω καταστραφεί…» Τις κρύβω κάτω από το μπαουλοντίβανο, από το στρώμα όπως ήτανε- θέλω να σου πω ότι το χειμώνα στο χωριό η μόνη μας ζεστασιά ήτανε το μαγκάλι που σου λέω μέσα και το τζάκι που άναβε μέσα στο μαγερειό. Δηλαδή για να πάμε στο σχολείο μας ξυπνούσε η μάνα πολύ πρωί που ήταν σκοτεινά το χειμώνα, νύχτα. Θυμάμαι ότι εκείνο που άκουγα πρώτα ήτανε το τζάκι, το κάψιμο των ξύλων και η μυρωδιά που ερχότανε, το καμένο. Όταν χιόνιζε, πέρα του ότι χόρταινα τον ύπνο και ένιωθα ότι έχω χορτάσει ύπνο όταν ήταν χιονισμένα γιατί δεν μπορούσαμε να πάμε στο σχολείο, άκουγα τον ήχο της νιφάδας που προσγειωνότανε πάνω στην κληματαριά μας απ’ έξω, στην κρεβατίνα και καταλάβαινα ότι χιονίζει και να φτερουγίζει η καρδιά! Άκουγα τα βήματα των ανθρώπων όπως πηγαίνανε και η προσοχή που κάνανε μαζί με μαγκουρίτσες και τα λοιπά, ότι πατούσαν πάνω σε χιόνι, άκουγες τη σόλα ότι, άκουγες το «τσχ, τσχ» οπότε ήτανε μεγάλη χαρά το ότι έχει χιονίσει και δεν θα πάμε σχολείο! Όταν όμως δεν χιόνιζε και μας σήκωνε αξημέρωτα η μάνα, ετοιμαζόμαστε, πίναμε το απαίσιο κατσικίσιο γάλα για να ετοιμαστούμε να πάμε στο σχολείο και τα λοιπά, αυτή να ετοιμάζει τις κατσίκες, τα πράγματα, να… Δεν είχε δει λοιπόν κι επειδή ήταν σκοτεινά και δεν άνοιγε- τα παντζούρια, τα παράθυρα στο χωριό είναι το τζαμιλίκι απέξω και το παντζούρι από μέσα, αν θέλεις δηλαδή να μπει φως χωρίς να μπει κρύο, άνοιγες το παντζούρι από μέσα και το τζαμιλίκι ήταν κλειστό. Αυτές τις μέρες λοιπόν, έκανα τη ζημιά Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή που μας ξύπνησε δεν είδε τις φούντες να λείπουνε διότι ήταν σκοτεινά και δεν πρόσεξε. Λέω: «ρε πούστη μου, λες να τη γλιτώσω;», ξέρεις. Έρχεται όμως το Σάββατο… Ξυπνάω και χουζουρεύω και σε κάποια φάση νιώθω τα χέρια της μάνας μου, να κάθεται από μένα να πάνε να τραβήξουνε το παντζούρι να τ’ ανοίξουνε… «Ωχ», το είχα ξεχάσει εγώ… «Ωχ τι έχει να γίνει…». Κι ακούω τη φράση: «Ω Μανώλη…» κι ακούω και το σούρσιμο της παντόφλας να βγαίνει, λέω: «Έρχεται το τέλος, δεν υπάρχει σωτηρία». Τινάζω λοιπόν ένα πήδημα όπως ήμουνα κι αρχίζω να γυρίζω γύρω-γύρω απ’ το τραπέζι και να με κυνηγάει αυτή με την παντόφλα στο χέρι, αριστερό, αριστερόχειρας, να με κυνηγάει γύρω απ’ το τραπέζι να μην μπορεί να με πιάσει. Ν’ ακούω κατάρες που βγαίνανε, όχι για μένα, για τον εαυτό της πάντα, «Καμοχείλη που να με δεις πεθαμένη», ξέρω ‘γω τέτοια πράγματα, «που να με φάει το κακό σπυρί», την ίδια, «που να με δεις να με πηγαίνουν οι τέσσερις», «κι ήντα ‘θελα να σε κάμω άχρηστε», να μου κάνει τέτοια πράγματα. Μου έβαζε για οδοφράγματα, να μην μπορώ, τις καρέκλες, εγώ να πηδάω από πάνω, μου πετούσε ό,τι έβρισκε πάνω μου, είδε κι απόειδε πως δεν με πιάνει, δεν θα ξεχάσω Έφη μου, κάθεται απογοητευμένη πάνω σε μία καρέκλα κι αρχίζει με λυγμούς να κλαίει, να κλαίει που ‘μαι παιδί της, η ατυχία της να μ’ έχει παιδί της και να κλαίει σαν να έγινε όμως η μεγαλύτερη καταστροφή του κόσμου που δεν θέλει να ζει άλλο για την καταστροφή που της έκανα. Έκατσα μετά και [00:30:00]σκεφτόμουνα: Εντάξει έκανα μία ζημιά αλλά δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, δηλαδή πόσο εύκολα θα μπορούσε να τις ξαναπάρει, 16 φουντίτσες, σε μισή ώρα θα τις είχε ξαναράψει πάνω στις γωνίες να τελειώνει αυτή η… Αυτό ήταν ο πόνος μου μεγάλος ότι με το ζόρι να νιώσω ενοχές, ενώ δεν είχα κάνει κάτι σπουδαίο.

Ε.Π.:

Να κάνω μια ερώτηση;

Ε.Μ.:

Ναι.

Ε.Π.:

Είπες ότι τότε δεν είχε γεννηθεί ο μικρός σου αδερφός, που έχετε 7 χρόνια διαφορά, οπότε τώρα εσύ μπορεί να ‘σουν ας πούμε 6..;

Ε.Μ.:

Στη συγκεκριμένη φάση; Όχι. Ήμουνα 11 σίγουρα. Έχει γεννηθεί ο αδερφός μου εδώ-

Ε.Π.:

-α έχει γεννηθεί-

Ε.Μ.:

-αφού σου είπα είναι και ο καναπές που κοιμόταν ο αδερφός όταν σου περιέγραφα-

Ε.Π.:

Ναι, ναι, ναι. Οπότε είσαι 11.

Ε.Μ.:

Ναι είμαι 11. Όταν σου είπα στο τζάκι τις θέσεις που παίρναμε δεν ήταν του αδερφού…

Ε.Π.:

Ναι, ναι.

Ε.Μ.:

…ήταν η αδερφή, εγώ και η μάνα γιατί ο πατέρας έλειπε. Ο πατέρας ήταν βοσκός. Οι βοσκοί ερχότανε από τον Πάνερμο με τα πόδια κι ερχότανε μία φορά το μήνα, μένανε δύο βράδια και ξαναφεύγανε την επομένη. Και στον πατέρα έχω κάνει πολλές ζημιές. Ο οποίος πατέρας πάντα με μάλωνε, γιατί είχε καταλάβει από πολύ νωρίς, ήμουνα ο πρωτότοκος όπως κι αυτός ήταν ο πρωτότοκος, και είχε καταλάβει από νωρίς ότι δυστυχώς δεν θα μπορέσω να κληρονομήσω και να ‘μαι ο διάδοχος που ονειρεύεται να συνεχίσω τη βοσκοσύνη, δεν το είχα. Κι αυτό τον θύμωνε πάρα πολύ και με μάλωνε με το παραμικρό. Αλλά του είχα κάνει όμως και φοβερές ζημιές. Ο καημενούλης, ήτανε… Ας πούμε μια φορά στο άρμεγμα, απ’ ό,τι θυμάμαι. Η μάνα μου ήταν ο βοηθός του αρμέγματος, βοηθός βοσκού, όλα τα έκανε η καημένη. Δηλαδή έμπαινε στη μάντρα, ο πατέρας μου καθότανε στην άκρη με τον αρμεγό ανάμεσα στα πόδια κι άρχισε να πιέζει τα στήθη της κατσίκας ή της προβατίνας και ν’ αδειάζει το γάλα μέσα στον αρμεγό. Άνοιγε τα πόδια του έτσι που να μην αφήνει διάδρομο για να φύγουνε, να φράζει τη μάντρα, η μάνα μου καθότανε στην άκρη κάπου στο βάθος της μάντρας, έσπρωχνε τα πρόβατα, τα ζώα προς τα μπροστά κι ο πατέρας μου σηκωνόταν ελάχιστα απ’ τη θέση του, τα ‘πιανε ένα-ένα και τα πήγαινε να τ’ αρμέξει. Όταν άδειαζε πολύ η μάντρα, η μάνα μου, έλεγε ο πατέρας μου: «Τη φυροτσούλα δώσε μου, το αυτό δώσε μου, την άλλη, τη...» και πήγαινε η μάνα μου τα ‘πιανε και του τα πήγαινε.  Σε κάποια φάση στα 12 μου, στα 11, στα 12, ανέλαβα εγώ αυτή τη συγκεκριμένη, τον συγκεκριμένο ρόλο, ένιωσα μία υπερηφάνεια, «Εγώ θα είμαι ο γυριστής!», αυτός που γύριζε τα πρόβατα, τα ζώα. Παρένθεση: η σχέση μου με τη βοσκοσύνη είναι ήταν πάρα πολύ κακή, δεν άντεχα να δω τον πατέρα μου ποτέ να σφάζει, πρόβατο, ήταν για μένα… Το ‘βαζα στα πόδια, έτρεχα. Αλλά μου έκανε εντύπωση, είχανε μία πάρα πολύ καλή σχέση με τα ζώα, τους μιλούσανε, τα ξέρανε ποια ήτανε, τα ξέραν με τα ονόματά τους όλα, περνούσε το κοπάδι 300 πρόβατα μπροστά στον πατέρα μου, χωρίς να τα μετράει καταλάβαινε αν λείπει ένα και ποιο λείπει. Φοβερά πράγματα. Κι όμως αλύπητα θα σφάζανε. Αλλά έτυχε να δω μία σκηνή, τον πατέρα μου να έχει σφάξει το ζώο, να κάθεται από πάνω του- έτσι με τα πόδια ανοιχτά και το μαχαίρι να στάζει αίμα, από πάνω του, και να του λέει: «Α έρημο, όντε σ’ έκαμε η μάνα σου η φυροτσούλα δεν εβύζαινες και σε τάιζα, ήτανε πρησμένα τα βυζά τζη και σε τάιζα με μπιμπερό. Κι όνταν ήσουν διβολόζουλο είχες χαθεί μέσα στο κοπάδι του Καραβασιλολιού και σε ‘βρηκα και σε έφερα πίσω. Κι η μάνα σου τα ίδια. Πριν σε κάμει την ήβρηκα κρεμασμένη στην αγριλιά απ’ τα κέρατα, στην αγριλιά των Τζανίνιδω και την ήσωσα». Λοιπόν αυτός ο επικήδειος που για μένα είναι ό,τι πιο συγκλονιστικό, ο άλλος που το σφάζει και να κάνει αυτό τον επικήδειο στο ζώο, φανέρωσε ένα κρυμμένο θησαυρό του πατέρα μου μέσα, που πίστευα ότι ήταν αδίστακτος. Και όμως η αγάπη έχει τη δική της γλώσσα και σου μιλάει, αυτό κατάλαβα. Ήρθε η ώρα λοιπόν να είμαι εγώ ο βοηθός βοσκού, να μπαίνω μες τη μάντρα και να πάω να αρμέξουμε, να αρμέξει ο πατέρας. Και να γίνει το τυροκομειό. Μήπως θέλεις να κάνουμε παύση; Και να το πω;

