© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μια αρσακειάδα εκπαιδευτικός στην Σύρο (1960-1980)

Κωδικός Ιστορίας
9952
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κληματαριά "Ψευδώνυμο" (Κληματαριά )
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/10/2020
Ερευνητής/τρια
Ζουστίν Αρβανίτη (Ζ.Α.)
Κληματαριά :

[00:00:00]Μια ζωή σε μισή ώρα! Θα τη βγάλω;

Ζ.Α.:

Για ξανά πείτε το αυτό.

Κληματαριά :

Να σου πω μια ζωή σε μισή ώρα;

Ζ.Α.:

Αυτό είναι πολύ ωραίο, το σημειώνω.

Κληματαριά :

Α ρε τύραννε, ε τύραννε! Το σκεφτόμουνα το πρωί, λέω στάσου να μαζέψω έτσι για να μην ψάχνομαι και αυτά, ε εντάξει έχω μια ροή στη ζωή στα αυτά. Ε να σου πω ακόμη, και στιγμιότυπα μπορώ να πω έτσι ε;

Ζ.Α.:

Εννοείται.

Κληματαριά :

Ντάξει.

Ζ.Α.:

Είμαστε έτοιμοι;

Κληματαριά :

Ναι, πάμε.

Ζ.Α.:

Τέλεια. Είναι λοιπόν 23 Οκτωβρίου του 2020, είμαστε στην Ερμούπολη της Σύρου με τη κυρία Κληματαριά. Ξεκινήστε με τα παιδικά σας χρόνια.

Κληματαριά :

Έχω γεννηθεί το 1938, οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι από τα παιδικά τα χρόνια όχι πολύ έντονες, όμως θυμάμαι εκεί γύρω στο '40 τόσο, πόσο ήτανε, κάποιους βομβαρδισμούς εδώ στην Ερμούπολη με αεροπλάνα φοβερά, για την ηλικία μου τότε, και φύγαμε οικογενειακώς και πήγαμε πάνω στον Άγιο Αθανάσιο, που είναι ένα εκκλησάκι εκεί σε μία ρεματιά της Άνω Σύρου. Εκεί ήταν και άλλες οικογένειες, βέβαια μας φιλοξενούσαν στα κελιά εκεί και είχαμε τότε μια κοπέλα ορφανή που την έφερε η μητέρα της στη μητέρα μου και της είπε να τη πάρουμε να μας βοηθάει στο σπίτι αλλά η μητέρα έλεγε: «Έχω 4 παιδιά, που θα έχω την» -3 ήμαστε τότε, ναι- «Που να ταΐσω και την Ανεζούλα;». «Κράτησέ την κυρία Μαρία -της έλεγε- και θα σου κάνει τις δουλειές». Αυτή λοιπόν ήτανε ένας ήρωας. Κατέβαινε από τον Άγιο Αθανάσιο, έφερνε επάνω εκεί ό,τι χρειαζόμαστε: στρώματα, σεντόνια, κουβέρτες, νερό απ’ την πηγή κάτω πήγαινε και τότε θυμάμαι που ανοίγανε κάποια σπίτια και ‘κάναν πλιάτσικο! Πέρνανε μπισκότα, τέτοια. Δρόμο η Ανεζούλα. Όπου άκουγε που ανοίγανε σπίτια, πήγαινε και μας έφερνε λίγα πραγματάκια. Κατάγομαι από μία οικογένεια, απ’ τον πατέρα μου που ήτανε από μία οικογένεια μοναδική εδώ στη Σύρο, που ήτανε από τους πρώτους οικιστές εδώ στην Ερμούπολη και συνεχίζει, αυτή έχει απλωθεί η οικογένεια αλλά είναι μία. Μία η αρχή της και η ρίζα της. Η μητέρα μου καταγόταν από ένα χωριό. Γεωργός ο πατέρας της. Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος στα δικαστήρια, στη γραμματεία και η μητέρα μου καταγόταν από ένα χωριό εδώ, με μία οικογένεια που είχε 10 παιδιά. Έξυπνο παιδί, αλλά τη χρειαζόταν ο πατέρας της για βοήθεια στην ανατροφή των υπόλοιπων παιδιών. Δεν σπούδασε, αλλά είχε μία έφεση στα δύσκολα πράγματα, στα γράμματα, μας παρακολουθούσε στο σχολείο. Η οικογένειά μου ήταν 4 παιδιά. 2 αγόρια, 2 κορίτσια, εναλλάξ. Οι συνθήκες στο περιβάλλον που έζησα, δεν ήταν και οι σύγχρονες. Είχαμε ένα σπίτι, με λίγα δωμάτια, μικρά, με νερό που το ανεβάζαμε από τη στέρνα του σπιτιού, με φως βέβαια είχαμε, με τουαλέτα όχι πολύ σύγχρονη, μπάνιο στη σκάφη, όμως ήτανε ένα περιβάλλον ωραίο, χαρούμενο, δεν έχω νοιώσει τη βία, ούτε και την ένταση στις σχέσεις των γονιών μου. Η μητέρα μου ήτανε μοδίστρα. Τα παιχνίδια μας ήτανε λιγοστά τότε. Θυμάμαι είχα μία κούκλα με άχυρο μέσα και την επρόσεχα και την πήγαινα πάνω πάνω στη σοφίτα για να μην μου τη πειράξουνε οι πιο μικροί. Συνήθως μας παίρνανε μια μπάλα, για να παίζουμε όλοι, τη πρωτοχρονιά θυμάμαι το δώρο της μαμάς μου ήτανε, μας έραβε όλους ένα νυχτικό καινούριο και μας έπαιρνε μία μπάλα του ποδοσφαίρου, ας πούμε, της εποχής για να παίζουμε όλοι. Δεν είχε ιδιαίτερο δώρο σε κανέναν. Είχαμε συμμετοχή στις δουλειές του σπιτιού. Θυμάμαι δεν έφτανα στον νεροχύτη, έκανα ένα δοχείο έτσι ανάποδα για να φτάσω. «Πήγαινε να πλύνεις τα πιάτα» στον άλλο αδελφό μου, στον αδερφό μου: «Πήγαινε να ψωνίσεις απ’ το μανάβη», γιατί εκείνη είχε το ράψιμο. Και τα αγόρια, τα απογεύματα βγαίναμε στη γειτονιά. Δεν είχαμε παιχνίδια, ας πούμε, μες στο σπίτι. Με τις σβούρες, με τις μπάλες, με το ξυλίκι, πως τα λέμε, με τις ξυφωτιά, παιχνίδια της εποχής εκείνης. Όμως μετά που μεγαλώσαμε λιγάκι, δεν ήτανε μόνο αυτά… κάναμε… εγώ τουλάχιστο έπρεπε… μου ‘λεγε η μητέρα μου: «Μόλις τελειώσεις το διάβασμά σου, θα κατέβεις να με βοηθήσεις στο ράψιμο». Τη Κυριακή εκκλησία. Όλοι. Ο πατέρας μου έψελνε στη Μητρόπολη και με τη μητέρα μου πηγαίναμε κι εμείς με τα παιδιά τα άλλα.

Κληματαριά :

Τώρα για την εποχή μας κάναμε και Γαλλικά και ήτανε προοδευτικό τότε αυτό, να κάνεις μια ξένη γλώσσα και μουσική. Εγώ κιθάρα, ο αδερφός μου ακορντεόν. Στη Ε΄ Δημοτικού θυμάμαι συμμετείχαμε και σε ορχήστρα σχολική εκεί, στις καλόγριες εκεί κάτω. Αυτά ήτανε στο δημοτικό αυτές όλες οι αναμνήσεις μου. Στο γυμνάσιο… Α στο δημοτικό θέλω να πω ότι όταν έφτασα στη Γ' τάξη, επειδή είχα πάει το '44 στη Α' Δημοτικού, μαζί με άλλα παιδιά, που είχαν καθυστερήσει από τον πόλεμο με κλειστά σχολεία, έκανα έναν χρόνο τη Γ' και τη Δ'. Εγώ όμως ήμουνα κανονικά στα χρόνια μου, άλλα παιδιά όμως είχανε χάσει χρόνια. Όμως μπόρεσα και έβγαλα κανονικά το Δημοτικό, δεν σκόνταψα. Στο Γυμνάσιο είχα μία γυμνασιάρχη, δεν ήτανε Συριανή αυτή η κυρία, αυστηρή έτσι λιγομίλητη. Έβαλε έναν κανονισμό στο σχολείο, με πολλούς περιορισμούς, αλλά άλλους τους είχε προξενήσει αυτό, πίεση, όμως νομίζω πως πιο πολύ ήθελε να μας κάνει να πειθαρχούμε και να είμαστε ευγενικοί άνθρωποι. Θυμάμαι στον κανονισμό πως έλεγε: «Το «Σας παρακαλώ» και «Σας ευχαριστώ» πρέπει να είναι οι συνήθεις εκφράσεις των μαθητριών!». Είχαμε αμφίεση με ποδιά, με γιακά, με κορδέλα και είχε βάλει ένα, μία οργάνωση στο σχολείο. Από την τελευταία τάξη κάποιες μαθήτριες έδιναν τη συμβουλή, όχι τη συμβουλή της, την εκτέλεση αυτού του κανονισμού, σε αντίστοιχες μαθήτριες των τάξεων. Ήτανε αξιωματικοί της τελευταίας τάξης και υπαξιωματικοί όλων των άλλων τάξεων. Ανάλογα. Είχαμε στην ενδυμασία, στην τάξη, στη καθαριότητα και ήθελε να μας ανεβάσει λιγάκι. Μας είχε ένα πρωινό τέταρτο, «μορφωτικό» το έλεγε, σ’ αυτό το τέταρτο καθηγητές και μαθήτριες -γιατί ήταν μόνο θηλέων το σχολείο- καθόμαστε σε ένα χώρο και εκεί ή θα μας είχε εκείνη να μας πει κάτι που… καμιά φορά μας μάλωνε κιόλας. Μας έκανε παρατηρήσεις αλλά ουσιαστικές, όχι με νεύρα και τέτοια. Ή θα μας έβαζε να ακούμε κλασική [00:10:00]μουσική, να μας πει ποιο είναι αυτό το κομμάτι, ποιος το έχει γράψει, πώς το… Να σου πω και κάτι, όταν πήγα στην Ακαδημία -μετά θα το πω- όταν πήγα στην Ακαδημία, ο μουσικός μας έβαλε εκεί ένα κλασικό κομμάτι και ρωτάει -είμαστε 75 σπουδάστριες-, «Ποια σπουδάστρια ξέρεις πώς το λένε αυτό; Ποιο είναι αυτό;». Έβλεπα γύρω γύρω, γιατί είχαμε κοπέλες απ’ την Αθήνα, απ’ τον Πειραιά, σε περιβάλλοντα άλλα και σήκωσα μόνο εγώ το χέρι μου. Και του ‘κανε μεγάλη εντύπωση, «Από πού είσαι παιδί μου;». «Απ’ τη Σύρο» του λέω εγώ. «Και που το ξέρεις;» και του είπα από πού το ξέρω. Έτσι πραγματικά ένοιωσα ωραία. Ε και χαλάλι λέω στη κυρία αυτή, η οποία πηγαίναμε εκδρομή, ας πούμε, ερχότανε φωτογράφοι και φωτογραφίζανε τις κοπέλες τις μαθήτριες. Έπρεπε να περάσει ο φωτογράφος να παραδώσει τις φωτογραφίες, γιατί αν έβλεπε άσεμνες και τέτοια έκανε παρατήρηση. Μας είχε πολύ δεμένες. Έτσι κύλισε το γυμνάσιο με διάβασμα, δεν είχαμε τότε φροντιστήρια και τέτοια. Είχαμε κάτι μεταφράσεις που τις λέγαμε «καψερές». Εκεί μέσα η μετάφραση είχε το κείμενο, ας πούμε, στα δύσκολα μαθήματα, αρχαία παραδείγματος χάριν ή λατινικά. Είχε απ’ τη μια, μια κολώνα το κείμενο, απ’ την άλλη την εξήγηση και στοιχεία συντακτικά όλα αυτά τώρα που ζητούνε. Μ’ αυτές δουλεύαμε αλλά ατομικά, δεν είχαμε, μόνο μερικές φορές, ας πούμε, ήτανε κάτι μαθηματικά ή φυσική που ήταν κάτι δύσκολο, μπορεί να πηγαίναμε σε έναν συμμαθητή μας ή συμμαθήτρια: «Το ‘λυσες; Το ‘κανες αυτό; Πώς το έλυσες; Δώσε μου την άσκηση», να. Και πάντα οι δουλειές του σπιτιού μοιρασμένες στα παιδιά, σε όλα τα παιδιά και το ράψιμο της μαμάς γι’ αυτό κι εγώ έχω μάθει καλά καλά!

Κληματαριά :

