© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Γεύσεις και αναμνήσεις από τις γιαγιάδες μου, στις δύο άκρες της Μακεδονίας
Κωδικός Ιστορίας
12652
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μαρία Σαρηγιαννίδου (Μ.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
27/01/2022
Ερευνητής/τρια
Στυλιανή Σιώμου (Σ.Σ.)
[00:00:00]Καλησπέρα, θα μου πείτε τ' όνομά σας;
Καλησπέρα, ονομάζομαι Σαρηγιαννίδου Μαρία.
Είναι Παρασκευή, 28/01/2022. Είμαι εδώ, με την κυρία Μαρία Σαρηγιαννίδου και βρισκόμαστε στα σπίτια μας, γιατί αυτή είναι μια ηλεκτρονική συνέντευξη. Εγώ ονομάζομαι Σιώμου Στυλιανή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και σήμερα θα ήθελα να συζητήσουμε για τις δικές σας αγαπημένες συνταγές και πώς αυτές συνδέονται με τις ρίζες σας. Αρχικά Μαρία, θα μας πεις λίγα λόγια για σένα; Από πού είναι η καταγωγή σου;
Εγώ κατάγομαι από τη Λεβαία Φλώρινας. Ο πατέρας μου είναι απ' τη Λεβαία, η μητέρα μου είναι από Αλεξανδρούπολη, από Μαΐστρο Αλεξανδρούπολης, αλλά μεγάλωσα και ζω εδώ, στη Λεβαία.
Πού βρίσκεται η Λεβαία, Μαρία;
Στη Δυτική Μακεδονία, φυσικά.
Και η καταγωγή των γονιών σου από πού είναι;
Ο πατέρας μου είναι απ' τη Λεβαία κι αυτός μεγάλωσε και ζει εκεί. Η μητέρα μου είναι από τη Μαΐστρο, αλλά ερωτεύτηκε και ήρθε προς τα μέρη εδώ πέρα.
Αν σε πήγαινα λίγο πιο παλιά, από τους παππούδες ουσιαστικά, η καταγωγή τους από πού είναι;
Οι παππούδες μου, απ' τη μεριά του πατέρα μου, ήρθανε από την Τουρκία και συγκεκριμένα απ' το Ατά Παζάρ, του Πόντου και απ' τη μεριά της μητέρας μου κάποιοι ήρθανε από την Τραπεζούντα. Και ο προπάππος της μητέρας μου, στα 16 του έφυγε απ' τη Ρωσία, διώχθηκε επί κομμουνισμού και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αλεξανδρούπολη.
Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον. Ένα πολιτισμικό έτσι κράμα, μία οικογένεια. Εγώ θα ήθελα όμως να ξεκινήσουμε λίγο από την αρχή και λίγο στο σήμερα. Θα ήθελα να σε ρωτήσω πώς είναι η ζωή γύρω από το οικογενειακό σας τραπέζι; Πώς είναι να μεγαλώνεις και τι αναμνήσεις έχεις από αυτό το οικογενειακό τραπέζι;
Αρχικά πάντα ήταν πλούσιο. Πάντα ήταν γεμάτο. Πολλές μυρωδιές, πολλές υφές. Γενικότερα η γιαγιά μου ήταν πολύ περιποιητική, σε ότι έχει να κάνει με το τραπέζι. Προετοίμαζε από το κυρίως πιάτο, μέχρι το γλυκό. Δεν έπαιρνε τίποτα απ' έξω. Γιατί ήταν και αυτάρκης, τα πάντα τα είχανε στον κήπο τους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να μαζεύει αμπελόφυλλα το καλοκαίρι και να τα βάζει σε βάζα με βραστό νερό και τα αποθήκευε για τον χειμώνα και μας έφτιαχνε ντολμαδάκια, τα γέμιζε με ρύζι.
Μετά, περιέγραψέ μας λίγο πώς είναι το τραπέζι αυτό; Όντως, το φυσικό αντικείμενο, στον χώρο.
Πώς είναι το τραπέζι; Πώς ήταν μάλλον το τραπέζι. Καταρχήν γύρω γύρω ήταν όλα τα αγαπημένα πρόσωπα και πάντα ανυπομονούσαμε έτσι να μαζευτούμε, να φάμε όλοι μαζί και να φάμε τις λιχουδιές. Βέβαια γινόταν σπάνια, είτε τα Χριστούγεννα είτε το Πάσχα. Δεν γινόταν τόσο συχνά να μαζευτούμε όλοι μαζί, αλλά ήταν κάτι πολύ διασκεδαστικό.
Σε μια καθημερινή ημέρα, ήταν το ίδιο γεμάτο;
Το ίδιο γεμάτο, αλλά σίγουρα όχι με τις ίδιες ποσότητες. Πάλι θα είχε απ' όλα. Είτε από σαλατικό, είτε από το χειροποίητο το ψωμί, είτε απ' τα στύπα, που τα έλεγε η γιαγιά μου.
Ωραία, ωραία. Μπορείς λίγο να μου πεις τι είναι αυτά τα στύπα που ανέφερες;
Λοιπόν, τα στύπα είναι το κοινό τουρσί.
Και τι κάνατε συνήθως τουρσί;Μ.Σ.: Έκανε τουρσί είτε από ντομάτες, τις έκοβε άγουρες και για αποθήκευση και για να κρατήσουν περισσότερο,. είτε μετά το κλασικό, λάχανο-καρότο-σέλινο. Μπορεί να έβαζε μέσα και κουνουπίδι. Μπορεί να έβαζε μέσα και πίκλες και έκανε ένα mix. Σίγουρα θα έχει στο τραπέζι στύπα. Και μετά το αγαπημένο του παππού μου ήταν οι καυτερές πιπεριές, που κι εκείνες τις έβραζε με ξύδι και αλάτι και τις [00:05:00]αποθήκευε σε βάζα. Αυτά ήταν όλα τα χειμωνιάτικα που τα φτιάχναν το καλοκαίρι. Κάναν προετοιμασίες όλο το καλοκαίρι, για να αποθηκεύσουν τρόφιμα για το χειμώνα.
