Η Ουρανία Σταματιάδου μας μιλά για το Εγγλεζονήσι και την ιστορία της οικογένειάς της
Ενότητα 1
Βιογραφικά στοιχεία και η οικογένειά της
00:00:00 - 00:15:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα, θα μου πείτε το όνομά σας; Καλησπέρα, ονομάζομαι Ουρανία Σταματιάδου – Κουτσογιάννη. Μάλιστα, καλησπέρα σας! Είναι Δευτέ…γώ. Έζησε πολλά χρόνια… Nαι, την έζησα πάρα πολύ, δηλαδή παρά το ότι δεν ήμασταν στο ίδιο σπίτι, ήταν σαν να ήμασταν στο ίδιο σπίτι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Τα φαγητά και οι γιορτές
00:15:10 - 00:19:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έχετε έτσι κάποιο φαγητό που να θυμάστε τη γιαγιά - Από τη γιαγιά; Που να είναι πολύ χαρακτηριστικό από την παιδική σας ηλικία; Μαγείρευ…υρκικά εκεί. Σε εσάς τα μεταφέρανε; Και μεταξύ τους, όταν θέλανε να μην καταλάβουμε εμείς τα παιδιά τι λένε, μιλούσανε στα τουρκικά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Εκδρομές, χοροί, τραγούδια, το έθιμο της προίκας, Απόκριες, οι σεισμοί του 1950 στον Βόλο
00:19:24 - 00:32:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μάλιστα, σ' εσάς τα μεταφέρανε τα τούρκικα καθόλου; Όχι, όχι, όχι. Ούτε και εμείς θέλαμε, αν εξαιρέσεις κάποιες λέξεις που τις είχαμε συν…, εν πάση περιπτώσει, είναι μία περίοδος της ζωής που άφησε ανεξίτηλα σημάδια, ας πούμε, σ' εμένα. Τη θυμάστε ως παιδάκι πολύ έντονα…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Τα σχολικά χρόνια και η γνωριμία με τον σύζυγο
00:32:11 - 00:42:22
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ε, βέβαια, μετά με τα παιδιά, με τα παιχνίδια, τα κορίτσια με το κουτσό, με τις κούκλες, με τα σπιτάκια, ζωγραφίζαμε κάτω έτσι στο χώμα, γι…ας κίνησης, γιατί το σπίτι, το μαγαζί και λίγο παρακάτω και άντε και γύρω – γύρω τα μαγαζιά και οι γνωστοί και οι φίλοι και τα παιδιά, ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η ενασχόληση με τον σύλλογο των Εγγλεζονησιωτών και η ιστορία του συλλόγου
00:42:22 - 01:26:46
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Το «Εγγλεζονήσι» πώς προέκυψε και η δραστηριότητά σας με τον Σύλλογο Μικρασιατών ως Πρόεδρος; Ως φιλόλογος πάντα μου άρεσαν οι γιορτές αυτ…. Και εγώ σας εύχομαι τα καλύτερα αντίστοιχα για όλη την οικογένεια. Σας ευχαριστώ πολύ. Σε ευχαριστώ, κορίτσι μου, σε ευχαριστώ και εγώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Καλησπέρα, θα μου πείτε το όνομά σας;
Καλησπέρα, ονομάζομαι Ουρανία Σταματιάδου – Κουτσογιάννη.
Μάλιστα, καλησπέρα σας! Είναι Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021, είμαι με την κυρία Ουρανία Σταματιάδου – Κουτσογιάννη, Πρόεδρο του Συλλόγου Μικρασιατών «Το Εγγλεζονήσι», βρισκόμαστε στη Νέα Ιωνία Βόλου στα γραφεία του συλλόγου. Εγώ ονομάζομαι Ευφροσύνη Κίτσιου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Καλησπέρα σας, κυρία Σταματιάδου, μπορώ να σας λέω: «κυρία Ουρανία»;
Όπως θέλετε, όπως εξυπηρετεί εσένα, δεν έχω κανένα πρόβλημα.
Καλησπέρα, κυρία Ουρανία, θέλετε να μας πείτε λίγα πράγματα για εσάς;
Καλωσόρισες!
Ευχαριστώ πάρα πολύ που με δεχτήκατε!
Καλωσόρισες στα γραφεία του συλλόγου μας, αλίμονο, άλλωστε σκοπός του συλλόγου μας είναι αυτός, να διοχετεύουμε την ιστορία μας, τις γνώσεις μας, ό, τι έχουμε μάθει και εμείς από τους γονείς και τους παππούδες μας τα διοχετεύουμε σε σας και εσείς με τη σειρά σας στους νεότερους ακόμα.
Να τα μεταφέρουμε…
Έτσι, έτσι. Η μεταλαμπάδευση αυτή.
Θέλετε να μας πείτε λίγα πράγματα για εσάς να σας γνωρίσουμε καλύτερα;
Γεννήθηκα εδώ, στη Νέα Ιωνία, είμαι γέννημα και θρέμμα της Νέας Ιωνίας, το 1948. Τελείωσα το Δημοτικό εδώ, στη Νέα Ιωνία, το Γυμνάσιο, επίσης στις γνωστές παράγκες της Νέας Ιωνίας. Ανήκω στη γενιά, έτσι, των παιδιών της παράγκας και στη συνέχεια έδωσα εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, πέτυχα στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Μετά τις σπουδές μου διορίστηκα ως καθηγήτρια και μετά από τριάντα δύο χρόνια συναπτά εργασίας, συνταξιοδοτήθηκα.
Μάλιστα.
Επειδή πάντοτε αγαπούσα τη δουλειά μου και τα παιδιά και την ιστορία του τόπου μας, δεν ξέφυγα καθόλου από τη Νέα Ιωνία, αν εξαιρέσουμε την περίοδο των σπουδών μου και την περίοδο τεσσάρων πρώτων ετών του διορισμού, που διορίστηκα εκτός Βόλου. Από εκεί και πέρα είμαι συνέχεια εδώ, στα πάτρια εδάφη, τα οποία αγαπώ γιατί σε αυτά μεγάλωσα, ένιωσα τα πρώτα βήματα της ζωής, τις ταλαιπωρίες και όλα αυτά που τράβηξαν οι γονείς μας, οι οποίοι ήρθαν πρόσφυγες, οι παππούδες βέβαια, οι γονείς γεννήθηκαν εδώ. Έζησα και ανατράφηκα στα προσφυγικά της Νέας Ιωνίας και μέχρι σήμερα ζω, όχι σε ένα, σε τρία από αυτά της Νέας Ιωνίας τα οποία συνενώθηκαν, αν λάβουμε υπόψη ότι κάθε σπίτι από αυτά ήταν από είκοσι τέσσερα μέχρι είκοσι έξι τετραγωνικά, ένα δωμάτιο και μία μικρή αυλίτσα. Καταλαβαίνεις ότι για να έχω εγώ σήμερα ένα σπίτι εκατό τετραγωνικών συνένωσα, έτσι, τρία τέτοια σπίτια. Όπως καταλαβαίνεις, λοιπόν, είμαι συνυφασμένη με όλον αυτό τον αγώνα, με όλο αυτόν τον τόπο της προσφυγιάς.
Nα τα πάρουμε από την αρχή λίγο τα πράγματα, μου είπατε για τις… Bασικά, θέλετε να μου πείτε λίγο για την ιστορία της οικογένειας πρώτα, πώς ήρθαν στη Νέα Ιωνία;
Ναι, ναι, ναι, ναι, να σου πω. Από την πλευρά του πατέρα μου που φέρω και το όνομα Σταματιάδου, ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1919 στο Οδεμήσιο της Μικράς Ασίας, ο πατέρας του Ανέστης και η μητέρα του Ουρανία, της οποίας φέρω και το όνομα, απλά ο παππούς ατύχησε και το 1922 οι Τούρκοι τους είχαν επιστρατευμένους και τα λοιπά στα Aμελέ Tαμπουρού, εκεί έσκυψε να πιει νερό και τον αποκεφάλισαν. Η γιαγιά χήρα έρχεται στην Ελλάδα μαζί με συγγενείς και με άλλους Οδεμησιανούς συμπατριώτες στον Πειραιά και στη συνέχεια στη Νέα Ιωνία, έχοντας και ένα ορφανό παιδί τριών ετών, τον πατέρα μου. Εδώ, μετά την εγκατάσταση συναντιέται με τον παππού τον δεύτερο, τον Δημήτρη Βαλαχή, χήρος κι αυτός, είχε χάσει τη γυναίκα του από αρρώστια και ένωσαν τη ζωή τους και μεγάλωσαν τον πατέρα μου σαν δικό τους παιδί. Ο παππούς επειδή από το νησί και όλη η οικογένειά του ήταν κτηνοτρόφοι, όταν ήρθε, λοιπόν, εδώ σκέφτηκε να ασχοληθεί με την κτηνοτροφία, τέλος πάντων, με το ζωικό αυτό βασίλειο και το πρώτο σπιτάκι, αυτό που είχε δοθεί στη γιαγιά-.
Στις παράγκες;
Στη Νέα Ιωνία, εδώ, τα σπίτια αυτά, δεν ήτανε παράγκες τότε. Στις παράγκες έμεναν πριν, ήρθαν εδώ το 1922 και μέχρι το 1924 έμεναν στις παράγκες. Το 1924 είχαν ετοιμαστεί αυτά τα σπίτια στον Ξηρόκαμπο, σε μία περιοχή που ήταν πάνω από τον Ξηριά, πάνω από το ποτάμι που χώριζε τον Βόλο από την Νέα Ιωνία, γνωστός ως Ξηρόκαμπος και έγιναν αυτά τα πρώτα σπίτια το 1924 που μοιράστηκαν σε τρεις χιλιάδες περίπου Μικρασιάτες. Ένα από αυτά είχε δοθεί και στη γιαγιά, που είχε και μικρό παιδί και όπως όλοι την εποχή εκείνη παρά το ότι τα τετραγωνικά, όπως σου είπα, ήταν πολύ λίγα, είχανε το δωμάτιο και μία μικρή αυλίτσα, αυτή την αυλίτσα κάποιοι την έκαναν μαγαζάκι, άλλος μανάβης, άλλος κουρέας, άλλος ράφτης, άλλος έτσι, καταλαβαίνεις, ο παππούς και η γιαγιά την έκαναν κρεοπωλείο. Και ασχολήθηκε ο παππούς, έτσι, σε εποχές δύσκολες, γιατί δεν είναι όπως σήμερα που παραγγέλνεις, έτσι, και σου έρχονται έτοιμα τα κρέατα, με τα ψυγεία και όλα αυτά. Για να βρουν τα ζώα έπρεπε να πάνε στα χωριά με τα πόδια, έκαναν αγορές με το μάτι…
Έτσι αγόραζαν…
Υπολόγιζαν, δηλαδή τα κιλά του κρέατος, πόσο θα είναι και όλα αυτά και σε όλα αυτά ο παππούς είχε κοντά και τον πατέρα μου και σιγά – σιγά τον διαδέχθηκε και στην δουλειά. Και ο πατέρας μου, λοιπόν, κρεοπώλης και στη συνέχεια ο αδελφός μου και σήμερα τα ανίψια μου και έχουμε τη συνέχεια στο επάγγελμα από τον παππού στον εγγονό, όπως συμβαίνει με πολλές οικογένειες εδώ, στη Νέα Ιωνία και με τον σύλλογο, ήδη, έχουμε εκδώσει και βιβλίο με τον τίτλο αυτόν, ιστορία, έτσι, στο επάγγελμα «Από τον παππού στον εγγονό: Η παράδοση στο επάγγελμα». Από την πλευρά της μητέρας μου, οι γονείς καταγόταν από τα αρχαία Θυάτειρα που είναι γνωστά σήμερα, τα τουρκικά Ακ Χισάρ, Αξάρι και αυτοί ήρθαν το 1922 εδώ, στη Νέα Ιωνία, με συγγενείς και λοιπά, παντρεύτηκαν όμως εδώ. Η γιαγιά ήταν σε ηλικία τότε δεκατεσσάρων ετών, συμπατριώτης με τον παππού, παντρεύτηκαν και απέκτησαν τη μητέρα μου.
Tο όνομα της μαμάς σας;
Μαρία – Μαρίτσα, όχι Μαρία, Μαρίτσα, γιατί τις Μαρίες στη Μικρά Ασία τις λέγανε Μαρίτσες και έμεινε Μαρίτσα, έτσι, πάντα Μαρίτσα.
Kαι του μπαμπά το όνομα, του μπαμπά σας;
Σταύρος ο πατέρας μου, Σταύρος. Μαρίτσα και Σταύρος.
Μάλιστα. Λέγαμε για τη μαμά σας, μου είπατε τώρα και παντρεύτηκαν εδώ με τον μπαμπά σας.
Με τον μπαμπά σε μικρή ηλικία, δεκατεσσάρων ετών αρραβωνιάστηκαν, δεκαεπτά παντρεύτηκαν με το σοσονάκι η μαμά από ό,τι μου έλεγε στους αρραβώνες, δεκαεπτά παντρεύτηκε, στα δεκαεννιά της είχε και εμένα και τον αδερφό μου, δύο παιδιά.
Και μετά που μένατε, μένατε;
Εδώ, στη Νέα Ιωνία πάντα, γιατί οι γονείς της στο πατρικό σπίτι, αυτό που είχαν πάρει το προσφυγικό της το έδωσαν προίκα και επειδή ο παππούς είχε μία οικονομική άνεση, ήταν υποδηματοποιός και λοιπά και πολύ καλός στην τέχνη του, είχε συγκεντρώσει κάποια χρήματα και πήρε ένα οικόπεδο ψηλά στη Νέα Ιωνία, στην περιοχή του Ξηροκάμπου, ας πούμε, πολύ πιο πάνω δηλαδή από τα πρώτα προσφυγικά, που ήταν γύρω εδώ από την Ευαγγελίστρια και οι γονείς είχαν μεταφερθεί, λοιπόν, εκεί και το προσφυγικό έμεινε προίκα στη μαμά, το οποίο στη συνέχεια υπήρξε και προίκα δική μου, γιατί σε αυτό μένω εγώ τώρα, όπως σου είπα, αφού ενώσαμε και άλλα γειτονικά.
Μάλιστα…
Αγωνίστηκε και η μητέρα μου μαζί με τον πατέρα μου στο κρεοπωλείο, ήταν πολύ εργατική και οι εποχές ήταν δύσκολες, όπως σου είπα, τα κρεοπωλεία δεν ήταν όπως είναι τώρα, ο κόσμος έπαιρνε εκατό δράμια κιμά, ένα κεφαλάκι για να κάνουν σούπα να φάνε τα παιδάκια τους, σπλήνα, να πάρουνε μία σπλήνα, ήταν δύσκολοι καιροί και να συμπληρώσουν το εισόδημα αναγκαζόντουσαν και έκαναν κοκορέτσι, έκαναν σπληνάντερα. Και το βράδυ, έτσι, απέξω από το μαγαζί έβαζαν φωτιά στα κάρβουνα, δύο δραχμές κοκορέτσι, πέντε δραχμές κοκορέτσι την εποχή εκείνη, ε. Λοιπόν, εποχές σου λέω δύσκολες, τις οποίες τις έζησα και εγώ για αυτό σου είπα και νωρίτερα, η δική μου η γενιά, [00:10:00]έτσι, δεν έζησε χρόνια εφηβείας, η ζωή μας, ήμασταν συνυφασμένοι, έτσι, με αυτά τα προβλήματα της οικογένειας, υποφέραμε και τα παιδιά και συμμετείχαμε στα προβλήματα της οικογένειας, όλα αυτά.