Ε.Π.:

Όχι, όχι, όχι.

Ε.Μ.:

Λοιπόν, πώς ξεκινούσε η διαδικασία του αρμέγματος. Ο πατέρας μου σηκωνόταν αξημέρωτα και πήγαινε πάνω στο βουνό να ρεβάρει τα πρόβατα, ρεβέρ, γαλλική λέξη και τα λοιπά, έχουμε εμείς είμαστε σ’ αυτά φοβεροί, λοιπόν τα έφερνε, τα οποία σταλιάζανε κάτω από τις ελιές και περιμένανε την ώρα, πότε θ’ αρμεχτούνε για να πάνε να ποτιστούνε και να ξανανέβουνε, να πάνε να φάνε στα βουνά. Δεν τα ταΐζαμε τότε τέτοια πράγματα, η τροφή τους ήτανε στα βουνά. Εγώ κοιμόμουνα λοιπόν στο μέσα δωμάτιο, είχαμε ένα σπιτάκι, το οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ, κρεμασμένο πάντα στο βορεινό παράθυρο ένα πτώμα ζώου, το οποίο δεν είχαμε ψυγείο και ηλεκτρικό και τέτοια ας πούμε, κι ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί ήταν αυτό. Το σφάζαμε, τη μία φορά τρώγαμε, το τρώγαμε βραστό, ήταν το αγαπημένο, τα εντόσθια την άλλη, κοκκινιστό την άλλη, με φασόλια την άλλη, μια αηδία, εγώ το σιχαινόμουνα, μύριζε όλο το σπίτι, πού να τολμήσεις όμως να πεις στον πατέρα τώρα ότι σου μυρίζει; «Σου προσφέρω ρε θυσία, το σπλάχνο μου και δεν τρως;». Κατάλαβες, και γινόταν ένας χαμός. Εμένα μου μύριζε από την πρώτη μέρα χαλασμένο το κρέας και περίμενα βοήθεια από την αδερφή μου να μου πει: «Ναι, ναι, μυρίζει». «Όχι, είναι μία χαρά!» να λέει. Μου ερχόταν να τη σκοτώσω. Κοιμόμουνα στο μέσα δωμάτιο, παιδάκια τώρα θέλαμε να κοιμηθούμε πολλές ώρες, αλλά ο πατέρας μου βιαζότανε να κάνει το άρμεγμα. Ερχότανε λοιπόν: «Ω Μανώλη μου, σήκω, σήκω δα παιδί μου γιατί εμεσημέριασε». Πού να ξυπνήσω τώρα εγώ…; Αυτός πηγαινοερχότανε, καφέδες από ‘δω, μιλούσε με τη μάνα μου, τη θυμάμαι τώρα να της λέει: «Ω Νεζούλα», όταν ένιωθε καλά την έλεγε «Αννεζούλα», «όσο πάει και πιο κάτω ην το γάλα των προβάτων», παραπονιόταν ότι λιγοστεύει το γάλα συνεχώς του αρμέγματος. Η μάνα μου: «Ρε σώπα δα, Ω Νικόλα μου, μάτι μη σε πιάσει, δυο αρμεές εμίζεις». Κι αρχίζει τις φωνές «Πού το δες ανοιχτομάτα, τσι δύο αρμεές..!» κι επειδή δεν ξαναλέει κουβέντα η μάνα μου εγώ νόμιζα ότι το κάνει για να μη με ξυπνήσει με τις φωνές, για να μη γίνει φασαρία, να με αφήσει ακόμα λίγο να κοιμηθώ. Αλλά το έκανε γιατί δεν άντεχε και αυτή τις φωνές του πατέρα μου και να έρχεται σε αντιπαράθεση με τον πατέρα, φώναζε πάρα πολύ, με το παραμικρό.   Εν πάση περιπτώσει, δεύτερο άνοιγμα της πόρτας: «Ω Μανώλη, σήκω!». Ούτε «να έχεις την ευχή μου» ούτε ευχές ούτε τίποτα. Λέω: «Έρχεται η ώρα»… Την τρίτη φορά μπαίνει με χριστοπαναγίες μέσα και τα λοιπά, ναι, σηκώνομαι, πάλι το γάλα, να το καπέλο που μου ‘χει η μάνα έτοιμο για να πάω στη μάντρα, ξεκινάμε, πρώτα βάζουμε τα ζα. Τις κατσίκες, τα λέμε «ζα» εμείς γιατί είναι τα πιο ατίθασα, τα πιο ανυπόμονα. Οπότε κάθομαι μέσα-μέσα στη μάντρα και αρχίζει το άρμεγμα, ωραία μυρωδιά, ξέρεις, τραγίλα που σου έρχεται και τα λοιπά ας πούμε, πιάνει ο πατέρας, αρχίζει.   Προς το παρόν πάνε όλα καλά, εγώ θέλω να του δείξω όμως ότι είμαι πολύ καλός γυριστής και προσπαθώ, αδέξια, να τα γυρίσω και όσο τελειώνουνε φτάνει σ’ ένα σημείο που πρέπει να βοηθήσω εγώ, λέγοντας μου: «πιασε εκείνη». Α, με ειρωνεύεται: «Όχι ετσά παιδί μου, μα τόσο άχρηστος είσαι; Δεν θωρείς, δεν μπορείς;», ένιωθα δηλαδή συνεχώς την ειρωνεία, ότι δεν μπορώ να τα καταφέρω. Σε κάποια φάση πάω να πιάσω, σηκώνεται ο πατέρας μου εντελώς από το κάθισμα, την πέτρα που κάθεται γιατί δεν μπορώ να το γυρίσω, εγώ πάω να το πιάσω αυτό που θέλει, το κατσίκι αλλά το κάνω αδέξια πολύ και κάνω φασαρία. Τα ζα πολύ εύκολα αναστατώνονται με τη φασαρία και βλέπουν την είσοδο ανοιχτή της μάντρας κι [00:40:00]αρχίζουνε να τρέχουν προς την είσοδο και να φεύγουνε μέσα απ’ τη μάντρα… Ο πατέρας μου κρατάει θυμάμαι την τραγιάσκα, έχει πιάσει το ζώο και κρατάει την τραγιάσκα, και αρχίζει τις χριστοπαναγίες… Τα ζα φοβούνται ακόμα περισσότερο με τις φωνές του και το ρίχνουν κάτω, όπως φεύγουνε, αυτός παραπατούσε με το ζώο, φασαρία, σκόνη! Και ρίχνουν και τον αρμεγό… Και χύνεται το γάλα…  Δεν θα ξεχάσω λοιπόν τη σκηνή, να έχει πέσει ο πατέρας μου, να σηκώνεται, να κρατάει ακόμα το καημένο το ζώο από το ένα πόδι, να πιάνει την τραγιάσκα, να τη χτυπάει πάνω στο πόδι του να την ξεσκονίσει, να τη βάζει, καταλαβαίνει τι έχει γίνει και αφήνει το ζώο, πιάνει το ραβδί του και σηκώνεται. Κι αρχίζει να πηγαίνει προς το σπιτάκι. Και πρέπει να περάσει από δίπλα μου τώρα, εγώ είμαι όρθιος και λέω: «Ωχ τι έχω κάνει, ωχ τι έχω κάνει» και περνάει δίπλα μου. Δεν μου έχει αγγίξει ποτέ, δεν μ’ έχει βαρέσει ο πατέρας μου, δεν έχω φάει ξύλο -διότι παλιά βαρούσανε οι γονείς- αλλά έχω κάνει τόσο μεγάλη ζημιά που πραγματικά φοβάμαι, ξέρω ότι μπορεί και… Τώρα! Μονολογεί, φεύγει δίπλα μου και μονολογεί δυνατά όμως για ν’ ακούω: «Ω που να ‘θελε να μη σε κάνω παιδί μου, που να έχει ανάθεμα που σ’ έσπερνε, μα ίντα αχρηστεμός του παιδιού ήτον αυτός, που να ‘θελε να μη σε κάμω παιδί μου!». Αυτό.

