© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Παιδικές αναμνήσεις από ένα προσφυγικό χωριό και το ατύχημά μου ως εναερίτης της ΔΕΗ
Κωδικός Ιστορίας
22365
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Άγγελος Φυλάκης (Ά.Φ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/06/2022
Ερευνητής/τρια
Αθανάσιος Στρατάκης (Α.Σ.)
[00:00:00]Λοιπόν, καλημέρα.
Καλημέρα.
Καλημέρα, θείο Άγγελε. Λοιπόν—
Καλημέρα, ανιψιέ Θανάση.
Λοιπόν, ονομάζομαι Αθανάσιος Στρατάκης, είμαι ερευνητής του Istorima, είναι 7 Ιουνίου 2022, είμαστε στον Φιλώτα Φλώρινας και, όπως ακούσατε, είμαι εδώ με τον Άγγελο Φυλάκη, με τον οποίο έχουμε και μία συγγένεια, είναι θείος μου, και με τον Άγγελο Φυλάκη θα κάνουμε μία συζήτηση. Ας πούμε ότι θεωρητικά έχει δύο μέρη, το πρώτο είναι η ζωή του εδώ, στο χωριό, οι αναμνήσεις του και το δεύτερο είναι ένα δυστυχές συμβάν που του συνέβη και θα το αναλύσουμε και αυτό. Γεια σου. θείο Άγγελε.
Γεια σου.
Και πάλι. Θα σου βάλω την πρώτη ερώτηση γενικά. Πες μου λίγο αρχικά εσύ πού γεννήθηκες, πότε, ξέρω 'γω, και η πρώτη ερώτηση είναι πώς ήτανε εκείνα τα χρόνια στο χωριό, πού γεννήθηκες.
Ναι, Θανάση. Γεννήθηκα το 1959 εδώ, στον Φιλώτα, και εδώ έζησα και μεγάλωσα και έμεινα εδώ, μέχρι να φύγω φαντάρος. Τα χρόνια που ζήσαμε εμείς, η ηλικία μου, η γενιά μου, εδώ, στο χωριό, ήτανε όμορφα θαρρώ. Ολωνών τα χρόνια τα νεανικά είναι όμορφα, απλά λέω ήταν όμορφα, σε σχέση με το πώς περνάνε τα παιδιά σήμερα, ας πούμε. Νομίζω ότι εμείς, ήτανε καλύτερα, είχαμε πιο καλές συνθήκες παιχνιδιού… Γενικά, τα χρόνια τα δικά μας αυτό που μας... νομίζω ότι κάνει τη διαφορά με το σήμερα ήτανε ότι ήρθαμε από συνθήκες λίγο άσχημες, σε καλύτερες, δηλαδή νιώσαμε την καλυτέρευση της κοινωνίας, σε σχέση με το σήμερα. Δηλαδή, τι θέλω να πω; Ότι, ας πούμε, εγώ έζησα την ανταλλακτική οικονομία, ας πούμε. Έτσι; Παίρναμε αυγά απ' τη φωλιά και πηγαίναμε, αγοράζαμε χαλβά ή αγοράζαμε το λάδι —αυτά που ήταν χαλβά, ήταν κλεμμένα—, αλλά παίρναμε, μας δίναν από το σπίτι, η μάνα, ας πούμε, μας έδινε χαλβά να πάμε να πάρουμε λάδι, να πάμε να πάρουμε αλάτι, να πάμε να πάρουμε κασέρι. Πέρα από αυτό, κάθε σπίτι εκείνη την εποχή είχε τα ζώα του, είχε γελάδια, ας πούμε. Εντάξει, πρόβατα δεν είχαν όλοι, αλλά γελάδια είχαν όλοι, είχαν τον στάβλο. Εκεί καλλιεργούσανε, λοιπόν, το καλαμπόκι, το τριφύλλι ή μαζεύαμε τις μπάλες το άχυρο, να ταΐσουν τα ζώα και από εκεί τρώγαμε το τυρί, το γάλα, το γιαούρτι. Όλα αυτά, όμως... είχε μια διαδικασία. Αυτή τη διαδικασία, δηλαδή, να κουρέψουμε, να κόψουμε το τριφύλλι, πηγαίναμε κι εμείς στο χωράφι, το ζούσαμε. Έβλεπα, ας πούμε, τον πατέρα μου με την κόσα πώς έκοβε, εγώ έπαιρνα το δρεπάνι να κόψω. Το τάισμα των ζώων ήταν το ίδιο, το κουβάλημα των τροφών αυτών για τα ζώα, ας πούμε, που το κουβαλούσαμε με το κάρο, με το άλογο, όλα αυτά ήταν δυνατές εμπειρίες. Τι άλλο να πούμε; Ότι είχαμε τα αμπέλια, από εκεί κάναμε κρασί, τσίπουρο, τρώγαμε, πάλι, επαναλαμβάνω, αυτή η διαδικασία του αμπελιού, πηγαίναμε κι εμείς να σκαλίσουμε, να κλαδέψουμε, να κουβαλήσουμε τα χόρτα, να κουβαλήσουμε σταφύλια. Η πιο ωραία ανάμνηση είναι ένα καλάθι, ας πούμε, γεμάτο σταφύλια, με κλαδιά από το αμπέλι από πάνω να το καλύπτουν να μην το χτυπάει ο ήλιος, να έρχονται δροσερά στο σπίτι, ήταν μία πολύ ωραία εικόνα αυτή. Είχαμε τα σάζια. Τα σάζια είναι ένα υδρόβιο, να πούμε, φυτό, το οποίο οι πιο παλιοί από εμάς, εγώ δεν το έζησα αυτό, κάνανε ψάθες και τις πουλούσανε. Εγώ θυμάμαι λίγο, ας πούμε, ότι πηγαίναμε και έφερνα εδώ, αλλά δεν θυμάμαι να τα κάναμε ψάθες. Λίγο στον παππού μου θυμάμαι που κάτω είχανε... κάτω, στο χώμα, βάζανε κάτι σκοινιά και εκεί πλέκανε αυτό το χόρτο και το πλέκανε και το κάνανε ψάθα, αλλά δεν θυμάμαι πολύ εδώ, στο σπίτι. Ήταν κι αυτό μια διαδικασία όμορφη, ας πούμε, πηγαίναμε στη λίμνη, ζούσαμε πώς ήταν η κατάσταση εκεί. Να φανταστείς ότι ήταν αυτά, τα σάζια, ας πούμε, τα οποία κρατούσανε το χώμα και από κάτω απ' τα σάζια ήταν ένα λεπτό στρώμα χώματος και από κάτω ήταν το νερό και αυτό κουνιόταν όλο, όταν πήγαινε το κάρο απάνω, τρανταζόταν, λες και ήταν σεισμός. Αυτό ήταν πρωτόγνωρο για μένα, ας πούμε, σαν μικρό παιδί, να το νιώσω. Εν πάση περιπτώσει, είχαμε... ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο ήταν τα καπνά εδώ, στο χωριό, το οποίο... όλοι οι κάτοικοι του χωριού σχεδόν ήταν καπνοκαλλιεργητές. Ο Φιλώτας ήτανε καπνοχώρι της περιοχής, έβγαζε μεγάλη παραγωγή από καπνά. Αυτό, όπως είπαμε, επειδή παρακολουθήσαμε κι εμείς, τα παιδιά —παρακολουθούσαμε σε εισαγωγικά, δηλαδή—, ήμασταν μέσα σε αυτή τη διαδικασία του καπνού, από μικρά παιδιά πηγαίναμε στο χωράφι. Δηλαδή, από τότε που αρχίσαμε να περπατάμε, ας πούμε, πηγαίναμε εκεί. Σηκωνόμασταν νύχτα, ερχόμασταν, μαζεύαμε το καπνό, το φέρναμε στο σπίτι, καθόμαστε να το βελονιάσουμε, δεν υπήρχαν μηχανές τότε βελονιάσματος, όλα ήταν με το χέρι, και εκεί, στο βελόνιασμα, όλη την μέρα ήτανε ότι λέγαμε ιστορίες, να περάσει η ώρα. Εκεί ειπώθηκαν πολλές ιστορίες. Αλλά να πω λίγο την... το καπνό, ας πούμε, το μάζεμα, ότι ερχόταν η μάνα μου, με ξυπνούσε 05:00 η ώρα, εμείς σαν παιδάκια θέλαμε να κοιμηθούμε, ήταν πολύ στενάχωρο αυτό. Ανεβαίναμε στο κάρο, πηγαίναμε στο χωράφι, νύχτα, σπάζαμε τα φύλλα, μαζεύαμε τα φύλλα, τα κάναμε τους τεπέδες, που λέγαμε εμείς, τα ματσάκια δηλαδή, τα μαζεύαμε μέσα σε κοφίνια είτε σε μεγάλα χαλιά, μπόγους, που το λέγαμε, τα τυλίγαμε εκεί. Ερχόμασταν στο σπίτι, ο πατέρας άρμεγε τα γελάδια, να φάμε το γάλα, είχε και ένα κουτάκι το οποίο το έβαζε να... για να φάει η γάτα —είχαμε και τη γάτα—, καθόμασταν, τρώγαμε και μετά άρχιζε το βελόνιασμα, το οποίο κρατούσε από τις 10:00-11:00 μέχρι τις 17:00-18:00 το απόγευμα. Μερικές φορές εγώ έφευγα από το σπίτι, πήγαινα να παίξω, αλλά ξεχνιόμουνα να γυρίσω, και όταν ερχόμουνα, έπεφτε λίγο ξύλο. Ναι. Ήταν αυστηροί οι γονείς σ' αυτά τα θέματα, αλλά και εμείς δεν βάζαμε μυαλό, παιδιά ήμασταν, μας έλειπε το παιχνίδι. Τώρα καλοκαίρι, να κάθεσαι να περνάς καπνό... Ή Πρωτομαγιά, ας πούμε, είχαμε φυτεία, συνήθως φυτεύαμε τον καπνό την Πρωτομαγιά και ήθελα να πάω Πρωτομαγιά εγώ. Δεν μ' αφήνανε: «Κάτσε εδώ». Έφευγα, έπαιρνα ένα μπουφάν που είχα: «Εγώ θα πάω Πρωτομαγιά», έλεγα, πήγαινα, πήγαινα, δεν το σήκωνα, ξαναγυρνούσα πάλι πίσω. Εν πάση περιπτώσει, ήτανε μια παραγωγική διαδικασία, που στεναχωρούσε τα παιδιά πολύ. Αυτά για τα παιδικά μου χρόνια. Εντάξει, σχολείο όπως όλα τα παιδιά, μαθαίναμε αυτά —είχαμε και καλούς δασκάλους εδώ, στο χωριό— μαθαίναμε αυτά που ήταν να μάθουμε. Μεγαλώνοντας ήταν εδώ η ζωή μας, όσο μπορούσε την κάναμε πιο ευχάριστη με παιχνίδια εκείνης της εποχής. Παίζαμε, ας πούμε, την μακριά γαϊδούρα, παίζαμε το τελεσίμ, ένα είδος κρυφτού, παίζαμε το μπάλακ και αυτό ένα παιχνίδι, το τσελίκ κιομάκ, το γκουτς, ήταν διάφορα παιχνίδια παιδικά αυτά.
Αυτά, ξέρεις, πρέπει να μου τα πεις πώς παίζονταν ε;
Να σου τα πω.
Θέλεις... Κοίταξε, πώς θέλεις να πάμε τώρα; Θέλεις να δοκιμάσουμε εδώ, με αυτά που μου έχεις πει μέχρι τώρα να φτιάξουμε αναμνήσεις—
Ναι—
Εικόνες;
Ναι, μπράβο.
Και μετά να προχωρήσουμε. Αρχικά όταν λες «παιδικά χρόνια» και μετά μεγαλώνοντας, μέχρι πότε εσύ το τοποθετείς, ότι 6 χρονών, 7 χρονών, ας πούμε, ήσασταν τότε, όταν τα κάνατε αυτά στο χωράφι που μου λες;
Αυτά τα κάναμε μέχρι 17-18 χρονών, το χωράφι, τα καπνά και τις δουλειές όλες.
Και το σχολείο.
Και το σχολείο.
Πώς προλαβαίνατε;
Προλαβαίναμε, γιατί δεν είχαμε να πάμε πουθενά αλλού. Ούτε διακοπές κάναμε ούτε τίποτα.
Δεν είχε... οι στιγμές διασκέδασης ήτανε—
Κοπάνες απ' τη δουλειά, απ' τα χωράφια κοπάνες ήτανε. Εντάξει, τον χειμώνα ήμασταν καλά. Τον χειμώνα, ας πούμε, δεν είχαμε δουλειές, οπότε σχολείο και μετά ήμασταν ελεύθεροι. Γυρίζαμε εδώ, σε μια τοποθεσία, που τη λέγαμε Γκούρτζα, που προσφερότανε, για να κάνουμε[00:10:00] τη γλίστρα στα χιόνια, με σακούλες νάιλον καθόμασταν πάνω και γλιστρούσαμε κάτω, πάνω στο χιόνι, ας πούμε, σε μια καλή απόσταση, που μας έδινε ευχαρίστηση. Παιδικό παιχνίδι ήτανε οι γλίστρες στα χιόνια. Χιόνιζε και πολύ τότες σε σχέση με σήμερα, το χιόνι ήταν πολύ και διασκεδάζαμε πολύ στο χιόνι τον χειμώνα, το οποίο κρατούσε δυο-τρεις μήνες.
Με τι γινότανε η γλίστρα; Πώς γλιστρούσες δηλαδή;
Ναι, ήσουνα σε ένα... φτιάχναμε στην αρχή ένα μονοπάτι, ας πούμε, στο χιόνι, καθόμασταν σε μια σακούλα από λίπασμα —μερικοί βάζαν και άχυρο μέσα, αλλά εμείς δεν βάζαμε— και το νάιλον σε επαφή με το χιόνι και η κατηφόρα... σαν να ήταν σκι, σαν να ήταν τα πέδιλα του σκι το νάιλον και γλιστρούσες πάνω στο χιόνι.
Και ήτανε αγώνας, ποιος θα...
Όχι, όχι. Ήτανε ποιος θα κάνει τις πιο πολλές γλίστρες.
Να ανέβεις πάνω, να τις—
Ναι, ναι.
Και με ποιους έπαιζες; Εδώ με παιδιά της γειτονιάς.
Με της γειτονιάς. Με τον Βαγγέλη, τον Νίκο, τον Γιώργο, τον Περικλή, τον Παντελή.
Ο πιο γρήγορος ποιος ήτανε, που έκανε τις πιο πολλές;
Εγώ. Όλοι ήμασταν γρήγοροι, όλοι. Τα παιδιά τότες ήτανε πολύ, να μην το πω εκπαιδευμένα, είχανε μια ευχέρεια σε τέτοια πράγματα, ας πούμε, όλα τα παιδιά, μια ευκολία. Το να ανέβεις σε ένα δέντρο, παραδείγματος χάριν, να πάρεις τα αβγά τα καρακαξίσια ή να μαζέψεις τα καρακαξάκια να πας να τα πουλήσεις τα πόδια τους, γιατί ήταν απαγορευμένα τότες και τα επιδοτούσανε, τις καρακάξες, το κάναμε. Ανεβαίναμε, ας πούμε, σε δέντρα ψηλά και αγκαθωτά, είχαμε ευχέρεια, χωνόμασταν. Σήμερα ένα παιδί δεν μπορεί να το κάνει αυτό.
Δηλαδή, τι; Ανέβαινες πάνω στο δέντρο, στη φωλιά—
Και έπαιρνες τα πουλιά.
Το έχεις κάνει αυτό;
Ναι. Έκοβες τα πόδια του και τα πήγαινες εδώ, σε ένα κατάστημα που ήτανε εξειδικευμένο, ας πούμε —όχι εξειδικευμένο—, είχε την ευχέρεια να πάρει τα πόδια και να σου δώσει χρήματα. Το ήξερες αυτό;
Μάλιστα. Μου φαίνεται ότι θυμάσαι τη λίμνη πολύ έντονα του... Ποια λίμνη λες; Είχε λίμνη το χωριό;
Όχι, όχι —εκεί που πηγαίναμε για τα σάζια;—, ήτανε στους Αναργύρους. Ήτανε κάνα 2-3 ώρες με το κάρο από δω. Όχι, 3 είπα πολλές, 2 ώρες.
Στο οποίο κάρο ήσουνα εσύ, ο μπαμπάς σου—
Εγώ και ο πατέρας μου μόνο.
Και πώς περνούσε η ώρα;
Πώς περνούσε η ώρα.
Δύο ώρες να πας, δηλαδή—
Λέγαμε ιστορίες πάνω στο κάρο. Τρώγαμε πάνω στο κάρο. Ας πούμε, είχαμε φάει μια φορά ψωμί, αυτό το φουρνιστό που είχαμε, του φούρνου, που κάναμε στο σπίτι, όπως είπα προηγουμένως για την ανταλλακτική οικονομία, το ψωμί το κάναμε εδώ, στο σπίτι. Είχαμε φούρνο. Είχαμε ένα τέτοιο ολόκληρο ψωμί το οποίο ήτανε 2 κιλά-3, έβγαινε, μ' ένα πεπόνι και ένα πολύ μεγάλο κομμάτι τυρί. Το φάγαμε πάνω στο κάρο, ας πούμε, που θυμάμαι τώρα, όπως ήμασταν και πεινασμένοι και εκείνη η γεύση του ψωμιού, του τυριού, και του πεπονιού μου έχει μείνει ακόμα στην ανάμνησή μου, ας πούμε.
Ναι, στην—
Μετά, εγώ εκεί... ο πατέρας έκοβε τα σάζια, εγώ έπαιζα στη λίμνη, κάνα ψαράκι, κάνα πουλάκι.
Οπότε, εκεί έχεις αναμνήσεις από τη λίμνη; Εσύ μου έλεγες ότι έπαιζες, κολυμπούσες, τι έκανες εκεί;
Με τα νερά, με τα βατράχια, αυτά, εντάξει.
Ναι.
Πιο πολύ κοντά στον πατέρα να τραβήξω κάνα σάζι, να τον βοηθήσω, όσο μπορούσα.
Τι θυμάσαι από εκεί, απ' τη λίμνη; Θυμάσαι καμία... εκτός απ' το φαγητό;
Όχι, δεν έχω ιδιαίτερες αναμνήσεις από εκεί, έγινε για πολύ λίγο χρονικό διάστημα, μετά σταμάτησαν τα σάζια. Το μόνο που θυμάμαι ήτανε ότι μια φορά που είχαμε φέρει τα σάζια εδώ, στο σπίτι, τα είχαμε από πίσω ένα μέρος που είχαμε, για να βάζουμε ξύλα και έφτιαξα μια φωλιά με τα σάζια, για να πάω να πάρω το μοσχαράκι το μικρό, που γέννησε η αγελάδα μας, να το πάρω, να το βάλω μες στη φωλιά. Και μπήκα μες στον στάβλο να το πάρω, οπότε η αγελάδα με πήρε με τα κέρατά της και με πέταξε πάνω στα κεραμίδια, στην πλάτη της έπεσα, ευτυχώς που δεν χτύπησα, ας πούμε. Και άρχισα να κλαίω και ήρθε η μάνα μου και με μάζεψε. Για να πάρω, να κάνω φωλιά το μοσχαράκι.
Επειδή, ξέρεις, εμείς δεν είχαμε ζώα, η γενιά μας, τώρα για να καταλάβω λίγο τη σχέση, γιατί τώρα, σαν να σε ακούω, είχες... Εκείνη την μέρα, ας πούμε, που γεννούσε το ζωάκι, εσύ μάλλον ήσουνα… τη θυμάσαι, ας πούμε; Γεννάει η αγελάδα.
Ναι, εντάξει, έχω δει πολλές φορές να γεννάει η αγελάδα, πάρα πολλές φορές. Ήτανε σημαντικό για το σπίτι, για την οικογένεια, να γεννήσει η αγελάδα, γιατί αυτό εδώ αμέσως αμέσως έδινε ένα ζώο ακόμη και το πιο κύριο ήτανε ότι είχες το γάλα πλέον. Το γάλα το οποίο ήτανε βασικό είδος διατροφής. Εμείς μεγαλώσαμε με γάλα, γιαούρτι και τυρί, έτσι; Οπότε, ήτανε από τα σημαντικότερα γεγονότα που συνέβαιναν μια χρόνια που κάποια στιγμή θα γεννούσε η αγελάδα.
Επομένως, πώς το ζούσε το σπίτι αυτό; Δηλαδή, είχατε ανυπομονησία, τι—
Βέβαια, χαρά... να μην ψοφήσει το μοσχαράκι, καθώς θα έβγαινε. Ναι, τώρα σε μερικές περιπτώσεις θυμάμαι ότι ερχόταν και κάποιος κτηνίατρος, αλλά ήταν κιόλας νύχτα που γεννούσε, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να είναι άλλος, μονάχα ο πατέρας και η μάνα βοηθούσαν να βγει. Αυτό ήτανε, ας πούμε... το ζήσαμε σε μεγάλο βαθμό, έτσι; Αλλά εγώ ήμουνα παιδάκι, ας πούμε, και είπα να κάνω μια φωλιά για το μοσχαράκι και πήγα, αλλά η αγελάδα... Πώς λέμε για την αρκούδα τώρα, ότι γίνεται η αρκούδα επιθετική αν έχει τα μικρά της; Το ίδιο γίνεται και με τα άλλα ζώα, όταν πας να πειράξεις τα μικρά τους. Εγώ δεν το καταλάβαινα αυτό και… Άλλα ζώα... είχαμε το άλογο το οποίο και αυτό ήτανε ένα εργαλείο για την οικογένεια, βασικά, εκείνης της εποχής, γιατί ήτανε το μεταφορικό μας μέσο. Και όχι μονάχα μεταφορικό, το άλογο όργωνε τα χωράφια, το άλογο τα σβάρνιζε, το άλογο κουβαλούσε τα προϊόντα στο σπίτι, δηλαδή καλαμπόκι, τριφύλλι, άχυρο, χόρτα, αγριόχορτα. Τότες, Θανάση, εκείνη την εποχή, αν έβγαινες στους δρόμους που ήταν μέσα στα χωράφια, δεν έβλεπες χόρτο. Πάντα όταν πήγαινε ο πατέρας μου, και άλλοι, με το κάρο στο χωράφι, πάνω είχε την κόσα. Μόλις έβλεπε χόρτο κάτω, στον δρόμο, δεξιά και αριστερά από τα χωράφια, το θέριζε και το φόρτωνε, για να το φέρει μετά να το φαν τα ζώα. Οπότε, δεν έβλεπες χόρτο στους δρόμους, τίποτα. Ήταν όλα ξυρισμένα. Λοιπόν... και τι λέγαμε;
Για το άλογο, ότι ήτανε εργαλείο.
Ναι. Λοιπόν, έφευγε ο πατέρας το πρωί και γυρνούσε μεσάνυχτα, για να προλάβει να οργώσει το χωράφι, να μην ξαναπάει. Ήτανε, δηλαδή, ένα εργαλείο για την οικογένεια. Από εκεί και πέρα εγώ, σαν αγοράκι, σαν παιδάκι, είχα ιδιαίτερο δεσμό με το άλογο, μόνο που δεν μπορούσα να το καβαλήσω. Δεν μπορούσα να το καβαλήσω, γιατί —φοβήθηκα κιόλας— το καβάλησε μια φορά ο πατέρας και τον έριξε κάτω, τον χτύπησε με το πόδι, του έδωσε μια κλωτσιά στο πρόσωπο, και είχε σπάσει τη μύτη του και ήταν στο νοσοκομείο για πολύ καιρό. Οπότε κι εγώ φοβόμουνα να το καβαλήσω, δεν δεχόταν κι αυτό δηλαδή, μόλις έβαζες κάτι, βάρος απάνω του, αμέσως ταραζόταν. Είχα ιδιαίτερο δεσμό, το έβγαζα, μετά το καπνό, ας πούμε, το πήγαινα εδώ πάνω, στη Γκούρτζα που είπαμε προηγουμένως, σε μια τοποθεσία, που λεγότανε παλούκωμα όλο αυτό, η διαδικασία. Δηλαδή, ένα μεγάλο σκοινί, με έναν πάσσαλο, το καρφώναμε στο χώμα και εκεί γύρω περιστρεφόταν και έβοσκε, έτρωγε. Το μεσημέρι το πήγαινα νερό, δυο κουβάδες νερό το πήγαινα να πιεί και μετά, το βράδυ, όταν χαλάρωνε, όταν τελείωναν οι δουλειές, πήγαινα και το μάζευα, το έφερνα. Το μιλούσα… Πολλές φορές, δεν πήγαινα το νερό, πήγαινα απάνω, το έπαιρνα το άλογο, έδενα το σκοινί στη μέση μου, ένα μικρό κομμάτι που είχε, και το κατέβαζα τρέχοντας στη βρύση που είχαμε εδώ, στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, μαζί με στέρνα που είχε, κάτι σαν σιντριβάνι. Το οποίο κακώς το χαλάσανε αυτοί που το χαλάσανε, θα μπορούσε σήμερα να υπήρχε και να το βλέπαμε, γιατί ήταν μια κατασκευή που έγινε το '24, όταν ήρθανε οι παππούδες μας απ' τα μέρη τους, απ' το Μπογάσκιοϊ. Το Μπογάσκιοϊ το οποίο και αυτό είναι ένα κεφάλαιο το οποίο με έχει απασχολήσει πολύ μέσα από ιστορίες και με τέτοια, ίσως να το πούμε μετά. Λοιπόν, [00:20:00]το άλογο αυτό το κρατήσαμε πάρα πολλά χρόνια. Σε κάποια στιγμή, να το αναφέρουμε και αυτό, ότι όταν έγινε η επιστράτευση, το '74, επιστρατεύανε και τα άλογα για τον στρατό. Ήθελαν να το πάρουνε. Πήγα να το πάρω κι εγώ, για να το φέρω στο σπίτι, για να το πάει ο πατέρας μου στο γήπεδο, που τα συγκεντρώνανε. Εγώ, σαν παιδί, άρχισα να κλαίω, να το αποχαιρετάω και έχω την εντύπωση ότι έκλαψε κι αυτό, αυτή την εντύπωση μου έδωσε. Αυτό... είχα ιδιαίτερο δεσμό με το άλογο και μου έχει μείνει, το θυμάμαι πάρα πολλές φορές, την Αράπα.
Αράπα το λέγατε;
Αράπα ήταν το όνομά της, ήτανε μαύρο.
Τι του έλεγες, όταν το πήγαινες στο γήπεδο;
Όχι, δεν το πήγα στο γήπεδο, ο πατέρας μου το πήρε, απλά εγώ το αποχαιρετούσα: «Πού θα πας; Θα μ' αφήσεις εδώ, η συντροφιά μου, η παρέα σου, το χλιμίντρισμα». Δηλαδή το χλιμίντρισμα, Θανάση —ξέρεις τι είναι χλιμίντρισμα;—, μου το 'κανε πάρα πολλές φορές και από απόσταση. Όταν πήγαινα, ήταν νύχτα και δεν με έβλεπε, με αντιλαμβανόταν ότι πηγαίνω και χλιμίντριζε με έναν τρόπο ιδιαίτερο, ας πούμε, ότι να με χαιρετήσει. Αυτό ήτανε… για μένα, ας πούμε, τότες ήταν σημαντικό, να βλέπεις, να νιώθεις ότι σε καταλαβαίνει ένα ζώο πολύ μεγαλύτερο από σένα. Αυτό ήτανε το… που μου άρεσε δηλαδή.
Οπότε, ήσασταν φίλοι.
Φίλοι, ναι. Φίλοι. Κολλητοί.
Επειδή με είπες τώρα την επιστράτευση, δεν ξέρω, πώς να σ' το ρωτήσω; Έχουν γίνει κάποια γεγονότα στο χωριό που μπορεί, επειδή είναι χωριό, κάποιος να πει, ξέρω 'γω: «Τι γεγονότα;», αλλά για μας ήταν σημαντικά. Και μπορεί να τα έζησες και άμα θέλεις μπορώ να σε ρωτήσω, ας πούμε, και ό,τι θυμηθείς φυσικά εσύ πιο έντονα, μου το λες. Ένα που μου έχουν πει είναι όταν πέρασε η βασίλισσα απ' το χωριό, το θυμάσαι αυτό; Νομίζω ήσουν και γεννημένος.
Ο βασιλιάς. Δεν ξέρω για βασίλισσα, αλλά σίγουρα τον βασιλιά τον ακολουθούσε η βασίλισσα.
Ναι, για πες.
Αυτό ήτανε πριν την επιστράτευση, ήτανε πιο εδώ. Στο Δημοτικό σχολείο μάς πήρανε, ότι θα περνούσε ο βασιλιάς από ένα σημείο έξω απ' το χωριό, από έναν κεντρικό δρόμο, που πήγαινε... Πτολεμαΐδα-Φλώρινα συνέδεε, και θα περνούσε ο βασιλιάς. Και πήγαμε με κάτι πανέρια με —καλάθια— με τριαντάφυλλα μέσα, με πέταλα, για να τα πετάξουμε στον δρόμο, καθώς θα περνούσε ο βασιλιάς. Ήτανε γύρω στα 2 χιλιόμετρα από το χωριό, η μέρα ήταν κρύα, για να προφυλαχθούμε, μας βάλανε μέσα σε ένα απάνεμο σημείο. Έκανε πολύ κρύο και θαρρώ ότι τελικά —επειδή ήμουν πολύ μικρός, και δεν το θυμάμαι καλά— θαρρώ ότι τελικά ότι ο βασιλιάς δεν πέρασε, ότι γυρίσαμε με γεμάτα τα πανέρια. Αυτό θυμάμαι από αυτό το πράγμα. Πρέπει να 'μουνα 6 χρονών; Κάπου εκεί. Δηλαδή '59, γύρω στο '65-'66, εκεί πρέπει να πέρασε ο βασιλιάς από δω. Πέρασε, γιατί μεγαλύτεροι από μένα θυμούνται κάτι, στην Πτολεμαΐδα όμως, όχι εδώ, στο χωριό. Το άλλο, με την επιστράτευση που λες, αυτό που θυμάμαι ήταν ότι στο χωράφι που είχαμε το καπνό ήρθε ένα υγειονομικό και εγκαταστάθηκε. Ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, γιατί ερχόταν και μιλούσανε με τον πατέρα μου, συνήθως ήταν γιατροί, υγειονομικοί. Να φανταστείς εκεί είχαμε ένα μποστάνι. Τότες κάθε καπνό, κάθε χωράφι έτσι με καπνό, είχε το μποστάνι του. Είχε μέσα πεπόνια, καρπούζια, κολοκυθάκια, και… Θυμάμαι που έλεγε ο πατέρας μου ότι: «Δεν μας έλειψε ποτέ καρπούζι και πεπόνι», δηλαδή δεν πήρανε ποτέ κάτι αυτοί οι άνθρωποι εκεί πέρα, γιατί ακούγαμε αλλού ότι... Πεινούσανε, ας πούμε, δεν ήμασταν και τόσο καλά οργανωμένοι, ο στρατός, είχανε κάποια θέματα κάποιοι. Εμείς εκεί, μάλλον επειδή ήτανε μορφωμένοι άνθρωποι —δεν ξέρω τι, ήταν καλοί άνθρωποι, γιατί δεν έχει σχέση το καλός, με τη μόρφωση— δεν μας κάνανε ζημιές. Και μετά το άλλο που θυμάμαι ότι ήτανε... εκείνη την μέρα, ας πούμε, που αντιληφθήκαμε τον στρατό εκεί δίπλα στο χωράφι μας, όταν γυρίζαμε και μας είδε ο παππούς ο Χριστοδούλης, της μάνας μου ο πατέρας, είπε τον πατέρα μου, έτσι, κάπως χαρούμενα, ότι: «Ήρθε ο Καραμανλής». Και εγώ είπα: «Για να το πει χαρούμενα ο παππούς, καλό θα είναι αυτό. Καλός θα είναι ο Καραμανλής».
Πού το… γιατί το είπε αυτό; «Ήρθε ο Καραμανλής»; Εννοώντας;
Γιατί έπεσε η Χούντα και μπαίναμε σε ένα άλλο—
Αυτό εννοούσε.
Ναι, ήτανε η μεταπολίτευση, η γνωστή μεταπολίτευση, ας πούμε.
Και που το άκουσε ο—
Είχε ραδιόφωνο ο παππούς, άκουγε.
Ναι.
Κι εμείς, παίρναμε το ραδιόφωνο στο χωράφι, γιατί ήταν απαραίτητο, αλλά δεν το ακούσαμε, δεν ξέρω γιατί, και μας το είπε ο παππούς.
Τώρα μου δίνεις και αφορμή, επειδή άκουγες ιστορίες λες. Στο κάρο ιστορίες άκουγες, στο—
Στο καπνό ιστορίες.
Να το πω ότι είμαστε και συνάδελφοι λίγο, με την έννοια ότι έχεις μαζέψει εδώ ιστορίες από όλο το χωριό.
Α, ναι! Έχω μαζέψει κάποιες ιστορίες, κάποιες φωτογραφίες, κάποια ντοκουμέντα παλιά. Όπως είπα προηγουμένως με το Μπογάσκιοϊ, είχα ακούσματα απ' τον έναν τον παππού μου μόνο, τον Χριστοδούλη, αλλά τότες δεν είχαμε αυτό που άρχισα να το αποκτώ στα κατοπινά τα χρόνια, αφού είχαν πεθάνει οι παππούδες μου, δηλαδή το ενδιαφέρον να μάθω πράγματα για το Μπογάσκιοϊ, οπότε έχω χάσει την ευκαιρία αυτήν. Πήρα από έναν —από έναν, δύο— από τρεις παλιούς κατοίκους εδώ, του χωριού, πήρα συνεντεύξεις, μας είπαν κάτι πράγματα, αλλά ήταν αυτοί μικροί, ενώ οι παππούδες μου ήρθανε μεγάλοι από κει, οπότε θα μπορούσα να πάρω πιο καλές πληροφορίες. Το μόνο, ας πούμε, ήτανε κάποιες ιστορίες που μου έλεγε ο παππούς, το τι κάνανε εκεί, στο χωριό, τι δουλειές κάνανε, πώς απασχολιόντανε. Εκεί πέρα αυτοί, στο Μπογάσκιοϊ, η οικογένεια του παππού μου ασχολιότανε με τα κάρβουνα, παραγωγή κάρβουνου, γιατί είχανε βουνά γύρω τους με δέντρα και κάναν κάρβουνο το οποίο το πηγαίναν και το πουλούσαν στην πόλη. Άκουγα ιστορίες εκεί, πάνω, στο βουνό, διάφορες. Πώς ζούσανε, τι τρώγανε πάνω, στο βουνό, πώς κάναν το κάρβουνο, το πώς φύγαν από εκεί, πώς ήρθανε εδώ, κάποια πράγματα... ό,τι μου έλεγε ο παππούς. Εγώ δεν είχα... δεν το ήξερα τι θησαυρό έκρυβαν αυτοί οι άνθρωποι, για να μπορέσω να τους πω, να τους ρωτήσω, να πω, να μου πουν πράγματα. Το αντιλήφθηκα αργότερα. Γενικά είχα ακούσματα πολλά και απ' αυτούς, και από τον πατέρα μου και από τη μητέρα μου. Αυτό συνήθως, στη διάρκεια του βελονιάσματος του καπνού. Καθόμασταν στη σκιά, βελονιάζαμε, και λέγαμε ιστορίες. Ας πούμε, έλεγα τον πατέρα μου: «Άντε μπαμπά, πες τώρα ιστορίες απ' τα παλιά τα χρόνια», έτσι τις ονόμαζα. Και εκεί άρχιζε ο πατέρας μου, ας πούμε... εντάξει, λέγανε τις ιστορίες πώς ζούσανε αυτοί εδώ στο χωριό πριν... Ο πατέρας μου ήρθε από το Μπογάσκιοϊ 4-5 μηνών, έτσι; Οπότε, έζησε εδώ τα κατοπινά χρόνια το πώς ξεκινήσανε. Οι πιο πολλές ιστορίες που μου έλεγε ήτανε τα χρόνια που ήταν αντάρτης. Ο πατέρας μου βγήκε αντάρτης με τους Γερμανούς το '44, λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί, για πολύ λίγο καιρό. Αργήσανε να φύγουνε, αλλά η πλειοψηφία των νέων του χωριού έφυγε τότες, το '44, μέχρι τότες ήταν εδώ. Και οι ιστορίες του περιστρεφότανε πάνω στο ότι ήταν αντάρτης. Πού πήγανε, τι κάνανε, τι τρώγανε, με ποιους πολεμήσανε, σε ποια μέρη πήγανε. Ήταν σημαντικό αυτό γι' αυτούς, γιατί σημαντικό ήταν γι' αυτούς το ότι ήτανε σε μία κατάσταση —πώς να το χαρακτηρίσω;— όχι... άσχημη, ναι, σίγουρα, πάνω στα βουνά περπατούσαν, αλλά ήταν πρωτόγνωρο γι' αυτούς να φύγουν απ' το χωριό παιδιά, ας πούμε —ο πατέρας μου ήτανε 20 χρονών, με δουλειές, με τα ζώα και με αυτά— και ξαφνικά να είναι πάνω στο βουνό και να μάχονται τους Γερμανούς. Γύρισε μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, γύρισε εδώ, στο χωριό, ασχολήθηκε λίγο εδώ, αλλά μετά η ηλικία του, οι πιο πολλοί, πηγαίνανε κάτω, προς[00:30:00] τα χωριά της Πέλλας. Στην Καρυώτισσα ήταν πιο πολλοί, γιατί εκεί είχανε εγκατασταθεί και άνθρωποι από το Μπογάσκιοϊ, είχαμε σόγια εκεί πέρα. Πηγαίναν πιο πολύ, λοιπόν, στην Καρυώτισσα, γιατί εκεί είχανε κήπους, είχανε χωράφια που καλλιεργούσανε, είχανε ζώα, οπότε πηγαίνανε εκεί για δουλειά και ήταν και ένας τρόπος να αποφύγουν και το δεύτερο αντάρτικο. Δεν βγήκε στο δεύτερο αντάρτικο, στον εμφύλιο. Γενικά από το... στον εμφύλιο ήτανε... όσους πήγανε δηλαδή, όσοι τους πήραν οι αντάρτες από εδώ, ανάμεσά τους και έναν θείο μου.
