© Copyright Istorima
Istorima Archive
Story Title
Θέατρο, λαογραφία και έθιμα της Πάρου - Η Υπαπαντή Ρούσσου αφηγείται
Istorima Code
24058
Story URL
Speaker
Υπαπαντή Ρούσσου (Υ.Ρ.)
Interview Date
03/04/2023
Researcher
Κωνσταντίνα Ζουμή (Κ.Ζ.)
[00:00:00]
Καλησπέρα σας, θα μπορούσατε να μου πείτε το όνομά σας;
Λέγομαι Υπαπαντή Ρούσσου και είμαι από τη Νάουσα της Πάρου. Γεννήθηκα στις 27 Δεκεμβρίου του 1963 στην Αθήνα, βέβαια τότε, αλλά όλα τα υπόλοιπα χρόνια μου έζησα στην Πάρο. Εκτός από τις σπουδές και από τα ταξίδια που έχω κάνει. Η ιστορία του ονόματός μου εγώ θα ήθελα πρώτα να ασχοληθούμε με αυτό, γιατί είναι κάτι που έχει σημαδέψει τη ζωή μου. Η «Υπαπαντή» είναι ένα όνομα που στη Νάουσα το έχουμε γιατί η εκκλησία μας είσαι στην κεντρική πλατεία είναι η Παντάνασσα, η Υπαπαντή του Κυρίου, γιορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου και έχει συνδεθεί λίγο με την προσωπική μου ιστορία. Η μαμά μου όταν ήταν έγκυος σε μένα το τρίτο παιδί, είχαν προηγηθεί ήδη δύο αγόρια, με είχε τάξει, γιατί είχε πολύ κακές γέννες στα δύο αγόρια και σκέφτηκε να με τάξει και να με βγάλει αν ήμουνα κορίτσι Υπαπαντή, αν ήμουν αγόρι Λευτέρη και για να έχει μια καλή γέννα. Όντως από ό,τι λέει, στις 27 Δεκεμβρίου του 1963 στην Αθήνα είχε μια πάρα πολύ εύκολη γέννα, αλλά ήτανε μια χρονιά με πάρα πολύ χιόνι. Οι γονείς της μητέρας μου μένανε στο Χαλάνδρι και τις πρώτες μέρες μου βάζανε μέσα στην κούνια για να ανοίξουν τα παράθυρα και να αεριστεί κάπως ο χώρος, μου βάζανε μπουκάλια με ζεστό νερό σαν θερμοφόρες για να με κρατάνε ζεστή για να μην κρυώσω. Στις 2 Φεβρουαρίου σπάει ένα μπουκάλι και καίγεται το χέρι μου. Το δεξί. Άρχισε η περιπέτεια. Με πήγανε βέβαια σε κλινική, ήταν πολύ επώδυνο απ’ ό,τι λέει η μαμά μου, 2-3 φορές κόντευα να πεθάνω αλλά τελικά φαίνεται ότι ήταν μοιραίο να ζήσω. Και έτσι επέζησα. Βέβαια, η μητέρα μου το έχει συνδυάσει λίγο διαφορετικά αυτό το θέμα, το έχει συνδυάσει με την αθέτηση του τάματος της, γιατί ενώ γεννήθηκα καλά και είχε σκοπό να με βγάλει Υπαπαντή, θέλοντας μετά με παρέμβαση του πατέρα της να κάνει το χατίρι του πατέρα της, άλλαξε το όνομα να με βγάλει όπως ήταν η γιαγιά μου, Λουκία. Και όταν κάηκα την ημέρα της γιορτής μου, τα πράγματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Είναι και μια γυναίκα ακόμα και τώρα που ζει, με πολύ έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, οπότε το θεώρησε αυτό λίγο σαν τιμωρία να το πω; Αλλά σαν αθέτηση πάντως του τάματος. Και έτσι το όνομά μου έχει σημαδέψει από την αρχική μου στιγμή. Δηλαδή κάηκα 35 ημερών μωρό. Το ότι επέζησα νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό. Βέβαια αυτό το έγκαυμα με ταλαιπώρησε για αρκετό χρονικό διάστημα, γιατί ως μωρό κάπως συνήλθα, μου βάλανε και εκεί της εποχής κάτι αλοιφές και τα λοιπά, αλλά αναγκάστηκα στην πορεία της ζωής μου να κάνω 5 χειρουργικές επεμβάσεις στο χέρι για να φτιάξει και η εικόνα του και η λειτουργικότητά του. Αλλά είναι γεγονός, ότι αυτό με έχει καθορίσει θεωρώ. Δηλαδή το όνομά μου, το οποίο είναι, δεν θέλω με τίποτα να είναι υποκοριστικό. Μου αρέσει γιατί σημαίνει και «συνάντηση». Νιώθω ότι με αυτό το όνομα συναντώ πολλούς ανθρώπους. Δεν το βλέπω δηλαδή τόσο από τη θρησκευτική πλευρά και είναι και ένα όνομα που το θυμούνται. Ειδικά στα φοιτητικά μου χρόνια, όλοι με ξέρανε με το μικρό, και οι καθηγητές και οι συμφοιτητές, με το μικρό μου όνομα γιατί ήταν χαρακτηριστικό. Τώρα τα μαθητικά χρόνια στην Πάρο ήταν δύσκολα, γιατί η Πάρος δεν ήταν η τουριστική Πάρος που ζούμε τώρα το 2023. Ήταν ένα νησί που οι άνθρωποι έφευγαν πάρα πολύ για την Αθήνα, γιατί δεν υπήρχαν εδώ δουλειές. Εμένα ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος. «Ξεκίνησε με ένα φτυάρι», όπως λέει η μαμά μου και με τη βοήθεια της μαμάς μου για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να φτιάξουμε, με τα χέρια τους το σπίτι μας το πατρικό και να κάνουνε μία επιχείρηση που σιγά-σιγά βέβαια ο πατέρας μου με την εργατικότητά του, αλλά και με τη βοήθεια της μητέρας μου την ανέπτυξε, έγινε εργολάβος οικοδομών προς το τέλος ας πούμε της καριέρας του. Ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος, πολύ ήσυχος άνθρωπος ο πατέρας μου, τον έχω χάσει βέβαια 10 χρόνια τώρα, αλλά είναι πάντα στη μνήμη μου, στην αγάπη μου, γιατί είναι ένας άνθρωπος που δεν θυμάμαι να μου είπε ποτέ: «Πήγαινε παραπέρα», δεν θυμάμαι ποτέ να με χτύπησε. Και ειδικά σε πιο μεγάλη ηλικία ήταν και πολύτιμος βοηθός μου, ειδικά με τις δραστηριότητες που έχουμε τα τελευταία χρόνια. Η μητέρα μου ζει. Είναι τώρα 85 ετών. Μια γυναίκα μικρασιατικής καταγωγής, πάρα πολύ έξυπνη. Θα έλεγα στο σπίτι μας υπήρχε μητριαρχικό καθεστώς. Η μαμά ήταν ο δυνατός τύπος, ο μπαμπάς, πιο αδύναμος, πιο ήσυχος, φιλήσυχος άνθρωπος. Η μαμά ήτανε ο δερβέναγας που λέω εγώ. Όμως ήταν ένας άνθρωπος και είναι ένας άνθρωπος της προόδου. Ήθελε πάρα πολύ τα παιδιά της να σπουδάσουν. Η ίδια θεώρησε λίγο άτυχο το ότι ήταν στην Πάρο γιατί όλη της οικογένεια είχε μεταναστεύσει, είχε φύγει από την Πάρο και είχε πάει στην Αθήνα. Αυτή έμεινε εδώ, ενώ ήθελε να είναι στην Αθήνα αλλά μπαμπάς μου δεν έκανε. Όταν γεννήθηκα εγώ κάναμε μια προσπάθεια του ‘63 να μπούνε στη διαδικασία να μείνουν στην Αθήνα, αλλά δεν τα καταφέρανε, οπότε γύρισαν πίσω γιατί ο μπαμπάς μου στεναχωριόταν πολύ στην Αθήνα και έτσι η μαμά μου ακόμα τώρα έχει τον καημό του ότι δεν είμαστε στην Αθήνα. Παρόλα αυτά νομίζω ότι ένας άνθρωπος τόσο δυναμικός, τόσο οργανωτικός, κατάφερε καταρχάς να έχει μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά –δύο αγόρια, δύο κορίτσια–, να έχει για 22 χρόνια τον πεθερό της μέσα στο σπίτι και να τον περιποιείται, όλο το σόι του μπαμπά μου –που έχει και τραγικές ιστορίες η οικογένεια του μπαμπά μου–, να τη φροντίζει και να την περιθάλπει όλα τα χρόνια. Και γενικά η μαμά μου και ακόμα τώρα είναι ένας δοτικός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που θέλει να μοιράζεται πράγματα, θέλει να δίνει πράγματα και νομίζω ότι από αυτήν εγώ τουλάχιστον έχω επηρεαστεί σε αυτό τον τομέα. Γιατί η εθελοντική της δράση για τα δεδομένα τα σημερινά, ήτανε σημαντική για ένα χωριό σαν τη Νάουσα προ τουριστικής περιόδου. Ας πούμε θυμάμαι τη μαμά μου. Επειδή τα κατάφερνε με τις ενέσεις, όταν έλειπε η μαμή να την παρακαλάει το χωριό και να κάνει ενέσεις σε ανθρώπους που το είχαν ανάγκη. Έφευγε το απόγευμα και γύριζε το βράδυ, πηγαίνοντας σε όλους τους ανθρώπους τους πάσχοντες –γιατί δεν υπήρχαν ούτε νοσοκομεία τότε, ούτε τίποτα τέτοιες ιστορίες– και βοηθούσε τους ανθρώπους και ειδικά είχε μεγάλη συμπάθεια στους γέροντες. Το σπίτι, το δικό μου, το θυμάμαι να είναι πάντα με γέροντες μέσα. Είχε μεγάλη λατρεία, δηλαδή δεν ήθελε να τους κακό-μιλάνε. Ήθελε να τους φροντίζει και νομίζω ότι αυτό είναι… Δηλαδή μερικά μηνύματα από τη μαμά μου μας έχουνε περάσει και εμάς. Ειδικά για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Εμείς στην Πάρο, ξέρετε, δεν είχαμε νηπιαγωγείο εκείνα τα χρόνια, είχαμε μόνο δημοτικό σχολείο, το οποίο δημοτικό σχολείο όταν πήγα εγώ είχε την πρώτη τάξη μόνη της και τη δευτέρα, η τρίτη και η τέταρτη ήταν μαζί, κάναμε συνδιδασκαλία, όπως και η πέμπτη και η έκτη.
Μπορείτε να μου πείτε χρονολογία;
Γεννήθηκα το ‘63 άρα μετά από 6 χρόνια. Πήγα και λίγο μικρή απ’ ό,τι λέει η μαμά μου, 5 και κάτι, δηλαδή ’63 και 6, στο ‘69 περίπου. Ναι, γιατί η αδερφή μου γεννήθηκε το ‘70 και εγώ ήμουνα πρώτη [00:10:00]δημοτικού, γιατί με την αδερφή μου έχουμε 7 χρόνια διαφορά. Στο δημοτικό της Νάουσας τα πράγματα ήταν δύσκολα. Δηλαδή έχω λίγο τραυματικές εμπειρίες από το σχολείο, ειδικά στην πρώτη δημοτικού. Ήμουν ένας άνθρωπος που του άρεσαν και του αρέσουν γράμματα. Διάβαζα πάντα. Και η μαμά μου το ‘βλέπε αυτό. Η δασκάλα όμως ήταν μια πολύ αυστηρή δασκάλα από την Κρήτη που είχε έρθει με τον άντρα της που έκανε στις μεγάλες τάξεις, εμάς έκανε στην πρώτη δημοτικού. Και έχω ας πούμε μια μνήμη παιδάκι πρώτης δημοτικού, να πηγαίνει η μάνα μου έγκυος την αδερφή μου στη δασκάλα να της πει: «Μα γιατί το παιδί; Το βλέπω διαβάζει, γιατί του γράφετε; Του μιλάτε άσχημα;» και τα λοιπά. Έτσι η εικόνα της μαμάς μου να κλαίει και να κατεβαίνει από το δημοτικό σχολείο που ήταν και κατηφοριά για να πάμε σπίτι μας, μου ‘χει μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Την έκανε τη γυναίκα τόσο χάλια ψυχολογικά που δεν μπορώ να το ξεπεράσω αυτό. Εννοείται ότι δεν μου έβαλε 10 μου έβαλε 8, και το φέρω βαρέως. Όπως μόλις πήγα στην τρίτη δημοτικού και ο άντρας της το ίδιο. Έχω λοιπόν το δημοτικό να μην έχω πάρει κανένα δεκάρι, γιατί και οι άλλοι δάσκαλοι δεν είχανε αυτή την άποψη φαίνεται για εμένα, δεν ξέρω, δεν μου βάλανε 10. Ήταν λίγο στενόχωρο αυτό, γιατί έβλεπα ότι κάνανε διακρίσεις. Μπορεί να μην είχα μία σαφή εικόνα γιατί ήμουνα παιδί, αλλά έβλεπα ότι κάποιους συμμαθητές μου τους αντιμετώπιζαν με διαφορετικό τρόπο. Εμένα μπαμπάς μου δεν είχε και να τους δώσει και τίποτα. Οικοδόμος ήτανε, τούβλα θα τους έδινε; Εκείνη την εποχή, οι δάσκαλοι είχαν και μια τέτοια επιθυμία για δώρα. Τέλος πάντων, έτσι πιστεύω, κρίνοντας εκ των υστέρων. Τέλος πάντων, το δημοτικό τελείωσε χωρίς 10 και έρχεται η ώρα να δώσουμε εξετάσεις. Εμείς είμαστε στη γενιά που δώσαμε πάρα πολλές εξετάσεις. Δηλαδή δίναμε και εξετάσεις μέσα στο δημοτικό σχολείο, αλλά και από το δημοτικό στο γυμνάσιο. Και εκεί λοιπόν γίνεται το αμίμητο, με πιάνει αρρώστια παιδική. Ερυθρά αν θυμάμαι καλά. Οπότε χάνω κάνα δυο μαθήματα του δημοτικού, ο δάσκαλος όμως λέει: «Όχι εντάξει, θα σου δώσω το απολυτήριο για να παραδώσεις». Και θυμάμαι ένα κοριτσάκι εγώ, μελαχρινό με κοτσίδια –γιατί το μαλλί μου ήταν μακρύ μέχρι τη μέση η μάνα μου κάθε μέρα μου κάνει τις κοτσίδες λίγο μαρτυρικά– και πάω, έρχομαι στο γυμνάσιο της Παροικίας με τον μπαμπά μου βέβαια σύνοδο πάντα να δώσω εξετάσεις. Μπήκαμε λοιπόν στην τάξη. Ήταν η πρώτη εμπειρία με άλλα παιδιά, πέρα από τους συμμαθητές μου. Ήτανε μερικά πειραχτήρια, τα οποία βέβαια μετά γίναμε και φίλοι, γιατί γνωριστήκαμε και με κοροϊδεύαν λίγο για τα κοτσίδια. Εντάξει, ήμαστε και εμείς, ήμαστε από τη Νάουσα, αυτοί ήταν λίγο πρωτευουσιάνοι εδώ… έπεσε