Το κρεοπωλείο που μου είπατε είναι Βαλαχής. Από πότε είναι το κρεοπωλείο περίπου;
Καλά, από το '29 περίπου.
Από το '29 κι είναι ακόμη και σήμερα.
Ναι και είναι στο ίδιο σημείο, βέβαια έχει αυξηθεί λίγο, έχει μεγαλώσει. Βέβαια, τώρα φέρει το όνομα Σταματιάδης, γιατί ο παππούς είπαμε ήταν Βαλαχής, ο πατέρας μου ήταν Σταματιάδης. Η γιαγιά ήθελε να τον, ο παππούς επειδή τον αγαπούσε και του έμοιαζε κιόλας, παρότι δεν ήταν γιος του και ήθελε να τον υιοθετήσει, αλλά η γιαγιά ήθελε να διατηρήσει το όνομα του πρώτου συζύγου, του πρώτου, του έρωτα των νεανικών της χρονών, τον οποίο δεν πρόλαβε να χαρεί και πολύ, γιατί τον έχασε, όπως και πολλές άλλες γυναίκες. Ναι και να σου πω ότι και όταν γεννήθηκε ο αδερφός μου και ενώ ο πατέρας μου ήθελε να τον βγάλει Δημήτρη στον παππού, στο όνομα του παππού του Βαλαχή, η γιαγιά μόλις γεννήθηκε και είπαν αγόρι – στο λέω και συγκινούμαι – «Αναστήθηκε ο Ανέστης!», είπε, «Αναστήθηκε ο Ανέστης!».
Τρομερό, τον πρώτο της σύζυγο. Δεν ξέχασε ποτέ αυτή τη μνήμη του πρώτου συζύγου…
Όχι και πάντα είχαμε μία φωτογραφία στη σάλα μας, η σάλα ήταν το δωμάτιο υποδοχής στο σπίτι και όταν ερχότανε στο σπίτι, γιατί αυτή έμενε πάνω από το κρεοπωλείο με την κόρη της, το δικό μας ήταν λίγο πιο εκεί, ένα τετράγωνο που λέμε εδώ στη Νέα Ιωνία λίγο πιο πέρα και όσες φορές ερχόταν στο σπίτι, πήγαινε άνοιγε την πόρτα και φάτσα απέναντι, υπήρχε πάντα η φωτογραφία αυτή.
Του παππού Ανέστη;
Του παππού Ανέστη, ναι. Στεκόταν, λοιπόν, μπροστά στην πόρτα την ανοιχτή, έβαζε το χέρι μπροστά στο στόμα εδώ και κλαίγοντας έλεγε πάλι: «Καημένε Ανέστη! Σαν το πρώτο το στεφάνι στον κόσμο, δεν εφάνη!», γιατί μιλούσε και έτσι στα Οδεμησιανά. Αυτή την εικόνα έτσι την έχω πάντα μπροστά μου, γιατί δεν υπήρχε φορά που να έρθει η γιαγιά στο σπίτι και να μην πάει να ανοίξει την πόρτα, παρά το ότι έζησε πολύ καλά και με τον παππού τον Δημήτρη, ήταν λεβεντάνθρωπος, εργατικός, οικογενειάρχης, μας αγαπούσε ιδιαίτερα εμένα, επειδή πήγαινα καλά στο σχολείο και ήταν άνθρωπος που ήθελε να ενημερώνεται, να διαβάζει εφημερίδες και λοιπά και όταν πια μεγάλωσε και τα μάτια δεν βοηθούσαν, περίμενε να έρθω από το σχολείο, να του διαβάσω την εφημερίδα. Όπως και η γιαγιά, επειδή ήμουν καλή στα γράμματα και πολλές φορές έγραφε το όνομά μου η εφημερίδα, όταν ερχόμουν από το σχολείο και πήγαινα πρώτα στο μαγαζί, να χαιρετήσω τον μπαμπά και τον παππού, η γιαγιά από πάνω είχε πάντα βασιλικό με γλάστρα, έκοβε ένα βασιλικό, μου τον πετούσε, τον πετούσε και έλεγε «Ουρανία! Ουρανία Σταματιάδου! Το όνομά σου στην εφημερίδα!».
Ήταν περήφανοι πολύ για εσάς...
Ναι, ναι, ναι, ναι. Είχε γίνει βίωμα αυτό καταλαβαίνεις τώρα το όνομα, γιατί της θύμιζε το Ουρανία Σταματιάδου το δικό της και είχε και τη συνέχειά της μπροστά.
Και του συζύγου φαντάζομαι…
Ε, ναι, και του Σταματιάδη. Σου λέω αφού σου είπα όταν γεννήθηκε ο αδερφός μου είπε «Αναστήθηκε ο Ανέστης!».
Έχετε έτσι άλλες εικόνες από τον παππού και τη γιαγιά χαρακτηριστικές, που να θυμάστε εσείς από τα παιδικά σας χρόνια;
Από τη γιαγιά την Ουρανία, ναι. Και από τους μεν και από τους δε, γιατί ζούσαμε σχεδόν μαζί, αφού ήταν πάνω από το κρεοπωλείο. Εκεί τα πρώτα χρόνια ήταν μαζί στο κρεοπωλείο, μετά αποσύρθηκε ο παππούς, όταν μεγάλωσε ο μπαμπάς και λοιπά, πολύ καλές σχέσεις, πάρα πολύ καλές σχέσεις. Η γιαγιά μας αγαπούσε, φρόντιζε πάντα να μας ψωνίζει υφάσματα να ράβουμε και λοιπά.
Ήταν η γυναίκα που της άρεσε, ας πούμε, το ντύσιμο από ό,τι καταλαβαίνω της άρεσε;
Της άρεσε και μάλιστα περιποιούνταν, έβαζε στο πρόσωπο και συμβούλευε κι εμάς το αγγουράκι, να βάζουμε για την επιδερμίδα. Ήθελε τις κρεμούλες της, ήθελε.
Ήταν γυναίκα κοκέτα, περιποιούνταν;
Ναι, ναι, ναι, ακριβώς.
Ποια εικόνα έχετε για τη γιαγιά; Πώς την θυμάστε, έτσι, επειδή τη ζήσατε πολύ;
H γιαγιά πέθανε όταν, μετά τον γάμο μου, αφού παντρεύτηκα εγώ.
Έζησε πολλά χρόνια…
Nαι, την έζησα πάρα πολύ, δηλαδή παρά το ότι δεν ήμασταν στο ίδιο σπίτι, ήταν σαν να ήμασταν στο ίδιο σπίτι.
Έχετε έτσι κάποιο φαγητό που να θυμάστε τη γιαγιά -
Από τη γιαγιά;
Που να είναι πολύ χαρακτηριστικό από την παιδική σας ηλικία;
Μαγείρευε πάρα πολύ καλά η γιαγιά όπως και η άλλη γιαγιά, αλλά περισσότερο αυτή. Τα σουτζουκάκια με τις ελιές τις πράσινες, ήταν η σπεσιαλιτέ της γιαγιάς. Επίσης, τα γεμιστά της, συνήθιζε στην ντομάτα ιδιαίτερα, επειδή ξινίζει λίγο, να βάζει σταφιδούλα από κάτω και πολλά άλλα.
Έτσι, δηλαδή, αν σας ρώταγα το αγαπημένο σας ως παιδί, ας πούμε, της γιαγιάς ποιο θα ήταν από αυτά, να το θυμάστε, που λέμε, τη μυρωδιά του, όταν μπαίνετε σπίτι;
Το μπουμπάρι! Τι να πρωτοπώ!
Ήταν πολύ καλή μαγείρισσα…
Nαι, ναι, ναι, ναι και τα είχαμε, ήταν και είδος του μαγαζιού τα κρεατικά ιδιαίτερα, όπως σου λέω τα σουτζουκάκια με την πράσινη ελιά και λοιπά τα γεμιστά, όχι τα νηστίσιμα με το ρύζι μόνο, με τον κιμά πάντα. Επίσης, οι λαχανοντολμάδες ή τα άλλα, η χειροτεχνία εκείνη με τα κληματόφυλλα, όταν τύλιγαν τα γιαλαντζί, που λέμε, τα νηστίσιμα, έκαναν ολόκληρη χειροτεχνία, δεν μπορούσε δηλαδή ο καθένας να το κάνει αυτό.
Μάλιστα…
Έτσι ήταν…Όπως και τα γλυκά, αλλά περισσότερο στα γλυκά ήταν η άλλη γιαγιά, της μαμάς μου, η οποία έκανε γλυκά.
H άλλη γιαγιά το όνομά της; Θα μου πείτε και για την άλλη γιαγιά.
Βασιλεία και Θεόδωρος, Βαφέας στο επίθετο. Αυτή επειδή ακριβώς είχε φύγει όπου σου είπα, είχαν πάρει οικόπεδο μακριά, ήταν σχετικά μακριά, δεν είχαμε την καθημερινή επαφή, όπως είχαμε με τη γιαγιά την Ουράνια που ήμασταν στα είκοσι μέτρα, αλλά όμως το σπίτι, ήταν πάντα ανοιχτό, φιλόξενη με το γλυκό στο χέρι, το κουταλάκι να πας να πάρεις το γλυκό του κουταλιού, που δεν έλειπαν ποτέ από το σπίτι. Επίσης, τα διάφορα άλλα γλυκά, τα σιροπιαστά.
Έκανε σιροπιαστά η γιαγιά Βασιλεία;
Ναι, ναι ναι, το τυλιχτό αυτό που παίρνουμε και τώρα από το ζαχαροπλαστεία, τα σοροπιαστά, οπωσδήποτε, επίσης εκείνα που θυμάμαι από τη γιαγιά τη Βασιλεία, είναι στις γιορτές που πάντοτε παρά το ότι το σπίτι ήταν μικρό έλεγε η γιαγιά: «Χίλιοι καλοί χωράνε!» και όλοι οι συγγενείς μαζεύονταν στις γιορτές και λοιπά. Λοιπόν, το τσιπουράκι πάντοτε και τα ψωμάκια κομμένα φετούλες με το κασεράκι και την οδοντογλυφίδα, με το κεφτεδάκι, το στρογγυλό, όλα αυτά ήταν - τα γιαλαντζί, που λέμε τα ντολμαδάκια, ανάλογα με την εποχή χαρακτηριστικά στις γιορτές αυτά και βέβαια, επειδή ο παππούς ήταν μερακλής και είχε και το ούτι και έπαιζε και τραγουδούσε. Η μαμά μου τραγουδούσε πάρα πολύ ωραία και είχε ωραία φωνή, όπως και μία πρώτη της ξαδέλφη, και όταν μαζεύονταν στις γιορτές, είχαν και ένα πρώτο ξάδερφο ο παππούς που έπαιζε κανονάκι, ο πρώτος εδώ στη Νέα Ιωνία, ο Αχιλλάς, και γινόταν χαμός στις γιορτές.
Για πείτε μου για τις γιορτές λίγο, έτσι, τη θυμάστε μία εικόνα, ας πούμε;
Να σου λέω μαζεύονταν όχι μόνο οι συγγενείς, αλλά και συμπατριώτες, οι συμπατριώτες, οι Αξαρλήδες, από το Αξάρι, οι Αξαρλήδες. Και λέγανε πάντα τις ιστορίες τους και λοιπά, τα τραγούδια τους, χορεύανε, έτσι, παίρνανε τέτοια, σου λέω τα κορίτσια, η μαμά μου και η θεία μου από εκεί τραγουδούσανε και μιλούσανε και τούρκικα γιατί τα είχανε μάθει από τους γονείς, επειδή στην Τουρκία συνυπήρχαν με Τούρκους και τα μιλούσανε άπταιστα τα τουρκικά εκεί.
Σε εσάς τα μεταφέρανε;
Και μεταξύ τους, όταν θέλανε να μην καταλάβουμε εμείς τα παιδιά τι λένε, μιλούσανε στα τουρκικά.
Ενότητα 3
Εκδρομές, χοροί, τραγούδια, το έθιμο της προίκας, Απόκριες, οι σεισμοί του 1950 στον Βόλο
00:19:24 - 00:32:11
Μάλιστα, σ' εσάς τα μεταφέρανε τα τούρκικα καθόλου;
Όχι, όχι, όχι. Ούτε και εμείς θέλαμε, αν εξαιρέσεις κάποιες λέξεις που τις είχαμε συνηθίσει και τις μαθαίναμε και εμείς επειδή τις ακούγαμε πολύ συχνά και καταλαβαίναμε στο τέλος τι λέγανε, αλλά όχι, δεν, ούτε εμείς θελήσαμε, ούτε αυτοί ασχολήθηκαν για να τα μεταφέρουν και σ' εμάς.
Μεταξύ τους, όμως;
Μεταξύ τους ναι, ναι. Οι Εγγλεζονησιώτες δεν μιλούσαν τούρκικα, δεν ήξεραν τουρκικά γιατί δεν συνυπήρχαν στο νησί με Τούρκους.
[00:20:00]
Θα σας ρωτήσω και για το Εγγλεζονήσι, θα πάμε μετά. Θα σας ρωτήσω μετά.
Απλά το λέω τώρα, για να...
Ναι, ναι. Λέγαμε για τις γιορτές.
Nαι, για τις γιορτές, αυτά, ότι τα σπίτια ήταν πάντα γεμάτα. Επίσης, πολλές φορές οικογένειες μαζί και μαζευόντουσαν και κάνανε εκδρομές με τα κάρα, αυτοκίνητα την εποχή εκείνη ήταν και λίγο δύσκολα, αλλά είχαν κάρα. Ο παππούς ο δικός μου είχε σούστα με άλογο και μ' έβαζε πάνω, μας έβαζε και εμάς. Επειδή επάνω, σου είπα, που είχε πάρει το σπίτι, είχε μεγάλο οικόπεδο και είχε και στάβλο και είχε άλογο, είχε και κήπο, είχε και δέντρα, είχε και γαλοπούλες, είχε και κοτούλες, ήταν εξοχή πια, τώρα τώρα είναι τόσο πυκνοκατοικημένο εκεί που μόνο εξοχή δεν είναι. Τέλος πάντων, έχουν αλλάξει τελείως τα σκηνικά, αλλά θέλω να σου πω ότι αυτά τα θυμάμαι πάρα πολύ καλά τις εκδρομές αυτές και πάντα συνοδεία με τη μουσική-
Με το ούτι, έτσι -
Παίρνανε τα φαγητά τους μαζί και όλα αυτά και κάνανε τις εκδρομές, αλλά τα όργανα πάντα μαζί, το τραγούδι.
Πού πηγαίνατε εκδρομές, έτσι, με τον παππού, ας πούμε. Πού πηγαίνατε, σε ποιες περιοχές;
Στο Φυτόκο, προς τις Αλυκές, από εκεί στον Σωρό και λοιπά που υπήρχαν και πολλοί άλλοι, ιδιαίτερα Εγγλεζονησιώτες από κει βέβαια, αλλά ήταν περιοχές. Επίσης, προς το Καραμπάσι από εκεί, γιατί ο παππούς στην αρχή σου είπα ότι ήταν υποδηματοποιός και έπαιρνε παραγγελίες από τους Πηλιορείτες και είχε γνωριμίες και λοιπά και πηγαίναμε προς τα εκεί. Το Καραμπάσι είναι το λεγόμενο σήμερα Άγιος Βλάσης, γιατί εσύ Καραμπάσι δεν το ξέρεις, στο λέω εγώ, εγώ έτσι το είχα.
Άρα πηγαίνατε και προς το Πήλιο;
Ναι, ναι, ναι…
Και ουσιαστικά καθόσασταν, τι θυμάστε, ας πούμε;
Είχαν τις ετοιμασίες τους. Σε κέντρα, καφενεία και τέτοια δεν ήταν την εποχή εκείνη για την ηλικία τους, μετά αυτά ήταν για μας, για τους νεότερους, ας πούμε, για τους γονείς και για εμάς, αλλά με τους παππούδες όχι τόσο σε αυτά, όσο στην εξοχή.
Και τραγουδούσανε δικά τους τραγούδια από την πατρίδα τους;
Ναι, ναι, ναι, ναι, αυτά τα Μικρασιάτικα.
Θυμάστε έτσι κάποιο; Τον τίτλο, ας πούμε, κάποιο τραγούδι κάτι να λένε;
Τώρα αυτή τη στιγμή, δεν μου έρχεται τώρα να σου πω αυτή τη στιγμή
Δεν πειράζει, δεν πειράζει…
Γιατί τραγουδούσαν και Τούρκικα, όχι μόνο ελληνικά, τραγουδούσαν τα τουρκικά πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία.
Και θυμάστε, έτσι, να παίζει ούτι ο παππούς;
Ναι, ο παππούς πάντα και ο άλλος το κανονάκι, ο ξάδερφος.
Και η μαμά μού είπατε τραγουδούσε επίσης πολύ καλά.
