© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μια γεωγράφος ερευνά την κλιματική αλλαγή και τη ρύπανση στη νορβηγική Αρκτική

Κωδικός Ιστορίας
18035
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δανάη-Μαρία Κοντού (Δ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/02/2021
Ερευνητής/τρια
Μαρίνα Μπάντιου (Μ.Μ.)
Μ.Μ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Δ.Κ.:

Καλησπέρα.

Μ.Μ.:

Πώς ονομάζεσαι;

Δ.Κ.:

Δανάη-Μαρία Κοντού.

Μ.Μ.:

Είναι Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου, είμαι με τη Δανάη Κοντού, βρισκόμαστε στην Κέρκυρα, εγώ ονομάζομαι Μαρίνα Μπάντιου και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Μίλησέ μας για εσένα.

Δ.Κ.:

Λοιπόν, είμαι 29 χρονών, από την Κέρκυρα, από δω. Έχω σπουδάσει Γεωγραφία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στη Μυτιλήνη. Ήμουν εκεί 2010 με 2015. Μετά έκανα ένα μεταπτυχιακό εδώ, στο Ιόνιο, στην Ιστορική Δημογραφία και στη συνέχεια, μετά από τραμπαλίσματα, πήρα μία υποτροφία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, από το πρόγραμμα Εrasmus Mundus Plus, για να σπουδάσω Χαρτογραφία, μεταπτυχιακές σπουδές, στο Πολυτεχνείο του Μονάχου, της Βιέννης, της Δρέσδης και το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Τβέντε. Και τώρα κάνω διδακτορικό πάνω στην αρκτική γεωγραφία στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ στην Αγγλία. Αυτά.

Μ.Μ.:

Μίλησέ μας για το ταξίδι σου στην Αρκτική λοιπόν.

Δ.Κ.:

Τώρα, το καλοκαίρι του 2019 είχα κάνει αίτηση για ένα δίμηνο course, σεμινάριο, μάθημα τέλος πάντων, που ήταν τύπου summer course, στο Σβάλμπαρντ, σε ένα αρχιπέλαγος κοντά στο Βόρειο Πόλο, που διοικητικά, ας πούμε, ανήκει στη Νορβηγία. Και έχει ένα πανεπιστήμιο εκεί που κάνει μόνο διδακτορικά και course για μεταπτυχιακούς. Και το πρόγραμμα που παρακολούθησα ήταν για το πετρέλαιο στην Αρκτική, που κατά σύμπτωση το διάλεξα, γιατί έψαχνα κάτι που να είναι έτσι εισαγωγικό, να είναι κάτι γενικό, που να έχει σχέση και με τις γνώσεις μου, ρε παιδί μου, με τη γεωγραφία, να μπορώ να το παρακολουθήσω και… γιατί διάβαζα για την Αρκτική και την Ανταρκτική αρκετά και ήθελα να βρω μία ευκαιρία που να είναι και ακαδημαϊκή και να μπορώ να έχω και επαφή με το πεδίο, ας πούμε. Και πήγα. Περίμενα τελείως διαφορετικά πράγματα από αυτά που αντίκρισα. Περίμενα να δω χιόνια, παγετώνες, θαλάσσιους πάγους, πολικές αρκούδες. Έπαθα ένα μεγάλο πολιτισμικό σοκ. Και ερχόμενη από… γιατί έκανα διακοπές Πάσχα στην Ελλάδα, μετά πήγα στη Βιέννη, που ήτανε το δεύτερο εξάμηνο του μεταπτυχιακού μου και είχε τρελή ζέστη, και φτάνω στο Σβάλμπαρντ και πέτυχα τις μέρες που ήτανε το ρεκόρ ζέστης που είχε καταγραφεί μέχρι τότε και είχε 8 βαθμούς Κελσίου. Και είχα πάθει μεγάλο σοκ, δεν ήξερα τι να περιμένω. Δηλαδή μου είχε κάνει εντύπωση ότι μπορούσα να πάω με αεροπλάνο. Δεν το ’χα ψάξει και πάρα πάρα πολύ. Πήγα, το course ήτανε πάρα πολύ ωραίο, ήτανε αρκετά γενικό. Γίνεται κάθε χρόνο για όλους τους φοιτητές μεταπτυχιακών σπουδών ή διδακτορικών, μπορείς να κάνεις αίτηση. Είναι με δικά σου έξοδα να πας. Δεν έχει δίδακτρα, πληρώνεις μόνο τη διαμονή σου. Που είναι ένα μέρος που δεν έχει μόνιμους κατοίκους, έχει ορυχεία –η βασική τους ασχολία είναι τα ορυχεία– και τουρισμό, που έρχονται με κρουαζιερόπλοια. Και εγώ εκεί πέρα μάθαινα για το αρκτικό πετρέλαιο, παρακολουθούσα τις διαλέξεις και έκανα κάποιες ημερήσιες δουλειές –πώς τα λένε;– τύπου μεροκάματα, ας τα πούμε, στο εργαστήρι που δούλευα τότε και έψαχνε βοηθούς. Και πήγαινα για ψάρεμα το πρωί. Ψάρευα μπακαλιάρους αρκτικούς και τους πήγαινα μετά στο εργαστήρι να τους ανοίξουνε, μερικές φορές τούς είχα ανοίξει και εγώ, και ψάχνανε μικροπλαστικά. Και το σοκ που έπαθα ήταν με το πόσα πολλά μικρά μικροπλαστικά έχει στην Αρκτική και μόλυνση και τα λοιπά. Επίσης, έμαθα για[00:05:00] τη μόλυνση του πετρελαίου και την εξόρυξη πετρελαίου, που τα είχα συνδυάσει γιατί τότε ξεκινούσε και η συζήτηση για τις εξελίξεις στην Κέρκυρα και στην Κρήτη στη θάλασσα. Οπότε, με βοήθησε στο να καταλάβω και πώς λειτουργούνε και για τις δονήσεις που κάνουνε στη θάλασσα και ενοχλούνε τα μεγάλα ψάρια, τύπου φάλαινες, δελφίνια, καρχαρίες και τα λοιπά, και χαλάνε τα οικοσυστήματα. Αλλά και από την άλλη πλευρά, την οικονομική, το τι μπορεί να επιφέρει στο οικονομικό σύστημα της χώρας και τα λοιπά. Είχα και μία περιπέτεια με έναν παγετώνα που κόντεψα να σκοτωθώ. Γιατί ναι μεν ήταν αρκετά ασφαλές να περπατήσεις στους παγετώνες και στα βουνά… Έπρεπε βέβαια να περάσουμε την εκπαίδευση με την οπλοφορία, που σχεδόν απέτυχα γιατί έβαλα τα κλάματα. Δεν είχα κρατήσει όπλα στη ζωή μου προφανώς. Τέλος πάντων, την πέρασα την εξέταση και τη διαδικασία και είχαμε πάει προς τις τελευταίες μέρες με κάποιους συναδέλφους από εκεί και περπατούσαμε. Αλλά ο παγετώνας ήταν αρκετά γρήγορος, λόγω της ζέστης, και γλιστρούσε αρκετά, αλλά δεν μπορούσαμε να πάμε πίσω, οπότε ο μόνος δρόμος ήταν μπροστά και συνέχισα εγώ με κλάματα, αλλά όλα καλά εν τέλει, δεν χρειαστήκαμε ελικόπτερο. Γενικά ήταν μία εμπειρία που με κυνηγάει ακόμα και ήτανε και μία εναρκτήρια, ας το πούμε, στιγμή για μένα, το να θέλω να μελετήσω και την Αρκτική, να το συνεχίσω ακαδημαϊκά. Και έκανα αιτήσεις για διδακτορικά σε πανεπιστήμια με βάση την Αρκτική, δηλαδή όλες μου οι προτάσεις ήτανε γύρω στη γεωγραφία της Αρκτικής, τηλεπισκόπηση, γιατί με αυτό… αυτός ήταν ο τομέας μου. Με τα πολλά, με πήρανε εκεί που έκανα την πρώτη μου αίτηση, στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ, που η χρηματοδότηση ήταν για ένα πρόγραμμα που λέγεται «Durham Arctic» και έχει ερευνητές από πάρα πολλά πεδία: από ψυχολογία, ανθρωπολογία, εθνογραφία και τα λοιπά. Και πήρανε κι εμένα για να κάνω γεωγραφία της Αρκτικής. Έχει αλλάξει πάρα πολύ το πεδίο έρευνάς μου από θέμα τεχνικών. Δηλαδή, από κει που θα μελετούσα μόνο δορυφορικές εικόνες και μεταβολή πάγου-βλάστησης, τώρα μελετάω θεωρία της χαρτογραφίας, που εννοείται είναι στο πλαίσιο του τομέα μου, και ασχολούμαι με την παρουσία της απουσίας στους χάρτες τους αρκτικούς. Και έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Θα δούμε πώς θα πάει στην πορεία. Και ελπίζω να έχω κι άλλες αρκτικές εμπειρίες.

