© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Ένα ταξίδι μνήμης και ανασκόπησης του Χρήστου Τσαντήλα, πρώην αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Ελευθερία»
Istorima Code
26495
Story URL
Speaker
Χρήστος Τσαντήλας (Χ.Τ.)
Interview Date
30/11/2023
Researcher
Σοφία Σουφλιά (Σ.Σ.)
[00:00:00]Σήμερα έχουμε 01/12/2023, βρίσκομαι με τον κύριο Χρήστο Τσαντήλα στη Λάρισα. Εγώ ονομάζομαι Σοφία Σουφλιά, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Γεια σας.
Γεια σας.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια σας;
Βεβαίως. Ονομάζομαι Χρήστος Τσαντήλας. Είμαι δημοσιογράφος, γεννήθηκα το 1958, δηλαδή είμαι 66 χρονών. Τα τελευταία 35 χρόνια, από ηλικίας 22 ετών δούλευα στην εφημερίδα «Ελευθερία», απ’ όπου πήρα σύνταξη το 2017. Από το 1989 όμως, μέχρι το 2017, ήμουνα στη θέση του αρχισυντάκτη και του διευθυντή σύνταξης στην αρχαιοτέρα εφημερίδα της Θεσσαλίας, και στη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία με αριθμό φύλλων και πληθυσμού σαν πόλη, όπως είναι η Λάρισα, στα Βαλκάνια. Είχαμε δηλαδή 20.000-22.000 φύλλα κυκλοφορία καθημερινά, και μόνο στον Νομό Λάρισας, από τα οποία τα 16.000 φύλλα ήταν μόνο στην πόλη της Λάρισας. Σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, σε άλλες πόλεις είχαμε ανταποκριτές, αλλά είχαμε πολύ λίγα φύλλα, και δουλεύαμε με συνδρομητές. Αυτή είναι η ταυτότητά μου. Είναι παντρεμένος, έχω 2 κορίτσια. Το ένα είναι παντρεμένο, και μου χάρισε και μια εγγονή, και η άλλη είναι κοινωνική λειτουργός και είναι ανύπαντρη ακόμα. Τι άλλο θέλετε να σας πω; Σ.Σ.: Πολύ ωραία. Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τη δημοσιογραφία; Χ.Τ.: Θα σας πω. Το 1978 ήμουν στρατιώτης. Όταν τελείωσα το στρατιωτικό, επειδή είχα σπουδάσει τοπογράφος, αλλά με κέρδισε η δημοσιογραφία, θέλαμε με κάτι φίλους μου να ανοίξουμε ένα γραφείο τοπογραφίας, τοπογραφικό γραφείο στη Λάρισα. Δεν υπήρχαν τα χρήματα τότε, ήμασταν και νέοι, έβραζε το αίμα μας, είπαμε θα το κάνουμε. Και μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε, ένα πρωί διάβασα στην «Ελευθερία», την τοπική «Ελευθερία» την εφημερίδα, που εκείνη την εποχή αριθμούσε γύρω στα 6.000 φύλλα κυκλοφορία, και ανήκει στον Παναγιώτη Δημητρακόπουλο, είδα μια αγγελία στην πρώτη σελίδα που έλεγε ότι «Ζητούνται νέοι για να γίνουν δημοσιογράφοι». Λοιπόν, πήγα, έκανα αίτηση και με προσέλαβε. Αό το 1980 λοιπόν, μέχρι το 2017, έμεινα και ρίζωσα σε αυτήν την εφημερίδα. Το ‘89 μάλιστα, μετά από πάρα πολλά ρεπορτάζ, έχω ξεκινήσει από νομαρχιακό, εργατικό, αστυνομικό, δικαστικό, τα πάντα, γιατί στην επαρχία, όπως ξέρετε, οι δημοσιογράφοι, δεν είναι όπως είναι στην Αθήνα, που κάνουν ένα ρεπορτάζ την ημέρα σε έναν τομέα συγκεκριμένο. Κάνουν τα πάντα. Γράφουν ακόμα και τα φαρμακεία οι δημοσιογράφοι της επαρχίας. Εγώ, λοιπόν, από το ‘89 και μετά, ήμουνα σε ένα γραφείο κι έκανα ύλη, που σημαίνει ότι συντόνιζα γύρω στα 80 αρχικά, μετά είχα 120 άτομα, από τα οποία τα 30 δημοσιογράφοι και οι υπόλοιποι τεχνικοί, μέχρι το 2017 που βγήκα στη σύνταξη. Αυτή η δουλειά μού άφησε πάρα πολλά καλά, αλλά και πολλά κακά. Τα καλά είχαν να κάνουν με πάρα πολλά ταξίδια. Έχω γυρίσει τον κόσμο με όλους τους πρωθυπουργούς, πλην του τελευταίου, τρεις φορές. Σε ταξίδια αστραπή επαγγελματικά. Έχω ζήσει πάμπολλες εμπειρίες, κι έχω γνωρίσει πάρα πολύ κόσμο. Αυτό ήταν το καλό. Το κακό ήταν ότι στερήθηκα πάρα πολλές ώρες από την οικογένεια, με αποτέλεσμα να προσπαθώ τώρα που είμαι συνταξιούχος, να ζήσω αυτά που έχασα όλα αυτά τα χρόνια. Έχω ζήσει πολλές εμπειρίες. Οι δημοσιογραφικές αποστολές ήταν πάρα πολλές. Πιο πολύ ενδιαφέρον για μένα είχαν τα ταξίδια στο εξωτερικό, όπου εκτός από τις συνόδους κορυφής που είχαν το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον για το κοινό, υπήρχε ένα άλλο κομμάτι του δημοσιογραφικού λειτουργήματος που είχε να κάνει με το παρασκήνιο, που γινότανε στις καφετέριες, στα ξενυχτάδικα και στα μπουζούκια, με τους υπουργούς και τους πρωθυπουργούς, σε χώρες του εξωτερικού και σε πόλεις της Βόρειας Ευρώπης ιδιαίτερα. Μπορώ να πω ότι αυτές ήτανε φοβερές εμπειρίες, τις οποίες κάποτε σκέφτομαι να τις βγάλω και σε ένα βιβλίο, όταν θα βρω τον χρόνο και την όρεξη. Αυτά για την πορεία μου μέχρις εδώ.
Θέλατε να μας πείτε κάποια ιστορία από κάποιο σας ταξίδι;
Από ταξίδια μπορώ να σας πω πολλές ιστορίες. Ένα απρόοπτο θα σας πω μόνο. Γιατί οι πιο πολλές ιστορίες είναι στο off the record, και είχαμε συμφωνήσει με τους δημοσιογράφους που συνοδεύαμε τους πρωθυπουργούς και τους υπουργούς, να τα κρατάμε για μας αυτά, να μην εκθέσουμε κόσμο. Ένα απρόοπτο ήτανε, θυμάμαι τώρα, κάποια στιγμή στο Μπιαρίτζ της Γαλλίας γινόταν μια σύνοδος. Εγώ συνόδευα, μαζί με την αποστολή την ελληνική των δημοσιογράφων, τον Σημίτη, τον πρωθυπουργό της Ελλάδος. Και μετά τη σύνοδο, αισθανόμασταν και κουρασμένοι, είχε κι ένα ψιλόβροχο, ήταν και χειμώνας και είχε κι ένα υπέροχο τοπίο, εκεί στο Μπιαρίτζ, στην πόλη αυτή της Γαλλίας. Έχει κάτι απόκρημνα βράχια, τα οποία τα βλέπεις και τρομάζεις. Σε πιάνει ένα δέος, κι όταν σκάει το κύμα επάνω σε αυτά, το κύμα φτάνει στα 50 μ. ύψος. Κι έχει κι ένα χαρακτηριστικό τοπίο, το οποίο έχει να κάνει με έναν ορμίσκο που μπαίνει μέσα στη θάλασσα, κι έχει και μια γέφυρα που από κάτω είναι η θάλασσα, κι εσύ περνάς από πάνω, και γίνεσαι και μούσκεμα. Αυτό μου το είπε ένας συνάδελφος Γάλλος, και πήγα το βράδυ 01:30 π.μ. να το δω. Πήρα, λοιπόν, μια ομπρέλα, ένα αδιάβροχο που αγόρασα από το ξενοδοχείο, και περπάτησα έναν ρομαντικό περίπατο μέσα στη βροχή. Ξαφνικά, κατά τις 01:30-02:00 π.μ. το βράδυ, βλέπω από απέναντι μια σκιά να έρχεται προς το μέρος μου. Όταν έφτασε κοντά, μου λέει «Δεν έχεις ύπνο;». Ήταν ο πρωθυπουργός ο Σημίτης, ο οποίος βγήκε να κάνει περίπατο, εκείνη την ώρα. Βέβαια, πίσω του ακολουθούσαν και η σωματοφυλακή. Ένα από τα απρόοπτα ήταν αυτό. Κι άλλα πολλά απρόοπτα. Τον Παπανδρέου τον Γιώργο να κάνει ποδήλατο το πρωί, πριν ξυπνήσει κανένας από μας. Τον Ανδρέα τον Παπανδρέου να κλείνεται στο δωμάτιο με τη Μιμή, κι εμείς να περιμένουμε κάτω τη συνέντευξη τύπου. Να πηγαίνουμε... το πρώτο μου ταξίδι το επαγγελματικό ήταν στο Βουκουρέστι το 1982, όπου είχα και χειραψία με τον Τσαουσέσκου. Εκείνη την εποχή, αυτές οι χώρες, οι βόρειες χώρες, μας φαίνονταν ότι ήταν πολύ πιο πίσω από την Ελλάδα. Η Ελλάδα μας φαίνονταν σαν χώρα του παραδείσου. Τόσα χρόνια μετά όμως, τώρα καταλαβαίνω πόσο πίσω είμαστε εμείς σαν χώρα. Πήγαινες, ξέρω γω, στο Δουβλίνο κι έβλεπες ότι στις 6 η ώρα το απόγευμα δεν κυκλοφορούσαν ούτε γάτες έξω, ψυχή. Κι έλεγες «Τώρα στην Ελλάδα τι να γίνεται άραγε αυτήν την ώρα;» Στην πλατεία Ταχυδρομείου, στην κεντρική πλατεία της Λάρισας, να βλέπεις