Ναι, ναι, η μαμά και η θεία τραγουδούσανε και όλοι μαζί συνοδεύανε έτσι και χορεύανε.
Μάλιστα.
Τα συρτά τους, τα αντικριστά τους.
Αυτοί ήταν οι χοροί δηλαδή;
Ε, ναι, ναι, ναι. Ο ζεϊμπέκικος για τους άντρες και οι γυναίκες περισσότερο τα συρτά, οι καρσιλαμάδες, το αντικριστό που λέμε ο καρσιλαμάς.
Οι γυναίκες δεν χόρευαν ζεϊμπέκικο, ήταν αντρικός χορός, ας πούμε;
Το ζεϊμπέκικο; Ναι ήταν καθαρά αντρικός χορός, μετά πέρασε και στις γυναίκες. Σήμερα, βέβαια, όταν μπαίνει κάποιο ζεϊμπέκικο οι πίστες γεμίζουν γυναίκες και λιγότερο από άντρες.
Μάλιστα…
Ναι, εντάξει, έχουν ξεπεραστεί αυτά.
Έτσι από τη Νέα Ιωνία τι θυμάστε σε σχέση επειδή μου είπατε ότι ζήσατε όλα τα χρόνια σας στη Νέα Ιωνία –
Ναι –
Έχετε κάποιες εικόνες από τους πρόσφυγες της Νέας Ιωνίας από τα παιδικά σας χρόνια;
Μόνο; Μόνο;
Θέλετε να μου πείτε κάποια πράγματα;
Το τετράγωνο επειδή ήταν χωρισμένα σε τετράγωνο γύρω από την Ευαγγελίστρια, το σπίτι μας ήταν στο γιώτα τετράγωνο, είναι κάτω από την Ευαγγελίστρια, το δεύτερο τετράγωνο κάτω από την Ευαγγελίστρια προς το ποτάμι. Λοιπόν, πώς ήτανε τα τετράγωνα αυτά; Ήταν τα σπίτια γύρω γύρω, είπαμε επειδή ήταν μόνο το δωμάτιο και μία μικρή αυλίτσα, δεν είχαν τουαλέτες. Οι τουαλέτες ήταν κοινόχρηστες έξω, δεν είχανε νερό, είχαν το πηγάδι, αργότερα η βρύση. Τα πλυσταριά, έβαζαν τα καζάνια και έπλεναν οι γυναίκες τα ρούχα τους και τα στρωσίδια τους και όλα αυτά. Αυτά σιγά – σιγά, όμως, εντάξει, έφυγαν γιατί, γιατί σε κάθε σπίτι, κάθε οικογένεια στην άκρη της αυλίτσας, έκανε μία μικρή τουαλέτα, πρόσθεσε μπροστά στο δωμάτιο μία κουζινούλα και στη συνέχεια μία τουαλέτα, οπότε πλέον καταργήθηκαν οι κοινόχρηστες, γιατί τότε ήταν τέσσερις τουαλέτες και αντιστοιχούσε μία τουαλέτα σε τέσσερις οικογένειες. Δηλαδή, εγώ σήμερα σκεφτόμουν πόσα σπίτια ήτανε γύρω – γύρω, πόσες οικογένειες, έξι και δύο, οκτώ. Και έξι, δηλαδή καταλαβαίνεις, γύρω – γύρω και σχημάτιζαν το τετράγωνο, γι' αυτό τα λέγανε τετράγωνα, και γύρω – γύρω υπήρχε ένας χώρος κοινόχρηστος, στον οποίο κοινόχρηστο υπήρχε το πηγάδι, όπως είπαμε, στο κέντρο και υπήρχαν και οι τουαλέτες και οι πλύστρες έτσι. Αυτά, εντάξει, σιγά – σιγά έφυγαν, γιατί αργότερα το πηγάδι εγκαταστάθηκε με μία βρύση, η οποία βρύση την εποχή εκείνη δεν είχε και νερό όλες τις ώρες. Και εκεί θυμάμαι, αυτό που θυμάμαι από μικρό παιδί ότι το νερό ας πούμε ερχόταν 12:00 με 1:00.
Α, είχε συγκεκριμένες ώρες;
Ναι, θέλω να πω, μπορεί να ήταν 12, μπορεί να ήταν 10 το πρωί με 12. Τι γινόταν τότε; Οι νοικοκυρές πήγαιναν από πρωί – πρωί εκεί και η καθεμία έβαζε το ποτιστήρι της, τον κουβά της, τέλος πάντων, γιατί τότε είχαν κουβάδες και ποτιστήρια στη σειρά. Ε, υπήρχαν και κάποιες τώρα, έξυπνες, που πήγαιναν παραμέριζαν της μιας το ποτιστήρι και έβαζαν το δικό τους. Όταν, λοιπόν, πήγαινε η άλλη και ήξερε ότι το ποτιστήρι της ήταν τέταρτο στη σειρά και βρίσκεται δέκατο, ξέρω 'γω ή έκτο, υπήρχαν κάποιοι ομηρικοί καυγάδες εκεί, λοιπόν.
Εσείς τα προλάβατε, δηλαδή, αυτά;
Τα πρόλαβα αυτά και έχω και φωτογραφία με τη βρύση αυτή, τέλος πάντων, και τη γειτονιά, όπως φαίνεται εκεί. Επίσης εκείνο που θυμάμαι πάρα πολύ είναι ότι, παρά τα προβλήματα που μπορεί να υπήρχαν και τα μικροκαβγαδάκια, τα ξεχνούσαμε πολύ εύκολα αυτά και ήμασταν μία χούφτα, έτσι, ένα σώμα, μία ψυχή όλοι. Μοιραζόμασταν ο ένας τις χάρες του άλλου και τις λύπες του άλλου, στους γάμους, στους αρραβώνες αυτά, όλη η γειτονιά βάζανε τα καζάνια, ζεσταίνανε το νερό, πλένανε τα προικιά. Τα κορίτσια έδεναν σκοινιά από τη μια άκρη της γειτονιάς στην άλλη, τα άπλωναν. Βέβαια, όλη αυτή η διαδικασία με χορούς, με τραγούδια, με ανέκδοτα, είχαμε και κάποιες χαρακτηριστικές κυρίες, οι οποίες είχαν το χάρισμα του να –
Να λένε ανέκδοτα;
Του να πλέκουν δίστιχα ή επαινετικά ή ξέρεις, έτσι, διάφορα. Και όλα αυτά λεγόντουσαν, ας πούμε, τα τραγούδια, οι χοροί και αυτά κατά τη διάρκεια που γινόταν όλη αυτή η διαδικασία με το πλύσιμο, με το άπλωμα, με το σίδερο των προικιών που κάνανε και τις εκθέσεις. Σε κάθε σπίτι μετά, στο νυφικό, στο σπίτι της νύφης, γινόταν η έκθεση.
Για να καταλάβω, τα κάνατε εσείς αυτά στον δικό σας το γάμο; Είχατε αυτά τα έθιμα;
Όχι, όχι, καλά, όμως επίδειξη προίκας, ναι.
Αυτό θα σας έλεγα.
Η επίδειξη προίκας γινότανε, όχι με έκθεση. Ερχόντουσαν οι συγγενείς, εγώ θυμάμαι, βέβαια, ότι η μαμά έβαλε θηκιαστή, ξέρω 'γω, να φαίνονται ό,τι είχα, το πάπλωμα, ό,τι είχα ξέρω 'γω, κάποιες κουβέρτες.
Την έκθεση αυτή τη θυμάστε ως παιδάκι, δηλαδή, να το κάνουνε;
Ναι, εκείνο γιατί βάζανε μπλε κόλλα, χαρτί, κολλάρανε τα κεντήματα ιδιαίτερα ή τα πλεκτά που είχανε με το βελονάκι και τα έβαζαν επάνω. Μιλάω με τις μεγαλύτερες κοπέλες, γιατί μετά σ' εμάς, εντάξει, ξεπεράστηκαν αυτά, αλλά παρόλα αυτά, θυμάμαι ότι η μαμά πάνω στο μεγάλο τραπέζι της σάλας, είχε βάλει τα κεντηματάκια, τα ρουχάκια, ξέρω 'γω, αυτά που ήταν να πάρω, να κρατήσω σαν νύφη, αλλά, εντάξει, όχι στο στυλ που γινόντουσαν παλιά.
Ως παιδί αυτά που θυμάστε…
Τις Απόκριες, χαμός! Είχαμε κάποιες κυρίες εκεί που έπαιζαν τουμπελέκι, που τραγουδούσαν, που κάνανε και μαζευόντουσαν όλα τα παιδιά εκεί. Αυτοσχεδιασμός στο ντύσιμο, μη νομίζεις με φορεσιές όπως τώρα, ό, τι πιο πρόχειρο, ό, τι πιο απλό και τα λοιπά, αλλά είχε τέτοιο κέφι που ήτανε μία διασκέδαση και μία χαρά ζωής η περίοδος αυτή. Τα σπίτια δεν κλειδωνόντουσαν, οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Έμπαινε όποια ώρα ήθελε ο καθένας και έκανε την επίσκεψή του και μπορεί να έκανε, ας το πούμε, μία σαν εξόρμηση σε κάποιες που ήταν λίγο πιο συνεσταλμένες, καταλαβαίνεις, ναι. Επίσης, ένα άλλο χαρακτηριστικό ήτανε με [00:30:00]τους σεισμούς, που μου έχει μείνει πλέον, που, επειδή τα σπίτια λίγο ως πολύ ήταν επικίνδυνα και οι σεισμοί ήταν αλλεπάλληλοι την εποχή εκείνη το 1954 – 1955 και λοιπά, εγώ τότε ήμουν έξι – εφτά χρόνων. Και είχαν φέρει μία στρατιωτική σκηνή και την είχαν βάλει στο κέντρο της πλατείας και εκεί μέσα είχε ράντζα. Το βράδυ, καλά τη μέρα ήμασταν έξω και λοιπά, το βράδυ μαζευόταν όλο το τετράγωνο, μικροί – μεγάλοι στη σκηνή αυτή. Εκεί, λοιπόν, τι ήθελες και δεν άκουγες! Από τραγούδια, από ανέκδοτα, ο ένας την ιστορία του, ο άλλος τη δική του, ο άλλος τι του συνέβη τη μία, ο άλλος τι του συνέβη την άλλη, μικροί – μεγάλοι, τέλος πάντων. Πότε να κοιμηθείς! Πότε να κοιμηθείς! Απάνω που λέγαμε: «Τέρμα», μεσολαβούσαν κάποιοι και λέγανε: «Τέρμα, τώρα πέρασε η ώρα, κοιμόμαστε δεν ξαναμιλάει κανείς!», θυμόντανε κάποιος κάτι, ξυπνούσε, το πετούσε. Ήτανε μια περίοδος, δηλαδή, που έμεινε σε όλους μας έτσι αξέχαστη, γιατί ζήσαμε κάτι το διαφορετικό όλοι μαζί μέσα σε έναν χώρο.
Τότε είχε κρατήσει πολύ αυτό με τους σεισμούς, το θυμάστε;
Καμιά εβδομάδα.
Α, μείνατε καμιά εβδομάδα.
Ναι, ναι…
Οι σκηνές στήνονταν μες στον κοινόχρηστο χώρο των σπιτιών;
Ναι, ναι, αυτό, που ήταν σαν πλατείες, γιατί είχαν φύγει από τη μέση οι τουαλέτες και τα πηγάδια και τα αυτά, υπήρχε η βρύση μόνο, αλλά ήταν μεγάλες στρατιωτικές αυτές, δεκαπέντε – είκοσι κρεβάτια από τη μία και από την άλλη, ξέρεις, τις μεγάλες για να χωράει και όλος ο κόσμος. Κάποιοι είχαν μικρότερες σκηνές απ' έξω ή κοιμόντουσαν στην αυλή, αλλά οι περισσότεροι το κάνανε περισσότερο έτσι ευκαιρία να βρεθούμε και να το διασκεδάσουμε, να το διασκεδάσουμε, εντός εισαγωγικών το να το διασκεδάσουμε, γιατί με τους σεισμούς τώρα τι να διασκεδάσεις, αλλά, εν πάση περιπτώσει, είναι μία περίοδος της ζωής που άφησε ανεξίτηλα σημάδια, ας πούμε, σ' εμένα.
Τη θυμάστε ως παιδάκι πολύ έντονα…
Ε, βέβαια, μετά με τα παιδιά, με τα παιχνίδια, τα κορίτσια με το κουτσό, με τις κούκλες, με τα σπιτάκια, ζωγραφίζαμε κάτω έτσι στο χώμα, γιατί η πλατεία ήταν χωμάτινη, δεν είχε τσιμέντο και λοιπά. Λοιπόν, κάναμε τα σπίτια ή παίζαμε τις κυρά – κουμπάρες με τις κούκλες και τα αυτά. Κούκλες, τις φτιάχνουμε περισσότερο εμείς τα παιδιά με κουρελάκια που παίρναμε από τις μοδίστρες, τα μπαλάδια που λέγαμε, τα μπαλάδια, δεν ξέρω, έχεις ακούσει τον όρο μπαλάδι;
Είναι το κουβάρι; Όχι, δεν είναι το κουβάρι…
Όχι, όχι. Μπαλάδια λέγαμε αυτά εμείς, τα μικρά, πηγαίναμε στις μοδίστρες που ράβανε και τα κομμάτια που περισσεύσανε, τα παίρναμε εμείς και φτιάχναμε στις κούκλες φουστίτσες, ξέρω 'γω, μπλουζάκια, ποδίτσες, το ένα, το άλλο ή με πανιά διάφορα τα αγόρια έφτιαχναν τις μπάλες, δεν είχανε λαστιχένιες.
Δεν υπήρχαν παιχνίδια που λέμε.
Ναι, ναι, ναι. Το «φίκο ντενεκέ» που βάζαμε έναν ντενεκέ με μία λεμονόκουπα απάνω και είχαμε πετραδάκια ή με το τόπι και όποιος –
Πώς είπατε το παιχνίδι;
«Φίκο ντενεκέ» ή το κέντρο που λέγαμε, βρίσκαμε πετραδάκια πλακέ και τα βάζαμε το ένα πάνω στο άλλο και ρίχναμε και όταν τα πετυχαίναμε και τα ρίχναμε, έπρεπε – ο ένας φυλούσε, βέβαια, εκεί – και έπρεπε τα υπόλοιπα της ομάδας να μπορέσουμε να το ξαναστήσουμε.
Α, μάλιστα…
Όταν το στήναμε ήταν νικητές και λοιπά, αν δεν τα καταφέρναμε τότε γινόταν το αντίστροφο, το ίδιο και με το άλλο. Το κουτσό που ήταν για τα κορίτσια ιδιαίτερα, έπαιζαν και τα αγόρια. Το «τσομάκα τσιλίκα».
«Τσομάκα τσιλίκα»;
«Τσομάκα τσιλίκα» ή «Τσιλίκα τσομάκα». Ήταν ένα, ένα πλατύ ξύλο από τη μια, να φανταστείς τώρα, πώς να στο πω, και το άλλο ήταν μικρό, μικρότερο, το οποίο το ξύναμε και απ’ τις άκρες, το χτυπούσαμε με το πλατύ, το μυτερό, και αυτό σηκωνόταν επάνω, πεταγόταν και προσπαθούσαμε να το διώξουμε όσο γίνεται πιο μακριά, την «τσιλίκα». Και μετά τα παιδιά που ήταν απ' έξω από τον κύκλο αυτόν έπρεπε να ρίξουν την «τσιλίκα», γιατί φτιάχναμε έναν κύκλο γύρω από τον αρχηγό, ας πούμε, έπρεπε να έρθει η «τσιλίκα» μέσα, αν δεν ερχόταν μέσα, ξανά πάλι, χτύπημα από τον αρχηγό και πέρα η «τσιλίκα».
Είχατε πολλά παιχνίδια;
Πάρα πολλά…
Μου είπατε πάρα πολλά.
Πάρα πολλά, παίζαμε το «αστούρ» που λέγαμε, το κρυφτό, το κυνηγητό. «Αστούρ», έτσι το λέγαμε, φωνάζαμε «αστούρ», το κυνηγητό, ας πούμε. Επίσης, με τα αγόρια ιδιαίτερα φτιάχναμε αερόστατα, τα αγόρια.
Α, για πείτε μου…
Παίρνανε τα υλικά αυτά με σύρμα και ένα ειδικό χαρτί λευκό, βάζανε, πώς το λένε, αυτό το στουπί το οποίο το βρέχανε με τη βενζίνη, με το πετρέλαιο και λοιπά και το ανάβανε και αυτό ανέβαινε προς τα πάνω και μετά τρέχαμε και κυνηγούσαμε να δούμε πού θα πέσει, να το ξαναβρούμε, να το φέρουμε πίσω, αγόρια – κορίτσια.
Εσείς παίζετε εδώ στη Νέα Ιωνία ή παίζετε κάπου συγκεκριμένα στη γειτονιά έτσι;
Σε όλες τις γειτονιές αυτές, πότε στην ίδια γειτονιά, πότε στην άλλη μαζευόμασταν γι’ αυτό ιδιαίτερα, ας πούμε, ή στον αύλειο χώρο της εκκλησίας.