Μ.Μ.:

Ωραία. Πες μας περισσότερα για την εκπαίδευση στην οπλοφορία, που ανέφερες.

Δ.Κ.:

Ούτε να το θυμάμαι δε θέλω. Εγώ είχα διαβάσει ότι υπάρχει, το είχα εκλάβει… Γιατί την έκανα την αίτηση πολύ γρήγορα, γιατί από τη μέρα που βρήκα το πρόγραμμα αυτό, είχα πολύ λίγες μέρες προθεσμία για το deadline, μέχρι να κάνω την αίτηση. Και λέω «Ωραία». Την κάνω την αίτηση και μετά μέχρι να με πάρουνε, να βρω και να καταλάβω και τι γίνεται, είχα και εξετάσεις, μετακομίσεις από το ένα εξάμηνο στο άλλο με το μεταπτυχιακό μου, δεν τα είχα καλοδιαβάσει τι γίνεται εκεί. Είδα ότι υπάρχει πιθανότητα οπλοφορίας, αλλά δεν το ’χα καταλάβει καλά, γιατί μάλλον δεν ήθελα να καταλάβω! Kαι φτάνω εκεί και το άκουσα ότι πρέπει να περάσουμε τη διαδικασία αυτή από κάποιους άλλους που ήτανε ήδη καιρό, ήταν για κάποια άλλα course, και έπαθα ένα μικρό σοκ. Και έρχεται… Αυτό ήταν στις πρώτες δύο μέρες, μας είπαν, ρε παιδί μου, τα βασικά, τι γίνεται, ότι όντως κατεβαίνουν αρκούδες, πρέπει να προσέχουμε, πώς να φερθούμε, ότι πώς να προσέχουμε με τα σκουπίδια, και όλα αυτά τα βασικά που πρέπει να ξέρουμε για τον τόπο και ότι πρέπει να περάσουμε τη διαδικασία της –πώς το λένε;– της στοχοβολής; Και παθαίνω ένα σοκ. Το όπλο ήτανε μία [00:10:00]δίκανη καραμπίνα και δεν είχα ιδέα, δεν ήξερα πόσο μεγάλο είναι, πόσο βαρύ είναι, δεν ήξερα τίποτα. Και μας παίρνουν στο χώρο εκεί που ήτανε οι στόχοι, που ήτανε μέσα στο βουνό, έκανε και αντίλαλο από τους παγετώνες, ήτανε και αρκετά μακριά από την πόλη το χωριό τέλος πάντων. Και πάμε εκεί πέρα, μας λέει ο εκπαιδευτής: «Πάρτε την καραμπίνα στα χέρια σας να μάθουμε να βάζουμε τις σφαίρες μέσα», και παθαίνω εκεί το πρώτο σοκ. Και μας εξηγεί, τέλος πάντων, ότι δεν πρέπει να στοχεύουμε την αρκούδα στο κεφάλι αν έρχεται κατά πάνω μας, γιατί έχει πάρα πολύ χοντρό κρανίο, και να φαντάζομαι εγώ τις αρκούδες να έρχονται κατά πάνω μου και είχα χεστεί πάνω μου –συγγνώμη– και μας έχει χωρίσει σε δυάδες. Γιατί όταν θα είσαι στο πεδίο, ρε παιδί μου, δεν πρέπει ποτέ να είσαι μόνος σου, γιατί είναι αρκετά μεγάλος κίνδυνος και ότι ο ένας οπλοφορεί και ο άλλος κρατάει ένα μικρότερο όπλο που ρίχνει κρότου-λάμψης ή το άλλο που βγάζει έναν κόκκινο καπνό, να μπορεί να συνδεθεί κάποιος από μακριά ότι είσαι σε κίνδυνο, κι ο άλλος στοχεύει. Οπότε, το είχαμε κάνει σε ζευγάρια και εγώ θα έριχνα δεύτερη. Και με το που είμαστε στην καμπίνα και ρίχνει η κοπέλα η πρώτη γίνεται… είχε αντίλαλο πολύ και έβαλα τα κλάματα. Και πιστεύω ότι μου έσκασαν εικόνες επειδή όταν σπούδαζα στη Μυτιλήνη ήτανε το μεγάλο προσφυγικό κύμα και άκουγα ιστορίες από τους πρόσφυγες από τη Συρία για τον πόλεμο, για τα όπλα και όλα αυτά, και μου ’σκασαν εικόνες σαν να είμαι σε πόλεμο. Έβαλα τα κλάματα, του είπα του εκπαιδευτή: «Δεν μπορώ να ρίξω τώρα». Τέλος πάντων, ευτυχώς –καλά να ’ναι όπου είναι τώρα– μου λέει: «Εντάξει, μπορείς να έρθεις να ρίξεις μόνη σου». Και ευτυχώς με άφησαν, τέλος πάντων, την πέρασα τη διαδικασία μετά με πιο ηρεμία. Ναι, αλλά γενικά προτιμούσα να είμαι πάντα το άτομο που κρατάει το κρότου-λάμψης και να μην ασχοληθώ με τα μεγάλα όπλα. Δεν είχα καμία διάθεση.