τη νεολαία ξαπλαρωμένη στις καφετέριες, με τους καφέδες και τα ποτά στο χέρι. Χαρακτηριστικό θυμάμαι ένας ξάδερφός μου, ο οποίος ήταν διευθυντής στο ΕΘΙΑΓΕ, ερευνητής με πολλά πτυχία, είχε φέρει από το εξωτερικό έναν ομόλογο του καθηγητή, να τον ξεναγήσει σε κάτι ευρωπαϊκά προγράμματα. Και τον πήρε ένα βράδυ και τον πήγε στη Φαλάνη, εδώ ένα χωριό έξω από τη Λάρισα, όπου είχε ωραίο κεμπάπ. Το ξέρετε τι είναι το κεμπάπ; Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος, Αμερικάνος, όταν επέστρεψε για να τον βάλει στο ξενοδοχείο στο Grand Hotel, που είναι στην Ταχυδρομείου την πλατεία, 02:10 το βράδυ, πέρασαν ανάμεσα από εκατοντάδες νεολαίους. Οπότε γυρίζει και λέει στον ξάδερφό μου «Συγγνώμη Χρήστο, έχετε καμιά εθνική γιορτή;». Στη χώρα του 6 η ώρα δεν υπήρχε ψυχή, εκείνη την εποχή, αλλά ακόμα και τώρα. Θέλω να πω ότι η διαφορά των ευρωπαϊκών χωρών, των βόρειων, με την Ελλάδα τώρα είναι μέρα με τη νύχτα. Παλιά μάς φαίνονταν α[00:10:00]νάποδα. Κι από πάρα πολλά άλλα ταξίδια μπορώ να θυμηθώ, πάρα πολλές αναμνήσεις. Τώρα, πρόχειρα, μου ‘ρχεται στο μυαλό μια ανάμνηση η οποία έχει και χιούμορ. Βρισκόμασταν στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας, με τον πρωθυπουργό τον Καραμανλή τον Κώστα, και μας ξεναγούσαν μ' ένα πλοιάριο στην Όπερα. Την ξέρετε την Όπερα στο λιμάνι. Μας βάλαν σε ένα πλοιάριο, και μας ξεναγούσαν να δούμε το τοπίο. Γύρω-γύρω ουρανοξύστες, η Όπερα κι ένα φανταστικό, το βλέπαμε μόνο στην τηλεόραση, ένα μακρινό ταξίδι. Εκεί, λοιπόν, που μας ξεναγούσανε, κάναν οι πρωθυπουργοί, οι βουλευτές και οι υπουργοί οι Αυστραλοί, μία δεξίωση προς τιμήν του Έλληνα πρωθυπουργού και της αποστολής του, ήταν η Ντόρα Μπακογιάννη κλπ., και ήμασταν κι εμείς καμιά δεκαπενταριά δημοσιογράφοι από την Ελλάδα, διότι όλες οι εφημερίδες δεν έστελναν. Διότι ήθελε 5.000€ να πληρώσεις στο Ταμείο Παρακαταθηκών για να συμμετάσχει στο ταξίδι. Εμείς ήμασταν η μόνη επαρχιακή εφημερίδα που πάντα στέλναμε δημοσιογράφο στα ταξίδια αυτά. Εκεί, λοιπόν, στο Σίδνεϋ, μέσα στο πλοιάριο στο κατάστρωμα υπήρχανε καμιά εκατοστή άνθρωποι με γραβάτες και κουστούμια και τα ποτήρια στο χέρι. Υπήρχανε 10-20 σερβιτόρες, υπήρχανε ορχήστρες, μουσικές, ποτά, κεράσματα. Πιο πάνω, όπως ήταν στο καράβι, υπήρχε ένα πατάρι, όπου ήταν και η σημαία τους, εν πάση περιπτώσει, και είχε μερικά καθίσματα, όπου πήγαμε οι δημοσιογράφοι να ξεκουραστούμε, και οι φωτογράφοι. Κάποια στιγμή, ανεβαίνει ένας από αυτούς τους φουσκωτούς, ένας μπράβος επάνω στο κατάστρωμα, και μας κάνει με βιαστικές κινήσεις «Γρήγορα κάτω όλοι!» κι αρχίζουμε να τρέχουμε. Νομίζαμε, αρχικά, ότι κάποια τρομοκρατική ενέργεια έγινε, ότι κάτι κακό συμβαίνει, γιατί είδαμε κινητοποίηση μεγάλη. Πρωθυπουργοί ήταν μέσα, στα 10 μ. από μας. Ξαφνικά άδειασε ο πάνω όροφος από τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ, κι έμεινα εγώ μόνο ξεχασμένος. Εμένα δεν με κατέβασαν κάτω, γιατί είχα γραβάτα και κοστούμι σκούρο, και με πέρασαν για υπουργό, μπορεί και Αυστραλό, δεν ξέρω. Και κάποια στιγμή κατέβηκα κάτω κι εγώ, ήπιαμε το ποτό μας, φύγαμε στα ξενοδοχεία, και μετά μπήκαμε στο αεροπλάνο, για να πάμε στη στη Νέα Ζηλανδία, από εκεί, στο Όκλαντ. Εν πτήσει, λοιπόν, ρωτήσαμε να μάθουμε τους ιδιαίτερους του πρωθυπουργού, για ποιο λόγο έγινε αυτή η αναστάτωση πάνω στο καράβι και μας κατέβασαν κάτω. Αυτό δεν έχει γραφεί ποτέ, και ούτε νομίζω ότι θα είναι από τα σημαντικά γεγονότα που θα αξίζουν. Είναι, όμως, ένα πολύ ωραίο ευτράπελο. Ξέρετε γιατί μας κατέβασαν κάτω; Διότι ο πρωθυπουργός είχε δώσει εντολή να μην τον φωτογραφίζουν από πάνω, γιατί φαινόταν η φαλάκρα. Φαντάζεστε τι αναστάτωση έγινε για την εντολή αυτή του Καραμανλή; Κι αυτό μας το λέγαν οι φωτογράφοι οι δικοί του. Και πολλά τέτοια παραλειπόμενα, εμπειρίες σε πολλές χώρες. Τι άλλο θέλετε να με ρωτήσετε;
Αναρωτιέμαι ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι της δουλειάς σας και ποιο είναι το πιο ικανοποιητικό;
Το πιο δύσκολο κομμάτι της δουλειάς μου, όλα αυτά τα χρόνια, είναι όταν στην πρώτη σελίδα αναγκάζομαι να βάλω είτε γράφοντας στο αστυνομικό ρεπορτάζ είτε γράφοντας ελεύθερο ρεπορτάζ, ονόματα οικογενειαρχών, οι οποίοι για οποιονδήποτε λόγο ήταν παραβάτες κι αυτήν τη στιγμή που τους βάζεις, την επομένη το πρωί όλη η Λάρισα θα τους έχεις διασύρει μέσω της εφημερίδας, χωρίς να το θέλεις. Βέβαια, δεν μιλάω για τους ανθρώπους που αξίζει να μπαίνουν σε τέτοιες θέσεις. Αλλά το θεωρώ άδικο, δηλαδή αυτό με τον νόμο Δαφέρμου που έγινε, που λέγανε ότι πρέπει να τελεσιδικήσει η απόφαση στο δικαστήριο σε βάρος κάποιου, για να το δημοσιεύσεις το όνομα, με βρίσκει σύμφωνο. Αυτό είναι από τα δύσκολα πράγματα, από τα πολύ δύσκολα. Δηλαδή, έχουν έρθει περιστατικά μέσα στην εφημερίδα, επίσης δύσκολο πράγμα είναι να το αισθανθείς αυτό, με την πιο άγρια μορφή. Δηλαδή, συνέλαβαν κάποιον, γιατί έκανε ένα έγκλημα, κι όταν αποφυλακίστηκε ήρθε με ένα μαχαίρι στην εφημερίδα να μου επιτεθεί, και τον πρόλαβαν λίγο πριν με χτυπήσει δύο συνάδελφοί μου. Διότι οι εφημερίδες δεν έχουνε προστασία. Οι δημοσιογράφοι της επαρχίας δεν έχουν προστασία. Οι Αθηναίοι έχουν, οι μεγάλο-δημοσιογράφοι εννοώ. Λοιπόν, αυτά είναι δύσκολα πράγματα. Και μετά, επίσης, δύσκολο πράγμα είναι για τους αστυνομικούς ρεπόρτερ, γιατί το έχω κάνει κι αυτό. Ο αστυνομικός συντάκτης πρέπει να ζει αγκαλιά με το αίμα. Διότι στη ζωή του, εάν κάνει σωστά το ρεπορτάζ και είναι αναγκασμένος να πηγαίνει να κάνει ρεπορτάζ κι όχι να είναι στο γραφείο, θα δει ανθρώπους χωρίς κεφάλια, ανθρώπους χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, θα δει παιδάκια σκοτωμένα μέσα στις λαμαρίνες από το αυτοκίνητο. Θα δεις συγγενείς να σε τραβάνε από δω και από κει, να κλαίνε, να χτυπιούνται. Δεν θα ξεχάσω, το οποίο, αφού μου μιλάς για δυσκολίες κι ευκολίες, το πιο δύσκολο απ' όλα για μένα ήταν ότι όλα αυτά τα επαγγελματικά μου χρόνια δυστυχώς έζησα από απόσταση 5 λεπτών μόνο, την τραγωδία με τα παιδιά στα Τέμπη με το λεωφορείο. Τους 21 νεκρούς μαθητές, και η κόρη μου ήταν συνομήλικη με τα παιδιά αυτά. Και μέσα μου, έτσι, δηλαδή, το σκεφτόμουνα κάθε βράδυ πολλά βράδια, την εικόνα που έβλεπα, τα παιδάκια να τα 'χουν ξαπλωμένα στον δρόμο, σκεπασμένα με κουβέρτες, και να περιμένουν το ασθενοφόρο να τα πάρουν. Αυτό το πράγμα με συγκλόνισε. Πιο πολύ όμως με συγκλόνισε, έξω από το νεκροτομείο, όπου η ιατροδικαστής που έχουμε εδώ στη Λάρισα, είναι και πολύ γνωστή μου, μου περιέγραφε την εικόνα που έβλεπε μέσα, και το τι έβλεπε ακριβώς μέσα, με τα μαθητάκια αυτά, τα δεκαεξάχρονα και τα δεκαπεντάχρονα να είναι νεκρά, 21 άτομα, και τους συγγενείς απ’ έξω και τις μάνες να μην ξέρουν πού είναι τα παιδιά τους. Αυτά ήταν δύσκολα πράγματα, πολύ δύσκολα.