Και άλλα πράγματα; Αλλά φαγητά; Τι άλλα φαγητά ήταν σε μια απλή, καθημερινή ημέρα στο τραπέζι σας;
Ελιές θα υπήρχαν σίγουρα πάνω στο τραπέζι. Ελιές, το ψωμί και μετά ότι άλλο είχε μαγειρέψει η γιαγιά μου είτε τη φασολάδα της, τη φακή της. Θα έκανε και τα παραδοσιακά, τα ποντιακά, τον σούρβα της, τον τανωμένο. Θέλεις να σου πω τη συνταγή;
Θα σε ρωτήσω. Απλά πρώτα θα 'θελα, επειδή τώρα μου δημιούργησες μία εικόνα, θα ήθελα να μου περιγράψεις πώς είναι αυτό τραπέζι;
Βεβαίως! Είναι αρχικά σε έναν αρκετά ευρύχωρο χώρο. Είναι αναδιπλωμένο και εμείς το ανοίγαμε, ανάλογα με τα άτομα που ήταν, το ανοίγαμε και μεγάλωνε ακόμη περισσότερο. Γύρω γύρω ήταν οι ξύλινες καρέκλες και μαζευόμασταν γύρω γύρω. Ο καθένας είχε οπωσδήποτε τη θέση του.
Θέλεις να μου πεις λίγο για τις θέσεις. Στο τραπέζι εσύ, ας πούμε, πού καθόσουνα;
Θα ξεκινήσω απ' την κεφαλή. Στην κεφαλή πάντα καθόταν η μάνα μου και κάθεται ακόμη και τώρα. Στο δεξί της χέρι καθόταν η γιαγιά μου, η Μαρία, από δίπλα της ακριβώς ο παππούς μου, ο Κώτσος —ή Κωνσταντίνος, Κώτσος είναι το ποντιακό— δίπλα απ' τον παππού μου καθότανε —στην άλλη κεφαλή, ακριβώς απέναντι δηλαδή απ' τη μητέρα μου— καθόταν ο αδερφός μου, ο Ανδρέας. Δίπλα απ' τον Ανδρέα, στο δεξί του χέρι, καθόμουνα εγώ, από δίπλα μου ο πατέρας μου και από δίπλα του, ο αδερφός μου, ο Κωνσταντίνος, ο πιο μικρός. Και μαζευόμασταν. Αυτή ήταν μια καθημερινή μέρα. Έτσι θα καθόμασταν. Τώρα άμα ερχόντουσαν και οι υπόλοιποι, θα ανοίγαμε, θα βάζαμε κι άλλα τραπέζια κι άλλες καρέκλες.
Αυτό γινόταν συχνά; Να έρχονται κι άλλοι, να έχετε επισκέπτες στο σπίτι; Να μεγαλώνει γενικά το τραπέζι;
Πιο παλιά, ναι. Μετά, που συγχωρέθηκαν οι παππούδες μου, σταμάτησε να συμβαίνει.
Παλιότερα, ας πούμε, ποιοι έρχονταν;
Θα έρχονταν τα αδέρφια του πατέρα μου. Θα ερχόντουσαν κι απ' την πλευρά της μητέρας μου, η θεία μου, τα ξαδέρφια μου και θα γινόμασταν 15 άτομα.
Ακούγεται πολύ ωραίο. Μου είπες η γιαγιά σου, η Μαρία, και ο παππούς σου, ο Κώτσος, ήτανε από την πλευρά του πατέρα σου; Πώς είναι λοιπόν να μεγαλώνεις σε ένα σπίτι με μία Πόντια γιαγιά και παππού;
Εκπληκτικά! Και τώρα που το σκέφτομαι και συγκινούμαι, γιατί μου λείπουν τόσο πολύ, γιατί —όπως σου είπα και πριν— τους έχω χάσει. Συγχωρέθηκαν. Εκπληκτικά. Μας έλεγαν παραμύθια από τα παλιά, μας έλεγαν ιστορίες απ' τους δικούς τους τους παππούδες, τους γονείς. Πάντα μας σκεφτόντουσαν: «Α, τι θέλουν τα παιδιά; Να τους πάρουμε εκείνο. Να τους πάρουμε το άλλο.» Ήτανε καταπληκτικά.
Σου είχαν μάθει και λέξεις ποντιακές;
Ναι, ναι.
Θέλεις να μου πεις κάποια;
Μου έλεγε ο παππούς μου: «Να λελέβωσε! Να τρώω τα κατσία σ'!». «Σ' αγαπάω πολύ! Σε λατρεύω!». Πώς το λένε ρε παιδί μου; Αυτό εννοούσε: «Να φάω το πρόσωπό σου! Τα μάγουλά σου!» Μου έλεγε μετά η γιαγιά μου: «Έλα, φιλώ σε έναν ξάι». «Έλα να σε φιλήσω λίγο!», ξέρω εγώ.
Και τα παραμύθια; Θυμάσαι κάποια ιστορία συγκεκριμένη να μας πεις;
Θυμάμαι ο παππούς μου μου έλεγε μία ιστορία, ο καημένος... τότε δεν είχανε δεν είχανε ευχέρεια φαγητών —τώρα μιλάω για πάρα πάρα πολύ παλιά— κι είχαν μόνο ένα γαϊδούρι, την Ντάιαμο, έτσι τη λέγανε, τη γαϊδούρα. Και είχε πάει ο παππούς στο χωράφι να... αλωνίσει τώρα; Νομίζω να αλωνίσει. Και ο [00:10:00]καημένος δεν είχε να φάει και καθόταν κάτω από ένα δέντρο και έκλαιγε την μοίρα του. Και εκεί ο γείτονας, ο συγχωριανός, που έκανε κι εκείνος δουλειές, του λέει: «Κώτσο ντο εφτάς;». «Τι κάνεις; —του λέει— Γιατί κλαις;». «Κλαίω —λέει— γιατί το γαϊδούρι μου μου έφαγε το ψωμί.». Του είπε ψέματα. Δεν είχε μαζί του ψωμί. Και του λέει ο γείτονας εκεί πέρα, του λέει: «Έλα ρε Κώτσο! Θα σου δώσω εγώ ψωμί!». Δεν είχε να φάει ο άνθρωπος και σκέψου τι σκαρφίστηκε, για να βρει λίγο ψωμί.
Αυτός είχε μετακινηθεί με την οικογένειά του κατευθείαν απ' τον Πόντο, στην Ελλάδα τότε ή γεννήθηκε εδώ;
Ο παππούς μου μεγάλωσε εδώ. Γεννήθηκε στην Ελλάδα. Οι γονείς του έχω την εντύπωση ότι ήρθαν απ' το Ατά Παζάρ. Όπως και η γιαγιά μου, η Μαρία κι αυτή γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Η μάνα της κι ο πατέρας της —νομίζω— ήρθαν κι αυτοί απ' τον Πόντο.
Πριν μου ανέφερες ότι είχατε πολύ ιδιαίτερες γεύσεις στο τραπέζι, γιατί μου ανέφερες αρκετά λαχανικά τα οποία τα κάνατε τουρσί.