Όχι έναν, να το πούμε ότι... Και σε ευχαριστώ και δημόσια—
Ναι—
Που κάναμε τη συνέντευξη—
Ναι. Να φανταστείτε—
Τον θείο τον Γιώργο—
Να φανταστείς ότι ο πατέρας μου ήτανε, ας πούμε στον ΕΛΑΣ, μέχρι την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, ο θείος ο Γιώργος ήτανε στον Δημοκρατικό Στρατό και ο θείος ο Δημητρός ήταν στον Εθνικό Στρατό. Δηλαδή, τρία αδέρφια ήτανε ο ένας εδώ και ο άλλος εκεί. Ήτανε ζωντανή ιστορία και όταν άρχισα να καταλαβαίνω, τότες άρχισα να ρωτάω πράγματα, μαθαίνοντας γι' αυτούς τους ανθρώπους και τις ιστορίες, που ήταν η ζωντανή ιστορία του τόπου μας.
Πότε ήταν αυτό περίπου, θείο; Δηλαδή, μετά από τα παιδικά χρόνια, που σ' τα λέγανε, μετά άρχισες να καταλαβαίνεις;
Ναι, πήγα φαντάρος, απολύθηκα, και μετά άρχισα να ενδιαφέρομαι και να ρωτάω γι' αυτά τα πράγματα, που δεν ρωτούσα μόνο γι' αυτά τα πράγματα, ρωτούσα και για το Μπογάσκιοϊ. Άρχισα να μαζεύω φωτογραφίες από κατοίκους του χωριού, τις οποίες τις σκάναρα και τις έχω σε μια συλλογή, έχω κάποια πράγματα. Έχω μαζέψει τα παλιά σπίτια του χωριού, τα οποία γκρεμίστηκαν, σχεδόν έχω γύρω στα 20 σπίτια που έχουν χαθεί, παλιά, του εποικισμού, και πιο νεότερα τα οποία έχουν γκρεμιστεί τώρα. Γκρεμίστηκαν, ξέρεις γιατί; Είχαμε πάρει τότες τα σεισμοδάνεια, όταν έγινε ο σεισμός, το 93’-94’, ο μεγάλος σεισμός και εκεί δόθηκαν κάποια δάνεια, οπότε, για να χτίσουν οι άνθρωποι, έπρεπε να γκρεμίσουν τα παλιά. Εκεί πετάχτηκαν όχι μονάχα τα σπίτια, πετάχτηκαν και αντικείμενα μέσα και εργαλεία. Είχα μαζέψει μερικά απ' τα σκουπίδια, αλλά λόγω της κατάστασης, που έπαθα μετά το ατύχημα, δεν μπορούσα να μπω μέσα, για να πάρω, τα έβλεπα μόνο από μακριά και μετά τα 'χανα, όταν πήγαινα με κάποιον να με βοηθήσει, τα σκεπάζανε... Το μόνο που πήρα ήταν μία λεκάνη —μια λεκάνη;—, σκάφη φτιαγμένη από κορμό δέντρων, τον οποίο τον παρέδωσα στην Εύξεινο Λέσχη. Πιο μπροστά τον είχα δώσει στον Σύλλογο, τον Πολιτιστικό Σύλλογο, που έκανε μια έκθεση περιοδική και μετά μόνιμα το έδωσα στην Εύξεινο Λέσχη. Εκείνο που στεναχωρέθηκα ήταν ότι μια μέρα είχα αντιληφθεί ότι υπήρχε μέσα στα σκουπίδια πεταμένη, εκείνη την περίοδο που είπαμε, που γκρεμιζόταν τα σπίτια, μία κάσα που πατούσαν τα καπνά. Ήτανε μια μακρόστενη κάσα, λυόμενη. Εκεί μέσα βάζαν το καπνό, τις αρμαθιές, που ήτανε. Οι αρμαθιές ήτανε ένα μάτσο, ας πούμε, φύλλων καπνού, περασμένα σε κλωστή τα οποία τα απλώνανε στις λιάστρες, άλλη… Να μιλήσουμε λίγο για κείνο—
Πες μου, όμως, πες μου—
Όχι, όχι, να πούμε γι' αυτό και μετά να πούμε για τις λιάστρες λίγο. Είχε μέσα και μερικά φύλλα καπνού αυτό εδώ. Εκεί τα βάζαν τα καπνά, μέσα σε αυτή την κάσα και τα συμπιέζανε με έναν μηχανισμό και τα δέναν και κάναν ένα πακέτο, ας πούμε, καπνού, το οποίο ζύγιζε από 15 μέχρι 25 κιλά, εκεί. Αυτό, λοιπόν, κάποιος το πέταξε. Ήθελα να το πάρω εγώ, για να το βάλουμε κάπου, γιατί δεν νομίζω να υπάρχει και κανένα. Ήτανε 2-3 μες στο χωριό που κάναν αυτή τη δουλειά. Ερχόταν στο σπίτι, τους πλήρωνες και σε κάνανε αυτό το πάτημα του καπνού. Λοιπόν και πήρα έναν ξάδερφο μου μετά από κάνα δυο μέρες, να πάω, να το βρω, να το πάρουμε, τα σπρώξανε και σκεπάστηκε, ας πούμε, και έτσι το 'χασα με αυτό. Όπως και πόσα άλλα χάσαμε.
Τώρα γι' αυτό, για τις λιάστρες, για τα καπνά, ήθελα να πω λίγο για την καλλιέργεια, τον τρόπο της καλλιέργειας, ότι αφού τον μαζεύαμε τον καπνό και το βελονιάζαμε και το περνούσαμε στην κλωστή αυτήν, είχαμε μια κατασκευή τετράγωνη, με ξύλο, που δεξιά και αριστερά και στη μέση, υπήρχε... βάζαμε καρφιά και εκεί πάνω στερεώναμε την αρμαθιά. Αυτή την αρμαθιά, λοιπόν —κάθε λιάστρα είχε γύρω στις 20 αρμαθιές περίπου—, την βάζαμε στον ήλιο, για να στεγνώσει τον καπνό. Όταν έβρεχε, λοιπόν —εκείνες τις εποχές τα καλοκαίρια ξαφνικά συννέφιαζε, πατούσε μια βροχή, και μετά από λίγο ξαναέβγαινε ο ήλιος— έπρεπε, λοιπόν, να σηκωθούμε από το βελόνιασμα, να μαζέψουμε τις λιάστρες στο υπόστεγο, τρέχοντας μες στη βροχή, και μετά από κάνα δεκάλεπτο να τις ξαναβγάζαμε. Αυτό, όμως, που ήταν αξιοσημείωτο, και υπήρχε... το νιώθαμε πάρα πολλές φορές, ήτανε τις Κυριακές. Τις Κυριακές, λοιπόν, εδώ, στο χωριό, κάναμε τη βόλτα, την περίφημη βόλτα μας. Στη βόλτα αυτήν, η οποία άρχιζε, μόλις έπεφτε ο ήλιος, έτσι μετά από το πέσιμο του ήλιου δηλαδή, δεν υπήρχε ήλιος στη βόλτα, βγαίνανε ζευγάρια, βγαίνανε φίλοι, φίλες και περπατούσανε και κουβεντιάζανε, τρώγοντας σπόρια, τα μαύρα σπόρια, τα ηλιόσπορα, αυτά που λείπουν σήμερα από την Ουκρανία. Λοιπόν και εκεί πέρα συναντιόνταν, ας πούμε, τα αγόρια με τα κορίτσια, πειράζανε, παίζανε. Εμείς φυσικά ήμασταν μικροί, αυτό που μας ενδιέφερε είναι να παίξουμε πιο πολύ, τρέχαμε μες στον κόσμο. Εκεί τώρα —είπαμε, γινότανε και οι κουβέντες και το φλερτ ανάμεσα στους νέους— ήτανε μια κατάσταση, ας πούμε, που την ήθελε ο κόσμος, την είχε ανάγκη, να βγει έξω, να δουλέψει, να περπατήσει, να δει τους φίλους του, να κουβεντιάσει, λεγόταν και διάφορα νέα. Λοιπόν, εκεί, τις Κυριακές, όταν γινόταν η βόλτα, καμιά φορά χαλούσε ο καιρός και έβρεχε, οπότε η βόλτα αμέσως άδειαζε. Τελείωσε ο δρόμος, έμεινε άδειος, να παν, να μαζέψουν τις λιάστρες ο κόσμος. Μερικοί ξαναγυρίζανε, μερικοί δεν ξαναγυρίζανε, αλλά τη βόλτα τη χαλούσε μονάχα ο καιρός, όταν έβρεχε για τις λιάστρες να μαζέψουνε. Φυσικά, τον χειμώνα δεν γινότανε βόλτα ή το φθινόπωρο, αλλά το καλοκαίρι γινόταν. Μόνο τότες συνέβαινε αυτό, και άδειαζε η βόλτα.
Έτσι όπως μου το λες, είναι... σου συνέβη αυτό μάλλον.
Ναι. Μου συνέβη, για να στο λέω, μου συνέβη, δεν είναι άκουσμα. Μου συνέβη.
Τι... την θυμάσαι εκείνη… Πολλές φορές μπορεί να έχει γίνει, αλλά, μάλλον, μπορεί να θυμάσαι μία φορά που να έγινε τόσο έντονα.
Πολλές φορές έγινε. Πολλές φορές. Άφηνε ο κόσμος τη βόλτα, να 'ρθει, να μαζέψει τις λιάστρες.
Για τη βόλτα έχω πολλές απορίες. Καταρχάς πού γινόταν η βόλτα, σε ποιο σημείο του χωριού;
Ήτανε στον κεντρικό δρόμο, από... σήμερα εκεί που είναι το καφέ του Αβραμίδη, από εκεί, και πήγαινε μέχρι την πλατεία, πάνω, της —Ομόνοιας την λέμε;— εκεί, του Φανάκη. Εκεί κάπως.
Και—
Φυσικά, και πιο παλιά, που έχω κάποιες φωτογραφίες, ήτανε μέχρι εδώ, το πάρκο της Αγίας Παρασκευής, και πιο κάτω. Επειδή ήτανε η βρύση, έχει αλάνα. Και έχω μια φωτογραφία εκεί με τον παππού σου τον Σταυρό, που έχει ένα αμαξίδιο και έχει πάνω σπόρια και πουλάνε μαζί με κάποιον άλλον. Κόσμος μαζεμένος πολύς εκεί.
Για πόσο κόσμο μιλάμε περίπου; Δηλαδή—
Τότε στο χωριό είχε πολύ κόσμο, Θανάση. Τι να πω; Δεν ξέρω τι πληθυσμό είχε το '65-'66, δεν ξέρω. Αλλά τώρα ήμασταν και μικροί εμείς και μας φαινότανε πολύς ο κόσμος. Πολλά παιδιά, όλες οι γειτονιές είχανε παιδιά, όλες. Δηλαδή, να φανταστείς, εδώ τώρα σε μια... στη γειτονιά μου σήμερα, που ήμασταν 30-40 παιδιά, μόνο στη γειτονιά μου, σήμερα δεν έχει. Έχει 5-10.
Ναι. Και όταν μου λες παίζατε, δηλαδή τι παιχνίδια κάνατε εκεί στην βόλτα; Ασυνόδευτοι ήσασταν ή με τους γονείς βγαίνατε;
Όχι ρε, τι με τους γονείς; Οι γονείς μπορεί να κάναν βόλτα, εμείς παίζαμε. Παίζαμε κυνηγητό, κρυφτό, αυτό. Μαζεύαμε γόπες, να καπνίσουμε. Οι γόπες ήτανε τα αποτσίγαρα που πετούσανε οι μεγάλοι και πηγαίναμε εμείς, τις μαζεύαμε και τις [00:40:00]ξανακαπνίζαμε.
Τις ανάβατε;
Τις ανάβαμε και τις καπνίζαμε.
Για τι ηλικία μιλάμε τώρα;
7-8 χρονών.
Αλητάκια.
Αλητάκια. Με την καλή την έννοια αλητάκια, δεν ήμασταν κακά παιδιά. Θυμάμαι στα πανηγύρια που κάναμε, της Αγίας Παρασκευής... γιατί όλα τα καφενεία φέρνανε συγκροτήματα μουσικά, φέρνανε και μια κοπέλα, τραγουδίστρια, εμφανίσιμη, την οποία τη λέγαμε ντιζέζ. Δεν ξέρω, τι σημαίνει ντιζέζ; Τι λέξη είναι; Γαλλική; Ντιζέζ;
Ναι, το «εζ» μπορεί να είναι.
Ναι. Φέρνανε και μια ντιζέζ, εμφανίσιμη κοπέλα, και διασκεδάζαν οι χωριανοί. Κρατούσε το πανηγύρι δυο μέρες, που έχω ακούσματα πιο παλιά, από τους γονείς μου, ότι 4-5 μέρες διασκεδάζαν τότες με το πανηγύρι. Και εκεί, λοιπόν, ερχόταν ένας γαμπρός εδώ, στο χωριό, ήταν... είχε πάρει χωριανή μου, μια χωριανή μας είχε παντρευτεί, και αυτός ο άνθρωπος κάθε χρόνο, Θανάση —εμείς μόλις τον αντιλαμβανόμασταν σαν παιδιά, γυρίζαμε γύρω γύρω από το τραπέζι του— μας φώναζε κάποια στιγμή, μας έδινε ένα εικοσάρικο, να πάμε να του πάρουμε τσιγάρα, ένα πακέτο τσιγάρα. Το τσιγάρο να έφτιαχνε τότες, ξέρω 'γω, 5 το πακέτο, 5 δραχμές; Και τα ρέστα τα έδινε σε εμάς, να τα μοιραστούμε. Οπότε, καταλαβαίνεις χαρά. Μόλις έδινε τα ρέστα σ' αυτόν που το πήγαινε το πακέτο, αυτός έτρεχε, έφευγε, οπότε καμιά δεκαριά της παρέας, έβλεπες να τρέχουν πίσω από έναν, να μην μας φύγει, να του πάρουμε... να μοιράσουμε τα λεφτά. Ήτανε σημαντικό γεγονός του πανηγυριού αυτό για μας, τα παιδιά. Φυσικά, ερχότανε και κούνιες, ερχότανε κούνιες, βάρκες ή αλυσίδες, τις ξέρεις τις αλυσίδες που γυρνούσαν έτσι, γύρω γύρω; Ερχότανε... μια δυο φορές θυμάμαι ήρθε και γύρος του θανάτου εδώ, στο πάρκο της Αγίας Παρασκευής, είχε έρθει. Ένα γεγονός που συνέβη με τις αλυσίδες, ότι έσπασε μια φορά μια αλυσίδα και ένας χωριανός μας έπεσε κάτω, χτύπησε δηλαδή, είχε πάθει μόνιμη βλάβη στα πόδια του. Περπατούσε, αλλά είχε κάποιο θέμα. Με τις κούνιες τι άλλο ήθελα να σου πω; Κάτι που πήγα να θυμηθώ και το ξέχασα τώρα, τις κούνιες.
Αυτές ήταν για το πανηγύρι;
Ναι, για το πανηγύρι, ναι. Α, αυτό ήτανε! Ερχότανε, λοιπόν, και ένας τύπος, λέει ότι —τώρα εγώ εκείνη την εποχή δεν τους ήξερα—, αλλά λέγανε ότι ήτανε ένας ο οποίος κουβαλούσε μαζί του και τη Σπεράντζα Βρανά, μια ηθοποιός, Σπεράντζα Βρανά. Ήτανε και αυτή μέσα σε ένα αυτό… Τότε, ξέρεις, ήτανε τα μπουλούκια, τα θεατρικά μπουλούκια και εγώ θυμάμαι μπουλούκι θεατρικό, το οποίο έστηνε τη σκηνή του, το θέατρο, ανάμεσα στου... εκεί που έχει τώρα ο Γκιαουράκης το μαγαζί, το καινούργιο, και εκεί που έχει η Γεσθημανή το μαγαζί της, ανάμεσα εκεί είχε χώρο και εκεί στήνανε μια πάρα πολύ μεγάλη σκηνή και είχε μέσα καθίσματα και έμπαινε ο κόσμος, πλήρωνε εισιτήρια. Εμείς περνούσαμε κάτω απ' τη σκηνή μερικές φορές, αλλά δεν θυμάμαι —πρέπει να ήμουνα πάρα πολύ μικρός— και δεν θυμάμαι παράσταση. Το μόνο που θυμάμαι ότι περνούσαμε από κάτω. Και πάνω εκεί πρέπει να ερχότανε και η Βρανά, αυτή η Σπεράντζα, ήτανε μεγάλη ηθοποιός, ήτανε της εποχής της όνομα μεγάλο, ας πούμε. Ερχότανε με έναν τύπο εκεί πέρα, που στήνανε ένα τσαρδί, που το λέμε, ένα σπιτάκι, και εκεί παίζανε κάτι παιχνίδια με σκοπό να πάρουνε χρήματα. Και φώναζε αυτός, θυμάμαι: «Βαλέτε, βαλέτε όλοι», έλεγε, «Βαλέτε όλοι» και πηγαίναμε εμείς —όχι πηγαίναμε εμείς, οι πιο μεγάλοι πηγαίναν—, ρίχναν δίφραγκα —τώρα;—, κάπου να καθίσουν σ' ένα τετράγωνο, να μην πατάνε σε γραμμή και έπαιρνες το δικό σου, έπαιρνες κι ένα ακόμα, δύο, δεν θυμάμαι. Εκεί, λοιπόν, πρέπει να ερχόταν αυτοί. Άλλο τέτοιο, διασκέδαση, που είχαν οι κάτοικοι, ήταν ο σινεμάς. Ο σινεμάς, τον είχε ο Σταυρακίδης, ήτανε εκεί που είναι σήμερα αυτό το εγκαταλελειμμένο, του Ηρακλή, το κτήριο, ανάμεσα Καρανικόλα και Τόρτοκα, εκεί. Εκεί, λοιπόν, είχε... ήταν ένα μεγάλο κτήριο, παλιό και εκεί μέσα έπαιζε, ο Σταυρακίδης είχε πάρει μηχανή, και έπαιζε ταινίες. Εκεί, λοιπόν, κάθε Κυριακή είχε ταινία, δεν ξέρω αν είχε Σάββατο, Κυριακή είχε σίγουρα. Είχε και ένα μεγάλο κάραγατς, που από κάτω είχε αυτό το σταντ, που λέμε, ποια ταινία παίζει με φωτογραφίες. Είχε 5 δραχμές, ένα τάλιρο είσοδος, θυμάμαι τότες εγώ, και εκεί πάλι προσπαθούσαμε να μπούμε στα κρυφά. Αλλά είχε έναν υπάλληλο στην πόρτα, ήταν πολύ άγριος, και αν μπαίναμε κρυφά μέσα, ερχόταν μες στον κόσμο και μας έβρισκε ρε, για να μας βγάλει έξω. Πώς τον λέγαμε; Λουσάτο. Λουσάτο τον λέγαμε, τώρα ποιος ήτανε δεν ξέρω. Στα κατοπινά τα χρόνια, μετά, όταν γκρεμίστηκε εκείνο, ο Σταυρακίδης έκανε ένα σινεμά καινούργιο εκεί που είναι σήμερα το Mega Market; Mega λέγεται;
Εντάξει.
Εκεί στην πλατεία, εκεί το 'κανε. Αλλά ήδη άρχισε να βγαίνει η τηλεόραση, οπότε ο κόσμος δεν πήγαινε πλέον και έμεινε έτσι, μετατράπηκε σε σούπερ μάρκετ. Επίσης ερχόταν και ο στρατιωτικός σινεμάς. Α, μπράβο, θυμήθηκα τώρα! Κάθε Σάββατο ήταν ο στρατιωτικός σινεμάς. Ερχότανε μια καναδέζα, που λέγαμε, εκεί, της εποχής, που είχε πάνω κινηματογραφική μηχανή προβολής, την έστηνε εκεί που είναι σήμερα η κοινότητα, το κτήριο, εκεί, απέναντι από τον Κλεόβουλο, εκεί πέρα ήτανε η οθόνη, έβαζε, και μαζευόταν το χωριό. Ειδικά εμείς, τα παιδιά, είχαμε χαρά, περιμέναμε πότε θα 'ρθει η Καναδέζα και βγαίναμε στον δρόμο και φωνάζαμε: «Ήρθε ο στρατιωτικός σινεμάς, ήρθε ο στρατιωτικός σινεμάς». Πηγαίναμε εκεί, που είχε και κάτι πάγκους εκεί μαζεμένους, και καθόμασταν σε αυτά τα παγκάκια οι χωριανοί και βλέπαμε το σινεμά. Ένα από αυτά τα παγκάκια είχε σωθεί και ήταν για πάρα πολλά χρόνια έξω απ' τον φούρνο του παππού του Σταύρου. Μετά δεν ξέρω τι έγινε, χάθηκε κι αυτό.
Ανάμεσα στα ενδιαφέροντά μου, ας πούμε, εδώ, για την ιστορία του χωριού, ήτανε και πώς ζούσανε οι κάτοικοι εδώ πέρα εκείνο το διάστημα. Δηλαδή, εννοώ από το '24 που ήρθανε, την άνοιξη του '24, μέχρι το '70-'80, ήθελα να ξέρω πώς ζούσανε. Έχω μιλήσει με κάποιους ανθρώπους και μέσα σ' αυτά είναι πάρα πολλά. Δεν ξέρω, θες να πούμε κάποια πράγματα, το πώς ζούσανε εκείνη την εποχή; Όχι ε; Καλύτερα δικές μου εμπειρίες—
Ναι—
Παρά δικά τους. Απλά εγώ είχα ενδιαφέρον, και μάθαινα και γι' αυτά τα πράγματα—
Κοίτα, πώς μπορείς να μου το πεις—
Ναι, ναι, λίγο να σου πω.
Τι σε σημάδεψε, ας πούμε, από αυτή… μια ιστορία που για κάποιον λόγο σου έκανε τρομερή εντύπωση. Αν… εννοείται ότι μπορείς να μου πεις, ό,τι θέλεις μου λες, απλά σου λέω ένα—
Εμένα αυτό που με έκανε εντύπωση, και αυτό ήθελα να σου πω προηγουμένως που σου έλεγα, ήταν ότι είχαμε τόσα πράγματα στο χωριό, δηλαδή από δεξαμενές, από βρύσες, συνήθως αυτό είναι, τα οποία τα έχουμε γκρεμίσει όλα. Δηλαδή, την περίοδο του '80 με '85, εκεί, γκρεμίστηκαν πάρα πολλά πράγματα. Πώς αυτοί οι άνθρωποι, ας πούμε, γκρέμισαν τη βρύση της Αγίας Παρασκευής; Ή την γκρέμισαν, χτίστε την με τα ίδια υλικά παραδίπλα. Ή αυτό εδώ που ποτίζαμε, που σου είπα ότι πότιζε την Αράπα, ήτανε μια μεγάλη κατασκευή. Την βρήκα τελικά σε φωτογραφία και την έχω, που ήταν μια μεγάλη κατασκευή. Είχε μπροστά τη βρύση που έτρεχε το νερό, δεν πινόταν αυτό, απλά το είχανε, για να πλένουνε πράγματα οι κάτοικοι, να ταΐζουν τα ζώα τους και πίσω από τη βρύση είχε μια τεράστια στέρνα, μια δεξαμενή νερού, που κάναμε και μπάνιο. Φυσικά, εμείς ήμασταν μικροί τότε, δεν μας αφήνανε, αλλά τα πιο μεγάλα παιδιά μπαίναν μέσα και κάναν μπάνιο. Αυτό το πράγμα πώς το γκρεμίσανε; Και σήμερα ακόμα που έχουμε εδώ πάνω, στην Γκούρτζα, στην περιοχή... Γιατί η Γκούρτζα ήταν κατεξοχήν —όχι κατεξοχήν—, ήταν ο τόπος που είχε τις πηγές και έπινε το χωριό νερό μέσα από την Γκούρτζα. Σήμερα έχει ακόμα πηγές που τρέχει νερό. Λοιπόν, έχει τις δεξαμενές, έχει τα φρεάτια, έχει μια δεξαμενή που είναι κόσμημα, δηλαδή —άμα πας και την δεις...— την έχω φωτογραφίσει πάρα πολλές φορές, σε διάφορες καταστάσεις, είναι τέτοια η κατασκευή της, το πώς αντέχει ακόμα, που δεν κοιτούσαν, δηλαδή, να κάνουνε μια κατασκευή απλά, να τους είναι λειτουργική, πρακτική, την ομορφαίναν κιόλας. Έχει κάτι καμπύλες, έχει κάτι χτισίματα από τούβλα, που το βλέπεις και λες: «Τι κάναν οι άνθρωποι;». Αυτό είναι εγκαταλελειμμένο. Πόσες φορές κάναμε απόπειρα… Κάποια στιγμή όταν... ποιος ήταν δήμαρχος τότε;[00:50:00] Ο θείος σου, ο Άνθιμος ο Μπιτάκης, μαζί με τον Γιάννη τον Τετεδάκη, την καθαρίσαμε, φέραμε μηχάνημα —έφερε ο Γιάννης—, την καθαρίσαμε, άρχισε να χτίζεται μια περίφραση γύρω γύρω, για να την προφυλάξουμε, και άλλαξε ο δήμαρχος, έγιναν οι εκλογές, και οι άλλοι δεν έδωσαν σημασία. Και μάλιστα κατηγορούσαν κιόλας, γιατί πήγανε πέτρες απάνω και γιατί πήγανε… Δεν ξέρω, δηλαδή, τι σκεπτικό έχουμε. Το οποίο συνεχίζεται ακόμα και έχει κρυφτεί πάλι μέσα στα βάτα τώρα αυτό το πράγμα. Δηλαδή, η εγκατάλειψη πραγμάτων… Επίσης, αυτό που σου ανέφερα προηγουμένως για τα σπίτια που γκρεμίσανε και για τα εργαλεία και αντικείμενα που πετάχτηκαν, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια συλλογή, που έχει μια αξιόλογη συλλογή ο Ζαφείρης ο Αναγνωστόπουλος—
Που τον κάναμε και συνέντευξη—
Που την έχει η γυναίκα του, ναι, η οποία, όμως, είναι από αντικείμενα τα οποία είναι μαζεμένα από όλη την περιοχή. Αυτά πετάχτηκαν εδώ, που τα είχαν οι χωριανοί μας, έχουν χαθεί για πάντα. Δηλαδή, δεν αξιολογήσαμε τα πράγματα, όπως έπρεπε. Ή εκείνη την εποχή που γκρεμίζανε, να έβγαινε ένας σύλλογος, κάποιος, να έλεγε στους κατοίκους, ρε παιδί μου, μια ανακοίνωση ότι: «Ξέρετε, μην πετάτε αυτά τα πράγματα, φέρτε τα εδώ». Είναι κρίμα, δηλαδή, που πετάχτηκε αυτή η σκάφη που τη βρήκα εγώ και τη μάζεψα ή η άλλη η κατασκευή που πατούσαμε δέματα τα καπνά. Κατάλαβες; Αυτό εδώ μου έμεινε, δηλαδή, στο χωριό, ότι δεν εκτιμήσαμε τα πράγματα όπως έπρεπε, την… Γιατί είναι ιστορία το ότι… δηλαδή, χάσαμε την ιστορία μας μ' αυτό εδώ.
Θα το… Τέλος πάντων, έχουμε κάνει πολλές κουβέντες γι' αυτό—
Ναι—
Και εκτός απ' αυτό. Θέλεις να μου πεις την πρώτη… Η πρώτη ταινία που βλέπεις στη ζωή σου—
Η πρώτη;
Ταινία, στο σινεμά, που βλέπεις στη ζωή σου, είναι εκεί πέρα;
Ναι, ναι, ναι.
Παράνομα;
Τώρα μπορεί να με βάλαν κι οι γονείς μου, δεν ξέρω αν ήταν παράνομα ή όχι. Δεν θυμάμαι, γιατί αυτό είναι από τα παιδικά μου χρόνια, άρχισε, ο σινεμάς υπήρχε δηλαδή. Με το που άρχισα να μεγαλώνω εγώ πλέον και να βγαίνουμε έξω, κατάλαβα ότι υπήρχε κι ο σινεμάς, είχαμε σινεμά στο χωριό.
Τη θυμάσαι την ταινία που είδες; Αυτό—
Όχι, όχι, δεν θυμάμαι.
Μόνο εικόνες.
Ναι, εικόνες. Θυμάμαι μονάχα μια ταινία που έπαιζε ο Λαυρέντης Διανέλλος —δεν είναι από τις πρώτες—, θυμάμαι αυτή την ταινία. Τότες υπήρχε μία τάση, γυρίζανε οι σκηνοθέτες, οι παραγωγοί οι κινηματογραφικοί, γυρίζαν ταινίες με τους Γερμανούς. Πάρα πολλές ταινίες είχανε γυριστεί πάνω σ' αυτό το γεγονός, καλά ήτανε και γεγονός. Και θυμάμαι τον Λαυρέντη Διανέλλο, τον ηθοποιό αυτόν, τον μεγάλο, που κουβαλούσε ένα δεμάτι ξύλα στην πλάτη του και όταν αντιλήφθηκε τους Γερμανούς, κατέβασε το δεμάτι, έβγαλε από μέσα ένα όπλο και άρχισε να πυροβολεί. Θυμάμαι αυτή τη σκηνή, η οποία είναι... πολύ μικρός, δεν ξέρω αν ήταν η πρώτη ταινία ή δεύτερη, δεν θυμάμαι, απλά θυμάμαι αυτή τη σκηνή. Από πολύ μικρός την έχω στο μυαλό μου.
Ναι. Να σε πάω λίγο πίσω, εκεί που μου λες... Τώρα, κοίταξε, έχει δύο... από ό,τι κατάλαβα, περνάει από δύο φάσεις αυτό: η πρώτη φάση είναι που τα άκουγες πιτσιρικάς, άκουγες ιστορίες στο κάρο, άκουγες στο καπνό, εννοώ από τα δικά σου πρόσωπα, τα συγγενικά, τον πατέρα σου, ξέρω 'γω, τη μάνα σου, δεν ξέρω από που άκουγες ιστορίες, και η δεύτερη φάση που αρχίζεις και το ψάχνεις πιο πολύ και αρχίζεις και το εκτιμάς, που μου είπες. Νομίζω είναι σωστό αυτό που λέω, ε;
Ναι.
Στην πρώτη φάση, όταν είσαι μικρός και ακούς εκεί ιστορίες απ' τον μπαμπά, θυμάσαι κάτι που σου έχει μείνει τότε, που να σου λέει, που σε σόκαρε, ας πούμε, που... Μία ιστορία του μπαμπά σου, όπως την έζησε, που εκείνη την εποχή λες: «Πω, πω, ο μπαμπάς μου... τι έγινε», ξέρω 'γω. Γιατί ήταν και αντάρτης, ήταν—
Ναι. Οι ιστορίες αυτές, ας πούμε, με τον πατέρα μου... όχι με σόκαραν, απλά τις άκουγα με ενδιαφέρον, ας πούμε. Πώς πολεμούσανε, πώς πυροβολούσανε, πού τον στέλνανε, τι τον κάνανε. Δηλαδή αυτά εδώ τα πράγματα για εμένα ήτανε —τι να σου πω;— ότι τα έζησε ο πατέρας μου. Ίσως αυτά τα είχα εκτιμήσει από εκείνη την εποχή, που ήμουνα μικρός, ας πούμε, και τ' άκουγα, έδειχνα ενδιαφέρον. Να θυμηθώ να σου πω κάτι που με σόκαρε, ας το πούμε, αλλά δεν έχει σχέση με… έχει σχέση με τη φύση αυτό που θέλω να σου πω, ας πούμε, που με το έδειξε ο πατέρας μου. Ήμασταν εδώ πάνω, στο αμπέλι, και μου λέει: «Έλα να σου δείξω κάτι εδώ». Ήμουνα πολύ μικρός. Τι ήταν αυτό; Ήτανε πάνω στο χώμα... επειδή ήταν αμμουδερό το χώμα, υπάρχει ένα έντομο το οποίο κάνει μια κατασκευή στο χώμα, το μαλακό. Κάνει ένα πράγμα σαν χοάνη, το οποίο είναι με πολύ ψιλό χώμα, πάρα πολύ ψιλό. Σ' αυτή τη χοάνη αυτό το έντομο είναι τέρμα κάτω, ακριβώς στη μύτη της χοάνης, θαμμένο στο χώμα είναι, δεν το βλέπεις. Και πήρε ο πατέρας μου με το χέρι του ένα μυρμήγκι, και το έριξε μέσα σ' αυτή τη χοάνη. Αυτό προσπαθούσε να βγει και έριχνε αυτή την ψιλή την άμμο από γύρω. Οπότε, αυτό γινόταν αντιληπτό από το έντομο που ήταν μέσα, και είχε δυο δαγκάνες έτσι μεγάλες, σαν καβούρι ήτανε, και έπιανε το μυρμήγκι και το έτρωγε. Αυτό, ας πούμε, μου έμεινε σαν σκηνή, πώς είναι η φύση, την αγριότητα της φύσης, ας πούμε. Πολλές φορές έπιανα κι εγώ μυρμήγκια και τα 'ριχνα μέσα, γιατί ήμασταν κάπως σκληροί εμείς εκείνη την εποχή, τα παιδιά, δηλαδή, ήταν σκληρά. Σήμερα δεν συμβαίνει αυτό. Τα παιδιά είναι ευαίσθητα πάνω σε αυτά, αλλά εμείς εκείνη την εποχή, ίσως επειδή ζούσαμε έξω, το κάναμε και αυτό, δηλαδή. Παρακολουθούσα, όμως, με ενδιαφέρον σε πόσο χρόνο θα το αντιληφθεί, πόσο θα το πάρει. Το έπαιρνε και το ροφούσε κάτω στη γη και το 'τρωγε εκεί, Θανάση. Αυτό ήταν ένα γεγονός που μου έμεινε.
Τι ήθελε να σου μάθει ο παππούς μ' αυτό;
Ήθελα να μου δείξει τη διαδικασία αυτήν, ας πούμε, πώς κάνουνε... πώς είναι, η φύση ρε παιδί μου. Πώς γίνεται. Τότες οι άνθρωποι είχανε... ήταν δεμένοι με τη φύση, τα παρακολουθούσαν αυτά. Σήμερα δεν τα παρακολουθάνε, δεν τα λένε. Δηλαδή, τι να σου πω; Εμείς εκείνη την εποχή ξέραμε που έχουν τα πουλιά φωλιές, δηλαδή ξέραμε όλες τις φωλιές του κάμπου και όχι μονάχα του κάμπου και εδώ πάνω, στην Γκούρτζα, μες στα βάτα. Πού είχε φωλιά εκείνο το πουλί, πού είχε το άλλο, τα ξέραμε. Κατά κάποιο τρόπο τα ξέραμε. Μάλλον επειδή ήμασταν συνέχεια έξω και τα βλέπαμε που πετούσανε, οπότε μετά πηγαίναμε. Πολλές φορές καταστρέφαμε και φωλιές. Από άγρια πουλιά, όμως, όχι από ήμερα. Είχαμε γενικά επαφή με τη φύση, κάτι που λείπει σήμερα. Τα παιδιά, ας πούμε, θα τα πάνε σε ένα ζωολογικό κήπο να δουν τα προβατάκια και τα μητσικάκια, που λέγανε, ενώ εμείς τα είχαμε. Φυσικά αυτά που είχαμε, δηλαδή τα άλογα, τα γαϊδούρια, τα… Με τα γαϊδούρια, άσε... Εκεί πηγαίναμε τα κλέβαμε τα γαϊδούρια και κάναμε βόλτες και ξαναπηγαίναμε και τα παλουκώναμε εκεί. Αλλά από φίδια, από σκαντζόχοιρους, από χελώνες, με αυτά ήμασταν σε επαφή συνέχεια, ας πούμε, τα είχαμε δίπλα μας. Ίσως και γι' αυτό ήμασταν πιο σκληροί, δεν ξέρω πώς… Αλλά ήτανε ότι μεγαλώσαμε έξω, στα χωράφια, και όταν είσαι έξω, μεγαλώνεις εκεί, είσαι αλλιώς.
Ποιο γαϊδούρι έκλεψες και το λες;
Εδώ δίπλα, του Οκλαλιώτη. Είχε ένα γαϊδουράκι καλό και το κλέβαμε αυτό, και κάναμε βόλτες.
Πού πηγαίνατε σ' αυτές τις βόλτες;
Εδώ πάνω, στην Γκούρτζα, στην άλλη τη χαράδρα —πώς τη λέγαμε;—, του Μπούρα τη λάκκα, στη δικιά μας εδώ, του Πανανή που λέγαμε—
Τη χαράδρα εδώ;
Ναι.