Τώρα τις γιορτές μες στο σπίτι συνήθως πηγαίναμε στου παππού το σπίτι, έξω, στην εξοχή. Εκεί βέβαια η γιαγιά είχε 2 σπίτια, ένα το καθημερινό και ένα που το είχε στολισμένο, έτσι λίγο που δεν πηγαίναμε, μοσχοβόλαγε εκείνο το σπίτι. Ε πηγαίναμε όμως όχι μόνοι μας -εμείς είμαστε 4 παιδιά- πήγαινε και ενός θείου, αδελφού της μητέρας μου, οικογένεια που ήταν και εκείνοι 4 παιδιά. Υπήρχε λοιπόν ένα ταξί εδώ πέρα, απ’ τα λιγοστά, που είχε θυμάμαι σκεπή αυτό το ύφασμα το, πώς το λένε, ένα χοντρό ύφασμα. Δεν είχε αυτές τις κατασκευές τώρα που είναι και μπροστά οι ρόδες ήταν εξωτερικές και βάζαμε εκεί λοιπόν τα πράγματα, γιατί τόσοι πού να χωρέσουμε μέσα εκεί; Βάζαμε τα πράγματα και χαρά μας γιατί πηγαίναμε, η γιαγιά μας μας έβαζε στρωματσάδα κάτω, μας έστρωνε εκείνη τα σεντόνια τα καθαρά και περνούσαμε, ας πούμε, την Αποκριά που ήταν η επόμενη κι η Καθαρή Δευτέρα. Εκεί η χαρά μας ήτανε να φτιάξουμε τους αετούς, τα «στεφανωτά» που τα λέμε εδώ πέρα, να τα υψώσουμε, να μας πειράξουνε οι θείοι μας, να μας… καμιά φορά σηκωνόταν και: «Κοίταξε πήγε το δικό μου ψηλά ψηλά». Του βαρούσαν λοιπόν μια τουφεκιά, ήτανε έτσι μία οικογένεια πολύ ωραία του παππού. Έχω πολλές αναμνήσεις, γιατί με το τίποτα κάνανε ωραίο κέφι, ωραία συνάντηση, καθόταν, ας πούμε, να φάνε, έφερνε η γιαγιά το κρασάκι, που έφτιαχνε ο παππούς, έφτιαχνε αυτά τα δικά της και χοιροσφάγια κάναμε εκεί πέρα κι αυτά και ο πατέρας μου τραγούδαγε, ένας θείος μου πάρα πολύ τραγούδαγε ωραία και ο παππούς σοβαρός σοβαρός πάντα: «Άντε πείτε τώρα κι ένα τραγουδάκι» κι αρχίζανε κι εμείς όλοι πιτσιρίκοι από μακριά ε συμμετείχαμε, αλλά αυτά μας έχουνε ποτίσει και το διατηρούμε μέχρι τώρα έτσι, τα ξαδέρφια μας. Στις διακοπές πηγαίναμε εκεί στα Χρούσσα πάντα, όταν είμαστε μικρά στη γιαγιά, μετά όταν μεγαλώσαμε νοικιάζαμε κάποιο σπίτι -δεν χωρούσαμε όλοι στη γιαγιά- και νοικιάζαμε σπίτι και μεταφέραμε το νοικοκυριό, γιατί ήτανε το σπίτι, σπίτι σκέτο δεν είχε εξοπλισμό. Τα πρώτα χρόνια θυμάμαι που υπήρχαν κάτι αραμπά, πώς το λένε, έσερνε το άλογο μια πλατφόρμα από πίσω με ρόδες. Πάνω λοιπόν σ’ αυτό βάζαμε τα στρώματα, γκαζοντενεκέδες με τα πιάτα η μαμά μου ανάμεσα πετσέτες ετούτα κι αυτά τα ρούχα, ε Καλοκαίρι δεν θέλεις και πολλά ρουχισμό. Πήγαινε λοιπόν το άλογο τα πράγματα και πηγαίναμε με το ταξί εμείς. Όταν μεγαλώσαμε λιγάκι είχανε βγει τα φορτηγά. Η μητέρα μου επειδή έραβε δεν μπορούσαμε να πάμε απ’ την αρχή των διακοπών, πηγαίναμε αρχές Αυγούστου. Τότε λοιπόν βάζαμε τον εξοπλισμό πάνω στο φορτηγό κι ανεβαίναμε κι εμείς. Κι έλεγε ο αδερφός μου, εκεί στα Χρούσσα λοιπόν ερχότανε οικογένειες, ίδιες κάθε χρόνο κι είχαν κι εκείνοι παιδιά και κάναμε παρέα, έλεγε ο αδερφός μου: «Χα, τώρα να φτάσουμε θα πιάσω εγώ το ακορντεόν και θα δεις όλοι θα μαζευτούνε και θα μας τα πάνε στο λεπτό απάνω!» και γινόταν έτσι. Κάναμε παρέες και επινοούσαμε και παιχνίδια γιατί εντάξει τίνα κάνεις όλη μέρα; Βέβαια το νερό το κουβαλούσαμε, δεν είχαμε φως, δεν είχαμε ηλεκτρικό είχαμε αυτές τις τρομπαριστές «λουξ» τις λέγαμε. Επίσης για να μαγειρέψουν είχαμε κάτι γκαζιέρες με πετρέλαιο, δεν θυμάμαι, τις βάζαμε και τις τρομπάριζες κιόλας. Για να πιάσουμε το κολατσιό μας, ανεβαίναμε από έναν μαντρότοιχο απάνω σε ένα πευκάκι. Παίρναμε το αυγό μας, παίρναμε το ψωμάκι μας, το τυράκι μας, το αυτό και πηγαίναμε απάνω και ας φωνάζαμε στα ξαδέρφια που ήταν απ’ την άλλη μεριά. Κάναμε επίσης μέσα σε ένα χώρο, που ήταν δίπλα στο σπίτι μας, αθλοπαιδιές. Σκάμμα είχαμε κάνει, ύψος κι αυτά με άλλα παιδιά της γειτονιάς. Ντάμα παίζανε απάνω στα -ήταν ένα πευκόφυτο μέρος- ντάμα παίζανε και το βραδάκι οι γονείς μας μαζευόταν στο καφενείο του χωριού. Πηγαίνανε εκεί κάθε βράδυ όλοι. Εμείς όμως πηγαίναμε απέξω απ’ τη… δεν πηγαίναμε με τους γονείς, πηγαίναμε απέξω. Παραγγέλναμε ό,τι θέλαμε, όχι ό,τι θέλαμε, συνήθως τρώγαμε πατατάκια. Είχε μία κυρία που τα ‘φτιαχνε πάρα πολύ ωραία και αυτό ήτανε το καθημερινό μας, να φάμε πατατάκια. Μετά σαν νεολαία του χωριού κάναμε εκδρομές. Πηγαίναμε από τα Χρούσσα στη Βάρη να κολυμπήσουμε ή πηγαίναμε με αυτά με κιθάρες να τραγουδήσουμε το βράδυ ή αργότερα κάναμε στα σπίτια μας. Σήμερα, ας πούμε... έφερε απ’ το κυνήγι πουλάκια, τα κάναμε ψητά κι ερχόντανε οι άλλοι τρώγαμε και τραγουδούσαμε πάλι. Μας φιλοξενούσαν όμως και άλλα παιδιά. Όλες οι κυρίες, όλες οι μαμάδες εκ περιτροπής και καλύπταμε το Καλοκαίρι: «Σήμερα θα πάμε στον τάδε. Σήμερα θα πάμε στον τάδε». Μέσα σ’ αυτά κάναμε και βοήθεια του παππού. «Έχω να μαζέψω τα σύκα», πηγαίναμε όλοι μαζί. Είχε ένα γαϊδουράκι ο παππούς, τη Μαρίκα, έτσι τη λέγανε και έβαζε τους πιο μικρούς επάνω στο σαμάρι και από πίσω και εμείς οι πιο μεγάλοι προχωρούσαμε γιατί εντάξει δεν ήταν δίπλα στο σπίτι του το κτήμα.  Το ίδιο μας έκανε καμιά φορά για να πάμε και στη Βάρη. Πηγαίναμε συνήθως στο Αχλάδι. Ήταν πιο … κόβεις από μέσα τον δρόμο. Έτσι έβαλες δυο κόφες, από δω κι από δω, τις έστρωνε η γιαγιά με ένα κουρελά και βάζαμε τους πιτσιρίκους με το καπελάκι και πηγαίναμε. Βοηθούσαμε και τους θείους καμιά φορά, θυμάμαι ένας θείος έκανε εξώβεργες, που έπιανε τα πουλάκια με τον αξό, στον ήλιο τον βοηθούσαμε. Συναναστροφές δεν είχαμε, εγώ τουλάχιστο δεν είχα φίλες να πάω, να βγω μαζί τους γιατί είχαμε τόσα συγγενικά πρόσωπα και τόσα της οικογένειας που μας καλύπτανε. Ούτε πάρτι, ούτε με αγόρια, δεν, δεν [00:20:00]είχα εγώ σε αυτήν την ηλικία τίποτα.

Κληματαριά :

Ε τέλειωσε το, ας πούμε, τα εφηβικά χρόνια, ήρθε τώρα οι σπουδές μου. Εγώ το ‘θελα να γίνω δασκάλα από μικρή έτσι. Μάζευα τα ξαδελφάκια, τους έκανα σχολείο, τους έκανα τετραδιάκια, τους έκανα τέτοια αυτά. Ε πέτυχα… Φροντιστήριο δεν μπόρεσα να κάνω εδώ πέρα, πήγα ένα Καλοκαίρι, γιατί τότε δίναμε εξετάσεις τον Σεπτέμβριο. Πήγα ένα Καλοκαίρι στου Πειραιά τα μέρη, που είχε η μαμά μου μία θεία και με φιλοξένησε το Καλοκαίρι και έκανα έτσι λίγο μαθηματικά παραπάνω και εντάξει όλα τα μαθήματα έκανε. Μπορούσα να δώσω, όπως γινόταν παλιά άλλα χρόνια, σε 2 ακαδημίες, αλλά εκείνη συγκεκριμένα τη χρονιά βάλανε την ίδια μέρα να γίνουνε οι εξετάσεις και θυμάμαι ήρθε η μητέρα μου στο φροντιστή λέει: «Που να δώσει η κόρη μου, να δώσει στη Ράλλειο ή στην Αρσάκειο;». «Στην Αρσάκειο θα πάει» λέει, «Αντέχει», γιατί θεωρείτο πιο δύσκολη η ακαδημία επάνω, «Αντέχει». Πραγματικά έδωσα και πέτυχα με τη πρώτη. Δεν είχαμε οικονομική άνεση πολύ, μετρημένα. Δεν μας έλειπε τίποτα, δεν γρινιάζαμε για τίποτα και τώρα που συγκρίνω, ας πούμε, τα παιδιά λέω: «Τι ωραίοι είμαστε, έτσι με πολύ απλά μέσα κι όμως μία, μία ηρεμία και ένα ωραίο περιβάλλον… και στης γιαγιάς το σπίτι και στο δικό μας σπίτι». Η αλήθεια είναι ότι, εκεί τώρα μάθαμε ότι υπάρχει ένα οικοτροφείο, αυτό το οικοτροφείο το είχανε φτιάξει οι απόφοιτες Αρσακειάδες, βέβαια Αθηναίες, που είχανε ευμάρεια. Το είχανε φτιάξει για κοπέλες, που έρχονται από την επαρχία και να ‘χουν κι έναν λόγο, ας πούμε, πολύτεκνες, αυτές. Έκανα μία αίτηση και είχαμε τότε μία, η μαμά μου μία πρώτη εξαδέλφη καθηγήτρια μέσα στο γυμνάσιο -γιατί εκεί το Αρσάκειο ήταν από νηπιαγωγείο, δημοτικό σχολείο με πολλά τμήματα, γυμνάσιο, τότε γυμνάσιο είχαμε, δεν είχαμε λύκειο και οικοκυρική σχολή. Ήταν ένα συγκρότημα πολύ ωραίο. «Μήπως μπορούμε να, έχεις καμία γνωστή να προωθήσεις την αίτηση;». «Θα το δώσω», ήτανε έτσι ακέραιος άνθρωπος αυτή η εξαδέλφη, «Θα το πω» λέει: «Αλλά μην περιμένετε τίποτα αν δεν είναι σωστό». Τελικά με πήρανε όμως η μητέρα μου έτσι μας είχε, μπορεί να μην είμαστε, να μην είχαμε πρώτο-δεύτερα παπούτσια και τέτοια αλλά εντάξει και τη ρομπίτσα μου είχα και το αυτό μου όλα, και πάει αυτή η κυρία που μίλησε η εξαδέλφη, «Α μου είπες ότι κοπέλα έτσι που έχουνε, πολύτεκνη και τέτοια, αλλά βλέπω είναι πολύ …». «Ε είπαμε» λέει, «Είναι πολύτεκνη αλλά είναι συμμαζεμένοι άνθρωποι»! Εκεί το πρόγραμμα ήτανε έτσι βαρύ, γεμάτο. Πρώτα πρώτα στο οικοτροφείο είχαμε αναλάβει οι σπουδάστριες, αυτές οι οικότροφοι όλοι, την επιμέλεια, δηλαδή έπρεπε να σηκωθούμε το πρωί, μία ομάδα θα έκανε τις τουαλέτες, μία ομάδα θα έκανε τις σκάλες, μία ομάδα τη τραπεζαρία, δηλαδή δεν είχαμε παροχές εκεί, όμως μόνο το φαγητό, τη διαμονή, ναι το φαγητό μας το ‘φτιαχναν όμως στην κουζίνα, ένα ζευγάρι έτσι μεσόκοποι άνθρωποι με μία κυρία βοηθό. Αυτό ήτανε, πιάτα, όλα, ούτε πλέναμε πιάτα, μόνο τα μεταφέραμε. Εκεί έμεινα 2 χρόνια, ένα πρόγραμμα ωραίο … και εκεί θέλανε να μας δώσουνε κάποια κίνητρα έξω απ’ της επαρχίας να μας ανεβάσουνε. Είχαμε έξοδο μόνο τη Πέμπτη το απόγευμα και τη Κυριακή αν το δηλώναμε όλη μέρα ειδάλλως μόνο το απόγευμα της Κυριακής αλλά συνήθως βγαίναμε Πέμπτη για να πάμε να ψωνίσουμε και κάτι, όλο κάτι μας χρειαζότανε για χειροτεχνίες για ύλη σχολική και λοιπά. Όμως μας λέγανε καμιά φορά: «Κορίτσια έχει ένα πολύ ωραίο έργο στο Εθνικό Θέατρο. Αν θέλετε να βγείτε να μας το πείτε», γιατί βέβαια ύστερα η επάνοδος ήταν μετά το ωράριο που μας όριζαν, «Αν θέλετε να πάτε, θα πάτε όλες μαζί και θα γυρίσετε όλες μαζί». «Έχει στον Παρνασσό μία πολύ ωραία έκθεση ζωγραφικής, είναι του τάδε» μας τα ανέλυαν, «Να πάτε να τη δείτε» και οι εκδρομές μας εκεί πέρα -είχανε πρώτα πρώτα δικά τους λεωφορεία το σχολείο αυτό- ήτανε πηγαίναμε, ας πούμε, ημερήσιες, αλλά η μισή μέρα ήτανε κάπου να πάμε για να μορφωθούμε. Ακρόπολη, Γαλάτσι στο, εκεί που βγαίνει το νερό πώς το λένε, υδραγωγείο, στους Δελφούς καμιά φορά έτσι το αυτό και μετά το μεσημέρι μας έδιναν και από το οικοτροφείο ένα μικρό κολατσιό και γυρίζαμε. Εκδρομές μεγάλες μας είχαν πάει τη πρώτη τη χρονιά, θυμάμαι, μέχρι τις Πρέσπες επάνω. Πολύ ωραία εκδρομή. Με δικά μας, της σχολής λεωφορεία. Όλα Θεσσαλονίκη, Νάουσα, Έδεσσα, Σιάτιστα, όλα όλα αυτά, Καστοριά. Τη δεύτερη χρονιά πήγαμε Κρήτη. Πολύ ωραία ήτανε κι εκεί. Πάρα πολύ ωραία. Είχανε έτσι και, είχανε κι εκεί μας υποδέχονταν ακαδημίες. Θυμάμαι στη Καστοριά ήτανε που μας είχανε -δεν πήγαμε σε ξενοδοχείο- πήγαμε σε παιδιών σπίτια. Μας φιλοξενήσανε σε παιδιών του δημοτικού σπίτια, θυμάμαι ναι, έτσι και τις συνήθειες τους και τα αυτά. Στη Φλώρινα της ακαδημίας μας είχανε αυτό και κάτω στη Κρήτη είχαμε πάει στο Αρκάδι εκεί σε ένα, που είχε ένα μοναστήρι και μας είχανε φιλοξενήσει, αλλά εκεί ήτανε σαν κατασκήνωση οργανωμένη και είχαμε μείνει εκεί πέρα.