έτσι λίγο μία δυσκολία. Τέλος πάντων, παρόλο που εμείς δεν είχαμε ούτε προετοιμασία, τέτοια πράγματα, ο καθένας διάβαζε μονάχος του και πήγα πάρα πολύ καλά στις εξετάσεις και από τα παιδιά της Νάουσας ήμουνα η πρώτη στη βαθμολογία. Και από ‘κει και πέρα είναι γεγονός ότι και τα γυμνασιακά μου και τα λυκειακά μου χρόνια, πήγανε με πολύ καλούς βαθμούς και με αγάπη για όλα τα μαθήματα. Ενώ σπούδασα φιλόλογος, εγώ αγαπούσα και τα Μαθηματικά και τη Φυσική και τη Χημεία και είχα καθηγητές πολύ αξιόλογους. Δεν μπορώ να μην θυμηθώ τον Χρήστο του Γεωργούση, για εμένα είναι ορόσημο στην ζωή μου. Ένας άνθρωπος που μας έμαθε από μικρά παιδιά να είμαστε ευαίσθητοι με το περιβάλλον, να είμαστε κοντά στην ποίηση και στη λογοτεχνία. Τον Αριστείδη τον Βαρριά που επίσης ήτανε ένα καινούργιο πνεύμα όταν ήρθε στην Πάρο, τους μαθηματικούς μας το Λάκη το Σαραντινό και την γυμνάστριά μας που την αγαπώ ακόμα πάρα πολύ, την κυρία Τσουρή… Γενικά εμένα το σχολείο μου άρεσε πάντα και από το δημοτικό και στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Ήταν πολύ πιο αυστηρά τα πράγματα βέβαια, γιατί δίναμε εξετάσεις πάλι και κάθε εξαμήνο –τετράμηνο τώρα– και από τάξη σε τάξη και βέβαια δίναμε και εξετάσεις από το γυμνάσιο για να περάσουμε στο λύκειο. Και στο λύκειο είχαμε και στη δευτέρα λυκείου εξετάσεις και στην τρίτη λυκείου εξετάσεις. Στην δευτέρα και στην τρίτη λυκείου δε, δεν είχαμε εξεταστικό κέντρο στην Πάρο, οπότε το ‘80 που έδωσα πανελλαδικές Β’ λυκείου και το ‘81 που έδωσα πανελλαδικές Γ’ λυκείου, έπρεπε στη Β’ λυκείου να πω στη Σύρο με τον μπαμπά μου και στην τρίτη λυκείου στη Νάξο. Δεν υπήρχε εξεταστικό εδώ. Όταν αποφοιτήσαμε δε –εγώ το λέω πάντα και στα παιδιά και στην τάξη– ήτανε πάρα πολύ λίγα τα παιδιά. Όλη η Πάρος και η Αντίπαρος το 1981 που αποφοίτησα εγώ από το λύκειο της Πάρου που ήταν ένα το λύκειο, ήμαστε 29 άτομα. Όλη η Πάρος και Αντίπαρος. Βέβαια είμαστε μια νομίζω πολύ καλή τάξη, γιατί από τα 29 παιδιά, τα 15 είχαν περάσει σε σχολές. Και μάλιστα αυτό πρέπει να το τονίσουμε. Διαβάζαμε μόνοι μας. Εμείς δεν είχαμε βοήθειες, ούτε φροντιστήρια. Ειδικά στα φιλολογικά μαθήματα. Είχαμε πολύ καλούς καθηγητές. Εγώ Αρχαία ας πούμε για παράδειγμα, έμαθα από έναν Ναξιώτη καθηγητή μου, τον Γιώργο τον Ποσάτζη και τώρα να τον αναπαύσει, βέβαια ο Θεός, έχει αποδημήσει ο άνθρωπος, αλλά Αρχαία έτσι έμαθα από το σχολείο έμαθα, δεν υπήρχαν φροντιστήρια. Στα Μαθηματικά υπήρχαν λίγα εκείνη την εποχή, δηλαδή υπήρχαν κάποιοι λίγοι που μπόρεσαν να βοηθήσουν τα παιδιά που θα πήγαιναν στις θετικές επιστήμες, στα φιλολογικά όμως δεν υπήρχε τίποτα. Στη δε τρίτη λυκείου, είχα τόσο πολύ διάβασμα που σχεδόν έκανα το μάθημα στον κύριο Λιανόπουλο. Ήταν ο καθηγητής μας, ο κύριος Λιανόπουλος 16 ώρες και πολλές φορές έβγαζε εμένα να λέω το παρακάτω μάθημα και να παραδίδω το μάθημα το παρακάτω. Οπότε και οι σπουδές ας πούμε για εκείνη την εποχή ήταν πάρα πολύ δύσκολες. Στην ουσία από την Πάρο ήμουνα –Πάρο εννοώ να τελειώσω το σχολείο εδώ, όχι να πάω στην Αθήνα, να πάω φροντιστήριο στην Αθήνα, να πάω σε σχολείο στην Αθήνα και να περάσω– από την Πάρο-Πάρο, είμαι η πρώτη φιλόλογος που μπήκε. Και μάλιστα και εκεί, είχα διαβάσει πάρα πολύ ήμουνα μάλιστα στις εξετάσεις πρώτη στην πανελλήνιες και στην τρίτη λυκείου, σημαιοφόρος εκείνη τη χρονιά και τα λοιπά και έγινε το εξής. Όλοι οι καθηγητές, μου λέγανε: «Υπαπαντή, αφού θέλεις Φιλοσοφική...». Η Φιλοσοφική τότε ήτανε να φανταστείτε πιο μπροστά, πιο μπροστά από τη Νομική, η Νομική ήταν μετά από τη Φιλοσοφική σε μονάδες, ενώ τώρα είναι ανάποδα. «Έλα μωρέ -μου λέει-, θα περάσεις στην Αθήνα τώρα εσύ. Τι θα βάλεις κι άλλες σχολές», λέω: «Βρε ας βάλω εγώ και τις άλλες σχολές. Δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται». Και πράγματι, ευτυχώς έβαλα και τη Θεσσαλονίκη και τα Γιάννενα. Και έρχονται εκείνη τη χρονιά οι εξετάσεις να έχουν τέτοια άνοδο στις βάσεις που να μείνω για 40 μόρια έξω από την Αθήνα, για 4 έξω από τη Θεσσαλονίκη και να μπω μέσα στους πρώτους στα Γιάννενα και να πάρω υποτροφία στα Γιάννενα. Βέβαια, επειδή με θεωρούσαν πάρα πολύ καλή μαθήτρια οι κακίες και οι κακές γλώσσες εκείνη την εποχή: «Έλα μωρέ, σιγά την καλή μαθήτρια τώρα πέρασε στα Γιάννενα». Όμως το ότι καμιά φορά ίσως στη ζωή έρχονται τα πράγματα έτσι όπως πρέπει να ‘ρθουνε, δεν ξέρω, νομίζω ότι μου έκανε πάρα πολύ καλό το ότι πέρασα στα Γιάννενα. Καταρχάς εγώ, επειδή είμαστε [00:20:00]τέσσερα παιδιά έπαιρνα άνετα μεταγραφή για να έρθω στην Αθήνα. Θα μπορούσα δηλαδή από την πρώτη χρονιά να είμαι στην Αθήνα, να είμαι πιο κοντά στο σπίτι μου και τα λοιπά. Όμως επειδή είχα πολύ καλή σχέση με τους καθηγητές μου, όπως είπα και προηγουμένως και ο Αριστείδης ο Βαρριάς και ο Γεωργούσης, μου λέγανε: «Όχι, Υπαπαντή μείνε στα Γιάννενα. Είναι καινούργιο πανεπιστήμιο, είναι καλό πανεπιστήμιο και νομίζω ότι θα κάνεις καλές σπουδές». Και πράγματι δεν το μετάνιωσα που τους άκουσα. Γιατί θεωρώ πολύ τυχερό τον εαυτό μου που τελείωσα αυτό το πανεπιστήμιο. Μου έδωσε πολλά ερεθίσματα. Σαν τόπος, να πω την αμαρτία μου, δεν μπορώ να πω ότι τρελάθηκα γιατί εγώ είμαι της θάλασσας παιδί.
Θέλω λίγο να σας διακόψω, με συγχωρείτε. Θέλω να σας ρωτήσω κάτι. Τόση ώρα μου λέτε ότι πήγατε εξετάσεις και είχατε τη συνοδεία του μπαμπάς σας, είτε ήτανε στην Νάξο, είτε ήταν να πάτε–
Στη Νάξο πήγα με τη μαμά μου.
Όταν ήταν λοιπόν οι εξετάσεις, οι πανελλαδικές που έπρεπε μετά να πάτε στα Γιάννενα. Έγινε κουβέντα; Έγινε συζήτηση;
Λοιπόν θα σου πω, εκεί είναι ολόκληρη ιστορία, παιδί μου έχουμε και ιστορικά γεγονότα και πέρα να πούμε.
Ωραία! Πείτε τα!
Λοιπόν πέρασα λοιπόν στα Γιάννενα, εγώ με τη συμβουλή των καθηγητών είπα: «Θα πάω εκεί!». Πρόσεξε όμως τώρα τι γινόταν εκεί πέρα. Το ’81, ήτανε 18 Οκτωβρίου, εκλογές εθνικές που τότε αν θυμάστε κέρδισε το ΠΑΣΟΚ. Λοιπόν, έπρεπε να περιμένουμε τους γονείς, να γίνουνε οι εκλογές και μετά να ανεβούμε στα Γιάννενα. Πώς όμως ανεβήκαμε; Ο μπαμπάς μου είχε ένα μικρό φορτηγάκι λόγω της οικοδομής. Η μάνα μου λοιπόν, τις προηγούμενες μέρες είχε φροντίσει όλη την προίκα μου. Δηλαδή το κρεβάτι μου, την καρέκλα μου, τα ρούχα μου, τα σερβίτσια μου, τα πάντα, τα βάλαμε, τα φορτώσαμε στο φορτηγάκι, πήγαμε στην Αθήνα. Εκεί με τον άντρα της θείας μου, της αδελφής της μητέρας μου, ο πατέρας μου με το φορτηγάκι πήγανε οδικώς μέχρι τα Γιάννενα και εγώ με τη μαμά μου πήραμε το λεωφορείο για να πάμε στα Γιάννενα. Εννοείται πρώτη φορά έφευγα τόσο μακριά και η μαμά μου επίσης, η οποία περνούσαμε από τα χωριά, να μου λέει: «Εδώ μια εκκλησία έχουνε μόνο όλα αυτά τα χωριά δεν έχουνε πολλές εκκλησίες». Τέλος πάντων, πάμε στα Γιάννενα. Σταθήκαμε σχετικά τυχεροί, βρήκαμε γρήγορα ένα σπιτάκι κοντά στο πανεπιστήμιο –το παλιό πανεπιστήμιο, γιατί τώρα το πανεπιστήμιο είναι εκτός πόλης– και έλεγα: «Εντάξει, θα ξεφορτώσουμε τα πράγματα. Ο μπαμπάς μου θα έφευγε ο άνθρωπος για να γυρίσουν πίσω γιατί είχαν τις δουλειές τους οι άνθρωποι και εγώ με τη μαμά μου θα μείνουμε για να τακτοποιηθώ». Μπαίνουμε λοιπόν το πρώτο βράδυ σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης. Ξυπνάει το βραδύ λέει: «Πάμε να φύγουμε», λέω: «Πού θα πάμε;». «Δεν σε αφήνω -μου λέει- εγώ εδώ πέρα εδώ. Είναι πάρα πολύ μακριά. Δεν γίνεται -μου λέει- να μείνεις εσύ εδώ, Πάμε. Να τα μαζέψουμε, να φύγουμε». «Ρε μαμά νοικιάσαμε το σπίτι. Ξεφορτώσαμε τα πράγματα». Τέλος πάντων με τα πολλά την ηρεμώ. Και φεύγουνε ο πατέρας με το θείο την άλλη μέρα. Εμείς κάτσαμε 3-4 μέρες, πήραμε τα ηλεκτρικά, τι θα χρειαστεί εκεί, φτιάξαμε το σπίτι ωραία. Και κατεβαίνουμε στην Αθήνα, για να μείνω εγώ για λίγες μέρες στη θεία μου και μετά να ξανά ανέβω γιατί θα άρχιζαν τα μαθήματα αργότερα και εκείνη θα κατέβει στην Πάρο, τότε υπήρχε ακτοπλοϊκή συγκοινωνία από τη Ραφήνα για την Πάρο απευθείας, την πήγαμε λοιπόν μέχρι το λιμάνι να φύγει. Αυτή η εικόνα της μάνας μου δεν πρόκειται επίσης να μου φύγει από το μυαλό, γιατί με τη μάνα μου έχω συνδεθεί σε μερικές στιγμές της ζωής της. Να κλαίει απαρηγόρητα. Η μαμά μου γενικά και τώρα ακόμα ρε παιδί μου, είναι ένας ψύχραιμος άνθρωπος, δηλαδή δυναμικός άνθρωπος, δεν ήτανε… δεν μου έδινε την εντύπωση ότι θα λυγίσει τόσο πολύ. Βέβαια, η αλήθεια να λέγεται ότι ένα παιδί εκείνης της εποχής δεν ταξίδευε τόσο μακριά. Δεν ήταν εύκολες, ούτε οι συγκοινωνίες, ούτε τα καράβια, ήταν δύσκολα και τα δρομολόγια. Και η μαμά μου το πήρε βαρέως. Τέλος πάντων με τα πολλά εντάξει. Τα καταφέραμε, την ηρεμήσαμε, έφυγε και βέβαια η μαμά μου ερχότανε κάθε Ιούνιο. Καθόταν ένα μήνα, άφηνε όλη την οικογένεια πίσω, για να κάνει το εξής: επειδή εγώ δεν ήθελα να μένω στα Γιάννενα, μάλλον δεν ήθελα να δίνω μαθήματα το Σεπτέμβρη, ήθελα να δίνω μόνο τον Ιούνιο –γιατί ήταν άλλο το σύστημα τότε, δίναμε τον Ιούνιο και το Σεπτέμβριο αν χάναμε κάποιο του Ιουνίου– εγώ λοιπόν ήθελα να μείνω περισσότερους μήνες στην Πάρο. Οπότε έστρωνα εκεί πέρα, στρωνόμουνα γερά και έδινα σχεδόν μέρα παρά μέρα μάθημα. Οπότε ήθελα κάποιον να έρθει να με συντηρήσει, να με ταΐσει, να με πλύνει, να με περιποιηθεί. Και έτσι είχα τη μάνα μου σχεδόν ένα μήνα, να με γιατροπορεύει που λέω και εγώ, να με φροντίζει και εγώ να δίνω τα μαθήματα, να τα περνάω γιατί έπαιρνα και υποτροφίες και στις άλλες χρονιές. Και τα μοναδικά μαθήματα που έχασα ήτανε στο πρώτο έτος ,1/3 των Λατινικών και στο τρίτο έτος, ένα μάθημα Φιλοσοφίας που ήτανε με τη Φυσική –καλή του ώρα ο κύριος Μπητσάκης– συνδεδεμένο και ήταν πάρα πολύ δύσκολο για μένα. Μόνο αυτά. Το πτυχίο ας πούμε το πήρα… Έδωσα τον Ιούνιο, τον Ιούλιο είχα πτυχίο, δεν υπήρχε περίπτωση. Εμένα δεν μου άρεσαν τα Γιάννενα, ένιωθα ότι εκεί είμαι σαν ένα ψάρι έξω από τα νερά μου. Το σπίτι μου, το πατρικό εκείνη την εποχή γιατί τώρα η ανοικοδόμηση το έχει οδηγήσει σε άλλες καταστάσεις, είχε θέα όλο τον κόλπο της Νάουσας. Εγώ καθόμουνα και διάβαζα και το μάτι μου απλωνότανε σε όλο τον κόλπο της Νάουσας: από τον Αη-Γιάννη μέχρι τις κολυμπήθρες. Μέσα στο γαλάζιο λοιπόν και στο φως του Αιγαίου Πελάγους, εγώ πήγα στην καταχνιά, στη βροχή, στο κρύο. Και δεν μπορώ να πω, άλλα παιδιά που πήγανε μετά από εμένα, τους άρεσε και τους αρέσει, «και τι ωραία πόλη» και όλα τα