Που ήτανε και του Θείου του Γιώργου, αυτή—
Όχι, πιο πέρα. Είχε μια άλλη, τη λέγαμε του Κολαούζου εκεί, μια πιο μικρή. Γενικά έχουμε διαφορές μεγάλες και με την ηλικία σας έχουμε διαφορές… Καλά, με τα σημερινά παιδιά καμιά σχέση, θαρρώ.
Τα βλέπεις να ενδιαφέρονται; Επειδή πριν μου είπες έτσι ότι στεναχωρήθηκες, ότι δεν είχατε επίγνωση της σημασίας όλων αυτών των πραγμάτων, εννοώ για τις βρύσες, για όλα αυτά που δεν—
Ναι.
Τα σημερινά τα παιδιά... έτσι, μια γνώμη, επειδή μάλλον είναι κάτι που το παρατηρείς.
Εντάξει, τώρα, δεν έχω επαφή πλέον με τα παιδιά. Όσο ήταν τα δικά μου εδώ πέρα, τα κορίτσια, στην ηλικία τους, ας πούμε, παιδιά που ήταν και παίζαν και κάνανε και ακόμα και σήμερα, δεν βλέπω ενδιαφέρον. Δηλαδή, εννοώ μέχρι τα παιδιά της ηλικίας των 30 χρονών. Έτσι; Από εκεί και πέρα, δηλαδή τα σημερινά εικοσάχρονα, δεκαπεντάχρονα, δεν έχω επαφή μ' αυτές τις ηλικίες, δεν ξέρω πώς σκέφτονται και τι κάνουνε για τέτοια ζητήματα. Αλλά, ας πούμε, με την ηλικία των παιδιών[01:00:00] που μιλούσα, γιατί είχαμε κάποια επαφή, και λόγω του χάντμπολ και της παρέας των παιδιών, δείχνανε ένα ψιλοενδιαφέρον, αλλά δεν ξέρω στη συνέχεια αν τους έμεινε κάτι.
Αυτό στο ρωτάω και για την πατρίδα, γιατί ήταν και κάτι που ερεύνησες μετά. Αλλά απ' ό,τι κατάλαβα ξεκίνησες με τον παππού σου. Ο παππούς σου, μου είπες, τον συναντούσες και σου έλεγε πώς—
Πώς ζούσανε στο Μπογάσκιοϊ.
Πώς σου μιλούσε γι' αυτό; Θυμάσαι να σου λέει; Του έλειπε;
Σίγουρα τους έλειπε, Θανάση. Δηλαδή, μιλούσανε με λόγια καλά, λαχταρούσανε. Ας πούμε, να αναφερθώ στον παππού τον Παντελή. Ο παππούς ο Παντελής ήταν ο παππούς της μαμάς σου. Όταν πηγαίναν, αρχίσαν και πηγαίναν στο χωριό εκδρομές, και λέει η θεία σου, η Έφη, ότι όταν τον είπαμε: «Παππού, γιατί δεν πας;». Και είπε: «Φοβάμαι να πάω, μήπως πεθάνω εκεί». Απ' την λαχτάρα του να δει, δεν μπορούσε, φαίνεται, να το διαχειριστεί στο μυαλό του και φοβόταν ότι μήπως πεθάνει εκεί. Σου λέει: «Καλά είμαι εγώ εδώ τώρα, ασ' το, το σκέφτομαι από εδώ». Τώρα, οι δικοί μου οι παππούδες, ας πούμε, πιο πολύ ο παππούς ο Χριστοδούλης, που σου είπα, μιλούσε με καλά λόγια και αν πούμε και για τον προπάππου μου, τον πατέρα μου του παππού μου, τον Γιάννη δηλαδή, Γιάνγκο που τον λέγανε, τον οποίο τον έζησε η μάνα μου πολύ αυτόν... Έλεγε η μάνα μου ότι τρώγαμε, ας πούμε, φασόλια ή κουκιά ή λάχανο, έλεγε ο παππούς —πράσα ας πούμε—: «Σαν τα πράσα του χωριού... Ήτανε και αυτά καλά, αλλά —έλεγε— σαν τα πράσα του χωριού...». Δηλαδή, λαχταρούσανε. Πώς λαχταράω εγώ τη γεύση του πεπονιού, του ψωμιού και του τυριού, που σε είπα προηγουμένως, έτσι και αυτοί λαχταρούσανε τις γεύσεις, τώρα μιλάμε για τις γεύσεις, έτσι; Δηλαδή, λαχταρούσανε τα πράγματα εκείνης της εποχής, που ζούσανε. Και πολλοί λέγανε, πάλι από ακούσματα που είχαν, ότι πολλά σεντούκια, που είχαν φέρει πράγματα από το χωριό, δηλαδή ρούχα, ξέρω 'γω, κουρελούδες, διάφορα στρωσίδια, δεν τα είχαν ανοίξει. Περιμέναν να φύγουνε. Δηλαδή, δέκα χρόνια, δεκαπέντε μετά, δεν τα ανοίγανε. Σου λέει: «Θα ξαναγυρίσουμε πίσω, να μην τα ανοίξουμε». Είχανε, δηλαδή... και περιμένανε να ξαναφύγουνε κάποια στιγμή, αλλά... Μιλάμε τώρα οι απλοί άνθρωποι, που δεν ξέρανε.
Εσύ πήγες θείο στη—
Πήγα, ναι. Πήγαμε στο Μπογάσκιοϊ. Εκεί έκλαψα λίγο, όταν άκουσα τον χότζα να ψέλνει από την εκκλησία τη δικιά μας, γιατί ήμουνα δίπλα στην εκκλησία. Μετατράπηκε εκείνη σε τζαμί. Δίπλα, όχι ακριβώς η εκκλησία, αλλά δίπλα ακριβώς είναι χτισμένο το τζαμί. Την εκκλησία την είχαν σαν αποθηκευτικό χώρο, σαν έτσι κάπως, κάτω από το τζαμί. Σαν υπόγειο ήτανε. Εκεί ήτανε λίγο που είχα συναισθήματα, ας πούμε, είχαν γεννηθεί κάποια πράγματα. Θέλω να ξαναπάω, αλλά θέλω να πάω μόνο στο Μπογάσκιοϊ, όχι αλλού. Μόνο εκεί θέλω να πάω. Να γυρίσω εκεί, δηλαδή, να μείνω δυο μέρες-τρεις, εκεί, να βρω ένα ξενοδοχείο στο Αρναούτκιοϊ εκεί πέρα, να μείνουμε εκεί και να γυρίζουμε την περιοχή. Αυτό θέλω να κάνω τώρα.
Θες να την αναλύσουμε αυτή την εκδρομή;
Τι εννοείς;
Να φτιάξουμε εικόνες. Είναι σημαντική για σένα; Δηλαδή, είναι η πρώτη φορά που πας;
Τότες που πήγα; Ναι, ήταν η πρώτη φορά και πήγα μια ακόμη φορά, πήγα μέσα σε εισαγωγικά, πήγα, όταν πήγε ο πατέρας μου με τη μάνα μου, ας πούμε, την πρώτη φορά, γύρω στο '83-'84 και μου έφερε κάποιες φωτογραφίες του χωριού βασικά. Μου περιέγραψαν πώς ήτανε, τι ήτανε, πολλά… Είχε, τότες, είχε πάρα πολλά σπίτια ακόμη, παλιά, που κατοικιόταν απ' τους Τούρκους. Με έφερε φωτογραφίες της Αγίας Τριάδος, της εκκλησίας, που ήταν μες στο χωριό, η οποία τότες, θαρρώ, ήτανε τυροκομείο, νομίζω είχανε, κάτι τέτοιο, εκείνη την εποχή. Φωτογράφισε ο πατέρας μου την πόρτα της εκκλησίας, γιατί ήταν η πόρτα, όπως ήτανε. Κάποια σπίτια… Αυτό δε, που είναι αξιοσημείωτο ήταν ότι φωτογράφισε το σπίτι, το πατρικό του, και… Ο πατέρας μου, ξέρεις, τώρα, πήγε... πρώτη φορά έβγαζε φωτογραφίες ο άνθρωπος. Τον έδωσα εγώ τη φωτογραφική και συνήθως έτσι πλάγιαζε και είναι όλες πλαγιαστές. Δεν με πειράζει όμως, εντάξει, έδειχνε και την ψυχολογία του πατέρα μου, ας πούμε, ότι ήθελε να κάνει τον φωτογράφο. Λοιπόν, και έχει μια φωτογραφία έτσι πλαγιαστή στην οποία είναι το σπίτι, το πατρικό τους, είναι μια γριά Τουρκάλα, με το τσεμπέρι, μ' ένα άσπρο τσεμπέρι, και εδώ στο πλάι φαίνεται το πρόσωπο του θείου του Δημητρού. Αυτή τη φωτογραφία την είχα εγώ, μετά, στα κατοπινά τη σκάναρα, την είχα, ας πούμε. Και έχει τώρα κάνα χρόνο περίπου; Μέσα από την σελίδα που έχουμε στο Facebook, τον Σύλλογο Θρακιωτών, εκεί πέρα, είναι φίλος της σελίδας ένας Τούρκος νεαρός, ο οποίος βάζει φωτογραφίες. Έχει βάλει και... εγώ ήξερα μόνο μια ταινία που γυρίστηκε το '70 περίπου στο Μπογάσκιοϊ, —«Δόκτωρ Σιβάνιμ» λέγεται, κάπως έτσι—, την οποία την είχα και την έβαζα, ας πούμε, για να την δούνε κι άλλοι. Και την έβαλα και σ' αυτόν, αφού γίναμε φίλοι πλέον, την έβαλα και σ' αυτόν. Και αυτός μετά έβαλε κάποια άλλα κομμάτια από άλλες ταινίες πολύ πιο αξιόλογες… εννοώ πολύ πιο αξιόλογες από την άποψη ότι δείχνουνε τμήματα μες στο Μπογάσκιοϊ. Είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου μες στο Μπογάσκιοϊ. Δείχνει σπίτια, δείχνει… τα παλιά ρε, ξέρεις τώρα, το '70… Αφού, σου λέω, το '83-'84 πήγε ο πατέρας μου και είχε πάρα πολλά παλιά. Λοιπόν, εκείνη την εποχή είχα πολύ πιο ωραία και φαίνονται πολύ καλά. Κάποια στιγμή ο Σελίμ Καν, λοιπόν,... Σελίμ Καν τον λεν αυτόν... Πιάνουμε κουβέντα μέσα από το… στο facebook, εκεί, στα μηνύματα —τα καλά του facebook είναι αυτά— λοιπόν και γράφουμε εκεί, αυτός γράφει στα ελληνικά, του λέω: «Ρε συ, πώς ξέρεις τα ελληνικά;» κτλ. «Όχι —μου λέει—, κάνω αυτόματη μετάφραση». «Α —λέω— έτσι κάνω και εγώ αν είναι για τουρκικά και αγγλικά», αλλά εγώ έγραφα στα ελληνικά, αυτός μου απαντούσε στα ελληνικά. Εν πάση περιπτώσει, αυτό το παιδί... οι παππούδες του ήτανε και αυτοί πρόσφυγες στην Τουρκία, από εδώ, απ΄ την Ελλάδα, ζούσανε κάπου στη Δράμα, σ' ένα χωριό. Εκεί πέρα τώρα απάνω μου λέει: «Αν έχεις κάποιες φωτογραφίες από το Μπογάσκιοϊ παλιές, στείλε μου σε παρακαλώ». Και του στέλνω εγώ διάφορες και αυτές που τράβηξα εγώ, όταν πήγαμε... το 2004 πήγαμε; Τότες με τον μπαμπά σου, που ήταν νομάρχης. Το '04, νομίζω. Λοιπόν, του στέλνω και αυτή την φωτογραφία με τον πατέρα μου που τράβηξε, με το σπίτι το πατρικό και με τον θείο μου τον Δημητρό και μ' εκείνη τη γιαγιά στο παράθυρο και τι μου γράφει Θανάση; Μου λέει: «Σ' αυτό το σπίτι μένω εγώ σήμερα. Αυτή που βλέπεις στο παράθυρο είναι η γιαγιά μου η οποία έχει πεθάνει». Άκου να δεις! «Σώπα ρε Σελίμ Καν», τον ελέω. «Ναι —μου λέει—, μένω σ' αυτό το σπίτι».
Τι σύμπτωση ήταν αυτή;
Έλα ντε! Δεν σου το είπα αυτό ποτέ. Τώρα στο λέω. Λοιπόν, γενικά τον θεωρώ τόπο δικό μου, δικό μου εννοώ μέσα μου πάλι, μην παρεξηγηθούμε ότι: «Είναι δικά μας, πάλι με χρόνια με καιρούς». Έτσι το νιώθω. Έναν δικό μου τόπο. Και γι' αυτό θέλω να πάω τον γνωρίσω πιο καλά. Εντάξει, μέσα από φωτογραφίες και από κάτι περιοδικά που δώσανε τον θείο τον Άνθιμο έχει πολλές μέσα, δείχνει τις εξοχές, δείχνει τον τόπο, ξέρω, δηλαδή, πώς είναι, τι είναι, αλλά άλλο να το δεις και μόνος σου. Γιατί τότες που πήγαμε, μείναμε, ξέρω 'γω, 2-3 ώρες εκεί, αλλά ήμασταν στο χωριό. Θέλω, δηλαδή, να πάω, ας πούμε... να πήγαινα με το δικό μου —έλεγα—, όταν ήταν φρέσκο και το είχα εμπιστοσύνη, ξέρω 'γω, να πάω και να γυρίσω μες στα βουνά και στα λαγκάδια. Έτσι το ήθελα και το θέλω, δηλαδή. Πάνω που λέγαμε έξω ότι δεν έχουμε όνειρα, τα όνειρα είναι γι' αυτό, να πάμε στο Μπογάσκιοϊ.
Να [01:10:00]με πάρετε κι εμένα. Λοιπόν, να σε ρωτήσω—
Όχι να με πάρετε και εμένα, μάλλον εσύ θα μας πας.
Στην… Ακούς τον χότζα μου είπες —αυτή τη φορά που πας, όχι με εισαγωγικά— και τι νιώθεις;
Νιώθω ακριβώς αυτή την αλλαγή που έγινε, ρε παιδί μου, ότι εκεί που ακουγότανε από δω ψαλμωδίες, ακούγεται ο χότζας. Αυτό με έκανε τα συναισθήματά μου, δηλαδή να κλάψω. Έτσι; Αλλά, εντάξει, πέρασε.
Και πήγες να δεις και το σπίτι μετά, το πατρικό που είχες δει στη φωτογραφία;
Ναι, τα 'ψαξα, αλλά αυτό δεν το βρήκα, δεν ξέρω. Δεν το ταίριαξα; Δεν μπορούσα κιόλας, Θανάση. Έφυγα από τους άλλους και γύριζα μόνος με το μπαστούνι, όσο μπορούσα, αλλά είχε και μέρη... δεν μπορούσα να πάω και δεν μπορούσα να το βρω, το συγκεκριμένο δηλαδή. Νομίζω είχα τη φωτογραφία μαζί μου; Την είχα πάρει; Δεν θυμάμαι. Αλλά μάλλον και να μην πάρω φωτογραφία, το 'χω αποτυπωμένο στο μυαλό μου. Βρήκα, όμως, άλλα σπίτια τα οποία τα είχε φωτογραφίσει ο πατέρας μου. Άσχετα. Αλλά τα βρήκα, τα ήξερα δηλαδή, τα είχα μες στο μυαλό μου. Ας πούμε, είχανε του παππού του Χριστοδούλη το σπίτι, το οποίο ήτανε ετοιμόρροπο και ήτανε μέσα σε συκιές, είχε πολλές συκιές εκεί, και είχε.. ήτανε μπλεγμένο με συκιές όλο το σπίτι.
Από της μητέρας σου το—
Ναι.
Αυτό το παλικάρι ο Σελίμ, γιατί δεν κατάλαβα το μέγεθος της σύμπτωσης, πώς... ήτανε στο Σύλλογο Θρακιωτών μου είπες, στη—
Είναι φίλος της σελίδας. Φίλος της σελίδας. Στέλνει, βάζει υλικό.
Και με ποιο κίνητρο μπήκε;
Τον αρέσει προφανώς και αυτόνα η ιστορία του τόπου του και αυτήν που ζει και αυτήν που ζούσανε οι παππούδες του, αλλά δεν έχουμε σχέση εμείς τώρα με τη Δράμα, για να μπορέσουμε να του στείλουμε κάτι. Φαντάζομαι αυτός θα έχει, γιατί βλέπω ότι κάνει συχνά. Τώρα τελευταία δεν βάζει, αλλά πριν έβγαζε πολλά. Για το Μπογάσκιοϊ, δηλαδή, βάζει φωτογραφίες παλιές, καινούργιες. Με τα χιόνια φέτος, που είχε πολλά χιόνια και σ' αυτούς έστειλε, έβαζε φωτογραφίες από το Μπογάσκιοϊ. Αλλά το σημαντικό είναι οι ταινίες που στέλνει, τα αποσπάσματα.
Είναι κάτοικος εκεί, δηλαδή;
Αφού σου λέω μένει στο Μπογάσκιοϊ. Τώρα τι δουλειά κάνει, δεν τον ρώτησα. Τι ακριβώς κάνει. Αλλά τον ενδιαφέρει πολύ ο τόπος του και γι' αυτό.
Θυμάσαι θείο —τώρα, νομίζω έχει συγγένεια αυτό—, όταν ήρθανε οι Τούρκοι που ζούσανε στο χωριό και επισκέφτηκαν το χωριό, τον Φιλώτα, το σημερινό χωριό.
Ναι, δεν τους πέτυχα ποτέ. Δεν τους πέτυχα. Εδώ, έτσι να σου πω λίγο για την ιστορία, είχε πολλά... είχε σπίτια τούρκικα. Ειδικά τα πιο πολλά ήτανε πάνω από την κοινότητα, γιατί από δω κάτω δεν υπήρχε, εδώ ήταν χωράφια, ας πούμε. Και γι' αυτό και αυτό εδώ το κομμάτι του χωριού ονομάζεται Νέος Συνοικισμός, αυτό είναι το επίσημό του. Δεν ξέρω αν είναι κάπου καταγεγραμμένο, αλλά έτσι το ξέρω εγώ, Νέος Συνοικισμός. Σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε μετά το '24. Λοιπόν, εγώ θυμάμαι ένα τούρκικο σπίτι απέναντι από το πατρικό του Δώρη, αυτό, όμως, το οποίο ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και γκρεμίστηκε —εδώ είναι το κομμάτι που λέγαμε για τον σεισμό, τα σεισμοδάνεια που πήρανε, γιατί έπρεπε να γκρεμίσουν τα παλιά— ήτανε το σπίτι του Τάσου του Ευελπίδη. Το οποίο το φωτογράφισα και δεν μπορώ να βρω τη φωτογραφία του. Κάπου την ανάρτησα, κάπου υπάρχει στο διαδίκτυο, κάποιος την πήρε δηλαδή, την έκλεψε, ας το πούμε έτσι, πάλι σε εισαγωγικά, και την έβαλε… Δεν θυμάμαι πού είναι. Γι' αυτό δε το σπίτι άκουγα ιστορίες από τους παλιούς ότι το βρήκανε εδώ χωρίς σκεπή, δηλαδή δεν προλάβανε να μπουν μέσα οι Τούρκοι, να μείνουνε, φύγανε στην κατασκευή και την σκεπή την κάνανε εδώ. Το οποίο αυτό το είχα φωτογραφήσει τότες... Μάλλον, ναι, πρέπει να είναι κάπου στο γυμνάσιο, τότες εκεί την έδωσα, έδωσα κάτι φωτογραφίες και πρέπει να έμεινε εκεί. Την είχα εκτυπώσει κιόλας θαρρώ. Λοιπόν, αυτό το σπίτι το οποίο ήταν σε καλή κατάσταση και μένανε μέχρι το '90 τόσο, μένανε εκεί. Μέχρι το '95; Τώρα αυτό πότε γκρεμίστηκε; Μπορεί να γκρεμίστηκε μετά το 2000, γιατί ήτανε υποχρεωμένοι να το γκρεμίσουν πλέον από τον νόμο. Ποιο άλλο Τούρκικο θυμάμαι; Δεν… μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή. Αυτό, όμως, που είναι και παραμένει, αυτή η πληροφορία είναι απ' τον πατέρα μου, ότι η μουριά που είναι μπροστά από το σπίτι του Κολοκοτρώνη... Δηλαδή πίσω από τον Καμπουρατζίδη, άμα πας τώρα, θα την δεις τη μουριά, είναι τεράστια, πολύ μεγάλη. Δεν έχει πολλά κλαδιά, γιατί την κλαδεύουν. Ο κορμός της, πέρασα προχθές, ο μισός έχει σαπίσει τώρα, δεν μπορείς να τον αγκαλιάσεις τον κορμό της. Αυτή είναι από πριν το '12-'13 δηλαδή. Εκείνης της εποχής δέντρο είναι αυτό. Αλλά και αυτό ποιος θα το διαφυλάξει; Μια φορά ο παππούς ο Κολοκοτρώνης πήγε, έκοβε εκεί και φοβήθηκα μήπως την κόψει, κάποιον είπα —ποιον είπα;— πήγε και είπε: «Όχι, όχι —λέει—, κόβει κάτι κλαδιά χοντρά —γιατί εγώ είδα κάτι κούτσουρα—. Όχι —λέει—, κόβει, δεν θα το κόψει το δέντρο». Δεν το έκοψε. Αλλά τώρα βλέπω αρχίζει και σαπίζει. Αυτά, ας πούμε, πρέπει να τα διαφυλάξουμε. Ποιος, όμως, θα ενδιαφερθεί; Εγώ, αν μπορούσα, θα έφτιαχνα κάτι, από μόνος μου, μια δουλειά ρε. Δεν μπορώ. Τι να πάω να κάνω εκεί; Να καθαρίσω τον κορμό, να καθαρίσω δίπλα τι έχει; Να το κάνεις μια περίφραξη και να πεις ότι αυτό το δέντρο είναι 100 χρονών. Κοντεύει 100 χρονών. Μπορεί να είναι και πιο μεγάλο, έτσι; Αλλά, αν υποθέσουμε ότι υπήρχε το '24 που ήρθαν οι δικοί μας... έχουμε '22. 98.
Είναι ο μεγαλύτερος κάτοικος του χωριού.
Μπράβο.
Ο πρώτος.
Ναι.
Απ' ό,τι κατάλαβα, σε μεγάλο βαθμό όλη αυτή η ιστορία, ότι αρχίζεις και μελετάς το παρελθόν, ψάχνεις, ξέρω 'γω, απαντήσεις στους ανθρώπους που σε περιτριγυρίζουν κτλ., σου αφήνει μία πικρία τελικά, ότι, ας πούμε, μου είπες για τα αντικείμενα που πετάχτηκαν, που κατάφερες να διασώσεις ένα, δηλαδή κάπως αυτή την πικρία εγώ κατάλαβα τελικά ότι είναι το συμπέρασμά σου. Κάπως έτσι. Δεν ξέρω αν είναι σωστό αυτό—
Ναι. Πετάξαμε πράγματα. Το πετάξαμε, σε εισαγωγικά πάλι είπαμε. Τα πρώτα τα αντικείμενα όντως τα πετάξαμε, αλλά πετάξαμε και τα έθιμα εδώ, του τόπου. Πράγματα που ήτανε, ας πούμε, για τους δικούς μας, και τους παππούδες και τους γονείς μας, σημαντικά στην κοινωνική τους ζωή, στη διασκέδασή τους, στη ζωή τους εδώ, στο χωριό, τα έχουμε αμελήσει τελείως, τα έχουμε ξεχάσει. Τώρα, κάπως με τον Σύλλογο Θρακιωτών λίγο κάνουμε, ας πούμε, κάποια πράγματα, όπως τη Βαρβάρα που την εποχή μας δεν γιορταζότανε πολύ, και το άναμμα της φωτιάς του Αη-Γιαννιού, ένα πολύ σημαντικό δρώμενο εδώ για τους χωριανούς, το οποίο το αναβιώνει ο Σύλλογος Θρακιωτών τώρα… παλιά το έκανε ο Πολιτιστικός Σύλλογος αυτό, όταν είχε το κομμάτι του πολιτισμού. Είναι κρίμα, δηλαδή, να χάνονται.
Αυτό που ήθελα να πω, εμένα που με έχει μείνει πολύ, ήτανε οι Αποκριές, τις οποίες τις γιορτάζαμε εδώ πολύ έντονα, στον Φιλώτα. Δηλαδή, στα παιδικά μου… Τις γιορτάζαμε πώς; Ότι κάτοικοι παρέες, παρέες ντυνότανε καρναβάλια και γυρνούσανε στα σπίτια. Το θέμα ήτανε να τους αναγνωρίσουνε εκεί, γι' αυτό πηγαίνανε, ας πούμε. Πολλές φορές δεν τους αναγνώριζαν και φεύγανε κι έτσι. Τους κερνούσανε τα γλυκά ή οτιδήποτε άλλο είχαν εκεί. Εγώ από παιδάκι, ας πούμε, θυμάμαι τη μάνα μου που ντυνόταν καρναβάλι εδώ στη γειτονιά με κάποιες άλλες γυναίκες και γυρίζανε στα σπίτια. Εμείς δεν μπαίναμε μέσα, γιατί θα μας καταλαβαίνανε, απλά ήτανε μια γιαγιά που τις συνόδευε, η οποία δεν ήταν ντυμένη καρναβάλι —η κυρα-Μαρία εδώ, η γειτόνισσα— και εγώ έμενα με την κυρα-Μαρία, ας πούμε, γιατί μ' άρεσε να πηγαίνω, ήθελα να τρώω και γλυκά, και πάντα πήγαινα. Και θυμάμαι αυτό εδώ το πράγμα, ότι όλο το χωριό εκείνες τις μέρες —του Τριωδίου τις λένε; Πώς τις λένε;— ήτανε... το βράδυ είχε κίνηση. Όλοι. Γυρίζαν στα σπίτια, ο δρόμος έβλεπες συνέχεια καρναβάλια, δεν υπάρχει... δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα. Πώς πας, ας πούμε, τώρα στην Πτολεμαΐδα ή στην Κοζάνη —καλά στην Κοζάνη, σε μεγαλύτερο βαθμό—, αλλά στην Πτολεμαΐδα που γυρίζουν παρέες καρναβάλια, έτσι γινόταν στον Φιλώτα. Εγώ, ας πούμε, ντύθηκα, αρραβωνιασμένος όταν ήμουνα, πριν πάθω το ατύχημα, ντυνόμουνα καρναβάλι με τη θεία την Έφη, με τον Γιάννη τον Σουλτάνογλου, με τη Σοφία[01:20:00] και γυρίζαμε στα καφενεία, στα αυτά, δηλαδή το κάναμε. Πράγμα το οποίο σταμάτησε. Είναι, ας πούμε... Τώρα τι να πω; Με στεναχωρεί αυτό, ότι δεν συνεχίζουμε τα έθιμά μας. Τώρα για τις φωτιές του Αη-Γιαννιού, πάλι αυτές τις ζήσαμε και μικροί, αλλά και πιο μεγάλος, και μετά δηλαδή, εδώ στην γειτονιά πάντα ανάβαμε μια φωτιά, μαζευότανε οι γυναίκες εδώ γύρω και έχω και ιστορίες γραμμένες σε μαγνητοφωνάκι που καθόμασταν γύρω απ' τη φωτιά και μιλούσε η μάνα μου, η κυρά Μαρία, η θειά μου η Ζαχαρώ, από εδώ—
Τι λέγανε;
Τώρα συγκεκριμένα έχουμε πώς ζήσουνε... Και εκεί έχω μια περιγραφή για το κάψιμο της Λακιάς από τους αντάρτες το '48; Κάπου εκεί. Το πώς ήταν η μάνα μου, ας πούμε, ηλικία της κορίτσια κρυμμένα εδώ, στην πρώτη χαράδρα, εδώ, και κατέβηκαν απ' τη Λακιά κάποιοι και τους είπανε να φύγουμε γρήγορα, γιατί η Λακιά έπεσε, «Έσπασε η Λακιά», την πήρανε αντάρτες δηλαδή, και φεύγανε. Και λέει μια ιστορία το πώς κατέβηκαν εδώ, πού κρυφτήκανε, για έναν παππά που ήτανε εδώ, δεν θυμάμαι το όνομά του, που κι αυτός με τα ράσα του έπεφτε, σηκωνότανε, νύχτα τέλος πάντων μέσα στα χωράφια, και τους ήρθε την άλλη μέρα ο αδερφός της το πρωί και την πήρε μέσα από τα χωράφια και την έφερε σπίτι. Και όλες αυτές οι ιστορίες, λοιπόν, ήταν ειπωμένες, αυτές δηλαδή, για αυτό το θέμα, σε μια φωτιά του Αη-Γιαννιού.
Η Βαρβάρα τι ήταν που μου είπες;
Η Βαρβάρα... Αυτό που κάναμε εμείς, ας πούμε, εγώ που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια, ότι ήτανε η γιορτή της Αγίας Βαρβάρας και εκείνην την ημέρα φτιάχνανε οι γυναίκες στα σπίτια τη Βαρβάρα, το σιτάρι αυτό το βρασμένο, που για μας ήταν γλυκό, γιατί ήτανε με ζάχαρη μέσα, με ζαχαρωτά, με καραμέλες, με ρόδι, με καρύδια, με ρόδι και καρύδια —πολύ ζάχαρη, ήταν γλυκό—, το οποίο το πιάτο αυτό το πήγαινε η μάνα το πρωί στην εκκλησία, ο παπάς τα ανακάτευε όλα μαζί, ολωνών τα στάρια στην εκκλησία, και μετά ξαναέπαιρνε το πιάτο, το γέμιζε με ολωνών το στάρι και το έφερνε στο σπίτι. Τώρα το έχουν κάνει ο Σύλλογος, ας πούμε. Το ξεκίνησε ο Πολιτιστικός, πρώτα, ο Σύλλογος, ο Μορφωτικός Πολιτιστικός Σύλλογος που υπήρχε τα πρώτα χρόνια. Δηλαδή τι έκανε; Μαζευόμασταν στον χώρο του γυμνασίου, εδώ, του κρατικού, και εκεί βράζαμε ένα σιτάρι, δεν κάναν την Βαρβάρα, όπως την περιέγραψα προηγουμένως, απλά κάνανε αυτό το κόλλυβο, που λένε, που το μοιράζουνε, όταν καλούν κάποιον σε μνημόσυνο, το κόλλυβο δηλαδή, και πήγαιναν και κάποιες γυναίκες διάφορα γλυκίσματα και άλλα κατασκευάσματα —αλμυρά και γλυκά—, χόρευαν τα παιδιά του Συλλόγου και έγινε τώρα αυτό το έθιμο που το λέμε Βαρβαρίτσα, το οποίο στη συνέχεια πέρασε, αφού ο Πολιτιστικός είχε ασχοληθεί με το χάντμπολ πιο πολύ, πέρασε στα χέρια του Συλλόγου Θρακιωτών, και καλά έκανε, και μέσα από κείνο επιζεί λίγο, αλλά τα τελευταία χρόνια με τον κορονοϊό κι αυτό σταμάτησε. Αυτό έφτιαχνε και με τις φωτιές του Αη-Γιαννιού. Τις είχε πρώτα ο Πολιτιστικός Σύλλογος, μετά πέρασαν κι αυτές στον Σύλλογο Θρακιωτών και έμεινε λίγο. Φαντάζομαι ότι θα επιζήσουν αυτά. Αλλά αυτό με τις Αποκριές, ας πούμε, που το γιόρταζε το χωριό, έχει σταματήσει πλέον, δεν γιορτάζεται. Παράλληλα δε, εκείνες τις μέρες, τις Αποκριές, γινότανε —κι αυτό το θυμάμαι—, ότι κάθε σπίτι είχε την κούνια του στο δέντρο, και εκεί μαζευότανε, εμείς κουνιόμασταν, ας πούμε, τραγουδούσαμε κάτι τραγούδια που ξέραμε, αλλά η γενιά, ας πούμε, της μητέρας μου το ζούσαν πολύ έντονα. Μαζευόταν, δηλαδή, παρέες κορίτσια και τραγουδούσανε τραγούδια και κουνιότανε. Ήτανε έθιμο της Αποκριάς η κούνια.
Τι τραγούδια; Θυμάσαι;
Κάποια τοπικά, όχι δεν τα θυμάμαι εγώ. Κάποια παλιά. Είχα γραμμένο, είχα κάνα2-3 που τα 'λεγε η μάνα μου τα οποία τα έχω γραμμένα, σε ηχητικά δηλαδή. Αυτό που μου άρεσε πολύ ήταν τα Σκυλαράκια: «Παίρνω τα σκυλαράκια μου, το άσπρο και το μαύρο, και πάω για κυνήγι» κτλ. Ένα πολύ ωραίο τραγούδι. Επίσης ήτανε κι ένα άλλο που το τραγουδάει η Άλκηστης Πρωτοψάλτη για ένα παλικάρι: «Ένα παλικάρι 20 χρονώντ' άρματα του δώσαν για τον πόλεμο». Αυτό το φέρανε από την πατρίδα το τραγούδι, το ξέρανε, από το Μπογάσκιοϊ. Τέλος πάντων, διάφορα τραγούδια που τα λέγανε, στιχάκια, και τέτοια. Αυτά πάνω για τις Αποκριές που ήθελα να πω, δηλαδή κάτι που ξεχάστηκε πολύ και—
Έχω πολλές απορίες, περίμενε.
Πες.
Τι ντυνόταν η μαμά, που τη θυμάσαι;
Πιο πολύ θυμάμαι ότι ντυνόταν πάπια. Η πάπια τι ήτανε; Ήτανε ένα απλό καρναβάλι, σκεπαζόταν μ' ένα σεντόνι μεγάλο και ένωνε τα χέρια της μπροστά, τα δύο, και έβαζε ένα κουτάλι, ή δύο κουτάλια, κρατούσε στα χέρια της τα ενωμένα μπροστά. Αυτό, όταν έμπαινε στο σπίτι, έσκυβε, και είχαν κι ένα πιάτο με καλαμπόκι και έσκυβε και χτυπούσε τα χέρια της μπροστά, μέσα στο πιάτο με το καλαμπόκι, σαν να ήτανε το κεφάλι της πάπιας με την μούρη της και έκανε «ντάγκα-ντάγκα-ντάγκα» και ο κόσμος γελούσε. Αυτό, η πάπια ήτανε... δηλαδή, μας το έκανε κι εμάς, όταν ήμασταν μικρά, και γελούσαμε. Και ένα άλλο που ντυνόταν, γαμπρός. Έβαζε τα κουστούμια του πατέρα μου, γραβάτες, αυτά και το συνηθισμένο ήταν που βάζανε καλτσόν στο κεφάλι, το οποίο σου αλλάζει τελείως τα χαρακτηριστικά και δεν μπορούν να σε γνωρίσουνε. Δεν ξέρω αν το ξέρεις ότι το καλτσόν κάνει αυτή τη δουλειά στο πρόσωπο εδώ, γιατί σε κατεβάζει φρύδια μύτες αυτά, σε κάνει τελείως άλλον άνθρωπο. Δεν μπορούσε να σε γνωρίσει ο άλλος με καλτσόν. Αυτό θυμάμαι.
Θυμάσαι κάνα καρναβαλάκι, ένα που σου έχει μείνει, εκτός απ' τη μαμά, ας πούμε, ξέρω 'γω ο μπαμπάς, κάποιο που σου έχει κάνει εντύπωση.
Μπα, ο μπαμπάς μου δεν ντυνότανε, όχι. Δεν ντυνότανε. Γενικά, άντρες δεν πολυέβλεπα, δηλαδή πιο πολύ γυναίκες ντυνότανε και γυρίζανε στα σπίτια. Φυσικά, στα κατοπινά τα χρόνια, εγώ όταν ντυνόμουνα, υπήρχανε και παιδιά που ντυνότανε, αλλά όχι πολύ, όχι πολύ μεγάλες παρέες. Ντυνότανε και οι δικοί σου πρέπει να ντυνότανε λίγο, θαρρώ. Γιατί υπάρχει και μια φωτογραφία που είναι η Έφη καρναβάλι, η Νίκη, η Αρετή κι αυτές δηλαδή. Αυτά τώρα θα ήτανε γύρω στο '90, κάπου εκεί. Μετά σταμάτησε. Πλέον δεν έχω δει εγώ μες στο χωριό καρναβάλι ντυμένο. Εσύ έχεις δει;
Όχι.
Όχι.
Να πω επειδή δεν μας ξέρει κι ο κόσμος, η Έφη είναι η γυναίκα σου, είναι η αδερφή της μητέρας μου, είναι η θεία μου. Οπότε, όταν είπες οι δικοί μου, εννοούσες την —όχι την Έφη— του πατέρα μου, ας πούμε, την πλευρά.
Ναι.
Του μπατζανάκη σου.
Ναι.
Τώρα εδώ, γιατί το λέω; Έχω και λόγο. Εγώ ξέρω, έχω ακούσει από δικές μου —μπορεί τώρα να σου προβάλλω και πράγματα, αλλά—, ότι ο παππούς ο Σταύρος, δηλαδή ο πεθερός σου, ο μπαμπάς της Έφης, ήτανε ωραίος στα καρναβάλια, έκανε νούμερα, αυτό το θυμάσαι καθόλου; Ή όχι; Δεν σου έχει μείνει.