Κληματαριά :

Βγάζοντας την ακαδημία στα 19 μου, είχα κερδίσει μία τάξη, ευτυχώς βρήκα θέση αμέσως σε ιδιωτικό εδώ σχολείο και ανάλαβα. Πήρα τη πρώτη τάξη θυμάμαι, ήθελα να κάνω τα συστήματα τα καινούρια, είχα πάει και στο γραφείο της εκπαίδευσης λίγο και βοήθησα το Καλοκαίρι, έτσι μου λένε: «Θέλεις να ‘ρθεις για γραφομηχανή; Για να … ε έλα», «Έρχομαι» δεν ήξερα ακόμα βέβαια ε. Αυτή τη χρονιά όμως είχα το θλιβερό γεγονός να αρρωστήσει η μητέρα μου και τη χάσαμε αυτή τη πρώτη χρονιά που εργάστηκα και τότε η οικογένεια είχε άλλες, διαμορφωθήκαν άλλες συνθήκες. Ο πατέρας μου απ’ τον χαμό της μητέρας έπαθαν τα νεύρα του, μας ταλαιπωρούσε, μας βοηθήσαν τότε κάποιοι συνάδελφοί του και ανέβηκε σε μία νευρολογική κλινική και έμεινε αρκετά χρόνια εκεί πέρα, λίγο τον βγάλαμε αλλά ξανά με τον θάνατο της μητέρας -πριν τον θάνατο της μητέρας είχε πάθει- και με τον θάνατο τον φέραμε και είχε, είχε συνέλθει και λέμε, «Άντε σοκ ήταν αυτό, θα …» αλλά μετά πάλι έγινε πάλι τα ίδια και έμεινε πάρα πολύ καιρό εκεί πέρα. Τώρα η οικογένεια άλλαξε πάρα πολύ. Ευτυχώς είχαμε αγαπημένες αδελφές της μητέρας μου που μας νοιάστηκαν πάρα πολύ γιατί είχαμε και οικονομικά προβλήματα εκτός τα ψυχο… τα συναισθηματικά και τα… κι η λύπη και τον χαμό και τη… είχαμε και οικονομικά γιατί τότε ήτανε εποχή, που οι οικογένειες ψώνιζαν με μία λίστα. Έγραφες τι είχες πάρει και στο τέλος του μήνα ή έδινες έναντι ή αναλόγως το ξοφλούσες και χάνοντας τη μητέρα μου, είχαμε πολλές τέτοιες λίστες στον μπακάλη, στον μανάβη, στον... εκεί που έπαιρνε τα υλικά του ραψίματος. Ε μείνανε αυτά και έπρεπε κάποιος να τα -ο πατέρας βέβαια είχε τον μισθό του, αλλά δίναμε και ένα μέρος στη κλινική- γιατί εκείνη τη χρονιά είχε δώσει για πρώτη φορά ο αδερφός μου εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, αλλά με όλα [00:30:00]αυτά τα γεγονότα είχε περάσει σε κάποιες σχολές που δεν ήθελε. Ήθελε μηχανικός πολιτικός. Και άρχισα εγώ, το πρωί σχολείο, το μεσημέρι δυο μαθήματα ιδιαίτερα στο σπίτι που ερχόνταν δύο παιδάκια και τα διάβαζα, το απόγευμα σχολείο, γιατί είχαμε πρωί-απόγευμα και μετά το απόγευμα μέχρι το βράδυ στις 22:00 μέχρι κατ’ οίκον διδασκαλία έκανα σε ένα παιδί, που δεν μπορούσε να φοιτήσει στο σχολείο μέχρι τις 22:00 το βράδυ. Όλα αυτά ήτανε αμοιβές. Βέβαια δεν μπορούσα να … είχα και την αδερφή μου στο σπίτι και τον μικρό αδελφό, 3 αδέλφια ε και θυμάμαι, ας πούμε, «Πάρε μας και κανένα φρούτο». «Α περίμενε, φάτε τώρα τη ντοματούλα και το αγγούρι και όταν θα ξοφλήσουμε τα χρέη μας θα σας πάρω και φρούτο», ε βέβαια δεν μας έλειπε το καθημερινό φαγητό αλλά τα παραπέρα. Και κάθομαι και σκέφτομαι πολλές φορές, τότε ήμουνα στα 20 … στα 20 και μπόρεσα έτσι και κράτησα τα αδέρφια μου πραγματικά τα κράτησα. Βέβαια προσπαθούσα έτσι να, να σταθώ κι εγώ προσωπικά και θυμάμαι τότε είχα αναλάβει και πήγαινα έκανα κατηχητικά 2-3, το Σάββατο που ήμουνα ελεύθερη, γιατί εντάξει η ψυχαγωγία είχε λείψει πια με της μητέρας τον χαμό και το ‘χα δώσει εκεί, δεν κάθισα δηλαδή να με πάρει από κάτω… μπόρεσα και το… Την επόμενη χρονιά ο αδερφός μου πέτυχε στο Πολυτεχνείο, αλλά είχε πάει εκείνη τη χρονιά, δηλαδή την χρονιά που δεν επέτυχε, ήτανε πολύ καλός μαθητής εδώ πέρα και είχε έρθει ένας καθηγητής, που μετά είχε πάει στο Βαρβάκειο αυτός και όταν έμαθε ότι ανέβηκε ο αδερφός μου στην Αθήνα του λέει: «Θα σε πάρω χωρίς εξετάσεις στο Βαρβάκειο» ήταν πολύ καλός μαθητής. Πήγε στο Βαρβάκειο, αλλά εκεί είχανε εργασίες, είχανε μελέτες, δεν ξέρω τι, και εκείνος ήθελε να κάνει φροντιστήριο αυτά που δεν κάναμε εδώ πέρα πολύ, φυσική, χημεία και τέτοια και μαθηματικά και να του λέει: «Κύριε καθηγητά, ευχαριστώ για τη τιμή αλλά πείτε μου σε ένα άλλο να πάω που θα μπορώ να έχω ώρες να κάνω φροντιστήριο» και πραγματικά πέτυχε τη δεύτερη χρονιά. Τον επήρε όμως μία θεία, αδερφή της μαμάς μου, στην αρχή στο σπίτι της για 2-3 χρόνια θαρρώ και εδώ έμεινα με τα δύο αδέλφια τα μικρά. Επειδή, ας πούμε, ήμουν απασχολημένη πάρα πολύ με τα αυτά, ποιος να μας κάνει φαγητό στο σπίτι; Είχα βρει μια κυρία που είχε πολύ ανάγκη και εμείς φεύγαμε για το σχολείο και εκείνοι ήταν στα γυμνάσια τα δύο μου αδέλφια και ερχότανε άνοιγε το σπίτι, της είχα γράψει τι θα μας μαγειρέψει, μας έπλενε τα ρουχαλάκια μας, τα άπλωνε και έφευγε. Ναι εμείς πηγαίναμε, ζεσταίναμε το φαγητό, για λίγες ώρες δηλαδή, αλλά με ξεκούραζε από την έγνοια: «Τί θα φάμε; Πώς θα το μαγειρέψω και ποτέ;» γιατί εγώ γύριζα 22:00 η ώρα το βράδυ. Πάλι οι διακοπές όμως δεν τις στέρησα στα αδέλφια μου και μου το λένε, ότι προσπαθούσα να μην τους, να μην τους τονίζω τη κατάσταση της οικογένειας που είχαμε έρθει και πηγαίναμε πάλι εξοχή με όλες τις… ε εντάξει με πιο καλές συνθήκες λιγάκι αλλά όχι… πάλι σε σπίτι τέτοιο που παίρναμε τα ρούχα μας. Εκεί και τα αδέρφια μου εντάξει, κυνήγι πηγαίνανε, στις δουλειές των θείων μου βοηθούσαμε, το νερό κουβαλούσαμε, πλύσιμο στη στέρνα του θείου πηγαίναμε που είχε ένα μάγγανο εκεί και πλέναμε εκεί πέρα, γιατί που να κουβαλούμε το νερό να πλένουμε στο σπίτι; Πηγαίναμε εκεί και μετά τα φέρναμε και τ’ απλώναμε στο σπίτι. Το '61 εκεί το… δηλαδή μετά 4 χρόνια που ήμουνα στο ιδιωτικό, μου ήρθε διορισμός, αλλά τότε είπανε ότι στην -τότε ήτανε οργανικές θέσεις εδώ στις Κυκλάδες, σε όλα τα σχολεία- και λέγανε είπανε εδώ στο γραφείο ότι δεν έχει θέση στην Σύρο για να ‘ρθει δασκάλα. Ο πατέρας μου είχε συνέλθει και. «Τι λες; Κι εγώ τι θα γίνω;» είχε επιστρέψει, «Τι θα γίνω; Να φύγεις εσύ, τι θα γίνω εγώ;» και παίρνει το πλοίο και ανεβαίνει στο υπουργείο και βρέθηκε ένας άνθρωπος εκεί: «Αν μου πάρετε το παιδί… » αυτά και είπε τις συνθήκες της οικογένειας και με διορίσανε εδώ πέρα. Τόσο απλά ρε παιδί μου, δεν ξέρω πώς, μεγάλη χαρά έκανα κι εγώ εντάξει όχι ότι είχα και πρόβλημα αλλά εντάξει άλλο είναι να είσαι σπίτι και μ’ αυτές τις συνθήκες. 

Κληματαριά :

Εντάξει '61 διορίστηκα μετά ε είχανε τα παιδιά είχανε πάει πια στην Αθήνα, ο μεγάλος είχε, η μικρή είχε περάσει στου Δοξιάδη τη σχολή, γιατί ήτανε έτσι ένα παιδί πολύ αγχωτικό και δεν ήθελε να δώσει εξετάσεις ενώ ήτανε άριστη μαθήτρια: «Δεν μπορώ». Όταν είχε εξετάσεις εγινότανε μαύρη, έκανε αυτή του στομάχου, νεύρωση στομάχου, δεν μπορούσε να φάει, δεν μπορούσε να αυτό. Τελικά μπήκε εκεί πέρα και ανέβηκε και οι δύο και με τα δύο μου τα αδέλφια πιάσανε ένα σπίτι, φύγαν απ’ τη θεία, δεν μπορούσε. Εδώ μέσα στις παρέες και αυτά -σου λέω έκανα κατηχητικά και είχα, έστελνα, ας πούμε, στο διευθυντή που ανήκε το: «Αυτή τη μέρα θα έχουμε αυτή την ώρα και αυτά» είχαμε γνωριστεί λοιπόν με μια κυρία, που είχε έρθει εδώ στη Σύρο, δεν ήταν από δω -όχι κυρία ακόμη δεν ήτανε κυρία- ερχότανε, είχε έρθει στη Σύρο διευθύντρια σε ένα σχολείο εδώ και με τους συναδέλφους κάναμε τις χοροεσπερίδες και τέτοια αυτά, ε γνωριζόμαστε με άλλους. Είπε λοιπόν στον κύριο, στον δάσκαλο που ήταν εκεί: «Σε παρακαλώ, μπορείς να μου… βρες μου» λέει «μία κοπέλα να κάνουμε λίγο παρέα, γιατί εγώ είμαι ξένη εδώ πέρα» κι αυτά. «Να σου γνωρίσω» λέει «μια που κάνει κατηχητικά εκεί πέρα»! και με γνώρισε. Κάναμε παρέα μ’ αυτή την κυρία, την κοπέλα, πάρα πολύ παρέα ύστερα βγαίναμε, ερχόταν σπίτι μου, πήγαινα σπίτι της, περπατούσαμε, έτσι λίγο είχα ξεφύγει από το πολύ… την πολλή υποχρέωση. Σ’ αυτή την παρέα λοιπόν αυτός ο δάσκαλος, δεν ήταν από δω, από Σάμο ήτανε, με ξεχώρισε, δεν ξέρω δεν υπήρχε τίποτα εκ μέρους μου, να τον προκαλέσω και αυτά και έβαλε την κοπέλα αυτή να με ψαρέψει κάπως έτσι, ναι. Ε λέω δεν έχω τίποτα, ούτε και πρόλαβα λέω στη ζωή μου να φτιάξω κάτι, να νοιώσω κάτι, είχα τόσα πολλά και τόσο πολύ… μου ‘χαν στεγνώσει τη ψυχή μου που… «Να, ξέρεις αυτό». «Τι να σου πω -λέω- έχω ακόμα υποχρεώσεις βρε παιδί μου, έχω…» έστελνα στα αδέρφια μου ακόμα χρήματα, «Έχω υποχρεώσεις». «Μα και εκείνο είναι μόνο του εδώ πέρα» λέει «το παιδί». Ήτανε και ο μπαμπάς του δάσκαλος, έτσι πολύ νοικοκυραίοι άνθρωποι εκεί στη Σάμο, πολύ… έπεσα καλά! Ε εντάξει, «Να το πω και στον πατέρα μου». Το είπα στον πατέρα μου, «Α, θα κάνουμε γράμμα στον άνθρωπο αυτόν, γιατί εγώ δεν θέλω να λέει ότι του ξελογιάσαμε τον γιο»! Το λέω στον άντρα μου, «Δηλαδή τι… τί έκανα; Μόνο παρέα κάναμε». Μόνο παρέα τίποτα τίποτα τίποτα το ιδιαίτερο. «Εγώ θα πάω τα Χριστούγεννα κάτω στους γονείς μου, μου έχουν δώσει εν λευκό να διαλέξω τη γυναίκα μου. Θα τους το πω και μόνο θα τους το πω» λέει «είναι δική μου η επιλογή». Φαγώθηκε ο πατέρας μου, «Το ‘φτιαξε εν αγνοία μου». Στεναχώρια εγώ... «Δηλαδή!» ε και τσαντίστηκε ο άντρας μου αλλά τελικά ο πεθερός μου το πήρε πάρα πολύ τιμητικά, ότι τον υπολόγισε ο πατέρας μου. Τέλος πάντων, με φιλία, ας πούμε, καταλήξαμε, γιατί εγώ δεν ήθελα ούτε να βγαίνω [00:40:00]ούτε να μπαίνω ούτε να αυτό. Ήρθαν το Πάσχα εκεί ο πεθερός μου και ο κουνιάδος μου -είχα έναν κουνιάδο που ήτανε οινολόγος, πολύ αξιόλογος άνθρωπος με μετεκπαιδεύσεις στη Γαλλία, δεν έφτιαξε οικογένεια, αλλά ήταν της επιστήμης παιδί, πολύ σοβαρό, αξιοπρεπέστατο και δεν τελικά δεν έκανε οικογένεια- κι ήρθανε λοιπόν εδώ πέρα, γνωρίσανε το σπιτικό μας. Ε, το Καλοκαίρι παντρευτήκαμε, χωρίς ιδιαίτερα πράγματα, πήγαμε στη Ρόδο, είχε σπουδάσει στη Ρόδο άντρας μου, πήγαμε ταξίδι και συνέχισα να ακόμα να δίνω λέω, παντρεύτηκα αλλά δεν είχα, ας πούμε, τα προικιά που έχουνε, κάτι βέβαια είχα αυτές τις θείες στην Αθήνα που μου ανεβάσανε για να μην μου λείψει η παρουσία της μητέρας, μου ράψαν νυφικό το καλύτερο, δικό μου, ρόμπες, φορέματα, ταγιέρ, μαντό τότε της οικογένειας… να μην νοιώσω άσχημα. Και με τα απαραίτητα: «Δεν είμαι έτοιμη βρε παιδάκι μου» λέω, «δεν έχω στην άκρη χρήματα, θέλει εξοπλισμό το σπίτι», «Έγνοια σου» μου ‘λεγε ο άντρας μου, «θα τα φτιάξουμε μαζί». Και πραγματικά έτσι ξεκινήσαμε και έτσι και τελειώσαμε, γιατί τα πάντα τα κάναμε με ένα ωραίο κουμάντο στη ζωή μας, δεν χρωστούσαμε ποτέ, δεν πήραμε δάνειο ποτέ και τούτο το σπίτι, πούλησα εκείνο το άλλο μου το πατρικό, γιατί μου το δώσανε προίκα μου το δώσανε εκείνο, για την προσφορά μου, ας πούμε, γιατί η μητέρα μου είχε -λες και καταλάβαινε ότι θα φύγει γρήγορα και έλεγε, «Ακούστε να δείτε, στη ζωή… έτσι όπως είσαστε να είστε αγαπημένοι, ο ένας θα βοηθήσει τον άλλον να ξεκινήσει στη ζωή.» Και το σπίτι μου το δώσανε έτσι για την προσφορά μου, γιατί τόσα χρόνια είχα βγάλει πολλά χρήματα πολλά χρήματα και δεν είχα κρατήσει τίποτα δικό μου. Και όταν παντρευτήκαμε και είχαμε ανάγκες έτσι, το καταλάβαινα το ‘βλεπα, λέω στον άντρα μου: «Τώρα δεν μπορούμε να στέλνουμε και στα παιδιά», «Τι λες; Και κλέφτης θα γίνει ο αδερφός σου;» ήτανε κάτι που εμένα με ικανοποίησε πάρα πολύ αυτό το πράγμα. Τον άντρα μου βέβαια δεν τον είχα γνωρίσει πολύ καλά, ούτε τον χαρακτήρα του, αλλά με βοήθησε η υπομονή μου και η προσφορά του, το ότι ήταν ένας ακέραιος άνθρωπος και τον βοήθησα όχι μόνο σαν σύζυγος αλλά και σαν συνάδελφος και σαν νύφη στην οικογένειά του, γιατί δεν έκαναν άλλη νύφη. Ήτανε απόλυτος, έτσι έναν αντρικό χαρακτήρα ωραίο, εργατικός, τελειομανής σε ό,τι αυτό και πολύ προοδευτικός. Ήθελε τα πάντα να γίνουν έτσι μπροστά από τα χρόνια του. Υπηρετήσαμε στην Άνω Σύρο εκείνος 22 χρόνια εγώ 24, είχα πάει πιο νωρίς, σε αυτό το… τα χρόνια απέκτησα το πρώτο μου παιδί, είχαμε παραλάβει αυτό το σχολείο από ένα ζευγάρι συναδέλφων, που είχανε καθίσει -δεν ξέρω πόσα χρόνια- και υπήρχε μέσα εκεί σορός, ούτε βιβλιοθήκες οργανωμένες, ούτε… κάτι χάρτες από δω κι από κει, ένα… και αρχίσαμε σιγά σιγά και οργανώσαμε ένα σχολείο πρότυπο επάνω. Με εργαστήρια, ο άντρας μου ήταν πολύ καλός στα πρακτικά, θυμάμαι ένα Καλοκαίρι στη Σάμο είχε πάρει κάτι βιβλία από το Ευγενίδειο Ίδρυμα, να κάνει φυσική και χημεία με μέσα πρόχειρα μέσα, με συσκευές από πρόχειρα μέσα και είχε κάνει ηλεκτρομαγνήτη, είχε κάνει μοτεράκια, είχε κάνει αυτά, όλα σε ξύλο φτιαγμένα με τα χέρια του. Αυτά τα είχαμε σιγά σιγά καμωμένα, οργανώσαμε βιβλιοθήκη, οργανώσαμε με χάρτες, οργανώσαμε … ύστερα είχαμε ομάδες τα παιδιά φτιαγμένα, άλλους για τον κήπο, άλλους για το κουδούνι, άλλους για το… ερυθροσταυρίτες, άλλους για το φαρμακείο, άλλους για τους χάρτες και είχαμε κάνει μία οργάνωση πάρα πολύ άνετη στο σχολείο. Ήξερε κάθε παιδί τι θα κάνει και καθαρίζαμε και το σχολείο οι δάσκαλοι και τα παιδιά με μία μεγάλη ευχαρίστηση, μέχρι και τις τουαλέτες. Ήταν τότε με ασβέστη οι τουαλέτες, τουρκικές αυτές τις λέμε, με ομάδες και οι δασκάλες και τα παιδιά. Όλα τα παράθυρα ήτανε γλάστρες, με φυτά που εμείς τα είχαμε φυτέψει. Κήπους από κάτω, λίμνη με νούφαρα και ψάρια. Πάρα πολύ ωραίο σχολείο. Ε όταν ερχότανε κάποιος τότε είχαμε αξιολόγηση με τους επιθεωρητές. Όταν ερχόντανε, τα θαυμάζανε: «Βρε δεν έχει ούτε στην Αθήνα τέτοια σχολεία! Μη φύγετε από δω…», «Ποιος σου είπε» έλεγε ο άντρας μου, «πως θα φύγουμε;». Αλλά είχαμε και στα παιδιά έτσι πειθαρχία, αλλά όχι με φωνές και τέτοια, είχαν μπει στην αρχή είχαμε πολύ ατίθασα παιδιά. Είχα εγώ ένα παιδί στην Δ' θυμάμαι και ήμουνα έγκυος στον γιο μου και ήτανε πολύ ατίθασο. Είχανε ένα παρατσούκλι, που το λέμε: «αντάρτηδες», αυτός μου είχε πει ο διευθυντής, δεν είχε έρθει ακόμη ο άντρας μου διευθυντής, «Πρόσεχέ τονε αυτόν» μου λέει «και αν σου κάνει τίποτα, φέρτονε μέσα». Ε μου έκανε ο Αντώνης ένα σωρό φασαρίες στη τάξη και προκλητικά! «Αντώνη κάθισε φρόνιμα, Αντώνη κάθισε φρόνιμα θα σε πάω στον κύριο, Αντώνη…». Μια μέρα τον πήγα. Ε δεν μπορώ να … τον έχω με το καλό, τον έχω με το, «Έλα εδώ!» τον έπιασε λοιπόν στο ξύλο και έπιασε ο Αντώνης μία αξίνα, που είχαμε στην άκρη για τον κήπο και λέει στον διευθυντή, «Μη τυχόν και με πιάσεις, να θα σου τη πετάξω» και τότε ήτανε που νευρίασε ο διευθυντής, τον έπιασε, λέω στον άντρα μου, «Μωρέ την τάξη άνω κάτω να μου κάνει, δεν τον ξαναπάω. Θα τον σκοτώσει» λέω! Ε ο Αντώνης έγινε ένα καλό παιδί, μετά τον παρέλαβε ο άντρας μου αλλά πάντα πάντα έτσι ατίθασο, τον είχα εγώ Γ', Δ' εντωμεταξύ ήρθε ο άντρας μου διευθυντής πέμπτη έκτη είχε. Έτσι, «Αντώνη...», «Κυρία μας πειράζει ο Αντώνης» λέγανε τα παιδιά, «Αντώνη...». Αυτός όμως καβάλαγε τον φράχτη του σχολείου και χανότανε αλλά την άλλη μέρα ερχόταν πάλι. Και ήτανε απ’ τα τελευταία παιδιά που ηρχότανε ξυπόλητα στο σχολείο και είχανε σάκα με ύφασμα φτιαγμένη, με λουρί εδώ, αλλά ερχότανε κοντά σου και μοσχοβόλαγε σαπούνι. Καθαρό αυτό το παιδί. Μεγάλη οικογένεια κι αυτό. Ο πατέρας του ψαράς, θαρρώ πως ήτανε, αλλά πρέπει να ‘χε πολύ έτσι μάνα νοικοκυρά.