Μ.Μ.:

Χρειάστηκε είτε εσύ είτε κάποιο άλλο μέλος της ομάδας σου να χρησιμοποιήσετε τα όπλα;

Δ.Κ.:

Πάλι καλά όχι, ευτυχώς. Αρκούδα είδα από μεγάλη απόσταση, στην άλλη άκρη του φιορδ. Και ενώ με ρώταγαν όλοι οι φίλοι μου «Είδες καμία αρκούδα; Είδες καμιά αρκούδα;», λέω «Πάλι καλά, δεν είδα». Γιατί δεν ήθελα να χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε όπλα και να ’μαι μπροστά. Και σε ασφαλές κατάσταση να ήμουνα, πάνω σε καράβι, ξέρω γω, πάλι φοβόμουνα πάρα πολύ. Οπότε, πάλι καλά. Η μόνη στιγμή που χρησιμοποιήσαμε το όπλο ήτανε όταν ανεβαίναμε σε έναν παγετώνα και με την άκρη του όπλου ο συνάδελφος που οπλοφορούσε έκανε λίγο το χιόνι να δει αν θα υγροποιηθεί για να μπορούμε να πατήσουμε.

Μ.Μ.:

Απαιτούσε κάποια συγκεκριμένη προετοιμασία για να κάνεις αυτό το ταξίδι;

Δ.Κ.:

Λοιπόν, εγώ προετοιμάστηκα ελάχιστα. Δεν είχα καμία επαφή με το πού πάω. Δηλαδή, να, ευτυχώς έχουνε πολύ καλά βίντεο προετοιμασίας και αυτά, από το πανεπιστήμιο το UNIS, University Centre of Svalbard, που σου εξηγούσε, ρε παιδί μου, πώς να ντύνεσαι σωστά, για τις θερμοκρασίες, τύπου να βάζεις το κολάν το ισοθερμικό, να έχει layers, ότι να προτιμάς τα μάλλινα από τα συνθετικά και τέτοια. Εγώ δεν είχα τίποτα από όλα αυτά, αλλά το ’χα βάλει στόχο να πάω οπότε δεν με πολυένοιαξε και λέω: Στην τελική, θα δανειστώ από κάποιον, δεν μπορεί. Αλλά ήταν λάθος μου, δηλαδή, αν μου ζητήσει κάποιος τώρα τη συμβουλή μου για το πώς να προετοιμαστεί, δεν θα του πω να πάει όπως πήγα. Θα του πω, θα του δώσω συγκεκριμένες οδηγίες, ότι όντως πρέπει να έχει μάλλινο, ότι πρέπει όντως να έχει καλά παπούτσια για το χιόνι, και ας μην είναι εποχή χιονιού. Από ψυχολογικής πλευράς δεν πιστεύω ότι χρειάζεται κάτι, δεν είναι κάποιο βαρύ κλίμα. Εκτός αν πας χειμώνα, που είναι όλη μέρα νύχτα,[00:15:00] και εκεί σίγουρα πρέπει να πας προετοιμασμένος ότι δεν θα δεις ήλιο, δεν θα δεις μέρα, θα ’ναι πάρα πολύ κρύα. Αυτό μόνο.

Μ.Μ.:

Όταν πήγες εσύ πώς ήταν η μέρα, η νύχτα;

Δ.Κ.:

Εγώ πήγα μέσα Ιουνίου με μέσα Αυγούστου και πέτυχα να είναι όλο όλο μέρα. Δηλαδή, έβλεπα τον ήλιο 24 ώρες το 24ωρο. Και τις τελευταίες μέρες που ήμουν εκεί ήτανε ό,τι και είχε αρχίσει να κατεβαίνει ο ήλιος και επειδή η πόλη είναι μέσα στα φιορδ κρυβόντανε λίγο πίσω από το βουνό και ένιωθα διαφορά, δηλαδή είχε ζέστη. Ζέστη… τώρα μη φανταστείς, με τα μάλλινα ήμασταν και με τα διπλά μπουφάν, αλλά άμα καθόσουνα στον ήλιο, από τη σκιά είχε διαφορά. Δηλαδή στον ήλιο τη μέρα που έκανε το ρεκόρ ζέστης χτύπησε τους 9 βαθμούς. Αλλά αν ήσουνα δίπλα από τον παγετώνα και φυσούσε δεν πά’ να είχε και 9 βαθμούς, σε διαπερνούσε, σε έφτανε στο κόκαλο. Επίσης, είχα χάσει τον ύπνο μου γενικά, γιατί –με την προετοιμασία, που με ρώτησες πριν– δεν είχα πάρει μάσκα ύπνου, για παράδειγμα. Πού να το φανταστώ ότι θα είναι βασικό αξεσουάρ μία μάσκα ύπνου; Και μου είχε πει ένας άλλος, που ήταν εκεί από καιρό, να βάλω αλουμινόχαρτο στο παράθυρό μου γιατί δεν έχουνε παντζούρια, γιατί διαστέλλονται, συστέλλονται, κάτι τέτοια μου λέγανε. Οπότε, μου είχε πει να βάλω αλουμινόχαρτο στα παράθυρά μου, για να κάνει συσκότιση. Και μετά από μία δύο εβδομάδες μπήκα σε ρυθμούς, ρε παιδί μου, και έμπαινα σε mood νύχτας, ενώ απέξω είχε ήλιο λαμπερό, και έμπαινα στο δωμάτιό μου με συσκότιση να νομίζω ότι είναι βράδυ.

Μ.Μ.:

Θα ήθελες να μας περιγράψεις μία τυπική σου μέρα;

Δ.Κ.:

Ναι, αμέ, λοιπόν, μία τυπική μέρα. Μπορώ να σου πω την αγαπημένη μου μέρα, που ήτανε και στα πλαίσια της έρευνας. Ξυπνούσα αρκετά νωρίτερα από τους συναδέλφους μου. Μέναμε σε σπίτια ξύλινα, που είναι υπερυψωμένα από το έδαφος λόγω permafrost, μόνιμα παγωμένου υπεδάφους, oπότε αν ακουμπάνε στο χώμα παράγει θερμοκρασία το σπίτι, οπότε μπαίνει μέσα, λιώνουν και τα λοιπά. Τέλος πάντων, και από το παράθυρό μου κάθε πρωί έβλεπα ταράνδους. Είναι μία ειδική… όχι ειδική, είναι μία συγκεκριμένη ράτσα –δεν ξέρω πώς λέγεται– ταράνδων στο αρχιπέλαγος εκεί, που είναι κοντούληδες με μεγάλα κέρατα και είναι πάρα πολύ φιλικοί, παρόλο που τους τρώνε εκεί καμιά φορά, και ερχόντουσαν. Οπότε ήθελα να ξυπνήσω και νωρίς να τους πετύχω, που περνάγανε να τρώνε. Και μετά θα έτρωγα συνήθως νωρίς, γιατί μέναμε στον ίδιο όροφο 12 άτομα, οπότε δεν ήθελα σε μία κουζινούλα να συμπέσουμε, και έβγαινα απευθείας έξω, εκτός αν έβρεχε ή χιόνιζε, που θα έβγαινα τελευταία στιγμή. Στην πόλη, επίσης, δανείζουνε ποδήλατα δωρεάν για τους ερευνητές και για όλους, οπότε είχα πάντα το ποδήλατο και κατέβαινα γρήγορα στο πανεπιστήμιο. Στο πανεπιστήμιο βγάζαμε τα παπούτσια μας μπαίνοντας και το νιώθεις πολύ οικεία όταν βγάζεις τα παπούτσια σου, και είχαμε τις παντόφλες μας εκεί και τα λοιπά. Έπαιρνα το πρωινό μου στην καφετέρια του πανεπιστημίου, που συνήθως είχε βάφλες, και πάντα… επίσης, έχει ένα κοινόχρηστο πιάνο, που παίζουνε και μαθαίνουνε και τα παιδιά που μένουνε εκεί τους περισσότερους μήνες, αρκετούς, που είναι παιδιά που οι γονείς τους δουλεύουν στο πανεπιστήμιο ή έχουν σχέση με τα ορυχεία ή είναι στα ξενοδοχεία, εστιατόρια και αυτά, που δουλεύουνε για τον τουρισμό που έρχεται με τα κρουαζιερόπλοια, και υπάρχει ένα κοινόχρηστο πιάνο και παίζουνε. Έρχονται ό,τι ώρα να ’ναι. Είναι 24 ώρες ανοιχτό το πανεπιστήμιο. Ναι. Οπότε θα έτρωγα και τις βάφλες μου και μετά θα πηγαίναμε για δουλειά, που πήγαινα με τους συναδέλφους, που είχαμε αυτά. Η αγαπημένη μέρα ήταν που είχαμε πάει για ψάρεμα. Είχα πιάσει ένα ψάρι 7 κιλών,[00:20:00] από τελείως σύμπτωση. Και στην Κέρκυρα με τον παππού μου πηγαίναμε για ψάρεμα, αλλά το μεγαλύτερο ψάρι που θα ’πιανα θα ήτανε γραμμαρίων! Και είχα πιάσει αυτό το τεράστιο ψάρι, που δεν θυμάμαι καν τι ήτανε, και ήταν 7 κιλά. Και το σηκώσαμε τρία άτομα, γιατί κατευθείαν νομίζαμε ότι είχε κολλήσει σε κάποια βράχια. Ναι, ήτανε πολύ ωραία μέρα. Μετά το ’φαγα το ψάρι αυτό. Και την ίδια μέρα είχαμε πάει για σάουνα και ήτανε μία σάουνα που ήτανε ακριβώς μπροστά από τη θάλασσα. Και έμπαινα στη σάουνα, είχε τζάμι μπροστά, περάσανε φάλαινες Beluga από μπροστά και ήτανε σαν κυματάκια, έτσι, πολύ ωραίες και αργές, άσπρες άσπρες. Και ήτανε τεράστιο κοπάδι. Εμένα μου ’χε φανεί κοπάδι τεράστιο, αλλά δεν ξέρω πώς είναι το φυσιολογικό του μέγεθος, μιας αγέλης. Και μετά αποφασίσαμε, αφού είχαμε ζεσταθεί από την σάουνα, να ρίξουμε μία βουτιά. Και το νερό ήτανε στους -4, αλλά επειδή είναι ανοιχτή θάλασσα δεν είχε παγώσει, αλλά ήτανε παχύρευστο το νερό και ήτανε τρομερό. Μπήκα μέχρι τη μέση και έφυγα τρέχοντας να ξαναμπώ στη σάουνα!

Μ.Μ.:

Πώς θα έλεγες ότι σε επηρέασε αυτή η εμπειρία;

Δ.Κ.:

Πιστεύω ότι όποτε και να βρεθούμε στα άκρα –ό,τι και αν είναι αυτά τα άκρα– μας κάνει να συνειδητοποιούμε πράγματα, μας κάνει καλύτερους, ελπίζω, και τα λοιπά. Οπότε, εγώ εκεί βρέθηκα σε ένα μέρος που δεν περίμενα, δεν ήξερα τι θα βρω και δεν ήξερα τίποτα, οπότε πιστεύω ότι σίγουρα πήρα εμπειρίες, γνώσεις, έφτασα στα άκρα, με την έννοια ότι πίεσα τον εαυτό μου να περάσω την εκπαίδευση με τα όπλα, για παράδειγμα, ή είχα συνέχεια το φόβο με τις αρκούδες και ήμουνα alert. Που δεν το είχα ξαναζήσει ποτέ αυτό, να είμαι alert μην έρθει καμιά αρκούδα από πίσω μου ή μην εμφανιστεί από το νερό, ξέρω γω. Και παρ’ όλα αυτά, παρόλο που συνήθως θα ήμουνα με το φόβο ή με την αυτή, με επηρέασε στο να θέλω, με εξίταρε, ήθελα να το μάθω κι άλλο και να το ερευνήσω και να δω τι αυτό. Οπότε πιστεύω με έκανε να πεισμώσω και να θέλω κι άλλο.

Μ.Μ.:

Εκτός από τις βάφλες και τα ψάρια που ανέφερες, σε τι άλλο βασιζόταν η διατροφή σου;

Δ.Κ.:

Λοιπόν, γενικά στην πόλη αυτή, στο Λονγκιαρμπίεν… που έχει δύο πόλεις στο Σβάρντμπαλντ, που η μία είναι η νορβηγική, που λέγεται Λονγκιαρμπίεν και είναι η πιο διάσημη, στο Google φωτογραφίες και αυτά, και η άλλη, που δεν είναι τόσο διάσημη, τώρα μου διαφεύγει το όνομα, είναι ρωσική πόλη, έχει 200 κατοίκους και έχει ένα ορυχείο. Και στην πόλη τη νορβηγική, που έμενα εγώ εκεί και ήταν και το πανεπιστήμιο και όλα, έχει ένα σούπερ μάρκετ αρκετά μικρό, που δεν έχει πάντα πάντα από όλα τα τρόφιμα. Και έχω και δυσανεξία στη λακτόζη και αυτά, οπότε αυτοί καταναλώνουν πάρα πολύ γάλα στη διατροφή τους, οπότε εγώ το απέφευγα. Αλλά δοκίμασα μία φορά τάρανδο με πουρέ αρακά, πάρα πολύ ωραίο ήτανε, να την πω την αμαρτία μου, και μία φορά δυστυχώς δοκίμασα φάλαινα, που επίσης την τρώνε. Και βασικά δεν είχα καμία διάθεση να δοκιμάσω φάλαινα, ειδικά αφότου είχα μάθει για το πώς τις κυνηγάνε, ότι είναι πάρα πολλά είδη φαλαινών που είναι σε κίνδυνο εξαφάνισης και τα λοιπά και τα λοιπά, αλλά ήτανε να πεταχτεί, δηλαδή ήταν από τα τελευταία κομμάτια, και είπα: «Άντε, αφού θα πεταχτεί που θα πεταχτεί, να το φάω». Και δεν ήταν και ωραίο κρέας, να πω την αλήθεια, έμοιαζε και λίγο σαν στυφό μοσχάρι ήτανε. Οπότε να μην τις τρώμε τις φάλαινες, να μην τις κυνηγάμε!