σχετικά. Εγώ δεν μπορώ να πω ότι ξετρελάθηκα με αυτή την πόλη, γιατί έτσι νομίζω, ήμουνα ένα ψαράκι έξω από τα νερά του. Παρότι ήμουνα και εκεί ένα παιδί που δεν καθόμουνα ήσυχο. Και αθλητισμό έκανα, έπαιρνα μέρος τους στους πανεπιστημιακούς αγώνες. Μάλιστα μια χρονιά επειδή ήμουν αθλήτρια των 100 και εδώ, στο σχολείο, πήγαμε σε πανεπιστημιακούς αγώνες, ήρθαν και άλλα πανεπιστήμια στα Γιάννενα και είχα βγει δεύτερη μετά την κοπέλα της Γυμναστικής Ακαδημίας που εντάξει, δεν μπορούσα να χτυπήσω έτσι κι αλλιώς, ήτανε στη δουλειά της πάνω. Είχα πάει να μάθω κιθάρα, Γαλλικά… όπου γάμος και χαρά μέσα. Στους χορούς, όχι, επειδή πάλι αντιδρούσα, γιατί δεν μου πολυάρεσαν οι χοροί επειδή ήτανε αργοί. Όμως εκεί στο πανεπιστήμιο αυτό, το λέω και πραγματικά το θεωρώ πολύ σημαντικό, μπολιάστηκα με δύο πράγματα που με συνοδεύουν μέχρι τώρα: 2 μαθήματα, το μάθημα της λαογραφίας και το μάθημα του θεάτρου, είναι 2 μαθήματα που τα αγάπησα πάρα πολύ, πέρα από τη νεοελληνική λογοτεχνία, γιατί εγώ ακολούθησα νεοελληνικές σπουδές. Δεν ήμουνα ούτε του ιστορικού αρχαιολογικού, ούτε της φιλοσοφίας του παιδαγωγικού. Είχαμε τότε άλλα τμήματα και πήγα στο καθαρά νεοελληνικό τμήμα, το οποίο, πέρα από την ανάλυση των κειμένων, των νεοελληνικών είχαμε και την τύχη να έχουμε πολύ καλούς καθηγητές στον τομέα της λαογραφίας και του θεάτρου. Και έτσι πέρα από την αγάπη μου για τα νεοελληνικά και για την ποίηση –που ακόμα και τώρα, είναι το λατρεμένο μου μάθημα και προσπαθώ και στα παιδιά να το περάσω γιατί δεν αγαπάν καθόλου την ποίηση– μπόρεσα να πάρω τις πρώτες αρχές για τη λαογραφία και για το θέατρο. Οπότε γυρίζοντας μετά από 4 χρόνια εδώ στην Πάρο, έτυχε να είμαι και… γιατί καμιά φορά τα πράγματα είναι και τυχερά, έτσι; Βρέθηκα σε μια ομάδα [00:30:00]ανθρώπων που τους άρεσε ο πολιτισμός και κυρίως για μένα, το πιο σημαντικό είναι ότι γνώρισα τον άντρα μου. Ο Λευτέρης ήρθε πρωτοδιόριστος το 1985 στην Πάρο, με λίγο στεναχώρια γιατί για 2 μήνες έχασε το διορισμό του στην αρχαιολογική υπηρεσία, όπου ήταν προσωρινός υπάλληλος τα προηγούμενα χρόνια, αλλά αποδέχτηκε τον διορισμό ως καθηγητή και ήρθε στην Πάρο. Και γνωριστήκαμε το ‘85 ήρθε εκείνος, το ’85 ήρθα και εγώ, γνωριστήκαμε και πορευτήκαμε από τότε μέχρι τώρα έχοντας κοινά ενδιαφέροντα. Νομίζω ότι αυτό έχει καθορίσει τη ζωή μου και τη ζωή του πιστεύω, αλλά τη ζωή μου έμενα σίγουρα την έχει καθορίσει. Μου άνοιξε δρόμους, γιατί είναι ένα πολύ έξυπνο άτομο, ένας άνθρωπος που έχει ζήσει στην Αθήνα, είχε άλλες παραστάσεις, είχες άλλες εμπειρίες και μπόρεσε να μου ανοίξει δρόμους. Καταρχάς, επειδή του αρέσουν πάρα πολύ τα ταξίδια, ταξιδεύαμε και ως νέοι πάρα πολύ, και μετά με το χορευτικό, οπότε μόνο οι εμπειρίες από τα ταξίδια φτάνει. Έτσι; Αλλά και ήτανε και είναι ένας άνθρωπος που τα κάνουμε μαζί αυτά που αγαπάμε. Δηλαδή αγαπάμε το θέατρο; Παρέα. Αγαπάμε το χορό; Παρέα. Και έτσι μπήκαμε στη διαδικασία, μόλις ήρθαμε… Καταρχάς εκεί ξεκίνησε πρώτα το θέατρο, όχι το χορευτικό. Ξεκίνησα εγώ με τα παιδιά του σχολείου, ήδη από τη χρονιά ’85-‘86 που ήμουνα στη Νάουσα να βοηθάω μια συνάδελφο που είχε αναλάβει κάτι στη Νάουσα και μετά στη χρονιά ’86-‘87 που ήμουνα αποκλειστικά στη Νάουσα, γιατί το ’85-‘86 ήμουνα στην Παροικιά, ανέλαβα 2 θεατρικές παραστάσεις.
Θέλω να σας ρωτήσω τι ήταν αυτό που μάθατε στο πανεπιστήμιο σχετικά με το θέατρο, το οποίο το πήρατε ως παρακαταθήκη για να το κάνετε;
Καταρχάς, εμείς εδώ δεν είχαμε εμπειρία θεάτρου. Τα μοναδικά, ας πούμε, οι μοναδικές θεατρικές εμπειρίες ήταν η 25η Μαρτίου που κάναμε μέσα στο σχολείο σκηνή, φτιάχναμε μια σκηνή και ο δάσκαλός μας έκανε τα σκετσάκια, τα επετειακά. Ειδικά τώρα θυμήθηκα στην έκτη δημοτικού, με έβαλε να παίζω μια τρελή στο Μεσολόγγι που από την πείνα είχε τρελαθεί και έτρωγε λουλούδια και να κλαίω, να οδύρομαι που μου έδωσε αυτό το ρόλο. Και να μου λέει: «Μα αυτό το ρόλο εσύ θα μπορέσεις να τον αποδώσεις. Δεν μπορεί να τον αποδώσει κανένας άλλος». Τέλος πάντων. Έτσι λοιπόν, από αυτά παρακινούμενοι από το σχολείο που μου άρεσε εμένα το θέατρο, έλεγα πάρα πολύ ωραία ποιήματα, με βάζανε πάντα οι δάσκαλοι να λέω ποιήματα στο δημοτικό και στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Εννοείται στις επετείους η Υπαπαντή πάντα απήγγειλε είχα και στεντόρεια φωνή. Οπότε μέσα μου υπήρχε αυτό μπορεί να μην υπήρχαν εμπειρίες θεατρικές. Ας πούμε εμείς είχαμε μόνο κανένα κινηματογράφο εκείνη την εποχή, καλοκαιρινό… ούτε θεατρικές ομάδες υπήρχανε, δεν υπήρχε τίποτα, ό,τι κάναμε στο σχολείο. Και στο λύκειο τώρα, τώρα μου ήρθε, επίσης μια εξαιρετική συνάδελφος και βέβαια καθηγήτριά μου, η Δήμητρα η Σοφιανού, ήτανε αυτή που μας έβαλε λίγο σε μια περιπέτεια θεάτρου, ανεβάζοντας τη «Μαντάμ Σουσού», μετά προσπάθησε να ανεβάσει και ένα αρχαίο δράμα… δεν μας βγήκε εκείνη τη χρονιά γιατί είχαμε και το ειδικά το ‘81 πέσαμε σε ένα μήνα απεργία των καθηγητών, τότε που δίναμε εξετάσεις. Αλλά γενικά δηλαδή λίγο από το σχολείο περισσότερο πήρα πρώτα ερεθίσματα του θεάτρου και πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο, εκεί δεν εντάχθηκα σε θεατρική ομάδα, αλλά είχαμε το Θόδωρο τον Γράμματα που νομίζω τώρα είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μας έβαλε λίγο στη διαδικασία την ιστορική του θεάτρου. Δηλαδή εμείς μελετούσαμε ιστορικά το θέατρο από το 19ο αιώνα, τον 20ο αιώνα, σύγχρονα έργα, διαβάζαμε κείμενα… Και βέβαια στα Γιάννενα σαν μεγάλη πόλη, είχα την τύχη να δω και κάποιες λίγες παραστάσεις. Στην Αθήνα όταν κατέβαινα έβλεπα και εκεί, αλλά λιγότερο, ήταν λίγο πιο δύσκολα τα πράγματα. Οπότε αυτά ήταν τα πρώτα ερεθίσματα. Νομίζω δηλαδή λίγο το σχολείο, λίγο το πανεπιστήμιο, λίγο φαίνεται το θεατράλε που το έχω φαίνεται μέσα μου, ασχολήθηκα με αυτό τον τομέα. Έτσι λοιπόν, ξεκινήσαμε με 2 επετειακά, δηλαδή ένα χριστουγεννιάτικο θυμάμαι, το ’86-‘87 αυτή τη χρονιά και ανεβάσαμε και ένα κείμενο για τον λόρδο Μπάιρον επετειακό. Μιλάμε οι συνθήκες εκείνη την εποχή ήτανε τραγικές, έτσι; Δεν υπήρχε μια σκηνή στη Νάουσα. Πηγαίναμε λοιπόν πάλι στο δημοτικό που αποφοίτησα και κάναμε το εξής: Σε ένα Σαββατοκύριακο, ερχόταν ο μπαμπάς μου και κάποιοι άλλοι, μας στήνανε ή η κοινότητα αν έδινε κανένα υπάλληλο, να στήσουμε εξέδρα με σκοινιά, με λινάτσες για παρασκήνια και τέτοια, να παίξουμε το Σαββατοκύριακο, την Κυριακή το βράδυ να διαλύσουμε τη σκηνή, να την μαζέψουμε, να φτιάξουμε το σχολείο, γιατί την επόμενη μέρα τα παιδάκια είχανε μάθημα. Δηλαδή οι πρώτες θεατρικές προσπάθειες που ήταν με παιδιά του σχολείου ήταν πολύ δύσκολες. Ειδικά μια χρονιά, νομίζω το 1988 ήταν αυτό, που είχα και τη φαεινή ιδέα επειδή στο γυμνάσιο της Νάουσας είχαμε και παιδιά των χωριών, να κάνουμε μια θεατρική παράσταση που να έχει και παιδιά από τα άλλα χωριά και να μην είναι Ναουσαίοι. Και η οικογένειά μου είχε ένα μικρό αυτοκίνητο. Έβαζε λοιπόν πέντε-έξι παιδάκια, τα έπαιρνα από τον Κώστο, από τις Λεύκες, από τα Μάρμαρα και πηγαίναμε στη Μάρπησσα στην Αγροτολέσχη για να παίξουμε θέατρο. Παίξαμε λοιπόν τότε το «Δον Καμίλο» με παιδιά που ήτανε αποκλειστικά από αυτά τα χωριά, τα νότια. Τέτοιες δηλαδή προσπάθειες γίνανε, μέχρι περίπου δηλαδή από το ‘86 χοντρικά –‘86 ας το πούμε– μέχρι περίπου το 1995, είχα αποκλειστικά παιδιά του σχολείου που παίζανε. Και παίζαμε και επιτυχίες ας πούμε για την εποχή εκείνη παίξαμε «Το ξύλο, βγήκε από τον παράδεισο» με παιδιά σχολείου και έγινε ο πανικός και πηγαίναμε και περιοδεία, δηλαδή πηγαίναμε στην Αντίπαρο. Σκηνές απείρου κάλλους και εκεί. Με μαδέρια μπαίναμε-βγαίναμε, πολύ ωραία πράγματα και… γιατί δεν υπήρχαν σκηνές. Δηλαδή εμείς όταν ξεκινήσαμε σαν τα μπουλούκια, εγώ παρομοιάζω τον εαυτό μου σαν τα μπουλούκια τα θεατρικά. Και στην Ίο πήγαμε στις γιορτές που γινόταν εκεί προς τιμήν του Ομήρου. Μετά από το ‘95 όμως, είχα την τύχη να ‘ρθουν στο σχολείο δύο εξαιρετικές συνάδελφοι: η Φένια Θεοφίλου και η Σοφία Αγγελοπούλου. Για εμένα αυτές οι γυναίκες είναι πέρα από πολύ καλές συνεργάτιδες, φίλες αδελφικές, έτσι; Ζούμε μαζί όλα αυτά τα χρόνια και πορευόμαστε. Αγαπήσανε και αυτές πάρα πολύ αυτές τις ιστορίες, ειδικά της το θέατρο, αλλά και το χορευτικό στην πορεία, και έτσι ξεκινήσαμε σιγά-σιγά να έχουμε 2 σκηνές στην ουσία. Δηλαδή να έχουμε μια σκηνή ενηλίκων, που παίζεται αποκλειστικά πιο μεγάλοι ενήλικες και παιδική σκηνή, η οποία πορεύτηκε πρώτα με τη Σοφία, μετά με την Ευαγγελία την Αναγνωστοπούλου, έχω κάνει και εγώ κάνω δυο θεατρικά, μικρά. Πάντα κάνω θεατρικά μονόπρακτα κι κάθε χρόνο για τα μωρά μου εκεί πέρα, τα προνήπια και τα νήπια. Γενικά δηλαδή ασχολούμαστε και με το κομμάτι του θεατρικού παιχνιδιού και μουσικοκινητικής αγωγής και θεατρικού παιχνιδιού και παραστάσεων παιδικών όσο μπορούμε. Αλλά νομίζω και εκεί ήτανε πάλι ένα ορόσημο, δηλαδή κακά τα ψέματα δεν μπορείς να κάνεις μόνος σου πράγματα. Πέρα από τη βοήθεια του Λευτέρη, που για μένα αυτή είναι η βασική γιατί και η οικογένεια που έγινε και τα παιδιά που γίνανε ήταν ένας Λευτέρης πίσω. Και είχε τα παιδιά και πήγαινα εγώ στην πρόβα τη θεατρική. Δεν θα μπορούσα εγώ να κάνω θέατρο, γιατί μου λένε πάντα: «Μα πώς τα προλαβαίνεις Υπαπαντή;» και τότε που είχα τα παιδιά. «Και τα παιδιά;». Ναι, μα έχουνε έναν μπαμπά πίσω που με βοηθά για να κάνω εγώ αυτό που θέλω. Δηλαδή δεν θα ξεχάσω τον Λευτέρη να έχω τον Παναγιώτη περίπου ενός έτους, μπορεί να ήταν και μηνών την Μαρουσώ 3 χρόνων και να μου κάνει ο ίδιος αίτηση για θεατρικό σεμινάριο στην Αθήνα στο Θέατρο της Ημέρας 15 ημερών, και να αφήσω ένα Λευτέρη πίσω με τη μαμά μου και τη γυναίκα που κρατούσε τον Παναγιώτη και εγώ με την Μαρουσώ να πάω στην πεθερά [00:40:00]μου και να πηγαίνω κάθε μέρα για 15 μέρες στο θεατρικό αυτό σεμινάριο. Δεν το κάνει οποιοσδήποτε αυτό. Ο άλλος πρέπει να σε αγαπά, να σέβεται αυτό που κάνεις, να αναγνωρίζει αυτό που θέλεις. Και έτσι δηλαδή πορευτήκαμε. Ο Λευτέρης και τα κορίτσια –δύο– και βέβαια στην πορεία όλα τα παιδιά του Χορευτικού. Και της θεατρικής ομάδας τώρα γιατί εγώ με τα παιδιά της θεατρικής ομάδας πια έχω μια σχέση… Όταν ας πούμε έχω άτομο που παίζει 16 χρόνια. Δεν είσαι πια. Γίνεσαι σε μια οικογένεια. Δεν μπορείς να τον δεις διαφορετικά τον άλλον.