Κληματαριά :

Στο σχολείο μας ερχότανε και κάνανε συνέδρια, κάνανε διδασκαλίες ξένοι αυτοί οι δάσκαλοι, είχαμε οργανώσει συσσίτια, είχαμε οργανώσει ομάδες Ερυθρού Σταυρού, στις είπα, κάποτε είχε έρθει ένας επόπτης, τότε ήταν έτσι η ιεραρχία, επόπτης, γενικός επιθεωρητής, γενικός νομαρχιακός επιθεωρητής -επί Χούντας πρέπει να ήτανε- νομαρχιακός επιθεωρητής, γενικός επιθεωρητής, όχι γενικός νομαρχιακός και ο απλός ο ντόπιος. Και ο ένας επιθεωρούσε τον άλλον. Στου άνδρα μου τη τάξη. Ήτανε πολύ καλός δάσκαλος, πολύ καλός. Ε όποιος ερχόταν τώρα από πάνω, γενικός επιθεωρητής, επειδή και ο επιθεωρητής επιθεωρούτανε βάσει των διδασκαλιών των δασκάλων του, τον φέρνανε εκεί πάνω και έλεγε, «Τόσα σχολεία έχει η Ερμούπολη, η Άνω Σύρος μόνο είναι παρούσα;».  Μια φορά είχαμε έναν επιθεωρητή απ’ την Αλεξανδρούπολη εδώ πέρα και είχε και την οικογένειά του [00:50:00]κι η γυναίκα του δασκάλα και παίρνει ένα τηλέφωνο ο άντρας μου, «Θα ‘ρθω αύριο να κάνω επιθεώρηση στο σχολείο». «Α μέχρι εδώ και μη παρέκει» λέει ο άντρας μου, «Θα πάτε στο επόμενο σχολείο. Φτάνει πια» λέει. «Μα Νίκο, μπορούσα να έρθω χωρίς να στο πω», «Ε κι εγώ μπορούσα να κάνω μια αναφορά και να πω ότι πάω εκδρομή». «Σε παρακαλώ» λέει, «θέλω να πάρω ένα καλό βαθμό, γιατί η οικογένειά μου είναι διαμελισμένη, τα παιδιά μου σπουδάζουν στη Θεσσαλονίκη, εγώ είμαι εδώ με τη γυναίκα μου…», «Τώρα μου μίλησες καλά» του λέει: «έλα κι έγνοια σου». Και θυμάμαι πιάσαμε και κάναμε, θυμάμαι τη διδασκαλία τη ροή των υγρών, την πίεση των υγρών μάλλον, και κάναμε τα πειράματα, αλλά με πρόχειρα μέσα έτσι, να το καταλαβαίνουν τα παιδιά όχι να φέρεις μία συσκευή και να πεις, «Να έτσι είναι», με ένα έλασμα θυμάμαι που ήθελε να κολλήσει απάνω σε ένα σωλήνα και να τον βάλεις μέσα και να δείξει ότι πιέζει το νερό και δεν μπαίνει νερό μες στη σωλήνα. Τον βοηθούσα κι εγώ θυμάμαι μου λέει: «Δώσε μου ένα πράμα να το κάψω τη σωλήνα να ‘ναι αυτό» αλλά έλα που δεν πήγαινε καλά. Το ‘κανε μια, το ‘κανε δυό, νευρίασε κι έφυγε, «Φύγε» του λέω: «θα το φτιάξουμε» και θυμάμαι ήτανε κι ο Κώστας εκεί στο, στο άλλο μας σπίτι είμαστε, «Έλα βρε Κώστα να το φτιάξουμε». Το φτιάξαμε λοιπόν ωραία και τον παίρνει τηλέφωνο την επόμενη εβδομάδα, «Σ’ ευχαριστώ» του λέει, «50 μου ‘βαλε. Θα φύγομε!». Ε τι να… καμαρώναμε κι εμείς, γιατί εντάξει πάντα είμαστε κατ’ επιλογήν όλοι και εγώ και κείνος. Μια φορά είχε περάσει από δω ένας γενικός επιθεωρητής, που πήγε μετά στη Σάμο και πήγε στο... είχε και εκεί στο χωριό του άντρα μου έναν καλό δάσκαλο και τον πήγανε εκεί ο επιθεωρητής τον πήγε στο χωριό και λέει: «Α πολύ ωραίο το κτίριο του σχολείου. Ποιος -λέει- είχε προβλέψει εδώ αίθουσα για νηπιαγωγείο, αίθουσα για χημείο, αίθουσα για αυτό στο κτίριο το καινούριο εκεί;», «Α -λέει- ήταν ένας δάσκαλος πολύ καλός», «Μπορώ να τον δω;», «Ναι, ένα γεροντάκι είναι» λέει, «πάει βόλτα», «Φώναξέ τον» λέει, «εδώ πέρα». Τον φωνάζει, «Δάσκαλε έλα εδώ». Ήταν ο πεθερός μου. Του λέει λοιπόν, «Μπράβο δάσκαλε, πώς τα είχες;» γιατί εκείνοι τότε δεν είχαν ακαδημίες και τέτοια πολλά αλλά ήταν κι εκείνος μελετηρός πάρα πολύ ο πεθερός μου και προοδευτικός και εκείνος και λέει: «Α ναι, ε διάβασα τις αυτές του τάδε του τάδε και είχα βρει ένα ωραίο έτσι κτίριο, που να έχει αυτές τις προδιαγραφές και το κάναμε εδώ στο χωριό». «Α, πώς λέγεστε;», λέει: «Τι τον έχεις τον… αυτόν στη Σύρο;», «Αα είναι γιός μου» λέει. «Βρε παιδάκι μου -λέει- τι, μπράβο και τούτο και» και έκλαιγε ο πεθερός μου, μας πήρε τηλέφωνο, «Τι έχει ρε μπαμπά η μάνα; Η μάνα έπαθε τίποτα;», «Όχι παιδάκι μου, να τι χαρά που πήρα σήμερα»! Αχ, αυτά. Ο πατέρας μου είχε έτσι στα χρόνια τα αυτά είχε φτιάξει, όπως σου είπα, τον είχα στην αρχή λίγο μαζί μου, στο δικό μου σπίτι, αλλά μετά του νοίκιαζα ένα σπίτι, ας πούμε, ένα διαμερισματάκι μεσοτοιχία με την καμάρα μου ήτανε, μετά ένα άλλο εκεί στη γειτονιά είχα την έγνοια του, είχα την… φαγητό συνήθως έτρωγε έξω το βραδάκι αλλά τον νοιαζόμουνα και γι’ αυτό. Ήρθε το πρώτο μου το παιδί, το μεγάλωσα, δεν είχα μητέρα ούτε και καμιά έτσι βοήθεια, είχα μια καλή γειτόνισσα κι είχαμε φέρει μία κοπελίτσα από την Σάμο, που την είχα όλη μέρα, από τη Σάμο, έμενε στο σπίτι εκεί πέρα, ε με αυτήν το μεγάλωσα αλλά είχε δίπλα την έγνοια, «Γιατί κλαίει το παιδί;» στα δύσκολα της την φώναζε, αυτή μου φάνηκε πολύ, πολύ σημαντική.