Δεν θυμάμαι εγώ να... τον πεθερό μου δηλαδή. Έχω ακούσματα, όμως, αλλά αυτό που μπορώ να πω ότι ήτανε φυσιογνωμία στη διασκέδαση. Και μ' αυτά που έλεγε και μ' αυτά που έκανε. Δηλαδή, νομίζω ότι δεν έχει περάσει άλλος άνθρωπος αυτού του είδους, σ' αυτούς που γνωρίζω εγώ, μπορεί να είχε και πιο παλιά, στη διασκέδαση, δηλαδή. Μαζί με έναν φίλο του, τον Καράγιωργη αφήσανε… Ναι και αυτά εδώ, έχει κάποιες ιστορίες, ας πούμε, που τις ξέρει η θεία σου, η Έφη. Αυτά πρέπει να τα καταγράψουμε, ας πούμε, αυτές τις ιστορίες. Και μια από αυτές είναι όταν έκανε πλάκα στους χωριανούς, χειμώνα καιρό, που υπήρχε ένα δέντρο, κάραγατς, εκεί στη γειτονιά τους, και υπήρχε μια φωλιά πελαργού. Και είχε ένα χιόνι ένα γόνατο, που λέγαν αυτοί, και αυτός πήγε και πήρε έναν πελαργό ταριχευμένο —από Κοζάνη τώρα; Δεν θυμάμαι από πού— και ανέβασε κάποιον, το 'βαλε πάνω στη φωλιά και το πρωί τους έλεγε τους χωριανούς, ενώ είχε ένα «γόνα χιόνι», τους έλεγε: «Ο πελαργός ήρθε». Κατάλαβες; Έχει κάτι τέτοιες ιστορίες, καλές.
Εντάξει, εγώ το… δεν χρειάζεται. Το ξέρω ότι τις ξέρεις, γιατί τις λέει και η θεία μου, η γυναίκα σου, εντάξει, δεν χρειάζεται—
Όχι, το έφερα σαν παράδειγμα τι είδους ιστορίες έλεγε και πώς γελούσε ο κόσμος με αυτά που τους έκανε, ας πούμε. [01:30:00]Γι' αυτό τον είπα φυσιογνωμία.
Γι' αυτό ήθελα να σε ρωτήσω, σαν διευκρίνηση, στου Αη-Γιαννιού είναι η φωτιά μου είπες. Είχε κάθε σπίτι ή κάθε γειτονιά άναβε;
Κάθε γειτονιά. Μαζευόταν οι άνθρωποι της γειτονιάς, ανάβαν μια φωτιά, πηδούσανε πάνω από τη φωτιά, καίγανε και το στεφάνι που κάναμε την Πρωτομαγιά, γιατί κάθε σπίτι είχε στεφάνι της Πρωτομαγιάς στην πόρτα του. Μπορεί να μη πηγαίναμε έξω να πιάσουμε τον Μάη, γιατί είχαμε τις δουλειές, είπαμε, ήτανε πάνω στη φυτεία του καπνού, αλλά το απόγευμα, την παραμονή της Πρωτομαγιάς, μαζεύαμε εμείς, τα παιδιά, λουλούδια, τα φέρναμε στη μάνα, έφτιαχνε στεφάνι και το βάζαμε πάνω από την πόρτα του σπιτιού, το οποίο το καίγανε την ημέρα του Αη-Γιαννιού. Δεν ξέρω τι συμβόλιζε, σίγουρα το φτιάξιμο του στεφανιού σίγουρα ήτανε ο ερχομός της άνοιξης, αλλά το κάψιμο δεν ξέρω, γιατί το καίγαμε δεν ξέρω.
Και εκεί μετά ήτανε σαν διασκέδαση ή ήταν θρήνος; Δηλαδή, είχε τραγούδι, είχε—
Ω ναι, διασκέδαση ήτανε. Διασκέδαση ήτανε. Πηδούσαν την φωτιά, ειδικά τα παιδιά γιατί ήταν για τους νέους, τα παιδιά.
Εσύ;
Και πηδούσαμε όλοι. Η θεία η Έφη μια φορά έπεσε πάνω στη φωτιά και κάηκε κιόλας, αλλά δεν της άφησε σημάδια.
Και εκεί λέγαν και ιστορίες.
Ναι. Καθόταν το βράδυ εκεί πέρα, λέγαν. Οι ιστορίες αυτές, που λεγότανε, ήτανε ανάλογες με αυτές που λεγόταν στα σπίτια τα βράδια, στα νυχτέρια, που λέμε. Εκεί ακόμα πριν έρθει η τηλεόραση, γιατί η τηλεόραση εδώ ήρθε γύρω στο '70-'75, πριν απ' αυτό πηγαίναμε σε σπίτια γειτονικά, φιλικά, συγγενικά. Πήγαιναν οι μεγάλοι, πηγαίναμε κι εμείς μαζί τους, για να περάσει η βραδιά, η νύχτα ήταν μεγάλη, βράδιαζε νωρίς, έτσι; Παίρνανε, οι μανάδες μας παίρνανε και το πλέξιμό τους, που λέγαμε, γιατί πλέκανε τότες, είτε φανέλες, κάλτσες ή κάνανε διάφορα διακοσμητικά που στολίζουν το σπίτι. Λοιπόν, εκεί, αν είχε παιδιά το σπίτι, για εμάς ήταν ακόμη καλύτερα, γιατί παίζαμε εμείς τα παιδιά κάπου, σ' ένα δωμάτιο χώρια ή εκεί ανάμεσά τους και καθόταν οι μεγάλοι και κουβεντιάζανε, λέγανε τα δικά τους. Και ένα από τα πρώτα ανέκδοτα που έχω ακούσει, και το έλεγε η μάνα μου αυτό, αφορά αυτή την περίοδο, την πιο μπροστά από μένα, δηλαδή μετά τον εμφύλιο, δηλαδή το '50, '51, '52. Συνέβη το εξής —και το 'λεγε η μάνα μου σαν ανέκδοτο ας πούμε, που μου άρεσε, και ακόμα το λέω, αν βρεθώ σε παρέες, και έχει μία καλή... το ευχαριστιέται ο άλλος που το ακούει—: Ήταν ότι πέρασε ο Εμφύλιος, 1-2 χρόνια μετά, άρχισαν να γίνονται αυτές οι επισκέψεις στα σπίτια και πήγαινε ένα ζευγάρι σ' ένα άλλο σπίτι. Εκεί τους κάνανε καφέ. Τους κάνανε καφέ —δεν ξέραν αυτοί από καφέ, είχανε τότες το ρεβίθι, τι είχανε;—, τους κάνανε καφέ, τους κεράσαν τον καφέ, τους άρεσε. Είπαν αυτά που ήταν να πούνε, φεύγουνε τώρα, βγαίνουνε έξω, καληνυχτήθηκαν οι άνθρωποι, πάνε για το σπίτι, οπότε λέει η γυναίκα στον άντρα: «Μάριε, άντρα, πάνε αύριο στο παντοπωλείο να πάρεις καφέ, να κάνουμε μια κατσαρόλα, να πιούμε, να το ευχαριστηθούμε». Τους φάνηκε λίγο το ποτηράκι. Αυτό μου άρεσε το ανέκδοτο. Και δείχνει κιόλας την κατάσταση, πώς ήταν μετά τον εμφύλιο δηλαδή. Για τα έθιμα... υπήρχαν κι άλλα έθιμα, ας πούμε, αλλά όλα έχουνε χαθεί πλέον, δεν έγινε και καταγραφή, ίσως φταίμε κι εμείς γι' αυτό, γιατί οι γονείς μας... τι είχαν το μυαλό, να καταγράψουνε; Αλλά εμείς θα μπορούσαμε να τα είχαμε καταγράψει, αλλά το αφήσαμε. Φταίμε κι εμείς, δηλαδή, πάνω σ' αυτό. Υπήρχαν πολλά έθιμα και το Πάσχα, και…
Στα νυχτέρια λέγανε και μύθους;
Παραμύθια πολλά, οι γιαγιάδες ξέρανε πάρα πολλά παραμύθια. Και η μάνα μου ήξερε και η μάνα μου έλεγε. Αυτή που ήξερε παραμύθια ήτανε μία... η γιαγιά η Βηθάνη, η οποία ήτανε θεία της γιαγιάς σου της Αργυρώς. Αυτή ήξερε πάρα πολλά παραμύθια και ήταν και γειτονιά με την μητέρα μου, οπότε ξέρω ότι έλεγε παραμύθια μεγάλα και ωραία, δηλαδή καθόσουνα και… Αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να γράψουν σενάρια για ταινίες. Έτσι τα φτιάχνανε. Τόσο όμορφα. Εγώ θυμάμαι μερικά παραμύθια, που έλεγε η μάνα μου, τα έλεγα και στα παιδιά, το «Κελ Αλαλαϊνς», ας πούμε, ήταν ένα παραμύθι, ένα άλλο με δυο αδέρφια, έναν τρελό και έναν γνωστικό, το πώς επιζήσανε, διάφορα, τα οποία και αυτά δεν τα καταγράψαμε. Τώρα τελευταία μια κυρία —ποια κυρία ήταν;— μέσα απ' το Facebook, μου είπε: «Αν θυμάσαι κανένα...», αλλά τι έκανα μετά; Δεν θυμάμαι. Της έστειλα κάποιο; Δεν θυμάμαι. Εν πάση περιπτώσει, αυτά.
Περίμενε, βιάζεσαι.
Όχι, καθόλου.
Μου είπες δύο παραμύθια, τώρα. Επειδή εγώ δεν έχω... θυμάμαι να μου λέει η μάνα μου, ας πούμε, αλλά δεν ξέρω ούτε την έκταση ούτε αυτά, θέλεις να τα γράψουμε, να μου τα πεις τώρα, αν τα θυμάσαι καλά; Αν θυμάσαι—
Όχι, δεν τα θυμάμαι καλά.
Δεν τα θυμάσαι.
Ο «Κελ Αλαλαϊνς» αφορούσε έναν τύπο ο οποίος ήτανε —ο τύπος του ανθρώπου, δηλαδή, με αυτό το είπα τύπο— ο οποίος ήτανε σ' ένα κάστρο που είχε μέσα δράκους. Εκεί πήγε μία κοπέλα η οποία είχε χαθεί στο δάσος, πήγε να μαζέψει ξύλα, και πήγε στον πύργο αυτόν, γιατί είδε φως. Αυτός τη λυπήθηκε, την πήρε μέσα, κανονικά δεν θα έπρεπε, και αυτή τον έκανε κάποια πράγματα εκεί, δηλαδή τον έντυνε νύφη, τάχα για να διασκεδάσει τους δράκους, και του έλεγε ότι: «Εγώ θα σε κάνω έτσι, ούτως ώστε ότι αύριο οι δράκοι μετ ’εσένα —έτσι το έλεγε— μετ' εσένα να γελάνε». Τον έντυνε νύφη, τον έκανε κάτι με το φαγητό —έβαζε πολύ αλάτι στο φαγητό, ενώ τα έφτιαχνε αυτός— και οι δράκοι τελικά ξεσπούσαν σε αυτόν και τον σπάγαν στο ξύλο. Μέσες άκρες είναι αυτό. Για δε τον τρελό με τον γνωστικό που θυμάμαι λίγο ήτανε που πέθανε η μάνα τους, δεν ήθελαν να ζήσουν στο σπίτι, πήγαν να φύγουνε. Ο άμυαλος —να μην τον λέμε τρελό— ο άμυαλος ήθελε να πάρει και την πόρτα μαζί του, του σπιτιού. «Ρε —του λέει— την πόρτα θα πάρουμε;». «Όχι —του λέει— εγώ θα την πάρω». Την πήραν. Τέλος πάντων, έχει διάφορες ιστορίες μεταξύ τους, η πιο σημαντική που θυμάμαι ήτανε ότι ήθελαν να κοιμηθούνε και ανέβηκαν πάνω σ' ένα δέντρο. Αλλά ο άμυαλος πήρε και την πόρτα πάνω στο δέντρο. Και κάποια στιγμή έρχονται ένα καραβάνι έμποροι, που εκείνον τον καιρό ήτανε στους δρόμους τα βράδια, κάναν το εμπόριο, να ξενυχτήσουν από εκεί κάτω. Και ο άμυαλος, τον ήρθε να κάνει τα κακά του, ας πούμε. Οπότε, τα 'κανε. Και έπεσαν πάνω εκεί, λέει ο ένας έμπορος από κάτω: «Μεγάλος πούλος πέρασε, μεγάλο γκούτσουρο έκανε». Μετά τι άλλο κάνανε δεν θυμάμαι, αλλά κάποια στιγμή λέει ο άμυαλος: «Θα ρίξω την πόρτα». «Ρε πού θα την ρίξεις την πόρτα— του λέει ο αδερφός του—, θα σκοτώσεις και κανέναν». «Όχι —λέει— θα την ρίξω». Οπότε, την έριξε την πόρτα, η πόρτα, ξέρεις, έκανε θόρυβο που έπεφτε, οπότε αυτοί οι έμποροι, που ήταν από κάτω είπανε, φωνάξανε, ας πούμε, και φύγανε: «Παλιός ουρανός γκρεμίζεται». Και φύγανε —λέει— και όταν κατεβήκανε αυτοί βρήκανε τα πλούτη τους, τα χρυσάφια τους και έγιναν πλούσιοι και τα πήρανε και πήγανε κάπου και ζήσανε πλουσιοπάροχα. Μες στις άκρες τώρα τα παραμύθια αυτά. Πού τα θυμήθηκα κιόλας; Καλά άμα βάλεις το μυαλό σου, τα θυμάσαι, μπορεί να θυμηθώ και κάνα άλλο. Α, ήταν κι ένα άλλο μ' ένα ψάρι μεγάλο, γριβάδι, που έχασε το δαχτυλίδι η βασίλισσα και το βρήκε το ψάρι και το 'φαγε και το βρήκε κάποιος άλλος και το 'σφαξε και πήγε της το έδωσε και τον έκανε πλούσιο. Κάτι θυμάμαι τώρα, αλλά...
Η μαμά τα έλεγε αυτά;
Η μάνα μου τα 'λεγε. Τα άκουγε από τη γειτονιά. Η μάνα μου ήτανε σε μια γειτονιά που ήτανε οι άνθρωποι αξιόλογοι. Δηλαδή, είχανε επικοινωνία, μιλούσανε. Δηλαδή αυτή η γιαγιά, που είπαμε, η Βηθάνη, ήτανε η μάνα του Παναγιώτη του Κοροκυθά, η κυρα-Μαρία, ήταν η κυρα-Ζωή από κάτω που είχε το μπακάλικο, η γιαγιά του Στράτου του Αριτζάκη, απ' τη μεριά της μάνας του, είχανε δίπλα τον Νικόλα τον Ταπακαρά[01:40:00]κη. Και αυτός ο Νικόλας ήταν φυσιογνωμία εκείνη την εποχή, ο οποίος... είχαν και πολλά παιδιά αυτοί και έλεγε αυτός —η Ζωή είχαν μονάχα ένα— και έλεγε: «Αν περάσεις έξω από το σπίτι το δικό μας, ακούς: "ντάκα-ντούκα, ντάκα-ντούκα" τα κουτάλια. "Ντρανγκ-ντρουνγκ-ντρανγκ". Αν περάσεις έξω απ' της Zωής: "ντρανκ-ντρανκ"». Ναι. Και πάνω σ' αυτό, να πω για τον μπαρμπα-Νικόλα τώρα που μου ήρθε στο μυαλό. Εκείνη την εποχή, ας πούμε, το νερό στο χωριό ήρθε το '70 τόσο. Μέχρι τότες το χωριό κουβαλούσε νερό από τις κεντρικές βρύσες. Είχε τότες, που θυμάμαι εγώ τώρα, —μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε— έξι βρύσες θυμάμαι εγώ. Ένα μεγάλο χωριό, σαν τον Φιλώτα, ας πούμε, τώρα να φανταστείς ότι κουβαλούσαν απ' τις βρύσες, απ' τις βρύσες νερό για το σπίτι για τη χρήση, και να πλυθούνε και να φάνε και να μαγειρέψουνε. Είχαν μια κατασκευή, λοιπόν, που τη λέγανε γκουμπέλα, ένα ξύλο που το βάζαν πάνω στους ώμους, δεξιά και αριστερά είχε κάτι γάντζους και εκεί κρεμούσανε τα σκεύη, τέλος πάντων, που κουβαλούσαν το νερό, τους κουβάδες, ποτιστήρες. Αυτό γινότανε... εγώ, ας πούμε, κουβάλησα πάμπολλες φορές νερό, όταν μπορούσα πλέον, ότι έγινα παλικαράκι. Σ' αυτή τη βρύση και εκεί πέρα γινότανε —επειδή έτρεχε και αργά εδώ, η δικιά μας, οπότε εκεί πήγαινες, καθόσουν μια-δυο ώρες, μέχρι να 'ρθει η σειρά σου, να πάρεις— και εκεί πέρα γινότανε και μια κοινωνική συγκέντρωση, λεγόταν νέα, κτλ. Εκεί, λοιπόν, ο μπαμπα-Νικόλας ο Ταπακαράκης όταν πήγαινε στη βρύση, όλες οι γυναίκες λυνότανε στα γέλια με τις ιστορίες που τις έλεγε. Είχε τρόπο ο μπαρμπα-Νικόλας. Ο οποίος έπαιζε κι ένα όργανο, κλαρίνο, θαρρώ, έπαιζε ο μπαρμπα-Νικόλας, και τον άρεσε τον Νίκο, το έχει το κλαρίνο του παππού του ο Νίκος ο Ταπακαράκης ακόμη. Είπαμε και για τις βρύσες, είδες; Άλλο γεγονός και αυτό.
Εκεί τι… κοίτα, μου λες, αλλά δεν… Έχω την πληροφορία, αλλά δεν έχω... δεν είμαι εκεί. Δεν το λέω για έλλειμμα, κατάλαβες. Μου λες λέγανε νέα εκεί, τέτοια. Τι νέα; Δηλαδή τι έγινε στο χωριό; Τι;
Προφανώς τι έγινε στο χωριό, γιατί δεν είναι σαν τη σημερινή εποχή που μαθαίνεις πράγματα. Έχει και κάποιους που πήγαιναν στο Αμύνταιο, ας πούμε. Μπορεί να έφερνε κάνα νέο, να έλεγε κάτι. Αλλά συνήθως στο χωριό. Ξέρω 'γω, τι να σου πω σαν παράδειγμα; Ότι κάηκε... χάλασε τον καπνό του γείτονα, ας πούμε, έπιασε πολύ περονόσπορο, ή —τι να πω;— ψόφησε ο γάιδαρος του Βαγγέλη του Κατσαντούρη παραδείγματος χάριν, λέγανε τώρα, μου ήρθε στο μυαλό— ή ο λύκος πήγε και έφαγε δέκα πρόβατα από το κοπάδι του Αριτζάκη. Αυτά τα νέα, τι νέα να υπήρχανε εκείνη την εποχή;
Τσακωμοί στη βρύση;
Τσακωμοί γινόταν για τη σειρά.
Δεν τσακώθηκες καμιά φορά εσύ;
Εμείς παιδάκια ήμασταν. Οι μεγάλοι τσακωνότανε. Ήτανε και ένας —ποιος ήτανε;— ο οποίος μόλις πήγαινε στη βρύση, ήθελε να πάρει νερό με τον τσαμπουκά. Εκεί μαλώνανε. Άμα ήτανε κανένας που ήθελε να μαλώσει, μάλωνε άνετα, αλλά άμα έλεγε ο άλλος: «Άσ' τον, δεν βαριέσαι», τον άφηνε, έπαιρνε νερό και έφευγε. Αλλά αυτός πήγαινε έτσι, δεν περίμενε ποτέ στη σειρά. Ποιος ήτανε; Δεν μπορώ να τον θυμηθώ.
Νερό πόση ώρα έκανες να βάλεις; Δηλαδή, τι ένταση έχει;
Δεν έτρεχε πολύ η βρύση εδώ, της Αγίας Παρασκευής, δεν έτρεχε πάρα πολύ νερό και αργούσες. Τώρα, έναν τενεκέ, ας πούμε, δεν θυμάμαι τώρα πόσο μπορεί να το έφτιαχνε, αλλά είχε ένα διάστημα, μέχρι να γεμίσει, που... Κι άμα είχε δέκα άτομα, όταν πήγαινες εσύ και είχε δέκα άτομα, έκανες μισή ώρα. Συνήθως έβρισκες πολύ κόσμο, γιατί είχαν ανάγκη ο κόσμος το νερό. Πίναμε νερό, από κει πίναμε, πλενόμασταν. Τον χειμώνα πολλές φορές μαζεύαμε χιόνι στον τενεκέ, το φέρναμε μέσα, πάνω στη σόμπα, έλιωνε, και έκαμνες δουλειές με το χιόνι. Καθαρό χιόνι. Πράγμα που το βλέπουμε σήμερα σε κάποια φιλμ, τα... πως τα λένε; Survivor... Πώς το είπα;
Survivor.
Όχι, όχι, στα ελληνικά ήθελα να πω.
Ο επιζών;
Ναι, να επιζήσεις, ας πούμε, μέσα σε συνθήκες άσχημες. Και δείχνει ότι ζεσταίναν το αυτό, το χιόνι.
Όταν ήρθε το νερό στο χωριό—
Σημαντικό γεγονός.
Πώς το ζήσατε εδώ; Θυμάσαι;
Τι πώς το ζήσαμε. Τέρμα η γκουμπέλα. Τέρμα η γκουμπέλα! Σημαντικό πράγμα, Θανάση. Τώρα να έχεις νερό στην αυλή του σπιτιού σου, ε; Όχι μέσα. Μέσα δεν υπήρχε. Στην αυλή του σπιτιού σου να έχεις νερό, εκεί που παλιά το κουβάλαγες με τον τενεκέ; Ήτανε... τι να σε πω; Αυτό έγινε το '67-'68, κάπου εκεί. Την ίδια εποχή περίπου ήρθε και το ρεύμα στο χωριό.
Το ρεύμα τι γεγονός;
Εκεί θυμάμαι που σκάβανε εδώ, στους δρόμους, για να βάλουνε τις κολώνες, λίγο που θυμάμαι. Μετά θυμάμαι που η ΔΕΗ ήθελε να μάθει εδώ τους κατοίκους πώς να χρησιμοποιούν το ρεύμα και τους έφτιαχνε τα σημερινά, που λέμε, σεμινάρια. Έφερνε συσκευές στο σινεμά του Σταυρακίδη, τον παλιό, είπαμε, εκεί μέσα, τους έλεγε πώς να το χρησιμοποιούνε. Και εκεί κάναν και κληρώσεις συσκευές και οι δικοί μου τύχαν ένα ηλεκτρικό σίδερο, το οποίο είναι παλιάς τεχνολογίας, χωρίς θερμοστάτη, απλά είναι βαρύ, ζεσταινότανε με την αντίστασή του και όταν ζεσταινόταν, το έβγαζες από τη πρίζα και σιδέρωνες. Κρατούσε πολύ ώρα… αυτό το έχω ακόμη. Ήθελα να το πάω κάποτε εκεί, στη ΔΕΗ, να το βάλουν, να το στολίσουν, αλλά μετά είπα: «Γιατί; Άσ' το εδώ, μήπως κάνουμε εδώ κάτι».
Και τι; Ήτανε η αποκάλυψη. Ήρθε το ρεύμα στο σπίτι.
Βέβαια, Θανάση!
Πώς το θυμάστε;
Το θυμόμαστε και αυτό όπως το νερό. Δηλαδή, τώρα τι να σου πω; Καθόσουν το βράδυ, καθόμασταν στο σπίτι, διαβάζαμε με τη λάμπα ή η μάνα κένταγε κοντά στη λάμπα, ας πούμε, να βλέπει τι κεντάει και τι κάνει. Και ξαφνικά, ας πούμε… Μάλλον και το άλλο, όταν πηγαίναμε νυχτέρια και περπατούσαμε στον δρόμο, να πάμε, πολλοί κουβαλούσαν φανάρι. Είχαν ένα φανάρι παλιάς κατασκευής, το ανάβανε και πηγαίναν, αλλιώς πού θα βλέπανε; Δεν υπήρχαν και δρόμοι σωστοί, με λακκούβες και με λάσπες και με τέτοια, οπότε είχες φανάρι. Καθώς, όμως, ήρθε το ρεύμα, γιατί με το που ήρθε το ρεύμα, άναψε και ο δημοτικός φωτισμός, στις κολώνες βάλανε λάμπες, μπορούσες να περπατήσεις άνετα. Αλλά το πιο σημαντικό ήτανε μες στο σπίτι, το ότι πλέον μπορούσες να βλέπεις, να κάνεις τη δουλειά σου άνετα. Το ψυγείο μετά, στα κατοπινά τα χρόνια, που συντηρούσαμε τα φαγητά, τα τρόφιμα και... Τι άλλο ήθελα να πω για το ρεύμα;
Εντάξει, εγώ πιο πολύ επιμένω, ξέρεις, μήπως έχεις καμιά ιστορία, μήπως είπε καμιά ατάκα κανείς, εντάξει, αλλά αφού δεν σου ήρθε, μπορεί—
Αυτό που χάλασε τα νυχτέρια, ας πούμε, πιο πολύ ήτανε η τηλεόραση μετά. Αυτό, δηλαδή, το έζησα, από τη μια κατάσταση, χωρίς τηλεόραση, στην άλλη κατάσταση, με την τηλεόραση, που πριν πάρουμε εμείς στο σπίτι τηλεόραση, πηγαίναμε σε μια γειτόνισσα που πήρε πιο μπροστά από μας. Πηγαίναμε εκεί συχνά, να δούμε τότες. Είχε τα σίριαλ: «Παράξενο ταξιδιώτη», «Πανθέοι» —ποιοι άλλοι ήτανε, άλλα;—, «Οι Έμποροι των Εθνών». Και πηγαίναμε εκεί πέρα, για να δούμε τηλεόραση, οπότε δεν πολυμιλούσαμε. Μέχρι τότες, όμως, είχαμε το ραδιόφωνο, το οποίο εμένα, δηλαδή, με συντρόφευε πάρα πολύ, από μικρός το είχα το ραδιόφωνο, όπου πήγαινα μαζί μου, το κουβαλούσα. Αλλά τα βράδια θυμάμαι που ακούγαμε το «Θέατρο της Δευτέρας», σημαντικό ήταν αυτό, πολύ ωραίο, ακούγαμε το «Θέατρο της Δευτέρας», ακούγαμε την Πρωτοχρονιά την κλήρωση του Κρατικού Λαχείου, αν θα τύχουμε το λαχείο. Και θυμάμαι εκεί, απ' το ράδιο που ακούσαμε την… που πάτησε ο άνθρωπος στο φεγγάρι. Εδώ στου Πουρπουλάκη ήμασταν το... έχτιζε τότε ο Πουρπουλάκης, του Βασίλη ο πατέρας, το μαντρί, και είχε ένα ραδιόφωνο εκεί. Και πήγαμε εκεί και ακούσαμε, έτυχε δηλαδή, ήτανε ανοιχτό, και ακούσαμε πώς πάτησε ο άνθρωπος στο φεγγάρι. Και επίσης θυμάμαι κι ένα βράδυ χειμωνιάτικο το ναυάγιο που έγινε στο καράβι για την Κρήτη που πήγαινε. Το '60... πότε ήτανε; Ναι, το βράδυ Πρωτοχρονιάς ήτανε, θαρρώ; Βούλιαξε αυτό έξω, στη Φαλκονέρα, εκεί, και το ακούγαμε από το ράδιο.
Το φεγγάρι πού, είπες, ήτανε; Εδώ πέρα, στη γειτονιά;
Ναι, ναι, εδώ σ' ένα μαντρί που χτίζανε, εκεί είχε το ραδιόφωνο και ακούσαμε ότι πάτησε ο άνθρωπος στο φεγγάρι. Το '66 ήτανε αυτό; Κάπου εκεί.
Ήσασταν μαζεμένοι, δηλαδή;
Ναι, ήμασταν παιδιά, παίζαμε[01:50:00] ρε και είχε αυτός το ράδιο ανοιχτό εκεί, το ακούσαμε συμπτωματικά, όχι ότι πήγαμε να το ακούσουμε. Πού ξέραμε εμείς ότι έχει—
Και; Τι σκεφτήκατε;
Τι σκεφτήκαμε; Πάτησε ο άνθρωπος στο φεγγάρι. Εντάξει, εντυπωσιαστήκαμε.
Λέω, το βράδυ, όταν πήγες να κοιμηθείς, ας πούμε, όταν το είδες το φεγγάρι ξανά—
Α, όχι, δεν μπορώ να θυμηθώ ότι ένιωσα κάτι, απλά εντυπωσιαστήκαμε. Μες στο παιχνίδι ακούσαμε γι' αυτό. Επίσης, θυμάμαι, πρώτη φορά που είδα τηλεόραση ήτανε στο σπίτι εδώ του Φώτη του Τουντζάρη, εκεί. Είχε... την είχαν στο υπόγειο και είχε ένα παράθυρο και πηγαίναμε εμείς παιδιά και βλέπαμε, αλλά τότες δεν είχε κανάλια ελληνικά ακόμα, πιάνανε μόνο σέρβικα ακόμα. Αυτός, του τη φέρανε από τη Γερμανία, από κάπου, και την είχε, ήταν σχεδόν απ' τους πρώτους που είχε τηλεόραση. Και πηγαίναμε από ένα παράθυρο, ξαπλώναμε σχεδόν στο χώμα, για να δούμε την τηλεόραση, ας πούμε. Μας έκανε εντύπωση: «Α, βλέπεις τηλεόραση»! Δηλαδή, πετύχαμε αυτή τη μετάβαση απ' τη μια κατάσταση στην άλλη, αλλά νομίζω ότι αυτή την μετάβαση τη ζήσανε σε πιο μεγάλο, έντονο βαθμό οι παππούδες κι οι πατεράδες μας. Αυτοί, δηλαδή... φαντάζομαι ότι τους επηρέασε πολύ τη ζωή τους. Από εκεί που οργάνωναν, δηλαδή, το χωράφι με το άλογο, όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα, ξαφνικά το 'δίναν σε έναν που είχε τρακτέρ, και πήγαινε και τους το όργωνε. Ή από τα αλώνια... γιατί εγώ έζησα και την αλοκάνη. Όχι... για σιτάρι δεν θυμάμαι πολύ, θυμάμαι λίγο εκεί κάτω στα αλώνια, εδώ που είναι τα σιλό τώρα, κάποιες θεμονιέρες και μία πατόζα. Πατόζα ήταν ένα μηχάνημα που αλώνιζε το σιτάρι, αλλά το αλώνιζε σε έναν χώρο, δεν πήγαινε στο χωράφι η πατόζα, ήτανε σε έναν χώρο που εκεί συγκεντρωνότανε αυτά που τα θερίζανε με τα δρεπάνια και εκεί τα αλώνιζε η πατόζα. Πριν την πατόζα ήτανε πάλι το… η αλοκάνη. Εγώ την αλοκάνη την έζησα μόνο σε φακή και σε ρεβίθια, γιατί είπαμε... προηγουμένως που είπαμε ανταλλακτική οικονομία, στην αρχή, έτσι κάθε σπίτι είχε τη φακή του, είχε τα ρεβίθια. Ένα τμήμα από την παραγωγή την πουλούσε, για να πάρει άλλα πράγματα, κι ένα τμήμα την κρατούσε στο σπίτι του και έτρωγε το χειμώνα. Λοιπόν, τα αλώνια τα θυμάμαι... Τώρα θυμάμαι και αγελάδες που είχαμε, πριν πάρουμε άλογο και μετά με το άλογο. Το αλώνι το δικό μας ήτανε... δεν είχε πολλά αλώνια εν πάση περιπτώσει και ο χώρος αυτός... πηγαίνανε αρκετοί και αλωνίζανε εκεί. Αλλά σ' αυτό που πηγαίναμε εμείς, και το λέω δικό μας, ήταν εδώ κάτω που έχει ο... του Στράτου του Αφεντούλια το σπίτι, ο Μπάμπης ο Πατράσκου που βάζει τα φυτά του, το φυτώριο, και δίπλα έχει αμπέλι ο Ζαφείρης ο Αναγνωστόπουλος. Μέσα δε στο αμπέλι του Ζαφείρη του Αναγνωστόπουλου, στο σπιτάκι που έχει, εκεί πέρα, ακριβώς, πάνω απ' το σπιτάκι, είναι κλεισμένο το πηγάδι που υπήρχε εκεί τότες. Δεν ξέρω αν ήταν τούρκικο ή αν το κάνανε οι δικοί μας κατόπιν. Λοιπόν, είχε ένα πολύ κρύο νερό, έβγαζε ο πατέρας μου από εκεί, απ' το πηγάδι νερό κι έβρεχε τ' αλώνι. Είχε και ένα δέντρο εκεί που έκοβε τα κλαδιά του και τα έσερνε γύρω από το αλώνι, να το κάνει ίσιο. Μετά να στεγνώσει και μετά να βάλουμε τη φακή και από πάνω την αλοκάνη, η οποία... μες στον ήλιο τώρα, μες στην κάψα, εγώ καθόμουνα πάνω στην αλοκάνη και γυρνούσα, διασκέδαζα. Το θυμάμαι αυτό. Τώρα για το πηγάδι, που είπαμε, θυμάμαι ένα πηγάδι τουρκικό που υπάρχει ακόμα. Ξέχασα να το πω προηγουμένως, είδες; Αυτό το πηγάδι είναι δίπλα ακριβώς στο συνεργείο του Θόδωρου του Μπογιανίδη. Μπορείς να πας να το δεις, υπάρχει. Και έχει νερό μέσα, βγάζει ο Θόδωρος με το… έβαλε αντλία μέσα.
Έχω μία απορία. Τώρα, βλέπεις, πάμε μπρος πίσω, αλλά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, τουλάχιστον από μένα, δεν ξέρω αν σε κουράζει αυτό. Μου είπες για τα παραμύθια που σου 'λεγε η μάνα σου, μου είπες και κάποια, σου έλεγε πριν κοιμηθείς, ξέρω 'γω; Θυμάσαι τέτοιο πράγμα;
Τώρα μικρός... μπορεί να μου έλεγε να κοιμηθούμε. Αλλά όχι, εντάξει, δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο. Κοίτα, τον χειμώνα, ας πούμε, μπορεί να συνέβαινε αυτό που λες. Αλλά καλοκαίρια με τις δουλειές και μ' αυτά και με τις δουλειές που είχαν στο σπίτι οι νοικοκυρές... γιατί, είπαμε, δεν ήταν μονάχα το μαγείρεμα, ήτανε και άλλες δουλειές, αγροτικές, στην αυλή, με τα ζώα, με τα αυτά, τα είχανε μοιρασμένα. Αλλά οι γυναίκες είχαν κι έναν λόγο παραπάνω, ήτανε… Εγώ τη θυμάμαι τη μάνα μου, Θανάση, όλο με βελόνες, να πλέκει. Μας έπλεκε φανέλες, ζακέτες, τα τσουράπια, που λέγαμε, τα μάλλινα. Ήτανε... είχανε και αυτή τη δουλειά. Αν καθότανε τώρα μ' εμάς, να μας λένε παραμύθια και τέτοια, πάει, πέρασε η ώρα. Δηλαδή, πολύ λίγο... γενικά, ας πούμε, οι πατεράδες, οι γονείς, δεν ασχολιόταν πολύ με τα παιδιά τους, γιατί είχανε τις δουλειές τους.
Ναι.
Και να μην σου πω ότι πιο παλιά κάνανε πιο πολλά παιδιά, γιατί ήθελαν να μοιράζουν τις δουλειές του σπιτιού. Δηλαδή, άλλος με τα ζώα, άλλος με τα πρόβατα, άλλος με τα χωράφια. Τα λέω έτσι… ήτανε... είχανε οι άνθρωποι... ήθελαν να επιζήσουνε, όπως είπαμε, αυτά που παρήγαγαν τα πιο πολλά τα τρώγανε. Δεν πουλούσανε, ένα πολύ μικρό τμήμα της παραγωγής τους πουλούσανε. Τα άλλα τα τρώγανε αυτοί. Δηλαδή, ο αγώνας τους ήτανε να φας και να ντυθείς. Δεν μάζευαν λεφτά τότες, δεν είχε λεφτά. Α, με τα καπνά μετά, στα κατοπινά, με τα καπνά άφηναν ένα ποσό στο σπίτι, ας πούμε, για ανάγκες, αλλά κι εκείνο έφευγε, γιατί υπήρχαν τότες τα τεφτέρια. Πήγαινες στο παντοπωλείο κι έπαιρνες λάδι και το σημείωνε: «Πήρε ένα κιλό λάδι». Τόσα λεφτά. Και μόλις πληρωνόσουνα πήγαινες και τα πλήρωνες. Ξέραν ότι θα τα πάρουνε και στα δίνανε κιόλας. Δηλαδή, είχανε καθημερινό αγώνα οι άνθρωποι, δεν θα κοιτούσανε την ανατροφή των παιδιών, να το... κάθονται, να ασχολούνται μαζί του πολύ. Εμείς τον χειμώνα, Θανάση, φεύγαμε, αν δεν είχαμε σχολείο ή μετά το σχολείο, φεύγαμε και γυρίζαμε έξω. Μας χάνανε. Γυρνούσαμε το βράδυ. Πού ξέραν πού ήμασταν και τι κάναμε. Σου είπα, τον χειμώνα, ας πούμε, ήμασταν όλοι πάνω στη γλίστρα. Και επειδή γινόμασταν και μούσκεμα, εγώ δηλαδή γινόμουνα μούσκεμα, πήγαινα πρώτα στον παππού τον Χριστοδούλη να στεγνώσω και μετά να 'ρθω σπίτι, γιατί θα με μάλωνε η μάνα μου. Έλεγε: «Θα κρυώσεις, θα κάνεις, θα ράνεις».