Εσείς εκείνη τη στιγμή πώς το βιώνετε όλο αυτό;
Γίνεται πέτρα η καρδιά σου, μια συνήθεια είναι μετά. Δεν αντιδράς στο αίμα. Στεναχωριέσαι εκ των υστέρων. Εκείνη την ώρα, σε ενδιαφέρει πάρα πολύ να κάνεις γρήγορα τη δουλειά, να έχεις αδιάσειστα στοιχεία, διότι μπορεί να μπεις και φυλακή, αν γράψεις κάτι λάθος, ή να καταδικάσεις ανθρώπους, αν δεν το έχεις διασταυρώσει. Και μ' ενδιέφερε πάρα πολύ η ταχύτητα. Γιατί η εφημερίδα είναι διαφορετική από το κανάλι. Εδώ είναι μια ολόκληρη ιστορία που πρέπει να σας πω, εν συντομία, από τη δημοσιογραφική μου εμπειρία. Το κανάλι είναι η αμεσότητα. Εσύ βλέπεις την εικόνα, βλέπεις το τροχαίο, αντιδράς για λίγα δευτερόλεπτα άσχημα, καλά, κακά, αντιδράς και το σκέφτεσαι για 5 λεπτά, μέχρι την επόμενη είδηση. Μετά το ξεχνάς. Στην εφημερίδα εγώ θα πρέπει να βρω τους 5 νεκρούς, όταν είναι τόσοι, να πάω στα σπίτια τους, να κάνω ρεπορτάζ. Τι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Δεν ήταν απλά ονόματα. Να κάνω ρεπορτάζ, να μάθω πού πήγαιναν, τι έκαναν, γιατί έγινε αυτό, και να γράψω με κάθε λεπτομέρεια, διότι η εφημερίδα βγαίνει το πρωί. Γι' αυτό κάποια στιγμή, όταν κάναμε μια σύσκεψη στην εφημερίδα για να βάλουμε ηλεκτρονική εφημερίδα κι εμείς, εγώ διαφώνησα και με κορόιδευαν όλοι. Αλλά έχω μια άποψη γι' αυτό. Συγγνώμη. Η άποψή μου είναι η εξής, για την τοπική «Ελευθερία» που πουλούσε 20.000 φύλλα. 20.000 φύλλα σε μια πόλη που ξυπνάει το πρωί, με την ανάγκη να διαβάσει την «Ελευθερία» την εφημερίδα, δεν μπορείς εσ[00:20:00]ύ να μην τους δώσεις την είδηση με κάθε λεπτομέρεια. Εάν όμως έχεις ένα ηλεκτρονικό μέσο, μια ηλεκτρονική σελίδα, και βάλεις την είδηση το απόγευμα, το πρωί, το μεσημέρι, τι θα διαβάσει ο άλλος την άλλη μέρα το πρωί; Άρα τι κάνεις; Αυτοκαταστρέφεσαι. Όχι, για τα φύλλα που θα πουλήσεις τα λιγότερα, διότι δεν θα έχεις αμεσότητα. Θα έχεις αμεσότητα στην είδηση, την ωμή, τη στεγνή είδηση, αλλά δεν θα έχεις το γιατί και τις λεπτομέρειες. Γι' αυτό εγώ πάντα έλεγα, στη σημερινή εποχή, η δημοσιογραφία έχει ξεφτιλιστεί εντελώς. Εγώ ντρέπομαι πολλές φορές που είμαι δημοσιογράφος ακόμα. Γιατί λέτε εσείς; Διότι βλέπω στα κανάλια πράγματα που δεν θα τα έκανα ποτέ εγώ, ένας νοήμων άνθρωπος. Βλέπω πράγματα τα οποία είναι φτιαχτά, είναι ψεύτικα, και είναι χοντρά πράγματα. Το ψέμα πλέον έγινε τόσο χοντρό, που το καταλαβαίνει και ο πιο ανόητος. Δηλαδή, λες τώρα έχω στη Λάρισα μια εφημερίδα. Αυτή η εφημερίδα, τότε στις καλές εποχές γιατί τώρα καταστράφηκε, αυτή η εφημερίδα είχε 125 άτομα προσωπικό. Είχε 20.000 φύλλα και με τις διαφημίσεις που είχε μόνο στην πρώτη σελίδα, έβγαζε τα έξοδα του μήνα. Οπότε, δεν είχε ανάγκη κανέναν υπουργό να του στείλει λεφτά, όπως κάνουν σε όλες τις άλλες επαρχιακές. Όταν ήταν κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, χάιδευαν τη Νέα Δημοκρατία. Όταν ήταν το ΠΑΣΟΚ, χάιδευαν το ΠΑΣΟΚ. Πιο πολλά χρόνια το ΠΑΣΟΚ, γιατί οι πιο πολλές εφημερίδες τις λέγαν ΠΑΣΟΚ; Διότι το ΠΑΣΟΚ, ή η Νέα Δημοκρατία αντίστοιχα, ελέγχουν πάντα, όταν είναι στην εξουσία αυτά τα δυο κόμματα. Ελέγχουν το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, το λεγόμενο ΑΠΕ. Το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, λοιπόν, παίρνει ειδήσεις από το υπουργείο, όπως τους τα δίνουν οι υπουργοί. Δηλαδή, ο υπουργός δεν θα δώσει την είδηση ότι αυξάνονται οι φόροι. Θα δώσει την είδηση ότι μειώνονται οι φόροι. Βλέπεις την άλλη μέρα ο Τρικαλινός ο εκδότης από την Άρτα, από την Πρέβεζα, από τα Γιάννενα, από την Ηγουμενίτσα, όλοι αυτοί οι εκδότες που δεν έχουν χρήματα για να έχουν ανταποκριτές να τους στέλνουν ειδήσεις, παίρνουν με ένα κατοστάρικο τον μήνα το τέλεξ από το ΑΠΕ, το οποίο είναι χιλιόμετρα ειδήσεις. Και το δημοσιεύουν, έτσι όπως είναι, χωρίς σχολιασμό, χωρίς τίποτα. Αν θέλουν κάνουν και σχόλιο. Όμως, δημοσιεύουν την είδηση, όπως θα τους τις σερβίρουν αυτοί, όπως θέλουν. Με αυτήν την έννοια λέω ότι δεν υπάρχει δημοσιογραφία. Έρευνα δεν υπάρχει πλέον. Δεν ερευνά ο δημοσιογράφος πλέον. Γίνεται ένα τροχαίο, για να καταλάβετε, στα Τέμπη. Στη Λάρισα υπάρχουν και 15 site. Να μην σας τα λέω, τα ξέρετε. Εσείς κι εγώ, σαν απλοί αναγνώστες, απλώς να ξέρουμε, τώρα ξέρουν και οι μαθητές δημοτικού καλύτερα από εμάς τον υπολογιστή, φτιάχνεις ένα δικό σου site, και κλέβεις ειδήσεις. Ο εκδότης λοιπόν που έχει μια εφημερίδα και πληρώνει 120 άτομα προσωπικό, για να βγάλει την είδηση στις 06:00 το πρωί, θα στείλει αυτοκίνητο, οδηγό, δημοσιογράφο, φωτογράφο και θα καταναλώσει 2 τεχνικούς να φτιάξουν τη σελίδα, 4 φωτοσυνθέτες να γράψουν τα κείμενα, και 10 τεχνικούς να τυπώσουν στο πιεστήριο. Θέλει, δηλαδή, 20 άτομα προσωπικό για να ανταγωνιστεί εσένα που του κλέβεις την είδηση και μάλιστα, όχι μόνο την κλέβεις, την έχεις και 10 ώρες νωρίτερα σαν site. Με αυτήν την έννοια λέω ότι έχει ξεφτιλιστεί η δημοσιογραφία. Η δημοσιογραφία, την εποχή που εγώ μπήκα στον χώρο, ήταν μια εποχή πολύ ρομαντική. Να σου πω ένα απλό παράδειγμα. Μαθήτευσα από ανθρώπους που ήταν δάσκαλοι για μένα. Ήταν ο Ζήσης ο Τυχερός, ήταν ο Αλέκος Χατζηευθυμίου, ο Τζιτζέλης ο Αντώνης κλπ. Μ' έλεγε, λοιπόν, ο Αλέκος ο Χατζηευθυμίου, πήγα σε μια εκδήλωση το 1967-70. Μιλούσε ένας πολιτικός και δεν είχε χαρτί. Τελείωσε το χαρτί κι ο στυλός τελείωσε και δεν είχε να σημειώσει, ούτε κασετόφωνα υπήρχαν τότε ούτε τέτοια, κι είδε δίπλα του μια φλούδα από καρπούζι, και πήρε ένα ξυλάκι, ένα καρφί και σημείωνε στο καρπούζι. Αυτή η δημοσιογραφία δεν θα ξαναυπάρξει. Δεν υπάρχει με τίποτα. Όλα είναι ηλεκτρονικά τώρα. Τώρα, μπορείς εσύ να με πάρεις μια συνέντευξη, και σε 5 λεπτά να τη στείλεις σε όλο τον κόσμο. Τότε δεν γινόταν αυτό. Εμείς σαν επαρχιακή εφημερίδα που ήμασταν, τυπώναμε σε ένα πιεστήριο πολύ γρήγορο, σε μία μόνον ώρα 20.000 φύλλα. Μπορούσαμε σε μισή ώρα να τα τυπώναμε, να το πηγαίναμε και αργά για να μην κόβεται το χαρτί. Πρόσεξε, όμως, εμείς στη Λάρισα που τη διακινούσαμε, μπορούσαμε να παίρνουμε ειδήσεις μέχρι στις 04:00 το πρωί. Γιατί αυτό; Ο Αθηναίος, που είχε την «Ελευθεροτυπία» που είχε 120.000 φύλλα σε όλη την Ελλάδα, για να στείλει στην Ξάνθη, στη Ροδόπη, στα Γιάννενα, στην Κρήτη με τα αεροπλάνα, έπρεπε να τυπώσει τις εφημερίδες τους στις 06:00 το απόγευμα, για να τις έχουν την άλλη μέρα το πρωί. Οπότε ό,τι είδηση υπήρχε από τις 06:00 το απόγευμα και μετά, δεν την είχανε. Εγώ στις συνόδους κορυφής για να καταλάβεις, όλοι οι δημοσιογράφοι, ο Ρουσόπουλος, ο Βότσης, ο Καμπουράκης, η Καμπουργιάννη, αυτοί όλοι είναι ονόματα που ταξιδεύαμε μαζί από τις αθηναϊκές εφημερίδες, έτσι; Έστελναν με τα κινητά τους 10 φορές την ημέρα ανταπόκριση, γιατί έδιναν στην τηλεόραση, έδιναν στις εφημερίδες, άρθρα. Εγώ δεν είχα καμία υποχρέωση να το κάνω αυτό. Εγώ έπαιρνα μιάμιση ώρα τηλέφωνο το βράδυ στην εφημερίδα, τους έστελνα δύο χειρόγραφα, την ανταπόκριση. Το βάζαν στις 03:00 τύπωναν, στις 6 το πρωί την είχαμε. Είχα όλον τον χρόνο να κάνω βόλτες στην πόλη που ήμουνα, και να κάτσω το βράδυ μισή ώρα να τη γράψω και να τη στείλω. Αυτό ήταν το πλεονέκτημα της τοπικής εφημερίδας, και της εφημερίδας έναντι των καναλιών. Τα κανάλια θέλουν ανταπόκριση ανά πάσα στιγμή. Οπότε, είναι και πιο κοπιαστική δουλειά, μόνο που είναι πολύ πιο πρόχειρη. Μπορείς να κάνεις το λάθος και να είναι και τραγικό. Να μη σου μιλήσω τώρα για τραγικά λάθη, γιατί άμα σου πω κι αυτά, θα το ξημερώσουμε.