Κληματαριά :

Το μεγαλώνω το παιδί, δεύτερη με το φαγητό με όλες τις υποχρεώσεις του σπιτιού, σχολείο, ε κοινωνική ζωή δεν είχαμε πάρα πολύ έντονη, έναν κινηματογράφο πηγαίναμε το Σαββατοκύριακο, επίσκεψη σε γιορτές, είχαμε τότε τις γιορτές τις ονομαστικές που πηγαίναμε εντάξει μπορεί να ‘χαμε 3 Γιάννηδες από συναδέλφους και συγγενείς. Ε το ίδιο δεχόμαστε κι εμείς. Με φίλους, με ζευγάρια συναδέλφων, ήρθε ο καιρός ύστερα δεν μας χώραγε το σπίτι, ετοιμαζόμαστε να κάνουμε κάτι πιο ευρύχωρο με ένα καλό κουμάντο, σου είπα, χωρίς … με καλή διαχείριση, πήραμε ένα ακίνητο αυτό και το επισκευάσαμε όπως ήτανε παλιά και το νοικιάσαμε, κάναμε κι από κάτω γκαρσονιέρες με προσωπική εργασία, πολύ προσεγμένες και έτσι αποσβέσαμε τα χρήματα που είχαμε δώσει. Μετά από χρόνια έτσι άρχισε να θέλει, το γκρεμίσαμε και το κτίσαμε ετούτο δω απ’ την αρχή χωρίς, σου είπα, ούτε δάνειο, τίποτα μόνο μας βοήθαγε ο πεθερός μου, γιατί όλες τις διακοπές μας πηγαίναμε εκεί. Χριστούγεννα, Πάσχα κι όλο το Καλοκαίρι και δεν μας άφηνε να δώσουμε μία δραχμή τότε, ήταν δικά του όλα τα έξοδα και αυτά ήτανε ο κουμπαράς μας. Σιγά σιγά τα μαζέψαμε, πήραμε κι εκείνο και μετά με το ένα εφάπαξ με το… πουλώντας εκείνο το σπίτι κάναμε ετούτον τον όροφο, με τα εφάπαξ τελειώσαμε τα από κάτω, αλλά έπεσε πολλή προσωπική δουλειά. Πατώματα έχουμε στρώσει, μπογιές, ναι πάρα πολύ προσωπική, ‘πιαναν και τα χέρια του. Όταν μεγάλωσε ο μεγάλος γιος, ήθελε να γίνει φυσικός και αυτά τέλος πάντων είχαμε τότε, έκανε Ιταλικά, τον στείλαμε στην Ιταλία. Μπόρεσε και πήρε βέβαια μεταγραφή και έβγαλε το ελληνικό πανεπιστήμιο εδώ πέρα στην Αθήνα, φυσική. Ο μικρός πήγε δασοπονία. Στρατιωτικό ο μεγάλος, αυτό ο μικρός, τελείωσε και στρατιωτικό, παντρεύτηκε ο μεγάλος, αποκτήσαμε το πρώτο μας εγγόνι, μεγάλωσαν κοντά γιατί, εντωμεταξύ είχαμε τελειώσει το σπίτι από κάτω και κάθισαν από κάτω τα παιδιά, και επειδή, ας πούμε, κι εγώ είχα στερηθεί της μητέρας τη θαλπωρή και τη βοήθεια και αυτά, μπόρεσα και έδωσα στη νύφη μου ό,τι δεν είχα εγώ. Τα παιδιά να της το αυτό, το φαγάκι της όταν δεν μπορούσε εκείνη να μαγειρεύει, δεν είχε χρόνο γιατί εργαζόταν και ο Κώστας τα ίδια. Ήρθε ύστερα και το πρώτο εγγόνι. Εκεί ενάμιση μήνα πριν γεννηθεί το δεύτερο, χάσαμε με ατύχημα τον μικρό μου τον γιο, ε πάλι άλλαξε… χάθηκε ο κόσμος κάτω από τα πόδια μας, αλλά εντάξει μπόρεσα να το χειριστώ και να το… με απασχόλησε κυρίως εμένα με ξελογιάζει η δουλειά. Δουλειά, δουλειά θέλω να βρίσκω κάτι να κάνω, δεν μπορώ να καθίσω έτσι και αυτό ήτανε μεγάλο φάρμακο στη ζωή μου. Εντάξει ήθελα να στηρίξω και το και το γιο μου τον άλλον και τον άντρα μου. Τώρα με την ανατροφή των παιδιών των εγγονιών λιγάκι ισορροπήσαμε πάλι η ζωή, στη ζωή δεν είναι τίποτα δικό σου όλα είναι στο έλεος. Ούτε το μυαλό μας, που το χάνουμε χωρίς να θέλουμε, ούτε τί φτιάξαμε, την περιουσία μας, ούτε τα παιδιά μας, τίποτα δεν μας ανήκει στη ζωή. Αυτό το ‘χω… ό,τι δημιουργούμε με έναν σεισμό με ένα αυτό, τα βλέπουμε και στα σημερινά δεδομένα. Βαδίσαμε με τον σύζυγο, ώσπου και κείνος παρουσίασε μια άνοια, σιγά σιγά, λίγο την επήρα νωρίς είδηση, αλλά αυτό το πράγμα δεν φτιάχνεται απλά πηγαίνει πιο μακροχρόνια. Ε εντάξει πέρασα άσχημα, άσχημα χρόνια [01:00:00]όχι, ευτυχώς όχι πολλά. Παράλληλα με το, όχι παράλληλα, πριν απ’ αυτά, δεν είπα ότι όταν ήρθε ο πατέρας μου κι αυτά, τον επάντρεψα τον πατέρα μου. Του βρήκα μια κυρία πριν γεννηθεί… όχι, πριν παντρέψω τον γιο μου, πριν παντρέψω τον γιο μου, βρήκα μία κυρία, γιατί ο πατέρας μου ήτανε έτσι άνθρωπος, ήτανε ήμερος άνθρωπος και δεν θυμάμαι ποτέ να μας μάλωσε, έτσι, να μας φώναξε, να μας αυτό και χαρακτήρας αδύνατος έτσι πιο, το κουμάντο ήτανε η μητέρα μου, χωρίς όμως να τον υποτιμάει, χωρίς ποτέ. Και βρήκα μια κυρία, δεν είχε παντρευτεί, αλλά ήταν μεγαλούτσικη και κείνη και πέρασαν πάρα πολύ ωραία χρόνια. Πήγαιναν τις εκδρομές τους, αυτό ήθελε ο πατέρας μου, να έχει ανεξαρτησία και παρέα. Πήγαιναν εκδρομές στη Κέρκυρα, που, όπου δυο και κείνοι τρείς. Και αυτό με ευχαριστούσε γιατί εντάξει δεν πήγε χαμένη και η υπόλοιπη -όταν χάθηκε η μητέρα μου ήταν 57 ετών, ήταν πολύ νέος- και μάλιστα επειδή κι ο κουνιάδος μου δεν ήθελε δεν, φοβότανε τον γάμο, μου λέγανε τα πεθερικά μου: «Βρες του μια κοπέλα να τονε …». Ε εντάξει κι εκείνος τελικά, γιατί προηγήθηκε… γεγονότα με τα πεθερικά μου που και ο πεθερός μου είχε πάθει άνοια και τους φέραμε εδώ πέρα με τη πεθερά μου, η οποία είχε ένα γυναικολογικό θέμα που δεν επιδεχότανε εγχειρήσεις και τέτοια, μας είπανε, «Θα ζήσει από 2 μέχρι 6 μήνες». Και τους εφέραμε, στο άλλο σπίτι είμαστε ακόμη, μαζέψαμε ό,τι έπιπλα είχαμε και ό,τι δεν είχαμε για πολλούς χώρους, βάλαμε δυο κρεβατάκια και τους είχαμε εκεί πέρα. Και ετοιμάζαμε τότε ετούτο το σπίτι, να τους δώσουμε κάτω κάτω ένα διαμερισματάκι, αυτό που έχει ο Νίκος τώρα, και να τους έχουμε μία κυρία όσο θα λείπουμε στο σχολείο να τους προσέχει εκείνη. Τους φέραμε εδώ πέρα, ο πεθερός μου είχε, σου λέω, άνοια και χάθηκαν! Δηλαδή τους φέραμε μέσα στον Αύγουστο για να συνηθίσουν την κυρία, τους το είχαμε έτοιμο κάτω, όλο. Να συνηθίσουν την κυρία, να τη βάλω κι εγώ σε ένα δρόμο και αυτά και μέσα στον Σεπτέμβριο, 7 ο παππούς και 27 η πεθερά μου χάθηκαν, πεθάνανε. Τον πεθερό μου το βρήκα εγώ, έτσι, είχε πάθει ανακοπή μες στον ύπνο του. Είχε βέβαια, τον κούραζε πάρα πολύ τον άντρα μου, ήθελε να φύγει, είχε αυτή τη μορφή της άνοιας, «Να φύγει, να φύγει, να φύγει». Τον πήγαινε από δω, τον πήγαινε και ήτανε, δεν καταλάβαινε τίποτα, δεν είχε φτάσει έτσι ο άντρας μου ευτυχώς. 

Κληματαριά :

Αυτά! Τώρα, ζω εδώ πέρα, ασχολούμαι με τα πάντα… ό,τι έτσι κι ένας να ‘ρθει να μου πει, «Μπορείς να μου κάνεις αυτό;» πρώτο πρώτο θα το φτιάξω, με ράψιμο, με μαγείρεμα, με ζαχαροπλαστική, με… εντάξει και του σπιτιού όλες τις δουλειές και αγροτικά και αυτά. Έχω τον Νικολή από κάτω, μεγάλη χαρά κι αυτό, να το νοιάζομαι, με πολλή αγάπη κι αυτόν και βοηθώ τον αδερφό μου… μέχρι που να ‘χω κι εγώ το μυαλό μου και τις δυνάμεις μου!

Ζ.Α.:

Πολύ ωραία. Στο Αρσάκειο, θέλω να μου πείτε για αυτό που κάνατε για την… που κάνατε τα αγροτικά και την κηπουρική γιατί δεν μου το ‘πατε αυτό.

Κληματαριά :

Είχαμε, είχαμε μία καθηγήτρια γεωπόνο, να το πω και τ’ όνομα; Τη κυρία Κωκέβη, ένα χαρούμενο άνθρωπο έτσι γελαστό πάντα και μας μάθαινε, είχαμε αυτό το ιδιαίτερο μάθημα τα γεωπονικά. Τα γεωπονικά τώρα ήταν ένα μάθημα που έπρεπε να μας ετοιμάζουν γιατί, κι αυτό δεν το είπα, τώρα τώρα μαθαίνω ότι πιο πολύ για να γίνεις δασκάλα έτσι έχεις πιο πολύ θεωρητικά μαθήματα, πανεπιστημιακού επιπέδου έτσι, αλλά και μείς είχαμε πανεπιστημιακού, είχαμε δύο καθηγητές πανεπιστημίου, που μας έδιναν μαθήματα στο μάθημά τους. Όμως μας ετοίμαζαν πιο πολύ σε πρακτικό επίπεδο. Δηλαδή, μία δασκάλα που θα πάει σε ένα χωριό, πρέπει να ξέρει να μην είναι έξω από τη ζωή των ανθρώπων εκεί πέρα, να ξέρει πως μπορούν να βελτιώσουνε την κονικλοτροφία, τα κουνέλια ήταν αυτό, πώς θα κάνουν τα κοτέτσια στις κότες, για να είναι καθαρά, να είναι σύγχρονα, σε εκείνη την εποχή σύγχρονα, τώρα μπορεί να έχουνε βελτιωθεί ακόμη. Ή πως μπορεί να τους βοηθήσει σε λιπάσματα, ποιο λίπασμα φέρνει καρπούς, ποιο φέρνει βλάστηση, ποιο φέρνει και τα 2, κάναμε ολόκληρο μάθημα. Ύστερα πώς μπορείς να διαμορφώσεις την πλατεία του χωριού, να την κάνεις, ας πούμε, με ένα αλσάκι γύρω με αυτό το… αυτό μας το είχανε βάλει -πώς το λέμε- μας το είχαν βάλει σαν πτυχιακή, ναι τον δεύτερο χρόνο, το διαγώνισμά της ήτανε αυτό… η εργασία που ήθελε, αλλά μες στο σχολείο όχι να το πας, να τους κάνεις αυτό. Ύστερα πώς θα μπολιάσεις ένα φυτό, πώς είναι η καλλιέργεια σε αυτό το φυτό, θυμάμαι μας είχε κάνει μας είχε βάλει εργασία να κάνουμε ένα φυλλάδιο με σκίτσα, πώς μπορούνε να μάθουνε απλά οι γεωργοί, ας πούμε, ποιό λίπασμα κάνει για τον καρπό της ντομάτας. Και θυμάμαι είχα φτιάξει ένα ωραίο -δεν πρέπει να το έχω μάλλον μου το πήρε- μια ντοματιά, που είχε έτσι γελαστές ντομάτες με τα αυτά τους και μία άλλη με κίτρινες και λυπητερές φατσούλες! Τι άλλο; Αυτά. Είχαμε… αυτή η κυρία εντάξει με είχε αρχηγό σε ομάδα, γιατί και εκεί δουλεύαμε σε ομάδες και γιατί γινόταν πιο εύκολα η κατανομή της εργασίας. Δηλαδή αυτή η ομάδα θα πάει σήμερα στα οικοκυρικά, αυτή θα πάει στον κήπο, αυτή θα πάει… είχαμε και μία κυρία στα καλλιτεχνικά, που μας μάθαινε μέχρι να φτιάχνουμε κούκλες κουκλοθεάτρου, με ωραίες φατσούλες. Και αυτή μας είχε κάνει, μας έδινε τη φιγούρα του κούκλου, γιατί έχει φάτσες, ας πούμε, τον Γρουσούζη, τον γελαστό, τον τάδε, en face έτσι και προφίλ. Και έπρεπε με εφημερίδα και αλεύρι να κάνουμε εμείς αυτή τη φάτσα, τα μάτια του εδώ τις κόγχες, τα αυτιά από την αυτή που μας έδινε, από το πρότυπο που μας έδινε και μετά το ζωγραφίζαμε. Στέγνωνε αυτό, κούφιο από μέσα, και είχαμε και ανήκα και σε μία και στην ομάδα κουκλοθεάτρου και είχαμε αυτές τις κυρίες, που σου λέω, που μας είχανε το... που ήτανε το προεδρείο του οικοτροφείου και, ας πούμε, είχανε ένα εγγόνι που έκανε τα γενέθλια ε και λέγανε: «Κορίτσια, θα ‘ρθετε να τους παίξετε κουκλοθέατρο;», «Ναι» το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε, πηγαίναμε, ε και περνούσαμε και ωραία!

Ζ.Α.:

Τέλεια!

Κληματαριά :

Ύστερα είχαμε και μια άλλη κυρία που είχε, που ήταν στα τεχνικά αυτή σαν κι αυτή που σου λέω, αλλά με πολύ έτσι βαρύ πρόγραμμα, σφιχτό. Και για, ας πούμε, κέντημα και για κούκλες και για εποπτικά μέσα, που χρειαζόμαστε στο σχολείο, στις διδασκαλίες μας, δηλαδή τα εφόδια που έχω πάρει από αυτή την Ακαδημία, βέβαια έπιανε και μένα και το χέρι μου και στη μουσική ήμουνα και στο μαντολίνο απ’ τη κιθάρα. Θυμάμαι είχαμε κάποιες κοπέλες, τα λέω;

Ζ.Α.:

Ναι.