E.K.: Της Ευαγγελίστριας.
Δεν ήταν πάρκο, όπως είναι τώρα. Το πάρκο έγινε, όταν ήμασταν, όταν ήμουν εγώ στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο μάλλον.
Πιο μεγάλη-
Μετά το '60, γύρω στο 1965 –1967. Θυμάμαι.
Είναι η περίοδος της Δικτατορίας.
Ναι. Γιατί ήταν χώρος πια που μαζευόντουσαν ιδιαίτερα τα παιδιά της ηλικίας μου, είχαμε και το σχετικό νυφοπάζαρο και τα φλερτάκια, έτσι, τα πρώτα σκιρτήματα.
Εκεί μαζευόταν τα παιδιά της ηλικίας σας;
Ναι.
Νέα Ιωνία;
Ναι, πού να πάμε. Και βέβαια, εντάξει, όταν ήμασταν πια έφηβοι στα δεκαπέντε, στα δεκαέξι κατεβαίναμε και στην παραλία, η βόλτα μας, η βόλτα στην παραλία.
Α, πηγαίνατε, έτσι καθόσασταν κάπου στην παραλία, σε κάποιο μαγαζί, ας πούμε, τότε;
Όχι, συνήθως ήταν η βόλτα μόνο στην παραλία και εκεί ήτανε - . Όπως παλιά είχαμε στο Φαρδύ το νυφοπάζαρο, μετά καταργήθηκε αυτό και ήταν η παραλία του Βόλου.
Εκεί δηλαδή πηγαίνατε αγόρια – κορίτσια βόλτες;
Ε ναι, ναι, ναι. Στην ηλικία μου και λίγο, όταν λέω ηλικία μου δηλαδή προς το τέλος του Λυκείου, όσες είχαμε και αδέρφια, περισσότερο αγόρια ή τα αγόρια που είχαν αδελφές, κάναμε παρέες και πηγαίναμε στην «Αύρα», στον Άναυρο ή στο «Ακταίον» ή στην «Καλλιθέα», εκεί ήταν τα τρία στη σειρά στον Άναυρο, γιατί και μπάνιο εκεί κάναμε. Είχε μία δραχμή, είχε το εισιτήριο από τη Νέα Ιωνία μέχρι την Ιωλκού και από την Ιωλκού μέχρι των Άναυρο ένα είκοσι, είχαμε και τα εικοσαράκια αυτά και στο μπάνιο πηγαίναμε στον Άναυρο. Και στις πολύ καλές μέρες και λοιπά με τις βενζίνες από την παραλία στα Πευκάκια ή στις Αλυκές.
Πάλι για μπάνιο εκεί πέρα;
Ναι, για μπάνιο, ναι.
Τον σύζυγο στο νυφοπάζαρο τον γνωρίσατε ή καμία σχέση.
Όχι. Σου είπα ότι δεν είναι, δεν είναι από δω όχι. Στα φοιτητικά χρόνια ήταν η γνωριμία με το σύζυγο. Συναντηθήκαμε στην πρωτεύουσα, γιατί εγώ από τον Βόλο. εκείνος από τη Ναύπακτο…
Συναντηθήκατε στην Πρωτεύουσα με τον σύζυγο.…
Συναντηθήκαμε στην Πρωτεύουσα, όντες φοιτητές.
Φοιτητές Φιλοσοφικής;
Όχι, εκείνος Γεωπονικής.
Γεωπονικής, εσείς Φιλοσοφικής…
Φιλοσοφική. Θα μου πεις τώρα, πώς βρέθηκε η Φιλοσοφική με τη Γεωπονία, γιατί η Φιλοσοφική ήταν στο κέντρο της Αθήνας, εκεί στην Ακαδημία, ενώ η Γεωπονική ήταν στην Ιερά Οδό. Απλά είχε έναν συμφοιτητή γείτονά μου και κάποιες Απόκριες με κάλεσε ο γείτονας σε ένα γλεντάκι και εκεί έτυχε να είναι και ο σύζυγος. Ε, εντάξει, τα ξέρεις αυτά.
Έρωτας με τον σύζυγο…
Ε, ναι, ναι, ναι.
Και μετά ξανά Νέα Ιωνία; Ήρθατε από την Αθήνα.
Ναι, ναι, ναι. Τελειώσαμε τις σπουδές, εκείνος πήγε στο στρατό. Εγώ διορίστηκα και βρεθήκαμε μετά εδώ, παντρευτήκαμε.
Και ήρθατε ξανά πίσω, ας πούμε…
Πίσω, ναι, στα πατρώα εδάφη, τα δικά μου, βέβαια, γιατί, εντάξει, ο Γιάννης λόγω και ειδικότητας άργησε να, από το '71 που τελειώσαμε το '78 διορίστηκε, οπότε είχε υποαπασχολήση έτσι με φυτοφάρμακα και τέτοια. Εγώ διορίστηκα το '73.
Γρήγορα.
Σύντομα ναι, οπότε τα τέσσερα πρώτα χρόνια ήμουν στον Παλαμά Καρδίτσας, μετά ήρθα στο 2ο Γυμνάσιο Νέας Ιωνίας από το οποίο συνταξιοδοτήθηκα κιόλας, δεν μετακινήθηκα, αφού ήθελα τη Νέα Ιωνία, να προσφέρω στα παιδιά της Νέας Ιωνίας.
Και σχολείο εσείς είχατε πάει σε αυτό το σχολείο στη Νέα Ιωνία, στο 2ο ή όχι; Όντας μαθήτρια εσείς;
[00:40:00]
Στις παράγκες. Οι παράγκες ήταν στην πλατεία, τώρα, πώς λέγεται, πλατεία Λαμπράκη λέγεται αυτή, της Νέας Ιωνίας, εκεί που ήταν παλιά το Αστυνομικό Τμήμα, το οποίο μεταφέρθηκε πάνω, στον Ξηριά, εκεί ήταν οι παράγκες.
Α, μάλιστα…
Τώρα είναι πάρκο παιδικό, παιδική χαρά.
Εκεί που ήταν και το σπίτι σας, δηλαδή, εκεί που ήταν και το σπίτι σας το πατρικό δηλαδή;
Όχι, όχι το σπίτι μου το πατρικό είναι εδώ από κάτω, εδώ, εδώ.
Αλλά πήγατε σχολείο εκεί, στις παράγκες, εσείς;
Οι παράγκες, ναι, ήταν εκεί το σχολείο, το Δημοτικό το τελείωσα εδώ σε αυτό.
Ποιο είναι αυτό το Δημοτικό;
Εδώ τώρα είναι δύο Δημοτικά. Τότε ήταν το 7ο και το 8ο της Νέας Ιωνίας, τώρα είναι 1ο και 2ο Νέας Ιωνίας ή μάλλον δεν ήταν 7ο και 8ο Νέας Ιωνίας, ήταν 7ο και 8ο Βόλου, κατάλαβες, μετά έγινε 1ο και 2ο Νέας Ιωνίας. Εγώ να σου πω ότι τελικά επειδή υπήρχε τότε που ξεκίνησα εγώ το σχολείο, υπήρχε και το 20ο , το οποίο τώρα είναι τέρμα Μαιάνδρου προς την Οδό Λαρίσης, στεγαζόταν εδώ και το 20ο και στην πρώτη τάξη ήμουνα στο 20ο. Μετά έφυγε το σχολείο αυτό και μεταφέρθηκε στο κτήριο που είναι σήμερα και με φέρανε στο 7ο με βάση και τη διεύθυνση, στο οποίο 7ο πήγα δευτέρα, τρίτη, τετάρτη, πέμπτη. Στην έκτη με μετακινούν πάλι και με πάνε στο 8ο δίπλα, δηλαδή στην ίδια αυλή μετακινήθηκα σε τρία διαφορετικά σχολεία. Τέλος πάντων, πάντως εδώ το Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο στις παράγκες.
Μάλιστα. Ως φιλόλογος, όμως, διδάξατε στο 2ο , όπως μου είπατε, Γυμνάσιο της Νέας Ιωνίας.
Ναι, ναι, 2ο Γυμνάσιο Νέας Ιωνίας.
Μάλιστα, άρα ζήσατε όλα, και ως επαγγελματίας και ως κάτοικος, στη Νέα Ιωνία.
Και ως παιδί…
Και ως παιδί…
Ο άξονας ήταν από Ευαγγελίστρια μέχρι τη γέφυρα που είναι, που χωρίζει ο Κραυσίδωνας. Αυτός ήταν ο άξονας κίνησης, γιατί το σπίτι, το μαγαζί και λίγο παρακάτω και άντε και γύρω – γύρω τα μαγαζιά και οι γνωστοί και οι φίλοι και τα παιδιά, ναι.
Ενότητα 5
Η ενασχόληση με τον σύλλογο των Εγγλεζονησιωτών και η ιστορία του συλλόγου
00:42:22 - 01:26:46
Το «Εγγλεζονήσι» πώς προέκυψε και η δραστηριότητά σας με τον Σύλλογο Μικρασιατών ως Πρόεδρος;
Ως φιλόλογος πάντα μου άρεσαν οι γιορτές αυτές, οι επετειακές, και λοιπά και στο σχολείο κάναμε τέτοιου είδους εκδηλώσεις και με την συγχωρεμένη, την αείμνηστη, την Άννα την Αϊβαζόγλου, φιλόλογος και αυτήν και ήμασταν στο ίδιο το σχολείο και Μικρασιατικές εκδηλώσεις κάναμε πάντα και μας άρεσε. Κάποια στιγμή, ενώ τα παιδιά μας ήταν σε ηλικία που ετοιμαζόντουσαν για το πανεπιστήμιο και λοιπά και ενώ υπήρχε ο Σύλλογος έτσι, ο οποίος…
Θέλετε να μας πείτε για τον Σύλλογο, να τα πάρουμε από την αρχή;
Να σου πω λίγο από την αρχή, λοιπόν, ο Σύλλογος πρωτοϊδρύθηκε το 1925 από ό,τι φέρουν τα βιβλία, τέλος πάντων, και οι μαρτυρίες που έχουμε και από το Πρωτοδικείο Βόλου και από μαρτυρίες του συγγραφέα, του κυρίου Κωνσταντάρα, ότι ο πρώτος Σύνδεσμος, όπως ονομαζόταν, Σύνδεσμος Εγγλεζονησίου, «ο Άγιος Νικόλαος», ιδρύθηκε το 1925 και στο Πρωτοδικείο αναφέρεται ακριβώς ως Σύνδεσμος Εγγλεζονησίου και Βρυούλων, γιατί τα Βρύουλα σου έδειξα και στον χάρτη ότι είναι απέναντι και υπήρχε και στενός δεσμός μεταξύ Εγγλεζονησιωτών και Βουρλιωτών με τα καΐκια και με το εμπόριο και τις μετακινήσεις που γινόντουσαν για προϊόντα και λοιπά. Βέβαια, σκοπός τότε των Συλλόγων, γιατί υπήρχαν και κάποιοι άλλοι, ας πούμε, σε άλλες περιοχές, ήτανε να βοηθήσει ο ένας τον άλλον, τους συμπατριώτες, πρόσφυγες να βρουν δουλειά, να εξασφαλίσουν, έτσι, την εργασία και, εντάξει, τη στέγη την είχαν, ας πούμε, εξασφαλίσει, έστω με αυτές τις συνθήκες. Από κει και πέρα έπρεπε ο ένας να βοηθήσει τον άλλον, έτσι να μεριμνήσει να βοηθήσει, ώστε να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, να βρουν δουλειά, να μπορέσουν να στήσουν τις οικογένειές τους και αυτός ήταν ο αρχικός στόχος. Μετά άλλαξαν τα χρόνια, μεσολάβησε Κατοχή, μεσολάβησε Εμφύλιος και λοιπά μπήκαν στη μέση άλλα, ξέρεις…
Γεγονότα, άλλα γεγονότα…
Άλλα γεγονότα, κομματικές, τέλος πάντων, διαφορές και λοιπά. Καθένας έκανε τον δικό του Σύλλογο και φτάσαμε, έγιναν ήδη πολύ νωρίτερα και το '88 επανιδρύεται ο Σύλλογος Εγγλεζονησιωτών. Οι Εγγλεζονησιώτες, να σου πω…
Ναι να μας πείτε τι είναι κιόλας, το όνομα το Εγγλεζονήσι, λίγο το ιστορικό αν θέλετε.
Α, να πάω πίσω τώρα, έτσι, να πάμε στην ιστορία για το Εγγλεζονήσι.
Να πούμε και λίγο το Εγγλεζονήσι, τι είναι, ας πούμε;
Να πούμε και για το Εγγλεζονήσι, να πούμε, να πούμε, ναι. Η αρχαία του ονομασία του νησιού ήταν Δρυμούσα. Βρίσκεται στον κόλπο της Σμύρνης, στην είσοδο του κόλπου της Σμύρνης και είναι το μεγαλύτερο από μία συστάδα νησιών που το καθένα έχει το δικό του όνομα, αλλά όλα μαζί, επειδή ανήκαν διοικητικά στις αρχαίες Κλαζομενές, πόλη που βρισκόταν στα παράλια εκεί της Μικράς Ασίας και που ήταν μία από τις δώδεκα πόλεις της Ιωνίας. Όλα, λοιπόν, μαζί αυτά τα νησιά, η συστάδα, ήταν γνωστά ως Εκλαζομενήσια, Κλαζομενάδικα, όπως μπορούσε να το συλλάβει κανείς με το μυαλό του και με τον καιρό, τέλος πάντων, επειδή τα άλλα τα νησιά, άλλα ήταν ακατοίκητα, άλλα είχε πολύ λίγο πληθυσμό και λοιπά, το μόνο που έμεινε ονομαστό ως Εγγλεζονήσι ήτανε η Δρυμούσα, γιατί ήταν το πολυπληθέστερο, είχε περίπου τρεις χιλιάδες κατοίκους, μόνο Έλληνες, όπως είπαμε, είχαν πάει γύρω στο 1800 εκεί, γιατί προσφερότανε, ήταν περίοδος τουρκοκρατίας, προσφερότανε από ασφάλεια, ήταν μέσα στο λιμάνι της Σμύρνης εκεί, όπως είπαμε. Υπήρχαν τρεις οικισμοί, ο Άγιος Νικόλαος, η Αγία Παρασκευή, η οποία είναι γνωστή και ως Τσιφλίκι, επειδή, όπως σου είπα, εκεί είχανε ποίμνια, κτηνοτροφία, τα τσιφλίκια, είχαν τσιφλίκια, ήταν οι τσιφλικάδες εκεί και γι' αυτό και το χωριό, η περιοχή εκεί της Αγίας Παρασκευής, ήταν γνωστή και ως Τσιφλίκι και τώρα να σου πω ότι μερικοί έφεραν το παρατσούκλι ή την επωνυμία, γιατί έλεγαν: «Στο νησί είχαμε τσιφλίκι, εμείς είχαμε το τσιφλίκι» και έμεινε ο Νίκος ο Τσιφλίγκος παραδείγματος χάρη, ο Τσιφλίγκος ή το Τσιφλιγκάκι.
Από το τσιφλίκι;