Θέλετε να μας πείτε ένα;
Ένα τραγικό λάθος;
Ναι.
Τον Καντάφι τον ήξερες; Ο Καντάφι ήτανε της Αιγύπτου ο Πρόεδρος. Ένας τύραννος, τον οποίο αν θυμάσαι στην τηλεόραση πολύ πιο πρόσφατα, τα νεότερα χρόνια τον σκοτώσανε, και τον έσερναν στους δρόμους. Ο Καντάφι, λοιπόν, ήταν φίλος με τον Ανδρέα τον Παπανδρέου, τον πρώην πρωθυπουργό. Όταν ήρθε στην Αθήνα ο Καντάφι, επίσημη επίσκεψη για πρώτη φορά, εκείνες οι χώρες δεν ερχόντουσαν στην Ευρώπη. Ο Καντάφι ήταν επικηρυγμένος. Ήρθε, λοιπόν, στον Ανδρέα τον Παπανδρέου να κάνει εθιμοτυπική επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα, όπου αυτός δεν έμενε σε ξενοδοχεία, ξέρεις. Έμενε στο πάρκο σε αντίσκηνο. Ήρθε, λοιπόν, στην Αθήνα ο Καντάφι με τις μαντίλες κλπ., κι εμείς έπρεπε να γράψουμε την είδηση στην πρώτη σελίδα. Παίρνω εγώ και γράφω «Ο κ. Καντάφι», μια αράδα, αράδα λεγόταν οι σειρές, «Για επίσημη επίσκεψη από χθες στην Αθήνα» τρεις αράδες. Τρεις θέλω επάνω δεξιά. Το πρωί όμως το «Ψ» έγινε «Υ» από λάθος και βγήκε «Ο κ. Καντάφι για επίσημη επισκευή στην Αθήνα» και μπαίνει μέσα ο εκδότης και μας πήρε ο διάολος όλους «Θα στείλω εσάς για επισκευή, έλεγε, στην Αθήνα». Αυτά είναι τα ευτράπελα. Τέτοια πολλά, πάρα πολλά. Άλλος δημοσιογράφος έγραφε ρεπορτάζ «Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν ο Εισαγγελέας, κύριος τάδε, ο αστυνομικός Διευθυντής» δεν ήξερε το όνομα, και σε παρένθεση για να το δει ο αρχισυντάκτης, έγραφε «Θα ρωτήσω και θα μάθω». Δεν το είδε ο αρχισυντάκτης. Το έδωσε έτσι και βγήκε «Θα ρωτήσω και θα μάθω» στην εφημερίδα! Αλλά αυτά δεν τελειώνουν, είναι πάρα πολλά.
Έχετε κάποιες ιστορίες από την καριέρα σας που σας έχουν μείνει στο μυαλό;
Πολλές. Αλλά τώρα, σκέφτομαι ποια να σου πρωτοπώ τώρα, γιατί είναι πάρα πολλές που έχουν ενδιαφέρον. Θα σου πω 3 μικρές. Η μία έχει να κάνει με μια εποχή του 1989. Το 19[00:30:00]89, τον μήνα Δεκέμβριο, όπως έχουμε τώρα Δεκεμβρίου, 26 Δεκεμβρίου μάλιστα, η εφημερίδα δούλευε κανονικά. Προχωρούσε η ύλη, όπως κάθε μέρα κλπ. Κάποια στιγμή, μας παίρνει κάποιος τηλέφωνο, πήρε στον τότε αρχισυντάκτη, και του είπε ότι παρατηρείται μια περίεργη κινητοποίηση στην αστυνομία. Υποθέσαμε ότι κάποιο έγκλημα θα έγινε. Πηγαίνω εγώ στην αστυνομία. Ρωτάω από δω, ρωτάω από κει. Κανείς δεν μου έλεγε τίποτα. Παρ’ όλα αυτά έβλεπα περιπολικά που έφευγαν. Βρίσκω άκρη με έναν αστυνόμο φίλο μου ούτε αυτός μου έλεγε. Έναν γείτονα, ούτε αυτός μου έλεγε. Εγώ έλεγα κάτι συμβαίνει τώρα, τι θα γίνει εδώ; Γυρνάω στην εφημερίδα, αρχίζουμε και ψαχνόμαστε τώρα. Τι γίνεται, τι δεν γίνεται; Και πάει η ώρα είναι 11 το βράδυ, έπρεπε να το μάθουμε, τι γίνεται; Κάποια στιγμή, σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο τον οδηγό του Νομάρχη που ήταν φίλος μου, τον Γιώργο. Παίρνω τηλέφωνο στο σπίτι του, για να μάθω τι συμβαίνει. Να βάλω τον Νομάρχη να πάρει την αστυνομία, να μας πει αυτός τι συμβαίνει. Έτσι κάναμε πάντα. Γιατί ο Νομάρχης μάς είχε υποχρέωση. Αν δεν μας εξυπηρετούσε, δεν θα τον ξαναγράφαμε. Έτσι γινόταν τότε, εκβιασμός αλλά με την καλή έννοια. Ο Νομάρχης γάτος, δεν σήκωσε τηλέφωνο. Παίρνω, λοιπόν, τηλέφωνο στο σπίτι του οδηγού. Ούτε ο οδηγός σήκωνε το τηλέφωνο. Παίρνω στο σπίτι του οδηγού και το σήκωσε η γυναίκα του. Λέω «Κυρία Όλγα, λέω, ο Γιώργος πού είναι; Είμαι ο Χρήστος ο Τσαντήλας από την "Ελευθερία" και τον θέλω». «Α, δεν ξέρω πού πήγε». Λέω «Κοίταξε, κάποια χρήματα μου ‘δωσε χθες και θέλω να του τα δώσω, να του τα επιστρέψω, και πρέπει να τον βρω». Αυτή μόλις άκουσε για χρήματα αμέσως «Ναι, λέει, πήγε με τον Νομάρχη, λέει, προς το Συκούριο». Λέω «Ευχαριστώ, θα τον βρω, λέω, αύριο το πρωί». Το ‘κλεισα. Αναγκάστηκα, είπα ψέματα δηλαδή, για να μάθω τι έγινε. Παίρνω στο αστυνομικό τμήμα Συκουρίου. Δεν μου λένε τίποτα. Υπέθεσα ότι κάποιο έγκλημα έγινε, οτιδήποτε άλλο. Παίρνω το αυτοκίνητο και πηγαίνουμε στο Συκούριο να δούμε τι συμβαίνει. Την επόμενη μέρα, γράφει η «Ελευθερία», πρώτη στην Ελλάδα, «Εκλάπησαν 107 ρουκέτες από το στρατόπεδο του Συκουρίου». Ήταν τα όπλα που πήρε η 17 Νοέμβρη, η τρομοκρατική αυτή, επαναστατική δήθεν, οργάνωση που άρχισε και σκότωνε κόσμο μετά, και ήμασταν η μόνη εφημερίδα που εντελώς από τέτοια τύχη, δημοσιογραφικό δαιμόνιο, εν πάση περιπτώσει, γιατί αν δεν έπαιρνα την γυναίκα του οδηγού, δεν θα μάθαινα τίποτα εκείνη την ημέρα. Κι έτσι, λοιπόν, βγήκε το θέμα της 17 Νοέμβρη. Κι η 17 Νοέμβρη έβγαλε προκήρυξη, την επόμενη μέρα, κι ανέλαβε την ευθύνη. Μέχρι εκείνη τη μέρα δεν ξέραμε ποιος τα έκλεψε. Να, αυτό ήταν ένα από αυτά που μου έμειναν, ας πούμε. Επίσης, μια άλλη τρομακτική εμπειρία που δεν θα την ξεχάσω ποτέ μου, και μάλιστα στο χωριό στο οποίο συνέβη το γεγονός αυτό, από