Κληματαριά :

Είχαμε κάποιες κοπέλες που δυσκολευόταν πάρα πολύ στη [01:10:00]μουσική και μου λέγανε «Θα πάμε… θα πάμε στο αυτό να μας μάθεις το αυτό;», «Αμέ, πάμε!». Πηγαίναμε μέσα στο δάσος εκεί, γιατί είχε περίβολο ωραίο το Αρσάκειο και τις μάθαινα. Φτάσαμε όμως και στα θεωρητικά στη μουσική. Εκεί έπρεπε να ξέρεις κλίμακες, με τις διέσεις, με τις υφέσεις με τον «οπλισμό», έτσι που τον λένε, σε ποια κλίμακα να φτιάχνεις, να φτιάχνεις, ας πούμε, μέτρα στη μουσική με αυτή τη, τη τρίτη με τη τετάρτη και να σχηματίζουμε με αυτά. Αυτές δυσκολευόταν πάρα πολύ οι καημένες, «Ελάτε βρε να σας πω». Βγάζω λοιπόν τα αυτά… τους λέω: «Βλέπετε, αυτή είναι: Φα, Ντο» είναι διέσεις να ξέρεις, είναι μια κλίμακα Φα, Ντο. «Φα, Ντο, μετά το Ντο τι είναι; Ρε, είναι η Ρε. Και επειδή είναι αυτή, είναι ματζόρε, είναι μείζον». Πάνε λοιπόν και λένε στον μουσικό, «Ρωτήστε μας ό,τι θέτε, μας τα ‘μαθε η …!». «Βρε αυτή είναι … φωτοσβέστης! Θα σας, θα σας», πώς το είπε; «θα σας τυφλώσει». Αλλά ήμουνα πολύ καλή στη μουσική, πάρα πολύ καλή. Μια φορά είχαμε ένα πολύ δύσκολο, είχαμε θεωρητική μουσική, που έπρεπε να πάρεις την πάρτα και να τη τραγουδήσεις με τις νότες. Με τις νότες όχι τραγούδι, ναι και καθότανε εκείνος στο πιάνο και σε και σε ακολουθούσε. Ε ήξερε βέβαια ποιες είναι οι πιο αυτές, μερικές δυσκολευόταν πάρα πολύ, μερικές ήξερε πως είναι καλές. Ήταν λοιπόν ένα πολύ δύσκολο, όλες λέγανε απ’ το βράδυ: «Ελάτε να το μάθουμε», στο οικοτροφείο τώρα και τους τα μάθαινα, πηγαίναμε εκεί πέρα, «Ελάτε, κάντο, κάτσετε, τούτο, τούτο, μετράτε» γιατί μετρούσαμε κιόλας με το χέρι. Πιάνει λοιπόν, κάθεται στο πιάνο και με βγάζει εμένα έξω, «Αα!» κάνουν όλες. Τι θα τις κάνει; Αρχίζει λοιπόν τώρα, αλλά δεν έπαιζε τη μουσική όπως ήτανε οι νότες, εκείνος έκανε, ξέρεις πώς κάνουν καμιά φορά, πάνω στον ήχο βέβαια και στην κλίμακα αυτή που έπρεπε, αλλά, και ήτανε ένα δύσκολο… είναι μερικά που έχουν κάτι παύσεις, ας πούμε, ανάμεσα στις νότες, κάτι παύσεις που πρέπει να, μόνο με μέτρημα πάρα πολύ καλό το καταφέρνεις. Ε στο τέλος χτυπούσαν όλοι τους παλαμάκια, «Άντε μπράβο» ήτανε πολύ αυστηρός, ήτανε Κερκυραίος αυτός, Ρομποτής λεγότανε. «Άκου να σου πω» όχι μου ‘λεγε, «Χρόνια κάνω χορωδία και δεν έχω τις πάρτες, κάθε χρόνο βγάζω πάρτες και κάθε χρόνο δεν έχω». «Έγνοια σας» λέω, «μου το… να το αναλάβω;». «Ναι, σιγά που θα τα καταφέρεις» και «Δώστε μου μια ντουλάπα» λέω. Μου ‘δωσε λοιπόν ένα έτσι με τζάμια και είμαστε 3 φωνές, πρώτη, δευτέρα και τρίτη γυναικεία, είχαμε ωραία χορωδία. Ε είχα λοιπόν ντοσιέ, τα μάζευα απ’ όλες, όταν τελείωνε η χορωδία, «Τις πάρτες σας». Και του την έφτιαξα. Μου ‘λεγε, «Μούργο, α βρε μούργο»! Τι μου θύμησες σήμερα!

Ζ.Α.:

Δεν μου είχατε πει για κάτι εξετάσεις που σας βάλανε ένα τραγούδι που πρώτη φορά … ;

Κληματαριά :

Ναι, όχι, κοίταξε να δεις όταν δίναμε τις εξετάσεις τις, όχι πτυχιακές, ήταν στο τέλος του χρόνου, που έπρεπε να πάρουμε το πτυχίο μας, απολυτήριο λεγότανε, γιατί δεν ξέρω ήτανε άλλοι αλλά αυτά, μας έβαζαν να πάρουμε ένα κλήρο και έπρεπε να, χωρίς να ξέρουμε πού θα πάμε να διδάξουμε και τί θα διδάξουμε, δηλαδή σε ποια τάξη θα πάμε και έπαιρνε κάθε μια τον κλήρο της και μέσα σου ‘λεγε, «Θα διδάξεις αυτό το μάθημα στην Ε' τάξη» αλλά δεν ήταν μόνο ένα μάθημα έβαζαν και δεύτερο, ας πούμε, και εμένα μου έπεσε ένα τραγούδι. Εκεί στην Ακαδημία είχα πάρει το ακορντεόν του αδελφού μου γιατί εντάξει είχα διδαχθεί κιθάρα αλλά με βόλευε το ακορντεόν, όπως και με ακολούθησε και στο σχολείο, σε όλες τις γιορτές του σχολείου, που κάναμε πολύ ωραίες γιορτές, είχα το ακορντεόν. Χορούς τα παιδιά, αυτούς με το ακορντεόν. Στάσου να σου πω για την Ακαδημία και θα σου πω και για τις γιορτές. Και μου ‘πεσε, δεν θυμάμαι τί διδασκαλία, το ιώδιο μου ‘πεσε; Δεν θυμάμαι και μου ‘πεσε κι ένα τραγούδι. Αυτό όμως το τραγούδι δεν το είχαμε διδαχθεί, έπρεπε να το βγάλεις, με νότες και να ακολουθήσεις την πορεία, που είχαμε μάθει να διδάσκουμε τραγούδια. Έπρεπε να το τραγουδήσεις, να το… να πεις τα λόγια, να τα γράψεις, να εξηγήσεις εάν είχε κάτι που έπρεπε να εξηγήσεις ή που είχαν απορία τα παιδιά και μετά σιγά σιγά να τα μάθεις. Μου ‘πεσε λοιπόν αυτό το τραγούδι, «Τώρα τι να κάνω;» ούτε και το ‘χα ακούσει. Πάω λοιπόν εκεί στο οικοτροφείο, γιατί είναι η σχολή μας ήτανε δίπλα. Πάω στο οικοτροφείο, παίρνω το ακορντεόν, το ‘βγαλα! Και μάλιστα ένα σημείο, όταν το ξανά μέτρησα δεν το είχα πιάσει απ’ την αρχή σωστά, αλλά μετά το βρήκα πάρα πολύ ωραία και πήρα και καλό βαθμό.

Ζ.Α.:

Ποιο τραγούδι είναι αυτό, το θυμάστε; Μου είχατε πει ότι το θυμάστε.

Κληματαριά :

Είναι… «Ποια είναι εκείνη η χώρα που ο ήλιος τη φιλεί κι ανθίζει κάθε ώρα κι είναι όμορφη πολύ; Είναι η πατρίδα μας Ελλάδα, η πατρίδα μας Ελλάδα. Ποια είναι εκείνη η χώρα που είναι ο Παρθενών»

Κληματαριά :

Δεν τα θυμάμαι τ’ άλλα λόγια. Ναι, στο σχολείο ο άντρας μου δεν ήθελε να έχουμε χασομέρι, αλλά ήθελε να είναι και όλα όλες οι εκδηλώσεις του σχολείου ωραίες. Είχα πάρει λοιπόν στην τάξη του, επειδή πάντα είχα Α΄ και Β', ήτανε διθέσιο στην αρχή το σχολείο και είμαστε τρεις δάσκαλοι μετά έγινε τετραθέσιο, τώρα είναι εξαθέσιο πάνω. Έπαιρνα στην Ε' και στην Στ' , στην τάξη του δηλαδή, χειροτεχνία και ιχνογραφία και μουσική. Αυτές λοιπόν τις 3 ώρες εγώ… παραδείγματος χάριν είχαμε τη χριστουγεννιάτικη γιορτή, αυτή δεν την κάναμε πολύ επίσημα, επίσημα κάναμε της 25ης Μαρτίου με έργο, με στολές, με ταμπλό, με τραγούδια. Εγώ όμως είχα το υλικό μου πάντα και εκεί τον Ιανουάριο, μόλις ερχόμασταν απ’ τα Χριστούγεννα, διάλεγα τι έργο θα παίξουμε. Πατριωτικό για τη μαυρο… Μαντώ Μαυρογένους, αυτά, έψαχνα σε βιβλία και τα ‘βρισκα και το ‘χω το υλικό ακόμη. Έγραφα τους ρόλους τα Χριστούγεννα και τα ‘χα έτοιμα. Αυτές τις ώρες λοιπόν, μοίραζα τους ρόλους στα παιδιά της Ε', Στ' γιατί αυτοί φτιάχναν πιο πολύ τη γιορτή και εκείνες τις ώρες τις 3 έκανα τη προεργασία όλη. Τα μαθαίναμε, παίζαμε μέσα στη τάξη, τους ρόλους, αυτά τα τραγούδια όλα όλα όλα και δεν χάναμε μία ώρα. Όταν ήταν να πάμε να κάνουμε πρόβα, γιατί το σχολείο δεν είχε σκηνή και πηγαίναμε στων Καθολικών τον Άγιο Σεβαστιανό εκεί που είχε. Κάναμε λοιπόν μία πρόβα μπορεί και δεύτερη και σκηνή. Ήτανε τα πάντα έτοιμα. Πώς θα μπούνε, πώς θα βγούνε, τι θα βάλουν, τι θα αυτά, ήταν όλα… θυμάμαι μία φορά, α και μου ‘λεγε: «Ε θα μου διαλύσεις το σχολείο για τη γιορτή». «Ε αφού θέλετε γιορτή!» μέχρι που φτιάχναμε ωραία προγραμματάκια μικρά, έχω μερικά, ας πούμε, ένα τσαρούχι και μέσα ήτανε το πρόγραμμα της γιορτής ανάλογα με το… με το θέμα του έργου. Ας πούμε είχε το λάβαρο του Γερμανού, κάναμε ένα αυτό με τα παιδιά στη χειροτεχνία, προγραμματάκι, με το σταυρό απ’ έξω, με τα κροσάκια από κάτω, με τα’ αυτά, ναι. Και ο άντρας μου ήτανε πολύ καλός και στη ζωγραφική και έλεγα καμιά φορά: «Πώς θα του πω να μου κάνει αυτό το σκηνικό; Θα [01:20:00]μου λέει: Θα μου διαλύσεις το σχολείο!». Είχαμε και γονείς που μας βοηθούσανε κατά καιρούς, ναι. Αλλά μετά καμάρωνε στη γιορτή, γιατί πραγματικά μερικές φορές, μετά από χρόνια που πήγαινα εγώ στις γιορτές, μας καλούσανε πάντα, γιατί μετά από χρόνια διευθυντής στο σχολείο πάνω στην Άνω Σύρο, ήταν ένας μαθητής μας και δασκάλα μια μαθήτριά μας. Και μας καλούσανε πάντα στο τέλος της χρονιάς και μέσα στα Χριστούγεννα, ας πούμε, που είχανε γιορτή πάντα πάντα πάντα πηγαίναμε εκεί και χαρά τους ήτανε, οι γονείς, οι παλιοί, οι παππούδες πια εκεί να μας υποδεχτούνε και μου λέει μια μαθήτρια: «Κυρία σας βλέπουμε που ερχόσαστε και λέμε αχ τι θα δουν αυτοί οι άνθρωποι;!» δηλαδή συγκρίναν τις γιορτές που κάναμε τότε, με εκείνα τα παιδιά, η ίδια συμμετείχε, με εκείνα που… ήτανε άψογες! Από σκηνικά, από ταμπλό, αυτά πολύ πολύ ωραία.

Ζ.Α.:

Τα παιδιά στο σχολείο ήτανε καθολικά;

Κληματαριά :

Τα πιο πολλά, τα πιο πολλά. Μετά, στην αρχή ήταν περισσότερα, μετά από χρόνια, επειδή λιγόστευαν τα παιδιά πήραμε μία περιφέρεια εδώ απ’ της Ανάστασης τα μέρη, το από δω μέρος και πήρανε και πάνω από το από το 6ο σχολείο απ’ την Αληθινή. Και αυτό αλλά μετά, τώρα έχουνε μαζεύουν από πολλά μέρη. Από Επισκοπειό μαζεύουνε…

Ζ.Α.:

Υπήρχε μάθημα θρησκευτικών;

Κληματαριά :

Υπήρχε θρησκευτικών, των ορθοδόξων που το κάναμε εμείς και ερχόταν ένας ιεροδιδάσκαλος και έκανε των καθολικών.

Ζ.Α.:

Αυτή η σχέση, επειδή εσείς μεγαλώσατε εδώ, γεννηθήκατε και όλα αυτά και το ζήσατε και απ’ το κομμάτι της εκπαίδευσης, πιο εσωτερικά στα πιο κρατικά, ας πούμε, χωράφια-

Κληματαριά :

Ναι-

Ζ.Α.:

Τι, έχετε κάτι να αφήσετε σαν μαρτυρία σε αυτή τη σχέση;

Κληματαριά :

Κοίταξε να σου πω, παλιά ήταν λιγάκι πιο ακραία τα πράγματα, δηλαδή θυμάμαι κάποτε που έγινε θέμα μεγάλο, γιατί κάναμε, είχαμε, ξεχωριστό Πάσχα εμείς από τους καθολικούς και είπαμε Μεγάλη Παρασκευή, των καθολικών θαρρώ, να κάνουμε σχολείο και έγινε μεγάλο θέμα, αλλά εμείς κάναμε το πρόγραμμά μας δεν δεν το υποχρεώσαμε εκτός προγράμματος, είχε γίνει μεγάλο θέμα. Έτσι μόνο το ζούσαμε μερικές φορές σε ζευγάρια, δηλαδή σε μεικτούς γάμους, ας πούμε, δεν μετελάβαιναν έναν καθολικό που είχε πάρει μια καθολική -αυτά θα τα θυμούνται και οι πιο παλιοί- αλλά τώρα έχουνε τελείως αλλάξει τα πράγματα τελείως, τελείως. Δηλαδή αυτά τα ζήσαμε στην αρχή αρχή. Ύστερα ζήσαμε ένα άλλο πράγμα, δηλαδή, είχαμε ένα καλό παιδί, ένα άριστο παιδί, ένα παιδί χαρισματικό το χάναμε την άλλη χρονιά. Μας το ‘παιρναν και το πήγαιναν στους Φρερ. Κατάλαβες; Ε γιατί ήταν τότε των Φρερ το σχολείο αγόρια μόνο και λίγο τα προωθούσαν για ιερείς. Ναι. Θυμάμαι είχαμε έναν έναν μαθητή, τον λέγαμε στη Β΄ τάξη το «αηδονάκι», το αηδονάκι μας είχε μια φωνή, μια φωνή! Τι να σου πω! Και το βάλαμε να, το έβαλα γιατί ήταν Β΄ σου λέω, το ‘βαλα να τραγουδήσει ένα τραγούδι μα ένα τραγούδι. Το χάσαμε την άλλη χρονιά. Το πήραν κάτω. Και κάποτε μας είχε καλέσει, γιατί το σχολείο είχε αρχίσει κι ακουγόταν πάρα πολύ επάνω και δεν είχαμε πρόβλημα παιδιά και τέτοια να αυτό είχε… δηλαδή όχι μας παρακαλούσανε μας… στεκόμαστε πια για -σου είπα το αναλάβαμε πάρα πολύ αυτό- και μετά μας παρακαλούσανε, γιατί τότε δίνανε εξετάσεις στο γυμνάσιο τα παιδιά και μας παρακαλούσαν τα γυμνάσια να τους στείλουμε μαθητές. Θυμάμαι μια χρονιά είχαμε στείλει έναν, στο εδώ στων Αρρένων ήταν εδώ: «Δάσκαλε έναν μόνο;». «Έναν αλλά λέοντα σας στέλνω» πρώτος μπήκε! Εκεί στα μέρη του, που είναι τώρα η αστυνομία, ήτανε το… εμπορική σχολή, α πώς το λέγανε, πρακτικό, όχι πρακτικό αλλιώς το λέγανε, εκεί λοιπόν είχαμε κάτι μαθήτριες που θέλαν να συνεχίσουνε, ο άντρας μου τους είχε βάλει 6, ας πούμε, να αποφοιτήσουνε. Κι είχε μία εξαδέλφη καθηγήτρια για λίγο εκεί πέρα, λέει λοιπόν ήρθε η μαμά αυτής της κοπέλας μοναχοκόρη: «Θέλω να προχωρήσει το παιδί μου» λέει: «Να προχωρήσει αλλά οι δυνατότητες...», «Θα της κάνω ιδιαίτερα» το θυμάμαι την αυτή της. Πήγε εκεί πέρα και ρωτούσαμε λοιπόν την εξαδέλφη: «Μωρέ, ξέρεις τι καλή μαθήτρια που είναι;». Είχανε πολλά εφόδια, τους κοίταζε πάρα πολύ ο άντρας μου, πάρα πολύ.