Θέλω να πάμε λίγο στην αρχή, όταν πρωτοφτιάχτηκε αυτή η ενήλικη ομάδα, υπήρχε η ανταπόκριση που θέλανε οι άνθρωποι να έρθουν σε μία τέτοια συμμετοχή;
Όχι εύκολα, όχι εύκολα. Στην αρχή ήταν λίγο πιο δύσκολα. Στηρίχτηκα περισσότερο στους συναδέλφους, οι πρώτες παραστάσεις και σε κάποια άτομα τα οποία αγαπούσαν το θέατρο, όπως ο Τάσος, ο Βαρβέλης, ας πούμε που πρωτοξεκίνησε και το λέει πάντα το παιδί στην ομάδα στη Νάουσα, αλλά το ‘θελε το παιδί, του άρεσε, έτσι. Στην πορεία βέβαια, επειδή και η Πάρος έχει αλλάξει, έχει και πάρα πολύ κόσμο άλλον έτσι; Είναι πιο εύκολο να βρεις, παρότι εγώ πάντα έχω μια μαγιά να την πω; Μια ομαδούλα που από ‘κει παίρνω για κάθε χρόνο τους ηθοποιούς μου και πάντα τους δίνω και το περιθώριο να ξεκουραστούν δηλαδή. Πέρσι είχα δέκα άτομα, φέτος δεν μπορούσαν να παίξουν, θέλανε τέσσερα, θα βρω έργο για τέσσερα άτομα, έτσι; Η ανταπόκριση του κόσμου είναι συγκινητική για μένα. Δηλαδή ο κόσμος της Πάρου αγαπάει το θέατρο. Και αγκάλιασε όλες τις θεατρικές ομάδες, οι οποίες δημιουργήθηκαν και μετά από εμάς. Ας πούμε στην Παροικιά την αντίστοιχη δουλειά με παιδιά την έκανε η Μαρία Αρκουλή για πολλά χρόνια. Και η Μαρία είχε νομίζω την αποδοχή των παιδιών και των γονιών και του κόσμου στην Παροικιά. Εμείς είμαστε κυρίως στη Νάουσα βέβαια, εκεί ήτανε η έδρα μας και παραμένει. Αλλά θεωρώ ότι ο κόσμος του αρέσει το θέατρο. Βέβαια ο καθένας έχει και κάποια γούστα, δηλαδή μπορεί κάποια σοβαρά έργα να μην μπορούνε να τα αντέξουνε ή κάποια δύσκολα έργα. Εγώ βλέπω όμως ότι υπάρχει θεατρικό κοινό, το οποίο ακολουθεί όλες τις ομάδες. Γιατί αυτή τη στιγμή μετά από μας, γιατί στην ουσία η πρώτη ο επίσημη ήταν η δική μας, γιατί και εμείς είμαστε και σε ένα φορέα του Αιγαίου που είναι η Ομοσπονδία Ερασιτεχνικών Θιάσων Αιγαίου και είμαστε ιδρυτικό μέλος σε αυτή την ομοσπονδία και στην πορεία δημιουργήθηκαν και άλλες ομάδες στην Πάρο, οπότε θεωρώ ότι το θέατρο είναι κάτι που αγαπάει ο τόπος. Και το κάνει ο καθένας με αυτό που πιστεύει και θέλει και ο κάθε άνθρωπος κάνει αυτό που νομίζει, έτσι; Δεν θα μπούμε στη διαδικασία να κάνουμε συγκρίσεις, δεν είναι αυτός ο στόχος μας. Ο καθένας ας κάνει αυτό που του αρέσει και βρίσκουν μέσα από το θέατρο νομίζω διέξοδο οι άνθρωποι, γιατί κατά τη γνώμη μου το θέατρο είναι ψυχοθεραπεία. Το βλέπω κάθε χρόνο. Το βλέπω και στα παιδιά, το βλέπω και στους ανθρώπους που έρχονται όταν ειδικά είναι ένα έργο που τους ακουμπάει, τους φέρνει κοντά στα δικά τους πράγματα, έτσι; Μην ξεχνάμε ότι το θέατρο είναι για τον Έλληνα μια πανάρχαια συνήθεια, είχε πάντα διδακτικό χαρακτήρα. Και νομίζω ότι αυτό δεν πρόκειται να πάψει ποτέ. Έχει μια άλλη δυναμική το θέατρο στην Ελλάδα κατά την γνώμη μου και το βλέπουμε και στην Πάρο, έτσι;
Θέλω να το πάμε λίγο πρακτικά. Πότε ξεκινάνε οι πρόβες; Πώς αποφασίζεται το έργο;
Λοιπόν, τα έργα, η αλήθεια να λέγεται συνήθως τα επιλέγω εγώ. Ανάλογα κυρίως με τα άτομα που έχω. Γιατί; Προσπαθώ να κάνουμε θέατρο κάθε χρονιά παιδιά που θέλουνε και μπορούνε εκείνη τη χρονιά. Οπότε εμείς, έχουμε μία υποχρέωση κάθε χρόνο επειδή ανήκουμε σε αυτή την ομοσπονδία των ερασιτεχνικών θιάσων να συμμετέχουμε σε μια συνάντηση, δεν τη λέμε φεστιβάλ γιατί δεν έχει διαγωνιστικό χαρακτήρα, που γίνεται μέσα στον Οκτώβρη συνήθως, σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Αυτή λοιπόν, η συνάντηση γίνεται και εκεί, παρουσιάζουν τη δουλειά τους όλες οι θεατρικές ομάδες που συμμετέχουνε και είναι –ανήκουνε– είναι μέλη της ομοσπονδίας. Και συνήθως παρουσιάζουμε τη δουλειά της προηγούμενης χρονιάς. Έχουμε δουλέψει δηλαδή και παρουσιάζουμε αυτό. Οπότε μόλις τελειώσει αυτή η υποχρέωση τον Νοέμβρη, εγώ έχω κοιτάξει ήδη από το καλοκαίρι, έχω βολιδοσκοπήσει με ποια παιδιά θα παίξουνε… Βλέπω λίγο, συζητάω, έχουμε πολύ καλές σχέσεις με άλλες θεατρικές ομάδες. Δηλαδή εμένα με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ και η θεατρική ομάδα των αστέγων στη Μυτιλήνη που μου έχουνε δώσει θεατρικά έργα που έχουν ανεβάσει εκείνοι ή έχουν στη βιβλιοθήκη τους. Εφέτος με βοήθησε πάρα πολύ η θεατρική ομάδα της Τήνου που μου πρότεινε 3 έργα και εγώ επέλεξα αυτό, που ανεβάσαμε φέτος «Το κέικ». Έχουμε δηλαδή και συνεργασία μεταξύ μας. Οπότε, γίνεται η επιλογή εκεί γύρω στο Σεπτέμβρη, αρχές Οκτώβρη, λίγο πριν τη συνάντηση ή αμέσως μετά τη συνάντηση αν δεν έχω κάτι… σε κάποιο έργο, να έχω κατασταλάξει. Και αρχίζει η εξής ωραία διαδικασία. Ορίζουμε πρόβες, οι πρόβες βέβαια, επειδή είμαστε όλοι εργαζόμενοι, είναι αργά, δηλαδή είναι από τις 20:30 και μετά. Και εκεί το πρώτο μέρος είναι να διαβάσουν όλοι το έργο, να συζητήσουμε λίγο τους ρόλους, να κάνουμε μια διανομή που συνήθως πολλές φορές με αφήνουν και την κάνουν τη διανομή, για να… έχω ένα αισθητήριο μερικές φορές λέω τι ταιριάζει στον καθένα, γιατί και εγώ το διαβάζω το έργο λέω: «Αυτός κάνει για αυτό το ρόλο, αυτός κάνει για αυτό το ρόλο» ή όταν είναι εύκολα το συζητάμε και με τα παιδιά ή κάνουμε και αλλαγές δεν είναι δεδομένο ότι θα πω εγώ κάτι και θα γίνει αυτό. Έχουμε κάνει και αλλαγές στην πορεία. Μπορεί εγώ να σκέφτηκα κάτι, αλλά να προέκυψε κάτι άλλο, να κάνουμε αλλαγή. Οπότε μοιράζουμε τους ρόλους, κάνουμε ανάγνωση που είναι πολύ σημαντικό, σωστή ανάγνωση. Να παίρνουμε καλές αναπνοές, να τονίζουν σωστά τις λέξεις, να καταλαβαίνουνε και να ερμηνεύουμε δηλαδή το κείμενο. Τι λέει εδώ; Γιατί το λέει εδώ; Γιατί πολλές φορές και τα κείμενα είναι δυσνόητα σε μερικά σημεία, πρέπει να τα εξηγήσουμε. Εάν δε είναι ξένο έργο, θα αναζητήσουμε το πρωτότυπο κείμενο. Δηλαδή όταν ανεβάζουμε «Ποντικοπαγίδα» π.χ., της Αγκάθα Κρίστι θα μπει στο αυθεντικό κείμενο. Να δούμε πώς το έχει ο συγγραφέας, για να μπορέσουμε να μπούμε στο όσο το δυνατόν πιο πιστοί. Και γίνεται ανάλυση των ρόλων πολύ. Εδώ μας έχουν βοηθήσει και τα σεμινάρια, γιατί τα τελευταία χρόνια κάνουμε και μερικά σεμινάρια με τα παιδιά. Κάναμε πριν τον κορονοϊό με τον Πέτρο τον Σεβαστίκογλου, είναι πολύ σημαντικός σκηνοθέτης, γιος της Άλκης Ζέη και του Γιώργου του Σεβαστίκογλου, πολύ σημαντικού θεατράνθρωπου. Μας βοήθησε πάρα πολύ ο Πέτρος τα τελευταία χρόνια και βοήθησε και τα παιδιά που παρακολούθησαν το σεμινάριο, οπότε προσεγγίζουν και καλύτερα τους ρόλους, είναι και η εμπειρία των χρόνων που αν κάποιος παίζει αρκετά χρόνια. Και έτσι συζητάμε το κείμενο και ξεκινάνε οι πρόβες και επί σκηνής, να συντονίσουμε πού θα καθίσουνε. πού θα πάνε, πώς θα το πούνε. Μερικές φορές βάζουν και πράγματα τα παιδιά, τα συζητάμε και λέμε: «Ναι, εγκρίνεται, πάμε το συνεχίζουμε!», και γίνεται η σκηνοθεσία με ένα τρόπο που να δίνει και το περιθώριο στον ηθοποιό να αυτενεργήσει και ο ίδιος, να κάνει και πράγματα ο ίδιος, να βγάλει και πράγματα δικά του. Γιατί εγώ μπορεί να το έχω σκεφτεί κάπως και να του το πω. Εάν δεν του βγαίνει αυτό και του βγει κάτι άλλο που είναι καλύτερο και πιο φυσικό, εμείς θα προτιμήσουμε το δεύτερο, δεν θα προτιμήσουμε το δικό μου. Δεν πρέπει να είναι ο σκηνοθέτης εγωιστής, πρέπει να ακούει τους άλλους. Γιατί ο στόχος είναι το αποτέλεσμα, η ομάδα. Από τα παιδιά που τα πήγαινα σε διαγωνιστικά φεστιβάλ, γιατί έχει τύχει στη Χίο ειδικά και βραβεύτηκαν και παιδιά όπως ο Θέμης ο Καρποδίνης και η Φλώρα η Λουκή για την ερμηνεία [00:50:00]τους, όλοι μου λέγανε ότι στην ομάδα διακρίνουν αυτήν την έννοια της ομαδικότητας. Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ αυτό. Δηλαδή να νιώθει ο θεατής ότι αυτή είναι μια ομάδα. Δεν παίζει ο καθένας για τον εαυτό του και πώς θα μπορέσει να σκεπάσει τον άλλον, πώς να το πω να το καλύψει; Όχι. Ο καθένας έχει την προσωπικότητά του, θα παίξει αυτό που είναι και θα γίνουμε ομάδα πάνω στη σκηνή. Αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Και νομίζω ότι είναι από τα στοιχεία που το έχω. Ίσως γιατί δεν αφήνω και πολύ τις ίντριγκες να γίνουνε, γιατί στο θέατρο έχει τέτοια πραγματάκια και στους επαγγελματίες και στους ερασιτέχνες. Όχι ότι δεν έχω συναντήσει σε αυτά τα χρόνια που είναι κοντά 40 χρόνια δυσκολίες με ανθρώπους και διασπάσεις. Άνθρωποι φύγανε με δύσκολο τρόπο, αλλά πάντα παλεύω τουλάχιστον αυτοί που μένουνε να έχουνε μια ομαδικότητα, μια συλλογικότητα, ότι δεν είναι μόνοι τους, ότι είμαστε όλοι μαζί. Αλλιώς δεν βγαίνει το αποτέλεσμα. Κατά τη γνώμη μου, έτσι; Ας πούμε ένα παιδί από μια άλλη θεατρική ομάδα έχει πει ότι: «Εγώ τους έχω στρατιώτες». Εγώ δεν συμφωνώ σε αυτό, δεν νομίζω ότι τους έχω στρατιώτες. Τους έχω μέσα στα όρια της αυτοπειθαρχίας. Δηλαδή δεν μπορούμε… πάμε εκεί πέρα δαπανάμε 2 ώρες από τη ζωή μας, να κάνουμε κάτι που αρέσει σ’ όλους. Δεν θα πάμε εκεί πέρα, ας πούμε να πίνουμε μπύρες, να χαριεντιζόμαστε, να κουτσομπολεύουμε τον κόσμο και να κάνουμε μισή ώρα πρόβα και να φύγουμε. Όχι! Θα πάμε εκεί και θα δουλέψουμε πάνω στο κείμενο. Το χαζολόγημα, πάμε μετά να πιούμε μπύρες. Γιατί αυτό γίνεται στους ερασιτέχνες. Εντάξει, καταλαβαίνεις, είναι λίγο πιο… χαλαρά τα πράγματα. Αυτό δεν αρέσει σε εμένα. Εμένα μ’ αρέσει μετά, θέλουμε να πάμε, να πιούμε από ένα κρασί να κάνουμε μια παρέα; Ναι. Αλλά εκεί είναι δουλειά. Και νομίζω ότι γι’ αυτό και συνήθως είναι παιδιά του χορευτικού σε μεγάλο βαθμό η ομάδα που… η θεατρική ομάδα δηλαδή έχει πολλά παιδιά, παλιοί χορευτές που έχουν ζήσει και την ομαδικότητα και είναι πολύ πιο εύκολο να βάλουνε και τους άλλους που δεν ήτανε, γιατί έχω και τέτοιους ανθρώπους και τώρα ας πούμε φέτος τέσσερα άτομα παίζανε, δύο ήταν του Χορευτικού, δύο δεν ήτανε. Αλλά έχουν ένα τρόπο και τα παιδιά έχουν εκπαιδευτεί νομίζω να τους κάνουν ομάδα και τους άλλους. Και αυτό είναι πολύ μεγάλο κέρδος για εμένα. Είναι η συλλογική δουλειά το θέατρο, δεν μπορεί να είναι μεμονωμένα τα πράγματα. Έχω τύχει και σε δυσκολίες και σε ανθρώπους οι οποίοι κουτσομπολεύανε, κάνανε, παρασκήνια… Εντάξει, εντάξει… Τους πας λίγο έτσι διακριτικά στην άκρη, δεν τους βάζεις, λες… μερικές φορές κάνεις λίγο υπομονή, κάνεις καμία υποχώρηση για το καλό της ομάδας. Όταν παραγίνει το κακό λες: «Εντάξει άνθρωπε μου, πήγαινε στο σπίτι σου, άσε μας και εμάς εδώ πέρα σε αυτή την τακτική που έχουμε». Και έτσι πορευόμαστε. Ένα μεγάλο θέμα βέβαια είναι η αίθουσα. Εμείς… Ξεκινώντας από το χορευτικό βέβαια, πέρασα πάρα πολύ δύσκολα με το χορευτικό. Βρεθήκαμε στον αέρα. Το 1994 αναγκαστήκαμε να κάνουμε ένα άλλο φορέα, μια Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία που λέγεται μεν «Μουσικοχορευτικό» συγκρότημα Νάουσα Πάρου, αλλά έχει και άλλα τμήματα μέσα του, όπως η θεατρική ομάδα και να αναζητήσουμε χώρο. Οι χώροι στην Πάρο και τώρα ακόμα, δυστυχώς, μετά από τόσα χρόνια είμαι πολύ πικραμένη για αυτό τον τόπο δεν υπήρχαν. Και επειδή μας έδιωξαν από ένα μικρό χώρο που είχαμε, ευτυχώς για εμάς ήταν μια καλή γυναίκα εκεί και λέει: «Ελάτε σε ένα υπόγειο που έχουμε εμείς». Κι έτσι αυτό το υπογειάκι, έγινε ένα κέντρο πολιτισμού για μένα, ένα κέντρο… μια αίθουσα που έχει πάρα πολλή ενέργεια και αυτό δεν το λέω εγώ, το λένε άνθρωποι που έρχονται που δεν είναι από την Πάρο. Ο σκηνοθέτης ο Πέτρος Σεβαστίκογλου ας πούμε, για παράδειγμα, οι άλλοι άνθρωποι που έχουν έρθει κατά καιρούς και έχουν κάνει πράγματα, λέει: «Έχει ενέργεια η αίθουσα», ναι γιατί έχει την ενέργεια όλων μας. Όλοι έχουμε περάσει από ‘κει, έχουμε χορέψει, έχουμε κλάψει, έχουμε γελάσει, έχουμε καβγαδίσει, έχει μια έντονη ζωή ο χώρος αυτός. Εντάξει, θα ‘θελα, είναι αλήθεια μετά από τόσα χρόνια που είμαι κοντά 60 χρονών, να μπορώ να παίξω σε μια καλύτερη αίθουσα. Έχει γίνει προσπάθεια, έχουμε έρθει και μερικές φορές εδώ στο ΕΠΑΛ. Υπάρχει μια δυσκολία εδώ. Υπάρχει μια δυσκολία. Όταν έχεις έναν ιδιόκτητο χώρο, έχεις και την προστασία του να πω; Το δικαίωμα να βάλεις το κλειδί στην πόρτα και να κάνεις ό,τι ώρα πρόβα θέλεις, ό,τι ώρα θέλεις, έχεις μια ελευθερία. Όταν πας σε έναν άλλο χώρο που δεν είναι δικός σου και είσαι φιλοξενούμενος, εκεί απλά θα μετακομίσεις για μια τελευταία εβδομάδα τα σκηνικά σου για να παίξεις και να φύγεις. Εμείς σε αυτή την αίθουσα έχουμε αγαπήσει και το τελευταίο τετραγωνικό. Έχουμε εκμεταλλευτεί και το τελευταίο τετραγωνικό.