εκεί κατάγεται και η γυναίκα μου, αν και δεν μεγάλωσε εκεί. Στη Λάρισα μεγάλωσε και ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινα. Ήτανε χειμώνας, ήτανε 4 παιδιά, 16 έως 20 ετών, τα οποία πήγαν εκδρομή στη Σπηλιά, ένα χωριό στον Κίσσαβο. Από εκεί, λοιπόν, αποφάσισαν μόλις σουρούπωσε να ξεκινήσουν με τα πόδια, εν μέσω κακοκαιρίας, να πάνε στον Κάναλο, που είναι στην κορυφή του Κισσάβου, στα 1800 μ. υψόμετρο, κι έχει ένα καταφύγιο που είχε κατασκευάσει ο ΕΟΣ, ο Ελληνικός Ορειβατικός Σύλλογος Λάρισας. Αυτά τα παιδιά, λοιπόν, δεν δώσαν σημεία ζωής. Εκείνο το βράδυ, είχε τέτοια χιονοθύελλα. Είναι το χειρότερο βουνό απ' ό,τι έμαθα κι απ' ό,τι έζησα πολλές φορές μετά και σε άλλα γεγονότα, διότι όταν πιάνει η χιονοθύελλα εκεί, δεν βλέπεις ούτε στο 1 μέτρο. Το χιόνι μάλιστα ήταν 7 μ. στα λεγόμενα Ανεμοσούρια, εκεί που μαζεύεται στις χαράδρες. Αυτά χάσαν τον προσανατολισμό τους, και δεν μπόρεσαν ποτέ να βγουν στο καταφύγιο. Ένας μόνο κατάφερε και βγήκε, παγωμένος, ο οποίος κατάφερε, έσπασε την πόρτα, μπήκε μέσα, άναψε το τζάκι και σώθηκε. Οι άλλοι δύο, τέσσερις είχαν πάει, οι άλλοι τρεις χάθηκαν στο χιόνι. Την επόμενη μέρα το Σάββατο, ήταν Σάββατο θυμάμαι, εμείς τότε δουλεύαμε νωρίτερα γιατί κλείναμε νωρίς το φύλλο, μου λέει ο αρχισυντάκτης «Θα πας στη Σπηλιά με ελικόπτερο. Κανόνισα να σε πάρει ελικόπτερο. Θα φύγει από τη στρατιά ένα ελικόπτερο του στρατού, με λοκατζήδες μέσα, οι οποίοι είχαν τα σύνεργα για να ψάξουν να βρουν τους αγνοούμενους, και θα πας κι εσύ μαζί. Έχω πει τον Νομάρχη και κανόνισε να μπεις κι εσύ μέσα στο ελικόπτερο. Εντάξει;» «Εντάξει». Εγώ πρώτη φορά έμπαινα σε ελικόπτερο, 1982 τώρα. Μπήκαμε, λοιπόν, από το στρατόπεδο της 1ης Στρατιάς της Λάρισας, με καλό καιρό, και φτάνουμε κοντά στη Σπηλιά, στο χωριό, που είναι κάποιες εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω από την κορυφή. Εκεί, λοιπόν, άρχισε η ομίχλη. Βλέπαμε τον Κίσσαβο χιονισμένο, κι από το χωριό τη Σπηλιά αυτό, ήταν 4 οι λοκατζήδες, εγώ μέσα 5, και 2 οι πιλότοι μπροστά. Το δε ελικόπτερο αυτό ήταν ένα από τα παλιά, ξέρεις, όχι το σημερινό, με δύο έλικες, τα Huey αυτά όπως τα λένε, το οποίο είχε τόσο δυνατούς ανέμους που δεν μπορούσαν εύκολα να το σταθεροποιήσουν οι πιλότοι. Κατάφερε, όμως, και κατέβηκε στο χωριό σε ένα πλάτωμα. Εκεί, λοιπόν, πήραμε έναν τσοπάνο, που ήξερε το μέρος για να τους δείξει πού είναι, γιατί δεν έβλεπαν τίποτα οι πιλότοι. Είχε ξαφνικά μια χιονοθύελλα και δεν έβλεπαν μπροστά τους ούτε στο 1 μέτρο. Πετούσαμε μέσα σε ένα γάλα, ένα σύννεφο, ένα πράγμα τέτοιο, κι αέρας και κουνούσε και χιόνι. Κάποια στιγμή φτάσαμε πάνω στο καταφύγιο, όπου βλέπαμε τα κεραμίδια σε ένα μέρος τους κόκινα, γιατί όπου έχει αέρα πολύ, το χιόνι το παίρνει και φαίνονται τα κεραμίδια. Κάποια στιγμή, απ’ την πολύ φασαρία μέσα, δεν μπορούσες να μιλήσεις με τον πλησίον σου, είχαν ακουστικά οι πιλότοι και είχαν κι έναν τρίτο που ήταν στην πόρτα. Κάποια στιγμή, πάλλονταν, κουνιόταν πολύ το ελικόπτερο, το έπαιζε ο αέρας λες και ήταν καρυδότσουφλο. Δεν μπορούσε να πατήσει στο χιόνι γιατί είχε 4 μ. χιόνι, ο φράχτης που είναι γύρω στα 2 μ. είχε σκεπαστεί και η αυλή και καταλαβαίναμε από τη σκεπή ότι ήμασταν στο ύψος της στέγης. Είναι διώροφο αυτό, φαντάσου τώρα, 3 και 3, 6 μ. Κάπου εκεί, λοιπόν, ανοίγει η πόρτα. Ανοίγει ο τρίτος ο πιλότος την πόρτα και κάτι φώναζε δυνατά, φώναζε ουρλιαχτά «Πηδάτε!». Να πηδήξουν, δηλαδή, οι λοκατζήδες. Εγώ, εν τω μεταξύ, δεν άκουγα και είχα και το κουστούμι, τη γραβάτα μου, μπουφανάκι, γραβάτα και παντελόνι κανονικά. Και πάω στην πόρτα μπροστά με τη φωτογραφική μηχανή για να βγάλω. Δεν κατάλαβα ότι τους έφραξα τον δρόμο, και τρώω μια κλωτσιά από πίσω, και φεύγω στο κενό, χωρίς να ξέρω πού πάω. Μη φανταστείς, όχι πολύ ψηλά, 4 μ. το πολύ να ήταν.
Και πάλι!
Και πέφτω με τα πόδια στο χιόνι, και μένει απ’ έξω απ’ το χιόνι το κεφάλι μου και η γραβάτα, και με τραβούσαν και με βγάζανε. Αυτή ήταν μια τρομακτική εμπειρία. Τότε ήμουν νέος όμως, κι απορώ ακόμα και σήμερα, τώρα σήμερα που είμαι έτσι όπως είμαι, τώρα στα 66, πώς κατάφερα και ανέβηκα από σκάλα επάνω. Ήρθε ξανά πάλι το ελικόπτερο, κι ανέβηκα από τη σκάλα επάνω. Είχαμε κάνει εκπαίδευση στον στρατό, τότε στα αμφίβια κι από κει ήξερα, αλλά ήμουνα και 22-23 χρονών τότε. Αυτή ήταν μια τρομακτική εμπειρία, την οποία δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Φυσικά.
Να μην σου πω άλλες. Αυτές δημοσιεύτηκαν οι εμπειρίες, γιατί ένας από αυτούς τους λοκατζήδες που με κλώτσησε, ήταν γείτονάς μου, και είχε πάει τότε στην Κύπρο με το αεροπλάνο, το δεύτερο που γύρισε πίσω. Ήταν λοκατζής και πήγε στην Κύπρο, όταν μπήκαν οι Τούρκοι.
Μάλιστα.