Ναι.
Εσύ έχεις κάποια εικόνα να μας περιγράψεις τη διαδικασία, άμα θυμάσαι τη γιαγιά σου να κάνει τα τουρσιά; Υπήρχε κάποια συγκεκριμένη μέρα ή περίοδος τον χρόνο που τα έκανε;
Μέρα δεν θυμάμαι να σου πω, η περίοδος ήταν το καλοκαίρι. Όλες αυτές οι προετοιμασίες: οι τραχανάδες, οι γιουφκάδες, όλα αυτά ήτανε καλοκαιρινές προετοιμασίες για τον χειμώνα. Θυμάμαι η γιαγιά μου τότε είχε ένα κουζινάκι —έτσι το λέγανε, γιατί όντως ήταν ένα μικρό δωμάτιο— που είχε όλα τα κουζινικά της και τα πάντα τα έφτιαχνε εκεί. Τα πάντα και ήταν όλη μέρα εκεί. Δηλαδή, όλη της η μέρα ήταν μέσα σε αυτό το κουζινάκι. Από το πρωί. μέχρι το βράδυ.
Θυμάσαι πώς είναι; Έχεις αυτές τις εικόνες; Είχε πολλά βάζα; Πώς έκανε τα λαχανικά; Πώς τα καθάριζε, ας πούμε;
Θυμάμαι μπαίνοντας, δεξιά, ήταν η σόμπα. Είχε μια σόμπα που πάντα την είχε αναμμένη, γιατί σίγουρα κάτι θα έβαζε πάνω.
Τι θα ήταν συνήθως;
Το φαγητό της. Το φαγητό της ημέρας. Ή κάποια προετοιμασία άλλη. Μπορεί να έφτιαχνε κάποια μαρμελάδα. Μπορεί να είχε, ας πούμε, ο κήπος φράουλες, να μάζευε φράουλες και να της έκανε μαρμελάδα ας πούμε. Και είχε ένα νεροχύτη, έναν μικρό πάγκο, όχι πολύ μεγάλο, κι ένα τραπέζι, πολύ παλιά έπιπλα. Έτσι κι ήταν και λίγο ετοιμόρροπο το κουζινάκι. Ετοιμόρροπο ήτανε, αλλά το αγαπούσε τόσο πολύ! Ξόδευε πολύ χρόνο εκεί μέσα η γιαγιά μου. Ναι. Και τα βάζα, ό,τι έφτιαχνε μετά τα αποθήκευαν κάτω στο κελάρι. Είχαν μικρό κελάρι κάτω απ' το σπίτι, το κυρίως σπίτι. Και είχε εκεί, ας πούμε, τα βάζα της, τις σάλτσες της, τις κομπόστες της, τα στύπα της και είχε και κρεμασμένα —θυμάμαι— αποξηραμένα μυρωδικά: ρίγανη, θυμάρι.
Μπορείς λίγο να μου μιλήσεις για αυτά; τι είναι;
Το τουρσί. Το τουρσί το λάτρευαν. Δεν ξέρω αν μόνο οι Πόντοι το 'χουν σε τόση εκτίμηση. Δεν ξέρω. Το τρώγαν πάρα πολύ οι δικοί μου πάντως και ακόμα και τώρα το κρατάμε αυτό. Και μπορούσε να φτιάξει τα πάντα.
Τι έφτιαχνε συνήθως; Μου είπες πριν κάτι... ακόμη και ντομάτες;
Ναι, τις ντομάτες τις έκοβε άγουρες-άγουρες, απ' τον κήπο πάντα, είτε μικρές είτε μεγάλες, τις κομμάτιαζε, βραστό νερό, αλάτι, ξύδι και καπάκι. Έτοιμο το τουρσί για το χειμώνα.
Άλλα λαχανικά;
Πιπεριές καυτερές, το καυτερό της. Το κουνουπίδι της, το καρότο, το σέλινο.
[00:15:00]Αυτά έπρεπε πρώτα να μαγειρευτούν, να βράσουνε;
Όχι. Ωμά τα έβαζε μέσα. Τα έκοβε σε ό,τι μέγεθος ήθελε, ανάλογα του το μέγεθος του βάζου, και μετά έριχνε μέσα το βραστό το νερό, ξύδι και αλάτι οπωσδήποτε και γινόταν αυτό μέσα μόνο του.
Θυμάσαι αναλογίες; Μήπως ξέρεις πόσο ξύδι, πόσο αλάτι;
Νομίζω κατά βούληση το έφτιαχνε. Δεν νομίζω να έκανε κάτι από συνταγή. Δηλαδή, ανάλογα πόσο μεγάλο ήταν το βάζο της, θα έβαζε ανάλογα ή δύο ή τρεις κουταλιές της σούπας αλάτι κι άλλο τόσο ξύδι.
Μου ανέφερες και κάτι για μαρμελάδες.
Ναι, μαρμελάδες έφτιαχνε πάρα πολύ συχνά η γιαγιά, ανάλογα τι φρούτα είχε και στον κήπο. Θα έφτιαχνε και ροδάκινα, αν της έφερναν, μαρμελάδα ροδάκινο. Αλλά χαρακτηριστικά θυμάμαι τη μαρμελάδα φράουλα.
Θυμάσαι μία ημέρα που θα έφτιαχνε μαρμελάδα, να μου την περιγράψεις σαν εικόνα;
Όχι, δεν θυμάμαι ακριβώς ημέρα, να είμαι ειλικρινής.
Θυμάσαι ποια ήταν η αγαπημένη σου μαρμελάδα;
Φράουλα. Φράουλα σίγουρα. Σίγουρα! Δεν ξέρω αν το ανέφερα, έχουμε και μελίσσια, τα οποία μελίσσια τα πήρε ο πατέρας μου απ' τον παππού μου. Ο παππούς μου ξεκίνησε να έχει μελίσσια. Βάζοντας μελίσσια στον κήπο, είχαμε μέλι για όλη την χρονιά. Οπότε, χαρακτηριστικά θυμάμαι να συλλέγουμε το μέλι και να το βάζουμε μετά σε βάζα. Αυτή είναι μια πολύ χαρακτηριστική ανάμνηση με τους παππούδες μου.
Γνωρίζεις τι είδους μελιού;
Ανθόμελο κυρίως, γιατί οι μέλισσες βοσκούσανε όλο τον χρόνο, σε όλα τα λουλούδια, γύρω γύρω. Δηλαδή, ό,τι λουλούδια είχε ο κήπος, ό,τι λουλούδια είχε σε ακτίνα 6 χιλιομέτρων βοσκούσαν αυτά τα λουλούδια. Δεν τα μετακινούσαμε.