Ακριβώς, ακριβώς. Επίσης, υπήρχαν και άλλα δύο, η Αγία Παρασκευή, όπως είπαμε, το Τσιφλίκι, ο Άγιος Παντελεήμονας, περιοχές που συγκέντρωναν, είχε Παρθεναγωγείο, ξεχωριστά σχολεία για τα κορίτσια, ξεχωριστά για τα αγόρια, είχε δασκάλους και μάλιστα ο πρώτος δάσκαλος που ήρθε εδώ, στη Νέα Ιωνία, ήταν από εκεί, ο Παπαδημητρίου. Εκτός από την κτηνοτροφία που σου είπα κυρίως ήταν αλιείς οι περισσότεροι και ναυτικοί, γιατί είχαν εκεί την εποχή εκείνη, αν θυμάμαι καλά, αναφέρονται εξήντα πέντε καΐκια να έχουν στο νησί. Αφού το 1960 έφτασαν εδώ, στον Βόλο, να έχουν εκατόν πενήντα καΐκια, όχι Εγγλεζονησιώτικα όλα, οι Μικρασιάτες, γιατί εκτός από τους Εγγλεζονησιώτες, ήταν και άλλοι από άλλες περιοχές που είχαν, αλλά τα περισσότερα τα είχαν οι Εγγλεζονησιώτες, οι οποίοι ήρθανε και με τα καΐκια τα δικά τους. Πρόλαβαν και έφυγαν όταν έμαθαν και έβλεπαν κιόλας τις φλόγες από μακριά και λοιπά, μπήκαν στα καΐκια τους και όσοι μπορούσαν, που δεν είχαν δικά τους μπήκανε, ναι, και μεταφέρθηκαν στη Χίο, στη Μυτιλήνη αρχικά και σιγά – σιγά διοχετεύτηκαν προς την μητέρα Ελλάδα. Να πω, βέβαια, ότι εξαιτίας ακριβώς της ναυτοσύνης τους έκαναν μεταφορές, εμπορεύματα από την Σμύρνη στον Βόλο και στον Πειραιά, στη Χαλκίδα και επομένως είχαν επαφή με τον Βόλο, όπως και με τον Πειραιά και λιγότερο με τη Χαλκίδα και κάποιοι μάλιστα είχανε έρθει πολύ νωρίτερα, μετά το '14 – '15, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν έρθει εδώ, στον Βόλο, και αυτό φαίνεται και από ορισμένους, οι οποίοι έμειναν και έπιασαν δουλειά στο λιμάνι. Αναφέρονται, δηλαδή, στο μητρώο λιμενεργατών ονόματα Εγγλεζονησιωτών, περίπου το 35% ή το 50% των λιμενεργατών ότι ήτανε Εγγλεζονησιώτες, βέβαια όχι όλοι το '15, αλλά θέλω να πω ότι υπήρχαν και από τότε κάποιοι οι οποίοι έμειναν, δεν έφυγαν. Κάποιοι [00:50:00]ξαναγύρισαν πίσω το '19, όταν πήγε ο στρατός και πίστευαν ότι πια θα φτιάξουν τα πράγματα, αφού πήραν τη Σμύρνη, αλλά δυστυχώς, δυστυχώς ήρθε το '22 κι άλλοι δεν πρόλαβαν να γυρίσουν κι άλλοι κατάφεραν και γύρισαν. Θέλω να πω, λοιπόν, ότι ήταν εξοικειωμένοι με τον χώρο και γιατί υπήρχαν πίσω κάποιοι που είχαν μείνει, αλλά και επειδή τους, η θάλασσα, έτσι, τους εξασφάλιζε, τους εξασφάλιζε πιο εύκολα την εργασία με τα καΐκια τους και όσοι δεν είχαν δικά τους, λιμενεργάτες στο λιμάνι. Επίσης, είπαμε ότι ήταν και κτηνοτρόφοι. Επίσης, είχαν και αμπέλια, έβγαζαν σταφίδα και έκαναν και εξαγωγή σταφίδας.
Α, μάλιστα.
Είχανε νταμάρια κι έβγαζαν ασβέστη και με τη Σμύρνη και με επίνειο τα Βουρλά, που λέμε εκεί, τη σκάλα των Βουρλών, ερχόντουσαν εκεί και έκαναν ανταλλαγή, έδιναν στη Σμύρνη προϊόντα που είχαν αυτοί και έπαιρναν οι γυναίκες ιδιαίτερα υφάσματα για να μπορούν να κάνουν τα ρούχα τους και λοιπά. Αυτά σε γενικές γραμμές, τώρα να σου πω πώς συνδέθηκε με την ονομασία Εγγλεζονήσι, που πολλοί το συγχέουν και με τους Εγγλέζους. Υπάρχουν ως προς αυτό τώρα δύο απόψεις, η μία η οποία για μένα είναι η πιο εύλογη είναι ότι το προήλθε από κακή ερμηνεία από το Εκλαζομενήσια, Εκ Κλαζομενών Νήσοι, Εκλαζομενών, Κλαζομένιοι νήσοι, Εκλαζομενήσια, από τις αρχαίες Κλαζομενές που κάποιοι που δεν ήξεραν για την ύπαρξη των Κλαζομενών, της πόλεως αυτής.
Οπότε Εκ Κλαζομενήσια.
Το συσχέτισαν με το άλλο γεγονός που στο νησί πήγαιναν για, επειδή ήταν θέρετρο σπουδαίο και λόγω εκτός από το - .
Αυτή είναι η δεύτερη εκδοχή;
Αυτή είναι η δεύτερη έκδοση, ναι, ερχόντουσαν από τη Σμύρνη, Άγγλοι, Γάλλοι Ιταλοί και λοιπά στο νησί, το επισκεπτόντουσαν, έμεναν πολύ τα καλοκαίρια εκεί ή έρχονταν για κυνήγι, πήγαιναν για κυνήγι, γιατί από ό,τι έλεγαν οι παλιοί ότι είχε λαγούς και πέρδικες πολλούς πάνω και η αρχαία ονομασία Δρυμούσα, προέρχεται επειδή είχε Δρυμό, ήτανε Δρυμός, είχε πολλή βλάστηση, κατάλαβες, και πήγαιναν. Μεταξύ αυτών ήταν και ένας Εγγλέζος, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την περίπτωση και συγκέντρωνε για λογαριασμό του Τούρκου Πασά τους φόρους, γιατί, όπως σου είπα, δεν υπήρχαν Τούρκοι εκεί υπάλληλοι και λοιπά, υπήρχαν δύο χωροφύλακες, αν θυμάμαι καλά, με αποτέλεσμα αυτός κάποια στιγμή να θελήσει να οικειοποιηθεί εκτός του ότι εισέπραττε ό,τι ήθελε από τους κατοίκους και έδινε λιγότερα, στο τέλος διεκδικούσε το νησί, ότι ήταν δικό του το νησί με αποτέλεσμα να φτάσουν και στα Δικαστήρια στη Σμύρνη, αλλά, εντάξει, αθωώθηκαν, αποδόθηκαν στους Εγγλεζονησιώτες, ναι, τα περιουσιακά τους στοιχεία, ναι. Αυτό, όμως, κάποιοι όπως είπαμε τώρα το γεγονός οδήγησε σε κάποιους την εντύπωση ότι η ονομασία Εγγλεζονήσι, προέρχεται επειδή ανήκε σε κάποιον Εγγλέζο το νησί.
Μάλιστα, αυτές είναι οι δύο…
Ναι και τώρα τελευταία ανακάλυψα ότι, τώρα τελευταία, τα τελευταία χρόνια, ψάχνοντας για να βρω κάποια στοιχεία στο internet, βρήκα ότι υπάρχει και ένα Εγγλεζονήσι έξω από τη Χαλκίδα με την ίδια περίπου ιστορία και μου φαίνεται πάρα πολύ παράξενο αυτό, απλά μπορεί να υπάρχει το νησάκι αυτό απέναντι και να το συνέδεσαν οι παλιοί Εγγλεζονησιώτες με το νησί της πατρίδας και να έπλασαν την ιστορία αυτή, γιατί μου φαίνεται πάλι παράξενο Εγγλέζος να υπήρχε στο νησί εκεί.
Και να έγινε το ίδιο;
Ναι έτσι, αλλά εν πάση περιπτώσει, εντάξει.
Αυτό λέγεται το νησάκι έτσι;
Εγγλεζονήσι το λένε, ναι, ναι, ναι.
Μπορεί να είναι και άνθρωποι που ήταν από εκεί από το Εγγλεζονήσι;
Ναι οι οποίοι ακριβώς, επειδή από τη Χαλκίδα το βλέπουν απέναντι, απέναντι από τη Δροσιά μάλλον της Χαλκίδας μια περιοχή, το βλέπουν απέναντι και τους θυμίζει το νησί, ίσως συνέδεσαν την ιστορία.
Με το Εγγλεζονήσι.
Kαι έπλασαν την ιστορία και έχουν και Άγιο Νικόλαο και πηγαίνουν εκεί.
Άρα, μπορεί να 'ναι απλά σύμπτωση.
Έτσι, εγώ αυτό πιστεύω. Προσπάθησα, βέβαια, να με τα στοιχεία που βρήκα εκεί να επικοινωνήσω, αλλά δεν τα κατάφερα γιατί ήμουν πολύ περίεργη και σκεφτόμουν να κάνω μία εκδρομή, να πάω να γνωρίσω αυτούς τους ανθρώπους και να δω και από κοντά το νησί αυτό, δεν τα κατάφερα, όμως, ας ελπίσουμε!
Μακάρι να τα καταφέρετε!
Ας ελπίσουμε!
Μιας και είπατε για εκδρομή στο Εγγλεζονήσι της Σμύρνης –
Ναι –
Δεν μπορέσατε να ξαναπάτε, έτσι;
Όχι και ούτε πρόκειται.
Ούτε οι γονείς σας;
Δεν υπάρχει περίπτωση, γιατί όπως σου είπα, επειδή είναι στην είσοδο του κόλπου της Σμύρνης, είναι νευραλγικό το σημείο, το έχουν κατασκάψει το νησί, έχουν κόψει τα δέντρα επάνω όλα για να μην κρύβεται και από κάτω το έχουν κατασκάψει και έχουν άρματα μέσα και λοιπά, είναι στρατιωτικοποιημένο το νησί.
Άρα δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει;
Όχι, δεν πλησιάζει ούτε στα διακόσια μέτρα δεν μας επέτρεψαν, όταν είπαμε, αυτό. Αυτό θέλω να πω ότι για τις άλλες πατρίδες εντάξει, εύκολα μπορείς να πας, να περπατήσεις, να δεις, να θυμηθείς με όσα ξέρουμε, ας πούμε, από τους παλιότερους ή και όσοι είχανε πάει νωρίτερα, τέλος πάντων, αλλά εδώ, στο νησί δεν, δεν γίνεται. Πήγαμε στα Βουρλά, πήγαμε στη Φώκαια, πήγαμε στον Τσεσμέ, σε όλα αυτά τα παράλια, εγώ έφτασα μέχρι και την Αττάλεια πέρα και από το εσωτερικό και πάνω, αλλά το Εγγλεζονήσι, όχι.
Και τώρα πάμε, ποια είναι η δική σας σχέση με το Εγγλεζονήσι και αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τον Σύλλογο των Εγγλεζονησιωτών;
Σου είπα ότι η γιαγιά έφερε τον πατέρα μου χήρα τριών ετών και παντρεύτηκε τον Βαλαχή, τον Δημήτρη Βαλαχή, ο οποίος ήταν Εγγλεζονησιώτης, οπότε εγώ μεγάλωσα με αυτόν τον παππού, άκουγα από αυτόν τον παππού το Εγγλεζονήσι, αλλά το να ασχοληθώ με τον Σύλλογο και να, αυτό, το έναυσμα ήταν, πρώτον γιατί και από το σχολείο, όπως σου είπα, κάναμε εκδηλώσεις αναφορικές με τη Μικρά Ασία και κάθε Σεπτέμβρη, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αναγνωρίστηκε η 14η του Σεπτέμβρη ως ημερομηνία Γενοκτονίας των Μικρασιατών, γινόταν στο σχολείο εκδήλωση απαραιτήτως για την Μικρά Ασία, για την καταστροφή. Από εκεί και πέρα το '92, όχι γύρω στο '90 μάλλον, όχι το '92, όπως είπα ο Σύλλογος επανιδρύθηκε το '88 με πρώτο Πρόεδρο τον κύριο Μανώλη Παρασκευά από Εγγλεζονησιώτες, για αυτό έδωσαν και ονομασία στον Σύλλογό τους, Σύλλογος Μικρασιατών «Το Εγγλεζονήσι», σε ανάμνηση της πατρίδας, έτσι, της χαμένης για αυτούς πατρίδας, εντάξει, και είχαν τον σύλλογό τους. Είχαν νοικιάσει, δεν είχαν δικό τους οίκημα, με ενοίκιο. Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε ο Σύλλογος, ενώ παλιότερα στο λιμάνι κάθε Αγίου Νικολάου κάναμε τελετή και πήγαιναν γιατί είχαν φέρει και από το νησί την εικόνα του Αγίου Νικολάου, η οποία βρίσκεται και σήμερα στην εκκλησία της Ανάληψης και πηγαίνανε…
Εδώ, στον Βόλο;
Ναι, της Ανάληψης στον Βόλο και πηγαίνανε οι λιμενεργάτες στην Ανάληψη και κάνανε, τέλος πάντων, τις εκδηλώσεις προς τιμήν και των Μικρασιατών. Όταν, όμως, έγινε ο Σύλλογος εδώ το '88, ο κύριος Μανώλης καθιέρωσε, μεσολάβησε στην Ευαγγελίστρια και καθιέρωσε τον Σεπτέμβρη να γίνονται εκδηλώσεις εδώ σχετικά στη μνήμη της Mικρασιατικής καταστροφής. Mία, λοιπόν, τέτοια, σε μία τέτοια επέτειο ο κύριος Μανώλης, ήμουνα και εγώ με την Άννα την Αϊβαζόγλου παρούσα, μας πήρε από το χέρι παρούσες, μας πήρε από το χέρι και μας πήγε στον Σύλλογο, ο οποίος ήταν λίγο πιο κάτω από την Ευαγγελίστρια, πίσω από την τράπεζα την, την Εθνική.
Εδώ στη Νέα Ιωνία…
Μας πήρε και τους δύο από το χέρι και μας λέει: «Κοριτσάκια μου», έτσι ακριβώς, γιατί έτσι μιλάει, γνωστός, βέβαια, ήταν, δεν τον γνωρίζαμε για πρώτη φορά, «Απλά επειδή στο πρόσωπό σας βλέπω τη συνέχεια, είσαστε εγγράμματες, είσαστε παιδιά από προσφυγικές οικογένειες και λοιπά και βλέπω στο πρόσωπό σας τη συνέχεια. Εμείς οι μεγαλύτεροι με αυτά που ξέραμε και με αυτά που μπορούσαμε στήσαμε αυτό εδώ που βλέπετε». Ήταν μία μεγάλη αίθουσα και εκεί με συγκίνηση και λοιπά είχε τις φωτογραφίες τις περισσότερες από αυτές εκεί, «Θα ήθελα να ‘ρθείτε να πλαισιώσετε το Σύλλογο, να συνεχίσετε την ιστορία και την παράδοση». Του υποσχεθήκαμε ότι κάποια στιγμή, όταν θα μας το επέτρεπαν οι υποχρεώσεις μας, θα το ξεκινούσαμε.
[01:00:00]
Ήταν σε άλλον χώρο; Όχι; Ήταν στον ίδιο χώρο με αυτόν που είμαστε τώρα;
Όχι, όχι.
Σε άλλον χώρο…
Όχι, ήταν πίσω από την Εθνική Τράπεζα, ναι. Πράγματι, εγώ κάποια στιγμή, το '92, επειδή ήταν και η περίοδος που τα κορίτσια μου – έχω τρεις κόρες να σου πω – οι δυο οι οποίες ήταν δίδυμες ετοιμαζόντουσαν με τις πανελλήνιες, τις πανελλαδικές.
A, μάλιστα.
Φροντιστήρια και λοιπά από δω, από κει, εγώ επειδή ήμουνα και κοινωνικό άτομο και συνήθιζα και να έρχονται στο σπίτι μου και να πηγαίνω και λοιπά, κάποια στιγμή οι κόρες μου είπαν: «Μαμά κόψε τα αυτά, γιατί θέλουμε.» –
Να διαβάσουμε –
Επειδή ήταν τρεις, μοιραζόντουσαν, δεν είχαμε και πολύ μεγάλο σπίτι, μοιραζόντουσαν η μία στη σάλα, η μία στην κρεβατοκάμαρα, η άλλη στην άλλη κρεβατοκάμαρα.
Στους χώρους.
Είχα περιοριστεί στην κουζίνα μόνο. Κάποια στιγμή έρχεται η μία κόρη και μου λέει: «Μαμά, θέλω να φύγεις από την κουζίνα». Λέω «Γιατί;», «Γιατί», λέει, «θέλω να διαβάσω». «Αφού έχεις το δωμάτιό σου». «Δεν μπορώ, εκεί μέσα έχει πολλά πράγματα και διασπάται η προσοχή μου, θέλω εδώ», οπότε έπρεπε να βγω και από την κουζίνα. Πού να πάω; Kαι για μένα, λοιπόν, ήταν το καταλληλότερο αυτό, ήταν το έναυσμα να ασχοληθώ με τον Σύλλογο.
Οπότε έτσι ξεκινήσατε…
Γιατί ούτε φίλες, παράδειγμα η μια έκανε και πιάνο, έκανε μουσική και τύχαινε να μιλάω με κάποια φίλη στο τηλέφωνο και ερχόταν και μου έλεγε: «Μην της πεις να έρθει για καφέ, γιατί θέλω, θα χρειαστώ το πιάνο».
Οπότε ο Σύλλογος ήταν η μόνη ευκαιρία να βγείτε.
Ε, ναι, να ξεφύγω κι εγώ από το σπίτι, αφού ούτε μπορούσα να δεχτώ, ούτε και εγώ μπορούσα να πάω σε άλλους, γιατί όλοι ήμασταν στην ίδια κατηγορία, συνάδελφοι και λοιπά, οι φίλες, είχαμε παιδιά της ίδιας ηλικίας.