Ναι, ο οποίος μάλιστα λέγεται Τζιλάκας, και είναι από τη Λάρισα. Τώρα είναι στη δική μου ηλικία, άντε έναν χρόνο μεγαλύτερος από μένα, αλλά ήταν από τα δυνατά παιδιά, ας πούμε, και εν πάση περιπτώσει τον θυμάμαι, και καμιά φορά ανταμώνουμε έξω, και λέμε που «Με κλώτσησες κι έφυγα από το ελικόπτερο». Αυτά.[00:40:00] Τι άλλο θέλεις να με ρωτήσεις;
Θα επιστρέψω στην ερώτηση που σας έκανα πριν. Είπαμε το αρνητικό ή το δύσκολο πράγμα της δουλειάς σας; Το ικανοποιητικό, όμως, και το ωραίο ποιο είναι;
Το ικανοποιητικό και το ωραίο είναι ότι έχω δει τα πιο ακριβά ξενοδοχεία στον κόσμο. Έχω δει το πιο νόστιμα φαγητά, γιατί συνέβη στις εξόδους με τους πρωθυπουργούς σε ένα αεροπλάνο, στο ίδιο αεροπλάνο να είμαστε μέσα, μαζί με τους πρωθυπουργούς, οι οποίοι έβγαιναν έξω, μιλούσαμε σαν φίλοι, μας λέγαν off the record διάφορα πράγματα, και πηγαίναμε τότε με τον Ανδρέα Παπανδρέου ειδικά, πηγαίναμε στα πιο χλιδάτα μέρη. Έτσι να φανταστείς ότι είχε έναν όροφο όλον δικό του. Λοιπόν, εμείς περιμέναμε να βγει έξω, να πούμε καμιά κουβέντα, κι αυτός καθόταν μέσα με την αεροσυνοδό. Τρεις μέρες στο Βουκουρέστι, μια μέρα κατέθεσε ένα στεφάνι και μετά δεν κάναμε τίποτα άλλο φύγαμε. Αλλά έκανα πάρα πολλά ταξίδια και από τα καλύτερα που έκανα ήτανε το ταξίδι στην Τεχεράνη, με τον Μητσοτάκη το ‘93. Εκεί μου άφησε μια δυσάρεστη εμπειρία, όμως, ευχάριστο ήταν, βέβαια, δεν πας εύκολα τώρα στην Περσία. Και φτάσαμε μέχρι Σιράζ, που είχε φτάσει ο Μέγας Αλέξανδρος. Εκεί συγκινήθηκα γιατί είδα πράγματα ελληνικά, στα πέρατα του κόσμου τώρα, έτσι. Ξέρεις, η Σιράζ είναι πολύ, είναι μιάμιση ώρα με το αεροπλάνο από την Τεχεράνη. Μέχρι εκεί έφτασε ο Μέγας Αλέξανδρος και βλέπαμε τους τάφους των Δαρείων. Βλέπαμε όλα αυτά τα πράγματα κλπ. κι εκεί είχαμε και ευχάριστες και δυσάρεστες εμπειρίες. Μία από αυτές ήταν ότι είχαμε έναν συνάδελφο σε εισαγωγικά δικό μου, μέσα στο αεροπλάνο, ο οποίος είχε βουτήξει ένα χαλί από το ξενοδοχείο. Περσικό χαλί, ένα πατάκι, ο βλάκας και καθυστέρησε το αεροπλάνο 3 ώρες να φύγει γιατί κάναν έρευνα. Γίναμε και ρεζίλι. Τότε που πήγαμε στην Τεχεράνη στο αεροδρόμιο έλεγε «ΘΑΝΑΤΟ ΣΤΟΥΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ», ήταν λίγο μετά τον πόλεμο, και βλέπαμε όλο βομβαρδισμένα κτίρια. Μέσα στο αεροπλάνο, είχαμε τρεις δημοσιογραφίνες με αμερικανικό διαβατήριο. Δεν τις άφησαν να κατέβουν 3 μέρες κάτω, τις είχαν μέσα στο αεροπλάνο, και τις πήγαιναν φαγητό εκεί. Απαγορευόταν να κατέβουν αυτές. Με τους Αμερικανούς τα είχαν πολύ. Κι επίσης μια ακόμα εμπειρία, μια και πήρα τώρα έτσι, μου έδωσες να τα θυμηθώ, στην Τεχεράνη βγήκαμε έξω για να αγοράσουμε χρυσαφικά γιατί ήταν πολύ φθηνά. Θυμάμαι ότι βρήκα έναν σταυρό που, ένα μάλλον, ένα κόσμημα, τζάμι ήταν αυτό, που μέσα είχε τη σταύρωση, τον Γολγοθά. Και στις ακτίνες του ήλιου αυτό το πράγμα φαινόταν σαν να είσαι εκεί. Και το είχα στο αυτοκίνητο και το έχω ακόμα, από το 2000, από το 1993, τώρα πόσα χρόνια πέρασαν; Ήταν το μόνο χριστιανικό πράγμα που βρήκα μέσα σε αυτούς εκεί. Κι όταν φτάσαμε στην Τεχεράνη είχε 5 πόντους χιόνι, και μας λέγανε οι Ιρανοί γιατί είχαν ακούσει κι αυτοί για την γκαντεμιά του Μητσοτάκη. Μας λέγανε οι Ιρανοί «Αμάν, ρε παιδάκι μου, λέει, 60 χρόνια έχει να χιονίσει στην Τεχεράνη. Με το που ήρθε εδώ ο Μητσοτάκης, 5 πόντους χιόνι» και είχε πλάκα. Αλλά ήτανε πολύ καλή εμπειρία αυτή, διότι περπατούσες στον δρόμο κι έβλεπες τους μισούς άνδρες να έχουν το μανίκι χωρίς χέρι. Τότε τους έκοβαν τα χέρια, ξέρεις, όσοι έκλεβαν. Περπατούσε ο άλλος και το μανίκι πήγαινε, το ‘παιρνε ο αέρας. Υπήρχανε τότε με τον Χομεϊνί, είναι ένα γήπεδο, ένα κλειστό γήπεδο μεγάλο, το οποίο δεν έχει κερκίδες, δεν έχει τίποτα. Είναι ένα τετράγωνο πράγμα, όλο χαλιά μέσα, 5 στρέμματα χαλιά. Και στο μέσον έχει ένα τεράστιο κλουβί, όσο είναι το δωμάτιο, ένα τεράστιο κλουβί που είναι ο τάφος του Αγιατολάχ Χομεϊνί, του θρησκευτικού τους ηγέτη. Τότε ο νόμος έλεγε ότι το πρώτο παιδί πάει, γίνεται ιερωμένος, το δεύτερο παιδί υπηρετεί το κράτος, και το τρίτο γίνεται στρατιώτης και υπηρετεί τους άλλους δυο. Τέτοια πράγματα γινόταν τότε, αλλά εκεί τιμωρούνταν πολύ αυστηρά η κλοπή. Δεν υπήρχε. Σου λέω σ' έκοβαν το χέρι, δεν υπήρχε εκεί τίποτα. Τέτοιες εμπειρίες πολλές, εντάξει. Αξίζει να τα θυμάμαι αυτά καμιά φορά όταν πέρασαν τόσα χρόνια. Τώρα, βέβαια, είναι αλλιώς τα πράγματα. Οι δημοσιογράφοι που συνοδεύουν τους πρωθυπουργούς είναι ελάχιστοι. Οι πρωθυπουργοί δεν τους παίρνουν και μαζί. Άλλοι πηγαίνουν με δικά τους μέσα, άλλοι έχουν το αυτοκίνητο το πρωθυπουργικό. Είναι αλλιώς τώρα. Δεν έχουν εκείνη την- δεν έχουνε μία, έτσι, κατάσταση να τους βλέπεις τι κάνουν. Τώρα οι πιο πολλοί κρύβονται. Την τελευταία φορά θυμάμαι που πήγα, ήταν τότε, μάλλον μία από τις τελευταίες όχι η τελευταία, ήταν τότε με τον Παπαδήμο. Ο Παπαδήμος, που ήταν Πρωθυπουργός υπηρεσιακός τότε, κι ήτανε θυμάμαι Υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Βενιζέλος. Ο Βενιζέλος, που μας έβαλε τον ΕΝΦΙΑ. Τον ξέρεις τον Βενιζέλο. Ο Παπαδήμος, ο Πρωθυπουργός ο υπηρεσιακός, είχε πιασμένα δύο δωμάτια, ένα για τη φρουρά του κι ένα γι' αυτόν. Κι ο Βενιζέλος είχε όλο τον όροφο, 12 δωμάτια.
Ναι, καταλαβαίνω.
Βλέπω, όμως, ότι έχουνε φάει πάρα πολλά λεφτά σ' αυτές τις αποστολές ειδικά, πάρα πολλά λεφτά. Έφευγε ένα αεροπλάνο, δηλαδή της Ολυμπιακής, το Jumbo, με 350 θέσεις, 7 μέρες. Πήγαμε από δω στο Σίδνεϋ, στη Σιγκαπούρη, από Σιγκαπούρη-Σίδνεϋ. Εφτά μέρες, έξι ξενοδοχεία αλλάξαμε, έξι πόλεις. Από τη Σιγκαπούρη πήγαμε στο Σίδνεϋ, από Σίδνεϋ στην Καμπέρα. Άλλο ξενοδοχείο. Από την Καμπέρα στην Αδελαΐδα, από Αδελαΐδα στο Ντάργουιν, εκεί που τρώνε οι κροκόδειλοι τους ανθρώπους ψηλά στην Αυστραλία, από κει στο Βιετνάμ με τον Καραμανλή, κι από το Βιετνάμ στην Ελλάδα. 52 ώρες πτήση. Έξοδα; 350 άτομα χωράει μέσα το αεροπλάνο. Ήτανε καμιά εικοσαριά αυτοί όλοι οι υπηρεσιακοί, πρωθυπουργοί, Ντόρα και οι σύμβουλοι και παρασύμβουλοι, και πέντε δημοσιογράφοι, έξι. Δεν ήμασταν παραπάνω. Άδειο όλο. Εντάξει, αυτά θα πεις ότι είναι επίσημες αποστολές. Δεν βγάζεις άκρη απ' αυτά μόνο, έτσι; Οι σπατάλες γίνονται αλλού. Τώρα έχω ζήσει κι από αυτά πολλά, αλλά τουλάχιστον αυτά, έτσι, μου έμειναν, λίγα από αυτά, δηλαδή, μου έμειναν και τα θυμάμαι.