Μου αναφέρεις συχνά ότι είχατε έναν κήπο που από εκεί παίρνατε τα λαχανικά και τα μυρωδικά σας. Θέλεις λίγο να μου τον περιγράψεις, πώς είναι, γιατί δεν έχουν ίσως όλοι αυτή την εικόνα;
Από μικρή τον κήπο τον έβλεπα θεριό. Ακόμα και τώρα, βέβαια, όταν πηγαίνω στο σπίτι και τον βλέπω, πάλι θεριό είναι ιδίως το καλοκαίρι, που είναι όλα ανθισμένα και πράσινα. Έχει πάρα πολλά οπωροφόρα δέντρα μέσα: αχλαδιές, μηλιές, πάρα πολλές κερασιές, αμπέλια. Το μισό οικόπεδο είναι γεμάτο αμπέλια. Και κάθε χρόνο έχει τη δικιά του μυρωδιά. Ανάλογα την εποχή. Μυρωδιά, χρώματα! Κάθε εποχή αλλάζει. Είναι μαγικός ο κήπος. Μαγικός!
Έπαιζες εκεί μικρή; Πώς ήταν για ένα παιδάκι να μεγαλώσει σε ένα τόσο πολύχρωμο και μεγάλο κήπο;
Όνειρο! Όνειρο! Πολλά παιδιά, ας πούμε, μεγαλώνοντας, που το αναφέρω, μου λένε: «Δεν είχαν ποτέ κήπο. Πάντα αγοράζαμε απ' έξω τα φρούτα, τα λαχανικά» και νιώθω τόσο ευλογημένη που μεγάλωσα σε έναν τέτοιο κήπο.
Άρα, όλα σας τα λαχανικά ήταν από κει και το μέλι σας, ναι.
Σχεδόν, ναι. Σχεδόν όλα ήταν απ' τον κήπο, ναι. Και τ' αυγά μας.
Για πες μας, είχατε και ζώα;
Είχαμε και ζώα, ναι, ακόμη έχουμε. Κότες μόνο. Αλλά το φρέσκο το αυγό είναι κάτι πολύ σημαντικό στο σπίτι.
Πριν μου ανέφερες ότι η γιαγιά σου έφτιαχνε και κομπόστες;
Ναι, ναι, ναι. Οι κομπόστες ήταν κι αυτές οι προετοιμασίες του καλοκαιριού για τον χειμώνα. Το ροδάκινο το παραγγέλναμε απ' τον παραγωγό. Έλεγε η γιαγιά μου: «Θέλω τρία τελάρα.». Τα γέμιζε ο παραγωγός, τα έφερνε εκεί, στο χωριό, και μαζευόμασταν εκεί γύρω γύρω, έπαιρνε ο καθένας ένα μαχαιράκι και «τσούκου-τσούκου-τσούκου-τσούκου», τα ξεφλουδίζαμε, τα ξεκουκουτσιάζαμε, τα κόβαμε σε τέταρτα και τα βάζαμε μέσα στα βάζα. Ρίχναμε και την ανάλογη ζάχαρη. Τέσσερις κουταλιές ή τρεις κουταλιές της σούπας. Βράζαμε νερό, ρίχναμε και το βραστό νερό και μετά ανάβαμε το τσουκάλι. Είχαμε ένα τεράστιο τσουκάλι, από κάτω βάζαμε ξύλα και τα βράζαμε εκεί όλα.
Έξω στην αυλή ήταν;
Έξω, στην αυλή. Ναι, ναι, ναι.
Πόση ώρα κρατούσε ο βρασμός τους;
[00:20:00]Δεν γνωρίζω ακριβώς πόση ώρα τ' αφήναμε μέσα, για να είμαι ειλικρινής, αλλά—
Θυμάσαι αν ήταν μεγάλο χρονικό διάστημα;Μ.Σ.: Όχι και πάρα πάρα πολλή. Πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ότι όταν τα βγάζαμε απ' το τσουκάλι, τα γυρίζαμε ανάποδα, για να σφραγίσει το πώμα, το καπάκι.
Μου ανέφερες πάρα πολλά που μπαίναν σε βάζα. Για πόσα βάζα μιλάμε και δεν εννοώ συγκεκριμένο αριθμό, άμα δεν θυμάσαι, αλλά πρέπει να ήταν πολλά.
Ήταν ένας χώρος που χωρούσε πολλά βάζα, θυμάμαι. Και όταν έπαιρνες ένα βάζο, από πίσω κρυβόντουσαν κι άλλα. Δηλαδή, δεν είχαν τελειωμό. Έφτιαχναν τόσα πολλά! Αφού σκέψου... επειδή ο χειμώνας εδώ πάνω στη Φλώρινα είναι μεγάλος —ξεκινάει απ' τον Οκτώβρη, μην πω τότε, στα πιο παλιά χρόνια κι απ' τον Σεπτέμβρη— απ' τον Σεπτέμβρη, μέχρι και τον Μάρτιο μπορώ να σου πω ότι τρώγανε αυτά τα φαγητά. Ήτανε πολύ καίριο σημείο, το να τα φτιάξουν και μετά να τα καταναλώσουν.
Κι από φαγητά, Μαρία; Θυμάσαι κάποια φαγητά; Γιατί μου ανέφερες ότι μαγείρευε και το καθημερινό της φαγητό.
Ναι.
Θυμάσαι κάποιο συγκεκριμένο πιάτο;
Το πιάτο που θυμάμαι και να το τρώω με μεγάλη ευχαρίστηση, όπως κι οι υπόλοιποι, ήταν ο σουρβάς, που δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από βρασμένο πλιγούρι, με κρεμμύδια και δυόσμο. Αυτό ήταν μια ποντιακή σούπα. Και...
Τι γεύση έχει ο σουρβάς για κάποιον που δεν το έχει δοκιμάσει; Πώς θα την περιέγραφες;
Ο σουρβάς έχει ουδέτερη σχετικά γεύση, γιατί το πλιγούρι στην ουσία είναι το σιτάρι. Δεν έχει κάποια ιδιαίτερη γεύση. Αυτό που προσδίδει υπερβολική γεύση και άρωμα είναι ο δυόσμος και μια φρεσκάδα έτσι ωραία, μαζί με το κρεμμύδι το σοταρισμένο και μετά αν ήθελες να το κάνεις ακόμη πιο ιδιαίτερο, έβαζες μέσα γιαούρτι και τότε ήταν που το ονομάζανε τανωμένο σουρβά.