Και ήσασταν και μαθημένη με κόσμο…
Ακριβώς, ακριβώς, ακριβώς. Οπότε και να σου πω ότι έτυχε να λείπω κιόλας όταν κάνανε τις εκλογές και με βάλανε εν απουσία μου και με ψήφισαν και ανέλαβα τον πολιτιστικό τομέα αρχικά, μετά Γραμματέας και μετά, στη συνέχεια –
Πρόεδρος –
Πρόεδρος από το 2000, παρακαλώ, ήδη έχω εξαντλήσει, θα έπρεπε κάποια στιγμή να απoχωρήσω.
Είναι είκοσι ένα χρόνια.
Tώρα μας έτυχε και ο κορονοϊός, δεν μπορέσαμε να κάνουμε τις εκλογές. Βέβαια, όταν λέω να αποχωρήσω, όχι να εγκαταλείψω τον Σύλλογο, όσο οι δυνάμεις μου και το μυαλό μου είναι στη θέση του, γιατί, λοιπόν.
Εγώ μία χαρά σας βλέπω, πάντως.
Θα είμαι στο πλάι και ό,τι μπορώ θα κάνω και θα βοηθάω τον Σύλλογο, αλλά, εντάξει, τώρα και οι νέοι έχουν τα δικά τους προβλήματα και επειδή έχει φτάσει και σε κάποιο επίπεδο ο Σύλλογος με δραστηριότητες και λοιπά και όλα αυτά φοβούνται να αναλάβουνε, λένε: «Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά που κάνεις εσύ». «Εντάξει, θα κάνετε κάτι άλλο και εμείς θα είμαστε δίπλα οι παλιότεροι». Ήδη, σου λέω, ο πρώτος Πρόεδρος είναι ενενήντα τριών ετών σήμερα και πριν δύο μήνες έβγαλε βιβλίο τα όσα έζησε.
Τρομερό.
Nαι.
E.K.: Ακόμα ασχολείται με έναν τρόπο.
Μα, δεν έχει φύγει καθόλου από το σύλλογο, εγώ τον αποκαλώ: «Ραχοκοκαλιά του Συλλόγου», γιατί πάντοτε ήταν στο πλευρό μου.
Είναι και ο Παρασκευάς που μου είπατε;
Ο κύριος Παρασκευάς πάντοτε στο πλευρό μου, πολλές φορές βρέθηκα σε δύσκολη θέση, δυσαρεστήθηκα με κάποια πράγματα, στεναχωρήθηκα, εκείνος ήταν δίπλα, βράχος.
Και σας στήριζε.
Kαι με επανέφερε και, τέλος πάντων, μου έδινε θάρρος να συνεχίσω και τον αποκαλώ από τη μια «Ραχοκοκαλιά» και από την άλλη «μέντορα», είναι ο μέντοράς μου λέω, πάντοτε θα με συμβουλέψει για το καλύτερο για τον Σύλλογο.
Και για σας και για τον Σύλλογο.
Και για τη συνέχεια, ναι.
Θέλετε έτσι να μου πείτε έτσι για τον Σύλλογο, τη δραστηριότητα του λίγο; Μεγάλη δραστηριότητα.
Να σου πω, ναι, ναι. Να σου πω αρχικά ότι οι Εγγλεζονησιώτες, επειδή να σου πω, να ξεκινήσω από κάτι άλλο, σου είπα ότι οι Εγγλεζονησιώτες ήταν γύρω στις τρεις χιλιάδες, φεύγοντας από το νησί με την καταστροφή, δεν διασκορπίστηκαν σε πολλά μέρη, όπως έγινε με πολλούς, μπορεί να σταμάτησαν στην αρχή λίγο στη Χίο, στη Μυτιλήνη και τα λοιπά, αλλά μετά ο ένας με τον άλλον μαζί, ήρθαν, συγκεντρώθηκαν στη Νέα Ιωνία και στην Δραπετσώνα στον Πειραιά.
Α, μάλιστα.
Και πολύ λίγοι στη Χαλκίδα που σου είπα. Τώρα αν έτυχε και κάποια Εγγλεζονησιώτισσα να παντρεύτηκε με κάποιον εκτός, ας πούμε, Μικρασιάτη ή εκτός και να βρέθηκε κάπου αλλού, αλλά η πλειοψηφία βρέθηκε στη Νέα Ιωνία και στη Δραπετσώνα. Εξ ου και οι δύο Σύλλογοι στην Ελλάδα που υπάρχουν, μόνο, Σύλλογος Εγγλεζονησίων στη Νέα Ιωνία Βόλου και Απανταχού Εγγλεζονησιωτών, όπως ονομάζουν εκεί, στη Δραπετσώνα. Ο συγχωρεμένος ο Κατσιρέλος, ο οποίος είναι Σμυρνιός συγγραφέας και λοιπά που έζησε στη Νέα Ιωνία, έλεγε από τα αυτιά του το άκουσα, από το στόμα του, μάλλον, το άκουσα με τα αυτιά μου, ότι το 50% των Μικρασιατών που ήρθαν στη Νέα Ιωνία, ήταν Εγγλεζονησιώτες.
Α, μάλιστα…
Μεγάλες κιόλας οικογένειες με πολλά παιδιά, πάνω από πέντε παιδιά η κάθε οικογένεια μέχρι και εννιά και δέκα παιδιά και λοιπά.
Πολύ μεγάλες οικογένειες.
Ναι και ήταν και δεμένες οικογένειες. Αυτοί, λοιπόν, συνήθιζαν να βρίσκονται να λένε τις ιστορίες, πίνανε και κανένα τσιπουράκι, ερχόντουσαν στο κέφι – όχι κανένα τσιπουράκι, αρκετά τσιπουράκια – λοιπόν, και το στήναν και στο τραγούδι, λέγανε τις ιστορίες, τους καημούς πότε κλαίγανε, πότε γελούσαν και λοιπά. Κάποια στιγμή, λοιπόν, λένε: «Δεν κάνουμε μία χορωδία;». Και από την παρέα ξεκίνησε μία χορωδία με εθελοντή, τέλος πάντων, για τη χορωδία μαέστρο τον Νίκο τον Δεμίρη που συγχωρέθηκε πριν δυο – τρία χρόνια. Αφιλοκερδώς όλοι, έτσι, για την ιστορία και για την αγάπη για την πατρίδα και ξεκίνησε έτσι μια χορωδία δειλά – δειλά από μία παρέα μονοφωνική, όπως μπορούσε ο καθένας και με την καθοδήγηση του Νίκου και σιγά – σιγά ξεκινήσαμε από τη Νέα Ιωνία, πηγαίναμε και παραπέρα μας καλούσαν, μεγάλωσαν τα δεδομένα, τέλος πάντων. Έχουμε το τραγούδι, τραγουδάμε, δεν ξέρουμε και να χορέψουμε, χορεύουμε κιόλας. Πράγματι να σου πω ότι το '88 έγινε, όπως σου είπα, ο Σύλλογος και το '89 έγινε ένα φεστιβάλ στη Λάρισα με παραδοσιακούς χορούς και λοιπά και πήγαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι της δεύτερης γενιάς και χόρεψαν.
Οι γονείς, οι γονείς σας δεύτερης γενιάς, ας πούμε;
Παππούδες, ναι, παππούδες περισσότερο, ας πούμε γονείς, οι γονείς οι δικοί μας. Και πήγαν αυτοί οι μεγάλοι άνθρωποι και χόρεψαν στη Λάρισα.
Τρομερό.
Φοβερό αυτό, δηλαδή, που έκαναν καταπληκτικό, ενθουσίασαν. Αυθεντικότατα χόρεψαν τον απτάλικο, χόρεψαν τα ζεϊμπέκικα, τους καρσιλαμάδες, όπως τα χόρευαν στην πατρίδα. Και ξεκινώντας από αυτούς μετά, να μη μάθουν τα παιδιά μας τους χορούς μας;
Έτσι σας τους μεταφέρανε;
Ναι, οπότε ξεκινάμε να κάνουμε και χορευτικό με τα παιδιά και γίνεται και το χορευτικό από τους μεγάλους στα μικρά, πάλι με προσωπική προσφορά της Ελπίδας που έγινε Πρόεδρος μετά από τον κύριο Μανώλη, η οποία είχε μάθει τους χορούς από τη μητέρα της.
Το επώνυμό της, της Ελπίδας;
Ελπίδα Τσάγκαρη. Η μαμά της είναι η κυρία Αποστολία, η οποία και τραγουδάει και χορεύει, αλλά τώρα μεγάλωσε που σου είπα και έχει κάποια προβλήματα υγείας, για αυτό και δεν μπόρεσα να τη φέρω σε επικοινωνία μαζί σου. Θέλω να πω κάπως έτσι ξεκίνησε και το χορευτικό, σιγά – σιγά λοιπόν εκδηλώσεις εδώ, άρχισαν να μας καλούν από δω από κει. Όταν ανέλαβα πια και εγώ άρχισα να δίνω και άλλη νότα, τέλος πάντων, και άλλη μορφή σε αυτές τις εκδηλώσεις, μαθημένη και από το σχολείο που πάντα όταν ήταν να κάνουμε εκδηλώσεις, προσφερόμουν, ήμουν από τους πρώτους που προσφερόμουν να κάνω όλα αυτά και σιγά – σιγά άρχισα να βάζω μέσα και δρώμενα, να βάζω κείμενα πρώτα – πρώτα, να συνδυάζω τα τραγούδια με τα κείμενα με τους χορούς και να κάνουμε και διάφορα δρώμενα.
Θεατρικά, ας πούμε;
Ναι, κείμενα Μικρασιάτικα να τα δραματοποιώ με παιδιά, ας πούμε, μέσα από τον Σύλλογο, από το χορευτικό και από τη χορωδία μεγαλύτερους και λοιπά και έτσι κάναμε και ομάδα θεατρική και οι εκδηλώσεις μας, πλέον, δεν ήταν μόνο εκδηλώσεις με χορωδία ή με χορευτικό, κάναμε συνδυασμό χορού, τραγουδιού, λόγου, θεάτρου.
Όλα αυτά στο πλαίσιο του Συλλόγου πάντα;
Ναι, ναι στο ανοιχτό θέατρο, κάθε καλοκαίρι πάνω και πάντοτε σχετικά με την ιστορία μας, με τις πατρίδες, με την ιστορία την εδώ και με την ιστορία την εκεί, έτσι, για τις πατρίδες, αλλά και με τη ζωή εδώ και με τις συνθήκες εδώ.
Στη Νέα Ιωνία.
Ναι, σιγά – σιγά εντωμεταξύ σκέφτηκα να μην κάνουμε και είχαμε κάνει και ένα διαγωνισμό μαθητικό διαγωνισμό, δύο – τρία χρόνια είχα ξεκινήσει στην αρχή διαγωνισμό έκθεσης με παιδιά [01:10:00]Γυμνασίου και Λυκείου, στη συνέχεια διαγωνισμό ποίησης με θέμα «Αιγαίο η θάλασσα που μας χωρίζει, η θάλασσα που μας ενώνει» με ένα συμβολικό χρηματικό ποσό.
Αυτά τα έκανε ο Σύλλογος, δηλαδή, ο Σύλλογος με δική σας πρωτοβουλία;
Ναι, με δική μου πρωτοβουλία, ναι, ναι, με έγγραφα προς τα σχολεία ζητούσαμε να συμμετάσχουν όσοι θέλουν και έπαιρναν μέρος – δεν την έχω τη φωτογραφία εδώ. Λοιπόν, προσπαθούσα, δηλαδή, κάθε φορά να κάνω κάτι έτσι για τον Σύλλογο περισσότερο αλλά και επειδή ο στόχος μας είναι να μεταφέρουμε στα παιδιά τις αξίες, την ιστορία μας και λοιπά, όλα αυτά για τα οποία έζησαν οι γονείς μας και οι παππούδες μας στις πατρίδες να τα μεταφέρουμε εδώ και να μάθουν και τα παιδιά να δουν τι έγιναν, από τι δυσκολίες πέρασαν και πώς κατάφεραν να στήσουν, ας πούμε, τη ζωή τους από το τίποτα, που ήρθαν ξυπόλητοι και ξεγύμνωτοι οι άνθρωποι. Επισκέπτονται σχολεία, έρχονται εδώ, τους ξεναγώ, δείχνω στα παιδάκια και λοιπά, έχουμε και φωτογραφίες εκεί να δεις.
Έχετε και μουσειακή έκθεση, εγώ το βλέπω εδώ πέρα.
Ε, τέλος πάντων, ό, τι, στον χώρο αυτό που έχουμε και ο οποίος χώρος εξυπηρετεί όλες τις δραστηριότητες, δηλαδή και τα χορευτικά εδώ, αν και δεν, μας δυσκολεύει πλέον τώρα, γιατί είχαν μεγαλώσει τα τμήματα και δεν βόλευε ο χώρος, επειδή έχουμε τις κολώνες αυτές στη μέση, φέρουν γύρω – γύρω.
Γενικά η μουσειακή έκθεση εγώ το βλέπω εδώ πέρα.
Και για αυτό τώρα, ναι, πάμε στο γυμναστήριο του σχολείου, εδώ δίπλα, και χορεύουν τα παιδιά, αλλά και η χορωδία εδώ.
Του σχολείου του Δημοτικού εδώ;
Εδώ, στο Δημοτικό.
Ποιο Δημοτικό είναι αυτό;
Το 1ο, όχι το 1ο, το 2ο, το 1ο είναι από την άλλη πλευρά.
Γενικά θέλετε να μου πείτε και επειδή, τι περιλαμβάνει περίπου η μουσειακή έκθεση, είναι οι φωτογραφίες βλέπω εγώ εδώ, έχετε και αντικείμενα, στολές, για να καταγραφούν;
Συνήθως, ναι, έχουμε φωτογραφίες των ανθρώπων πρώτης γενιάς που τα είχανε στα σπίτια κάποτε αυτά, αλλά σιγά – σιγά οι νέοι τα έβγαλαν αυτά και προκειμένου να τα έχουν σε αποθήκες και αυτό, τα είχανε φέρει εδώ και ερχόντουσαν και τα βλέπανε και καμαρώνουνε και πότε συγκινούνται και πότε γελάνε, τέλος πάντων. Φωτογραφικό υλικό, έτσι, από τους ανθρώπους της πρώτης γενιάς, οι περισσότεροι των οποίων δεν υπάρχουν στη ζωή σήμερα, από εκδηλώσεις του Συλλόγου. Έχουμε, επίσης, κάποια αντικείμενα, ένα μουσειακό υλικό, ας το πούμε, από ρούχα που τα διατηρούσαν στα μπαούλα από τις γιαγιάδες και τις μαμάδες και λοιπά και θεώρησαν καλό να μας τα δώσουν εδώ να τα εκθέτουμε και να μην καταστρέφονται κιόλας από τις υγρασίες και λοιπά.
Αντικείμενα, βλέπω έχετε.
Ναι, έχουμε έγγραφα, έχουμε έγγραφα επίσης, κάποια έγγραφα και κάποια δραστηριότητα εκδοτική.
Α, θέλετε να μου πείτε για την εκδοτική δραστηριότητα;
Κάθε χρόνο βγάζουμε ένα ημερολόγιο με θέμα είτε της ιστορίας των πατρίδων είτε εδώ, με την τοπική ιστορία, έχουμε εκδώσει και κάποια βιβλία σχετικά με την ιστορία του τόπου, Το Εγγλεζονήσι των αρχαίων Κλαζομενών, Με τα πανιά και τα κουπιά που αναφέρεται στους ναυτικούς, όλους που ήρθαν με τα δικά τους καΐκια, όχι μόνο τους Εγγλεζονησιώτες, αλλά και όλους τους άλλους, αναφέρεται η ιστορία τους, μία λαογραφική μελέτη σχετικά με τη ζωή στο Εγγλεζονήσι, το άλλο είναι Με τα μάτια της ψυχής, μία ποιητική συλλογή ενός μέλους μας, το μπλε είναι αυτό το τελευταίο του κυρίου Μανώλη, Όσα έζησα, αυτό εδώ, το μεγάλο που σου είπα, που είναι αφιέρωμα, έτσι, Η παράδοση στο επάγγελμα: από τον παππού στον εγγονό. Εργασίες των παιδιών τα οποία τα έβγαλα σε βιβλιάκι, Το Αιγαίο, με το μαθητικό διαγωνισμό και κάποιο CD, επίσης, με τα τραγούδια της χορωδίας έχουμε εκδώσει. Αυτά.