Μ.Μ.:

Η συνεργασία με ερευνητές από διαφορετικές εθνικότητες πώς ήταν;

Δ.Κ.:

Λοιπόν, θα σου πω. Στο σπί[00:25:00]τι που έμενα μέναμε με Γάλλους, με δύο ερευνητές Γάλλους, με έναν Αυστραλό, έναν Ιταλό και κάποιες κοπέλες που ήτανε από σκανδιναβικές χώρες και μία Γερμανίδα. Ειδικά με τη Γερμανίδα πλέκαμε όλη την ώρα. Πιστεύω ότι και αυτό ήταν εμπειρία για μένα, γιατί καθόμασταν σε ένα τραπέζι όλοι μαζί να χαλαρώσουμε και το να μιλάς με κόσμο που έχει τελείως διαφορετικές κουλτούρες, ακόμα και για το ακαδημαϊκό που ενδιέφερε εμένα εκείνη την περίοδο, ήταν όλοι σε κάποιο πανεπιστήμιο με διαφορετική κουλτούρα, διαφορετικό τρόπο ζωής, διαφορετικές εμπειρίες. Επίσης, ο ένας ήτανε βιολόγος, ο άλλος ήτανε παγετωνολόγος, άλλος ήτανε μικροβιολόγος, είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον. Και μου έκανε εντύπωση πως, εν τέλει, όσους βιολόγους είχα γνωρίσει ήταν οι πιο ακατάστατοι, ενώ περίμενα το αντίθετο!

Μ.Μ.:

Ας επιστρέψουμε στην εμπειρία σου στον παγετώνα. Θα ήθελες να μας μιλήσεις περισσότερο γι’ αυτό;

Δ.Κ.:

Ναι, αμέ. Λοιπόν, το αστείο της υπόθεσης είναι ότι ο παγετώνας, αυτός που ήρθα τόσο κοντά μαζί του, λέγεται Σαρκοφάγκεν, που βγαίνει από τη λέξη σαρκοφάγο. Προφανώς δεν εννοούσαν ότι τρώει σάρκες, διότι το ’ψαξα, απλά του δώσαν το όνομα από τις σαρκοφάγους στην Αίγυπτο και τα λοιπά – τώρα πώς το μπλέξαν ένας Θεός ξέρει. Αλλά εγώ έμαθα για το όνομα μόλις πήρα τον χάρτη στα χέρια μου και ήμουνα ήδη πάνω του και βλέπω το όνομά του, ότι τρώει σάρκες, και χέστηκα πάνω μου πάλι, αλλά τέλος πάντων. Το θέμα είναι ότι αυτός ο παγετώνας είναι αρκετά μεγάλος και τα τελευταία χρόνια λιώνει αρκετά γρήγορα. Τώρα, ο παγετώνας βουνού, γιατί υπάρχουν και παγετώνες θαλάσσης, ανανεώνεται κάθε χειμώνα, γιατί κάθεται πάνω του χιόνι, καταπατιέται, καταπατιέται και ουσιαστικά κυλάει, είναι σαν ένα αργό ποτάμι. Αλλά όταν έχει μεγαλύτερη διάρκεια το καλοκαίρι και πιο πολλή ζέστη, λιώνει πιο γρήγορα και δεν κάθεται και τόσο χοντρό χιόνι πάνω του για να παγώσει, να γίνει πάγος στιβαρός. Και άκουγα από τους γεωλόγους της σχολής ότι θα πηγαίνανε σε έναν άλλον, διπλανό παγετώνα, που μετρήθηκε ότι είναι ο πιο γρήγορος παγετώνας του έτους και λέω: «Ο πιο γρήγορος παγετώνας; Πόσο πάει δηλαδή;» Και το ότι το έζησα με τα μάτια μου και είδα την κλιματική αλλαγή να συμβαίνει μπροστά μου και να μας παίρνει ο παγετώνας πίσω ήτανε τρομακτική εμπειρία. Δηλαδή, το να ακούς τον Τραμπ να παίζει στις ειδήσεις, να λέει ότι δεν υπάρχει κλιματική αλλαγή και εσύ να έχεις κοντέψει να σκοτωθείς επειδή έγινε… να λιώνει ο παγετώνας, είναι τραγικό. Και ότι αυτό ήτανε κάτι ότι, εντάξει, απλά εγώ κόντεψα να σκοντάψω, δεν συμβαίνει και τίποτα. Αλλά το ότι ο παγετώνας λιώνει πιο γρήγορα, θερμαίνονται τα νερά στον ωκεανό, δηλαδή όλο αυτό με τα ψάρια που ανεβαίνουν από τον Ατλαντικό γιατί είναι πιο ζεστά τα νερά πάνω, ότι η αρκούδα θα φάει το ψάρι που δεν έχει αρκετό λίπος, είναι μία τρελή αλυσίδα που συνδέει τον παγετώνα που σκόνταψα με την αρκούδα που δεν έχει να φάει το σωστό ψάρι. Και αυτό είναι κάτι που πιστεύω κάποιος αν το δει… Εννοείται ότι είχα έγνοια για το κλίμα και διάβαζα και για την κλιματική αλλαγή και τα λοιπά, αλλά το ότι το ζεις μπροστά σου είναι… παθαίνεις πάλι το σοκ, είναι τρομερό. 

Μ.Μ.:

Άλλαξαν οι επιλογές σου στην καθημερινότητά σου μετά από αυτήν την εμπειρία;

Δ.Κ.:

Σίγουρα, σίγουρα. Από πριν είχα μία διάθεση και τάση στο να μην παράγω πολλά σκουπίδια, ειδικά και στην Κέρκυρα που έχουμε πρόβλημα με το ΧΥΤΑ και με την παραγωγή σκουπιδιών και τα λοιπά. Πάντα ήμουνα ευαισθητοποιημένη, ας πούμε, άλλα με μία αφέλεια πάντα, δηλαδή δεν θα έλεγα: «Άντε, ας μην πάρω αυτό που είναι συσκευασία, τα μήλα, ξέρω γω, να πάρω αυτά που είναι χύμα». Άμα μ’ αρέσανε περισσότερο αυτ[00:30:00]ά στη συσκευασία, θα τα ’παιρνα. Αλλά μετά από αυτό, ρε παιδί μου, ήμουνα σε μία μεγαλύτερη ευαισθησία και το επικοινωνούσα και με περισσότερο κόσμο. Ότι, πραγματικά, ψάρια παθαίνουνε καρκίνο και τα τρως, και παθαίνουνε τον καρκίνο από την ρύπανση πλαστικών και εξορύξεων και όλα αυτά. Και δηλαδή δεν άλλαξε μόνο για μένα πιστεύω, αλλά και στο ότι παθαίνοντας το σοκ άρχισα να το επικοινωνώ. Και πιστεύω ότι έστω τους κοντινούς μου ανθρώπους τους επηρέασα, έστω και λίγο.