Ζ.Α.:

Όταν λέτε ότι «τους παίρνανε» στους Φρερ, με ποιο τρόπο;

Κληματαριά :

Μεταγραφή, μεταγραφή.

Ζ.Α.:

Δηλαδή πηγαίνανε π.χ. στους γονείς του παιδιού;

Κληματαριά :

Ε ναι, μπορεί έτσι, δεν ξέρω τον τρόπο, αλλά δεν έγινε σε πολλές περιπτώσεις αυτό, όμορφα πράγματα. Κάποτε λοιπόν μας είχε φωνάξει ο επίσκοπος επάνω και είχε ρωτήσει αυτό το πράγμα: «Πώς» λέει «μπορέσατε έτσι τόσο πολύ και αυτό το σχολείο και αυτά;» δηλαδή ήθελε κάπου να το συγκρίνει με των Φρερ κάτω, γιατί ήταν εποχή που πήγαιναν εκεί, να όπως πήγα εγώ στο ιδιωτικό κάτω. Ήταν αντίστοιχο εκείνο το καθολικό που είχα πάει εγώ. Πήγαιναν δηλαδή συνάδελφοι μέχρι να διοριστούν στο δημόσιο, 2-3 χρόνια, κατάλαβες; Και τους είχε πει τότε ο άντρας μου: «Πρέπει να το οργανώσετε και να το… με μόνιμους δασκάλους για πολλά χρόνια, γιατί αλλιώς δουλεύει ένας που είναι σαν τους αναπληρωτές τώρα κι αλλιώς είναι αυτός που θα καθίσει, θα ‘ναι υπεύθυνος και θα τραβήξει πίσω του αυτά που έφτιαξε ή θα παραδώσει σε άλλο συνάδελφο αυτά που έφτιαξε, αν τα ‘φτιαξε».

Ζ.Α.:

Και μου είχατε πει για μία αίθουσα, στην Άνω Σύρο.

Κληματαριά :

Ναι, που;

Ζ.Α.:

Που φέρει ένα όνομα!

Κληματαριά :

Αα ναι. Μετά από χρόνια, είχε χαθεί ο άντρας μου και έφτιαξαν με ένα πρόγραμμα του ΕΣΠΑ την αυλή του σχολείου από κάτω, την κούφωσαν εκεί τα ‘βγαλαν όλα τα χώματα κι έκαναν μία αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, πολύ σύγχρονη και έδωσαν το όνομα του Νίκου, του άντρα μου, και το δικό μου. Υπάρχει η αυτή απέξω. Ακουστήκανε μία πάρα πολύ ωραία λόγια εκείνη τη μέρα από μια μαθήτριά μας παλιά που ήτανε διευθύντρια στο Λεόντειο Λύκειο στην Αθήνα, στου δημοτικού βέβαια, ήρθε να μας τιμήσει και να πει τις αναμνήσεις της και να αυτό, έχω μια κασέτα πολύ ωραία. Ήτανε διευθυντής ο μαθητής μας και δασκάλα η άλλη μαθήτριά μας, είπαν κι εκείνοι αναμνήσεις, είπανε λόγια καλά, είπαν αυτά, ήταν οι επιθεωρητές και δεν μας είχαν ζήσει βέβαια αυτοί οι άνθρωποι, αλλά εντάξει καταλάβανε. Και εντάξει έχω και τη πλακέτα εκεί πέρα… μόνο που δεν έζησε ο άντρας μου να το ζήσει αυτό το πράγμα, αλλά ήτανε θυμάμαι είχαμε, τότε και οι επισκευές των σχολείων γινόταν από τη σχολική εφορεία του σχολείου και ήθελε να κάνουμε τη σκεπή του σχολείου, που ήτανε με πλάκες, παλιά κατασκευή, πολύ παλιά. Α γιατί σ’ αυτή την εκδήλωση μια κυρία είχε βρει, είχε κάνει διδακτορικό την ιστορία του σχολείου από πολύ παλιά, από πάρα πολύ παλιά, πώς εξελίχθηκε, πώς αυτά με πολύ ωραία, με τ’ αρχεία που έχουν οι Ιησουίτες επάνω, ναι έχουνε πολύ ωραία… έχεις πάει μέσα; Μμ. Και το… είναι η κυρία Καμπέλη, ήτανε νηπιαγωγός, αλλά έκανε αυτό και θαρρώ πως διδάσκει στα Ιωάννινα, δεν ξέρω κάτι. Και είχε κάνει διδακτορικό αυτό, αυτή την ιστορία του σχολείου. Πάρα πολύ ωραία δουλειά και την ανακοίνωσε, την είχε ξανά ανακοινώσει αλλά σαν εκδήλωση, ας πούμε, είχε και αυτό το στοιχείο μέσα. Τι ήθελα να πω; Για το σχολείο [01:30:00]λέγαμε; Τι λέγαμε;

Ζ.Α.:

Αφού μιλάμε για το σχολείο, εγώ αυτό που θέλω να σας ρωτήσω είναι, επειδή και από το σχολείο που πήγατε εδώ πέρα -πριν να φύγετε στην Αθήνα- και από το Αρσάκειο και μετά που ξανά κατεβήκατε και που το ζήσατε όλο αυτό το πράγμα με το σύζυγό σας και που αντίστοιχα και ο σύζυγός σας προερχόταν από μια αντίστοιχη, τέλος πάντων, πορεία στη Σάμο απ’ τον πατέρα του και τα λοιπά, σε σχέση με σήμερα… τι πιστεύετε ότι πάει σωστά και τι πιστεύετε ότι πάει λάθος;

Κληματαριά :

Εγώ νομίζω, δεν έχω ζήσει… εμείς φύγαμε από την υπηρεσία μόλις είχε αρχίσει αυτό το άλλο σύστημα με τα βιβλία τα πολλά με τα αυτά. Εκεί φύγαμε και φύγαμε μάλιστα πιο νωρίς, 29 χρόνια έχουμε … τα’ αφήσαμε. Γιατί κάπου βλέπαμε ότι … παραπανίσια πράγματα ήτανε, με άλλο τρόπο πιο δαιδαλώδη διδασκότανε και το βλέπω και σήμερα ακόμα μερικές φορές, ας πούμε, για τη πράξη της διαίρεσης. Θυμάμαι είχαμε έναν πάρα πολύ καλό σύμβουλο και αυτοί οι σύμβουλοι μπήκανε μετά τους επιθεωρητές για να μπαίνουν στις τάξεις και να βοηθούν τους δασκάλους στη διδασκαλία. Δηλαδή αν είχες κάτι να αυτό ή διδάσκανε κιόλας καμιά φορά. Δεν επιθεωρούσανε, δεν βάζανε βαθμό. Εκείνος λοιπόν, στο τέλος του χρόνου μας έκανε ένα σαν συνέδριο και μας είχε βάλει ένα χρόνο εκείνη τη χρονιά να έχουμε παρατηρήσεις πάνω στα καινούργια τα βιβλία πάνω… είχαν αρχίσει εκεί τότε και σου ‘λεγε, ας πούμε: «Α εσύ έχεις Δ΄, τι έχεις παρατηρήσει; Τι έχεις αυτό;» τούτο, κείνο». Και θυμάμαι είχα αρχίσει από κει βαβούρα λιγάκι και το βλέπω καμιά φορά, έτσι παρακολουθώντας από κάτω κάθεται ένα κοριτσάκι και αυτά, μία διαίρεση, ας πούμε, εγώ τους την άρχιζα απ’ τη Β΄τάξη. Με απλό τρόπο, με το 2, «Έλα να κάνουμε τη διαίρεση, στον πίνακα!». «Το 2 χωρίς το 4, 2 φορές. Γιατί; 2 x 2, 4». «Ααα» τι; Έτσι σαν παιχνίδι, «Κυρία να βγω κι εγώ;», «Βγες κι εσύ παιδί μου! Βγες!». Απ’ τη δευτέρα τάξη. Τους μάθαινα τον μηχανισμό, να το πάρουνε απλά τα παιδιά. Νομίζω ότι έχουν έναν δαίδαλο… έναν λαβύρινθο λιγάκι στα βιβλία. Κι είναι η σάκα η ολόκληρη, η αυτή που πάνε σαν σαλιγκάρια τα παιδιά. Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Έχει και δασκάλους που παρατηρώ που ξεχωρίζουν την ουσία. Την ουσία, κατάλαβες; Δηλαδή σου λέει, «Μ’ αυτόν τον τρόπο θα το κάνεις» όπως το ΄χαν διδαχθεί και απλά ρε παιδί μου, απλά, γιατί μπερδεύονται τα παιδιά. Ύστερα έχουνε αλλάξει και οι νοοτροπίες των γονιών πάρα πολύ… πάρα πολύ, μπαίνουνε στα χωράφια των δασκάλων, «Και το παιδί μου, και το παιδί μου, και το παιδί μου». Εμείς δεν τα ‘χαμε τότε έτσι. Και ο άντρας μου ήτανε και αυστηρός, αρκετά αυστηρός αλλά ήξερε να υπερασπίζεται και τους δασκάλους και να ξέρουν οι γονείς ότι «Αυτό έφταιξε στο παιδί», αυτό ναι. Μ’ αυτόν τον Αντώνη, που σου λέω, να στο πω;

Ζ.Α.:

Ναι, ναι!

Κληματαριά :

Αυτός ο Αντώνης εβγήκε από το δημοτικό σχολείο, αλλά ήτανε -σου λέω- ένα παιδί πάρα πολύ ατίθασο, πάρα πολύ ατίθασο, ούτε και στον άντρα μου δεν πειθαρχούσε πολύ αλλά βέβαια μέχρι ένα όριο. Σου λέω, το ‘σκαγε αλλά ερχόταν την άλλη μέρα. Και είχαμε και ποινές. Εβγήκε το δημοτικό, έβγαλε το δημοτικό, μπήκε στα καράβια το καημένο, αμέσως μπαρκάρισε, έφυγε. Μόλις γύριζε όμως από το μπαρκάρισμα, ερχόταν στο σχολείο. Με το κουστούμι του, με το τσιγάρο του, «Βρε καλώς τον, τον Αντώνη» λέγαμε. «Κύριε! Πήγαμε δω, πήγαμε κει, μπράβο ρε κύριε», «Μπράβο ρε Αντώνη!». Ήρθε, έκανε μερικά ταξίδια και μετά μπήκε στο Νεώριο. Ήτανε, λέει, ένας «λεβέντης» μέσα στο Νεώριο, μου το λέει μίας ξαδέλφης άντρας. «Άντρας» μου λέει, μπορούσες να βασιστείς και να κρεμαστείς απάνω του ό,τι του ‘λεγες! Κι ερχότανε πάλι στο σχολείο, «Α ρε κύριε, δεν μου ‘δινες καμιά παραπάνω, να ‘χω πάει λίγο και στο γυμνάσιο, να ‘χω ένα χαρτάκι, να ‘χω μία προαγωγή εκεί μέσα;». Ήτανε δε ένα παιδί, μπορεί να ήτανε άταχτος, μπορεί να ήτανε απείθαρχος, μπορεί μπορεί να μην του χάριζε ο άντρας μου αλλά πηγαίναμε εκδρομή τώρα ε, «Κύριε, να πάω να φέρω τον Κωστή;», ο Κωστής ήταν ο γιος μας, μικρός όμως. Τον έβαζε στον ώμο. Και ερχότανε απ’ την Άνω Σύρο και τον έπαιρνε εδώ από το σπίτι μας. Τον εμπιστευόταν όμως ο άντρας μου κι αυτό τον εβοήθησε πάρα πολύ. «Να πας Αντώνη», πήγαινε λοιπόν ο Αντώνης, τον έφερνε και στην εκδρομή δεν τον άφηνε σε κανέναν. Εκείνος τον εκράταγε από την αρχή μέχρι το τέλος! Επέθανε το καημένο έμαθα, ναι. «Αυτό κύριε, αυτό!» και έχομε μεγάλο σεβασμό, μεγάλο μεγάλο σεβασμό από τα παιδιά μας, έτσι και μέχρι τώρα θα μας δούνε, να με δούνε, θα με αυτό… μεγάλο μεγάλο σεβασμό. Δουλέψαμε πολύ, δουλέψαμε πολύ, πάρα πολύ, πάρα πολύ και εγώ, παραδείγματος χάριν, είχα ειδικευτεί στην Α΄ και τη Β΄, τα παιδάκια… είχα και υπομονή πολλή και αυτά, τα είχα στην ίδια αίθουσα, ας πούμε ε, έβαζα δουλειά στη Β΄μέχρι να διδάξω στην Α΄ έτσι είναι το πρόγραμμα εκεί πέρα, μετά βάζεις δουλειά στην Α΄ να δουλέψεις με τη Β΄, είναι λιγάκι κοπιαστικό αλλά όταν το βάλεις πρόγραμμα και έχεις και λίγη πείρα, αυτό τώρα για έναν πρωτοδιόριστο είναι πάρα πολύ δύσκολο, πάρα πολύ. Τότε είχαμε, δεν είχαμε μόνο άντε ένα τόνο ή και κανένα τόνο, είχαμε οξεία αυτή, οξεία περισπωμένη, πού μπαίνει οξεία, πού μπαίνει περισπωμένη με κανόνες. Είχαμε, ας πούμε, τεχνολογία, το άρθρο, το ουσιαστικό… αυτά τους τα μάθαινα εγώ από τη Β΄. Ύστερα, δασυνόμενες λέξεις, είχαμε ποιες λέξεις παίρνουνε δασεία, τους τα ‘χα μάθει με ποίημα ακόμα τα θυμούνται! Έχω έναν εκεί στο ΕΚΟ, «Κυρία, να σου πω τις δασυνόμενες λέξεις;» πάει κι ο αδελφός μου καμιά φορά και του λέει, «Για πες μου κι από το έψιλον;». Τις μάθαινε η Β΄, τις άκουγε η Α΄, τις είχε έτοιμες που πήγαινε στη Β΄. Κανόνες. Ύστερα η πρωινή δουλειά ήταν αυτό, τους έβαζα να μου γράψουνε ένα ημερολόγιο, ας πούμε, το ημερολόγιό τους ή ένα θεματάκι μικρό, εκθεσούλα, να τα διορθώσον, να τα διαβάσομε, να τα αυτά. Ήταν έτσι, είχα και μία περίπτωση, θα στην πω, γιατί τώρα όλα τα παιδιά τα βγάζουνε, πώς τα λένε… δυσλεξικά και αυτά. Είχα ένα κοριτσάκι που ήρθε στην Α΄ τάξη και δεν μπορούσε να μιλήσει, είχε χάσει τον πατέρα του και τώρα αυτό είχε συντείνει; Νομίζω πως είχε και πρόβλημα, γιατί μου είχε πει η μητέρα της: «Την έχουμε πάει και σε γλωσσολόγο, την έχουμε πάει και στην Αθήνα». Αυτό το κοριτσάκι λοιπόν, ένα γελαστό, πολύ μαζεμένο και μπήκε στην τάξη και αυτά, μου είπε η μητέρα της με κατατόπισε, λέω… αρχίσαμε τα μαθήματα και αυτά, ήταν πάρα πολύ μαζεμένο: «Ελάτε να πούμε τα νέα μας!» κάθε Δευτέρα τους είχα έτσι για να αυτό: «Ελάτε να πούμε τα νέα μας, πού περάσαμε την Κυριακή». Μου λέγανε λοιπόν: «Κυρία πήγα στην εκκλησία, αυτό, έπαιξα, αυτό», «Αα λίγα μου λες». Άρχιζα λοιπόν να τους λέω εγώ ύστερα: «Είδατε; Κι αυτό δεν μπορούσατε να μου το πείτε;», «Ναι» και πλαταίναμε σιγά σιγά. Την έβγαζα λοιπόν εκείνη: «Έλα να μας πεις κι εσύ τα νέα σου», κοίτα τώρα... «Αα παιδιά πρέπει να βγει και να μας τα πει, ε;», «Ναι, ναι, ναι». Πήγαινα, την έπαιρνα από το χεράκι κι ερχότανε στην έδρα, «Πες μας …» «Έπαικια ματίνα μιλί». Κατάλαβες τίποτα; Έπαιξα με τη Ματίνα και την Αιμιλία. Έτσι μου ‘ρθε αυτό το παιδί. Το κρατάω Α΄τάξη, δεν σου λέω εγώ πολλά έτσι… γεγονότα. Άρχισα σιγά σιγά σιγά σιγά σιγά, ήτανε πιο καλή στο γραπτό ναι: «Και μπράβο και μπράβο και [01:40:00]μπράβο και μπράβο και μπράβο και μπράβο κι έλα κοντά μου κι έλα κοντά μου» φτάσαμε στο τέλος, τότε μπορούσαμε κι αφήναμε στην ίδια τάξη παιδιά. Λέω στον άντρα μου: «Δεν μπορώ βρε παιδάκι μου να το πάω στη Β΄, θα χάσει αυτό το παιδί... αλλά και στην Α΄» λέω, «θα του δημιουργήσω αυτό, θα φύγουν οι άλλοι να πάνε εκεί». «Άσε» λέω, «αφού είμαστε και στην ιδία αίθουσα», παίρνω τη μαμά του, φέρνω την μαμά λέω, «Σκέφτομαι έτσι κι έτσι» λέω, «πείτε το και με τον γιατρό» γιατί την ανεβάζανε και στην Αθήνα έτσι να την παρακολουθούνε κι αυτά. Αλλά αυτό το παιδάκι, σου κάνω παρένθεση, το πρωί μου ‘λεγε η μαμά της, «Απ’ τις 7:30 η ώρα είναι εκεί στην πόρτα και περιμένει με το καλαθάκι του να περάσει και κανά άλλο παιδί να ‘ρθει για το σχολείο». Δηλαδή μ’ αγαπούσε, της είχα εμπνεύσει τέτοια εμπιστοσύνη. Ε πάει στον γιατρό επάνω και λέει: «Έκανε πάρα πολύ καλά η δασκάλα που την άφησε στην Α΄τάξη πάλι, γιατί καταλαβαίνω» λέει, «απ’ το παιδί αυτά που του είπε και αυτά ότι της έχει μεγάλη αγάπη και μόνο έτσι θα μπορέσει να προχωρήσει». Προχώρησε το καημένο και μετά, το άφησα στην Α΄ τάξη, έκανε δυο φόρες, μετά προχώρησε κανονικά και τα διαγωνισματάκια του, δεν είχε πολύ … είχε μπερδεμένη τη γλωσσίτσα της αλλά άνοιξε. Τώρα τα βάζουνε αυτά τα καημένα! Και παντρεύτηκε.