Πολύ μεγάλη δραστηριότητα...
Kαι κάποια μικροαντικείμενα, τέλος πάντων, δεν τολμάω να κρατήσω πράγματα μεγάλης αξίας, επειδή ο χώρος εδώ δεν είναι και δικός μας, αλλά, εντάξει, δεν έχει σημασία αυτό. Το θέμα είναι περισσότερο επειδή ο χώρος χρησιμοποιείται και για τη χορωδία και για τα χορευτικά και ως γραφείο και όποτε φοβάμαι να αναλάβω την ευθύνη για πολύ σοβαρά θέματα, περισσότερο, βέβαια, είναι οι εικόνες, περισσότερες εικόνες έχουν που τις έχουν φέρει από την πατρίδα και έχουν τέτοια άξια.
Αυτές δεν υπάρχουν εδώ στον χώρο εικόνες, έχει και εικόνες, έχετε και εικόνες;
Που έχουν από την πατρίδα; Όχι, όχι δεν έχω κρατήσει καμία, όχι, γιατί δεν ξέρω τι μπορεί να συμβεί και δεν θέλω να…
Έχετε και εσείς από την γιαγιά, από τον παππού; Έχει και η δική σας οικογένεια εικόνες;
Ναι, ναι έχω. Πολλοί, βέβαια, να σου πω ότι, που φέρανε από την πατρίδα εικόνες, τις έχουνε δωρίσει στην Εκκλησία, στην Ευαγγελίστρια, γιατί ο γυναικωνίτης απάνω έχει μία έκθεση τέτοια, όπως και άλλες μεγαλύτερες εικόνες που κοσμούν το εικονοστάσι της Ευαγγελίστριας. Έχουν, όμως, και στα σπίτια τους και έχουμε κάνει ένα αφιέρωμα σχετικό με τα κειμήλια από την Ιωνία της Μικράς Ασίας, θα στο δώσω μετά, είναι εδώ, για να μη σε ενοχλήσω.
Μάλιστα.
Αυτά, κούκλα μου, προς το παρόν.
Πολύ μεγάλη δραστηριότητα. Γενικά σε όλα αυτά τα χρόνια που είστε Πρόεδρος, έχετε έτσι μία στιγμή που να, κάτι που θα θέλατε να μου πείτε, μια στιγμή που να θυμάστε από όλη σας αυτή δραστηριότητα πιο έντονα, ας πούμε, έτσι κάτι που να σας έχει μείνει πολύ έντονα, αν και έχετε πολλή δραστηριότητα;
Πολλά, πολλά, πολλά, δεν έχω κάτι να ξεχωρίσω τώρα, γιατί, εντάξει, ό, τι κάνουμε το κάνουμε με την ψυχή μας και πάντοτε συγκινούμαστε και εμείς οι ίδιοι και όταν τραγουδάμε και όταν χορεύουν τα παιδιά, κατάλαβες; Όλα είναι δεν μπορώ να πω, να ξεχωρίσω και να πω ότι αυτό με συγκίνησε περισσότερο από το άλλο.
Εσείς τι προσδοκάτε γενικά από τον Σύλλογο και τώρα και ποιες είναι οι προσδοκίες σας και για μετά από σας;
Το όνειρο πάντα ήτανε να αποκτήσει και ο Σύλλογος ένα σπίτι, αυτό δεν το καταφέραμε στα πρώτα χρονιά παρά το ότι ενοχλήσαμε, τέλος πάντων, Δημάρχους οι οποίοι ήταν και Μικρασιάτες, αλλά δεν στάθηκε δυνατό να γίνει αυτό και τα δώδεκα πρώτα χρόνια της ζωής του Συλλόγου ήμασταν στα ενοίκια, οπότε καταλαβαίνεις ότι δεν υπήρχε περίπτωση να συγκεντρώσουμε χρήματα από μία συνδρομή που παίρναμε δέκα ευρώ τον χρόνο από τα μέλη, να συγκεντρώσουμε χρήματα, για να αγοράσουμε έναν δικό μας χώρο, όποτε ήμασταν στα ενοίκια. Και όταν κάποια στιγμή ξανοιχτήκαμε με χορωδίες και χορευτικά και λοιπά, στην αρχή χορωδία ήταν ο Νίκος, είπαμε, ο Δεμίρης αφιλοκερδώς, η Ελπίδα που έκανε τα χορευτικά αφιλοκερδώς, όταν, όμως, αυξηθήκαν οι απαιτήσεις του Συλλόγου, δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν και οι ίδιοι οπότε αναγκαστήκαμε να πάρουμε δασκάλους, άρα αυξήθηκαν και τα έξοδα και γι' αυτό τουλάχιστον ζητήσαμε έναν χώρο από το Δήμο, αρχίσαμε να ενοχλούμε, τουλάχιστον να απαλλαγούμε από τα ενοίκια για να μπορούμε να ανταποκρινόμαστε στις άλλες ανάγκες του Συλλόγου, της λειτουργίας του Συλλόγου. Και τότε ήταν καραγιαπί το πολιτιστικό κέντρο επάνω, της Νέας Ιωνίας, επί Δημάρχου Φούσκη και μας έδωσε μία αίθουσα, η οποία έκλεισε εκεί, και από το 2000, το 2000 πήγαμε εκεί, βέβαια, από το '88, καταλαβαίνεις, δώδεκα χρόνια, όπως σου είπα, το καλοκαίρι δώδεκα πήγαμε εκεί του '20 και μείναμε εκεί μέχρι το 2006, γιατί στην περίοδο αυτή ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του πολιτιστικού, οπότε έπρεπε να φύγουμε για να μπούνε μέσα οι υπηρεσίες του Δήμου. Από το '06 μέχρι το '08, είχαμε βάλει τα πράγματα σε μία αποθήκη και από σπίτι σε σπίτι και από αυλή σε αυλή ο Σύλλογος λειτούργησε. Κάποια στιγμή αποφασίσαμε πάλι να νοικιάσουμε κάποιον χώρο που βρήκαμε, τότε ήταν Δήμαρχος ο Μαβίδης, μας κάλεσε ή μάλλον πήγαμε, όπως πηγαίνουμε συνήθως εθιμοτυπικά, για τα χρόνια πολλά, είπαμε ότι, τέλος πάντων, αποφασίσαμε να νοικιάσουμε εκεί λέει: «Όχι, δεν θα νοικιάσετε, θα σας βρω εγώ». Τέλος πάντων, βρέθηκε ο χώρος αυτός, ο οποίος ήτανε – μην το κοιτάς τώρα που τον βλέπεις ωραίο, πόσο ωραία – ήταν χωρισμένος με γυψοσανίδες και τούτο εδώ το κομμάτι ήτανε από τη σκάλα και μέχρι και μέχρι εκεί τον τοίχο, γιατί εκεί που έχω την ντουλάπα τώρα και τα λάβαρα, ήταν η είσοδος και περνούσες από πίσω για να πας στο άλλο κομμάτι, εδώ ήταν αποθήκη της Πολεοδομίας και το άλλο αποθήκη του Πολιτιστικού Οργανισμού. Εν τω μεταξύ, βλέπεις, εδώ έχουμε τα καμουφλάζ, γιατί περνούνε οι σωλήνες της αποχέτευσης από την πολυκατοικία και είχαν γίνει [01:20:00]ζημιές, νερά και τέτοια και, τέλος πάντων, ήταν σε άθλια κατάσταση ο χώρος, αλλά τι να κάναμε, αναγκαστήκαμε, τον διαμορφώσαμε έτσι, το στήσαμε και είμαστε μέχρι τώρα φιλοξενούμενοι του Δήμου εδώ. Βέβαια, δεν σταμάτησα να προσπαθώ, γιατί το όνειρό μου ξέρεις ποιο ήταν, ένα από αυτά τα παλιά τα προσφυγικά που πολλά από αυτά έχει πάρει ο Δήμος να μου το προχωρήσουν, να παραμείνει στην ιδιοκτησία του Δήμου, απλά να το διαμορφώσουμε με δικά μας έξοδα, να φτιάξουμε ό, τι ζημιές και λοιπά και να στήσουμε ένα Μικρασιατικό σπίτι, γιατί αντικείμενα έχουμε, κρεβάτια σιδερένια έχουμε, κρεβατόγυρους έχουμε, κουρτίνες έχουμε, κουρτινόξυλα από το σπίτι της γιαγιάς και λοιπά, πάρα πολλά πράγματα που θα μπορούσαμε να στήσουμε και να δίνουμε, έτσι, να είναι σημείο αναφοράς, όποιος έρχεται στη Νέα Ιωνία, ένα παλιό Μικρασιατικό σπίτι.
Τι ωραία ιδέα!
Δεν κατέστη δυνατόν, δεν υπήρξε κατάλληλο, δεν ξέρω τι έφταιξε, μέχρι και πρότινος, γιατί κάποια μέρα έγραψε στην εφημερίδα, σχολίασε κάποιος γιατρός έδειχνε ένα σπίτι από αυτά τα παλιά και έλεγε πόσα τέτοια υπάρχουν και είναι ανεκμετάλλευτα και αναξιοποίητα και λοιπά και τι κάνει ο Δήμος και δεν ξέρω τι και απάντησα εγώ ότι εγώ ταλαιπωρούμαι και προσπαθώ κάποια χρόνια ένα τέτοιο σπίτι να δοθεί, να παραχωρηθεί, αλλά δυστυχώς δεν βρέθηκε. Το 'πιασε ο Αντιδήμαρχος, με παίρνει τηλέφωνο μου λέει: «Έλα εδώ. Τι, τι εδώ;», λέω: «Πάω, έρχομαι χρόνια τώρα τη μια έλα πριν τα Χριστούγεννα, την άλλη έλα μετά τα Χριστούγεννα, πριν το Πάσχα μετά το Πάσχα πριν το Σεπτέμβρη και τελικά…»
Και δεν γίνεται κάτι…
Για να μου πουν στο τέλος: «Δεν έχεις ένα ιδιόκτητο οικόπεδο και εσύ για να το δώσεις στην Περιφέρεια ή κάπου αλλού;», λέω «Ευχαριστώ πάρα πολύ, αν είχα δεν θα έφτανα…»
Θα το φτιάχνετε εσείς…
Τέλος πάντων, ας μην, οπότε ξαναγυρίσατε στα γραφεία, ενώ έχω αρχίσει να το ξεχνάω, με ξεσήκωσαν πάλι και, εντάξει, δεν πειράζει, όπως, όπως έρθουν τα πράγματα, όσο μπορούμε με τις δυνάμεις που έχουμε, έστω και έτσι.
Μάλιστα, τώρα πόσα μέλη έχει ο Σύλλογος ή στα τμήματα λίγο να ξέρουμε πόσοι ασχολούνται;
Τμήματα, είχαμε το τμήμα το χορωδιακό, τα χορευτικά τμήματα νηπίων, παιδικό, εφηβικό, ενηλίκων.
Ακόμα διατηρούνται αυτά τα τμήματα;
Ναι, ναι, ναι, διατηρούνται, αλλά, βέβαια, δεν έχουμε τώρα συμμετοχή που είχαμε παλαιότερα για λόγους κορονοϊού, κάποιοι φοβούνται, κάποιοι έτσι κάποιοι αλλιώς, η χορωδία, όμως, όχι, γιατί είναι μεγάλοι άνθρωποι, είναι ενήλικες και δεν το διακινδυνεύω έτσι, γιατί θέλει και πολλές προδιαγραφές.
Πρόβες;
Όχι τις πρόβες, να έχουνε δυο μέτρα ο ένας απόσταση από τον άλλον, κάθε τέταρτο να σταματάνε, να βγαίνουν έξω, να... Ε, δεν είναι τώρα, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.
Έχει σταματήσει λόγω αυτής της περιόδου;
Ναι, ναι, ναι, αλλιώς ήταν πολύ δραστήρια. Όπως και οι εκδηλώσεις που είχαμε ήδη προγραμματισμένες και για το 2021 και τώρα πάλι έχουμε προγραμματίσει για το 2022, αν τα καταφέρουμε και τις πραγματοποιήσουμε, καλά θα είναι, γιατί τώρα έχουμε την επέτειο για τα εκατό χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής, το '21 είχαμε τα διακόσια χρόνια και είχα ετοιμάσει πολύ ωραίο κείμενα, ποιήματα, θεατρικά και λοιπά.
Τώρα θα κάνετε για τα εκατό χρόνια;
Τώρα τα εκατό γίνονται αλλά, τώρα είναι άλλα, είναι άλλα τώρα. Τα έχω ήδη συλλάβει στο μυαλό, τα έχω αποτυπώσει σε γενικές γραμμές στα χαρτιά, αλλά να δούμε πώς θα μπορέσουμε να τα υλοποιήσουμε.
Εγώ εύχομαι να τα πετύχετε.
Σε ευχαριστώ πολύ, όλοι ευχόμαστε, ναι, να είμαστε, να έχουμε υγεία.
Αυτό πάνω από όλα. Έχετε ολοκληρώσει ή θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Εσύ τι θέλεις τώρα να, δεν ξέρω, μήπως…
Με έχετε καλύψει βασικά, εσείς αν θέλετε να αφηγηθείτε κάτι άλλο, ό, τι, αν έχετε ολοκληρώσει, εμένα με έχετε καλύψει.
Προς το παρόν νομίζω, εντάξει, τώρα αν χρειαστούμε κάτι άλλο και αν μπορέσω να φέρω και κάποιο άλλο πρόσωπο, να πάρεις κάποια άλλη συνέντευξη.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κυρία Ουρανία Σταματιάδου. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Και εγώ σε ευχαριστώ. Και εγώ σε ευχαριστώ και αυτό που κάνετε είναι πολύ ωραίο, γιατί έτσι ακριβώς κατοχυρώνετε αυτά που έχουμε και εμείς στη μνήμη μας, στο μυαλό μας, που τα έχουμε ζήσει και που τα έχουμε ζήσει, όσα έχουμε ζήσει, γιατί άλλα τα ξέρουμε μόνο έτσι από τους γονείς, αλλά ζήσαμε και εμείς κάποια χρόνια.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Και τις δυσκολίες αυτές της ζωής, δόξα τω Θεώ, όλα καλά πήγανε. Εμείς σαν παιδιά, τέλος πάντων, από οικογένειες που στερήθηκαν οι ίδιες και τις ευκαιρίες και για γράμματα και λοιπά. Εγώ θυμάμαι που μου έλεγε η μαμά μου, η οποία ήταν και καλή μαθήτρια από ό,τι έλεγε ότι ήθελε να πάει στο, να προχωρήσει να πάει στο Γυμνάσιο, αλλά αρρώστησε η μητέρα της και αναγκαστικά έπρεπε να μείνει στο σπίτι για να αντιμετωπίζει της οικογένειας τις ανάγκες και δεν πήγε στο Γυμνάσιο και ο καημός ο δικός της ήτανε τα παιδιά της μάθουν γράμματα. Βέβαια, ο αδελφός μου κόλλησε στο κρεοπωλείο και δεν ήθελε να συνεχίσει, αλλά για μένα ήτανε χαρά όλων, και του πατέρα μου και του αδελφού μου που με λάτρευε, γιατί πήγαινα στο σχολείο και πήγαινα καλά στα γράμματα και της μητέρας μου, ας πούμε, της οικογένειας που καμάρωναν, που κατάφερα, έτσι, να…
Να σπουδάσετε και να έχετε τέτοια σταδιοδρομία.
Να σπουδάσω, τέλος πάντων, να κάνω οικογένεια και λοιπά. Αυτά.
Μάλιστα. Σας ευχαριστώ πολύ.
Αυτά. Σου εύχομαι και σένα ό, τι καλύτερο στη ζωή σου.
Να είστε καλά.
Καλές επιτυχίες.
Και εγώ σας εύχομαι τα καλύτερα αντίστοιχα για όλη την οικογένεια. Σας ευχαριστώ πολύ.
Σε ευχαριστώ, κορίτσι μου, σε ευχαριστώ και εγώ.
Φωτογραφίες