Αυτά... σ' αυτά τα νυχτέρια ή όταν αρχίζουνε οι ιστορίες, που σας λέγανε για παραμύθια, σας λέγαν για μύθους, ανέκδοτα, ήτανε στιγμές διασκέδασης. Είχε μέσα αφηγήσεις από τα γεγονότα που τραβήξανε για τον εμφύλιο, ας πούμε; Λέγανε τέτοια πράγματα οι άνθρωποι; Μιλούσαν γι' αυτά;
Δεν ξέω, δεν θυμάμαι, Θανάση, γιατί εμείς πιο πολύ, αυτό ακριβώς, ήτανε ότι πηγαίναμε σε σπίτια τα οποία είχαν και παιδιά, γιατί ήτανε ανάλογης ηλικίας οι γονείς, οπότε εμείς ήμασταν πιο πολύ με τα παιδιά, παίζαμε. Εγώ θυμάμαι που πηγαίναμε πολύ στου Σωκράτη του Ιωαννίδη εδώ, τον Βασίλη τον Ιωαννίδη, με τη Ζαχαρώ, τη γυναίκα του —τώρα ζει η Ζαχαρώ; Ζει—, πηγαίναμε εκεί και θυμάμαι είχανε παραμύθια, είχανε αυτά και ασχολούμασταν μ' εκείνα. Διαβάζαμε, κάναμε, παίζαμε, δηλαδή τα παιδιά ήτανε χώρια, παίζανε χώρια. Ίσως και μας πηγαίναν και γι' αυτόν τον λόγο, να σμίξουμε, που λένε ας πούμε, και με άλλους συγγενείς, με τέτοια, και καθόμασταν εκεί. Τώρα, οι πιο πολλές κουβέντες τους ήτανε πάνω στις δουλειές τους, έτσι; Τι κάνανε, πώς πήγανε, ποιο χωράφι βρήκανε να νοικιάσουν για τον καπνό —γιατί ήταν σημαντικό το χωράφι του καπνού— πώς πήγαν με την παραγωγή τους, τι κάνανε, τι ράνανε. Μπορεί να λέγανε και ένα κουτσομπολιό, ας πούμε. Αλλά γενικά για θέματα έτσι πολιτικής, να πω, ή γεγονότων που συνέβαιναν, δεν θυμάμαι συζητήσεις. Σου λέω, δεν τους απασχολούσε, Θανάση. Τους απασχολούσε τα προς το ζην. Τα άλλα δεν τους απασχολούσαν.
Και σε μια ιστορία που άκουσα από κάποιον, δεν ξέρω αν στο είπα, από έναν που τον πήρα συνέντευξη, και που την έχω, λοιπόν, και όταν μιλούσαμε για την κατάσταση εδώ, στο χωριό, μου είπε τι; Μάλιστα και μου είπε να μην πω ότι το είπε αυτός. Μου είπε τι; Ότι όταν ήρθανε το '24 εδώ οι Μπογαζιώτες, υπήρχανε οι άλλοι οι κάτοικοι εδώ, είχε τους Πόντιους, που ήρθαν πιο μπροστά[02:00:00], τους... αυτοί που ήρθαν από το άλλο το χωριό, πώς το λένε ρε; Στα παράλια του Πόντου.
Δεν έχει σημασία, εντάξει. Δεν έχει... έχει σημασία —
Έχει, έχει—
Δεν πειράζει να—
Ο Δώρης που είναι από εκεί ρε, από αυτό το χωριό. Εν πάση περιπτώσει και από άλλα χωριά ήτανε. Είχαν ομόνοια μεταξύ τους, δηλαδή υπήρχε αλληλοβοήθεια. Αυτές οι συγκεντρώσεις που κάναν τα βράδια, ξέρεις, κοιμότανε έξω τα βράδια τα καλοκαιρινά, λόγω της ψείρας, λόγω αυτών, βγαίναν έξω και κοιμότανε, στρωματσάδα κάτω από τα αστέρια οι γειτονιές. Λοιπόν, υπήρχε μια αλληλεγγύη μεταξύ τους, η οποία ξέρεις πότε χάθηκε αυτή; Χάθηκε μετά τον εμφύλιο, όταν πλέον άρχισαν οι άνθρωποι να μπαίνουν σε κόμμα —έτσι;—, άρχισαν να ξεχωρίζουνε. Αυτό έγινε μετά τον εμφύλιο. Πριν οι πιο πολλοί ήτανε Βενιζελικοί, ήτανε εκεί, αυτόν ξέραν φυσικά, αυτός τους βοήθησε τότες να 'ρθουνε εδώ, εγκατασταθήκανε, κάνανε, τον είχανε κάπως τον Βενιζέλο. Αλλού πουθενά δεν ήτανε. Ούτε βασιλιά γνωρίζανε αυτοί από εκεί, δεν γνώριζαν βασιλιά, ήτανε Τούρκοι πολίτες εκεί πέρα, δεν είχανε σχέση με την Ελλάδα, οπότε ξέρανε μονάχα τον Βενιζέλο. Λοιπόν και αυτό ακριβώς τους έκανε να είναι ενωμένους και με τον εμφύλιο μετά άρχισαν τα πάθη: «Α, αυτός είναι από εκεί, αυτός είναι από δω, αυτός βγήκε αντάρτης, αυτός δεν βγήκε αντάρτης, αυτός την κοπάνησε, ο άλλος δεν την κοπάνησε». Και έτσι —λέει— σιγά σιγά αρχίζαμε και μπήκαμε σε μια άλλη κατάσταση που έλεγες: «Α αυτός είναι αριστερός ή αυτός είναι δεξιός». Και γίναν και καφενεία αριστερά και δεξιά, ας πούμε, οι θαμώνες. Αυτό —λέει— έφερε τον διχασμό της κοινωνίας.
Και δεν ήθελε να το πει αυτό;
Δεν ήθελε να το πει, ότι βγήκε από τα λόγια του, από το στόμα του. Απλά θέλω να σου πω ότι, αυτό που είπες προηγουμένως, δεν τους απασχολούσαν αυτά. Σιγά σιγά μπήκανε αυτά. Δεν είχανε και την ενημέρωση που έχουμε σήμερα, ας πούμε, δηλαδή άμα συνέβαινε ένα πολιτικό γεγονός στην Αθήνα, στα κέντρα της εξουσίας, εδώ έφτανε πολύ αργά. Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να τα κουβεντιάζαν στα καφενεία, αλλά μέσα στα σπίτια δεν άκουσα εγώ ποτέ κουβέντες έτσι που να αφορούνε ένα γεγονός.
Ξέρεις γιατί σε πήγα λίγο έτσι και στη μαμά και σ' όλα αυτά; Και μου δίνεις τέλεια πάσα. Μου είπες πριν, σε κάποια φάση, όπως συζητούσαμε, είπαμε για τον θείο σου τον Γιώργο —που τον κάναμε συνέντευξη, θα την ακούσουμε, θα υπάρχει—, ο οποίος πολέμησε ως αντάρτης, ήτανε με την πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού.
Με τον Δημοκρατικό Στρατό.
Πριν ο πατέρας σου στο πρώτο αντάρτικο.
Ο πατέρας μου ήτανε με τον ΕΛΑΣ.
Και η μητέρα σου έχει μία εμπειρία που κρύφτηκε, για να μην τους βρούνε οι αντάρτες.
Ναι.
Τον θείο τον Γιώργο τον βρήκαν φυσικά, να το πούμε, γιατί—
Εντάξει.
Αυτοί οι άνθρωποι, δηλαδή ο πατέρας σου με την μάνα σου και ο αδερφός του, και μετά ο Δημητρός μου είπες—
Ο θείος ο Δημητρός ήταν με τον Εθνικό Στρατό.
Μετά απ' όλα αυτά κάθονταν στο ίδιο τραπέζι. Δηλαδή, λέω τώρα, υποθέτω —έτσι;—, δεν ξέρω, θα μου πεις εσύ, και εσύ ήσουν στο ίδιο τραπέζι μ' αυτούς.
Δεν είχαμε εμείς διαφορές. Εντάξει, αδέρφια ήταν, τι διαφορές θα έχουν; Καμιά σχέση.
Αλλά μιλούσαν γι' αυτά;
Εντάξει, κοίταξε, εγώ ό,τι ακούσματα έχω, έχω απ' τον πατέρα μου. Από τον θείο τον Γιώργο τα άκουσα μετά, μεγάλος, όταν άρχισα να ενδιαφέρομαι, που σου λέω. Έτσι; Ήξερα ότι ο θείος ο Γιώργος μεγάλωσε στη Βουδαπέστη, ότι τον σπουδάσανε, ότι ήρθε εδώ έτοιμος για δουλειά κτλ., πήγαινα μικρός στο σπίτι του, επειδή εγώ ήμουνα στην Πτολεμαΐδα, πήγαινα εκεί σχολείο, πήγαινα μικρός στο σπίτι του, μου έδειχνε τις φωτογραφίες εκεί, που ήτανε στη Βουδαπέστη κτλ., μου έλεγε... και πιο πολύ μου έκανε μαθήματα πάνω στο... αυτό, πώς το λένε; Πάνω στην ηλεκτρολογία. Αυτός τα ήξερε. Τον είχα κηδεμόνα μου στο σχολείο, αυτός ερχότανε, αυτός ρωτούσε, αυτός με πήγε στην τράπεζα ότι πήρα μια χρόνια και υποτροφία, ας πούμε. Στην κατωτέρα τεχνική σχολή, πήρα το —πότε να σου πω τώρα;— το '75, '76; Πήρα 5.000 υποτροφία. Σημαντικό για μένα και για τους γονείς μου. Πήγα πήρα ένα ποδήλατο 500 δραχμές, το 'φερα απ' την Πτολεμαΐδα. Λοιπόν, ναι, αυτά. Με τον θείο τον Δημητρό άκουγα κάποιες ιστορίες από τον στρατό, πάλι που ήτανε στον Εθνικό Στρατό αυτός, αλλά όχι κάτι το ιδιαίτερο. Γενικά εκεί, στον θείο μου, πηγαίναμε, ας πούμε, την γιορτή του Αγίου Δημητρίου, που έκανε γιορτή, γιατί αυτοί ήταν κάπως καλύτερα, γιατί ο θείος ο Δημητρός δούλευε στο ΣΕΚ, είχε έναν μισθό και κάναν καλή γιορτή. Και πηγαίναμε εκεί μικροί με κόσμο, με αυτά και στα νυχτέρια πηγαίναμε, αλλά δεν μιλούσαμε για τέτοια πράγματα, δεν άκουγα δηλαδή. Γενικά όλες οι ιστορίες είναι από τον πατέρα μου. Εδώ να πούμε λίγο που τους πήγα τον πατέρα μου, ο θείος ο Δημητρός είχε πεθάνει, πήρα τον πατέρα μου, τον θείο το Γιώργο και τη μάνα μου και πήγαμε πάνω, σ' αυτά τα μέρη της Καστοριάς, και της Φλώρινας, στις Πρέσπες, εκεί που ο θείος είχε αυτή την περιπέτεια, να το πούμε. Και εκεί είχα κάνει μια δημοσίευση με κάποιες φωτογραφίες, να το διαβάσουμε αυτό;
Ό,τι θέλεις.
Και αυτό που είπαμε. Δηλαδή δείχνει λίγο την… το τι αισθάνθηκα. Και οι φωτογραφίες που έχω είναι... μάλλον τα λόγια μου, που λέω, που γράφω, είναι σε σχέση με τις φωτογραφίες και την εμπειρία που είχα. «Μακρύ το ταξίδι σήμερα, μακρύ αλλά ιστορικό και διδακτικό. Μέσα στο αμάξι, η ζωντανή ιστορία μας. Βιάστηκες οι λέξεις, ήθελαν να τα θυμηθούν όλα και οι προτάσεις ανάβλυζαν και αυτές γρήγορα από τις πήγες του μυαλού μετά από 67 χρόνια. Χωριά που πάνω στις πλάτες τους στηνόταν τις νύχτες χαρακώματα. Σπίτια στον Γαύρο, στο Βατοχώρι, εκκλησιά με γερμένο τον σταυρό της τον τρίγωνο, και αυτήν την πανέμορφη στην Κρυσταλλοπηγή, με τη σπουδαία συμβολή για όλους πάνω στο σώμα της. Πλύνε τις αμαρτίες, όχι μόνο το πρόσωπο, σε μετάφραση. Σε όλα αυτά, η πυρά του εμφυλίου άφησε πάνω τα σημάδια της, άλλα ορατά και άλλα αόρατα. Και ίσως το κόκκινο να ντράπηκε και να μεταμορφώθηκε σε κίτρινο στα λιβάδια του Βροντερού και τα νερά της λίμνης, της μικρής, ίσως να έχουν ξεχάσει ότι κάποτε πάνω τους κίνησαν βάρκες βιαστικές φορτωμένες με αίμα και πόνο. Ίσως». Και ακολουθεί το φωτογραφικό αφιέρωμα, πάνω σ' αυτά που σας διάβασα εδώ προηγουμένως.
Το οποίο είναι, θείο, η βόλτα σου—
Που πήγα με τον θείο, τον πατέρα μου και τη μάνα μου στα μέρη που ο θείος είχε αυτή την περιπέτεια —περιπέτεια να το πω;— στον εμφύλιο. Στα μέρη που έδρασε και έζησε και τραυματίστηκε. Στην ιστορία που σου ανέφερε προηγουμένως, χθες. Είναι μια ιστορία την οποία, και μια μέρα, την οποία δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Γιατί επισκεφτήκαμε όλα αυτά τα μέρη εκεί, πήγαμε στο Βροντερό, στο Τρίγωνο, στο Βατοχώρι, αυτά τα μέρη, δηλαδή, ήτανε η ιστορία, και την ιστορία την κουβαλούσα μες στο αμάξι. Έλειπε μονάχα ο θείος ο Δημητρός, ας πούμε, που ήταν απ' τη μεριά του Εθνικού Στρατού. Ο πατέρας μου απ' τον ΕΛΑΣ, ο θείος απ' τον Δημοκρατικό Στρατό. Δηλαδή, εμπειρία καλή.
Πες μου. Τι είπατε; Τι; Πως—
Περιέγραφε ο θείος αυτά τα πράγματα. Αυτά, από εδώ ήρθε, από εκεί ήρθε, τα βουνά, τα δέντρα που... δεν υπήρχαν —λέει— και τόσα δέντρα, τώρα αγρίεψε ο τόπος. Εμένα αυτό που μου έμεινε σε μια άλλη εξόρμηση, ήτανε στο Βατοχώρι, που έχει το δημοτικό σχολείο εκεί και σε μια μεριά, στην άκρη της αυλής, έχει το άγαλμα ενός δασκάλου του Βατοχωρίου, ο οποίος σκοτώθηκε από τους αντάρτες, και τον έχουν άγαλμα, και απ' την αριστερή πλευρά έχει το άγαλμα του... ενός καπετάνιου, αξιωματικού μάλλον, του Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος σκοτώθηκε εκεί —θαρρώ πως ήταν Κοζανίτης αυτός, ακουστό όνομα, αλλά μου διαφεύγει τώρα— σκοτώθηκε εκεί από τους βομβαρδισμούς που κάναν οι Άγγλοι και είναι μες στον ίδιο χώρο. Δηλαδή, ο ένας σκοτωμένος από τους Έλληνες και ο άλλος σκοτωμένος από τους Άγγλους[02:10:00], μέσα στην ίδια αυλή και αντικατοπτρίζει, ας πούμε, τα γεγονότα στην πραγματικότητά τους, το τι έγινε σ' αυτή την περιοχή και ρημάχτηκε η περιοχή και ρημάχτηκε και η Ελλάδα στην ουσία απ' τον εμφύλιο.
Ο θείος ο Γιώργος τι σχολίαζε εκεί, ο θείος σου;
Σ' αυτό δεν ήταν ο θείος. Σ' αυτό είχα πάει μόνος μου εγώ, στο σχολείο.
Σ' αυτό που σου έμεινε αξέχαστο, σ' αυτήν την εκδρομή.
Α, στην εκδρομή; Όλη η εμπειρία του γενικά, πώς τον κουβάλησαν, πώς τον κάνανε εκεί πέρα. Αλλά αυτό που τον έκανε εντύπωση ήταν αυτό που σου είπα, που έλεγε: «Πολλά δέντρα, ρε παιδί μου, πολλά δέντρα! Εμείς, όταν ήμασταν, δεν βρίσκαμε ένα δέντρο». Πώς άλλαξε ο τόπος! Εντάξει, γι' αυτούς ήτανε η ζωή τους εκεί ρε. Δηλαδή, τους σημάδεψαν αυτά τα γεγονότα, το διαπίστωσες κιόλας εχθές. Γενικά εγώ πήγα εκεί για τον θείο μου, γι' αυτό ήθελα να τον πάω. Πήγα, λέω: «Θείο, θα πάμε εκεί». «Εντάξει». Η θεία μου δεν μπορούσε, δεν άντεχε τότες, και πήρα τη μάνα μου και τον πατέρα μου, που τον ρωτούσαν πράγματα και η μάνα μου και ο πατέρας μου τον θείο. Τον ρωτούσαν: «Από πού πήγατε, πώς;», ξέρω 'γω, γιατί μετά πήγαμε και φάγαμε στους Ψαρράδες, και λέγαμε κι εκεί πράγματα. Ήτανε αξέχαστη μέρα εκείνη. Εν πάση περιπτώσει, αυτά γι' αυτό το κομμάτι. Να πάμε αλλού; Ή έχεις κάτι άλλο να ρωτήσεις;
Όχι, εντάξει. Όπως νιώθεις.
Eντάξει, τι να πω;
Να πάμε αλλού. Το είπα και στην αρχή, το ανέφερες και περιοδικά, για ένα ατύχημα που σου συνέβη, το οποίο σου αλλάζει και τη ζωή φυσικά. Αυτό, βέβαια, γίνεται… Το λέω τώρα, κάνω εγώ μια εισαγωγή, όσο μπορώ πιο ουδέτερη και κάνε μετά... πήγαινέ το εσύ όπου θέλεις. Έχω στο ενδιάμεσο, ας πούμε, ότι αυτά όλα που συζητήσαμε, μέχρι τώρα, είναι τα παιδικά χρόνια, τα εφηβικά και κάποια πράγματα που μετά τα επεξεργάστηκες, σε μεγαλύτερη ηλικία. Και μου λες και για τη σχολή που πήγαινες στην Πτολεμαΐδα, που κέρδισες την υποτροφία και αυτά. Κάπου εκεί, ας πούμε, ότι ξεκινάει ένας ενήλικος βίος; Να το βάλουμε έτσι;
Ναι. Λοιπόν, πήγα μετά το... τα περισσότερα παιδιά, πηγαίναν σε τεχνικές σχολές. Αυτό... επηρέασε σίγουρα η δραστηριότητα της ΔΕΗ εδώ, πράγμα που φαίνεται σήμερα πολύ πιο ξεκάθαρα, το ότι κλείνουν τα εργοστάσια και τα παιδιά δεν έχουνε πού να απασχοληθούν, μιλάω για τα παιδιά που ήθελαν να ασχοληθούν με τεχνικές δουλειές. Εμείς τότες, ας πούμε, τα παιδιά είχαμε στο μυαλό μας αυτό, μπορεί να 'ναι και θετικό και αρνητικό συνάμα, ότι θα σπουδάσουμε και θα μπούμε στη ΔΕΗ. Λοιπόν, μετά την ΔΕΗ, μετά τον στρατό, ήρθα εδώ έδωσα εξετάσεις στη ΔΕΗ, αλλά δεν πέρασα, γιατί τότες ήτανε άλλα τα κριτήρια. Εν πάση περιπτώσει, κάποια στιγμή εδώ, στην περιοχή μας, έγινε το καινούργιο εργοστάσιο της ΔΕΗ, έγινε και απαλλοτρίωση χωραφιών για τη δημιουργία των ορυχείων, για το κάρβουνο που καίγανε οι ατμοηλεκτρικοί σταθμοί, και σαν αντιστάθμισμα, που μας πήραν τα χωράφια από τις οικογένειες, πήρανε άτομα στη δουλειά. Έτσι, λοιπόν, μπήκα και εγώ στη ΔΕΗ το '82. Πήγα σε μια ειδικότητα, εναερίτη ηλεκτρολόγου. Δύσκολη δουλειά, έξω συνεχώς, με άσχημες συνθήκες, που φέρναν και κούραση και ψυχολογική και σωματική. Τη σωματική την αντέχαμε, γιατί ήμασταν και νέοι, 25 χρονών παιδιά πήγαμε. Ψυχολογική ήτανε στο ότι δεν είχε τις αμοιβές που έπρεπε να έχει αυτή η δουλειά. Μέχρι σήμερα δηλαδή... τώρα αυτή η ειδικότητα έχει μπει στα βαριά και ανθυγιεινά, ενώ πριν δεν ήτανε. Δηλαδή, ήτανε κοροϊδία να μην ήταν αυτή η ειδικότητα, ας πούμε, στα βαριά και ανθυγιεινά. Και οι μισθοί ήτανε πολύ μικρότεροι από ό,τι ήτανε στα ορυχεία και στους σταθμούς παραγωγής κι αυτό μας έκανε να νιώθουμε λίγο άσχημα. Εν πάση περιπτώσει, δούλεψα περίπου στα 9 χρόνια και κάποια στιγμή, τον Αύγουστο του '90, παθαίνω ένα ατύχημα πάνω στην κολόνα μεταφοράς και μικρής τάσης και μεγάλης. Εκεί με χτύπησε το ρεύμα, υπήρχε μια κακή κατασκευή στην κολόνα, την οποία δεν μπορούσα να την εκτιμήσω γιατί δεν φαινότανε. Εν πάση περιπτώσει, αυτό είναι ένα άλλο κομμάτι, να μην το λέμε. Εν πάση περιπτώσει, ήρθα σε μια κατάσταση πολύ άσχημη εκεί πέρα, κάποια στιγμή με βοήθησε κάποιος, με κατέβασε απ΄ την κολόνα, πολίτης όμως, όχι κάποιος ότι τη ΔΕΗ, από τους Πύργους, ο κύριος Νίκος μαζί με κάποιον άλλον, και με πήγανε στο Μποδοσάκειο. Τότες το νοσοκομείο το κρατικό ήταν μέσα στην πόλη, δεν ήταν ακόμα το... τότες χτιζότανε το μεγάλο, έξω. Εκεί, λοιπόν, διαπιστώσαμε ότι εγώ είμαι τελειωμένος. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να με κάνουν κάτι, με στείλανε στο Παπανικολάου και εκεί δεν με κάναν κάτι, ευτυχώς, δηλαδή, δεν με κάναν και θα το πούμε πιο μετά. Λοιπόν, κάποια στιγμή άρχισαν να ασχολούνται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις με την παρότρυνση του μπατζανάκη μου, του Γιάννη του Στρατάκη, και μπήκε σε μια κατάσταση, σε μια σειρά, το τι θα γίνω εγώ. Γιατί, όπως είπαμε, αυτοί εκεί δεν με πειράξανε, γιατί από ώρα σε ώρα πεθαίνω εγώ. Λοιπόν, εκεί μπλέκεται ένας γιατρός εργασίας —Αναστασόπουλος θαρρώ;—, ο οποίος κάνει τις επαφές με τη Γαλλία, με ένα νοσοκομείο εκεί, στη Γαλλία, Percy λεγόταν το νοσοκομείο αυτό. Είχε δημιουργηθεί για τις ανάγκες των πυροσβεστών εκεί, στη Γαλλία, από εγκαύματα και τέτοια, ήταν ένα ειδικό νοσοκομείο για εγκαύματα. Εκεί, λοιπόν, μετά από πολλές ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν, γιατί ήταν Σαββατοκύριακο στην Ελλάδα, και ξέρετε τι συμβαίνει τα Σαββατοκύριακα στην Ελλάδα, καταφέραν από πιέσεις και με τέτοια, με Υπουργεία Εξωτερικών, για να μπορέσει να πληρωθεί το ειδικό αεροπλάνο που θα με μετέφερε στο Παρίσι σ' αυτό το νοσοκομείο. Ήτανε ιατρικό, δηλαδή, με προσωπικό, με μηχανήματα μέσα και με τέτοια. Αυτό το είχαν μάθει οι δικοί μου από έναν —οι δικοί μου εννοώ τους συγγενείς και συνδικαλιστές και όλα αυτά— από έναν άλλον εγκαυματία ο οποίος είχε πάει σε αυτό, το Percy. Έτσι, λοιπόν, είχαμε το μέρος να πάμε. Εκεί πήγα σ' αυτό το νοσοκομείο, όπως είπαμε, που ήταν ειδικό στα εγκαύματα. Εκεί μου γίνανε οι ακρωτηριασμοί του αριστερού χεριού και του δεξιού ποδιού. Έμεινα γύρω στους 3 μήνες, εντατικές και όλα αυτά. Είχα, όμως, δίπλα τη γυναίκα μου, συνεχώς, και επίσης χωριανούς, και από τη Λακιά ερχότανε κάποιοι, αλλά πιο πολύ ήθελα να σταθώ στον αδερφό της Χρυσούλας, του Σίσκου της γυναίκας, ο αδερφός της ήτανε εκεί, οι οποίοι βοήθησαν πολύ τη γυναίκα μου εκεί πέρα, αλλά εκείνο που πιο πολύ θέλω να σταθώ είναι σ' έναν χωριανό μας, τον Παπαφυλάκη τον Ιορδάνη, ο οποίος αυτός ήταν συνεχώς στο πλευρό μου. Και αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του. Εκεί, λοιπόν, αφού έγιναν οι ακρωτηριασμοί και συνήλθα, εκεί τα πράγματα, το '90, ήτανε πολύ προχωρημένα, καμιά σχέση με την Ελλάδα, που και σήμερα ακόμη... καμιά σχέση με την Ελλάδα και θα το πούμε πιο κάτω. Λοιπόν, με πήγαν σε ένα κέντρο αποκατάστασης γύρω στα 50-60 χιλιόμετρα μακριά απ' το Παρίσι και εκεί... Να πούμε ότι αποκατάσταση δεν είναι μονάχα μια απλή λέξη. Αποκατάσταση είναι ότι σου ξαναδίνει τη ζωή σου. Αυτή είναι η λέξη που —η πρόταση μάλλον— που χαρακτηρίζει την αποκατάσταση, μια λέξη που στην Ελλάδα αποκατάσταση, θαρρώ, σημαίνει εύκολα κέρδη γι' αυτόν που την κάνει. Γιατί αποκατάσταση στην Ελλάδα είναι σε ιδιωτικά χέρια. Δεν υπάρχει αποκατάσταση στην Ελλάδα. Πέρα από το Εθνικό Κέντρο, Ίδρυμα Αποκατάστασης στην Αθήνα —το οποί[02:20:00]ο... ποιος να πρωτοπάει;—, δημιουργήθηκαν κάποια κέντρα φυσικής αποκατάστασης σ' όλη την Ελλάδα τα οποία δεν δουλεύουνε για τον σκοπό που δημιουργήθηκαν. Το μοναδικό που δουλεύει είναι σήμερα στο Αμύνταιο και εκεί πραγματικά γίνεται μια αποκατάσταση, αλλά από την εμπειρία μου, θέλω... ξέρω και το λέω, είναι ότι αν βάλουμε 10 στη Γαλλία, στο κέντρο που ήμουνα εγώ της αποκατάστασης, εδώ, στην Ελλάδα, ειδικά στο ΚΕΦΙΑΠ, του Αμυνταίου —το Κέντρο Αποκατάστασης Αναπήρων στην Αθήνα δεν ξέρω τις συνθήκες, αλλά νομίζω ότι αυτό στο Αμύνταιο είναι καλύτερο— και το βάζω 2 σε βαθμολογία. Για να δεις το μέγεθος, ας πούμε, τι γίνεται στη Γαλλία και τι γίνεται εδώ, στην Ελλάδα. Και όλα αυτά το '90, αλλά για τις συνθήκες του 2022 στην Ελλάδα μιλάω. Δεν λέω το '90. Το '90 μπορεί να μην υπήρχε και τίποτα. Λοιπόν, εκεί στο κέντρο αυτό που ήμουνα, λοιπόν, αποκατάσταση, μου βάλαν τεχνητά μέλη, αυτό που εμένα με απασχολούσε πιο πολύ ήταν το κάτω τεχνητό μέλος, και μου κάνανε εκπαίδευση να μάθω να περπατάω. Πράγμα που δεν γίνεται στην Ελλάδα. ακόμα και σήμερα, απλά πάνε σ' ένα εργαστήριο που κάνει, κατασκευάζει τεχνικά μέλη, σου παίρνουν τα μέτρα, βάζεις ένα πόδι και γυρνάς στο σπίτι σου. Παράδειγμα, ας πούμε, ο Μπαντής εδώ, στο χωριό, ο γείτονας σου εκεί, που τον βάλαν ένα τεχνητό μέλος και ο άνθρωπος με το ζόρι περπατούσε, με πατερίτσες… Ειδικά εμένα, ας πούμε, που μου λείπει και το χέρι είναι πολύ δύσκολο να αποκτήσω την ισορροπία, αυτός έχει και τα δυο τα χέρια και δεν μπόρεσε να περπατήσει ο κύριος Νίκος. Με τις πατερίτσες και με το ζόρι, άσχετα τι κάνει σήμερα. Λοιπόν, δηλαδή το θέμα της αποκατάστασης στην Ελλάδα δεν το έχουν δώσει καθόλου σημασία και αυτό που δίνουν σημασία πιο πολύ είναι πώς —και έχει περάσει δηλαδή στα χέρια του ιδιωτικού τομέα και δεν λειτουργεί και σωστά, δεν λειτουργεί σωστά— είναι πώς να πάρουνε μονάχα τα φράγκα σου, και από σένα και από τα ταμεία, και καλή δουλειά δεν γίνεται. Αυτό το λέω από εμπειρία. Έτσι; Λοιπόν, εκεί μου μάθανε και να κάνω μπάνιο σε πισίνα και να οδηγάω και να αυτοεξυπηρετούμαι. Ακόμα και σήμερα, ας πούμε, μετά από 30 χρόνια, γιατί αυτό έγινε, η αποκατάστασή μου, έγινε την άνοιξη του '90, ακόμα και σήμερα μπορώ και αυτοεξυπηρετούμαι, μετά από 30 χρόνια. Και όλα αυτά με τη δύναμη που μου δώσανε εκεί. Και τεχνική υποστήριξη, να το πω, αλλά και ψυχολογική υποστήριξη είχα. Εκεί ζητήσαν ψυχολόγο, για να μπορέσω να ανταπεξέλθω σε κάποια πράγματα. Ξέρω, ας πούμε, περίπτωση εγκαυματία ο οποίος εδώ, στην Ελλάδα, έμεινε έτσι. Τρελάθηκε στο τέλος ο άνθρωπος από τις συνθήκες που γνώρισε εδώ, στην Ελλάδα. Μιλάμε για το '90, που είχε καεί αυτός ο άνθρωπος, στο πρόσωπο ειδικά, του άλλαξε τη φυσιογνωμία, αλλά έμεινε ο άνθρωπος στο περιθώριο, μέχρι που τα έχασε, ας πούμε. Έτσι; Σήμερα είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα, ίσως και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παίζουν τον ρόλο τους, όπως στην περίπτωση αυτής της κυρίας που της ρίξαν το βιτριόλι στο πρόσωπο και βλέπουμε σήμερα μια άλλη αντιμετώπιση. Τώρα θα μου πεις είναι κι ο καθένας πώς μπορεί και βρίσκει το θάρρος, το κουράγιο. Δηλαδή, θέλω να πω ότι εμένα, πέρα από τη ψυχολόγο, όταν γύρισα εδώ, υπήρχε στήριξη. Από τους φίλους, απ' τους συγγενείς μου, απ' το συγγενικό περιβάλλον μου, ας πούμε, ήταν με με και είναι ακόμα σήμερα, με βοηθάνε σε πολλά πράγματα. Ίσως και αυτή η κυρία, ας πούμε, έχει την ανάλογη βοήθεια. Αλλά ο άλλος, που σας ανέφερα προηγουμένως, μπορεί να μην είχε το περιβάλλον να τον στηρίξει, γιατί στην Ελλάδα χρειαζόμαστε το περιβάλλον να μας στηρίξει κάποια στιγμή. Δεν μπορούμε μόνοι μας, κάποιοι έχουν τη δύναμη, κάποιοι δεν την έχουν, έτσι; Και μετά από 4-5 μήνες αποκατάστασης, αφού πλέον μπορούσα και περπατούσα… Να πω ότι όλα τα έξοδα εκεί, τα οποία ήταν και αρκετά, ειδικά στο Percy, το νοσοκομείο, εκεί που έκανα τους ακρωτηριασμούς, που κόστιζε πολλά λεφτά η μέρα, αυτά όλα τα πλήρωσε η ΔΕΗ, το ταμείο, δηλαδή, της ΔΕΗ, τότες που υπήρχε. Δεν ξέρω σήμερα πώς είναι τα πράγματα με τον ΕΦΚΑ, αλλά εκείνη την εποχή το ταμείο της ΔΕΗ ήταν ισχυρό και μπορούσε και ανταπεξέρχονταν σε τέτοιες καταστάσεις, οι οποίες, να πω, ήταν σπάνιες. Μέχρι τότες δεν νομίζω να βγήκε άλλος έξω από τη ΔΕΗ να πάει σε μια τέτοια, ας πούμε, αποκατάσταση, να το πω, και ιατρική και σωματική. Λοιπόν, ήτανε πολύ άσχημες οι συνθήκες για μένα και την οικογένειά μου τότες, είχα ένα παιδί, την Ειρήνη τη μεγάλη. Πήρα δύναμη από εκεί, και από τη γυναίκα μου, ας πούμε, και από την Ειρήνη, που στη συνέχεια είχα ακόμα έναν λόγο να μπορέσω να κρατηθώ, ήταν η Φιλίππα, που ήρθε μετά το ατύχημα. Νομίζω πιο σοβαρός λόγος δεν υπήρχε, να μπορέσω να σταθώ στην κοινωνία, ας πούμε, σαν άνθρωπος, να συμμετέχω σε πολλά, μου δίναν αφορμές τα παιδιά, για να συμμετέχω. Αλλά κι ένα άλλο στο ξεκίνημα ήταν ότι αγωνίστηκαν τόσοι άνθρωποι εκεί, στη Γαλλία, για να με φέρουν σε αυτή την κατάσταση, οπότε είχα κι αυτό το άλλοθι. Να μην αδικήσω αυτούς. Δηλαδή, με βοήθησαν, για να μπορέσω να επανέλθω. Γιατί με ρωτούσαν οι άνθρωποι: «Στο χωριό που ζεις είναι σε ορεινό μέρος ή σε ίσιο; Έχεις πολλά σκαλοπάτια στο σπίτι σου; Πόσα σκαλοπάτια έχεις;». Για να δουν, για να με ρωτάν αυτά αυτοί οι άνθρωποι κάτι ξέρανε, έτσι; Ενδιαφερόταν για μένα. Δεν ήτανε απλά σαν ένας ασθενής. Ναι, σαν ασθενή με βλέπανε, αλλά θέλανε να βγάλουνε έναν άνθρωπο έτοιμο έξω, να μπορέσει να ανταπεξέλθει εκεί που θα πάει. Αυτό, λοιπόν, για μένα ήτανε και μια αφορμή, για να μπορώ να σταθώ πάλι στην κοινωνία. Νομίζω ότι στάθηκα σωστά, ας πούμε. Δεν αποσύρθηκα, συμμετείχα σε συλλόγους και στο σχολείο και σε αθλητικούς, σε αναπηρικούς συλλόγους, που είμαι ακόμα και σήμερα. Δηλαδή, έχω… όχι έχω την εντύπωση, ξέρω ότι έχω προσφέρει κάτι κι εγώ.