Μ.Μ.:

Σε σχέση με την έρευνα και τα μικροπλαστικά στην Αρκτική είναι κάτι το οποίο σε ξάφνιασε;

Δ.Κ.:

Λοιπόν, προσωπική-προσωπική εμπειρία στο πεδίο με το να ξαφνιαστώ ήτανε μόνο το ότι δεν περίμενα να βρω τόσα πολλά πλαστικά στην Αρκτική. Που στο μυαλό μας είναι ένα μέρος… που είναι ένα μέρος πολύ αγνό, πολύ παραμυθένιο, άσπρο, αφράτο, με τις αρκουδίτσες του και τα λοιπά, και πας εκεί και βλέπεις… Εντάξει, να μου πεις «Ναι, αλλά αυτή την έρευνα έκανες, μπορεί άμα ήσουνα τουρίστας να μην τα ’βλεπες». Πες «ok». Αλλά περπατάγαμε στην ακτή και τραβάγαμε φωτογραφίες τα πλαστικά, που έπρεπε να τα κατηγοριοποιήσουμε, να δούμε αν είναι χοντρό πλαστικό, αν είναι λεπτό πλαστικό και όλα αυτά, και βρίσκαμε δίχτυα από ψαράδες πλαστικά, βρίσκαμε μεγάλα κιβώτια πάλι πλαστικά κι αυτά, αλλά βρίσκαμε κονσέρβες, βρίσκαμε συσκευασίες από γαριδάκια από την Κίνα και είχε πάνω ημερομηνία του 1990-κάτι, δηλαδή ακραία σκουπίδια. Μας έκαναν και διαλέξεις καθηγητές που το ερευνούν πολλά χρόνια, μας λέγαν ότι αυτά τα πράγματα υπάρχουν, η ρύπανση υπάρχει χρόνια, απλά τώρα την συνειδητοποιούμε. Δηλαδή, τώρα έχει περάσει στο σημείο που μπορείς να το γυρίσεις πίσω. Απλά τώρα είναι ότι πρέπει να σταματήσει χτες να παράγουμε σκουπίδια, για να σώσουμε έστω κάτι. Τώρα όλο και χειροτερεύει. Και αυτό είναι πραγματικά τρομερό, να βρίσκεις συσκευασία που είναι… Ακραίο, ακραίο.

Μ.Μ.:

Κάποια άλλη εμπειρία σχετικά με το ταξίδι στην Αρκτική που θα ήθελες να μοιραστείς υπάρχει;

Δ.Κ.:

Μία άλλη εμπειρία, εκεί στο Λονγκιαρμπίεν, που μου ’κανε εντύπωση είναι ένα μεταναστευτικό φαινόμενο που ενώ οι κύριες εξορύξεις ήτανε… Για παράδειγμα, το Λονγκιαρμπίεν λέγεται έτσι γιατί ο Λόνγκιαρ είχε περάσει εκεί με κρουαζιερόπλοιο και σκέφτηκε: «Θα επενδύσω εδώ», να κάνει εξόρυξη άνθρακα, που έχει πολύ καλό άνθρακα, ρε παιδί μου, και άρχισε να κάνει εξαγωγή. Αλλά οι περισσότεροι εργάτες και ανθρακωρύχοι και τα λοιπά ήταν από τη Νορβηγία, από τη Σουηδία, από αυτές τις χώρες τις κοντινές. Μετά, τα άλλα ορυχεία από Ρωσία και τα λοιπά. Αλλά υπάρχουνε μετανάστες από τις Φιλιππίνες. Και υπάρχουνε 3-4 οικογένειες από τις Φιλιππίνες, έχουνε και ένα μαγαζί που πουλάει spring rolls, και αυτό μου ’κανε πάρα πολλή εντύπωση, και είναι εκεί αρκετά χρόνια, πρέπει να είναι πάνω από τρεις δεκαετίες. Και υπάρχουν δύο θεωρίες για το πώς κατέληξαν εκεί: Είτε ήρθε κάποιος που ήταν ήδη μετανάστης σε κάποια σκανδιναβική χώρα και πήγε εκεί ως ανθρακωρύχος, και έφερε μετά οικογένεια και τα λοιπά, είτε άνθρωποι που δούλευαν στα ορυχεία, ή όχι μόνο ανθρακωρύχοι, γιατί μπορεί να δούλευες στο ορυχείο και να ’σουνα τοπογράφος, ξέρω γω, ή να ’σουνα γεωλόγος, και κάποιοι να είχανε παντρευτεί Φιλιππινέζες και να ’ρθαν εκεί. Κι επίσης, μετά, με τα ξενοδοχεία οι καθαρίστριες και στη Νορβηγία ήτανε συνήθως μετανάστριες, οπότε μπορεί κάπως έτσι να έγινε. Αλλά είναι απίστευτο το ότι πας και βλέπεις κόσμο που δεν περιμένεις να δεις, αυτό μου είχε κάνει επίσης εντύπωση.

Μ.Μ.:

Ας επιστρέψουμε[00:35:00] στην αναφορά σου την αρχική σχετικά με την Μυτιλήνη, όπου έζησες εκεί το προσφυγικό κύμα.

Δ.Κ.:

Ναι, ήμουν εκεί ’10 με ’15, όπως είπαμε, και ήτανε και στο πικ των φοιτητικών χρονών το πικ της προσφυγικής κρίσης, που ονομάστηκε μετέπειτα, που ήταν το ’13 με ’14. Εγώ τότε ήμουνα και ενεργό μέλος των φοιτητικών συνελεύσεων και στους φοιτητικούς συλλόγους και τα λοιπά και ήμουνα και εθελόντρια σε κινήματα και όχι σε ΜΚΟ, δεν εργάστηκα ποτέ σε ΜΚΟ, ήμουνα σαν πολίτης, βοηθούσα ενεργά. Πήγαινα Σκάλα Συκαμιάς αρκετά συχνά, με τους ανθρώπους στην πόλη, και ντόπιους και φοιτητές και εργάτες και εργαζόμενους που ερχόντουσαν για σεζόν, βοηθούσαμε, μαζεύαμε τρόφιμα, οργανώναμε σκηνές και τα λοιπά, οργανώναμε –πώς το λένε;– πηγαίναμε στο δημοτικό συμβούλιο και μιλάγαμε και τα λοιπά. Ντάξει, δεν μπορώ να πω ότι είχα πολύ καλές εμπειρίες γενικά. Δηλαδή η χειρότερή μου ήτανε να είμαι στη Σκάλα Συκαμιάς και να βγούνε δύο νεκρά μωρά από βάρκες, που ήταν πολύ σκληρό. Και μου είχε τύχει και σε πορεία, νομίζω ήτανε 17 Νοέμβρη, κάτι τέτοιο, να περνάμε με φίλο μου δίπλα από την πορεία και να γίνει ένα ατύχημα και ξαφνικά να αρχίσουν να τον χτυπάνε αστυνομικοί από μπέρδεμα, ρε παιδί μου. Δηλαδή ήτανε δύσκολη κατάσταση αλλά, εντάξει, το παλέψαμε. Τώρα δυστυχώς ξαναφουντώνει πάλι το κύμα. Το καλό είναι ότι υπάρχουνε ντόπιοι που αγωνίζονται, νοιάζονται, είναι εκεί μόνιμα. Ενώ είναι κόσμος όπως εμείς, που σπουδάσαμε, φύγαμε, και μπορεί να ήμασταν εκεί τότε, τουλάχιστον αυτοί είναι εκεί. Και ακόμα και ΜΚΟ που βρεθήκανε εκεί τα δύσκολα χρόνια και βοηθήσανε και κάνανε πολύ καλή δουλειά, μπορεί να έχουνε φύγει ή να μην έχουνε πια εργάτες ή να μην έχουνε κόσμο, να είναι εκεί. Αυτά. 

Μ.Μ.:

Θα ήθελες να μοιραστείς κάποιο άλλο ταξίδι το οποίο πιστεύεις πως σε έχει στιγματίσει ή είχες κάποια έντονη εμπειρία σε αυτό;

Δ.Κ.:

Εντάξει, τα πιο πρόσφατά μου είναι λόγω των σπουδών, που δεν έχω έντονες-έντονες εμπειρίες γιατί σπουδάζω, ζω και τα λοιπά εκεί. Μπορώ να πω ότι το πρώτο μου ταξίδι-ταξίδι που έκανα, που ήτανε στην Τουρκία, όταν σπούδαζα στη Μυτιλήνη, ήταν το πρώτο έτος. Φοιτητική ανεμελιά, είχαμε πάει στα πλαίσια ενός μαθήματος της Κοινωνικής Γεωγραφίας και με κάποιους φίλους μου κάτσαμε παραπάνω. Και μου είχε κάνει εντύπωση, που δεν το περίμενα, και σε κόσμο που το λέω τώρα ούτε αυτός το περίμενε, ότι υπήρχε κόσμος που μίλαγε ελληνικά, μεγάλης ηλικίας. Που ήτανε από γενιές που μείνανε, που οι γονείς τους μιλάγανε ελληνικά, με την ανταλλαγή πληθυσμών και τα λοιπά, ή επειδή είναι παράλια και έχουνε πάντα επαφές με Ελλάδα και τα λοιπά, έχουνε μάθει ή έχουνε συγγενείς στην Ελλάδα και τα λοιπά. Και αυτό μου έκανε πολύ εντύπωση, το πόσο… όχι στοργή, φιλόξενα ένιωθες, ρε παιδί μου, όταν ξαφνικά σου σέρβιρε τον καφέ σου και σου έλεγε «Πάρε τον ελληνικό σου», ενώ ήσουν στην Τουρκία. Και πάντα είχα κρατήσει επαφές με αυτούς. Τώρα που έφυγα και έχουν περάσει έξι χρόνια που έφυγα από εκεί δεν ξέρω τι έγινε. Αλλά είχα επικοινωνήσει μαζί με μία νέα κοπέλα, που ήταν ο παππούς της μισός Κρητικός μισός Τούρκος και είχε μείνει στην Τουρκία, όταν είχε γίνει το πραξικόπημα στην Τουρκία, το ’16, η προσπάθεια πραξικοπήματος, το καλοκαίρι του ’16. Και είχαμε μιλήσει και είχε πεθάνει ο παππούς της, που είχε το καφενείο στο Αϊβαλί. Ναι, αυτό ήταν για μένα ένα συνεχόμενο ταξίδι, δεν ήτανε μία φορά, πήγαινα τουλάχιστον [00:40:00]μία φορά το τρίμηνο. Και μου έδινε συναισθήματα που δεν τα είχα ζήσει. Δηλαδή μου έρχονταν εικόνες από ταινίες από την Ανταλλαγή, από βιβλία και τα λοιπά, χωρίς να τα έχω ζήσει. Και πήγαινα και στις ελληνικές συνοικίες, που στο Αϊβαλί, για παράδειγμα, είναι η μισή κατεστραμμένη αλλά στην υπόλοιπη μισή έχει φτιαχτεί και τα λοιπά. Και στη Σμύρνη το ίδιο, η ελληνική συνοικία είναι πολύ όμορφη.

Μ.Μ.:

Έχεις ταξιδέψει και στην Λατινική Αμερική.

Δ.Κ.:

Ναι, ναι. Έχω πάει στην Κολομβία και στο Εκουαδόρ.

Μ.Μ.:

Πώς ήταν αυτά τα ταξίδια σου; Κάποιο ιδιαίτερο που θα ήθελες να μας περιγράψεις;

Δ.Κ.:

Να σου πω, στο Εκουαδόρ που είχα πάει τρεις βδομάδες –πότε ήτανε; τα Χριστούγεννα του ’18; ναι, τον Δεκέμβρη του ’18 είχα πάει– είχα πάει με τον σύντροφό μου, που ο σύντροφός μου έκανε έρευνα εκεί πέρα. Είναι ανθρωπολόγος-εθνογράφος και έκανε έρευνα με μία φυλή, νομίζω λέγεται Κίτσου, αν δεν κάνω λάθος, που μένουνε στη ζούγκλα του Αμαζονίου και είναι σε μία κοινότητα πάρα πολύ απομονωμένη. Εγώ, λόγω που έχω πάρα πολλές αλλεργίες, δεν ήθελα να το διακινδυνέψω να μπω μέσα στη ζούγκλα, οπότε είπαμε να πάμε στο βουνό. Και πήγαμε στο βουνό, στις Άνδεις δηλαδή, και ήτανε περίοδος που κάνανε γιορτές για τη Μάνα Γη, για τον ήλιο, δεν ξέρω τι κάνανε. Μιλάω ισπανικά αλλά δεν είμαι σε ένα επίπεδο που να καταλάβαινα τι λένε οι ιθαγενείς που δεν μιλάνε καλά ισπανικά. Και είχαμε πετύχει μία γιορτή που την κάνανε σε ένα σχολικό χώρο και ο προηγούμενος πρωθυπουργός τους είχε φτιάξει, είχε κάνει μία κρατική επένδυση και είχε φτιάξει πάρα πολλά σχολεία στα απομονωμένα χωριά ή πάνω στα βουνά και τα λοιπά. Και ήτανε ένα τεράστιο σχολείο, μου είχε κάνει πολλή εντύπωση, και εμείς βρεθήκαμε εκεί τυχαία, απλά περνάγαμε και εγώ πήγαινα εκδρομή για τα ηφαίστεια, να δω το Τσιμποράσο, και πετύχαμε αυτή τη γιορτή. Και μιλούσαμε με τους ανθρώπους και είδαμε… φορούσανε τις στολές, τις αμφιέσεις που θα φορούσανε, και είχανε φτιάξει σε ένα τεράστιο λιβάδι παραπίσω από το σχολείο και είχανε φτιάξει έναν κύκλο με σιτηρά, καλαμπόκια και τέτοια. Γιατί εκεί δεν έχει πολλές εποχές, έχει δύο εποχές: φθινόπωρο και καλοκαίρι. Δηλαδή τον Δεκέμβρη στον Ισημερινό μόλις είχε τελειώσει η σοδειά και τα είχανε μαζέψει όλα. Και κάνανε τύπου προσφορά στην Μάνα Γη και απαγγέλλανε ποίηση στη δικιά τους γλώσσα –που δεν είναι ισπανικά, ιθαγενικές γλώσσες– και αυτό μου είχε κάνει πάρα πολλή εντύπωση. Και πώς χορεύανε και πόσο σεβασμό δίνανε στη Μητέρα Γη. Και μιλάγανε με τον Λεωνίδα περισσότερο που –με τον σύντροφό μου– μιλούσε και δηλαδή είχε και ένα επίπεδο επικοινωνίας στις δικές τους γλώσσες. Και του εξηγούσαν την κάθε λεπτομέρεια, μας λέγανε και αυτά και για τα χρώματα και για το ότι ιθαγενείς στις Άνδεις, από όποια χώρα και αν είναι, έχουν κάποια σύμβολα που τους ενώνουνε, και τι σχέση έχουν με τους παγετώνες που είναι στο ηφαίστειο πάνω και τι σχέση έχουν με τις μεγάλες πόλεις και πώς αντιλαμβάνονται την έννοια του κράτους, ενώ αυτοί δεν έχουνε στην κουλτούρα τους σύνορα. Και αυτό ήτανε κάτι πολύ διαφορετικό. Και το να έρχεσαι από την Ευρώπη, από την Κέρκυρα, και να πηγαίνεις στον Ισημερινό πάνω στις Άνδεις, να βλέπεις κάτι τέτοιο, είναι μία τεράστια αλλαγή και κουλτούρα και σκέψη και σεβασμό που δίνεις στη φύση γύρω σου. Δηλαδή, το να λες «Ευχαριστώ, ήλιε, που βγαίνεις κάθε μέρα» είναι πολύ μεγάλο.

Μ.Μ.:

Έχεις ταξιδέψει πολύ. Σε αυτά τα ταξίδια δέχ[00:45:00]τηκες ποτέ κάποια ρατσιστική συμπεριφορά εις βάρος σου;

Δ.Κ.:

Λοιπόν, η αλήθεια είναι ότι μου έχει συμβεί δύο φορές και η μία φορά ήτανε στη Γερμανία και η άλλη φορά στην Αυστρία. Στην Αυστρία, μου έτυχε στο τραμ, γιατί ψιλόβρεχε και είχα φορέσει το κασκόλ μου σαν μαντήλι, το είχα βάλει στο κεφάλι μου για να μη βραχούνε τα μαλλιά μου. Και μπήκα τρέχοντας στο τραμ και γυρνάει ένας και μου λέει στα γερμανικά κάτι που δεν το κατάλαβα, γιατί δεν μιλάω γερμανικά, και του λέω «Τι;», του λέω «What;» και μου λέει στα αγγλικά «Είσαι πολύ όμορφη για να φοράς μπούρκα». Και είχα μείνει, δεν το πίστευα αυτό που μου είπε και, ντάξει, του μίλησα λίγο απότομα, αλλά αυτό… Που ουσιαστικά ήτανε άστοχο, γιατί δεν είναι ότι είμαι μουσουλμάνα και φόραγα μπούρκα αλήθεια, αλλά το ένιωθα πολύ ρατσιστικό αυτό, γιατί θα μπορούσε όντως να ’τανε σε κάποια κοπέλα που το είχε από πεποίθηση, ρε παιδί μου, όχι για να προστατέψει τα μαλλιά της. Ένα ήταν αυτό και το άλλο ήτανε στη Γερμανία σε ένα σπίτι που έμενα και όταν ξενοίκιαζα είχε έρθει η σπιτονοικοκυρά, που δεν μας συμπαθούσε και ιδιαίτερα, όχι για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, ούτε φασαρίες κάναμε ούτε τίποτα, ήμασταν πολύ καθαρές οι συγκάτοικοι, και στα καλά καθούμενα εκεί που έλεγχε το σπίτι για να δει αν είναι εντάξει, να κάνουμε το check out, που μένανε εκεί 6 μήνες, νόμιζε ότι της έλειπε ένα διακοσμητικό από το σπίτι, που απλά το είχα αλλάξει θέση, ήτανε στον απέναντι τοίχο. Και άρχισε να φωνάζει και να λέει: «Εντάξει, σας ξέρουμε και εσάς τους Έλληνες» και «σιγά σιγά» έλεγε, μάλλον ήταν οι μόνες ελληνικές λέξεις που ήξερε, και ότι «κλέβετε» και κάνετε και ράνετε. Και εγώ είχα αρχίσει να μαθαίνω γερμανικά τότε και νόμιζα ότι το κατάλαβα λάθος, αλλά ρώτησα μετά τη μία τη συγκάτοικο, που ήτανε μπροστά και είναι Γερμανίδα, και μου λέει: «Όχι, όχι, καλά κατάλαβες, αυτό είπε». Αλλά, εντάξει, δεν ασχολήθηκα, ναι, ξέρω γω.

Μ.Μ.:

Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι τελευταίο πριν κλείσουμε;

Δ.Κ.:

Τι να προσθέσω; Μπορώ να πω ότι είναι πολύ σημαντικό για κάποιον να ταξιδεύει, ακόμα και αν κλείνουμε με αυτό το θέμα, με τις ρατσιστικές επιθέσεις. Όχι, είναι σημαντικό, πάρα πολύ σημαντικό, δηλαδή και να ταξιδεύουμε όχι μόνο με γκρουπ και οργανωμένα πράγματα ή για πέντε δέκα μέρες. Δηλαδή, αν έχεις τη δυνατότητα να κάνεις σπουδές, να φύγεις για έξι μήνες, να κάνεις ανταλλαγή εργασίας. Και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πάρα πολλά προγράμματα, που καμιά φορά απλά δεν τα ξέρουμε. Είναι πολύ σημαντικό να το ψάξεις, να ζήσεις σε άλλα μέρη, να ζήσεις ανθρώπους, να ζήσεις καταστάσεις. Είναι πραγματικά δώρο.

Μ.Μ.:

Ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη, Δανάη.

Δ.Κ.:

Παρακαλώ.