Μπορείτε να μου την περιγράψετε; Τι ήταν αυτό πού βρήκατε; Και πώς;
Ναι όταν λοιπόν βρήκαμε αυτή την αίθουσα, είχε ήταν μια γκαραζόπορτα μπροστά, τσιμέντο σχεδόν κάτω, μωσαϊκό τι ήταν; Άδεια εντελώς και εμείς με τα παιδιά πάντα γιατί εδώ είπαμε: «Είναι συλλογική δουλειά» φτιάχτηκε σκηνή 5-5,5 μέτρα, 6 περίπου εκεί, με 3-3.5 βάθος, μια αίθουσα παραγώνι με κολώνα, χαμηλοτάβανη και εμείς σιγά-σιγά αρχίσαμε, κάναμε πρώτα τη σκηνή. Δημιουργήσαμε ένα παρασκήνιο, μετά ήρθε το δεύτερο παρασκήνιο, μετά το 2006-'07, γιατί μπήκαμε σε αυτή την αίθουσα όταν ήμουνα έγκυος στην κόρη μου το 1994. Μετά από δηλαδή 10 χρόνια, 12, μπορέσαμε να βάλουμε ξύλινο δάπεδο κάτω, να κάνουμε μια μικρή εξέδρα, έτσι ώστε οι τελευταίοι θεατές να βλέπουν λίγο καλύτερα, αλλά σαφώς έχει θέματα. Είναι πιο πληκτική από άλλες αίθουσες που είναι ψηλά τα ταβάνια τους, έχουν αέρα, έχουμε δυσκολία στα φώτα… Το φως ας πούμε, τα παιδιά που παίζουνε είναι ήρωες. Πέφτει το φως πάνω στο πρόσωπό τους, τα φώτα του θεάτρου πρέπει να είναι μακριά. Και όμως σκάνε αλλά και επιμένουν. Έτσι λοιπόν, αυτή φτιάχτηκε σιγά-σιγά η αίθουσα και δημιουργήθηκε αυτό που είναι αυτό που μπορούμε να κάνουμε. Τη συντηρούμε όσο μπορούμε έτσι; Στην αρχή είχαμε και δεύτερο χώρο εκεί κοντά ως ιματιοθήκη και όχι μόνο του θεάτρου αλλά και του χορευτικού. Τώρα η ιματιοθήκη έχει πάει σε ένα δημόσιο χώρο στο παλιό δημοτικό της Νάουσας που μας παραχωρήθηκε από το Δήμο και κάναμε κάποιες εργασίες και έτσι έχουμε πάει όλο τον ιματισμό χορευτικού και θεάτρου εκεί. Και προσπαθούμε με κάθε τρόπο να κάνουμε όσο το δυνατόν πιο υποφερτό, πιο υποφερτή την παραμονή μας εκεί και οι θεατές στο θέατρο είναι λίγο δύσκολο. Στο χορό δεν έχουμε τόσο πρόβλημα, στο χορό μια χαρά μας είναι. Δεν αντιμετωπίζουμε προβλήματα, τα λύνουμε. Στο θέατρο σίγουρα είναι. Δεν δόθηκε στην ομάδα αυτή η δυνατότητα, δόθηκε ας πούμε, στον Νηρέα μια αίθουσα, οπότε την εκμεταλλεύεται ένας άλλος σύλλογος. Σε εμάς δεν δόθηκε κάποια αίθουσα τέτοια. Έπρεπε να πληρώνουμε δύο ενοίκια, τώρα ένα, να συντηρούμε όλο αυτό το χώρο, τον ιματισμό και όλα τα σχετικά. Εντάξει. Είναι γεγονός ότι θα ‘θελα κάτι καλύτερο, θα ήθελα κάτι καλύτερο, για μετά από τόσα χρόνια, 40 χρόνια. Όμως στην πορεία δυστυχώς οι δημοτικοί άρχοντες δεν αγαπάνε τον πολιτισμό. Και έτσι δεν φροντίζουν για τους χώρους αυτούς. [01:00:00]Το 2017 ήταν μια χρονιά ορόσημο για την Πάρο. Τότε δέχτηκε ο Δήμος Πάρου να φιλοξενήσει τη συνάντηση των ερασιτεχνικών θιάσων που γίνεται, όπως είπαμε κάθε χρόνο σε άλλο νησί. Η Πάρος δεν είχε καμία έτοιμη αίθουσα. Με δική μας παρέμβαση αφού λοιδορηθήκαμε βέβαια και μας λέγανε διάφορα, προτείναμε το ΕΠΑΛ που έχει μια μεγάλη αίθουσα που ήταν σαν κλειστό γυμναστήριο να γίνει μελέτη και να γίνει εκεί μια αίθουσα πολιτισμού. Πράγματι, εμείς είμαστε πολύ τυχεροί γιατί στο Συμβούλιο της Ομοσπονδίας έχουμε έναν αρχιτέκτονα τον Κώστα τον Ματθαίου, ο οποίος ήρθε πολλές φορές εδώ με μέλη του Συμβουλίου, κάνανε μελέτη, δωρεάν τη μελέτη για το χώρο αυτό και για το δημοτικό της Νάουσας, που επίσης έχει μια εξαιρετική αίθουσα. Και καταφέραμε με πάρα πολλές δυσκολίες, να κάνουμε αυτή τη συνάντηση εδώ, η οποία νομίζω ότι ήταν μοναδική, γιατί οι εθελοντές που ήταν από τις ομάδες, ήτανε το κάτι άλλο. Ακόμα τώρα όλες οι ομάδες λένε για τη φιλοξενία και την άψογη διοργάνωση της Πάρου. Ποιο είναι όμως το λυπηρό; Έχουνε περάσει 5 χρόνια. Οι αίθουσες αυτές είναι αφημένες στην τύχη τους. Το δημοτικό της Νάουσας δεν έχει ούτε μόνιμες καρέκλες, ούτε μόνιμο φωτισμό, ούτε μικροφωνικά. Το ΕΠΑΛ έχει κάποιο εξοπλισμό, τον οποίο όμως δεν συντηρούν και αυτή τη στιγμή δεν ανάβουν πολλά φώτα. Δεν υπάρχει ένας υπεύθυνος άνθρωπος. Έχουν αναθέσει σε μια πολύ αξιόλογη και πολύ καλή υπάλληλο του Δήμου την επίβλεψη να πω; Δηλαδή η γυναίκα τι να κάνει τώρα; Γιατί δεν ακούνε! Αυτός ο χώρος, θέλει επιτροπή διαχείρισης. Αλλά επιμένω: σε αυτό τον τόπο ο πολιτισμός γίνεται από τους ανθρώπους που αγαπάνε τον πολιτισμό, αλλά δεν τον αγαπάει κεντρική ηγεσία. Γιατί αν τον αγαπούσε, η Πάρος είναι ένα τόσο χαρισματικό νησί που εδώ θα μπορούσε να είχανε γίνει πολλά πράγματα. Και να διεκδικήσει πράγματα. Το νησί αυτό δεν τα διεκδικεί. Οπότε είμαστε πολύ πιο πίσω και από άλλα νησιά. Και στις θεατρικές σκηνές και γενικότερα δηλαδή στις υποδομές, όχι μόνο του θεάτρου, εγώ θα έλεγα τις υποδομές, τις πολιτιστικές. Είναι μια απογοήτευση που παίρνω όλα αυτά τα χρόνια. Πολλές φορές κάνω αυτοκριτική στον εαυτό μου: «Γιατί ας πούμε επιμένεις;». Επιμένω γιατί τώρα είναι σαν να έχεις χτίσει ένα σπίτι, εγώ έτσι λέω πάντα: Σαν να έχουμε χτίσει ένα σπίτι. Ένα σπίτι το αφήνεις να γκρεμίσει; Δεν το αφήνεις. Το συντηρείς. Όσο λοιπόν αντέχουμε, οι πέντε-έξι άνθρωποι, οι μεγάλοι που είμαστε και όσο αντέχουν και τα παιδιά που είναι γύρω μας και βοηθάνε, αυτό το καράβι θα πηγαίνει. Από ‘κει και πέρα δεν ξέρω. Έχω πολλές φορές πει, ότι όλα αυτά μπορεί να γίνουν σαν τα υπάρχοντα της Μαντάμ Ορτάνς. Να φύγουνε στους 5 ανέμους, σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, αλλά ελπίζω να είμαστε λίγο τυχεροί. Είναι πίκρα.