Να σας ρωτήσω, δεν σας ρώτησα πιο πριν. Το πάω λίγο αλλού το θέμα. Πώς ήταν να διευθύνεις μια εφημερίδα;
Αυτό είναι μια καλή ερώτηση. Αν δεν είσαι σκληρός, δεν έχεις εφημερίδα; Αν είσαι μαλακός, κατά το ήμισυ έχεις εφημερίδα. Διότι εάν υπάρξουνε συνεργάτες σου που θα εκμεταλλευτούν την καλοσύνη σου, δεν σου αποδίδουν. Ο ένας φεύγει από δω, ο άλλος φεύγει από κει, ο άλλος λέει «Ο Χρήστος είναι φίλος». Εγώ είχα πολύ καλές σχέσεις και με τον κόσμο της Λάρισας, αλλά με βοήθησε πάρα πολύ σε αυτό ο εκδότης. Ο εκδότης ήταν ένας άνθρωπος που ήταν αγράμματος για να καταλάβεις, αλλά αν τον έβαζες σήμερα Υπουργό Οικονομικών, σου έλυνε το πρόβλημα της χώρας. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί είχε επιχειρηματικό μυαλό, είχε καλοσύνη. Δεν απέλυσε ποτέ άνθρωπο από την εφημερίδα. Μόνοι τους φεύγαν, όσοι ήθελαν. Ποτέ δεν έδιωξε άνθρωπο. Δεν πρόσβαλε ποτέ άνθρωπο μπροστά σε κόσμο, και κάθε χρόνο στο προσωπικό έδινε γύρω στα 2 εκατομμύρια με 3 εκατομμύρια, δραχμές τότε, σαν bonus. Με τέτοιους εργοδότες δουλεύεις και το πρωί, και το μεσημέρι, και το βράδυ, και τ' άλλο το πρωί, συνέχεια. Τα παρατάς όλα τα άλλα. Δηλαδή μιλάμε ότι ήταν άνθρωπος που καταλάβαινε τον εργαζόμενο. Είχε να κάνει όμως με το εξής, ότι ήταν οικονομικά αυτόνομος. Δηλαδή, είχε πολλές διαφημίσεις. Τον τίμησε η Λάρισα, αν και δεν ήταν Λαρισαίος. Αλλά είχε μια αγραμματοσύνη με την καλή την έννοια, και μια εμπορικότητα στο κεφάλι του μέσα. Για παράδειγμα, ας πούμε, καμιά αθηναϊκή εφημερίδα από τις μεγάλες λεγόμενες δεν θα έβαζε ποτέ στην εφημερίδα μια σελίδα που να έχει κόσμο στα κέντρα να χτυπάνε τα ποτ[00:50:00]ήρια, να πίνουν, να κάνουν. Εμείς είχαμε μια στήλη τέτοια που τη λέγαμε «Νυχθημερόν». Είχε λυσσάξει να στέλνει φωτογράφους, να βγάζουν στα κέντρα κλπ. Τρεις φορές μάς έκαναν μήνυση ή κόντεψαν να μας κάνουν μήνυση, γιατί; Γιατί φωτογραφίζαμε και παράνομα ζευγάρια και δεν το ξέραμε. Πέρα από αυτό. Μια μέρα τον πάω πάνω και του λέω «Κύριε Δημητρακόπουλε», ως αρχισυντάκτης τότε, «αυτά τα σχολεία που βάζουμε, λέω, που έρχονται επίσκεψη στο Αρχαίο Θέατρο εδώ-εκεί, που πάνε σε εκδρομές στα νησιά και βάζουμε φωτογραφίες με τα παιδάκια. Δεν τα κάνει καμία σοβαρή εφημερίδα. Εμείς γιατί να το κάνουμε; Έχουμε 20.000 φύλλα, τι ανάγκη έχουμε;». «Έλα εδώ, μου λέει, πάρε τη σημερινή "Ελευθερία", άνοιξε να μου δείξεις ένα σχολείο». Άνοιγα κι εγώ. «Μέτρα πόσα παιδάκια είναι στη φωτογραφία;». «Τώρα;». «Μέτρα, σου λέω!». «1, 2, 3, 32», και 32 οι παππούδες, 64 και 32 οι γονείς, κι άλλα 3 φύλλα να στείλουν στους συγγενείς στις άλλες πόλεις; Ορίστε 200 φύλλα. Πόσα φύλλα πουλάει η άλλη εφημερίδα ξέρεις; 160. Εγώ από μια φωτογραφία μόνο έβγαλα 200!». Είχε εμπορικό μυαλό. Είχε πολύ εμπορικό μυαλό κι αυτό είχε να κάνει με τους παραδοσιακούς εκδότες. Κι άλλοι υπήρχαν τέτοιοι, αλλά αυτός ήτανε... δεν ήτανε τυχαίο που τον λέγανε Πατριάρχη του επαρχιακού τύπου. Την «Ελευθερία» τη λέγανε ναυαρχίδα. Διότι η δεύτερη εφημερίδα, μετά την «Ελευθερία», είχε 11.000 φύλλα και 12. Και ήταν και τώρα κλείνει νομίζω 98 χρόνια, ένας αιώνας. Βγήκε το ’16, το ‘22 τυπώθηκε το πρώτο φύλλο. Κι από τότε κυκλοφορεί ανελλιπώς. Ακόμα και σήμερα δηλαδή, που είναι στα κάτω της, λόγω και του ίντερνετ αλλά και λόγω κακής διαχείρισης, γιατί και οι κληρονόμοι αυτοί όλοι φύγανε κλπ., τώρα. Υπάρχει μία αναστάτωση, εν πάση περιπτώσει, δημοσιογράφοι, υπάλληλοι, όλοι φύγανε αυτοί που ξέρουν τη δουλειά κλπ., τώρα μείναν κάποια παιδάκια εκεί που παλεύουν ακόμα. Αλλά τους έχει φάει το διαδίκτυο. Τώρα όλοι βλέπουν τις ειδήσεις στα κινητά. Όρεξη για δουλειά δεν έχουν, δεν τρέχουν, δεν κάνουν όπως εμείς τότε παλιά, που αφήσαμε τις οικογένειες και τρέχαμε για τη δουλειά. Αυτά.
Πριν ξεκινήσετε εσείς την καριέρα σας πώς είχατε στο μυαλό σας τον κόσμο της δημοσιογραφίας, και πως ήταν τελικά όταν μπήκατε;
Άμα σου πω ότι δεν διάβαζα ποτέ εφημερίδα. Ήμουνα ο μόνος και στη σχολή μου τότε και στο γυμνάσιο κλπ. που δεν διάβαζα ποτέ εφημερίδα. Μόνο μπάλα έβλεπα, αθλητικά. Και όχι σε εφημερίδες, στην τηλεόραση τότε, την ασπρόμαυρη.
Ναι.
Δεν πίστευα ποτέ, δηλαδή, ότι από τοπογράφος θα γίνω δημοσιογράφος, και ξαφνικά θα γίνω και διευθυντής στη μεγαλύτερη επαρχιακή εφημερίδα. Πολλά χρόνια. 27 χρόνια δεν είχε ούτε ο Φυντανίδης στην «Ελευθεροτυπία». Αυτό σημαίνει, είναι και θέμα εμπειρίας, ξέρεις, κάποια στιγμή το τραβάει κι ο οργανισμός σου. Συνηθίζεις, κάνεις σχέσεις μέσα στην εφημερίδα, και καλές και κακές. Δηλαδή, δεν θα μπορούσα εγώ, ας πούμε, να το φάω με κάποιον δημοσιογράφο που μου ερχόταν στις 12 το βράδυ να μου δώσει την είδηση, που έγινε στις 10 το πρωί, και ταλαιπωρούσε κι εμένα και όλη την επιχείρηση και όλη την εφημερίδα μέχρι να βγει το φύλλο. Με αυτόν θα μαλώσεις. Μπορεί να πιείς καφέ την άλλη μέρα μαζί, να πας να πιείς μια μπύρα κλπ. Όμως δεν μπορεί να σε εκμεταλλεύεται γιατί είσαι φίλος. Με αυτήν την έννοια λέω ότι πρέπει να είσαι σκληρός, σκληρός εργοδότης.
Πριν κλείσουμε ήθελα να ρωτήσω, άμα είχατε μπροστά σας τώρα εν δυνάμει δημοσιογράφους, τι θα ήταν κάτι που θα τους λέγατε;
Δυστυχώς, θέλουν να είναι δημοσιογράφοι πολλοί στη Λάρισα, αλλά δυστυχώς δεν μπορούν να γίνουν. Διότι πλέον όλα περνάνε μέσα από τους εκδότες και από τους ιδιοκτήτες. Δηλαδή, ο εκδότης, αν δεν του πας ένα κείμενο που να το διαβάσουνε με ευχαρίστηση ο κόσμος, δεν θα σε κρατήσει πάνω από έναν χρόνο. Ο εκδότης, τώρα πλέον, δεν θα σε πάρει για να σε πληρώνει τα 2.000€ που σου έδινε τότε στις καλές εποχές. Θα σου πει «Πάρε 400€ και κάνε και εκ περιτροπής εργασία». Δυστυχώς, αυτό συμβαίνει. Δυστυχώς, το παιχνίδι πλέον είναι στα χέρια των εκδοτών. Κι αυτοί όλοι οι εκδότες δεν είναι παραδοσιακοί, να σέβονται τη δουλειά και τον αναγνώστη. Είναι αυτοί όλοι που έχουν επιχειρήσεις και άλλες. Κι εδώ στη Λάρισα συμβαίνει αυτό, το ξέρεις πολύ καλά. Υπάρχουνε επιχειρηματίες που ήθελαν να γίνουν και εκδότες. Εγώ θα σου πω ένα περιστατικό που μου συνέβη όταν ήμουνα μόνο 6 χρόνια μέσα στην εφημερίδα, από τα 35. Ήμουνα πολύ νέος, ήμουνα στον Πλαταμώνα και καθόμουν με μια παρέα, όπου στην παρέα ήταν ο εκδότης της αντίπαλης εφημερίδας, του «Κήρυκα». Ο ημερήσιος «Κήρυκας» έβγαινε τότε μαζί με την «Ελευθερία», κι έβγαζε ένα συγκεκριμένο αριθμό φύλλων. Τώρα, εκείνη την εποχή, είχε 250 φύλλα μπροστά στα 6.500 που είχε τότε η «Ελευθερία». Κάποια στιγμή, λοιπόν, στον Πλαταμώνα στην παρέα εκείνη, στο αναφέρω σαν παράδειγμα τώρα να καταλάβεις γιατί έζησε αυτή η εφημερίδα καλά, κάποια στιγμή, μου λέει ο ξαδερφός μου, ένας ξάδερφός μου, μακαρίτης είναι τώρα που ήταν γραμματέας στον Δήμο, μου λέει «Να σου συστήσω, λέει, τον κύριο», να μη λέμε ονόματα, «ο οποίος είναι ο εκδότης του ημερήσιου "Κήρυκα"». Ζησόπουλος, να λέμε ονόματα. Λοιπόν, Ζησόπουλος, δεν έχω πρόβλημα εγώ με τα ονόματα, κανένα. Δεν μπορεί να με διαψεύσει κανένας γι' αυτά που λέω. Άμα σου πω και ονόματα δημοσιογράφων, θα ντραπούν. Δεν θα μου πουν κανένας τίποτα. Λέω, λοιπόν, με σύστησε. Λέει «Ο κύριος Τσαντήλας, λέει, είναι