«Όσα έζησα» Βιβλίο του Μ ...
Βιβλίο του Μανόλη Αποστόλου Παρασκευά

Ημερολόγιο του Συλλόγου
Ημερολόγιο του 2019

Ημερολόγιο του Συλλόγου ...
Τα καΐκια του Εγγλεζονησίου. Ημερολόγιο 2016

«Το Αιγκλαιζονήσι»
Ο Θεόδωρος Πρώϊας γράφει για το Εγγλεζονήσι

Συνταγές
Βιβλίο παραδοσιακών συνταγών των κατοίκων ...

Ημερολόγιο
Το Εγγλεζονήσι σε ημερολογιακή αποτύπωση τ ...

Μελέτη
Η συμβολή των δυτικών παραλίων της Μ. Ασία ...

Εγγλεζονήσι
Καθημερινότητα και συνήθειες των κατοίκων ...

Σημαία του Πολιτιστικού ...
Σημαίες του Πολιτιστικού Συλλόγου Μικρασια ...

Φωτογραφίες στα Γραφεία ...
Νυφική φωτογραφία ζεύγους

Παραδοσιακή φορεσιά και ...

Φωτογραφίες στα Γραφεία ...
Ασημένιος δίσκος και φωτογραφία ζεύγους σε ...

Φωτογραφίες στα Γραφεία ...
Ζευγάρι στο Εγγλεζονήσι

Παραδοσιακή φορεσιά και ...
Παραδοσιακή φορεσιά

Τα γραφεία του Συλλόγου
Άποψη του γραφείου του Συλλόγου

Φωτογραφίες στα Γραφεία ...
Πρόσωπα του Εγγλεζονησίου

Ενθύμια
Φωτογραφίες μελών που διατηρούνται στο αρχ ...
Περίληψη
Η Ουρανία Σταματιάδου (επώνυμο συζύγου Κουτσογιάννη), είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός και Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Μικρασιατών Νέας Ιωνίας, Ν. Μαγνησίας, «Το Εγγλεζονήσι». Η κυρία Ουρανία μάς μιλάει για τη μικρασιάτικη προσφυγική οικογένειά της και την ιστορία της, για ήθη και έθιμα, για τις προσφυγικές γειτονιές της Νέας Ιωνίας και για την ενασχόλησή της με τον Πολιτιστικό Σύλλογο του Εγγλεζονησίου. Αναφέρεται εκτενώς στην ιστορία του ονόματος αυτού, καθώς και στις ποικίλες δραστηριότητες του Συλλόγου, ώστε η παράδοση και η διατήρησή της να αποτελέσουν ζωτικό κομμάτι του οράματος των νέων.
Αφηγητές/τριες
Ουρανία Σταματιάδου
Ερευνητές/τριες
Ευφροσύνη Κίτσιου
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/11/2021
Διάρκεια
86'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Κλαζομενές (αρχ: Κλαζομεναί): Ήταν σημαντική αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στην Ιωνία, νότια της Σμύρνης. Πολύ γρήγορα, άκμασαν και προόδευσαν σε μια μεγάλη και πολυάνθρωπη πόλη, με σημαντικά πλούτη. Από τις αρχαίες Κλαζομενές καταγόταν ο φιλόσοφος Αριστομένης.
Περίληψη
Η Ουρανία Σταματιάδου (επώνυμο συζύγου Κουτσογιάννη), είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός και Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Μικρασιατών Νέας Ιωνίας, Ν. Μαγνησίας, «Το Εγγλεζονήσι». Η κυρία Ουρανία μάς μιλάει για τη μικρασιάτικη προσφυγική οικογένειά της και την ιστορία της, για ήθη και έθιμα, για τις προσφυγικές γειτονιές της Νέας Ιωνίας και για την ενασχόλησή της με τον Πολιτιστικό Σύλλογο του Εγγλεζονησίου. Αναφέρεται εκτενώς στην ιστορία του ονόματος αυτού, καθώς και στις ποικίλες δραστηριότητες του Συλλόγου, ώστε η παράδοση και η διατήρησή της να αποτελέσουν ζωτικό κομμάτι του οράματος των νέων.
Αφηγητές/τριες
Ουρανία Σταματιάδου
Ερευνητές/τριες
Ευφροσύνη Κίτσιου
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/11/2021
Διάρκεια
86'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Κλαζομενές (αρχ: Κλαζομεναί): Ήταν σημαντική αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στην Ιωνία, νότια της Σμύρνης. Πολύ γρήγορα, άκμασαν και προόδευσαν σε μια μεγάλη και πολυάνθρωπη πόλη, με σημαντικά πλούτη. Από τις αρχαίες Κλαζομενές καταγόταν ο φιλόσοφος Αριστομένης.