Εγώ θέλω να σας πάω, φαντάζομαι σε ένα συναίσθημα ενθουσιασμού, γιατί δεν θέλω να πικραίνεστε. Την ώρα που είναι η ώρα της παράστασης που είναι να έρθει ο κόσμος που είναι. Τι γίνεται εκείνη πώς να το ζει; Υπάρχει το άγχος; Υπάρχει τι;
Καλά, μερικές φορές κάνω και τον ταξιθέτη, την ταξιθέτρια, αλλά είμαι απαράδεκτη, ασχετούλα. Τέλος πάντων, κάνω και αυτό καμιά φορά. Εγώ αγχώνομαι πάρα πολύ όταν έχει πάρα πολύ κόσμο. Επειδή ξέρω τα προβλήματα της αίθουσας και ας πούμε ξέρω, ότι μερικοί άνθρωποι μπορεί να δυσκολευτούν να δουν και να μην χαρούν το έργο, έχω πάντα αυτό το άγχος πρώτα για το κοινό. Ας πούμε, προτιμώ κάποια φορά να έχουμε λιγότερο κόσμο, νιώθω λίγο πιο άνετα, από την άλλη μεριά, όταν έχεις πάρα πολύ κόσμο, βλέπεις και την αποδοχή του κόσμου και το έργο ότι πάει πάρα πολύ καλά. Έχουμε λοιπόν πρώτα, την πρώτη εικόνα με τον κόσμο. Πίσω τα παιδιά βέβαια έχουν το δικό τους άγχος. Τα πρώτα χρόνια έκανα και το υποβολείο, επειδή η φωνή μου όμως είναι στεντόρεια όπως είπα, ακουγόμουν σ' όλη την αίθουσα. Οπότε τα τελευταία χρόνια βρίσκω άλλον να κάνει το υποβολείο μπας και γλιτώσω. Αν και γίνονται τόσες πρόβες που ακόμα και να κάνουν κάποιο λάθος προσπαθούν επάνω στη σκηνή να το να το φτιάξουν μόνοι τους και να το γυρίσουν το κείμενο και να το φέρουν εκεί που πρέπει να πάει. Άρα λοιπόν έχω την αγωνία των ηθοποιών από πίσω. Πάντα κάνουμε αγκαλιές, πίσω για να ξεκινήσει η παράσταση και είτε η πρεμιέρα ίσως έχει τη μεγαλύτερη αγωνία για να δεις λίγο και την αποδοχή του κόσμου. Πρώτη, δεύτερη παράσταση πάντα έχεις μεγαλύτερη αγωνία. Μετά όταν αρχίζει και στρώνει το έργο, στρώνουν και ηθοποιοί, έτσι κι αλλιώς, χαλαρώνουν και αυτοί και το απολαμβάνουν περισσότερο και περνάει αυτό και στον κόσμο. Χαλαρώνω και εγώ πίσω. Και τώρα ας πούμε, τα τελευταία χρόνια τους ακούω, ούτε βλέπω καν κείμενο. Και μ’ αρέσει να τους ακούω. Διαπιστώνω που είναι το λάθος ας πούμε ή λέω: «Τώρα εδώ την έφαγε τη λέξη, την είπε γρήγορα». Κάνω τέτοιους συνειρμούς εκείνη την ώρα και βέβαια το τέλος είναι ωραίο που ο κόσμος και αποθεώνει τα παιδιά, τα χαιρετάει. Εγώ δεν πολύ βγαίνω εκεί έξω δεν είμαι πολύ… πάω σε μερικούς φίλους μόνο. Μ’ αρέσει να είναι οι πρωταγωνιστές εκεί μπροστά. Αλλά είναι μια έτσι αγωνία, αδημονία… Χαρά όμως είναι. Είναι χαρά, είναι χαρά. Κούραση πολλή. Κούραση γιατί… ειδικά το φετινό έργο ευτυχώς δόξα τω Θεώ δεν ήταν τόσο κουραστικό, αλλά υπήρχαν περιπτώσεις που και τα παιδιά και εγώ να νυστάζουμε, 9-12 το βράδυ. Αυτό όταν έχει προηγηθεί μια πολύ κουραστική μέρα είναι μαρτύριο, έτσι; Είναι μια δυσκολία, δηλαδή εκεί οι πρόβες, μερικές φορές είναι δύσκολες. Βέβαια όταν τελειώνει σε όλους λείπει, όλη αυτή η διαδικασία. Και κάνουνε μέρες να συνέλθουνε, γιατί ξέρανε ότι ας πούμε τη Δευτέρα, την Τετάρτη και την Πέμπτη συναντιόμαστε ή την Κυριακή. Και τους λείπει. Εμένα μου λείπει, αλλά να πω την αμαρτία μου, επειδή συνήθως αρρωσταίνω από την πολλή κούραση, λέω: «Τώρα είναι ευκαιρία να ξεκουραστώ». Να πω την αλήθεια. Αλλά ότι μου λείπει και εμένα, μακροπρόθεσμα μου λείπει. Βέβαια εντάξει, εγώ βλέπω και θέατρο στην Αθήνα αρκετό γιατί μου αρέσει. Πάντα δηλαδή… Ή διαβάζω θεατρικά έργα, όποτε μπορώ και μου δίνεται η ευκαιρία. Η αγάπη για το θέατρο νομίζω ότι είναι μεγάλη. Δηλαδή αν με βάλει κάποιος να βάλω λίγο το χορευτικό και το θέατρο, λυπάμαι που θα το πω για τον άντρα, θα βάλω πρώτα το θέατρο.
Θέλω να το έχουμε σαν ένα κεφάλαιο αυτό για την Ομοσπονδία Αιγαίου. Φαντάζομαι ότι υπήρχαν κάποια προβλήματα για να μπορέσει να δημιουργηθεί ώστε να υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στους ανθρώπους. Πότε δημιουργήθηκε; Ποιες ήταν οι κουβέντες σας;
Η συνάντηση αυτή γινότανε από το 1988 αν θυμάμαι καλά. Εμείς πρωτοπαίξαμε σε αυτή τη συνάντηση το 1991 στη Σύρο με ένα παριανό έργο τον «Πρωτευουσιάνο» του Ρούσσου. Με μαθητές. Και ξαναπήγα και στη Λήμνο με μαθητές, αλλά από ‘κει και πέρα ίσως και αυτή ήτανε μια αρχή για να δημιουργηθεί και των ενηλίκων, μου είπανε: «Υπαπαντή δεν γίνεται να έρχεσαι με παιδιά εδώ είναι ενήλικες και πρέπει η ομάδα να έχει ενήλικες μέσα». Οπότε σιγά-σιγά από ‘κει και πέρα έχουμε ενήλικες τα πρώτα χρόνια. Η συνάντηση γινόταν μεταξύ λίγων ομάδων, οι οποίες επιλέγονταν γιατί ήτανε το θέμα των εξόδων. Αυτά τα έξοδα τα καλύπτει το Υπουργείο Αιγαίου και ο εκάστοτε Δήμος. Οπότε τα πρώτα χρόνια ήταν λίγες οι ομάδες. Δηλαδή ξεκίνησαν από ό,τι θυμάμαι από το ‘88 γύρω στις 8 ομάδες; Το ‘94 νομίζω ή ’95 που έγινε πιο επίσημο δευτεροβάθμιο όργανο η ομοσπονδία, [01:10:00]ανοίχτηκε περισσότερο, σε περισσότερο κόσμο και χρόνο με το χρόνο βάζει καινούργιες ομάδες. Τώρα μπορεί να έχουμε φτάσει κοντά στις 50 να είμαστε 48. Παλιότερα γινόταν επιλογή και πηγαίνανε συνήθως οι πιο καλές ομάδες. Δηλαδή μου έτυχε μια χρονιά, να έχω μια μικτή ομάδα, να έχω και μεγάλους και μικρούς γιατί παίζαμε το «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, και εκείνη τη χρονιά το έπαιζε και η Νάξος, και επέλεξα τη Νάξο. Μετά δεν γινόταν αυτές οι επιλογές. Δηλαδή πέρασε μια πιο δημοκρατική άποψη, ότι ρε παιδί μου εδώ πέρα δεν είναι διαγωνιστικός ο χαρακτήρας της συνάντησης, είναι ο καθένας να δει, να βελτιωθεί, δηλαδή και εκ των άλλων, κάποιες ομάδες έχουν κάποιες δυνατότητες, στα μεγάλα νησιά δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες με εμάς. Και αίθουσες έχουνε και ανθρώπους να υποστηρίξουν μια παράσταση έχουνε και καλλιτέχνες και σκηνοθέτες να καλέσουνε. Έχουν άλλες προοπτικές. Οπότε δεν μπορεί τώρα να συγκριθεί η Μυτιλήνη με εμάς. Είναι άδικο έτσι; Οπότε από ‘κει και πέρα πήρε ένα πιο δημοκρατικό χαρακτήρα θα έλεγα η συνάντηση κατ’ εμέ και έχει ανοιχτεί. Συμμετέχουνε κάθε χρόνο –δεν μπορούνε πάντα όλοι να πάνε από αυτούς το 48-50 θιάσους– συνήθως μέχρι 28; Στην Πάρο ήταν από τους περισσότερους θιάσους που είχαμε, 28-30; Τώρα τα τελευταία χρόνια, επειδή είναι και πολλοί. Έχουμε έχουμε 3 παραστάσεις τη μέρα: απογευματινή, βραδινή και σχεδόν μεταμεσονύχτια. Αν είναι καμιά παιδική πάει το πρωί ή ξέρω ‘γω ένα αρχαίο δράμα να πάμε σε ένα αρχαίο θέατρο. Είναι κουραστικά, δεν μπορείς να τα παρακολουθείς όλα, ούτε να μείνεις όλες τις μέρες γιατί είναι δαπανηρό, αλλά έχει η κάθε ομάδα 3-4 μέρες να δει και άλλες ομάδες κοντά με τη δικιά μας που παίζει έτσι; Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτός ο θεσμός και νομίζω ότι ίσως είναι και ο μοναδικός στην Ελλάδα. Όπως υπάρχουν άνθρωποι παλιοί, δηλαδή εκεί μέσα τώρα στο Συμβούλιο υπάρχουν άνθρωποι που ήταν από το ‘88 που έχουν στηρίξει αυτή τη διαδικασία, έρχονται και νεότεροι και βοηθάνε σε αυτό και φέρνει πολύ κοντά τους Αιγαιοπελαγίτες. Έχει ομάδες: Λήμνο, Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο, Ικαρία. Από τις Κυκλάδες είμαστε εμείς. Εμείς έχουμε και πολλές, είμαστε… πώς το λένε θεατρομάνα. Πάρος, Μύκονος, Τήνος, Σύρος, Μήλος, Άνδρος. Αυτά είναι τα νησιά των Κυκλάδων που έχουν ομάδες στη συνάντηση και στην ομοσπονδία. Από τα Δωδεκάνησα έχει η Πάτμος, η Λέρος, η Κως, η Ρόδος. Αυτά. Έτσι, κατανέμεται στον χάρτη η ομοσπονδία. Αλλά είναι πάρα πολύ ωραία συνάντηση αυτή, πολύ ωραία συνάντηση. Και τα παιδιά θέλουν πάντα να πηγαίνουμε. Είναι πολύ σημαντικό. Εγώ είχα τον μπαμπά μου βοηθό σε αυτήν την πορεία, το 1999 μέχρι τη χρονιά που πέθανε το 2013, τον έπαιρνα μαζί μου. Είχε ένα φορτηγάκι, βάζαμε τα σκηνικά, ένα βανάκι, τα σκηνικά, στήναμε τα σκηνικά γιατί έπιαναν και τα χέρια του εκεί πέρα λόγω ειδικότητας. Και ήτανε και η μασκότ της ομάδας τον ‘ξέραν όλοι. «Πού είναι ο κυρ Κώστας;» και στεναχωρήθηκαν βέβαια πάρα πολύ όταν τους είπα ότι έφυγε. Αλλά ήτανε… Ναι, κάτι που του άρεσε πάρα πολύ, του αρέσανε που πηγαίναμε σε άλλα μέρη, που είχε αυτή την αποδοχή. Μπορούσε βέβαια πια ο άνθρωπος, ήταν συνταξιούχος, μπορούσε πια να το κάνει, γιατί στα νιάτα του δε μπορούσε γιατί δούλευε πάρα πολύ. Αλλά χαίρομαι μέσα στα πολλά του θεάτρου, χαίρομαι που έδωσα αυτή τη χαρά στον μπαμπά μου. Πάρα πολύ το χαίρομαι. Και συγκινούμαι που το λέω, γιατί όταν τον έχασα ήταν για εμένα πέρα από τον μπαμπά που χάνεις τον μπαμπά, και είναι μια ρίζα που κόβεται, ήτανε τόσο πολύτιμος συνεργάτης, τόσο… η εθελοντική του προσφορά, δεν τολμούσα να του πω: «Μπαμπά, θέλω αυτό» και να μην έμπαινε στο αυτοκίνητο να μου κάνει τη χάρη. Είναι γεγονός ότι μου λείπει πάρα πολύ ο μπαμπάς μου, πάρα πολύ. Είναι… Κάθε χρόνο πού πηγαίνουμε στη συνάντηση είναι και λίγο μια μαχαιριά που δεν τον έχω μαζί μου. Δεν μπορώ εγώ να τον κρατήσω βέβαια, δεν θα γίνει και μαθουσάλας ο άνθρωπος, αλλά εντάξει είναι μνήμες αυτές, δεν μπορείς να τις ξεχάσεις. Λοιπόν, Κωνσταντίνα μου τι άλλο θέλεις να πούμε;
Αν υπάρχει στήριξη; Οικονομική στήριξη ή αν είναι όλο για τη συμμετοχή σε αυτή την ομοσπονδία.
Καλή ερώτηση. Θα σου πω. Λοιπόν, καταρχάς και το χορευτικό που έχουμε, αλλά και η θεατρική ομάδα είναι σε εθελοντική βάση. Δεν έχουν τα μέλη καμία υποχρέωση συνδρομής. Δεν πληρώνει κανείς τίποτα δηλαδή, ούτε εμείς πληρωνόμαστε που κάνουμε είτε χορό, είτε θέατρο ή οτιδήποτε. Το ‘χουμε έτσι ξεκινήσει, γιατί εμείς είχαμε τη δουλειά μας με τον Λευτέρη, είμαστε καθηγητές, είχαμε τον μισθό μας, δεν είχαμε ανάγκη τα χρήματα του χορευτικού, δεν θέλαμε εμείς να κάνουμε περιουσία ούτε από το χορευτικό, ούτε από το θέατρο. Δεν ήταν η δουλειά μας αυτή. Εμείς το μεράκι μας κάνουμε, το χόμπι μας, αυτά που αγαπάμε. Οπότε από εκεί ξεκινάμε, δεν δίνει κανένας τίποτα. Στην ομοσπονδία όμως πληρώνουμε μια συνδρομή κάθε χρόνο –150€ για τα έξοδα του συμβουλίου– και καλύπτουμε και τα έξοδά μας να πάμε, τα οποία όταν μπορεί και πάρει την αντίστοιχη επιχορήγηση ομοσπονδία μας γυρίζει ή ολόκληρο το ποσό ή ένα μέρος. Οπότε τουλάχιστον η μετακίνηση είναι καλυμμένη. Τα εκεί πάλι σε ξενοδοχεία και τα λοιπά είναι καλυμμένα, με ημιδιατροφή και έτσι έγινε και για τις ομάδες μια διευκόλυνση. Βέβαια λόγω της πανδημίας που σταμάτησε και η συνάντηση, αλλά και πάρα πολλές ομάδες αντιμετώπισαν φοβερά οικονομικά προβλήματα, είχαμε δυσκολίες και για τη διοργάνωση της συνάντησης. Εμείς όλα αυτά τα χρόνια πορευτήκαμε λίγο ανεξάρτητοι, ίσως και γι’ αυτό δεν μας γουστάρουν και πολύ που φαίνεται εδώ πέρα, δεν είμαστε και πολύ του γλειψίματος πώς να το πω τώρα; Της κολακείας, ας το πω έτσι λίγο πιο κόσμια. Δεν είμαστε, πορευόμαστε εκεί πέρα, κάνουμε τις εκδηλώσεις μας, μαζεύουμε αυτά τα λεφτουδάκια… Τώρα οι παραστάσεις που κάναμε, θα τις βάλουμε στην τράπεζα για να αντιμετωπίσουμε το ενοίκιο μας, τη ΔΕΗ μας, οτιδήποτε προκύψει ως έξοδο. Το ίδιο γίνεται και με το χορευτικό. Αυτή η διαχείριση πιστεύω η χρηματική μας έχει βγάλει μέχρι εδώ με ψηλά το κεφάλι, με ελάχιστες φορές να ζητήσουμε βοήθεια, την οποία πολλές φορές δεν πήραμε. Δεν την πήραμε ή αν την πήραμε μου βγάλανε τόσο πολύ το λάδι να το πω έτσι απλοϊκά, που είπα: «Αϊ σιχτίρ προτιμώ να κάνω μια παράσταση παραπάνω παρά τα λεφτά σας». Δεν μπορώ και αυτή τη γραφειοκρατία με κουράζει. Έτσι είναι πολύ δύσκολο… Αλλά βλέπεις και τη διάθεση. Όταν ο άλλος δεν εκτιμά αυτό που κάνεις, φαίνεται, έτσι; Και ειδικά για το θέατρο, εγώ είχα μια τραυματική εμπειρία με το Δήμαρχο της Πάρου. Όταν έγινε η συνάντηση εδώ, όλες οι ομάδες, και το συμβούλιο βέβαια, θέλανε να κάνω εγώ ένα καλωσόρισμα στους ερασιτέχνες φίλους-ηθοποιούς που έρχονται από όλο το Αιγαίο. Και δημιούργησε πρόβλημα. Και το είπα μπροστά στους ανθρώπους αυτούς και με υπερασπίστηκαν οι άνθρωποι, ξένοι και με επέβαλαν στην ουσία με τη βοήθεια του Θανάση του Μαρινόπουλου, για να πω αυτά τα δυο λόγια που ήταν από εκείνη τη βραδιά. Εγώ αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω. Δεν μπορώ να το ξεχάσω γιατί το θεώρησα πολύ μεγάλη προσβολή για τα χρόνια, αυτά που έχουμε, με αυτά όλα τα παιδιά που έχουμε δώσει για αυτό τον τόπο, για τον πολιτισμό του τόπου. Δεν μπορώ να το ξεχάσω. Δηλαδή έχω κάτι τέτοια, τέτοιες πικρίες τις έχω, που δεν μπορώ να τα ξεχάσω εύκολα. Γιατί θεωρώ ότι είναι, αυτό που λέω: «Δεν εκτιμάνε». Οπότε παλεύουμε λοιπόν εμείς μόνοι μας να βγάλουμε το φίδι από την τρύπα, κι όσο πάει. Όσο πάει. Μέχρι [01:20:00]στιγμής νομίζω ότι καλά πορευόμαστε, δεν έχουμε ανάγκη κανέναν. Στην πανδημία είμαστε ο μοναδικός σύλλογος που είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας. Γιατί; Γιατί είχε γίνει ένα καλό κουμάντο και είχανε κρατηθεί, ένα μικρό ποσό είχε κρατηθεί για να ανταπεξέλθουμε σε αυτή τη δυσκολία. Δεν τα βάζει κανείς στην τσέπη του τα λεφτά. Είναι εκεί στην τράπεζα για όλα τα παιδιά, είτε του θεάτρου ή του χορευτικού αν χρειαστούν, έτσι; Αυτό νομίζω ότι θα μπορούσε, θα μπορούσε δηλαδή η πολιτεία και άλλες θεατρικές ομάδες, δε λέω μόνο για εμάς μόνο, δεν λέω τη Θεατρική Ομάδα της Νάουσας μόνο. Γενικότερα εγώ βλέπω μια απαξίωση. Δεν αγαπάνε τον πολιτισμό αυτοί οι άνθρωποι. Κοιτάνε τα μπετουδάκια, τους τουρίστες, τα μεγάλα συμφέροντα να ικανοποιούν, αλλά ο ντόπιος κόσμος μένει όλο το χειμώνα εδώ πέρα και χτυπιέται. Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να στηριχτούν με κάθε τρόπο κατά τη γνώμη μου, για να έχει και η Πάρος όχι μόνο τη φήμη του τουριστικού μέρους και τα λοιπά, αλλά ότι έχει και πολιτισμού. Δεν είμαστε μόνο για να υπηρετούμε τους τουρίστες εδώ πέρα. Έχουμε κι άλλα πράγματα. Και τα παιδιά μας πρέπει να τα μεγαλώσουμε, όχι μόνο με την έννοια του χρήματος. Δεν κάνει την ευτυχία το χρήμα. Εντάξει, μπορεί να ακούγομαι γραφική, ενδεχομένως, αλλά το πιστεύω κιόλας. Εγώ δεν πιστεύω στην αξία του χρήματος. Το χρήμα χρειάζεται για να κάνουμε τα απαραίτητα στη ζωή μας και να έχουμε μια άνετη ζωή με ποιότητα. Το υπερβολικό χρήμα για μένα είναι τυραννία να πω; Δυστυχία να πω; Έτσι. Αλλά δεν είμαστε όμως μόνοι. Είναι όλος ο κόσμος προσανατολισμένος στην… Αυτή τη λαίλαπα του χρήματος, δυστυχώς έτσι είναι. Ίσως να είμαι από τους τελευταίους που δεν πολύ πιστεύω σε αυτό. Το πιστεύω μόνο όσο μου κάνει για να περνάω καλά.