ξάδερφός μου, λέει, και είναι στην"Ελευθερία". Τώρα έχει 4 χρόνια που είναι εκεί». «Α, λέει, την "Ελευθερία", λέει αυτός, την "Ελευθερία" θα τη φτάσουμε σε 2 χρόνια». Του λέω «Να σας πω κάτι, κ. Ζησόπουλε; Δεν έχω πολλά χρόνια στην εφημερίδα, αλλά θα σας πω κάτι. Τώρα που καθόμαστε μαζί, μου δημιουργήθηκε μια όσφρηση. Όταν έρχεται ο εκδότης μου ο Δημητρακόπουλος, δίπλα από το γραφείο που δουλεύω, μου μυρίζει μελάνι. Εσείς μου μυρίζετε καρούλια». Γιατί είχε καρούλια, εργοστάσιο με καρούλια. Εδώ κοντά μένει. Την άφησε στην κόρη του μετά. Σπουδαίος κι αυτός. Καλός άνθρωπος, καλός εκδότης. Δεν απέλυε. Όμως, κοίταξε, δεν είχε σχέση με εφημερίδα. Ήταν επιχειρηματίας. Είχε άλλη επιχείρηση. Κι αν δεν είσαι καταπάνω στην εφημερίδα, όπως ήταν ο Δημητρακόπουλος, δεν μπορείς να- την ήλεγχε. Εδώ όταν φέραμε υπολογιστές στην εφημερίδα, που ήταν η πιο απλή δουλειά, να πατήσεις ένα κουμπί και να σου βγάλει πόσες αγγελίες πήρες σήμερα, κι αν είναι σωστά αυτά που γράφει το λογιστήριο, αυτός το πέταξε το κομπιούτερ. «Πάρτε το από εδώ, είναι διάολος» έλεγε, γιατί ήταν κι αγράμματος. «Εγώ θέλω τον μαρκαδόρο μου». Έρχονταν μέσα η ιδιαίτερα του με την εφημερίδα ανοιγμένη στις αγγελίες και στα μνημόσυνα και στις κηδείες, και διάβαζε τον αριθμό Β.Κ., τον αριθμό της σειράς, και σημείωνε με τον μαρκαδόρο «1, 2, 3», ήλεγχε τα πάντα. Ήταν δηλαδή επάνω στην εφημερίδα και στη δουλειά. Δεν μπορούσε κανείς μας να τον κοροϊδέψει. Ήξερε από εφημερίδα. Και τον παίρνανε τηλέφωνο όλοι οι εκδότες, ακόμα και ο τότε πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης, ο πατέρας του σημερινού, διότι είχε κι αυτός εφημερίδα. Ήταν εκδότης κι αυτός στην Κρήτη. Ο μπαμπάς το ξέρει. Ήταν εκδότης. Κι επίσης τον έπαιρναν τηλέφωνο τότε ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Τοσίτσας, είχε πολύ καλές σχέσεις. Και είχε πολύ καλές σχέσεις, ο εκδότης με όλους τους πολιτικούς. Αγαπούσε υπερβολικά τον Ανδρέα τον Παπανδρέου, ενώ δεν ήταν Πασόκος. Δεν ήθελε τον Καραμανλή, γιατί οι δεξιοί νόμιζαν πως είναι δεξιός. Κι όταν ερχόταν στη Λάρισα δεν περνούσαν να τον προσκυνήσουν, ενώ όλοι οι άλλοι ερχόντουσαν. Λοιπόν, αυτά είναι όμως πολιτικά θέματα, και δεν ξέρω αν σας ενδιαφέρουν. Εγώ αυτά τα πράγματα τα έχω βιώσει και μπορώ να τα λέω κι ευχάριστα, ας πούμε. Σ' ένα ταξίδι μου στη Βαρκελώνη, αν θυμάμαι καλά, στο ξενοδοχείο όπου παίρναμε το πρωινό το πρωί, έρχεται ένας δημοσιογράφος, συνάδελφός μου που δεν τον ήξερα, και μου λέει το πρωί, με χτυπάει από πίσω, μου λέει «Εσύ είσαι ο Τσαντήλας από την "Ελευθερία" της Λάρισας;». «Ναι, λέω». «Να σου πω τι κουμάσια έχετε, λέει». «Δηλαδή[01:00:00], φιλαράκι εσύ τι είσαι;». «Εγώ είμαι, λέει, στο Υπουργείο τάδε διορισμένος με αορίστου χρόνου δημοσιογράφος. Θα σου πω εγώ ποιους έχετε, λέει». «Τι έχουμε;». «Εγώ, λέει, δούλευα στα υπόγεια της Ρηγίλλης». Τα υπόγεια της Ρηγίλλης βγάζαν την καθοδήγηση, σφράγιζαν δηλαδή χαρτιά, όπως έκανε το ΚΚΕ, το ΠΑΣΟΚ. Όλα τα κόμματα έχουν έναν μηχανισμό που στέλνουν χαρτιά στα διάφορα στελέχη, τι θα πουν στις εκδηλώσεις, τι θα κάνουν. «Τέτοια δουλειά σπουδαία κάνετε;». «Ναι, την έκανα εγώ». Ο καθένας, λοιπόν, έχει τον ρόλο του. Αυτό που σιχαίνομαι στη δική μου τη δουλειά είναι αυτό το πράγμα, την εκμετάλλευση. Αυτούς όλους τους έχω ζήσει κι έχω ζήσει τι; Ότι κάποια στιγμή όλοι αυτοί δεν είχανε στόχο να ενημερώσουν τον κόσμο, να τον μάθουν πέντε πράγματα, ρε αδερφέ. Είχαν στόχο να κερδίσουν. Να κερδίσουν! Σαν Υπουργείο Τύπου ξέρετε πόσα χρήματα δίνανε στους δημοσιογράφους για να τους προβάλουν; Πολλά χρήματα. Δεν θα ξεχάσω άλλο ένα ταξίδι στο Κάϊρο. Μας κάλεσε η WIND, η εταιρεία τηλεφωνίας. Λάθος, η TELLAS. Πριν γίνει WIND, ήταν TELLAS. Γι’ αυτό σου λέω, όλα πληρώνονται. Αυτά τα σιχάθηκα, τα έβλεπα μπροστά μου κάθε μέρα, κάθε ώρα. Είχα, λες, πόσο δύσκολη ήταν η δουλειά; Η δουλειά δεν ήταν απλώς δύσκολη. Ήταν και επίπονη. Δηλαδή σε αγανακτούσε ο άλλος. Το μόνο ενδιαφέρον που είχε ήταν σε επίπεδο ενημέρωσης. Ξέρεις, ήσουν ο κεντρικός αποδέκτης. Έπαιρνε ο ένας βουλευτής στις 5 το απόγευμα και μου κατηγορούσε τον άλλον, τον συνάδελφό του του ίδιου κόμματος. Στις 7 με έπαιρνε ο άλλος και με κατηγορούσε τον έναν και μου λέγαν μυστικά. Δεν μπορούσα να τα βγάλω αυτά, αλλά όμως εγώ ενημερωνόμουνα πλήρως για το τι καπνό φουμάρει ο καθένας. Με αυτήν την έννοια το λέω. Είναι ένα δύσκολο κεφάλαιο, κορίτσι μου, η δημοσιογραφία. Δηλαδή, πολύ θα ήθελα αυτά τα πράγματα- με είχαν καλέσει μια φορά σε ένα σχολείο εκεί να τα πω στα παιδάκια και τρελάθηκαν. Δηλαδή, τα άκουγαν αυτά κι έλεγαν «Μα έτσι είναι;». Έτσι είναι και ακόμα χειρότερα. Λέει ο άλλος «Θέλω να γίνω δημοσιογράφος». Πώς, ρε φίλε, θα γίνεις δημοσιογράφος; Πώς; Στον Πλαταμώνα, μια χρονιά, εμένα με ήξερε όλη η Λάρισα σαν εφημερίδα, ήρθε στο σπίτι μου ο Λιάγκας ο Γιώργος, που βγαίνει στο κανάλι και κάνει την εκπομπή με τις κυρίες τις άλλες, και τα κουτσομπολίστικα. Φάγαμε στο σπίτι μου, βγήκαμε στη βόλτα. Ήταν υποψήφιος με το ΠΑΣΟΚ τότε αυτός. Όλος ο Πλαταμώνας, όλη η Λάρισα, χειραψία τον Λιάγκα, τον Λιάγκα, τον Λιάγκα. Ναι, άλλα ο Λιάγκας την έκανε τη δουλειά του. Πήρε 11.000 σταυρούς, εδώ στη Λάρισα, που δεν έζησε. Είναι από το Αργυροπούλι. Και συνέπεσε να έχουμε ακολουθήσει την ίδια πορεία, το ‘82 κι αυτός μπήκε. Διότι τα κανάλια άνοιξαν το ‘89, τα ιδιωτικά, οι τηλεοράσεις. Κι από τότε, δηλαδή, οι τηλεοράσεις αυτές έχουν τους δημοσιογράφους τους, τα προγράμματά τους κλπ. Πριν δεν υπήρχε. Είχε η ΕΡΤ, η Υ.ΕΝ.Ε.Δ., ξέρεις τώρα όλα αυτά τα κρατικά. Να μη σου τρώω άλλο τον χρόνο σου, λοιπόν. Δεν ξέρω αν σε κάλυψα.
Φυσικά είμαι καλυμμένη. Απλώς ήθελα, τελευταία ερώτηση;
Ό,τι θες.
Θα λέγατε, δηλαδή, ότι η σχέση με τη δημοσιογραφία έχει αλλάξει από τότε που ξεκινήσατε;
Η δική μου η σχέση;
Ναι.
Αν ήμουνα τώρα ενεργός- ενεργός είμαι, γράφω στο Facebook, σχολιάζω. Δεν αφήνω τίποτα να πέσει κάτω. Έχω το θάρρος και τις γνώσεις, αλλά κυρίως την ενημέρωση να κοντραριστώ με όποιον θέλει, διότι ξέρω τα άπλυτά τους, γι' αυτό. Αλλά δεν το παίζω, ξέρεις, θα σε αποκαλύψω και θα σε κάνω. Όμως, εμένα δεν θα μου κολλήσεις, γιατί τότε με έλεγες αυτά, τώρα μου λες άλλα. Δεν είναι καλή η σχέση μου τώρα, όχι, καθόλου καλή. Βλέπω στην τηλεόραση και πραγματικά πιο πολύ βλέπω τον «Σασμό» και τ' άλλα τα σίριαλ στην τηλεόραση, παρά τις ειδήσεις. Ακόμα-ακόμα, για να καταλάβεις, εκεί που ήμασταν φανατικοί με το ποδόσφαιρο, το σιχάθηκα, και δεν βλέπω μπάλα πλέον, γιατί είναι όλα πληρωμένα. Δεν υπάρχει. Πας να παίξεις κανένα στοίχημα και λες στην τύχη ποντάρω. Ξέρω γω, ότι θα φάει 5 γκολ ο Ολυμπιακός; Τι είναι ο Ολυμπιακός; Όλη μέρα μπάλα κλωτσάνε αυτοί. Είναι δυνατόν να φάνε 5 γκολ, λέω, παράδειγμα. Δεν είμαι Ολυμπιακός.
Ναι, κατάλαβα.
Απλά το λέω έτσι σχηματικά, ας πούμε. Άμα σε βάλουν εσένα στο γήπεδο μέσα, από το πρωί μέχρι το βράδυ να κλωτσάς ένα τόπι, θα φας 5 γκολ ποτέ; Όχι. Άρα κάτι συμβαίνει εδώ. Αυτά.
Πολύ ωραία. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Παρακαλώ, τίποτα.