Τώρα, οι συνθήκες… Να πούμε ότι έφυγα από εκεί, ήρθα εδώ, στην Ελλάδα, ήρθα σε πολύ καλή κατάσταση, ας πούμε, ψυχολογική και άρχισε η ζωή μου εδώ πέρα με όλα αυτά, που σας είπα, τις δραστηριότητες που είχα εδώ, προηγουμένως, που ασχολήθηκα με τα κοινά. Αυτό που φέρνει δυσκολίες ακόμα και σήμερα, όμως, μετά από 30 χρόνια, είναι η πρόσβαση στην Ελλάδα και εννοώ πρόσβαση όχι μονάχα στον δρόμο, αλλά εννοώ στην εκκλησία, σ' ένα κέντρο διασκέδασης, σ' ένα καφέ, σ' έναν χώρο αναψυχής. Υπάρχουν αυτά τα πράγματα τα οποία είναι δύσβατα για μας. Όχι όλα, τα περισσότερα. Τα περισσότερα, όμως, δημιουργούν προβλήματα στα άτομα με αναπηρίες. Και αυτά τα προβλήματα τα δημιουργεί το κράτος πρώτα πρώτα και μετά και οι πολίτες, έτσι; Θα μπορούσε παραδείγματος χάριν ο πολίτης να φτιάξει μια ράμπα στο μαγαζί του. Παραδείγματος χάριν, πάμε στον Γκιαουράκη σήμερα, στο καινούργιο μαγαζί που άνοιξε —έτσι;—, δεν μπορείς να μπεις. Άτομο με αμαξίδιο δεν μπορεί να μπει. Έχει σκαλοπατάκι μπροστά, και δεν έχει και τουαλέτα προσβάσιμη. Το ίδιο και η Γεσθημανή, το ίδιο και ο Αβραμίδης, το ίδιο και το άλλο το μαγαζί, το πρώην Γκιαουράκη, του Γιάννη. Αυτά όλα... εκεί μπαίνεις, αλλά οι τουαλέτες δεν είναι προσβάσιμες στα άτομα με αναπηρία. Δηλαδή, ένα άτομο να 'ρθει με αμαξίδιο, δεν μπορεί να μπει μέσα να κάνει την ανάγκη του. Και εδώ να πούμε ότι είναι υποχρεωμένο από τον νόμο, υπάρχει νόμος, σε κάθε μαγαζί καινούργιο που ανοίγει, να έχει προσβάσιμη τουαλέτα για άτομα με αναπηρία. Το πώς καταφέρνουν και παίρνουν την άδεια, χωρίς να συμβαίνει αυτό, είναι πραγματικά δηλαδή… Από αυτούς που περνάν τα χαρτιά και υπογράφουνε, δεν το ελέγχει κανένας, δεν το δίνει κανένας σημασία. Που υποχρεώνεται απ' τον νόμο. Αλλά έχει κάπου ένα παραθυράκι, κάτι λέει ότι με υπογραφή του μηχανικού, θα γίνει αργότερα η τουαλέτα προσβάσιμη, και το αφήνουν έτσι. Εντάξει; Τώρα εγώ δεν έχω ιδιαίτερο πρόβλημα στην πρόσβαση, να μπω [02:30:00]στην τουαλέτα, αλλά το λέω για τον φίλο μου, τη φίλη μου που κινείται πάνω σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο ή είναι με πατερίτσες, που φοβάται να μπει μες στο μπάνιο, γιατί η πατερίτσα γλιστράει, θα πέσει, θα σκοτωθεί, έτσι; Αυτό εδώ το πράγμα στην Ελλάδα δεν το 'χω καταλάβει. Δεν μπορώ εγώ, δηλαδή, να είμαι στο Αμύνταιο και να μην πηγαίνω εκκλησία και να πάω στην εκκλησία του Ξινού Νερού, γιατί εκεί μπορώ να μπω. Έτσι; Ή δεν μπορώ να μπω να στο σπήλαιο του Αγγίτη ποταμού, το οποίο με πολύ λίγα χρήματα γίνεται προσβάσιμο σε αναπηρικό αμαξίδιο, και δεν το κάνουνε. Γιατί ρε να μην μπει κι αυτός ο άνθρωπος; Έτσι; Γιατί να μην μπει; Ή σ' ένα πάρκο. Σ' ένα πάρκο. Ποιο πάρκο να αναφέρουμε τώρα; Ποιο πάρκο να αναφέρουμε; Εν πάση περιπτώσει, γενικά η κατάσταση στην Ελλάδα για να μπορούν να έχουν πρόσβαση τα άτομα με αναπηρία στην Ελλάδα, είμαστε πολύ κάτω. Μέχρι πριν... πότε πήγα στην Αθήνα, 4 χρόνια έχω; 5; Δεν μπορούσε να μπει αναπηρικό αμαξίδιο στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ρε Θανάση. Πήγα με το… είχα το σκουτεράκι τότες και δεν μπορούσα να μπω, δεν βρήκα πρόσβαση. Τώρα τελευταία διάβασα ότι κάνανε πρόσβαση. Τώρα. Δηλαδή, όταν στην Αθήνα δεν γίνονται αυτά, πού θα γίνουν; Στην Πτολεμαΐδα, στην Κοζάνη, στην Φλώρινα; Πού θα γίνουν;
Στο κεντρικό κτήριο, τη Βουλή.
Στην Ελλάδα, στη Βουλή. Τώρα τελευταία έγινε.
Λοιπόν, θείο—
Να μην πω —λίγο, συγγνώμη—
Όχι εγώ, συγγνώμη, πες.
Ναι. Να μην πω, ας πούμε, για τις θέσεις παρκαρίσματος, που υπάρχει σήμα, και πάει ο άλλος και παρκάρει. Ο πολίτης. Που το βλέπει κιόλας, γιατί υπάρχουνε και οι άνθρωποι οι οποίοι δεν το αντιλαμβάνονται, δεν το ξέρουνε, αλλά μόλις του πεις κάτι, λέει: «Φίλε μου, με συγχωρείς, φεύγω». Αλλά υπάρχουν άλλοι που λένε: «Τώρα ήρθα, δυο λεπτά, περιμένω τη γυναίκα». Τι δυο λεπτά, ρε φίλε; Αφού θα 'ρθω εγώ, άμα 'ρθεις εσύ και παρκάρεις για δυο λεπτά, κάνω εγώ τον γύρο, να ξαναπεράσω και φεύγεις εσύ και έρχεται ο άλλος για δυο λεπτά. Πώς θα γίνει δηλαδή; Πότε θα παρκάρει το άτομο με αναπηρία; Έχει τύχει, Θανάση, να μαλώσω. Και πολλές φορές λέω: «Όχι, ρε γαμώτο, ας μην φωνάξω, γιατί σε πνίγει το δίκαιο, ας πούμε, να σταματήσω». Αλλά τον βλέπεις τον άλλο και βρίζει κιόλας. «Άντε φύγε από εδώ. Αυτό σε απασχολεί; Εμείς εδώ πέρα έχουμε…». Μου έχει τύχει, ας πούμε, στην Πτολεμαΐδα, στο κέντρο εκεί που είναι αυτός ο... όχι ο Μανδρακούκος, πιο εδώ ένα γωνιακό, λοιπόν, πάω να παρκάρω, βρίσκω αυτοκίνητο. Βρίσκω πιο μπροστά, παρκάρω. Παίρνω τηλέφωνο στη Δημοτική Αστυνομία: «Ρε παιδιά —τους λέω—, έχει ένα αυτοκίνητο, δεν είναι αναπηρικό, γιατί δεν περνάτε να το γράψετε;». «Θα 'ρθουμε κύριε». Τέλος πάντων, κάθομαι εγώ, περιμένω. Και μια... έρχονται, σφυρίζει, «φουρ, φουρ». Τι σφυράς, ρε μαλάκα; Πάρε και γράψ' τον. Σφυράει, βλέπω από μπροστά μου πετάγεται ένας απ' το πλάι μου, πετάγεται ένας, τρέχει, το παίρνει το αυτοκίνητο. Φωνάζω εγώ: «Γιατί δεν τον γράφετε, ρε παιδιά; Γιατί δεν τον γράφετε, θα 'ρθει να ξαναπαρκάρει». Μακριά ήταν τώρα, κάτι είπανε, δεν ξέρω. Φεύγει αυτός, πάει, γυρνάει, θα με δείρει. «Γιατί —λέει— να με γράψουνε, ρε φίλε;». Λέω: «Γιατί να μην σε γράψουνε ρε; Εγώ πού θα παρκάρω;». Αυτός δεν αντιλήφθηκε ότι είχα πρόβλημα, νόμιζε ότι μιλούσε με άλλο άτομο. Λέω: «Ρε συ, πας και παρκάρεις σε μια αναπηρική θέση, ήρθε ο ανάπηρος, ήρθα εγώ, πού θα παρκάρω;». «Αυτό —λέει— σ' απασχολεί;». Λέω: «Γιατί να μην με απασχολεί;». Λέει: «Εδώ έχουμε οικονομική κρίση, έχουμε το ένα...», μου το έριξε εκεί. Λέω: «Τι σχέση έχει αυτό, ρε παλικάρι μου; Τι δουλειά έχει η οικονομική κρίση μ' αυτό εδώ; Με το πώς θα κινηθεί το άτομο με αναπηρία; Αφού έχουμε κρίση, γιατί να φέρουμε περισσότερη κρίση; Τι το παρκαίρνεις εκεί;». Εν πάση περιπτώσει, παράδειγμα τώρα έφερα, το τι συμβαίνει, ας πούμε. Τώρα τελευταία λίγο, κάπως έχουν βελτιωθεί τα πράγματα, αλλά εξαρτάται κιόλας από τους συλλόγους που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Δηλαδή, εμείς όσες φορές είδαμε αναπηρικό αυτοκίνητο, εκεί διαμαρτυρηθήκαμε. Εγώ είχα κάτι... αυτοκόλλητα βάζω, που λέει: «Είμαι γάιδαρος, παρκάρω όπου γουστάρω» κτλ. Βάζω τέτοια αυτοκόλλητα. Τους φάγαμε και τα μυαλά, ας πούμε, πηγαίναμε στην τροχαία... δεν παίρναμε συγκεκριμένα για αυτοκίνητο, πηγαίναμε απλά στην τροχαία και τους λέγαμε: «Προσέξτε, ρε παιδί μου, αυτό και αυτό». Τον Κατσάμπα τον πιπίλιζα, κάθε μέρα στα αυτιά, του το 'λεγα. Τώρα τελευταία στο Αμύνταιο και στην Πτολεμαΐδα βλέπω οι θέσεις δεν πιάνονται από… Βλέπω, ας πούμε, άτομα, είναι παρκαρισμένα, πιάνονται, αλλά είναι από αναπηρικά, γιατί ξέρουν οι άνθρωποι, θα βρούνε εκεί μέρος και πάνε και παρκάρουνε. Και πάνε και παρκάρουν, συνήθως είναι αναπηρικά, δεν βλέπω άλλα αυτοκίνητα τώρα τελευταία. Αλλά γενικά υπάρχει. Ας πούμε, πέρυσι που πήγαμε —πού πήγαμε;— πρόπερσι μάλλον, στη Νάξο, που πήγαμε, ας πούμε, πιασμένες οι θέσεις όλες οι αναπηρικές από δικά τους αυτοκίνητα. Και όταν φωνάξαμε την τροχαία και ήρθε —μάλλον δεν ήταν τροχαία, ήταν το λιμενικό, εκεί στο λιμάνι, που ήταν οι θέσεις—, με λέει μια γυναίκα κιόλας, μου λέει: «Ξέρεις τι πρόστιμο έχει, άμα τον γράψουμε αυτόνα;». Άκου ρε τώρα απάντηση από όργανο. Λέω: «Εγώ ξέρω τι πρόστιμο έχει, αυτός ξέρει; Τον γράψατε καμιά φορά να μην παρκαίρνει εκεί;». «Τι να κάνουμε;». «Τι, τι να κάνεις; Ήρθαμε εδώ, τουρίστες, και δεν έχουμε να παρκάρουμε». Και άρχισαν μετά να σφυρίζουν, «φουρ-φουρ», και ήρθαν, τα πήραν τα αμάξια και παρκάραμε. Δηλαδή, σε τουριστικά μέρη δεν το δίνουν σημασία καθόλου, καθόλου! Αυτά.
Λοιπόν, μου λες ότι μπαίνεις στη ΔΕΗ το... εγώ τώρα τα έχω με τη σειρά χρονολογικά—
Ναι, ναι—
Όπως μου τα είπες και σε πάω πίσω, εσύ μπορείς να με πας όπου θες φυσικά. μου λες ότι μπαίνεις στη ΔΕΗ, το '82 γίνεσαι εναερίτης. Το ατύχημα πότε συμβαίνει;
Το '90.
Το '90. Αυτή η δουλειά, που μου την περιέγραψες ως κουραστική, με χαμηλές αμοιβές, τι καθήκοντα είχε, θείο; Πώς ήτανε;
Κοίταξε, ήτανε μια δουλειά η οποία γίνεται έξω, με καιρικές συνθήκες. Καιρικές συνθήκες στην δημιουργία των βλαβών, που πρέπει να επέμβουμε, είναι άσχημες. Δηλαδή, είτε θα είναι βροχή, είτε χιόνι, είτε θα είναι αέρας. Όταν είναι ο άνθρωπος εκτεθειμένος πάνω στην κολόνα, σε αυτές τις καιρικές συνθήκες, καταλαβαίνεις ότι ήθελε σωματική αντοχή μεγάλη. Δεν μπορούσε να το κάνει κάποιος ο οποίος είχε ένα πρόβλημα, ας πούμε. Αυτό.
Σου άρεσε;
Ναι, μου άρεσε πολύ. Μου άρεσε και μου έλειψε η δουλειά, επειδή σταμάτησα, δεν μπορούσα πλέον να την κάνω και δεν ήθελα να κάνω και καμιά άλλη δουλειά. Αυτή μου άρεσε, ας πούμε. Και για μεγάλο διάστημα, ξέρω 'γω, χρόνια πολλά, έβλεπα συνέχεια ότι δούλευα, ας πούμε, το είχα αυτό το, το είχα. Έβλεπα στα όνειρά μου ότι δούλευα, ότι με ξαναπήρανε, ότι ήμουνα καλά, ότι, τέλος πάντων, δεν είχα ακρωτηριασμένο το πόδι, ότι ήταν λίγο κοντό αλλά κατάφερνα και ανέβαινα στην κολόνα, κατάφερνα και περπατούσα δηλαδή, τη ζούσα τη δουλειά μου. Επειδή μου άρεσε, αυτό ήτανε το θέμα όλο. Το οποίο είναι... ας πούμε, για έναν άνθρωπο ο οποίος έπαθε το ατύχημα της δικιάς μου της εμβέλειας, να το πω, δηλαδή σοβαρό ατύχημα που δεν μπορεί να απασχοληθεί στη δουλειά του, αυτό εμένα με έκανε, ας πούμε... με συνετάραξε. Αλλά η ψυχολογική υποστήριξη που είχα εκείνη την περίοδο που άρχισα να νιώθω τι δεν μπορώ να κάνω, ήτανε σημαντική, νομίζω, και αυτό με κράτησε. Θα μπορούσα να απασχοληθώ κάπου αλλού, αλλά φοβήθηκα μήπως δεν αντέξω. Δεν μπορούσα και έτσι προτίμησα να βγω στη σύνταξη. Δηλαδή, στα 32 ήμουνα συνταξιούχος.
Εντάξει, έκανες πόσα πράγματα —εντάξει, θα πάμε και σ' αυτά μετά—, που ασχολήθηκες, με τους συλλόγους, με την ιστορία του χωριού, τα είπαμε πριν. Αυτό το... επειδή έκανα και κάποιες συζητήσεις που δουλέψαν στα ορυχεία, δηλαδή ήταν εργαζόμενοι της ΔΕΗ, που είναι επίσης μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, δεν υπήρχε άνθρωπος να μην μου πει ότι ο εναερίτης είναι ίσως και δυσκολότερη. Δεν θέλω να βάλω αντιπαράθεση, κατάλαβες, δεν θέλω να πω ποια είναι πιο δύσκολη, αλλά—
Μια από τις δύσκολες δουλειές. Γιατί έχει και εναερίτες μέσα στα ορυχεία, μεταφέρουν τις γραμμές συνεχώς. Εκεί, ας πούμε, εγώ έχω χάσει φίλο, συμμαθητή, μέσα στα ορυχεία, από... πάνω σε κολόνα.
Ναι. Ενώ εσύ ήσουνα εκτός ορυχείων.
Ναι, εγώ ήμουνα στις πόλεις, στη διανομή του ρεύματος.
Τι σου άρεσε πολύ σε αυτή τη δουλειά; Τι —όταν πήγαινες— τι απολάμβανες;
Εντάξει, ότι ήμουνα έξω, στη φύση, ας πούμε, αυτό ήταν σημαντικό για μένα. Εντάξει, μου άρεσαν όλες οι δουλειές, αλλά αυτό που μου άρεσε ιδιαίτερα, που κάναμε, ήτανε ο έλεγχος των γραμμών, γιατί είχε περπάτημα μες στο βουνό, μες στα δέντρα, εκεί ήμουνα πολύ σχολαστικός. Ό,τι υπήρχε, δηλαδή, στη γραμμή δεν μου ξέφευγε [02:40:00]και αυτό ήτανε σαν αποτέλεσμα... Όταν γίνεται μια σωστή... εντοπισμός θεμάτων, που μπορούν να δημιουργήσουν πρόβλημα στη γραμμή, σε περίπτωση κακοκαιρίας, ο εντοπισμός αυτός συνέβαλλε στο να μην έχουμε βλάβη, έτσι; Ήτανε δηλαδή σημαντική δουλειά, δεν ήτανε κάτι, έτσι άντε, περνάω. Πήγαινα δίπλα στη γραμμή, τα έλεγχα και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να έρχομαι σε επαφή πιο πολύ με τη φύση δηλαδή, και πολλή ώρα, περπάτημα. Εντάξει, μου έλειψαν αυτά τα πράγματα, γι' αυτό και τα έβλεπα και στον ύπνο μου για πολλά χρόνια. Ναι. Εντάξει τώρα πάει, δεν βλέπω άλλο. Γενικά ότι σ' αρέσει το βλέπεις στον ύπνο σου. Και φαντάρος, δηλαδή, που ήμουνα... ξέρεις πόσες φορές πήγα ξανά φαντάρος, με πήρανε; Κάνανε λάθος στην ημερομηνία, στη χρονολογία και με παίρνανε, ας πούμε. Στον ύπνο μου όλα αυτά. Γιατί πέρασα καλά φαντάρος. Το ίδιο και με τη δουλειά. Μπορεί να ήταν άσχημες οι συνθήκες, λίγα τα λεφτά για μας τότες, αλλά ήταν κάτι που μου άρεσε. Νομίζω το να σ' αρέσει η δουλειά σου είναι το καλύτερο, γιατί και την κάνεις καλύτερα και είσαι πιο χαρούμενος, πιο ευτυχισμένος.
Και βρέξει, χιονίσει στα μονοπάτια και όλο αυτό που μου περιγράφεις, αυτή την εικόνα; Δηλαδή—
Έξω, ναι, έξω.
Για τι βλάβες, για αποκατάσταση—
Έχει τύχει, ας πούμε, χειμώνας με πολύ χιόνι, δεν έχει ρεύμα η Βλάστη και περπατούσαμε —γιατί δεν ήταν ο δρόμος ανοιχτός— περπατούσαμε πάνω στο χιόνι. Μιλάμε τώρα 3-4 μέτρα χιόνι, Θανάση. Και να βουλιάζεις, να πέφτεις, να σηκώνεσαι και φορτωμένοι με πέδιλα, ζώνες, καλώδια και τέτοια. Πάνω στο χιόνι. Ναι, συνθήκες τέτοιες. Ή να ανεβαίνεις στην κολόνα, ας πούμε, να κάνεις μία δουλειά και να είσαι δεμένος με το σκοινί και να σε κρατάει ο άλλος από κάτω, να μη σε πάρει ο αέρας. Και εσύ στριφογύριζες. Έχουμε τέτοια, δηλαδή. Σου λέω, καιρικές συνθήκες. Η ζέστη… Σε βαράει τώρα η ζέστη, να έχει 35 βαθμούς και εσύ να είσαι πάνω στην κολόνα να δουλεύεις και να μην βρίσκεις και τέτοιο, ανταπόκριση σ' αυτά που κάνεις. Σ' εμάς, ας πούμε, εδώ, στην Πτολεμαΐδα, ήταν κάτι προϊστάμενοι... δηλαδή καθόμασταν μια ώρα παραπάνω, για να κάνουμε δουλειά, και: «Γιατί κάθισες; Και γιατί; Και άλλη φορά να μην ξανασυμβεί». «Ρε βλάκα, δουλειά έκανα, αφού το ξέρεις. Και γιατί να μην μου βάλεις μια ώρα υπερωρία». Και άκουγες, ας πούμε, μες στα εργοστάσια καθόνταν 4-5 ώρες υπερωρία. Μέσα. Κι εμείς ήμασταν έξω και φωνάζανε: «Γιατί κάθισες παραπάνω;». «Ρε άμα δεν καθόμουνα, δεν θα γινόταν η δουλειά. Έλα κάν' την εσύ. Ανέβα εσύ πάνω στην κολόνα και κάν' την εσύ, αφού νομίζεις ότι εγώ δεν την κάνω καλά». Δεν βρίσκαμε ανταπόκριση. Γενικά στη διανομή τα στελέχη τους και τα αυτά τους, ήτανε... πώς είναι στον στρατό το πεζικό, με άλλη νοοτροπία; Έτσι ήταν στη διανομή. Λες και ποιοι ήτανε οι προϊστάμενοι και οι άλλοι.
Πρώτο γραφείο.
Ας πούμε, με έχει τύχει εμένα τότες που ήτανε εδώ ένας χωριανός μου μηχανικός και ήθελαν να στείλουν κάτι χαρτιά, λέω: «Δώσ' τα θα τα πάω εγώ —λέω— φίλος μου είναι». Και μου είπε αυτός ο προϊστάμενος: «Έχεις φίλο μηχανικό;». Δηλαδή, τον φάνηκε παράξενο που έχω φίλο μηχανικό. Κατάλαβες πώς μας αντιμετωπίζανε αυτοί; Εν πάση περιπτώσει. Ναι.
Στην… όταν λες ανέβαινες στις κολόνες, για τι ύψος μιλάμε, θείο;
Είχε διάφορα μεγέθη. Είχε εννιάρες, είχε δεκάρες, είχε εντεκάρες, δωδεκάρες, ανάλογα. Δεν ήταν σταθερό πάνω το ύψος και τα ύψη ήταν ανάλογα πού θα έκανες και δουλειά. Ας πούμε, εδώ μπροστά, στον Αβραμίδη που έχει τον υποσταθμό, έχει δουλειά να κάνεις απ' τα 2 μέτρα μέχρι τα 9. Ανάλογα τι δουλειές έκανες και σε ποιο σημείο ήταν η κολόνα, πώς περνάν οι γραμμές, διάφορα. Αλλά είχε μέχρι και 13 μέτρα κολόνες αν θυμάμαι καλά τότες; Είχε. 13 μέτρα πρέπει να είχε.
Δεν φοβόσουν το ύψος, τώρα...
Εντάξει, άμα είσαι 25 και 30 χρονών τι φοβάσαι; Λίγο φοβάσαι, κρατιέσαι, αλλά έχεις τα μέσα να… Δηλαδή και να γλιστρήσεις, κρατιόσουνα. Είτε απ' το ένα πόδι, είτε απ' το άλλο, είτε απ' τη ζώνη. Δεν υπήρχε θέμα.
Και αν κατάλαβα καλά, όπως μου το περιγράφεις, πηγαίνατε δύο δύο; Στη βλάβη, ας πούμε, σε μία κολόνα.
Ναι, ναι.
Δηλαδή και τη μέρα που σου συνέβη το—
Ναι, είχα εγώ αλλά δεν ήτανε εναερίτης, ήταν οδηγός. Δεν μπορούσε να με κάνει κάτι. Ήτανε οδηγός.
Δεν ήξερε να το διαχειριστεί δηλαδή.
Ναι. Αφού σου είπα, πολίτης με κατέβασε.
Ξέρεις τι; Ρωτάω εγώ, ό,τι θες δεν μου λες. Το ατύχημα την προηγούμενη φορά μου το περιέγραψες, δηλαδή γιατί συνέβη, αν θέλεις μου το λες και το πάλι. Δηλαδή, οι λεπτομέρειες δεν πειράζουν, εκτός αν πειράζουν εσένα.
Όχι. Θανάση, ήτανε μια κατάσταση, σου είπα, μετά από αέρα τυλίχτηκε ένα νάιλον πάνω στην κολόνα, στην υψηλή τάση —μέση τάση μάλλον, 20.000 volt— η οποία δεν μπορούσε να δω εγώ τι ακριβώς συνέβη. Πήρα τα μέτρα ασφαλείας, αλλά λόγω κακής κατασκευής στην κολόνα απάνω, ήρθα σε επαφή με ρεύμα, ενώ δεν έπρεπε να 'ρθω. Έτσι; Και αυτό μου δημιούργησε το πρόβλημα, επειδή με χτύπησε πρώτα στο κεφάλι το ρεύμα και δεν μπορούσα πλέον να σκεφτώ καλά τι γίνεται, να το αντιμετωπίσω, να το διαχειριστώ εγώ. Και συνέβη το ατύχημα αυτό.
Και το παλικάρι από… ο κύριος Νίκος δεν είναι από τους Πύργους;
Ναι, απ' τους Πύργους, ναι.
Πώς έγινε; Βρέθηκε εκεί πέρα;
Μαζεύτηκαν οι κάτοικοι, γιατί ήμουνα δίπλα στο χωριό, στην άκρη του χωριού δηλαδή, και αυτός πήρε... φορτωτή πήρανε, θαρρώ; Φορτηγό πήρανε; Και βάλαν μια σκάλα απάνω και μπόρεσε και μ' έφτασε και με κατέβασε. Με πήρε στην πλάτη με τη βοήθεια ενός αλλουνού κατοίκου, δεν τον θυμάμαι τ' όνομά του, και με κατέβασε αυτός, ας πούμε. Με κατέβασε αυτός, τώρα με τι με πήγαν στο νοσοκομείο εδώ, στην Πτολεμαΐδα, δεν ξέρω, γιατί εγώ δεν θυμάμαι ακόμα ούτε τη στιγμή του ατυχήματος. Δεν μπορώ να τη θυμηθώ. Τι έγινε, τι έκανα, τι έκανα. Όλα που λέω, ας πούμε, ότι συνέβη είναι από εκτιμήσεις δικές μου και από συναδέλφους που πήγαμε μαζί και το συζητούσαμε, τι έγινε, τι, πώς έγινε, και γιατί. Αλλά το συμπέρασμα ήταν αυτό: λόγω κακής κατασκευής της κολόνας.
Και η επόμενη ακριβώς ανάμνηση μετά από αυτό πού είναι, θείο;
Τι εννοείς;
Συμβαίνει αυτό, μου λες ότι το ξεχνάς, γίνονται όλα αυτά τα περιστατικά τα οποία φυσικά θα σε ρωτήσω, δηλαδή μάλλον σ΄ τα είπαν άλλοι μετά, ε; Δηλαδή, που πήγες στο Μποδοσάκειο, μετά πήγες στο Παπανικολάου. Και η επόμενη ανάμνηση μετά ακριβώς πότε είναι που έχεις;
Όταν ξυπνάω από την εντατική. Και αυτό που ρώτησα: «Πού είμαστε;». Είδα την Έφη απέναντί μου και τη λέω: «Πού είμαστε ρε Έφη;». Και με λέει: «Στη Γαλλία, στο Παρίσι, σ' ένα νοσοκομείο». Γιατί εδώ, στην Ελλάδα, είπαμε, με είχανε τελειωμένο. Αλλά ευτυχώς είπαμε ότι βρέθηκαν αυτοί οι άνθρωποι, ο πατέρας σου δηλαδή, οι συνδικαλιστές μετά, αυτός ο γιατρός ο, εργασίας, Αναστασόπουλος θαρρώ, απ' την Πτολεμαΐδα... Τα επαναλαμβάνω πάλι, γιατί αξίζει τον κόπο για μένα. Το ελληνικό κράτος τότες, κάτω από πιέσεις δηλαδή... Διευθυντής της ΔΕΗ τότες ήταν ένας Ξανθόπουλος. Πίεσε και αυτός, γιατί πιέστηκε κι αυτός, είπαμε, από συνδικαλιστές, πίεσε κι αυτός, πίεσαν το Υπουργείο Εξωτερικών, για να μπορέσουν να με βγάλουν έξω. Και μετά εκεί, πάλι να αναφερθώ στους χωριανούς που με βοήθησαν και ειδικά τον Παπαφυλάκη τον Ιορδάνη, και το προσωπικό εκεί, στα νοσοκομεία, ας πούμε, και στην εντατική που ήμουνα και στο κέντρο αποκατάστασης. Δηλαδή, οι άνθρωποι κάναν τη δουλειά τους εκεί πέρα, αυτή που πρέπει. Είπαμε, γιατί στο είπα, αποκατάσταση σημαίνει ότι ξαναπαίρνω τη ζωή μου πίσω. Όχι στον βαθμό που ήσουνα, αλλά ξαναπαίρνεις κάτι. Αυτό σημαίνει αποκατάσταση.
Ναι. Θέλεις να μου πεις, όλους αυτούς τους ανθρώπους που αναφέρεις, για ποιους λόγους τους ευχαριστείς; Δηλαδή, ποια ήταν τα γεγονότα; Εδώ σε είχαν... μου είπες ότι σε είχαν πεθαμένο εδώ πέρα, είσαι τελειωμένος.
Ναι, εδώ τα νοσοκομεία—
Τι γεγονότα έγιναν; Όπως τα έμαθες φυσικά μετά, αλλά και για να ευχαριστήσεις και αυτούς τους ανθρώπους, και—
Εδώ τι έγινε... Σου είπα, πήγα στο Μποδοσάκειο, μου κάνανε πρώτες βοήθειες, με καθαρίσανε, με κάνανε, είδανε ότι δεν λειτουργούν τα νεφρά μου, γιατί σταμάτησαν να λειτουργούν τα νεφρά μου, λόγω του ρεύματος που με… Δημιουργείται μία χημική αντίδραση —πώς λέγεται να δεις; Ραβδομυόληση, κάπως έτσι— και σταματούν τα νεφρά σου να λειτουργούν. Και από εκεί, αφού δεν μπορούσαν να με κάνουν κάτι, με στέλνουν στο νοσοκομείο που υποτίθεται είναι ειδικό στα[02:50:00] εγκαύματα.
Θείο, ήμασταν στο σημείο που είσαι πλέον —φυσικά μου είπες δεν έχεις τις αισθήσεις σου και όλα αυτά— είσαι πλέον εδώ, στο ελληνικό νοσοκομείο και επειδή μου ανέφερες κάποιους ανθρώπους που θεωρείς ότι σε βοήθησαν και κάποια πράγματα φυσικά που δεν πήγαν καλά, αυτή ήταν η ερώτηση: δηλαδή, τι πήγε καλά, τι δεν πήγε καλά, πώς βρέθηκες και στη Γαλλία; Έτσι, αυτό—
Ναι, το ότι δεν πήγε καλά, ας πούμε, ήταν το ατύχημα και η μετέπειτα αντιμετώπισή του. Στο Μποδοσάκειο, όπως είπαμε, στην Πτολεμαΐδα δεν μπορούσαν να με κάνουν κάτι και με έστειλαν σε ένα νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη το οποίο υποτίθεται ότι είναι εξειδικευμένο σε εγκαυματίες. Αλλά μέσα σ' αυτό το νοσοκομείο, μόνο για εγκαυματίες δεν είναι. Και γιατί το λέω αυτό; Γιατί… φυσικά εγώ δεν τα θυμάμαι αυτά τα πράγματα, αλλά που τα συζητούσα με φίλους μου και με συγγενείς που ήρθαν να με δούνε. Απ' τη στιγμή που εγώ έχω εγκαύματα, είμαι ευάλωτος σε μικρόβια. Μπορώ, δηλαδή, να κολλήσω οτιδήποτε. Και δεν με πειράξαν καθόλου, σε τίποτα, φαντάζομαι μονάχα κάποιους καθαρισμούς, πράγμα το οποίο απέβη τελικά καλό, το ότι δεν με κάναν κάτι. Ας πούμε, πέρα απ' αυτό, ρωτάει η θεία σου, η Έφη, τον γιατρό, ας πούμε: «Γιατρέ —έναν μεγαλογιατρό κιόλας, τον ρωτάει—, τι κάνει o άντρας μου;» κτλ., της λέει ψυχρά αυτός: «Κυρία μου, ο άντρας σου πεθαίνει από στιγμή σε στιγμή». Αυτό. Τι; Κουβέντα είναι αυτή από γιατρό σε μια νέα κοπέλα που χάνει τον άντρα της; Πες: «Θα δούμε κυρία τι θα κάνουμε, ξέρω 'γω, πώς...», δηλαδή δεν είχανε οι άνθρωποι... τι να πω; Είναι και στον τομέα της υγείας, ένα τόσο ευαίσθητο πράγμα... και τίποτα. Καταρχήν, δεν ξέραν να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Άσε, γενικά δεν ξέρανε. Και επειδή δεν ξέρανε ίσως αυτό να συνετέλεσε —όχι ίσως—, συνετέλεσε στο να με δεχτούν οι Γάλλοι, γιατί οι Γάλλοι το πρώτο πράγμα που είπανε: «Έγινε κάποια επέμβαση στην Ελλάδα; Τον κάνατε κάτι;». Και αυτοί είπαν όχι. Και είπαν αυτοί μετά ότι: «Ναι, αν δεν τον κάνατε κάτι, τον παίρνουμε, για να έχουμε εμείς την ευθύνη των πράξεων που θα κάνουμε πάνω σ' αυτόν τον άνθρωπο. Εσείς μπορεί να κάνατε κάτι λάθος, έρχεται αυτός στη Γαλλία και πεθαίνει». Αν θα διεκδικούσαν, ας πούμε, αποζημιώσεις και τέτοια, θα ήταν αυτοί υπεύθυνοι. Δεν θα ήταν εδώ στην Ελλάδα. Σου λέει η Ελλάδα: «Ας μην τον παίρνατε». Εν πάση περιπτώσει, είπαμε ότι αυτό ήταν καλό τελικά, το ότι εδώ, στην Ελλάδα, αυτό το νοσοκομείο δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει σε μια τέτοια κατάσταση. Και δεν νομίζω ακόμα να ανταπεξέρχονται, γιατί όλοι πεθαίνουνε εγκαυματίες τέτοιας... με σοβαρά πράγματα, κανένας δεν επιζεί.
Λοιπόν και έτσι φεύγω έξω. Με δέχονται οι Γάλλοι, ας πούμε, έτσι; Από εκεί και πέρα εκεί οι άνθρωποι στο νοσοκομείο που ήμουνα, αυτό το Percy... το οποίο άμα ακούσεις την Έφη, λέει: «Πω πω, αφήσαμε —όταν πήγε—, αφήσαμε τέτοιο καλό νοσοκομείο εκεί και ήρθαμε σ' αυτό;». Αυτό απ' έξω, ας πούμε, απ' την περίφραξη ήταν ένα παλιό κτήριο, Θανάση. Μέχρι και σπασμένα τζάμια μού είπε η Έφη ότι είχε, αλλά ήτανε το πρώτο νοσοκομείο που είχε δημιουργηθεί από παλιά αυτό, είχε κι ένα άγαλμα ενός πυροσβέστη απ' έξω. Και καθώς έμπαινε μέσα μετά, άρχιζε η καινούργια η πτέρυγα του νοσοκομείου που ήτανε προδιαγραφών. Να φανταστείς, είχε ένα θερμοκήπιο, στο οποίο γύρω γύρω από αυτό —μεγάλο θερμοκήπιο, ε;— γύρω από αυτό το θερμοκήπιο, ήτανε με τζάμια κλειστό, υπήρχε διάδρομος και μετά ήταν τα δωμάτια της εντατικής. Και επειδή ακριβώς ήτανε για εγκαυματίες, ερχότανε, παίρνανε αέρα μέσα από το θερμοκήπιο, καθαρό οξυγόνο θέλανε, και τον διοχέτευαν φιλτραρισμένο μες στα δωμάτια. Δηλαδή, εγώ άκουγα συνέχεια ένα βουητό, το οποίο όταν ρώτησα τι είναι, λέει: «Είναι η είσοδος του καθαρού αέρα, του οξυγόνου, μέσα από το θερμοκήπιο». Γι' αυτό το είχανε, γιατί το καθαρό οξυγόνο γιατρεύει τα εγκαύματα, γίνεται γρήγορη επούλωση, η ανανέωση του δέρματος. Κατάλαβες; Και ήτανε έτσι τα πράγματα. Λοιπόν, και εκεί αυτοί οι άνθρωποι, το μέλημά τους ήταν να με φτιάξουν καλά, δηλαδή να με κάνουν τους ακρωτηριασμούς, να με κάνουν τις επεμβάσεις, τις εγχειρήσεις, τις πλαστικές που με κάνανε, γιατί με κάναν πλαστικές: με βγάζαν από δω, απ' το πλάι δέρμα και με βάζαν εδώ που έκανα την απεξάρθρωση, για να κλείσει.
Το χέρι δηλαδή.