Το γιαούρτι το προσθέτανε στο πιάτο ή κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος;
Μπορούσες να το κάνεις, όπως αγαπάς εσύ. Εκείνη την ώρα που έβραζε το πλιγούρι σου, μπορούσες να ρίξεις —προς το τέλος του βρασμού— και το γιαούρτι και να τα δώσεις άλλη μία βράση ή μετά μπορούσες να επιλέξεις να βάλεις μόνος σου, όσο γιαούρτι ήθελες στο πιάτο σου.
Κάποιο άλλο φαγητό;
Συνήθως όταν πεινούσαμε και δεν είχε περισσέψει κάτι απ' το μεσημέρι, μπορεί να μας έφτιαχνε χαβίτς. Χαβίτς είναι μια κρέμα από καλαμποκίσιο αλεύρι και αν είχε τυρί, μας έβαζε και λίγο τυρί μέσα η γιαγιά. Το έφτιαχνε στο τηγάνι. Έβαζε λίγο νεράκι, όχι πάρα πολύ, και μετά αλεύρι όσο πάρει —που λένε— για να γίνει έτσι μια κρέμα. Σιγά σιγά το ανακάτευε, το ανακάτευε, ποτέ δεν το άφηνε, γιατί αυτό θα έπιανε από κάτω, οπότε έπρεπε να είναι από πάνω του. Και μετά έριχνε λίγο τυράκι προς το τέλος, για να λιώσει κιόλας και έτοιμο. Σε 10 λεπτά είχε ένα φαγητό!
Το έχεις συσχετίσει έτσι με κάποια ανάμνηση, κάποια εικόνα;
Αυτό θυμάμαι. Θυμάμαι ότι πολλές φορές, ας πούμε, πεινούσαμε και ήθελε κάτι γρήγορο να μας φτιάξει και μας έφτιαχνε αυτό. Όπως και η μαμά μου το έμαθε και μας το έφτιαχνε και εκείνη.
Μετά κάποιο άλλο φαγητό, το οποίο ίσως να το κάνατε κι αυτό τουρσί, δεν ξέρω.
Όλα τα κάνουμε τουρσί! Όχι, αστειεύομαι! Κάποιο άλλο φαγητό; Έτσι έντονα δεν θυμάμαι κάτι. Θυμάμαι τα ωτία κι αυτά είναι ποντιακά. Βέβαια αυτά πάνε προς το γλυκό, ας πούμε, τα οποία τα κάνανε και σε ποσότητες μάλιστα. Δεν τα λυπόντουσαν! Κάνανε για ένα λόχο ωτία! Τα ωτία είναι στην ουσία... τα λένε ωτία, δηλαδή στα ελληνικά αφτιά, γιατί μοιάζαν σαν αφτιά κάπως. Ήταν μια ζύμη που φούσκωνε.
Για πες μου και για τα ωτία.
Λοιπόν, τα ωτία θυμάμαι τα έκαναν σε μεγάλη ποσότητα. Όταν [00:25:00]τελείωναν να τα τηγανίζουν, θυμάμαι, η γιαγιά μου τα αποθήκευε σε μεγάλα τάπερ ή σε σακουλάκια-σακουλάκια-σακουλάκια. Και θυμάμαι να πηγαίνουμε και να... όποτε περνούσαμε από την κουζίνα —τσουπ!— παίρναμε ένα, παίρναμε ένα, παίρναμε κι άλλο, παίρναμε κι άλλο. Ήμασταν αχόρταγοι. Ενώ έφτιαχνε πάρα πολλά, πάντα τελειώνανε. Ήτανε πολύ ωραίο γλυκό.
Θυμάσαι να σου λέει κάτι, επειδή τα περνάτε όλα;
Όχι, ποτέ δεν έλεγε, ποτέ δεν έλεγε για το φαγητό. Το μόνο που την ενοχλούσε ήταν που της λερώναμε το σπίτι. Αυτό. Είχε πρόβλημα μόνο μ' αυτό. Με το φαγητό δεν έλεγε ποτέ.
Άλλα πράγματα που γινόντουσαν με ζύμη υπήρχανε; Θυμάσαι να φτιάχνει κάτι;
Πίτες έφτιαχναν, τα λεγόμενα μπερέκια.
Μίλησέ μου λίγο για αυτά.
Τα μπερέκια είναι κι αυτά... τα κάνανε για αποθήκευση. Τα αποθηκεύανε εν τέλει και αυτά. Είναι πάρα πολύ απλά, έχουν απλά αλεύρι και νερό και λίγο αλάτι και κάνεις όση δοσολογία θέλεις. Τα απλώνανε, τα ανοίγανε, δηλαδή, τα φύλλα και τα βάζανε πάνω σε ειδικά, ας πούμε, τηγανιά, τα οποία τα λέγανε σατς. Αυτά εδώ πέρα, όπου κάτω είχε ξύλα, φωτιά και από πάνω ήταν το καυτό αυτό το τηγάνι και τα ρίχνανε πάνω κι αυτά μέσα σε δευτερόλεπτα ψηνόντουσαν.
Το γυρνάγανε και απ' την άλλη πλευρά;
Ναι, ναι, ναι κι απ' τις δυο πλευρές και είτε τα αφήνανε έτσι, ανοιγμένα είτε τα κάνανε στα τέσσερα, σαν κρέπα —πώς είναι η σημερινή κρέπα;— έτσι τυλιγμένα και τα λέγανε μαντηλάκια. Τα μαντηλάκια. Και τα αποθηκεύανε σε μεγάλα, ας πούμε, τραπεζομάντηλα βαμβακερά, για να διατηρηθούν, μακριά από υγρασία. Κι όταν θέλανε να το χρησιμοποιήσουν το φύλλο, για μια γρήγορη πίτα, θα το βρέχανε λίγο και θα είχαν έτοιμη ήδη τη γέμιση από οτιδήποτε: τυρόπιτα, σπανακόπιτα, πρασόπιτα, ό,τι είχε στο σπίτι και θα τα έβαζε. Δύο φύλλα και γέμιση, δύο φύλλα και γέμιση και λίγο ελαιόλαδο στο τέλος, στο φούρνο, σε 10 λεπτά ήταν έτοιμη η πίτα.
Περιέγραψέ μου λίγο αυτό το σατς, το τηγάνι, που μου ανέφερες. Πόσο μεγάλο ήτανε; Το θυμάσαι;
Δεν έτυχε ποτέ να είμαι μπροστά στην διαδικασία που το φτιάχναν. Πάντα μου το περιέγραφαν. Δεν το έχω δει ποτέ. Μου έχουν πει ότι στην ουσία από κάτω είναι η φωτιά, λίγο υπερυψωμένη, και από πάνω είναι αυτό εδώ το τεράστιο τηγάνι, το οποίο είναι καυτό, πρέπει να είναι καυτό, για να ψήνονται και γρήγορα τα φύλλα.