Ε.Π.:

Να ρωτήσω κάτι, η μάντρα που λέμε ήτανε προς τον Πάνερμο; Δηλαδή πήγαινες εσύ να βοηθήσεις τον πατέρα όταν πήγαινε και βοσκούσε στον Πάνερμο ή ήτανε έξω απ’ το χωριό, απ’ την Απείρανθο;

Ε.Μ.:

Εμείς είμαστε στον Κλειδό και στον Πάνερμο, μία στον Πάνερμο, μία στον Κλειδό, πάρα πολύ κοντινά μέρη, το ξέρεις ας πούμε. Η συγκεκριμένη ιστορία είναι στον Κλειδό, η μάντρα του Κλειδού που είχαμε.

Ε.Π.:

Μπορώ να ρωτήσω μερικές διευκρινήσεις για μερικές λέξεις;

Ε.Μ.:

Ναι.

Ε.Π.:

Που μπορεί να τις ξέρω αλλά να μην τις ξέρουνε οι υπόλοιποι… Όταν λέμε «σταλιάζουνε» εννοούμε «ξεκουράζονται».

Ε.Μ.:

Σταλιάζουν, ξεκουράζονται…; Δεν είναι ακριβώς ξεκουράζονται. Κάθονται και περιμένουν στωικά πότε θα σηκωθούνε να κάνουν τη…

Ε.Π.:

Ωραία, ωραία. Και θέλω να ρωτήσω και κάτι άλλο. Η «φυροτσούλα» ή μάλλον «φυροτσού(ρ)α»…

Ε.Μ.:

Τσούλα λέγαμε αυτήν, κάποιας που της είχαν κοπεί τ’ αυτιά. Το «φυρός» είναι το, ξέρεις τι είναι το φυρό…

Ε.Π.:

Το χρώμα.

Ε.Μ.:

…Το χρώμα, ναι. Ανάλογα τα χρώματά… Το «ψαροχελιά», «χελιά» είναι στη μασχάλη να είναι ξέρω ‘γω ψαρή, άσπρη ενώ η υπόλοιπη να είναι… Βγάζανε ονόματα τα ζώα. Κι είχαν και τη σφραγίδα, κάθε βοσκός τα σφράγιζε πάνω στο αυτί, για να μην τολμήσει ο άλλος να πει ότι είναι δικό του, είχαν ένα σηματάκι ας πούμε ο καθένας, έγραψε ένα γράμμα, ένα αστεράκι, κάτι.

Ε.Π.:

Οπότε το «φυροτσούλα» και το «ψαροχελιά» είναι…

Ε.Μ.:

Είναι ονόματα. Το άλλο, «μαυρασταράτη», μαύρο αστέρι στο μέτωπο, μαυρασταράτη.

Ε.Π.:

Και το «διβολόζουλο»;

Ε.Μ.:

Διβολόζουλο είναι αυτό που λέμε το ζυγούρι, το δίχρονο.

Ε.Π.:

Α, το δίχρονο.

Ε.Μ.:

Που ακόμα να ενηλικιωθεί, ακόμα να γεννήσει, λίγο πριν γεννήσει, εκεί είναι.

Ε.Π.:

Τέλεια. Αυτά ήθελα να ρωτήσω για τη βοσκοσύνη.

Ε.Μ.:

Πού να δεις το τυροκομείο… τι γίνεται μετά.

Ε.Π.:

Τί γίνεται μετά;

Ε.Μ.:

Θα ‘θελες να μάθεις για το τυροκομείο πώς γίνεται;

Ε.Π.:

Σίγουρα.

Ε.Μ.:

Ο πατέρας μου, τον πατέρα μου τον λέγανε «ο επιστήμων βοσκός». Ενώ είχε τελειώσει πέμπτη δημοτικού ήταν πάρα πολύ μορφωμένος, διάβαζε τα πάντα. Από κουτσομπολίστικα περιοδικά μέχρι πολιτικό τύπο. Τί θυμάμαι τώρα εγώ, θυμάμαι να με στέλνει να του αγοράζω από το μπακάλη τότε του χωριού εφημερίδες και δεν λέω εφημερίδα, λέω εφημερίδες, γιατί τί έκανε ο μπακάλης; Έκοβε τα κουπόνια, τα οποία τα επέστρεφε και έπαιρνε τα χρήματα του πίσω, και τις υπόλοιπες εφημερίδες που μένανε μας τις πουλούσε με το κιλό! Εγώ θυμάμαι και πήγαινα «20 κιλά εφημερίδες», και ο μπαμπάς μου έπαιρνε τις παλιές εφημερίδες, επειδή ερχόταν μία φορά το μήνα, τις έπαιρνε και διάβαζε τις παλιές εφημερίδες, διότι γι’ αυτόν ήταν νέα, τί να κάνουμε ας πούμε; Και τις χώριζε ημερολογιακά και ξεκινούσε από τις πολύ παλιές κι έφθανε στις τελευταίες κι έτσι περνούσε ο μήνας μέχρι να ξανάρθει στο χωριό να ενημερωθεί. Το κρεβάτι λοιπόν που κοιμότανε, που ήταν διπλό το κρεβάτι του, δεν χωρούσε τίποτα, να κοιμηθεί ούτε ο ίδιος, ήταν γεμάτο με περιοδικά και εφημερίδες ατάκτως ερριμμένα πάνω ας πούμε, ένας χαμός. Γύριζε και έλυνε,  ήταν και φανατικός λύτης σταυρολέξων, του άρεσε πάρα πολύ. Μ’ αρέσει ότι έπιανε και το «για δυνατούς λύτες» από το «Τεστ», τα γυαλιά του ήταν φτιαγμένα με κάτι σύρματα, ήταν πάντα χαλασμένα ας πούμε και κρεμότανε και τα φορούσε έτσι, το τσιγάρο στο στόμα, κρατάει το «Τεστ» και το στυλό. Το τσιγάρο πάντα έκανε, θυμάμαι την καμπύλη της στάχτης έτοιμη να πέσει και ευτυχώς δεν μιλούσε, έγραφε αλλά εάν του έλεγες μία κουβέντα δεν το σκεφτότανε κι έκανε έτσι κι έπεφτε η στάχτη πάνω του. Δεν τον ένοιαζε. Τσαπατσούλης ο πατέρας μου, πολύ μεγάλος τσαπατσούλης. Λοιπόν εκεί κοντά θα τον έπαιρνε κι ο ύπνος. Έχει τελειώσει το άρμεγμα έτσι; Αυτό είναι τώρα μετά το άρμεγμα. Θυμάμαι ότι γύριζε λίγο πλάγια τα πόδια, δεν έβγαζε τα παπούτσια και τα είχε δήθεν ότι είναι έξω απ’ το κρεβάτι, να μην τον δει η μάνα μου, «μα τα έχω έξω», ξέρω ‘γω, έβαζε την τραγιάσκα και σκέπαζε από το φως, συνέχισε να κρατάει τα γυαλιά του και άρχιζε το ροχαλητό, αυτό ήταν δηλαδή, με ανοιχτό το στόμα να ροχαλίζει, οι μύγες να περνάνε δίπλα, εγώ να φοβάμαι ότι θα μπουν οι μύγες μες στο στόμα του, ένα τέτοιο πράγμα. Εν πάση περιπτώσει ήταν έτοιμο το φαΐ μετά, σηκωνότανε, περίμενε πότε θα ‘ναι το φαΐ, τρώγαμε και έπαιρνε μετά, μετά το τέλος, έπαιρνε ένα κουτάκι και πήγαινε στο τυροκομείο. Μέσα στο κουτάκι ήταν η πυθιά, θα σου πω μετά τι είναι η «πυθιά», και πήγαινε μέσα. Εγώ νόμιζα ότι εκεί, μετά γίνεται δρυΐδης, μάγος, γιατί πώς γίνεται το γάλα μέσα στο καζάνι να το κάνει τυρί; Εν τω μεταξύ δεν άφηνε κανέναν να μπαίνει μες το τυροκομείο του, γιατί έλεγε ότι μία ξένη αύρα μπορεί να κάνει πάρα πολύ κακό στην πήξη του γάλακτος και δεν άφηνε κανένα. Εμένα μ’ άφησε μετά, με πολύ ζόρι αλλά θα σου πω πώς τον θυμάμαι να ετοιμάζεται να μπει στο τυροκομείο.  Έχουμε φάει και κάθεται στο πεζουλάκι έξω στη βεραντίτσα στον Κλειδό. Κρατάει στο ‘να χέρι τον αναπτήρα και στο άλλο χέρι το τσιγάρο σβηστό και περιμένει τον καφέ της μάνας, να το φέρει για ν’ ανάψει το τσιγάρο, για να ετοιμαστεί να μπει. Δύο τσιγάρα πάντα πριν μπει στο τυροκομείο, τον έφερνε η μάνα σε αυτό το χοντρό φλιτζανάκι του καφενείου το άσπρο, ας πούμε, πάντα έτσι, του το άφηνε εκεί στο πεζουλάκι, όταν έλειπε η μάνα τον καφέ τον έκανε μόνος του. Τί έκανε όμως, έμπαινε στο δωματιάκι, γύριζε τη στρόφιγγα του γκαζιού στο τέρμα και μετά σηκωνότανε και με αργές, αργές κινήσεις έψαχνε να βρει ή στην τσέπη του αναπτήρα ή κάπου και τα λοιπά… Δεν είχε ανατιναχτεί ποτέ στη ζωή του! Αλλά σκέψου όμως! Εν πάση περιπτώσει. Με βάζει μέσα. Καταφέρνω και μπαίνω μέσα στο τυροκομείο, μυσταγωγία. Παίρνει το καζάνι που έχει ρίξει την πυθιά, το βάζει, έχει ανάψει το τζάκι, την καμινάδα, βάζει το καζάνι πάνω στον πυρόμαχο, το αφήνει λίγο να ζεσταθεί, γιατί πρέπει να ζεσταθεί λίγο, το ξανακατεβάζει, πιάνει τον ταραχτή και αρχίζει και διασπά το μείγμα. Γίνεται κομμάτια λοιπόν αυτό που έχει πήξει και μετά με τις χούφτες το μεταφέρει στα τρεβόλια, τα τρεβόλια είναι τα δοχεία από καλάμι που είναι φτιαγμένα, που μπαίνει μέσα για να γίνει το τυρί και να πάρει το σχήμα. Αυτά είναι πάνω στον τυρόσκαμο αραδιασμένα, ο τυρόσκαμος είναι ένα πλατύ ξύλο που βάζεις πάνω τα τρεβόλια κι έχει ένα αυλάκι γύρω-γύρω για να χύνεται το νερό που περισσεύει, που στραγγίζει, «τσίρο» το λέμε το νερό αυτό, και πήγαινε σ’ ένα κουβά κάτω. Θυμάμαι μία φάση ότι, ήταν και λίγο σκοτεινά, άκουγες μόνο τον ήχο από τη ροή του τσίρου από τα αυλάκια στον κουβά, σα να ψιλοβρέχει δηλαδή κι είναι από την υδρορροή που κατεβαίνει ας πούμε, αυτό το πράγμα. Αλλά ο πατέρας μου τραγουδούσε κιόλας και μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση διότι έλεγε τραγούδια με σιγανή φωνή που δεν πίστευα ότι τα ‘ξερε, τραγούδια καταπληκτικά. Τραγουδούσε ας πούμε νέο [00:50:00]κύμα, ο πατέρας μου! Τραγουδούσε του Πουλόπουλου κάτι τραγούδια, πω, πω, πω! Και καθόλου Καζαντζίδη. Στο λέω δηλαδή ότι οι πιο πολλοί εκεί ‘ξεραν μόνο Καζαντζίδη, ο πατέρας μου δεν το ήξερε καν! Λοιπόν, και σε κάποια φάση πιάνει με τη χούφτα του ένα κομμάτι και μου το δίνει και μου κάνει: «Ετούτο Μανώλη μου είναι το αρσενικό τυρί. Και για να γίνει, χωρίς πυθιά δεν γίνεται. Πρέπει να σφάξω ένα μικρό πριν σαραντίσει, αρνί ή κατσίκι, να πάρω το μουλί» -μουλί είναι το στομαχάκι του- «και να βάλω από το γάλα της μάνας του μέσα να το γεμίσω, να το δέσω, να το βάλω στο κουτάκι και να ρίξω πάνω αλάτσι» -το αλάτι. «Και σε 2-3 μήνες έχει γίνει η πυθιά. Αυτό με λίγο να στάξει μέσα στο χαρανί -το καζάνι- θα πήξει όλο το γάλα». Ήτανε η φυσική πυτιά κι όχι οι τεχνικές που πάνε τώρα κι αγοράζουν. Στη συνέχεια τώρα μόλις τελειώνει με το τυρί, βάζει το καζάνι όλο πάνω στη φωτιά, ρίχνει το υπόλοιπο γάλα και πιάνει τώρα αργά-αργά με το μουντί που λέμε, αυτό το ξύλο που τα γυρίζεις και το ανακατεύεις, εκεί μου τραγουδούσε, εκεί μου τα έλεγε όλα γιατί κράτησε πολύ. Αυτό ήτανε το ανθότυρο και η μυζήθρα θα γινότανε από το υπόλειμμα, από το τυρί. Αυτή ήταν η μυσταγωγία του τυροκομείου που είχα παρακολουθήσει. 