Ζ.Α.:

Έχετε κρατήσει πότε καμία εργασία;

Κληματαριά :

Τι εργασία;

Ζ.Α.:

Παιδιού. Καμιά έκθεση τίποτα κάτι που μπορεί να σας είχε κάνει εντύπωση;

Κληματαριά :

Μάλλον όχι.

Ζ.Α.:

Όχι ε;

Κληματαριά :

Μάλλον όχι.

Ζ.Α.:

Αυτό που μου είπατε πριν όταν φύγατε που το σύστημα άρχισε να αλλάζει με τα πολλά βιβλία για ποια χρονολογία περίπου;

Κληματαριά :

Αυτά ήταν '86 εκεί, εκεί βγήκαμε… '86, '87 ναι. Πρώτα έφυγε ο σύζυγος και μετά εγώ. Εκεί στο '86, εκεί.

Ζ.Α.:

Και ερώτηση που ήθελα να σας τη κάνω την προηγούμενη φορά-

Κληματαριά :

Ναι-

Ζ.Α.:

Αλλά το ξέχασα. Τώρα παίζετε μουσική;

Κληματαριά :

Ε, όχι.

Ζ.Α.:

Όχι ε; Δεν σας λείπει;

Κληματαριά :

Βρίσκομαι καμία φορά, έτσι, με ξαδέλφια και πιάνουνε εκείνοι τις κιθαρίτσες και τραγουδάμε, να τους… ναι. Ανήκα και στην χορωδία εδώ πέρα που έχει ο μουσικός όμιλος, και παντρεμένη που ήμουνα, και ήμουνα από τα πρώτα αυτό στου Αγίου Νικολάου μια χορωδία που έχει μικτή, ε εντάξει με τη μουσική είναι της οικογένειας, είναι το αυτό. Τώρα έχω να βάλω τα χέρια μου στο ακορντεόν πάρα πολλά χρόνια. Ε κάποια πράγματα με έχουνε σημαδέψει και φυσικά, φυσικό είναι.

Ζ.Α.:

Ε βέβαια.

Κληματαριά :

Αλλά, έχω καταφέρει και τα ‘χω ισορροπήσει μερικά, μερικά… μερικά.

Ζ.Α.:

Αυτό που είπατε στην αρχή για τις βόμβες;

Κληματαριά :

Ναι, ναι.

Ζ.Α.:

Θέλετε να μου πείτε λίγο παραπάνω για αυτό;

Κληματαριά :

Δεν θυμάμαι πολλά, θυμάμαι που λες, που ότι περνούσαν αεροπλάνα και ρίχνανε βόμβες, αυτό, πρέπει να ήμουνα τότε… -το '38 είμαι γεννημένη- 3 χρονών, αυτό, 4 εκεί δα πρέπει να είμαι, δεν θυμάμαι πιο πολλά πράγματα. Και θυμάμαι ότι, ας πούμε, ήτανε στερημένα χρόνια τότε, δεν είχαμε ψωμί, δεν είχαμε μας κατέβαζε ο παππούς από το χωριό πατάτες, θυμάμαι, και τέτοια… τι άλλο, λαχανικά έτσι… έβρισκε ο πατέρας μου πότε πότε αυτά, φαγητό… ήτανε η κατοχή ήτανε τότε, κατάλαβες; Αυτά τα χρόνια ήταν, μετά το '40 εκεί. Ναι, δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την εποχή, μόνο αυτό το θυμάμαι τον κρότο, τον βόμβο των αεροπλάνων και τις βόμβες και είχαμε φύγει από δω, από τούτα τα μέρη.

Ζ.Α.:

Κάπου το '50-κάτι δεν είχε γίνει ένα τσουνάμι; Σας θυμίζει κάτι αυτό;

Κληματαριά :

Όχι. Τσουνάμι;

Ζ.Α.:

Που ‘χε ανέβει η θάλασσα μέχρι τα σκαλιά της πλατείας.

Κληματαριά :

Δεν το θυμάμαι αυτό, θυμάμαι μόνο μία πλημμύρα που είχε γίνει γύρω στο '70-τόσο… μια πλημμύρα που κατεβήκανε νερά δω κι είχανε μπει στο ΙΚΑ μέσα εκεί. Ναι. Αυτή η Λαλακιά, η παλιά η Λαλακιά είχε κατεβάσει νερά κι είχε, ο αδελφός μου τα θυμάται, γιατί είχε πάει να βοηθήσει, και είχε μια βάρκα πάρει το ρεύμα εκεί και είχε σπρώξει τα νερά κι είχανε μπει μέσα στο ΙΚΑ, φεύγοντας για την θάλασσα, κατάλαβες αυτή τη μεριά. Ναι. 

Ζ.Α.:

Και κάποια στιγμή είπατε ότι πηγαίνατε και στον κινηματογράφο;

Κληματαριά :

Ναι!

Ζ.Α.:

Θυμάστε το όνομα που πηγαίνατε;

Κληματαριά :

Πηγαίναμε, περίμενε να δεις, δεν το λέγανε Πάλλας το λέγανε; Είχε εκεί στο συνοικισμό ένα που το λέγανε «Ερμής» και είχε κι εδώ κάτω, πώς το λέγανε; Παλλάς δεν το λέγανε και τότε; Δεν θυμάμαι. Α είχαμε, είχαμε και στο παλιό μου σπίτι απέναντι, το σπίτι μου είχε μπρος ένα οικόπεδο και μπρος από το οικόπεδο ήτανε ένα σινεμά το «Αθηνά». Αυτό είναι πίσω από το θέατρο, είναι τώρα οικόπεδο, αλλά είναι κλειστό και ήτανε και θεατρική σκηνή το Καλοκαίρι και θερινό το Καλοκαίρι. Πως το λέγανε το παλιό θέατρο; Α θυμάμαι και έργα που πηγαίναμε και βλέπαμε στον Απόλλωνα εδώ, κινηματογράφο όμως, ναι, μικρή ήμουνα και εκεί… δημοτικό και είχαμε μία εξαδέλφη πρώτη, που έχω τη λένε και εκείνη με το δικό μου το όνομα, είχε χάσει τον πατέρα της και ήτανε ο πατέρας της ήταν αδελφός του πατέρα μου και ερχότανε συνέχεια στο σπίτι μας η μαμά της με την μικρή, για παρέα. Εκείνη μάλιστα μας έπλεκε τα μπουφάν, τα πουλοβεράκια μας και η μαμά μου μας έραβε και ό,τι έπλεκε στη κόρη της έπλεκε και σε μας. Με άλλο χρώμα. Και η μαμά έκανε τα, ναι τους κοιτάζαμε και πηγαίναμε, θυμάμαι, σ’ αυτό το θέατρο τον Απόλλωνα όχι θέατρο όμως, το θυμάμαι κινηματογράφο. Και στον Ερμή, μα πηγαίναμε και δω πέρα ρε παιδί μου, πηγαίναμε και δω, ναι.

Ζ.Α.:

Πηγαίνατε πάντως αρκετά ε;

Κληματαριά :

Ναι, ναι! Σάββατα, Σάββατα κυρίως και με τα παιδιά μας πηγαίναμε. Ναι τον μεγάλο συνήθως το παιδί, ε τότε δεν είχαμε τηλεόραση! Δεν είχαμε!

Ζ.Α.:

Και για να το ενώσουμε και με το όνομά σας…

Κληματαριά :

Ναι.

Ζ.Α.:

Θέλετε λίγο να μου μιλήσετε για αυτό το σταφύλι που έχει εδώ στο τραπέζι;

Κληματαριά :

Ναι…

Ζ.Α.:

Που είναι έτσι ροζ ροζ;

Κληματαριά :

Ναι, ναι.

Ζ.Α.:

Τί ιδιαίτερο κάνετε για να μείνει αυτό για τις επόμενες γενιές, αν έχετε κάποιο μυστικό να μοιραστείτε;

Κληματαριά :

Όχι μυστικό δεν είναι. Είναι η καλλιέργεια του σταφυλιού, δηλαδή το φυτεύεις με τη βέργα του, μετά βγάζει αυτό τα καινούργια του βλαστάρια, εκεί όταν είναι λίγο τα βλαστάρια, πρέπει να κάνεις ένα ράντισμα για ορισμένα ωΐδια, μύκητες και τέτοια, όταν σχηματιστεί το τσαμπάκι του, ακόμα μικρό που είναι, τότε τα ραντίζω εγώ για να μην μένει, ας πούμε, το ράντισμα ύστερα όταν θα το φας. Όταν κάνει ανθάκι δεν θέλει να το ραντίσεις αυτό. Όταν σχηματιστεί η μικρή μικρή ρόγα, σαν σκαγάκι μικρό, τότε κάνεις άλλο ένα ράντισμα ε και το προσέχεις, όταν βγάλει πάρα πολλά φύλλα του τα αφαιρείς για να μην χάσει τη δύναμή του. Μετά όταν μεγαλώσει, εγώ το βάζω σε σακουλάκι για να το προστατεύσω από τις σφήκες, βέβαια δεν έχω πολλά μη νομίζεις, έχω 9 ρίζες μόνο, το βάζω σε σακουλάκι και το ποτίζω όμως αυτό, δεν είναι από εκείνα τα… που τα βάζεις το χωράφι. Είναι αυτή… το είδος της κληματαριάς, το λένε «παλμέτα», είναι όρθια, όρθια και τα ακουμπάς τα κλαδιά πάνω στα σύρματα. Είναι πιο εύκολα και στο κλάδεμα και αερίζεται και λιάζεται πιο εύκολα το κλήμα. Ε το βρίσκουν πιο πολύ εύκολα οι σφήκες, άλλα έχω εγώ τα σακουλάκια μου, τα οποία τα πλένω και την επόμενη χρονιά αν δεν είναι τρυπημένα απ’ τις αυτό, τα ξαναβάζω. Και παίρνω και άλλα. Παίρνω κι από μπομπονιέρες, αυτό το τουλάκι το κάνω σακουλάκι εγώ και το βάζω στο σταφύλι.

Ζ.Α.:

Τέλεια! Είναι πεντανόστιμο πάντως.

Κληματαριά :

Είναι; Σ' αρέσει!

Ζ.Α.:

Έχετε λοιπόν κάτι να προσέθετε πριν τελειώσουμε; Που θα θέλατε να αφήσετε ενδεχομένως στους ανθρώπους των επόμενων γενεών, που κάποια στιγμή μπορεί να ακούν αυτή τη συνέντευξη;

Κληματαριά :

Τί ν’ αφήσω; Έχω δηλαδή καταλάβει ότι στη ζωή, αυτά που είπα κιόλας ότι δεν σου χαρίζεται τίποτα, πρέπει να [01:50:00]προσπαθείς, να τιμονεύεις ορισμένα πράγματα και πάνω από όλα να αγαπάς, αυτό όλο, δηλαδή εγώ το έχω γνώμονα την αγάπη σε όλους τους τομείς και στη δουλειά σου, σου δίνει μεράκι, σου δίνει ικανοποίηση όταν το αγαπάς το δουλεύεις καλά και στην οικογένεια και στους φίλους. Ντάξει, μια έτσι, μια δοτικότητα, μια αυτή… χωρίς να θέλεις ανταλλάγματα. Τότε είναι και… αξίζει κι η αγάπη και τότε νοιώθεις κι εσύ ότι την προσφέρεις χωρίς να περιμένεις! Το ‘χω εγώ πάρα πολύ σαν γνώμονα στη ζωή μου αυτό. Θέλω να δίνω χωρίς να υπολογίζω αν θα μου γυρίσει αυτό που δίνω. Τότε το νοιώθω πολύ ωραία, το εισπράττω μόνη μου… πριν μου το πούνε. Γειά σου ρε…!

Ζ.Α.:

Υπέροχα! Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

Κληματαριά :

Χάρηκα που σε γνώρισα. Σου εύχομαι και σένα ό,τι καλύτερο στη ζωή σου.

Ζ.Α.:

Ευχαριστώ πάρα πολύ!

Κληματαριά :

Θα είμαι πολύ χαρούμενη να σε… πώς το λένε; Να μαθαίνω καλά... πολύ!