Τώρα κάποιο άλλο φαγητό που ίσως να χρησιμοποιούσατε κάποιο υλικό, που το είχατε κάνει τουρσί υπήρχε;
Τα τουρσιά συνήθως τα κάνανε για σαλάτα, για συνοδευτικό.
Όπως και αυτά, δηλαδή, τα φτιάχνατε, τα αποθηκεύατε και αργότερα μαγειρεύατε κάτι. Υπήρχε κάποιο φαγητό;Μ.Σ.: Αυτό που χρησιμοποιούσαν σίγουρα για φαγητό ήταν οι σάλτσες. Πολλή σάλτσα, πάρα πολλή σάλτσα. Επειδή το καλοκαίρι ήταν γεμάτος ο κήπος, κόβανε σάλτσες, τις ώριμες, τις κόβανε, τις τρίβανε στον ρεντέ, τις τρίβαν...
Τι είναι ο ρεντές;
Ο ρεντές είναι εκείνο το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, που τρίβεις το καρότο ή το αγγούρι. Εμείς το λέμε ρεντέ.
Ναι και για συνέχισε τη διαδικασία.
Τρίβανε εκεί τη ντομάτα, την περνούσανε στο τέλος από σίτα, ό,τι ζουμί έφευγε. Μετά, το υπόλοιπο το κρατούσαν και το έβαζαν σε τσαντίλες θυμάμαι —αυτές οι τσαντίλες είναι βαμβακερές, τεράστιες, ντορβάδες, ας πούμε, σακούλες— το βάζαν εκεί μέσα και όλο το βράδυ έτρεχε το ζουμί. Κι ό,τι έμενε ήταν ας πούμε σαν πελτές. Αυτός ήταν ο πελτές. Έφτιαχνες σπιτικό πελτέ και μετά ξανά σε βάζα και κάτω στο κελάρι. Αυτό το χρησιμοποιούσε για μακαρονάδες.
Έβαζε κάποιο μπαχαρικό μέσα; Αλάτι, πιπέρι, ζάχαρη;
Στον πελτέ δεν θυμάμαι να βάζει κάτι. Στις άλλες τις σάλτσες, ναι, πρέπει να έβαζε ζάχαρη και αλάτι.
Βασιλικό—
Η μαμά μου.... Ναι. Η μαμά μου αυτές τις συνταγές τώρα πια τις έχει πάρει και τις έχει εξελίξει, τις έχεις κάνει πλέον... και τις λέει κέτσαπ. Δηλαδή, δεν βάζει μόνο ντομάτα, θα βάλει μέσα και πιπεριά, θα βάλει μέσα και κολοκυθάκι, μπόλικα μυρωδικά, κουρκουμά, πιπέρι, αλάτι και θα
[00:30:00]γίνει έτσι μια βόμβα γεύσεων.
Εσένα ποια είναι η αγαπημένη σου από όλες αυτές τις σάλτσες και της γιαγιάς σου και της μητέρας σου;
Νομίζω της μητέρας μου. Το 'χει πάει σε άλλο level, που λένε. Το έχει εξελίξει αρκετά.
Πολύ ωραία. Τώρα από την άλλη πλευρά, της μητέρας σου, μου είπες ότι ήταν εκεί ο παππούς Ανδρέας και η γιαγιά Αθανασία.
Ναι, ναι.
Κι είχανε καταγωγή... μια πολύ ιδιαίτερη καταγωγή. Θέλεις λίγο να μου μιλήσεις γι' αυτούς;
Ο παππούς μου, ο Ανδρέας, είναι μισός Ρώσος και μισός Θρακιώτης, γιατί ο πατέρας του παππού μου του Ανδρέα, ο παππούς μου, ο Γιοβάννης, είχε καταγωγή απ' τη Ρωσία. Ήταν τσάρος και στα δεκαέξι του χρόνια, επί κομμουνισμού, επειδή υπήρχε τρόμος και φόβος τότε, έφυγε, κατάφερε και έφυγε, και ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί γνώρισε τη γιαγιά μου, τη Ραλλού, και έκαναν μια πενταμελή οικογένεια.
Η προγιαγιά σου από πού κατάγονταν;
Η προγιαγιά μου. Από τη Θράκη.
Από τη Θράκη. Εσείς τώρα μένατε στην άλλη πλευρά της Μακεδονίας, πόσο τακτικά τους επισκεπτόσασταν;
Κάθε καλοκαίρι. Κάθε καλοκαίρι, ήμασταν απίκο! Με το που 'κλείναν τα σχολεία, η μαμά μου είχε ήδη ετοιμάσει τις βαλίτσες απ' το προηγούμενο βράδυ. Τις φορτώναμε στο Mazda... δεν θα το ξεχάσω εκείνο το Mazda, βογκούσε κάθε καλοκαίρι, το καημένο το αυτοκίνητο. Και μας φόρτωναν και μας και δώσε.
Πότε επιστρέφατε;
Επιστρέφαμε μια ανάσα πριν ανοίξουν τα σχολεία στην κυριολεξία. Εμείς κατάμαυροι, τα μαλλιά μου είχαν ανταύγειες ξανθές, θυμάμαι, ο Ανδρέας κι εκείνος κατάμαυρος, σημάδια από μαγιό. Κάτι αλλά καημένα παιδάκια, άσπρα, είχαν ξεμείνει εδώ, στο Αμύνταιο, πίσω στη Φλώρινα. Εμείς είχαμε γίνει κατσιβελάκια, μικρά γυφτάκια.
Θυμάσαι λίγο να μου περιγράψεις το βράδυ ή την ημέρα πριν, που ήταν να προετοιμαστείτε, για να φύγετε για τις καλοκαιρινές διακοπές, στην Αλεξανδρούπολη; Τι σας έλεγε η μαμά, ας πούμε; Θυμάσαι;
Ένα χαμός. Ένας χαμός! Μόνο που μας έλεγε ότι θα φύγουμε, εμείς χοροπηδούσαμε πάνω-κάτω στα κρεβάτια. Ήτανε τρελή χαρά. Το περιμέναμε πώς και πώς, γιατί περνούσαμε πολύ ωραία και περνάμε ακόμη και τώρα. Είναι αξέχαστες οι αναμνήσεις μου από τα καλοκαίρια μου στην Αλεξανδρούπολη.