Ε.Μ.:

Πώς γινόταν η μετακόμιση τώρα από το χωριό στον Κλειδό. Είναι πολύ σπουδαίο, εμείς περιμέναμε τώρα πώς και πώς να κλείσουν τα σχολεία και να φύγουμε να πάμε στο… Μέναμε τρεις μήνες, γυρίζαμε τέλος του Αυγούστου, φεύγαμε Ιούνη και γυρίζαμε τέλος του Αυγούστου, γυρίζαμε άλλοι άνθρωποι, γυρίζαμε με μακριά μαλλιά, γυρίζαμε, τότε είμαστε πάνω στην ανάπτυξη μας, γυρίζαμε πιο ψηλοί, δεν μας γνωρίζανε οι συμμαθητές μας, τέτοια πράγματα, πηγαίναμε δηλαδή σε άλλο κόσμο. Ερχόμαστε από άλλο κόσμο, πηγαίναμε σε άλλο κόσμο, ήταν φοβερό. Αλλά πώς πηγαίναμε.  Το λεωφορειάκι που κλείναμε από το πρωί για να μας πάρει να μας πάει, ήταν το λεωφορείο του Τζιγκογιώργη, έτσι τον λέγανε, μικρό, δηλαδή χωρούσαν μέσα 20 άτομα. Δεν έμπαιναν όμως άλλοι, ήταν πριβέ για μας. Ερχόταν κι ο μπαμπάς από την προηγούμενη να μας βοηθήσει γιατί ήταν πολλά τα πράγματα που θα παίρναμε, γιατί πριβέ; 7:00 η ώρα το πρωί έφευγε κι έπρεπε εμείς από τις 5:00 να ετοιμαζόμαστε και να πάμε, στην Παναγία για να πάρουμε το λεωφορείο. Ήταν τρία καφάσια που είχε τις κότες μέσα, ήταν σκεπασμένα από πάνω με σεντόνια, δύο γουρούνια μεγάλα, δύο κατσίκες με τα κατσικάκια τους, ντιβάνια, ράντζα, παπλώματα, στρώματα, κατσαρόλες, τσουμπλέκια, ε πού να μπει άλλος άνθρωπος μέσα! Τί κάνανε τώρα, τα καφάσια και τα στρώματα τα φορτώνανε πάνω στην οροφή του λεωφορείου, τους χοίρους τους βάζανε σε κάτι πλάγια, που είχανε κάτι θήκες τα λεωφορεία και τους σπρώχναν και τους κλείνανε μέσα, «μπακ», έτσι συρταρωτά, και οι κατσίκες με τα κατσικάκια ήταν μέσα στην καμπίνα του λεωφορείου μαζί μας. Ξεκινούσε το λεωφορείο 7:00 το πρωί, ήταν χωματόδρομος όλο και ο οδηγός αυτός ο συγκεκριμένος οδηγούσε πάρα πολύ αργά, τρομερά! Εμείς λοιπόν σπαζόμασταν, τα παιδιά, που τόσο αργά, πότε θα πάμε για μπάνιο, να κάνουμε το πρώτο μας μπάνιο, να δούμε τους φίλους μας απ’ την Αθήνα που έχουν έρθει, που τους περιμέναμε να τους βλέπουμε κάθε χρόνο, κατάλαβες; Όλο αυτό. Θυμάμαι τώρα τον Τσιγκογιώργη- Α! Μας κάνει οτοστόπ κι ένας άλλος βρακοφόρος μαζί, να τον πάρουμε μαζί, ξάδερφος του παππού μου, ο Μπουρμπουτζής, είχαμε μαζί και τον πάππο, ο οποίος είναι της μάνας ο πατέρας, με τους τόπους αυτούς, τον Κλειδό και τον Πάνερμο δεν έχει σχέση, δεν του αρέσει, ζεσταίνεται πάρα πολύ και είναι ντυμένος με τη βράκα του, με τα πουκάμισα του, με τα φέσια του, με τα μάλλινα, δεν μπορεί να τ’ αλλάξει αυτά και πεθαίνει από τη ζέστη. Έρχεται κι ο Μπουρμπουτζής και κάθονται, αρχίζουνε τη συζήτηση, συζητούσαν, ο πατέρας μου θυμάμαι με το τσιγάρο συνέχεια να ανάβει…  Όταν φύγαμε από τη Μουτσούνα πηγαίνοντας προς τον Κλειδό σε κάποια φάση το λεωφορειάκι αλλάζει δρόμο και ανεβαίνει εκτός του κυρίου δρόμου καμιά εκατοστή μέτρα δεξιά, κατεβαίνει ο οδηγός, αρχίζει να σφυρίζει βοσκίστικα, μαζεύονται κάτι προβατίνες, τις μαντρίζει κι αρχίζει να τις αρμέγει. Τελειώνει το άρμεγμα, ξεκινάμε πάλι κανονικά να πάμε στον τόπο μας. Δηλαδή σουρεάλ εντελώς η κατάσταση! Περνούσαμε, εν τω μεταξύ τότε υπήρχαν και ξυλόπορτες, οι ξυλόπορτες ήτανε σ’ όλο το χωματόδρομο από τη Μουτσούνα και μετά, φράζανε οι βοσκοί τον τόπο για να μην περνάνε τα πρόβατα του ενός στο μέρος του άλλου μέσω του δρόμου αλλά έπρεπε όποιος ανοίξει και περάσει, οδηγός, να τις ξανακλείσει πάλι, άγραφος νόμος. Και κατέβαινε ο πατέρας μου να το κάνει αυτό για να πάμε πιο γρήγορα. Του ‘βγαζε την Παναγία να τη λύσει, δεν ήταν άξιος να λύσει την ξυλόπορτα, δηλαδή τον κόμπο που έχει δεθεί και να βλαστημάει, ήξερε εν τω μεταξύ και ποιος είναι ο κάθε βοσκός κι άρχιζε να βλαστημάει τον συγκεκριμένο, «είναι του τάδε», «είναι του τάδε» και μετά δεν τις έδενε, έριχνε απλά τα σχοινιά από πάνω και φεύγαμε, δεν μπορούσε δηλαδή, ήταν να σου λέω πολύ τσαπατσούλης. Και φτάναμε λοιπόν –Α, έχει ένα μπιτόνι τώρα ο Τζιγκογιώργης πάνω στη μηχανή, που έτσι όπως το βλέπω, άσπρο, πεντάκιλο, λέω το ‘χει για να ρίχνει στη μηχανή όταν ζεσταίνεται, άνοιγε το καπό της μηχανής κι έριχνε μέσα νερό και τα λοιπά. Η ζέστη από ένα σημείο και μετά, είχε φθάσει 10:00, 11:00 η ώρα, από τις 7:00 το πρωί τώρα, και φτάναμε 12:00 η ώρα, 5 ώρες ταξίδι για να φτάσουμε στον Κλειδό, αλήθεια τώρα, έτσι; Λοιπόν οι δύο γέροντες έχουν κατά ιδρώσει με τις βράκες τους και γυρίζει τώρα ο καημένος ο Μπουρμπουτζής και κάνει του οδηγού: «Ιώργη, μα το νερό στη μηχανή πίνεται;», «Πίνεται μα θα ‘ναι λιγουλάκι ζεστό γέρο-Ματθαίο». Τί λιγουλάκι, τί ζεστό, πρέπει να έκαιγε, πρέπει να έβραζε με τον ήλιο να βαράει πάνω εκεί, πάνω στα… Δεν θα ξεχάσω, το πιάνει ο Μπουρμπουτζής, το βάζει στο… κι άκουγα το «κλου, κλου,κλου» που το κατέβαζε και στο τέλος θυμάμαι το «Αααααχ!». Πού να το ξεχάσεις αυτό το πράγμα; Φτάνουμε, πρόσεξε, ξεκινάμε να πάμε στην παραλία με το που φτάνουμε αλλά γιατί πάμε στην παραλία; Με δύο μπετόνια άδεια ο καθένας, εγώ κι η αδερφή μου, να τα γεμίσουμε και να τα ανεβάσουμε για να πλύνει η μάνα, για να μαγειρέψει, για να κάνει τα πάντα, να ταΐσει, να ποτίσει τα γουρούνια, εμείς θα κατεβαίναμε και ούτε «γεια» δεν θα μπορούσαμε να πούμε στους φίλους μας, όχι να κάνουμε μπάνιο και να ξαναγίνει, απόσταση τώρα συζητάμε 300 μέτρα το λιμάνι, η παραλία και ανηφόρα, ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Ποτέ δεν πήγαμε με άδεια χέρια στην παραλία, πάντα κουβαλούσαμε. Εκεί ένιωθα σαν το Σίσυφο, ότι χωρίς το μπιτόνι σου δεν πας πουθενά, το κουβαλάς παντού, το ξαναγεμίζεις, το ξαναρίχνεις, Σίσυφος, πάντα. Αλλά η μάνα τραβούσε το μεγάλο ζόρι, η αλήθεια να λέγεται, οπότε έπρεπε να τη βοηθάμε. Πες μου ό,τι θες.