Σχετικά με την αγάπη σας για τη λαογραφία.
Ναι.
Πώς ξεκίνησε από το πανεπιστήμιο, πώς εξελίχθηκε στην Πάρο όταν ήρθατε;
Ωραία. Να πάμε και σε αυτό το κομμάτι, γιατί είναι πολύ σημαντικό και αυτό το κομμάτι. Στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων είχα την τύχη να έχω πολύ καλούς καθηγητές στον τομέα της Λαογραφίας και ένα μεγάλο καθηγητή, τον Μερακλή, έτσι λεγότανε στην πρώτη χρονιά, μετά υπήρχαν κι άλλοι νεότεροι συνάδελφοι. Και μπήκα σιγά-σιγά λίγο στην έρευνα. Το πώς μπορούμε να κάνουμε ερευνητική δουλειά στον τόπο μας, είτε με τα έθιμα, τα τραγούδια, τις παραδόσεις, τους θρύλους, τα παραμύθια και τα λοιπά, είτε με τη φορεσιά. Ειδικά για τη φορεσιά, επειδή είχα μια πολύ καλή καθηγήτρια, την Μαρίνα την Βρέλλη αυτή με παρακίνησε να κάνω εργασία για την φορεσιά της Πάρου. Τι να βρω εγώ τώρα για τη φορεσιά της Πάρου; Εδώ τα πράγματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Έπρεπε να επικεντρωθώ και σε μια χρονική περίοδο. Οπότε από αυτά που ήξερα και υπήρχανε τότε το ‘82-‘83. Πήγα χρονικά να καλύψω τη φορεσιά από το 1900 μέχρι το 1940, χοντρικά τον πόλεμο δηλαδή. Αναζητώντας παλιές γυναίκες, μοδίστρες, φωτογραφίες και έχοντας κατά νου ότι στην Μάρπησσα ειδικά είχε διασωθεί ένα αντίγραφο αυτής της φορεσιάς, Η οποία φορεσιά εάν θέλουμε να είμαστε και ρεαλιστές, είναι μια αστική φορεσιά του 19ου αιώνα. Είχε μια έτσι ωραία περίπτωση το κεφάλι, ένα ωραίο κεφαλόδεσμου, το «παπάζι» το λεγόμενο, αλλά δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Υπήρχε δυσκολία σε αυτή την εργασία. Τέλος πάντων, εγώ την έκανα αυτή την εργασία και μάλιστα η καθηγήτρια μας την δημοσίευσε κιόλας σε ένα περιοδικό σχετικά με τη λαογραφία και έτσι άρχισε να μπαίνει λίγο, καταρχάς το ερευνητικό κομμάτι. Να ψάχνω όλο αυτό το λαογραφικό υλικό. Ήδη δηλαδή, είχα καταγράψει τον παππού μου, είχα καταγράψει γιαγιάδες εκεί γύρω με τραγούδια, ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια είχα κάνει μια εργασία πάρα πολύ ωραία για τα ξόρκια.
Για τα ξόρκια θα ήθελα να μου πείτε τι είχατε βρει αν θυμάστε.
Λοιπόν, ήταν μια μοναδική εμπειρία η εργασία για τα ξόρκια. Στη Νάουσα υπήρχε η λεγόμενη «Γιάτρισσα», μια γυναίκα η οποία είχε καταγωγή από τη Νάξο, αλλά είχε παντρευτεί έναν Παριανό και είχε την δυνατότητα να λέει κάποιες σαν προσευχές, όχι προσευχές, πώς τα λένε; Σαν ποιηματάκια ήταν αυτά; Πώς να τα πω τώρα; Ναι, κάπως έτσι σαν ποιηματάκια μικρά ήτανε, για να αντιμετωπίσει το μάτι, την μια αρρώστια, τη χρυσή που μου ‘λεγε, τον ήλιο, για να περάσει τον ήλιο. Αυτά ήτανε μέσα στην αρμοδιότητα της. Συν το γεγονός ότι επειδή δεν υπήρχε ορθοπεδικός όποιος έσπαζε χέρια, πόδια και τα λοιπά, είχε ένα μαγικό χεράκι και κάπως του τα έβαζε μέσα, τα ‘βγαζε, τα ‘φτιαχνε τα πόδια μας στα χέρια μας ως μικρά παιδιά. Αυτή τη λέγαμε λοιπόν «Γιάτρισσα». Και όταν την πρόλαβα εγώ ήταν πια στο τέλος της ζωής της και μου είπε την ιστορία της. Το έκανα εργασία αυτό. Το παρουσίασα στο πανεπιστήμιο και μετά μπήκε και σαν υλικό σε ένα βιβλίο που βγάλαμε αργότερα, το «Αρμενίζοντας στην παράδοση της Πάρου» που έχει όλο αυτό το λαογραφικό υλικό, που είναι μια πάλι συλλογική δουλειά, γιατί δούλεψαν πάρα πολλά παιδιά του σχολείου του Γυμνασίου της Νάουσας τότε και μας… δημιουργήθηκε αυτό το βιβλίο και είναι μέσα και αυτή για τα ξόρκια.
Και θυμάστε κάποιο ξόρκι που σας είχε πει ή αυτή την στιγμή;
Όχι, δεν θυμάμαι αυτή την στιγμή. Δεν θυμάμαι. Όχι, δεν θυμάμαι, είναι και πολλά τα χρόνια. Αλλά ήτανε… Δεν ήθελε να τα πει στην αρχή, αλλά μετά κατάλαβα ότι θα είναι για εργασία, ότι δεν πρόκειται να τα χρησιμοποιήσω πουθενά, αλλού και μου τα ‘πε. Δεν τα ‘λεγε εύκολα. Έτσι ήταν λίγο περίεργη η θεία Κυριακώ Σπανοπουλίνα, Σπανοπούλου έτσι λεγόταν αυτή. Ήτανε δηλαδή… Αυτό κυρίως, η συλλογή του λαογραφικού υλικού ήταν μοναδική νομίζω. Και αυτό βγήκε σε βιβλίο μετά όπως είπα, και έχει μείνει σαν… τουλάχιστον ένα βιβλίο για αυτό το υλικό, το λαογραφικό της Πάρου. Δεν έχει βγει άλλο, τέτοιο συγκεντρωτικό υλικό.
Και γυρίζετε στην Πάρο λοιπόν μετά τη σχολή σας. Τι ήταν το πρώτο ερώτημα που δημιουργήθηκε για να θέλετε να το ερευνήσετε;
Το μάθημα. Καταρχάς το μάθημα των κειμένων, των νέων ελληνικών σου δίνει πάρα πολλές αφορμές για λαογραφικά θέματα. Οπότε η συλλογή του λαογραφικού υλικού έγινε μέσω του σχολείου και των παιδιών του σχολείου, γιατί υπήρχε και αυτή η επίδραση ας πούμε του μαθήματος. Γιατί το χορευτικό τότε δεν είχε γίνει ακόμα. Είχε ξεκινήσει δηλαδή η συλλογή του λαογραφικού υλικού από πριν, πριν από το χορευτικό. Και έτσι μαζέψαμε νομίζω το πρώτο… Εγώ έτσι κι αλλιώς μάζευα και ως φοιτήτρια. Είχα δηλαδή το δικό μου το αρχείο. Και ως μαθήτρια είχα, όταν πέθανε ο καθηγητής μου Γιώργος ο Ποσάτζης, η γυναίκα του βρήκε χειρόγραφο και το ‘χω ακόμα, τραγούδια που μου είχε πει ο παππούς μου και τα είχα πάει σαν εργασία στην πρώτη λυκείου, στο σχολείο. Δηλαδή πάντα μέσα από αυτές μέσα από το σχολείο ξεκινάνε πολλά πράγματα, κακά τα ψέματα, έτσι; Αυτό νομίζω κυρίως. Κωνσταντίνα…
Και ξεκινάμε, θα ήθελα να μου πείτε για τα ιδιώματα, για διάφορες έρευνες τέτοιες που έχετε κάνει.
Κοίτα είναι αλήθεια ότι για τη γλώσσα έχουμε κάνει λιγότερη δουλειά, γιατί ήταν ένας –Θεός σχωρέστον, βέβαια κιόλας, ο Ζαχαρίας Στέλλας– ένας μοναδικός ερευνητής της Πάρου, ο οποίος είχε μελετήσει πάρα πολύ τα ιδιώματα. Οπότε αυτός είχε καλύψει αυτό το κομμάτι. Απλά εμείς βλέπαμε ότι στις καταγραφές που κάναμε, sε κασέτες τότε μικρές σε μαγνητοφώνου είχε διαφορετική προφορά η Μάρπησσα ας πούμε από τα Μάρμαρα, από τον Κώστο, από τις Λεύκες, από τη Νάουσα, την Παροικιά. Από την Παροικιά δεν έχουμε πολύ υλικό γιατί δεν ήταν τα παιδιά. Λίγο με την Κική… την Κυριακή την Σπάνου κάναμε κάτι λίγες καταγραφές. Ας πούμε το βιβλίο έχει περισσότερο Νάουσα και νότια Πάρο, δεν έχει Παροικιά πολλά γιατί δεν είχαμε τη δυνατότητα να μαζέψουμε λαογραφικό υλικό από την Παροικιά. Δεν έχει γίνει [01:30:00]κάτι τέτοιο για την Παροικιά που και εδώ, εδώ είχε πολύ απ’ ό,τι μας έλεγε και η Κυριακή είχε και πολύ καλούς τραγουδιστές, η Παροικιά. Είχε ανθρώπους που τραγουδούσαν και τραγουδούσαν κιόλας τραγούδια, τις λεγόμενες «παραλογιές» που τις λέμε εμείς. Ήταν ένα είδος δημοτικού τραγουδιού που ήταν ολόκληρες ιστορίες, συνήθως δραματικές, έτσι; Ενώ αυτές ας πούμε δεν τις πολύ βρήκαμε σε άλλα μέρη, εδώ τις είχανε βρει σύμφωνα με τις πληροφορίες. Αλλά δεν μπορούσε να ανοιχτείς, έπρεπε να έχεις και άλλο κόσμο για να κάνει αυτή τη δουλειά. Και έχουνε χαθεί τώρα αυτοί οι άνθρωποι γιατί έχουνε πεθάνει, οι παππούδες που τα ξέρανε. Δεν ξέρω βέβαια στην Παροικιά αν υπάρχει κάποιο αρχείο άλλο, αυτό δεν το ξέρω, η αλήθεια να λέγεται, δεν το ξέρω καθόλου. Στη Νάουσα είχαμε και επίσης –και αυτός ήταν πολύ σημαντικός άνθρωπος που μας επηρέασε και εμένα και τον Λευτέρη και για τη λαογραφία –«γιατρό» τον λέγαμε, ο Όθωνας ο Κάπαρης είχε και συλλογή λαογραφική, ιδρύθηκε μετά και μουσείο προς τιμήν του στην πλατεία της Νάουσας. Ήταν και αυτός ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λαογραφία και νομίζω και αυτός βοήθησε σε αυτή τη διαδικασία.
Και το Λαογραφικό Μουσείο;
Το Λαογραφικό Μουσείο δημιουργήθηκε το 1997 επειδή εμείς είχαμε τις φορεσιές λόγω του χορευτικού, μας είχαν κάνει και κάποιες δωρεές, μου παραχώρησαν οι γονείς μου, το κατώι του σπιτιού μας γιατί εκείνοι είχανε πάει σε ένα άλλο σπίτι –της αδερφής μου– και έτσι για 20 περίπου χρόνια λειτούργησε το μουσείο με κούκλες που είχαμε αγοράσει, είχαμε ντύσει, είχαμε δουλέψει αρκετά, αρκετοί άνθρωποι και πηγαίνανε τα παιδιά κάθε μέρα το καλοκαίρι 2 ώρες, το κρατούσαν ανοιχτό και όποιοι τουρίστες πήγαιναν –έσοδα δεν είχε στην ουσία– έβλεπαν φορεσιές από πολλές περιοχές και διαφορετικές του Ελληνισμού. Αλλά ήτανε πραγματικά και αυτό πολύ σημαντικό.