Ναι. Το πιο σημαντικό ήταν να με κάνουν να λειτουργήσουν τα νεφρά. Δεν λειτουργούσαν, είπαμε, τα νεφρά μου. Και εκεί τα καταφέρανε, είχε ειδικότητα γιατρού: αναζωογονητής κυττάρων, αυτή ήταν η ειδικότητά του. Εδώ, στην Ελλάδα, δεν πιστεύω να είχε τέτοια ειδικότητα. Πώς τον λέγανε; Doctor… Πέθανε, συγχωρέθηκε αυτός μετά, στα κατοπινά χρόνια. Λοιπόν, εκεί πέρα οι άνθρωποι κατάφεραν μου λειτούργησαν τα νεφρά μου, κάνανε τις επεμβάσεις, ακρωτηριασμούς, είπαμε, είχανε τα —πώς τα λένε;— τα μηχανήματα πάνω μου, με ελέγχανε δηλαδή ανά πάσα στιγμή. Ό,τι αποτελέσματα είχα εγώ πηγαίνανε σ' ένα κομπιούτερ, τα αξιολογούσε το κομπιούτερ. Αν τα έβλεπε άσχημα, βάραγε συναγερμός ότι κάτι συμβαίνει. Αυτό, σου είπα, ένα βράδυ που είχα αιμορραγία στο πόδι... και πώς να τους ειδοποιήσω; Γιατί πλέον είχα συνέλθει εγώ... Στις αρχές, όταν είχα συνέλθει, και πάταγα το κουδούνι —εδώ ακριβώς τώρα, πρόσεξε— πάταγα το κουδούνι, αμέσως ερχόταν μέσα νοσηλευτής. Μόλις πάταγα ρε, σε δυο λεπτά ερχότανε. Μόλις, όμως, άρχισα εγώ να συνέρχομαι, κάνω... κάτι κάνω, πάταγα το κουδούνι, αργούσανε να 'ρθούνε. Λέω: «Κοίτα να δεις τώρα!». Και εκείνο... πάτησα το κουδούνι, δεν ήρθανε —ένιωσα την αιμορραγία—, πάτησα το κουδούνι, το ξαναπατάω, δεν έρχονται και μετά μου έκοψε και λέω: «Δεν βγάζεις τα…». Μόλις βγάζω από δω πάνω τους αισθητήρες, που ήτανε για την καρδιά, τι μετρούσανε, αμέσως: «Ίου, ίου, ίου», συναγερμός βγάζει και ήρθανε αμέσως και με πήρανε και με πήγανε στο χειρουργείο, για να μου κάνουν αυτά εδώ τα πράγματα. Να πούμε ότι είχα πολύ πυρετό εκεί, ο οποίος προήλθε από την κατάστασή μου, ψυχολογικό πυρετό, δεν έπεφτε με τίποτα και ακριβώς μετά εκεί ζητήσαν ψυχολόγο αυτοί, Έλληνα, για να μπορέσει να έχει επαφή μαζί μου και βρήκαμε μία κοπέλα εκεί η οποία, ο άντρας της δούλευε στο εργαστήριο του αδερφού της Χρυσούλας, του Σίσκου είπαμε, που οι άνθρωποι βοήθησαν πολύ την Έφη αυτοί, ας πούμε. Κατά συνέπεια βοήθησαν κι εμένα. Δηλαδή, η Έφη έμενε σε αυτωνών το σπίτι για όσο καιρό ήμουνα εκεί πέρα. Λοιπόν... και τι ήθελα να πω τώρα; Πού ήμασταν;
Για την ψυχολόγο μού έλεγες.
Ναι, εκεί η ψυχολόγος, λοιπόν, αυτή, ήτανε... ο άντρας της δούλευε σ' αυτόν, ήρθαμε σε επαφή μ' αυτήνα και άρχισε αυτή να μου κάνει συζητήσεις τις οποίες εγώ δεν τις θυμάμαι, είπαμε. Μετά μου ανέφεραν ότι εγώ ήθελα να αυτοκτονήσω, ότι με είχαν δεμένο το χέρι, ότι προσπαθούσα, όταν με το έλυνε η ψυχολόγος, για να 'ρθει σε καλύτερη επαφή μαζί μου, μου το 'λυνε και μου χάιδευε το χέρι, για να μπορέσει να μου πει αυτά που μου ήθελε να μου πει κι εγώ προσπαθούσα να βγάλω τα… Συνήθως είχα εκεί τότες αυτό που με ταΐζανε, που με δίναν τροφή —πώς το λένε;—, αυτά ήθελα όλα να τα βγάλω. Λοιπόν και σιγά σιγά άρχισα να... με τις κατευθύνσεις που μ' έδινε αυτή, όταν συνήλθα πλέον... Είπαμε, εκείνη την μέρα που μου είπε η Έφη: «Ή συνέρχεσαι ή φεύγω», ξέρω 'γω, κάτι μου είπε και συνήλθα, ας πούμε και τη ρώτησα πού είμαι κτλ. και ήξερα πλέον ότι είχα πάθει αυτούς τους ακρωτηριασμούς, αλλά μου φαινόταν όλα φυσιολογικά, ότι είχα ένα ατύχημα, ρε παιδί μου, ότι μου συνέβη κάτι και προχωράω μπροστά, τελείωσα. «Άσ' το αυτό», εντάξει; Αυτό τον ρόλο έπαιξε η ψυχολογική υποστήριξη μέσα σ' αυτό εδώ το νοσοκομείο που εδώ, στην Ελλάδα, δεν υπάρχει. Τώρα τελευταία μπήκαν κάποιοι ψυχολόγοι μέσα στα νοσοκομεία, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο μπορούν να αποδίδουνε σε τέτοιες καταστάσεις που έζησα εγώ. Δηλαδή, είναι βασικός ο ρόλος και μέχρι τότες να μην σου πω ότι το «ψυχολόγος» το άκουγα σαν επάγγελμα, ας πούμε, και δεν το είχα σε εκτίμηση. Έλεγα: «Τι είναι αυτό τώρα; Ψυχολόγος;», και αυτά. Κι όμως είναι μεγάλος ο ρόλος του ψυχολόγου. Είναι γιατρός της ψυχής, χωρίς φάρμακα. Ψυχίατρος είναι με φάρμακα. Ο ψυχολόγος, όμως, είναι χωρίς φάρμακα. Είναι να σε καταλάβει πού πονάς και τι κάνεις και με κατάλληλες μεθόδους, που αυτοί τις ξέρουνε… που εγώ δεν διαπίστωσα τη μέθοδό της, σου λέω, γιατί δεν τη θυμάμαι. Αλλά μου μιλούσε για πάρα πολλά πράγματα, από ό,τι τα λέγαμε μετά.
Τι σου έλεγε;
Διάφορα. Διάφορα, πώς θα ζήσω τη ζωή μου… Ας πούμε, έλεγε ότι: «Σου έλεγα: "Σ’ αρέσει το ψάρεμα; Εμείς ψαρεύ[03:00:00]ουμε —τότες με τον άντρα της ψαρεύαν αυτές, ερχόταν στην Ελλάδα και συνέχεια ψαρεύανε—. Θα πηγαίνουμε για ψάρεμα, δεν θα μπορείς, θα σου βάζουμε εμείς το δόλωμα"», κατάλαβες; Μου έλεγε τέτοια πράγματα. Και πώς μπορώ να ανταπεξέλθω. Και… εγώ πήγαινα για ψάρεμα με τον φίλο μου τον Νίκο απ' την Πτολεμαΐδα και είχα μια ιδέα. Και πολλές φορές μου το 'λεγε αυτό, ότι: «Όταν σε έλεγα για ψάρεμα, άνοιγε η ψυχή σου». Κατάλαβες; Καλά, να πούμε ότι ήτανε και όμορφη γυναίκα, έτσι; Οπότε, αυτό σε έκανε —χωρίς φυσικά άλλα αυτά, άλλες σκέψεις— σε έκανε, ας πούμε, να θέλεις να έρχεσαι σε επαφή. Φαντάζομαι ότι θα ήθελα, γιατί, σου είπα, δεν τα θυμάμαι εγώ. Κάποια στιγμή με είπε κιόλας ότι: «Μου είπες ότι: "Είσαι όμορφη"». Ότι την είπα... Μάλλον, την Έφη το είπα; Α, ναι! Την Έφη το είπα, την είπα ότι: «Όμορφη κοπέλα είναι —μου το λέει η Έφη τώρα, δεν τα θυμάμαι εγώ—, είναι όμορφη κοπέλα». Και το είπε η Έφη τη Βίκυ και λέει η Βίκυ: «Αφού είπε αυτό, καλά είναι, μην στεναχωριέσαι. Θα πάει καλά». Κατάλαβες; Τι να πω; Ήτανε εκεί μέσα, η κατάσταση ήτανε λίγο επώδυνη απ' την πλευρά της Έφης, που... επώδυνη; Ναι. Εκεί πέρα δεν ερχότανε σε άμεση επαφή η Έφη. Είχε, να φανταστείς ας πούμε τώρα, μετά την επέμβαση και που συνήλθα και έκανα, απαγορευόταν να μπει άτομο μέσα. Είχε έναν μεγάλο καθρέφτη το δωμάτιο και από πίσω είχε χώρο για τους επισκέπτες και μιλούσαμε απ' το τηλέφωνο. Όλα απ' το τηλέφωνο. Όσοι ερχότανε παίρναν το τηλέφωνο και μιλούσαμε. Λοιπόν και θυμάμαι ήταν ανοιχτό το παράθυρο, η πόρτα, την είχαν ανοιχτή, και είχε κήπο έξω, είχε έναν κήπο —πώς το θυμάμαι τώρα αυτό, ε;— και ερχότανε ένα πουλί, ένα μαυροπούλι, πάνω εκεί και τσιμπούσε σπόρους. Μ' άρεσε να το βλέπω. Μ' άρεσε, ας πούμε, εκείνο κοιτούσα. Το μαυροπούλι που ερχόταν να φάει. Λες κι ερχόταν για μένα. Εκεί ήρθανε και… όχι, εκεί δεν ήρθανε, ήρθανε μονάχα αυτοί απ' τη Λακιά και ο Γιάννης, δηλαδή, ο αδερφός της Χρυσούλας. Αλλά στο κέντρο αποκατάστασης που ήμουνα ήρθε ο φίλος μου ο Νίκος απ' την Πτολεμαΐδα, η Φωτεινή άμα έχεις ακούσει από κάπου, και ήρθε και ο Ανέστης ο Οκλαλιώτης, αυτός δούλευε στο Βέλγιο τότες, και ήρθε και στον Πύργο του Άιφελ κάνανε μια δουλειά και ήρθε, ήξερε ότι είμαι εκεί. Και επίσης ήρθε και ο φίλος μου ο Κώστας ο Κυράκης απ' τη Γερμανία που ήταν αυτός. Είχα, δηλαδή, και επισκέψεις απ' το χωριό. Γενικά, αυτοί που με βοήθησαν, σ' το είπα, να μην επαναλαμβάνομαι πάλι, και δεν ήτανε μονάχα... Δηλαδή, αυτός ο Ιορδάνης ο Παπαφυλάκης, Θανάση, όταν ήμουν στο κέντρο αποκατάστασης, τον έπαιρνα τηλέφωνο: «Ιορδάνη, έχω αυτό το θέμα». Να πάμε, δηλαδή, σε έναν... πήγαινα σε έναν εξωτερικό γιατρό για τ' αυτιά μου. Πού αλλού πήγαμε; Σ' ένα άλλο νοσοκομείο... γιατί πήγαμε εκεί; Δηλαδή, τις ειδικότητες που δεν ήταν στο κέντρο αποκατάστασης, πηγαίναμε έξω. Σ' έβαζε αμάξι το νοσοκομείο και πήγαινες έξω. Κι εγώ έπαιρνα τον Παπαφυλάκη. Μόλις τον έπαιρνα, Θανάση, τηλέφωνο: «Έρχομαι Άγγελε, σε τρία τέταρτα είμαι εκεί». Είχε μαγαζί ο Παπαφυλάκης με παπούτσια, πουλούσε και παπούτσια και επιδιορθώσεις σαν τσαγκάρης, ας πούμε, που το λέμε εμείς εδώ, και έκλεινε το μαγαζί του, ρε Θανάση, και ερχότανε. Δηλαδή, να φανταστείς τι άνθρωπος ήταν αυτός! Που ο οποίος ήτανε χωριανός, έτσι; Έμαθε ότι είμαι εκεί… Τώρα δεν ξέρω, πώς ήρθαμε σε επαφή με τον Ιορδάνη; Είδες; Αυτό δεν το θυμάμαι, πώς ήρθαμε σε επαφή με τον Ιορδάνη. Και ο άνθρωπος ήτανε δίπλα μου συνέχεια, μας πήρε και σπίτι του, όπως είπαμε, μας φιλοξένησε μια Πρωτοχρονιά που ήμουνα εκεί. Μια Πρωτοχρονιά ήμουνα βασικά και με πήρε ο Ιορδάνης στο σπίτι, κοιμηθήκαμε εκεί το βράδυ.
Δεν τον ήξερες από πριν δηλαδή.
Όχι, δεν τον ήξερα.
Ok.
Ήξερα ότι είχαμε έναν Παπαφυλάκη στο Παρίσι, αλλά σίγουρα δεν το είπα εγώ, για να 'ρθουμε σε επαφή. Τώρα πώς ήρθαμε σε επαφή δεν ξέρω. Δεν το ήξερε, προφανώς δεν το ήξερε και ο Γιάννης, δεν τον ήξεραν... ο Γιάννης είναι αδερφός της Χρυσούλας. Γιατί από εκεί... από εδώ ο πατέρας μου τίποτα; Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Θα ρωτήσω την Έφη, πώς ήρθαμε σε επαφή με τον Ιορδάνη.
Να σε ρωτήσω κάτι για λίγο πιο πριν… βασικά αρκετές απορίες έχω, ό,τι θέλεις μου λες. Σε πάω πάλι λίγο πίσω, στο Παπανικολάου μού ανέφερες έναν συνδικαλιστή και παράλληλα τις κακές συνθήκες που υπήρχανε. Εκεί από τις αφηγήσεις των άλλων, γιατί προφανώς... τι έγινε και πώς ήρθε το τζετ; Γιατί μου είπες ότι ήρθε ένα τζετ γαλλικό —εκείνα τα γεγονότα λίγο— πώς και ήρθε;
Κοίταξε, όπως είπαμε, αυτοί θέλαν να... όχι θέλανε, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, δεν είχαν τη δυνατότητα, ρε παιδί μου, να με γιατρέψουμε. Λοιπόν, εκεί πέρα τώρα μαθαίνουμε, η Έφη δηλαδή, έμαθε τι —την είπαν από εκεί, από το Παπανικολάου—, ότι είχαμε έναν εδώ, ένας δικηγόρος —ο οποίος μετά τον γνώρισα εγώ στο Percy, εκεί πέρα, δεν ήρθε στο αποκατάστασης, αλλά τον γνώρισα στο Percy στα τελευταία—, ο οποίος είχε πάθει εγκαύματα σ' ένα υπόγειο μέσα στη Θεσσαλονίκη γκαράζ. Κάποιος είχε, βενζινάς, βενζίνη αποθηκευμένη, ήρθε η οδική βοήθεια να το βάλει μπρος και ο σπινθήρας που έκανε η μπαταρία, έκανε «μπουφ» το γκαράζ μέσα κι αυτός βγήκε μέσα απ' τη φωτιά, κάηκε πολύ, χέρια, πρόσωπο… έχει έρθει εδώ, στο χωριό. Λοιπόν και την είπανε ότι κάποιος... γιατί βλέπανε οι άνθρωποι τώρα, σου λέει: «Να την πούμε τη γυναίκα ότι αν μπορείτε και πάτε σ' αυτό το νοσοκομείο, πήγε κάποιος από εδώ που έπαθε αυτά τα εγκαύματα, πήγε εκεί». Και προφανώς πήγε καλά, για να την πούνε: «Πάτε κι εσείς». Και η Έφη μετά μίλησε με τον μπαμπά σου: «Πώς θα τον βγάλουμε έξω;». Ο μπαμπάς σου το είπε σε συνδικαλιστές... Πώς τον λέγανε έναν; Δημητρίου; Όχι. Δεν θυμάμαι, ένας μουσάτος ήτανε. Τότες ήταν ΓΕΝΟΠ, οι συνδικαλιστές τότες λύνανε και δένανε, που λένε, και κινητοποιήθηκε όλος αυτός ο μηχανισμός, να με βγάλουνε έξω. Αλλά, όπως είπα προηγουμένως, ήταν Σαββατοκύριακο. Αυτός ο πιλότος, η εταιρεία, δηλαδή, που είχε αυτό το ειδικό το αεροπλάνο ήθελε πολλά λεφτά. Και τον είπαν αυτοί: «Κουβάλα τον εσύ και θα πληρωθείς». Αυτός, όμως, ζητούσε εγγυήσεις. Ζητούσε εγγύηση απ' το ελληνικό κράτος. Και τελικά... τότες ήτανε Εξωτερικών, θαρρώ, ο Σαμαράς; Το '90; Και έφτασε η δουλειά μέχρι τον Σαμαρά, πολιτικά, δηλαδή, πήγε. Και τον δώσανε εγγυήσεις αυτόν. Μεταξάς, θαρρώ, λεγόταν ο πιλότος; Κάπως έτσι. Τον δώσανε εγγυήσεις, ότι: «Θα τα πάρεις τα λεφτά σου», δηλαδή τον δώσανε εγγυητική επιστολή, όχι… Και αυτός ήρθε. Ήρθε και με πήραν. Από περιγραφές που ακούω, ας πούμε, που μου έλεγε ο Γιάννης ο Σουλτάνογλου, μου έλεγε: «Πω ρε συ —του λέει—, ήρθε το αεροπλάνο, κατέβηκαν —λέει— κάποιοι, ντυμένοι σαν αστροναύτες ήτανε», για να μην 'ρθουνε σε επαφή με μένα. «Εσένα —λέει— σε είχανε τυλιγμένο με ένα... σαν αμίαντος ήτανε —λέει— ένα πράγμα... γυάλιζε. Ένα... σε είχαν τυλιγμένο με αυτό το πράγμα. Και αυτοί κατέβηκαν —λέει— μ' αυτά τα ρούχα σαν αστροναύτες και σε πήραν και σε βάλαν μες στο αεροπλάνο». Και έφυγα.
Με τη θεία μέσα ή μόνος σου;
Όχι, μόνος μου, μόνος. Τι η θεία μέσα ρε και συ; Πού θα μπεις εκεί μέσα; Σου είπα πώς ήτανε. Ήτανε προδιαγραφών αεροπλάνο, να μην πάθεις κάτι, να μην αρρωστήσεις, να μην κάνεις. Πώς θα την βάλουν τη θεία μέσα;
Τώρα πάλι έτσι διευκρίνηση είναι, μου αναφέρεις τον γιατρό στο… Καταρχάς, είναι το νοσοκομείο στο οποίο βρίσκεται, εκεί ξυπνάς—
Ναι.
Στο νοσοκομείο δεν ξυπνάς;
Ναι.
Και μετά πας και στο κέντρο αποκατάστασης. Στο νοσοκομείο είναι ο γιατρός, που μου είπες, που ήταν για την αναγέννηση κυττάρων;
Ναι.
Μου είπες ότι πέθανε, αυτό όσο ήσουν μέσα;
Όχι, πέθανε μετά ρε, στα κατοπινά χρόνια, σου είπα. Πέθανε, ξέρω 'γω, το 2010;
Είχες επαφή μαζί του;
Όχι, όχι, ήξερε αυτός ο δικηγόρος, που σε λέω, που κάηκε, που ήτανε... Αυτοί μιλάνε, έχουνε και φίλους στη Γαλλία και μάθανε ότι πέθανε ο... πώς τον λέγανε, ρε γαμώτο; Δεν μπορώ να τον θυμηθώ.
Εντάξει.
Ναι.
Εσύ εκεί δεν ξέρεις γρι γαλλικά, όταν ξυπνάς. Το ίδιο φαντάζομαι και η γυναίκα σου, η θεία που λέμε. Να τη λέμε γυναίκα σου καλύτερα για—
Ναι. Γι' αυτό ζήτησαν Έλληνα ψυχολόγο. «Αν μπορείτε, ας πούμε, να βρείτε Έλληνα ψυχολόγο, δεν μπορούμε εδώ να τον βοηθήσουμε». Θέλανε βοήθεια και τη βρήκαμε ευτυχώς.
Και πώς.. εκτός [03:10:00]από το που έβγαζες, ας πούμε, τα καλώδια, για να τους πεις ότι έχω μια ανάγκη, όλα αυτά.
Ναι, αυτό μια φορά έτυχε.
Αυτό, εν τω μεταξύ μου το είπες χθες και μάλλον θεώρησες ότι το ξέρω. Μου είπες είχες αίματα, αλλά δεν το—
Ναι, στο πόδι ήτανε αιμορραγία, ρε παιδί μου. Έπιασα, ένιωσα υγρά, ένιωσα αυτά, κοιτάζω, αίμα πολύ. Και πώς να τους ειδοποιήσω; Σκέφτηκα αυτόν τον τρόπο, αφού το κουδούνι δεν απέδιδε, έβγαλα τα καλώδια και άρχισε να φωνάζει ο συναγερμός.
Άλλος τρόπος εκτός απ΄ το κουδούνι να φωνάξεις; Πώς συννενοούσουν, τέλος πάντων, μ' αυτούς;
Δεν είχε. Κουμπί, ρε παιδί μου, πατούσες το κουμπί κι ερχότανε. Ήθελα κακά, ας πούμε, πατούσα το κουμπί, ερχότανε. Τελείωνα, ξαναπατούσα το κουμπί, ξαναερχότανε. Στις αρχές ερχόταν αμέσως, σου λέω. Αμέσως, τρέχανε κατευθείαν. Όσο, όμως, περνούσε... ξέρανε οι άνθρωποι, είχε τόσες ανάγκες εκεί μέσα. Σου λέει: «Άσ' τον τώρα, ας κάτσει και λίγο πάνω στα…». Οπότε, αργούσανε. Ήτανε —τι να σου πω, ας πούμε;— οι άνθρωποι ήτανε φοβεροί. Η συμπεριφορά από νοσοκόμους, από γιατρούς, από προσωπικό; Μπαίνανε μέσα όλοι, ήτανε καλυμμένοι, δεν είχε γυμνό πράγμα, να δεις, εκεί που μπαίνανε, ας πούμε. Οι καθαρίστριες, αυτά, τίποτα… Εδώ πας σ' ένα νοσοκομείο και έχει… Που είχα και φύγει από την... δεν ήμουνα πλέον ευάλωτος σε μικρόβια, είχα ξεφύγει, αλλά πάλι αυτοί τηρούσανε όλα τα μέτρα.
Και εκεί είναι, στο νοσοκομείο είναι, που μου λες, ξυπνάς και λες τη θεία—
Ναι—
Τη γυναίκα σου: «Πού είμαστε»;
Ναι, ναι.
Την οποία, όμως, δεν μπορούσες να την… γιατί μου είπες ότι είχε το τζάμι, έτσι;
Την έβλεπα, την έβλεπα απ' το τζάμι.
Να την αγγίξεις όμως;
Όχι, πώς να την αγγίξω; Αφού ήτανε τζάμι τι; Ήμουνα ξάπλα. Πού να σηκωθώ; Ούτε που να σηκωθώ μπορούσα. Το τηλέφωνο ήταν δίπλα μου μονάχα, έπαιρνα το τηλέφωνο, το έβαζα εδώ και μιλούσα. Καταστάσεις, δηλαδή, Θανάση… Εδώ, στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα και ακόμα και σήμερα.
Και αυτά—
Να σου δίνει δηλαδή, να είσαι σε εντατική, και να σου δίνει τη δυνατότητα να μιλάς με τους φίλους σου, τους συγγενείς σου. Δηλαδή, η Έφη εκεί ερχότανε από πολύ πριν συνέλθω εγώ. Μιλούσα μεν, μιλούσα, αλλά δεν τα θυμάμαι αυτά που έλεγα. Δεν μπορώ να τα θυμηθώ εγώ. Ήμουνα... δεν είχα επαφή δηλαδή. Ενώ μιλούσα και έκανα, απαντούσα και έφτιαχνα, επαφή στον εγκέφαλό μου δεν είχα, να πω ότι είπα αυτό το πράγμα. Μόνο τα όνειρα θυμάμαι. Είδα πάρα πολλά όνειρα. Πάρα πολλά όνειρα είδα. Και συνήθως έβλεπα τον παππού τον Χριστοδούλη, που σου λέω, πιο πολύ ήμουνα με τον παππού, παρά με τους γονείς μου. Πιο πολύ έβλεπα όνειρα με τον παππού. Και λέω: «Πώς είναι καμιά φορά;». Έβλεπα, ας πούμε, ότι ήμουνα σε μια παρέα ανθρώπων που μιλούσανε μια άλλη γλώσσα. Δηλαδή, καταλάβαινα και τα έβλεπα στο όνειρο μου. Και προσπαθούσα να μιλήσω και ένιωθα ότι τρέμω, δεν μπορώ να μιλήσω. Και αυτό μετά, μου λέει η Έφη ότι: «Ήτανε από τους σπασμούς που είχες από τον πυρετό». Δηλαδή, αυτό το τρέμουλο που ένιωθα εγώ στον ύπνο μου ήταν το τρέμουλο απ' τον πυρετό. Μιλάμε ότι: «Έτρεμες ρε. Πας στο κρεβάτι, πήδαγες». Πυρετό από σπασμούς. Και γι' αυτό ζητήσαν ψυχολόγο μετά, σου λέει: «Αυτό το πράγμα δεν μπορούμε να το γιατρέψουμε», γιατί αντιδρούσα σ' αυτό που συνέβαινε υποσυνείδητα και έγινε αυτό μετά με την ψυχολόγο και ήρθαμε στα ίσια μας.
Τη θεία την Έφη... πώς να το θέσω; Βγαίνεις από το νοσοκομείο και απ' την εντατική. Τη θυμάσαι εκείνη τη στιγμή;
Τη θυμάμαι. Ήτανε η μοναδική στιγμή που ήρθα σε επαφή με την Έφη μετά το συμβάν όλο αυτό. Μέχρι τότες δεν έμπαινε κανένας, σου λέω. Μια φορά μπήκε μόνο αυτός ο Νίκος, ο δικηγόρος, γιατί θα έκανε μια επέμβαση την άλλη μέρα και λέει: «Θέλω να 'ρθω να σε δω από κοντά». Λέω: «Έλα». Πήρε την άδεια των γιατρών. Ήρθε μέσα, εκείνος ήτανε ξέρεις, εδώ το πρόσωπό του καμένο, λιωμένο, οι μύτες, τ' αυτιά, είχε και κάτι σημάδια πάνω, που θα τον κάναν την πλαστική, γιατί έκανε πλαστικές, είχε ξεφύγει αυτός πλέον, απλά είχε πλαστικές να κάνει. Και μπαίνει μέσα και τον λέω: «Σαν της μαϊμούς τον κώλο είσαι, ρε Νίκο;» και τον πιάνουν κάτι γέλια. Αλλά δεν κάθισε πολύ, γιατί τον φωνάξανε πάλι οι γιατροί. Με λέει: «Φεύγω, με φωνάζουνε», ήρθαν τον φωνάξανε. Μόνο αυτός μπήκε. Οπότε, την Έφη την είδα μόνο, όταν με βγάλαν με το φορείο έξω, για να με πάνε στο Κουμπέρ, στο κέντρο αποκατάστασης. Και ήτανε και η Βίκυ μαζί, μαζί πήγαμε. Ήρθε η Βίκυ, με την Έφη, βγήκα εγώ, με βγάλανε με το φορείο έξω, ήρθε η Έφη, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, τέλος πάντων, είπαμε κουβέντες και ξαναμπαίνουμε πάλι μέσα σε ασθενοφόρο οι τρεις μας, και πάμε στο Κουμπέρ, εκεί που ήταν αυτή η αποκατάσταση.
Εκεί, με το που μπήκαμε μέσα, πήγαμε στο δωμάτιο, εγκαταστάθηκα, έκανα, πλέον, έφυγε η Βίκυ, μείναμε… όχι, έφυγε και η Έφη μαζί της, ναι. Ακόμα δεν έμενε στο κέντρο αποκατάστασης η Έφη. Ήρθε αργότερα, όταν έφερε και την Ειρήνη. Ήρθε η Ειρήνη, και αυτό που είχαμε πει, μπαίνει μέσα στο δωμάτιο... Η Ειρηνούλα μου ήταν μικρή, πόσο ήτανε για; Το '89 γεννημένη, αυτό είναι το '91 τώρα. Λοιπόν και μπαίνει μέσα, που λες, και τη λέει η Έφη, ας πούμε: «Να, ο μπαμπάς είναι» κι εκείνο με κοιτούσε το καημένο μ' ένα ύφος, με είχε ξεχάσει για, δεν με ήξερε. Και σιγά σιγά, σιγά σιγά, μετά πήρε μπρος και ήρθε κοντά μου, αγκαλιαστήκαμε, το φίλησα, ξέρω 'γω, μετά άρχισε να κάνει. Και η Έφη έμενε εκεί μέσα για αρκετό διάστημα, ας πούμε, έμεινε εκεί. Νομίζω ήρθε ένα διάστημα στην Ελλάδα, μάλλον πρέπει να έφερε την Ειρήνη πίσω, γιατί την Ειρήνη την πήγανε εκεί ο Στέφανος, ο αδερφός, ο άντρας της αδερφής μου, μαζί με τον θείο τον Άνθιμο ήρθανε και φέραν και την Ειρήνη, αυτοί την φέραν. Και μετά την έφερε η Έφη πίσω. Κάθισε αρκετό καιρό εκεί. Την είχε… την είχε γνωρίσει, την ξέραν όλοι, νοσοκόμες, αυτά, η Ειρήνη ήτανε γλυκούλα, μιλούσε, έφτιαχνε, έλεγε: «Bonjour» και τους είχα κοντά μου. Φυσικά ερχότανε και η Βίκυ ερχότανε πολλές φορές, η Ελίζα μετά ερχότανε, ο Ιορδάνης ερχόταν με τη γυναίκα του, η αδερφή της γυναίκας του Ιορδάνη ερχότανε.
Να μην σε ρωτήσω, είναι αυτονόητα τα συναισθήματα μάλλον που ένιωθες. Όταν είδες την Ειρήνη, όταν σου πιάσαν το χέρι—
Καλά, βέβαια, τώρα. Να δεις το παιδί σου εκεί… σίγουρα ρε Θανάση. Αυτό, δεν σου είπα ότι με κοιτούσε μ' ένα ύφος: «Ποιος είναι αυτός τώρα;». Το 'λεγαν: «Είναι και ο μπαμπάς», σε λέει... Τα παιδιά, όμως, άμα τα πεις: «Είναι ο μπαμπάς», σιγά σιγά, και άμα τα μιλήσεις κι εσύ, αμέσως κάνουν.
Και τώρα πλέον είμαστε στο κέντρο αποκατάστασης, εκεί σου... ποιος ήτανε ο στόχος; Δηλαδή, τι πήγε τόσο καλά, γιατί μου είπες ότι πήγαν πολλά πράγματα εκεί καλά.
Σε είπα ότι αποκατάσταση για μένα σημαίνει σου ξαναδίνω τη ζωή σου. Έτσι; Εκεί μέσα, λοιπόν, είχε διάφορες εγκαταστάσεις που ήτανε σε διαφορετικές... να σε κάνουν καλά με διαφορετικές… οι εγκαταστάσεις ήταν τέτοιες που ήταν χωρισμένες σε κομμάτια, κομμάτια. Είχε, ας πούμε, το φυσικοθεραπευτήριο. Πάμε τώρα πώς γίνεται η αποκατάσταση. Είχε το φυσικοθεραπευτήριο που είχε θαλάμους, θαλάμους, χωρισμένους με κάτι… ήτανε ενιαίος ο χώρος, απλά χωριζότανε με κουρτίνες, όπου έφτιαχνε… Εκεί ερχότανε, λοιπόν, ο φυσικοθεραπευτής ή η φυσικοθεραπεύτρια, εγώ είχα μια φυσικοθεραπεύτρια που με είχε αναλάβει, που τη λέγαν Άννυ. Η Άννυ, λοιπόν, μου έκανε για το πόδι μου, να δυναμώσουν οι μύες στο πόδι, στο χέρι. Έμπαινα απάνω σ' ένα κρεβάτι, είχε βαρίδια, κρεμόταν, με σήκωνε το πόδι, μου το κατέβαζε, με έφτιαχνε πράγματα τέτοια. Έπρεπε να δυναμώσει το πόδι μου αυτό, και αυτό, γιατί ήμουνα 3-4 μήνες ξάπλα. Αυτά έπρεπε να δυναμωθούν, για να βάλω τεχνητό πόδι, δεν θα μου το έβαζαν έτσι. Οπότε, μόλις κρίνανε αυτοί ότι μπορώ να βάλω πόδι τεχνητό, κατασκευάσανε εκεί μέσα, στο κέντρο αποκατάστασης πόδι, να φανταστείς. Που εδώ δεν γίνεται, δεν γίνεται με τίποτα. Έχει μαγαζιά έξω που την κάνουν αυτή τη δουλειά και τρέχουνε και λαδώνουνε γιατρούς, για να τους προτιμούνε, να φωνάζουνε αυτούς πρώτα. Εν πάση περιπτώσει, εκεί είχε εργαστήριο που έφτιαχνε τεχνητά πόδια. Φυσικά όχι τελειοποιημένα, απλά, για να μάθεις να περπατάς. Λοιπόν, εκεί είχε τεχνίτες [03:20:00]που με κάνανε πόδι και μου λέει: «Τώρα θα το βάλεις και θα περπατάς». Και πήγα κι εγώ, που λες Θανάση, έβαλα το πόδι. Είχε έναν διάδρομο... Άμα έχεις το άλλο το χέρι σου, και τα δυο τα χέρια, είναι εύκολο, αλλά εγώ είχα ένα χέρι, ας πούμε, και μου δημιουργούσε πρόβλημα ισορροπίας. Γι' αυτό έφτιαχνα την εργασιοθεραπεία, σου λέω, καθόμουνα όρθιος και έφτιαχνα κατασκευές με το χέρι μου, για να μπορέσω να στέκομαι όρθιος, να μην... να μάθω πώς μπορώ να σταθώ. Λοιπόν και σιγά σιγά άρχισα να περπατάω εκεί πάνω. Περπατούσα πιάνοντας, μετά, σιγά σιγά δεν έπιανα. Αλλά μόνο διάδρομο. Πάνω κάτω με τις ώρες, ε; Πάνω κάτω. Λέω: «Πρέπει να μάθω να περπατάω, να τελειώνω, δεν θα κάθομαι εδώ». Και όταν πλέον ήμουνα πιο έτοιμος, τότες με τον Ντενί, τον βοηθό της Άννυ, βγαίναμε έξω, στον δρόμο. Στην αρχή με το μπαστούνι, μετά χωρίς μπαστούνι. Αυτός, ο Ντενί, ήτανε δίπλα μου —αδιάφορος ε;—, λέγαμε και ιστορίες, πώς είναι το ένα, το άλλο, ό,τι μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Αλλά έτσι και πήγαινα να κουνηθώ, τιναζότανε σαν ελατήριο. Δηλαδή, άμα πήγαινα να χάσω την ισορροπία, ο Ντενί λες και ήτανε γι' αυτόν τον λόγο εκεί πέρα. Γι' αυτόν τον λόγο ήτανε, απλά δεν περίμενες τέτοια γρήγορη αντίδραση. Αυτός με είχε στο μυαλό του συνέχεια προφανώς, να μην πέσω. Και μια φορά, θυμάμαι, για να φανταστείς πώς ήταν οι άνθρωποι εκεί, περπατούσαμε, είχε, το πρωί είχε δροσιά και βλέπω ένα σαλιγκάρι στον δρόμο. Του λέω: «Ντενί», τώρα θέλω να του πω εγώ ότι αυτό το πράγμα στα ελληνικά λέγεται σαλιγκάρι, πώς λέγεται στα γαλλικά; Και του το 'λεγα μ' αυτό τον τρόπο: «Ντενί, parle grec, σαλιγκάρι. Parle français, πώς;». Τι τον έλεγα όμως; Ότι αυτό μιλάει ελληνικά, μιλάει γαλλικά; Αυτό τον έλεγα εγώ. Οπότε, τι κάνει ο Ντενί; Ξαπλώνει κάτω, που λες, στην άσφαλτο και βάζει το αυτί του στο σαλιγκάρι, κάθεται λίγο, αφουγκράζεται και λέει: «Νο parle français». Εγώ δεν το καταλάβαινα. «Τι με λες ρε Ντενί;» του λέω. «Ρε, parle grec, σαλιγκάρι. Parle français, πώς;», τον έκαμνα. Πάλι ξάπλωνε αυτός. Έβαζε την… «Νο parle français». Δεν μιλάει γαλλικά. Τρόμαξα να καταλάβω μετά ότι κάτι λέω λάθος, ρε παιδί μου, ότι… κατάλαβα από τις κινήσεις του για, ότι «No, parle français», «Δεν μιλάει γαλλικά» και μετά κατάλαβα ότι τον έλεγα λάθος. Εν πάση περιπτώσει, ένα στιγμιότυπο, πώς ήταν—
Τέτοιες ιστορίες λέγατε—
Πώς ήτανε—
Γιατί μου είπες λέγατε με τον Ντενί ιστορίες—
Ναι, ναι.