Ε.Π.:

Το νερό που γεμίζατε στα μπιτόνια είχε πηγάδι και μαζεύατε..;

Ε.Μ.:

Είχε πηγάδι στην παραλία.

Ε.Π.:

…πηγάδι στην παραλία. Θέλεις να μας πεις μία ιστορία για τη μητέρα;

Ε.Μ.:

Θα σου πω για τη μητέρα. Σου είπα για τις φούντες ε; 

Ε.Π.:

Ναι!

Ε.Μ.:

Εκεί λοιπόν, την έχεις διαβάσει αυτή την ιστορία αλλά θα την πω, στη σάλα μας, εκεί που κοιμόμαστε, δίπλα στην ντουλάπα ήταν η συρταριέρα, όπως στο έχω περιγράψει, και πάνω στη συρταριέρα έμελλε να μπει η πρώτη τηλεόραση που ήρθε στο χωριό. Πώς τώρα εμείς φτωχοί να έχουμε τηλεόραση; Ένας θείος, στρατηγός εν αποστρατεία και τα λοιπά που ήταν και πρόεδρος του ΟΠΑΠ, μέσω της ιδιότητας αυτής, μας την έκανε δώρο. Φοβερό πράγμα, τηλεόραση! 1971-72 τηλεόραση στο χωριό, ασπρόμαυρη βέβαια, άντε να πιάσεις τα κανάλια, άντε να ανεβαίνεις στην κεραία, «ναι, εκεί, όχι εκεί, γύρισε πιο δεξιά την κεραία», ένας χαμός, ο τεχνίτης ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου, ο τεχνίτης που έφτιαχνε τη- ο οποίος ήταν ένας φασίστας εκ των υστέρων, μάθαμε και τα λοιπά, ναι, κανονικός φασίστας- αλλά ήτανε τόσο καλός που ήταν αυτός που θα μας [01:00:00]έπιανε τα κανάλια ας πούμε. Και τί γινόταν τώρα, άντε να δούμε εμείς κανένα παιδικό που είχε, εκπαιδευτική τηλεόραση, κάτι τέτοια είχε, εντάξει. Το βράδυ μαζευότανε όλοι, όλες οι γειτόνισσες για να δούνε δύο σειρές που παιζότανε, η μία σειρά ήτανε «ο Άγνωστος Πόλεμος», του Φώσκολου παρακαλώ, ήταν η πρώτη αυτή που ξεκίνησε ο Φώσκολος, και «Οι Έμποροι των Εθνών» του Παπαδιαμάντη. Δύο σειρές που παιζόταν σε επεισόδια αργά το βράδυ, και γινόταν ο χαμός, όλες οι γειτόνισσες, και πιο μακριά από γειτονιά, μαζευότανε μέσα στη σάλα, να δούνε τη σειρά. Το ένα ήτανε κατοχικό, στην περίοδο της κατοχής διαδραματιζότανε με τους Γερμανούς κατακτητές και τα λοιπά, γινότανε πόλεμος, σκοτωμοί, φασαρίες. Πώς καθόταν όμως οι γειτόνισσες; Ερχότανε καμιά εικοσαριά να δούνε τη… Δεν ήτανε, τέσσερις καρέκλες είχαμε όλες και όλες, οι υπόλοιπες πού θα καθίσουνε; Τα κρεβάτια μας λοιπόν ήταν το κάθισμα για τις γειτόνισσες. Εμένα χωρούσαν πέντε, δύο στο εκεί που είναι τα πόδια, άλλες δύο πλάγια και η μία ακριβώς καθότανε η μισή πάνω στο μαξιλάρι μου, αυτό δεν θα το ξεχάσω, δεν μπορούσα να γυρίσω, ένιωθα την αριστερή της πλευρά όλη ν’ ακουμπάει πάνω στο μάγουλό μου και πάνω στο μαξιλάρι. Δεν μπορούσαμε να δούμε και τίποτα γιατί ήτανε μπροστά μου και δεν έβλεπα, δεν μπορούσαμε ν’ ακούσουμε, και η τηλεόραση διαπασών! Κουφές οι πιο πολλές κι έπρεπε να είναι στη διαπασών ν’ ακούνε.  Και καλά όλα αυτά, η συζήτηση μεταξύ τους, να συζητάνε για τα αυτά που γινότανε και να τα περιγράφουνε, να λένε τώρα για τον «Άγνωστο Πόλεμο», καλά μία ιστορία, αυτό είναι αληθινό. Λέει: «Μωρή μα λες και θα το σκοτώσουνε το παλικαράκι;», «Σώπα! Μα ο θείος του ο Βαρτάνης θα τον σώσει» κάνει η μια. Είναι μέσα η γιαγιά μου, δεν λέω «λαλά» διότι δεν ήταν η Απεραθίτισσα, ήταν η Αθηναία που τη λέγαμε «γιαγιά», πού είναι η αδερφή του δωρητή της τηλεόρασης, η οποία έχει μία έπαρση μεγάλη και μιλάει πάντα για τον αδερφό της, έτσι ας πούμε, λέει: «Το όνομα Βαρτάνης του το δώσανε για τον αδερφό μου, το στρατηγό Βαρδάνη», Βαρδάνης ήταν το επώνυμό. Δεν δίνουνε σημασία στο κόρδωμα, γιατί ακούγονται πυροβολισμοί και τα λοιπά. Στους πυροβολισμούς λοιπόν στην τηλεόραση, άλλη έπιανε τα μάγουλά της και χτυπιότανε, «Ω Παναγία μου» να κάνει, άλλη να βαράει τα τέτοια της, αυτή που ήταν δίπλα μου, μού τίναζε κάτι με τον αγκώνα, κάτι ξυλιές, με είχε σακατέψει! Πώς να κοιμηθείς εκεί πέρα…;  Η άλλη σειρά όμως είχε την εξής φάση, είχε έρωτα και μοιχεία, είχε πάθος, και είχε πράγματα πρωτόγνωρα για το χωριό να βλέπουνε. Θυμάμαι τον διάλογο: «-Όμορφη που ‘ναι η Αυγούστα η κακοθάνατη! -Μα μωρέ θωρείς τήνε ω Νέζα; -Ια να δεις που θα την κλέψει ο Ενετός! -Ναι, κλέψιμο χρειάζεται; Δεν θωρείς πως τόνε γλυκοκοιτάζει; -Και θ’ αφήσει τον Αξώτη για το Μάρκο; -Κι άμα το νιτερέσο του δεν δουλεύγει, ήντα να κάμει η καλότυχη;» Και «χαχαχαχα» γέλια, να γελάνε, ξαφνικά σταματάνε τα γέλια όμως. «Ώχου» λέω, «τέλειωσε, να κοιμηθώ. Μα Παναγία μου, θα κοιμηθώ». Ωραία, ωραία αλλά δεν έβαζε τη μουσική τέλους, η μουσική του τέλους ήτανε το τραγούδι που τραγουδάει ο Ξυλούρης, «ήτανε μία φορά μάτια μου και ένα καιρό μία μικροπαντρεμένη» , λέω: «Τί γίνεται;», νιώθω κιόλας να τρέμει το κρεβάτι μου, να τρέμει, να σείεται. Λέω: «Πάει, τρελάθηκα, σεισμός γίνεται, τί είναι αυτό το πράγμα;». Η γειτόνισσα η δίπλα κουνιόταν ολόκληρη, να σείει το μαξιλάρι μου. Αλλά και οι άλλες γειτόνισσες το ίδιο κάνανε. Λέω: «Θεέ μου, τί γίνεται;», σηκώνομαι να δω τι βλέπουνε, κάνω έτσι το κεφάλι μου και βλέπω το Μάρκο το Σανούδο να φιλιέται παθιασμένα με την Αυγούστα… Πού να ξαναδούνε τέτοιο φιλί οι Απεραθίτισσες οι γριές; Τρέμανε, σειόταν τα πάντα! Εν πάση περιπτώσει σε κάποια φάση μπαίνει τέλος, τίτλοι μπαίνουνε και τελειώνει η σειρά, επιτέλους θα κοιμηθώ, άσε που μύριζε το μαξιλάρι μου, το κρεβάτι, οι αναπνοές τους, γιατί τρώγανε σκόρδα για την πίεσή τους, τώρα εκεί που κοιμάσαι, κάτι, ένας χαμός!