Και για τη φορεσιά της Πάρου; Θα μου πείτε λίγα λόγια;
Η φορεσιά τώρα της Πάρου. Αυτή που έκανα εγώ εργασία είπαμε ότι είναι αστική φορεσιά, έτσι; Αργότερα, όταν ασχολήθηκα με το χορευτικό, έπρεπε να φτιάξουμε μια φορεσιά για το χορευτικό, και απευθυνθήκαμε σε μια πολύ σημαντική ενδυματολόγο και εθνογράφο, την Ιωάννα την Παπαντωνίου, ιδρύτρια του Πελοποννησιακού Μουσείου στο Ναύπλιο. Αυτή η γυναίκα λοιπόν είχε μελετήσει λίγο τις μεσαιωνικές φορεσιές και έκανε το πρώτο αντίγραφο μεσαιωνικής φορεσιάς, που πρωτοχρησιμοποιήσαμε στο πρώτο χορευτικό που ιδρύθηκε –το ενιαίο χορευτικό– το 1988 το οποίο είμαστε στην ουσία ιδρυτικά μέλη και πρωτεργάτες για να φτιαχτούν όλα αυτά και οι χοροί και οι φορεσιές. Αυτή μας βοήθησε και έτσι αναπαραστήσαμε τις γκραβούρες του 16ου, του 17ου και μετά του 19ου αιώνα, γιατί 19ος είχε άλλες γκραβούρες για Παριανή φορεσιά.
Μπορείτε να την περιγράψετε;
Λοιπόν. Να πάμε στη μεσαιωνική φορεσιά του 16ου-17ου αιώνα. Σύμφωνα και με τις μαρτυρίες, η φορεσιά αυτή η πάλι είναι σχετική με την μεσαιωνική φορεσιά τη Δυτική, δηλαδή έχει εσωτερικά κομμάτια, το μισοφόρι και τα εσώρουχα φυσικά και από πάνω ένα φόρεμα το οποίο ζει σε διαφορετικά χρώματα και ένα μεγάλο μαντίλι το οποίο γυρίζει γύρω από το κεφάλι. Αυτή είναι η κλασική μεσαιωνική φορεσιά. Εγώ θεωρώ ότι αυτής της φορεσιάς τα εσώρουχα μείνανε στη φορεσιά του 20ου αιώνα, γιατί όταν έκανα την έρευνα στον 20ο αιώνα –1900-1940–, έχουμε πολύ ωραία κομμάτια και ντυμένα κομμάτια εσώρουχα. Και το Πορτελάτο, το βρακί που λέγανε, και το μπούστο το σουτιέν, το μισοφόρι και το κοντό και το μακρύ. Απλά χάθηκε το εξωτερικό. Το φόρεμα χάθηκε. Τα εσωτερικά πιστεύω ότι ήτανε ίδια στην πορεία των χρόνων. Μετά τον 19ο αιώνα παρουσιάζεται σε άλλη γκραβούρα και με το χορό του Γκουφιέ που έχουμε μια γκραβούρα, να υπάρχει ένα πιο κοντό, ίσως φόρεμα πάλι με τα εσώρουχά του από μέσα και να υπάρχει από πάνω μια ζακέτα γούνινη. Και πάρα πολύ ωραίος και διαφορετικός κεφαλόδεσμος. Που ο κεφαλόδεσμος του 19ου αιώνα μοιάζει με κεφαλόδεσμο που υπάρχει και στα άλλα Κυκλαδονήσια. Με καπελάκι κόκκινο που γυρίζει ένα μαντήλι χρωματιστό κόκκινο, πράσινο, ανάλογα τη φορεσιά και ένα άσπρο μαντήλι επίσης γυρίζει γύρω από το σκούφο και το αρχικό καπελάκι. Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση και αυτή η φορεσιά, ενώ του 20ου αιώνα έχει τη φούστα έχει –θα λέγαμε ένα ταγιέρ της εποχής–φούστα μακριά όμως, έτσι; Ενώ η μεσαιωνική είναι πιο κοντή φορεσιά, εμένα αυτό μου έχει κάνει εντύπωση, στον 20ο αιώνα πάει μακριά η φούστα, ένα πουκαμισάκι, όπως το λέμε από πάνω που είναι, σαν να είναι σακάκι, και το εντυπωσιακό είναι στο κεφάλι το παπάζι, που είναι ένα καπελάκι δεν πιάνει από μπροστά, πιάνει μόνο το πίσω μέρος του κεφαλιού και αυτό είχα την τύχη, η μοδίστρα που μου έδωσε τις πληροφορίες γι’ αυτή τη φορεσιά, να μου δώσει και φωτογραφία και να μου το φτιάξει σε πατρόν, οπότε ήταν πάρα πολύ εύκολο μετά να το αναπαράγουμε. Αλλά έτσι είναι η πορεία της φορεσιάς, η μεσαιωνική μέχρι τον 20ο αιώνα περίπου. Δηλαδή χαθήκανε τα εξωτερικά περισσότερο κομμάτια και διασώθηκαν νομίζω τα εσωτερικά.
Και τώρα που μου είπατε ότι σας έχουν παραδώσει ένα χώρο για το…
Ναι, είναι το παλιό δημοτικό της Νάουσας, του «Συγγρού» που λέμε, γιατί ήτανε παλιά το σχολείο δύο αίθουσες. Ήταν παλιά το γραφείο, τώρα παραχωρήθηκε ο μισός χώρος αυτός, 40 τετραγωνικά σε εμάς και τον έχουμε διαμορφώσει κατάλληλα για να χωρέσουν οι φορεσιές του χορευτικού και το βεστιάριο του θεάτρου και οτιδήποτε χρειαστούμε για τις παραστάσεις μας.
Και ποιες φορεσιές υπάρχουν σχετικά με το χορευτικό;
Με το χορευτικό έχουμε πάρα πολλές περιοχές. Να ξεκινήσω από Βόρειο Αιγαίο: Θάσο, Λήμνο, Μυτιλήνη, Μικρά Ασία, Καππαδοκία. Σάμο, Χίο, Δωδεκάνησα: Κυκλάδες, Πάρο, βέβαια, Σποράδες, Εύβοια, Μέγαρα, Κύθηρα, Επτάνησα. Και έχουμε και πάρα πολύ ωραία κομμάτια από τη Βόρεια Ελλάδα και δωρεές και κατασκευές. Έχουμε δηλαδή φορεσιές που μπορούμε να βγάλουμε για να χορέψουμε τους χορούς της Ηπείρου, της Θράκης και της Μακεδονίας. Δηλαδή στην ουσία πιάνουμε τον ελλαδικό χώρο κάπως…Α! Και την Κύπρο, ξέχασα την Κύπρο. Και η Κύπρος, έχουμε και φορεσιές της Κύπρου. Νομίζω αυτά είναι. Ελπίζω να μη ξεχνάω και τίποτα.
Θέλω να μου πείτε και για τον Αγέρανο, εσείς.
Ναι. Ο Αγέρανος εγώ θα στον πω σαν βίωμα παιδικό. Και τις Απόκριες γενικά σαν βίωμα παιδικό, γιατί είναι τελείως διαφορετικό με το χορευτικό που είναι μία αναπαράσταση. Οι Απόκριες στην παλιότερη εποχή στην Πάρο ήτανε μια γιορτή των οικογενειών. Μαζευόντουσαν δηλαδή οι άνθρωποι στα σπίτια με τα φαγητά τους και διασκεδάζανε. Όταν τρώγανε μετά στο κέφι πάνω θέλανε να χορέψουνε. Ο χορός που ήταν πιο εύκολος ήταν ο Αγερανός, γιατί δεν ήθελε πικάπ, δεν ήθελε κάτι ηλεκτρικό, δεν ήθελε κασετόφωνο να στο πω μεταγενέστερα. Οπότε πολύ μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι που ξέρανε πολύ ωραία τραγούδια, λέγανε τα τραγούδια αυτά και χορεύανε –κάνανε στην άκρη τα τραπέζια– και χορεύανε μέσα στο σπίτι. Δηλαδή εγώ έχω μνήμες στο σπίτι μου, το πατρικό, που γινόταν αυτοί οι χοροί και σε άλλα σπίτια που πηγαίναμε. Και βέβαια χορεύανε και μπάλο εννοείται, διασκέδαζε ο κόσμος. Είχαμε τσαμπούνα, επειδή δεν υπήρχαν άλλα όργανα. Ειδικά στην περιοχή, τη δική μας, στο σπίτι το δικό μας, είχαμε, Θεός σχωρέστον, τον γέρο-Μπατιστάκη –έτσι τον ελέγαμε– ο οποίος έπαιζε τσαμπούνα και τον οποίο τον παιδεύανε όλοι οι γλεντζέδες γιατί πήγαιναν και τον σηκώνανε 02:00 η ώρα τα χαράματα ξέρω ‘γω να τον τρέχουν στα σπίτια για να παίζει. Του άρεσε και αυτουνού. Ερχόταν πολλές φορές και στο σπίτι μας όταν είχαμε γιορτή, γιατί αυτός ερχόταν και άλλες φορές και καθημερινές. Η τσαμπούνα ήτανε πολύ διαδεδομένη, και ο μπαμπάς μου έπαιζε και τουμπί, του άρεσε πάρα πολύ. Οπότε αυτό έχω σαν παιδική μνήμη από τον Αγέρανο. Ένας χορός αγκαλιαστός στην ουσία, γιατί σε μικρό χώρο ο ένας έπιανε, όχι απλά από τον ώμο, τον αγκάλιαζε από την πλάτη τον [01:40:00]άλλον και βέβαια, επειδή ήτανε και μικρά τα σπίτια, γινόταν αυτή η σπείρα, όπως λέμε ο «μαίανδρος»… Όχι ο μαίανδρος, ο μαίανδρος είναι στον άλλο το χορό… Ο «λαβύρινθος». Είναι ο Αγέρανος, είναι χορός λαβύρινθου, έτσι το λέμε. Αναπαριστά την έξοδο του Θησέα από το λαβύρινθο στην Κρήτη και πρωτοχορεύτηκε σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στην Δήλο γύρω από το βωμό του Απόλλωνα, επιστρέφοντας ο Θησέας στην Αθήνα, αφού είχε αντιμετωπίσει βέβαια το μινώταυρο. Αυτό είναι. Αυτός ο χορός είναι και άλλοι τέτοιοι χοροί, λαβυρινθιακού τύπου στην Ελλάδα. Για εμάς το συγκλονιστικό είναι ότι έχει διασωθεί μέχρι σήμερα, γιατί ακόμα και σήμερα όσοι ακόμα διασκεδάζουνε τους αρέσει να λένε Αγέρανο. Και εμείς προσπαθούμε βέβαια μέσα τα παιδιά, να κρατηθεί ως χορός τις Απόκριες, να τον ξέρουνε ότι αυτός είναι δικός μας. Και μάλιστα, πρόσφατα σε ένα μάθημα τις προηγούμενες μέρες, μιλήσαμε για το πουλί «Γερανός», γιατί είπα στα παιδιά ότι σύμφωνα με μια εκδοχή ο Αγέρανος προήλθε και από το πουλί «Γερανός» που κάνει και αυτό σχηματισμούς και πάει ομαδικά, για να αποδημήσει από τα ψυχρά ας πούμε κλίματα στα ζεστά και το ανάποδο. Και τους έκανε εντύπωση ότι μπορούμε να το συνδυάσουμε και με τον Γερανό.
Και δυο στιχάκια.
Άρχισε γλώσσα μου, άρχισε τραγούδια ν’ αραδιάζεις και την καλή παρέα μας να τη διασκεδάζεις. Του μπροστινού πρέπει σανό, του δεύτερου σαμάρι, του τρίτου και του τέταρτου του πρέπει χαλινάρι. Να πούμε ότι ο Αγέρανος είχε ερωτικά δίστιχα, είχε ιστορίες, πάλι που ήταν και λίγο λυπητερές ή ιστορίες που διατραγωδούσαν ένα κωμικό γεγονός. Και είχε και σεξουαλικά υπονοούμενα. Δηλαδή θυμάμαι ότι όταν είμαστε εμείς τα παιδιά δεν λέγανε shocking δίστιχα. Όταν ήταν οι μεγάλοι, όμως μόνοι τους λέγανε τα shocking, έτσι; Γιατί πάντα υπήρχε αυτό το διονυσιακό στοιχείο, γιατί κακά τα ψέματα, οι Απόκριες έχουν μέσα τους αυτό το διονυσιακό στοιχείο. Οι μπαρμπάδες ήταν μοναδικοί και στο πώς το καλύπτανε κιόλας, να μην το πούνε και σκανδαλίσουν και το πληθυσμό γύρω-γύρω, μικρό και μεγάλο. Ναι.
Και θέλω να τελειώσουμε με ένα έθιμο που πιθανά μπορεί να τελειώσουμε και με το πώς το αρχίσαμε, με ένα καθαρά έθιμο που υπάρχει στη Νάουσα. Δεν ξέρω αν θέλετε να πείτε κάτι για την Υπαπαντή ή για κάποιο άλλο έθιμο που σας έρχεται στο μυαλό.
Ναι. Για εμάς στη Νάουσα είναι τα τελευταία χρόνια, δηλαδή από τη δεκαετία του ‘60 και μετά, είναι ορόσημο το έθιμο των Κουρσάρων. Νεότερο μεν έθιμο, αλλά επειδή διατηρείται αυτά τα χρόνια, θεωρώ ότι πρέπει να το αναφέρουμε γιατί είναι και αξιοθέατο βέβαια τώρα για τους τουρίστες, αλλά εμείς ως παιδιά το βιώνουμε διαφορετικά. Πηγαίναμε, συμμετείχαμε, γιορτάζαμε και εμείς, χορεύαμε γιατί ήταν πολύ λιγότερος ο κόσμος δεν είχε τουρίστες. Διασκεδάζαμε μόνοι μας εκεί πέρα, έτσι; Με τους κουρσάρους που ερχότανε και χορεύαμε και γινόταν όλο αυτό το πανηγύρι. Γιατί είναι μια πολύ ωραία… Καταρχάς είναι ωραία η διαδρομή όταν έρχονται τα καΐκια μέσα στον κόλπο της Νάουσας και είναι και αναμμένα τα «ντενεκεδάκια», όπως θα λέγαμε εμείς, με τις δάδες σε όλο τον κόλπο. Εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε και τόσα πολλά φώτα. Ήταν όλο σκοτεινός ο κόλπος, οπότε τα φωτάκια δίνανε μια φαντασμαγορική εικόνα. Ήταν μια βραδιά μοναδική, συν τα καΐκια που ερχόντουσαν με τους πυρσούς, ήταν νομίζω κάτι πολύ ωραίο. Και γινόταν και στο μικρό το λιμανάκι, δεν γινότανε στο μεγάλο που γίνεται τώρα. Έχω πραγματικά πάρα πολύ ωραίες μνήμες από αυτές, νομίζω έχω και μια φωτογραφία ως κουρσάρα, όχι όμως… Να χορεύω, όχι, δεν είμαστε εκεί πέρα με τα καΐκια και τα λοιπά. Δεν νομίζω ότι έχουμε τέτοιες φωτογραφίες. Και τα αδέρφια μου ήταν πάντα εκεί, «κουρσάροι» που του λέγαμε. Νομίζω ότι αυτό θα έλεγα εγώ σαν έθιμο, περισσότερο.
Αυτό. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Τώρα δεν ξέρω αν σε κάλυψα.