Τι άλλο λέγατε; Πώς—
Έλεγα για τον… για τους Τούρκους έλεγα, για τις διαφορές μας στο Αιγαίο… Άκου να δεις τώρα. Τον έλεγα ότι αυτά τα μέρη εκεί, τον έφτιαχνα σχέδια, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη και όλα αυτά, του τα 'δειχνα και έλεγε ο Ντενί: «Σώπα ρε;». Και μια φορά είχαμε έρθει σε επαφή με μια Τουρκάλα. Ήτανε μια Τουρκάλα, όμορφη κοπελίτσα, τι είχε αυτή; Κάτι ένα θέμα με το πόδι της. Εκεί δεν πηγαίνανε μονάχα, Θανάση, ακρωτηριασμένοι και άνθρωποι τέτοια, πηγαίνανε και άνθρωποι που σπάζαν το πόδι τους, το χέρι τους. Γιατί σου λέω για την αποκατάσταση τώρα. Πρόσεξε να δεις, έσπασε αυτή η κοπέλα το πόδι της. Ήρθε εκεί, ενώ πήγε στα νοσοκομεία, πού πήγε, ήρθε με τον γύψο στο πόδι. Τι την κάνανε αυτήνα; Την παίρνανε κάτω στα εργαστήρια και της κόβανε τον γύψο και από δω και από δω και του βάζανε χρατς. Το βγάζαν το πόδι και το κάναν φυσικοθεραπεία. Την κάνανε, ξέρω 'γω, δυο ώρες, τρεις, άμα ήθελαν και το απόγευμα τους δίναν ένα μηχάνημα στο κρεβάτι. Αυτό που δούλευε από μόνο του και έκανε κινήσεις έτσι. Αυτός ο άνθρωπος, ας πούμε, αν δεν τον κάνανε αυτό το πράγμα, θα έμενε, όπως γίνεται εδώ στην Ελλάδα. Πόσο μένουν; 40 μέρες με τον γύψο; Φεύγει μετά από το... βγάζει τον γύψο και πάει και κάνει φυσικοθεραπείες. Αυτό, τις φυσικοθεραπείες τις κάνουνε προτού ακόμα δέσει το πόδι, για να μην πάθει αγκύλωση. Δηλαδή, μειώνεται ο χρόνος αποθεραπείας που έχει σαν στόχο να ξαναπάει γρήγορα στη δουλειά του, στη ζωή του. Στη δουλειά του στην προκειμένη περίπτωση, γιατί τη ζωή του θα τη συνεχίσει. Πάει πιο γρήγορα στη δουλειά. Άρα μειώνονται τα έξοδα. Μπορεί να πλήρωνε μεν στο τέτοιο, αλλά γύριζε πιο γρήγορα στη δουλειά του, στην παραγωγή. Αυτό ήτανε… αυτό είναι μία άλλη άποψη για την αποκατάσταση, έτσι; Και λοιπόν αυτή η κοπελίτσα, εγώ τη συμπαθούσα, ήθελα να τη μιλήσω και δεν μπορούσα ρε, οπότε έρχεται ο φίλος μου ο Νίκος απ' την Πτολεμαΐδα με τη γυναίκα του τη Φωτεινή, λέω: «Νίκο, πάμε να μιλήσουμε μ' αυτήνα». Πάμε, που λες, τη βρίσκουμε σ' ένα μέρος, πιάνουμε κουβέντα. Διάφορα λέγαμε. Σε κάποια φάση... της είπα εγώ, όμως, ότι είμαι από το Μπογάσκιοϊ, οι παππούδες μου κοντά στην Κωνσταντινούπολη, κι αυτή ήταν από κάπου εκεί, από την Κωνσταντινούπολη. Μια ξανθιά κοπέλα... Λοιπόν και της λέω εγώ σε κάποια φάση, λέω: «Δεν μοιάζεις για Τουρκάλα», την είπα και γυρνάει αυτή και λέει τον Νίκο: «Πες τονα —λέει— ότι αυτός μοιάζει για Τούρκος». Εγώ είχα μια μουστάκα εδώ, την είχα αφήσει ξανά. Λέει: «Πες του, αυτός μοιάζει για Τούρκος» και μας πιάσαν τα γέλια.
Αυτοί οι άλλοι, τα άλλα παιδιά που ήταν εκεί, είχε κάποιους έτσι πολύ σοβαρά περιστατικά, όπως το δικό σου στο—
Κοίτα—
Έπαιρνες δύναμη δηλαδή, αυτό—
Κοίτα, το πιο βαρύ περιστατικό ήμουνα εγώ. Πέρα απ' τους εγκαυματίες που είχε, που σου λέω, δεν είχαν τίποτα, τα δάχτυλα... ένας ήταν κιόλας απ' αυτούς, είχε... δίπλα είχε έναν άλλο τομέα που ήταν νευρολογικά θέματα. Αλλά αυτοί είχανε ξεχωριστά δωμάτια, ξεχωριστά αυτά, ήταν πάντα κλειστά, δεν πηγαίναμε από εκεί εμείς, καθόλου, με τίποτα. Είχε... ήμουνα από τα πιο σοβαρά περιστατικά εκτός... γιατί είχε και μια κοπελίτσα η οποία ήταν έγκυος, αλλά είχε θέματα περπατήματος τώρα, δεν μπορούσε να περπατήσει; Ήτανε σε αμαξίδιο. Αυτή την είχανε... δεν ξέρω γιατί την είχανε στο δικό μας τον τομέα, είχε και τον άνδρα της προφανώς δίπλα, ήταν συνέχεια. Ήτανε έγκυος αυτή και επειδή ήταν έγκυος, έπρεπε να κάνει κάποιες ασκήσεις. Και την είχαν εκεί, σε μας. Αυτή, δηλαδή, ήταν χαρακτηριστική περίπτωση και ήταν όλη τη μέρα, Θανάση, πάνω σ' ένα κρεβάτι. Κρεβάτι κανονικό, αλλά ήτανε κρεβάτι πάνω σε ρόδες και ή την κουβαλούσε ο άντρας της ή αυτή μπορούσε με τα χέρια της να κουνήσει τις ρόδες του κρεβατιού και πήγαινε όλο μέσα εκεί, μέσα σε μας, το κρεβάτι… Έγκυος κοπέλα ρε. Ήτανε χαρακτηριστική περίπτωση αυτή. Πολλούς ηλικιωμένους είχε που τους κόβουν τα πόδια, ξέρεις, από ζάχαρο και από τέτοια. Πολλούς χτυπημένους στα πόδια, νέους, με καρφιά, που τους βάζουνε κάτι... ξέρεις, καρφί από δω, καρφί από και, στρογγυλό έτσι, στα πόδια τους. Εκεί... να φανταστείς τώρα πώς δουλεύανε. Αυτοί οι οποίοι οι άνθρωποι είχανε θέματα και θα κινιότανε σε αναπηρικά αμαξίδια πλέον, είχε ένα στίβο, να το πω έτσι, που είχε κατασκευές για το τι θα αντιμετωπίσουν έξω οι άνθρωποι που θα κινηθούν με αναπηρικά αμαξίδια. Εγώ τους το 'χω πει εδώ στο ΚΑΦΚΑ, αλλά θέλει χρήματα να γίνει. Είχε διαδρόμους να κινείσαι, να μαθαίνεις να στρίβεις, να κάνεις, αλλά αυτό που είχε, το πιο ωραίο, ήτανε ένα —σαν πύργος ήτανε— και εκεί πέρα είχε ράμπες σε κλήση με απότομη, με χαμηλή κλήση, είχε σκαλοπάτια στενά, φαρδιά και πηγαίνανε αυτά τα παιδιά που είχανε πρόβλημα και θα κινιότανε σε αναπηρικό αμαξίδιο —πιο πολύ ήταν αυτά νευρολογικής φύσεως, αλλά ήτανε, έξω ήτανε αυτή η εγκατάσταση, αλλά τους βλέπαμε— και τους μαθαίναν πώς να κινιούνται, πώς να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν σκαλοπάτια εκεί που δεν έβρισκαν ράμπες. Δηλαδή, πράγμα που λες… και να δεις πώς ανεβαίναν τα σκαλοπάτια και πώς τα κατεβαίναν με τα αμαξίδια! Πιάναν σταθερά τη ρόδα και πηδούσανε ρε. Πηδούσαν στα σκαλοπάτια! Το έβλεπα και πάθαινα πλάκα. Αυτά, όμως, τους τα μαθαίνανε. Είχε άνθρωπο εκεί που τους το μάθαινε, έτσι; Και λέω: «Κοίτα ρε τι γίνεται εδώ!». Εγώ, ας πούμε, η εκπαίδευση που πήρα… πού να στα λέγανε αυτά; Εδώ τους βάζανε ένα πόδι και τους λέγανε: «Άντε πάνε σπίτι, τώρα θα περπατάς». Ενώ εκεί, αυτός ο Ντενί, ας πούμε, μου έλεγε: «Σε κατηφόρα», που η κατηφόρα είναι επικίνδυνη με τεχνητό πόδι, ανά πάσα στιγμή μπορεί να λυγίσει και να σκοτωθείς, έχω πέσει πάμπολλες φορές. Αυτό που σε κάνει, που σε δίνει δύναμη εδώ, στο πόδι, ποιο είναι; Μπορείς να φανταστείς; Τι είναι που θα με δυναμώσει εδώ, το πόδι για να μπορέσω να περπατήσω; Το σφίξιμο του στομαχιού. Δεν ξέρω πώς λειτουργεί αυτό, μου λέει: «Θα σφίγγεις εδώ, τους μυς, έτσι. Πώς σφίγγεις το στομάχι; Αυτό το πράγμα θα κάνεις, όταν περπατάς σε επικλινές έδαφος». Έχει κάποια πράγματα…[03:30:00]
Και σε βοήθησαν αρκετά.
Βέβαια! Αφού με έφαγε πιο πολύ χρόνο να μάθω να περπατάω, Θανάση, από την εντατική. Πιο πολλούς μήνες έκατσα στην αποκατάσταση, για να μάθω να περπατάω.
Να σε ρωτήσω τώρα γι' αυτό. Είσαι... πόσο μένεις τελικά στη Γαλλία, 9 μήνες ήτανε; Περίπου;
Είπαμε, έπαθα τον Αύγουστο, πες Αύγουστος, Σεπτέμβριος, Οκτώβριος και λίγο Νοέμβριος, πες τρεισήμισι μήνες ήμουνα στο νοσοκομείο. Και μετά Δεκέμβριος, Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος, γύρισα εδώ Απρίλιο. Δηλαδή, είχα κοντά 5 μήνες στο αποκατάστασης.
Και είχες πάρει τα πάνω σου και… Τώρα πάλι έτσι με τις εντυπώσεις, «Την πρώτη φορά που...» είναι οι ερωτήσεις. Βγαίνεις έξω, είσαι στο Παρίσι, είναι ωραία πόλη και το βλέπεις. Δηλαδή, εκεί ήταν η πρώτη... η πρώτη φορά που βγήκες για βόλτα απ' το κέντρο αποκατάστασης;
Η πρώτη φορά που βγήκα για βόλτα από το κέντρο αποκατάστασης πρέπει να ήτανε στο σούπερ μάρκετ για ψώνια. Εκεί, μας πήραν σε ένα λεωφορείο, ειδικό, κατασκευασμένο, που μπαίνει το αμαξίδιο πάνω, το αναπηρικό, και σε δένει κιόλας, να είσαι σταθερός, είχε και καθίσματα για τους συνοδούς, και μας πήγανε σ' ένα σούπερ μάρκετ. Μας λένε: «Τώρα, πάτε εδώ, σε δυο ώρες θα 'ρθουμε να σας πάρουμε». Αυτή ήτανε η πρώτη επαφή. Εκεί μου έκανε εντύπωση ότι εγώ σηκωνόμουνα μερικές φορές να περπατήσω, με το μπαστούνι φυσικά, και καθόταν η Έφη στο αμαξίδιο. Έπρεπε κάποιος να το κουβαλάει για. Και την κοιτούσανε οι άνθρωποι εκεί πέρα, όταν σηκωνόταν η Έφη και περπάταγε. Σου λέει: «Αυτή κάθεται στο αμαξίδιο και περπατάει; Τι κάθεται στο αμαξίδιο;». Την κοιτούσαν παράξενα την Έφη, όχι εμένα. Λέει: «Πώς σηκώνεται αυτή και περπατάει;». Εντάξει, ήτανε πρωτόγνωρο. Εντάξει, είχα αποκτήσει εγώ την εμπειρία του περπατήματος ήδη, σου λέω, και δεν είχα θέμα. Το έξω που έβγαινα εκεί, στα χωράφια, γύρω γύρω, το χιόνι… Το πρώτο χιόνι που έπεσε, ας πούμε... Ήρθε ο χειμώνας για, Νοέμβριος, Δεκέμβριος, ξέρω 'γω, άρχισε να χιονίζει και βγήκα έξω θυμάμαι, μόνος μου ήμουνα, και έπιανα το χιόνι, ήθελα να το νιώσω, ρε παιδί μου, πώς είναι το χιόνι, μετά το ατύχημα δηλαδή. Πήγα πόσην ώρα και ασχολιόμουνα με το χιόνι έξω, χιονιζόμουνα, έπιανα —δεν μπορούσα να σκύψω— τους θάμνους εκεί, έπαιρνα το χιόνι και έφτιαχνα τόπια και τα πέταγα. Ναι, ήτανε αυτό, ότι ξαναήρθα στη ζωή, γιατί εγώ είχα φύγει, Θανάση. Να φανταστείς ότι ένα όνειρο που έβλεπα ήτανε ότι ήμουνα κάπου και ήρθε δίπλα μου... ένα τέρας να το πω; Το οποίο μύριζε χωματίλας. Άκου τώρα, μύριζε χωματίλας. Και με λέει: «Θα παλέψουμε». Και αρχίζαμε και παλεύαμε. Το πάλευα εγώ δυνατά, αλλά με νίκησε. Και μου λέει: «Θα σ' αφήσω να ζήσεις, επειδή πάλεψες καλά». Άκου ρε. Πώς το… το μυαλό μου τι έπλαθε, δεν ξέρω. «Θα σ' αφήσω να ζήσεις, επειδή πάλεψες καλά». Και αυτό το είχα κρατήσει πάρα πολύ. Αλλά τι λέγαμε πιο μπροστά και πήγα σ' αυτό; Έχει σχέση τώρα.
Το χιόνι και το ότι γύρισες στην ουσία.
Ναι. Λοιπόν, μετά, είπαμε, είχα πάρα πολλά όνειρα, σκέφτηκα... τι σκέφτηκα; Η εμπειρία, δηλαδή, που έζησα. Έζησα και μια εξωσωματική, να το πω. Ένιωθα να πετάω, όταν ήμουνα στο νοσοκομείο και έβλεπα κάτι ποτηράκια έτσι ανάποδα κάπως. Ένιωθα ότι πετάω μέσα στον χώρο. Και μετά μου είπε η Βίκυ ότι: «Αυτά που έβλεπες —λέει— ήτανε τα μπουκαλάκια με το αίμα που είχες εσύ, αλλά ανάποδα, από πάνω δηλαδή». Τώρα αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω. Αλλά το πιο σημαντικό που συνειδητοποίησα ήταν ότι όταν συνήλθα και ένιωσα το ποιος είμαι, τι ένιωσα να φανταστείς; Δεν ξέρω αν μπορώ να το περιγράψω, να το νιώσει κάποιος, να το καταλάβει. Ότι αν δεν συνερχόμουνα, δεν θα υπήρχα. Δηλαδή, ο άνθρωπος που πεθαίνει, τελείωσε. Πάει. Δεν υπάρχει. Και έτσι είναι, θαρρώ. Δεν έχεις κάτι που να σε συνδέει μ' αυτό που ήσουνα. Δηλαδή, εγώ αυτό σκέφτηκα, ότι: «Συνήλθα, ε; Ά, είμαι ο Άγγελος. Ναι. Ναι. Ξύπνησα από αυτό που έπαθα». Αν δεν ξυπνούσα, δεν θα ήμουνα ποτέ ο Άγγελος. Δεν υπήρξα, δηλαδή, σαν οντότητα δεν υπήρξα. Δεν ξέρω αν στο δίνω να το καταλάβεις. Δεν μπορώ να το πω και αλλιώς.
Σαν να ξαναγεννήθηκες κάπως;
Ναι. Γεννήθηκα, με την έννοια γεννήθηκα αυτός που ήμουνα, πριν ξαναγεννηθώ, ότι είμαι αυτός. Όχι ότι γεννήθηκα, ότι ένιωσα ξανά ένας πρωτόγνωρος άνθρωπος. Πώς γεννιέται ένα παιδί ή μάλλον όταν καταλαβαίνει ότι: «Α, εγώ είμαι αυτός». Εγώ ήμουνα, υπήρξα, είχα χαθεί και ξαναβρέθηκα, ας πούμε, επειδή συνήλθα. Αν δεν συνερχόμουνα, δεν θα είχα ξαναβρεθεί. Θα ήμουνα ένας… Όχι θα ήμουνα, δεν θα ήμουν τίποτα, δηλαδή, δεν θα υπήρχα. Δεν υπήρχα πλέον. Δηλαδή, αυτό λέω, ότι όταν πεθαίνει κάποιος, τελείωσε, δεν υπάρχει. Τελειώνει. Ζει μονάχα σ' εμάς μέσα αυτός ο άνθρωπος, εκείνος δεν υπήρξε ποτέ.
Γι' αυτό σε ρωτάω έτσι, όταν ξαναείδες τα συγγενικά σου πρόσωπα, τη γυναίκα σου, τι συναίσθημα μπορεί να είναι αυτό. Πραγματικά τόσο—
Ήτανε ότι ξαναβρέθηκες με ανθρώπους που αγαπάς. Αυτό είναι σημαντικό. Γενικά ήτανε μια κατάσταση άσχημη για μένα. Ήμουνα νέος μπαμπάς, νέος άνθρωπος, είχα μια ζωή, όπως την είχα φέρει, ας πούμε, και ξαφνικά όλα, σε μια κατάσταση τέτοια, έρχονται τούμπα όλα αυτά και καλείσαι ν' αντιμετωπίσεις καινούργιες καταστάσεις τις οποίες δεν ξέρω αν ήμουνα εδώ, στην Ελλάδα, αν γινόταν αυτό το πράγμα, αν θα μπορούσα να τις αντιμετωπίσω. Δεν θα μπορούσα εγώ, πιστεύω. Δηλαδή, αν δεν έβγαινα έξω, ήμουνα τελειωμένος. Τελειωμένος, είπαμε, τελειωμένος με την έννοια ότι δεν θα έκανα αυτά που έκανε κατόπιν, έτσι; Όλοι… μπορεί να σε στηρίζαν εδώ πέρα οι δικοί σου πάλι, αλλά άμα δεν είχες εσύ τις δυνάμεις, άμα δεν μάθαινες να περπατάς, άμα δεν μάθαινες να οδηγάς, να κολυμπάς, να κάνεις πράγματα, τι; Κάτσε μέσα. Φύλα μέσα. Πάρε ένα πόδι και φύλα μέσα. Εγώ τους άφηνα να με κοιτάνε, γιατί σου είπα το σκεπτικό. Όχι τους άφηνα, το ανεχόμουν, γιατί είχα το σκεπτικό μου ότι εγώ ήρθα εδώ, έχω την οικογένειά μου, θέλω να βγω έξω, να πάω βόλτα, να τους γυρίσω, να τους περπατήσω. Ήτανε ο ένας λόγος. Και ο άλλος, σου είπα, ότι άνθρωποι αγωνιστήκαν για μένα. Δουλέψανε εργατοώρες, πληρώθηκαν, για να μπορώ εγώ να βγαίνω να περπατάω και θα σε δώσω σημασία εγώ εσένα που με κοιτάς στην εκκλησία, ας πούμε; Δεν θα σε δώσω. Τι να σε κάνω; Θες να κοιτάς, αφού δεν έχεις την παιδεία, ας πούμε, που πρέπει να έχεις; Εντάξει, μπορεί να γυρίσεις να κοιτάξεις κάποια στιγμή, αλλά όχι να κοιτάς επίμονα. Ακόμα και σήμερα έχει ανθρώπους... Πάω στην αγορά, κοιτάει ο άλλος. Τι κοιτάς ρε; Τι βλέπεις δηλαδή;. Κοιτάει. Τον κοιτάω κι εγώ, τον κοιτάω και δεν αποσύρει το βλέμμα του, συνεχίζει, κοιτάζει. Τι κοιτάς ρε άνθρωπε; Τι βλέπεις;. Δεν έχουμε, όμως, την παιδεία να καταλάβουμε τι βλέπω. Να πει: «Αυτός ο άνθρωπος έχει ένα θέμα, έχει ένα πρόβλημα, ποιος ξέρει τι τραβάει —έτσι;—, για να βγει στην αγορά να ψωνίσει κι εγώ κάθομαι και τον χαζεύω;». Τι χαζεύεις; Αλλά θα μου πεις εδώ πάει και παρκάρει εκεί που έχεις εσύ... να παρκάρεις εσύ, τώρα θα κοιτάξει αυτό εδώ;
Αυτό που μου 'λεγες στην αρχή.
Ποιο;
Για τα περιστατικά που παρκάρουν στις—
Ναι, ναι. Για τη συμπεριφορά.
Με πρόλαβες, μου το κάλυψες αυτό, ήθελα να σε ρωτήσω όταν γύρισες στο χωριό, ας πούμε, μετά από τόσο καιρό, ήταν ήδη 9 μήνες, είδες τους δικούς σου ανθρώπους, πώς ένιωσες, όλα αυτά. Τα βλέμματα ήτανε και φυσικά όλους αυτούς—
Μες στο χωριό δεν είχα πρόβλημα. Εντάξει, δεν είχα πρόβλημα; Μπορεί να είχα, αλλά δεν ήθελα να το δω, δεν μ' απασχολούσε δηλαδή.
Ναι.
Το να κοιτάζει, γιατί είναι εύλογο να σε κοιτάζουνε. Δεν...[03:40:00]
Θείο, όλους αυτούς τους ανθρώπους που μου ανέφερες εκεί στη Γαλλία, ο Ντενί, η Άννυ, η ψυχολόγος, η κυρία Βίκυ, όλοι αυτοί, προσπάθησες μετά να τους βρεις, όταν γύρισες στην Ελλάδα, είχες φύγει—
Κοίτα, ξαναπήγα. Πήγα άλλες δύο φορές και πήγα πάλι στο κέντρο αποκατάστασης, γιατί είχε ένα βγει ένα καινούργιο πόδι τότες και βγήκα έξω. Ήταν δύσκολο να βγεις, ειδικά το '97, τη δεύτερη φορά, ήταν δύσκολο. Την πρώτη φορά βγήκα πιο εύκολα, γιατί είπα δεν κάνουν καλά πόδια εδώ και τη δεύτερη βγήκα, γιατί βγήκε ένα καινούργιο πόδι και εδώ, στην Ελλάδα, δεν σε εκπαιδεύουνε, ενώ εκεί θα μπορούσα να εκπαιδευτώ. Και βγήκα εκεί και τον Ντενί τον βρήκα, την Άννυ δεν την βρήκα, όμως, γιατί παντρεύτηκε έναν Κριστόφ από εκεί μέσα, ο Κριστόφ ήταν στα πόδια τεχνικός, και παντρεύτηκε αυτόν. Μου λέει ο Ντενί: «Η Άννυ παντρεύτηκε τον Κριστόφ», πώς λέγεται το παντρεμένος; Marié; Κάπως… «Και φύγανε —λέει— από δω», ήταν σε μια άλλη πόλη. Δεν τους βρήκα. Βρήκα μονάχα κάτι νοσοκόμες, κοπελίτσες ήτανε, αλλά μετά ήταν λίγο πιο μεγάλες. Με υποδέχτηκαν οι άνθρωποι. Αυτοί το φιλί το 'χουνε... το αγκάλιασμα το 'χουνε σε μεγάλη συνήθεια, είδα μια… Ναι, αυτή ξέχασα να την αναφέρω. Ήτανε μια Γαλλίδα, αυτή ήταν διοικητικό προσωπικό, η οποία ήξερε λίγα ελληνικά, είχε τρέλα με την Ελλάδα αυτή, η μαντάμ Μπερνώ. Μαντάμ Μπερνώ, μεγαλοκοπέλα, δεν παντρεύτηκε. Αυτή με βοήθησε σε πολλά κι αυτή, λίγο, μέσα εκεί, στο κέντρο αποκατάστασης, γιατί μπορούσα να την πω, και, που λέμε εμείς, τσάτρα πάτρα κάτι καταλάβαινε και τα εξηγούσαμε. Η μαντάμ Μπερνώ, λοιπόν, τη δεύτερη φορά ή την τρίτη φορά που πήγαμε και περπατούσαμε μέσα, είχαμε πάει με τη Βίκυ και την Έφη, δεν ξέρω ποιος άλλος ήτανε, περπατούσαμε, λέει η μαντάμ Μπερνώ: «Ο Άγγελος είναι πολύ όμορφος, αν είχε αδερφό, θα τον παντρευόμουν» και γελούσαμε. Η μαντάμ Μπερνώ. Και μου έστειλε ένα γράμμα η μαντάμ Μπερνώ μετά από τη Γαλλία και δεν ξέρω μετά κι εγώ πώς το αμέλησα. «Α, θα το δώσω να μου το μεταφράσουνε, α, θα το κάνω...» και δεν μπορούσα να καταλάβω κι εγώ πώς το έγραφε, για να κάνω αντιγραφή-επικόλληση, ξέρω 'γω —όχι, δεν είχαμε υπολογιστές—, για να το ψάξω σε dictionnaire —πώς το λένε;— τα λεξικά. Δεν... Και δεν ξέρω τι και που το 'χω κιόλας και λέω: «Λες να με έγραφε η γυναίκα ότι θέλει να 'ρθει, ότι θέλει να κάνει;». Και στεναχωρέθηκα πολύ μ' αυτό, που δεν είχα την επαφή με τη μαντάμ Μπερνώ. Την Έφη τη βοήθησε, την έβαζε εκεί στο δωμάτιο. «Θα βρούμε δωμάτιο, μη στεναχωριέσαι». Και ένα διάστημα, που δεν είχε δωμάτιο, την έβαλε και κοιμόταν στο δωμάτιό της, γιατί οι γιατροί είχανε κάτι δωμάτια να ξεκουράζονται, ξέρω 'γω, ή άμα είχανε πολύ δουλειά, να μένουν μέσα. Και την έδωσε το δωμάτιό της και μέναν με την Ειρήνη στις αρχές. Δηλαδή και πώς μετά, δεν μπόρεσα να καταλάβω, δεν είχαμε την επαφή.
Την κυρία Βίκυ, την ψυχολόγο;
Τι;
Την είδες, είχατε—
Αφού έγινε νονά της Φιλίππας, ρε Θανάση. Ναι. Έγινε κατόπιν νονά της Φιλίππας—
Της δεύτερης κόρης σου, μην θεωρείς δεδομένο ότι—
Της δεύτερης κόρης, ναι. Πόσο; Δυο χρόνια μετά το ατύχημά μου κάναμε τη Φιλίππα και είπε η Βίκυ ότι: «Θα τη βαφτίσω εγώ» τη Φιλίππα. Έκτοτε είχαμε... όσο ήτανε πιο μικρή η Φιλίππα είχαμε πολλές επαφές. Πηγαίναμε στη Βουρβουρού διακοπές και αυτή με τον άντρα της και την κόρη της, δυο χρόνια, τρία, κάναμε μαζί τα καλοκαίρια. Μετά, κατόπιν, ήρθανε πάλι εδώ, στο σπίτι, μείνανε, τους φιλοξενήσαμε εδώ. Και μια άλλη χρονιά ξαναπήγαμε... Αυτοί ερχόταν διακοπές στο... πήγαινε στη Θεσπρωτία εκεί, ένα χωριό, Βελανιδορράχη, κοντά στον ποταμό τον... πώς τον λένε εκείνο τον ποταμό ρε; Τις ψυχές που έπαιρνε; Ο Αχέροντας, κοντά στον Αχέροντα στις πηγές, εκεί. Πήγαμε εκεί διακοπές μαζί. Γενικά έχουμε επαφή, κάνα τηλέφωνο το καλοκαίρι, να έτσι. Τώρα πλέον δεν έχουμε τόσο πολλή επαφή, αλλά μιλάμε στο τηλέφωνο από καμιά φορά. Είναι και νουνά για.
Ναι.
Τον Παπαφυλάκης, αυτός, ο Ιορδάνης, είπαμε ότι συγχωρέθηκε νωρίς, αλλά έχω επαφή με τη μια του την κόρη, την Ελίζαμπετ, η οποία είναι αξιόλογη κοπέλα, και ήρθαν κι εδώ στο χωριό πριν πόσο καιρό. Είχαμε... τους γύρισα εδώ όλα τα μέρη. Ναι, μ' αυτούς μιλάμε σχεδόν μια φορά τον χρόνο, παίρνουν τηλέφωνο, μπορεί να πάρω και καμιά άλλη φορά εγώ, αυτοί, όμως, μου στέλνουνε πάντα... Ο Φιλίπ, ο άντρας της, είναι τέτοιο —πώς το λένε;— σχεδιαστής ρε, σε διαφημιστικά έντυπα και τέτοια και κάνει κάτι ωραίες κάρτες και μου τις στέλνει κάθε Πρωτοχρονιά κι εγώ δεν τους στέλνω κάρτα, τους παίρνω τηλέφωνο και μιλάμε.
Οπότε... Καλά, φυσικά, θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες, ξέρεις—
Ναι, εντάξει.
Όλες όλες τις λεπτομέρειες.
Ναι, μπορείς.
Εγώ κοίταξε, δεν έχω—
Να μην πούμε πράγματα που δεν—
Μόνο εκείνο… Τέλος πάντων, ας μην το πω. Να μην το πω... όχι ότι είναι κακό, που μου είπες ότι σου έλειψε να κάνεις ένα τσιγάρο—
Α, ναι, ναι.
Και ήθελα να σε ρωτήσω—
Ναι—
Τι σου έλειψε—
Ναι—
Αλλά τέλος πάντων.
Είδα το τσιγάρο, ρε παιδί μου, και ήθελα να πάω να καπνίσω τσιγάρο.
Τέλος πάντων, μπροστά σε όλα τ' άλλα αυτό ωχριά. Οπότε θείο, καταρχάς σε ευχαριστώ πολύ, έχει ήδη... είμαστε αρκετές ώρες, είπαμε για τα παιδικά χρόνια, είπαμε τόσα πράγματα, είπαμε, είπαμε, είπαμε... τώρα καλύψαμε αυτό. Νομίζω ότι τώρα μπορούμε να γυρίσουμε πάλι σ' αυτό που μου είπες, για το θέμα της αποκατάστασης. Σ' το αφήνω σε σένα σαν τελευταία ερώτηση, να μου πεις ό,τι νιώθεις. Φυσικά ό,τι νιώθεις, μια ευχή, ό,τι θέλεις εσύ, αλλά και αυτό, το θέμα της αποκατάστασης, που πλέον και αυτοί που θα μας ακούν καταλαβαίνουν πόσο σωστά πήγε εκεί, πόσο σε βοήθησε και τι συμβαίνει σήμερα—
Κοίταξε, από την εμπειρία μου και απ' αυτά που βλέπω, αν δεν υπάρχει πολιτική βούληση να γίνει η αποκατάσταση σωστά, δεν θα γίνει ποτές σωστά. Στον βαθμό που είναι σήμερα, δεν γίνεται αποκατάσταση στην Ελλάδα. Είναι όλα άρπα κόλλα. Πάνε να τη δώσουνε σε ιδιώτες την αποκατάσταση και εκεί δεν γίνεται σωστά. Ας πούμε, έρχονται κόσμος από ιδιωτικά κέντρα εδώ στο ΚΕΦΙΑΠ, του Αμυνταίου, που όπως είπαμε δουλεύει, και έρχονται σε κακή κατάσταση. Δεν τους προσέχουνε. Κοιτάζουνε να πάρουνε τα χρήματα του ταμείου, γιατί τα πρώτα χρήματα τα δίνει το ταμείο, μετά οι άνθρωποι αδυνατούν να πληρώσουνε, φεύγουνε από κει και πάνε σπίτι τους και φυτοζωούν. Εκτός άμα θα 'ρθει εδώ, γιατί εδώ στο κέντρο αποκατάστασης, στο Αμύνταιο, έρχονται από όλη την Ελλάδα σχεδόν, Θανάση, τη βόρειο Ελλάδα. Αυτοί που το ξέρουνε και το 'χουνε μυριστεί έρχονται εδώ. Από Θεσσαλονίκη έρχεται κόσμος εδώ, να κάνει αποκατάσταση εδώ πέρα. Δηλαδή, δεν δουλεύει η αποκατάσταση, την έχουνε σε δεύτερη μοίρα στην Ελλάδα. Θα μου πεις: «Μικρή χώρα είμαστε, φτωχή χώρα, δεν έχουμε πόρους, δεν έχουμε αυτά», αλλά θα πρέπει να 'ρθουνε. Δεν μπορεί, δηλαδή, να παίρνει το νοσοκομείο της Φλώρινας μηχανήματα από το ΚΕΦΙΑΠ Αμυνταίου. Δεν μπορεί, δεν γίνεται αυτό. Ή να παίρνει υπαλλήλους. Αυτοί οι υπάλληλοι πρέπει να είναι εδώ. Και αυτό που κυριαρχεί τώρα, δηλαδή είναι η πρόταση του αναπηρικού κινήματος, είναι να φύγουνε απ' την υγεία, από το νοσοκομείο, και να γίνει αυτόνομος οργανισμός, ότι αυτό είναι αποκατάσταση, ότι αυτός ο νοσοκόμος που είναι στην αποκατάσταση ή ο θεραπευτής ή ο κηπουρός, θα μείνει εδώ. Δεν μπορεί να τον παίρνει ο διοικητής του νοσοκομείου, να τον πάει στο κέντρο, στο κεντρικό νοσοκομείο. Έτσι; Αυτό που πρέπει να προσέξει η πολιτεία είναι η αποκατάσταση, γιατί σου είπα πόσο σημαντική είναι. Όχι μονάχα για κάποιον που δεν θα δουλέψει, αλλά και αυτός που δουλεύει, όταν γίνει σωστή αποκατάσταση και γίνει και γρήγορα, ξαναγυρνάει στη δουλειά του και κάνει τη δουλειά του. Αυτό έχει όφελος στην εθνική οικονομία. Δεν έχει να κάθεται στο σπίτι και να λέει: «Πάω να κάνω φυσικοθεραπεία τώρα και δεν μπορώ» και άντε πάρε αναρρωτική. Είναι σημαντική η αποκατάσταση και για την ψυχική υγεία του ανθρώπου αλλά και για το κράτος. Να τον κάνει τον πολίτη να πάει πιο γρήγορα[03:50:00] στη δουλειά του. Και αυτό σημαίνει μια υγιής κοινωνία. Δεν μπορεί να έχουμε, δηλαδή... να με παρατήσεις εμένα τώρα, να με φέρεις στο σπίτι, να είμαι μέσα εδώ, στο σπίτι και τι γίνεται; Τα παιδιά μου θα έχουνε προβλήματα, η γυναίκα μου θα έχει προβλήματα, όλοι θα έχουμε προβλήματα μες στην οικογένεια. Πώς θα γίνει υγιής αυτή η κοινωνία; Όταν δεν έχει αυτά τα προβλήματα. Έχει μεν το κινητικό πρόβλημα —εμένα—, αλλά δεν τον σταματάει από το να ζήσει. Φαντάσου τώρα εσύ να έχεις ένα παιδί μέσα στο σπίτι σου άρρωστο —έτσι;— και να το φροντίζεις. Τι θα γίνει; Πώς θα είσαι; Όταν μες στην κοινωνία υπάρχουν άνθρωποι στεναχωρημένοι... Τώρα μου λες τι σου λέω; Εν πάση περιπτώσει, αλλά… Μα είναι τόσα στην Ελλάδα ειδικά που σε στεναχωρούνε πράγματα και λες: «Τώρα κι αυτό...». Ίσως και γι' αυτό και αυτοί δεν το δίνουν σημασία, την αποκατάσταση. Σου λέει: «Άσ' τον, να τον κάνουμε καλά, να τον στείλουμε στο σπίτι και τελείωσε και πάει». Αλλά το θέμα είναι ότι το εκμεταλλεύεται ο ιδιώτης. Κάνει πισίνες ωραίες, κάνει αυτά, σε βάζει και μέσα, «Έλα, κολύμπα» —έτσι;—, παίρνει κι έναν υπάλληλο, τον δίνει 600 ευρώ και από σένα παίρνει 200 τη μέρα. Τι; Τι γίνεται; Δεν είναι αποκατάσταση αυτό.
Θείο, για να μη κλείσουμε με —όσο, δηλαδή, θέλεις κι εσύ— να μη κλείσουμε με κάτι αρνητικό, δεν ξέρω, και μια ευχή για το μέλλον, κάτι, ό,τι θέλεις εσύ. Καλά, ας είναι και αρνητικό, αλλά κατάλαβες. Επειδή σε είδα λίγο τώρα... ξέρεις.
Όχι, εντάξει, η ευχή πάντα είναι θετική, δεν μπορούμε να δώσουμε αρνητική ευχή, Θανάση. Λοιπόν, τι να πω; Για την περίπτωσή μου, ας πούμε, να πω ότι... Καλύτερες εργασιακές συνθήκες για τον εργαζόμενο, με μέτρα ασφάλειας, ας πούμε, αυτά που πρέπει να έχει ο κάθε εργαζόμενος, ανάλογα που δουλεύει, ένα είναι αυτό και καλή και γρήγορη αποκατάσταση στα κέντρα αυτά. Να πούμε ότι αυτό που είναι σημαντικό είναι η υγεία. Την υγειά μας να έχουμε, που λέμε, και, δεν ξέρω, να μπορέσουνε οι πολιτικοί, οι κυβερνήτες, ας πούμε, αυτού του κράτους, να αντιληφθούν ορισμένα πράγματα, τις ανάγκες του κόσμου, που η υγεία είναι από τα πιο σημαντικά, νομίζω, και μετά είναι η δουλειά, η εργασία. Αλλά δεν βλέπω... τα πράγματα δεν πάνε καλά και να ευχηθούμε να πάνε. Αυτό.
Θείο, σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!
Ωραία, Θανάση μου, κι εγώ ευχαριστώ που μ' έδωσες τη δυνατότητα να μεταφέρω κάποια πράγματα στο ευρύ κοινό.