Ε.Μ.:

 Έχει πεθάνει τώρα ο πατέρας του πατέρα μου, ο παππούς μου, από τον πατέρα μου, όχι ο γίγαντας, ο οποίος ήταν και μικρούλης ο καημένος, εκεί γύρω στα 75 πέθανε, 78. Κι έχει αναλάβει η μάνα μου να του κάνει τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα στο χωριό μας είναι κάτι το καταπληκτικό, δεν είναι όπως τα συνηθισμένα. Διότι απ’ την προηγούμενη, η αυτή που έχει τον μνημονευόμενο βράζει το κόλλυβο, το κόλλυβο είναι το σιτάρι. Όταν βράσει το κόλλυβο μαζεύονται οι γειτόνισσες, που η διαδικασία είναι το χύσιμο του κολλύβου μετά, παίρνουνε δηλαδή με μία τρυπητή κουτάλα το βρασμένο κόλλυβο όπως είναι συγκεντρωμένο και το πάνε κάπου για να στεγνώσει, τρεις φορές, λέγοντας, τρεις κινήσεις με την τρυπητή κουτάλα λέγοντας: «Ο Θεός συγχωρέσει την ψυχή του Γιάννη, ο Θεός συγχωρέσει την ψυχή του Γιάννη», τρεις φορές για τον κάθε μνημονευόμενο, αλλά είναι υποχρεωμένη να μνημονεύσει και την εντοπιότητα, εννοώ δηλαδή τον παππού μου και μετά τους δικούς της, δηλαδή υποχρεωτικά τον παππού μου και μετά τους δικούς της όσους θέλει. Μαζεύονται οι γειτόνισσες, αλλά πώς μαθαίνουνε οι γειτόνισσες για το ότι θα χύσουνε το κόλλυβο; Εδώ είναι λοιπόν τώρα όλη η φάση, βγαίνει η μάνα μου για να φωνάξει στη θεία μου που είναι γειτόνισσα, η πρώτη: «Ω Βδοκιά, μα θα ‘ρθεις να χύσεις;», λέει «Μα ήντα ώρα χύνεται;», το «-ται» με άλφα γιώτα, εννοεί το κόλλυβο, δεν μιλάει στον πληθυντικό. Λέει: «Κατά το μεσημέρι, πες το και στση Βούλας που θέλει κι ευτή να χύσει». Σε λίγο ακούω τη θεία μου τη Βδοκιά να φωνάζει τση Βούλας του Νικολάου δίπλα: «Ω Βούλα, μα θα ‘ρθεις να χύσεις, λέει η Αννέζα;», λέει: «Μα ήντα ώρα;», «Το μεσημέρι θα χύσομε, θα ‘ρθεις;», «Ναι», «Πες το και τση Θανασίας δίπλα», «Ω Θανασία…!» Εν τω μεταξύ η Θανασία ήταν η πονηρή: «Μα θα χύσομε; Θα πάμε να χύσομε;» και είχε το ύφος ας πούμε το πονηρό και την ευκολία να το λέει, πώς τις απόκριες ας πούμε η Δόμνα η Σαμίου έλεγε αυτά τα αθυρόστομα κι είχε το ακαταλόγιστο, μπορούσε να τα πει, όλοι μας δηλαδή τις Απόκριες, και αυτοί βρίσκαν ευκαιρία από το χύσιμο του κολλύβου κι εκφράζανε το ουσιαστικό μ’ αυτό τον τρόπο. «Θα ‘ρθεις να χύσεις;», «Ήτανε καλό;», «Ήχυσες καλά;», ξέρεις, αυτό το πράγμα. Λοιπόν, κι έτσι μαθαίνανε για το χύσιμο το κολλύβου και μαζευό…- Εγώ εν τω μεταξύ από την προηγούμενη έχω νιώσει το τρέμουλο των γυναικών, λέω: «Εδώ γίνονται όργια», λέω: «Η μάνα μου είναι κέντρο οργίων, μες στο σπίτι μας γίνεται χαμός!» και κάθομαι τώρα εγώ κάτω από την κληματαριά, όταν άκουσα μεσημέρι λέω: «Πού θα πάει; Θα ‘ρθούνε» και κάθομαι και περιμένω. Εγώ τώρα στα 11, έτσι, γύρω εκεί. Περιμένω, περιμένω, πρώτα έρχεται η θεία μου με τη μάνα της, του φούρναρη η γυναίκα για να καταλάβεις, με τη μάνα της, κι έχουν χάσει πολύ πρόσφατα τον γιο της, τον αδερφό της δηλαδή η θεία μου, και είναι πάντα κλαμένη η θεία μου να τρέχουνε δάκρυα και η μάνα συνέχεια να λέει: «Ώχου υιε μου, ω υιε μου», αυτό το πράγμα την άκουγα συνέχεια πάντα να λέει, οπότε πέρασε μπροστά μου, έτσι και μπήκανε μέσα.  Και στη συνέχεια έρχονται όλες οι γειτόνισσες… Και περνάνε να πάνε να χύσουνε… Εγώ δεν είχα μέρος να πάω να παρακολουθήσω να δω τι κάνουν γιατί ‘κλείναν την πόρτα. Δεν είχα ένα παράθυρο που θα ήθελα πάρα πολύ να δω τι γίνεται, η μάνα μου δηλαδή ιέρεια οργίων; Ειλικρινά στο λέω, ήμουνα σίγουρος ότι γίνεται ένας χαμός, ναι. Είχε πολλή πλάκα που βγαίναν -γιατί γινόταν συνωστισμός, τόσες γειτόνισσες μες στο μαγερειό- έπρεπε να φύγουνε κάποιες για να μπούνε οι άλλες και τα λοιπά και συναντιότανε αυτές που μπαίναν κι αυτές που βγαίναν. «Ω Μαριά, μα ήχυσες;», «Ήχυσα, ω Ρήνη», «Και για ποιο ήχυσες;», «Ήχυσα για τον Πέτρο και τον Ματθαίο». «Εώ θα χύσω για τον Νικόλα μου», «Μωρή να ‘χεις, να χαρείς τα παιδιά σου, μωρή εξέχασα να χύσω κι εώ για το Νικόλα. Και να χαρείς τα παιδιά σου, χύσε μια κουταλιά για πάρτη ντου», αυτή που έφευγε. Λέω: «Θεέ μου, κουταλιές χυσίματα; Τί είναι αυτό το πράγμα που θα ζήσω; Τι είναι αυτό που γίνεται μες στο σπίτι μας;» κι έρχεται ξαφνικά εκεί τώρα που τα κάνω και προσπαθώ να προσαρμόσω τα σενάρια μου και να δω τι γίνεται, πώς θα…  Μπαίνει μέσα ο καημένος ο γείτονας ο γερο-Δημήτρης, τον [01:10:00]ελέγαμε,  κουφός εντελώς, με τη μαγκούρα του και πάει να… Λέω: «Ωχ, ωχ, ωχ ,ωχ! Πού πάει τώρα αυτός; θα τις δει, θα τις ακούσει…!», αλλά έβγαινε η Μαριά που μιλούσε προηγουμένως, λέει: «Καλώς το μάστρο-Δημήτρη, μα για που το ‘βαλες;», «Ψάχνω τη γυναίκα μου να μου δώσει τα κλειδιά από το κατώι γιατί η σκρόφα και τα γουρουνάκια θα φάει το ‘να τ’ άλλο που πεινάνε, δεν έχουνε ταϊστεί τόσες μέρες». Λέει: «Χύνει!», λέει «Ε;», λέει «Χύνει», «Ε;», δεν άκουγε και καλά, «Χύνει ετούτη την ώρα!», λέει: «Ας μου δώσει εμένα τα κλειδιά κι ας χύνει όση ώρα θέλει» και ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Λέω: «Παναγία μου, τι είδε τώρα αυτός ο άνθρωπος;», ξέρεις τώρα, μέσα στο μαγερειό. Ακούω τη μάνα μου να φωνάζει: «Καλώς το μαστρο-Δημήτρη». Εγώ μένω άφωνος, λέω: «Η μάνα μου θα τον βάλει μέσα στο όργιο και το μαστρο-Δημήτρη το γέρο». Και ακούω τη γυναίκα του τη Βδοκιά να του λέει: «50 χρόνια κοιμούμεστα στο ίδιο κρεβάτι και δεν ήμαθες ακόμα πως…», και όλες μαζί συντονισμένες οι γυναίκες να φωνάζουνε μαζί: «…οι άντρες δεν χύνουσι!»  