Και όταν μπαίνεις στο σπίτι της γιαγιάς εκείνης, λοιπόν, θυμάσαι κάποια μυρωδιά; Θα σας υποδεχότανε με κάποια μυρωδιά, κάποιο φαγητό; Ή κάτι άλλο;
Ναι. Θα μας υποδεχόταν με ό,τι φαγητό είχε μαγειρέψει εκείνη την ημέρα. Μπορεί να ήταν γεμιστά. Μπορεί να ήταν κεφτεδάκια με πατάτες. Μπορεί να ήταν μακαρόνια με κιμά. Με ό,τι είχε μαγειρέψει εκείνη την ημέρα. Αν και συνήθως δεν μαγείρευε η γιαγιά μου, η Αθανασία, μαγείρευε η μητέρα της, η γιαγιά μου, η Ανάστα. Δηλαδή, εκείνη ήταν πιο πολύ της μαγειρικής. Και μετά, αφότου πέθανε η γιαγιά μου, η Ανάστα, μετά από κει και πέρα η γιαγιά μου είχε πέσει. Δηλαδή, δεν μπορούσε να μαγειρέψει μόνη της πάρα πολύ, οπότε την βοηθούσε η θεία μου, η Ρούλα. Κι οπότε, πιο πολύ θυμάμαι τη θεία μου να μαγειρεύει, παρά τη γιαγιά μου.
Τι θυμάσαι τώρα από το οικογενειακό τραπέζι εκεί; Είχε κάποια διαφορά με το τραπέζι, το άλλο, της άλλης της γιαγιάς, στην άλλη άκρη της Μακεδονίας;
Είχε έντονες διαφορές. Καταρχήν, είχε πιο πολλά θαλασσινά. Δηλαδή, θα τρώγαμε πιο συχνά θαλασσινά. Θα κατεβαίνανε από νωρίς στην ιχθυόσκαλα, θα περνάνε ό,τι πιο φρέσκο υπήρχε, ακόμα και τώρα συμβαίνει αυτό. Και μετά που γυρνούσαμε απ' τη θάλασσα, εκεί το σούρουπο, θα ρίχναμε πάνω τη σαρδέλα στη σχάρα και θα μαζευόμασταν όλοι γύρω απ' το τραπέζι, έξω, στην αυλή, κάτω απ' την φλαμουριά και τσιπουράκι οι γονείς μου, εγώ [00:35:00]τότε δεν έπινα, και πολύ ψάρι και πάρα πολλή σαλάτα. Σαλάτα και ψάρι.
Θυμάσαι να φτιάχνουν ίσως και φαγητά, της καταγωγής τους, ιδιαίτερα;
Τα Χριστούγεννα φτιάχνανε την μπάμπω. Αυτό είναι έτσι ένα πολύ ιδιαίτερο φαγητό, το οποίο είναι στην ουσία ένα μεγάλο λουκάνικο στριφτό. Το ψήνανε σε ταψί μόνο του ή με πατάτες, αλλά συνήθως μόνο του, το οποίο περιείχε μέσα κρεατικά: είτε κάποιο συκώτι, κάποιο μοσχάρι, κάποιο... ανάμεικτα κρεατικά.
Το λουκάνικο αυτό πώς γινότανε, Μαρία; Όπως γίνονται τα κοινά λουκάνικα με το έντερο;
Ναι, ακριβώς έτσι, αλλά φαντάσου το πιο μεγάλο και πιο χοντρό. Δηλαδή, δεν ήτανε όπως το απλό λουκάνικο, το χωριάτικο, ήταν ακόμη πιο μεγάλο. Αυτό ήταν πολύ χαρακτηριστικό για χριστουγεννιάτικο πιάτο της Θράκης.
Πώς θα το περιέγραφες έτσι λίγο στη γεύση, για κάποιον που δεν το έχει δοκιμάσει; Μ.Σ.: Δεν έχω φάει ποτέ, γιατί δεν μπορούσα ποτέ να φάω αυτές τις γεύσεις των κρεάτων. Οπότε, λυπάμαι, δεν μπορώ να την περιγράψω.
Εντάξει και μόνο η εικόνα αρκεί. Κάποιο άλλο φαγητό θυμάσαι να φτιάχνει; Ίσως κάποια πίτα;
Ναι, τις ρυζόπιτες τις έχουν πολύ εκεί, στη Θράκη, έχουμε εκεί, στη Θράκη. Είναι πολύ απλή η διαδικασία. Απλά βράζεις το ρύζι είτε με γάλα είτε με νερό, το φέρνεις, δηλαδή, να είναι σαν λαπάς το ρύζι. Βάζεις την κανέλα και τη ζάχαρη, μέσα σε ένα μπολ όλα αυτά, τα ανακατεύεις και αυτή είναι η γέμισή σου. Και μετά ανοίγεις το φύλλο σου, είτε το αγοράζεις είτε το ανοίγεις εσύ, και βάζεις τη γέμιση και την κάνεις στριφτή, στριφτόπιτα. Και είναι εξίσου νόστιμη, όπως και η κολοκυθόπιτα, που είναι παραπλήσιες γεύσεις έτσι με κανέλα και ζάχαρη.
Πες μου λίγο για την κολοκυθόπιτα.
Κι αυτή είναι πάνω κάτω η ίδια διαδικασία. Δηλαδή, βράζεις λίγο το κολοκύθι σου και μετά το να αναμιγνύεις με ζάχαρη και κανέλα και μετά το φύλλο πάλι, βάζεις λίγη γέμιση και τη στρίβεις, για να γίνει και αυτή στριφτόπιτα.
Κάποιο άλλο φαγητό θυμάσαι;
Ένα χαρακτηριστικό φαγητό, τώρα που μου ήρθε στο μυαλό, απ' τα χέρια της γιαγιάς μου, της Αθανασίας —αν και δεν είναι ακριβώς φαγητό, παρά σαν σνακ, ας πούμε— είναι τα αυγά με τις τηγανητές πατάτες, αλλά είναι μια άλλη παραλλαγή. Τις έτριβε τις πατάτες, τις έβαζε στο τηγάνι να τηγανιστούν λίγο, σαν βάση και από πάνω έριχνε τα αυγά. Και μετά αναποδογύριζε και ήταν σαν πίτα αυτό. Πολύ χορταστικό μπορώ να πω.