Ε.Μ.:

Με τις φούντες σου είπα την ηδονή που ένιωθα με τον τρόπο που το έπιανα, η μάνα μου είχε πλέξει και ένα πουλόβερ, πανέμορφο. Το φορούσα χωρίς πανωφόρι πολλές φορές επειδή μου άρεσε να το φοράω έτσι, το χάιδευα, μου άρεσε πάρα πολύ η υφή του μαλλιού, του μαλλιού, το μάλλινο δηλαδή να το αγγίζω, να το χαϊδεύω, μου άρεσε… Εκείνη την εποχή είχαμε νοικιάσει ένα κτηματάκι πάνω απ’ το νεκροταφείο για να πηγαίνουμε τις κατσίκες μας, τις «γκριβίτσες» που τις έλεγε η μάνα μου, που τις είχαμε για να πίνουμε το πρωινό μας το γάλα, μόνο για γάλα δηλαδή, δεν τις σφάζαμε, δεν κάναμε τίποτα τέτοιο, τις αγαπούσαμε. Και είχα αναλάβει εγώ, το απόγευμα μόλις βαρέσει το σπερνό, να πάω να τις πάρω και να τις πάω στο σπίτι. Ήταν υποχρέωσή μου. Συνήθως παίζαμε μπάλα εκεί κοντά, ποδόσφαιρο, και τέλειωνε το ποδόσφαιρο και πήγαινα, αλλά φοβόμουνα και το νεκροταφείο. Αν νύχτωνε δεν μπορούσα με τίποτα να περάσω από ‘κει διότι δίπλα στο νεκροταφείο βράδυ, τόσες ιστορίες έχουνε πει για τα νεκροταφεία και τα λοιπά, τα παιδιά φοβότανε. Παίζουμε λοιπόν μπάλα και ξαφνικά ακούω τον εσπερινό να βαράει την καμπάνα, «Ωχ» λέω «τα ζα!» Τελειώνω το ποδόσφαιρο, δεν μπορούσα διότι η μάνα ήτανε η Αννεζάρα με την παντόφλα, η υποχρέωσή μου ήτανε, έπρεπε να το φέρω εις πέρας, σταματάω το ποδόσφαιρο κι ετοιμάζομαι να πάω να φέρω τα κατσίκια. Κι όπως χαϊδεύω το πουλόβερ βέβαια, να δω ότι όλα καλά, με το πουλόβερ έπαιζα μπάλα, και κάτω-κάτω έχει ξεπλεχτεί μία κλωστή… «Το πουλόβερ μου!» Πάω να τη φτιάξω και αρχίζει να ξηλώνεται. «Ωπ, δεν πάμε καλά, θα ξηλωθεί όλο το πουλόβερ» και θέλω να την κόψω αλλά δεν μπορώ και ξηλώνεται λίγο παραπάνω. Κι αρχίζω να νιώθω μία ηδονή όσο το ξήλωνα, το «χρρρρ» του μαλλιού… Τι λες τώρα… Κι αρχίζω να γυρίζω και να ξηλώνω όλο το πουλόβερ και να μαζεύω κουβαράκι την κλωστή, να ‘χω τρελαθεί από τη χαρά μου, το έφτασα τουλάχιστον μία πιθαμή ξηλωμένο, έμεινε τόσο το πουλόβερ. Εκεί καταλαβαίνω ότι αρχίζει πάλι να γίνεται ο χαμός, διότι θα φάω το ξύλο της ζωής μου. Κόβω το κουβάρι, έχει νυχτώσει και ξεκινάω κλαμένος να γυρίζω μέσα στο χωριό το πώς θα παρουσιαστώ με το πουλόβερ αυτό στη μάνα μου. Νύχτωσε όμως αρκετά και την άλλη μέρα είχα σχολείο, και έπρεπε οπωσδήποτε να πάω να κοιμηθώ, δεν γινότανε αλλιώς. Α, ξέχασα να σου πω ότι στο χωριό όταν μία μάνα ήθελε να φωνάξει το παιδί, είχε επιλέξει ένα σημείο μοναδικό που να έχει πολύ μεγάλη ακουστική στο χωριό κι εκεί έβγαινε και ούρλιαζε φωνάζοντας το όνομά του παιδιού, αμέσως το παιδί καταλάβαινε τη φωνή της μάνας και δεν μπορούσε και να μη μιλήσει. Σε κάποια φάση άκουγες ας πούμε «Ω Γιώργη!» όσο δεν απαντούσε ο Γιώργης δυνάμωνε: «Ωωωω Γιώργηηη!» Τα σημεία αυτά τα λέγαμε «το μονοφώνι». Το μονοφώνι της μάνας μου ήταν εκεί, το μονοφώνι της τάδε εκεί, το σημείο για να φωνάζει. Καμιά φορά ενωνότανε όλες οι φωνές κι άκουγες μέσα στο χωριό φωνές από αντρικά ονόματα, ας πούμε και να γίνεται χαμός. «Ω Μανώλη!», μια, δυο, τρεις, λέω: «Αυτή είναι η μάνα μου», τη γνωρίζω αμέσως, δεν απαντάω γιατί είμαι με το πουλόβερ ξηλωμένο. Κι ακούω: «Μα πού είναι τα ζα;». Μέσα στον πανικό με το πουλόβερ έχω ξεχάσει να πάω να φέρω τα ζα. Και τώρα τι θα κάνω; Νυχτωμένα; Δεν περνάω από το νεκροταφείο με τίποτα, δεν υπάρχει περίπτωση. Τότε άρχισα κλαμένος να γυρίζω μέσα στο χωριό και να λέω: «Τί θα γίνει…». Αποφασίζω λοιπόν, θα πάω και θα χτυπήσω την πόρτα, θα φάω το ξύλο μου, μου αξίζει και τα λοιπά. Ανεβαίνω τις σκάλες, κάθε σκαλί και παντοφλιά, έτσι το ένιωθα, γιατί είναι ψηλά το σπίτι, είμαστε στα σκαλιά, μπαίνω στην αυλή και κρυφακούω, βάζω το αυτί μου στην πόρτα και ακούω και είναι μέσα με τον παππού μου, τον μπαμπά της. «Ω ‘φέντη μα λες και να παθε τίοτα», λέει «Βρε σώπα δα, επά στο χωριό όταν πάθεις κάτι αμέσως το μαθαίνεις. Θα ‘ναι κάπου με τσ’ άλλοι κι έχει καθυστερήσει, με άλλα παιδιά». «Ναι αλλά αν δεν πήγαινα να φέρω τα ζα, θα ‘χε μπλεχτεί κανένα με το πάστουρο και θα ‘τανε κρεμασμένα, πνιγμένα». Εγώ τώρα ακούω ότι ήρθανε τα ζα και χάρηκα πάρα πολύ, οπότε πλέον ενδιαφέρονται μόνο για το αν είμαι καλά στην υγεία μου. Το πάστουρο είναι το σκοινάκι που έδενες το μπροστινό με το πίσω πόδι για να μην μπορεί να πηδήξει από το φράχτη να φύγει το ζώο και να παραμένει μες στο κτήμα. Αναθάρρησα που τους νοιάζει μόνο για την υγεία μου και λέω θα χτυπήσω. Και χτυπάω, κάνω να ανοίξω την πόρτα αλλά είναι με το μάνταλο κλειδωμένη,  έρχεται η μάνα μου και μου ανοίγει. Έχει ένα σκαλοπατάκι τόσο ύψος απ’ έξω για να μπεις μέσα, μέσα στο μαγερειό, η μάνα μου σου είπα η «Αννεζάρα», φορούσε κι ένα μαύρο φουστάνι γιατί είχε πεθάνει μία θεία μου πρόσφατα και τη θρηνούσε και τη βλέπω μπροστά μου και νόμιζα πως είδα… Θεόρατη! Λέει: «Καλώς τόνε, έμπα μέσα» μου κάνει. Εν τω μεταξύ εγώ έχω τα χέρια, δεν έχω πανωφόρι σ’ το είπα, ότι κατέβαινα έτσι κι έχω τα χέρια να μη φανεί το πουλόβερ. Μπαίνω μέσα και κλειδώνει με το μάνταλο. Λέω: «Ώχου τώρα, δεν υπάρχει διέξοδος» και πήγαινα και πλάγια να μη γυρίσω, ναι. «Χτυπημένος είσαι; Γιάντα και περπατείς ετσά;», λέω: «Όχι». «Και πού είναι τα ζα που να φάει το κακό σπυρί τη μάνα σου;». Νομίζω πως την ακούω. Και πάω να της εξηγήσω το πού είναι τα ζα και μάλλον κούνησα τα χέρια μου και βλέπει το πουλόβερ… «Ω Μανώλη το πουλόβερο!», δεν είχαμε εμείς ξένες λέξεις, το «πουλόβερ» ήταν το «πουλόβερο». Ακούστηκε η φωνή της μέχρι την πλάτσα, το ουρλιαχτό. Εγώ είμαι σίγουρος ότι θα γίνει ο χαμός και έχει κι απόλυτο δίκιο, εντάξει; Και σε κάποια φάση τη βλέπω με την παντόφλα σηκωμένη στο αριστερό χέρι και λέω: «Μανώλη ή τώρα ή ποτέ», σηκώνω τα χέρια και της λέω: «Πάταξον μεν, άκουσον δε» γυρίζω και της κάνω. Φυσικά δεν κατάλαβε τι της είπα αλλά ώσπου να ----την μπέρδεψα λίγο, ήμουν και άριστος στην ιστορία, αυτό το θυμάμαι, ήμουνα πάρα πολύ καλός μαθητής και αρχίζω να της λέω μία ιστορία που σκαρφίστηκα εκείνη τη στιγμή, αυτό είναι το απίστευτο, με την παντόφλα υψωμένη σκέφτηκα την ιστορία. Λέω: «Ω μάνα, ο θείος ο Γιάννης ο φούρναρης, μας ήδωκε με το Γιώργη τέσσερα τσουβάλια ψωμί να τα πάμε στη Μουτσούνα, να τα βάλουμε μέσα στο φορτηγό του Βιολοστεφάνου, να κατεβούμε». Δύο φορτηγά είχε μόνο το χωριό, το Βιολοστέφανο και το Τσιγκοστέφανο. «Κι εκεί που κατεβαίναμε άρχεψε να σκοτεινιάζει και λέω: “Πω, τα ζα τση μάνας!”», πρόσεξε, « “Και [01:20:00]τώρα τι θα κάνω; Ω, την καημένη που θα περιμένει τα ζα της!”. Για καλή μου τύχη εκείνη την ώρα ανέβαινε ο Τσιγκοστέφανος με το φορτηγό του, και σταματάνε τετ-α-τετ και αρχίζει να μιλάει ο ένας στον άλλον και βρίσκω ευκαιρία και με ένα πήδο τινάζω από τη μία καρότσα και πάω στην άλλη, αλλά την ώρα που πηδάω στην καρότσα ξεκινάνε τα φορτηγά και μπλέκει το πουλόβερ στην άλλη καρότσα και πηγαίνανε κι εγώ γύριζα γύρω-γύρω και κρατούσα το πουλόβερ και ξετυλιγούντανε το πουλόβερ με την καρότσα και γύριζα, τελικά, λέω, κατάφερα κι έσωσα το μισό και το ‘κοψα, ω, μάνα». Έφαγα το ξύλο της ζωής μου. Μέσα στο ξύλο που έτρωγα, δεν θα το ξεχάσω, και άκουγα τις κατάρες καταλάβαινα ότι δεν είναι ούτε για τα ζα ούτε για το πουλόβερ το ξύλο που έτρωγα, έφαγα πολύ περισσότερο από αυτό που αναλογούσε ρε παιδί μου, λέω «Κάτσε, το παρακάνει!». Ήταν για την επικινδυνότητα του πηδήματος από τη μία καρότσα στην άλλη. Αυτά της έκανα, έτσι; Χαμός. Την πείραζα. Αλλά ήταν σκληρή γυναίκα, όλες οι μανάδες ήταν σκληρές στο χωριό. Δηλαδή δεν θυμάμαι να μας πιάνουν να μας χαϊδεύουνε τρυφερά. Πόσο μάλλον δεν θυμάμαι ποτέ να πούνε το ρήμα «σ’ αγαπώ», ποτέ. Αλλά ήταν τόσο δυνατή η αγάπη της μάνας που δεν το είχαμε ανάγκη να το ακούσουμε, αυτό ειν’ το φοβερό. Ήταν η πιο αληθινή. Δεν το 'θελα να το ακούσω, δεν μου έλειπε. Μετά μεγάλος το σκέφτηκα αυτό το πράγμα, λέω: «Δεν μας είχε πει ποτέ σ’ αγαπώ» και το ‘λεγα με την αδερφή μου, λέει: «Ναι, ποτέ» ότι «σε αγαπώ παιδί μου» που λένε τώρα οι μανάδες «πόσο σ’ αγαπώ, πόσο…», βλακείες ας πούμε, έχεις ανάγκη; Το παιδί; Δεν χρειάζεται τα λόγια για να εκφραστεί η αγάπη. Σου είπα πριν για τον πατέρα μου, ας πούμε, που έσφαξε. Η αγάπη του βγήκε σ’ ένα επικήδειο, που το έσφαξε κι όμως το αγαπούσε.

Ε.Μ.:

Μια φορά μόνο ταράχτηκε η πίστη μου στην αγάπη της μάνας. Ο αδερφός μου, 7 χρόνια μικρότερός σου έχω πει, την ημέρα των γενεθλίων του, κλείνοντας τα 4, 18 Αυγούστου, είναι κρυωμένος και συνήθιζαν τότε στο χωριό με το κρύωμα να τον αλοίβεις με οινόπνευμα και να του βάζεις και μπροστά μία κομπρέσα ποτισμένη, ένα πανί ποτισμένο με το οινόπνευμα για να πας να κοιμηθείς έτσι και να του αφαιρέσει το κρύωμα. Η μάνα μου λοιπόν το κάνει αυτό και φυσικά ετοιμάζει να βάλει και τα καντήλια της στο εικονοστάσι που έχει μέσα στην κρεβατοκάμαρα που είναι τα στεφάνια της μέσα, οι εικόνες των Αγίων και τα λοιπά, πάνω στο περβάζι του παραθύρου στην κουζίνα το κάνει και παίρνει το καντήλι να το πάει μέσα. Το παιδάκι εκείνη την ώρα, περίεργο με τα σπίρτα που άναψε και τα λοιπά, πιάνει το κουτάκι με τα σπίρτα, δεν το ανάβει μακριά, το κολλάει εδώ γιατί δεν έχει σταθερό χέρι και παίρνει όλο φωτιά.   Εγώ κοιμόμουνα στο συνηθισμένο μέρος στο σαλόνι και η αδερφή μου. Ξύπνησα όταν παίρνανε, είχε μπει όλος ο κόσμος μέσα, είχε βάλει το μάνταλο η μάνα μου στην πόρτα γιατί ετοιμαζόταν να κοιμηθούμε, να μην μπούνε να κλέψουνε, ποια; Την περιουσία! Κλείνανε όλοι οι Απεραθίτες μην μπουν οι κλέφτες, ναι. Και ο κόσμος τα άκουγε τα ουρλιαχτά της μάνας και δεν μπορούσε να μπει να βοηθήσει. Η μάνα μου με αδέξιους τρόπους προσπαθούσε να το σβήσει, ίσως και με νερό να ρίχνει τώρα πάνω στο οινόπνευμα που φουντώνει περισσότερο, δεν ήξερε μες στον πανικό της. Είχε ξυπνήσει η αδερφή μου και βοηθούσε κι αυτή. Πήδησε κάποιος από ταράτσα και τα λοιπά και κατάφερε με μία κουβέρτα να το σβήσουν. Εγώ δεν είχα ξυπνήσει. Εγώ ξύπνησα την ώρα που παίρνανε το παιδί, το είχε κάποιος μέσα στην αγκαλιά του σε ένα σεντόνι και το πηγαίναν στο γιατρείο. Κατακαημένος. Η μάνα μου με υψωμένα τα χέρια επειδή ήταν καμένα και ήτανε όλα, τρέχανε υγρά δηλαδή απ’ το κάψιμο από την αυτή της να το σβήσει, υψωμένα τα χέρια μάλωνε την Παναγία σαν να ήταν φίλη της. «Μα γιάντα μεγαλόχαρη μου και μου το ‘κανες αυτό; Γιάντα; Δεν σου ‘ναβγα πάντα τα καντήλια σου; Γιάντα; Δεν ερχούμεστα πάντα στην Εκκλησιά;». Ένα παράπονο, τη μάλωνε. «Βοήθησέ με να ζήσει το παιδί μου», να κάνει. Εμείς τώρα έχουμε αγκαλιά ο ένας απ’ το ένα πόδι ,Αννεζάρα, καταλαβαίνεις, το κεφάλι μας πήγαινε στη μέση της μάνας, και η αδερφή μου απ’ το άλλο πόδι και ακολουθούμε τώρα εκεί που πάει. Δεν μας ένοιαζε για τον αδερφό, σιγά τώρα. Δεν τον ξέραμε και πολύ, παιδάκι. Η αγάπη η μεγάλη ήταν στη μάνα. Αυτή έφευγε για το άγνωστο. Όχι ότι δεν τον αγαπούσαμε αλλά η μάνα μου θα μας έλειπε, δεν ξέραμε πού πάει, τί κάνει, πονούσε, τα χέρια της. Και κάνει η θεία μου, αυτή του φούρναρη η γυναίκα, θέλοντας να την παρηγορήσει και να της δώσει δύναμη: «Μωρή δε σε νοιάζει για τα άλλα σου παιδιά; Δεν τα θωρείς πώς κάνουνε; Έχεις και δύο παιδιά ακόμη!», θέλοντας να της πει ότι μην κάνεις έτσι μόνο για το παιδί, έχεις και τα… Και γυρίζει η μάνα: «Όχι, δεν με νοιάζει για αυτά, γι’ αυτό με νοιάζει μόνο» και τ’ ακούσαμε με τα αυτιά μας! Ήτανε η άρνηση της μάνας σε μας. Άργησα πάρα πολύ να το ξεπεράσω. Φοιτητής, εκεί στα 22-23 κατάλαβα ότι η έκφραση της αγάπης τελικά είναι άλλη με το στόμα και άλλη με τις πράξεις. Ένα φοβερό πράγμα. Αυτό.