Πότε θυμάσαι να το τρως αυτό; Έχεις κάποια στιγμή ή εικόνα στο μυαλό σου;
Ναι, μετά τη θάλασσα. Πω, πω! Πολύ πεινασμένοι μετά τη θάλασσα, γιατί στην θάλασσα καθόμασταν ώρες ατελείωτες, απ' το πρωί, μέχρι το βράδυ. Οπότε, όταν γυρνούσαμε σπίτι, μπορεί να μην είχαμε μαγειρέψει κάτι, οπότε γρήγορα-γρήγορα έπαιρνε η γιαγιά τ' αυγά, έπαιρνε και δυο-τρεις πατατούλες και είχαμε ετοιμάσει γεύμα.
Ακούγεται πολύ ωραίο! Κάποιο άλλο φαγητό; Ίσως να ήτανε κι αυτό πάλι μικρό γεύμα.
Μετά οι λαγγίτες ήτανε ένα χαρακτηριστικό που έφτιαχνε η γιαγιά μου. Οι λαγγίτες είναι πιτούλες έτσι ψημένες στο τηγάνι, αφράτες, έξω τραγανές και μέσα μαλάκες. Αυτές τις τρώγαμε είτε με κάποιο αλμυρό, δηλαδή κάποιο τυρί ή κάποιο κασέρι, ή με μέλι κανέλα ή ακόμη και με μερέντα.
Θυμάσαι λίγο τη διαδικασία, να μας την περιγράψεις, πώς το μαγείρευε; Έχεις αυτή την εικόνα;
Έχω την εντύπωση ότι η ζύμη της λαγγίτας είναι παρόμοια με του λουκουμά, γιατί φούσκωνε, όταν το 'βαζες στο τηγάνι. Δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς δοσολογίες.
Το τηγάνι όμως, ας πούμε, ήταν με πάρα πολύ λάδι;
[00:40:00]Όχι δεν είχε πάρα πολύ λάδι το τηγάνι, ίσα-ίσα. Δηλαδή, δεν είχε πάρα πολύ λάδι. Δηλαδή, δεν έβαζε λάδι, όπως βάζουμε για τους λουκουμάδες. Πιο λίγο λάδι, πάρα πολύ πιο λίγο λάδι.
Τώρα εσύ, στο σήμερα, έχεις δοκιμάσει να φτιάξεις κάποια από όλες αυτές τις συνταγές, τις οποίες μου ανέφερες και με τις οποίες μεγάλωσες;
Σίγουρα άμα ανοίξεις αυτή τη στιγμή το ντουλάπι μου, το μικρό μου pantry, θα δεις τραχανά. Θα βρεις σάλτσες, θα βρεις... και σίγουρα θα βρεις και πλιγούρι. Το πλιγούρι το έχω πάντα μέσα στο ντουλάπι μου, γιατί μ' αρέσει να φτιάχνω τον σούρβα. Είναι πανεύκολο και θρεπτικό και πεντανόστιμο. Οπότε, σίγουρα φτιάχνω τον σουρβά.
Από τουρσί;
Ναι, αλλά δεν μένουν ποτέ αυτά. Δηλαδή, με το που ανοίξω το τουρσί, έχει φύγει. Έχει τελειώσει. Και η κομπόστα το ίδιο.
Και για πες μου, Μαρία, τώρα για σένα, γιατί μου ανέφερες ότι έχασες κάποιους από τους παππούδες σου, πόσο σημαντικές είναι για σένα αυτές οι συνταγές;
Τι να πω; Είναι κληρονομιά. Δηλαδή και να μην τις γράψω κάπου, είναι πολύ βαθιά χαραγμένες στο μυαλό μου και στην καρδιά μου, που δεν μπορεί να τις κλέψει κανείς. Δηλαδή, πώς να στο περιγράψω; Είναι πάρα πολύ σημαντικές για εμένα, γιατί μου θυμίζουνε γεύσεις, αρώματα και στιγμές με αυτούς τους ανθρώπους, που δεν θα ξαναδώ. Οπότε, κάπως σαν να έρχονται λίγο πιο κοντά μου. Φτιάχνοντας, ας πούμε, τον σουρβά, σκέφτομαι τη γιαγιά μου.
Σου τις έμαθε όλες τις συνταγές; Σου έμαθε κι εσύ να μαγειρεύεις;
Πάντα μπλεκόμουνα στην κουζίνα της, της γιαγιάς μου, της Μαρίας έτσι; Με τη γιαγιά μου, την Αθανασία, δεν θυμάμαι να ασχολούμαι ιδιαίτερα με την κουζίνα μαζί της, πιο πολύ με τη γιαγιά μου, τη Μαρία. Πάντα μπλεκόμουνα, αλλά πάντα τα έκανα μαντάρα και μ' έδιωχνε. Δεν μ' άφηνε να ασχολούμαι με την κουζίνα της, γιατί αυτή ήθελε να τα κάνει με συγκεκριμένο τρόπο κι εγώ έμπαινα μέσα της τα έκανα λίμπα και δεν ήθελε. Πιο πολύ δίπλα στη μάνα μου, απ' τη μάνα μου έμαθα τις συνταγές της γιαγιάς μου, να σου πω την αλήθεια. Δηλαδή, μέσα απ' τα χέρια και τα μάτια της μάνας μου.
Θυμάσαι να σου λέει κάτι συγκεκριμένο η γιαγιά, για να φύγεις απ' την κουζίνα;
«Άντε! Χάσ' απ' αδακές!». «Φύγε από δω», μου έλεγε. «Χάσ' απ' αδακές!».
Ακούγεται πάρα πολύ ωραίο. Πώς σκέφτεσαι τώρα να συνεχίσεις μ' αυτές τις συνταγές, τώρα που τις ξέρεις και τις έμαθες;
Σίγουρα θέλω να τις περάσω και στα δικά μου παιδιά. Θέλω σίγουρα να τις μεταδώσω, να τις μεταλαμπαδεύσω, με συγχωρείτε, και ελπίζω και τα παιδιά μου να τις αγαπήσουνε έτσι, όπως τις αγαπάω κι εγώ.
Σ' το εύχομαι. Σ' αυτό το σημείο θα ήθελα να σε ευχαριστήσω πάρα πολύ.
Κι εγώ ευχαριστώ πολύ.
Εύχομαι κάποια στιγμή να δοκιμάσω κι εγώ αυτά τα τουρσιά.
Ναι.
Και εύχομαι ό,τι καλύτερο.Μ.Σ.: Ευχαριστώ πάρα πολύ που με καλέσατε. Ήταν μια εκπληκτική εμπειρία, με ταξιδέψατε πραγματικά πίσω, αλλά με πάρα πολύ ωραίο τρόπο, πολύ ωραίες αναμνήσεις και εύχομαι κι εγώ ό,τι καλύτερο.Σ.Σ.: Γεια σας.Μ.Σ.: Γεια σας